Ο βυσσινόκηπος – Άντον Π. Τσέχοφ

2009

Θεατρική Εταιρεία Πράξη

Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας Α΄ Σκηνή

Α΄ παράσταση: Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009.

 

Ένα σπίτι στην εξοχή με τον ωραιότερο βυσσινόκηπο της περιοχής βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και της κατάρρευσης.

Οι σχεδόν αδιάφοροι μικροαστοί ιδιοκτήτες του δεν κάνουν τίποτα για να το σώσουν από την πώληση. Χάνουν το αγαπημένο τους πατρικό σπίτι και το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να το κοιτούν και να αναπολούν… Να αναβιώνουν οι παιδικές τους αναμνήσεις, να νοσταλγούν τις παλιές ευχάριστες στιγμές, να χορεύουν, να γελούν, να φλερτάρουν..

Τίποτα δεν τους κάνει να μετανιώνουν για την απόφασή τους, ακόμα και όταν ακούν τα τσεκούρια να χτυπούν δυνατά και να κόβουν τις αγαπημένες τους βυσσινιές. Ο ‘Αντον Τσέχωφ μέσα από το έργο του απεικονίζει τη διαρκή φθορά της καθημερινής ζωής στη Ρωσία του 20ου αιώνα δίνοντας όμως μια νότα ελπίδας για το μέλλον και κάνοντας μια ακριβή πρόβλεψη της επανάστασης που ακολούθησε.

Πηγή: Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας

Μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Κίνηση: Κωνσταντίνος Μίχος
Βοηθοί σκηνοθέτη: Μάρκος Τσούμας | Σοφία Καψούρου
Βοηθός σκηνογράφου: Τίνα Τζόκα

Διανομή

Ρανέφσκαγια Λιουμπόφ Αντρέγεβνα, κτηματίας: Μπέττυ Αρβανίτη
Άνια, κόρη της, 17 χρονών: Μαρίνα Συμέου
Βάρια, ψυχοκόρη, 24 χρονών: Τζίνη Παπαδοπούλου
Γκάγιεφ Λεονίντ Αντρέγιεβιτς, αδελφός της Ρανέφσκαγια: Γιάννης Φέρτης
Λοπάχιν Ερμολάι Αλεξέγιεβιτς, έμπορος: Δημοσθένης Παπαδόπουλος
Τροφίμοφ Πιοτρ Σεργκέγιβιτς, φοιτητής: Δημήτρης Παπανικολάου
Σιμεόνοφ – Πίστσικ Μπορίς Μπορίσοβιτς, κτηματίας | Περαστικός: Στέλιος Ιακωβίδης
Σαρλότα Ιβάνοβνα, γκουβερνάντα: Μαρία Σαββίδου
Επιχόντοφ Σιμεόν Παντελέγιεβιτς, λογιστής: Βασίλης Καραμπούλας
Ντουνιάσα, καμαριέρα: Πηνελόπη Μαρκοπούλου
Φιρς, λακές, γέρος, 87 χρονών: Κώστας Γαλανάκης
Γιάσα, νεαρός καμαριέρης: Άρης Τρουπάκης

  • Θέατρο: Το κλασικό μονοπάτι για το Βυσσινόκηπο

    Ο Ρώσος θεατρικός συγγραφέας Άντον Τσέχοφ θεωρείται δικαίως ένας από τους ανανεωτές του ευρωπαϊκού θεάτρου. Ο «Βυσσινόκηπος», που είναι ίσως το γνωστότερο έργο του, ανέβηκε φέτος στο «Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας» υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Στάθη Λιβαθινού. Μια καλοδουλεμένη παράσταση που ακολούθησε το κλασικό αφηγηματικό μονοπάτι χωρίς να επιχειρήσει πειραματικές παρεκτροπές. Μια καταχρεωμένη οικογένεια ευγενών επιστρέφει στο πατρικό σπίτι, για να πει το στερνό αντίο στα περασμένα μεγαλεία και, φυσικά, στο κτήμα με τον ανθισμένο βυσσινόκηπο, το οποίο πρόκειται να βγει στο σφυρί λόγω χρεών. Μπροστά στα μάτια μας, τα κοινωνικά αδιέξοδα της Ρωσίας στα τέλη του 19ου αιώνα. Η αδιάφορη μπουρζουαζία, ο λαός που πεινά, οι θυμωμένοι ιδεαλιστές και η νέα τάξη που αναδύεται, αναγγελία της επερχόμενης αλλαγής. Ένας χρεοκοπημένος κόσμος που κλείνει το μάτι στη σύγχρονη εποχή.

    Ο «Βυσσινόκηπος» είναι ένα έργο που, παρ’ ότι γράφτηκε ως κωμωδία, αρκετά συχνά ατύχησε να παρουσιαστεί ως δράμα. Ο Λιβαθινός και ο θίασός του δεν αστόχησαν. Οι έξοχες ερμηνείες των ηθοποιών σε παρασύρουν με τα τραγούδια, τα γέλια, τους κωμικούς υπηρέτες και τη μεγάλη γιορτή, την παραμονή του πλειστηριασμού, βαθιά μέσα στον ανθισμένο βυσσινόκηπο.

    Τα σκηνικά λιτά και ταιριαστά με την ατμόσφαιρα του έργου. Ο Λιβαθινός επέλεξε το σίγουρο δρόμο και κέρδισε το στοίχημα. Μοναδικό μειονέκτημα της παράστασης η μεγάλη διάρκειά της.

    26.05.2010, Μπέκας Βαγγέλης «Θέατρο: Το κλασικό μονοπάτι για το Βυσσινόκηπο», Δρόμος της αριστεράς

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Στάθης Λιβαθινός: Το θέατρο είναι εθνικό προϊόν

    Μια συζήτηση για τον Τσέχωφ και τον Βυσσινόκηπο, το Κτήνος στο φεγγάρι του Richard Kalinoski, την θεατρική παιδεία στη χώρα μας και την ανάγκη μας για την δημιουργία μιας Κρατικής Σχολής Σκηνοθεσίας που θα ακολουθήσει τους όρους της νέας εποχής.

    Για φέτος, διάλεξες τον Βυσσινόκηπο…
    Αν μπορεί κανείς να πει, ότι είναι από τα έργα που διαλέγεις. Τέλος πάντων ναι, εργάστηκα πάνω σ’ αυτό. Ο Βυσσινόκηπος βέβαια, κακά τα ψέματα, δεν είναι μία καθημερινή ιστορία. Είναι ένα από κείνα τα έργα που σε καλούν να αναμετρηθείς μαζί τους σε όλα τα επίπεδα και στιλιστικά και αισθητικά και φιλοσοφικά. Και βεβαίως δεν είναι ποτέ από τα έργα στα οποία βάζεις τελεία. Επιστρέφεις σ’ αυτά πάντα. Εμένα με ενδιέφερε η μεγάλη δυσκολία του εγχειρήματος γιατί πραγματικά. δεν έχω ξανασυναντηθεί με τον Τσέχωφ, παρά μόνο εργαστηριακά. Και βέβαια το γεγονός ότι ο Τσέχωφ έχει τρομερές δυσκολίες, τον καθιστά ιδανικό για να εκπαιδευτούν ηθοποιοί και θεατές. Δεν πιστεύω ότι έχουμε μια παράδοση στην Τσεχωφική παραστασιολογία, δεν υπάρχει. Μόνο να σκεφτεί κανείς ότι στη Γαλλία παίζονται εξήντα παραστάσεις το λιγότερο το χρόνο…Νομίζω ότι είναι ένας από τους συγγραφείς που παράλληλα με παραστάσεις που έρχονται από το εξωτερικό, θα τον ανακαλύψουμε σιγά-σιγά. Πόσο μάλλον που είναι κλασσικός και δεν θα πάψει ποτέ να μας εκπλήσσει. Είναι πολύ ανοικτός στις αναγνώσεις και ταυτόχρονα απίστευτα λεπτομερής στον τρόπο που περιγράφει την ανθρώπινη ψυχή. Είχα πει και νομίζω θα το ξαναπώ ότι το έργο του είναι ανώτερα συναισθηματικά μαθηματικά. Γράφει για τον συναισθηματικό κόσμο των ανθρώπων χωρίς να βαρύνει ποτέ περισσότερο τη μία από την άλλη πλευρά…

    Έχει θαυμάσιες ισορροπίες…
    Ναι, και μία δικαιοσύνη όσον αφορά τους χαρακτήρες. Μου μίλησε και προσωπικά πάρα πολύ η θεματολογία του Βυσσινόκηπου όσον αφορά το φινάλε της ζωής και την αίσθηση του περάσματος του χρόνου. Δεν μπορώ να πω ότι δεν είμαι σε μια τέτοια στιγμή…

    Μια στιγμή μεταβατική δηλαδή;
    Νομίζω ναι…Πολύ έντονη. Ήξερα πολύ καλά ότι είναι ένα τεράστιο και δύσκολο πεδίο και η μόνη πρόσβαση που έχω στον Τσέχωφ είναι η «γλωσσική», η μεταφραστική του πλευρά. Τίποτε άλλο. Όλα τα υπόλοιπα μάλλον θα τα έβλεπα σαν μειονεκτήματά μου. Γιατί άμα έχεις συνείδηση του μεγέθους αυτού, κινδυνεύει καμμιά φορά να σε καθηλώσει αντί να σε απελευθερώσει.

    Δημιουργείται ένα δέος.
    Ακριβώς. Αν και έχω δει και πάρα πολύ καλές παραστάσεις Τσέχωφ. Οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να καταπιαστώ με ευκολία. Μπορεί να ήταν και επιπολαιότητά μου που καταπιάστηκα, ποιος ξέρει…Αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ.

    Αυτό είναι υπερβολή νομίζω…
    Δεν πειράζει. Ας πούμε και μια υπερβολή.

    Για την διαχρονικότητα του συγγραφέα αυτού…Έχει το μοναδικό χάρισμα να σε αφορά άμεσα, μιλώντας μέσα από μιαν άλλη εποχή…
    Ναι. Βέβαια. Ισχύει αυτό. Επίσης κατορθώνει κάτι που δεν το κατορθώνουν πολλοί συγγραφείς, τον Βυσσινόκηπο να τον κάνει ένα ζωντανό πρόσωπο…Είναι ένας επί πλέον ήρωας και μάλιστα δεσποτικός. Με τον Θοδωρή τον Αμπατζή, τον συνεργάτη μου, δουλέψαμε πολύ πάνω σ’ αυτό ούτως ώστε να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε μια τέτοια παρτιτούρα στην παράσταση που η παρουσία του Βυσσινόκηπου να μην είναι διακοσμητική ή απλώς γραφική αλλά να είναι όσο το δυνατόν πιο πολύ παρούσα. Προσθέτοντας τις δυσκολίες και τις ιδιαιτερότητες που έχει ένας τέτοιος συγγραφέας. Και μάλιστα στη συγκεκριμένη σκηνή όπου δυστυχώς ή ευτυχώς σου απαγορεύει να χρησιμοποιήσεις δύσκολα σκηνικά και σε βγάζει από αυτόν τον πειρασμό. Αλλά σε βάζει στη διαδικασία του να σκεφτείς αφαιρετικά, κάτι που εμένα γενικότερα με ενδιαφέρει στο θέατρο. Σκέφτηκα ότι θα ήταν μια επιπλέον άσκηση. Γι’ αυτό κι ο χώρος είναι καθορισμένος περισσότερο από μια ενιαία ποιητική ατμόσφαιρα και ρεαλιστική ταυτόχρονα. Σκεφτήκαμε πολύ με τον Θοδωρή και ηχητικά και με την Ελένη την Μανωλοπούλου σκηνογραφικά, πως θα μπορέσουμε να τον μεταφέρουμε στη σκηνή το Βυσσινόκηπο χωρίς να τον περιγράψουμε χρησιμοποιώντας τα συνηθισμένα ανθάκια και κλαράκια κι όλα αυτά που είναι ένα επιπλέον κλισέ το οποίο όμως όλοι θεωρούν στα εκ των ουκ άνευ…

    Απαραίτητο…
    Ναι. Και που δεν το χρησιμοποιήσαμε στην παράσταση και καλά κάναμε.

    Και ήταν και ιδιαίτερα επιβλητικό το γεγονός ότι είδαμε το «άνθος» την στιγμή που προκαθορίστηκε κι η μοίρα του.
    Ναι ακριβώς και με έναν άλλο τρόπο.

    Όσον αφορά τους αγαπημένους χαρακτήρες του Τσέχωφ που επανέρχονται στα τέσσερα σημαντικότερα έργα του, εκτός από τον γιατρό, υπάρχουν όλοι παραλαγμένοι και εδώ…Και μάλιστα και εδώ, ισορροπούν ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό…
    Ναι εδώ δεν τον έχουμε τον γιατρό, τον έχουμε σαν συγγραφέα εδώ. Ο Τσέχωφ, δεν ξέρω καν αν ισχύει, ότι κρατάει αποστάσεις. Το θέμα δεν είναι αν κρατάει αποστάσεις, το θέμα είναι πόσο διεισδυτική είναι η ματιά του. Γιατί όλες οι ιστορίες, ανάλογα με τι βλέμμα θα τις δεις, είναι και λίγο αστείες και λίγο τραγικές ταυτόχρονα. Αμιγώς αστεία ιστορία δεν υπάρχει… Έτσι νομίζω, ότι δεν υπάρχει.

    Είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση αυτό, συνυπάρχει και το κωμικό και το τραγικό.
    Ναι. Αστείες ιστορίες δεν υπάρχουν, πόσο μάλλον όταν οι άνθρωποι βρίσκονται προς το τέλος της ζωής τους.

    Μίλησέ μου για τους ηθοποιούς σου, με τους οποίους έχετε δουλέψει ξανά και ξανά και μάλιστα με πολλούς απ’ αυτούς και σε εργαστηριακό επίπεδο, στις θερινές ακαδημίες της Πειραματικής. Και έχετε και κωδικούς επικοινωνίας ιδιαίτερους.
    Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η συνύπαρξη μαζί τους. Τους θεωρώ εξαιρετικούς, συγκλονιστικούς ηθοποιούς. Σ΄ αυτή την ομάδα συμμετέχουν ένα κομμάτι της ομάδας της «Γηραιάς κυρίας» κι ένα κομμάτι από την ομάδα της Πειραματικής σκηνής.

    Όσον αφορά τώρα την εποχή που είναι και η εποχή του Τσέχωφ. Ένας κόσμος πεθαίνει κι ένας άλλος έρχεται να πάρει τη θέση του. Μια μεταβατική εποχή και γι’ αυτό κρίσιμη.
    Δεν νομίζω ότι μπορούμε εύκολα εμείς να μπούμε σ’ αυτό το παραμύθι. Νομίζω ότι υπάρχουν μερικά επίπεδα τα οποία αναγκαστικά θυσιάζονται ή αν μη τι άλλο περνάνε σε δεύτερο πλάνο. Το τι πραγματικά έζησε τότε η Ρώσικη ιντελιγκέντζια είναι κάτι που νομίζω ότι μπορώ να το ανιχνεύσω μέσα από την σχέση μου μ’ αυτή τη χώρα αλλά εμείς δεν μπορούμε να το αντιληφθούμε απόλυτα. Ζούμε σε μια άλλη διάσταση. Κατ’ αρχήν δεν έχουμε ιντελιγκέντζια με αυτήν την έννοια. Περιέχει έναν κύκλο ανθρώπων που σε μας δεν υπάρχει. Έχουμε βεβαίως διανοούμενους αλλά αυτό το είδος ανθρώπων που να προέρχεται από αυτήν την αριστοκρατική τάξη δεν το έχουμε ακριβώς. Οπότε δεν μπορούμε να καταλάβουμε εύκολα την περιπέτεια μιας τάξης ανθρώπων που πολύ σύντομα θα γίνονταν όλοι μακαρίτες, μετά το -17. Αυτό δεν μπορούμε να το καταλάβουμε σήμερα. Νομίζω ότι εκείνο που ενδιαφέρει είναι να εμβαθύνουμε σε άλλες πλευρές του έργου. Ωστόσο επιδιώξαμε οι ήρωες αυτοί να έχουν ένα τόπο καταγωγής, μία ευγένεια και μια ιδιαιτερότητα στην συμπεριφορά.

    Οπότε πως διαχειρίστηκες την παράσταση ώστε το έργο αυτό να είναι οικείο και στον Έλληνα θεατή;
    Κατ’ αρχήν έγινε μία μετάφραση του κειμένου η οποία να έχει ενδιαφέρον και να είναι, όχι απλώς ευπρόσιτη, να είναι αληθινή. Με λύπη μου θα πω ότι οι μεταφράσεις των έργων του Τσέχωφ που διάβασα, εκτός ελαχίστων στιγμών σε κάποιες, δεν αποτυπώνουν ακριβώς το πνεύμα του συγγραφέα. Δεν ξέρω αν το καταφέραμε κι εμείς αυτό απόλυτα αλλά σίγουρα οι άλλες είχαν πάρα πολλά κενά. Κι πιστεύω ότι η δουλειά της Χρύσας Προκοπάκη εδώ είναι πάρα πολύ σημαντική. Νομίζω ότι θα είναι μία από τις μεταφράσεις που προχωράνε το θέμα του Τσέχωφ, όχι γενικά, στο θέατρο ειδικά. Σε όσους δεν έχει γίνει ακόμα αισθητό, θα γίνει σε λίγο καιρό νομίζω.

    Να περάσουμε τώρα στην άλλη σου σκηνοθεσία στο «Κτήνος στο φεγγάρι». Και πάλι έχουμε μια μετάβαση, έχουμε επίσης ένα πολύ κρίσιμο ιστορικό γεγονός κι ανθρώπους παγιδευμένους στην ιστορία τους. Ένα έργο τελείως διαφορετικό όμως…
    Ναι ισχύει αυτό. Η ιστορία ξεκίνησε από μία ευτυχή στιγμή, όταν συναντήθηκαν οι δρόμοι μας με την Ταμίλα και τον Δημήτρη. Ξεκινήσαμε μια δουλειά η οποία αργότερα έδωσε καρπούς και δημιουργήθηκε το θέατρο «Πορεία». Για μένα ήταν μεγάλη χαρά να επαναλάβω την εμπειρία, μέσα στο ίδιο σκηνικό αλλά είχαν περάσει δέκα χρόνια. Σε δέκα χρόνια οι ηθοποιοί όχι απλώς αλλάζουν, γίνονται αγνώριστοι θα ‘λεγα.

    Και λογικό είναι…
    Όμως οι συγκεκριμένοι διατήρησαν την επαφή τους με το υλικό και ήταν και μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Δεν το έχω ξανακάνει αυτό, να επαναλάβω μία παράσταση.

    Το κείμενο; Είναι πολύ δυνατό και νομίζω πως δεν περιορίζεται μόνο σε μία σφαγή και στην ψυχολογία κάποιων ανθρώπων που επιβιώνουν απ’ αυτήν.
    Παρόλο που δεν είναι και λίγο το ιστορικό «κόντεξ» του έργου. Πιστεύω ότι αυτή η λειτουργία του θεάτρου που αφορά το να υπενθυμίζει κιόλας τις ανθρώπινες τραγωδίες και τα ιστορικά λάθη από τα οποία προκύπτουν, όταν δεν γίνεται αυτοσκοπός, είναι σημαντική. Νομίζω ότι εξακολουθεί να ενδιαφέρει τον κόσμο αυτό το έργο. Το γεγονός ότι έχει υπάρξει ένα τέτοιο τραγικό γεγονός στην ιστορία που δεν είναι και τόσο πια μακρινό, αφού αν το σκεφτείς τα ίδια λάθη κάνουμε ακόμα, σημαίνει ότι έπρεπε αυτό το έργο να ανέβει. Συν το γεγονός ότι είναι και μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία ενός ζευγαριού. Αυτό με ενδιέφερε πάρα πολύ…

    Η σχέση των δύο αυτών ανθρώπων εξελίσσεται πολύ περίεργα, μέσα στο χρόνο. Και μάλιστα εξελίσσεται γύρω από ένα «τραπέζι». Με ελάχιστες εκμυστηρεύσεις. Θα χρειαστεί η εισβολή του νέου παιδιού που ταυτόχρονα παρηγορεί και τρομοκρατεί, για να υπάρξει η έκρηξη που θα κάνει τον άντρα να ανοιχτεί και να μιλήσει για το τραύμα του, στη γυναίκα του.
    Πιστεύω ότι πρόκειται για ένα ζευγάρι με το οποίο ταυτίζονται πολλοί άνθρωποι σήμερα, βλέποντας το έργο. Αφορά την διαδικασία της αληθινής εξοικείωσης μέσα από την οποία δύο σύζυγοι μπορεί να ζουν μαζί αλλά πολλές φορές παραμένουν ξένοι, μέχρι να συμβεί ανάμεσά τους ένα συμβάν σοβαρό και να αποκαλυφθεί αυτό το κάτι, το πολύ μεγάλο, που τους δένει.

    Ωστόσο ανάμεσα σ’ αυτούς τους ξένους εισρέει μία καθημερινότητα που ενισχύει τους κώδικες επικοινωνίας, προετοιμάζοντας την αποκάλυψη που θα ενισχύσει τους δεσμούς τους.
    Νομίζω ότι αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ηρωίδα, την οποία ενσαρκώνει εξαιρετικά η Ταμίλα. Η γυναίκα αυτή έχει ψυχικά αποθέματα, σπουδαίο ψυχικό μεγαλείο και μια ανοχή που δείχνουν οι γυναίκες πολύ συχνά στη ζωή τους. Κάτι για το οποίο δεν μπορείς παρά να τις τιμάς. Αυτό είναι νομίζω, το γεγονός που κάνει ενδιαφέρουσα την συνύπαρξη μ’ αυτόν τον δύστροπο άνθρωπο, τον γεμάτο προκαταλήψεις και ταμπού.

    Που ταυτόχρονα όμως είναι ένας καλλιτέχνης, με τον τρόπο του…
    Ναι! Είναι… Είναι συγκινητικός γιατί ασχολείται με τις ζωές των άλλων, όντας φωτογράφος.

    Και προσπαθεί να τους κάνει και όμορφους κιόλας.
    Ενώ η δική του ζωή είναι άσχημη.

    Σαν την φωτογραφία του την οικογενειακή. Μια φωτογραφία γεμάτη τρύπες που δεν μπορεί να τις κλείσει.
    Βέβαια.

    Και όσον αφορά εκείνο το αγοράκι που στην ουσία εισβάλλει στο σπιτικό τους κι ενώ γίνεται αποδεκτό με τρυφερότητα από την κυρία Τομασιάν, ο κύριος Τομασιάν το απωθεί και το ζηλεύει…
    Ξέρεις πως είναι ένας άντρας τέτοιου είδους… Ζηλεύει οτιδήποτε κινδυνεύει να του πάρει τη θέση, πόσο μάλλον τα ρούχα του. Αλλά νομίζω ότι αυτό το παιδί είναι η αιτία για να εξελιχτεί ο Αράμ Τομασιάν, να γίνει άνθρωπος και άντρας. Πραγματικός. Όταν περνάει σιγά-σιγά στην κατανόηση και την συγχώρεση. Ε! Δεν είναι και εύκολη η ζωή που ζούσαν οι άνθρωποι τότε. Περάσανε αυτά που περάσανε οι παππούδες μας κι οι γονείς μας, σφαγές, πολέμους…

    Εξορίες…
    Ε! Αυτά όλα αφήνουν κάτι στην ψυχή, πολύ μεγάλο…

    Το οποίο μπορεί να λειτουργήσει, όπως στην περίπτωση του Αράμ σε ψυχοπαθολογία ή όπως στην περίπτωση της Σέτα σε διέξοδο για να εξελιχτεί και να γίνει καλύτερος άνθρωπος.
    Βέβαια…

    Και παρ’ όλο που σαν γυναίκα έχει και μια πρόσθετη ψυχική επιβάρυνση που αφορά το ότι δεν μπορεί να κάνει παιδιά. Πολύ σημαντικό για μια γυναίκα.
    Ναι, πάρα πολύ. Και γι’ αυτό νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι ταυτίζονται μ’ αυτό το ζευγάρι. Γιατί το απασχολούν πράγματα πολύ καθημερινά και απλά αλλά και πολύ σημαντικά. Γενικά μ’ αρέσει που το έργο αυτό βρίσκει μια διέξοδο προς το φως. Μ’ αρέσει αυτό. Και στον Τσέχωφ υπάρχει, μ’ έναν άλλο τρόπο. Παρ’ όλο που το έργο του είναι αρκετά πιο απαισιόδοξο, θάλεγα, από μια πλευρά…Η ιστορία της Σέτα και του Αράμ έχει μια διέξοδο που είναι λυτρωτική. Εμένα μ’ αρέσουν τα έργα που προσφέρουν μια τέτοια διέξοδο… Που δεν σου κλείνουν τις πόρτες κατάμουτρα…

    Πάντως ο Τσέχωφ έχει νομίζω το υπέροχο πλεονέκτημα να ανοίγει παντού πόρτες και εξόδους διαφυγής, ακόμα κι αν αυτές μέσα από το ίδιο του το έργο διαφαίνεται πως σύντομα θα σφραγιστούν ξανά. Συνέχεια κάποιος ήρωας του μιλάει για ένα μέλλον όπου τα πάντα θα έχουν αλλάξει προς το καλύτερο…
    Αρκετά αισιόδοξο αλλά και απαισιόδοξο μαζί. Αφού όλα αυτά θα συμβούν μετά από τετρακόσια χρόνια. Εμείς φυσικά δεν θα ζούμε τότε…

    Και οι ίδιοι του οι ήρωες δείχνουν πως αυτή η ελπίδα είναι φρούδα αφού αν μπορούσε να αλλάξει η ανθρώπινη φύση και μαζί κι η ανθρώπινη μοίρα, θα είχε αλλάξει από τότε.
    Ναι. Οι ήρωες του μιλάνε πολύ γι’ αυτό. Αλλά δεν αρκεί…

    Μίλησέ μου λίγο και για τους στόχους σου. Γι’ αυτό που θα ήθελες περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, να κάνεις στο μέλλον.
    Για μένα το σημαντικότερο πράγμα στο οποίο θα ήθελα να αφιερώσω ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μου και το λέω πάντα, είναι η σχολή σκηνοθεσίας θεάτρου. Νομίζω ότι πρέπει πια να μπει για τα καλά η χώρα μας στο παιχνίδι της θεατρικής παιδείας για να μπορέσουν οι Έλληνες σκηνοθέτες να εξαντλούν τις ικανότητές τους στη σκηνή και να ασχολούνται με ηθοποιούς δημιουργούς και όχι εκτελεστές. Πιστεύω ότι πρέπει να εξελιχτεί η θεατρική παιδεία στον τόπο μας. Είναι πάρα πολύ αναγκαίο και νομίζω ότι το σημαντικότερο που θα πρέπει να συμβεί σ’ αυτήν την κατεύθυνση είναι η ίδρυση της σχολής σκηνοθεσίας θεάτρου. Εμένα αυτό με αφορά και με καίει. Θα κάνω τις παραστάσεις μου και θα προσπαθώ να προτείνω κάτι μέσα από αυτές αλλά νομίζω ότι η θεατρική παιδεία αυτή τη στιγμή είναι η φροντίδα «νούμερο ένα» στον τόπο μας. Και δεν νομίζω πως υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από αυτό.

    Έχεις ήδη δουλέψει προς την κατεύθυνση αυτή σε μικρή κλίμακα με τις θερινές ακαδημίες της Πειραματικής απ’ όπου είδαμε να προκύπτει ένα πολύ σπουδαίο υλικό κι από ηθοποιούς κι από σκηνοθέτες. Μάλιστα εξακολουθεί να υπάρχει μία επαφή με αυτούς τους νέους ανθρώπους και συχνά συνεργάζεσαι με διάφορους τρόπους μαζί τους αλλά κι αυτοί κρατούν την επαφή ανάμεσά τους και δουλεύουν μαζί. Έχει δημιουργηθεί ένας πυρήνας. Βλέπω πως, όχι μόνο το ταλέντο κι οι γνώσεις, τους διαχωρίζουν από όλους τους άλλους αλλά και το ήθος τους.
    Είναι γεγονός. Όπως έλεγε κι ο δάσκαλός μας ο Κατσέλης, το ήθος είναι μεγάλη αξία στο θέατρο και νομίζω ότι αφορά και όλες τις μεγάλες σχολές θεάτρου. Κάποτε πρέπει να γίνει και στην Ελλάδα μια μεγάλη σχολή θεάτρου. Να αφομοιώσει ότι καλύτερο υπάρχει από το παρελθόν και να προχωρήσει στο μέλλον. Έτσι γίνεται, δεν γίνεται αλλιώς. Δεν γίνεται να μιλάμε για παράδοση και να μην έχουμε σχολή.

    Νομίζεις ότι θα μπορούσε στην Ελλάδα να υπάρξει μια τέτοια σχολή χωρίς να παρεισφρήσουν τα προσωπικά συμφέροντα κι οι διάφοροι ατάλαντοι που όμως έχουν τον τρόπο τους να ελέγχουν όλους τους κρατικούς μηχανισμούς;
    Νομίζω πως δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Όλα τα υπόλοιπα μοντέλα έχουν χρεοκοπήσει. Εκτός αν παιδεία θα είναι πια μόνο τα σεμινάρια.

    Κάτι που όμως μοιάζει αποσπασματικό και δεν μπορεί να καλύψει ούτε όλους τους τομείς ούτε όλες τις ανάγκες των σπουδαστών.
    Με σεμινάρια, παιδεία δεν γίνεται. Με μπαλώματα δουλειά δεν γίνεται. Χρειάζεται συστηματική και σε βάθος εκπαίδευση σκηνοθετών και ηθοποιών. Για να αξιοποιηθεί με κάποιο τρόπο το δυναμικό που υπάρχει στην Ελλάδα.

    Γιατί υπάρχει δυναμικό. Αυτό μπορεί να το δει κανείς.
    Τεράστιο. Αλλά που καταλήγει; Νομίζω ότι κάνει εκπτώσεις. Δεν μπορεί πάντα να ποντάρει κανείς στην ιδιωτική εκπαίδευση. Η οποία επίσης αναγκαστικά θα κάνει συμβιβασμούς για να συνεχίσει να υπάρχει.

    Και πολλά παιδιά έχουν την δυνατότητα να πάνε να σπουδάσουν στο εξωτερικό. Αλλά…
    Το εξωτερικό δεν μπορεί συνεχώς να δίνει γιατί το θέατρο είναι εθνικό προϊόν. Είναι εθνικό προϊόν. Τέλος. Πως να γίνει; Δεν μπορούμε να ανατρέψουμε αυτόν τον κανόνα που υπάρχει σε όλες τις μεγάλες χώρες, με θεατρική παράδοση. Πρέπει να λάβει κανείς υπ’ όψιν του αυτά τα παραδείγματα.

    Μια και μίλησες για εθνικό προϊόν … Έχουμε επίσης μια τεράστια έλλειψη όσον αφορά την δημιουργία παράδοσης στον τομέα της θεατρικής συγγραφής. Και χωρίς ελληνικό θεατρικό έργο δεν μπορεί να υπάρχει εθνικό θέατρο.
    Πιστεύω ότι σιγά-σιγά και οι νέοι θεατρικοί συγγραφείς θα βρουν την γλώσσα τους και θα προχωρήσουν. Υπάρχουν πολλοί ταλαντούχοι συγγραφείς αλλά πρέπει να παίζονται πολύ συχνά για να μάθουν το «μετιέ». Γιατί θεατρικός συγγραφέας από το γραφείο του δεν γίνεται. Ακόμα κι ο Τσέχωφ για τον οποίο μιλάγαμε πριν, επειδή ανέβηκαν τα έργα του, εξελίχτηκε…Ο Τσέχωφ του «Βυσσινόκηπου» από τον Τσέχωφ του «Στοιχειού του δάσους» δεν έχει καμμία σχέση. Δεν παύει να είναι ένας τρομερός συγγραφέας αλλά εξελίχτηκε πάρα πολύ. Και το λέει κι ο ίδιος. Ο Τσέχωφ είναι ο Τσέχωφ επειδή συναντήθηκε με το Θέατρο Τέχνης. Αν δεν συναντιόνταν, δεν θα γινόταν ποτέ.

    26.03.10, Κυριάκη Μαρία «Στάθης Λιβαθινός: Το θέατρο είναι εθνικό προϊόν», episkinis.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Βουτιά στον κήπο του Τσέχωφ

    Ο «Βυσσινόκηπος», που παίζεται στο θέατρο Οδού Κεφαλληνίας, είναι έργο που έχει «έξοδον»

    Λίγα από παλιότερες θέσεις μου πάνω στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ: «Στην Ελλάδα ο Τσέχωφ έχει σφραγιστεί από την άποψη του Κάρολου Κουν. Και η άποψη αυτή πήγε να γίνει σχολή με τη διαφορά πως οι επίγονοι δεν είχαν ούτε την ευαισθησία ούτε το ταλέντο του Δασκάλου. Το γεγονός είναι πάντως πως, καλά ή μέτρια παιγμένος, ο Τσέχωφ στον τόπο μας αντιμετωπίστηκε μόνο από μια σταθερή, αλλά μία, οπτική γωνία. Όποιος έβλεπε τσεχωφικά έργα εδώ και κάποτε διάβαζε τον διηγηματογράφο Τσέχωφ έμενε με την εντύπωση πως είχε να κάνει με άλλον συγγραφέα ή με έναν συγγραφέα με διπλό ύφος. Πάνω στη σκηνή χανόταν εκείνο το διεισδυτικό χιούμορ, το καταλυτικό, το αβίαστο, όμως βαθιά ανθρώπινο. Ήταν μια μουσική που ηχούσε μονόχορδη και με σουρντίνα και αναδεικνύονταν μια βαθιά απαισιόδοξη γεύση και μια κατάθλιψη. Ένα έργο που ο ποιητής του το ήθελε ως εικόνα αντικειμενική και σχεδόν επιστημονική της πραγματικότητας, η σκηνοθεσία το αντιμετώπιζε με μια ακραία ζοφερή υποκειμενικότητα. Και όσο ο Τσέχωφ βρισκόταν στα χέρια του Κουν αυτή η μουσική ήταν πυκνή, οι χρόνοι σοφά ισορροπημένοι, ο χρόνος υποκειμενικός αλλά ρέων, οι παραλλαγές των θεμάτων αναλογικά δομημένες.

    Παρ’ όλα αυτά ο κόσμος του ποιητή φαίνονταν μεροληπτικός. Πάνω στις παραστάσεις βάραινε απόλυτα και βασανιστικά η παρουσία του ″συστήματος″ του Στανισλάβσκι. Και ξέρουμε πως παρ’ όλη την επιτυχία που γνώρισαν οι παραστάσεις του, ο Τσέχωφ δεν δεχόταν ανεπιφύλαχτα τις απόψεις του μεγάλου νατουραλιστή. Ο Τσέχωφ έγραφε χαρακτήρες εν κοινωνία. Ο Στανισλάβσκι έκανε φαινομενολογία. Ο Τσέχωφ ήταν διαλεκτικός, ο Στανισλάβσκι ήταν καντιανός και φορμαλίστας. Τώρα πώς και γιατί έγινε ο μέγας αρχιερέας του σοβιετικού θεάτρου είναι ακατανόητο. Όσο ακατανόητο είναι πως ο διαλεκτικός Μπρεχτ δεν έγινε ποτέ αποδεκτός από το επίσημο σοβιετικό δόγμα για την τέχνη. Ούτε ο Μέγερχολντ βέβαια…

    Δεν πιστεύω στους μαγικούς αριθμούς, αλλά η μεγάλη ″τετραλογία″ του Τσέχωφ νομίζω πως έχει κάποια εσωτερική και μορφική και ιδεολογική ανέλιξη, πρωτίστως όμως αποτελεί ενότητα. Δεν θεωρώ τυχαίο πως ο «Βυσσινόκηπος», που κατά τη γνώμη μου έχει θέση σατυρικού δράματος στην τετραλογία, είναι ένα έργο που έχει ″έξοδον″. Το σπίτι αλλάζει αφεντικό. Όλοι μπορούμε να υποπτευθούμε τι θέμα θα είχε το επόμενο έργο του Τσέχωφ, αν ζούσε. Ο Λοπάχιν είναι ένα νέο πρόσωπο στο τσεχωφικό σύμπαν. Κάτι σαν τον Ηρακλή στο σατυρικό δράμα». (1975)

    «Έχω πολλές φορές την εντύπωση πως ο Τσέχωφ είναι ένας φυσικός συγγραφέας∙ φυσικός, όπως φυσικούς συνηθίσαμε να λέμε τους μεγάλους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Είναι μάλιστα φορές που ο Τσέχωφ με οδηγεί κατευθείαν στον Εμπεδοκλή, τον συνδυαστικό φιλόσοφο από τον Ακράγαντα, που αποπειράθηκε να συμφιλιώσει τον αεικίνητο κόσμο του Ηρακλείτου με τον παγωμένο, ακίνητο κόσμο του Παρμενίδη. Έτσι μιλώντας για τα ριζώματα, τα τέσσερα αθάνατα στοιχεία, το ύδωρ, τη γη, το πυρ και τον αέρα, εύρισκε ερείσματα στον παρμενίδειο κόσμο και μιλώντας για τις ποικίλες δυνατότητες μείξεων των ριζωμάτων κατέφασκε στο γεμάτο ποικιλία μορφών σύστημα του σοφού της Εφέσου. Οι δύο συνταρακτικές δυνάμεις που εγγυώνται την αιώνια μείξη και διάλυση των απείρων συνδυασμών των ριζωμάτων, είναι το νείκος και η φιλότης, η έλξη και η άπωση, ο έρως και η έρις, η γέννηση και ο θάνατος των μορφών. Το νείκος είναι ουλόμενον, η φιλότης σχεδύνη, η διχόνοια είναι καταστροφή, η ομόνοια, η αρμονία, συνεκτική, σταθερή. Οι μεγάλοι εκείνοι στοχαστές θαρρώ είχαν συλλάβει τους βασικούς κώδικες του γίγνεσθαι, τα αδρά περιγράμματα της υπάρξεως. Είναι λοιπόν φυσικό ο Τσέχωφ, ένας κατ’ εξοχήν ανατόμος της ανθρώπινης συμπεριφοράς, να επαληθεύεται από τα σχεδόν νομοτελειακά σχήματα της προσωκρατικής σκέψης των φυσικών… Σχολιάζοντας κάπου ο Σέξτος ο Εμπειρικός τον Εμπεδοκλή, γράφει πως το κριτήριο του φιλοσόφου για την αλήθεια δεν είναι οι αισθήσεις, αλλά ο ορθός λόγος. Μόνο που τον έβλεπε να συγκροτείται από ένα μέρος ανέκφραστο και ένα μέρος εκφραστέο και εκφραστό: ανέξοιστον και εξοιστόν. Οι όροι ισχύουν χωρίς εκπτώσεις για τον Τσέχωφ. Με την επιστημονική του εμμονή ως μέθοδο παρατήρησης καταγράφει την ανθρώπινη συμπεριφορά και σημειώνει στο ″Ημερολόγιο″ του πειραματικού εργαστηρίου τις έλξεις και τις απώσεις του ζωντανού υλικού του». (1988)

    Τις παραπάνω διαχρονικές δικές μου εμμονές στο τσεχωφικό σύστημα καταγραφής των ανθρωπίνων τις βρήκα να εκφράζονται αβίαστα στην παράσταση του Στάθη Λιβαθινού στο θέατρο Κεφαλληνίας με τον θίασο του καλλιτεχνικού οργανισμού «Πράξη». Παρ’ όλο που οι σπουδές του Λιβαθινού είναι μεταστανισλαβικές διαπίστωσα πως οι μεγάλοι παιδαγωγικοί και επίγονοι της μεθόδου του προσχώρησαν σε χαλαρότερες και λιγότερο απόλυτες προσεγγίσεις του θεατρικού φαινομένου. Εξάλλου, μας είχε δοθεί η ευκαιρία να το παρατηρήσουμε αυτό με την παράσταση του «Βυσσινόκηπου» που σκηνοθέτησε για την Καρέζη και τον Καζάκο ο Όλεγκ Εφραίμωφ πριν από 22 χρόνια.

    Τότε όπως και τώρα, στην εκδοχή του Λιβαθινού, έσπασε το παλιό καταθλιπτικό κέλυφος και οι αργοί χρόνοι της εσωτερικής και εξωτερικής πλήξης και πίσω από τις σχέσεις και μέσα σ’ αυτές ξεπήδησε το χιούμορ, η ειρωνεία, η γελοιότητα, οι αμηχανίες, συμπεριφοράς και ψυχολογικές των ηρώων και, κυρίως, το δόκανο, το δίχτυ μέσα στο οποίο έχουν παγιδευτεί και το αγνοούν οι αδιέξοδοι οιηματίες μιας κοινωνίας που τίναξε τα πέταλα.

    Πιάνει τους ρόλους από τα μαλλιά

    Στην παρτιτούρα του «Βυσσινόκηπου» ανταποκρίθηκαν όλοι σχεδόν οι ταλαντούχοι συνεργάτες του Στάθη Λιβαθινού. Με κορυφαία επίτευξη τον Γκάεφ του Γιάννη Φέρτη. Αυτός ο πολύπειρος ηθοποιός, που επιμένει πάντα να μαθητεύει πειθαρχώντας και υπηρετώντας τα σκηνοθετικά σχέδια, άλλη μια φορά μας εξέπληξε γιατί κατόρθωσε να κάνει τη ρητορική του κενού λόγου αμήχανη αλλά και τραγική χειρονομία και το γελοίο ήθος ηθικό αδιέξοδο. Η Μπέτυ Αρβανίτη μετρημένη και φευγάτη, προσγειωμένη σε λάθος έδαφος και τελευταίο δείγμα μιας τραυματικής μπελ επόκ, πρόσθεσε έναν ακόμη ουσιαστικό ρόλο στην πλούσια καριέρα της. Η Τζίνη Παπαδοπούλου ξεπερνάει κάθε φορά το ύψος που έχει υπερβεί με την άνεση ασκημένου και προπονημένου αθλητή. Μια ηθοποιός χωρίς συμπλέγματα απέναντι στους ρόλους. Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος (Λοπάχιν) πήγε κόντρα στη παράδοση του ρόλου και έδωσε τον ανερχόμενο αγροίκο σε μεγαλοαστό με μέτρο τη μεσότητα και όχι τις υπερβολές των άκρων. Ο Δημ. Παπανικολάου (Τροφίμωφ), ηθοποιός με τσαγανό, πιάνει τους ρόλους από τα μαλλιά και τους σώζει με την ιδιότυπη αλλά έγκυρη ρητορική του και τους έξοχους ρυθμούς του. Ο Κώστας Γαλανάκης (Φιρς) κατόρθωσε ό,τι μόνο ο Σταρένιος το είχε πετύχει. Να μας ακολουθεί και να μας στοιχειώνει ως ποιητικό σκηνικό γεγονός. Ο Άρης Τρουπάκης συνεχώς εξελίσσεται (Γιάσσα) και βαθαίνει, όπως και η αποκαλυπτική πάντα στους σχεδιασμούς της Σαββίδου (Σαρλότ), ο Καραμπούλας έδωσε με τραγικό λήρο τη γελοιότητα του Επιχώντοφ. Η Γιακουμή (Ντουνάσα), ο Ιακωβίδης ωραίες καρικατούρες ειρωνικής κοπής. Η νεαρά Μ. Συμεού ανέτοιμη ακόμη για μεγάλους ρόλους. Η Μανωλοπούλου με λίγα λιτά αντικείμενα και με «βωμό» ένα μπιλιάρδο έφτιαξε «κόσμον». Ο Αμπαζής έπαιξε ουσιαστικά και δραματουργικά με τους ήχους, φυσικούς και τεχνικούς, ο Μίχος κίνησε το όλον με εμμέλεια καθημερινής αυθεντίας και ο Αναστασίου φώτισε σοφά.

    Η γλώσσα του σώματος

    Ο Λιβαθινός είναι μέγας (και δεν αποσύρω τον χαρακτηρισμό, σε μια εποχή που σπανίζει το φαινόμενο) δάσκαλος ηθοποιών. Έχοντας στη διάθεσή του μια προσεκτική και συνάμα μουσική μετάφραση που φιλοτέχνησε με τη Χρύσα Προκοπάκη, καθοδήγησε τον θίασο σε μια σκηνική συμπεριφορά που πλεονάζει, δίπλα στον λόγο και στην κούφια ρητορική και συναισθηματική ευφορία των προσώπων, ένας χειρονομημένος «λόγος» μάθημα υποκριτικής πρισματικότητας. Εξηγούμαι: τα πρόσωπα του Τσέχωφ χειρονομούν στα διάκενα, υπομνηματίζοντας τον λόγο, συμπληρώνοντας τον δισταγμό για κυριολεξία, προσδίδοντας προθέσεις που δεν εκφράζονται και ανατρέποντας επιχειρήματα που από συνήθεια αρθρώνονται αλλά υπηρετούν προσχήματα. Η παράσταση του Λιβαθινού είναι μια μουσική σωματικής γλώσσας, μια παράλληλη παρτιτούρα με την «λέξιν», ένα μέλος χειρονομίας και μια όρχηση του ανέκφραστου.

    08.03.2010, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Βουτιά στον κήπο του Τσέχωφ», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Δεν μυρίζει κήπο, μυρίζει θέατρο

    «Βυσσινόκηπος» – Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας

    Άδικο είχα να περιμένω πολλά; Γεμάτος προσδοκίες για την πρώτη σκηνοθετική συνάντηση του Στάθη Λιβαθινού με τον Τσέχοφ (αυτονόητη συνάντηση που άργησε χρόνια), έσπευσα από τους πρώτους στη νέα παραγωγή της Οδού Κεφαλληνίας.

    Ίσως αυτή η προσμονή, μαζί με την ανυπομονησία μου να δω μια παραγωγή που δεν έχει βρει ακόμα τον βηματισμό της, ευθύνονται για ένα μέρος της τελικής μου απογοήτευσης. Δεν λείπουν ούτε οι καλές προθέσεις ούτε οι καλές στιγμές στον «Βυσσινόκηπο» της Κεφαλληνίας. Και έχει για σταθερό στήριγμα τη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη. Είναι όμως απολογιστικά μια παράσταση κατώτερη των προσδοκιών, μια χαμένη ευκαιρία για το θέατρό μας.

    Δεν χρειάζεται παρά να δούμε μία από τις πρώτες σκηνές της παράστασης για να κατανοήσουμε την οπτική στην οποία ο Λιβαθινός στήριξε τη διδασκαλία του: Η Αντρέγεβνα και πίσω της μια ολόκληρη κουστωδία αστόχαστων κεφάτων ακολούθων (θίασος στον οποίο συμμετέχουν κάποια στιγμή άπαντες: τόσο δυνατή είναι η γοητεία αυτής της τάξης ανθρώπων, η έξις της παρουσίας της), επιστρέφει στο παιδικό της δωμάτιο με τα μάτια κλειστά. Εκεί τραβάει το μαντίλι και βλέπει, βλέπει πως μόνο εκεί μπορεί να ζήσει αληθινά. Ίσως τελικά υπάρχει στην Αντρέγεβνα και σε όλους τους κατοίκους αυτού του μακαριστού, παλιού κόσμου η χαμένη σοφία (και αξιοπρέπεια) μιας τάξης που δεν μεταλλάσσεται ή προσαρμόζεται, αλλά ζει και εξαφανίζεται ως ξεχωριστό είδος. Ο παράξενος λυγμός που ακούγεται κάποια στιγμή στον ουρανό του Βυσσινόκηπου είναι ο επιθανάτιος ρόγχος αυτού του είδους.

    Ο Λιβαθινός ήθελε να μεταδώσει την αίσθηση ενός κόσμου που οδηγείται στην εξαφάνιση, με πλήρη επίγνωση του γεγονότος και πλήρη αδιαφορία. Ο κόσμος του «Βυσσινόκηπου» είναι ένας κόσμος που έχει συνηθίσει να επιβιώνει χωρίς μάχη. Ένας κόσμος γεμάτος ελαφράδα και χάρη, ρητορεία και παιχνίδι, βυθισμένος σε μια γη που δεν έχει κερδηθεί με αγώνα αλλά σαν κληροδότημα. Γι’ αυτό οι άνθρωποι του κόσμου αυτού έχουν απολέσει λόγω κοινωνικού δαρβινισμού τα αμυντικά τους όπλα, κείτονται στην αδράνεια μιας ελέω Θεού σιγουριάς, που στο τέλος του 19ου αιώνα φαντάζει πια εκτός τόπου και χρόνου, που αν τη δεις από μακριά κάποιες στιγμές μοιάζει κωμική, άλλες σχεδόν ενοχλητική.

    Πρόκειται για μια σημαντική εναρκτήρια παρατήρηση πάνω στον «Βυσσινόκηπο». Η ίδια η παράσταση ωστόσο έχει να αντιμετωπίσει πριν από όλα τον στενό χώρο της Οδού Κεφαλληνίας, χώρο δεσμευτικό για έργο που οφείλει να θυμίζει διαρκώς το ανοικτό παράθυρο προς την παιδική αθωότητα. Φιλότιμες οι προσπάθειες της Ελένης Μανωλοπούλου να στρέψει τη σκηνογραφία προς ένα πιραντελικού τύπου ιλουζιονισμό, βάζοντας μια αυλαία θεάτρου να αιωρείται στο ταβάνι σαν υπενθύμιση της φύσης των τσεχοφικών πλασμάτων. Εντούτοις το έργο χάνει κάτι από την πρώτη του αίσθηση. Ο χώρος δεν μυρίζει πια κήπο, μυρίζει θέατρο.

    Ο δεύτερος αρνητικός παράγοντας έχει να κάνει με τους ηθοποιούς. Για τον Λιβαθινό ο ρεαλισμός στον Τσέχοφ του 21ου αιώνα αφορά την έρευνα για μια κατάσταση «κριτικής συμπάθειας», για μια στάση ούτε πολύ κοντά ούτε πολύ μακριά από το δράμα των προσώπων. Σε αυτό πρέπει να οφείλεται η διανομή του έργου σε κόντρα ρόλους (με πιο περίεργη βέβαια επιλογή εκείνη της Σαρλότα). Ωστόσο, αυτό που θα μπορούσε να ολοκληρωθεί σε μια πειραματική σκηνή ενός κρατικού θεάτρου, στην Οδό Κεφαλληνίας μένει ανικανοποίητο. Η Μπέττυ Αρβανίτη δυσκολεύεται να ακολουθήσει την ελαφράδα της Αντρέγεβνα. Και ο Γιάννης Φέρτης μεταφέρει μαζί με την ευγένειά του κάτι βαρύ, που ακινητοποιεί τον ρόλο του Γκάγεφ. Από εκεί και πέρα ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος ασφαλώς και δεν πείθει για «χωριάτης» Λοπάχιν, όπως δεν πείθει η Τζίνη Παπαδοπούλου στον ρόλο της «καλόγριας» Βάρια. Γενικά οι νεότεροι ηθοποιοί ανήκουν σε μιαν άλλη παράσταση, άλλης προοπτικής.

    24.12.2009, Ιωαννίδης Γρηγόρης «Δεν μυρίζει κήπο, μυρίζει θέατρο», Ελευθεροτυπία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο Τσέχωφ μετά τον Στανισλάβσκι

    Σε αντίθεση με τα άλλα μεγάλα ονόματα της ρωσικής λογοτεχνίας, ο θεατρικός Τσέχωφ άργησε σχετικά να γίνει γνωστός στην Ελλάδα. Το ελληνικό κοινό τον γνώρισε μόλις το 1939, όταν ο Κάρολος Κουν ανέβασε τον «Βυσσινόκηπο». Παράλληλα την ίδια εποχή το νεοελληνικό θεατρικό έργο αγωνιούσε να βρει τον δρόμο του, δοκιμάζοντας να φτιάξει με ντόπια υλικά μια φόρμα σταθερή, «ευρωπαϊκή», αστική. Σε αυτή την αναζητούμενη φόρμα ο Τσέχωφ μάλλον δεν χωρούσε, ίσως επειδή οι κοινωνικές κ.ά. συνθήκες της Ρωσίας που γέννησαν το έργο του διαφέρουν ριζικά από τις αντίστοιχες ελληνικές.

    Ο Τσέχωφ μάς μιλά στα έργα του για την παρακμή και την πτώση της ρωσικής αστικής τάξης. Η παρακμή και η πτώση αυτής της τάξης δεν βιώθηκαν όμως με τον ίδιο τρόπο στην Ελλάδα, δηλαδή ως ένα καταλυτικό ιστορικό γεγονός. Ζήσαμε, αντίθετα, το φαινόμενο της διάχυσης των μικροαστικών στρωμάτων μέσα στον εκ γενετής ασθενικό, σαθρό κορμό της μεσαίας τάξης και τη σταδιακή της διάβρωση από αυτά εκ των έσω. (Φαίνεται, σύμφωνα με τα πιο πάνω, ότι ο Γκόρκι «μάς πήγαινε» τότε καλύτερα). Το «νατουραλιστικό» ελληνικό θέατρο, που αναδύθηκε μεταπολεμικά ως ένα ρωμαλέο νεορεαλιστικό κίνημα θεατρικής γραφής, ή αλλιώς μια «φέτα ζωής», ένας όρος που όμως δεν αποδίδει όλο το εύρος και το βάθος αυτού του κινήματος, εκφράζει, εικονίζοντας ακριβώς, αυτή την κοινωνική άνοδο, με τη μέθοδο της διάχυσης στον κύριο κορμό, των μικρομεσαίων στρωμάτων. Έτσι, αν εξαιρέσουμε ίσως το «Γαμήλιο εμβατήριο» του Τερζάκη, δεν έχω εντοπίσει στο νεότερο ελληνικό θέατρο άλλη αξιόλογη προσπάθεια μίμησης του ιδιαίτερου, θα έλεγα μοναδικού, τσεχωφικού κλίματος και ύφους.

    Παρά τα πιο πάνω, ο Τσέχωφ, από την πρώτη του κιόλας γνωριμία με το ελληνικό κοινό, το 1939, αγαπήθηκε από αυτό, που τον θεώρησε «δικό του». Ιδιαίτερα στα μεταπολεμικά χρόνια, ένας ολόκληρος ελληνικός κόσμος που είχε βιώσει τραγικά τη μετάβαση «από ευτυχίας εις δυστυχίαν», τον αγκάλιασε αμέσως. Ο Τσέχωφ «εγγυήθηκε» μέσα στον βασικό μεταβολισμό μας. Με το ενδιαφέρον του κοινού να ανανεώνεται διαρκώς μέχρι σήμερα, να προτείνονται νέες απόψεις σκηνοθετικές και νέες ερμηνείες, που «πιάνουν» τις ευαίσθητες χορδές του κοινού.
    Αυτό συμβαίνει επειδή ο Τσέχωφ τυπικά και μόνο μας μιλά για την παρακμή της ρωσικής αστικής τάξης τον 19ο αιώνα, ενώ τα μηνύματά του είναι διαχρονικά, διαταξικά και πανανθρώπινα. Ο Τσέχωφ, όπως έχει προσφυώς ειπωθεί, «είναι πανανθρώπινος επειδή ακριβώς είναι πολύ Ρώσος».

    Στο «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας» με τη «Θεατρική Εταιρία Πράξη», ο Στάθης Λιβαθινός, ένας βαθύς γνώστης της ρωσικής κουλτούρας και του θεάτρου, σκηνοθετεί «Βυσσινόκηπο» (κίνηση επιμελημένη του Κωνσταντίνου Μίχου), στην ωραία μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη. Ο Λιβαθινός εμμένει σωστά σε μια άποψη που θέλει να βλέπει το θέατρο του Τσέχωφ όχι σαν αμιγή τραγωδία ή σαν καθαρή κωμωδία, αλλά σαν το παράδοξο εκείνο πλάσμα που ισορροπεί στην κόψη αυτών των δύο: σαν την αληθινή ζωή που επίσης είναι πάντα μια παράδοξη, «παρά δόξαν» μείξη χαράς και λύπης. Ζητείται δηλαδή μια φόρμα ικανή να χωρέσει το ιδιότυπο αυτό είδος, που είναι εύκολο να το πεις, αλλά δύσκολο να το κάνεις πράξη. Πολλοί προσπάθησαν, λίγοι το πέτυχαν. Φαίνεται ότι ο Λιβαθινός κατ’ αρχάς τη βρήκε, μάλιστα στην ελληνική εκδοχή της. Πρόκειται για μια φόρμα, εδώ σε πειραματικό στάδιο, που, αν δουλευτεί πιο πολύ, μπορεί να δώσει στο μέλλον σπουδαίους καρπούς.

    Ο Λιβαθινός «χτίζει» την παράσταση σαν παλιός καραβομαραγκός, «πετσώνοντας» τους διαφορετικούς υποκριτικούς κώδικες, νοοτροπίες, ιδιοσυστασίες, και εντάσσοντας, μετα-στανισλαβσκικά θα έλεγε κάποιος, κομμάτι – κομμάτι στο σκαρί της πάθη, παθήματα και μαθήματα, τις εγγενείς θεατρικές εμπειρίες των ηθοποιών της. Για να συναντήσει εκείνο το άγνωστο, άπιαστο παράδοξο, «παρά δόξαν» της τσεχωφικής γραφής, που δεν είναι μόνο η αμφιλεγόμενη «ρωσική ατμόσφαιρα», αλλά κάτι ακόμη, πέραν αυτής. Αναφέρω το χαρακτηριστικό παράδειγμα του Κώστα Γαλανάκη, που έπαιξε έξοχα ανορθόδοξα τον γέρο υπηρέτη – Φιρστ, σύμφωνα με τη δική του εσώτερη φύση: ως ενός ευγενούς και αριστοκράτη. Ε, ναι, λοιπόν! Γιατί όχι;

    Με τον ίδιο τρόπο η Μπέττυ Αρβανίτη ανακάτεψε γόνιμα τις διαστρωματώσεις του υποκριτικού της εαυτού, με τους ρόλος που έχει παίξει και με τις εμπειρίες της όλες, για να φέρει στην επιφάνεια μια σαφώς αναγνωρίσιμη όψη της γυναίκας – Λιούμπα, που είναι «κάτω από τον έρωτα» -χωρίς άλλους προσδιορισμούς. (Κρατώ αυτήν την εκ βαθέων υπέροχα λεγμένη ατάκα της).

    Ανάλογα «γράφουν» οι άλλοι ρόλοι. Ο Γιάννης Φέρτης «κουβαλά» δημιουργικά μια ολόκληρη πορεία – εποχή. Η Μαρίνα Συμεού, η Πηνελόπη Μαρκοπούλου και ο Δημήτρης Παπανικολάου φέρουν, ο καθείς και τα όπλα του, διακριτό το στίγμα της ηλικίας των ρόλων τους. Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος βολιδοσκοπεί καίρια τον Λοπάχιν ως «άνθρωπο για όλες τις εποχές». Ο Στέλιος Ιακωβίδης σημειολογεί με ακρίβεια. Ο Βασίλης Καραμπούλας ένας τραγικός κλόουν και η ταλαντούχα Μαρία Σαββίδου ισορροπεί τεχνικά το νατουραλίστικο με το γκροτέσκο παίξιμο. Η Τζίνη Παπαδοπούλου βγάζει στο φως την κρυμμένη, σκληρή πλευρά της «Βάριας», κάτι που σπάνια βλέπουμε. Ο Άρης Τρουπάκης δίνει αναγνωρίσιμα τον μόνο ίσως «αρνητικό» ρόλο σε όλο το έργο του Τσέχωφ, του «Γιάσα». Τα σκηνικά – κοστούμια (Μανωλοπούλου), η μουσική του Αμπατζή και οι φωτισμοί (Αλέκος Αναστασίου) στηρίζουν το οικοδόμημα.

    21.02.2010, Πολενάκης Λέανδρος «Ο Τσέχωφ μετά τον Στανισλάβσκι», Η Αυγή. Αναδημοσίευση από το reviewtheatre.wordpress.com

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Αθάνατα κλασικά έργα

    «Βυσσινόκηπος» στο «Θέατρο οδού Κεφαλληνίας»

    Οταν ο Τσέχοφ έγραφε το «Βυσσινόκηπο» ο τσαρικός κόσμος ψυχορραγούσε. Αδήριτη ήταν η ανάγκη ύπαρξης ενός νέου κόσμου, αλλά εν σπέρματι, ακόμη, τα οράματά του. Το παλιό αρχοντολόι των μεγαλοτσιφλικάδων και οι παρασιτικοί «δορυφόροι» του βάλτωναν στην πλήξη, στην ανοησία, στην απραξία τους. Ακάματος επαγγελματίας γιατρός, ιδιοφυής δημιουργός, πρωτίστως μεγάλος ανθρωπιστής, ο Τσέχοφ έβλεπε την παλιά άρχουσα τάξη να «ξεφτά» από κάθε άποψη, έβλεπε την εμφάνιση μιας νέας τάξης, της αστικής, τα προβλήματα της πάντα υποταγμένης μικροαστικής τάξης, αλλά και τις «θολές» ακόμα κοινωνικές ανησυχίες και αναζητήσεις τμημάτων του λαού, φοιτητών, διανοουμένων, δημιουργών. Κοινωνικές ανησυχίες και αναζητήσεις και του ίδιου. Διά στόματος προσώπων που έπλαθε (λ.χ. του γιατρού Αστρόφ, στο «Θείο Βάνια», του φοιτητή Τροφίμοφ στο «Βυσσινόκηπο», κ.α.), ο Τσέχοφ εξέφραζε και το δικό του πόθο για μιαν άλλη κοινωνία, υπογραμμίζοντας τα αδιέξοδα της εποχής του, με τον τρεφόμενο από την κοινωνική πραγματικότητα κριτικό ρεαλισμό της θεματολογίας και των προσώπων που έπλαθε, με τη βαθύτατη ψυχογράφησή τους, με τη θλίψη του για τα υπαρξιακά άλγη των ανθρώπων, αλλά και με την υποδόρια ειρωνεία του για όσους, «τυφλοί, μοιραίοι, κι άβουλοι», συνεχίζουν να βυθίζονται στα λάθη και αδιέξοδά τους. Στα λάθη και αδιέξοδά της βυθίζονται η μεγαλοκτηματίας Λιουμπόφ Αντρέγιεβνα και ο αδελφός της, Λεονίντ, αδυνατώντας – εξαιτίας της σπάταλης ζωής και των χρεών τους – να σώσουν τον τεράστιο βυσσινόκηπό τους. Ο άλλοτε κολίγος, έμπορος πια, Λοπάχιν αγοράζει τη γη και το αρχοντικό τους. Εκείνοι θα περιπλανηθούν σε ένα αβέβαιο αύριο, όπως και η ψυχοκόρη – οικονόμος τους Βάρια και οι άλλοι νέοι υπηρέτες. Ο υπέργηρος υπηρέτης τους Φιρς πεθαίνει αποξεχασμένος μέσα στο υπό κατεδάφιση αρχοντικό τους. Μόνο ο φτωχός οραματικός φοιτητής Τροφίμοφ και η νεαρή κόρη της Αντρέγιεβνα βρίσκουν τη διέξοδο, στην εργασία και την κοινωνία. Το έργο, σε ρέουσα θεατρικά μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη, υπηρετείται με τη διακριτικά εκσυγχρονιστική σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, που σεβάστηκε τον ποιητικό ρεαλισμό, την υπόκρυφη ειρωνεία, το κοινωνικό κλίμα και την εποχή του έργου. Καθοριστικός στυλοβάτης της σκηνοθεσίας είναι το έξοχο, λιτότατο, πανέμορφο, προπαντός συμβολικό, ιδιοφυές με τις λύσεις που δίνει για τη μικρή σκηνή του θεάτρου αυτού, σκηνικό, καθώς και τα όμορφα κοστούμια εποχής της Ελένης Μανωλοπούλου. Στην ατμοσφαιρικότητα της παράστασης συμβάλλουν η μουσική του Θοδωρή Αμπαζή και οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου. Από τις ερμηνείες ξεχωρίζουν με την απλότητα, την αλήθεια, την υπόκρυφη μελαγχολική ειρωνεία τους, αυτές των Δημοσθένη Παπαδόπουλου (Λοπάχιν), Τζίνης Παπαδοπούλου (Βάρια), Μπέττυς Αρβανίτη (Λιουμπόφ), Γιάννη Φέρτη (Λεονίντ), Κώστα Γαλανάκη (Φιρς), Μαρίας Σαββίδου, Μαρίνας Συμεού. […]

    03.02.2010, Θυμέλη «Αθάνατα κλασικά έργα», Ριζοσπάστης

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ανορθόδοξος Τσέχοφ εις διπλούν

    Δύο παρεμβατικές και αισθητικά συγκρουόμενες μεταξύ τους προσεγγίσεις του συγγραφέα

    Άντον Π. Τσέχοφ
    Ο Βυσσινόκηπος
    σκην.: Στ. Λιβαθινός
    Θέατρο: Οδού Κεφαλληνίας

    […]

    Σας θυμίζει κάτι; Ο «Βυσσινόκηπος» είναι η ιστορία μιας οικογένειας η οποία για χρόνια ζει πάνω από τα εισοδήματά της. Μια σπάταλη, αριστοκρατική οικογένεια η οποία δανείζεται συνέχεια, με αποτέλεσμα να βγει σε πλειστηριασμό το κτήμα με τις βυσσινιές που αγαπά πολύ. Ο Άντον Π. Τσέχοφ έγραψε -πριν από καμιά εκατοστή χρόνια- ένα έργο το οποίο θεωρήθηκε συμβολικό για τη ρωσική αριστοκρατία που ήταν σε παρακμή, και τη μεσαία, την αστική τάξη που άρχισε να ξεπροβάλει. Λέγεται -και είναι όντως έτσι- πως τα έργα του Άντον Πάβλοβιτς Τσέχοφ (1860-1904) είναι διαχρονικά. Πως ισχύουν ακόμα και σήμερα και πως οι χαρακτήρες του είναι πάντα επίκαιροι.

    Βλέποντας τώρα την οικογένεια της κυρίας Ρανέφσκαγια Λιουμπόφ Αντρέγεβνα, της κόρης και της ψυχοκόρης της, του αδελφού της Λέονιντ Γκάγιεφ να ζουν σε πλήρη απραξία και απάθεια μπροστά στην επερχόμενη οικονομική καταστροφή, γίνεται να μην πάει το μυαλό του Έλληνα θεατή στα δικά μας και στη γενική σπατάλη που μας έφεραν στο σημερινό κατακλυσμιαίο χρέος; Δεν είμαστε μήπως κι εμείς πολύ κοντά ώστε να ξεπουληθούν οι δικοί μας οπωρώνες στα διεθνή νομισματικά ταμεία; Δεν βρισκόμαστε κι εμείς στην εποχή ενός καταδικασμένου παρελθόντος; Τέλος πάντων. Κύκνειο άσμα του συγγραφέα ο Βυσσινόκηπος, δείχνει το τέλος μιας εποχής και υπήρξε θέμα συζήτησης ως προς το εάν το έργο ήταν για γέλια ή για κλάματα.

    Την εποχή αυτή υπάρχουν δύο παρεμβατικές και αναμεταξύ τους αισθητικά συγκρουόμενες προσεγγίσεις στα αθηναϊκά θέατρα. Ένας μετα-ρωσικός «Βυσσινόκηπος» στη δειλά στυλιζαρισμένη σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού και ένας μετα-γερμανικός «Θείος Βάνιας» του Γιάννη Χουβαρδά στο Εθνικό Θέατρο. Μακριά από την προϊστορία του λυρικού ψυχολογικού θεάτρου, όπως το βλέπαμε μέχρι σήμερα στα πολλαπλά τσεχοφικά «ανεβάσματα» στις ελληνικές σκηνές, μακρύτερα ακόμα από τις συνήθεις αναλύσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς, οι δύο παραστάσεις εμφανίζουν έναν ανορθόδοξο απ’ όσα γνωρίζαμε Τσέχοφ.

    Σ’ έναν χαοτικά σκηνοθετημένο «Βυσσινόκηπο», όπου παραβλέπεται κάθε ιδεολογικός και κοινωνικός χαρακτήρας ο οποίος υπάρχει στο έργο, οι χαρακτήρες ισοπεδώνονται αφήνοντας ικανούς ηθοποιούς -ανάμεσά τους οι Μπέττυ Αρβανίτη, Γιάννης Φέρτης, Τζίνη Παπαδοπούλου, Δημοσθένης Παπαδόπουλος, Κώστας Γαλανάκης- να κολυμπήσουν ελεύθερα από μόνοι τους. […]

    31.01.2010, Παγιατάκης Σπύρος «Ανορθόδοξος Τσέχοφ εις διπλούν», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Παίζοντας μπιλιάρδο στο τραπέζι του «Βυσσινόκηπου»

    Κλασική αλλά με πινελιές μοντέρνου η παράσταση του έργου του Τσέχοφ στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας

    Με τον Φιρς, τον γέρο υπηρέτη της οικογένειας κλειδωμένο μέσα στο σπίτι και τους ήχους από τα τσεκούρια να κόβουν τα δένδρα, έσβησαν τα φώτα στη σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας, όπου δόθηκε προχθές το βράδυ η πρεμιέρα για φίλους του «Βυσσινόκηπου» του Άντον Τσέχοφ. Ο δωδεκαμελής θίασος, με την Μπέττυ Αρβανίτη και τον Γιάννη Φέρτη να μοιράζονται τους ρόλους των δύο αδελφών, της Αντρέγεβνα και του Λεονίντ, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του ρωσοτραφούς Στάθη Λιβαθινού , συγκέντρωσε ηθοποιούς δύο εποχών και δύο ταχυτήτων. Από τη μία οι νεότεροι, συνεργάτες του σκηνοθέτη από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου (Δημήτρης Παπανικολάου, Μαρία Σαββίδου, Άρης Τρουπάκης, Μαρίνα Συμεού ) και από την άλλη οι παλαιότεροι, με τους οποίους δουλεύει εδώ και τρία χρόνια στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας (εκτός από τους Αρβανίτη, Φέρτη, οι Κώστας Γαλανάκης, Τζίνη Παπαδοπούλου ). Συνδετικός κρίκος ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος, ο οποίος αντεπεξήλθε επιτυχώς ως Λοπάχιν, ερμηνεύοντας τον ρόλο πρόκληση του έργου. Είναι ο νέος ιδιοκτήτης του Βυσσινόκηπου και μαζί η νέα εποχή που έρχεται. Παράλληλα κουβαλά όλα τα βαρίδια και τα απωθημένα της κοινωνικής καταγωγής του απέναντι στην αριστοκρατία του πνεύματος και του πλούτου, που καταρρέει. Η παράσταση απέδωσε την ατμόσφαιρα του έργου, με τη μουσική του Θοδωρή Αμπαζή να λειτουργεί προς την ίδια κατεύθυνση, ενώ οι πινελιές μαύρου χιούμορ άφησαν να διαφανούν οι αποχρώσεις του «Βυσσινόκηπου». Κεντρικό στοιχείο, το μπιλιάρδο: δύο λευκές και μία κόκκινη μπάλα, μια γερή και μια σπασμένη στέκα, ήταν αρκετά για να μετατρέψουν το τραπέζι σε πρωταγωνιστή. Χαμένοι έρωτες, χαμένες ζωές, πόνος βουβός, εσωτερικός, αλλά και άνθη βυσσινιάς: όλα είχαν τη θέση τους στη σκηνή, με τέσσερις κολόνες να ορίζουν τους διαφορετικούς χώρους του σπιτιού και δύο μεγάλες αιώρες, τους εξωτερικούς χώρους.

    Επί της υποδοχής ήταν ο Βασίλης Πουλαντζάς. Ανάμεσα στους φίλους που παρέστησαν, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Γιάννης Ζουγανέλης , ο Κώστας Μουρσελάς, η Μαρίνα Ψάλτη (σύζυγος του Γιάννη Φέρτη), ο Δημήτρης Τάρλοου, ο Νίκος Πουρσανίδης, η Λένα Παπαληγούρα , η Μαρλένα Γεωργιάδη . Μετά την παράσταση τους περίμεναν στα καμαρίνια ο σκηνοθέτης και ο θίασος.

    28.01.2010, Λοβέρδου Μυρτώ «Παίζοντας μπιλιάρδο στο τραπέζι του Βυσσινόκηπου», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Βυσσινόκηπος χωρίς πολλά χρώματα…

    Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί το κύκνειο έργο του Τσέχοφ σε μια παραγωγή που δεν φτάνει το υψηλό επίπεδο περασμένων παραστάσεων της Οδού Κεφαλληνίας, δίχως ωστόσο να απογοητεύει

    Ένας κόσμος που φεύγει, ένας κόσμος που έρχεται. Κι εκεί, στο μεταίχμιο, στο «γύρισμα» της ιστορίας, στέκει ο «Βυσσινόκηπος» του Άντον Τσέχοφ, ένα σπίτι στην εξοχή με τον ωραιότερο βυσσινόκηπο της περιοχής που βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και της κατάρρευσης. Οι σχεδόν αδιάφοροι μικροαστοί ιδιοκτήτες του δεν κάνουν τίποτα για να το σώσουν από την πώληση.

    Ο συγγραφέας μέσα από το κύκνειο έργο του απεικονίζει τη διαρκή φθορά της καθημερινής ζωής στη Ρωσία του 20ού αιώνα, δίνοντας όμως μια νότα ελπίδας για το μέλλον και κάνοντας μια ακριβή πρόβλεψη της ίδιας της επανάστασης που ακολούθησε. Ο Στάθης Λιβαθινός με όχημα αυτή την ιστορικο-κοινωνικο-πολιτική αλλαγή και άξονα τη στέρεη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη σκηνοθετεί το έργο, στο «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας» (Α’ Σκηνή).

    Η παράσταση, με συντελεστές και καστ που έχουν ανεβάσει τα προηγούμενα χρόνια τον πήχη ψηλά, δεν φτάνει στο επίπεδο των περασμένων παραγωγών, χωρίς ωστόσο να απογοητεύει. Ο χώρος μικρός για το έργο, αν και με έξυπνες σκηνογραφικές λύσεις (Ελένη Μανωλοπούλου), στερεί την ατμόσφαιρα της ρωσικής επαρχίας και «στριμώχνει» τους ήρωες.

    Οι τελευταίοι ζωντανεύουν στη σκηνή χαρακτήρες αντιφατικούς μεταξύ τους, αλλά με κοινά σημεία το ότι αποτελούν το σύμβολο της τάξης των γαιοκτημόνων που η τελματωμένη ζωή τους και η άνθηση άλλων παραγωγικών τάξεων τους παρασύρει στον όλεθρο και την εξαφάνιση, ως το σύμβολο του παρελθόντος που σβήνει παραδίνοντας την ομορφιά του στο τσεκούρι εκείνων που έρχονται. Σε αυτά στάθηκε η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, καθώς και στο ότι οι ήρωες του «Βυσσινόκηπου» κάθε άλλο παρά μονοκόμματες φιγούρες είναι.

    Η Λιουμπόφ Αντρέγεβνα της Μπέττυς Αρβανίτη διαθέτει την ψυχολογία της ηρωίδας. Μοιάζει να μην καταλαβαίνει τις αλλαγές της εποχής, είναι ευάλωτη, απ’ όλους και απ’ όλα, να σκορπάει τα λεφτά που δεν έχει, αιωρείται ανάμεσα στη λατρεία της για τον βυσσινόκηπό της και στον έρωτά της για τον ανάξιο εραστή που άφησε στο Παρίσι αλλά είναι πηγή αγάπης, τρυφερότητας, καλοσύνης, γενναιοδωρίας και κατανόησης για τα πάθη, τα αισθήματα και τα παθήματα των ανθρώπων.

    Ο Γκάγεφ Αντρέγεβιτς του Γιάννη Φέρτη, «ανεπρόκοπος» και «πάσχων» από ακατάσχετη λογοδιάρροια, είναι αγαθός, στοργικός, καλοπροαίρετος, αλλά δίχως την ελαφράδα του ρόλου. Ο άλλος «ρήτορας», ο Τροφίμοφ (Δημήτρης Παπανικολάου), σκληρός στις επικρίσεις του για τους αλλοτινούς «αφέντες», ευαγγελίζεται επαναστατικές ανατροπές, κατακεραυνώνει τους λογάδες κι αγιάζει την εργασία μένοντας ο ίδιος άεργος.

    Ο Λοπάχιν (ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος πασχίζει σε ένα κόντρα ρόλο, τον οποίο τελικά κατακτά) πλούτισε από τον καινούργιο συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων, παθιάζεται για τη δουλειά και το χρήμα, αλλά δεν είναι ένας αναίσθητος εκμεταλλευτής, ένας στυγνός κερδομανής, ένας φανφαρόνος νεόπλουτος. Είναι «τίμιος, ευαίσθητος, ευπρεπής», λατρεύει κι ευγνωμονεί τη Λιουμπόφ, αγωνίζεται έως το τέλος να τη σώσει από την καταστροφή.

    Ακούραστα εργατική κι ανέλπιδα ερωτευμένη η Βάρια (Τζίνη Παπαδοπούλου). Ο Επιχόντοφ (Βασίλης Καραμπούλας) αραδιάζει αδιάκοπα κωμικές προτάσεις στην Ντουνιάσα (Πηνελόπη Μαρκοπούλου) που είναι έτοιμη να τις δεχτεί, αλλά «μαγεύεται» από τον φαντασμένο κυνικό Γιάσα που φαντάζεται ότι είναι παντογνώστης Παριζιάνος (Άρης Τρουπάκης). Αμπελοφιλοσοφεί από τρίτο χέρι ο Πίστσικ (Στέλιος Ιακωβίδης), διασκεδάζει με τα ταχυδακτυλουργικά της κόλπα η Σαρλότα (Μαρία Σαββίδου), η δροσιά και τα νιάτα χαρακτηρίζουν την Άνια (Μαρία Συμέου), ενώ ο Φιρς (Κώστας Γαλανάκης) στο φινάλε αποκωδικοποιεί όλη την ουσία του έργου.

    04.01.2010, Καράλη Αντιγόνη «Βυσσινόκηπος χωρίς πολλά χρώματα…», Έθνος

  • Τσεκούρι στις βυσσινιές

    Το έργο

    Η χήρα Λιουμπόφ, από αριστοκρατική γενιά κτηματιών της επαρχίας, μετά από πέντε χρόνια απουσίας στο Παρίσι επιστρέφει με την δεκαεπτάχρονη κόρη της Άνια στη Ρωσία, στο πατρικό της σπίτι και στο οικογενειακό κτήμα – ένας ονομαστός βυσσινόκηπος – όπου ζει ο αδελφός της, η ψυχοκόρη της Βάρια, ο γέρος λακές Φιρς και η καμαριέρα Ντουνιάσα. Τους υποδέχονται κάποιοι φίλοι του σπιτιού με επικεφαλής τον έμπορο Λοπάχιν, έναν χωριάτη που πλούτισε, και ο επαναστάτης του γλυκού νερού, αιώνιος φοιτητής Τροφίμοφ. Το κτήμα καταχρεωμένο, επικρέμαται πλειστηριασμός, αλλά οι ιδιοκτήτες του στον κόσμο τους – μία τάξη που δύει, οι μικροαστοί έχουν πάρει πια τα ηνία. Δεν συμβαίνουν πολλά στις τέσσερις πράξεις. Η Βάρια ποτέ δεν ακούει από τον Λοπάχιν την πρόταση γάμου που περιμένει, ο λογιστής Επιχόντοφ, που όλες οι κακοτυχίες τον κυνηγούν, προτείνει γάμο στην Ντουνιάσα η οποία προτιμάει να την «ξεμυαλίσει» ο ξιπασμένος καμαριέρης Γιάσα, ο Τροφίμοφ και η Άνια ερωτεύεται και στο τέλος ο πλειστηριασμός γίνεται και το κτήμα πουλιέται. Ο Λοπάχιν είναι που το αγόρασε. Μια εποχή τελειώνει, μια καινούργια αρχίζει. Η Λιουμπόφ γυρίζει στο Παρίσι και στον ερωμένο που εγκατέλειψε. Οι υπόλοιποι σκορπίζουν. Και ξεχνούν στο κλειδωμένο πια σπίτι κι ενώ έχει αρχίσει να πέφτει τσεκούρι στις βυσσινιές τον γέροντα Φιρς. Ο Αντόν Τσέχωφ με το «Βυσσινόκηπο» (1904) γράφει την τελευταία μεγαλοφυή παραλλαγή του πάνω στο θέμα «άνθρωπος», βουτώντας τη λεπτή, ειρωνική πένα του στην απέραντη ανθρωπιά του. Και δίνει το τελευταίο του έργο. Τόσο πολύπλοκο στην απλότητα του και τόσο σημερινό…

    Η παράσταση

    Ο Στάθης Λιβαθινός δούλεψε τη σκηνοθεσία του πάνω σε μια μετάφραση της εξαίρετης Χρύσας Προκοπάκη πολύ «γειωμένη», κατά τη γνώμη μου. Η οποία τον οδήγησε –ή ο ίδιος την οδήγησε;- να δει το έργο με μια βαριά, δραματική ματιά, παίρνοντας πολύ «στα σοβαρά» το πολιτικό στοιχείο του παραμερίζοντας την ποιητικότητά του και την ελαφράδα του μπουλβάρ που έχει στην επιφάνειά του. Ο Τσέχωφ πιστεύω πως βλέπει, όπως αργότερα ο Μπέκετ, τους «ήρωές» του σαν ανθρώπους αντιφατικούς, διαρκώς αυτοαναιρούμενους –ελαφρούς έως και ανόητους αλλά ταυτόχρονα και βαθιά τραγικούς. Η παράσταση έχει έντονες, δραματικές στιγμές που δεν σμίγουν γλυκά με τα οπωσδήποτε παρόντα κωμικά στοιχεία αλλά αλληλοαπωθούνται. Η επαναστατικότητα του Τροφίμοφ, για παράδειγμα, δίνεται δυναμικά, χωρίς επιφυλάξεις, και αυτό συγκρούεται με την αυτογελοιοποίησή του. Βρήκα πηχτή, αδιαπέραστη την ατμόσφαιρα, πολύ αργούς τους ρυθμούς και μια παλιακή αντιμετώπιση που δεν με κέρδισε. Όλα είναι «πολύ», είναι υπερεκφραστικά, είναι δυνατά, ακόμα και ο ήχος «σαν χορδής που σπάει»- όλοι «δείχνουν» αυτά που νομίζω πως έπρεπε να μένουν «κρυμμένα». Η Ελένη Μανωλοπούλου βρήκε μερικές ενδιαφέρουσες σκηνογραφικές λύσεις – ειδικά η έξοχα φωτισμένη από τον Αλέκο Αναστασίου «οροφή»- αλλά τα κοστούμια της δεν με κέρδισαν. Περισσότερη απ’ όση χρειάζεται ο Τσέχωφ – ή μήπως δεν τη χρειάζεται καθόλου; – βρήκα τη μουσική του Θοδωρή Αμπαζή και ενταγμένη στις εντάσεις της σκηνοθεσίας την κίνηση του Κωνσταντίνου Μίχου.

    Οι ερμηνείες

    Πολύ καλός ο θίασος αλλά η διανομή, κατά τη γνώμη μου, με πολλά λάθη. Δεν πιστεύω ότι η Ντουνιάσα ταιριάζει στην Πηνελόπη Μαρκοπούλου, η Σαρλότα στη Μαρία Σαββίδου, ο Πίστσικ στον Στέλιο Ιακωβίδη, ο Τροφίμοφ στον Δημήτρη Παπανικολάου, η Βάρια στην Τζίνη Παπαδοπούλου ή ο Επιχόντοφ στον Βασίλη Καραμπούλα όσο και αν τους περισσότερους εκτιμώ ιδιαίτερα. Ούτε η Άνια στη Μαρίνα Συμέου. Βρήκα εξωτερικό τον Άρη Τρουπάκη και όχι στις καλύτερες στιγμές τους την Μπέττυ Αρβανίτη και Κώστα Γαλανάκη. Ξεχώρισα Γιάννη Φέρτη και Δημοσθένη Παπαδόπουλο που τα βγάζει πέρα καλά, όσο κι αν ο ρόλος επίσης δεν του πηγαίνει.

    Σούμα

    Ένας Τσέχωφ εντελώς διαφορετικός από τον Τσέχωφ που πιστεύω και μια άποψη που, παρά τη σοβαρότητά της και τη δουλειά που έχει γίνει, δεν με κέρδισε.

    Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Τσεκούρι στις βυσσινιές», Ταχυδρόμος

  • Βυσσινόκηπος του Άντον Τσέχωφ

    Ο «Βυσσινόκηπος» γράφτηκε το 1903 και «ήθελε» να είναι κωμωδία αλλά σκηνοθετήθηκε σαν δράμα από τον Στανισλάφσκι στο θέατρο Τέχνης της Μόσχας, προκαλώντας την απογοήτευση του συγγραφέα, ο οποίος πέθανε την χρονιά που ανέβηκε το έργο του, από φυματίωση.

    Το στοιχείο της φάρσας και οι κωμικοί χαρακτήρες

    Και όντως τα πρόσωπα του έργου είναι κωμικά, ή μάλλον θα ήταν αν δεν ήταν ταυτόχρονα και τόσο «τραγικά» μέσα από τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις τους. Ας δούμε λίγο για τι χαρακτήρες μιλάμε. Ο Γκάγιεφ, ο αδελφός της ιδιοκτήτριας του υποστατικού, της Λιουμπόβ Αντρέγεβνα, αναλώνεται στο να φαντάζεται διαρκώς κινήσεις του μπιλιάρδου, να βγάζει λόγο για τη βιβλιοθήκη του και να προτείνει ανόητες κι ανεφάρμοστες λύσεις για την αποτροπή της πώλησης του χρεωμένου κτήματος, ενώ ταυτόχρονα φλυαρεί ακατάσχετα και ισχυρίζεται με περηφάνια πως έχει ξοδέψει μια περιουσία σε καραμέλες. Η αδελφή του, σκορπίζει δεξιά κι αριστερά και το τελευταίο της καπίκι, άλλοτε από μεγαλομανία κι άλλοτε από ανερμάτιστη φιλανθρωπία, σχίζει τα γράμματα του άπιστου εραστή της για να μαζέψει κατόπιν τα κομμάτια και να τα κρύψει στην τσάντα της, κάνει πάρτι τη μέρα που βγαίνει σε πλειστηριασμό το κτήμα της και συμπεριφέρεται σαν κοριτσάκι στην πρώτη εφηβεία του. Ο έμπορος Λοπάχιν που θα αγοράσει στο τέλος το κτήμα, στο οποίο οι πρόγονοί του και ο ίδιος ήταν κολίγοι, έχει μερικές καλές ιδέες και ξέρει να κερδίζει χρήματα αλλά είναι κομπλεξικός, αντιδραστικός, αγροίκος και δεν τα καταφέρνει όχι να φλερτάρει αλλά ούτε καν να ζητήσει σε γάμο την ψυχοκόρη της Λιούμπα, την εργατική και τίμια Βάρια, παρόλο που θα ήταν ιδανική σύζυγος γι’ αυτόν. Η ίδια η Βάρια εμφανίζει ήδη τα συμπτώματα της γεροντοκόρης και συμπεριφέρεται σαν παραλογισμένη: τη μία στιγμή θέλει να ζήσει ελεύθερη, ταξιδεύοντας και κάνοντας επισκέψεις σε μοναστήρια, ενώ την άλλη εκνευρίζεται κι απογοητεύεται γιατί ο Λοπάχιν δεν έχει ζητήσει ακόμα το χέρι της. Ξεκαρδιστικοί είναι και οι δύο νεαροί υπηρέτες. Η Ντουνιάσσα μιμείται κακότεχνα τις κυρίες της και παριστάνει αδέξια την ευαίσθητη, καλομαθημένη δεσποινίδα ενώ ο αλαζονικός και βαθιά συντηρητικός Γιάσσα έχει αποκτήσει τόσο αριστοκρατικές έξεις, που δεν μπορεί πια παρά να ζει στο Παρίσι, να τρώει χαβιάρι και να πίνει σαμπάνια. Η Άννια, η κόρη της Λιούμπα κάνει διαρκώς παρέα με τον Τροφίμωφ, έναν αιώνιο φοιτητή της συμφοράς και βγάζουν μαζί κηρύγματα για τον καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο που έχουν οραματιστεί, αλλά δεν μπορούν καν να αντιληφθούν πως είναι τρελά ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλο και πως συμπεριφέρονται σαν νήπια. Ο Επιχόντωφ, ο γραμματέας, σκοντάφτει σε κάθε βήμα του, παθαίνει το ένα ατύχημα μετά το άλλο, διαβάζει βιβλία που ούτε καν τα καταλαβαίνει για να δείχνει μορφωμένος, τριγυρνάει συνέχεια μέσα στις φούστες της Ντουνιάσσα, που δεν διστάζει να τον εξευτελίζει και κρατάει ένα όπλο για την περίπτωση που θα βρει το θάρρος να αυτοκτονήσει, κάτι το οποίο όμως μάλλον δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Όσο για τον Πίστσικ, ένα γείτονα κτηματία, αυτός κι αν είναι γελοίος. Μπλέκεται στα πόδια των κατοίκων του σπιτιού, ενοχλεί όλο τον κόσμο, ζητάει φορτικά δανεικά και καταβροχθίζει ό,τι βρει μπροστά του, μέχρι και χάπια. Για να συμπληρωθεί το παζλ των κωμικών χαρακτήρων, έχουμε και την Σαρλόττα, την κουβερνάντα η οποία μεγάλωσε σε τσίρκο και διασκεδάζει κάνοντας μαγικά κόλπα, σέρνει πίσω της ένα σκυλάκι που τρώει ακόμα και καρύδια και βυθίζεται στη μοιρολατρία της, αφού νιώθει διαρκώς μόνη, παρόλο που περιστοιχίζεται από ένα πλήθος κόσμου. Όσο για τον υπερήλικα και θεόκουφο υπηρέτη Φιρς, δεν μπορεί ούτε στα πόδια του να σταθεί αλλά περιφέρεται συνέχεια στο αρχοντικό γεμάτος σπουδή, ανακατεύεται σε όλα, συμπεριφέρεται στους αφέντες του σαν να είναι ανήλικοι και κάθε τόσο βγάζει και ένα λογύδριο για τις παλιές καλές εποχές της νιότης του.

    Η δραματική αίσθηση της απώλειας και του ανικανοποίητου

    Αν όμως κανείς αλλάξει ελάχιστα την οπτική του γωνία, θα δει το δράμα μέσα στην κωμωδία και το τραγικό πίσω από τη φάρσα. Ο Γκάγιεφ είναι ένας δυστυχής που έχει μάθει να τον φροντίζουν οι άλλοι και δεν μπορεί να προστατεύσει ούτε τον εαυτό του ούτε τους συγγενείς του. Μαζί με τη Λιούμπα περιφέρονται σαν υπνοβάτες, καταδικασμένοι να στερηθούν τον όμορφο και ασφαλή κόσμο τους, που όμως έχει γεράσει και παρακμάσει πια τόσο πολύ, ώστε είναι προορισμένος να χαθεί για πάντα. Οι αριστοκρατικές βυσσινιές τους που αναφέρονταν μέχρι και στο λεξικό, θα κοπούν και το σπίτι τους, στο οποίο πέρασαν την ευτυχισμένη νιότη τους, θα γκρεμιστεί. Η Λιούμπα, βλέπει τη ζωή της να χάνεται κι αρπάζεται από ανέλπιδους έρωτες που την πληγώνουν χωρίς να μπορούν να την παρηγορήσουν. Μέσα της αιμορραγεί ακόμα η πληγή που της προκάλεσε η απρόσμενη απώλεια του ανήλικου γιου της, ο οποίος πέθανε από πνιγμό στο ποτάμι. Και ξέρει κατά βάθος, παρά την επιπολαιότητά της, πως ό,τι αγάπησε ή αγαπάει, δεν μπορεί να το διεκδικήσει, είναι καταδικασμένο να καταλήξει σύντομα στο θολό βυθό του νωθρού ποταμού της ζωής της, αφήνοντάς την γυμνή, ανυπεράσπιστη και μόνη. Η Βάρια, θα αποχωριστεί τις φροντίδες του αγαπημένου υποστατικού που γέμιζαν την άχαρη ζωή της και μάλλον δεν θα μπορέσει ποτέ να δημιουργήσει μια δική της οικογένεια. Όταν το κτήμα πουλιέται, φεύγει, πηγαίνει να υπηρετήσει ξένους, αφήνοντας πίσω της κάθε ελπίδα για μια ήσυχη και ασφαλή ζωή ανάμεσα σ’ αυτούς που αγαπάει. Ο Λοπάχιν έχει κερδίσει χρήματα αλλά πάντα θα νιώθει κατώτερος κι ασήμαντος, αφού δεν μπόρεσε ούτε να μορφωθεί, ούτε να εξευγενιστεί. Γνωρίζει πως δεν γίνεται αποδεκτός από εκείνους που εκτιμάει και πως για όσους θα ήθελε να τον εκτιμούν, παραμένει ένα ενοχλητικό αν και συμπαθές, απόβλητο. Η Ντουνιάσσα έχει κατά βάθος την επίγνωση πως η αριστοκρατικότητά της είναι πλαστή, πως θα μείνει σε όλη της τη ζωή υπηρέτρια και πως μάλλον θα καταλήξει σύζυγος ενός άχαρου γέρου. Ο Γιάσσα είναι τόσο αλαζονικός, ώστε μοιραία θα προσγειωθεί ανώμαλα όταν θα τον εγκαταλείψει η φρέσκια και νεανική του εμφάνιση. Άλλωστε δεν είναι, ούτε πρόκειται να καταφέρει να γίνει ο μπον βιβέρ που ονειρεύεται. Η Άννια, είναι βέβαια δραστήρια και αισιόδοξη αλλά υποφέρει από την έλλειψη μητρικής φροντίδας και νιώθει ανασφάλεια γιατί αυτή, παρά το νεαρόν της ηλικίας της, πρέπει να φανεί δυνατή, να προστατεύει την «ανήλικη» μητέρα της ή να συνεφέρνει τον ανώριμο θείο της. Ο Τροφίμωφ ξέρει πως οι υψηλές του ιδέες δεν θα τον σώσουν από τη μιζέρια και τη φτώχεια αφού δεν είναι σε θέση ούτε τις σπουδές του να ολοκληρώσει, ούτε τα πραγματικά του αισθήματα και τις ουσιαστικές του ανάγκες να συνειδητοποιήσει, ούτε το νέο κόσμο που οραματίζεται, να διεκδικήσει. Ο Επιχόντωφ γνωρίζει πως δεν έχει καμία αξιοπρέπεια, και πως δεν υπάρχει περίπτωση να νιώσει γι’ αυτόν συμπάθεια ή έλξη έστω και μία υπηρέτρια. Ταπεινωμένος κι αδέξιος, φλερτάρει ακόμα και με την αυτοκτονία. Ο Πίστσικ, στα πρόθυρα του εμφράγματος, δεν μπορεί ούτε για μια στιγμή να απελευθερωθεί από την αρρωστημένη, βουλημική εμμονή του με το χρήμα και από την καταναγκαστική αγωνία του μήπως απολέσει την πολύτιμη περιουσία του, είτε πορτοφόλι είναι αυτή, είτε χτήμα. Η Σαρλόττα, εγκαταλελειμμένη στην ουσία από την παιδική της ακόμα ηλικία, ζει απομονωμένη σ’ έναν κόσμο περίκλειστο, θλιβερό, χωρίς λάμψη και χωρίς καμιά ευτυχία, εκτεθειμένη σε κάθε αναποδιά της τύχης. Ο Φιρς εγκαταλείπεται από όλους στο παλιό αρχοντικό και πεθαίνει μόνος, μέσα σε βαθιά ανέχεια, ακούγοντας τις βυσσινιές να κόβονται για να σωριαστούν στο έδαφος, μαζί με τη λαμπρή εποχή της νιότης του, που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. «Πέρασε η ζωή, πάει… σαν να μην την έζησα… Δεν έχεις πια δύναμη…Τίποτα δεν σ’ απόμεινε…» λέει στον εαυτό του στο σπαρακτικό φινάλε του έργου.

    Τσεχωφικές εμμονές

    Τα αγαπημένα μοτίβα του συγγραφέα, στα τρία προηγούμενα τετράπρακτα θεατρικά του έργα, επανέρχονται και σ’ αυτό: Ένα πατρογονικό κτήμα στην επαρχία που συνήθως γειτονεύει με ποτάμι ή λίμνη. Σκηνές άφιξης και αναχώρησης. Μια υπηρέτρια ή γριά παραμάνα, που εδώ γίνεται υπερήλικας υπηρέτης εξ ίσου πιστός, αφοσιωμένος και προστατευτικός. Μια νέα κοπέλα με αισιοδοξία και δύναμη, με ελπίδες για το μέλλον και καλές προθέσεις, που όμως εξαναγκάζεται να υποταχτεί σε ένα ασαφές πεπρωμένο. Μια νεαρή γυναίκα που επιθυμεί να αλλάξει τη ζωή της με ένα γάμο, ο οποίος ποτέ δεν της προκύπτει. Ένας ή περισσότεροι γραφικοί επισκέπτες που βρίσκονται όλη μέρα στα πόδια των ανθρώπων του σπιτιού, ταράζοντάς τους με τις εμμονές τους. Ένα όπλο που προκαλεί μία εν τέλει επιτυχή αυτοκτονία στο «Γλάρο», μια απόπειρα φόνου και αυτοκτονίας στο «Θείο Βάνια», μια μοιραία μονομαχία (με πρόθεση κατά βάθος, αυτοκτονίας) στις «Τρεις αδελφές», ενώ εδώ, τελικά, δεν χρησιμοποιείται. Ένας, λίγο αντιδραστικός, επιθετικός και μαχητικός άντρας γύρω στα τριάντα με επαναστατικές ιδέες, που δεν χάνει την ευκαιρία να οραματιστεί φωναχτά μια κοινωνία βασισμένη στη σκληρή δουλειά, κατοικημένη από ανθρώπους ανώτερους, πολύ πιο εξελιγμένη ηθικά και τεχνολογικά, πλημμυρισμένη από αισιοδοξία και διευθετημένη με δικαιοσύνη. Άνθρωποι παγιδευμένοι στο χωροχρόνο τους, που κινούνται σαν υπνωτισμένοι και δεν μπορούν να καθορίσουν τη μοίρα τους. Ένας ξεπεσμένος κόσμος που έχει φθαρεί ανεπανόρθωτα, σε αντιπαράθεση με έναν φρέσκο και ζωντανό αλλά όχι λιγότερο επικίνδυνο, που ετοιμάζεται να τον αντικαταστήσει. Η περίφημη κι αγαπημένη φράση «πόσο γέρασες, πόσο ασχήμυνες». Άνθρωποι που δουλεύουν σκληρά, σε αντιπαράθεση με άλλους που τεμπελιάζουν συνέχεια. Άνθρωποι που πιστεύουν πως αν στρωθούν στη δουλειά, θα λυτρωθούν από τα βάσανά τους. Η ελκυστική Λιούμποβ, αν και πολύ διαφορετική και πολύ πιο συμπαθής, συγγενεύει κάπως με την Αρκάντιν του Γλάρου. Δεν είναι τσιγκούνα, το ακριβώς αντίθετο, δεν είναι ηθοποιός επίσης, αλλά βασανίζεται κι αυτή από τα επικείμενα γηρατειά, αδιαφορεί για τον κόσμο γύρω της, επικεντρωμένη πάντα ναρκισσιστικά στο «εγώ» της και στις ανάγκες της κι επιδεικνύει την ίδια προσήλωση σ’ έναν άπιστο κι αδιάφορο εραστή, την ίδια αφιλόστοργη αδιαφορία για το παιδί της. Η Ελένα του «Θείου Βάνια» θα μπορούσε στο μέλλον να γίνει μια τέτοια γυναίκα, ήδη είναι έτοιμη να ερωτευτεί ανέλπιδα τον γιατρό και να γίνει η ερωμένη του, αδιαφορώντας για το γάμο της και για τα συναισθήματα της Σόνιας. Μια τέτοια γυναίκα αλλά λαϊκής καταγωγής κι επίσης πολύ πιο αδίσταχτη και φτηνή, είναι σε νεαρή ηλικία ακόμα, και η Νατάσσα από τις «Τρεις αδελφές», που διαρκώς φοβάται μήπως έχει παχύνει κι απατάει τον άντρα της πίσω από την πλάτη του. Ο προσφιλής χαρακτήρας του γιατρού απουσιάζει εδώ, όπως και η ακατάβλητη επιθυμία των ηρώων να ξεφύγουν από το πατρογονικό κτήμα και τη μίζερη ζωή στην επαρχία. Στο τελευταίο αυτό έργο του Τσέχωφ, οι κάτοικοι του υποστατικού αναχωρούν για τις λαμπρές πολιτείες, εγκαταλείποντας τη γενέτειρα και χωρίς καμία δέσμευση από την πατρογονική κληρονομιά, που για πρώτη φορά, έχει οριστικά χαθεί.

    Η παράσταση

    Αν και πολύ καλός γνώστης του Ρώσικου θεάτρου ο Λιβαθινός, σκηνοθετεί για πρώτη φορά Τσέχωφ σε μια νέα, απαλλαγμένη από περιττά φτιασίδια και παρωχημένες εκφράσεις, πολύ ζωντανή και ποιητική, μετάφραση.

    Η παράσταση κινείται σε έντονους ρυθμούς, με στιβαρή επικέντρωση, ανάλαφρη κινησιολογία, δυναμικές εικόνες, θαυμάσιες ερμηνείες και επιδέξιους σκηνοθετικούς ελιγμούς, απηχώντας μια νοσταλγική, μαγική ατμόσφαιρα που εμβολίζεται από αιχμηρές συγκρουσιακές μετατροπίες, διαρκώς μετεωριζόμενη ανάμεσα στη στυγνή πραγματικότητα και στο βελούδινο όνειρο, στο εναγώνιο παρόν, στο ληθαργικό παρελθόν και στο αβέβαιο μέλλον. Η αταίριαστη, όσον αφορά τους περισσότερους ρόλους διανομή, ανατρέπει την κλασσική εικόνα των χαρακτήρων και προσφέρει νέες δυνατότητες στις ερμηνείες.

    Η εικόνα του ανθισμένου βυσσινόκηπου υποβάλλεται μόνο από το κείμενο, μέχρι τη στιγμή, που ένας χείμαρρος λευκών λουλουδιών χύνεται από την οροφή μέσα σε ένα υποβλητικά φωτισμένο σκηνικό, επιτείνοντας την οδυνηρή αίσθηση της απώλειας. Αιώρες τυλίγουν τα νωχελικά κορμιά των ηθοποιών σαν σάβανα. Συρτάρια και σεκρετέρ ξεπετάγονται μέσα από κολόνες, αποκαλύπτοντας τις αναμνήσεις ενός σκονισμένου παρελθόντος. Το μεγάλο, παλιακό γαλλικό μπιλιάρδο κυριαρχεί σε κάποιες σκηνές και μετατρέπεται σε κρεβάτι για την κουρασμένη Άννια. Καρέκλες πλημμυρίζουν τη σκηνή στη σεκάνς της γιορτής, ντυμένες με όμορφα, πολυτελή, λευκά καλύμματα, που όμως όταν βγαίνουν, αποκαλύπτουν τις παλιές φθαρμένες ψάθινες πολυθρόνες, παραδομένες στη φθορά τους. Αποσκευές κατακλύζουν τη σκηνή του φινάλε, απομεινάρια εποχών ακμής και πλούτου που έχουν πια οριστικά παρέλθει.

    Τα εμπνευσμένα, ανατρεπτικά κοστούμια, με τονισμένες τις λεπτομέρειες που εμμονικά επισημαίνει ο Τσέχωφ, αναδεικνύουν λεπτομέρειες των χαρακτήρων, ενώ ταυτόχρονα μεταφέρουν διακριτικά την αίσθηση της εποχής χωρίς να χάνουν και τη διαχρονικότητά τους.

    01.01.2010, Χ.Σ. «Βυσσινόκηπος του Άντον Τσέχωφ», www.episkinis.gr.

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Τέλος Εποχής»

    Οι περισσότεροι ήρωες του «Βυσσινόκηπου» περιφέρονται σαν υπνωτισμένοι αφήνοντας στην τύχη το μέλλον τους, αδυνατώντας να καθορίσουν το πεπρωμένο τους. Βρίσκονται στο μεταίχμιο μιας συνταρακτικής αλλαγής και κατά βάθος γνωρίζουν πως οι απώλειες που πρόκειται να υποστούν είναι αναπόφευκτες, καθώς ο κόσμος τους πεθαίνει για να γεννηθεί ένας νέος.

    Ανάμεσά τους υπάρχουν κάποιοι που ήδη έχουν οραματιστεί το μέλλον, ένα μέλλον που μπορεί να ανήκει ή σε κείνους που θα καταφέρουν να εκμεταλλευτούν τις περιστάσεις για να εξασφαλίσουν υλικά κέρδη και εξουσία ή σε κείνους που θα επιχειρήσουν να θέσουν τα θεμέλια για μια πιο δίκαιη και πιο ανθρώπινη κοινωνία. Η ιστορία ήρθε να δικαιώσει τον συγγραφέα, η αλλαγή έγινε, δύο αντίθετοι κόσμοι ακολούθησαν ο καθένας το δικό του δρόμο. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός συντρίφτηκε. Ο καπιταλισμός επικράτησε για να προκαλέσει την σημερινή κρίση της οικονομίας, οδηγώντας μας και πάλι σ’ ένα «τέλος εποχής».

    «Η ανθρωπότητα βαδίζει προς τα εμπρός ολοένα και με νέες δυνάμεις. Εκείνο που είναι άφθαστο σήμερα, κάποτε θα το πλησιάσει, θα το φτάσει, θα το καταλάβει…» έλεγε ο νεαρός ήρωας του Τσέχωφ. Και όντως η ανθρωπότητα βάδισε και βαδίζει ακόμα προς τα μπροστά. Όμως τι έφτασε; Τι κατάλαβε; Και τι επί της ουσίας, έχει αλλάξει από το 1900;

    Το έργο του κορυφαίου Ρώσου συγγραφέα είναι διαχρονικό και βαθιά πολιτικό. Μελετάει την ουτοπία και επισημαίνει την φθορά. Αποκαλύπτει την ανθρώπινη φύση και τις αδυναμίες της. Μας επιβεβαιώνει με θλίψη αλλά και με κατανόηση το ανατρεπτικό ρηθέν: «Αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ».

    Το τελευταίο και αρτιότερο έργο του Τσέχωφ ολοκληρώθηκε το 1903 κι ανέβηκε στο «Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας, λίγο πριν ο συγγραφέας υποκύψει στη χρόνια φυματίωσή του. Η σύγκρουσή του με τον Στανισλάβσκι είχε να κάνει με το γεγονός πως ενώ αυτός πίστευε πως έγραψε μια κωμωδία, ο σκηνοθέτης του, απέδωσε το έργο σαν δράμα.

    Οι ήρωες του «Βυσσινόκηπου» αφήνουν μέσα από τις συμπεριφορές τους, να διαγραφεί η πολιτική και κοινωνική κατάσταση της Ρωσίας στην μεταβατική εκείνη περίοδο όπου η φεουδαρχική τάξη πνέει τα λοίσθια ενώ οι πρώην κολίγοι και νυν έμποροι κι επιχειρηματίες ετοιμάζονται να μπουν δυναμικά στην πολιτική σκηνή και να αναλάβουν τα ηνία σε όλους τους τομείς.

    Η κεντρική ηρωίδα και ιδιοκτήτρια του κτήματος Λιουμπόβ Αντρέγιεβνα είναι μια μεγαλόψυχη και γενναιόδωρη αριστοκράτισσα, επιπόλαιη όμως, σπάταλη κι αδιάφορη για την πρακτική πλευρά της ζωής. Στο έλεος του εκμεταλλευτικού εραστή της αλλά και του ανόητου αδελφού της που δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί τις οικογενειακές υποθέσεις, βλέπει τον κόσμο της να χάνεται και το όμορφο κτήμα της να περνάει στα χέρια του Λοπάχιν, ενός πρώην κολίγου της που έχει πλουτίσει ως έμπορος.

    Ο αδελφός της, ο Γκάγεφ ανάμεσα στους προβληματισμούς του για την σωστή κίνηση στο μπιλιάρδο και τους ύμνους στην βιβλιοθήκη του σπιτιού, αντιλαμβάνεται το πρόβλημα και επιζητά λύσεις οι οποίες είναι ολοφάνερα ανέφικτες ενώ ρίχνει το βάρος της ευθύνης στην επιπολαιότητα της αδελφής του. Η ψυχοκόρη της Λιουμπόβ, η Βάρια, μια στριφνή αλλά εργατική κοπέλα βλέπει τη ζωή να γλιστράει από τα χέρια της και δεν μπορεί να διαχειριστεί τη σχέση της με τον Λοπάχιν αν και όλοι γύρω τους, τους θεωρούν «σχεδόν» παντρεμένους.

    Η μικρή Άννια, η κόρη της Λιουμπόβ, έχει επηρεαστεί από τις συναναστροφές της με τον Πέτια, τον επαναστάτη και αιώνιο φοιτητή και έχει ήδη αρχίσει να οραματίζεται μαζί του, ένα μέλλον απολυτρωμένο κι από τους φεουδάρχες αλλά κι από την ανερχόμενη αστική τάξη, μια νέα κοινωνικοπολιτική διευθέτηση που προαναγγέλει τον μαρξισμό. Όσον αφορά τώρα την υπηρέτρια που ονειροβατεί φλερτάροντας με τον ρόλο της κυρίας και τον αδίστακτο νεαρό υπηρέτη με τους υψηλούς στόχους και τις ευδαιμονικές συνήθειες, έχουμε και πάλι χαρακτήρες που αποκαλύπτουν μέσα από τις ευτελείς προσδοκίες τους μια νέα τάξη πραγμάτων.

    Το παζλ συμπληρώνουν ο γραμματέας Επιχόντωφ, που φέρει μαζί του και τις 22 μικρές και μεγάλες συμφορές του ενώ ο κίνδυνος να εξολοθρευτεί τον παραμονεύει σε κάθε του βήμα, ο ασθματικός και αδηφάγος κτηματίας Πίστσικ που ζητάει συνέχεια δανεικά κι η γκουβερνάντα Σαρλόττα, μια γυναίκα με τραυματικό παρελθόν και προϋπηρεσία σε τσίρκο που περιφέρεται μαζί με το σκυλάκι της κάνοντας μαγικά τρικ για να διασκεδάσει την ομήγυρη.

    Οι βυσσινιές, σύμβολο μιας ευκραούς εποχής που αντιπροσωπεύουν την ομορφιά αλλά και την περιττή πολυτέλεια θα θυσιαστούν στο όνομα ενός νέου κόσμου αδίστακτου, πρακτικού κι αποφασισμένου να κυνηγήσει το κέρδος και την επιτυχία με κάθε θυσία.

    Με στοιχεία φάρσας αλλά και με έντονη τη δραματική αίσθηση του τέλους εποχής, το έργο αυτό αφήνει πίσω του μια γλυκόπικρη γεύση και μια μελαγχολική αίσθηση απώλειας ειδικά στην τελευταία σκηνή όπου ενώ ακούγεται ο ήχος που τσεκουριού που κόβει τις διακοσμητικές βυσσινιές, ο Φιρς, ο γέρο-υπηρέτης ανακαλύπτει πως τον έχουν ξεχάσει μέσα στο παλιό σπίτι στο οποίο έζησε όλη του τη ζωή και, μη έχοντας πλέον λόγο ύπαρξης, υποδέχεται μ’ έναν λυτρωτικό ύπνο, τον θάνατο.

    Η παράσταση

    Η παράσταση διαθέτει τους έντονους και δυναμικούς ρυθμούς που χαρακτηρίζουν τις δουλειές του Στάθη Λιβαθινού, ο οποίος σκηνοθετεί για πρώτη φορά Τσέχωφ, σε νέα μετάφραση από την Χρύσα Προκοπάκη. Παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εύστοχη η διανομή για τους περισσότερους ρόλους, οι ηθοποιοί υπερασπίζονται την σκηνοθετική γραμμή, επιτυγχάνοντας κάποιες αξιόλογες ερμηνευτικές κορυφώσεις και δημιουργώντας ενδιαφέρουσες ατμόσφαιρες στις επί μέρους σεκάνς.

    Οι αντιθέσεις κι οι συγκρούσεις των ηρώων αποδίδονται με χιούμορ αλλά και με δραματικότητα ενώ οι νοσταλγικές τσεχωφικές νότες υποβάλλονται από τα σκηνογραφικά ευρήματα, τους διακριτικούς φωτισμούς, τις ηχητικές και μουσικές παρεμβάσεις και τις ερμηνευτικές μεταβάσεις από την ένταση στην χαλάρωση κι από τον κούφιο ενθουσιασμό στην μελαγχολία και τη θλίψη.

    Τα ευέλικτα και λειτουργικά σκηνικά προσφέρονται για συνεχείς, ευρηματικές εναλλαγές του χωροχρόνου, δίνοντας ταυτόχρονα την αίσθηση του εγκλεισμού αλλά και της φθαρμένης από τον χρόνο και την εγκατάλειψη, μεγαλοπρέπειας του παλιού αρχοντικού. Ένα γαλλικό μπιλιάρδο τοποθετείται από τους ηθοποιούς στο κέντρο της σκηνής για να χρησιμοποιηθεί ακόμα και σαν κρεβάτι αλλά και σαν βωμός πάνω στον οποίο θα θυσιαστεί η ομορφιά των λευκών ανθών των ήδη καταδικασμένων βυσσινιών.

    Οι σημειολογικά ενδιαφέρουσες ενδυματολογικές επιλογές, ενισχύουν το διαχρονικό πνεύμα της σκηνοθεσίας ενώ αναδεικνύουν ταυτόχρονα τους διαφορετικούς χαρακτήρες των προσώπων του έργου μέσα από λεπτές, διακριτικές λεπτομέρειες.

    30.12.2009, Κωνσταντινίδης Νεκτάριος – Γεώργιος «Τέλος εποχής», kritikestheatrikwnparastasewn.blogspot.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μπέττυ Αρβανίτη: «Πιστεύω πολύ στην αλήθεια και στο ψάξιμο»

    Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί για πρώτη φορά στη θεατρική του καριέρα Τσέχοφ και συγκεκριμένα τον «Βυσσινόκηπο». Η Μπέττυ Αρβανίτη, που ερμηνεύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Λιούμποβα, μας μίλησε γι’ αυτήν τη νέα δουλειά.

    Οι πρόβες στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας έχουν ξεκινήσει, από τον Αύγουστο, όπως μας επιβεβαίωσε η κ. Αρβανίτη στο τηλέφωνο την Κυριακή το μεσημέρι, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι μια βδομάδα πριν από τη πρώτη παράσταση «μπαίνω στο θέατρο μέρα και βγαίνω νύχτα».

    Με τον κ. Λιβαθινό έχετε συνεργαστεί στο παρελθόν και σκέφτομαι πως το γεγονός αυτό διευκολύνει τα πράγματα.
    Εμείς δεν πάμε να διευκολύνουμε τα πράγματα, αλλά να τα δυσκολέψουμε. Είναι μια πάρα πολύ σημαντική δουλειά και η κούραση δε μετράει. Πάντως είναι γεγονός πως γνωριζόμαστε πια καλά με τον κ. Λιβαθινό κι έχουμε αποκτήσει έναν κώδικα επικοινωνίας.

    Η ανάγνωση που κάνει στο έργο έχει κάτι ερευνητικό;
    Το έργο είναι ιδωμένο στο σήμερα, χωρίς η δράση να τοποθετείται σε κάποια συγκεκριμένη εποχή. Ο «Βυσσινόκηπος» είναι πάρα πολύ σύγχρονο έργο, παρόλο που γράφτηκε το 1904. Βλέπουμε κάτι να καταρρέει και κάτι καινούργιο να έρχεται. Ο κόσμος του «Βυσσινόκηπου» δεν είχε καταλάβει τη πραγματικότητα και τι είναι αυτό που έρχεται. Βρίσκονται γαντζωμένοι σ’ ένα κόσμο που πεθαίνει, που κατεδαφίζεται, σε μια εποχή που αλλάζει.

    Κάτι αντίστοιχο ζούμε σήμερα;
    Νομίζω πως ναι! Κάθε στιγμή νιώθουμε πως οι παλιές αξίες και οι κανόνες δεν ισχύον πια. Οι άνθρωποι όπως και στο «Βυσσινόκηπο», δυσκολεύονται να δεχτούν το καινούργιο και αντιστέκονται. Αυτό είναι η ίδια η φύση του ανθρώπου. Προτιμά αυτό που είναι πιο οικείο. Άσχετα αν το καινούργιο φέρνει το καλό ή το κακό. Δεν το αξιολογούμε αυτό. Η αλλαγή υπάρχει σε καθημερινή βάση.

    Όλα τα έργα του Τσέχοφ αντέχουν στο χρόνο.
    Ναι, αντέχουν στο χρόνο διότι ο Τσέχοφ είναι ένας πολύ μεγάλος συγγραφέας. Μπορεί και διεισδύει στην ανθρώπινη φύση, η οποία δεν αλλάζει στο βάθος. Οι επιθυμίες αλλάζουν. Ο μηχανισμός της ψυχής μένει ο ίδιος, οι συνθήκες, οι εποχές και ο περίγυρος αλλάζει. Όλο αυτό το διάστημα εμβαθύνουμε στο κόσμο του Τσέχοφ, ο οποίος πραγματικά παρατηρεί τον κόσμο της στιγμής του ανθρώπου.

    Τι είναι κατά τη γνώμη σας αυτό που κάνει ένα έργο μεγάλο;
    Ένα μεγάλο έργο δε λέει ψέματα, διότι τα ψέματα τα ανακαλύπτεις, καταρρέουν. Γι’ αυτό ένα έργο παίζεται και ξαναπαίζεται σε πολλαπλές αναγνώσεις.

    Έχετε πρωταγωνιστήσει και άλλες φορές σε τσεχοφικά έργα;
    Υπήρξα πολύ τυχερή. Έχω υποδυθεί σημαντικές ηρωίδες του Τσέχοφ, στο σωστό χρόνο, έχω κάνει την Έλενα στο «Θείο Βάνια», τη Μάσα στις «Τρεις αδελφές», την Αρκάντινα στο «Γλάρο» και τώρα τη Λιούμποβα στο «Βυσσινόκηπο».

    Κάθε φορά μπαίνετε πιο βαθιά στο μυαλό και στη ψυχή του Ρώσου συγγραφέα;
    Έτσι νιώθω, διότι πληθαίνουν και οι εμπειρίες μου καθώς μεγαλώνω.

    Βλέπετε να έχετε κοινά στοιχεία με τις ηρωίδες του;
    Σ’ ένα βαθμό ίσως. Αυτή η διαπίστωση έχει να κάνει πάρα πολύ και με την ανάγνωση του έργου κάθε φορά. Αυτήν τη φορά με το Στάθη Λιβαθινό, που κάνει για πρώτη φορά Τσέχοφ, ανοίγονται άλλοι δρόμοι. Για τους περισσότερους αποτελεί έκπληξη η συνειδητοποίηση ότι ο ρωσοθρεμμένος σκηνοθέτης καταπιάνεται με τον Τσέχοφ για πρώτη φορά. Το καταλαβαίνω, όμως νομίζω πως ο λόγος για τον οποίο δεν το είχε κάνει μέχρι τώρα είναι γιατί τον ξέρει πολύ βαθιά και γνωρίζει τις δυσκολίες του πράγματος. Πιστεύω πως σωστά περίμενε τον Τσέχοφ. Νιώθω την ωριμότητά του.

    Είναι αλήθεια πως ο κ. Λιβαθινός έχει έναν τρόπο να διατηρεί τη πνευματικότητα των έργων;
    Απόλυτα. Και καταφέρνει ακόμη κάτι: να δημιουργήσει ομάδα. Επειδή στο θέατρο δεν μπορεί να λειτουργήσει κάποιος μόνος του, είναι μεγάλο προσόν ότι καταφέρνει να σε κάνει να αισθάνεσαι σαν συνδημιουργός. Δουλεύουμε όλοι μαζί και μπαίνουμε βαθιά στο έργο, στους χαρακτήρες. Βεβαίως, εκείνος έχει τον τελικό λόγο, αλλά καταφέρνει να σε κάνει συνένοχο. Και πιστεύω βαθιά πως αυτή η διαδικασία χρειάζεται στο θέατρο.

    Τελικά τα έργα του Τσέχοφ είναι κωμωδίες;
    Είναι πραγματικά σπουδαίος συγγραφέας∙ τα λέει τόσο τρυφερά και με χιούμορ… Ο ίδιος λέει πως ο «Βυσσινόκηπος» είναι κωμωδία και, πράγματι είναι κωμωδία. Χρειάζεται να απομονώσεις στιγμές ανθρώπων και να τις δεις από απόσταση. Συνήθως βλέπουμε το κοντινό και δεν βλέπουμε το όλον. Αν ο θεατής δει το όλον, θα γελάσει. Είναι αστείο καμιά φορά πως συμπεριφέρονται οι άνθρωποι. Ο Τσέχοφ είναι συγγραφέας των στιγμών.

    Εσείς είστε άνθρωπος των στιγμών;
    Νομίζω πως είμαι και αυτό. Ελπίζω ότι βλέπω και το όλον. Είμαι επίσης αρκετά παρορμητική.

    Πως καταφέρνετε να είστε μια πετυχημένη ηθοποιός και ταυτόχρονα να κρατάτε ένα επιτυχημένο θέατρο όπως το δικό σας, της οδού Κεφαλληνίας, εδώ και είκοσι χρόνια;
    Δεν το κρατάω μόνη μου. Αν δεν υπήρχε ο Βασίλης Πουλαντζάς, ο άντρας μου, αυτό το θέατρο δεν θα το έκανα ποτέ. Δεν θα μπορούσα να το κρατήσω μόνη μου.

    Διανύουμε μια δύσκολη χρονιά στο θέατρο φέτος;
    Δεν ξέρω πως είναι τα πράγματα αυτή τη στιγμή. Εμείς κάθε φορά κάνουμε πολλά στο θέατρο. Φέτος κάναμε και ανακαίνιση στον κεντρικό χώρο, αλλάξαμε τα καθίσματα. Ο σκηνικός χώρος δημιουργεί πλέον μια άλλη αίσθηση, δεν θα τον γνωρίσετε.

    Γι’ αυτό ευθύνεται και το σκηνικό της παράστασης;
    Είναι ένας χώρος ψευδαισθήσεων, ιδιαίτερος. Δεν θα το αποκαλύψω. Εμείς είμαστε σύγχρονοι, δεν είμαστε μοντέρνοι. Υπάρχει διαφορά μεταξύ σύγχρονου και μοντέρνου με την έννοια του δήθεν, της μοντερνιάς… Η Ελένη Μανωλοπούλου δημιούργησε, κατά τη γνώμη μου, ένα ωραίο σκηνικό και τους φωτισμούς ο Αλέκος Αναστασίου. Η νέα μετάφραση ειδικά για την παράσταση, είναι της Χρύσας Προκοπάκη. Η μουσική του Θοδωρή Αμπαζή είναι καταπληκτική, η κίνηση είναι του Κωνσταντίνου Μίχου. Μαζί με τους ηθοποιούς έχουμε γίνει μια ομάδα.

    Ποιοι παίζουν στην παράσταση;
    Εκτός από τον Γιάννη Φέρτη, παίζει ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος σ’ ένα ρόλο – έκπληξη και άλλοι εξαιρετικά καλοί ηθοποιοί – ο ένας καλύτερος από τον άλλον. έχουμε κάνει μια μείξη ηθοποιών που έχουν δουλέψει μαζί μου στο Οδού Κυκλάδων, όπως είναι η Τζίνη Παπαδοπούλου, ο Βασίλης Καραμπούλας, ο Κώστας Γαλανάκης, ο Στέλιος Ιακωβίδης, με παιδιά της Πειραματικής του Στάθη Λιβαθινού τα οποία είναι εξαιρετικά: η Πηνελόπη Μαρκοπούλου, ο Δημήτρης Παπανικολάου, ο Άρης Τρουπάκης, η Μαρία Σαββίδου, η Μαρίνα Συμεού. Υπάρχει ωραία χημεία μεταξύ μας. Αν δεν υπήρχαν οι ιδανικές συνθήκες, δεν θα μπορούσαμε να ανεβάσουμε αυτό το έργο.

    Τι είναι αυτό που κάνει μια παράσταση πετυχημένη;
    Αν το ξέραμε, θα το πετυχαίναμε κατευθείαν. Αν μια παράσταση είναι ειλικρινής προσπάθεια, με τους σωστούς ανθρώπους κι ένα έργο που έχει να πει… Πιστεύω πολύ στην αλήθεια της προσέγγισης και στο ψάξιμο. Αν δεν επενδύσεις σε χρόνο, αν δεν ψάξεις, δεν κάνεις τίποτα. Η επένδυση που γίνεται από πραγματικό ενδιαφέρον και αγάπη σίγουρα έχει αποτελέσματα.

    17.12.2009, Κρύου Μαρία «Μπέττυ Αρβανίτη: «Πιστεύω πολύ στην αλήθεια και στο ψάξιμο», Αθηνόραμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Τσέχωφ ανάμεσα στα σκουπίδια της Κυψέλης

    Δύο οι πρωτιές φέτος του πρόσφατα βραβευμένου Στάθη Λιβαθινού: η πρώτη φορά που ανεβάζει ξανά το ίδιο έργο «Το κτήνος στο φεγγάρι»-, η πρώτη φορά που σκηνοθετεί Τσέχωφ- τον «Βυσσινόκηπο».

    Φέτος σκηνοθέτησε, και πάλι για τον «Δόλιχο» του Δημήτρη Τάρλοου, το έργο του Ρίτσαρντ Καλινόσκι «Το κτήνος στο φεγγάρι» που το είχαν κάνει- και τότε με την Ταμίλα Κουλίεβα,- πριν από δέκα χρόνια. Λίγες μέρες πριν τιμήθηκε από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών με το Βραβείο Διεθνούς Θεατρικού Ρεπερτορίου «για τη δυναμική και ανανεωτική του ματιά στη σκηνοθεσία του έργου “Βασιλιάς Λιρ” του Γουίλιαμ Σαίξπηρ στο ΚΘΒΕ». Και βρίσκεται στην τελική ευθεία για τον πρώτο του Τσέχωφ- ανεβάζει για την «Πράξη» της Μπέττυς Αρβανίτη τον «Βυσσινόκηπο» με τον Γιάννη Φέρτη, τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο και έναν εκλεκτό θίασο.

    Ένας ρωσοθρεμμένος σκηνοθέτης- στη Ρωσία έχει σπουδάσει- όπως ο Στάθης Λιβαθινός δεν είναι περίεργο που δεν είχε ασχοληθεί ως τώρα- μόνη του «άμεση επαφή» ο Κουλίγκιν που έπαιξε στις «Τρεις αδελφές» του Γιάννη Χουβαρδά, στο «Αμόρε», το 1994 / ΄95- με τον Τσέχωφ;

    Έτυχε ή δεν νιώθατε έτοιμος;
    Με έναν τέτοιο συγγραφέα ποτέ δεν μπορείς να πεις ότι είσαι έτοιμος. Γιατί ο Τσέχωφ σε δοκιμάζει σε όλα τα επίπεδα. Στη σύνθεση που είναι από τα βασικότερα κομμάτια της δουλειάς του σκηνοθέτη, στην ποιητική σκέψη, στη δουλειά με τους ηθοποιούς αλλά και στον τρόπο που καταλαβαίνεις τη ζωή. Και ακόμα δεν μπορώ να πω πως είμαι έτοιμος. Απλώς» – το τονίζει- «είμαι έτοιμος να περάσω μία πρώτη δοκιμασία με αφορμή τον Τσέχωφ.
    Η σχέση μου με τη Ρωσία μου άνοιξε δρόμους στη ζωή και στην τέχνη του θεάτρου. Όχι στον Τσέχωφ. Ο Τσέχωφ είναι λίγο σαν τη φωτιά. Όσο περισσότερο τον πλησιάζεις τόσο μεγαλύτερο φόβο νιώθεις. Δέος! Έχω την πολυτέλεια να μπορώ να τον διαβάζω στο πρωτότυπο και αυτό μας έδωσε με τη Χρύσα την Προκοπάκη (σ.σ.: υπογράφει τη μετάφραση) τη δυνατότητα να τον καταλάβουμε πιο πολύ σε βάθος και να προτείνουμε μία ανάγνωση του κειμένου πιο ρεαλιστική, πιο σημερινή, με την ελπίδα πως δεν θα χάσει τίποτα από την ποιητικότητά του.

    Ένας από τους λόγους που δίσταζα να αγγίξω τον συγγραφέα αυτόν ήταν ότι στη Ρωσία είδα πολύ Τσέχωφ και Τσέχωφ πολύ καλό και πολύ καλοπαιγμένο. Υπήρχε στη Ρωσία μία ολόκληρη γενιά σκηνοθετών που, μετά τις “Τρεις αδελφές” του 80χρονου τότε Νεμιρόβιτς Ντάντσενκο, το ΄40, αποφάσισαν να μην αγγίξουν ποτέ τον Τσέχωφ. Όταν έχεις δει τέτοιες παραστάσεις αυτών των έργων πρέπει να έχεις πάρα πολύ ισχυρό λόγο για να τα ξαναπιάσεις στα χέρια σου. Υπάρχουν άλλωστε τόσοι άλλοι καλοί συγγραφείς…

    Το πρώτο ερώτημα που τίθεται στον σκηνοθέτη που αποφασίζει να ανεβάσει ένα έργο του Τσέχωφ συνήθως είναι: κωμωδία ή δράμα;
    Ομολογώ πως δεν μπορώ να απαντήσω εύκολα. Στο θέμα αυτό σπάσανε τα μούτρα τους γενιές και γενιές σκηνοθετών. Πιθανόν κι εγώ να τα σπάσω… Εκείνο που πιστεύω είναι πως ο Τσέχωφ απλώς είναι αλληγορικός ως προς τους χαρακτηρισμούς των έργων του. Όταν λέει “κωμωδία” δεν εννοεί πως κωμωδία είναι το έργο. Κωμωδία είναι η ζωή. Του άρεσαν τα αινίγματα και οι αντίστροφες ματιές.

    Τον «Βυσσινόκηπο» τον βλέπετε βασικά σαν το τέλος μιας εποχής ή σαν την αρχή μιας καινούργιας;
    Αυτό που λέτε απλοποιεί λίγο τα πράγματα. Εγώ θέλω να αφήνω το κερί αναμμένο. Αλλά πιστεύω πως ο Τσέχωφ έχει στο κείμενό του, κείμενο γραμμένο από έναν μελλοθάνατο- γιατί ήταν ήδη βαριά άρρωστος και ήξερε ότι θα πεθάνει-, το σπέρμα μιας φωτεινής απαισιοδοξίας. Το έργο αυτό είναι το τέλος των ψευδαισθήσεων. Αλλά μην ξεχνάμε ότι ο Τσέχωφ όταν γνώρισε και ερωτεύτηκε την Όλγα Κνίπερ έλεγε: “Θέλω να ζήσω!”. Πάντως, έτσι ή αλλιώς, είμαστε μακριά για να καταλάβουμε το δράμα της τότε ρώσικης ιντελιγκέντσιας.

    Η γραμμή που ακολουθήσατε;
    Έγινε μία προσπάθεια με τους ηθοποιούς να δημιουργηθεί ένας πολυφωνικός ρεαλισμός. Θα είναι ένας Τσέχωφ με εντάσεις, με αδρές γραμμές, που δεν αρνείται τις πολιτικές προεκτάσεις στο σήμερα. Δεν με ενδιαφέρει ένας Τσέχωφ “πιστός”, “κλασικός” και- προς Θεού!- “ρωσικός”, ρωσικότροπος δηλαδή. Με ενδιαφέρει ένας Τσέχωφ που να μπορούμε να φανταστούμε ότι τον χρειαζόμαστε εδώ και τώρα ανάμεσα στα σκουπίδια της Κυψέλης.

    Από τους ηθοποιούς τι ζητήσατε;
    Να προσέλθουν χωρίς καμία εκ των προτέρων βεβαιότητα “τι είναι Τσέχωφ”. Και να ξεκινήσουμε από το μηδέν. Ελπίζω ότι η παράστασή μου δεν θα είναι “τσεχωφική”. Και αν καταλήξει να είναι, να είναι τσεχωφική αλλά όχι μέσα από παγιωμένες αντιλήψεις.

    «Ελπίζω ο “Λιρ” να ξαναγίνει»
    Μόλις βραβεύτηκε από την Ένωση Κριτικών για τον «Βασιλιά Λιρ» που έκανε την περασμένη σεζόν στο ΚΘΒΕ με Λιρ τον Νικήτα Τσακίρογλου. Είχε τεθεί θέμα να παιχτεί και στην Αθήνα…

    Έχετε τελειώσει με την παράσταση αυτή;
    Όχι. Είναι σαν να έχεις μαγειρέψει όμορφα κάτι, να αρχίζεις να το τρως και να σου το παίρνουν μέσα από τα χέρια. Δουλέψαμε τρεισήμισι μήνες, όλη μέρα κι όλη νύχτα, και η παράσταση δεν παίχτηκε ούτε δύο. Ελπίζω κάποτε να ξαναγίνει. Αλλά κι αν η ζωή το θελήσει έτσι ώστε να μην ξαναγίνει, μπορεί, τελικά, και να προτιμώ να μείνει κάτι το ανικανοποίητο παρά να τη βαρεθούμε…

    15.12.2009, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Τσέχωφ ανάμεσα στα σκουπίδια της Κυψέλης», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο πολύπλοκος και αναγκαίος Τσέχοφ

    Ο Βυσσινόκηπος και ο Θείος Βάνιας ξεκινούν παραστάσεις αυτή την εβδομάδα στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας και στο Εθνικό σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού και Γιάννη Χουβαρδά αντιστοίχως

    Η γνωριμία με τον Στανισλάβσκι, η συνεργασία με το Θέατρο Τέχνης, ο έρωτας για την Ολγα Κνίπερ, η ιατρική του ιδιότητα και το εύθραυστο της υγείας του είναι ορισμένα από τα κομμάτια του παζλ που ακούει στο όνομα Άντον Τσέχοφ, του συγγραφέα που αποτύπωσε το σύμπαν σε κάθε του θεατρικό μικρόκοσμο.

    Δύο από τα θεατρικά του έργα κάνουν πρεμιέρα αυτή την εβδομάδα στην Αθήνα: Είναι ο «Θείος Βάνιας» και ο «Βυσσινόκηπος», από το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, αντιστοίχως. Στο πρώτο, ο Γιάννης Χουβαρδάς σκηνοθετεί για δεύτερη φορά έργο του ρώσου δραματουργού (προηγήθηκαν οι «Τρεις αδελφές» στο Αμόρε), στο δεύτερο, μάλιστα ανέβασμά του στην πρώτη σκηνή της χώρας (ο Κάρολος Κουν το ανέβασε το 1953). Γραμμένος το 1899, ο «Θείος Βάνιας» πραγματεύεται μιαν επίσκεψη που ταράζει την ήσυχη ζωή των ανθρώπων στο κτήμα, φέρνοντας στην επιφάνεια χαμένα όνειρα και ανεκπλήρωτους πόθους. Οι ήρωες βλέπουν τον κόσμο γύρω τους να αλλάζει χωρίς οι ίδιοι να μπορούν να κάνουν κάτι. Για τον Στάθη Λιβαθινό ο «Βυσσινόκηπος» είναι το πρώτο θεατρικό του Τσέχοφ που σκηνοθετεί, ενώ μοιράζεται μια βαθιά σχέση με το ρωσικό θέατρο. Στο ύστατο έργο του Τσέχοφ (1904), ένα σπίτι βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης ενώ οι μικροαστοί ιδιοκτήτες του αδιαφορούν και αναπολούν τα περασμένα. Με τον «Βυσσινόκηπο» απεικονίζεται η φθορά της καθημερινότητας στη ρωσική ζωή του 20ού αιώνα ενώ μια ελπίδα για το μέλλον- η επανάσταση που θα ΄ρθει- ήδη διακρίνεται.

    Στις 17 Ιανουαρίου του 2010 συμπληρώνονται εκατόν πενήντα χρόνια από τη γέννηση του Άντον Τσέχοφ (1860-1904). Κι όμως το έργο του παραμένει τόσο σύγχρονο… Με ήρωες-σύμβολα, καταστάσεις καθημερινές και φράσεις απλές αλλά βαθιά ποιητικές, ο Τσέχοφ αποτελεί ίσως συνώνυμο του θεάτρου.

    Το τρίτο ανάμεσα στα έξι παιδιά, ο Αντον Πάβλοβιτς Τσέχοφ γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα λιμάνι στη Νότια Ρωσία, το Ταγκαρόγκ. Έχοντας ήδη αρχίσει να γράφει διηγήματα, μετακόμισε στη Μόσχα το 1879 και γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή. Στα χρόνια των σπουδών του δημοσίευσε 300, περίπου, κείμενα που σχολίαζαν με σατιρική διάθεση τη ζωή στη Μόσχα και την Πετρούπολη. Το 1884 άρχισε να δουλεύει ως γιατρός, ενώ είχε ήδη γράψει το πρώτο θεατρικό έργο το οποίο ο ίδιος κατέστρεψε αφού απορρίφθηκε (εικάζεται ότι είναι ο «Πλατόνοφ»). Ακολούθησαν ο «Ιβάνοφ» και η χρυσή θεατρική τετράδα («Γλάρος», «Θείος Βάνιας», «Τρεις αδελφές», «Βυσσινόκηπος») παράλληλα με μια σειρά διηγημάτων («Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού», «Κύκνειο άσμα», «Στέππα», «Αρκούδα», «Πρόταση γάμου» κ.ά.).

    «Ενα είδος ντοκυμαντέρ της ζωής»

    Στάθης Λιβαθινός σκηνοθέτης

    Πολύπλοκος και αναγκαίος σε κάθε εποχή, ο Τσέχοφ είναι μια κατηγορία από μόνος του. Δεν μοιάζει με κανέναν παρ’ όλο που έχει δανεισθεί από άλλους και από την ίδια την τέχνη του θεάτρου. Ο ίδιος, άλλωστε, παρακολουθούσε το θέατρο από τα καμαρίνια και το διασκέδαζε ιδιαίτερα. Φαντάζομαι ότι θα υπάρχει εξήγηση για τη μοναδικότητά του. Εγώ πιστεύω ότι το μυστικό του Τσέχοφ δεν βρίσκεται στο πεδίο της δραματουργίας αλλά της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου. Είναι ένα είδος ντοκιμαντέρ της ζωής. Πρέπει να φανταστούμε την εποχή που τα έγραψε: όλοι οι ήρωές του κάθονταν μέσα στην πλατεία του θεάτρου γιατί ο Τσέχοφ έγραφε και μιλούσε για την καθημερινότητα. Με τις μεγαλοφυΐες δεν υπάρχει εξήγηση. Είναι ανώτερα συναισθηματικά μαθηματικά.

    Ο Τσέχοφ συνέπεσε με την ανάγκη για θέατρο αλλά και με το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας: Από τη στιγμή που βρίσκεις τον χώρο σου, το θέατρό σου, είσαι ευτυχής. Κάτι αντίστοιχο δεν είχε συμβεί με τον Κουν και τους έλληνες συγγραφείς εκείνης της εποχής;

    Στον “Βυσσινόκηπο” ο Άντον Τσέχοφ γίνεται πιο τολμηρός, πιο ακραίος σε κάποιες επιλογές του, με κωμικά ιντερμέδια, ολοκληρωμένη ιστορία, μια βαθιά απαισιόδοξη ματιά πάνω στη ζωή, χωρίς όμως να αρνείται τη ζωή. Η απαισιοδοξία του είναι ενεργητική. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν βαθιά δυστυχισμένος, αλλά δεν άφησε το έργο του να βαρύνει υπερβολικά προς τα εκεί. Είχε το ταλέντο να κρύψει τις αγωνίες του και να τις χρησιμοποιεί προς όφελος των ηρώων του.

    Η παράσταση που ετοιμάζουμε είναι ανθρώπινη, ρεαλιστική και αρκετά μη τσεχοφική… Ο Τσέχοφ δεν έχει σχέση με αυτό που θεωρούμε τσεχοφικό. Ατάκες στον “Βυσσινόκηπο” είναι βγαλμένες από την ίδια τη ζωή του. Ο Τσέχοφ εκφράζεται μέσα από τη λεπτομέρεια και το δράμα των ανθρώπων. Ένας μικρόκοσμος μέσα σε μια τεράστια χώρα. Θέλουμε να δώσουμε μια λεπτή ατμόσφαιρα εποχής. Μετά από πεντέμισι μήνες δουλειάς πάνω στη μετάφραση με τη Χρύσα Προκοπάκη και δύο θεατρικές ομάδες που ενώθηκαν, σε μια συνάντηση που πλούτισε και τις δύο, ξεκινάμε».

    «Βυσσινόκηπος» σε μετάφραση Χρύσας Προκοπάκη, σκηνογραφία Ελένης Μανωλοπούλου, φωτισμούς Αλέκου Αναστασίου, μουσική Θοδωρή Αμπαζή. Παίζουν: Μπέττυ Αρβανίτη, Γιάννης Φέρτης, Κώστας Γαλανάκης, Στέλιος Ιακωβίδης, Βασίλης Καραμπούλας, Πηνελόπη Μαρκοπούλου, Δημοσθένης Παπαδόπουλος, Τζίνη Παπαδοπούλου, Δημήτρης Παπανικολάου, Μαρία Σαββίδου, Μαρίνα Συμεού, Άρης Τρουπάκης.

    Πρεμιέρα την Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. […]

    13.12.2009, Λοβέρδου Μυρτώ «Ο πολύπλοκος και αναγκαίος Τσέχοφ», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Χάθηκαν οι παρορμητικοί ήρωες του Τσέχοφ»

    Η Μπέττυ Αρβανίτη παίζει την τρομερά αντιφατική ηρωίδα, Λιουμπόβ Αντρέγεβνα

    Ένας κόσμος που καταρρέει… ηδυπαθώς: Χορεύοντας, φλερτάροντας, αναπολώντας. Δηλαδή, ο κωμικοτραγικός κόσμος του Τσέχοφ, στο κύκνειο άσμα του, τον «Βυσσινόκηπο» (1904). Το… κύμα της ζωής και της αδράνειας παίρνει ένα από τα ομορφότερα κτήματα μαζί με το αγαπημένο πατρικό σπίτι.

    «Στον Τσέχοφ δεν πρέπει να παίζεις αλλά να ζεις», πιστεύει η Μπέττυ Αρβανίτη. Και τα δύο χάνονται, γιατί οι αστοί ιδιοκτήτες τους, εγκλωβισμένοι σε ένα σύμπαν που πεθαίνει και ανίκανοι να διακρίνουν τη μεγάλη αλλαγή που φτάνει, δεν μπορούν να αντιδράσουν. Η Μπέττυ Αρβανίτη είναι ένας από αυτούς: η «τρομερά αντιφατική» Λιουμπόβ Αντρέγεβνα, η γοητευτική ηρωίδα με το «αμαρτωλό παρελθόν». Μια ηρωίδα που «είναι ερωτική, δυστυχής και αστεία», σύμφωνα με την Αρβανίτη. Κυρίως όμως τη χαρακτηρίζει το ταλέντο της «να γλιστρά, μέσα στις καταστάσεις, ανέμελα. Ξεπερνά τα πάντα, περνώντας από το γέλιο στο κλάμα».

    Στην περίπτωση του Τσέχοφ, έτσι κι αλλιώς, «έχεις να κάνεις με αληθινούς ανθρώπους, συνεπώς αντιφατικούς», προσθέτει η ηθοποιός. Το γνωρίζει καλά, μια και «έχω υποδυθεί -όπως τονίζει- στις σωστές ηλικίες ηρωίδες του». Την Ελένα στον «Θείο Βάνια» με τον Παπαμιχαήλ, τη Μάσα στις «Τρεις αδελφές» του Σεβαστίκογλου, την Αρκάντινα στον «Γλάρο» του Μαστοράκη. «Στον Τσέχοφ δεν πρέπει να παίζεις, αλλά να ζεις. Είναι μια επώδυνη διαδικασία», εξομολογείται.

    Ο Λιβαθινός δεν αντιμετώπισε τον «Βυσσινόκηπο» με «τσεχοφίτιδα», αλλά με «σύγχρονη ματιά». «Γιατί ο Τσέχοφ επαληθεύεται ανατριχιαστικά στο δικό μας σήμερα, όπου όλα καταρρέουν. Ο “Βυσσινόκηπος” γράφτηκε πριν από 100 χρόνια, αλλά είναι σαν να γράφτηκε χθες», καταλήγει η ηθοποιός. Υπάρχει μία μόνο διαφορά: «Σήμερα, οι παρορμητικοί, ανέμελοι άνθρωποί του, έχουν εκλείψει».

    Info: Μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη. Σκηνικά-κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου. Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής. Χορογραφία: Κωνσταντίνος Μίχος. Παίζουν οι Μπ. Αρβανίτη, Κ. Γαλανάκης, Στ. Ιακωβίδης, Β. Καραμπούλας, Π. Μαρκοπούλου, Δημ. Παπαδόπουλος, Τζ. Παπαδοπούλου, Δ. Παπανικολάου, Μ. Σαββίδου, Μ. Συμεού, Άρ. Τρουπάκης και Γ. Φέρτης.

    11.12.2009, Κλεφτόγιαννη Ιωάννα «Χάθηκαν οι παρορμητικοί ήρωες του Τσέχοφ», Ελευθεροτυπία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Είμαι πια ένας… πλανόδιος»

    Δύσκολα πιστεύεις ότι ο ρωσοτραφής Στάθης Λιβαθινός δοκιμάζεται αυτό τον χειμώνα στον πρώτο Τσέχοφ της καριέρας του. Το γεγονός ότι διαβάζει τον Ρώσο δραματουργό απ’ το πρωτότυπο και έχει δει άπειρες παραστάσεις έργων του στη Μόσχα, μόνο ανασφάλεια και φόβο τού γεννά.

    «Τα έργα του Τσέχοφ είναι ανώτερα συναισθηματικά μαθηματικά», λέει ο Στάθης Λιβαθινός. Τόσο που, αν δεν ήταν η Μπέττυ Αρβανίτη με το πείσμα και την πίστη της να ανεβάσουν παρέα τον «Βυσσινόκηπο», δεν θα τολμούσε να αναμετρηθεί με την τσεχοφική δραματουργία – την οποία ο ίδιος θεωρεί μάλιστα πολύ δυσκολότερη από τη σεξπιρική.

    Την Τετάρτη (ύστερα από τέσσερις μήνες προβών) σε ένα εκ βάθρων γκρεμισμένο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, πάνω σε ένα θρυμματισμένο σύμπαν με σπασμένους καθρέφτες και γυαλιά, ο «Βυσσινόκηπος» κάνει αισίως πρεμιέρα. Κι ο θίασος είναι εντυπωσιακός. Σε αυτόν συναντιούνται από τον Γιάννη Φέρτη και την Μπέτυ Αρβανίτη μέχρι τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο και τον Κώστα Γαλανάκη.

    Το παράδοξο, κύριε Λιβαθινέ, είναι ότι ο «Βυσσινόκηπος» είναι ο πρώτος Τσέχοφ σας. Δύσκολο να το πιστέψει κανείς. Τι φταίει;
    Το ότι τον Τσέχοφ τον φοβάμαι, τον λατρεύω, τον σέβομαι και μπορώ να τον διαβάσω από το πρωτότυπο.

    Το τελευταίο είναι ένα εξαιρετικό πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων μη Ρώσων ή ρωσομαθών σκηνοθετών. Οπότε;
    Αντιθέτως, το γεγονός μόνο φόβο και δέος μπορεί να προκαλεί. Δεν έχω καμιά οικειότητα με τον Τσέχοφ. Και ακριβώς επειδή έχω δει αρκετό Τσέχοφ στη ζωή μου, και μάλιστα καλό Τσέχοφ, σκεφτόμουν ότι ίσως εγώ δεν έχω κάτι να προσθέσω. Τελικά δοκιμάζομαι με το βαρύτερο “πούπουλο” που μπορεί κανείς να συναντήσει. Τον “Βυσσινόκηπο” μπορείς να τον κάνεις είτε όταν δεν ξέρεις τίποτα είτε όταν ξέρεις πολλά.

    Εσείς πού ανήκετε;
    Ούτε στη μία ούτε στην άλλη κατηγορία είμαι. Γι’ αυτό τον λόγο έχω ακόμα τις επιφυλάξεις μου. Παρ’ όλα αυτά δουλεύουμε 4 μήνες. Για τον Τσέχοφ, όμως, είναι λίγοι. Τον “Λιρ” τον δούλευα 3,5.

    Θεωρείτε τον Τσέχοφ δυσκολότερο από τον Σέξπιρ;
    Εκατό τοις εκατό. Ο Σέξπιρ ανήκει σε ένα είδος θεάτρου που τα πράγματα λέγονταν παρά κρύβονταν. Ο Τσέχοφ είναι το Θέατρο του 20ού αιώνα. Όλα υποβόσκουν, όλα υπονοούνται. Έχει προηγηθεί ο Ντοστογιέφσκι που έχει διασπάσει τις προσωπικότητες. Κι έτσι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι σε έναν. Είναι κάτι που ο Τσέχοφ το έκανε επιστήμη. Τα έργα του είναι ανώτερα συναισθηματικά μαθηματικά.

    Πώς δουλεύονται στην πράξη;
    Εγώ είδα τον “Βυσσινόκηπο” ως άσκηση περιεχομένου, ύφους και επικοινωνίας. Βρίσκω ότι είναι πάρα πολύ κοντά στο παιχνίδι με τον χρόνο που κάνουμε όλοι κάποια στιγμή στη ζωή μας, τότε που έχουμε την αίσθηση ότι κάτι χάθηκε. Δεν ξέχασα στιγμή ότι το έργο το έγραψε ένας άνθρωπος που λάτρευε τη ζωή και μετρούσε τα δευτερόλεπτα προς τον θάνατο. Ακόμα και στη Ρωσία όμως δεν έλυσαν το αίνιγμα του Τσέχοφ. Ούτε εγώ βαυκαλίζομαι πως μπορώ. Δεν ξέχασα επίσης ότι ο Τσέχοφ έκανε ντοκουμέντο. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι οι “Τροφίμοφ” και οι “Λοπάχιν” κάθονταν στην πρώτη σειρά του θεάτρου…

    Εσείς τι θέλετε να πείτε στο κοινό που όμως δεν θα έχει Λοπάχιν και Τροφίμοφ;
    Θα μιλήσω για τον χρόνο, την ποίηση της καθημερινής ζωής και τους απροστάτευτους ευαίσθητους ανθρώπους. Τη “φυλή” του “Βυσσινόκηπου”. Παρεμπιπτόντως, 14 χρόνια από τότε που γραφόταν το έργο, οι ήρωες θα ήταν όλοι μακαρίτες. Σαν να το ήξερε ο Τσέχοφ ότι το 1917 δεν θα υπήρχε κανένας τους. Ο “Βυσσινόκηπος” είναι επομένως το πιο χαρούμενο ρέκβιεμ που γράφτηκε ποτέ.

    Στη μετά το Εθνικό Θέατρο περίοδό σας κινείστε από το «Μεταξουργείο» στο ΚΘΒΕ και από το «Πορεία» στο «Κεφαλληνίας». Αυτό ψυχολογικά και μεθοδολογικά είναι τελείως κόντρα σε ό,τι κάνατε και πρεσβεύετε. Δεν σας φθείρει;
    Είμαι πλέον ένας πλανόδιος. Ή μάλλον ένας “πλανόβιος”, για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του ποιητή Γιώργου Γεραλή. Είναι ένα ωραίο μάθημα της θεατρικής ζωής. Εκκρεμεί ο “Βασιλιάς Λιρ” του ΚΘΒΕ. Θέλω να πιστεύω ότι το 2010 θα μπορέσω να τον επαναλάβω με τον Τσακίρογλου στην Αθήνα. Ήταν η πρώτη φορά που σκηνοθετούσα στο ΚΘΒΕ και έτυχε μια συγκυρία όπου ο ίδιος ο Τσακίρογλου έγινε πραγματικά ο Λιρ της Θεσσαλονίκης: Έχασε το βασίλειό του, καταδιώχθηκε, κατηγορήθηκε.

    Είχατε κι εσείς κάποτε ένα «βασίλειο», αυτό της Πειραματικής Σκηνής. Έκτοτε οι πόρτες του Εθνικού είναι κλειστές;
    Ο Γιάννης Χουβαρδάς με τίμησε προσκαλώντας με πρόσφατα ξανά στο Εθνικό ως σκηνοθέτη. Θεώρησα σωστό να μην ανταποκριθώ, γιατί η δουλειά που γίνεται σε αυτό και ο τρόπος δεν με αφορούν.

    11.12.2009, Κλεφτόγιαννη Ιωάννα «Είμαι πια ένας… πλανόδιος», Ελευθεροτυπία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας: Ο βυσσινόκηπος, τα φαντάσματα και η εξομολόγηση της τραγουδίστριας

    Με τρεις καινούργιες παραγωγές εφορμά στην κρίσιμη θεατρική σεζόν η Θεατρική Εταιρεία «Πράξη», από τις δύο σκηνές του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας.

    Το αριστούργημα του Άντον Τσέχωφ «Βυσσινόκηπος» που θα σκηνοθετήσει ο Στάθης Λιβαθινός στην κεντρική σκηνή και τα πρωτοπαρουσιαζόμενα στην Ελλάδα σύγχρονα έργα «Γράμμα στην κόρη» του Άρνολντ Γουέσκερ που θα σκηνοθετήσει ο Βασίλης Κυρίτσης, καθώς και την «Απαλλαγή» της Λίντα ΜακΛίαν που θα σκηνοθετήσει η Βίκυ Γεωργιάδου στη β΄ σκηνή.

    Η μεγάλη και φιλόδοξη παραγωγή που περιέλαβε στο ρεπερτόριό της η Μπέτυ Αρβανίτη, με τον όμορφο κι οδυνηρό «Βυσσινόκηπο» προβλέπεται να κινήσει το ενδιαφέρον του θεατρόφιλου κοινού. Κι επειδή ένα θεατρικό έργο ολοκληρώνεται στη σκηνή με τη θεατρική πράξη, ο θίασος και οι συντελεστές εμπνέουν την εκ των προτέρων εμπιστοσύνη μας.

    Ο Στάθης Λιβαθινός είναι από τους σκηνοθέτες που βγάζουν από τη σκοτεινιά την ελαφρότητα και τη χάρη του δισταγμού των «ηττημένων» τσεχωφικών ηρώων. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της κωμωδίας που ο Τσέχωφ δίνει στον «Βυσσινόκηπο» είναι μια λεπτή διαδικασία, φορτισμένη από ατμόσφαιρες, εικόνες, κινήσεις που απαιτεί ευαισθησία και μεγάλη ακρίβεια στην «ανάγνωση» της ιστορίας. Και φυσικά, όπως συμβαίνει πάντα, σημασία έχει ο τρόπος που τη διαβάζεις.

    «Το έργο, γραμμένο στις αρχές του περασμένου αιώνα» λέει, «σκιαγραφεί μια οικογένεια που βυθίζεται στην επερχόμενη καταστροφή. Παραδομένοι με αναμελιά στις αναμνήσεις τους, οι ήρωες ερωτεύονται, εξομολογούνται, χορεύουν, διασκεδάζουν, κάνουν ταχυδακτυλουργικά, ονειρεύονται, χωρίς να βλέπουν το δραματικό τέλος που πλησιάζει με την πώληση του σπιτιού και τον αφανισμό του βυσσινόκηπου».

    Τον κόσμο αυτής της ιστορίας αποδίδουν δώδεκα ηθοποιοί (με σειρά εμφάνισης): Μπέττυ Αρβανίτη, Κώστας Γαλανάκης, Στέλιος Ιακωβίδης, Βασίλης Καραμπούλας, Πηνελόπη Μαρκοπούλου, Δημοσθένης Παπαδόπουλος, Τζίνη Παπαδοπούλου, Δημήτρης Παπανικολάου, Μαρία Σαββίδου, Μαρίνα Συμεού, Άρης Τρουπάκης και Γιάννης Φέρτης. Η μετάφραση είναι της Χρύσας Προκοπάκη, τα σκηνικά και κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, οι φωτισμοί του Αλέξη Αναστασίου, η μουσική του Θοδωρή Αμπαζή και η χορογραφία του Κωνσταντίνου Μίχου.

    Πρεμιέρα: μέσα Δεκεμβρίου. […]

    17.09.2009, Χατζηιωάννου Έλενα Δ. «Στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας: Ο Βυσσινόκηπος, τα φαντάσματα και η εξομολόγηση της τραγουδίστριας», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Το τέταρτο κουδούνι

    […] Έδεσε καλά το γλυκό. Τον επόμενο χειμώνα, για Τρίτη συνεχή σεζόν, μετά την «Βάσα» του Γκόρκι και τη φετινή «Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» του Ντίρενματ, ο Στάθης Λιβαθινός θα σκηνοθετήσει και πάλι στο θέατρο «Οδός Κεφαλληνίας» για την «Πράξη» της Μπέττυ Αρβανίτη και του Βασίλη Πουλαντζά: τον «Βυσσινόκηπο», τον πρώτο του Τσέχωφ – ως τώρα είχε αντιμετωπίσει τον Τσέχωφ μόνον ως ηθοποιός, ερμηνεύοντας τον Κουλίγκιν στις «Τρεις αδελφές», στο «Αμόρε», με το «Θέατρο του Νότου» και σκηνοθέτη τον Γιάννη Χουβαρδά, το 1994-’95. Είναι η έκτη του σκηνοθεσία με το «Οδού Κεφαλληνίας», μια κι εκεί, στην Β΄ Σκηνή, ντεμπουτάρισε ως σκηνοθέτης στην Ελλάδα, την ίδια σεζόν, ανεβάζοντας το «Πεθαίνω σα χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη, ως συμπαραγωγή της «Πράξης» με το «Θέατρο του Νότου», ενώ στη συνέχεια σκηνοθέτησε το «Πριν την αποχώρηση» του Τόμας Μπέρνχαρντ (2000-2001) – η πρώτη του συνεργασία με τη Μπέττυ Αρβανίτη ως ηθοποιό – και την ίδια χρονιά το «Μια πιθανή συνάντηση» του Πάουλ Μπαρτς.

    Η Μπέττυ Αρβανίτη θα συμπληρώσει «καρέ» του Τσέχωφ ερμηνεύοντας την Λιουμπόφ Αντρέγιεβνα Ρανιέφσκαγια- έχει κάνει Έλενα στο «Θείο Βάνια» το 1968-’69 με τον θίασο του Δημήτρη Παπαμιχαήλ σε σκηνοθεσία του στο «Αλάμπρα», Μάσα στις «Τρεις αδελφές» με σκηνοθέτη τον Γιώργο Σεβαστίκογλου στο ΚΘΒΕ το 1979-‘80 και Αρκάντινα στον «Γλάρο» που ανέβασε ο Νίκος Μαστοράκης στο θέατρο της το 2002-2003.

    Στον ρόλο του Γκάγιεφ θα ‘χει πλάι της και πάλι – φέτος συμπρωταγωνιστούν στην «Γηραιά κυρία» – τον Γιάννη Φέρτη. Με επίσης πλούσια τσεχωφική προϊστορία: Τρέπλιεφ το 1966-’67 σε σκηνοθεσία Τίτου Φαρμάκη στο «Ακάδημος», στον θίασο που ‘χε με την Ξένια Καλογεροπούλου, αλλά και Τριγκόριν το 1993-’94 και ’94-95 σε σκηνοθεσία Γιούρι Λιουμπίμοφ με τον θίασο Κάτιας Δανδουλάκη στο τότε «Διονύσια», νυν «Χορν», στον «Γλάρο» και με τον ίδιο θίασο Λοπάχιν, τότε, στον «Βυσσινόκηπο» του Λιουμπίμοφ που εγκαινίασε το θέατρο «Δανδουλάκη» το 1995-’96 και Βερσίνιν στις «Τρεις αδελφές» στο ίδιο θέατρο το 2004-2005 με σκηνοθέτη, αυτή τη φορά, τον Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς.

    Στον «Βυσσινόκηπο» του Στάθη Λιβαθινού τον Λοπάχιν θα επωμιστεί ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος, Τρέπλιεφ – ο πρώτος Τσέχωφ-, στο ίδιο θέατρο, στον «Γλάρο» του Νίκου Μαστοράκη. Η υπόλοιπη διανομή δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.

    Το έργο θ’ ανεβεί σε καινούργια μετάφραση Χρύσας Προκοπάκη, με σκηνικά και κοστούμια Ελένης Μανωλοπούλου, μουσική Θοδωρή Αμπαζή και φωτισμούς Αλέκου Αναστασίου.

    Το πιο πρόσφατο ελληνικό ανέβασμα του «Βυσσινόκηπου» έγινε πέρσι απ’ την ομάδα «Άσκηση» στο ομώνυμο θέατρό της σε σκηνοθεσία Περικλή Μουστάκη – η παράσταση επαναλήφθηκε και φέτος. […]

    16.04.2009, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Το τέταρτο κουδούνι», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

Θεατρικά Βραβεία Κοινού Αθηνοράματος 2010:

3ο Βραβείο Ενδυματολογίας για την Ελένη Μανωλοπούλου.