Βάσσα – Μάξιμ Γκόρκι

2007

Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας Α’ Σκηνή

Πρώτη Παράσταση Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2007

 

Βάσσα Ζελέζνοβα- οι εκδοχές μιας μητέρας

Το τρίπρακτο δράμα Βάσσα Ζελεζνόβα έχει γραφτεί το 1910, πέντε ακριβώς χρονιά μετά την απεργία στα εργοστάσια της Πετρούπολης, τη στάση στο θωρηκτό Ποτέμκιν. τις ιστορικές λαϊκές εξεγέρσεις που πνίγηκαν στο αίμα από το τσαρικό καθεστώς και σηματοδότησαν την αντίστροφη μέτρηση για τη μεγάλη πολιτική αλλαγή με την επανάσταση του 1917.

Το έργο ανεβαίνει 21 Φεβρουάριου 1911 στη Μόσχα, και λίγο μετά, 13 Μαρτίου, στην Αγία Πετρούπολη. Την ίδια χρονιά διακρίθηκε με το βραβείο Griboedov.

Η Βάσσα, μαζί με τα έργα Οι Ζύκωφ (1913) και το Κάλπικο χρήμα (1913/1926) ανήκει στα δράματα του Γκόρκι όπου ο βασικός ήρωας προέρχεται από την αναδυόμενη νέα μικρομεσαία κοινωνική τάξη επιχειρηματιών και εμπόρων, οι οποίοι έχουν αγροτική καταγωγή και είναι αυτοδημιούργητοι. Οι χαρακτήρες αυτοί οφείλουν τη δυναμική τους ανέλιξη στην ισχυρή προσωπικότητα και στην κοπιώδη εργασία τους. Στο βωμό των χρημάτων, και με γνώμονα μια ματεριαλιστική ηθική, υπερασπιζόμενοι την κοινωνική τους θέση, μπορούν να θυσιάζουν τα πάντα, ακόμη και τα παιδιά τους. Όταν όλα και όλοι καταστρέφονται και καταρρέουν αυτοί οι ήρωες του Γκόρκι στέκονται όρθιοι ατενίζοντας θετικά το μέλλον τους.

Η Βάσσα, είναι η μητέρα (ο υπότιτλος του έργου είναι Η μάνα, παραπέμποντας στο γνωστό ομώνυμο μυθιστόρημα που έδινε σε συνέχειες ο Γκόρκι στο περιοδικό Γνώση το 1908) της Άννας, του Σεμιόν και του Πάβελ. Η ευκατάστατη οικογένεια ζει από μια τριαντάχρονη επιχείρηση (οικοδομικά υλικά, καυσόξυλα και κάρβουνα), την οποία είχε δημιουργήσει ο Ζαχάρ, ο άντρας της Βάσσα, ένας χωριάτης που ξεχώρισε από τη γενιά του και κατάφερε να ανέβει κοινωνικά. Στην Πρώτη Πράξη του έργου ο Ζαχάρ ψυχομαχεί και το αδιέξοδο της Βάσσα, μπροστά στον κίνδυνο της οικονομικής κατάρρευσης είναι μεγάλο, αφού οι συγγενείς της θα αποσύρουν μερίδια του κεφαλαίου και οι κληρονόμοι είναι οκνοί. Τότε, στην κρίσιμη στιγμή, η Βάσσα καλεί την κόρη της Άννα για να συμβάλει στην οικογενειακή επιχείρηση. Δεν εμπιστεύεται κανέναν ούτε τον αδελφό τού Ζαχάρ, Πρόχορ, που διεκδικεί την περιουσία.

Σε αυτό το πλαίσιο ο Γκόρκι στήνει μια καλοφτιαγμένη ιστορία με ίντριγκες, μυστικά και πάθη, θανάτους, μετρημένες δόσεις χιούμορ, και πολύ σασπένς. Απομυθοποιώντας την αγία οικογένεια, μιλά με ένα τρόπο απόλυτα ρεαλιστικό και μέσα από τους επίπλαστους δεσμούς συγγένειας για τον κόσμο της επαρχίας, το παλιό και το νέο, και η κριτική του στρέφεται στην αστικοποίηση καταγράφοντας τις ανακατατάξεις και τις κοινωνικές εξελίξεις στις αρχές του 20ου αιώνα. […]

[…] Η δεύτερη εκδοχή του έργου ολοκληρώνεται εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, το 1935, και παρουσιάστηκε στο Κεντρικό Θέατρο του Κόκκινου Στρατού. […] Ο Γκόρκι τότε, ήταν πλέον φερέφωνο του καθεστώτος. […] Στη νέα σοβιετική εκδοχή κάποια ονόματα προσώπων παραμένουν τα ίδια, το πλαίσιο είναι η οικογενειακή επιχείρηση αλλά οι σχέσεις και κυρίως η πλοκή έχει μεταλλαχθεί ώστε να ταιριάζει σε συγκεκριμένες ηθικιστικές προδιαγραφές, όπου από τη μια πλευρά η διαφθορά και η ακολασία της προεπαναστατικής Ρωσίας καταδικάζεται αυστηρότατα και από την άλλη προβάλλεται η αναγκαιότητα της ρωσικής επανάστασης. […]

Ι.Β. Βάσσα Ζελέζοβνα – οι εκδοχές μιας μητέρας. Από το πρόγραμμα της παράστασης.

Μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη | Στάθης Λιβαθινός
Συνεργάτης Σκηνοθεσίας: Λίλλυ Μελεμέ
Σκηνικά- Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Κίνηση: Σεσίλ Μικρούτσικου
Βοηθός Σκηνογράφου: Δήμητρα Χίου

Διανομή

Βάσσα Πετρόβνα Ζελέζνοβα: Μπέττυ Αρβανίτη
Άννα, κόρη της Βάσσας: Μαρία Καλλιμάνη
Σεμιόν, γιος της Βάσσα: Δημοσθένης Παπαδόπουλος
Πάβελ, γιος της Βάσσα: Ηλίας Κουνέλας
Νατάλια, γυναίκα του Σεμιόν: Τζίνη Παπαδοπούλου
Λιουντμίλα, γυναίκα του Πάβελ και κόρη του Μιχαήλ: Άννα Κουτσαφτίκη
Πρόχορ Ζελεζνόφ, αδερφός του συζύγου της Βάσσα: Μάνος Βακούσης
Μιχαήλ Βασίλιεβιτς, επιστάτης: Κώστας Γαλανάκης
Ντούνια, μακρινή συγγενής του Ζελέζνοφ: Ελένη Ουζουνίδου
Λίπα, υπηρέτρια: Ευτυχία Γιακουμή

  • Σπουδαία έργα, ποιοτικές παραστάσεις: «Βάσσα», στο «Θέατρο οδού Κεφαλληνίας»

    […] Δηλωμένος μπολσεβίκος, από την αυγή του 20ού αιώνα, φημισμένος πεζογράφος και δραματουργός ο Μαξίμ Γκόρκι, πέντε ακριβώς χρόνια μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1905, γράφει την πρώτη εκδοχή του θεατρικού έργου «Βάσσα Ζελεζνόβα» (παίχτηκε το 1911 και απέσπασε το βραβείο «Γκριμπογιέντοφ») και το 1935 τελειώνει τη δεύτερη εκδοχή του έργου (την οποία η υπογράφουσα τη στήλη γνωρίζει). Εκδοχή δραματουργικά εντελέστερη της πρώτης (λόγω της σαφήνειας και της «οικονομίας» της μυθοπλασίας – αντίθετα με τη μακρόσυρτη, «ανοικονόμητη», με «κοιλιές» πρώτη εκδοχή, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος της – και των πιο καλοσχεδιασμένων χαρακτήρων). Γι’ αυτό παίχτηκε περισσότερο και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο η δεύτερη εκδοχή και όχι επειδή «ο Γκόρκι τότε, ήταν πλέον το φερέφωνο του καθεστώτος», όπως ισχυρίζεται κείμενο, υπό τα αρχικά Ι. Β., στο πρόγραμμα της παράστασης. Και οι δύο εκδοχές διαδραματίζονται στην τσαρική Ρωσία, μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1905. Τότε που και η αστική και η μικροαστική τάξη προσπαθούσαν να διατηρήσουν και επαυξήσουν τα συμφέροντά τους. Στην πρώτη εκδοχή η μητριαρχική, αυταρχική Βάσσα, είναι μια μικρομεσαία αγροτοεμπόρισσα, που, μέχρι τον αιφνίδιο θάνατό της, λυσσαλέα υπερασπίζεται την οικογενειακή περιουσία και επιχείρηση που έφτιαξε ο πεθαμένος άντρας από την αρπακτικότητα του διεφθαρμένου και διαφθορέα κουνιάδου της και των παιδιών της. Το μόνο πρόσωπο που κάπως εμπιστεύεται είναι η νόθα «ψυχοκόρη» της Αννια, της οποίας μια φράση της Αννια αποτελεί τη μόνη αναφορά στην επανάσταση του 1905. Στη δεύτερη εκδοχή, η Βάσσα, επίσης αυταρχική και σκληρή εμπόρισσα αλλά και καραβοκύρισσα, ανίκανη να αντιπαλέψει τον αρπακτικό και διαφθορέα των θυγατέρων της κουνιάδο της, αβοήθητη από όλους πεθαίνει, προδομένη από την «ψυχοκόρη» της που αρπάζει την περιουσία. Η μόνη ουσιαστική αλλαγή στη δεύτερη εκδοχή είναι η πρόσθεση ενός προσώπου αμόλυντου από τη σάπια «αγία οικογένεια». Η διωκόμενη επαναστάτρια σύζυγος του μεγάλου και άρρωστου γιου της Βάσσα, που μπαίνει κρυφά στη Ρωσία, διεκδικώντας και τελικά καταφέρνοντας να πάρει το μικρό αγόρι της, που εκβιαστικά, απειλώντας να καταδώσει τη νύφη της, κηδεμονεύει και μεγαλώνει η Βάσσα, ως «κληρονόμο» της επιχείρησης. Το πρόσωπο αυτό, με το ήθος του, υποδηλώνει χωρίς ίχνος προπαγανδιστικού λόγου, το ήθος και τη νίκη της Επανάστασης του 1917. Πάντως, αν και επιλέγοντας την πρώτη εκδοχή, ο θίασος «Πράξη» γνωρίζει στο ελληνικό κοινό ένα – ούτως ή άλλως – σπουδαίο έργο του Γκόρκι και μάλιστα σε μια πολύ ενδιαφέρουσα, καθ’ όλα εξαιρετική παράσταση, υπό τη λιτά ρεαλιστική σκηνοθετική «μπαγκέτα» του Στάθη Λιβαθινού. Σε πολύ καλή μετάφραση (Χρύσα Προκοπάκη). Με λιτά κοστούμια και δραστικά συμβολικό σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου (ένα σιδερένιο κιγκλίδωμα – «φυλακή» ενός σκληρά ανταγωνιστικού κόσμου). Με αρμοστή στο ζοφώδες κλίμα και στα πρόσωπα του έργου δουλιά όλων των καλλιτεχνικών συντελεστών – των Αλέκου Αναστασίου (φωτισμοί), Σεσίλ Μικρούτσικου (κινησιολογία), Θοδωρή Αμπατζή (μουσική). Και προπάντων με ενδιαφέρουσες, αξεχώριστα καλοδουλεμένες ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς: Μπέττυ Αρβανίτη, Μαρία Καλλιμάνη, Δημοσθένης Παπαδόπουλος, Ηλίας Κουνέλας, Τζίνη Παπαδοπούλου, Αννα Κουτσαφτίκη, Μάνος Βακούσης, Κώστας Γαλανάκης, Ελένη Ουζουνίδου, Ευτυχία Γιακουμή.

    06.02.2008, Θυμέλη «Σπουδαία έργα, ποιοτικές παραστάσεις – «Βάσσα», στο «Θέατρο οδού Κεφαλληνίας», Ριζοσπάστης

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Σε σιδερένιο κλοιό…

    Η μάνα συνέχεια
    Κατέβαινε
    Πιωμένη κλειστές πεταλούδες
    Μάτια γεμάτα
    Μέλισσες
    Και πελεκούσε με πάθος
    Κερί λιωμένο στα μαλλιά της

    (Απόσπασμα από ανέκδοτο ποίημα της Κατερίνας Κατσίρη)

    Η «Βάσσα» του Μαξίμ Γκόρκι (1868-1936), μαζί με τα έργα «Οι Ζύκωφ» (1913) και το «Κάλπικο χρήμα» (1913/1926) ανήκει στα δράματα όπου ο βασικός ήρωας προέρχεται από την αναδυόμενη νέα μικρομεσαία κοινωνική τάξη επιχειρηματιών και εμπόρων, οι οποίοι έχουν αγροτική καταγωγή και είναι αυτοδημιούργητοι. Οι χαρακτήρες αυτοί οφείλουν τη δυναμική τους ανέλιξη στην ισχυρή προσωπικότητα και στην κοπιώδη εργασία τους. Στο βωμό των χρημάτων, και με γνώμονα μια ματεριαλιστική ηθική, υπερασπιζόμενοι την κοινωνική τους θέση, μπορούν να θυσιάζουν τα πάντα, ακόμη και τα παιδιά τους.

    Η «Βάσσα» γράφτηκε σε δυο εκδοχές : το 1910, πριν τη Ρωσική Επανάσταση και το 1935 σε μια πιο στρατευμένη μορφή. Ο Θεατρικός Οργανισμός «Νέος Λόγος» παρουσίασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα την πρώτη εκδοχή αυτού του έργου σε μετάφραση Αλίκης Αλεξανδράκη και σκηνοθεσία Φώτη Μακρή στο Θέατρο Φούρνος. Φέτος, η Θεατρική Εταιρεία «Πράξη» ανεβάζει, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, και πάλι την πρώτη εκδοχή του έργου σε νέα μετάφραση που γράφτηκε ειδικά για αυτή την παράσταση από τη Χρύσα Προκοπάκη.

    Η Υπόθεση του έργου

    Το τρίπρακτο δράμα εκτυλίσσεται σε μια μικρή επαρχιακή πόλη στην προεπαναστατική Ρωσία, στο σπίτι της Βάσσας Ζελέζνοβα. Η μάνα κατοικεί μαζί με τους δυο γιους της, τον Πάβελ και τον Σεμιόν, τις γυναίκες τους, Λιουντμίλλα και Ναταλία, τον αδελφό του άνδρα της, Προκόρ, που είναι και συνέταιρος στην οικογενειακή επιχείρηση, τον επιστάτη της επιχείρησης και πατέρα της Λιουντμίλλα, Μιχαήλ και τις δυο υπηρέτριες, Λίπα και Ντούνια. Με την έναρξη του έργου καταφθάνει και η κόρη της Βάσσας, Άννα. Πάνω από τον ετοιμοθάνατο πατέρα στήνεται ένα απίστευτο και σκληρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Κρυμμένα μυστικά αποκαλύπτονται, αιμομικτικές σχέσεις φανερώνονται, τρομαχτικά σχέδια εκδίκησης και χρόνιες συνωμοσίες ξεσκεπάζονται προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις και απρόσμενες εκρήξεις. Η επιφανειακή τάξη και η ηρεμία στο όνομα του καθωσπρεπισμού και της καλής εικόνας της οικογένειας διαταράσσεται βίαια και αμετάκλητα.

    Επίκεντρο και κυρίαρχος όλων των δυναμικών είναι η μητέρα, όχι μια μητέρα στοργική γεμάτη πραότητα και καλοσύνη αλλά σκληρή, επιβλητική και υπολογίστρια. Η Βάσσα αναλαμβάνει να τακτοποιήσει τα πράγματα επιστρατεύοντας κάθε θεμιτό ή ακόμη και αθέμιτο μέσο, αποφασισμένη να πληρώσει το αντίτιμο, όσο βαρύ κι αν είναι αυτό, προκειμένου να κρατήσει όρθια την επιχείρηση και να διατηρήσει το κοινωνικό κύρος της οικογένειας.

    Μια πολιτική αλληγορία

    Σύμφωνα με το φιλόλογο Κώστα Τσουραπούλη «κάτω από το μητριαρχικό μικρόκοσμο της ιέρειας των εμπόρων, τοποθετημένο σ’ ένα ενεργειακό σκηνικό-σύμφυτο με τη συνήθεια ασφάλισης των οικογενειακών επιχειρήσεων- κινούνται «ανθρωπάρια» που ενώ επιθυμούν να βελτιώσουν τους όρους της ζωής τους, εν τούτοις είναι ανίκανα να διαχειριστούν και να υλοποιήσουν τις επιλογές τους. Η εξάρτηση τους από τη μάνα, τη Βάσσα, τα καθιστά τραγικά πρόσωπα, άξια ελέους. Από αυτά, το πρόσωπο εκείνο που διακρίνεται για το βάθος της εξαρτημένης προσωπικότητας είναι ο Πάβελ, τον οποίο ενσαρκώνει με αριστοτεχνική γεωμετρία ο Ηλίας Κουνέλας. Η σωματική ατέλεια και η ανωριμότητα του προσδίδει μεγαλύτερη συμπάθεια. Υφίσταται όχι μόνο την ψυχολογική βία της μητέρας, αλλά και την κοινωνική και σεξουαλική περιθωριοποίηση.

    Η Βάσσα Ζελεζνόβα, την οποία υποδύεται υποδειγματικά η Μπέτυ Αρβανίτη, διακατέχεται από την επίγνωση της ποιότητας των ανθρώπων της τάξης της και της γενικότερης κοινωνικής σήψης, αλλά και των δικών της σφαλμάτων. Γνωρίζει τις αδυναμίες και τα τρωτά, αλλά διατηρεί μια ακλόνητη και σκληροπυρηνική αντίδραση στα γεγονότα, που τη βοηθά στην κατάστρωση στρατηγικών επιβίωσης. Ως στύλος του οίκου της προσδοκά κι αυτή στην ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης. Η εξομολογητική της τάση καταξιώνει το πρόσωπο της μάνας και απενοχοποιεί τα πάσης φύσεως αμαρτήματα. Εχθρός της είναι η απραξία, η διαιώνιση της σήψης, ο ατομισμός των συγγενών της, τα ψευτοκηρύγματα του μεσσιανισμού και η διαφορετική οπτική των υπολοίπων. Οι αντιδράσεις της και ο χαρακτήρας της δεν επιτρέπουν την ηθική ή ψυχολογική κατηγοριοποίησή της. Παραμένει το συμβολοποιημένο αρχέτυπο της σκοτεινής εκείνης δύναμης που δεν υπακούει σε ανθρώπινες νόρμες, παρά μόνο στην εξουσία των παρορμήσεων της, των κινήσεων εκείνων που αποτελούν τους «αδένες», τα ζωτικά στοιχεία της κίνησης για αλλαγή. Αυτή η ζωική ορμή αντιτίθεται σθεναρά στις δεισιδαιμονίες περί αμαρτίας, εφόσον γνωρίζει καλά ότι ο δρόμος που οδηγεί στη σωτηρία διασχίζει το στάδιο της αμαρτίας και της μετάνοιας επιβεβαιώνοντας την άρρηκτη Ηρακλείτεια συνύπαρξη του Καλού με το Κακό. Εν τούτοις συνυπάρχουν και συντηρητικά στοιχεία στην ιδεολογία της που εδράζονται περισσότερο στο φόβο της απέναντι στο διαφορετικό, απότοκο της ιδιαίτερης προσέγγισης απέναντι στα πράγματα.

    Οι δομές της ψυχολογικής ατμόσφαιρας και των επικίνδυνων ισορροπιών αναδεικνύουν ένα πολυεπίπεδο ψυχογραφικό έργο πολιτικής αλληγορίας. Οι συνήθειές και τα ενδιαφέροντα των υπολοίπων απομακρύνονται από τα πρότυπα της κοινωνικής τους τάξης και τη θεώρηση της μάνας. Στην ουσία δεν πρόκειται τόσο για διαφορά παλιού και νέου. Ο κόσμος της Βάσσας (Άννα-Λιουντμίλα) ζητά να στηριχθεί στα θεμέλια του παλιού για να το αλλάξει και με περισσεύματα ενέργειας να το μετατρέψει σε νέο, αποτυπώνοντας τον απόηχο των οραματισμών των αιτημάτων των λαϊκών εξεγέρσεων του 1905 (εργατική διαδήλωση μπροστά στα χειμερινά ανάκτορα, ανταρσία στο θωρηκτό Ποτέμκιν, απεργία στα εργοστάσια της Πετρούπολης) που αποτέλεσαν προάγγελοι της επανάστασης του 1917, ενώ ο κόσμος των άλλων στηρίζεται στην εκστατική όψη του παραδομένου νέου (το όνειρο της πόλης) χωρίς καμιά ατομική διάθεση για ανατροπή του παλιού και αυτοδημιουργία και με την αίσθηση φυγοπονίας και μιας ηθελημένης εξάρτησης που συντηρείται μόνο από την αίσθηση παροχής οικονομικής βοήθειας από το πρόσωπο της μάνας, επιβεβαιώνοντας την καθήλωση σε μια φιλάρεσκη και φιλοχρήματη decadence, από την οποία απουσιάζει η παραμικρή επίγνωση πολιτικής συγκρότησης της εμπορικής τάξης των μικρομεσαίων στρωμάτων.»

    Η παράσταση

    Οι ήρωες κινούνται εγκλωβισμένοι σ’ ένα σιδερένιο τετράγωνο κλουβί το οποίο αποτελείται από ρολά που σε καίρια σημεία ανοιγοκλείνουν θορυβωδώς. Μέσα από την ατμόσφαιρα που διαμορφώνει ο σκηνικός χώρος, ο θεατής γεύεται τη μέθεξη μιας θεατρικής ιεροτελεστίας, απόρροια καθώς φαίνεται, μιας εξονυχιστικής έρευνας του σκηνοθέτη σχετικά με την ευρύτερη θεματική της ρωσικής δραματουργίας. Ο εν λόγω σκηνοθετικός εγκιβωτισμός διευρύνει τα όρια του θεατρικού συμβάντος ενσωματώνοντας επιτυχώς τα χωροχρονικά πλαίσια της δομής του έργου στο ενεργειακό πεδίο μιας σύγχρονης παραστασιογραφικής προοπτικής. Στο κέντρο της σκηνής, το μεγάλο τραπέζι της οικογένειας, που σε κάποιες στιγμές μετακινείται, διαχωρίζει ανοιχτά πλέον το χώρο σε πεδίο πραγματικότητας αλλά και υπερβατικής παρουσίας της απούσας δομής (ετοιμοθάνατος πατέρας) που δυναμιτίζει τη δράση. Οι έξι διαφορετικού σχήματος και χρώματος καρέκλες αποτελούν ένα επιπρόσθετο στοιχείο, ενδεικτικό και αυτό της διάσπασης της οικογένειας και της διχόνοιας μεταξύ κάποιων μελών της. Αξίζει να υπογραμμίσουμε την εξαιρετική λειτουργία των φωτισμών, βάσει των οποίων διευθετείται η αποτύπωση των εικόνων και διευρύνεται η συμβολιστική χροιά του σκηνικού γεγονότος. Οι ηθοποιοί απέδωσαν ολοκληρωμένα θεατρικά πρόσωπα και οι φωνητικοί τονισμοί τους σε ποικιλία αποχρώσεων διευκολύνουν αρκετά στη δημιουργία αδρών γραμμών κατά την ενσάρκωση των ρόλων. Ξαφνιάζει με την ιδιαίτερη αισθητική της η σκηνή της διαμάχης ανάμεσα στον Πάβελ και το θείο του, όχι μόνο για τη λυρικότητα της που προκαλεί σχεδόν απόλαυση αλλά και για την άρτια κινησιολογική της διάσταση που παραπέμπει σε χορό θανάτου.

    03.01.2008, Κωνσταντινίδης Νεκτάριος – Γεώργιος «Σε σιδερένιο κλοιό…», kritikestheatrikwnparastasewn.blogspot.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο αυθεντικός Γκόρκι

    Το έργο του Γκόρκι «Βάσα» είχε ανέβει πριν από λίγα χρόνια στο Θέατρο Φούρνος σε μια παράσταση που το εξέθετε τόσο, ώστε άφηνε εκτεθειμένες ιδεολογικές του ρωγμές.

    Η «Βάσα» στην πρώτη της εκδοχή παίχτηκε από το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας το 1911. Είναι η προεπαναστατική περίοδος του αυτοδίδακτου αναρχικού σοσιαλιστή Μαξίμ Γκόρκι. Στην ίδια περίοδο ανήκουν τα σημαντικότερα θεατρικά κείμενά του ανάμεσα στα άλλα και ο «Βυθός». Ο Γκόρκι υπήρξε ένας αυτοδημιούργητος πολίτης. Η νεανική ζωή του είναι το τυπικό δείγμα της λούμπεν προλεταριακής μοίρας. Βγήκε στη δουλειά, στη μιζέρια, τους διωγμούς, την αλητεία, το παιδικό κτηνώδες μεροκάματο σχεδόν νήπιο. Έμαθε γράμματα στα διαλείμματα μιας αφόρητα πιεστικής ζωής. Έγινε μανιακός του διαβάσματος γιατί πίστευε πως μόνο η μόρφωση μπορεί να τον απαλλάξει από τη φτώχεια και την εκμετάλλευση.

    Πάντα στα έργα του αντιμετώπισε άλλοτε καταλυτικά σατιρικά, άλλοτε αρνητικά, άλλοτε οργίλα τους διανοούμενους, τους θεωρητικούς και τους ουτοπιστές. Αστοί, μικροαστοί και διανοούμενοι ήταν ο στόχος του, ενώ αγκάλιαζε με απέραντη κατανόηση, θαυμασμό και εμπιστοσύνη τους εργάτες, τους προλετάριους κα τους ονειροπόλους ανθρωπιστές, όπως ήταν και ο ίδιος.

    Είναι εμφανές πόσο ο Γκόρκι «ζήλευε» τη δραματουργία του Τσέχωφ. Και θέλησε από τη μεριά του τον ίδιο κόσμο, των μεγαλοαστών και των τσιφλικάδων, να τον αποσπάσει από την υποδόρια κριτική της τσεχωφικής ειρωνείας και με μεγεθυντικό φακό, συχνά με τηλεβόα λαϊκής οργής, να τον γελοιοποιήσει. Και στους «Μικροαστούς» και στους «Εχθρούς» και στους «Παραθεριστές» και στους «Τελευταίους» δεν κρύβεται η ζήλεια του (προσοχή δεν γράφω «ο φθόνος») για τον «Θείο Βάνια» και τον «Βυσσινόκηπο». Όλα του τα έργα και η «Βάσα» κριτικάρουν τα καμώματα, γελοία, εγκληματικά, ανήθικα και ψυχοπαθολογικά μιας μείζονος οικογένειας μεγαλοαστών , επιχειρηματιών, εμπόρων κ.λπ. Ο Γκόρκι υπήρξε αναρχοαυτόνομος ουτοπιστής ανθρωπιστής σοσιαλδημοκράτης και στην Επανάσταση του ΄17 ανήκε στους μενσεβίκους του Κερένσκι. Έγραψε αυστηρές σελίδες ενάντια στις ακρότητες των πρώτων επαναστατικών ημερών ως δημοσιογράφος. Με τον Στάλιν δεν τα πήγε καλά, γι΄ αυτό για πολλά χρόνια και λόγω φυματίωσης ξεχειμώνιαζε στο Σορέντο. Γύρισε άρρωστος οριστικά το 1929 και δεν έπαψε να κρίνει τις εφαρμογές της μαρξιστικής θεωρίας στην πράξη, συχνά αυστηρά. Οι φήμες λένε πως τον έφαγε το σκοτάδι το σημαδιακό 1936 με τις δίκες της Μόσχας. Ο Στάλιν δεν θα τολμούσε να τον καθίσει στο σκαμνί, γι΄ αυτό αλλιώς (όπως και για άλλους που δεν αυτοκτόνησαν) τον καθάρισε και βέβαια υποκριτικότατα στην κηδεία του σήκωσε το φέρετρο στον ώμο του!! Ο Γκόρκι όμως στην προσπάθειά του να δείξει τις καλές του προθέσεις απέναντι στο κόμμα δέχτηκε να γίνει ο πρόεδρος στο πρώτο συνέδριο των σοβιετικών συγγραφέων (1934), όπου ο Ζντάνοφ στηριζόμενος στις απόψεις του Γκόρκι, έβαλε τις θεωρητικές βάσεις του διαβόητου «σοσιαλιστικού ρεαλισμού». Ο αφελής βέβαια γέροντας δεν μπορούσε να φανταστεί πως οι απόψεις του για τους υγιείς λαϊκούς εργαζόμενους, ήρωες των έργων του, μαγιά του επαναστατικού άρτου και η αμφισβήτηση συχνά των αεροβατούντων διανοουμένων θα γινόταν μετά τον θάνατό του (1936) δόγμα για να επιβληθεί στη λογοτεχνία «ο θετικός σοβιετικός ήρωας» και να κυνηγηθούν απηνώς οι διανοούμενοι που δεν συνεμορφώνοντο προς τας υποδείξεις. Έτσι, σ΄ αυτό το κλίμα, λίγο πριν πεθάνει, προχώρησε στην τελείως διαφορετική εκδοχή της «Βάσας», ένα έργο σύμφωνο με τας υποδείξεις του δόγματος, όπου όλοι οι αστοί είναι διεστραμμένοι, φαύλα, άρρωστα πρόσωπα για χρήμα και φόνο.

    Ο Στάθης Λιβαθινός, βαθύς γνώστης του ρωσικού θεάτρου, σκηνοθέτησε την πρώτη εκδοχή (1910) έχοντας ως όχημα την έξοχη μετάφραση της επίσης ενήμερης στα ρωσικά γράμματα Χρύσας Προκοπάκη. Ο Λιβαθινός είναι δάσκαλος ρόλων. Γνωρίζει στην εντέλεια τη μέθοδο Στανισλάβσκι, όπως αυτή έχει εν τω μεταξύ εμπλουτιστεί και εκσυγχρονιστεί. Ψυχολογικές αποχρώσεις, κριτικός ρεαλισμός και θεατρική «φυσικότητα» κυριάρχησαν στην παράσταση του θιάσου «Πράξη» στην Οδό Κεφαλληνίας. Η σκηνοθεσία, χωρίς εντυπωσιασμούς και φυγές στο άτοπον έγινε μελέτη χαρακτήρων, αποχρώσεων, ρυθμών, κινήτρων και σκοπών. Και το έργο έλαμψε από σαφήνεια, ακρίβεια και υποκριτική ειλικρίνεια. Η αστική φυλακή της οικογένειας Ζελέζνοφ βρήκε στην έμπνευση της Ελένης Μανωλοπούλου το εικαστικό της ανάλογο. Στη σκηνή που πολιορκείται από τις τέσσερις πλευρές από το κοινό επικρατούσε ο εφιαλτικός ήχος των ρολών του εγκλωβισμού των άπληστων μεγαλοαστών. Οι φωτισμοί του Αναστασίου σοφοί, η κίνηση της Σεσίλ Μικρούτσικου σύμφυτη με τον ρυθμό της σκηνοθεσίας και οι φυσικοί-μουσικοί ήχοι του Θ. Αμπαζή, άλλη μια φορά έδειξαν πως η σκηνική μουσική είναι ο βαθύς λόγος των δρώμενων και όχι κινηματογραφικές συναισθηματικές ριπές.

    Ανάμεσα στην αφοσίωση και στην οργή

    Η διανομή που είχε στη διάθεσή του ο Λιβαθινός είναι αυτό που λέμε συνήθως «ιδανική», παλιότερα λέγαμε αντάξια Εθνικού Θεάτρου (πού τώρα!). Η Ευτυχία Γιακουμή σχεδίασε τη βασανισμένη, ταπεινωμένη, βιασμένη υπηρέτρια Λίπα με κίνηση και έξοχη μιμική, που τα συγκρατείς στη μνήμη. Η Ελένη Ουζουνίδου (Ντούνια) ξέρει με λιτά μέσα να πλάθει τύπους με μια εξαίσια τεχνική κλόουν-καρατερίστα. Ο Κώστας Γαλανάκης επιβεβαίωσε άλλη μια φορά τη σπάνια κλάση του. Σχεδίασε τον επιστάτη με υλικά στέρεα ισορροπώντας ανάμεσα στην αφοσίωση και στην οργή.

    Ο Μάνος Βακούσης, χωρίς να πέφτει ούτε μια στιγμή στην παγίδα της μανιέρας, σχεδίασε με γνήσια μέσα άλλον έναν φαύλο ηδονιστή γλοιώδη τύπο.

    Η Άννα Κουτσαφτίκη (Λιουντμίλα), ώριμη πια ηθοποιός, πλάθει τον ρόλο με μια εσωτερική τεχνική που αποκαλύπτει με μέτρο τα κίνητρά της και τους στόχους της.

    Η Τζίνη Παπαδοπούλου (Νατάλια) έφτιαξε με επιμέλεια φαρμακοτρίφτη μια υστερική φιγούρα στερημένης γυναίκας, φιλόδοξης αλλά υποταγμένης. Ο Ηλίας Κουνελάς (Πάβελ) λίγο υπερβολικός, ρητορικός και κινησιολογικά άμετρος, δεν χάλασε το σύνολο γιατί ο ρόλος επιτρέπει να παιχτεί σαν μια τραγική καρικατούρα.

    Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος, λιτός και μετρημένος, έπλασε έναν τσεχωφικό τύπο (Σεμιόν). Η Μαρία Καλλιμάνη (Άννα) φόρεσε με άνεση το προσωπείο του παρατηρητή, ενώ άφησε να υποφώσκει η δίψα για χρήμα και η φιλοδοξία για εξουσία.

    Τέλος, η Μπέτυ Αρβανίτη κατόρθωσε έναν αρνητικό τύπο αυταρχικής μητριαρχικής προσωπικότητας να τον ισορροπήσει με στοιχεία μητρικής έγνοιας και δυναμικής αλλά τρυφερής αναφοράς στη ρίζα και τη συνέχεια. Η διαλεκτική αντιφατική Βάσα έγινε κατανοητή ως αρνητικός κοινωνικός τύπος και ως αξιοσημείωτος θεατρικός ρόλος.

    Μια παράσταση που τιμά το θέατρό μας και σέβεται τον μεγάλο Ρώσο ανθρωπιστή Γκόρκι.

    ΥΓ: Στην κριτική για το «Φιόρε του Λεβάντε» ο δαίμων παρέλειψε τη θετική κρίση για την έμπειρη, λιτή και γεμάτη χιούμορ ερμηνεία του Χάρη Σώζου.

    14.04.2008, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Ο αυθεντικός Γκόρκι», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Αν ο Γκόρκι ήταν θεατής

    Το να έχει την ευκαιρία ο θεατής να παρακολουθήσει μέσα σε μία σεζόν δύο έργα του Μαξίμ Γκόρκι, έργα σχεδόν άπαιχτα, σε παραγωγές αξιόλογες και άρτια υποστηριγμένες, δεν είναι σύνηθες. Η φετινή θεατρική περίοδος έφερε φέτος αντιμέτωπο το κοινό με τη «Βάσα» (1910) και με το «Στον βυθό» (1902) του συγγραφέα, κείμενα δυνατά αλλά όχι «εύκολα», και με αδυναμίες, σε παραγωγές τρίωρης διάρκειας, με την υπογραφή σκηνοθετών όπως ο Στάθης Λιβαθινός και η Ρούλα Πατεράκη. Ο πρώτος προερχόμενος από μια γόνιμη περίοδο στην Πειραματική Σκηνή, σε μια αλληλουχία, σε ένα θεατρικό «παιχνίδι» πραγματικότητας. Και οι δύο παραστάσεις αναμένονταν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Και οι δύο γέμισαν τα ταμεία τους –η «Βάσα» περισσότερο γιατί να παιχτεί μεγαλύτερο διάστημα- κερδίζοντας το εμπορικό στοίχημα που τίθεται σε τέτοια ανεβάσματα. Τι γίνεται όμως με το καλλιτεχνικό; Εδώ οι γνώμες είναι αντικρουόμενες, διίστανται και η ζυγαριά μοιάζει να κλείνει κατά πολύ προς τη πλευρά της «Βάσας». Ίσως γιατί ο Στάθης Λιβαθινός δεν επιχείρησε χρονολογικό ρετούς στο κείμενο, επικαιροποιήσεις και άλλα συναφή. Κράτησε τον πυρήνα αλλά και την ουσία, στήριξε και θωράκισε τους χαρακτήρες ώστε να μπορούν να σταθούν στη σκηνή του 2008. […] Σε ένα σιδερένιο τετράγωνο κλουβί, μια «φυλακή» της οποίας σιδερένια ρολά ανοιγοκλείνουν με θόρυβο, οι εγκιβωτισμένοι ήρωες της «Βάσας» γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι προσπαθούν να αποδεχθούν τις ανακατατάξεις και τις κοινωνικές εξελίξεις στις αρχές του 20 ου αιώνα, μέσα στο ζοφώδες κλίμα που έστησε η αφαιρετικά ρεαλιστική ματιά του Στάθη Λιβαθινού. Καθώς ο πατέρας – αφέντης ψυχορραγεί, η τραγική μορφή της μητέρας Βάσα (Ζελεζνόβα) επιβιώνει ανάμεσα σε συνομωσίες, βρώμικες συμμαχίες, απογοητευμένους έρωτες και ένοχα μυστικά του σπιτιού, που συνθέτουν μια ανθρώπινη τοιχογραφία απαράμιλλης λεπτότητας και ακρίβειας, διαποτισμένη από το βιτριολικό χιούμορ του Γκόρκι, ο οποίος εδώ απομυθοποιεί την αγία οικογένεια. […]

    03-09.04.2008, Χ.Σ. «Αν ο Γκόρκι ήταν θεατής», Το Ποντίκι

  • Η τραγική μάνα Βάσσα Ζελεζνόβα…

    Η «Πράξη» γιορτάζει τα εικοσάχρονά της με μια παράσταση υψηλής αισθητικής. Η «Βάσσα» του Μαξίμ Γκόρκι ευτυχεί στο ανέβασμά της στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας και τα μηνύματα-νοήματά της «φωτίζονται» εξαιρετικά από τον Στάθη Λιβαθινό που υπογράφει τη σκηνοθεσία της.

    Καθώς ο πατέρας-αφέντης ψυχορραγεί, η τραγική μορφή της μητέρας, Βάσσα Ζελεζνόβα, επιβιώνει ανάμεσα σε συνωμοσίες, σε «βρώμικες» συμμαχίες, απαγορευμένους έρωτες και ένοχα μυστικά του σπιτιού, που συνθέτουν μια ανθρώπινη τοιχογραφία απαράμιλλης λεπτότητας και ακρίβειας, διαποτισμένη από το χιούμορ του Μαξίμ Γκόρκι.

    Η Χρύσα Προκοπάκη μετέφρασε το έργο με δεινότητα, ο Στάθης Λιβαθινός έστησε μια παράσταση καλοκουρδισμένη, η Ελένη Μανωλοπούλου φιλοτέχνησε το λειτουργικό σκηνικό και έφτιαξε τα κοστούμια που έπαιζαν βασικό ρόλο στην παράσταση, όπως και η μουσική του Θοδωρή Αμπαζή και οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου.

    Μεγάλο ατού της παράστασης είναι η διανομή της. Με την εξαιρετική διδασκαλία του Λιβαθινού η Μπέτυ Αρβανίτη συναρπάζει στη Βάσσα της πετυχαίνοντας μια από τις καλύτερες ερμηνείες της και ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος έχει σπάνια εσωτερικότητα και ακρίβεια.

    Η Μαρία Καλλιμάνη ποιεί ήθος επί σκηνής, η Άννα Κουτσαφτίκη εντυπωσιάζει με το μέτρο που διαθέτει. Σπουδαία ερμηνεία επιτυγχάνει η Τζίνη Παπαδοπούλου -έξοχες οι εκρήξεις της.

    Πολύ καλές στους ρόλους τους είναι η Ελένη Ουζουνίδου και η Ευτυχία Γιακουμή. Ο Κώστας Γαλανάκης έχει κύρος και αμεσότητα και ο Ηλίας Κουνέλας είναι εξαιρετικά εύστοχος.

    Ο Λιβαθινός πετυχαίνει διπλό «άθλο» στο ανέβασμά» του αυτό. Απ τη μια καθοδηγεί τους ηθοποιούς του σε σημαντικές ερμηνείες και από την άλλη καταφέρνει να κάνει το έργο του Γκόρκι ακόμα πιο ενδιαφέρον απ’ ό,τι είναι. Δεν είναι ο «Βυθός» δεν είναι η «Μάνα», δεν είναι οι «Μικροαστοί». Ο Λιβαθινός όμως καταφέρνει να το κάνει να φαίνεται ισάξιό τους.

    01.03.2008, Μπουζιώτης Βασίλης «Η τραγική μάνα Βάσσα Ζελεζνόβα…» , Έθνος

  • «Καμιά φορά το όραμα αρκεί»

    Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί τη «Βάσα» του Γκόρκι στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας

    Ένας πατέρας που έχει ζήσει μια αμαρτωλή ζωή αργοπεθαίνει. Ο ρόγχος του, σαν σφύριγμα του αέρα, ακούγεται μέσα στα δωμάτια του σπιτιού. Τα παιδιά της οικογένειας περιμένουν να πεθάνει για να πάρουν το μερτικό τους και να φύγουν από το σπίτι. Η μητέρα προσπαθεί να συγκρατήσει τα κομμάτια, με τη βοήθεια του επιστάτη του εργοστασίου. Ο θείος, ο εκδικητής, ο αδελφός του πατέρα, βλέπει ότι έφθασε η ώρα να πάρει και εκείνος το δικό του μερτικό και να το αφιερώσει στον γιο που ανακάλυψε πρόσφατα ότι έχει. Όλοι κοιτάζουν τον εαυτό τους, κοιτάζουν προς τα έξω. Και μόνον εκείνη, η μάνα, κοιτάζει προς τα μέσα, γιατί δεν θέλει να αφήσει να διαλυθεί ό,τι δημιούργησε με τόσο κόπο. Είναι η «Βάσα» του Μαξίμ Γκόρκι. Γράφτηκε το 1908 και χαρακτηρίζεται από την ατμόσφαιρα και τις αποχρώσεις της προεπαναστικής εποχής.

    Γνώστης της ρωσικής κουλτούρας και ψυχής, ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός, στην πρώτη του δουλειά μετά την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, επιστρέφει στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας (είχε σκηνοθετήσει παλαιότερα τα έργα «Μετά την αποχώρηση» του Μπέρχαρντ και το «Μια πιθανή συνάντηση» ανάμεσα στον Μπαχ και στον Χέντελ). Αποδεχόμενος την πρόταση της Μπέτυς Αρβανίτη και του Βασίλη Πουλαντζά, σκηνοθετεί ένα έργο που ο ίδιος τούς είχε προτείνει στο παρελθόν και το οποίο «εμπεριέχει αυτό το Πουθενά της Ρωσίας, ένα παιχνίδι χώρου και χρόνου, με τη μάνα να ζει κάπου μακριά, σε ένα μέρος απ΄ όπου όλοι θέλουν να φύγουν… Ασυνείδητα ίσως, ο Γκόρκι έχει γράψει μια υπαρξιακή τραγωδία. Είναι ένα από εκείνα τα έργα που το παρελθόν στη ζωή των ανθρώπων είναι πολύ πιο ουσιαστικό και ζωντανό από το παρόν τους. Και εδώ έχουμε να κάνουμε με το άρρωστο παρελθόν μιας οικογένειας μικρής και μεγάλης, μιας χώρας. Πλέγματα, αρρώστια, φθορά, και εκεί μέσα κάποιοι νέοι άνθρωποι θέλουν να σηκωθούν στα πόδια τους. Τι απ΄ όλα αυτά δεν είναι και ελληνικό;» αναρωτιέται ο σκηνοθέτης, που δουλεύει με βασικά εργαλεία «την ανθρώπινη ψυχή και τη σκηνή». Ταυτισμένος με το ρωσικό θέατρο, ίσως επειδή προέρχεται από τη Ρωσική Ακαδημία Θεάτρου, ο Στάθης Λιβαθινός έχει στο ενεργητικό του τον «Μολιέρο» του Μπουλγάκοφ και τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι, που εξακολουθεί να παίζεται με επιτυχία στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, για την οποία προτιμά να αποφύγει τις κρίσεις: «Για το μέλλον της», λέει, «δεν είμαι ούτε αισιόδοξος ούτε απαισιόδοξος. Μπορώ όμως να είμαι αισιόδοξος για τον “Ηλίθιο”. Αυτό έχω κάνει και αυτό με αντιπροσωπεύει και χαίρομαι. Η αλήθεια στο θέατρο έβγαινε πάντα από τα υπόγεια. Και αν το Από Μηχανής, όπου παίζεται ο “Ηλίθιος”, δεν είναι υπόγειο, έχει όμως την ψυχή του στο υπόγειο». Σήμερα πάντως ομολογεί ότι νιώθει μια σχετική ανασφάλεια γι΄ αυτή την αλλαγή, «αν και ποτέ δεν είχα πιστέψει ότι θα ήμουν μόνιμος στην Πειραματική. Το μέλλον όμως του θεάτρου χρειάζεται και στέγη και πατρότητα και όραμα. Καμιά φορά το όραμα αρκεί…» μονολογεί. Όσο για το δικό του μέλλον…. Δεν αποκλείει δουλειές στο εξωτερικό. Άλλωστε στο Ηarvard παραδίδει ήδη μαθήματα για ηθοποιούς που μετεκπαιδεύονται.

    Το έργο του Μαξίμ Γκόρκι «Βάσα» ανεβαίνει σε μετάφραση Χρύσας Προκοπάκη, σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, σκηνικά-κοστούμια Ελένης Μανωλοπούλου, φωτισμούς Αλέκου Αναστασίου, μουσική Θοδωρή Αμπαζή και βοηθό σκηνοθέτη τη Λίλλυ Μελεμέ.

    Παίζουν: Μπέτυ Αρβανίτη, Μάνος Βακούσης, Κώστας Γαλανάκης, Ευτυχία Γιακουμή, Μαρία Καλλιμάνη, Ηλίας Κούνελας, Άννα Κουτσαφτίκη, Ελένη Ουζουνίδου, Δημοσθένης Παπαδόπουλος, Τζίνη Παπαδοπούλου. Η πρεμιέρα θα δοθεί απόψε στην Α΄ Σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας, στις 21.00.

    25.12.2007, Λοβέρδου Μυρτώ «Καμιά φορά το όραμα αρκεί», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Βάσσα»: μια φαινομενικά απλή ιστορία του Γκόρκι

    Από τα καλύτερα έργα του Μαξίμ Γκόρκι, η «Βάσσα» παρουσιάζεται στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας στην πρώτη εκδοχή, την προεπαναστατική του 1910, που επέλεξε ο Στάθης Λιβαθινός. Μια απλή -σε πρώτη ματιά- ιστορία, μόνο που δεν είναι ακριβώς έτσι. Η Βάσσα δεν σου επιτρέπει εύκολα να την προσπεράσεις. Ανήκει στα δράματα του Γκόρκι όπου ο ήρωας προέρχεται από τη μικρομεσαία τάξη των εμπόρων, έχει ισχυρούς χαρακτήρες, καλοδουλεμένους, στέρεους, απ’ όλους τους ηθοποιούς, σε ένα κλασικό ανέβασμα από την πλευρά του Στάθη Λιβαθινού. Είναι μια παράσταση που απολαμβάνεις μέχρι το τέλος. Ειδικά όταν έχεις δει διάφορες «πειραγμένες» παραστάσεις, μπλεγμένες στην παρεξήγηση του πρωτοποριακού.

    Πρόκειται για μια ιστορία με πολλά πάθη, μυστικά, ίντριγκες, οικογενειακές συνωμοσίες, βρώμικες συμμαχίες με στόχο το χρήμα και επίκεντρο τη Βάσσα Ζελεζνόβα. Μια δυναμική εμπόρισσα, ανελέητη και προστατευτική με την οικογένειά της, που θέλει να την κρατήσει ενωμένη όταν πεθαίνει ο άσωτος άντρας της. Η Μπέττυ Αρβανίτη από την ίδρυση κιόλας της Πράξης, πριν από 20 χρόνια, έδειξε το στίγμα της και η αλήθεια είναι ότι κατάφερε όσα ήθελε αυτά τα χρόνια. Από τις ώριμες στιγμές της (όπως και με τις Δούλες πρόπερσι), παίζει τη μάνα, η οποία ασκεί ψυχολογική βία στα παιδιά της και την υπόλοιπη οικογένεια που ονειρεύεται να ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό της όπως τη ζωή της επαρχίας.

    Ωραίες ερμηνείες απ’ όλους: Μ. Καλλιμάνη, Δ. Παπαδόπουλος, Ηλ. Κουνελάς, Τζ. Παπαδοπούλου, Αν. Κουτσαφτίκη, Μ. Βακούσης, Κ. Γαλάνης, Ελ. Ουζουνίδου, Ευτ. Γιακουμή, μέσα στο έξυπνο σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου.

    15.12.2007, Συκκά Γιώτα «Βάσσα: μια φαινομενικά απλή ιστορία του Γκόρκι», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

     

  • Ο Στ. Λιβαθινός ανεβάζει Γκόρκι

    Την Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου η θεατρική εταιρεία «Πράξη» παρουσιάζει στην Α΄ Σκηνή του Θεάτρου της «Οδού Κεφαλληνίας» ένα κλασικό έργο, το «Βάσσα», του Μαξίμ Γκόρκι, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Η «Βάσσα», που αποτελεί ένα από τα κορυφαία κείμενα Ρώσου συγγραφέα, περιγράφεται μέσα σε τρεις πράξεις με συγκλονιστική δύναμη και απόλυτη ρεαλιστική λεπτομέρεια. Καθώς ο πατέρας-αφέντης ψυχορραγεί, η τραγική μορφή της μητέρας, Βάσσα Ζελεζνόβα, επιβιώνει ανάμεσα σε συνωμοσίες, «βρώμικες» συμμαχίες, απαγορευμένους έρωτες και ένοχα μυστικά του σπιτιού, που συνθέτουν μια ανθρώπινη τοιχογραφία απαράμιλλης λεπτότητας και ακρίβειας, διαποτισμένη από το βιτριολικό χιούμορ του Μαξίμ Γκόρκι. Ο Γκόρκι έγραψε το «Βάσσα» σε δύο εκδοχές: Την πρώτη το 1910, δηλαδή προεπαναστατικά και τη δεύτερη μετά τη Ρωσική Επανάσταση, το 1935, πράγμα που την καθιστά πιο «στρατευμένη» εκδοχή.

    Η θεατρική εταιρεία «Πράξη» θα ανεβάσει την πρώτη εκδοχή του έργου σε καινούργια μετάφραση, ειδικά για αυτή την παράσταση, της Χρύσας Προκοπάκη. Παίζουν οι: Μπέττυ Αρβανίτη, Μάνος Βακούσης, Δημοσθένης Παπαδόπουλος κ.ά.

    02.12.2007, Χ.Σ. «Ο Στ. Λιβαθινός ανεβάζει Γκόρκι», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Με «θλίψη και πένθος» η έξοδος

    Ο Στάθης Λιβαθινός ύστερα από έξι χρόνια ξαναρχίζει μακριά από την Πειραματική

    Μέσα σε 15 χρόνια ο Στάθης Λιβαθινός έχει κάνει μια εντυπωσιακή πορεία στο θέατρό μας, ώστε δικαίως να αναγνωρίζεται σήμερα ως ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες μας, και μάλιστα με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, τόσο σπάνιο πλέον στους καιρούς μας, του «δασκάλου ηθοποιών».

    Μικρανεψιός του Μάνου Κατράκη, μετά την εδώ δραματική σχολή σπούδασε στην πανεπιστημιακού επιπέδου Ακαδημία Θεάτρου της Μόσχας. Μπήκε στο θέατρό μας ουσιαστικά το 1991, μετά την επιστροφή και τη στράτευσή του, αρχικά ως ηθοποιός και σύντομα ως σκηνοθέτης – και δεν άργησε να ξεχωρίσει. Κορύφωση της πορείας αυτής είναι βέβαια η δουλειά που έκανε την τελευταία εξαετία στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Επικεφαλής μιας ταλαντούχας και ευάγωγης ομάδας νέων ηθοποιών, ανήγαγε τη σκηνή αυτή από σχεδόν παράσιτη και φυτοζωούσα στην ούγια του Εθνικού στη δημιουργικότερη νέα εστία του ελληνικού θεάτρου μέσα στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα.

    Η «Πειραματική του Λιβαθινού» με την εργώδη παρουσία της, με τις περίπου 30 παραστάσεις της, με το τολμηρό εκπαιδευτικό έργο που ταυτόχρονα επιτελούσε (Σχολή Σκηνοθετών και Εργαστήρι Ηθοποιών με αποφοίτους που πλούτισαν το θέατρό μας), με τα διεθνή και ημεδαπά βραβεία που απέσπασαν τα στελέχη της, θεμελίωσε μια γόνιμη θεατρική εστία, το μέλλον της οποίας φαινόταν λαμπρό – πλην Έλληνες εσμέν…

    Αποκορύφωση και κατακλείδα αυτής της πορείας της Πειραματικής, αφού όπως είναι γνωστό ο Λιβαθινός έπαψε να είναι υπεύθυνός της μετά τον θάνατο του Νίκου Κούρκουλου και την διαδοχή του από τον Γιάννη Χουβαρδά, είναι ο ντοστογιεφσκικός «Ηλίθιος». Ένα πεντάωρο λεπτοδουλεμένο αραβούργημα – αυτό που λέμε «σταθμός» στο θέατρό μας. «Το πιο όμορφο λουλούδι» του Λιβαθινού και της ομάδας του στην Πειραματική.

    Και τώρα τι; «Η ζωή συνεχίζεται» λέει ο ίδιος. «Δεν απέφυγα ούτε τη θλίψη ούτε το πένθος από την κατάληξη που είχε η προσδοκία μου πως κάτι καλύτερο θα ερχόταν για την Πειραματική. Από τη στιγμή όμως που ο Γιάννης Χουβαρδάς, αναλαμβάνοντας το δύσκολο έργο της διεύθυνσης του Εθνικού, έκρινε ότι έπρεπε να καταργηθώ και να αλλάξει η πορεία των πραγμάτων, όφειλα να το αποδεχτώ. Δεν πείστηκα ότι μπορούσα να είμαι χρήσιμος εκεί με άλλο τρόπο. Οι κύκλοι κλείνουν – πονάει αυτό καμιά φορά, αλλά είμαι έτοιμος τώρα να ξεκινήσω κάπου κάτι καινούργιο. Και ελπίζω ότι το φωτεινό έργο που έγινε στην Πειραματική θα συνεχιστεί μέσα από τους ηθοποιούς της, οι οποίοι τώρα στον “Ηλίθιο” υπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο το όραμα που χτίσαμε μαζί. Μια παράσταση που δεν θα είχε υπάρξει αν ο Νίκος Κούρκουλος δεν μας παραχωρούσε ένα γενναίο οκτάμηνο πρόβας. Τον ευγνωμονώ γι’ αυτό».

    Οι ηθοποιοί

    Νομίζει πως μπορεί να έχει συνέχεια στην Πειραματική χωρίς αυτόν ο ίδιος πυρήνας ηθοποιών; «Θα φανεί και θα κριθεί μετά τον “Ηλίθιο”» απαντά. «Οι άνθρωποι αυτοί έχουν δοκιμαστεί σε μεγάλα ταξίδια και πολύ αντίξοες συνθήκες, είναι μεγάλης αντοχής και υψηλού ήθους. Ταμένοι στο θέατρο. Δεν ξέρω τι θα γίνει στην Πειραματική, αλλά είναι καλλιτέχνες που μόνο να ωφεληθούν μπορούν από καινούργια ταξίδια. Θα γνωρίσουν άλλους σκηνοθέτες, άλλους κώδικες και γλώσσες – πράγμα θετικό. Άλλωστε, έτσι μας δίνεται πολλές φορές η ευκαιρία να καταλάβουμε καλύτερα, να συγκρίνουμε, να εκτιμήσουμε, να εμβαθύνουμε στη δουλειά μας. Θέλω από καρδιάς να πετύχουν όλα όσα θα γίνουν χωρίς εμένα πια στην Πειραματική, γιατί πρώτα απ’ όλα θα κερδίσει το θέατρο».

    Και ο ίδιος; «Εγώ σκηνοθετώ ήδη το έργο του Μαξίμ Γκόρκι “Βάσσα” για το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, όπου είχα την τιμή να με καλέσουν ο Βασίλης Πουλαντζάς και η Μπέτυ Αρβανίτη».

    Βάσσα, η σκοτεινή μάνα από σίδερο

    Άγνωστο είναι στην Ελλάδα το έργο «Βάσσα» του Γκόρκι. Και στην ουσία άπαιχτο εδώ – σίγουρα αυτή η πρώτη του μορφή, που την έγραψε ο Γκόρκι το 1908. «Είναι από τα πρώτα του έργα και από αυτά που μεταφέρουν με φοβερή δύναμη τον δραματικό πυρήνα της σκέψης του και του ουμανισμού του» λέει ο Στάθης Λιβαθινός. «Είναι ένας Τσέχοφ με αιχμές, θα έλεγα. Η ιστορία του πώς διαλύεται μια οικογένεια και πώς μια μητέρα προσπαθεί να συγκρατήσει τα κομμάτια».

    Ο Γκόρκι είχε γράψει μια δεύτερη εκδοχή του έργου το 1935, μας πληροφορεί ο σκηνοθέτης, «όταν πια είχε γίνει άνθρωπος του σοβιετικού κατεστημένου και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Εκεί είχε αλλάξει πολλά, και στην υπόθεση και στην ιδεολογία του έργου. Εγώ προτιμώ την πρώτη εκδοχή, γιατί εκεί ο Γκόρκι εκφράζει αυθεντικά και με θάρρος την προεπαναστατική εποχή, την οποία βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Πρόκειται για μια ευρωπαϊκή Ρωσία, που κρατώντας γερά τους κλασικούς της -Πούσκιν, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι- είναι ταυτόχρονα σιντριβάνι νέων ιδεών, οι οποίες άρδευσαν τότε ολόκληρη την Ευρώπη σε όλες τις τέχνες – ζωγραφική, μουσική, χορό, λογοτεχνία, θέατρο. Γεννάει καινούργιες ιδέες τότε η Ρωσία, είναι ο έφηβος της Ευρώπης. Φέρνει έναν καινούργιο κόσμο, ο οποίος μάλιστα δεν είχε ακόμα τότε χρωματιστεί πολιτικά. Αλλά τον καιρό που γράφεται η “Βάσσα”, μόλις έχει γίνει η επανάσταση του 1905, που υπήρξε ένα σοκ για τη Ρωσία. Απέτυχε μεν, αλλά ταρακούνησε συνειδήσεις. Και η Βάσσα, αυτή η φοβερή μάνα που αγωνίζεται να κρατήσει πάση θυσία ενωμένη την οικογένειά της, έχει μέσα της μετασεισμούς από αυτό το ταρακούνημα. Μαζί όμως και μια πολύ σκοτεινή δύναμη…».

    Εμπόρισσα, εργοστασιάρχισσα από τον Βόλγα, η τρομερή Βάσσα παίρνει στα χέρια της τα ηνία του σπιτιού, ενώ πεθαίνει ο άσωτος άντρας της, και προσπαθεί να το σώσει από την καταστροφή. Γιατί σ’ αυτή την οικογένεια όλοι ονειρεύονται να φύγουν, να ζήσουν μια καλύτερη ζωή. «Μητρική μορφή, αλλά και σκοτεινή όσον αφορά τις παρορμήσεις της» παρατηρεί ο σκηνοθέτης. «Δίνει τον τελευταίο μεγάλο αγώνα της για να σώσει ό,τι απέμεινε, αλλά τον δίνει με κάθε τίμημα. Και το όνομά της ακόμα είναι χαρακτηριστικό: Βάσσα Ζελεζνόβα – ζελέζα θα πει σίδερο. Παμφάγα, αλλά και σωτήρια. Είναι ένας ρόλος που απαιτεί ηθοποιό σε ωριμότητα – και η Μπέτυ Αρβανίτη είναι ηθοποιός που γίνεται κάθε χρόνο όλο και πιο ουσιαστική».

    Είναι η τέταρτη σκηνοθεσία του στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Το είχαν συζητήσει από παλιά αυτό το έργο, αλλά ήταν τώρα που έμελλε να γίνει. «Με τις καλύτερες προϋποθέσεις δε, πρώτα πρώτα γιατί έχουμε μια εξαιρετική μετάφραση, έργο της Χρύσας Προκοπάκη, και έναν επιλεγμένο θίασο: Μάνος Βακούσης, Κώστας Γαλανάκης, Ευτυχία Γιακουμή, Μαρία Καλλιμάνη, Ηλίας Κουνέλας, Άννα Κουτσαφτίκη, Ελένη Ουζουνίδου, Δημοσθένης Παπαδόπουλος και Τζίνη Παπαδοπούλου. Σκηνικά – κοστούμια Ελένης Μανωλοπούλου, φωτισμοί Αλέκος Αναστασίου και μουσική Θοδωρής Αμπαζής».

    Πώς θα είναι η όψη της παράστασης – εποχής, όπως το έργο; «Δεν πρέπει να το μαρτυρήσω, πάντως είναι κάτι ακραίο και νομίζω ότι θα είναι και καθοριστικό για την παράσταση. Κάτι πολύ σύγχρονο πάντως. Δραστικό στον χώρο – μην ξεχνάτε ότι το Θέατρο Πράξη της Αρβανίτη γιορτάζει φέτος τα 20 χρόνια του».

    Με ερευνητική ματιά

    Ανάλογα ακραία θα είναι η σκηνοθετική αντίληψη; «Θα έχει πάντως έναν ερευνητικό χαρακτήρα – πώς μπορούμε σήμερα να προσεγγίσουμε τον Γκόρκι και το συγκεκριμένο έργο. Πρέπει η παράσταση να περιέχει ένα σύγχρονο προβληματισμό -και εικαστικό, και υποκριτικό- για το ποιος μπορεί να είναι αυτός ο διχασμένος άνθρωπος του 20ού αιώνα που προσπαθεί να δώσει ο Γκόρκι στα έργα του. Ο Γκόρκι είναι ακραίος συγγραφέας. Θαυμάζοντας το ψυχολογικό γράψιμο του Τσέχοφ και φορτίζοντάς το ακόμα περισσότερο, προσφέρεται για ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις και στην υποκριτική…».

    Δηλαδή, έτσι θα το σκηνοθετούσε αν το ανέβαζε στην Πειραματική; «Νομίζω ναι. Δεν θα μπορούσα να δουλέψω αλλιώς. Και νομίζω άλλωστε ότι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η Μπέτυ θέλει τη συνεργασία μου. Ίσως στην Πειραματική να έδινα λίγο χρόνο παραπάνω στην πρόβα. Αλλά και τώρα δουλεύει με τέτοια ανταπόκριση και τέτοια αγάπη ο εξαιρετικός αυτός θίασος, που παρακολουθεί απολύτως και δίνει νόημα σ’ αυτό που προσπαθώ να κάνω».

    18.11.2007, Aγγελικόπουλος Βασίλης «Με θλίψη και πένθος η έξοδος», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Μια κολασμένη κατάσταση…»

    Μιλάμε για τις φετινές δουλειές της (Μπέττυ Αρβανίτη). Και πρώτα για την «Τέχνη του κυρίου Χάαρμαν» που επαναλαμβάνεται και που έχει σκηνοθετήσει η ίδια- η πρώτη της απόπειρα. «Μου έβγαλε έναν άλλο άνθρωπο! Εγώ είμαι βιαστική, ανυπόμονη, σε μία ένταση πάντα. Εδώ είχα μία ηρεμία, μία κατανόηση, μία αγάπη για τους ηθοποιούς… Μου βγήκε ό,τι πιο μητρικό… Τους λάτρεψα. Ίσως γιατί είμαι κι εγώ ηθοποιός».

    Θα το ξανακάνατε;
    Δεν ξέρω. Ίσως αν ερωτευτώ πάλι κάποιο έργο όπως αυτό.

    Η κυρίως παράσταση είναι η «Βάσα (Ζελέζνοβα)» του Γκόρκι που θα ανεβάσει ο Στάθης Λιβαθινός με την ίδια στον επώνυμο ρόλο.

    «Ο Στάθης Λιβαθινός ήταν που μου ανέφερε πρώτος αυτό το έργο. Το πάλαι ποτέ. Τώρα που βρέθηκαν οι κατάλληλοι συνεργάτες το ανεβάζουμε. Είναι μια φριχτή οικογένεια και μια αρνητική ηρωίδα- η μάνα, η Βάσα. Μια κολασμένη κατάσταση… Αλλά και ένα έργο τρομακτικά σύγχρονο. Ένα παιχνίδι εξουσίας, εξάρτησης, διαπλεκομένων… Πολύ δύσκολο έργο. Καμία σχέση με σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Βέβαια, ανεβάζουμε την πρώτη εκδοχή που γράφτηκε πριν την Επανάσταση- γιατί υπάρχει και δεύτερη, μετά την Επανάσταση, πιο στρατευμένη».

    29.09.2007, Χ.Σ. «Μια κολασμένη κατάσταση…», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Βάσα Σελέσνοβα» Η Μπέττυ Αρβανίτη

    Η Μπέττυ Αρβανίτη θα παρουσιάσει το σπάνια παιζόμενο στη χώρα μας αριστούργημα του Γκόργκι «Βάσα Σελέσνοβα» στο «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας» τον χειμώνα.

    Η Μπέττυ Αρβανίτη θα παρουσιάσει το σπάνια παιζόμενο στη χώρα μας αριστούργημα του Γκόργκι «Βάσα Σελέσνοβα» στο «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας» τον χειμώνα.

    Το «Βάσα Σελέσνοβα» του Μαξίμ Γκόργκι πρόκειται να παρουσιάσει τον ερχόμενο χειμώνα στο «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας» η Μπέττυ Αρβανίτη. Η ηθοποιός αναζητούσε πολύ καιρό το κατάλληλο έργο για τη χειμερινή περίοδο και το βρήκε τελικά στο σπάνια παιζόμενο στη χώρα μας αριστούργημα του Γκόργκι. Τη σκηνοθεσία λέγεται ότι θα αναλάβει ο Στάθης Λιβαθινός, που γνωρίζει το ρωσικό θέατρο πολύ καλά, ενώ γίνονται ζυμώσεις για τη διανομή.

    Η Μπέττυ Αρβανίτη φέρεται να είναι ενθουσιασμένη που θα «ντυθεί» την ομώνυμη ηρωίδα και παράλληλα με την πολύτιμη αρωγή του Βασίλη Πουλατζά «κλείνει» και τις παραγωγές που θα φιλοξενηθούν στη Β’ σκηνή του «Θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας». Το σίγουρο είναι ότι η σεζόν θα ανοίξει με τη μεγάλη φετινή επιτυχία «Η τέχνη του κυρίου Χάαρμαν», που σκηνοθέτησε με έμπνευση και μεράκι η ίδια…

    12.06.2007, Χ.Σ. «Βάσα Σελέσνοβα Η Μπέττυ Αρβανίτη», Έθνος