Βασιλιάς Ληρ – Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

2009

Πρώτη παράσταση: Βασιλικό Θέατρο, 28 Φεβρουαρίου 2009

Λήξη: 24 Μαΐου 2009

Σερβία, Βελιγράδι, Εθνικό Θέατρο: 29 -30 Μαΐου 2009

Επανάληψη παράστασης: Θέατρο Παλλάς

7 Νοεμβρίου – 5 Δεκεμβρίου 2010.

 

Ο «Βασιλιάς Ληρ» για πολλούς σχολιαστές αποτελεί το κορυφαίο δημιούργημα του Σαίξπηρ. Η υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου, η τραγική του σύγκρουση με τη μοίρα, τα γηρατειά, τον θάνατο και την τρέλα, ο αγώνας για την κατάκτηση της εξουσίας αλλά και η φθορά που επέρχεται από την άσκησή της καταγράφονται με αξεπέραστο τρόπο στο ποιητικό αυτό αριστούργημα που, γραμμένο σε μια εποχή συγκρούσεων και ανακατατάξεων, ακούγεται σήμερα δραματικά επίκαιρο. Το έργο παρουσιάζεται σε μια νέα, σύγχρονη μετάφραση του Διονύση Καψάλη, ενώ στην παράσταση συμμετέχουν ηθοποιοί της νεότερης γενιάς του ελληνικού θεάτρου.

Πηγή: Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος

 

Σημείωμα του σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινού

Η αθάνατη ιστορία του αυταρχικού βασιλιά με τις τρεις κόρες, που απαιτεί την αφοσίωση και την αγάπη τους με αντάλλαγμα πλούτη και εξουσία, γραμμένη από τον Σαίξπηρ 400 χρόνια πριν, μεταφέρεται στη φιμωμένη εποχή μας από ένα θίασο νέων ανθρώπων με πρωταγωνιστή τον Νικήτα Τσακίρογλου. Ένα σκληρό παραμύθι, ένα έργο καταιγιστικό, όπου το πάθος των νέων ανθρώπων για μια ανεξάρτητη ζωή συγκρούεται με το πείσμα και τον παραλογισμό των γέρων. Η τραγική ιστορία τρελών που οδηγούν τυφλούς αλλά και γέρων που γεννάνε αχάριστα παιδιά παραμένει επίκαιρη όσο ποτέ.

Σκηνοθέτης: Στάθης Λιβαθινός
Μεταφραστής: Διονύσης Καψάλης
Σκηνογράφος – Ενδυματολόγος: Ελένη Μανωλοπούλου
Συνθέτης: Θόδωρος Αμπαζής
Φωτιστής: Αλέκος Αναστασίου
Κινησιολόγος: Νικολάι Καρπόφ
Δραματουργική επιμέλεια: Αμαλία Κοντογιάννη
Βοηθός σκηνοθέτη: Στέλλα Παπαδημητρίου
Βοηθός σκηνογράφου: Ανδρέας Παρασκευόπουλος
Οργάνωση παραγωγής: Ροδή Στεφανίδου

Διανομή

Βασιλιάς Ληρ: Νικήτας Τσακίρογλου
Έντγκαρ: Στέλιος Ανδρόνικου
Κορντέλια: Ευτυχία Γιακουμή
Γονερίλη: Μαριάννα Δημητρίου
Κόμης του Κεντ: Μελέτης Ηλίας
Όσβαλντ: Νίκος Καπέλιος
Λοχαγός: Πασχάλης Καρατζάς
Δούκας της Βουργουνδίας | Κήρυκας: Δημήτρης Κοντός
Κουράν: Κίμων Κουρής
Γιατρός: Γιώργος Κωνσταντινίδης
Δούκας του Ώλμπανυ: Διονύσης Μπουλάς
Βασιλιάς της Γαλλίας: Χρήστος Παπαδημητρίου
Έντμοντ: Ευθύμης Παππάς
Γελωτοποιός του Ληρ: Αστέρης Πελτέκης
Δούκας της Κορνουάλης: Χρήστος Σουγάρης
Ρεγάνη: Πολυξένη Σπυροπούλου
Υπηρέτης του Δούκα της Κορνουάλης: Νίκος Τουρνάκης
Κόμης του Γκλώστερ: Γιάννης Χαρίσης

Μουσικοί

μπάσο: Χρήστος Κλάρος
ηλεκτρική κιθάρα: Παναγιώτης Παπάζογλου
τύμπανα: Θόδωρος Χυτήρης

Κατά την επανάληψη της παράστασης στο Θέατρο «Παλλάς» έγιναν οι εξής αντικαταστάσεις:

Ρεγάνη: Πηνελόπη Μαρκοπούλου
Βασιλιάς της Γαλλίας: Γιώργης Τσαμπουράκης
Όσβαλντ: Κωνσταντίνος Ασπιώτης
Δούκας της Βουργουνδίας | Λοχαγός: Πασχάλης Καρατζάς
Κουράν: Θανάσης Ακοκαλίδης
Υπηρέτης του Δούκα της Κορνουάλης: Δαυίδ Μαλτέζε
Συνοδός Γκλώστερ: Γιώργος Νούσης
Κήρυκας: Φώτης Τσοτουλίδης

 

 

  • Βασιλιάς Ληρ: Ο Τσακίρογλου στο hit του φετινού χειμώνα

    Σκηνοθεσία πολλών αστέρων από τον Στάθη Λιβαθινό και ο Νικήτας Τσακίρογλου στα καλύτερά του. Ο Βασιλιάς Ληρ στο Παλλάς είναι από τις καλύτερες στιγμές του φετινού θεατρικού χειμώνα.

    Στο κορυφαίο δημιούργημα του Σαίξπηρ, τον «Βασιλιά Ληρ» συναντώνται δύο σημαντικά πρόσωπα του ελληνικού θεάτρου. Ο Νικήτας Τσακίρογλου πρωταγωνιστεί στην παράσταση που σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός, μεταφέροντας στην πρωτεύουσα (Θέατρο Παλλάς) την ροκ εκδοχή του έργου που παρουσιάστηκε πέρυσι στη Θεσσαλονίκη.

    Μέτοχοι στο «σάπιο» βασίλειο του Ληρ

    Από τους αγαπημένους -σε μια μεγάλη μερίδα του θεατρικού κοινού- σκηνοθέτες, ο Στάθης Λιβαθινός, μας ελκύει με τη τόλμη του, καταθέτοντας την ασυμβίβαστη «ματιά» του στα έργα που αναλαμβάνει. Αφού απέσπασε την περασμένη χρονιά διφορούμενες κριτικές (για τον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ), ασχολήθηκε με τον «Βασιλιά Ληρ», μεταφέροντάς τον στο σήμερα.

    Η τραγική ιστορία του πεισματάρη τυράννου που ακούει στο όνομα Ληρ, φτάνει στις μέρες μας αντλώντας στοιχεία από την ωμότητα και τη σκληρότητα της εποχής μας. Τη βία και το «παιχνίδι» της εξουσίας έρχεται να μας υπενθυμίσει ο εγωπαθής Ληρ, εξορίζοντας άδικα την αγαπημένη του κόρη. Με παρόμοιο τρόπο δρα ο υπήκοός του, Κόμης του Γκλόστερ, αποκληρώνοντας τον γιο του. Αργά ή γρήγορα όμως, και οι δυο έρχονται αντιμέτωποι με τη σκληρότητα και την εγκατάλειψη. Μονόδρομος πλέον είναι ο πόνος, η τρέλα και η απόγνωση, που οδηγεί στα άκρα.

    Με τα φώτα της πλατείας να παραμένουν ανοιχτά για κάποια λεπτά μετά την έναρξη της παράστασης, ο Στ. Λιβαθινός μας δίνει τη δυνατότητα να γίνουμε μέτοχοι στο βασίλειο του Ληρ. Ένα βασίλειο σκοτεινό, μαύρο, «άρρωστο», που κοντεύει να σαπίσει. Εκεί που οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου πασχίζουν να δώσουν μια νότα αισιοδοξίας. Γεμάτο σκουπίδια, το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, σηματοδοτεί την «αρρωστημένη» κατάσταση. Στη μεγάλη σκηνή του «Παλλάς» δεν κατοικεί πλέον μόνο η παλιά φεουδαρχική τάξη του Ληρ. Σε αυτή, δίνει το δυναμικό παρόν και η νεότερη γενιά, που μάχεται τους γέρους.

    Το «παραλήρημα» του Ν. Τσακίρογλου

    Το αποτέλεσμα είναι ροκ. Μια παράσταση που «ντύνεται» τις σύγχρονες ενδυματολογικές προτάσεις της Ελένης Μανωλοπούλου και δημιουργεί ξεκάθαρους χαρακτήρες. Ίσως από τις πιο δυνατές στιγμές της καριέρας του Νικήτα Τσακίρογλου, ο Ληρ που ενσαρκώνει τα έχει όλα. Η πάλαι ποτέ παντοδυναμία του Κυρίαρχου, εξαντλείται σε λόγια που δεν έχουν κανένα αντίκρισμα. Χωρίς υπερβολές, ούτε άσκοπες φλυαρίες, ο Ν. Τσακίρογλου συνεπαίρνει το κοινό, κυρίως από τη στιγμή της τρέλας κι έπειτα. Μια κλιμακωτή μεταμόρφωση που απαιτεί ακρίβεια, την οποία λίγοι ηθοποιοί διαθέτουν.

    Σημαντικό «όχημα» της παράστασης, η μετάφραση του Διονύση Καψάλη δίνει τις κατευθυντήριες γραμμές στις Γονερίλη (Μαριάννα Δημητρίου), Ρεγάνη (Πηνελόπη Μαρκοπούλου) και Κορντέλια (Ευτυχία Γιακουμή) να αναπτυχθούν ως χαρακτήρες, αναδεικνύοντας την πάλη των γενεών.

    Εξαιρετικοί στους ρόλους τους και οι Γιάννης Χαρίσης (Κόμης του Γκλόστερ), Διονύσης Μπουλάς (Δούκας του Ώλμπανυ) και Χρήστος Σουγάρης (Δούκας της Κορνουάλλης). Την δική του «σφραγίδα» προσθέτει ο Γελωτοποιός του Ληρ (Αστέρης Πελτέκης), ο οποίος παίρνοντας τον ρόλο χορού σε αρχαίο δράμα, έρχεται να προσφέρει λίγη συμπόνια στον Ληρ.

    Φεύγοντας

    Αν και τρίωρη -κι όπως ήταν φυσικό αρκετά κουραστική- παράσταση, ο «Βασιλιάς Ληρ» του Στ. Λιβαθινού είχε έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Καλοκουρδισμένη, με αρκετά προσεγμένη διανομή και με το ατού της ζωντανής μουσικής (μπάσο-ηλεκτρική κιθάρα-τύμπανα) να δημιουργεί τις εντάσεις που χρειάζονταν, μας υπενθύμισε ότι η τραγωδία της εξουσίας δεν γνωρίζει όρια. Μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου.

    19.11.2010, Σφοντούρη Κατερίνα «Βασιλιάς Ληρ: Ο Τσακίρογλου στο hit του φετινού χειμώνα», www.in2life.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Γοτθικό μπα-ρόκ

    Με την τεράστια πείρα του και στο αρχαίο και στο κλασικό ευρωπαϊκό και στο νεοκλασικό αλλά και στο µοντέρνο δραµατολόγιο, ο Νικήτας Τσακίρογλου ήταν το µεγάλο όργανο και η µουσική φωνή και ο απέραντος ψυχισµός για να ερµηνεύσει τον απόλυτο ρόλο του βασιλιά Ληρ

    Η σύλληψη του Λιβαθινού είναι µια σκηνοθετική πυραµίδα που εδράζεται στη γη και η κορυφή της ξύνει τη ράχη του θείου.

    Σε παλιότερη κριτική µου για το αριστούργηµα του Σαίξπηρ «Βασιλιάς Ληρ» έγραφα: «Ο ‘’Ληρ’’ είναι ένα έργο που παίζεται σπάνια, ακόµη και στην Αγγλία. Πολλοί υποστηρίζουν πως δεν παίζεται. Είναι ένα σύµπαν την ώρα της έκρηξης. Από την πρώτη του σκηνή, σαν µικρός πυκνός γαλαξίας, δηλώνει τις δυναµικές του που θα τιναχτούν σε απειρία αστερισµών για να οδηγηθούν στην ισορροπία της ερηµίας του τέλους που εγκυµονεί µελλοντικές εκρήξεις.

    Ο ‘’Ληρ’’, όπως όλα τα µεγάλα έργα του ανθρώπου, είναι µεταφυσικό οικοδόµηµα. Ο µοχλός της ανάγκης κυβερνά, αλλά η ευθύνη βαραίνει τον άνθρωπο. Η τρικυµία είναι δοσµένη: η τέχνη της ζωής είναι ναυσιπλοΐα.

    Ο ‘’Ληρ’’ ‘’σηκώνει’’ πολλές αναγνώσεις, αλλά δεν χωρεί παρά µία διάγνωση. Ο Σαίξπηρ στα ιστορικά του δράµατα είδε την ιστορία και τα πρόσωπα που την κινούν σαν µια κρεατοµηχανή, όπου η βία ταυτίζεται µε την εξουσία».

    Χάρηκα που ο Στάθης Λιβαθινός είδε τον «Ληρ» σαν µια συµπαντική έκρηξη, σαν ένα ποιητικό Μπιγκµπανγκ, έναν πυρήνα που διασπάται και πληµµυρίζει το διάστηµα από εκατοντάδες θραύσµατα, µετεωρίτες, άστρα, γαλαξίες, κοµήτες, απλανή και πλανήτες, ανθρώπινα σαρκία, ράκη ψυχών, ψιχία υπάρξεως και σπαράγµατα ηδονής και οδύνης. ∆ηλαδή ανθρωπότητα! Η σύλληψη του Λιβαθινού είναι µια σκηνοθετική πυραµίδα που εδράζεται στη γη και η κορυφή της ξύνει τη ράχη του θείου. Είναι τιµή για το θέατρό µας που ένας καλλιτέχνης έχει την ωριµότητα και τα εποπτικά µέσα να σχεδιάσει αυτό το ποιητικό τοπίο, ένα οπτικοακουστικό µόρφωµα που λειτουργεί σαν µικροµοντέλο της ανθρώπινης υπαρξιακής περιπέτειας. Ο Λιβαθινός είναι ένας ολοκληρωµένος σκηνοθέτης, διότι έχει λόγο και τον επιβάλλει στους συντελεστές της θεατρικής πράξης έτσι ώστε το αποτέλεσµα να είναι ένας σκηνικός στοχασµός που, ανεξάρτητα από την προσφορά και την ιδιοφυΐα των επιµέρους συντελεστών, να του ανήκει και να αναλαµβάνει την ευθύνη, ανεξάρτητα από το επιτυχηµένο ή όχι αποτέλεσµα. Σφραγίζει τις δηµιουργίες µε προσωπική σφραγίδα.

    Στον «Ληρ» που επανέλαβε τώρα στο«Παλλάς», ύστερα από την πρώτη εκδοχή του στο ΚΘΒΕ, είναι µια ανάγνωση τόσο µοντέρνα όσο και συνάµα αυτονόητη για όσους µπορούν να διαβάσουν το κείµενο του Σαίξπηρ ως ψυχόδραµα, ως µουσική παρτιτούρα και ως αποθέωση της ποιητικής λέξης, αλλά συνάµα και ως ένας στοχασµός πάνω στην Ιστορία, στον πολιτισµό, τα ήθη και τη φύση της εξουσίας, του έρωτα, του φόνου, της προδοσίας, της φιλίας, της εκδίκησης και της αλληλεγγύης.

    Πρώτο µέληµα του Λιβαθινού ήταν να κατασκευαστεί ο ποιητικός χώρος, η σκηνή όπου κατοικεί η ανθρώπινη παθογένεια. Και είχε ως κατασκευαστή την Ελένη Μανωλοπούλου. Αν η σπουδαία αυτή εικαστική καλλιτέχνιδα του θεάτρου είχε προσφέρει µόνο αυτήν την «εγκατάσταση», αυτό το σκουπιδαριό της ανθρώπινης απληστίας, χλιδής, σπατάλης, µια χωµατερή πολιτισµού, θα είχε καταξιωθεί, µόνο γι’ αυτό, στην ιστορία της νεοελληνικής σκηνογραφίας. Τα κοστούµια της ενείχαν άλλου είδους ταραχή. Αυτά ήταν συνάρτηση της κινησιολογικής σύλληψης και της µουσικής παρτιτούρας.

    Ο Λιβαθινός έχει πάγιο συνεργάτη-συνθέτη τον Θοδωρή Αµπαζή, µια από τις σηµαντικότερες µουσικές ιδιοφυΐες του τόπου. Εγραψε µια µουσική που εκτελέστηκε ζωντανά, που έρχεται από τα βάθη των αιώνων και ηχεί σαν σύγχρονο γοτθικόµπαρόκ. Με κυρίαρχο ήχο την µπαταρία, δηµιούργησε ένα ηχητικό χαλί που µετέτρεψε ένα ποιητικό κείµενο σε χορόδραµα και ορατόριο και ραπ.

    Ο Νικολάι Κάρποφ κίνησε τον θίασο µε οδηγό τους ήχους του Αµπαζή και τα «µεταφυσικά» κοστούµια της Μανωλοπούλου σε άγριους ρυθµούς, στρεβλές κινήσεις, λοξούς σχηµατισµούς, απροσδόκητες πόζες και µια κινησιολογική ρητορική ποµπώδους αλαζονείας και εξουσιαστικής παραφοράς.

    Το όλον φώτισε ο Αλέκος Αναστασίου πότε µε φωτισµούς αρένας, πότε φωτοσκιάσεις τσίρκου και πότε γκρανγκινιολικές και µυστικιστικές συνάψεις.

    Ο θίασος χόρευε, οργίαζε, µαίνονταν διώκοντας και διωκόµενος, διψώντας για ισχύ, για αίµα, σπέρµα, στέµµα µε πανικό, φόβο και θράσος υπάρξεως. Μια ροκ ερµηνεία; Σαφώς και ασφαλώς. Ήχος, φως, όγκοι και χρώµατα, σώµατα και φωνές ακουµπούσαν πάνω στο εξαίσιο νεοελληνικό ποιητικό κείµενο του ∆ιονύση Καψάλη, ενός µεταφραστή που σε υποχρεώνει να ξεχνάς το πρωτότυπο, αφού σε πείθει πως η ποιητική µετάφραση είναι µια µεγάλη Αναλογία.

    Απέραντος ψυχισµός

    Ο Λιβαθινός βρήκε στον Νικήτα Τσακίρογλου τον ιδανικό του Ληρ.

    Ο σπουδαίος αυτός ηθοποιός, µε την τεράστια πείρα και στο αρχαίο και στο κλασικό ευρωπαϊκό και στο νεοκλασικό αλλά και στο µοντέρνο δραµατολόγιο (τι Οιδίποδες, Προµηθείς, Κρέοντες, Ορέστες, Ιάγοι, Σόλνες, Κάσπαρ έχει ερµηνεύσει) ήταν το µεγάλο όργανο και η µουσική φωνή και ο απέραντος ψυχισµός για να ερµηνεύσει τον απόλυτο αυτόν ρόλο. Και θριάµβευσε.

    Για όσους τον έχουν παρακολουθήσει στις µεταµορφώσεις του και στις καταβυθίσεις του στα απύθµενα φρέατα των τερατωδών ρόλων θα αναγνώρισαν στην προσωπογραφία του Ληρ που φιλοτέχνησε και την απορία του «Κάσπαρ» του Χάντκε και τον Κλοβ και τον Εστραγκόν του Μπέκετ και τον τυφλό Οιδίποδα τύραννο και τον αλαζόνα και κυνικό Ιάγο και τον καταθλιπτικό ευριπίδειο Ορέστη.

    Ο Λιβαθινός είχε στη διάθεσή του µια οµάδα νέων και άπειρων για το είδος αυτού του µεγάλου ποιητικού θεάτρου ηθοποιών. Είναι θαύµα που τους ενέταξε στη σύλληψή του, που λείανε τις γωνίες τους και έκρυψε τις αδυναµίες τους.

    Αν έπρεπε να ξεχωρίσω κάποιους, θα σηµείωνα για το ευάγωγον της προσαρµογής τους στη γραµµή τον Γιάννη Χαρίση (Γκλόστερ), τον Στέλιο Ανδρονίκου (Εντγκαρ), τον Αστέρη Πελέκη (Κλόουν), τον ∆αυίδ Μαλτέζε (υπηρέτη του Κορνουάλη). Για τους υπόλοιπους έχω να ευχηθώ να κρατήσουν ως µεγίστη εµπειρία τη συµµετοχή τους σ’ αυτή την παραγωγή και την ευκαιρία που τους δόθηκε να παίξουν ρόλους θηρία.

    22.11.2010 Γεωργουσόπουλος Κώστας «Γοτθικό μπα-ρόκ», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ροκ διακοσμητικό

    «Βασιλιάς Ληρ» του Γουίλιαμ Σαίξπηρ στο θέατρο Παλλάς, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού

    Το 1681 παρουσιάστηκε στο Λονδίνο «Η Ιστορία του βασιλιά Ληρ». Ο τίτλος παρέπεμπε στο ομότιτλο αριστούργημα του Σαίξπηρ και εν πολλοίς επρόκειτο για το ίδιο έργο. Υπήρχαν όμως μερικές σημαντικές διαφορές: ο Ληρ π.χ. δεν πεθαίνει αλλά ξανακερδίζει τον θρόνο του, η Κορντέλια επίσης δεν πεθαίνει αλλά παντρεύεται τον Εντγκαρ. Η αρετή θριαμβεύει και οι θεατές δεν χρειάζεται να αντιμετωπίσουν τον αφανισμό των ηρώων. «Η Ιστορία του βασιλιά Λιρ» έφερε την υπογραφή ενός άγνωστου συγγραφέα, του Νέουμ Τέιτ. Σήμερα τον έχουν σκεπάσει στρώματα λήθης, τότε όμως η «νερωμένη» εκδοχή της τραγωδίας α λα Τέιτ, παρά την κατακραυγή των κριτικών, ήταν εξαιρετικά δημοφιλής και παρέμεινε αγαπητή στο κοινό για δεκαετίες ολόκληρες. Λέγεται μάλιστα πως χρειάστηκε να περάσουν περισσότερα από εκατό χρόνια προτού ο πρωτότυπος «Ληρ» επιστρέψει ξανά στα αγγλικά θέατρα.

    Όλα αυτά ακούγονται εξαιρετικά απίθανα σήμερα, ειδικά όσον αφορά τον Σαίξπηρ. Προτού βιαστούμε να λιθοβολήσουμε τον Τέιτ όμως, ας το ομολογήσουμε: πολύ θα θέλαμε να είχε «χάπι έντ» ο «Ληρ». Όπως έλεγε και ο Γουίλιαμ Χέζλιτ δεν υπάρχει τρόπος να περιγράψει κανείς την επίδραση του κειμένου πάνω μας: «ευχόμαστε να μπορούσαμε να προσπεράσουμε αυτό το έργο χωρίς να χρειαστεί να πούμε τίποτε. Ο,τι κι αν πούμε θα είναι κατώτερο του αντικειμένου…». Η εμπειρία του Ληρ είναι πράγματι σπαρακτική. Δύσκολα θα βρεθεί στην παγκόσμια λογοτεχνία σκηνή περισσότερο συγκινητική από αυτή του πολύπαθου γέροντα να κρατάει στην αγκαλιά του την ξεψυχισμένη κόρη του και να προσπαθεί με ένα καθρεφτάκι να αιχμαλωτίσει την ανάσα της.

    Και αυτή η σκηνή είναι μία από πολλές. Ολόκληρο το σύμπαν που σκιαγραφεί ο Σαίξπηρ βουλιάζει σταδιακά όλο και βαθύτερα στα σκοτάδια του υπαρξιακού τρόμου. Δεν έχουμε πουθενά να κρατηθούμε. Ο κόσμος έχει γυρίσει ανάποδα και οι τρελοί οδηγούνε τους τυφλούς. Ευγενείς που γίνονται ζητιάνοι, πατεράδες που διώχνουν τα παιδιά τους, παιδιά που προδίδουν τον γονιό τους, αδέλφια που εξοντώνονται μεταξύ τους, βασίλεια που διαμελίζονται, οφθαλμοί που εξορύσσονται, μια ατέλειωτη αλυσίδα συμφορών τυλίγεται γύρω μας. Οι κακοί καταστρέφονται αλλά και οι καλοί το ίδιο. Οσοι επιβιώνουν δεν έχουν τίποτε να προσδοκούν.

    Γράφει ο Χάρολντ Μπλουμ: «Η αγάπη δεν θεραπεύει στην “Τραγωδία του βασιλιά Ληρ”. Αυτή αποτελεί την αφετηρία όλων των δεινών και συνιστά η ίδια μια τραγωδία». Ο Ληρ αγαπάει υπερβολικά την Κορντέλια και όμως προκαλεί τον χαμό της. Οι δύο άλλες θυγατέρες του, η Ρίγκαν και η Γκόνεριλ, μισούν τον πατέρα τους και προκαλούν τον εξευτελισμό του. Σε κάθε περίπτωση οι γονείς δεν μπορούν να προστατεύσουν τα παιδιά, ούτε τα παιδιά τους γονείς τους. Αυτή «η παγκόσμια πληγή που το έργο επιφέρει στην αξία της οικογενειακής αγάπης» είναι σύμφωνα με τον Μπλουμ η βαθύτερη αιτία που πολλοί θεατές βρίσκουν το έργο ανυπόφορο. Αν αυτή η αγάπη εξαφανιστεί, τότε τι απομένει; Τίποτε. Αν οι στενότεροι δεσμοί αίματος δεν αντέχουν στη δοκιμασία του χρόνου, τότε πού να βασιστούμε; Πουθενά.

    Αυτόν τον κόσμο όπου έχουν έρθει τα πάνω κάτω και όλα όσα θεωρούσαμε δεδομένα έχουν γκρεμιστεί, ο Στάθης Λιβαθινός τον οραματίστηκε ως πανκ-ροκ συναυλία όπου οι τραγουδιστές χάνουν τον έλεγχο και τα «σπάνε» επί σκηνής. Την πρόθεση αυτή τουλάχιστον φανερώνει η αισθητική των σκηνικών, των κοστουμιών, της μουσικής αλλά και ο τρόπος με τον οποίο χοροπηδάνε οι νεότεροι ηθοποιοί φορώντας δερμάτινα μπουφάν με αλυσίδες ή άλλα μεταλλικά αξεσουάρ. Με «μαύρα» μάτια, σκούρα χείλη και λευκά πρόσωπα κάνουν πράγματι ό,τι μπορούν ώστε να μας πείσουν για τη σκληρότητά τους, την πανκ αγριάδα τους, ειδικά όταν το καλεί ο ρόλος, όπως στην περίπτωση του διαβολικού στρατηλάτη του κακού, Εντμοντ. Τίποτε δεν κατορθώνουν όμως: αυτή η συναυλία μπορεί να πληροί τις προϋποθέσεις της όψης και του μέλους, δεν έχει όμως ψυχή. Προτάσσει την κραυγαλέα κινησιολογική βαβούρα της λες και η κίνηση είναι αυτόματη απόδειξη ζωντάνιας. Ο θίασος, αιχμάλωτος του στάιλινγκ, καταφεύγει σε διαρκείς εκφραστικές υπερβολές, γκριμάτσες δίχως νόημα, τρεχαλητό, σπρωξίδι. Σηκώνει καπνό χωρίς να ανάβει φωτιά. Κανένας από τους ηθοποιούς δεν καταφέρνει να πλάσει έναν ήρωα με σάρκα και οστά: παραμένουν όλοι κακοφορμισμένες μαριονέτες παραδομένες στην ασάφεια και τον εκνευρισμό.

    Η μεγαλύτερη απορία που γεννά η βραδιά όμως δεν είναι γιατί ο Λιβαθινός επέλεξε μια κατεύθυνση την οποία προφανώς αδυνατεί να υπηρετήσει. Η μεγαλύτερη απορία αφορά την επιλογή του πρωταγωνιστή: πώς μπορεί η σκηνοθετική αντίληψη για έναν ροκ «Ληρ» να ξεχωρίζει τον Νικήτα Τσακίρογλου ως κεντρικό εκφραστή της; Πράγματι η σύζευξη αποδεικνύεται ατυχής. Η οργή του διαγράφεται ξύλινη και η απόγνωσή του κακόμοιρη. Η τρικυμία του μυαλού του μοιάζει με ψιλόβροχο. Οι σκηνές επανένωσης και αποχωρισμού με την Κορντέλια περνούν και δεν αγγίζουν. Οι ελάχιστες στιγμές που γεννούν συμπάθεια- π.χ. όταν καβαλάει ξεμωραμένος το ξύλινο αλογάκι του μένουν μετέωρες, χωρίς συνέχεια. Είναι ομολογουμένως εξαιρετικά δύσκολος ρόλος: τόσο ο Μπλουμ όσο και ο Χέζλιτ έχουν υποστηρίξει ότι κείται πέρα από τα όρια της ερμηνείας. Ακόμη κι έτσι όμως, η προσπάθεια του Τσακίρογλου άφησε πολύ αχνό συγκινησιακό αποτύπωμα.

    Κρίμα η μουσική: οι ατίθασες, εκρηκτικές συνθέσεις του Θοδωρή Αμπαζή συνιστούν το μοναδικό στοιχείο της παράστασης που ξεσηκώνει τον θεατή με τον καταιγιστικό ρυθμό του πάθους τους.

    21.11.2010, Αρκουμανέα Λουίζα «Ροκ διακοσμητικό», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ 

  • Στάθης Λιβαθινός: «Mακάρι να έχουμε μια τέχνη που η εξουσία θα προσπαθεί να τη φιμώσει»

    Ένας αεικίνητος σκηνοθέτης, με σπουδές υποκριτικής και αγγλικής φιλολογίας στην Αθήνα και σκηνοθεσίας θεάτρου στη Ρωσία, ο Στάθης Λιβαθινός ανεβάζει φέτος τρεις θεατρικές παραστάσεις, με «ένα μυστικό να τον κατευθύνει γύρω από αυτά τα έργα». Ένα αόρατο νήμα συνδέει την Μπέττυ Αρβανίτη που βασιλεύει στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Λόρκα, τον εξουσιαστικό Νικήτα Τσακίρογλου ως «Βασιλιά Ληρ» στην ομώνυμη σαιξπηρική τραγωδία και την επαναστατική γραφή του Μπύχνερ, που αποτυπώνει στιγμιότυπα της Γαλλικής Επανάστασης στο «Θάνατο του Δαντόν». Ο σκηνοθέτης «παγώνει» για λίγο την κλεψύδρα του χρόνου του και συνομιλεί με το tvxs λίγο πριν να ηχήσει το τρίτο κουδούνι του θεάτρου, που θα σημάνει την έναρξη για τις πρεμιέρες των έργων του.

    Ποιο είναι το μυστικό που σας ψιθύρισαν αυτοί οι ποιητές, ώστε να το μεταφέρετε και στο κοινό μέσα από τη σκηνοθεσία σας;
    Οι μεγάλοι συγγραφείς είναι το ελιξίριο της νεότητας. Η ομορφιά της δουλειάς αυτής είναι να συναντάς πεθαμένους και να σου ψιθυρίζουν κάθε φορά ό,τι πολύτιμο έχουνε καταλάβει για τη ζωή, που δε θα το διαβάσεις σε καμία εφημερίδα, σε κανένα περιοδικό, δε θα το δεις σε καμία διαφήμιση. Καθότι είναι τρομερό, να το σκέφτεται κανείς, αλλά όλα τα σημαντικά πράγματα έχουνε ειπωθεί. Εμείς το μόνο που μένει είναι να τα επαληθεύσουμε και να δείξουμε πόσο δίκιο είχαν εκείνοι οι άνθρωποι.

    Κάθε σκηνοθέτης πρέπει να είναι εύφορο έδαφος για να σπαρθούν καινούριες ιδέες, σε σχέση με την εποχή, σε σχέση με τα προβλήματα που ζούμε και όχι μόνο. Το θέατρο δεν είναι ένας χώρος να μιλάς μόνο για τα προβλήματα. Πολλές φορές ακούω αυτή τη σκέψη αλλά δε συμφωνώ καθόλου. Η «ιατρική» του θεάτρου είναι κάτι διαφορετικό, είναι η παρηγοριά, είναι μια ανάμνηση της ανθρώπινης υπόστασης, ένας τρόπος να ξυπνάνε οι αισθήσεις και να θυμάται ο άνθρωπος αυτό που ξεχνάει κάθε μέρα, την ευαισθησία του, τα συναισθήματά του. Οι μεγάλοι συγγραφείς έχουνε να μιλήσουν πολύ πάνω σε όλα αυτά και αν δε μιλήσουν πρώτα σε εσένα που τους αναλαμβάνεις, δεν μπορείς να περάσεις μετά ουσιαστικά το μήνυμά τους. Εγώ προσπαθώ να είμαι ένας ενδιάμεσος, για να περάσουν κάποιες ιδέες, όχι όλες πάντα καθώς είναι πολυεπίπεδα οικοδομήματα αυτοί οι συγγραφείς, αλλά τουλάχιστον εκείνες οι ιδέες που έχουνε πιο άμεση σχέση με εμένα και με την εποχή μου.

    Υπάρχει κάποιο αόρατο νήμα που να συνδέει τις τρεις παραστάσεις σας;
    Σίγουρα υπάρχει. Ο Δαντόν είναι μια ξεχωριστή περίπτωση. Ο Ληρ και η Μπερνάρντα είναι οι ιστορίες των γονέων και των παιδιών, ένα θέμα που με απασχολεί ιδιαίτερα. Δεν ορκίζομαι, όμως, ότι αυτός είναι και ο λόγος που επέλεξα τη Μπερνάρντα. Περισσότερο την επέλεξα γιατί με αφορά τι θα παίξει η Μπέττυ Αρβανίτη και επειδή ο τρόπος που αντιμετωπίζω εγώ τα έργα και ο τρόπος σκέψης αυτού του θεάτρου είναι υπέρ του θεάτρου συνόλου. Είναι μια ηθοποιός που ωριμάζει πολύ και μου αρέσει να συνεργάζομαι μαζί της, πιστεύω ιδιαίτερα σε αυτήν αλλά και στον τρόπο που μου δίνει να ερευνώ τα έργα και να μαζεύω το θίασο, που με αφορά. Έχουμε φτιάξει μια κοινή γλώσσα πλέον και μπορώ να καταπιάνομαι με τα έργα και τους συγγραφείς που αγαπώ. Όμως, για έναν περίεργο λόγο τα έργα αυτά έχουνε πολλά κοινά και ίσως και να υπάρχει και ένα μυστικό, που ουσιαστικά με κατευθύνει γύρω από αυτά.

    Έχετε πει ότι «Για την ώρα το θέατρο στην Ελλάδα είναι κάτι σαν τα γαλλικά και το πιάνο στις καλές οικογένειες.»
    Ναι, εννοώντας ότι το θέατρο δεν είναι ακόμα τρόπος ζωής στην Ελλάδα, δεν είναι μια κοινωνική ανάγκη. Παραμένει μια δυνατότητα, μια επιπλέον πολυτέλεια, κάτι που επιλέγουν οι άνθρωποι και αυτό, βέβαια, δεν παύει να είναι συγκινητικό. Στην παράσταση του «Βασιλιά Ληρ» μέτρησα τόσους πολλούς ανθρώπους να κάθονται στην πλατεία και ήθελα να σφίξω το χέρι αυτών των ανθρώπων, να τους αγκαλιάσω και να τους πω «σας ευχαριστώ», γιατί εγκαταλείψατε το σπίτι σας και έρχεστε εδώ να παρακολουθήσετε μια τρίωρη σαιξπηρική παράσταση. Πιθανότατα σε κάποιους να μην αρέσει αλλά το θέμα είναι ότι έρχονται. Το θέατρο στην Ελλάδα δεν είναι κοινωνικό αγαθό ενώ σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα στη Ρωσία, είναι.

    Γιατί στην Ελλάδα αργεί το θέατρο να συντονιστεί με τον κοινωνικό παλμό;
    Άραγε είναι τόσο εύκολο; Αυτό θέλει χρόνια και ξεκινάει από την παιδική ηλικία. Μας λείπουν οι συνδετικοί κρίκοι.

    Έχετε διδάξει στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών και στο εξωτερικό, στο τμήμα μετεκπαίδευσης ηθοποιών του Harvard University. Πιστεύετε στο ρόλο της παιδαγωγικής στο θέατρο;
    Με ενδιαφέρει και η παιδαγωγική στο θέατρο. Πολλοί θεατράνθρωποι, τους οποίους θαύμαζα, στη Ρωσία περισσότερο, υπήρξαν παιδαγωγοί. Πιστεύω πολύ στην παιδαγωγική, νομίζω είναι ένας τρόπος να μοιράζεται και να προχωράει τον εαυτό του κάποιος. Παίρνεις ιδέες από τους νέους ανθρώπους και εκείνοι, από τη μεριά τους, έχουν ανάγκη να ακούσουν κάτι που θα τους δώσει κουράγιο στο θέατρο και έχουν ανάγκη για σωστή καλλιτεχνική προετοιμασία.

    Και η διδακτική όμως δεν είναι τέχνη;
    Οπωσδήποτε. Γενικά πιστεύω ότι το μέλλον του θεάτρου μας κρίνεται από τη θεατρική παιδεία, η οποία χωλαίνει απίστευτα στην Ελλάδα. Η αναβάθμιση της θεατρικής παιδείας σε ανώτατη, η δημιουργία σχολής σκηνοθεσίας θεάτρου είναι απαραίτητες τομές που πρέπει να συμβούν στο θέατρο και θα συμβούν πιστεύω. Λίγη βούληση να δείξει η πολιτεία ή κάποιοι γενναίοι ιδιωτικοί φορείς και θα συμβεί, γιατί πρέπει να συμβεί. Το έχει ανάγκη αυτή τη στιγμή το θεατρικό γίγνεσθαι στον τόπο μας και η στιγμή είναι τώρα.

    Ο Σαίξπηρ είχε γράψει ότι «Συχνά, οι καλές τέχνες φιμώνονται από την εξουσία.» Θα σας έβρισκε σύμφωνο σήμερα;
    Νομίζω ότι οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν αλλάξει. Mακάρι να έχουμε μια τέχνη που η εξουσία θα προσπαθεί να τη φιμώσει. Φοβάμαι ότι πολλές φορές, άθελά μας, κάνουμε μια τέχνη που η εξουσία θέλει να τη χρησιμοποιήσει προς όφελος της. Υπάρχουν μάλιστα και καλλιτέχνες που «αλληθωρίζουν» προς την εξουσία και της κάνουν τα χατίρια. Εγώ δε θέλω να πω ότι κάθε εξουσία είναι πάντα κακή αλλά θέλω να πω ότι η τέχνη πρέπει να είναι πάντα στο απέναντι πεζοδρόμιο έτσι κι αλλιώς. Δεν έχει τίποτα να μοιράσει με την εξουσία.

    Μέχρι τώρα, δεν έχετε καταπιαστεί με ελληνικά θεατρικά αλλά κυρίως με ξένους συγγραφείς. Είναι μια συνειδητή επιλογή;
    Θα ήθελα πάρα πολύ να σκηνοθετήσω ελληνικά κείμενα και το επιδιώκω. Δεν είχα την τύχη ακόμα να συναντηθώ με το συγγραφέα μου, πού θα πάει θα συμβεί κι αυτό!

    Υπάρχει καλό υλικό από νέους ανθρώπους σε επίπεδο γραφής;
    Σίγουρα υπάρχει. Ο λόγος, γενικά, είναι από τα πολύ ισχυρά στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού, απλώς ο θεατρικός λόγος είναι επάγγελμα, πρέπει να μαθευτεί στη σκηνή. Πού να μάθουν κι αυτοί οι συγγραφείς να γράφουν; Πρέπει να υπάρξουν χώροι που να παίζονται αυτοί οι συγγραφείς συνέχεια, προκλήσεις, εργαστήρια. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν.

    Μια ευχή που θα θέλατε να κάνετε για το θέατρο;
    Έχω πολλές ευχές για το θέατρο. Μακάρι να αποκτήσει τους ανθρώπους που του αξίζουν. Μακάρι να μάθουμε να υπηρετούμε το θέατρο και όχι να μας υπηρετεί αυτό. Μακάρι να είναι ένα επάγγελμα που να έχει τους υπηρέτες που του αξίζουν, γιατί είναι η πνευματικότερη και η ωραιότερη δουλειά που υπάρχει.

    13.11.2010 Τσιροπούλου Τζένη «Στάθης Λιβαθινός: Μακάρι να έχουμε μία τέχνη που η εξουσία θα προσπαθεί να τη φιμώσει», tvxs.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Οι βασιλιάδες είναι μόνο προσωρινοί!

    Ο Βασιλιάς Ληρ έρχεται στο Παλλάς

    Η βραβευμένη παράσταση του έργου του Ουίλιαμ Σαίξπηρ “Βασιλιάς Ληρ” με τον Νικήτα Τσακίρογλου στον ομώνυμο ρόλο σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, μετά την μεγάλη επιτυχία της στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, έρχεται στην Αθήνα, στο Παλλάς, την Κυριακή 7 Νοεμβρίου του 2010 στις 21.00 για λίγες παραστάσεις. “Ο Βασιλιάς Ληρ, λέει ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός, είναι μια εμπνευσμένη θεατρική ιστορία πάνω στο αιώνιο θέμα της πάλης των γενεών, αλλά και η μεγάλη τραγωδία δυο πατεράδων που αρνούνται να υποχωρήσουν ή να αμφισβητηθούν. Αυτάρκεις, κυρίαρχοι, δεσποτικοί αλλά και ματαιόδοξοι γέροι, ο τρομερός Βασιλιάς Ληρ και ο υπήκοος του Κόμης Γκλόστερ δεν βλέπουν και δεν ακούν. Αφήνονται μακάριοι στον εφησυχασμό και την κολακεία. Ο Ληρ εξορίζει άδικα την αγαπημένη του κόρη. Ο Γκλόστερ αποκληρώνει τον ανύποπτο γιό του. Και οι δυο τους θα βρεθούν αντιμέτωποι με την πιο απάνθρωποι ίντριγκα, τη σκληρότητα και την εγκατάλειψη. Έτσι ο καθένας τους θα κατέβει σιγά σιγά όλα τα σκαλοπάτια της ζωής και θα ανακαλύψει για τον εαυτό του τα μεγάλα μυστικά της μέσα από την απόγνωση, την τρέλα και τον πόνο. Η απώλεια και η μοναξιά θα οδηγήσουν τον άλλοτε κραταιό Βασιλιά Ληρ στα άκρα και θα φανερώσουν όλη την ευαισθησία και το μεγαλείο του. Ο Ληρ θα δοκιμαστεί και θα πονέσει όσο δεν έχει πονέσει άνθρωπος ως τώρα. Στο κορυφαίο αυτό έργο, ο Σαίξπηρ δείχνει πως οι βασιλιάδες είναι μόνο προσωρινοί. Ατρόμητοι στην αρχή, απειλητικοί, αμείλικτοι τιμωροί , ώσπου ο χρόνος και η ιστορία να τους μετατρέψουν σε ανήμπορα τραγικά γεροντάκια. Την ίδια στιγμή που οι νέοι βιάζονται, δεν συγχωρούν και δεν περιμένουν, οι γέροι μαθημένοι στην εξουσία δεν ξέρουν πως ήρθε η ώρα να φύγουν και πως είναι αργά..”

    Μιλώντας για την παράσταση σε χθεσινή συνέντευξη τύπου στο φουαγιέ του Θεάτρου Παλλάς ο Στάθης Λιβαθινός μίλησε για μια παράσταση που γεννήθηκε σε δυο πόλεις αλλά και για ένα έργο βασισμένο σε πράξεις και όχι λόγια: ” Η παράσταση γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος με τον τότε καλλιτεχνικό διευθυντή Νικήτα Τσακίρογλου, που μας έδωσε την ευκαιρία να παλέψουμε με αυτό το υπέροχο έργο του Σαίξπηρ, να πειραματιστούμε πάνω σε αυτό χωρίς εκπτώσεις στην ενέργεια, στη σκέψη και στη δουλειά και στην Αθήνα με την υποστήριξη της Ελληνικής θεαμάτων που μας βοήθησε να πραγματοποιήσουμε αυτή την παράσταση κάτω από εξαιρετικές συνθήκες. Το έργο είναι πράξεις και όχι λόγια, γι αυτό και ελπίζω η παράστασή μας να είναι ανοιχτή σε πολλές αναγνώσεις. Σίγουρα έχουμε μπει σε μία εποχή όπου το θέατρο ξαναβρίσκει την ομαδική του ταυτότητα, δεν είναι μόνο θέατρο πρωταγωνιστών αλλά είναι ένα θέατρο στο οποίο οι άνθρωποι δουλεύουν ως σύνολο”.

    Ο Σαίξπηρ , το Μνημόνιο και η Σύγκρουση των Γενεών

    “Οι σκηνοθετικές προκλήσεις δεν διαφέρουν από οποιουδήποτε άλλου έργου, να δημιουργήσεις δηλαδή μία τέτοια πραγματικότητα που να αφορά τον σύγχρονο θεατή γιατί για μένα όλα τα είδη θεάτρου είναι επιθυμητά εκτός από το βαρετό θέατρο. Όταν έχεις ένα τέτοιο δημιούργημα, υπάρχουν βεβαίως θέματα επικοινωνίας του κοινού σε πολλά επίπεδα με το έργο όπως με τη φιλοσοφία του, με τις υποκριτικές δυνατότητες που δίνουν αυτοί οι ρόλοι στους ηθοποιούς, όπως η αντιστοιχία του με τα γεγονότα που συμβαίνουν μια και ο Σαίξπηρ δεν εξαντλείται σε κανένα επίπεδο, είναι ένα μιλφέιγ ατελείωτο και κάθε στρώση μπορεί να μιλήσει σε πάρα πολλά διαφορετικά θέματα της εποχής του. Η αντιστοιχία του έργου με τα γεγονότα του Δεκεμβρίου φοβάμαι ότι είναι πάρα πολύ έντονη αλλά δεν είναι η μόνη. Το μνημόνιο της σύγκρουσης των γενεών είναι πολύ πιο έντονο από οποιοδήποτε άλλο γεγονός. Η κρίση της εξουσίας όπως και η σύγκρουση των γενεών είναι κάτι το οποίο το ζούμε καθημερινά είτε σπάνε βιτρίνες είτε όχι. Αυτό είναι κάτι που ο Σαίξπηρ και η εποχή του καταλάβαινε πάρα πολύ καλά. Όταν οι νέοι βιάζονται να ‘ρθουν στα πράγματα και οι γέροι δεν βιάζονται καθόλου να φύγουν.

    Πάθος, οργή και συγγνώμη το μήνυμα του έργου

    “Ο Σαίξπηρ είναι μία κινητοποίηση των αισθήσεων και του μυαλού γενικότερα, είναι μία φιλοσοφική, μία αισθητική πράξη το να τον αντιμετωπίσεις και απευθύνεται σ ένα κοινό το οποίο στην εποχή του στεκόταν όρθιο. Εκείνο που πραγματικά πρέπει να συμβεί είναι ν’ ακούσει κανείς με τα αυτιά του μυαλού και της ψυχής τα βαθύτερα νοήματα που υπάρχουν σε αυτό το έργο με αποκορύφωμα τις τελευταίες του φράσεις. «Εμείς πρέπει να αντέξουμε τη θλίψη του άρρωστου καιρού μας». Αυτό είναι μία πράξη που την κάνει ένα θεατρικό έργο έτσι κι αλλιώς. Είναι μία πράξη προσέγγισης, παρηγοριάς, εξομολόγησης και ανάμνησης του ότι είμαστε άνθρωποι και ότι δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Αυτό είναι η μία πλευρά. Η άλλη έχει να κάνει με το συγκεκριμένο μήνυμα που θέλουμε σήμερα να φτάσει στην πλατεία. Θέλουμε ο θεατής που θα φύγει από τη παράσταση έχοντας εισπράξει το πάθος και την οργή όλων αυτών των ανθρώπων γηραιότερων και νεότερων, αλλά έχοντας εισπράξει και τη συγγνώμη τους γιατί υπάρχει μεγάλη πράξη μετάνοιας μέσα σε αυτό το έργο. Οι γέροι μετανιώνουν και ξαναγίνονται παιδιά και τα παιδιά βλέποντας τα πάθη των γέρων εξανθρωπίζονται. Βλέποντας όλη αυτή την ιστορία που έχει να κάνει με την αρχαία τραγωδία , έχουμε τη ελπίδα ότι το κοινό θα φύγει από την αίθουσα και θα έχει πάρει κάτι. Θέλουμε ο άνθρωπος που θα φύγει από την αίθουσα να μην θέλει να πεθάνει, να θέλει να ζήσει ακόμα μια μέρα. Αυτό είναι το μυστικό των μεγάλων συγγραφέων και των μεγάλων έργων.”

    Νικήτας Τσακίρογλου: ” Η παράσταση γεννήθηκε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, πήγε στο Βελιγράδι και εκεί τελείωσε μαζί με την θητεία μου σαν καλλιτεχνικός διευθυντής. Δουλέψαμε δημιουργικά 4 μήνες για να δημιουργηθεί αυτή η παράσταση, καθημερινά. Με την εμπειρία που έχω πενήντα χρόνια στο θέατρο, πρόκειται για μία διαφορετική παράσταση, την οποία δεν μπορώ να την εντάξω στις παραστάσεις αυτές τις συμβατικές που δημιουργούνται απλά για να παρουσιαστούν στο κοινό. Δεν ακολουθεί την περπατημένη ενός κρατικού θεάτρου. Αντίθετα είναι μία δημιουργία που φτιάχτηκε στον δρόμο, επηρεασμένη από τα γεγονότα του Δεκεμβρίου, με την δολοφονία του νέου αυτού πλάσματος που μας επηρέασε πάρα πολύ καθώς δεν τα βίωνε μόνο η Αθήνα αλλά και η Θεσσαλονίκη. Εκεί ακουμπάει αυτή η παράσταση. Το γεγονός αυτό την έκανε σύγχρονη. Και σήμερα είναι σύγχρονη αυτή η παράσταση γιατί ο Σαίξπηρ από τότε διαπραγματεύεται το θέμα της κρίσης της εξουσίας. Επειδή βιώνουμε και τώρα κρίση, το έργο εξακολουθεί να είναι σύγχρονο.

    Είναι μία παράσταση διαφορετική βασισμένη πάνω σε μία διαφορετική δουλειά με σπουδαίους συνεργάτες και ηθοποιούς, νέους ανθρώπους. Εγώ είμαι ο γεροντότερος σε αυτήν την παράσταση και παίρνω δύναμη και ενέργεια από τα νέα παιδιά που συμμετέχουν, τους 20 ηθοποιούς και τους τρεις μουσικούς. Μέσα από αυτή την ροκ μουσική. Είναι μία ροκ σκληρή θυμωμένη παράσταση όπως την έχει γράψει ο Σαίξπηρ στην εποχή του. Μακάρι να μην υπήρχαν αυτά τα κοινωνικά, τα πολιτικά γεγονότα ώστε τα έργα να μην είναι πλέον σύγχρονα αλλά φαίνεται ότι τα προβλήματα από την γέννηση του πολιτισμού και εννοώ την αρχαία τραγωδία, υπάρχουν και θα υπάρχουν και δυστυχώς. Μακάρι η τέχνη κάποια στιγμή να ασχοληθεί με άλλα πράγματα.

    02.11.2010, Ραμαντάνη Δέσποινα «Ο Βασιλιάς Ληρ έρχεται στο Παλλάς», theaterviewsite.blogspot.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Χειροκροτήθηκε για 15 λεπτά!

    Μπορεί η θέση που άφησε να έχει μπει στο στόχαστρο πολλών, όμως εκείνος αποθεώθηκε στο Βελιγράδι! Ο Νικήτας Τσακίρογλου –πρώην διευθυντής του ΚΘΒΕ- δέχτηκε θερμή υποδοχή από το κοινό της Σερβίας στην παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος «Βασιλιάς Ληρ», που παρουσιάστηκε πρόσφατα στο Εθνικό Θέατρο του Βελιγραδίου. Έχει υπογραφεί πρωτόκολλο συνεργασίας μεταξύ των δύο θεάτρων και μολονότι αποχώρησε από το πόστο, δεν μπορούσε να απέχει. Άλλωστε κρατάει τον πρωταγωνιστικό ρόλο (η σκηνοθεσία είναι του Στάθη Λιβαθινού). Αν και το θεατρόφιλο κοινό της Σερβίας είναι πολύ απαιτητικό, καταχειροκροτούσε όρθιο επί 15 λεπτά τους πρωταγωνιστές που υποκλίνονταν μπροστά του μετά το τέλος της παράστασης. Ανάμεσα στους επιφανείς που τον παρακολούθησαν ήταν ο υπουργός Πολιτισμού της Σερβίας Νεμπόισα Μπράντις και ο θεοφιλέστατος επίσκοπος Εγαρίου Πορφύριος, η σύζυγος του κ. Τσακίρογλου Χρυσούλα Διαβάτη και βέβαια ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Βελιγραδίου Μπόζινταρ Τζούροβιτς.

    06.06.2009, Τερ. Παπ. «Ο Τσακίρογλου αποθεώθηκε στο Βελιγράδι», Espresso

  • Ροκ, όπως Λιρ

    ΚΘΒΕ
    Σαίξπηρ «Βασιλιάς Λιρ»
    σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός

    Μπορεί να μην απογειώνεται, μπορεί και να φιλοδοξεί περισσότερα από όσα εντέλει πετυχαίνει, οπωσδήποτε όμως ο «Λιρ» του Στάθη Λιβαθινού είναι παράσταση αξιοθέατη. Όχι τόσο για την εκσυγχρονιστική, ροκ αισθητική και τα ευρήματά της, όσο για το σύστημά της, για τη συνοχή της, αλλά και για τη σαφήνεια της άποψης, στοιχεία που αποκαλύπτουν θεατροθεωρία γερή και σκηνοθετικό φρόνημα αποφασισμένο. Πιο συγκεκριμένα, το σύμπαν του Λιβαθινού ζωντανεύει μέσα στο σκηνογραφικό bric-a-brac της Ελένης Μανωλοπούλου (σακιά, καρέκλες στοιβαγμένες ανάποδα, δύο κινητές σκάλες φορτωμένες με πανοπλίες και ένα σωρό άλλα αντικείμενα εν είδει παλαιοπωλείου), το οποίο απεικονίζει έναν κόσμο σε αταξία, αλλά και σε ετοιμότητα: το σκονισμένο και το παλαιό αναδομούνται αμοιβαδοειδώς και συνέχεια, αν και δίχως να καταλήγουν σε νέα, σταθερή τάξη. Σε τούτο το κλίμα, όπου αναβιώνει κάτι από τη μονοκόμματη τραχύτητα του Μεσαίωνα και του Μαντ Μαξ, οι νεότεροι ήρωες του «Λιρ» εμφανίζονται δοσμένοι στην άξεστη ορμή τους: ντυμένοι με τζάκετ, αλυσίδες και δερμάτινα, ενίοτε με θεαματικό μακιγιάζ, διεκδικούν βουλιμικά και φτάνουν στα άκρα, θέλουν να ζήσουν και να εξουσιάσουν. Στη ρωμαλέα ποίηση του κειμένου ο σκηνοθέτης προσθέτει την επιθετική ένταση της κίνησης και της εκφοράς, μαζί και την ισχυρή μουσική πρόταση του Θοδωρή Αμπατζή. Η παράσταση άλλωστε παίζει με τους ήχους και τις δονήσεις, καθώς και με τα βροντερά πήγαινε-έλα των ηθοποιών στην πλατεία και τη ζωντανή παρουσία των μουσικών επιδιώκει να μεταδώσει τον τόνο της στις αισθήσεις του θεατή. Μόνο που κάποιες στιγμές αντί να είναι δυνατή, όπως το θέλει, γίνεται θορυβώδης. Αντί για γνήσια θυμωμένη, απλώς νευρική. Προκειμένου πάντως να επικαιροποιήσει το έργο, ο Λιβαθινός συνδυάζει εικόνες και ατμόσφαιρες ροκ συναυλίας, μιούζικαλ και μοντέρνας όπερας, ενώ οι βίαιες σκηνές (η τύφλωση του Γκλόστερ για παράδειγμα) αποκτούν κομίστικα γκροτέσκ αποχρώσεις. Παρόλο που οι παραπάνω τακτικές χρησιμοποιούνται με άκρα προσοχή, έτσι ώστε να μην τραυματίζεται το ήθος της γραφής – πόσο καλή, αλήθεια, η μετάφραση του Διονύση Καψάλη! – το παραστασιακό αποτέλεσμα είναι κατά τι πιο ανώδυνο και θεαματικό από όσο ίσως θα χρειαζόταν για να καταστεί αξέχαστα δραστικό. Εντυπωσιάζει πάντως το διεισδυτικό κριτήριο του σκηνοθέτη ως προς τη στελέχωση του εγχειρήματος, αφού το σύνολο των ηθοποιών, όσοι για πρώτη φορά βλέπουμε, αλλά και όσοι ήδη γνωρίζουμε από προηγούμενες εμφανίσεις τους στην πόλη, είναι πράγματι περιπτώσεις εκλεκτές, με ικανότητες και προσωπικότητα. Εκτός από τον Νικήτα Τσακίρογλου (Λιρ), που, ως ρημαγμένη μεγαλειότητα, επιβεβαιώνει ακόμη μια φορά την υψηλή ερμηνευτική του κλάση, και, εκτός από τις κόρες του (Δημητρίου, Σπυροπούλου, Γιακουμή) σημειώνουμε ενδεικτικά τον Τρελό του Αστέρη Πελτέκη, τον Γκλόστερ του Γιάννη Χαρίση, τον Έντγκαρ του Στέλιου Ανδρονίκου.

    10.05.2009, Χ.Σ. «Ροκ, όπως Λιρ», Μακεδονία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ροκ της βίας, της απάτης, της αχαριστίας

    Το έργο

    Ήταν μια φορά ένας βασιλιάς, ο Λιρ. Που όταν γέρασε αποφάσισε να μοιράσει το βασίλειό του στις κόρες του. Τις ρώτησε όμως πια τον αγαπάει περισσότερο. Οι δύο μεγαλύτερες, η Γονερίλη και η Ρεγάνη, εξαντλήθηκαν σε λόγια μεγάλα και κολακείες. Η μικρή, η Κορντέλια, απάντησε τίμια και μετρημένα. Ο Λιρ δεν το εκτίμησε. Έδωσε το μερίδιό της στις άλλες δύο με τον όρο να τον φιλοξενούν εναλλάξ και παρέδωσε τη Κορντέλια στο Βασιλιά της Γαλλίας που την είχε ζητήσει σε γάμο και δέχτηκε να την πάρει χωρίς προίκα. Ο πιστός Κόμης του Κεντ ξεσηκώθηκε μπροστά στην αδικία και ο Λιρ τον έδιωξε. Σύντομα, όμως, οι δύο «καλές» κόρες αποκάλυψαν τον πραγματικό εαυτό τους: ο Λιρ πεταμένος και πληγωμένος, θα βρεθεί, άστεγος και πένης, να περιπλανιέται στις ερημιές με μόνους συντρόφους τον γελωτοποιό του και τον Κεντ που γύρισε κοντά του μεταμφιεσμένος σε υπηρέτη. Παράλληλα, ένας άλλος πιστός του Λιρ, ο Κόμης του Γκλόστερ, έπεσε αφελώς θύμα πλεκτάνης του νόθου γιου του Έντμοντ κατά του αδελφού του Έντγκαρ, νόμιμου γιου του Γκλόστερ, για να κληρονομήσει τον πατέρα τους. Ο Έντγκαρ το σκάει μεταμφιεσμένος σε τρελό ζητιάνο και σμίγει με την αξιολύπητη συντροφιά του Λιρ. Η τύχη θα φέρει μαζί τους και τον ίδιο τον Γκλόστερ. Που ο Δούκας της Κορνουάλης, ο άντρας της Ρεγάνης, τον τύφλωσε μετά από προδοσία του Έντμοντ. Η Κορντέλια και τα στρατεύματα της σωτηρίας από τη Γαλλία θα φτάσουν αργά. Ο Λιρ, που τα μυαλά του σάλεψαν από την απόγνωση, θα συνέλθει και θα προλάβει να αγκαλιάσει αυτή που τον αγαπούσε «όσο έπρεπε» αλλά θα πεθάνουν και οι δυο τους. Όπως και οι άλλες δύο κόρες, ο Γκλόστερ, ο Δούκας της Κορνουάλης, ο Έντμοντ… Και θα μείνουν μόνο ο Έντγαρ, ο Κεντ και ο Δούκας του Όλμπανι – ο σύζυγος της Γονερίλης ο οποίος είδε έγκαιρα την αλήθεια – που «πρέπει να αντέξουν τη θλίψη του άρρωστου καιρού τους». Οι καιροί όμως καθόλου δεν έχουν αλλάξει… Γι’ αυτό ο «Βασιλιάς Λιρ» (1603-1606) είναι σημερινός και αυριανός –κάποιες στιγμές ηχεί σαν Μπέκετ. Ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ άφησε το σπουδαιότερο, μετά τον «Άμλετ» του και ορισμένες αρχαίες τραγωδίες, θεατρικό έργο που γράφτηκε ποτέ: ένα απόλυτο λαϊκό παραμύθι, πολυπλόκαμο, που στην ουσία δεν είναι παρά μία υπαρξιακή πραγματεία. Ένα κείμενο παλλόμενο, βαθύτατα ανθρώπινο για τη ματαιότητα της απληστίας, τη δύναμη της βίας και της αχαριστίας, τη μικρότητα των ανθρώπινων σχέσεων αλλά και τη μεγαλοσύνη της αγάπης και της συγχώρεσης.

    Η παράσταση

    Ο Στάθης Λιβαθινός άδραξε αποφασιστικά την έξοχη μετάφραση του Διονύση Καψάλη και με την αποφασιστική συμβολή του Θοδωρή Αμπαζή και των μουσικών του που εκτελούνται ζωντανά, της κίνησης που δίδαξε ο Νικολάι Κάρποφ, των ευέλικτων σκηνικών – κάτι σαν επιστρώσεις που έχουν δημιουργήσει πάνω στο έργο οι αιώνες οι οποίοι έχουν μεσολαβήσει – της Ελένης Μανωλοπούλου και των κοστουμιών της και των φωτισμών του Αλέκου Αναστασίου οργάνωσε με τόλμη αλλά και με γνώση και μέτρο μια ηφαιστειακή έκρηξη. Η παράστασή του εκρήγνυται πάνω από ένα μαύρο κρατήρα που καταπίνει τα πάντα. Και σε συμπαρασύρει στο σαιξπηρικό σύμπαν με το ροκ αλλά όχι επιπόλαια σχεδιασμένο περίβλημά της και με μικρές, διακριτικές, αναφορές της στο ελληνικό σήμερα. Ένα σύμπαν βίαιο, άγριο, πουν το διαπερνούν σκηνές υπέρτατης συγκίνησης, όπως όταν ο Λιρ φέρνει το δάκρυ της Κορντέλιας με το ακροδάχτυλό του στη γλώσσα για να το γευτεί.

    Οι ηθοποιοί

    Ο σκηνοθέτης ενέπνευσε το πλήθος των νέων, κυρίως, ηθοποιών του και συγκρότησε ένα σφριγηλό, εξαιρετικής ομοιογένειας και εκρηκτικής ενέργειας σύνολο. Κι ας διακρίνονται επιμέρους απειρίες και αδυναμίες. Τιμώντας όλους ξεχωρίζω τον Ευθύμη Παππά, τον Στέλιο Ανδρονίκου και, κυρίως, τον Μελέτη Ηλία που πλάθει έναν Κεντ αξιομνημόνευτα επιβλητικό. Ο Νικήτας, Τσακίρογλου από τους ελάχιστους γκραν ρολίστες που διαθέτουμε, πλάθει έναν συγκλονιστικό Λιρ: με μέγεθος και κύρος στη δύναμή του, με βαθιά ανθρωπιά στην αδυναμία του. Ένας ρόλος που σημαδεύει την πορεία του. Η κραυγή του στο τέλος, πάνω από τα συσσωρευμένα πτώματα – η Κραυγή του Ανθρώπου –, θα με συνοδεύει.

    Σούμα

    Η καλύτερη παράσταση που είδα φέτος.

    17.04.2009, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Ροκ της βίας, της απληστίας, της αχαριστίας», Ταχυδρόμος

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Το τέταρτο κουδούνι

    […] Θα ‘θελα να πετάξω απ’ το μυαλό μου κάθε σκέψη για το καλλιτεχνικό διευθυντή του ΚΘΒΕ Νικήτα Τσακίρογλου και για όλα όσα ακούω να συμβαίνουν εκεί, στη Θεσσαλονίκη – εξάλλου είμαι μακριά για να ξέρω καλά τα πράγματα και τις αποχρώσεις τους. Και ν’ αφήσω διάπλατα ανοιγμένη την καρδιά μου στον Ηθοποιό Νικήτα Τσακίρογλου. Και στην ερμηνεία του ως σαιξπηρικός Βασιλιάς Ληρ στην παράσταση του Στάθη Λιβαθινού στο «Βασιλικό». Έχει κάνει ο Τσακίρογλου ρόλους και ρόλους. Σπουδαίους. Και σπουδαία. Ακόμα θυμάμαι τον Κλοβ του στο «Τέλος του παιχνιδιού», ή τον Έντγκαρ του, στον «Ληρ» και πάλι, ή τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ του στο έργο του Τερζάκη, ή εκείνο τον Τεράστιο Προμηθέα του, αλλά ο Ληρ είναι το κάτι άλλο – λίγο «νυν απολύεις τον δούλο σου». Ο τρόπος και μόνον, ο σπαρακτικός, που ο Τσακίρογλου νοτίζει το δάχτυλό του με το δάκρυ της Κορντέλια και το φέρνει στα χείλια του…

    Κι η ερμηνεία αυτή είναι επιπλέον ο άξονας μιας εξαιρετικής παράστασης – για μένα η καλύτερη της χρονιάς. Ο Στάθης Λιβαθινός τόλμησε χωρίς να εντυπωσιοθηρεύσει, μοντέρνισε αλλά με γνώση και μέτρο, πρωτοτύπησε χωρίς να εξυπνακίσει. Το αποτέλεσμα: ένα ε-κρη-κτι-κό τρίωρο. Με μεγάλες στιγμές. Όσο για τους νέους, στην πλειονότητά τους, ηθοποιούς της παράστασης ένιωσα πως σα να βρήκαν επιτέλους την ευκαιρία να αποτινάξουν τη μιζέρια του ηθοποιού του «καταδικασμένου» στο ΚΘΒΕ και τον μικρόκοσμο του και να εκτιναχτούν – κυριολεκτικά εκτινάζονται!

    Είδα, σ’ ένα γεμάτο «Βασιλικό», το ετερογενές κοινό – κόσμος που τον έφεραν τα πούλμαν, μαθητές, αστοί της απογευματινής… – καθηλωμένο σ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, να χειροκροτάει σύσσωμο στο τέλος, να φωνάζει «μπράβο» και – ναι! – να σηκώνεται όρθιο.

    Ο «Ληρ» του Λιβαθινού και του Τσακίρογλου, τώρα που «πρέπει να αντέξουμε τη θλίψη του άρρωστου καιρού μας», όπως λέει κι ο Σαίξπηρ στο φινάλε του έργου, δεν ξέρω πώς, αλλά πρέπει να ‘χει συνέχεια. Είναι η πρώτη, εδώ και πολλά χρόνια, παράσταση του ΚΘΒΕ που θα μπορούσε χωρίς δισταγμό να μας εκπροσωπήσει εκτός συνόρων. […]

    16.04.2009, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Το τέταρτο κουδούνι», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο «Λιρ» κέρδισε το στοίχημα

    Δεν γνωρίζω με ποιες ακριβώς προοπτικές ξεκίνησε η παράσταση του Βασιλικού, πάντως ούτε οι πιο αισιόδοξοι δεν θα περίμεναν τόση επιτυχία. Μετά τη συνάθροιση του πλήθους και τον ενθουσιασμό του από τη σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, ίσως ήλθε ο καιρός να αναθεωρήσουμε κι εμείς μερικές από τις σταθερές μας προκαταλήψεις: όπως το ότι μια ροκ, προχωρημένη, «βάρβαρη» επέμβαση στο σώμα του κλασικού θεάτρου δεν μπορεί να διεκδικεί λαϊκά ερεθίσματα. Μπορεί. Αρκεί να συνοδεύεται από σοβαρότητα, βάθος και μια καλή ερμηνεία σε πρωταγωνιστικό ρόλο.

    Η παράσταση του Βασιλικού τα έχει όλα αυτά. Και επίσης τη μετάφραση του Διονύση Καψάλη που ευδοκιμεί στο Βασιλικό: ανοικτή σε φωνήεντα, απλή και καίρια, δείχνει πρόθυμη να μεταδώσει το νόημα του κειμένου, ακόμα και γειώνοντας κάτι από την ποιητική του ενέργεια.

    Από τη μεριά του, ως σκηνοθέτης, ο Στάθης Λιβαθινός πέτυχε νομίζω διπλά: αποστόμωσε πρώτα όλους όσοι αμφισβητούσαν την ικανότητά του να σκηνοθετεί σε μεγάλη σκηνή μεγάλο έργο με μεγάλους πρωταγωνιστές. Το έχω επισημάνει και παλιότερα, ότι είναι σκηνοθέτης που αποδίδει καλύτερα σε χώρους μικρούς, σε θέατρα δεδομένης συντροφικότητας και επικοινωνίας. Το στοίχημα ήταν αν μπορεί να δώσει και μια πλατύτερη σκηνοθεσία, που προβάλλει ανάγλυφες ποιότητες του θεατρικού λόγου. Αν μπορεί, με λίγα λόγια, να υπηρετήσει μια αντίληψη που αφορά από τα πρώτα καθίσματα μέχρι τον τελευταίο εξώστη.

    Το άλλο μέρος της επιτυχίας ωστόσο – και πιο σημαντικό – αφορά τη σχέση που αποκτά, με αυτήν την παράσταση του Λιρ, το σεξπιρικό κείμενο με την πόλη της Θεσσαλονίκης. Δεν είναι μόνο ζήτημα προσέλευσης του κοινού: Μέσα από τη διαρκή, αμφίδρομη επικοινωνία και την παρέμβαση της ροκ μουσικής, ο Λιρ ανάγεται στην αλληγορία μιας γενιάς που δίνει στα παιδιά της τα πάντα, εκτός από το δικαίωμα της ελεύθερης σκέψης. Σε παράδειγμα μιας γενιάς κακομαθημένης και διεφθαρμένης που δεν μπορεί παρά να δώσει ακόμη περισσότερο κακοποιημένους και διεφθαρμένους απογόνους. Ο Λιβαθινός επεκτείνει έτσι την ερμηνεία του Λιρ ως τα γκράφιτι που γέμισαν τον περσινό Δεκέμβρη τους τοίχους του Βασιλικού Θεάτρου. Θαυμάσιο παράδειγμα για το πώς η καλλιτεχνική πράξη μπορεί να εναλλάσσει νόημα με το φορτίο της εποχής της.

    Η παράσταση βέβαια ανήκει και στους ηθοποιούς της. Κατ’ αρχάς στο πρόσωπο του Λιρ, που παίρνει χαρακτήρα και έκφραση από τον Νικήτα Τσακίρογλου. Η επιλογή του διευθυντή του Κρατικού ήταν πιστεύω μια ριψοκίνδυνη απόφαση: Από άλλο υλικό φτιαγμένος, φερμένος από άλλη παράδοση και πρέσβης μιας άλλης «ψυχολογίας», ο πρωταγωνιστής θα μπορούσε από μόνος του να τινάξει τα πάντα στον αέρα. Κι όμως, για κάποιο μαγικό λόγο τα πάντα λειτούργησαν. Η στόφα του – που του επιτρέπει να κρατά γερά τα γκέμια ενός ρόλου σαν του Λιρ – ενώθηκε με τους νέους καλλιτέχνες σε ένα γοητευτικό μείγμα.

    Όχι, βέβαια, πως αυτό κάνει τα πάντα θετικά: Ορισμένοι ηθοποιοί έμοιαζαν πράγματι ανέτοιμοι για το φορτίο που ανέλαβαν. Και σε αρκετές σκηνές η άνιση επεξεργασία του υλικού ήταν εμφανής, έστω και κάτω από το μουσικό χαλί του Θοδωρή Αμπαζή. Το μήνυμα όμως παρέμενε σαφές και δυνατό: Το χάσμα των γενεών είναι πρωτίστως χάσμα λέξεων. Καθώς η σκηνή του Βασιλικού κατακλύζεται από τα σκουπίδια, στη σκηνογραφία της Ελένης Μανωλοπούλου, ο Λιρ έχει ήδη χάσει, πριν από τη βασιλεία του, όσες αξίες θα ήθελε να μεταδώσει στα παιδιά του.

    11.04.2010, Ιωαννίδης Γρηγόρης «Ο «Λιρ» κέρδισε το στοίχημα», Ελευθεροτυπία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο Νικήτας Τσακίρογλου μιλάει για τον «Βασιλιά» και το ΚΘΒΕ: «Εγώ διδάχτηκα από τον Ληρ, όσοι με υπονομεύουν από ποιον θα διδαχθούν;»

    «Στη σκηνή μπορεί να τα δίνω όλα. Στη ζωή δεν μπορώ και δεν θέλω», λέει ο Νικήτας Τσακίρογλου, που προκαλεί αίσθηση ως Ληρ στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.

    Ηθοποιός μεγέθους, όπως προκύπτει και από την τελευταία του ερμηνεία στον σαιξπηρικό «Βασιλιά Ληρ» και ταυτόχρονα διευθυντής με αμφισβητούμενη δυνατότητα διαχείρισης του μονίμως πάσχοντος ΚΘΒΕ, ο Νικήτας Τσακίρογλου ερμηνεύει επί τρίωρο κάθε βράδυ, με εντυπωσιακή δεινότητα, τον «Βασιλιά Ληρ» και κάθε πρωί έναν άλλο ρόλο: Αυτόν τον διαχειριστή του δημοσίου χρήματος σ΄ έναν ιδιαίτερα μεγιστοποιημένο (έχει 391 εργαζόμενους) θεατρικό οργανισμό, του οποίου η «τρύπα» στον προϋπολογισμό μεγεθύνεται καθημερινά, όπως και οι συνδικαλιστικές διεκδικήσεις.

    «Πιστεύω στον συνδικαλισμό, το θέατρο όμως απαιτεί ιερατική αντίληψη. Είναι σαν να μου λέτε ότι δεν θα λειτουργήσει μια εκκλησία, γιατί κάνουν απεργία οι παπάδες», δηλώνει.

    Η συνάντησή μας γίνεται έπειτα από ένα τραγελαφικό επεισόδιο μεταξύ του ίδιου κι ενός ηθοποιού πρώην συνδικαλιστή, του οποίου δεν ανανεώθηκε η σύμβαση. Ο ηθοποιός διαμαρτυρήθηκε έντονα, ο διευθυντής ταράχθηκε – «κινδύνευσε η σωματική μου ακεραιότητα» ισχυρίζεται -, κάλεσε την Αστυνομία και αντάλλαξαν μηνύσεις.

    Συνεργάτες σας σχολίαζαν πως με τον «Ληρ» παίζετε τον εαυτό σας. Τις επιπτώσεις της κακής διαχείρισης της εξουσίας…
    Όχι καλοπροαίρετα υποθέτω… Έχω συνεχείς παρεμβάσεις στο έργο μου από μέλη του Δ.Σ. Με υπονομεύουν. Βρίσκομαι εδώ για να εκτελώ αποφάσεις του Δ.Σ. όταν αυτές είναι νόμιμες. Το ξέρω πως αυτό που κάνω είναι δονκιχωτισμός, αλλά το θέμα είναι πού να βρω εγώ το δίκιο μου. Το ζήτημα του εργαζομένου θα λυθεί. Ο Ληρ μου δίδαξε πολλά, αλλά το θέμα είναι πως εγώ είχα την ευκαιρία να τον ερμηνεύσω. Αυτοί από ποιον θα διδαχθούν; Σ’ αυτό το θέατρο ήρθαμε όλοι για να προσφέρουμε. Σέβομαι τα προβλήματα της Θεσσαλονίκης, που δεν κατάφερε να αναπτυχθεί τόσο πολιτιστικά όσο να «δικαιολογεί» τόσες θέσεις εργασίας, αλλά πρέπει να διαφυλάξω κι εγώ τη σωματική μου ακεραιότητα.

    Τελικά νιώθετε πως στη σκηνή ερμηνεύετε τον εαυτό σας σε σαιξπηρικό περιβάλλον;
    Είναι μια παράσταση αυτή που έστησε ο Στάθης Λιβαθινός, που δεν υπάγεται σ’ αυτή καθαυτή τη θεατρική πράξη, αλλά σ’ ένα κοινωνικό φαινόμενο που υπάγεται στο σύγχρονο γίγνεσθαι… Όταν αρχίσαμε τις πρόβες δεν ήξερα που θα με οδηγούσε. Ο ρόλο προέκυψε μέσα από αυτοσχεδιασμούς, αλλά και την ίδια την κοινωνικοπολιτική κατάσταση που βιώναμε με τα γεγονότα του Δεκεμβρίου, τις πορείες, τις επιθέσεις, τις καταστροφές, την ένταση από τις απεργίες και τα «παιχνίδια εξουσίας» εντός του θεάτρου.

    Δεν είναι μια «κλασική» παράσταση «Ληρ», σε αντίθεση με απόψεις που εκφράζατε προ τετραετίας, όταν αναλαμβάνατε το ΚΘΒΕ…
    Ο Σαίξπηρ από τη φύση του έχει μέγεθος κλασικού απλώς γιατί μιλάει στη σύγχρονη εποχή. Το κλασικό δεν είναι μια έννοια που την κλείνουμε στο σεντούκι και την πασπαλίζουμε με ναφθαλίνη προκειμένου να διατηρηθεί. Ερχόμενος – πράγματι – έβλεπα συντηρητικά με στόχο να φέρω στο θέατρο μια σειρά ανθρώπων που είχαν απομακρυνθεί λόγω των λεγόμενων «νεωτερισμών». Όμως κατάλαβα ότι κι άνθρωποι ωρίμασαν και θα τους κούραζε η επανάληψη του συντηρητισμού. Αξίζουν οι «νεωτερισμοί» (ροκ μουσική, βίαιη κίνηση) της παράστασης. Το επιτρέπει το μέγεθος του ίδιου του έργου…

    Υπερεξουσία και αυτογνωσία

    Στην αναλογία των εποχών και εξουσιών, άραγε ο Νικήτας Τσακίρογλου νιώθει πως ζει τον Ληρ; «Υπό αυτή την έννοια και υπό τις καταστάσεις που καλούμαι να αντιμετωπίσω… ναι, παίζω τον εαυτό μου» λέει. «Αρχικά ο Ληρ μοίρασε την εξουσία. Όταν όμως είδε τον τρόπο με τον οποίο τον αντιμετώπισαν έφτασε εκεί που έφτασε. Η υπερεξουσία οδηγεί εκ των πραγμάτων στην αυτογνωσία. Η καλλιτεχνική διεύθυνση είναι οπλισμός, δεν είναι τρόπος να ξεφεύγεις από το μέτρο. Ο Ληρ θα μπορούσε να είναι ο Αγαμέμνονας ή ο Οιδίποδας, αλλά έτσι μπαίνουμε σ’ ένα κοινωνικό – ψυχολογικό θέατρο, που δεν το θέλει ο Σαίξπηρ. Αυτό το έκαναν οι τραγικοί. Φόρτωναν τα λάθη στους θεούς».

    «Είναι άποψη σκηνοθετική να μην είναι εξωστρεφής ο λόγος αυτός καθαυτός στον ‘Ληρ’, αλλά βίαιος δια της κίνησης» λέει ο Τσακίρογλου. «Εξάλλου, σήμερα αυτή η σύγκρουση γενεών και απόψεων, δια πράξεων βίαιων γίνεται».

    11.04.2009, Χαρισοπούλου Βίκυ «Ο Νικήτας Τσακίρογλου μιλάει για τον «Βασιλιά» και το ΚΘΒΕ: Εγώ διδάχτηκα από τον Ληρ, όσοι με υπονομεύουν από ποιον θα διδαχθούν;», Tα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο Λιρ στη χώρα των… κόμικς

    Έργο κορυφαίο του Σέξπιρ για την αλαζονεία της εξουσίας και την τραγική συντριβή της, ο «Βασιλιάς Λιρ» (1606) παρουσιάζεται αυτό τον καιρό στη Θεσσαλονίκη από το ΚΘΒΕ, στο Βασιλικό Θέατρο.

    Με τη σκηνοθετική του ματιά ο Στάθης Λιβαθινός (ένας από τους καλύτερους που διαθέτουμε στο ελληνικό θέατρο) θέλησε να ξεσκονίσει, να «φρεσκάρει» το έργο προσελκύοντας έτσι ένα πιο νεανικό κοινό. Παραήταν όμως μεγάλο το… ξεσκόνισμα. Ο στοχαστικός και ποιητικός λόγος του Σέξπιρ (σε καλή μετάφραση του Διονύση Καψάλη) χάθηκε στον καταιγισμό της εικόνας ενός γκόθικ παραμυθιού, που θύμιζε κόμικς επιστημονικής φαντασίας αλλά και κινηματογραφικό… Μαντ Μαξ.

    Μαύρα πέτσινα μπουφάν με καρφάκια, μαύρες μπότες, μαύρα φορέματα, μαύρα κολλητά μπλουζάκια χωρίς μανίκια, μαύρες ελβιέλες. Φασαριόζικη ατμόσφαιρα μ’ έντονη κινητικότητα και διάφορα ακροβατικά από τους νεαρούς ηθοποιούς. Αν και λιτό το σκηνικό, δέσποζαν δύο σκάλες που μετατρέπονταν σε φρούρια και πολιορκητικές μηχανές. Η μουσική επένδυση του Θόδωρου Αμπαζή με χρώματα ροκ και ολίγη χέβι μέταλ, στο ύφος της τρίωρης παράστασης, παίζεται ζωντανά από τριμελές συγκρότημα κάτω από τη σκηνή.

    Σ’ αυτή τη σπιντάτη παραμυθένια εκδοχή του Σέξπιρ για νεολαίους, οι ρόλοι μοιάζουν σχηματικοί κι ολοφάνεροι στο ποιοι είναι οι καλοί, οι κακοί και οι άσχημοι. Υπάρχουν βεβαίως και ορισμένες σκηνές που αγγίζουν βαθύτερα τους… ενήλικους θεατές, όπως αυτές με τον Νικήτα Τσακίρογλου όταν ερμηνεύει τον συντριμμένο, ξεπεσμένο και φευγάτο Λιρ. Εκεί απολαμβάνεις τη στόφα ενός ηθοποιού, που διαθέτει πλούσια υποκριτική εμπειρία σε μεγάλους ρόλους.

    «Τι παράξενη που είναι αυτή η τέχνη της ανάγκης: κάνει τ’ ασήμαντα πολύτιμα», λέει κάπου ο περιπλανώμενος, τσακισμένος Λιρ. Τι κρίμα που πολύτιμα λόγια του Σέξπιρ στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης γίνονται… ασήμαντα ή αόρατα.

    06.04.2009, Βιδάλης Γιώργος «Ο Λιρ στη χώρα των… κόμικς», Ελευθεροτυπία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ατυχής Ληρ, επιτυχής «Γάμος»

    Βασιλιάς Ληρ Σαίξπηρ
    Σκην: Στάθης Λιβαθινός
    ΚΘΒΕ

    […]
    Με ρωτούν: Πώς ήταν ο Βασιλιάς Ληρ με τον Νικήτα Τσακίρογλου στη Θεσσαλονίκη; Σου άρεσε ή όχι; Ήταν καλό ή κακό; Τίποτα απ’ όλα αυτά. Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθινός για το Βασιλικό Θέατρο του ΚΘΒΕ ήταν -κατά τη γνώμη μου- απλώς λάθος. Κι αυτό επειδή: Η τέταρτη από τις μέγιστες τραγωδίες του Σαίξπηρ, που ο ποιητής έγραψε όταν είχε φτάσει στην κορυφαία του ώρα κι όταν ήταν πλέον σαράντα έξι χρόνων -πιθανότατα το 1603- αγγίζει «…τις σφαίρες στις οποίες μόνον ο Αισχύλος είχε ώς τώρα πλανηθεί», όπως αναφέρει ο Άγγελος Τερζάκης στο πρόγραμμα του «Βασιλικού Θεάτρου» -της Αθήνας- την περίοδο 1957 – 58. Η ιστορία του δεσποτικού γερο-βασιλιά που βλέπει τους άλλους να σκύβουν στις προσταγές του και να τον λατρεύουν σαν είδωλο, και που μοιράζει ολόκληρη την περιουσία του στις κόρες του, οι οποίες τελικά τον προδίδουν, εμπεριέχει το βαρύ παράπτωμα που οι αρχαίοι Έλληνες το έλεγαν «ύβρι».

    Βαθιά έξαρση

    Όμως στο δεύτερο -και αποφασιστικότερο- μέρος της τραγωδίας, όταν ο Ληρ μένει μόνος, εκεί τον βλέπουμε στις ώρες της αυτογνωσίας και του μεγάλου πάθους να επικοινωνεί με τις φυσικές δυνάμεις, να τις επικαλείται και να τις αναστατώνει. Υπάρχει μία βαθιά έξαρση στην κατάληξη της ιστορίας του Ληρ, μία αποθεωτική μεταρσίωση, όπως δεν την έχει συναντήσει κανείς παρά μόνο στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Σοφοκλή όταν κι εκεί ο ήρωας πλησιάζει την υπέρτατη και ευδαίμονα σοφία. Όμως, στην παράσταση του ΚΘΒΕ όταν ο γυμνωμένος από πρακτική εξουσία, ξεσπιτωμένος βασιλιάς αντιμετωπίζει και μιλάει σε τιτανική γλώσσα με τα στοιχεία της Φύσης, δηλαδή εκεί ακριβώς που βρίσκεται στην ύψιστη στιγμή του ουσιαστικού μεγαλείου του, στην «κατά Λιβαθινό» εκδοχή παριστάνεται σαν ένας γέρος άνθρωπος του οποίου τα λογικά έχουν σαλέψει και αντιδρά κάνοντας γκριμάτσες.

    Εκεί ακριβώς που έχει γιγαντωθεί φανταστικά παρουσιάζεται σαν ένας μικρός ασπρομάλλης γέρος που δεν έχει ΠΛΕΟΝ καμιά συναίσθηση της πραγματικότητας. Ως μία -περίπου- ψυχοπαθολογική περίπτωση άνοιας. Κρίμα. Κρίμα γιατί σε τέτοιους δρόμους έχει οδηγηθεί ένας πρώτης τάξεως ηθοποιός σαν τον Νικήτα Τσακίρογλου. Ο «Βασιλιάς Ληρ» δήλωνε σε συνεντεύξεις του ο Στάθης Λιβαθινός «επιχειρεί να προσεγγίσει όλους εκείνους που και σήμερα έχουν λόγους να θυμώσουν. Και τους γονείς και τους γιους». Και πως δεν είναι παρά ένα σκληρό παραμύθι όπου το πάθος των νέων ανθρώπων για μια ανεξάρτητη ζωή συγκρούεται με το πείσμα και τον παραλογισμό των γέρων. Επίσης, έλεγε πως είναι «η τραγική ιστορία τρελών που οδηγούν τυφλούς, αλλά και γέρων που γεννάνε αχάριστα παιδιά, η οποία παραμένει επίκαιρη όσο ποτέ». Μα προς Θεού!

    Ροκ παράσταση

    Μόνο ο επιδερμικός παρατηρητής ή «κι ένας αλύτρωτα υποδουλωμένος στην ευτελέστερη λογοκρατία» όπως τόνιζε κι ο Α. Τερζάκης, θα το έβλεπε έτσι. Τέλος πάντων. Τούτος ‘δω ο «Βασιλιάς Ληρ» διαφημίστηκε σαν μια ροκ παράσταση, με τη -ζωντανή- συνοδεία μπάσου, ηλεκτρικής κιθάρας και τύμπανου σε μια μουσική που έγραψε ειδικά για την παράσταση ο Θόδωρος Αμπατζής. Και με πολλά -πάρα πολλά- σούρτα φέρτα. Έχοντας ακόμα ολοζώντανη την μνημειώδη ερμηνεία του Βρετανού ηθοποιού Ιαν ΜακΚέλλεν, στον ίδιο ρόλο -στη σκηνοθεσία του Τρέβορ Ναν- όταν το «Royal Shakespeare Company» επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη για την Πολιτιστική Πρωτεύουσα -και κάνοντας τη σύγκριση με τον τωρινό «εκπολιτισμένο Ληρ»- δεν μένει παρά να μονολογήσει κανείς με τα λόγια του βάρδου «εσένα δεν σε μαγάρισε ποτέ ο πολιτισμός, εσύ μένεις φτωχό, γυμνό, δίποδο ζώο» (Πράξη γ, Σκ. 4, 110-113). […]

    05.04.2009, Παγιατάκης Σπύρος «Ατυχής Λιρ, επιτυχής Γάμος», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο Λιρ μου είναι ροκ

    Ένας σπουδαίος ηθοποιός σε ένα μεγάλο ρόλο. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου ο Νικήτας Τσακίρογλου να συναντηθεί με τον Βασιλιά Λιρ του Σέξπιρ. Η πρεμιέρα της πολυαναμενόμενης παράστασης, που σκηνοθετεί στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος ο Στάθης Λιβαθινός, είναι μεθαύριο Σάββατο (Βασιλικό Θέατρο).

    «Ο ‘Λιρ’ του Λιβαθινού είναι ένα νέο εγχείρημα, που θα συζητηθεί πολύ – είτε θετικά είτε αρνητικά. Κάνει μια ροκ παράσταση, με ροκ μουσική. Μια παράσταση που μιλά στη γλώσσα της εποχής μας», μας προλαβαίνει ο Τσακίρογλου, που γνώριζε πολύ καλά τη σεξπιρική τραγωδία: ήταν ο Έντμοντ στον Λιρ – Αλέξη Μινωτή (1957-1958) και στον Λιρ – Θάνο Κωτσόπουλο (‘69). «Η γλώσσα της εποχής είναι πλέον το επιθυμητό για τα κλασικά έργα», επιμένει.

    Θέτετε να απαντήσετε εμπράκτως σε όσους σας κατηγορούν για συντηρητισμό;
    «Το αν μια παράσταση είναι συντηρητική, φοβάμαι πως δεν εξαρτάται από το διευθυντή του θεάτρου. Ποτέ δεν έχω πει σε σκηνοθέτη ‘Κάνε την παράσταση έτσι ή αλλιώς’».

    Γιατί επιλέξατε τον Λιβαθινό για την επιστροφή σας στη σκηνή με τον μέγιστο, ίσως, σεξπιρικό ρόλο; Δεν έχετε ξανασυνεργαστεί.
    «Ο Λιρ είναι ένας ρόλος – ορόσημο. Ήθελα να τον κάνω. Και τον κάνω όταν βρήκα τον κατάλληλο σκηνοθέτη για να ακουμπήσω επάνω του».

    Πως ακριβώς δούλεψε το κείμενο ο Λιβαθινός;
    «Έχει μια μεθοδολογία, από τη θητεία του στη Ρωσία, διαφορετική από τη δική μας. Ξεκινά με εργαστηριακή δουλειά. Γι αυτό κι αρχίσαμε τις πρόβες τον Νοέμβριο. Δεν μπορώ να πω ότι έστησε μια μεταμοντέρνα παράσταση. Πάτησε πάνω στη νέα, ευθύβολη μετάφραση του Διονύση Καψάλη και στη ροκ μουσική του Θοδωρή Αμπατζή. Το βασικό στην παράσταση του είναι ότι δεν υπάρχουν ρόλοι».

    Δηλαδή;
    «Τελειώνει ένας ηθοποιός το ρόλο του και παίζει τον άλλο. Υποδύεται τον τρελό ή τον Έντγκαρ, αλλά αργότερα μπορεί να τον δεις να κάνει τον στρατιώτη. Είκοσι άνθρωποι επωμίζονται συνολικά το έργο».

    Αφεθήκατε τελείως «ανοικτός» στα κελεύσματα του ή κάποιες στιγμές «κλότσησαν» το ένστικτο και η πολύχρονη πείρα σας;
    «Είμαι πάντοτε ανοιχτός όταν διακρίνω ότι έχω να κερδίσω υποκριτικά. Και το έζησα σ’ αυτήν την περιπέτεια. Με τον Λιβαθινό βγαίνω από τα νερά μου, από όλα όσα γνώριζα ως σήμερα. Ήταν όμως βαθιά και η δική μου θέληση να φύγω από κάθε συμβατικότητα και να αποβάλω κάθε ευκολία μου. Επειδή ρόλοι σαν τον Λιρ είναι ρόλοι πρωταθλητισμού πρέπει να περάσεις τα όριά σου. Και για να τα περάσεις χρειάζονται άλλες δυνάμεις, άλλο μυαλό. Αν δεν ήταν τα πράγματα τόσο ερεθιστικά δεν θα τον σκεφτόμουν τον Λιρ. Δεν βρέθηκα στο ‘τιμόνι’ του ΚΘΒΕ για να ικανοποιήσω τις δικές μου φιλοδοξίες. Γιατί τότε κάθε χρόνο θα έκανα, όπως επιπρέπει ο νόμος, δύο σκηνοθεσίες ή δύο ερμηνείες».

    Ο Λιρ παραμένει στην παράσταση σας τραγικός ήρωας;
    «Ο Λιρ είναι τραγικό πρόσωπο, γιατί για να κερδίσει τη γνώση πρέπει να φτάσει από το μεγαλείο στην τέλεια ταπείνωση. Ο σεξπιρικός, δηλαδή, ήρωας συναντά τον Κρέοντα και τον Οιδίποδα Τύραννο. Παθός μαθός! Στον Λιρ βλέπουμε τη νοοτροπία των γηρατειών: μπορεί να τα δίνει όλα, αλλά τα δίνει τσιγκούνικα. Δε θέλει να απολέσει τα εξουσιαστικά προνόμια. Το έργο αφορά και τη σύγκρουση των γενεών, που κρύβει αρκετό θυμό. Κάτι που μας φέρνει στη σημερινή εποχή και ιδιαίτερα στα τελευταία επεισόδια που τράβηξε ο τόπος μας».

    Έχετε καθόλου αγωνία για το αποτέλεσμα;
    «Πάντα. Εδώ όμως δεν είναι η αγωνία του ηθοποιού, αλλά του διευθυντή. Θέλω να δουλέψει το ταμείο. Είναι άκρως σχιζοφρενικό να συνδυάζονται τα διευθυντικά καθήκοντα με την ηθοποιία!».

    Στον «Λιρ» παίζουν οι:

    Μαριάννα Δημητρίου (Γονερίλη), Πολυξένη Σπυροπούλου (Ρεγάνη), Ευτυχία Γιακουμή (Κορντέλια), Διονύσης Μπουλάς (Δούκας της Κορνουάλης – Ολμπάνι), Χρήστος Σουγάρης (Δούκας της Κορνουάλης – Αγγελιοφόρος), Χρήστος Παπαδημητρίου (Βασιλιάς της Γαλλίας), Δημήτρης Κοντός (Δούκας της Βουργουνδίας – Κήρυκας – Αξιωματικός): Γιάννης Χαρίσης (Κόμης του Γκλόστερ), Στέλιος Ανδρονίκου (Έντγκαρ), Ευθύμης Παππάς (Εντμοντ), Μελέτης Ηλίας (Κόμης του Κεντ), Δημήτρης Διακοσάββας – Αστέρης Πελτέκης (Γελωτοποιός του Λιρ), Νικόλαος Καπέλιος (Οσβαλντ) κ.ά. Επί σκηνής και οι μουσικοί Χρήστος Κλάρος (μπάσο), Παναγιώτης Παπάζογλου (ηλεκτρική κιθάρα) και Θεόδωρος Χυτήρης (τύμπανα). Τα σκηνικά και κοστούμια είναι της Ελένης Μανωλοπούλου.

    26.02.2009, Κλεφτόγιαννη Ιωάννα «Ο Λιρ μου είναι ροκ», Ελευθεροτυπία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο Στάθης Λιβαθινός μιλάει για τον «Ληρ» που σκηνοθετεί στο ΚΘΒΕ «Ήρθε η ώρα να ταπεινωθούμε»

    Έμεινε ενεός, δηλώνει ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός, λίγο πριν την επισφαλή, λόγω απεργιών, πρεμιέρα του «Βασιλιά Ληρ» (με τον διευθυντή του ΚΘΒΕ Νικήτα Τσακίρογλου στον ομώνυμο ρόλο). «Απεργίες; Το δικαίωμα στην εργασία – και στις απεργίες – είναι ιερό και αναγκαίο, αλλά το θέατρο δεν μπορεί να κλείνει γιατί είναι εκκλησία. Το θέατρο δεν είναι επάγγελμα των ανθρώπων αλλά οι ίδιοι οι άνθρωποι που ζουν στο χώρο του, όχι αυτοί που απλώς εργάζονται».

    Τα κρατικά Θέατρα περνούν – λόγω και των καιρών – μια θεσμική κρίση…

    «Χρειαζόμαστε πάντα και απόλυτα τα Κρατικά Θέατρα γιατί υπάρχουν και τα εμπορικά – ιδιωτικά και με την ύπαρξη των πρώτων εξασφαλίζεται ένας αντίλογος, μια δημιουργική σύγκρουση. Όταν υπηρετούνται από ανθρώπους που υπηρετούν το λόγο και αφουγκράζονται την κοινωνία, τότε μόνο πετυχαίνουν».
    Σκηνοθετεί για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη, αλλά με τον Ληρ, λέει «είναι μάλλον ερεθιστικό γιατί απευθύνομαι σε διαφορετικό θέατρο και κοινό απ’ αυτό της Αθήνας. Έχει άλλες εικόνες, είναι άλλη γη, και μόνο το τοπίο κάνει τους ανθρώπους διαφορετικούς».

    Το θέατρο αυτό καθ’ αυτό είναι στους καιρούς μας αυτό που ήταν;
    Οι γενιές – ως οπτική ζωής – αλλάζουν πολύ γρήγορα πλέον. Ίσως και κάθε τριετία. Αλλάζει η γλώσσα στους δρόμους. Πως μπορεί το θέατρο να μείνει το ίδιο; Η διαφορά είναι στη σπορά. Πως θα μεταδώσεις στους καλλιτέχνες και στο κοινό ένα μέτρο σύγκρισης. Δεν υπάρχουν όμως καλά και κακά είδη θεάτρου. Υπάρχει μόνο το πληκτικό θέατρο κι αυτό που δεν σε κάνει να βαριέσαι: Το θέατρο για όρθιους.

    Είναι σύγχρονος και «οικείος» ο Σαίξπηρ;
    Ο Ληρ είναι ένας σύγχρονος γέρος 400 ετών. Έχει τόσα πολλά επίπεδα ανάγνωσης αυτό το μιλφέιγ που το λένε Ληρ. Σήμερα, ζούμε την εποχή των κακών γιων και των καλών μπαμπάδων. Μα ήταν αναγκαία αυτά τα γεγονότα. Ήρθε η στιγμή ο θυμός και η οργή να γίνουν οι πρωταγωνιστές. Είναι η φάση για να περάσει ο άνθρωπος στην απόλυτη ταπείνωση και τη μετάνοια. Δεν υπάρχει ιδεολογική πρόταση – μην την αναζητάτε – όταν η ίδια η φύση θέλει να τα σπάσει όλα, γιατί πόσο ακόμα θα μεγαλώνουμε με χάρτινα κατασκευάσματα του υποτιθέμενου μεγαλείου. Ιδεολογίες εκ του ασφαλούς απ’ τα γραφεία και τα τραπέζια συσκέψεων δεν υπάρχουν πια… όσο για τον Σαίξπηρ, ο Τζόρτζιο Στρέλερ έλεγε ότι τον καταλαβαίνει κανείς όταν αρχίζει να τον ερμηνεύει – στη σκηνή ή στη ζωή.

    Σας είναι γνώριμος και συμπαθής ο Ληρ;
    Απόλυτα γνώριμος. Η κολακεία φέρνει την αλαζονεία και ο θυμός τη δικαιοσύνη. Όλοι όσοι πάσχουν και παθαίνουν είναι συμπαθείς…

    Τι χρειάζεται το θέατρο και οι σκηνοθέτες του σε μια εποχή με τόσα γεγονότα;
    Ο σκηνοθέτης για να δώσει την απόλυτη σφραγίδα η οποία θα καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο συνομιλεί το θέατρο με την εποχή του. Και το θέατρο θα υπάρχει πάντα όσο θα υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες, το εδώ και το τώρα. Μπορεί κάποτε να εκπέσει. Δεν θα χαθεί όμως ποτέ. Πάντα οι άνθρωποι θα θέλουν να καταφύγουν σ’ αυτό…

    Διάβαζα πως στη Βρετανία παρά τη σοβαρή οικονομική κρίση το Θέατρο κάθε άλλο παρά έχει πληγεί…
    Κρίση; Ποια κρίση; απλώς «βαφτίσαμε» οικονομική κρίση τη διεθνή κρίση κατανάλωσης, αξιών, σοβαρότητας, έπαρσης και ταυτότητας γενικότερα. Αν έχουμε εμείς κρίση, τι θα πρέπει να πουν οι Αφρικανοί; αυτά είναι κόλπα για να γίνονται οι πλούσιοι πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Όλα αυτά είναι φαινόμενα προς κατανάλωση. Κρίση ίσως να υπάρχει όσο θα θέλουμε να έχουμε ο καθένας τρία αυτοκίνητα, δύο σπίτια και εκατό κάρτες… Ήρθε επιτέλους η ώρα να ταπεινωθούμε.

    «Ας σπάμε βιτρίνες για την έλλειψη θεατρικής παιδείας»
    Ο Στάθης Λιβαθινός δηλώνει «εμμονή» με το θέμα της θεατρικής και γενικότερα της παιδείας. «Δεν μπορώ να ξεφύγω από την παιδεία μου», λέει. «Η Ρωσία με σφράγισε (σ.σ.: σπούδασε στο Κρατικό Ινστιτούτο Θεάτρου της Μόσχας) μαθαίνοντας μας να είμαστε άνθρωποι όχι μόνο στο θέατρο αλλά στην τέχνη γενικότερα. Δεν διδάχτηκα στη σχολή μου μόνο τον Στανισλάβσκι. Ο λόγος για τον οποίο παραμένει η ρωσική σχολή είναι πως εξελίσσεται. Είναι κανάλι όπου χύνονται πολλά ποτάμια. Στην Ελλάδα είμαστε ακόμα στη σχολή των μονολόγων. Το ελληνικό θέατρο έχει πρόβλημα να παρακολουθήσει τις αλλαγές. Κι αυτό οφείλεται στην έλλειψη θεατρικής παιδείας. Μια κρατική σχολή σκηνοθεσίας θα δίδασκε πώς οφείλουν οι ηθοποιοί να περπατάνε – όχι στη σκηνή – αλλά στην εποχή τους. Αυτή η έλλειψη – θεατρικής, αλλά και γενικότερα – παιδείας θα ήταν ίσως ο σημαντικότερος λόγος για να σπάμε βιτρίνες… αλλά το λέει και ο Σαίξπηρ στον Ληρ πως «είναι κανόνας στην εποχή μας οι τρελοί να οδηγούν τυφλούς».

    18.02.2009, Χαρισοπούλου Βίκυ «Ο Στάθης Λιβαθινός μιλάει για τον «Ληρ» που σκηνοθετεί στο ΚΘΒΕ: Ήρθε η ώρα να ταπεινωθούμε», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Συνέντευξη του Στάθη Λιβαθινού

    Σκηνοθέτησε τον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ για το ΚΘΒΕ, ένα έργο 400 χρόνων στο οποίο πέρα από τον ομώνυμο ρόλο υπάρχουν και άλλοι σημαντικοί ρόλοι, οι τρεις κόρες, ο Γκλόστερ, οι γιοι του, ο Τρελός, που θα ήθελε να παίξει κάθε ηθοποιός. Ο Στάθης Λιβαθινός έδωσε συνέντευξη στον Σωτήρη Ζήκο, αρχισυντάκτη του περιοδικού CITY.

    Με ποιον τρόπο θα συνοψίζατε εσείς την πλοκή αυτού του έργου;
    Η πλοκή είναι πάρα πολύ απλή και είναι και αρκετά αρχετυπική, θα έλεγα, γιατί ο Σαίξπηρ παίρνει ιστορίες έτοιμες και τις ξαναδουλεύει. Είναι η κλασική ιστορία του πατέρα που ζητάει ως αντάλλαγμα για ό,τι δίνει στις κόρες του, να τον κολακέψουν με λόγια αγάπης, και μία από τις τρεις κόρες πάντοτε του λέει την αλήθεια, ενώ οι άλλες δύο τον γεμίζουνε κολακείες και στο τέλος αποδεικνύεται ποια τον αγαπούσε πραγματικά. Αυτή είναι μια ιστορία που υπάρχει σε πολλές παραδόσεις και σε πάρα πολλούς λαούς και ο Σαίξπηρ απλώς τη γέμισε περιεχόμενο… Ταυτόχρονα, μες στο ίδιο έργο υπάρχει και μια άλλη, παράλληλη ιστορία, ενός άλλου πατέρα που προδίδεται από τον γιο που νόμιζε ότι είναι ο γιος που τον αγαπάει. Δηλαδή στην πραγματικότητα στο έργο αυτό είναι δύο πατεράδες που προδίδονται από τα παιδιά τους.

    Ποιο είναι το ενδιαφέρον ένα τέτοιο έργο που γράφτηκε πριν 400 χρόνια να ανέβη στη σημερινή εποχή;
    Κοιτάξτε… τα έργα αυτά, συγγραφέων όπως ο Σαίξπηρ… δεν έχουνε κανένα πρόβλημα να μην ανεβούν, διότι ακόμη και σαν λογοτεχνία αν τα διαβάσεις πάντα έχουνε κάτι να σου πουν, ενώ δεν είναι αυτονόητο ότι ένα καλό έργο είναι και καλή λογοτεχνία… Νομίζω ότι η πραγματική αιτία ν’ ανεβεί είναι να βρει ο σκηνοθέτης κατ’ αρχήν -που δίνει το στίγμα μιας παράστασης- έναν βασικό λόγο γιατί δεν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτό το έργο σήμερα. Είναι καθαρά προσωπική ιστορία αυτό, και πρέπει ο σκηνοθέτης να ψάξει να βρει μες στην εποχή του λόγους για τους οποίους ένα έργο θα έπρεπε οπωσδήποτε να ανέβει. Εγώ βρήκα… νομίζω ότι η ιστορία πατεράδων και παιδιών είναι ό,τι πιο επίκαιρο υπάρχει αυτήν τη στιγμή, είναι μια από τις μεγαλύτερες πληγές αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα… -πώς να το πω;- «χαντάκια» που πρέπει να περάσει αυτήν τη στιγμή η κοινωνία μας για να βγει σε μια καινούρια φάση. Γενικά η έννοια της πατρότητας, όπως και η έννοια της τυφλότητας δίνουν το στίγμα… είμαστε σε ένα έργο όπου «τρελοί οδηγούν τυφλούς» όπως ακούγεται στο έργο κι αυτή είναι επίσης μια αντιπροσωπευτική ιστορία για την εποχή μας, και νιώθω ότι κάπου εκεί βρίσκεται κάτι πολύ σημαντικό, το οποίο νομίζω ότι ο θεατής έχει ανάγκη να το δει σήμερα στη σκηνή… Διότι το έργο αυτό όχι μόνο είναι συγκλονιστικό, από τον τρόπο που είναι γραμμένο, αλλά αν θέλετε… φέρνει και μια κάθαρση στην ψυχή μας: ότι ναι, για όλα αυτά που ζούμε, για αυτές οι ελλείψεις οι οποίες υπάρχουνε στην κοινωνική και τη συναισθηματική μας ζωή, δεν είμαστε μόνοι, κάποιος έγραψε γι’ αυτές. Μην ξεχνάμε ότι το θέατρο έχει και μια παρηγορητική πλευρά… γενικά είναι διασκέδαση, αλλά με περιεχόμενο.

    Πάντως δεν μιλάμε απλώς για μια σύγκρουση γονιών και παιδιών, που είναι συνήθως μια πληγή που συνήθως επουλώνεται, μιλάμε για μια πολύ βαθιά ρήξη που θα μπορούσε να τρομάξει το κοινό…
    Το εύχομαι, το εύχομαι να τρομάξει, διότι πάντοτε μέσα σε κάτι πολύ μικρό υπάρχει κάτι κοσμογονικό. Απλώς αυτά που συμβαίνουν δίπλα μας νομίζουμε ότι τα ξέρουμε -δεν τα ξέρουμε, μαθαίνουμε την καθημερινότητα με έναν πάρα πολύ επίπεδο τρόπο, μην το ξεχνάμε αυτό. Ο Σαίξπηρ απλώς θυμίζει την πραγματική διάσταση των πραγμάτων. Επίσης ο Σαίξπηρ γράφει ένα θέατρο για όρθιους θεατές, το κοινό ήταν όρθιο και παρακολουθούσε, δηλαδή για θεατές που δεν πρέπει να βαρεθούν, κι αυτό το λέω, γιατί είναι πάρα πολύ σημαντικό στους κλασικούς συγγραφείς, που συνηθίζουμε να κάνουμε εγκεφαλικά κατασκευάσματα και να τους παρουσιάζουμε μέσα από μια ελιτίστικη, δική μας ματιά, να δούμε ότι έχουν κάτι πολύ δημοκρατικό, θα τολμούσα να πω, παρόλο που η λέξη είναι πάρα πολύ επικίνδυνη. Θέλω να πω πως υπάρχει σε αυτούς τους συγγραφείς κάτι που είναι απόλυτα ποιοτικό και απόλυτα λαϊκό -πώς συνδυάζεται αυτό στον Σαίξπηρ, κανείς δεν ξέρει, είναι ένα αίνιγμα.

    Υπάρχει αναφορά μέσα στο έργο ότι η εποχή που συμβαίνουν αυτά που συμβαίνουν είναι μια «εποχή που η αγάπη παγώνει…», μια δύσκολη εποχή.
    Είναι μια δύσκολη εποχή νομίζω και για τη ζωή του Σαίξπηρ… Πάντως πιστεύω ότι αυτά που λέγονται για «την αγάπη που παγώνει, για τη φιλία που εκπίπτει» αναφέρονται σε μια εποχή κρίσης, και σε όλα του τα έργα υπάρχει αυτό, ιδιαίτερα στα έργα της μεγάλης ωριμότητας… Φαίνεται ότι αυτός που έγραψε αυτό το έργο άρχισε να βλέπει και ο ίδιος -αν και μεγαλοφυής εξαρχής- άρχισε να βλέπει τη ζωή με ένα βλέμμα πολύ πιο βαθύ.

    Φαντάζομαι όμως ότι στην εποχή του, όταν ένα κοινό παρακολουθεί την πτώση, την απογύμνωση ενός βασιλιά, σοκάρεται, ενώ σήμερα, που οι περισσότεροι και ειδικά εμείς οι «αντεξουσιαστές» Έλληνες, μπορεί να πουν «καλά να πάθει», δεν νιώθουμε πια αυτό το δέος για τα όσα παθαίνει ο Ληρ…
    Νομίζω ότι αυτό δεν θα μπορέσουμε να το προσλάβουμε ποτέ, τα πράγματα έχουν αλλάξει… Το μαγικό όμως είναι ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα όσον αφορά στην ανθρώπινη προσέγγιση του Ληρ, δηλαδή είναι τόσο ανθρώπινες οι προτεινόμενες συνθήκες πάνω στις οποίες βάζει συνήθως ο Σαίξπηρ τους ανθρώπους του, που μπορεί κανείς να τους προσεγγίσει με πάρα πολλούς τρόπους. Ένας πατέρας είναι και βασιλιάς, είναι και άρχοντας, είναι και δεσπότης, είναι και αυταρχικός -μικροί βασιλιάδες υπάρχουν παντού, ακόμα και στο ίδιο μας το σπίτι.

    Εσείς πώς αντιμετωπίζεται τον Ληρ σε αυτήν την παράσταση;
    Οπωσδήποτε όχι ως ένα γραφικό γεροντάκι, όπως τον έχουν παρουσιάσει αρκετές φορές, είναι ένας άνθρωπος της εξουσίας, ως άνθρωπο της εξουσίας τον αντιμετωπίζει η παράσταση.

    Και ο Ληρ θα μπορούσε να μεταφερθεί στην εποχή μας, ας πούμε σαν ένας εκατομμυριούχος που αφήνει την περιουσία του στις κόρες του, ακόμα και σε μια τηλεοπτική σειρά. Εκείνος που μοιάζει να είναι τελείως άλλης εποχής είναι ο Τρελός…
    Δεν συμφωνώ σ’ αυτό, ο Τρελός θα μπορούσε να είναι το πιο σύγχρονο στοιχείο του έργου στην εποχή μας. Μπορεί να είναι ο γνωστός Σαλός, ο Ηλίθιος, να είναι ο άνθρωπος που ενοχλεί τους άλλους και κανένας δεν μπορεί να του πει τίποτα. Και στη ζωή μας συμβαίνει αυτό, έχουμε τέτοιους φίλους, οι οποίοι στην πιο ακατάλληλη στιγμή -που μπορεί να είναι η πιο κατάλληλη τελικά- έρχονται να μας πουν αυτό που δεν θέλουμε ν’ ακούσουμε. Αναγνωρίσιμα πρόσωπα σε μια παρέα -σπάνια, αλλά αναγνωρίσιμα.

    Τελευταία πάντως είδα στην ταινία «Οδός Επανάστασης» με την Κέιτ Γουίνλετ και τον Λεονάρντο ΝτιΚάπριο έναν τρελό, αλλά κυριολεκτικά τρελό, που λέει αλήθειες που τσακίζουν κόκαλα… Θα πάω να την δω την ταινία.

    Ζήκος Σωτήρης «Συνέντευξη του Στάθη Λιβαθινού», cityportal.gr

Βραβείο Διεθνούς Θεατρικού Ρεπερτορίου από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών «για τη δυναμική και ανανεωτική του ματιά στη σκηνοθεσία του έργου “Βασιλιάς Λιρ” του Γουίλιαμ Σαίξπηρ στο ΚΘΒΕ».