Βασιλιάς Ληρ – Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

1996

Θέατρο Τζένη Καρέζη

22-23 Ιουλίου 1996

Ωδείο Ηρώδου του Αττικού

 

Με την παράσταση θηλειά θα πιάσω τη συνείδηση του θεατή
Άμλετ

Το ερώτημα που τίθεται στον άνθρωπο του θεάτρου που επιχειρεί να ζωντανέψει μπροστά σ’ ένα σύγχρονο κοινό ένα θεατρικό έργο του παρελθόντος είναι: γιατί ορισμένα έργα βαθειά ριζωμένα στην εποχή μας μπορούν να προκαλέσουν, το ίδιο και σήμερα, στην ύπαρξή μας συγκινήσεις και ιδέες που μας διαφωτίζουν για την εποχή μας […]

Από την αρχή του αιώνα μας, οι σύγχρονες κοινωνίες μεταμορφώνονται ταχύτατα. Δεν μπορούν να ελέγξουν προς ποια μορφή κοινωνίας οδηγούνται. Οι κίνδυνοι από τις ασύλληπτες δυνάμεις της τεχνικής και της τεχνογνωσίας είναι ανυπολόγιστοι. Οι ελισαβετιανές κοινωνίες υπέστησαν οδυνηρά το πέρασμα από τον παραδοσιακό κόσμο στον καινούργιο. Αν αποκρυπτογραφούμε, λοιπόν, ξανά τον Σαίξπηρ στον αιώνα μας (όπως άλλωστε και τους αρχαίους τραγικούς) είναι γιατί κι εκείνος αποκρυπτογραφούσε τις αλλαγές της εποχής του μέσα από τις περιπέτειες των ηρώων του. Έτσι, θα μπορούσε κανείς να πει, πως η εξατομίκευση, ο ήρωας, είναι ένα μέσο, που προσφέρεται από την αισθητική στην κοινωνική ζωή για να τη βοηθήσει να ξεπεράσει την κρίση της αλλαγής, συνειδητοποιώντας την. Ο εξατομικευμένος ήρωας είναι προβολή της συνείδησης της ομάδας.

«Το θέατρο είναι η παγίδα, που θα πιάσω τη συνείδηση του βασιλιά» λέει ο Άμλετ. Φτάνει να παιχθεί ο θάνατος του πατέρα του, μπροστά στο βασιλιά για να αποκαλυφθεί, μέσα από τη θεατρική φαινομενικότητα, εκείνο που υπήρξε στην πραγματικότητα.

Τριβιζάς Λεωνίδας, Ο Σαίξπηρ σήμερα. Από το πρόγραμμα της παράστασης.

Σκηνοθεσία: Λεωνίδας Τριβιζάς
Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές
Κοστούμια: Νίκος Πετρόπουλος
Μουσική: Ανδρέας Συμβουλόπουλος, Νίκος Τουλιάτος
Φωτισμοί: Θανάσης Σταυρόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Βαρβάρα Δούκα

Στην παράσταση της 22 και 23 Ιουλίου στο Ωδείον Ηρώδου Αττικού παίζει ζωντανά η μουσική ομάδα Ηχόδραση:

Νίκος Τουλιάτος: Κρουστά
Ανδρέας Συμβουλόπουλος: Πλήκτρα
Σταύρος Εμμανουήλ: Ηλεκτρικό Μπάσο – Κρουστά
Παντελής Πασχαλίδης: Τρομπέτα – Κρουστά
Θέμις Συμβουλόπουλος: Κρουστά
Αθηνά Καπσετάκη: Κρουστά
Σωτήρης Καραμεσίνης: Κρουστά
Κυριακή Τσακιρίδου: Κρουστά
Σπύρος Καραμήτσος: Κρουστά
Θανάσης Αρμυριώτης: Κρουστά
Βίκυ Χουζούρη: Κρουστά

Στην περιοδεία τη μουσική θα ερμηνεύουν ζωντανά οι Σωτήρης Καραμεσίνης & Νίκος Τουλιάτος

Διανομή

Βασιλιάς Λήρ: Κώστας Καζάκος
Βασιλιάς της Γαλλίας: Ευδόκιμος Τσολακίδης
Δούκας της Βουργουνδίας: Αντώνης Αλεξίου
Δούκας της Κορνουάλης: Στάθης Λιβαθινός
Δούκας του Ώλμπανυ: Γιάννης Νταλιάνης
Κόμης του Κεντ: Κοσμάς Ζαχάρωφ
Κόμης του Γκλώστερ: Γιώργος Κέντρος
Έντγκαρ, Γιός του Γκλώστερ: Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος
Έντμοντ, Νόθος Γιός του Γκλώστερ: Κωνσταντίνος Καζάκος
Αγγελιαφόρος: Αντώνης Αλεξίου
Όσβαλντ, Οικονόμος της Γκόνεριλ: Σπύρος Κουβαρδάς
Γελωτοποιός: Πέτρος Φιλιππίδης
Γέρος, Κολήγος του Γκλώστερ: Κώστας Ζάπας
Γκόνεριλ, κόρη του Ληρ: Μελίνα Μποτέλλη
Ρέγκαν, κόρη του Ληρ: Φιλαρέτη Κομνηνού
Κορντέλια, κόρη του Ληρ: Λυδία Φωτοπούλου
Ιππότης: Αντώνης Αλεξίου
Αξιωματικός Α’: Ευδόκιμος Τσολακίδης
Αξιωματικός Β’: Κώστας Ζάπας

Στρατιώτες – Ιππότες – Ακόλουθοι:

Βασίλης Ανδρέου
Παύλος Βησσαρίου
Στάθης Γράψας
Γιώργος Δάμπασης
Γιώργος Ηλιόπουλος
Μιχάλης Ιατρόπουλος
Τάσσος Καζάκος
Χρυσόστομος Μακαβέλος
Παναγιώτης Μπουγιούρης
Δημήτρης Μυλωνάς
Νίκος Νάκος
Βασίλης Πουλάκος
Παναγιώτης Σουκούλης
Βαγγέλης Στολίδης
Χρήστος Στρέπκος

  • «Βασιλιάς Ληρ»

    Πώς πρέπει να σκηνοθετηθεί ο «Βασιλιάς Ληρ» σήμερα; Ερώτημα που πρέπει να αποτελεί τον θεμέλιο λίθο πριν από κάθε σκηνοθετική απόπειρα. Διότι το συγκεκριμένο έργο θέτει πολλά προβλήματα προς επίλυση στο πλαίσιο της σκηνοθεσίας. Η οποιαδήποτε θεματική διαχρονικότητα του έργου πρέπει να δειχθεί σκηνοθετικά κατά τέτοιον τρόπο ώστε να λαμβάνονται υπ’ όψιν τα εξής δεδομένα: α) η μετάφραση από τη γλώσσα που προέρχεται το κείμενο στη γλώσσα που πρόκειται να παιχθεί. Μέσα από αυτή τη διαδικασία εξαρτάται: 1) Η διατήρηση του γλωσσικού πλούτου του έργου. 2) Οι λεκτικές σκηνοθετικές οδηγίες που αφθονούν στον Σαίξπηρ. 3) Η μέθοδος της υπόκρισης των ηθοποιών, οι οποίοι έχουν διπλό καθήκον: όχι μόνο την ερμηνεία των χαρακτήρων αλλά και την ενσωμάτωση και μεταφορά πολιτισμικών στοιχείων που ενυπάρχουν στους χαρακτήρες, έτσι ώστε να παρουσιάζονται κατανοητές και οι πληροφορίες αλλά και οι χαρακτήρες σε ένα σύγχρονο κοινό που βλέπει και ακούει μέσα από την απόσταση του ιστορικού χρόνου, σε άλλο χώρο που δεν είναι η Ελισαβετιανή σκηνή και με διαφορετικό κοινωνικό και πολιτισμικό προβληματισμό σε σημείο επαφής τις διαχρονικές αλήθειες – αξίες του κειμένου. β) Η σκηνοθετική ερμηνεία πρέπει να ανιχνεύει τους τρόπους πρόσληψης του σημερινού κοινού έτσι ώστε η όποια σκηνοθετική προσέγγιση να αναδεικνύει τις πολλαπλές θεματικές δυνατότητες του κειμένου. Ειδικά στο θέμα της ύπαρξης το οποίο έξοχα διαπραγματεύεται ο Σαίξπηρ στο συγκεκριμένο έργο. γ) Στο επίπεδο της υποκριτικής δεν είναι πάντα ο στόμφος, η τραγική εκφορά του λόγου ή ή απλή απαγγελία και η Στανισλαβσκική μέθοδος ταύτισης με το ρόλο που αποδίδουν την πυκνή νοηματική περιεκτικότητα της Σαιξπηρικής γραφής.

    Με βάση τις παραπάνω συνισταμένες στην παράσταση στο Ηρώδειο του «Βασιλιά Ληρ» σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά, η μετάφραση του συγκεκριμένου έργου από τον κ. Ερρίκο Μπελιέ έδωσε έναν Σαίξπηρ επίπεδο, χωρίς διακυμάνσεις. Αλλά και οι υπόλοιπες υπάρχουσες μεταφράσεις δεν είναι επαρκείς στη μεταφορά της Σαιξπηρικής μεγαλοφυΐας από τη μια γλώσσα στην άλλη. Εμφανώς το μεταφραστικό πρόβλημα του Σαίξπηρ στην ελληνική γλώσσα πρέπει να ενταχθεί στο πρόβλημα της θεατρικής έρευνας και παραστασιολογίας.

    Ο σκηνοθέτης κ. Λωνίδας Τριβιζάς σωστά επέλεξε την άδεια, επικλινή σκηνή με προοπτική βάθους. Όμως η ορχήστρα επί σκηνής με έμφαση στον ήχο του τυμπάνου, χωρίς έστω ένα διάλλειμα σε τόνους μιας πιο γλυκιάς απόχρωσης της σύνθεσης, ενόχλησε την ακοή. Στη συγκεκριμένη παράσταση, η μουσική έπαιξε προειδοποιητικό ρόλο για την επικείμενη δράση. Απλά η σκηνοθετική γραμμή έδωσε μία ακόμη παράσταση του «Βασιλιά Ληρ» χωρίς εμφανή δείγματα σκηνοθετικών διερευνήσεων και αναζητήσεων. Ως εκ τούτου οι ηθοποιοί πάλαιψαν μόνο στο επίπεδο της σκηνικής εκφοράς του λόγου χωρίς να τους εκχωρείται από τον σκηνοθέτη, η δυνατότητα μιας διαφορετικής υποκριτικής προσέγγισης. Το αποτέλεσμα ήταν μέτριο. Ο Κώστας Καζάκος πάλαιψε με το ρόλο του «Ληρ» πατώντας στα σίγουρα αχνάρια της πολύτιμης εμπειρίας του, προσδίδοντας στο συγκεκριμένο χαρακτήρα μια στεγανότητα μέσα από τον κοφτό τόνο της ζωής του που δεν επιτρέπει ελιγμούς και παραλλαγές. Στην τελευταία σκηνή όπου ο Ληρ πεθαίνει με την ψευδαίσθηση ότι η Κορντέλια είναι ζωντανή, ο ηθοποιός μετουσίωσε τον πόνο, στο φως της απέραντης γαλήνης που επισφραγίζει το απόλυτο του θανάτου. Ξεχώρισαν οι ερμηνείες του Γιώργου Κέντρου (Κόμης του Γκλόστερ) και του Κωνσταντίνου Κωνσταντόπουλου (Έντγκαρ). Η σκηνική παρουσία του γελωτοποιού (Πέτρος Φιλιππίδης) ήταν ανεπαρκής αν λάβει κανείς υπ’ όψιν την κειμενική και τη σκηνική σπουδαιότητα των γελωτοποιών στο έργο του Σαίξπηρ.

    Στο Ηρώδειο, η παράσταση του «Βασιλιά Ληρ» δεν αναζήτησε τις σύγχρονες διερευνήσεις της Σαιξπηρικής δραματουργίας.

    16.08.1996, Χ.Σ.« Βασιλιάς Ληρ», Νίκη

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο Σαίξπηρ, πέραν του ρεαλισμού

    Το ελισαβετιανό θέατρο ανήκει στη μεγάλη κατηγορία του «μπαρόκ», ένα θέατρο δηλαδή που αφηγείται σκηνικά μια σειρά φοβερών συμβάντων τα οποία διαδέχονται το ένα το άλλο σε χρονική ακολουθία. Μ’ αλλεπάλληλες δραματικές κορυφώσεις οδηγεί τους θεατές του στην κάθαρση ακριβώς μέσ’ απ’ την αναπαράσταση των φοβερών συμβάντων του βίου και της ιστορίας, αλλού, στη σκηνή των θεάτρων. Ένα είδος θεατρικό που λειτουργεί αναπαραστατικά και που μπορεί να δεχτεί τον ρεαλισμό σαν ποσότητα, μετριασμένον από μια μίμηση ποιητική. Αυτός είναι ο Σαίξπηρ. Με την υψηλότατη ποίησή του διεμβολίζει το μπαρόκ, ανεβάζοντας το επίπεδο των έργων του σε μια σφαίρα πέραν του ρεαλισμού. Αυτό ακριβώς είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της μεγάλης ποίησης και του μεγάλου θεάτρου: ποιεί τα γεγονότα σύμβολα και γίνεται απολογία τής ψυχής του ανθρώπου, γυμνής, απαλλαγμένης απ’ τα περιττά στολίδια της. Οι επί μέρους αλήθειες, της τέχνης και της ζωής ενώνονται σε μία. Τα επί μέρους ψεύδη, της τέχνης και της ζωής, γίνονται ένα. Τα διαζευκτικά σχήματα, τέχνη – ζωή, αλήθεια – ψέμμα καταργούνται κι η διαλεκτική των αντιθέτων αυτοαναιρείται. Μοιάζει σαν ο ποιητής να έχει λύσει το αίνιγμα της σφίγγας, το αίνιγμα της ύπαρξης, απαντώντας μονολεκτικά σ’ όλα τα ερωτήματα που θα μπορούσανε να είχαν τεθεί.

    Ο «Ληρ», με τον απλό του σχετικά μύθο, έχει τη γοητεία και χάρη ενός κινέζικου παραμυθιού, μιας ιρλανδέζικης σάγκας, ενός ινδιάνικου «μαγικού» τραγουδιού: αγγίζει άμεσα και κατακτά ολοκληρωτικά, δίχως να χρειάζονται περισπούδαστες αναλύσεις και θεωρίες. Όπως όλα τα μεγάλα λαϊκά έργα τέχνης, απευθύνεται σ’ ένα πλατύ κοινό που μπορεί να νιώσει τη γοητεία του ασχέτως μόρφωσης, κοινωνικής θέσης κ.λ.π., των μονάδων που το αποτελούν.

    Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Λεωνίδας Τριβιζάς, έχοντας στη διάθεσή του ένα ολόκληρο επιτελείο λαμπρών και πεπειραμένων ηθοποιών (σπάνια πράγματι περίπτωση αυτή η συγκέντρωση δυνάμεων σε μια παράσταση Σαιξπηρικού έργου, κάτι που μόνο τα εθνικά, τα κρατικά θέατρα μπορούν να πετύχουν διεθνώς), ήταν μια λαμπρή ευκαιρία να δούμε κάτι καλό και πάνω απ’ το μέσο όρο των Σαιξπηρικών περιστάσεων που συνήθως δίνονται στην Ελλάδα, κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Κρίνομενη επιεικώς, η παράσταση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ευπρόσωπη απλώς. Όμως, μ’ όλο αυτό το δυναμικό, και με τον πολύπειρο σκηνοθέτη, η κρίση πρέπει ασφαλώς να είναι αυστηρότερη.

    Ο σκηνοθέτης κίνησε τα πρόσωπα στη σκηνή με γνώση των ρυθμών, του μέτρου, μ’ αίσθηση του χώρου. Ρύθμισε ακόμη το ρόλο της μάλλον υποτονικής μετάφρασης του Ερρίκου Μπελιέ, να «βγαίνει» σε κανονισμένη ποσότητα, σε συνεχή ροή, χωρίς χάσματα ή κενά. Πέραν αυτού και πέρα απ’ τις καλοστημένες ξιφομαχίες (διδασκαλία του Γιώργου Κινάμη), δεν είδα μια άποψη, δεν διέκρινα μια ηθογράφηση των ρόλων, κατά το φυσικό και το αναγκαίο τους. Όσοι ηθοποιοί τόσα περίπου ύφη, και τόσες μανιέρες. Οι ρόλοι κατά κανέναν τρόπο δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους μυστικά κι υπόγεια. Μόνο επιφανειακά. Ο Κώστας Καζάκος κατέθεσε την άνεση, τον όγκο και το μέγεθος του. Παίζοντας όμως σε μια χορδή, χωρίς διακυμάνσεις, μεταπτώσεις, πλην της τελικής σκηνής, της συντριβής του Ληρ, που ήταν ο γνωστός Καζάκος, με τη μεγάλη του ικανότητα δραματοποίησης του κειμένου. Και πάλι, όμως, όχι Ληρ. Ο Πέτρος Φιλιππίδης προσήλθε από ένα άλλο είδος θεάτρου, μελετημένος και σοβαρός, αλλά η μελέτη που «έβγαινε» στο ρόλο τού «τρελού», περιέργως ήταν η πιο λόγια υποκριτική κατάθεση της παράστασης. Η Μελίνα Μποτέλλη πάλαιψε με το ρόλο της Γκόνεριλ, είχε φωνή, ανάστημα, δικαιούται ενός βαθμού τουλάχιστον λίαν καλώς. Η Λυδία Φωτοπούλου (Κορντέλια) δεν έδειξε κάτι περισσότερο από τη μανιέρα της, ο ρόλος της θα μπορούσε ν’ ανήκει σ’ οποιοδήποτε σύγχρονο έργο, από βουλεβάρτο μέχρι αστικό δράμα. Δεν διαβάθμισε την ηρωίδα, την άφησε να κυλήσει όπου ήθελε. Η Φιλαρέτη Κομνηνού δεν κράτησε γερά τα ηνία της «Ρέγκαν», εγκατέλειψε την ηρωίδα σε μια χαλαρότητα. Ο Κωνσταντίνος Καζάκος απέδωσε το σχήμα του «κακού» Έντμοντ εξωτερικά, αλλά τουλάχιστον με συνέπεια και πειθώ. Ο Κοσμάς Ζαχάροφ (Κέντ) είχε τη «Σαιξπηρικότερη» παρουσία, σε μια κλασική ανάγνωση του ηρώα. Θετική είναι κι η άποψή μου για τον ανορθόδοξο αλλά ενδιαφέροντα, με κωμικά στοιχεία, «Γκλόστερ» του Γιώργου Κέντρου. Ο Στάθης Λιβαθηνός (Δούκας της Κορνουάλης) κατέθεσε την άριστη μιμική του, κι ικανότητα να βλέπει αντικειμενικά τους ρόλους. Ο Αντώνης Αλεξίου (Δούκας της Βουργουνδίας) και ο Γιάννης Νταλιάνης (Ώλμπαν) διεκπεραίωσαν φιλότιμα, χωρίς κάτι περισσότερο. Ο Ευδόκιμος Τσολακίδης (βασιλιάς της Γαλλίας), ισχνός. Τη μουσική (Ανδρέας Συμβουλόπουλος) που εκτελέστηκε ζωντανά στη σκηνή απ’ την ομάδα «Ηχόδραση», θα προτιμούσα διακριτικότερη. Σκηνικά και κοστούμια (Νίκος Πετρόπουλος) πλούσια και πολυτελή – εποχής – έτρεφαν τη γλαφυρή «όψη».

    22.09.1996, Πολενάκης Λέανδρος «Ο Σαίξπηρ, πέραν του ρεαλισμού», Η Αυγή.

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Παράσταση καλή, αλλά όχι σπουδαία

    Η παράσταση του «Βασιλιά Ληρ» είναι ένα υπερμέγεθες θεατρικό γεγονός που σπάνια και αραιά εμφανίζεται στο θεατρικό μας βίο. Στα 160 χρόνια θεατρικής δημιουργίας, ο Έλληνας θεατής είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει από σκηνής το σαιξπηρικό έργο, μόνο οκτώ φορές στα ελληνικά (δύο φορές το έπαιξαν ξένοι θίασοι) σε αριθμό παραστάσεων που, όλες μαζί, δεν ξεπέρασαν τις τριακόσιες. Αριθμοί δυσανάλογοι προς το πνευματικό μέγεθος του μεγαλειώδους αυτού ποιητικού δραματουργήματος. Ο «Ληρ» είναι ένας ύμνος της λογικής και της ηθικής στάσης μέσα από ένα παραλήρημα τρέλας, ηθικών εκτροπών, δολοπλοκιών και προδοσίας. Η σύγχρονη ζωή βρίσκει το αντικαθρέφτισμά της στην απροφάσιστη παράβαση των ανθρώπινων αξιών, στην καταπάτηση των ηθικών κανόνων. Να πούμε πως το έργο είναι και μια κραυγαλέα αποκάλυψη υπαρξιακών αναγκών, συναισθηματικών απαιτήσεων, λαθών, εξαρτήσεων, μικροψυχίας και γενναιότητας, μέσα στο πλαίσιο ενός εφιαλτικού περιγράμματος. Ο λόγος που δεν ανεβαίνει συχνά αυτή η μαρτυρία της σκοτεινής πλευράς είναι ο επαχθής ρόλος του «Ληρ». Δεν προκύπτουν συχνά ηθοποιοί με την απαιτούμενη υποκριτική ρώμη που θα σηκώσουν το δυσβάστακτο όγκο. Ένας ή δύο από κάθε γενιά κι αυτό είναι σύμφωνο με τη συχνότητα που παρουσιάστηκε το έργο έως σήμερα.

    Ο Κώστας Κοζάκος κατέχει αναμφισβήτητα τα εφόδια, όπως άλλωστε αποδείχθηκε, για το γιγαντιαίο εγχείρημα. Σκηνική επιβλητικότητα, υποκριτικός φθόγγος, θεατρική ηλικία, άθροισμα εμπειριών, πάθη, όλες οι μετρήσεις οδήγησαν στη σύνθεση του κατακρημνιζόμενου στα ερέβη «Βασιλιά Ληρ». Οι λεπτολογίες είναι περιττές και μεμψίμοιρες για ένα ρόλο τόσο εκτενή. Οι τρεις βασιλοκόρες Γκόνεριλ, Ρέγκαν και Κορντέλια συνεπέστατες επίσης, με εξαιρετικές στιγμές και οι τρεις. Η Κορντέλια της Λυδίας Φωτοπούλου στηρίχθηκε στις ευκολίες της ηθοποιού, ενώ η Μελίνα Μποτέλλη και η Φιλαρέτη Κομνηνού, για την πρώτη και τη δεύτερη θυγατέρα αντίστοιχα, φάνηκε πως δούλεψαν για το πλάσιμό τους. Ο Γιώργος Κέντρος με εντυπώσιασε με τη διαφοροποίηση της υποκριτικής του μανιέρας, που στο ρόλο του Γκλόστερ εμφάνισε καινούργιες δυνατότητες. Ο Έντγκαρ τού Κωνσταντίνου Κωνσταντόπουλου έντονος στους πρέποντες βαθμούς, ενώ, αντίθετα, ο Έντμοντ τού άπειρου Κωνσταντίνου Καζάκου κάπως άπραγος. Ο Κοσμάς Ζαχάρωφ, ένας Κεντ στέρεος και πειστικός. Ο Δούκας της Κορνουάλης του Στάθη Λιβαθηνού είχε τη βεβαιότητα που έλειπε απ’ το Δούκα του Όλμπανι του Γιάννη Νταλιάνη. Ο Σπύρος Κουβαρδάς (Όσβαλντ) και όλοι οι άλλοι ηθοποιοί της πλούσιας διανομής καλοί και κάλλιστοι.

    Ανορθογραφία που «βγάζει μάτι» ήταν η περίπτωση του Πέτρου Φιλιππίδη, που του ανατέθηκε ο ιδιαίτερος και καίριος ρόλος του Τρελού. Η σαχλοποίηση ήταν απόλυτη. Η ευθύνη δεν πρέπει να αποδοθεί στην τηλεοπτική διαφθορά του ηθοποιού. Κατά την άποψή μου υπεύθυνη είναι η ενδοτικότητα της σκηνοθεσίας απέναντι στις αδόκιμες πρωτοβουλίες του ερμηνευτή. Αυτό ωστόσο ήταν το μόνο σκηνοθετικό ολίσθημα, αρκετό όμως για να μειώσει αρκετά το κύρος της παράστασης. Ο Λεωνίδας Τριβιζάς κατά τα άλλα είδε το έργο σωστά και η έμπειρη ματιά του και η σκηνοθετική του ευρηματικότητα φάνηκαν σε πολλά σημεία. Συνοπτικά είδαμε μια καλή και ενδιαφέρουσα παράσταση, όχι όμως σπουδαία. Η μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ προσεδάφιζε το σαιξπηρικό μεγαλούργημα, ενώ αντίθετα τα σκηνικά και κυρίως τα κοστούμια του Νίκου Πετρόπουλου εξασφάλιζαν ατμόσφαιρα μεγαλειώδους.

    14.08.1996, Γεωργίου Ανδριανός «Παράσταση καλή, αλλά όχι σπουδαία», Ραδιοτηλεόραση.

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Είδαμε… Προτείνουμε: «Βασιλιάς Ληρ»

    Περίμενα με αγωνία να απολαύσω το «Βασιλιά Ληρ» που «γνώρισα» διαβάζοντάς τον στα εφηβικά μου χρόνια, χωρίς να τον έχω ποτέ δει στο σανίδι. Περίμενα με αγωνία να απολαύσω το «Βασιλιά Ληρ» στο ανέβασμα που με κάθε λεπτομέρεια μου περιέγραφε με πάθος στη συνέντευξή μας ο Κώστας Καζάκος. Ανηφορίζοντας τα σκαλιά του Ηρωδείου, είναι αλήθεια ότι λαχταρούσα να δω μια προσεγμένη παράσταση με πολλές αρετές. Βγαίνοντας απ’ αυτό τρεις ολόκληρες ώρες αργότερα, είχα απολαύσει τις ελάχιστες αρετές της και κουραστεί αφόρητα απ’ τα πλείστα τρωτά της. Να τα πάρουμε όμως τα πράγματα απ’ την αρχή.

    Η με αγωνία αναμενόμενη αυτή δουλειά διέθετε καταρχήν μια ποιητική μετάφραση, πιστή στο συγγραφέα, δουλεμένη και στην παραμικρή της λεπτομέρεια, κέντημα αληθινό.

    Ο Ερρίκος Μπελιές, σημαντικός ποιητής ο ίδιος, κατάφερε να «φέρει» στη σκηνή τη σπάνια «μεταφερόμενη» ποίηση του Σαίξπηρ. Ο λόγος του ήταν αναμφισβήτητα απ’ τα μεγάλα ατού της άνισης παράστασης.

    Η σκηνοθετική δουλειά του Λεωνίδα Τριβιζά ανήκε, κατά τη γνώμη μου, στα τρωτά της.

    «Φλυάρησε», έχασε το τάιμινγκ που απαιτούνταν για το ανέβασμα του συγκεκριμένου, ιδιαίτερα δύσκολου, έργου, «μπέρδεψε» τους ηθοποιούς του κινώντας τους λάθος, χωρίς να τους δώσει ουσιαστικές λύσεις, συναίνεσε να στηθεί ένα επίσης φλύαρο, μη λειτουργικό σκηνικό και να φορεθούν βαρυφορτωμένα, «πλουμιστά» κοστούμια – Νίκος Πετρόπουλος. Επέτρεψε – ή μήπως θέλησε; – να κινηθεί το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης στο βαθύ σκοτάδι, κουράζοντας τους θεατές και την «τράβηξε» με ξιφομαχίες «φλύαρες».

    Πομπώδης η μουσική, θέλησε να «είναι», χωρίς όμως να «είναι». Η υποκριτική δουλειά του Κώστα Καζάκου ήταν στο σύνολό της εξαιρετική. Ο έμπειρος, ταλαντούχος ηθοποιός ενδύθηκε με όρεξη και επίπονη δουλειά τον Ληρ, έχοντας και το «μέγεθός» του και την «τρέλα» του.

    Η σκηνή που αγκαλιάζει – προς το τέλος του έργου – την κόρη του είναι, μαζί μ’ αυτήν που τη βρίσκει κρεμασμένη, απ’ τις πιο δυνατές και συγκινητικές του.

    Ο Ληρ του είναι αναμφισβήτητα απ’ τις πιο σπουδαίες υποκριτικές του δουλειές. Μια απ’ τις σημαντικότερες δουλειές του στο σανίδι, όμως, πέτυχε και ο Πέτρος Φιλιππίδης με το γελωτοποιό του.

    Είχε μέτρο, είχε διάθεση, είχε δουλέψει ουσιαστικά, είχε προσεγγίσει και κατακτήσει το ρόλο του, είχε αποτέλεσμα θαυμαστό. Εξαιρετική δουλειά είχε κάνει η πάντα ευαίσθητη, ευφάνταστη Λυδία Φωτοπούλου – χάρμα οφθαλμών η ερμηνεία της.

    Σωστή δουλειά είχαν κάνει η Μελίνα Μποτέλη – ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος είχε έξοχες στιγμές – όπως και η Φιλαρέτη Κομνηνού, που έφτιαξε μια μια σκληρή Ρέγκαν με μεράκι.

    Βρήκα εξαίρετο τον έμπειρο Γιώργο Κέντρο, απόντα και φλύαρο τον Κοσμά Ζαχάρωφ, άνισο τον Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο – που ενώ είχε καλές στιγμές, σε άλλες ήταν εξόχως υπερβολικός – εξίσου υπερβολικό τον άπειρο Κωνσταντίνο Καζάκο που ’χει μεν δουλέψει, αλλά δεν μπορεί – προς το παρόν έστω – να αντέξει το βάρος ενός τέτοιου ρόλου. Αναμένουμε εξέλιξη…

    Μεγάλο ποσοστό ευθύνης για τις άνισες και κάποτε ανεπαρκείς ερμηνείες φέρει νομίζω ο Τριβιζάς, που μοιάζει να άφησε αβοήθητους πολλούς ηθοποιούς του.

    Θεωρώ ότι πρέπει να δείτε την παράστασή, για να γευθείτε τις – ελάχιστες – καλές ερμηνείες και κυρίως για να απολαύσετε τον άξιο Καζάκο, σ’ έναν από τους αρτιότερους ρόλους του.

    04.08.1996, Μπουζιώτης Βασίλης «Είδαμε… Προτείνουμε: Βασιλιάς Ληρ», ‘Εθνος

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Ο βασιλιάς Ληρ» από το «Θέατρο Τζένη Καρέζη»

    Όνειρο μεγάλο και τόλμημα ριψοκίνδυνο, ακόμη και για κρατικές σκηνές, θα είναι πάντα το ανέβασμα της σαιξπηρικής τραγωδίας «Ο βασιλιάς Ληρ». Αυτό το όνειρο είχε ο Κώστας Καζάκος και αποτόλμησε με το «Θέατρο Τζένη Καρέζη», μετά την αποτυχημένη απόπειρα του να αποτελέσει η παράσταση παραγωγή του Εθνικού θεάτρου. Μια μεγάλη παραγωγή, όπως απαιτείται να είναι το ανέβασμα του «Ληρ» με το πολυπρόσωπο και τον πολυεπίπεδο χωροχρόνο του μύθου του, μιας πολύπλευρα υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας — από όλους τους συντελεστές της — παράστασης, όπως απαιτείται από αυτό το ποιητικό και δραματικό αριστούργημα και ένας τεράστιος ερμηνευτικός αγώνας, όπως απαιτείται να δοθεί από όλους τους ηθοποιούς και πολλαπλάσια από εκείνον που θα αναλάβει το ρόλο του Ληρ, θα έπρεπε να σημαίνει την απαλλαγή του πρωταγωνιστή από όλες τις προηγούμενες έγνοιες, προκειμένου να δώσει απερίσπαστος, αποκλειστικά και μόνον, τον τιτάνιο αγώνα που επιβάλλει ο ρόλος. Απαλλαγή από όλα αυτά, δεν είχε ο Κ. Καζάκος.

    Δεν μπορεί παρά σε σχέση με αυτό το γεγονός να κρίνει κανείς θετικά, σαν σοβαρή προσπάθεια την παράσταση του «Ληρ» από το «θέατρο Τζένη Καρέζη», σε ρέουσα, νοηματικά εύληπτη μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ. Η σκηνοθεσία του Λεωνίδα Τριβιζά έστησε εύρυθμα, χωρίς χάσματα, υπερβολές, άχρηστα εφέ τις συνεχείς χωροχρονικές εναλλαγές της πλοκής, προστατεύοντας το λόγο, την κλιμακούμενη δραματικότητα και τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του μύθου — μύθου με αλλεπάλληλα προσωπικά δράματα τα οποία προκαλεί η εγωπαθής πατρική αφροσύνη του βασιλιά Ληρ — από μια περιττή θεαματικότητα, στην οποία διακινδυνεύει να περιπέσει μια παράσταση του έργου αυτού. Η κύρια αδυναμία της παράστασης — ίσως μη οφειλόμενη στη σκηνοθεσία — ήταν οι υψηλοί τόνοι και οι εντάσεις του λόγου από ορισμένες ερμηνείες. Εντάσεις που μπορεί να επηρεάστηκαν από την αντιατμοσφαιρική, αποδραματοποιητική. σύγχρονων, συχνά εμβατηριακών και υπέρτερων της φωνής των ηθοποιών ήχων από κρουστά όργανα, τα οποία κυριάρχησαν στη μουσική των Ανδρέα Συμβουλόπουλου – Νίκου Τουλιάτου. Μια ακόμη αντίθεση πρόβαλε μεταξύ των χρωματικά και σχεδιαστικά ακαλαίσθητων (τα περισσότερα και κυρίως τα γυναικεία) κοστουμιών και του λιτού σκηνικού (Νίκος Πετρόπουλος).

    Οι φιλότιμες προσπάθειες των — καλών στο σύνολό τους — ηθοποιών του θιάσου, σε ορισμένους δεν απέδωσαν τα καλύτερα αναμενόμενα αποτελέσματα. Έμπειροι και άξιοι, όπως οι Μελίνα Μποτέλη, Φιλαρέτη Κομνηνού, Κοσμάς Ζαχάροφ, Στάθης Λιβαθινός, Γιάννης Νταλιάνης, περισσότερο διεκπεραιωτικοί, σχηματικοί, ή αβέβαιοι γι’ αυτό που κάνουν, έμοιαζαν να νιώθουν. Η Λυδία Φωτοπούλου με διακριτική δραματικότητα ερμήνευσε την Κορντέλια. Ο Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, ηθοποιός με υποκριτικά εφόδια, ερμήνευσε με ευαισθησία και ποιητική αίσθηση τον Έντγκαρ. Ο Γιώργος Κέντρος είχε πολύ καλές δραματικές, στιγμές, όπου οι τόνοι του ήταν χαμηλοί και εσωτερικοί. Ο Κωνσταντίνος Καζάκος έκανε μια αξιόλογη προσπάθεια σε ένα ρόλο που δείχνει ότι μπορεί να εξελιχθεί αν δουλέψει ακόμη πολύ τα εκφραστικά του μέσα (αίσθημα, φωνή, κίνηση, χειρονομία). Ο Πέτρος Φιλιππίδης (Γελωτοποιός) έχει βαθιά κωμική φλέβα, ασκημένα μέσα, αμεσότητα και μ’ αυτά επιχείρησε — και σε ένα βαθμό το πέτυχε — μια σημαντική ερμηνευτική στροφή από την, καταστροφική για κάθε ηθοποιό, τηλεοπτική του μανιέρα.

    Ο Κώστας Καζάκος έπλασε συγκινητικά έναν Ληρ, ανθρώπινο, οικείο, πληθωρικό, παρορμητικό, απερίσκεπτο, αφελή, που από εγωπάθεια προτιμά την κολακεία, το «γλυκό» ψέμα αντί την «πικρή αλήθεια. Έναν αυτοέκπτωτο, από την ανάγκη του για αγάπη μοναχικό πλάσμα, που μόνο η «φυγή» του μέσω της «τρέλας» κι ο θάνατος μπορεί να το λυτρώσει.

    30.07.1996, Θυμέλη «Ο βασιλιάς Ληρ από το Θέατρο Τζένη Καρέζη», Ριζοσπάστης

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Διάψευση προσδοκιών…

    «Βασιλιάς Λιρ» του Σαίξπηρ με τον Κώστα Καζάκο

    Ορισμένες παραστάσεις γίνονται – πριν καν εμφανιστούν μπροστά στο κοινό – αντικείμενο πολλών συζητήσεων, προκαλούν το ενδιαφέρον όχι μόνο του μεγάλου κοινού μα και των «ειδικών» και, γενικά, αναγορεύονται πρωθύστερα σε «θεατρικό γεγονός». Πράγμα που προσφέρει βέβαια «διαφημιστικό κέρδος», αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο πολλαπλασιασμού της απογοήτευσης των θεατών (με όλα τα επακόλουθα της), εφόσον το αποτέλεσμα δεν είναι πραγματικά ισάξιο των προσδοκιών τους.

    Κι αυτό ακριβώς συμβαίνει και με την παράσταση του «Βασιλιά Λιρ» του Σαίξπηρ, που, μετά από το Ηρώδειο (την περασμένη εβδομάδα), ετοιμάζεται να «οργώσει» την Αττική (μα – σχεδόν – και όλη την υπόλοιπη Ελλάδα) το υπόλοιπο καλοκαίρι. Αφού, εν τέλει, οι ελπίδες για μια πραγματικά σημαντική κι ενδιαφέρουσα παράσταση αποδεικνύονται μάταιες ή – έστω – κατώτερες απ’ όσες είχε γεννήσει η εξαγγελία του όλου ανεβάσματος του μεγάλου έργου.

    Αποδεικνύεται απογοητευτικός, λοιπόν, αυτός ο «Λιρ», με προβλήματα που αφορούν σε ολόκληρο το στήσιμο του, απ’ αρχής μέχρι τέλους, αλλά και πλήθος επιμέρους στοιχείων του. Έτσι, δεν είναι σαφής, για παράδειγμα, η σκηνοθετική σύλληψη (του Λεωνίδα Τριβιζά), παρότι ορισμένα σημεία του θεάματος επιτρέπουν ίσως σε κάποιους να «φανταστούν» πώς θα ήθελε να προσεγγίσει το έργο αυτή η παράσταση. (Όπως η «σκληροτράχηλη» σχεδίαση ορισμένων βασικών ρόλων ή η αφαιρετική κατάθεση των δρώμενων). Σημείων, όμως, που αυτοαναιρούνται συνήθως είτε από παράπλευρα συστατικά του θεάματος (τα «γλυκερά» κοστούμια, λόγου χάρη, του Νίκου Πετρόπουλου, τα οποία «τινάζουν στον αέρα» ακόμη και το σκηνικό του ίδιου ή την «εγωκεντρική» μουσική των Ανδρέα Συμβατόπουλου και Νίκου Τουλιάτου, που «συναυλιεί» μάλλον παρά υποστηρίζει την παράσταση), είτε από τους ίδιους τους ηθοποιούς αυτού του μάλλον «αλλοπρόσαλλου» θιάσου.

    Στην ερμηνευτική απόδοση των ηθοποιών, άλλωστε, δείχνει να βρίσκεται και το μεγαλύτερο «έλλειμμα». Αρχίζοντας από τον ίδιο τον Κώστα Καζάκο, που υποδύεται τον ομώνυμο ήρωα, με τραγικό μέγεθος, αλλά όχι και το αναγκαίο βάθος επιδεξιότητας, ώστε να απεικονίσει δημιουργικά το πέρασμα από την αυτάρεσκη, αυταρχική άσκηση της εξουσίας στην τρέλα, μόλις χαθούν τα λειτουργικά ερείσματα της πρώτης. Και συνεχίζεται με τους περισσότερους άλλους – αξιόλογους στην πλειοψηφία τους – ηθοποιούς, που άλλοτε καταλήγοντας στο υπερπαίξιμο αντί για την αδρότητα (Στ. Λιβαθινός, Κ. Κωνσταντόπουλος, Γ. Νταλιάνης, Κ Ζαχάρωφ κ.ά.) κι άλλοτε αστοχώντας εξ αρχής στη διαμόρφωση του ρόλου τους (Φιλαρέτη Κομνηνου, Μελίνα Μποτέλλη, Αντ. Αλεξίου κ.ά., αλλά και ο Κωνσταντίνος Καζάκος, που αποδεικνύεται τουλάχιστον ανώριμος ακόμη να υπηρετήσει σημαντικούς κλασικούς ρόλους), προδίδουν εν τελεί ολοκληρωτικά το σαιξπηρικό αριστούργημα.

    Έτσι, απομένει μόνο η σταθερή παρουσία του Γιώργου Κέντρου και η τρυφερή ποιότητα της Λυδίας Φωτοπούλου για να διασώσουν κάτι στα πιο συμβατικά μέρη της παράστασης. Και η υπέρβαση του Πέτρου Φιλιππίδη (που «ξεχνώντας» τις τηλεοπτικές φθήνιες του, καταθέτει με υψηλή ποιότητας ερμηνεία έναν «τρελό» σημαδεμένο «από το χέρι του Θεού»), για να δώσει μια αίσθηση θεατρικής μαγείας – και μαζί μια ιδέα για το πού θα μπορούμε να έχει φθάσει η σκηνοθετική αντίληψη του «Λιρ».

    Αυτές οι προσφορές, όμως, δεν είναι με κανέναν τρόπο αρκετές να διασώσουν την – τελικά ανιαρή – παράσταση. (Όμοια, καθώς, άλλωστε, δεν είναι αρκετή η συγκροτημένη – πεζή -μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, για να προβάλει μαζί με το έργο ΚΑΙ τον ποιητή του). Με αποτέλεσμα, φυσιολογικά πια, την απογοήτευση των θεατών. Η οποία, βέβαια, δεν γεννάει την τρέλα, όπως συμβαίνει με τη διάψευση των προσδοκιών του ήρωα, αλλά σίγουρα προκαλεί την ψυχρότητα – αν όχι και τη διάθεση «αντίδρασής» τους…

    29.07.1996, Παγκουρέλης Βάιος «Διάψευση προσδοκιών», Ελεύθερος Τύπος

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Άρεσε ο Ληρ αλλά δεν μάγεψε…

    Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Φιλιππίδης έσωσε την παράσταση, μια παράσταση που άρχισε στις εννέα και δεκαεπτά και τελείωσε στη μια, αλλά που μαθαίνω ότι θα περικοπεί άγρια όταν πάρει σβάρνα τόσο τα βραχώδη όσο και τα μη βραχώδη φεστιβάλ.

    Ο κόσμος είχε γεμίσει και τις τελευταίες πλάγιες θέσεις εκεί στα ύψη του Ηρώδειου, αποφασισμένος να περάσει ωραία Είχε και τόσο πολύ καιρό να παιχτεί το θαυμάσιο αυτό έργο που είναι από τα πιο «προσιτά» στους πολλούς λόγω της πλούσιας παραμυθένιας του διάστασης και, φυσικά, του γεγονότος ότι η αχαριστία αποτελεί πλέον ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο.

    Ποιός γονιός π.χ. μέσα στο θέατρο, δεν θα έχει φωνάξει ποτέ στην κόρη του το περίφημο «Τόσα νέο και τόσο αναίσθητη!«

    Μόνο που, εδώ στη μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, το -επαναλαμβάνω- περίφημο. «Τόσο νέα και τόσο αναίσθητη!» του Βασίλη Ρώτα, από τον Ληρ, στη μικρή του Κορντέλια, έγινε: “Τόσο νέα και τόσο ανάλγητη!».

    Θα ομολογήσετε πως δεν είναι το ίδιο! Γιατί κάνεις μας δεν έχει πει ποτέ την κόρη του «ανάλγητη»!

    Και στην απάντηση:

    «Αφέντη μου, νέα κι αληθινή!» που αντικαταστάθηκε από το «νέα κι ειλικρινής», ούτε εκεί δεν νιώσαμε το ίδιο.

    Όπως δεν νιώσαμε το ίδιο όταν ο Ληρ που έλεγε παλιά στον Κεντ να μην μπει «ανάμεσα στα δράκο και τη λύσσα του!» εδώ τον παροτρύνει να μην μπει ανάμεσα στο δράκο και στην «οργή» του!

    Δεν έχω αντιρρήσεις για τη μετάφραση του κ. Μπελιέ, ταν οπαίο έχω θαυμάσει και σε άλλα σπουδαία έργα. Όμως, υποπτεύομαι πως ο φόβος μην τύχει και λεχθεί ότι «αντέγραψε» τον Ρώτα, τον έσπρωξε σε διαφορετικές λύσεις που δεν έχουν ούτε το ίδιο πάθος ούτε την ίδια δύναμη.

    Όπως και η παράσταση δεν είχε την ίδια δύναμη, το ίδιο πάθος ή, ακόμα λιγότερο, την ίδια γοητεία και το ίδιο μεγαλείο μιας άλλης παράστασης που μου έχει μείνει αξέχαστη, μιας παράστασης με ηθοποιούς που ο καθένας τους είναι πια θρύλος.

    Και εννοώ Βεάκη και Ροζάν στους ρόλους των δύο «τυφλών» πατεράδων, Παξινού, Παπαδάκη, Μανωλίδου στους ρόλους των τριών αδελφών. Ευθυμίου ως τρελός, Δεστούνης ως Κεντ και στους ρόλους των αγοριών του Γκλόστερ, Μινωτής, Γληνός. Ακόμα και το βασιλόπουλο της Φραγκιάς ήταν -φανταστείτε- ο Κωτσόπουλος!

    Τέτοια δύναμη επιβολής στο κοινό είχε εκείνη η παράσταση, ώστε θυμάμαι ακόμη και τη σχετικώς αγράμματη θεία που με πήγε να δω το έργο, να λέει δακρυσμένη στην έξοδο «Αχ. δεν έχω δει πιο ωραίο πράμα στη ζωή μου!».

    Από τότε μεσολάβησαν ο ωραιοπαθής Ληρ του Ολίβιε, ο ανεμοδαρμένος Ληρ του Κόζιντσεφ, ο κάπως «επίσημος» Ληρ του Μινωτή… Ακόμα και ο φροϋδικός Ληρ του Κουροσάουα. Όμως η φιγούρα του Καζάκου μου φάνηκε η πιο σωστή και, ήδη από την πρώτη εικόνα, ένιωσες μια ικανοποίηση και μια ευτυχισμένη προσδοκία να βασιλεύουν στις κερκίδες του Ηρώδειου.

    Σαν παιδιά, περιμέναμε το ωραιότερο παραμύθι του κόσμου. Και πράγματι, παραμύθι, ως ένα σημείο είδαμε. Ήδη τα τύμπανα, τα πολύ ωραία κοστούμια. τα ελάχιστα σκηνογραφικά στοιχεία, και, ιδίως, η επιβλητική εμφάνιση του Καζάκου, των αυλικών ταυ, των κοριτσιών του, όλα ήταν εντυπωσιακά Λυπάμαι όμως που το λέω, το έργο δεν απογειώθηκε καμιά στιγμή. Πατούσε γερά στη λογική, στην απλότητα (μέχρι διδασκαλίας!) και όλοι έπαιξαν σωστά αλλά να, δεν μας μάγεψε!

    «Και τι ήθελες να δεις;» μαντεύω την ερώτηση. «Τη γοητεία της παιδικής σου ηλικίας ποιος θα μπορούσε να την αναδημιουργήσει;». Ναι, πιθανόν να έφταιξε κι αυτό αλλά…

    Αλλά φοβάμαι πως η «αναίσθητη» που έγινε «ανάλγητη», η «λύσσα» που έγινε «οργή» είναι φαινόμενα που παρατηρήθηκαν και στη σκηνοθεσία του Λεωνίδα Τριβιζά. Όλα έγιναν πιο λογικά, πιο πεζά. Και το πάθος δεν έβγαινε από μεγάλο βάθη. Τις πιο πολλές φορές, ίσα ίσα από το λάρυγγα.

    Ευτυχώς, όπως είπα και στην αρχή, κάθε τόσο έπαιρνε το λόγο ο Φιλιππίδης (και του τον έδινε ο σκηνοθέτης γενναιόδωρο αφήνοντάς τον συχνά μονάχο του) και τότε το κοινό ξεσπούσε σε γέλια και χειροκροτήματα. Διασκέδαζε. Αν μάλιστα είχε προλάβει ο καλός κωμικός -και εδώ λίαν συγκρατημένος- να κάνει ακόμα πιο δική του στη στυλιζαρισμένη κίνηση με τα μικρά βηματάκια, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μεγάλη δημιουργία.

    Έφτασε στιγμή που η ανταπόκριση ήταν τέτοια ώστε είχαμε ατάκα και χειροκρότημα!

    Αέρα πεπειραμένων και χαρισματικών ηθοποιών είχαν τόσο ο Κέντρος ως Γκλόστερ όσο και ο νεαρός Κωνσταντόπουλος ως «νόμιμος» γιος του. Και, φυσικά, ο Ζαχάροφ ως Κεντ. Ο νεαρός Καζάκος μου φάνηκε πολύ μελετημένος και δεν λιγοψύχησε μπροστά σε καμιά δυσκολία του ρόλου. Επαρκείς ο «Κορνουάλης» και ο «βασιλιάς της Γαλλίας» στους ρόλους των γαμπρών του Ληρ. Οι τρεις αδελφές ήταν ο,τι καλύτερο έχουμε. Η Φιλαρέτη Κομνηνού ως Ρήγκαν μου φάνηκε η πιο σκηνοθετικά αδικημένη. Αντίθετα η Μελίνα Μποτέλη, με μέγιστο υποστηρικτή τη θαυμαστά καλλιεργημένη φωνή της που διαθέτει βάθος και γοητεία, υπήρξε μια αξιόλογη Γκόνεριλ. Η Λυδία Φωτοπούλου, απλή και συγκινητική, ήταν πάρα πολύ καλή και ταιριαστή στο ρόλο της αγνής Κορντέλια.

    Για να φανώ ειλικρινής, καμιά δεν με συνεπήρε. Πού είσαι Κατίνα; έλεγα μέσα μου.

    Κατά τα άλλα, όλο ήταν καλά και εύχομαι να αρέσει το έργο και στην παρακάτω πορεία του (θέατρο των Βράχων κλπ) γιατί, έστω και όχι τόσο μαγικά μεγαλόπρεπο όσο είναι το κείμενο, είναι οπωσδήποτε μια ευκαιρία να το ξαναθυμηθεί ο κόσμος.

    Βροντερή και υποβλητική η μουσική του Ανδρέα Συμβουλόπουλου και Ανδρέα Τουλιάτου.

    27.07.1996, Σώκου Ροζίτα «Άρεσε ο Ληρ αλλά δεν μάγεψε…», Απογευματινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η μοναξιά του ενός ρόλου

    Δεν μπορεί κανένας να αμφισβητήσει ούτε τις καλές προθέσεις ούτε το μόχθο ούτε τα δυσβάστακτα έξοδα που διέθεσε ο Κώστας Καζάκος για να θωρακίσει το καλλιτεχνικό του όραμα, να παίξει τον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ. Πρέπει να πω ότι ο Καζάκος (και ο Παπαμιχαήλ) είναι ο μόνος σήμερα Έλληνας ηθοποιός που έχει το κύρος, την εσωτερική καλλιέργεια, την τεχνική αλλά και την οντότητα την υποκριτική που απαιτεί αυτός ο τερατώδης ρόλος. Υπάρχουν ρόλοι στο θέατρο που δεν αρκεί το ταλέντο, η τεχνική και η πείρα, χρειάζονται κατάθεση ψυχής και πνευματικότητα σπάνια και μια κεραία ευαίσθητη να συλλαμβάνει τις μεταφυσικές ιδέες και τον υπαρξιακό ίλιγγο εμπρός στο έρεβος της αβεβαιότητας και την καταιγίδα του ζην.

    Ο Κοζάκος είναι ένας ηθοποιός με πνευματικές ανησυχίες και όχι απλώς εδικαιούτο αλλά όφειλε να ενσαρκώσει τον αλαζόνα, πλάνητα και οδοιπόρο προς την οδυνηρή ωριμότητα γέροντα.

    Και πρέπει να ομολογήσω ότι εν πολλοίς το κατόρθωσε. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που μέσα στην καταιγίδα οδηγείται στην αυτογνωσία μέσα από την τρέλα.

    Στο πρώτο μέρος δεν έδωσε τον αλαζόνα, τον επιπόλαιο, τον αυταρχικό μονάρχη, το πρότυπο του μεσαιωνικού φεουδάρχη. Στη σκηνή με τον Κεντ, σε ένα κείμενο υψηλής ποίησης, σχεδόν υπερρεαλιστικής, όπου καταρρακώνονται θρησκεία, πολιτική, κοινωνικές δομές και ηθική, ο Καζάκος ήταν καταπληκτικός, και έφθασε στον τελευταίο σπαραγμό, ανεβαίνοντας σκαλί σκαλί την απελπισία που είναι ταυτόσημη με την κατάφαση του εγώ ως εμπαθούς σαρκίου.

    Δυστυχώς, η παράσταση ως όλο και στα καθέκαστα δεν μπόρεσε να πλαισιώσει επαξίως τον υπεράνθρωπο μόχθο του Καζάκου. Δεν γνωρίζω το μερίδιο ευθύνης του σκηνοθέτη κ. Τριβιζά.

    Η μετάφραση του κ. Μπελιέ προϋπήρχε του σκηνοθέτη. Βεβαίως ο σκηνοθέτης την απεδέχθη, ο κ. Μπελιές γνωρίζει καλά αγγλικά και είναι θαυμάσιος ποιητής. Έχει ευδοκιμήσει στις σαιξπηρικές κωμωδίες. Στον «Ληρ» έλειψε η εσωτερικότητα, έλειψε ένας πρυτανεύων ρυθμός, έλειψε η λυρική πυκνότητα. Η μετάφραση έπασχε από φλύαρη αναλυτικότητα. Πλατείαζε και πεζολογούσε. Το δεύτερο λάθος ήταν η μουσική. Εγκαταστάθηκε επί σκηνής, ζωντανή, μια τερατώδης μπαταρία. Ένας εσμός κρουστών. Ενδιαφέρον κατ’ αρχήν εγχείρημα. Αλλά όταν επιλέγεις ως μουσική βάση το ρυθμό, δεν μπορεί να λείπει η επαφή των ρυθμών, οι συγκοπές, οι έντονοι τονισμοί και οι ποικιλίες μέτρων από την παράσταση. Η παράσταση κυλούσε ερήμην των ρυθμών των τυμπάνων. Βεβαίως κυριάρχησαν στην υπόκριση οι στομφώδεις και ρητορικοί τόνοι. Οι πλέον άπειροι ηθοποιοί και οι καλοί αλλά άπειροι στο μεγάλο ποιητικό θέατρο εν υπαίθρω, όπως ο Λιβαθηνός, ο Νταλιάνης, διάβαζαν φωναχτά τους ρόλους τους γεμίζοντας αέρα το διάφραγμά τους. Ο Ζαχάρωφ, τελείως εκτός κλίματος, έπαιξε σχεδόν σαλόνι (Κεντ). Οι δύο μεγάλες κόρες, η Μποτέλλη και δυστυχώς η Κομνηνού, δεν ξεπέρασαν τη λεγόμενη καθιστή πρόβα, διάβαζαν ρόλο. Μόνο η Φωτοπούλου όταν μιλούσε άλλαζε η ατμόσφαιρα. Χωρίς τη γνωστή της μανιέρα, έπαιξε μια συγκινημένη Κορντέλια. Ο Κωνσταντόπουλος ωριμάζει αξιοθαύμαστα. Έπαιξε τον Έντγαρ με ποιητικό οίστρο. Μόνο αυτός, η Φωτοπούλου και ο Καζάκος έδειχναν πως γνωρίζουν ότι υποδύονται πρόσωπα που ομιλούν λόγο ποιητικό και ρυθμικό. Ο Γκλόστερ του Κέντρου είχε πολλές καλές στιγμές. Ο λιτός αυτός ηθοποιός δεν έπεσε στην παγίδα ενός ψευτορεαλισμού, όπως ο Ζαχάρωφ. Αλλά δεν είχε την απογείωση που απαιτεί το κείμενο μετά την τύφλωσή του.

    Ο νεαρός Κωνσταντίνος Καζάκος (Έντμοντ) έχει προσόντα, δεν βούλιαξε, στάθηκε. Έχει ωραία κίνηση και παρουσία. Χρειάζεται να καλλιεργήσει τη φωνή του και να ασκηθεί στον εσωτερικό ρυθμό.

    Μένει ο κ. Φιλιππίδης. Ηθοποιός με γερά φόντα και προσωπικότητα. Δυστυχώς θύει στην τηλεοπτική του εικόνα. Νομίζει πως έπαιξε το ρόλο του τρελού. Νούμερο έκανε, έβγαινε μπροστά, γύριζε την πλάτη στους συμπαίκτες του, και στον Ληρ, και μετωπικά «πέταγε» τα αστεία του στο κοινό με το πλασάρισμα της επιθεώρησης.

    Αλλά όχι μόνο αυτός.

    Ολόκληρη η παράσταση ήταν μετωπική. Θύμιζε όπερα. Πιθανόν γι’ αυτό ευθύνονται τα άθλια κοστούμια που παραγγέλθηκαν και τα δανείστηκαν από ιταλικά εργαστήρια. Κάτι μεταξύ ρωμαϊκών ταινιών της Τσινετσιτά και επαρχιακών βεστιαρίων γερμανικής όπερας.

    Η παράσταση είναι ακριβή, τα μπούγια καλοδουλεμένα αλλά, πλην του Καζάκου, τίποτα εν τέλει δεν διασώζεται αφού η τετράωρη παράσταση, ιδίως όταν παίζεται το παράλληλο θέμα και απουσιάζει ο Ληρ, βουλιάζει σε μια πληκτική υπνηλία.

    24.07.1996, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Η μοναξιά του ενός ρόλου», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η περιπέτεια του βασιλιά Ληρ

    Ο Κώστας Καζάκος μ’ έναν πολυμελή και σημαντικό θίασο μεταφέρει στη σκηνή του Ηρωδείου στις 22 και 23 Ιουλίου τη δική του πρόταση για την σαιξπηρική τραγωδία

    Ο Κώστας Καζάκος εδώ και πολλά χρόνια ονειρευόταν να φέρει στη σκηνή τον σαιξπηρικό «Βασιλιά Ληρ», Το εγχείρημα δύσκολο, βρήκε αυτό το καλοκαίρι το χώρο του και στις 22 και 23 Ιουλίου ένας πολυμελής και πολύ σημαντικός θίασος θα ανέβει στη σκηνή του Ηρωδείου για να μεταφέρει τη δική του πρόταση για τη σαιξπηρική τραγωδία.

    Με συνοδοιπόρους σ’ αυτό το ταξίδι τον Λεωνίδα Τριβιζά – υπογράφει τη σκηνοθεσία – που επανέρχεται στο θεατρικό προσκήνιο μετά από δεκαετή απουσία, αλλά και πολλούς καλούς ηθοποιούς όπως ο Στάθης Λιβαθηνός, ο Γιώργος Κέντρος, ο Κοσμάς Ζαχάροφ, ο Φιλαρέτη Κομνηνού η Λυδία Φωτοπούλου και ο Πέτρος Φιλιππίδης, ο Κώστας Κοζάκος, με το φορτίο της ερμηνείας του Ληρ, θα επιχειρήσει να μας ταξιδέψει,στα άδυτα ενός βασιλείου που γνώρισε την αίγλη και την παρακμή, στα μυστικά της ψυχής ενός βασιλιά που γνώρισε τη δόξα και τη μοναξιά, την αποδοχή και την απόρριψη.

    Γραμμένη το 1606 και τυπωμένη σε δύο παραλλαγές: η τραγωδία του Σαίξπηρ, μια από τις πλουσιότερες σε επεισόδια και συγκλονιστικές σε δραματικότητα δημιουργία του, χαρακτηρίστηκε από τους μελετητές του δημιουργού της, «τραγωδία της αχαριστίας», «τραγωδία των γηρατειών» και ακόμη «τραγωδία του ανθρώπου που ζούσε στην ψευδαίσθηση κι ανακαλύπτει την αλήθεια».

    Αντλώντας το υλικό του – όπως και άλλες φορές από το «Χρονικό του Χόλινσεντ» (16ος αιώνας) και την «Ιστορία των βασιλειάδων της Βρετανίας» του Μόνμουθ (12ος αιώνας) ο Σαίξπηρ, συνέθεσε ένα δικό του αυτούσιο θεατρικό έργο με πρωταγωνιστές τον βασιλιά Ληρ τις τρεις κόρες του, το γελωτοποιό του και ακόμη τον κόμη Γκλόστερ και τον νόθο γιό του Έντμοντ.

    Μεγάλη στιγμή της σαιξπηρικής δημιουργίας, «ο βασιλιάς Ληρ» διακρίθηκε γιατί συνδύασε την υψηλή ποιότητα δραματικής γραφής με την ποιητική διάθεση και την κίνηση ιδεών που είχαν να συνεισφέρουν στο διάλογο για την εξουσία και τις προεκτάσεις της.

    Άλλωστε ο ρόλος του τραγικού βασιλιά, έγινε σταθμός στην πορεία μεγάλων ηθοποιών της ελληνικής σκηνής όπως εκείνη του Αιμίλιου Βεάκη, το ’38 στο Εθνικό Θέατρο.

    Το έργο ξεκινά με την απόφαση του Ληρ να μοιράσει το βασίλειο του στις τρεις κόρες του κρατώντας όμως τον τίτλο και τις τιμές του βασιλιά. Η μικρότερη, στη διάρκεια της τελετής, θα αντισταθεί στην απόφαση του και αποφασίζει να ξενιτευτεί. Οι άλλες δύο, κρατούν όλα όσα τους παραχωρήθηκαν, διεκδικούν ακόμη περισσότερα και ο Ληρ ταπεινωμένος στα πρόθυρα της τρέλας αποφασίζει να φύγει μακριά στη χέρσα πεδιάδα με μοναδική συντροφιά του τον γελωτοποιό του. Το άλτερ εγκό του. Εγκαταλείπεται στο έλεος μιας καταιγίδας φυσικής και εσωτερικής. Και τότε, για πρώτη φορά, μέσα από την εξωτερική και εσωτερική θύελλα που τον συνταράσσει, ο υπερόπτης βασιλιάς, ξεκίνα την πορεία προς την αυτογνωσία. Αρχίζει να ανακαλύπτει την αλήθεια, αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα της φύσης.

    Το οδυνηρό του οδοιπορικό έχει ήδη αρχίσει. Όπως και η εμφύλια διαμάχη για την εξουσία και άλλα παράλληλα επεισόδια που εμπλέκονται για να δώσουν πιθανές λύσεις τιμωρίας μέσα από τον αφανισμό της οικογένειας. Οι στιγμές αποκαλυπτικές έχουν τις αναφορές τους σε ζητήματα καυτά. Και σύγχρονα. Η εξουσία, η αγάπη, η τρέλα, η τιμωρία, η θυσία, ο σεβασμός είναι λίγα μόνο από τα θέματα του σαιξπηρικού «Ληρ».

    «Το ερώτημα που τίθεται στον άνθρωπο του θεάτρου που επιχειρεί να ζωντανέψει μπροστά σε ένα σύγχρονο κοινό ένα θεατρικά έργο του παρελθόντος είναι: Γιατί ορισμένα έργα βαθιά ριζωμένα στην εποχή τους μπορούν να προσκαλέσουν, το ίδιο και σήμερα, στην ύπαρξη μας συγκινήσεις και ιδέες που μας διαφωτίζουν για την εποχή μας; Ο Λεωνίδας Τριβιζάς, είναι αυτός που θέτει το ερώτημα. Και στο ίδιο σημείωμα του που ακολουθεί το πρόγραμμα της παράστασης εξελίσσοντας τον προβληματισμό του καταλήγει: «Για μας δεν είναι η απορία ή η λογοτεχνία που φέρνει κοντά μας αυτό το οδοιπορικό μιας συνείδησης, μέσα από τις δοκιμασίες της οδύνης και της τρέλας, προς την αυτογνωσία, με άλλα λόγια την περιπέτεια του Βασιλιά Ληρ, είναι οι αναλογίες των ερωτημάτων και των καταστάσεων του τραγικού ήρωα με τη σύγχρονη αντίληψη για το τραγικό. Μόνο έτσι μπορούμε να καταλάβουμε για ποιο λόγο η σαιξπηρική δραματουργία μας συγκινεί σήμερα, ενώ άλλες κοινωνίες κλειστές σε αποκρυσταλλωμένες αξίες… Στο μέτρο που ο ήρωας είναι το σύμβολο μιας σύγκρουσης ανάμεσα στην προμηθεϊκή ανθρώπινη θέληση και στην παλιά νομιμότητα, στο μέτρο που είναι η εικόνα μιας αντιπαράθεσης ανάμεσα στις νεκρές δομές και στα ζωντανά κοινωνικά κύτταρα».

    Η παράσταση του «βασιλιά Ληρ» και του θεάτρου Τζένη Καρέζη υπόσχεται να αποζημιώσει το κοινό της. Όλοι οι συντελεστές αυτής της πολυδάπανης παραγωγής που θα παρουσιαστεί από τη μια άκρη της Ελλάδας στην άλλη, δουλεύουν εδώ και μήνες, σκληρά. Να σημειωθεί ότι η μετάφραση είναι του Ερρίκου Μπελιέ και τη μουσική συνέθεσαν σι Α. Συμβουλόπουλος και Α. Τουλιάτος.

    07.07.1996, Αδαμοπούλου Μαρία «Η περιπέτεια του βασιλιά Ληρ», Η Αυγή

     

    Για το link πατήστε εδώ