Βασιλιάς Ληρ – Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

2023

Θεατρική Εταιρία Πράξη

Πρεμιέρα: Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2023

Ο Βασιλιάς Ληρ, παρουσιάζεται στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, σε μια πρωτότυπη διασκευή που πυκνώνει το έργο και συναιρεί πρόσωπα και καταστάσεις σ’ ένα παράδοξο δρώμενο, όπου η σύγχρονη θεατρική γλώσσα συναντά τους πηγαίους σαιξπηρικούς συνειρμούς, χωρίς να προδίδεται το πνεύμα αλλά ούτε και το γράμμα, στα βασικά σημεία, αυτού του περίφημου κλασικού έργου.

Το Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας, επανέρχεται μετά από αρκετά χρόνια στις συνεργασίες του με το Στάθη Λιβαθινό, παρουσιάζοντας σε απόδοση & διασκευή του Στρατή Πασχάλη το κορυφαίο έργο του Άγγλου δραματουργού και ποιητή, του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ.

Eργο που γράφτηκε το 1609, περίοδο που στην Αγγλία εκτός από πολλά είδη λόγου άκμαζε το θέατρο, ο Βασιλιάς Ληρ, αποτελεί ένα διαχρονικό αριστούργημα της παγκόσμιας δραματουργίας.

Το έργο έχει μεταφραστεί σε πάρα πολλές γλώσσες και έχει παρουσιαστεί σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου, σε κάποιες από αυτές πάμπολες φορές.

Το θέμα αυτής της τραγωδίας του Σαίξπηρ, αφορά στην απόφαση του Βασιλιά Ληρ να μοιράσει το βασίλειό του στις τρεις κόρες του. Τη Γονερίλη, τη Ρεγάνη και τη μικρότερη την Κορδέλια. Αυτή που θα τον πείσει για την αγάπη της θα πάρει το βασίλειο. Ο γηραιός βασιλιάς, παρά τις συμβουλές του Δούκα του Κεντ, αποκληρώνει την Κορδέλια κι εξορίζει το Δούκα…

Πυρήνας της παράστασης του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας, θα είναι η πρόκληση. Άλλωστε γίνεται θέατρο χωρίς πρόκληση;

Πηγή: Θέατρο Κεφαλληνίας

Απόδοση- Διασκευή: Στρατής Πασχάλης

Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός

Σκηνικά- κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου

Μουσική: Τηλέμαχος Μούσας

Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου

Video: Χρήστος Δήμας

Μακιγιάζ: Γιάννης Παμούκης

Βοηθός σκηνοθέτη: Γεωργία Κατσίλα

Βοηθός σκηνογράφου- ενδυματολόγου: Έμιλυ Κουκουτσάκη

Βοηθός φωτιστή: Ναυσικά Χριστοδουλάκου

Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή

Διανομή

Βασιλιάς Ληρ: Mπέττυ Αρβανίτη

Κεντ / Τρελός: Nίκος Αλεξίου

Έντγκαρ: Αντώνης Γιαννακός

Γκλώστερ: Νέστορας Κοψιδάς

Κορντέλια: Ερατώ Πίσση

Έντμοντ: Γκαλ Ρομπίσα

Ρέγκαν: Εύα Σιμάτου

Γκόνεριλ: Βιργινία Ταμπαροπούλου

 
  • «Βασιλιάς Ληρ» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού: Μια παραστασιακή απόπειρα-ύμνος για το Ανθρώπινο πλάσμα με την Μπέτυ Αρβανίτη να σωματοποιεί το Αδιανόητο

    Η Μπέτυ Αρβανίτη δεν ερμηνεύει τον Βασιλιά Ληρ, δεν ενσαρκώνει τον Ληρ. Είναι. Το Ανθρώπινο Ον – μια σκηνική ποιητική δημιουργία που εγγράφεται στις καλύτερες ερμηνείες στην ιστορία του ρόλου

    King Lear: Dost thou call me fool, boy?
    Fool: All thy other titles thou hast given away; that thou wast born with.
    (William Shakespeare, King Lear)

    We are all born mad. Some remain so.
    (Samuel Beckett, Waiting for Godot)

    Μια υπαρξιακή σπουδή για τον Άνθρωπο καταθέτει παραστασιακά ο Στάθης Λιβαθινός σε μια εσωτερική, βαθιά, λιτή, ποιητική – απαλλαγμένη από κάθε τι περιττό- ανάγνωση του σαιξπηρικού Ληρ υπό την εμπνευσμένη διασκευή του Στρατή Πασχάλη.

    Δεν είναι η πρώτη φορά που ο σημαντικός σκηνοθέτης αναμετριέται με το θηριώδες έργο. Έχει προηγηθεί το 2009 μία από τις πιο σημαντικές παραστασιακές αποτυπώσεις του σαιξπηρικού κειμένου με τον Νικήτα Τσακίρογλου στον κεντρικό ρόλο, βραβευμένη με το Βραβείο Διεθνούς Θεατρικού Ρεπερτορίου.

    Η σκηνοθετική προσέγγισή του αυτή τη φορά αποτελεί μελέτη επινοητικότητας. Ο Λιβαθινός έχει να αντιμετωπίσει ένα έργο πολυπρόσωπο, μεγάλης διάρκειας, με εναλλαγές μεγάλων χώρων που «απαιτεί» μεγάλη σκηνή και δεν την έχει. Η μικρή σκηνή του Θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας κατασκευαστικά δεν είναι «φιλόξενη» για τέτοιου είδους έργα. Ο σκηνοθέτης, όμως, θα μας αποδείξει ότι μπορεί να δημιουργεί θεατρικό γεγονός σε πείσμα των τεχνικών δυσκολιών χρησιμοποιώντας μόνο ευθυβόλους σκηνικούς κώδικες, γνώση και φαντασία.

    Δύο καταπακτές, τέσσερα σημεία εισόδων-εξόδων, ένα υπερυψωμένο πατάρι, τα σώματα των ηθοποιών και οι ενσώματες λέξεις του Στρατή Πασχάλη είναι αρκετά, ώστε όλα να εμφανιστούν μπροστά μας: τα αχανή φέουδα, τα υγρά, αφιλόξενα παλάτια, το δάσος, η μανιασμένη καταιγίδα, οι λασπωμένοι καλπασμοί των αλόγων, τα ποδοβολητά του γαλλικού στρατού, η αγριότητα της μάχης.

    Στην επιτυχή του προσπάθεια δεν θα συμπράξουν αυτή τη φορά η εξαιρετική συνήθως Ελένη Μανωλοπούλου (σκηνικά-κοστούμια). Τα πολλά μόνιτορ, αισθάνομαι, ότι εξαντλούν τον ρόλο τους στο πρώτο δεκάλεπτο της παράστασης και δεν βοηθούν στην προσπάθειά τους να αντικαταστήσουν τη σκηνογραφία. Τα κοστούμια δε, με ενδεικτικό της Κορντέλια θεωρώ ότι δεν αναδεικνύουν ούτε τον στόχο, ούτε το ύφος της. Αλλά ούτε και ο Αλέκος Αναστασίου που οι φωτισμοί του φαντάζουν φλύαροι στη λιτή και ευθύβολη σκηνοθετική γραμμή. Αντίθετα η μουσική του Τηλέμαχου Μουσά εναρμονίζεται και ενισχύει το όραμα του σκηνοθέτη.

    Υπέρμαχος αυτής της σκηνικής λιτότητας ο Λιβαθινός θα επιστρατεύσει, τη μεταμόρφωση και το στοιχείο του «διπλού» συνηγορώντας με τον Στρατή Πασχάλη, ώστε ο Κεντ και ο τρελός του αρχικού κειμένου -οι δύο τελευταίοι εναπομείναντες πιστοί του εκπεσόντος Βασιλιά -να ενωθούν σε έναν ρόλο για να σκιαγραφήσουν τις δύο όψεις της αφοσίωσης. Το αντίθετο θα ισχύσει για τον γνήσιο Έντγκαρ και τον νόθο Έντμοντ. Θα αποδειχτούν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος στο «παιχνίδι του διπλού» ο «καλός» και ο «κακός» γιος. Το γιν και γιανγκ που εκφράζουν το όλον.

    Θα διατηρήσει, επίσης, την πολλαπλή χρήση του σκηνικού αντικειμένου που θα νοηματοδοτήσει τα διαφορετικά σκηνικά σημαίνοντα: ένα νοσοκομειακό κρεβάτι θα μεταμορφωθεί σε θρόνο, όχημα, δωμάτιο, πολεμικό άρμα και τελικά στον οικογενειακό βασιλικό τάφο.

    Τέλος, ο σκηνοθέτης θα μυήσει τους θεατές του σε μια ιδιαίτερη σκηνική σύζευξη με το κατεξοχήν έργο σκηνικής ερήμωσης του 20ου αιώνα. Αυτό θα συμβεί όταν ο Ληρ και ο τρελός του μεταμορφωθούν για μια στιγμή στον Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν, τους μπεκετικούς ήρωες του «Περιμένοντας τον Γκοντό». Επιδιώκοντας, έτσι, ο Λιβαθινός να συνεχίσει τη σκηνική συνομιλία που ξεκίνησε ο Πήτερ Χωλ το 1950 και εμπλούτισε ο Πήτερ Μπρουκ το 1962 «μιλώντας» με τις παραστάσεις τους για τις συγγένειες αυτών των δυο κορυφαίων έργων.

    Ο σκηνοθέτης θα οπτικοποιήσει αυτό που πρέσβευε η Νατάσα Ρόουζ Τσενιέ: Ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν του Σάμιουελ Μπέκετ στο Περιμένοντας τον Γκοντό κληρονομούν και κατοικούν στο κενό που παραμένει μετά την τραγωδία του Βασιλιά Ληρ. Όταν όλα έχουν χαθεί στον ασταθή κόσμο του Ληρ, δεν μένει τίποτα, και σε αυτό ακριβώς το τίποτα κατοικούν ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν.

    Με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργήσει ένα σκηνικό σύμπαν ά-τοπο και ά-χρόνο όπου η ερήμωση , η εξαχρείωση, το σπαρακτικό και το γελοίο συνυπάρχουν στο διηνεκές της ανθρώπινης ζωής.

    Οι ερμηνείες:

    Τη σύζευξη των δύο ρόλων (Κεντ/τρελού) θα υπηρετήσει καίρια και τρυφερά ο Νίκος Αλεξίου.

    Ο Γκαλ Ρομπίσα (Εντμοντ) και ο Αντώνης Γιαννακός (‘Εντγκαρ) σκιαγραφούν εξαιρετικά τους ρόλους τους δημιουργώντας μια αξιομνημόνευτη σκηνική σχέση. Οι σκηνές τής μεταξύ τους αντιπαράθεσης είναι εξαιρετικές.
    Ο Γκλώστερ του Νέστορα Κοψιδά στιβαρός και καίριος, φωτίζει τον ρόλο «του μικρού Ληρ» με μια σπάνια ηθική ποιότητα. Συγκινητικός στις σκηνές της οδύνης και της αποκάλυψης της αλήθειας.

    Επαρκής η Εύα Σιμάτου στον ρόλο της Ρέγκαν. Ενδιαφέρουσα η περιδίνησή της ανάμεσα στο καλό και το κακό. Στη διελκυστίνδα ανάμεσα στον σεβασμό, στον πατέρα και την εξουσία. Τον έρωτα και την αδελφική αγάπη. Μία από τις καλύτερες στιγμές της η παλινδρόμησή της στην παιδική ηλικία. Αδύναμη η Γκόνεριλ της Βιργινίας Ταμπαροπούλου, σχηματική, χωρίς προσωπικό στίγμα. Η Κορντέλια της Ερατούς Πίσση δυστυχώς ασυντόνιστη, αβαθής και περιγραφική.

    Η Μπέτυ Αρβανίτη σωματοποιεί το Αδιανόητο: Δεν ερμηνεύει τον Βασιλιά Ληρ, δεν ενσαρκώνει τον Ληρ. Είναι. Το Ανθρώπινο Ον. Στη μέγιστη και πιο οδυνηρή του δοκιμασία: Στην αναμέτρηση με το επικείμενο τέλος. Τη φθορά. Τον τρόμο του θανάτου. Την απόγνωση. Τον θυμό. Την ενοχή. Την απώλεια του εαυτού. Αυτού που ήταν κάποτε, και ο παράφορος χρόνος το έχει συντρίψει. Σε μετωπική σύγκρουση με τον τελικό απολογισμό. Στην οδύνη του αναπόφευκτου. Είναι ο θρήνος για την ανθρώπινη φθαρτότητα ΕΙΝΑΙ η σωματοποίηση της μέγιστης υπαρξιακής μας αγωνίας. Εμπεριέχει στην ερμηνεία της όλες τις ηλικίες του ανθρώπου: από τον κραταιό μισαλλόδοξο εαυτό, στον αποδυναμωμένο ηλικιωμένο, στον ανοϊκό γέροντα και τέλος, στο ανακουφισμένο βρέφος που ενώνεται με την ανυπαρξία. Μια σκηνική ποιητική δημιουργία που εγγράφεται στις καλύτερες ερμηνείες στην ιστορία του ρόλου.

    Αξίζει να μνημονευτεί ξεχωριστά το tableau vivant -σύμπλεγμα των δύο pieta από τη μία ο Ληρ κρατά τις νεκρές του κόρες όλες αγκαλιασμένες λίγο πριν ξεψυχήσει και ο ίδιος, και από την άλλη ο Έντγκαρ κρατά τον νεκρό πατέρα του. Μια ελεύθερη αναπαράσταση της τελευταίας Pieta του Michelangelo την Pietà Rondanini που μιλάει για τον χρόνο και τη φθορά του σώματος που φιλοτέχνησε ο μεγάλος καλλιτέχνης λίγο πριν πεθάνει και την άφησε ημιτελή. Σε ένα σχέδιο της είχε γράψει μια φράση από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη: «Δεν σκέφτεστε πόσο το αίμα κοστίζει». Φράση που θα μπορούσε να εκφράζει την κεντρική ιδέα της παράστασης.

    Συνοψίζοντας

    Μια παραστασιακή απόπειρα – ύμνος για το Ανθρώπινο πλάσμα. Το κατασπαρακτικό και σπαραγμένο. Το εγωπαθές και απογυμνωμένο. Το ληστρικό και πτωχευμένο. Το ατελές και φθαρτό. Το εκ πρωίμου καταδικασμένο. Πυρήνας της: Εμείς. Η Ανθρωπότητα. Η συνύπαρξη του καλού και του κακού εντός μας. Εμείς, οι γιοι και κόρες εμπλεγμένοι στην αιώνια μάχη των γενεών.

    Ο Στάθης Λιβαθινός θα θελήσει να επαναφέρει παραστασιακά τα αναγεννησιακά, ουμανιστικά ιδεώδη. Τοποθετεί τον Άνθρωπο στο κέντρο με τον πιο ουσιαστικό και ευθύβολο τρόπο χωρίς τεχνάσματα και εντυπωσιασμούς. Προσφέροντας στον θεατή γαλήνη μέσα από την αγριότητα, τρυφερότητα μέσα από τη βία, συμπόνια μέσα από το έρεβος, αυτογνωσία μέσα από το μαρτύριο, σοφία μέσα από την τρέλα, συμφιλίωση μέσα από τον θάνατο. Και εν τέλει λύτρωση.

    22.01.2024, Κουτσιλαίου Ελένη «Βασιλιάς Ληρ σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού: Μια παραστασιακή απόπειρα-ύμνος για το Ανθρώπινο πλάσμα με την Μπέτυ Αρβανίτη να σωματοποιεί το Αδιανόητο», elculture.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Είδαμε την Μπέτυ Αρβανίτη να “διασώζει” τον Βασιλιά Ληρ

    Είδαμε τον πολυσυζητημένο “Βασιλιά Ληρ” που σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.

    Έργο που γράφτηκε το 1609, περίοδο που στην Αγγλία εκτός από πολλά είδη λόγου άκμαζε το θέατρο, ο “Βασιλιάς Ληρ”, παραμένει ένα διαχρονικό αριστούργημα της παγκόσμιας δραματουργίας που συνεχίζει να γοητεύει το κοινό καθώς εξερευνά τα μύχια της της ανθρώπινης φύσης και τις συνέπειες της ανεξέλεγκτης φιλοδοξίας της.

    Το θέμα αυτής της τραγωδίας του Σαίξπηρ, αφορά στην απόφαση του Βασιλιά Ληρ να διαιρέσει το βασίλειό του σε τρία μέρη τα οποία θα διανείμει στις τρεις θυγατέρες του, τη Γονερίλη, τη Ρεγάνη και τη μικρότερη, την Κορδέλια, ανάλογα με το πόσο ικανές είναι να τον κολακεύσουν και να τον “πείσουν” για την αγάπη τους. Ολοένα μεγαλώνει η υπόνοια πως ο Ληρ μάλλον δεν υπήρξε συνετός σαν βασιλιάς, καθώς δεν μπορεί να διακρίνει την αρετή από την κολακεία. Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Βασίλης Ρώτας, “σαν να ζητάει μια εγγύηση, ένα στήριγμα για όταν δεν θα ‘χει πια εξουσία, για να περάσει από την εξουσία στη μη εξουσία και να μην κακοπάθει»”.

    Η λανθασμένη εκτίμησή του να μοιράσει το βασίλειό του με αυτόν τον τρόπο δημιουργεί όλες τις προϋποθέσεις για την επερχόμενη προδοσία. Η δίψα της Γονερίλη και της Ρεγάνη για εξουσία τις οδηγεί να παραμερίσουν το καθήκον τους και να χειραγωγήσουν τον πατέρα τους, καταδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό τη διεφθαρμένη επιρροή της εξουσίας.

    Όταν όμως η μικρότερη και πιο αγαπημένη κόρη του, η Κορδέλια, αρνείται να συμμετέχει σε αυτόν τον παραλογισμό, τότε τα πράγματα σοβαρεύουν. “Σας αγαπώ όσο πρέπει,/ούτε πιο λίγο ούτε πιο πολύ” του λέει και τότε ο γηραιός βασιλιάς, παρά τις συμβουλές του Δούκα του Κεντ, την αποκληρώνει και την καταριέται, ενώ παράλληλα εξορίζει τον Δούκα.

    Αυτή είναι η στιγμή που το βασίλειο του Ληρ αρχίζει να καταρρέει, καθώς τίθεται σε κίνηση μια τραγική αλυσίδα γεγονότων που αντηχούν σε όλο το έργο, αναδεικνύοντας τη σημασία της εμπιστοσύνης και της επικοινωνίας μέσα στην οικογένεια και όχι μόνο.

    Το θέμα της εξουσίας και της προδοσίας διέπει από άκρη σε άκρη το έργο αυτό που στην ουσία αποτελεί μία περιπλάνηση ενός γηραιού βασιλιά που μονολογεί και καταριέται μέσα σε μια άγρια καταιγίδα στην αφιλόξενη φύση. Η βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης υπόστασης είναι εμφανής στον περίπλοκο ιστό των σχέσεων του Ληρ με τις κόρες και τους υπηκόους του, στο γαϊτανάκι των λανθασμένων αποφάσεων και στην αδυσώπητη επιδίωξη της εξουσίας.

    Η διασκευή

    Ο Στάθης Λιβαθινός αναμετριέται με το εμβληματικό σαιξπηρικό κείμενο στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, ένα θέατρο που τη σκηνή του “αγκαλιάζουν” οι θεατές και σίγουρα δεν μπορεί να φιλοξενήσει μία πολυπρόσωπη παραγωγή- όπως ορίζει από γραφής το πρωτότυπο.

    Αυτό γίνεται εφικτό με τη διασκευή του Στρατή Πασχάλη, ένα κείμενο πυκνό και σφιχτό που δεν παρεκκλίνει από τον κεντρικό νοηματικό σαιξπηρικό άξονα. Βασικές διαφορές με το πρωτότυπο είναι η απουσία των τριών συζύγων (Δούκας του Ωλμπάνυ, Δούκας της Κορνουάλης, Βασιλιάς της Γαλλίας) και η συναίρεση σε ένα πρόσωπο του Κεντ και του Τρελού. Επίσης, περίτεχνη αποδεικνύεται η αφαίρεση πολλών άλλων μικρότερων ρόλων, αλλά και μέρους της πληθωρικής ρητορικής του πρωτοτύπου, χωρίς ωστόσο να μειώνεται η αίσθηση του παραληρηματικού ποταμού που χαρακτηρίζει κυρίως τους μονολόγους του Ληρ.

    Η σκηνοθεσία

    Ο Ληρ- που υποδύεται η Μπέττυ Αρβανίτη- του Στάθη Λιβαθινού εμφανίζεται ξαπλωμένος σε νοσοκομειακό κρεβάτι της εντατικής. Στο σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου φορά μάσκα οξυγόνου και πίσω του μία κατασκευή με δεκάδες μόνιτορ εμφανίζουν τις ζωτικές του ενδείξεις, ενώ άπειρα καλώδια βγαίνουν από παντού, ακόμη και από το πάτωμα. Μία ακτινογραφία εγκεφάλου υπονοεί πως ο Βασιλιάς νοσεί στο μυαλό και η κατάστασή του είναι κρίσιμη. (Η σκηνή αυτή δεν εκπλήσσει. Κάτι αντίστοιχο έχουμε δει και παλιότερα, στο Φεστιβαλ Αθηνων, στο Young Lear της Ιόλης Ανδρεάδη και μάλιστα ακόμη πιο ανεπτυγμένη, καθώς τότε τα παιδιά του Βασιλιά Ληρ βρίσκονταν μέσα στον θάλαμο αναμονής ενός νοσοκομείου και περίμεναν τον πατέρα τους να βγει από μια πολύ επικίνδυνη επέμβαση.)

    Εκεί λοιπόν, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ο Ληρ κάνει το τεστ “αγάπης” στις τρεις κόρες του και ακολούθως πετάει από πάνω του καθετί ιατρικό και ξεκινά τη δική του περιπλάνηση, μαζί και την κάθοδό του στην τρέλα. Το κρεβάτι ναι μεν “αποχωρεί”, όμως η θηριώδης κατασκευή με τα δεκάδες μόνιτορ παραμένει στη σκηνή για να απεικονίσει στη συνέχεια τα στοιχεία της φύσης, ακόμη και τη μαινόμενη καταιγίδα που επίκειται.

    Είναι η στιγμή που το σκηνικό παύει να είναι λειτουργικό και η σκηνοθετική ματιά αρχίζει να “θολώνει” κυρίως ως προς τη διαχείριση των πολλών σκηνοθετικών ευρημάτων, αλλά και του περιορισμένου χώρου του θεάτρου Κεφαλληνίας, γεγονός που μοιραία επηρεάζει με τρόπο αρνητικό τη γενικότερη παραστασιακή συνοχή και την αρμονικότητα των εντάσεών της.

    Οι ερμηνείες

    Αν κάτι έσωσε την παράσταση αυτή ήταν η μοναδική Μπέττυ Αρβανίτη που ερμήνευσε τον κεντρικό πρωταγωνιστικό ρόλο του Βασιλιά Ληρ και απέδειξε για άλλη μία φορά το τεράστιο υποκριτικό της εκτόπισμα. Η μπεκετική λυρική εικόνα που σαν έκπτωτος πια και ημίτρελος βασιλιάς περιφέρεται έρημος μαζί με τον “Τρελό” συγκλονίζει. Η ερμηνεία της είναι τόσο άρτια και ολοκληρωμένη που καταλύει ακόμη τη σημασία του φύλου. Πείθει πως είναι ο Ληρ από τα πρώτα κιόλας λεπτά, εμποτίζει την ερμηνεία της με μία εσωτερική τραγική ένταση και καθηλώνει στους παραληρηματικούς της μονολόγους- εκεί όπου η καταρρέουσα λογική του Ληρ λειτουργεί σαν καθρέφτης της τρέλας που διαπερνά τον κόσμο γύρω του.

    Εξαιρετικός στον διπλό ρόλο του Κεντ και του Τρελού ο Nίκος Αλεξίου. Μαζί με τον Ληρ περιφέρονται σαν περιπλανόμενοι αγύρτες του περιμένοντας να λάμψει η… δικαιοσύνη και συγκινούν.

    Κατώτεροι των προσδοκιών και σκηνοθετικά αβοήθητοι αποδεικνύονται οι υπόλοιποι ηθοποιοί με τον Νέστορα Κοψιδά να είναι ο μόνος που κάπως διασώζεται στον ρόλο του Γκλόστερ. Οι τρεις κόρες – Ερατώ Πίσση, Εύα Σιμάτου, Βιργινία Ταμπαροπούλου– εγκλωβίζονται σε ρόλους που αγγίζουν τις καρικατούρες και χάνουν κάθε εσωτερική ένταση, ενώ το δίδυμο του Αντώνη Γιαννακού (Έντγκαρ) και Γκαλ Ρομπίσα (Έντμοντ) καταντά σε κουραστικό με την έντονη κινησιολογία και το υπερπαίξιμό τους.

    Συμπέρασμα

    Η Μπέττυ Αρβανίτη με τη συγκλονιστική της ερμηνεία κατορθώνει να “διασώσει” τον σαιξπηρικό Βασιλιά Ληρ που -παρά την εξαιρετική διασκευή του Στρατή Πασχάλη- μοιάζει να “πνίγεται” υπό τη σκηνοθετική οπτική του Στάθη Λιβαθινού και τις χλιαρές ερμηνείες των υπολοίπων ηθοποιών.

    21.01.2024, Οικονόμου Γεωργία «Είδαμε την Μπέτυ Αρβανίτη να “διασώζει” τον Βασιλιά Ληρ», www.news247.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Συν & Πλην: «Βασιλιάς Ληρ» στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας

    Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για το «Ληρ» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού που ανεβαίνει στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας.

    Το έργο

    Ο Βασιλιάς Ληρ ή η σκιά του Ληρ; Ιδού το ερώτημα. Η τραγωδία του Σαίξπηρ είναι η διαδρομή ενός προσώπου εξουσίας προς τη μεγαλειώδη πτώση αλλά αυτή δεν είναι μια πρωτότυπη κατάσταση στον σαιξπηρικό κόσμο. Ο Ριχάρδος ο Γ΄ ποτίζει την ακόρεστη δίψα του να γίνει βασιλιάς της Αγγλίας – αν και δεν δικαιούται το θρόνο – χάρη στη δολιότητα, την πανουργία και την κακία του· όλα σε υπέρμετρο βαθμό. Ο Μάκμπεθ γιατί εξελίσσεται σε μια μανιασμένη δολοφονική μηχανή – επίσης για να στεφθεί βασιλιάς. Ο Ληρ είναι ήδη κάτοχος του θρόνου για πολλά χρόνια και φαίνεται πως δεν υπήρξε συνετός βασιλιάς, αφού δεν μπορεί να διακρίνει την αρετή από την κολακεία.

    Έτσι, έχοντας περάσει το κατώφλι του γήρατος αποφασίζει να μοιράσει το βασίλειο του με το ίδιο κριτήριο. Το αποσπούν οι δύο του κόρες με τις «γλώσσες μελιστάλαχτες» Ρέγκαν και Γκόνεριλ ενώ η μετρημένη Κορντέλια αποκληρώνεται και εξορίζεται με κρότο. Ωστόσο, ο Ληρ δεν είναι μόνο ένας «δούλος που προσκυνά την κολακεία» αλλά και, όπως όλα υπαινικτικά δείχνουν, ένας ψυχικά ασταθής άνθρωπος. «Θόλωσε το μυαλό μου, ο νους μου αποκοιμήθηκε» παραδέχεται στις ελάχιστες στιγμές του έργου που ξανακερδίζει τη συνείδηση του ενώ ο Σαίξπηρ σχολιάζει πως ασκεί την εξουσία «με τόσο άστατες διαθέσεις».

    Μεταξύ άλλων σημαντικών ζητημάτων – όπως η ηθική ανέχεια, η φαυλότητα της εξουσίας και η καταστροφή που περιμένει ένα λαό η μοίρα του οποίου εξαρτάται από ανάλογα πρόσωπα – ο μεγάλος Ελισαβετιανός μελετά και τη συγγένεια της εξουσιαστικής δύναμης με την τρέλα αλλά και το δεσμό της τρέλας με το γήρας.

    Μιλώντας για ‘τρέλα’ επιβάλλονται τα εισαγωγικά αφού τα γηρατειά δεν έρχονται μόνα. κατά την αρχαία ρήση. Η έκπτωση των νοητικών λειτουργιών, το αίσθημα κατάθλιψης, οι ανώριμες ή βεβιασμένες αποφάσεις, το έλλειμμα συνθετικής σκέψης είναι γνώρισμα της ηλικιακής φθοράς ώστε πολλοί μελετητές του Σαίξπηρ και του έργου αποδίδουν στο Ληρ αυτό που η σημερινή επιστήμη ίσως μπορούσε να διαγνώσει: Τη νόσο της άνοιας.

    Η ανάγνωση του έργου όπως γίνεται από το ανέβασμα του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας, εστιάζει κυρίως σε αυτήν την συμπεριφορική πτυχή του ήρωα: Ο Ληρ εμφανίζεται στη σκηνή ως ιατρικά πάσχων, συνοδεία νοσοκομειακού κρεβατιού. Φυσικά, η απόδοση και διασκευή του κειμένου δεν έγκειται μόνο σε αυτό το σχόλιο. Ο Στρατής Πασχάλης που την υπογράφει έχει αναλάβει και το εξής πολύ δύσκολο έργο: Να περιορίσει τους βασικούς ρόλους σε οκτώ, να εξαφανίσει τα σύντομα περάσματα προσώπων, να μικρύνει γενικότερα τον όγκο του κειμένου ενώ αξιοσημείωτη είναι η ιδέα του να γεφυρώσει δύο καθοριστικής σημασίας χαρακτήρες: Τον κόμη του Κεντ και τον Τρελό (διασκεδαστή του Ληρ). Δεν είναι τυχαίο πως μοιράζονται κοινές αξίες: Μιλούν τη γλώσσα της αλήθειας και της δικαιοσύνης, χωρίς φόβο.

    Ο «Βασιλιάς Ληρ» φαίνεται πως βασίζεται στο έργο ενός άγνωστου συγγραφέα, το οποίο και δεν εκδόθηκε παρά στις αρχές του 17ου αιώνα. Από εκεί αντλεί ο Σαίξπηρ το μύθο, τον μεταγράφει και με την υπογραφή του παίζεται προς τέρψη του Βασιλιά στο Globe Theater, το 1608.

    H παράσταση

    Η νέα συνάντηση της Μπέτυς Αρβανίτη και του Στάθη Λιβαθινού ευτυχεί. Καταρχάς, γιατί φέρνει στο φως μια σπουδαία ερμηνεία της πρώτης στο ρόλο του Ληρ. Κατά δεύτερον, γιατί η διασκευή-προσαρμογή της θηριώδους τραγωδίας του Σαίξπηρ (από τον Στρατή Πασχάλη) και η σκηνοθετική διαχείριση και καθοδήγηση του Στάθη Λιβαθινού σε αυτό το υλικό καρποφορεί σε μια πυκνή και, σε βάθος, τραγωδία δωματίου. Αν η παράσταση δεν υστερούσε – σε σημεία – αισθητικά, το αποτύπωμα της θα ήταν πιο επιδραστικό.

    Τα Συν (+)

    Η σκηνοθεσία

    Στον πέμπτο Σαίξπηρ της σκηνοθετικής του πορείας και στον δεύτερο «Βασιλιά Ληρ», ο Στάθης Λιβαθινός μικραίνει σημαντικά την κλίμακα – κι αυτό είναι ένα πρώτο στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί όταν κανείς κρατά στα χέρια του επικά (από κάθε άποψη) κείμενα. Με την πολύτιμη βοήθεια της διασκευής (Στρατής Πασχάλης) βάζει στο κάδρο τα βασικά πρόσωπα της τραγωδίας – όλους όσοι ορέγονται την εξουσία ή τροφοδοτούν την πνευματική ερημιά του Ληρ και τους λιγοστούς που του αφοσιώνονται – και κεντράρει, ενίοτε με ψυχαναλυτική διάθεση, σε ζητήματα απολύτως υπαρξιακά. Σε σημείο που κάποιες σκηνές της παράστασης παραπέμπουν στην μπεκετική τυπολογία αλλά αυτό συμβαίνει οργανικά κι όχι από διάθεση παραδοξότητας. Την ίδια ώρα, παρά τον περιορισμένο σκηνικό χώρο του Κεφαλληνίας (κι εδώ με τη συνδρομή της Ελένης Μανωλοπούλου στα σκηνικά) η σκηνοθεσία του εμπεριέχει ωραίες ιδέες μιας άλλοτε κλασικής κι άλλοτε πιο μοντέρνας, αλλά πάντα επικής, παραμυθιακής απεικόνισης. Μια σκηια καλά κουρδισμένη παράσταση, με γρήγορη εναλλαγή σκηνών και μια αίσθηση σασπένς.

    Οι βασικές ερμηνείες

    Για τους θεατές που παρακολουθούν το ρεπερτόριο του Θεάτρου Κεφαλληνίας θα γνωρίζουν πως στο «Γυάλινο κόσμο» του Τένεσι Ουίλιαμς (2018) και στη «Φόνισσα» η Μπέτυ Αρβανίτη κατέθεσε τις καλύτερες ερμηνείες της, κατά την τελευταία 15ετία. Με την εμφάνιση της ως Ληρ προσθέτει περήφανα και μια τρίτη. Καθηλωτική στους παραληρηματικούς μονολόγους του βασιλιά περπατά ένα μονοπάτι βαθιάς συγκίνησης που απηχεί τη μοναξιά του προσώπου αλλά όπου χρειάζεται βρίσκει και τον παλμό της ειρωνείας «αφού από εδώ περνάει ο δρόμος για την τρέλα». Το ίδιο χυμώδης είναι η συνύπαρξη της και με τον Τρελό (του Νίκου Αλεξίου) – πυρηνική για το έργου – ειδικά πριν την σκηνή της καταιγίδας, όπου οι δυο τους μοιάζουν να περιμένουν τον Γκοντό, κλείνοντας θαυμάσια το μάτι στους οντολογικούς διαλόγους του Μπέκετ. Είναι τόσο πλήρης η ερμηνεία της, που δεν προλαβαίνει κανείς να θέσει το ‘όριο’ του φύλου, δηλαδή το ότι μια γυναίκα παίζει έναν ανδρικό ρόλο.

    Η ίδια πλαισιώνεται από καλές ερμηνείες. Ο Νίκος Αλεξίου όπως προαναφέρθηκε, παίζοντας με ευαισθησία αλλά και παιχνίδι τους ρόλους του Τρελού και του Κόμη του Κεντ σαν να πρόκειται για το ίδιο και το αυτό πρόσωπο. Ο Νέστωρ Κοψιδάς, πάντα δημιουργικός, εδώ προσεγγίζει με εσωτερικότητα το δούκα του Γκλώστερ – ειδικά από την τύφλωση του και μετά. Η Εύα Σιμάτου αποδίδει τον ψυχρό κυνισμό της Ρέγκαν με χάρη και ευγλωττία ενώ έχουμε και δύο ενδιαφέρουσες παρουσίες νεότερων να καταγράψουμε: Τον Αντώνη Γιαννακό που δίνει πολύ ωραίες αποχρώσεις στο ρόλο του αγαθού Έντγκαρ (ειδικά όταν είναι μεταμορφωμένος σε ζητιάνο) και στην Ερατώ Πίσση που απεικονίζει με μέτρο την αθώα φύση της Κορντέλια.

    Στις ερμηνευτικές αποκλίσεις της παράστασης, η Βιργινία Ταμπαροπούλου σε ένα σχηματικό σκιτσάρισμα της κακίας, ως Γκόνεριλ ενώ ο, γενικά καλός, Γκαλ Ρομπίσα, στραβοπατάει (από ενθουσιασμό;) και ‘υπερπαίζει’ το ραδιούργο Έντμοντ.

    Η διασκευή – μετάφραση

    Σίγουρα δεν ήταν εύκολη η δουλειά του Στρατή Πασχάλη να περικόψει την σπουδαιότερη τραγωδία του Σαίξπηρ (είχε ολοκληρώσει τη μετάφραση του το 2009), χωρίς να αφαιρέσει από την ποίηση, τις εσωτερικές διαδρομές των ρόλων και την καθαρή πλοκή. Κράτησε, πράγματι, μια υποδειγματική ισορροπία, φέρνοντας επί σκηνής, μόνο εννέα από τα πρόσωπα του έργου (κι αυτά όχι στην πληρότητα του ρόλου) που, με οικονομία, δεν σαμποτάρουν την αφήγηση, το σαιξπηρικό ύφος και συνάμα αναδεικνύουν κεντρικές προβληματικές του «Ληρ».

    Τα σκηνικά

    Το πως κανείς θα δαμάσει μια μικρή και μαζί πολυμετωπική σκηνή είναι η σπαζοκεφαλιά που πολλοί σκηνογράφοι έχουν αντιμετωπίσει μπαίνοντας σε θέατρα με τη μορφή του Κεφαλληνίας (αλλά και του Υπογείου του Τέχνης, του Κυκλάδων και αρκετών άλλων). Με μια ευρηματική ιδέα, λοιπόν, επενέβη η Ελένη Μανωλοπούλου στήνοντας ένα, καθ’ ύψος πάνελ, ένα δέντρο από οθόνες (εξάλλου ένα μεγάλο μέρος του έργου εξελίσσεται μέσα σε ένα οργιώδες δάσος) οι οποίες (σε βίντεο του Χρήστου Δήμα) εξέπεμπαν εικόνες καταστροφής, ερημιάς, τέλους. Ενδιαφέρουσα ήταν και η «πίσω αφήγηση», ως παρασκήνιο των σκηνών σε εξέλιξη, αλλά δυστυχώς δεν αξιοποιήθηκε φωτιστικά.

    Τα Πλην (-)

    Τα κοστούμια

    Σε αντίθεση με τα σκηνικά της, τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου έρχονταν από την ίδια αποθήκη ιδεών που έχουμε δει και αναγνωρίσει σε πολυάριθμες παλαιότερες δουλειές της.

    Οι φωτισμοί

    Σπάνιο για το επίπεδο εργασίας του Αλέκου Αναστασίου, αλλά οι φωτισμοί της παράστασης δεν προσέφεραν σε ατμόσφαιρες τα αναγκαία, ούτε και τόνισαν τις σκηνογραφικές λύσεις· πόσω μάλλον σε ένα έργο με διαρκή εναλλαγή τόπων και υφών.

    Το άθροισμα (=)

    Ευτυχής επανασύνδεση Στάθη Λιβαθινού και Μπέτυς Αρβανίτη – η τελευταία σε ρεσιτάλ ερμηνείας.

    16.01.2024, Χαραμή Στέλλα «Συν & Πλην: «Βασιλιάς Ληρ» στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας», www.monopoli.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο Στάθης Λιβαθινός και ο Γιάννης Χουβαρδάς αναμετρώνται με τον «Βασιλιά Ληρ» (της Όλγας Σελλά)

    […] Ο «Ληρ» του Στάθη Λιβαθινού στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας

    Ένας κραταιός στο κρεβάτι του βιολογικού του τέλους. Εκεί τοποθετεί ο Στάθης Λιβαθινός τον δικό του Ληρ (Μπέττυ Αρβανίτη). Η Ελένη Μανωλοπούλου έχει στήσει ένα δωμάτιο ΜΕΘ με δεκάδες μόνιτορ, τον μονότονο και ανατριχιαστικό ήχο τους, και αμέτρητα μέτρα καλωδίων, που αργότερα δίνουν τον τόνο του παρατημένου εργοταξίου, της παρακμής, της αταξίας. Από τις δύο καταπακτές που για μια ακόμα φορά ανοίχτηκαν στη σκηνή του Θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας ανεβοκατεβαίνουν τα πρόσωπα του έργου (όχι όλα. Ο Στρατής Πασχάλης στην πολύ ωραία μετάφρασή του, επιλέγει να σταθεί στους βασικούς πρωταγωνιστές και να δώσει στο ίδιο πρόσωπο τον ρόλο του Τρελού και του Κόμη του Κεντ (Νίκος Αλεξίου). Η Κορντέλια (Ερατώ Πίσση) σ’ αυτή την παράσταση είναι ντυμένη στ’ άσπρα, στο χρώμα της αθωότητας. Οι άλλες δύο αδελφές, η Γκόνεριλ (Βιργινία Ταμπαροπούλου) και η Ρέγκαν (Εύα Σιμάτου) φορούν αυστηρά ρούχα, που συνάδουν με τη σκληρότητα της σκέψης, της πράξης και των λόγων τους. Η φθαρτότητα, η τρέλα ή η άνοια του Ληρ είναι παρόντα στην παράσταση, μ’ έναν τρόπο γήινο, άμεσο, πρωταγωνιστικό. «Αυτός εδώ είναι ο Ληρ; Ο νους του αποκοιμήθηκε», ενώ δίνεται έμφαση στον ανταγωνισμό του παλιού με το καινούργιο, ό,τι κι αν είναι αυτό: «Εμείς πάντα κερδίζουμε όταν οι γέροι χάνουν». Τα μόνιτορ συνεχίζουν να υπάρχουν, και δεν προβάλλουν πια τη γραμμή των χτύπων της καρδιάς, αλλά γίνονται σκηνικά εφέ και εικόνες του εξωτερικού περιβάλλοντος (σκηνή της καταιγίδας). Ο Στάθης Λιβαθινός μπήκε από τον δικό του δρόμο στον Σαίξπηρ και τον Ληρ, κεντράρισε στο θέμα της φθαρτότητας και της πάλης των γενεών, χωρίς να εγκαταλείπει την υπόλοιπη ιστορία, αλλά την μινιμάρισε, έδειξε ότι το πρόσωπο της εξουσίας δεν έχει φύλο (εξου και η ευφυής ιδέα της ερμηνείας του Ληρ από γυναίκα ηθοποιό) ούτε ηλικία, έλαβε προφανώς υπόψιν του τον περιορισμένο σκηνικό χώρο που είχε για τη σκηνική αφήγηση αυτού του έργου, στον οποίο το ενέταξε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Παρ’ όλα αυτά το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου λειτούργησε πολύ καλά στην πρώτη σκηνή, αλλά στη συνέχεια έγινε μονότονο και σχεδόν ασύνδετο με το έργο. Η Μπέττυ Αρβανίτη πήρε ένα τεράστιο ρίσκο, στο οποίο ανταποκρίθηκε με συγκινητική αφοσίωση και αποτελεσματικότητα. Πολύ ενδιαφέρουσες και εύστοχες οι ερμηνείες του Αντώνη Γιαννακού (Έντγκαρ) και του Γκαλ Ρομπίσα (Έντμοντ). Ο Νίκος Αλεξίου και ο Νέστορας Κοψιδάς ανταποκρίθηκαν με εμπειρία και επαγγελματισμό στους σημαντικούς ρόλους τους. Ικανοποιητικές αλλά χωρίς εσωτερικότητα οι τρεις κόρες (Βιργινία Ταμπαροπούλου, Εύα Σιμάτου, Ερατώ Πίσση).

    Ο «Ληρ» του Στάθη Λιβαθινού έδωσε χώρο στην τρυφερότητα, στη φύση, στον έρωτα, στη συγχώρεση, χωρίς να αφίσταται από τις σκληρές όψεις του βίου και των ανθρώπων: «Με το να πίνω συνεχώς πικρά ποτήρια, κατάλαβα τη γεύση της συμπόνιας». Η τελευταία σκηνή του δικού του Ληρ δείχνει τον νεκρό πλέον βασιλιά αγκαλιασμένο και με τις τρεις κόρες του, κι αυτές ήδη νεκρές. […]

    22.12.2023, Σελλά Όλγα «Ο Στάθης Λιβαθινός και ο Γιάννης Χουβαρδάς αναμετρώνται με τον «Βασιλιά Ληρ» (της Όλγας Σελλά)», www.oanagnostis.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Θέατρο (Κριτική): Βασιλιάς Ληρ

    Με πολύτιμους συμμάχους τη διασκευή του Στρατή Πασχάλη και την κεντρική ερμηνεία της Μπέττυς Αρβανίτη, ο Στάθης Λιβαθινός υπογράφει τη δική του εκδοχή πάνω στην κορυφαία σαιξπηρική τραγωδία, που περιγράφει τη μάχη καλού και κακού μέσα από την πτώση ενός βασιλιά.

    Μια σημερινή παράσταση Σαίξπηρ, ειδικά αν δεν ανεβαίνει με όρους πολυπρόσωπης παραγωγής σε μια μεγάλη και άκρως εξοπλισμένη από τεχνολογικής άποψης σκηνή, θέτει εξαρχής τον όρο μιας συμπυκνωμένης εκδοχής του έργου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, λοιπόν, η παράσταση που σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός έχει για πρώτο καλό σύμμαχο την ωραία και σκηνικά λειτουργική διασκευή του Στρατή Πασχάλη, που δομείται γύρω από τα βασικά πρόσωπα των δύο παράλληλων ιστοριών της τραγωδίας. Ο Πασχάλης επιτυγχάνει να μεταφέρει με πύκνωση αλλά χωρίς βιασύνη τις βασικές προβληματικές και τα θεματικά μοτίβα του “Ληρ” μέσα από εννέα πρόσωπα (κι οχτώ ηθοποιούς) θέτοντας έτσι τα θεμέλια για τη δημιουργία μιας παράστασης που χρειάζεται να ανταποκριθεί στις ανάγκες της περιορισμένης και δύσκολης σκηνής του Κεφαλληνίας. Τόσο το πρωτότυπο έργο όσο και η διασκευή και η παράσταση εστιάζουν στο πρωταγωνιστικό πρόσωπο και ολόκληρο το πλέγμα των συγκρούσεων στρέφεται γύρω από έναν βασιλιά που καταλήγει ένας ανυπεράσπιστος άνθρωπος, τυρρανισμένος από το γεγονός ότι αρνείται την πραγματικότητα, εκτίμησε λάθος τους οικείους του, άφησε την αλαζονεία να τον υποτάξει· γι’ αυτό και η πορεία του προς την αλήθεια είναι επώδυνη, όπως αυτή ενός μεταγενέστερου Οιδίποδα.

    Η Μπέττυ Αρβανίτη συγκινεί καθώς κατακτάει την ανθρώπινη πλευρά του γηραιού Ληρ· ακόμη και ως κραταιός βασιλιάς που διακατέχεται από υπεροψία, αποτυπώνει στην ερμηνεία της τη φθαρτή πλευρά του. Έπειτα, καθώς τον ακολουθεί στο ταξίδι του, όσο η αξιοπρέπειά του ταπεινώνεται, το μυαλό του θολώνει από την τρέλα και στρέφεται στα βαθύτερα της ύπαρξής του μοιάζει να προσεγγίζει τους ήρωες του Μπέκετ: η σκηνή του Ληρ και του Τρελού (Νίκος Αλεξίου) στο δάσος κάτω από τη βροχή θα μπορούσε, πράγματι, να είχε βγει από δράμα του Ιρλανδού. Συνολικά, υπάρχουν καλές ερμηνείες, με πιο ξεχωριστές των Νέστορα Κοψιδά (Γκλόστερ), Αντώνη Γιαννακού (Έντγκαρ), Γκαλ Ρομπίσα (Έντμοντ), Βιργινίας Ταμπαροπούλου (Γκόνεριλ) – ίσως, βέβαια, είναι τονισμένες από τη σκηνοθεσία για να φωτιστεί η θεμελιακή στο έργο σύγκρουση του κακού με το καλό. Εξάλλου, πρόκειται για μια τραγωδία, όπου η μοναδική ακτίνα φωτός που ανάβει με τη συμφιλίωση του Ληρ και της Κορντέλια, σβήνει κι αυτή με το θάνατό τους. Κάπως πιο θολά είναι τα πράγματα όσον αφορά τη λύση του σκηνικού (της Ελένης Μανωλοπούλου, που υπογράφει και τα ωραία κοστούμια): Η παρουσία του νοσοκομειακού κρεβατιού και η μεγάλη αποτύπωση στο φόντο –σαν από ακτινογραφία– ενός ανθρώπινου κρανίου, αποτυπώνει με έναν λοξό, ενδιαφέροντα τρόπο τον υπαρξιακό προβληματισμό του έργου, όμως οι δεκάδες μικρές οθόνες αποδεικνύονται μάλλον λίγη και ψυχρή λύση και δεν κατορθώνουν να μεταδώσουν το μεγαλείο ενός έργου που συνυφαίνεται πολύ έντονα με τα στοιχεία της φύσης και κορυφώνεται μέσα σε ένα δάσος, εν μέσω μιας τρομερής καταιγίδας.

    21.12.2023, Καράογλου Τώνια «Θέατρο (Κριτική): Βασιλιάς Ληρ», www.athinorama.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Το νέο στοίχημα Αρβανίτη – Λιβαθινού: Ένας «Ληρ» δωματίου

    Η πρωταγωνίστρια Μπέτυ Αρβανίτη και ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός συναντώνται μετά από δέκα χρόνια στο σαιξπηρικό πεδίο.

    Πέρασε το κατώφλι του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας για πρώτη φορά το 2007, έχοντας αφήσει πίσω την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σκηνοθετώντας την «Βάσσα» του Γκόρκι. Ηταν η πρώτη συνεργασία του Στάθη Λιβαθινού με την Μπέτυ Αρβανίτη που ερμήνευε τον επώνυμο ρόλο.

    Έκτοτε, οι δυο τους συναντήθηκαν άλλες πέντε φορές, μελετώντας σπουδαία κείμενα – πάντοτε με έδρα το Κεφαλληνίας: «Η επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» του Ντύρενματ (2008), ο «Βυσσινόκηπος» του Τσέχωφ (2009), «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Λόρκα (2010), «Η Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη (2011) – μια συνάντηση με τεράστια ανταπόκριση που και οι δύο ξεχωρίζουν ανάμεσα στις άλλες. Το φοβερό σερί συνεργασιών διακόπηκε μόλις για δύο χρόνια για να επιστρέψουν στους «Βρυκόλακες» του Ίψεν (2013).

    Και σήμερα, δέκα χρόνια μετά, έχοντας πια κατακτήσει μια κοινή γλώσσα και μια προσωπική σχέση ξαναβουτούν στα δύσκολα, ίσως στα δυσκολότερα από ποτέ: Ο Λιβαθινός σκηνοθετεί την Αρβανίτη ως σαιξπηρικό βασιλιά Ληρ, σε μια τραγωδία δωματίου. Οι δυο τους και ο καθένας ξεχωριστά μιλούν για το νέο αυτό στοίχημα που δίνει νέα πνοή στο ρεπερτόριο του Θεάτρου Κεφαλληνίας. Είναι η πρώτη φορά, στα 36 χρόνια λειτουργίας του που, εντός του ανεβαίνει Σαίξπηρ.

    Η Μπέτυ Αρβανίτη υποδύεται τον «Βασιλιά Ληρ»: Βρίσκομαι μπροστά σε ένα ρόλο ζωής. Αισθάνομαι μεγάλη πληρότητα

    «Δεν μετανιώνω· κάτι ήξερε η ζωή», σχολιάζει η Μπέτυ Αρβανίτη που, για πρώτη φορά, στην 40χρονη λειτουργία του Θεάτρου Κεφαλληνίας μα και για πρώτη φορά στην προσωπική της πορεία ανεβάζει έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Μια δική της επιλογή που εκκρεμούσε εδώ και χρόνια – αλλά πάντα με τον όρο συνάντησης με το Στάθη Λιβαθινό. «Μάλλον, έπρεπε να συναντήσω άλλους σημαντικούς ρόλους, να συγκεντρώσω εμπειρία, να κερδίσω χρήσιμο υλικό και να είμαι σε θέση να το τολμήσω. Γιατί ο Ληρ είναι ένας, τερατωδώς, δύσκολος ρόλος. Και, μπορώ να πω – χωρίς φυσικά να μπορώ να κρίνω αν το έχω καταφέρει – πως βρίσκομαι μπροστά σε ένα ρόλο ζωής. Αισθάνομαι μεγάλη πληρότητα» τονίζει.

    Η Μπέτυ Αρβανίτη δεν μπορεί να κρύψει τον ενθουσιασμό της για την αδιανόητη πύκνωση των θεμάτων που θέτει στο έργο ο μεγάλος Ελισαβετιανός: Την εξουσία, την φθορά του χρόνου, την παράνοια, την εγκατάλειψη. Παρακολουθεί κάθε βήμα της διαδρομής του προς την τρέλα και την ψυχική αποδόμηση ενός βασιλιά που χάνει τα πάντα. «Είναι αυτό το γάντζωμα από την ζωή, δεν μπορείς παρά να αναγνωρίσεις αυτήν την συγκινητική άμυνα του ανθρώπου. Και αισθάνομαι πως, πλέον, μπορώ να καταλάβω αυτό τον ήρωα, μπορώ να καταθέσω βιωμένα πράγματα, γιατί ξέρω τι σημαίνει γήρας και φόβος για το θάνατο». Είναι αυτές οι δύο συνθήκες που την ωθούν, εξάλλου, να υποδυθεί έναν ανδρικό ρόλο λέγοντας πως «το γήρας, η φθορά του χρόνου καταρρίπτει τα φυλετικά στερεότυπα· δεν έχουν φύλο τα γηρατειά».

    Έχοντας μελετήσει κι άλλους σπουδαίους συγγραφείς στην πολύχρονη πορεία της – ΄Ιψεν, Ουίλιαμς, Λόρκα, Τσέχωφ, Μπέρνχαρντ, Ζενέ, Γκόρκι, Στρίντμπεργκ, Μπέκετ, Σίλερ, Πίντερ – η Μπέτυ Αρβανίτη ομολογεί πως «κακά τα ψέματα, μετά τους αρχαίους τραγικούς δεν έχει ειπωθεί κάτι καλύτερα από ό,τι έχει ειπωθεί στον Σαίξπηρ. Ίσως, βέβαια, να υπάρχει μια υποδόρια επαφή με την σκέψη του Μπέκετ. Πάντως, στον κόσμο του δεν σου δίνεται καμία διαφυγή, είσαι απολύτως εκτεθειμένος, σου ζητά να είσαι όσο πιο βαθύς γίνεται και μαζί ελαφρύς – γιατί ο Ληρ θέλει και χιούμορ. Είναι μια καταδυτική διαδικασία».

    Πέρασαν δέκα χρόνια από την τελευταία της συνεργασία με τον Στάθη Λιβαθινό στους «Βρυκόλακες» του Ίψεν αν και η συνάντηση – σταθμός και για τους δύο υπήρξε η «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη το 2010. «Είμαστε περήφανοι που πια, έχουμε αποκτήσει έναν κώδικα, πράγμα το οποίο μεταφράζεται ότι γνωριζόμαστε πολύ καλά εντός σκηνής. Μιλάμε πια, με το βλέμμα, δεν χρειάζονται τα λόγια. Κι εκείνος, όπως κι εγώ, έχει προχωρήσει και πιστεύω πως με την φετινή αφορμή έχουμε αναπτύξει μια ιδανική σχέση σκηνοθέτη – ηθοποιού» σημειώνει. Στον Λιβαθινό, μεταξύ άλλων, χρωστάει και μερικές από τις, επί σκηνής, στιγμές ερμηνευτικής ωρίμανσης της. «Πέρασαν τα χρόνια μέσα από ρόλους αλλά εγώ αισθάνομαι μεγαλύτερη ελευθερία, είμαι πιο τολμηρή, πιο διαθέσιμη να δοκιμάσω, όσο κι αν αυτό ακούγεται οξύμωρο. Θέλω να χρησιμοποιώ τον εαυτό μου και μέσα σε πιο ακραίες συνθήκες γιατί διαφορετικά ποια είναι η αξία της τέχνης – αν όχι το ρίσκο;».

    Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί τον «Βασιλιά Ληρ»: Επιθυμώ να ξοδέψω την υπόλοιπη ζωή μου πάνω σε ένα νησί όπου θα ανεβάζω μόνο έργα του Σαίξπηρ

    Δεν είναι η πρώτη φορά που συναντά την τραγωδία του αυταρχικού βασιλιά. Ήταν το 2009 όταν ο Στάθης Λιβαθινός, όντας προσκεκλημένος του ΚΘΒΕ, ανέβαζε το σαιξπηρικό αριστούργημα με πρωταγωνιστή το Νικήτα Τσακίρογλου. «Τότε είχα αντιμετωπίσει τον Ληρ ως ένα ροκ έπος, σήμερα είναι πολύ διαφορετική η προσέγγιση μας. Με τη νέα μετάφραση και διασκευή του Στρατή Πασχάλη, προχωράει η ματιά μας, υιοθετούμε μια εκδοχή για οκτώ πρόσωπα, αναζητούμε κάτι το λιγότερο κραυγαλέο- τόσο δραματουργικά όσο και εικαστικά – φωτίζουμε τις εσωτερικές συγκρούσεις, ωστόσο φροντίζουμε να διατηρηθεί κάτι από το μέγεθος της ως έπους» εξηγεί ο σκηνοθέτης.

    Πεπεισμένος – και πως αλλιώς όταν μιλάμε για Σαίξπηρ – πως ο «Ληρ» είναι μια δυνατότητα να αναμετρηθεί κανείς με κάθε εποχή, σήμερα στρέφει την ανάγνωση του στην κρίσιμη στιγμή επιβίωσης του πλανήτη και του ανθρώπινου είδους. Για τον Λιβαθινό ο βασιλιάς με τις τρεις κόρες, «είναι ο τελευταίος καλός επί της Ιστορίας, κουβαλάει όλες τις αμαρτίες και τα πάθη του γένους μας, η τραγική άγνοια του οποίου μας οδηγεί στα πρόθυρα της καταστροφής. Γιατί βρισκόμαστε μπροστά σε δύο επικείμενες καταστροφές: Την άγνοια μας και την άνοια μας. Η καταστροφή του πλανήτη μας είναι ισότιμη με το δραματικό φαινόμενο της έλλειψης μνήμης. Αυτή τη φορά διαβάζω τον Ληρ ως ένα κείμενο για την μοίρα της ανθρωπότητας και την τραγική τροπή της ζωής μας της ίδιας», τονίζει.

    Αυτή τη φορά διαβάζω τον Ληρ ως ένα κείμενο για την μοίρα της ανθρωπότητας και την τραγική τροπή της ζωής μας της ίδιας

    Έχοντας αναμετρηθεί με τον Σαίξπηρ άλλες τέσσερις φορές – από το 1996 μέχρι σήμερα – είναι σε θέση να μιλά για το μεγαλείο όσο και τις παγίδες για τους νεότερους μελετητές του. «Ο Σαίξπηρ είναι ένας συγγραφέας μιλφέιγ: Εκείνο που έχεις να κάνεις είναι να επιλέξεις το επίπεδο που θα αναλύσεις. Ωστόσο, αυτή μέγιστη δοτικότητα του μπορεί να αποδειχθεί εξόχως παραπλανητική και να θελήσει κανείς να την καπελώσει με μια έτοιμη ιδέα. Το στοίχημα είναι, επομένως, έχοντας επιλέξει τα φιλοσοφικά επίπεδα που σε απασχολούν να τους επιτρέψεις να αναπνεύσουν. Και φυσικά, να βρεις νέες λύσεις, εκεί όπου οι προηγούμενες εξαντλήθηκαν».

    Εδώ ο Λιβαθινός επαινεί το ansamble της παράστασης που, μετά από 3.5 μήνες προβών, είναι ικανό να αναμετρηθεί με τον Ληρ. «Στάθηκα τυχερός γιατί έχω στη διάθεση μου ηθοποιούς που θέλησαν να ξεχάσουν τι έκαναν πριν κι αυτό μας προσφέρει τον ορίζοντας μιας επόμενης συνεργασίας». Ανάμεσα τους ξεχωρίζει την Μπέτυ Αρβανίτη την οποία χαρακτηρίζει «ένα νέο, στην ψυχή, κορίτσι τόσο διαθέσιμο να αναμετρηθεί ακόμα και με γεροντικούς ρόλους. Είναι πάντα εκεί, έτοιμη να εξερευνήσει κάτι ακόμα και στον Ληρ αντιπροσωπεύει ακριβώς αυτό που ήθελα να κάνω: Μια προβληματική που στέκεται πέρα και πάνω από τα φύλα». Την έχει ξαναδεί άλλωστε, σε καταστάσεις ερμηνευτικής υπέρβασης, ξεχωρίζοντας τη «Φόνισσα» όπου «όχι απλά ξεπέρασε τον εαυτό της αλλά κινήθηκε μακριά από κάθε σπιθαμή της προφανούς φύσης της».

    Το σχέδιο του «Βασιλιά Ληρ» επανερχόταν διαρκώς στις συζητήσεις τους «πότε ως σοβαρή πιθανότητα και πότε ως ανέκδοτο μέχρι που τώρα η Μπέτυ αποφάσισε να αναλάβει αυτήν την κρίσιμη πρόκληση». Πρόκληση, φυσικά, παραμένει πάντοτε ο Σαίξπηρ για κάθε δημιουργό, με τον Στάθη Λιβαθινό να δηλώνει ωστόσο πως «επιθυμώ να ξοδέψω την υπόλοιπη ζωή μου πάνω σε ένα νησί όπου θα ανεβάζω μόνο έργα του Σαίξπηρ. Ελπίζω, λοιπόν, να με απασχολήσει ξανά στο μέλλον».

    07.12.2023, Χαραμή Στέλλα «Το νέο στοίχημα Αρβανίτη – Λιβαθινού: Ένας «Ληρ» δωματίου»

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η Μπέττυ Αρβανίτη “Βασιλιάς Ληρ” στα πρώτα στιγμιότυπα της παράστασης του Στάθη Λιβαθινού

    Το σαιξπηρικό αριστούργημα ανεβάζει ο καταξιωμένος σκηνοθέτης στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας, σε απόδοση και διασκευή του Στρατή Πασχάλη, καθοδηγώντας την κυρία του θεάτρου σε ένα ρόλο-πρόκληση.

    Το Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας, συνεργάζεται και πάλι μετά από αρκετά χρόνια με το Στάθη Λιβαθινό, παρουσιάζοντας σε απόδοση και διασκευή του Στρατή Πασχάλη τον “Βασιλιά Ληρ”, το κορυφαίο έργο του Άγγλου δραματουργού και ποιητή Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Ο καταξιωμένος σκηνοθέτης καθοδηγεί την Μπέττυ Αρβανίτη στον προκλητικότερο ίσως ρόλο της πολύχρονης πορείας της στο θέατρο.

    Πρόκειται για μυσταγωγία της απόγνωσης και του κοσμικού αδιεξόδου, που παρακολουθεί το τέλος της ζωής ενός γέροντα μεσαιωνικού βασιλιά, σχεδόν “βιβλικού”, που πεθαίνει έχοντας δοκιμάσει την πίκρα της απόρριψης από τις δυο του κόρες, αλλά και τα όρια της δύναμής του. Ο Βασιλιάς Ληρ είναι μια σκληρή σκηνική μελέτη γύρω από το θέμα της διαχρονικής πάλης των γενεών, αλλά και της πάντα επίκαιρης διαπίστωσης πως η εξουσία δεν έχει φύλο.

    Γραμμένο στο απόγειο της δημιουργικής τροχιάς του Σαίξπηρ, αρχές του 1600, αντικαθρεφτίζει τη βαθιά ρομαντική και υπαρξιακή του μελαγχολία, την αίσθηση της ανθρώπινης μηδαμινότητας και του παράλογου της ζωής, που το νοηματοδοτεί μόνο η ποίηση και το αινιγματικό της μυστήριο.

    Eργο που γράφτηκε το 1609, περίοδο που στην Αγγλία εκτός από πολλά είδη λόγου άκμαζε το θέατρο, ο “Βασιλιάς Ληρ”, αποτελεί ένα διαχρονικό αριστούργημα της παγκόσμιας δραματουργίας. Το έργο έχει μεταφραστεί σε πάρα πολλές γλώσσες και έχει παρουσιαστεί σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου, σε κάποιες από αυτές πάμπολες φορές. Το θέμα αυτής της τραγωδίας του Σαίξπηρ, αφορά στην απόφαση του Βασιλιά Ληρ να μοιράσει το βασίλειό του στις τρεις κόρες του. Τη Γονερίλη, τη Ρεγάνη και τη μικρότερη την Κορδέλια. Αυτή που θα τον πείσει για την αγάπη της θα πάρει το βασίλειο. Ο γηραιός βασιλιάς, παρά τις συμβουλές του Δούκα του Κεντ, αποκληρώνει την Κορδέλια κι εξορίζει το Δούκα.

    Στην παράσταση, παίζουν επίσης οι Nίκος Αλεξίου, Αντώνης Γιαννακός, Νέστορας Κοψιδάς, Ερατώ Πίσση, Γκαλ Ρομπίσα, Εύα Σιμάτου, Βιργινία Ταμπαροπούλου.

    27.11.2023, Χ.Σ «Η Μπέττυ Αρβανίτη “Βασιλιάς Ληρ” στα πρώτα στιγμιότυπα της παράστασης του Στάθη Λιβαθινού», www.athinorama.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μπέττυ Αρβανίτη: “Για να παίξεις τον Ληρ, πρέπει να έχεις μυριστεί λίγο τα γηρατειά και το θάνατο”

    Η καταξιωμένη πρωταγωνίστρια με την πολυετή διαδρομή μίλησε στο «α» με αφορμή τον προκλητικότερο ίσως ρόλο της καριέρας της: ετοιμάζεται να ερμηνεύσει τον βασιλιά Ληρ, στην ομώνυμη σαιξπηρική τραγωδία. Την παράσταση σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός, στη διασκευή του Στρατή Πασχάλη.

    Ετοιμάζεστε για την πρεμιέρα ενός κορυφαίου έργου και ενός ρόλου-πρόκληση. Ήταν δική σας ιδέα να ερμηνεύετε τον Ληρ;
    Δική μου ήταν ουσιαστικά η απόφαση. Το είχαμε αναφέρει παλαιότερα με τον Στάθη [Λιβαθινό], αλλά ως ένα φοβερό όνειρο, πάνω σε μια κουβέντα, πόσο ωραίο θα ήταν να κάναμε αυτό το έργο. Η επιθυμία προϋπήρχε, αλλά δεν είχε έρθει η στιγμή. Τώρα συσσωρεύτηκαν μέσα μου πολλοί ρόλοι, που κάπου με πήγαιναν. Ήθελα να κάνω ένα βήμα παραπέρα κι είπα αν δεν το ρισκάρω τώρα, πότε; Έτυχε να έχω και τη δυνατότητα της ηλικίας, που είναι πολύ βασικός παράγοντας. Δεν μπορείς να παίξεις νέος αυτόν το ρόλο, πρέπει να έχεις μυριστεί λίγο τα γηρατειά και το θάνατο. Έτσι, μέσα από αυτήν τη διαδικασία, και μέσα από αυτήν τη φιλοδοξία –όχι ματαιοδοξία– θέλησα να προσεγγίσω το ρόλο. Εξάλλου, τα γηρατειά δεν έχουν φύλο, το θέμα του έργου είναι ο θάνατος, το γάντζωμα στη ζωή. Επομένως, δεν με τρόμαξε τρομερά το γεγονός του άλλου φύλου, ούτε θα προσπαθήσω να παραστήσω κάτι που δεν είμαι. Μέσα από μένα θα βγει ο ρόλος.

    Όπως και η εξουσία και οι συνέπειές της δεν έχουν φύλο.
    Βεβαίως, ναι… δεν αναφέρθηκα στην εξουσία, γιατί αυτό είναι πια προφανές. Γενικά, πάντως, αυτόν το ρόλο και μόνο να τον αγγίξεις φτάνει. Δεν ξέρω πόσο βαθιά θα μπορέσω να τον αποδώσω, όμως η διαδρομή αξίζει τον κόπο. Τρέμω, βέβαια, δεν μπορώ να πω.

    Η εκδοχή του Στρατή Πασχάλη πού εστιάζει;
    Πρόκειται για μια συμπυκνωμένη διασκευή εννέα προσώπων, πολύ ενδιαφέρουσα. Τη θαυμάζω γιατί εστιάζει στην ουσία των προσώπων, των θεμάτων και τα αγγίζει όλα.

    Συνεργάζεστε ξανά με τον Στάθη Λιβαθινό.
    Ναι, έχουμε κάνει πολλά ωραία πράγματα μαζί και έχουμε μια συγγένεια, και σε εισαγωγικά και εκτός, μιας που έχω βαφτίσει την κόρη του. Έχει τη σημασία του αυτό, είναι καλό δηλαδή που υπάρχει η προϊστορία μεταξύ μας, η παράλληλη ωρίμανσή μας.

    Νιώθετε δηλαδή μια ασφάλεια με την παρουσία του σε αυτήν τη νέα πρόκληση;
    Στη ζωή μου δεν έχω επιλέξει ποτέ την κατεύθυνση της ασφάλειας, συνήθως την ανασφάλεια κυνηγάω και το ρίσκο. Οπότε, όχι, δεν είναι τόσο η ασφάλεια, είναι κυρίως η ουσία της συνεργασίας.

    Δουλεύετε πάντως με τακτικούς συνεργάτες, παλαιότερα με τον Βολανάκη, αργότερα με τον Νίκο Μαστοράκη, τον Στάθη Λιβαθινό. Και με τον Δημήτρη Καραντζά, πρόσφατα, έχετε κάνει δύο δουλειές.
    Πράγματι, γιατί δεν με ενδιαφέρει να παίξω ένα ρόλο˙ μου είναι τελείως αδιάφορο. Οι συναντήσεις με ενδιαφέρουν και αισθάνομαι πολύ τυχερή με τις συναντήσεις που είχα. Για τον Βολανάκη δεν το συζητώ, ήταν για μένα “θεός”, αλλά και ο Μαστοράκης, ο Στάθης, όπως σας είπα, είναι πλέον αδερφός. Όσον αφορά στον Δημήτρη, με ενδιαφέρει η συνύπαρξη με τη νέα γενιά. Όλοι κερδίζουμε από αυτή, υπάρχει ένα πάρε-δώσε πολύ ενδιαφέρον.

    Τις επιλογές σας δηλαδή τις καθορίζουν περισσότερο οι συνεργάτες παρά τα έργα;
    Ναι, αν και, όταν λέμε συνεργάτες, εννοούμε ακόμα και το έργο· κι αυτό συνεργάτης είναι. Από εκεί και πέρα με ενδιαφέρουν πολύ τα νέα παιδιά, η συνδιαλλαγή μαζί τους με αφορά βαθύτατα. Είναι πολύ σημαντική, προκειμένου να παραμείνεις στο εδώ και τώρα.

    Τους παρακολουθείτε, δηλαδή. Προλαβαίνετε να δείτε παραστάσεις;
    Όχι όσο θα ήθελα και λυπάμαι, γιατί υπάρχουν πολλοί που δεν έχω δει. Αλλά υπάρχουν άλλοι που είδα και τρελάθηκα από ευτυχία, όπως ο Μπανούσι και το “Goodbye, Lindita”. Έπαθα σοκ, ήταν εμπειρία. Όπως και οι δουλειές του Κουτλή μου αρέσουν.

    Φέτος, θα παιχτεί κι ένας ακόμη “Βασιλιάς Ληρ”, πάντως. Έργο που είχε χρόνια να παιχτεί.
    Πράγματι. Μερικές φορές συμβαίνει, είναι και δεν είναι περίεργο. Φαίνεται, μέσα σε αυτόν το χώρο σκεφτόμαστε και λίγο ίδια; Δεν ξέρω. Ίσως έχει να κάνει και με το ότι δεν υπάρχει θέμα που δεν αγγίζει, όλη την περιπέτεια, τη διαδρομή του ανθρώπου.

    Αλήθεια, υπάρχουν ρόλοι που θέλατε να παίξετε αλλά δεν συνέβη;
    Βεβαίως, υπάρχουν ρόλοι που τους έχασα λόγω ηλικίας. Η Έντα Γκάμπλερ, η Τζούλια. Όμως, όταν μπορούσα, για κάποιο λόγο έγιναν άλλα πράγματα. Δεν αισθάνομαι στερημένη πάντως.

    Δεν έχετε απωθημένα, δηλαδή.
    Θα ήταν ντροπή μου, αλίμονο. Από εκεί και πέρα, ψάχνομαι συνέχεια, είναι μια ανάγκη που έχω ακόμη και όσο τρέχουν οι παραστάσεις. Ποτέ δεν είμαι καλά στην αρχή των παραστάσεων, έχω ανάγκη την τριβή. Όταν αρχίζω και χαλαρώνω, ανακαλύπτω πολλά άλλα πράγματα για το ρόλο. Σαν να μη μου έχει φύγει ποτέ το τρακ της πρεμιέρας, δεν ξέρω.

    Είστε πολλά χρόνια στο θέατρο…
    Εξήντα!

    Δώσατε πολλά, συνεισφέρατε στην άνθιση του ελεύθερου θεάτρου. Νιώθετε γεμάτη;
    Κάνω κάτι που το γουστάρω πάρα πολύ και το νοιάζομαι, οπότε ναι. Έτσι κι αλλιώς, κερδισμένη νιώθω. Γιατί και χάνοντας, κερδίζεις˙ και οι ήττες είναι ενδιαφέρουσες. Ξέρετε, εμένα με χαρακτηρίζει μια μεγάλη περιέργεια για τα πάντα. Κι αυτό δεν τελειώνει. Στο θέατρο, με κάθε νέο έργο ανοίγεις ένα θέμα και έχεις τόσα να ανακαλύψεις! Αν δεν σκύψεις, δεν δουλέψεις, δεν ψάξεις, δεν θα βρεις. Και αυτή η διαδικασία προσωπικά με αφορά πάρα πολύ. Αυτή η διαδικασία προσωπικά με αφορά πάρα πολύ, περί αυτού πρόκειται. Από εκεί και πέρα, οικονομικά δεν κερδίσαμε, και είμαστε τυχεροί που δεν ζούμε από το θέατρο. Όχι ότι δεν θέλουμε να πηγαίνουμε καλά, καθώς είναι πολυέξοδο σπορ, ειδικά αν δεν κάνεις σκόντο όπως εμείς. Όμως δεν ζούμε από αυτό και είναι μια πολυτέλεια που μας επιτρέπει να ρισκάρουμε.

    Αναρωτιόμουν αν υπάρχει ένα αίσθημα ματαίωσης, μια που το θέατρο φαίνεται να αφήνει κυρίως ηθικά κέρδη.
    Ναι ισχύει, αλλά τα πάντα καθορίζονται από την επιθυμία του καθενός. Αν είναι μεγαλύτερη, δεν σταματάς. Ευτυχώς ο Βασίλης [Πουλαντζάς] ενδιαφέρεται ακόμη για το σπορ. (γελάει) Δεν θα μπορούσα να το κάνω μόνη μου εξάλλου, να αναλάβω την ευθύνη ενός θεάτρου. Δεν έχω καμία σχέση με τα πρακτικά ζητήματα, είναι μια ικανότητα που δεν διαθέτω.

    Αλήθεια, έχετε ελεύθερο χρόνο; Πώς τον εκμεταλλεύεστε;
    Τα καλοκαίρια προτιμώ να μη δουλεύω, ακριβώς για να γεμίζω μπαταρίες.

    Μια που αναφέρατε τα καλοκαίρια, στην Επίδαυρο παρακολουθείτε παραστάσεις; Πώς σας φαίνεται όλη αυτή η συζήτηση που έχει ανοίξει για το πώς “πρέπει” να ανεβαίνει το αρχαίο δράμα;
    Κοιτάξτε, θεωρώ ότι οι παραστάσεις είναι ή καλές ή κακές. Ούτε άγιες ούτε ελεεινές. Και αλίμονο αν δεν ρισκάρει κανείς, δεν καταλαβαίνω τον συντηρητισμό. Βεβαίως, μια παράσταση αν είναι κακή είναι κακή, αλλά αυτό ανεξαρτήτως από το πού παίζεται. Από κει και πέρα, όσον αφορά στον ελεύθερο χρόνο, είμαι σε μεγάλο έρωτα με τον εγγονό μου. Βλέπετε, έγινα μαμά πολύ νέα και δεν βίωσα αυτό το καταπληκτικό πράγμα που βιώνω τώρα, να παρακολουθώ πώς ανακαλύπτει τη ζωή ένα πλάσμα.

    Προσωπικά, αισθάνομαι ότι τα εγγόνια έρχονται στη ζωή των παππούδων και των γιαγιάδων για να κάνουν ό,τι δεν κατάφεραν να κάνουν με τα παιδιά τους.
    Έτσι ακριβώς! Εγώ ως γιαγιά, πάντως, το λέω, οφείλω να με εκμεταλλεύεται ο Ερμής. Αυτός είναι ο ρόλος μου και τον απολαμβάνω. (γελάει) Είναι μια εμπειρία μοναδική. Κι έρχεται σωστά, όταν πρέπει. Το μόνο που με στενοχωρεί είναι που δεν θα μάθω τι θα γίνει όταν μεγαλώσει… Αν υπήρχε ένα τηλεφωνάκι, ένα μήνυμα, κάπως να το μάθαινα… Τέλος πάντων, σημασία έχει το τώρα, και το τώρα είναι υπέροχο, πολύ συγκινητικό. Και όπως συνιστώ να γίνει κάποια μαμά, γιατί η μητρότητα είναι κέρδος, παρά τις πολλές, πάρα πολλές δυσκολίες, έτσι συνιστώ να γίνεσαι και γιαγιά!

    21.11.2023, Καράογλου Τώνια «Μπέττυ Αρβανίτη: “Για να παίξεις τον Ληρ, πρέπει να έχεις μυριστεί λίγο τα γηρατειά και το θάνατο”», www.athinorama.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μπέττυ Αρβανίτη στην «Κ»: «Ο Ληρ είναι ένας ρόλος ζωής»

    Η Μπέττυ Αρβανίτη μιλάει για τον σαιξπηρικό ήρωα, το θέατρο, τη ζωή της, τον χρόνο και τον εγγονό της

    Και να θέλεις να ξεχάσεις τη νεανική της εικόνα, δεν μπορείς, ξαναβλέποντας τις παλιές ελληνικές ταινίες όπου η φινετσάτη καλλονή με το μπλαζέ βλέμμα μαγνητίζει τον φακό στα χρόνια της δεκαετίας ’60-70. Εκείνο το κινηματογραφικό πρόσωπο το άφησε πίσω της από νωρίς η Μπέττυ Αρβανίτη, καθώς δόθηκε ολοκληρωτικά στο θέατρο. Αυτό λάτρευε από έφηβη.

    Όταν κάποτε η μητέρα της τής ζήτησε να καθαρίσει το σπίτι, εκείνη το αντιμετώπισε σαν ανάθεση ρόλου. «Είχα θεατρικές φαντασιώσεις», λέει γελώντας γάργαρα σήμερα. «Εκείνο το πρωινό έπλεξα δυο κοτσίδες στα μαλλιά και ένιωσα ότι ήμουν η Σταχτοπούτα. Μόνο έτσι πήρα τη σκούπα και μπήκα στον ρόλο». Θέατρο έπαιζε και όταν τρύπωνε στο ιατρείο του πατέρα της, δίνοντας ρόλους και φωνές στα μπουκαλάκια που απαγορευόταν να αγγίζει. «Από παιδί ήθελα να έχω κοινό».

    Έκτοτε πέρασαν πολλές δεκαετίες με πολλούς μεγάλους ρόλους στη σκηνή, κλασικά και σύγχρονα έργα και πολλές μεταμορφώσεις που τσαλάκωναν την παλιά αψεγάδιαστη –αγαπημένη στο ευρύ κοινό– εικόνα της. Η «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη ήταν ένας τέτοιος ρόλος, τώρα ο «Βασιλιάς Ληρ» του Σαίξπηρ. «Ο Ληρ είναι ρόλος ζωής. Και μεγάλο ρίσκο που ήθελα να δοκιμάσω. Όταν είδα ότι και βιολογικά μπορώ να τον προσεγγίσω, είπα να το προσπαθήσω με τη βοήθεια του Στάθη Λιβαθινού με τον οποίο κάναμε σημαντικές συνεργασίες. Συνεννοούμαστε πια με ένα βλέμμα», λέει στην «Κ».

    «Αν όχι τώρα, πότε;»

    Τρεις Ληρ φέτος: του Σταύρου Λίτινα που συνέδεσε τον σαιξπηρικό ήρωα με το φλαμένκο στο θέατρο Arroyo, η δική της παράσταση στο Θέατρο Κεφαλληνίας που αρχίζει στις 23 του μηνός και του Γιάννη Χουβαρδά αργότερα στο Εθνικό Θέατρο. Δεν τη φοβίζει αυτό; «Αντιθέτως έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Για μένα δεν υπάρχει σπουδαιότερος ρόλος από του βασιλιά Ληρ. Αν δεν παίξω τώρα τον Ληρ, πότε θα το κάνω;» απαντά και θυμίζει ότι τον ρόλο αγάπησαν πολλές γυναίκες όπως η Γκλέντα Τζάκσον που τον ερμήνευσε στα 80 και έπειτα στα 82 της, αλλά και η Κάθριν Χάντερ στο σινεμά. «Είναι απαραίτητο να έχεις μια ηλικία και βιώματα για να το τολμήσεις», λέει η Μπέττυ Αρβανίτη. «Δεν υπάρχει μεγαλύτερο έργο από τον Ληρ. Ακουμπάει τα πάντα στον άνθρωπο, τη διαδρομή του από τη ζωή στον θάνατο. Αγγίζει τις σχέσεις παιδιών – γονέων, την ηλικία, τον θάνατο, την εξουσία, τα γηρατειά, την αγάπη, την τρέλα, τις συναισθηματικές αντιξοότητες, τον αυταρχισμό, την ηθική και την έλλειψή της».

    Δεν αποκαλύπτει λεπτομέρειες για το ανέβασμα, όμως εστιάζει στην πρωτότυπη διασκευή του Στρατή Πασχάλη. «Είναι ήδη θέμα ότι υποδύομαι έναν άνδρα. Αλλά νομίζω ότι το γήρας δεν έχει φύλο. Ο ίδιος ο ήρωας λέει κάποια στιγμή “τι είναι ο άνθρωπος, ένα ανέστιο, ολόγυμνο ζώο με δυο ποδάρια;”. Η διαδρομή του Ληρ από την απόλυτη εξουσία στην πλήρη ταπείνωση και την τρέλα είναι καθηλωτική».

    Ζητάω τη γνώμη της για τα λόγια της Πόλα Μάραντζ Κόεν, κοσμήτορα και καθηγήτριας Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ντρέξελ, η οποία στη Wall Street Journal υποστήριξε ότι το έργο, αν και μεγαλοφυές, δεν αρέσει εύκολα στο κοινό. Επίσης ότι ο Ληρ δεν είναι πολύ δημοφιλής, γιατί μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητός μόνο από κοινό άνω των 60. «Καταλαβαίνω τι εννοεί, αλλά δεν νομίζω ότι έχει απόλυτο δίκιο», απαντά η ηθοποιός. «Η σκηνή της μοιρασιάς του βασιλείου του με αντάλλαγμα το μέγεθος της αγάπης που θα του δηλώσει κάθε μια από τις τρεις κόρες του μπορεί να φαίνεται αστεία σε έναν 20άρη, αλλά έχει σημασία πώς τη φωτίζεις. Η δική μας ανάγνωση έχει πολλές ανατροπές».

    Η σκηνή που συγκινεί την Μπέττυ Αρβανίτη είναι η μετάβαση του ήρωα στην τρέλα. «Είναι μεγάλη ήττα ότι ενέδωσε στην κολακεία των δύο θυγατέρων και δεν πίστεψε στην αλήθεια της τρίτης. Η τρέλα είναι μια φυγή. Οταν είδε την αλήθεια, ότι δεν είναι παντοδύναμος, δεν άντεξε».

    Η ίδια λέει ότι θα προτιμούσε να εγκαταλείψει το θέατρο, παρά να επαναλαμβάνει τη νεανική της εικόνα. Οι ηρωίδες που αγαπά δεν ήταν οι ωραίες, αλλά οι πολύπλευρες, σκληρές, δυναμικές, ακραίες, μοχθηρές. «Ποτέ δεν μου άρεσε ο ρόλος της γλυκιάς – εξαντλείται γρήγορα. Το να στραπατσάρεις την εικόνα σου, σου ανοίγει προοπτικές. Όλα τα έχουμε μέσα μας. Σε εμάς τους ηθοποιούς, το υλικό μας είμαστε εμείς».

    Πόσο θα τη βαραίνει συναισθηματικά ο νέος της ήρωας, τα βράδια όταν πέφτει η αυλαία; Τι τής προκαλούν η ηλικία, οι ρυτίδες, ο χρόνος; «Πράγματι παίζω ένα γέρο στα πρόθυρα του θανάτου, δεν είναι εύκολος ρόλος. Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, στην τελευταία μου πορεία είμαι κι εγώ. Οπότε έχω τη γεύση που έχει και ο Ληρ. Είναι σαν εξοικείωση με ένα αληθινό κομμάτι της ζωής. Είναι εμπειρία να βλέπεις πως θα είσαι αδύναμος. Για κάποιο λόγο αντέχω».

    Πρωταθλήτρια κολύμβησης στην ομάδα του Παναθηναϊκού από τα σχολικά της χρόνια στου Μωραΐτη, εν συνεχεία από τα πιο λαμπερά πρόσωπα του κινηματογράφου, δεν καταφεύγει στο παρελθόν.

    Από το ’87 στο θέατρο

    «Έχω τρυφερή αίσθηση για εκείνη την εποχή, αλλά δεν τη μυθοποιώ. Νέοι ήμασταν, καλά κάναμε και τα ζήσαμε, αλλά ας μη μιλάμε και πολύ σοβαρά γι’ αυτά. Δεν είναι τυχαίο ότι από το 1987 είμαι στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας και ακολουθώ άλλη διαδρομή».

    Θα περίμενε κανείς ότι μια πρωταγωνίστρια του Φίνου θα άνοιγε το θέατρό της σε κεντρικό σημείο της Αθήνας. Όμως η Αρβανίτη με τον τρίτο σύζυγό της –τον δραστήριο πολιτικό μηχανικό και παραγωγό Βασίλη Πουλαντζά– στέγασαν τα όνειρά τους στην πρώην καπναποθήκη Καπερνάρου στην Κυψέλη. Την ακολούθησε ένα μέρος του αστικού θεάτρου, αλλά κέρδισε και καινούργιους θεατές. Κάποιοι σοκαρίστηκαν από την πρώτη επιλογή, το «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» του Φασμπίντερ με σκηνοθέτιδα τη Ρούλα Πατεράκη. «Έμεινε άναυδο το κοινό που ερμήνευσα μια λεσβία», είχε πει σε παλιότερη συνέντευξή μας. Το πρώτο ξάφνιασμα διαδέχτηκε επισκέψεις γυναικών μετά την παράσταση στο καμαρίνι της που εξομολογούνταν τις δικές τους αλήθειες. «Ήρθαν κοντά μου και κυριούλες από τα χρόνια της Φίνος Φιλμ. Ήταν μεγάλο ρίσκο που θα καθόριζε όλη μου την πορεία. Η παράσταση έσκισε δυο χρόνια. Το κοινό μας ώθησε να συνεχίσουμε και φτιάξαμε με τον Βασίλη και δεύτερη σκηνή. Μέχρι τότε έπαιζα στα όνειρα των άλλων που με διάλεγαν στο θέατρο επιδιώκοντας να αναπαράγουν το κινηματογραφικό πρόσωπο. Μόνο αν εκτεθείς προσωπικά δείχνεις τι εννοείς μιλώντας για καλό θέατρο».

    Βασιλιάς Ληρ: Μπέττυ Αρβανίτη, Nίκος Αλεξίου, Αντώνης Γιαννακός, Νέστορας Κοψιδάς, Ερατώ Πίσση, Γκαλ Ρομπίσα, Εύα Σιμάτου, Βιργινία Ταμπαροπούλου.

    «Ο,τι έζησα, το πλήρωσα»

    Τη ζωή της τη χαρακτηρίζει ριψοκίνδυνη. Δύο μηνών έγκυος ξεκίνησε στη δραματική σχολή του Κουν.

    «Δεν φαινόταν η εγκυμοσύνη μου, ήμουν αδύνατη. Έγινα μητέρα και πρέπει να πω ότι είχα τη στήριξη του Κώστα Σταμάτη που ήταν ο πρώτος σύζυγός μου. Από τους γονείς δεν είχα βοήθεια, δεν τους άρεσε, όπως ήταν φυσικό εκείνα τα χρόνια. Κι εγώ είχα μια άγνοια κινδύνου που ακόμη με ακολουθεί».

    Τα έζησε όλα νωρίς. Γάμο, παιδί, διαζύγιο, δεύτερο γάμο με τον Φαίδωνα Γεωργίτση που ερωτεύθηκαν στη σχολή. Την ώρα που οι συνομήλικές της ονειρεύονταν μια ροζ ζωή, εκείνη τα ζούσε όλα γρήγορα.

    «Μετά ήρθε το κέρδος»

    «Ο,τι έζησα, το πλήρωσα. Όπως το πλήρωσε και ο γιος μου (σ.σ. ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης) με τον οποίο μεγαλώσαμε μαζί. Όμως μετά ήρθε το κέρδος, τα μετέτρεψε έτσι η ζωή. Μόνο το καλό αισθάνομαι ότι υπάρχει πια, γερό δέσιμο και ουσιαστική σχέση».

    Υπήρξαν και εποχές που διαλυόταν ψυχολογικά, όπως όταν ο γιος της έγραψε την περιπέτεια που είχε με το αλκοόλ στο βιβλίο του «Ο έβδομος ελέφαντας».

    «Έβλεπα όλα τα λάθη μου σ’ αυτό και οι ενοχές ήταν φοβερές. Ο γιος μου με βοήθησε να τις ξεπεράσω, ήμασταν και σ’ αυτό μαζί. Τώρα έβγαλε καινούργιο βιβλίο, το “Υπήρξα τόσοι άλλοι” (εκδ. Καστανιώτη) που δεν το διάβασα ακόμη και δεν το κρύβω, τρέμω γιατί είναι αρκετά προσωπικό. Νομίζω ότι θα βρω και άλλα πράγματα εκεί μέσα για την κοινή μας πορεία».

    Ο ρόλος της γιαγιάς

    Αν για τη μητρότητα στα 20 της χρόνια δεν ήταν προετοιμασμένη, τον ρόλο της γιαγιάς τον περίμενε καιρό. «Ο Ερμής είναι κούκλος, πανέξυπνος, ταλαντούχος σε όλα, του αρέσει η μουσική, μιλάει πολύ καλά για την ηλικία του, είμαι ερωτευμένη μαζί του. Δεν ήμουν τυπική μητέρα, ήμουν νέα, έβλεπα τον γιο μου σαν παιχνίδι, σαν κούκλα. Αλλά η ζωή έφερε αυτό που δεν έζησα τότε. Κοιτάζω μια φωτογραφία του εγγονού μου και γεμίζει η ψυχή μου, είναι σαν βάλσαμο. Το μόνο κακό είναι ότι δεν θα μάθω τι θα γίνει ο Ερμής όταν μεγαλώσει, δεν θα προλάβω όσο κι αν θέλω».

    16.11.2023, Συκκά Γιώτα «Μπέττυ Αρβανίτη στην «Κ»: «Ο Ληρ είναι ένας ρόλος ζωής», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ