Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα – Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

2010

Θέατρο Κεφαλληνίας Α΄ Σκηνή

Πρώτη παράσταση: 3 Νοεμβρίου 2010

 

Στον περίεργο, ποιητικό και σουρεαλιστικό κόσμο του Federico Garcia Lorca η οικογένεια και η κοινωνία τυραννάει όσους το αξίζουν και μόνο λίγοι μπορούν να διεκδικήσουν την ελευθερία και μπορούν να πληρώσουν το τίμημα γι’ αυτήν. Σε ένα πολύ δραματικό, ίσως το καλύτερο έργο του, ο Lorca δημιουργεί πορτρέτα μοναδικών γυναικών. Πέντε κόρες και η μητέρα τους βασανίζονται από ερωτικό πάθος, αντιζηλία και μοναξιά.

Στο πρόσωπο των θυγατέρων της καταπιεστικής Μπερνάρντα, ο Lorca αφηγείται μια μοναδική ερωτική ιστορία, μόνο που ο έρωτας μετατρέπεται σε συμφορά, η υπακοή γίνεται συνενοχή και η μητρότητα έγκλημα.

«Οι πιο ερωτικοί άνθρωποι κρύβονται» λέει ο Federico Garcia Lorca και είναι πολλές φορές μόνοι και είναι λίγοι εκείνοι που μπορούν να αντισταθούν στη μοναξιά και την καταπίεση.

 

Πηγή: Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας

Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου
Σκηνικά – κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Μουσική: Τηλέμαχος Μούσας
Κίνηση: Σταύρος Λίτινας
Μακιγιάζ: Γιάννης Παμούκης
Βοηθοί σκηνοθέτη: Δήμητρα Φέξη | Μαρία Χανδρά
Βοηθός σκηνογράφου: Τίνα Τζόκα

Διανομή

Μπερνάρντα: Μπέττυ Αρβανίτη
Μαρία Χοσέφα: Σμαράγδα Σμυρναίου
Ανγκούστιας: Τζίνη Παπαδοπούλου
Μαγδαλένα: Γωγώ Μπρέμπου
Αμέλια: Εκάβη Ντούμα
Μαρτύριο: Κόρα Καρβούνη
Αδέλα: Λουκία Μιχαλοπούλου
Πόνσια: Αννέζα Παπαδοπούλου

  • Η Ελλάδα καταπίνει ανεκπαίδευτα ταλέντα

    Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός πιστεύει ότι η αναγέννηση του θεάτρου θα συμβεί αν αναβαθμιστεί η θεατρική μας παιδεία

    H πίεση δεν είναι κάτι που ενοχλεί τον Στάθη Λιβαθινό. Έχει μάθει άλλωστε από τα χρόνια των σπουδών του στο Κρατικό Ινστιτούτο Θεάτρου της Μόσχας (1984–1990) πως η δουλειά στο θέατρο δεν έχει ούτε ελαστικά ωράρια ούτε ατέλειωτους καφέδες. Με σκληρή δουλειά διακρίθηκε στα πρώτα του βήματα με το βραβείο Κριτικών Μόσχας για την παράσταση «Οι Ρόζενγκραντς και Γκίλντενστερν πέθαναν» στο Θέατρο Μαγιακόφσκι, αργότερα, στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού όπου έφερε άλλον αέρα, αλλά και στο ελεύθερο θέατρο όπου κινείται τα τελευταία χρόνια. Το μόνο που άλλαξε αυτές τις δυο δεκαετίες είναι το πείσμα του που μεγάλωσε, όπως και το πάθος του για τη δημιουργία σχολής σκηνοθεσίας. Mε αυτό ανοίγει τη συζήτηση, αν και αφορμή γι’ αυτήν είναι η πενταπλή του παρουσία φέτος. «Το σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα» του Λόρκα, που παρουσιάζει στο θέατρο Κεφαλληνίας η Μπέττυ Αρβανίτη, και o «Θάνατος του Νταντόν» του Μπίχνερ που θα ανέβει τον νέο χρόνο στη Νέα Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση. Aυτές είναι οι καινούργιες παραγωγές, ενώ ο επιτυχημένος «Βασιλιάς Ληρ» με τον Νικήτα Τσακίρογλου, που παίζεται στο «Παλλάς», το «Κτήνος στο φεγγάρι» στο «Πορεία» και η εναλλακτική του «Κάρμεν», που θα δούμε στο «Κάππα», είναι επαναλήψεις.

    Από το 2007, οπότε τελείωσε ο κύκλος με την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού και βγήκατε στην ελεύθερη αγορά, πώς νιώθετε;
    Κρινόμαστε από την παιδεία μας και όχι από τις αγορές. Επειδή προέρχομαι από ένα μέρος που τα σημαντικότερα πράγματα έβγαιναν από το ινστιτούτο και όχι την αγορά, γνωρίζω καλά τι πλούτος θα εμφανιστεί στα καλλιτεχνικά μας αν αναβαθμιστεί η θεατρική μας παιδεία, που τώρα είναι η χειρότερη. Είναι κακό να επαίρεται κανείς για τον πολιτισμό του, όταν οι γείτονές μας, όπως τα Σκόπια, έχουν ακαδημία τετραετούς φοιτήσεως και σχολή σκηνοθεσίας. Εμείς αρκούμαστε στην εμπειρική παιδεία.

    Τελικά το θέατρο στην Ελλάδα ανθεί όπως ισχυρίζονται κάποιοι ή πρόκειται περί μιας ποσοτικής παρεξήγησης;
    Ανθεί η παραγωγή παραστάσεων, το ελληνικό δαιμόνιο, τα αναξιοποίητα νέα, το πείσμα των γηραιότερων. Όμως, νέα παιδιά δεν σημαίνει πάντα ταλαντούχα παιδιά. Είναι η καινούργια παρεξήγηση. Ο σκηνοθέτης Νίκος Παναγιωτόπουλος το είπε πολύ σοφά: «Νέος καλλιτέχνης δεν είναι επάγγελμα». Είναι καλό να υπάρχουν νέα ταλέντα, αλλά το ζητούμενο στην τέχνη είναι τι θα προσφέρουν όταν ωριμάσουν και πώς θα εξελιχθούν.

    Έχουμε ταλέντα;
    Είμαστε χώρα που καταπίνει και φθείρει ανεκπαίδευτα ταλέντα. Δείτε πώς ξεκινούν και μετά πώς τελειώνουν.

    Για όλα τα γούστα

    Τη θεατρική μας εικόνα τη χαρακτηρίζουν περίπου 700 ηθοποιοί που βγαίνουν ετησίως από τις σχολές, περισσότερες από 400 παραστάσεις σε χώρους για όλα τα γούστα: από λεωφορεία, τουαλέτες και αποθήκες μέχρι γκαρσονιέρες, που είναι το καινούργιο εύρημα. Θα βγει κάτι απ’ όλα αυτά;
    Θα βγουν στην επιφάνεια προσωρινά πολλές ταλαντούχες προτάσεις, ενδιαφέροντες αναξιοποίητοι άνθρωποι, οι οποίοι θα θέλουν κάπου να ενταχθούν γιατί το θέατρο είναι επάγγελμα συνόλου και όχι μοναχικών μη αναγνωρισμένων ταλέντων. Δείτε το θέατρο Τέχνης της Μόσχας, όχι αυτό που ήρθε φέτος –αλλά το ουσιώδες–, είναι θέατρο που προέρχεται από ενδιαφέρουσες προσωπικότητες οι οποίες εργάζονται αρμονικά μαζί και συχνά με αντιθέσεις. Αυτό το θέατρο μας λείπει. Σε μας, θα βγαίνουν ιδέες και άνθρωποι σαν μικρές παλίρροιες. Mόνο που θα έρχονται και θα φεύγουν σαν τα νερά, χωρίς να μένει κάτι. Είναι καλό να έχουμε το θέατρο στο ασανσέρ, αλλά το θέατρο δεν προχωράει μόνο έτσι.

    Οι παλιότεροι δεν προβληματίζεστε που η νέα γενιά ηθοποιών και σκηνοθετών εργάζεται χωρίς να αμείβεται;
    Η ζωή κάθε καλλιτέχνη έχει κι έναν τραγικό χαρακτήρα, αλλιώς δεν είναι ζωή καλλιτέχνη. Είναι η ζωή ενός ανθρώπου περαστικού από την τέχνη. Ο καλλιτέχνης είναι φτιαγμένος για να πάρει στους ώμους του κάτι από τα ανθρώπινα προβλήματα. Κάποιος είπε ότι πρέπει να αμείβεται όταν δεν δουλεύει. Σ’ αυτό πιστεύω.

    Πώς ζείτε;
    Έμαθα να ζω με λίγα. Αν κάποιες γενιές μαθαίνουν να ξεκινούν την καριέρα τους χωρίς να πληρώνονται, δεν βλέπω κάτι κακό σ’ αυτό. Αρκεί να μη συνεχιστεί για πολύ.

    Δεν φλερτάρατε ποτέ με το χρήμα;
    Το χρήμα ναι, τον πλούτο όχι.

    Πώς δημιουργεί ένας καλλιτέχνης σε καιρό κρίσης;
    Μια χαρά. Η κρίση θα φέρει δύσκολες ώρες για το θέατρο, αλλά καθόλου δύσκολες για την τέχνη. Και σιγά τις δυσκολίες. Όταν οι γονείς και οι παππούδες μας έζησαν Κατοχή, εμείς θολώνουμε επειδή θα στερηθούμε το εξοχικό, το τρίτο αυτοκίνητο και τις επτά εξόδους την εβδομάδα. Ε, δεν είναι δα και η μεγάλη απώλεια. Το θέατρο από τη μια θέλει να τολμήσει και από την άλλη φοβάται πολύ. Bρίσκεται σε μια δύσκολη εποχή αλλά αναγκαία για να αυτοπροσδιοριστεί.

    Θέατρο για σας τι είναι;
    Κατ’ αρχήν οι νέοι συγγραφείς. Αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε στάση αναμονής νέα και παλιά ταλέντα Ελλήνων συγγραφέων. Πεθαίνω για τα κλασικά έργα, αλλά θα ήθελα πολύ να συνομιλήσω με νέους Έλληνες συγγραφείς. H αναγέννηση ενός θεάτρου συμβαίνει πάντοτε από το εγχώριο προϊόν.

    Σχολή σκηνοθεσίας

    Από το 1990, που επιστρέψατε από τη Μόσχα, αφήσατε κατά μέρος τον ηθοποιό Λιβαθινό επιλέγοντας τη σκηνοθεσία. Μετανιώσατε;

    Τόσο καλοί ηθοποιοί υπάρχουν, εγώ μπορώ να δώσω περισσότερα κάτω από τη σκηνή. Όπως ο καλός χειρουργός πρέπει να γνωρίζει καλά να πιάνει το νυστέρι, έτσι και ο καλός σκηνοθέτης πρέπει να έχει βγει στη σκηνή. Οι άνθρωποι που δημιούργησαν το σύγχρονο θέατρο όπως ο Στανισλάβσκι και ο Ντεμίροβιτς Ντάντσενκο αλλά και οι κλασικοί, όπως ο Σαίξπηρ και ο Μολιέρος, έπαιζαν τη σκηνή στα δάχτυλα. Για τον Ροντήρη έλεγαν ότι ήταν ένας υπέροχος ηθοποιός κ.ά

    Σε ποιους οφείλετε;
    Στην οικογένειά μου. Δεν ήταν μόνο ο θείος μου (Μάνος Κατράκης) αλλά και οι γονείς μου. Η μητέρα μου ήταν η λογίστριά του, ο πατέρας μου βοηθούσε, η Λίντα Αλμα ήταν πάντα δίπλα. Η θητεία μου στη σχολή Κατσέλη ήταν σημαντική, γιατί ο Κατσέλης πίστευε στην ηθική υπόσταση του θεάτρου. Η Ρωσία ήταν το αποκορύφωμα. Έχω μεγάλη αγάπη στην εκπαίδευσή της.

    Αυτό τον καιρό έχει αναθερμανθεί πάλι η ιδέα της σχολής σκηνοθεσίας.
    Δεν θα πω πολλά παρά μόνο ότι θα δώσω το είναι μου. Έχω κοντά μου ανθρώπους όπως ο Στρατής Πασχάλης, η Χρύσα Προκοπάκη, η Ελένη Μανωλοπούλου, ο Γιώργος Δεπάστας, ο Θοδωρής Αμπαζής κ.ά. Πολλοί θέλουν να προσφέρουν σε κάτι που δεν θα έχει το όραμα μιας δήθεν πολυφωνικής παιδείας σαν αυτή που έχουμε συνηθίσει. Δηλαδή «μπάτε σκύλοι αλέστε», ο καθένας διδάσκει το δικό του και φεύγει. Πιστεύω ότι ήρθε η ώρα να γίνει κάτι.

    7.11.2010, Συκκά Γιώτα «Η Ελλάδα καταπίνει ανεκπαίδευτα ταλέντα», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Το σπίτι φίμωτρο

    Στο θέατρο της «Οδού Κεφαλληνίας» παίζεται το «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» με την Μπέτυ Αρβανίτη

    Στην Ελλάδα είχαμε τρεις μείζονες παρεξηγήσεις όσον αφορά την αισθητική και ιδεολογική συμπεριφορά έργων τριών μεγάλων δραματουργών. Θα έβαζα και τέταρτο τον Μπρεχτ, αλλά το έχω άλλοτε διεξοδικά τεκμηριώσει. Πρόκειται για τον Τσέχοφ, τον Πιραντέλο και τον Λόρκα. Και οι τρεις παίχτηκαν, όχι άστοχα αλλά και αποκλειστικά, με έναν παγιωμένο τρόπο που με τον καιρό κατάντησε κανόνας σχεδόν απαράβατος. Η παράδοση Στανισλάβσκι που σε εμάς εδώ εμφυτεύτηκε ιδιοφυώς από τον Κουν έδωσε και «νομιμοποίησε» έναν Τσέχοφ αργό, σερνάμενο, πλήττοντα, εσωστρεφή, ηθογραφικά μικροαστό. O Πιραντέλο κουβάλησε στην τόπο μας τον τρόπο που τον σκηνοθέτησε στη Γαλλία ο μυστικιστής ρώσος εμιγκρές Πιτοέφ, ως θέατρο μυστικιστικό, βαρύ, αινιγματώδες, βαριά διανοουμενίστικο, βασανισμένων ιδεών. Ο Λόρκα είχε δύο παράλληλες και αντίθετες μεταχειρίσεις. Ο Κουν με τον Γκάτσο και τον Χατζιδάκι τόνισαν την αγροτική, ηθογραφική, λυρική διάστασή του και ο Μινωτής με την τραγική χορδή του σε εγρήγορση είδε και την «Μπερνάρντα» και το «Γάμο» σαν την «Εκάβη» και τον «Ιππόλυτο»! Ο πρώτος που ανέτρεψε τη μονοφαγία Τσέχοφ, ο Μίνως Βολανάκης, και την ολοκλήρωσε ο Εφραίμοφ με τον «Βυσσινόκηπο» των Καρέζη – Καζάκου. Τον Πιραντέλο τον ανέτρεψαν και ο Μπάκας και ο Ευαγγελάτος πρόσφατα και τον ανασκόπησε πιο κοντά μας ο Μαυρίκιος, παλιότερα αυθεντικός ανανεωτής του σικελού συγγραφέα.

    Ο πρώτος που ανέβασε το «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» με απόλυτο σεβασμό στις προθέσεις του Λόρκα ήταν ο Ευαγγελάτος. Φωτογραφική αποτύπωση ζητούσε ο Ισπανός ποιητής, ανατρέποντας ο ίδιος την προηγούμενη δραματουργική γραφή του. Έγραφα πριν από 14 χρόνια, με την ευκαιρία αυτής της παράστασης: «Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο ποιητής αλλάζοντας γραφή, αλλάζει και άξονα. Πριν αναζητούσε την ψυχή του λαού του, τώρα κοιτάει την ίδια αυτή ψυχή μέσα στη δεδομένη κοινωνική δομή που την περιέχει και την καθορίζει. Δεν είναι τυχαίο πως ο τίτλος του έργου μετατοπίζει τον άξονα από την Μπερνάρντα στο Σπίτι! Έχεις την εντύπωση αίφνης πως ο ποιητής αποκαλυπτικά ανακάλυψε ότι η Δόνα Ροζίτα, η Γέρμα, η Μπαλωματού, η Μπελίσα, η Νύφη ήταν κάτοικοι ενός οίκου που καθόριζε τυραννικά τη συμπεριφορά τους και ερμήνευε τα διαβήματά τους. Αυτό το σπίτι είναι ιδεολογία και για να το πούμε στη γλώσσα του Μαρξ, «ψευδής συνείδηση». Είναι το πλέγμα θεσμών, κανόνων, συμπεριφορών, αρχών, αξιών και κατηγορικών προσταγών που επικάθηνται πάνω στην πρωτογενή μας ετερότητα, αναγκάζοντάς την να τείνει στην ομοιομορφία και στον επικρατούντα ρυθμό.

    Η Μπερνάρντα Άλμπα είναι θύμα και θύτης αυτής της ιδεολογικής τυραννίδος. Υπόκειται και υποκύπτει στους κανόνες αναγκαστικά και εξαναγκάζει και τους άλλους να τους εφαρμόσουν πιστά χωρίς παρεκκλίσεις… Το Σπίτι ως μικρομοντέλο της Ισπανίας και η Μπερνάρντα ως θεματοφύλακάς του και θύμα του, είναι κλειστή δομή που σαν μυλόπετρα συνθλίβει καθετί που αντιστρατεύεται την ιδεολογία της ομοιομορφίας.

    Μετά την πρόσφατη δημοσίευση των «Σονέτων του σκοτεινού έρωτα» του Λόρκα, όπου ομολογείται η ομοφυλοφιλία του, μπορούμε να ισχυριστούμε πως πίσω από τις ηρωίδες του Λόρκα και πίσω από την Αντέλα του «Σπιτιού» κρύβεται ο ποιητής που μέσα σε έναν κόσμο που «συσχέτιζε κουτά», όπως λέει ο Καβάφης, νιώθει να συνθλίβεται από την ιδεολογία του ολοκληρωτισμού, δηλαδή της ομοιομορφίας και της ηθικής καθαρότητας. Έτσι, στην τελική υστερική κραυγή της Μπερνάρντα, «η κόρη μου πέθανε παρθένα», κρύβεται όλη η φασιστική ηθική που συνέτριψε την Αντιγόνη, την Ζαν ντ’ Αρκ, την Εύα Γκάμπλερ, τη Μις Τζούλια, την Ερσίλια Ντρέι και τη Στέλλα Βιολάντη».

    Ο Στάθης Λιβαθινός που τόλμησε να ακολουθήσει και στην τσεχοφική παράδοση αντίθετη αισθητική με τον «Βυσσινόκηπο», τόλμησε να ανατρέψει και τον κανόνα της μονόπλευρης λυρικής εκδοχής της δραματουργίας του Λόρκα στην «Μπερνάρντα». Χωρίς να με ενθουσιάζει, η μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου εισήγαγε μια φωνή ωμής οικειότητας στη γνωστή και ιστορικά έγκυρη λαϊκή λαλιά του Γκάτσου.

    Η Μανωλοπούλου αντελήφθη πως στον συγκεκριμένο χώρο, με τέσσερις πλευρές θεατών να περικλείουν, το σκηνικό τετράγωνο δεν μπορούσε να «κτίσει» ασφυκτικό ισπανικό πάτιο. ‘Έστησε μια περίκλειστη αυλή, εσωτερική, έκθετη στους ήχους του χωριού και στα οργασμικά χλιμιντρίσματα των φοράδων του στάβλου. Τα κοστούμια της, έξοχα. Και εύρημα της σκηνοθεσίας, η «γούρνα» της αυλής που κάθε τόσο τη γέμιζαν με κουβάδες νερό οι ευνουχισμένες ερωτικά κόρες χύνοντας κρουνούς ύδατος!

    Δίδαξε ζωή, όχι σύμβολα

    Ο Λιβαθινός δίδαξε ζωή, όχι σύμβολα ζωής. Ερωτικά κορίτσια σαν φοραδίτσες σε οχεία χωρίς αρσενικό. Κάθε φορά που φουριόζες εγκατέλειπαν τη σκηνή, ένιωθες πως σε κάποια σκοτεινή γωνιά φαντασιώνονταν αυτοϊκανοποιούμενες. Δεν θα ξεχωρίσω καμία. Ο Λιβαθινός χάρη στη γενναιοδωρία της Μπέττυς Αρβανίτη και του Βασ. Πουλατζά είχε έναν ιδανικό, ζηλευτό θίασο. Καμία παραφωνία, κανένας σκηνικός ανταγωνισμός, υψηλή αισθητική και αφοσιωμένη στον στόχο: Τζίνη Παπαδοπούλου, Μπρέμπου, Καρβούνη, Ντούμα, Μιχαλοπούλου, μια υποκριτική ικεμπάνα. Η Σμυρναίου, παρά το ανοίκειο της εγγύτητας των θεατών για την υπερρεαλιστική της ποιητικής τάξεως ρωγμή, έξοχη. Η Μπέττυ Αρβανίτη ισορρόπησε πολλά αντιφατικά στοιχεία της συστάσεως του χαρακτήρα. Αρσενικό ήθος, θηλυκή καταπιεσμένη διαθεσιμότητα, κοινωνική επιταγή και ηθική φενάκη. Κατόρθωμα ζυγιάς.

    Δυστυχώς, δεν θα συμφωνήσω με τις παράδοξες τουλάχιστον και επιεικώς παρεκκλίσεις από τον σκηνοθετικό κανόνα της Ανέζας Παπαδοπούλου. Άλλο κόντρα τέμπο παίξιμο και άλλο φάλτσο. Αντίθετα με την μουσική του Μούσα.

    24.01.2011, Γεωργουσοπούλος Κώστας «Το σπίτι φίμωτρο», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα @ Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας

    Η αυταρχική μητέρα δέρνει τις ενήλικες κόρες της. Τις απαγορεύει να βγουν από το σπίτι για τα επόμενα οκτώ χρόνια. Τυραννικά αποκλείει κάθε ενδεχόμενο ερωτικής τους διάθεσης. Ανακαλύψτε με ποιο τρόπο οι τρεις προτάσεις γίνονται για περίπου μιάμιση ώρα πραγματικότητα σε μια παράσταση που μοσχοβολάει θέατρο.

    Το έργο κλασσικό. Η στέρηση της ατομικής ελευθερίας και οι διαχρονικές προκαταλήψεις τα βασικά χαρακτηριστικά του. «Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα» του Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα ζωντανεύει στην ατμοσφαιρική σκηνή του θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας. Κεντρικό πρόσωπο η Μπερνάντα που ύστερα από την κηδεία του άντρα της αποφασίζει να βυθίσει σε πένθος τις πέντε παρθένες και ενήλικες κόρες της. Να τιμήσει το νεκρό όπως ακριβώς έκαναν στο σπίτι του πατέρα της. Η απαγόρευση είναι ρητή. Καμιά δεν θα βγει από το σπίτι πριν περάσει η οκταετία. Ακόμη και όταν εμφανιστεί ο Πέπε Ρομάνο. Ο άντρας που θα ταράξει τα ήσυχα βράδια των πέντε γυναικών. Επίσημα προορίζεται για την μεγαλύτερη κόρη, την 38χρονη ασθενική Ανγκούστιας. Γίνεται όμως ο κρυφός πόθος και των υπολοίπων τεσσάρων. Ως την στιγμή που θα πάψει να αποτελεί κρυφό.

    Μελετημένη η διανομή ρόλων σε μια παράσταση που μπορεί να περηφανεύεται για το σύνολο των ερμηνειών της. Υποδειγματική στο ρόλο της φιλάσθενης και βαθιά υποταγμένης Μαρτύριο η Κόρα Καρβούνη. Εντυπωσιακοί οι χειρισμοί της Τζίνης Παπαδοπούλου στις διακυμάνσεις του χαρακτήρα της Ανγκούστιας την στιγμή που η Γωγώ Μπρέμπου εκδηλώνει άκαμπτα το χαρακτήρα της Μαγδαλένα. Η Λουκία Μιχαλοπούλου ως Αδέλα αναδεικνύει τη θηλυκότητα και το επαναστατικό πνεύμα της νεαρότερης κόρης χωρίς όμως να κάνει τη διαφορά ενώ η Εκάβη Ντούμα κεντάει με δεξιοτεχνία μια υποτακτική Αμέλια. Το έργο ανοίγει με την Πόνσια την υπηρέτρια του σπιτιού το ρόλο της οποίας υποδύεται η Ανέζα Παπαδοπούλου εντελώς στερεότυπα. Φυσιογνωμικά η Μπερνάντα θριαμβεύει στην μορφή της Μπέτυ Αρβανίτη. Η ίδια η ηθοποιός εκπέμπει ασυναίσθητα τον αυταρχισμό του ρόλου της. Ορισμένες φορές υπερβολική και άλλες λιγότερη από το απαιτούμενο, στο σύνολο της όμως μια εμβληματική Άλμπα. Ο Στάθης Λιβαθινός αναμφισβήτητα δημιούργησε μια από τις καλύτερες παραστάσεις της σεζόν.

    Εκμεταλλεύτηκε τις δυνατότητες των ηθοποιών του όπως και το ιδιαίτερο περιβάλλον της σκηνής. Τα κοστούμια και το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου έντυσαν ιδανικά και έκλεισαν περίτεχνα τις μαυροφορεμένες γυναίκες σε ένα σπίτι που θα παραμείνει για πάντα ερμητικά κλειστό.

    16.04.2011, Γ.Ε «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα @ Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας», rev-ma.com

    Για το link πατήστε εδώ

  • Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός

    Ποιητικός ρεαλισμός κι ερωτική ματαίωση σε μια κλασική παράσταση με αξιοσημείωτες ερμηνείες – κυρίως από την Ανέζα Παπαδοπούλου και Τζίνη Παπαδοπούλου- κι ένα σκηνικό ελάχιστων τετραγωνικών, αλλά μεγάλης εικαστικής βαρύτητας από την Ελένη Μανωλοπούλου.

    «Ο δικός μας Λόρκα»

    Ο μεσογειακός λυρισμός της ποίησής του και οι λαϊκοί, πλην όμως μεγαλειώδεις μέσα στην τραγωδία τους ήρωες του – η Γέρμα, το ζευγάρι του «Ματωμένου Γάμου», οι κόρες της Μπενάρντας-, όπως και η καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία του και η δολοφονία του από τους φασίστες του Φράνκο (ανάμεσα στα πρώτα θύματα του ισπανικού εμφυλίου) συνέβαλαν στη θερμή αποδοχή που βρήκε το έργο του Λόρκα στην Ελλάδα. «Πολιτογραφήθηκε» αυτόματα ως ο μοντέρνος μας τραγικός από την Ισπανία, συναντώντας από τη μία τα αιτήματα της ελληνικής αστικής διανόησης και από την άλλη την πινακοθήκη ηρώων της ελληνικής Αριστεράς όπως επισημαίνει η Έφη Γιαννοπούλου στο πρόγραμμα της παράστασης του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας.

    Απαλλαγμένος από τα ιδεολογικά

    και πολιτικά φορτία του παρελθόντος, όχι μόνο και από την παράδοση της συμβατικής σκηνικής αναπαράστασης ενός κλασικού έργου, ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθέτησε το κύκνειο άσμα του Λόρκα πιστός στο δόγμα της ανάγνωσής του ως ανδαλουσιανού δράματος για τον καταπιεσμένο ερωτισμό. Κατέθεσε έτσι μία παράσταση ποιητικού ρεαλισμού, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί μοντέρνα σε ένα ανέβασμα του ’80, όχι όμως σήμερα. Θεωρώ όμως σήμερα, προκειμένου το ελληνικό θέατρο να γλυτώσει εξίσου από τη σκηνική παράδοση του παρελθόντος (ένα συνονθύλευμα από τα λόγια διδάγματα των σκηνοθετών του Εθνικού και τα μετα-λαϊκά οράματα του Κουν) και τη μεταμοντέρνα φρενίτιδα των Ευρωπαίων σκηνοθετών, η απαίτηση για μια νέα, αλλιώτικη, καθαρή και προσωπική σκηνοθετική γλώσσα απέναντι στα καθιερωμένα κείμενα του ευρωπαϊκού ρεπερτορίου είναι παραπάνω από αναγκαία.

    Ο σεξουαλικός πόθος

    για τον αόρατο στο έργο-, αλλά πανταχού παρόντα στις φαντασιώσεις των ηρωίδων Πέπε Ρομάνο – κατατρώει τις κόρες της Μπερνάντα στην παράσταση του Στάθη Λιβαθινού. Ο έρωτας θυμίζει εδώ την πανούκλα και όλα δείχνουν πως οι πέντε έγκλειστες πενθούσες παρθένες θα θαφτούν, υπό των ήχων των ψαλμών της καθολικής εκκλησίας, στο ίδιο το κάστρο των πόθων τους. Ένας αλλόκοτος επιτάφιος είναι το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, με τις ανθοστολισμένες κολόνες τις κλειστοφοβικής σκηνής και τη μικρή λίμνη με τα πολύχρωμα κεραμικά πλακάκια αραβικής τεχνοτροπίας, σαν ενθύμιο των εσωτερικών αυλών της Ανδαλουσίας. Η σκηνογράφος πέτυχε να καταθέσει, σε ελάχιστα τετραγωνικά μέτρα, ένα σκηνικό εικαστικής βαρύτητας, αισθητικής λιτότητας και νοηματικής πολυσημίας, εγκιβωτίζοντας στο χώρο τόσο τη μεταφυσική όσο και το ρεαλισμό του έργου. Ταυτόχρονα έδωσε την ευκαιρία στις ηθοποιούς να ορίσουν τις δράσεις τους με άξονα – και καταφύγιο – το υδάτινο στοιχείο.

    Μέσω μια λανθάνουσας μετα-φροϊδικής

    ψυχαναλυτικής ανάγνωσης, ο σκηνοθέτης παρουσίασε τις ηρωίδες του Λόρκα ως αρχετυπικές φιγούρες της καταπιεσμένης σεξουαλικότητας και της γυναικείας υστερίας. Ενδιαφέρουσα αλλά κάπως μονοσήμαντης ανάγνωσης. Η διακήρυξη της ερωτικής ελευθερίας και η εμμονή για το κοινό αντικείμενο του πόθου ταυτίζονται με μια βαθύτερη υπαρξιακή αγωνία, εκείνη της ατομικής ελευθερίας, κι η ερμηνεία των θυγατέρων της Μπερνάντα –πρωτίστων ως διαταραγμένων, υστερικών γυναικών- δε βοηθά σε μια πιο «ανοιχτή» ανάγνωση του έργου.

    Παρά τις όποιες ενστάσεις,

    βρισκόμαστε ενώπιον μιας παράστασης καλά οργανωμένης, εύρυθμης στο μεγαλύτερο μέρος της και ατμοσφαιρικής, με αξιοσημείωτες ερμηνείες και ορισμένες σκηνές-διαμάντια, όπως η γκροτέσκα έναρξη. Σε αυτήν η Ανέζα Παπαδοπούλου ως δούλα Πόνθια, «μπουκωμένη» από το μίσος της για την Μπερνάντα (αλλά και από το λουκάνικο που τρώει στα κρυφά), είναι έτοιμη –θαρρείς– να οργώσει τη σκηνή με ένα φλογερό φλαμέγκο. Η ειρωνική, σκωπτική και αυτοσαρκαστική χροιά της ερμηνείας της, προϊδεάζει, ωστόσο, για μία παράσταση πολύ πιο τολμηρή σε ύφος και ερμηνείες από εκείνη που τελικά παρακολουθούμε. Όπως και αν έχει, πάντως, φαίνεται πως καθεμία από τις ηθοποιούς προσέγγισε το ρόλο της με αφετηρία το ένστικτο και τη προσωπικότητά της, καταθέτοντας έτσι πολύ ιδιαίτερα πορτρέτα των ρόλων. Χαρακτηριστική παρουσία είναι η Κόρα Καρβούνη ως ασθενική – σαν ζωντανή νεκρή –, αλλά εκδικητική Μαρτύριο, με τις σπασμωδικές κινήσεις και τον καγχασμό που επιφυλάσσει για το τραγικό τέλος της μικρής της αδελφής. Η Λουκία Μιχαλοπούλου ως Αδέλα πετυχαίνει ένα ζωηρό πορτρέτο του κοριτσιού που γίνεται γυναίκα εν μια νυκτί∙ πιστεύω όμως πως δεν έχει βρει ακόμη την ευαίσθητη ισορροπία του ρόλου της. Αντίθετα, η Αμέλια της Εκάβης Ντούμα είναι φορτισμένη ακριβώς με την ευαισθησία που απαιτεί ο ρόλος. Η Γωγώ Μπρέμπου προσπάθησε -όχι όμως επιτυχημένα- να παρουσιάσει τη Μαγδαλένα ως ανδροπρεπές συμπλεγματικό θηλυκό. Αγνώριστη η Σμαράγδα Σμυρναίου ως αγγελοκρουσμένη γιαγιά Μαρία Χοσέβα , μένει σε μια συμβατική ερμηνεία του ρόλου, τη στιγμή που θα μπορούσε να τον απογειώσει προσδίδοντάς του… μπουνιουελικούς απόηχους. Η ίδια η Μπερνάντα Άλμπα, τέλος, σχεδόν χάνεται σε αυτήν την παράσταση. Η Μπέττυ Αρβανίτη μοιάζει να νικήθηκε από το βάρος του ρόλου της∙ ενός ρόλου με τον οποίο πιστεύω ότι η γνωστή ηθοποιός ελάχιστη συγγένεια έχει τόσο ως παρουσία όσο και ως ιδιοσυγκρασία.

    Εκείνη που καταθέτει, κατά τη γνώμη μου, την πιο μέγιστη ερμηνεία

    είναι η Τζίνη Παπαδοπούλου ως Ανγκούστιας: η αθόρυβη αυτή ηθοποιός, η οποία εξελίσσεται αργά αλλά σταθερά – από παράσταση σε παράσταση εδώ και αρκετά χρόνια –, βρίσκει στο πρόσωπο της άτυχης και άχαρης γεροντοκόρης τον πιο σημαντικό ρόλο της καριέρας της. Με τα σμιχτά (σε στυλ Φρίντα Κάλο) φρύδια και το κορμί σφιγμένο σαν σε σάβανο, προφητεύει, κιόλας από την πρώτη εμφάνιση, τη ματαιότητα της πρόσκαιρης ευτυχίας της.

    Δημάδη Ιλειάνα «Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα», Αθηνόραμα.

  • Ισπανική τραγωδία

    Η αγάπη βρίσκεται στη σάρκα που ξεσκίζεται απ’ τη δίψα / Η αγάπη βρίσκεται στο λάκκο όπου παλεύουν τα ερπετά της πείνας.

    “Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα” του Λόρκα στο “Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας”
    Φ.Γκ. Λόρκα, Από τη συλλογή: “Ο ποιητής στη Νέα Υόρκη”

    Η γυναικεία τιμή, βασικό στοιχείο της δραματουργίας του Ισπανικού “Χρυσού αιώνα”, είναι επίσης το θέμα του “Σπιτιού της Μπερνάρντα Άλμπα” του Λόρκα. Παρατηρούμε όμως ήδη από τότε, μια κριτική ματιά των Ισπανών κλασικών απέναντι στο πεπαλαιωμένο μεσαιωνικό “ιδεώδες της ιπποσύνης”, που ήθελε να βλέπει τη γυναίκα ως το ακίνητο, σταθερό σημείο και σύμβολο ενός παγιωμένου, ακλόνητου κόσμου και ως προορισμό του αενάως περιπλανώμενου άνδρα – ιππότη, που επέστρεφε κάθε φορά σε αυτήν. Τα θεατρικά έργα του “Χρυσού αιώνα” βρίθουν έτσι από απελευθερωμένες, αντισυμβατικές ενεργητικές, θετικές γυναικείες μορφές που, αντίθετα με τα παραδεδομένα, παίρνουν την πρωτοβουλία στο παιχνίδι του έρωτα, που μετέχουν στη ζωή και που απορρίπτουν την παθητικότητα του φύλου τους.

    Ενώ ο άνδρας – ιππότης, ταγμένος στην υπεράσπιση της γυναικείας “τιμής” και ορκισμένος “φύλακάς” της, έχει αρχίσει να γίνεται μια παρωχημένη και ελαφρώς κωμική φιγούρα του παρελθόντος. Το πραγματιστικό ισπανικό θέατρο του “Χρυσού αιώνα” ανοίγει έτσι δρόμους προς τη σύγχρονη εποχή αλλά η ισπανική κοινωνία στο σύνολό της δεν ακολουθεί, μένοντας προσκολλημένη σε νεκρούς τύπους. Η φανατική προσήλωση στη γυναικεία “τιμή” έχει αρχίσει έτσι να γίνεται ένα συλλογικό νευρωσικό σύνδρομο του Ισπανού άνδρα. Με αυτή την έννοια μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την Μπερνάρντα του Λόρκα ως “ανδρόβουλη”. Δεν εκπροσωπεί το πανάρχαιο είδωλο της μητριαρχίας, όπως πολλοί ισχυρίζονται, αλλά ενσαρκώνει ένα ακόμη είδωλο του ανδρικού νευρωσικού συνδρόμου της “τιμής της γυναίκας”. Κάτι που δεν την κάνει βέβαια ως πρόσωπο λιγότερο τραγική, το αντίθετο μάλιστα. Η Μπερνάρντα δεν υποκρίνεται ούτε ηθικολογεί, αλλά τηρεί πιστά τις αυστηρές νόρμες μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας που έχουν γίνει κανόνας της ψυχής και σάρκα από τη σάρκα της.

    Η νέα παράσταση της “Μπερνάρντα” δίνεται στο “Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας” με πρωταγωνίστρια την Μπέττυ Αρβανίτη και ένα επιτελείο λαμπρών ηθοποιών. Σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού (κίνηση Σταύρου Λίτινα) και σε λιτή μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου. Η επισήμανση του Λόρκα ότι αυτό το έργο του είναι ένα “φωτογραφικό ντοκουμέντο”, σωστά, δεν λαμβάνεται από τη σκηνοθεσία στην κυριολεξία της. Το έργο δεν είναι “ρεαλιστικό”, με την έννοια ότι δεν “φωτογραφίζει” την καθημερινότητα μιας ανδαλουσιανής οικογένειας σε δοσμένο χρόνο, αλλά φωτίζει μια άχρονη χρονική στιγμή που αντιστοιχεί σε ένα επεισόδιο ενός ακήρυκτου και άληκτου “ψυχικού πολέμου” και μπορεί να συμβεί παντού, στις καλές καθολικές οικογένειες της Χιλής και στις λαϊκές γειτονιές του ισλαμικού Χαρτούμ. Ο πόλεμος είναι ανάμεσα στη “φύση” και στους “θεσμούς”, ανάμεσα στην αρχή της ζωής και στο ένστικτο του θανάτου. Το κεντρικό επεισόδιο αυτού του αμείλικτα σκληρού έργου είναι η ερωτική θυσία, η πορεία στη σταύρωση χωρίς ανάσταση μιας νέας γυναίκας, επιλεγμένης ως “παραδειγματικού”, αθώου θύματος. Η τελευταία λέξη του έργου είναι: “Σιωπή!”.

    Τα σύμβολα που επιλέγει η σκηνοθεσία για να τονίσει τον μη ρεαλιστικό, μη καθημερινό χαρακτήρα του έργου, δεν είναι πάντα πετυχημένα και μπορεί να οδηγήσουν στο αντίθετο αποτέλεσμα. Το εύρημα με τους κουβάδες το νερό που κουβαλούν οι κόρες της Μπερνάρντα σαν άτυπος χορός Δαναΐδων, τίποτε δεν προσθέτει. Ενώ η σκηνή με το μισοφαγωμένο λουκάνικο της Πόνθια και με το πούρο της Μπερνάρντα (τετριμμένα φαλλικά σύμβολα) αφαιρούν από τους ρόλους το αρχετυπικό στοιχείο και τους “γειώνουν” επικίνδυνα. Ο ερωτισμός των γυναικών του έργου δεν εντοπίζεται σε συγκεκριμένο σημείο του σώματός τους, είναι ένα ολοκληρωτικό φαινόμενο. (Περιλαμβάνω σε αυτή την παρατήρηση και το εξώφυλλο του προγράμματος).

    Η Μπέττυ Αρβανίτη με το ένστικτό της, ευτυχώς, αντιστέκεται δίνοντας μια πρώτη εικόνα της ηρωίδας εσκεμμένα μουντή αρχικά, μακριά από την παγίδα του φωτογραφικού, τυπίστικου ρεαλισμού, σαν μέσα σε θολό καθρέφτη, που “νετάρει” όμως εν πορεία. Η τελική έξοχη σκηνή της, με τη λέξη “σιωπή!” να ακούγεται σαν ήχος απόμακρης, ραγισμένης, βραχνής καμπάνας, την απογειώνει στη σφαίρα της άρρητης συντριβής και στον χώρο του τραγικού μεγαλείου.
    Η Σμαράγδα Σμυρναίου δίνει μια έκτακτη, ολοζώντανη ποιητική εκδοχή της “τρελής γιαγιάς” που λέει τρομερές αλήθειες, Μαρία – Χοσέφα. Η Αννέζα Παπαδοπούλου χτίζει αντιστικτικά με στέρεα δομικά στοιχεία τον ρεαλιστικό πυλώνα του έργου, τη “λογική” Πόνθια. Η Λουκία Μιχαλοπούλου βάζει την προσωπική σφραγίδα της, έντονη, δίνοντας μια άκρως ενδιαφέρουσα εκδοχή της μικρότερης εξεγερμένης κόρης (Αντέλα), ως γυναίκας – παιδιού που μεγαλώνει απότομα μέσα από το ξύπνημα του πόθου.

    Η Τζίνη Παπαδοπούλου (Ανγκούστιας) είναι “στημένη” σωστά. Η Κόρα Καρβούνη δίνει μια ολόγλυφη, όλο αιχμές “μαρτύριο”. Η Εκάβη Ντούμα (Αμέλια) “γράφει” με την κίνηση και η Γωγώ Μπρέμπου (Μαγκνταλένα) με την όψη. Δεν με βρίσκει σύμφωνο η ολάνθιστη σκηνογραφία. Το τοπίο, φυσικό και ψυχικό, είναι δηλωμένα άνυδρο και γυμνό.

    21.11.2010, Πολενάκης Λέανδρος «Ισπανική τραγωδία», Η Αυγή

  • Η Μπέττυ Αρβανίτη στο elculture: «Στη δυσκολία δεν πρέπει να κάνεις εκπτώσεις, πρέπει να ανεβάζεις τον πήχη»

    Γιατί φέτος επιλέξατε την Μπερνάντα Άλμπα;
    Ο Στάθης Λιβαθινός μού πρότεινε το έργο. Γιατί εγώ είχα την παλιά γεύση της Μπερνάντα και σκεφτόμουν τι έχει να πει στο σήμερα αυτό το κείμενο. Όλα τα έργα του Λόρκα έχουν παιχτεί σε μετάφραση του υπέροχου Νίκου Γκάτσου, αλλά κάπου η προσωπικότητά του έχει καπελώσει το έργο νομίζω. Έγινε μια καινούργια μετάφραση από την Έφη Γιαννοπούλου που είναι στο πνεύμα του Λόρκα και με την οπτική του Στάθη είδα την Μπερνάντα αλλιώς, πέρα από τις μαυροντυμένες γυναίκες που την έχουμε πιθανόν συνηθίσει, και έτσι αποφάσισα να την κάνω. Το έργο, νομίζω, φωτίστηκε από μια σύγχρονη ματιά, όχι μοντέρνα, σύγχρονη και αυτό για εμένα είχε ενδιαφέρον.

    Ποια είναι τελικά η Μπερνάντα; Είναι ένα πρόσωπο εξουσίας;
    Βεβαίως φτάνει να γίνει μορφή εξουσίας, κάποιος μπορεί να δει το πρόσωπο και ως σύμβολο. Αλλά δεν είναι αυτή η πρόθεσή μας. Το θέμα είναι ότι η Μπερνάντα πάει κόντρα στη φύση και η φύση την εκδικείται. Αυτή πιστεύει πως ό,τι κάνει είναι για το καλό των παιδιών, όμως όταν πας κόντρα στο ξύπνημα της φύσης αυτή σε τιμωρεί. Ο έρωτας γίνεται συμφορά και η υπακοή συνενοχή και τελικά η μητρότητα γίνεται έγκλημα. Κάπου μου θυμίζει αυτούς τους φανατικούς της θρησκείας, και ξέρετε, καθετί φανατικό καταλήγει στο φασισμό.

    Παρ’ όλα αυτά της έχετε δώσει χιούμορ μέσα από την ερμηνεία σας.
    Πολύ χαίρομαι που το ακούω. Με ενδιαφέρουν οι ρωγμές στο ρόλο, η λοξή ματιά. Αυτό ψάχνω κάθε φορά, γιατί έτσι γίνεται το πρόσωπο πιο ολοκληρωμένο. Κανείς άνθρωπος δεν είναι μόνο ένα πράγμα, γιατί να είναι ο ρόλος; Το φινάλε βέβαια είναι τραγικό και πιστεύω ότι αυτή η γυναικά τρελαίνεται, σαν τη μάνα της. Γιατί αυτός ο δρόμος της Μπερνάντα οδηγεί στην καταστροφή και επειδή ο άνθρωπος πάντα έχει την τάση να αμύνεται, η τρέλα είναι μια διαφυγή, μια άμυνα. Δεν ξέρω αν βγαίνει αυτό στην παράσταση, αλλά αυτό είναι η οπτική μου. Η μάνα της, η Μαρία Χοσέφα που πλέον έχει τρελαθεί και είναι ένα πλάσμα εξωπραγματικό, νομίζω ότι θα ήταν μια άλλη Μπερνάντα στα νιάτα της και ίσως γι’ αυτό και η Μπερνάντα έχει γίνει έτσι, γιατί έτσι έχει γαλουχηθεί, μέσα σε μια σκληρή παράδοση που θέλει με τη σειρά της να παραδώσει.

    Πιστεύετε ότι αυτή η σχέση της μάνας και του παιδιού έχει αλλάξει;
    Και έχει αλλάξει και δεν έχει. Πολλές γυναίκες θέλουν να περάσουν το δικό τους πρότυπο στα παιδιά. Είναι δύσκολο να αποδεχτείς ότι το παιδί σου είναι ένας άλλος άνθρωπος και μάλιστα ένας άλλος ελεύθερος άνθρωπος. Αυτό το «για το καλό σου» που τόσο συχνά λέμε, έχει κάνει μεγάλα εγκλήματα και στις οικογένειες και στα έθνη… Αυτός ο φόβος για την ελευθερία και αυτή η ανάγκη να τακτοποιούνται τα πράματα νομίζω ότι υπάρχει. Είναι τόσο κόντρα σε μένα όλα αυτό… Εγώ ως μάνα είμαι τελείως άλλο πράγμα. Πραγματικά, δεν ξέρω να έχω παίξει άλλο ρόλο τόσο αντίθετο από μένα.

    Αυτό σας δυσκολεύει;
    Όχι μου αρέσει, με ιντριγκάρει και με διασκεδάζει. Με ενδιαφέρει πιο πολύ.

    Πώς επιλέγετε κάθε φορά ποιο έργο θα ανεβάσετε;
    Είναι μια συγκυρία πραγμάτων που με οδηγούν σε μια απόφαση. Ξέρεις, όλη τη μέρα την περνάω με το ρόλο. Έχεις ένα φοβερό πάρε δώσε με το ρόλο και κάθε φορά που τελειώνει μια παράσταση βγαίνεις αλλιώς. Είναι όπως όταν ζεις με έναν άνθρωπο… Όταν η σχέση τελειώνει, κάτι πάντα σου αφήνει. Έτσι και οι ρόλοι, όταν τελειώνεις μαζί τους, κάτι σου αφήνουν: ερωτηματικά, δυσκολίες που κλήθηκες να αντιμετωπίσεις και όλο αυτό που μένει σε πάει σε κάτι άλλο, σαν αλυσίδα. Όλα αυτά όμως έχουν να κάνουν και με την επιλογή των συνεργατών μου. Αν δεν υπήρχαν αυτοί οι ηθοποιοί, και αυτός ο σκηνοθέτης δεν θα αποφάσιζα να ανεβάσω αυτό το έργο. Πιστεύω ότι το θέατρο είναι θέμα ομάδας και όχι ατομική υπόθεση… Αυτό το θέατρο εμένα με ενδιαφέρει, άρα οι συνεργάτες παίζουν ρόλο στις αποφάσεις μου.

    Τολμάτε σε μια δύσκολη εποχή να κάνετε μια πολυπρόσωπη παραγωγή. Δε σας αγχώνει η κρίση;
    Αυτή είναι η άποψή μου για τα πράγματα. Στη δυσκολία δεν πρέπει να κάνεις έκπτωση, πρέπει να ανεβάζεις τον πήχη. Και όσες φορές το έχω κάνει, δεν έχω διαψευστεί. Δεν έχει νόημα αλλιώς. Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, πρέπει να δώσεις κάτι. Με αγχώνει φυσικά αυτή η κατάσταση, είναι ζόρικα τα πράγματα και κυρίως για τους νέους και αυτό με τρελαίνει. Πρέπει να βρεθεί λύση που νομίζω ότι θα βρεθεί από τους νέους. Αλλά έχω και μια αίσθηση ότι μπορεί αυτή η κατάσταση να μας κάνει και καλό. Ίσως επανεξετάσουμε τις αξίες της ζωής…

    Αυτή η κρίση επηρεάζει το θέατρο; Και ειδικά με την κατάσταση που επικρατεί όσον αφορά τις επιχορηγήσεις, ποιος είναι ο ρόλος της τέχνης σ’ αυτή τη νέα πραγματικότητα;
    Όλα εξαρτώνται από την πίστη, αν πιστεύεις δηλαδή σ’ αυτό που κάνεις. Σκέψου, το Θέατρο Τέχνης την εποχή του Κουν, ας πούμε. Υπήρχαν τεράστιες δυσκολίες, αλλά οι άνθρωποι είχαν πίστη σε αυτό που έκαναν και πάθος, το κίνητρο ήταν μεγάλο, γι’ αυτό και άντεχαν. Αλλά πιστεύω ότι το καλό θέατρο δε χάνεται. Δεν ξέρω τι θα γίνει με αυτή την κατάσταση, γιατί μιλάω από καλή θέση, είμαι σε καλή μοίρα, έχουμε στο θέατρό μας ένα κοινό που μας ακολουθεί και νεανικό κοινό, πράγμα που για μένα είναι πολύ σημαντικό. Η τέχνη όμως είναι και λίγο πολυτέλεια… Πάντα ήταν. Άσε που υπάρχουν πολλά θέματα στο θέατρο, πέρα από τις επιχορηγήσεις. Το θέμα της θεατρικής παιδείας, για παράδειγμα. Δεν έχουμε στην Ελλάδα σχολές. Τα νέα παιδιά μόνα τους τρέχουν από ‘δω και από εκεί μπας και πάρουν καμιά περισσευούμενη γνώση. Και μακάρι να υπάρχουν καλοί δάσκαλοι, αλλά σήμερα δυστυχώς λείπουν οι μεγάλες μορφές που υπήρχαν κάποτε. Ελάχιστοι άνθρωποι στο θέατρο έχουν τεχνική.

    Τώρα ποιος είναι ο ρόλος της τέχνης… Ξέρεις, ποτέ η τέχνη δεν άλλαξε τον κόσμο. Δεν μπορεί να λειτουργήσει επαναστατικά, μπορεί όμως να προβληματίσει.

    Εσείς σκεφτήκατε ποτέ να διδάξετε;
    Μια φορά το επιχείρησα και στο μήνα πάνω έφυγα, γιατί δεν αντέχω να συμμετέχω σε τέτοιες εγκληματικές ιστορίες, να εκμεταλλεύομαι τις επιθυμίες και τα όνειρα των νέων παιδιών. Άσε που δεν μου πάει να είμαι δασκάλα, μαθήτρια ναι, μαθήτρια θέλω να είμαι πάντα.

    Έχετε σκηνοθετήσει μια παράσταση. Σκέφτεστε να το επαναλάβετε;
    Πρέπει να συμβούν πολλά πράγματα, να είναι κατάλληλες οι συγκυρίες για να το κάνω: να ερωτευτώ ένα έργο, να βρω τους ανθρώπους που θα δουλέψω, να έχω κάτι να πω, να έχω δηλαδή ισχυρό κίνητρο. Ξέρεις, μου συνέβη κάτι μετά από αυτή την εμπειρία: όταν έβλεπα την παράσταση και δεν μπορούσα να επέμβω, κάτι πάθαινα, ενώ όταν παίζω μπορώ πάντα να διορθώσω και να εξελίξω αυτό που κάνω (γέλια).

    Μου είπατε ότι είστε σε καλή μοίρα. Τι είναι αυτό πιστεύετε που σας έφερε σε καλή μοίρα;
    Η σκληρή δουλειά και η πίστη σε αυτό που κάνω. Βέβαια, έχω τη βοήθεια του Βασίλη του Πουλατζά και αυτό είναι μεγάλη τύχη. Εγώ δεν είμαι πρακτική καθόλου, δεν έχω ικανότητες σε οργανωτικά θέματα, σε καλλιτεχνικά ναι, είμαι οργανωτική, ξέρω να κρατώ τις ισορροπίες, αλλά το πρακτικό κομμάτι μου είναι τελείως ξένο. Ο Βασίλης στήριξε όλη αυτή την υπόθεση και πρακτικά και ψυχικά, ίσως να μην άντεχα μόνη μου να κάνω όσα έκανα. Είναι τεράστιος ο αγώνας που δίνουμε από το 1987 με ρίσκα και δυσκολίες, αλλά αλλιώς δεν έχει νόημα.

    Θα μπορούσατε να σταματήσετε;

    Κάποια στιγμή, αναγκαστικά, θα σταματήσω. Δεν ξέρω αν θα παίζω μέχρι τα βαθιά γεράματα, δε θέλω να το σκέφτομαι, αρνούμαι ακόμα να συμβιβαστώ με αυτή την ιδέα. Ελπίζω όμως να μην έρθει σύντομα αυτό. Αλλά πιστεύω ότι η φύση είναι σοφή. Δηλαδή αν έρθει αυτή η στιγμή, μπορεί να είναι η στιγμή που δε θα το επιθυμώ εγώ πια πολύ.

    Μετανιώσατε ποτέ για αυτό το δρόμο που ακολουθήσατε;
    Όχι, γιατί αυτό είμαι εγώ. Και να μετανιώσω δε βγάζω τίποτα, γιατί αυτή είμαι (γέλια). Είναι τόσο συνυφασμένη με μένα η δουλειά μου…

    Ένα μεγάλο σας όνειρο;
    Έχω πολλά όνειρα, και μεγάλα και μικρά. Ένα μικρό μου όνειρο είναι να πάω στην Νέα Υόρκη που δεν έχω πάει και σύντομα (γέλια).

    Σας ευχαριστώ πολύ και σας το εύχομαι.
    Κι εγώ ευχαριστώ.

    21.11.2010, Χ.Σ. «Η Μπέττυ Αρβανίτη στο elculture: Στη δυσκολία δεν πρέπει να κάνεις εκπτώσεις, πρέπει να ανεβάζεις τον πήχη», www.elculture.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Γυναίκες δίχως άνδρες

    «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Λόρκα στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας

    Κάτι έτη φωτός απέχει από τη σημερινή πραγματικότητα η ιστορία της Μπερνάρντα Άλμπα και των πέντε θυγατέρων της, που μετά το θάνατο του πατέρα πρέπει, σύμφωνα με το έθιμο, να τηρήσουν ένα οχτάχρονο εγκλεισμό πένθους, όπου στο ανδαλουσιανό αρχοντικό «δεν θα μπαίνει μήτε ο αέρας απ’ το δρόμο», ήγουν οι σκοτεινές οσμές βαρβατίλας του έξω κόσμου.

    Σίγουρα το έργο δεν παίζει πλέον καθόλου ως «φωτογραφική – ντοκουμενταρίστικης περιγραφή» της καθολικής Ισπανίας του Φράνκο, όπως είχε κατά νου ο Λόρκα το 1936. Παίζει όμως ως διαχρονιστική μελέτη καταπίεσης και σύγκρουσης, γυναικείου ανταγωνισμού και, κυρίως, ματαιωμένης λαγνείας, μη ολοκλήρωσης θεμελιωδών ορμέμφυτων και υπαρξιακής στειρότητας. Θέματα τα οποία ταλάνιζαν τον ανομολόγητα ομοφυλόφιλο Λόρκα, που μετέθετε το δράμα του στις σεξουαλικές στερημένες, διαταραγμένες ηρωίδες του, εξομοιώνοντας τη λαγνεία με το θάνατο.

    Σε έναν «εσωτερικό κήπο»(σκηνικά κοστούμια Ελένη Μανωλοπούλου) πλήθος πλαστικών λουλουδιών και ένα άνυδρο σιντριβάνι προσποιούνται μια αίσθηση νοσηρής υγρασίας και δροσιάς που λείπουν από το καψωμένο ανδαλουσιανό καλοκαίρι και από τα καψωμένα ανέγγιχτα κορμιά των μαυροφορεμένων γυναικών. Καθισμένοι περιμετρικά, οι θεατές προσπαθούν να κατανοήσουν τη φυλακή αυτής της ζωηρής κοριτσοπαρέας, καταδικασμένης σε αγαμία από μια καθολικά οργανωμένη μητέρα – δεσμοφύλακα.

    Ανάμεσα σε γρηγοριανά άσματα και φιγούρες φλαμένκο οι κόρες φαντασιώνονται ομαδικά τον μοναδικό άντρα του σπιτιού, τον απόντα πλην πανταχού παρόντα Πέπε, αρραβωνιαστικό της μεγαλύτερης, «έναν γίγαντα που θα τις καταπιεί όλες», κατά την αλαφροΐσκιωτη, όμως εύστοχη γιαγιά.

    Δύσκολο να πείσει η εικόνα ενός φλύαρου, εριστικού τσούρμου που προσπαθεί με κουβάδες νερό να καταστείλει ακόρεστα πάθη, γεμίζοντας το κενό με υπερκινητικότητα και αμόκ – ξεσπάσματα, τα οποία σταδιακά ατροφούν σε χορογραφίες χωρίς νόημα. Ναι, τίποτε στην παράσταση του Στάθη Λιβαθινού δεν είναι αρκετά ζοφερό, αρκετά λάγνο, επικίνδυνο ή μαρτυρικό. Τα κορίτσια – Τζίνη Παπαδοπούλου, Γωγώ Μπρέμπου, Εκάβη Ντούμα, Κόρα Καρβούνη, Λουκία Μιχαλοπούλου – χορεύουν, χαριεντίζονται, τσακώνονται. Σκέτη υγεία. Καμία σχέση με τις έγκλειστες ασχημομούρες πλην δραματικές παρθένες του Λόρκα, καταδικασμένες σε διαιωνισμένη ερωτική αποχή που, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, θα άφηνε και σε μας μια παραλυτική αίσθηση ήττας.

    Κώδικες τιμής και φύση, οι δύο τραγικοί αντίδικοι του έργου, φαντάζουν εδώ απλώς ισχυρισμοί, όπως και η τυραννική διαχειρίστρια της οικογενειακής αρετής.

    Παρά τον δεσποτικό λόγο, το αυστηρό ύφος και την αρρενωπή σιγουριά –συν τσιγαλίλο– με την οποία θρονιάζεται στην άκρη του σιντριβανιού, η Μπερνάρντα Άλμπα της Μπέτυ Αρβανίτη είναι μια μάλλον δευτερεύουσα, ακίνδυνη φιγούρα, κι ας μοιράζει βουρδουλιές εκτός σκηνής, που εμφανίζεται για να θυμίζει μόνο τους όρους του παιχνιδιού.

    Αναρωτιέμαι τι απασχόλησε τον σκηνοθέτη σε αυτό το έργο. Είναι άραγε το συναρπαστικό θέμα της παρεμποδισμένης λαχτάρας για ζωή, τόσο επείγουσας που η φύση μοιάζει ημιτελής χωρίς το εξοστρακισμένο άλλο μισό, ακόμα και για την γκροτέσκα γιαγιά που ονειρεύεται γάμους;

    Ωστόσο, αυτή η δίψα ζωής, που στο Τσέχοφ ωθεί τις αδελφές να κοπανιούνται για τη Μόσχα και στον Λόρκα για τον άντρα, στην παράσταση της Κεφαλληνίας μοιάζει ακόμα (πρώτη παράσταση) ρητορική υπόθεση. Η ιστορία εξελίσσεται ουδέτερα, χωρίς μυστήριο και ταραχή, κάτω από τη μύτη ενός ταλαντούχου σκηνοθέτη και μιας αξιόλογης ομάδας ηθοποιών. Συγκρατούμε τη φθονερή, κυνική Μαρτύριο της Κόρα Καρβούνη, το πλουμιστό στοιχειό της Σμαράγδας Σμυρναίου και την αθυρόστομη, κουτσομπόλα δούλα της Ανέζας Παπαδοπούλου, το μόνο πειστικό συστατικό μιας αναποφάσιστης βραδιάς.

    *Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου

    20.11.2010, Ματζίρη Σωτηρία «Γυναίκες δίχως άντρες», Ελευθεροτυπία

  • Δύο παραστάσεις του Λιβαθινού

    Λόρκα
    Το σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα
    σκην.: Στάθης Λιβαθινός
    Θέατρο: οδού Κεφαλληνίας

    […]

    «Από δω κερδίζεις από κει χάνεις.
    Πάλι από δω χάνεις από κει κερδίζεις.
    Κερδίζουμε ποτέ ολοκληρωτικά»
    Μηνάς Δημάκης
    «Το ταξίδι», 1960

    «Οίκος» στην «Οδύσσεια» σημαίνει (και) γυναικωνίτις, στις δε «Φοίνισσες» του Ευριπίδη έχει τη σημασία του ιερού, του ναού. Ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο περίκλειστες έννοιες αναζητείται, νομίζω, το στίγμα του λορκικού «Σπιτιού της Μπερνάρντα Αλμπα», του μόνου ίσως καθαρά θεατρικού έργου, που δεν υποσκάπτεται από τον ποιητικό λυρισμό του ισπανικού duende, στον οποίο διέπρεψε ο «κατά λάθος», όπως είπαν οι φρανκιστές, δολοφονημένος (1936) ποιητής. Η ακοίμητη φρουρός της ανεπίληπτης ηθικής της οικογένειας μητέρα, ενσαρκώνει κι αυτή μια καταπιεστική ηθική που φιμώνει (όπως και σε άλλα του έργα) την ανομολόγητη τότε ομοφυλοφιλία του Λόρκα. Ιδίως στο πρόσωπο της Αντέλας, χωρίς πια ξόρκια και τραγούδια, επαναστατεί κατά του καθολικισμού και της δεσποτείας πάνω στο σώμα (Extra ecclesiam, nulla salus = Εκτός Εκκλησίας ουδεμία σωτηρία).

    Μετά τον θάνατο του άντρα της, η τυραννική μάνα Μπερνάρντα επιβάλλει οκταετές καθολικό πένθος στις πέντε μαυροφορεμένες, εγκάθειρκτες στον οίκο, θυγατέρες της. Η θρυαλλίδα του δράματος, ο αόρατος αρραβωνιαστικός της πρωτότοκης κόρης Πέπε Ρομάνο, θα συνευρεθεί κρυφά με τη νεότερη κόρη στον κήπο, θα την καταστήσει έγκυο, κι όταν η ανομία θα γίνει γνωστή, η μάνα θα πυροβολήσει τον Πέπε, η δε φυλακισμένη στην αποθήκη «πομπεμένη» θα αυτοκτονήσει, ενώ η Μπερνάρντα θα μείνει ανάλγητη και ασυγκίνητη θεματοφύλακας των αρχών και της τιμής, με μόνο της μέλημα την απόκρυψη της αλήθειας από το χωριό.

    Ο Λόρκα νομίζω πως στον τόπο μας «προδόθηκε» αριστοτεχνικά απ’ τις μεταφράσεις του σπουδαίου Ν. Γκάτσου, ο οποίος, στον καιρό του, βρήκε συγκινητικές τότε ηθογραφικές και μελοδραματικές λύσεις, έξω από τα υπαρξιακά αδιέξοδα του ποιητή.

    Τώρα, το λέω ευθέως: όλα έρεαν, δεμένα σφιχτά. Ο Στάθης Λιβαθινός έδωσε μια μοντέρνα, ισπανική και οικουμενική παράσταση, γεμάτη παλμό, ένταση, σύμβολα, σεξιστικές κραυγές, δραματικές κορυφώσεις, αιφνίδιες μεταπτώσεις, βαθύτατες αναγνωρίσεις των χαρακτήρων, υπαρξιακή διάσταση πάνω σε άσφαλτο μουσικό βηματισμό. Βασίστηκε: α) στη σύγχρονη, δυναμική, αιχμηρή μετάφραση της Εφης Γιαννοπούλου, β) στο αναπόφευκτα εγκατεστημένο πένθος -κάπως κοσμικό όμως- των κοστουμιών και ιδίως στο γεωμετρημένο εν είδει οικόσιτου Επιταφίου σκηνικό της Ελ. Μανωλοπούλου, που μας καθιστούσε θεατές μα και θύτες, συνυπεύθυνους με την Μπερνάρντα, γ) στις απόλυτα συνεννοημένες ατμοσφαιρικές μουσικές, φωτισμούς και κίνηση των Τηλ. Μούσα, Αλ. Αναστασίου και Στ. Λίτινα αντιστοίχως και δ) στον εκλεκτό θίασο: στην ιδεωδώς ατσάλινη, σχεδόν αρρενωπή, «ανελέητη» Μπ. Αρβανίτη (Μπερνάρντα), στην εφιαλτική κλοουνέσκ Σμ. Σμυρναίου (γιαγιά), στην εσωτερικότατη εν δυνάμει γεροντοκόρη Τζ. Παπαδοπούλου (Αγκούστιας), στην εύστοχα βιτριολική Γ. Μπρέμπου (Μαγδαλένα), στην απεγνωσμένη έως παράνοιας Κ. Καρβούνη (Μαρτύριο), στην οβιδιακή και ζωικά ιταμή Λ. Μιχαλοπούλου (Αντέλα), στην κάπως άπραγη μετέφηβη Εκ. Ντούμα (Αμέλια) και στην εωσφορική, είρωνα και μοχθηρή, γενικά λίγο ανεξάρτητη Αν. Παπαδοπούλου (υπηρέτρια). Μια πολύ ενδιαφέρουσα, μοντέρνα παράσταση. […]

    16.01.2011, Βαρβέρης Γιάννης «Δύο παραστάσεις του Λιβαθινού», H Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα από τη Θεατρική Εταιρία «Πράξη» στο Θέατρο «Οδού Κεφαλληνίας»

    Στο ζοφερό ποιητικό σύμπαν του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα(1898 – 1936), ο έρωτας προσλαμβάνει σκοτεινές αποχρώσεις της στέρησης και φέρει μέσα του τον ίδιον τον σπόρο της ακύρωσής του. «Το Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα» (1936), έργο ηφαιστειακών και μητριαρχικών παθών και συγκρούσεων, στροβιλίζεται γύρω από τα όρια της ατομικής ελευθερίας και των τυραννικών προκαταλήψεων.

    Οι θυγατέρες της αυταρχικής Μπερνάρντα έρχονται αντιμέτωπες με τα κοινωνικά ταμπού και την άκαμπτη παραδοσιακή ηθική που αγνοεί προκλητικά τις ανάγκες της νεότητας. Βυθισμένες στο πένθος από την απώλεια του πατέρα θα υποχρεωθούν να ζήσουν έγκλειστες στην οικία τους και ν’ ακολουθήσουν κατά γράμμα τις αυστηρές ηθικές υποδείξεις της χήρας, η οποία τις ακυρώνει κάθε ελπίδα να γευτούν τον έρωτα, την ώρα που η φύση το υπαγορεύει επιτακτικά.

    Αυτόν τον πολύκλωνο βρόχο της στέρησης που τόσο οι κοινωνικές συμβάσεις όσο και ο δεσποτικός χαρακτήρας της μητέρας έχουν κατεργαστεί, καταπνίγοντας το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση των ερωτικών πόθων των γυναικών, η Αδέλα, η μικρότερη κόρη του σπιτιού, τον κόβει απότομα συναντώντας παράνομα τον αρραβωνιαστικό της πρωτότοκης. Ο Πέπε Ρομάνο, δεν εμφανίζεται καθόλου στη διάρκεια του έργου αλλά διεγείρει τις κόρες που, επειδή αδυνατούν να εναντιωθούν στους περιορισμούς της τυραννικής μητέρας, αλληλοσπαράζονται με ανταγωνισμούς, λογομαχίες, κατηγορίες και φαρμακερά υπονοούμενα.

    Η άνομη εγκυμοσύνη θα προκαλέσει ολέθρια καταστροφή και η Μπερνάρντα με τυφλή προσήλωση στην επιφανειακή τάξη των καταστάσεων που νομίζει ότι ορίζει απόλυτα, θα βάλει την τιμή, την ηθική ορθότητα και τη γνώμη του κοινωνικού περίγυρου ακόμα και πάνω από τον θάνατο ενώ το όνομά της παραπέμπει τραγικά στο λευκό, αγνό και άσπιλο.

    Ο Στάθης Λιβαθινός συγκέντρωσε σημαντικές δυνάμεις της παλιάς και της νέας γενιάς ηθοποιών. Με τις αναγνωρίσιμες σκηνοθετικές εμμονές του έπλασε εικόνες, οι οποίες προβάλλουν το θεμέλιο λίθο του ρεαλισμού της καθημερινότητας στον καθρέφτη των μεταπτώσεων από την ευφορία στην παροδική πίκρα, που αποπνέει η παραίτηση από βασικές χαρές του βίου. Παραδείγματα ο εναρκτήριος μονόλογος της Πόνθια με το λουκάνικο (στην παράσταση έχουν αφαιρεθεί οι ρόλοι της Προυδένσια, των υπηρετριών, της ζητιάνας, των μαυροφορεμένων γυναικών και τα λόγια τους έχουν μοιραστεί στα υπόλοιπα πρόσωπα), οι σκηνές με τους κουβάδες νερό και το πλύσιμο των ασπρόρουχων, οι προσευχές στα λατινικά και οι διαπληκτισμοί των κοριτσιών. Ο κύριος Λιβαθινός ψηλαφεί τις μικρές πληγές των ηρώων του ποιητή της Γρανάδας εστιάζοντας κάθε φορά την προσοχή του θεατή στη δεσπόζουσα δέσμη περιστατικών που στοιχειοθετούν τη συμπεριφορά των προσώπων. Η σκηνοθετική οπτική του συνοψίζεται στην τήρηση του μέτρου και του ρυθμού της δράσεως και του λόγου.

    Ο σκηνικός χώρος που διαμόρφωσε η Ελένη Μανωλοπούλου παραπέμπει συμβολικά στον θάνατο και δεν ακολουθεί τις υποδείξεις των σκηνικών οδηγιών. Με άλλα λόγια, δεν παρουσιάζει την επίπλωση του εσωτερικού χώρου του σπιτιού με τα αντικείμενα που περιγράφονται αλλά «ντύνει» τους τοίχους με λουλούδινο επίστρωμα μεταφορικών και μετωνυμικών σημάνσεων. Μοναδικό δρων αντικείμενο της σκηνογραφίας η δεξαμενή στο κέντρο της σκηνής που θα γεμίσει σταδιακά νερό στις σκηνές με τους κουβάδες, και οι πολλαπλές χρήσεις της. Τα καλαίσθητα κοστούμια της κυρίας Μανωλοπούλου υποστηρίζουν το σχήμα του πένθους και τον υποκριτικό καθωσπρεπισμό.

    Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου εστιάζουν στις χρονικές στιγμές που αποκαλύπτονται τα απομεινάρια των συναισθημάτων ενώ η μουσική του Τηλέμαχου Μούσα προϊδεάζει την εξέλιξη της δράσης.

    Η Μπέττυ Αρβανίτη δε δυσκολεύεται ν’ αντλήσει στοιχεία από την υποκριτική της υφολογία για ν’ αποδώσει τη δυναστευτική φιγούρα της Μπερνάρντα καταθέτοντας μια αξιόλογη ερμηνεία.

    Η γκροτέσκο εμφάνιση της Σμαράγδας Σμυρναίου, η οποία υποδύεται τη Μαρία Χοσέφα, τη στοιχειωμένης ψυχή του σπιτιού που εκστομίζει με την ελευθερία του ακαταλόγιστου όλα όσα πνίγουν τις ανύπαντρες θυγατέρες, δεν έπεσε στην υπερβολή και αποδόθηκε με μέτρο.

    Η Τζίνη Παπαδοπούλου στο ρόλο της Ανγκούστιας τονίζει πολυσημειακά το χαρακτήρα, επιτυγχάνοντας έτσι να τον αποκαλύψει στο θεατή σε διαφορετικές εκφάνσεις.

    Η Γωγώ Μπρέμπου ως Μαγδαλένα ανταποκρίνεται με άνεση στις απαιτήσεις του ρόλου της.

    Η Αμέλια της Εκάβης Ντούμα και η Μαρτύριο της Κόρας Καρβούνη αποπνέουν μια έρπουσα διάθεση ακυρώσεως των ενεργειακών δυνάμεων των ρόλων, εστιάζοντας την υπόδυσή τους στην ενδοσκόπηση και στο κλείσιμο σ’ ένα περίγραμμα σχηματοποιήσεως.

    Η Λουκία Μιχαλοπούλου ερμηνεύει εξελικτικά και με αισθαντική θηλυκότητα την Αδέλα.

    Η Ανέζα Παπαδοπούλου ως Πόνσια κινείται ξεκάθαρα στην ενσάρκωση του χαρακτήρα, εμφανίζοντας και κάποια διάθεση σχολιασμού του ρόλου.

    Στο πρόγραμμα της παράστασης που επιμελείται ο θεατρολόγος Παναγιώτης Μιχαλόπουλος, υπάρχει ολόκληρη η μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου, κείμενα γύρω από τη ζωή και το έργο του συγγραφέα, έγκυρη αλλά όχι εξαντλητική ελληνική παραστασιογραφία, φωτογραφικό υλικό και τα βιογραφικά των συντελεστών.

    Στο σύνολό της, μια αξιόλογη παράσταση που συστήνεται ανεπιφύλακτα στους σταθερούς αναγνώστες της στήλης.

    15.11.2010, Κωνσταντινίδης Νεκτάριος – Γεώργιος «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα από τη Θεατρική Εταιρία Πράξη στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας», kritikestheatrikwnparastasewn.blogspot.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα του Federico Garcia Lorca

    Το έργο

    Μια γυναίκα, πέντε κόρες, ένα αρχοντικό μέσα στο οποίο αυτές φυλακίζονται για να μην εκτεθεί η τιμή κι η αξιοπρέπειά τους, να μην παραβούν τα κοινωνικά πρότυπα. Όμως οι ανάγκες του κορμιού ξυπνάνε άγριες κι ανατρέπουν τα σχέδια του νου προκαλώντας πρώτα την εξέγερση και μετά την τραγωδία. Η τυραννική Μπερνάντα Άλμπα, η οποία στην έναρξη του έργου επιστρέφει από την κηδεία του άντρα της, επιβάλλει διαρκώς απαγορεύσεις και τιμωρίες στις θυγατέρες της, υποτάσσοντάς τες σε μια στυγνή υποταγή. Όταν η μία από αυτές πρόκειται να παντρευτεί, ο άντρας-αρραβωνιαστικός εμφανίζεται σαν το δυναμικό στοιχείο αφύπνισης αν κι αόρατος στο έργο, κι η μικρότερη η Αντέλα, τον ερωτεύεται αν και ανήκει στην αδελφή της. Η δύναμη του ακατέργαστου, σχεδόν εφηβικού πάθους της την φέρνει αντιμέτωπη με την Μπερνάντα κι ο πόλεμος ανάμεσά τους αρχίζει. Όταν θα τελειώσει η Αντέλα θα είναι νεκρή αλλά η Μπερνάντα θα έχει ηττηθεί.

    Αν επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε τους κώδικες αυτού του έργου με όρους αστικού δράματος θα το έχουμε εντελώς αφυδατώσει από τους χυμούς του και θα το έχουμε στερήσει από την πιο σημαντική αρετή του, την διαχρονικότητα. Όμως αν καταφέρουμε να το δούμε μέσα από τα μάτια του δημιουργού του έχουμε να κάνουμε με ένα έργο καθαρά πολιτικό το οποίο εμβολίζεται έντονα από το τραγικό στοιχείο και μεταθέτει την έννοια της επανάστασης από τις αρένες της πολιτικής στην πάντα κρίσιμη αρένα της σάρκας. Η εξουσιαστική δομή που εμφανίζεται καθαρότατη από την πρώτη στιγμή είναι εκείνη του κοινωνικού περίγυρου κι όχι της δυναστευτικής Μπερνάντα. Η Μπερνάντα είναι εργαλείο, είναι φορέας της πραγματικής εξουσίας και γνωρίζει, γι’ αυτό ίσως μπορεί να γίνεται άσπλαχνη, όπως κάθε βαθιά απελπισμένος άνθρωπος, πως έχει υποταχτεί. Η ύβρις της δεν είναι η απαγόρευση στις θυγατέρες της να απολαύσουν τον έρωτα και να κατευνάσουν τις σεξουαλικές ορμές τους. Είναι η επίγνωση πως αν και γεννημένη επαναστάτρια, υποτάχτηκε στο όνομα αυτής της καθησυχαστικής εξουσίας που αν και ικανοποιεί τη ματαιοδοξία της είναι ολότελα ξένη από τη σάρκα της και εχθρική προς αυτήν. Η σάρκα στο σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα δεν υποφέρει από στέρηση αλλά από παράνοια, από άτη, την οποία επάξια εκπροσωπεί η γιαγιά-κυταρική μνήμη, η οποία φυσικά δεν περιφέρεται γραφικά σαν το εξάμβλωμα της νιότης της αλλά εφιαλτικά σαν η ιέρεια-γνώστης των επιπτώσεων ενός διαστρεμμένου εγωισμού, η τραγική γριά Κασσάνδρα που γνωρίζει αλλά κανείς δεν είναι σε θέση να την ακούσει. Η Μπερνάντα έναν μόνο ισχυρό δεσμό διαθέτει για να οδηγηθεί στη λύτρωσή της, τη στιγμή μάλιστα που το ασθενές αρσενικό πρότυπο μόλις έχει κηδευτεί. Την επαναστατικότητα της απογόνου της και ουσιαστικής αντιπάλου της, της Αντέλα. Λατρεύει την μικροθυγατέρα της γιατί σ’ εκείνην μπορεί να δει καθαρά την ίδια, πριν υποταχτεί. Καταθέτει τα πάντα στο κορίτσι περιμένοντας μέσα από μια καθαρή πράξη θυσίας να την οδηγήσει στην λύτρωση. Ξέρει όμως πως θα έρθει αντιμέτωπη με το απρόβλεπτο γιατί η σάρκα δεν μπορεί παρά να είναι απρόβλεπτη.

    Η εξουσία καταρρέει όταν το πιο βαθιά επαναστατικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, το κορμί, διεγείρεται και εξεγείρεται. Η στρεβλωμένη Μπερνάντα δεν ηττάται όταν το είδωλό της στο κάτοπτρο της νιότης, η υγιής Αντέλα επαναστατεί. Αυτή είναι και η μοναδική της νίκη. Ο σπόρος επιτέλους διεκδικεί εκείνο που το δέντρο θυσίασε. Γι’ αυτό και την καλύπτει, παριστάνοντας άγνοια. Όμως το κορίτσι οδηγεί την κατάσταση πέρα από τα όρια, χάνει τον έλεγχο για να μπορέσει να κερδίσει το απόλυτο. Η Νέμεση της Μπερνάντα είναι πως τελικά μέσα από την ίδια την αρχαία φύση των πραγμάτων κι όχι μέσα από μια τυφλή τυχαιότητα, θα απολέσει την Αντέλα και μαζί της θα απολέσει το αύριο. Δεν θέλω δάκρυα λέει κι αυτή τη φορά το λέει στον εαυτό της. Το έργο είναι βαθιά ποιητικό κι όπως κάθε ποιητικό έργο είναι κοφτερό κι επικίνδυνο, ισορροπεί στα όριά του, λειτουργεί μόνο υπό όρους σκληρότητας, ορίζει το δέος και αποχαλινώνει την κρισιμότητα. Το ποιητικό στοιχείο εκμηδενίζεται όταν επιχειρήσεις να του προσδώσεις συναισθηματική υπόσταση και να εξημερώσεις με εύκολα δάκρυα το ανελέητο που αποτελεί και την πρόκλησή του. Όσο για το σουρεαλιστικό στοιχείο το οποίο αποτελεί μία από τις δευτερεύουσες αλλά κυρίαρχες εμμονές του συγγραφέα, είναι σ’ αυτό το έργο καθαρό μέσα στις διαρκείς αντιφάσεις των ηρωίδων. Δεν το φέρει η γιαγιά γιατί μια τέτοια εύκολη λύση θα κατέληγε σε γραφικότητα, η γιαγιά φέρει μόνο ένα παρελθόν που ξεγυμνώνεται αφού δεν μπόρεσε να συμβιβάσει την μάσκα με τον χρόνο, την υποκρισία με την επίγνωση και φυσικά οδηγήθηκε στην αποκαλυπτική τρέλα. Το φέρουν οι υπηρέτριες, ο χορός, που αν και εκπροσωπεί τον κοινωνικό περίγυρο, στρέφεται ενάντια στην Μπερνάντα η οποία τον υπηρετεί, γιατί διακρίνει την υποκρισία της και γνωρίζει πως πίσω από το λούστρο της υποταγής της κρύβεται η αναρχική, πανάρχαια, επικίνδυνη, ανατρεπτική, αληθινή φύση της. Έτσι ο χορός στην ουσία του γίνεται διονυσιακός και αναμετριέται με την μάσκα της Μπερνάντα, ορίζοντας σουρεαλιστικά την σεληνιακή ουσία της. Δεν μπορείς να ανεβάσεις αυτό το έργο όταν είσαι υπερβολικά πολιτισμένος, χρειάζεται κάτι πολύ επικίνδυνο για να αναδειχτεί, την απελπισμένη επιθυμία για εξέγερση.

    Η παράσταση

    Η παράσταση του Στάθη Λιβαθινού εμπεριείχε ορισμένες από τις πιο ελκυστικές σκηνοθετικές εμμονές του και διέθετε αποκαλυπτικές στιγμές αλλά επικέντρωσε στα επί μέρους χωρίς να καταφέρει να ενορχηστρώσει τις δράσεις σ’ ένα συμπαγές, στιβαρό σύνολο με συγκεκριμένο στόχο. Οι ηθοποιοί υποδύθηκαν τους ρόλους τους με αληθοφάνεια και ενθουσιασμό αλλά τους έλλειπε η κατεύθυνση κι η σαφήνεια, ενώ οι ερμηνείες στρεβλώθηκαν από την ακατάσχετη διαρροή συναισθημάτων που ναι μεν αποτέλεσε δημιουργική διέξοδο αλλά δεν κατάφερε να υπερκαλύψει την σμιλευμένη από την ανάγκη, επικίνδυνα κοφτερή αλήθεια τους και τις ξεχωριστές τους ποιότητες οι οποίες αποδόθηκαν σχηματικά. Η Αρβανίτη ήταν ικανοποιητική στην ερμηνεία της, αυθεντική και ενδιαφέρουσα αλλά δεν ταυτίστηκε με την ηρωίδα του Λόρκα, υποδύθηκε το είδωλο της Μπερνάντα έτσι όπως σχηματίζεται αντεστραμμένο στον φακό της άγνοιας. Παρέμεινε στην έκρηξη και παραμέλησε το δέος, ενίσχυσε την εξουσία αλλά της διέφυγαν οι ρωγμές της. Πληθωρικά έως κιτς αλλά πολύ λειτουργικά για τη δράση τα σκηνικά, ρέουσα και λιτή αν και στεγνή, χωρίς χυμούς, η μετάφραση, ατμοσφαιρικοί οι φωτισμοί, χωρίς έμπνευση αλλά με καθαρό τον συμβολικό τους χαρακτήρα, τα κοστούμια.

    15.11.2010, Κυριάκη Μαρία «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», episkinis.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Γωγώ Μπρέμπου: «Η κοινωνία θέλει τις γυναίκες θεματοφύλακες του συντηρητισμού»

    Στην ανδαλουσιανή επαρχία μια μάνα καταδικάζει τις κόρες της σε οχτώ χρόνια πένθους. Καταδυναστεύει τα πάθη τους και διαφεντεύει τη μοίρα τους. «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», το τελευταίο έργο του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, που δεν το είδε ποτέ να παίζεται στη θεατρική σκηνή, ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1936, ένα μήνα πριν ξεσπάσει ο ισπανικός εμφύλιος και δύο μήνες πριν εκτελεστεί ο συγγραφέας από τους απεσταλμένους του Φράνκο. Ένα διαχρονικό έργο, που υφαίνει αριστοτεχνικά πορτρέτα γυναικών, παρουσιάζεται φέτος στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Το tvxs συνάντησε τη Γωγώ Μπρέμπου, μια άλλοτε νύφη του «Ματωμένου Γάμου», που φέτος υποδύεται τη Μαγδαλένα, κόρη της Μπερνάρντα Άλμπα.

    Ψυχανεμίζεται ο Λόρκα, μέσω της «Μπερνάρντα Άλμπα», ένα αυταρχικό καθεστώς, που μέλλει να απλώσει τη σκιά του πάνω από την Ισπανία για τις επόμενες δεκαετίες;
    Τα απολυταρχικά καθεστώτα προετοιμάζονται χρόνια πριν, όπως έχει δείξει η ιστορία, και εν τέλει αδράττουν την ευκαιρία να παραπλανήσουν ένα βασανισμένο λαό και να διαπράξουν θηριωδίες. Ένα ευαίσθητο μέλος της κοινωνίας, όπως ο Λόρκα, αλλά και εν γένει οι ποιητές, οι καλλιτέχνες και οι πνευματικοί άνθρωποι, δε θα μπορούσε παρά να αφουγκραστεί το τι εκτυλίσσεται στην κοινωνία. Παρόλα αυτά, δε νομίζω ότι έκανε αυτό το θεατρικό έργο για να καταδείξει αυτό που ερχόταν.

    Οι γυναίκες είναι πρωταγωνίστριες σε όλο το έργο του Λόρκα: παθητικές ηρωίδες ή μάχιμες;
    Οι ηρωίδες του Λόρκα διεκδικούνε τη ζωή, τον έρωτα, την ελευθερία τους, διαμαρτύρονται και είναι ζωντανά κύτταρα. Για μένα, δεν υπάρχει άλλος ποιητής που να έχει «ξεκλειδώσει» τόσο πολύ τη γυναικεία επιθυμία και την ερωτική ελευθερία. Ο έρωτας στο έργο μας βιώνεται ως συμφορά αλλά παραμένει η μόνη αυτοπραγμάτωση των ανθρώπων. Η ερωτική σχέση είναι κάτι απόλυτο, ιερό και μυστικό. Ο Λόρκα εξετάζει πώς, αν δεν αφήσεις τον ορμητικό χείμαρρο της ζωής να ποτίσει τις όχθες, ώστε να ανθίσουν, θα σταματήσει η ζωή, τελικά, να υπάρχει.
    Όλες οι ηρωίδες του κοιτάνε κατά πρόσωπο το φόβο τους, το θάνατο, τη στέρηση και τοποθετούνται απέναντι τους. Ήτανε ζητούμενο του σκηνοθέτη μας, του Στάθη Λιβαθινού, στην παράσταση, να φανεί ότι αυτή η αφαίμαξη της ζωτικότητας των κοριτσιών, τις κάνει ακόμα πιο ζωντανές. Ακόμα και από το τίποτα, από μια μικρή δαντέλα που αγοράζουν, προσπαθούν να δημιουργήσουν ζωή.

    Η θυματοποίηση του πόθου των γυναικών προέρχεται εντός των τειχών από την Μπερνάρντα, ή από την εξωτερική απειλή της κοινωνίας; Συναντάμε σήμερα τέτοια κλειστοφοβικά «σπίτια» με αφέντρες «Μπερνάρντες», σε πραγματικό ή συμβολικό επίπεδο;
    Σε αυτό το έργο, το οποίο είχε χαρακτηριστεί ως «δράμα ανδαλουσιανού ερωτισμού», είναι η σχέση με τη μητέρα, που γεννά τις απαγορεύσεις, οι οποίες έρχονται πάντα εκ των έσω. Οι πρώτες απαγορεύσεις στη ζωή ενός ανθρώπου, αν το καλοσκεφτούμε, προέρχονται από τους γονείς, που κι αυτοί, αναντίρρητα, είναι προϊόν της εποχής τους και των δικών τους κοινωνικών απαγορεύσεων. Και η Μπερνάρντα είναι παιδί μιας άλλης μητέρας. Φυσικά, δεν το δικαιολογώ καθόλου. Αυτό που λέει η Μπερνάρντα ότι «εγώ θα ορίζω τη ζωή μου και τη δική σας» είναι η απόλυτη ύβρις. Δεν ορίζεις τη ζωή κανενός.

    Η κάθε γενιά οφείλει στη στιγμή της να κάνει την επανάστασή της. Πιστεύω πάρα πολύ στη σκυταλοδρομία των γενεών και ο κόσμος της Μπερνάρντα δεν είναι δυστυχώς πολύ μακρινός από το δικό μας. Σαν να απαιτούνε όλοι, ακόμα και σήμερα, οι γυναίκες να παραμένουν οι θεματοφύλακες του συντηρητισμού, προσκολλώντας τους πάντα το «σύνδρομο της μητέρας». Η κοινωνία σήμερα θέλει να ελαχιστοποιήσει τη δυναμική των γυναικών, την ορμητική τους διεκδίκηση και δεν αποδέχεται τη γυναικεία επιθετικότητα. Ειδικά στην ελληνική συντηρητική κοινωνία αυτό είναι πολύ φανερό.

    Η θωράκιση των ηρωίδων στις προσταγές της κοινωνική τους τάξης παίζει, επίσης, καθοριστικό ρόλο στην αυτοκαταστροφή τους.
    Στις πρόβες μας κάποια στιγμή αναρωτήθηκα το εξής: «άραγε οι άνθρωποι όταν εμμένουν στις ιδιότητές τους δε γίνονται εγκληματίες;». Η Πόνθια αφέθηκε στη μοίρα της, ως υπηρέτρια και ανέχεται να την προσβάλλουνε και η Μπερνάρντα δε «χαμηλώνει» ποτέ τη θέση της. Όταν μιλάμε για συναισθηματικές σχέσεις, παιδιά, έρωτα, φιλία και είσαι μόνο η κοινωνική σου ιδιότητα γίνεσαι απάνθρωπος. Για μένα οι άνθρωποι που αξίζουνε είναι αυτοί που είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουνε την όποια κοινωνική τους θέση, να γίνουνε ανθρώπινοι και να αντιληφθούνε την κοινή μοίρα των ανθρώπων. Στο έργο η κλιμάκωση έρχεται και με τη συνενοχή των αδερφών, μέσω της σιωπής τους, γιατί είναι δέσμιες της μητριαρχίας. Γεγονός που αποτελεί και σύγχρονο φαινόμενο, μιας και τα παιδιά αργούν πάρα πολύ να κόψουν τον ομφάλιο λώρο από την οικογένεια.

    Η κλιμάκωση των παθών τους έρχεται επίσης μέσα από την αντιζηλία, που τρέφουν μεταξύ τους. Οι γυναίκες έχουν αβυσσαλέα πάθη και επειδή δεν τους αναγνωρίζονται, γιγαντώνονται.

    Ποια είναι τα ανάγλυφα χαρακτηριστικά της ηρωίδας σου, της Μαγδαλένας; Ποιος είναι ο εσωτερικός της λόγος;
    Η Μαγδαλένα είναι ένας από του πιο κρυφούς ρόλους. Ήταν πολύ δύσκολο να ξεκλειδώσουμε τη βιογραφία μιας κοπέλας σαν κι αυτήν, που είναι μια αινιγματική προσωπικότητα. Όταν η υπηρέτρια λέει ότι ήταν η μόνη που πραγματικά αγαπούσε τον πατέρα της, και χρησιμοποιεί ένα τόσο δυνατό ρήμα, σημαίνει ότι η Μαγδαλένα έχει συναισθήματα, ότι κάτι νιώθει. Είναι από τα κορίτσια που δε θα επιτρέψουνε ποτέ στον εαυτό τους να παραδεχτεί ότι έχει δικαίωμα να αγαπήσει κάποιον άλλο εκτός από τον πατέρα της. Από την άλλη, είναι η μόνη που φανερά δεν κακοποιείται από τη μητέρα της και ορθώνει το ανάστημά της. Αναρωτιόμουνα γιατί αρνείται τη μητέρα της…γιατί η άρνηση πολλές φορές είναι μια προσπάθεια επαφής, το να αντιτίθεσαι σε κάποιον ίσως είναι η πιο μεγάλη εκδήλωση τρυφερότητας. Η Μαγδαλένα είναι η πιο τολμηρή εσωτερικά γιατί φωνάζει την αλήθεια.

    Το υγρό στοιχείο συμπρωταγωνιστεί μαζί σας στην παράσταση. Αναβλύζει από αυτό ο συμβολισμός της δίψας για ζωή των έγκλειστων γυναικών;
    Το νερό είναι η πηγή της ζωής και η γυναίκα βρίσκεται πολύ κοντά στο νερό. Η θάλασσα, που δεν υπάρχει τίποτα πιο ελεύθερο, σε ταξιδεύει και συνδέεται με τον έρωτα. Είναι πολύ ωραίο εύρημα του σκηνοθέτη και της σκηνογράφου, το στάσιμο νερό, το λιμνάζον νερό που βαλτώνει. Τα κορίτσια φέρνουν το νερό, παίζουν μαζί του αλλά αυτό το νερό δεν κυλάει. Ο Λόρκα χρησιμοποιεί, επίσης, πολύ το υγρό στοιχείο. Η Μπερνάρντα λέει χαρακτηριστικά «εδώ δεν υπάρχει τίποτα, ούτε ένα ποτάμι, μόνο πηγάδια», η γιαγιά λέει «πάμε να παντρευτώ στην ακροθαλασσιά». Η νύφη στο «Ματωμένο Γάμο» αναφέρει ότι «εδώ είναι όλα ξερά. Η μάνα μου κράταγε από ένα μέρος, που ήταν γεμάτο περιβόλια και νερά». Τα φυσικά στοιχεία στην παράσταση σού δίνουνε μεγάλη χαρά όταν συνυπάρχουν στη σκηνή μαζί σου.

    Ο Λόρκα είχε πει πως «Το θέατρο είναι (…) το βαρόμετρο που δείχνει την ακμή και την παρακμή μιας χώρας». Είναι σήμερα το θέατρο σημαντική ψηφίδα της ζωής μας;
    Θεωρώ πως είναι κάτι πολύ παραπάνω από μία μεμονωμένη ψηφίδα. Από τη δημιουργία του το θέατρο είναι ένας ιερός χώρος, που συναντάς τη ζωή στη συμπύκνωσή της και πάντα απορροφά και ξαναβγάζει στη σκηνή τους κραδασμούς της κάθε εποχής. Για μένα είναι η πιο ανθρώπινη από τις τέχνες. Γίνεται από τους ανθρώπους για τους ανθρώπους με τη φυσική παρουσία των ανθρώπων. Σαν τον έρωτα, για να τον ζήσεις πρέπει να είσαι εσύ και ο άλλος. Έτσι και το θέατρο θέλει δύο ζωντανά σώματα. Το θέατρο πας πάντα να το συναντήσεις, σαν ερωτικό ραντεβού.

    Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
    Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου
    Σκηνικά – κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
    Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
    Παίζουν : Μπέττυ Αρβανίτη, Σμαράγδα Σμυρναίου, Αννέζα Παπαδοπούλου, Τζίνη Παπαδοπούλου, Γωγώ Μπρέμπου, Εκάβη Ντούμα, Κόρα Καρβούνη, Λουκία Μιχαλοπούλου

    12.11.2010, Τσιροπούλου Τζένη «Γωγώ Μπρέμπου: Η κοινωνία θέλει τις γυναίκες θεματοφύλακες του συντηρητισμού»,www.tvxs.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Tο πένθος ταιριάζει στη Μπερνάρντα (****)

    Tο αριστούργημα του Federico Garcia Lorca «Tο σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» παρουσιάζεται στην Α’ Σκηνή του θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, σε νέα μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου με την Μπέτυ Αρβανίτη στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Μπερνάντα και άλλες επτά εξαιρετικά αξιόλογες γυναικείες παρουσίες.

    Μετά το θάνατο του δεύτερου συζύγου της, η Μπερνάρντα Άλμπα γίνεται τυραννική με τις πέντε κόρες της. Έτσι, τους επιβάλλει όχι μόνο πένθος 8 χρόνων, αλλά και τον εγκλεισμό τους μες στο σπίτι, καθώς η ανώτερη τάξη τους δεν τους επιτρέπει να «ανακατεύονται» με τους απλούς χωρικούς. Η Ανγκούστιας, η μεγαλύτερη κόρη της Μπερνάρντα από τον πρώτο της γάμο, κληρονομεί την περιουσία του πατέρα της κι προσελκύει το ενδιαφέρον ενός μνηστήρα, του Πέπε Ρομάνο. Τον Πέπε όμως ποθούν κι η Αδέλα, η μικρότερη κόρη, που αρνείται να υποταχθεί στη μητέρα της και συνάπτει ερωτική σχέση μαζί του, αλλά κι η Μαρτύριο, που τη ζηλεύει για κάτι που η ίδια δεν μπορεί να αποκτήσει, λόγω του παρουσιαστικού της. Η ζήλια της Μαρτύριο θα οδηγήσει στη διατήρηση του πένθους στο σπίτι και στον αέναο βασανισμό των γυναικών του σπιτιού από ερωτικό πάθος, αντιζηλία και μοναξιά.

    Ο Στάθης Λιβαθινός αναβιώνει τον παράξενο, ποιητικό και σουρεαλιστικό κόσμο του Federico Garcia Lorca και στήνει μία πολύ δυνατή και αριστοτεχνικά δουλεμένη παράσταση- γροθιά στις οικογενειακές σχέσεις, στα ζητήματα της καταπίεσης, του συμβιβασμού, του πάθους, αλλά και την επιρροή των ανδρών στις γυναίκες. Σ’ αυτό συνέβαλε το υπερφορτωμένο μεν, απόλυτα ταιριαστό δε με την ανδαλουσιανή κουλτούρα του έργου, σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου. Οι τέσσερις κολώνες της σκηνής που ήταν στολισμένες από άκρη σε άκρη με λουλούδια, παρέπεμπαν στο πένθιμο ύφος του χριστιανικού επιταφίου, ενώ στη μέση δέσποζε ένα λουτρό/πισίνα.

    Η Μπέτυ Αρβανίτη έδωσε μία σπαρακτική ερμηνεία στο σκληρό, αγέρωχο, αλλά και εύθραυστο ρόλο της Μπερνάντα Άλμπα, της τυραννικής μητέρας που ακολουθεί τυφλά τα πρέπει της και ψυχαναγκάζει της κόρες της να την υπακούσουν.

    Οι υπόλοιπες ερμηνείες ήταν πραγματικά εξαιρετικές, γεγονός που συνιστά μία από τις πιο δυνατές ερμηνευτικά ομάδες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στο σανίδι.

    Η Κόρα Καρβούνη και η Λουκία Μιχαλοπούλου έκλεψαν κυριολεκτικά την παράσταση, η πρώτη στο ρόλο της Μαρτύριο που ζει ένα πραγματικό μαρτύριο εξαιτίας της ασθενικής της φύσης και της άσχημης εμφάνισής της και η δεύτερη στο ρόλο της μικρότερης Αδέλας που προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποτινάξει από πάνω της τον μητρικό ζυγό.

    Η Σμαράγδα Σμυρναίου στο ρόλο της υπηρέτριας Πόνθιας δίνει μία ισορροπημένη χαμηλών τόνων ερμηνεία, ενώ η Ανέζα Παπαδοπούλου στο ρόλο της γιαγιάς παραπέμπει σε καθαρόαιμη αλμοδοβαρική φιγούρα.

    11.11.20010, Οικονόμου Γεωργία «Tο πένθος ταιριάζει στη Μπερνάρντα», e-go.gr

  • Κριτική: Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα

    Ο Στάθης Λιβαθηνός σκηνοθετεί το σπουδαίο έργο του Ισπανού θεατρικού συγγραφέα.

    Ακόμη αναρωτιέμαι: είναι κατάλληλος ο νυν χρόνος για το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα του Λόρκα, για ένα έργο με τόσο έντονα χαρακτηριστικά που δύσκολα μπορεί να μιλήσει απρόσκοπτα σε μια σύγχρονη παράσταση;

    Καλοκαίρι, σ’ ένα άγονο χωρίο της Ανδαλουσίας. Υποταγμένη στις αυστηρές καθολικές αρχές και στις κοινωνικές επιταγές που απαγόρευαν στους γόνους καλών οικογενειών να παντρεύονται εκπροσώπους των λαϊκών, αγροτικών τάξεων, η εξηντάχρονη Μπερνάρντα Άλμπα, μετά τον θάνατο του άνδρα της (σημείο εκκίνησης του έργου), επιβάλλει στις πέντε θυγατέρες πολύχρονο κατ’ οίκον εγκλεισμό λόγω πένθους. Μόνο η εικοσάχρονη, ερωτευμένη Αντέλα δεν θα υποταχθεί, πληρώνοντας με τη ζωή της την επιλογή της.

    Πολλοί υποστηρίζουν την αλληγορική ερμηνεία του τελευταίου έργου που έγραψε ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, δύο μήνες προτού δολοφονηθεί από τους στρατιώτες του Φράνκο, το καλοκαίρι του 1936. Η τυραννική συμπεριφορά της Μπερνάρντα προοικονομεί το επερχόμενο φασιστικό καθεστώς του Φράνκο, που, ως γνωστόν, βασίστηκε στην υποστήριξη της Καθολικής Εκκλησίας και των πιο συντηρητικών, φανατικά αντικομουνιστικών δυνάμεων της μεγάλης ιβηρικής χώρας.

    Ο Στάθης Λιβαθηνός, σκηνοθέτης της παράστασης στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, πρότεινε μια ερμηνεία που συνδέει τη σύγκρουση μάνας-θυγατέρων με το ζήτημα της σύγκρουσης των γενεών και την ψυχαναλυτική θεωρία που λέει ότι ο νέος, για να μπορέσει να ενηλικιωθεί, πρέπει να σκοτώσει (συμβολικά, εννοείται) τους γονείς του. Οπωσδήποτε, μέσω της ψυχανάλυσης, προσεγγίζουμε επείγοντα καλλιτεχνικά αιτήματα του ίδιου του Λόρκα, που είχε μυηθεί στις ιδέες των υπερρεαλιστών και αναζητούσε τρόπους αποδέσμευσης από τον ακαδημαϊσμό μέσα από τη μεγάλη, λογοτεχνική και θεατρική παράδοση, αλλά και τις λαϊκές μορφές έκφρασης των ανθρώπων του τόπου του. Ωστόσο, μήπως η Μπερνάρντα Άλμπα και ο κόσμος της μεταφέρεται πιο φυσικά στο σήμερα, αν πίσω από την ιστορία δούμε το δράμα του ίδιου του ποιητή, που, ζώντας σε μια χώρα πολύ αυστηρών ηθικών επιταγών, αναγκαζόταν να κρύβει την ομοφυλοφιλία του και να καταπιέζει τη λίμπιντό του; Ο τρόπος που χειρίζεται τις γυναίκες στα έργα του, και ειδικά στο Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, δείχνει βαθιά κατανόηση της γυναικείας φύσης κι ένα πνεύμα συμπαράστασης στη χρόνια, βαθιά, φυσική (σεξουαλική) και κοινωνική καταπίεσή της. Αν ο Φλωμπέρ είπε «Η μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ», ο Λόρκα θα μπορούσε να ταυτιστεί με τις καταπιεσμένες, ερωτικά πεινασμένες, ανύπαντρες και χωρίς παιδιά, άρα ανολοκλήρωτες και υστερικές κόρες της Μπερνάρντα. Η αλήθεια του έργου βρίσκεται συνήθως κοντά στην αλήθεια του ποιητή του.

    Ο σκηνοθέτης αφαίρεσε τα δευτερεύοντα πρόσωπα που συνδέουν τις γυναίκες του σπιτιού με τον έξω κόσμο, εντείνοντας την αίσθηση του εγκλεισμού και του αποκλεισμού. Ανέδειξε τις εγγενείς αντιθέσεις του έργου (στον τρόπο λ.χ. που το μαύρο της Μπερνάρντα κοντράρει με το λευκό της γριάς μάνας) και δίπολα και τρίγωνα στις σχέσεις των γυναικών, έτσι ώστε να γίνονται πιο απτοί οι αρμοί του δράματος ακόμη και μέσω της ετερότητας των χαρακτήρων. Άλλωστε, στον πυρήνα του δράματος βρίσκεται ο καταναγκασμός της ομοιομορφίας και της κατάργησης της ατομικότητας που επιβάλλει η αρσενική, αυταρχική προσωπικότητα της Μπερνάρντα. Οι τέσσερις κολόνες της θεατρικής αίθουσας ντύθηκαν με λουλούδια (σκηνικό Ελένη Μανωλοπούλου), ώστε ο σκηνικός χώρος να παραπέμπει κατευθείαν σε επιτάφιο, ενώ μια μικρή γούρνα ντυμένη με κεραμικά πλακάκια που θυμίζουν τα υπέροχα αραβικά αντίστοιχα, έδωσε ανδαλουσιάνικο τόνο στο κατά τ’ άλλα γυμνό σκηνικό. Είναι φανερή η προσοχή με την οποία δουλεύτηκαν οι ερμηνείες καθεμιάς από τις αξιόλογες ηθοποιούς που συμμετέχουν στο θίασο. Για να αναφερθώ στους πιο σημαντικούς ρόλους, ποτέ δεν θυμάμαι καλύτερη την Τζίνη Παπαδοπούλου, η Κόρα Καρβούνη καταφέρνει έναν άθλο στον ρόλο της υστερικής Μαρτύριο, η Λουκία Μιχαλοπούλου μεταφέρει όλο το πάθος της νεαρής Αντέλα. Η μεγάλη σκηνική εμπειρία της Σμαράγδας Σμυρναίου και της Αννέζας Παπαδοπούλου αποτυπώνεται στην άνεση με την οποία ερμήνευσαν τη γριά μάνα η πρώτη και την οικονόμο η δεύτερη.

    Το πρόβλημα αυτής της παράστασης έχει να κάνει με την Μπέτυ Αρβανίτη: έχει φορέσει την Μπερνάρντα σαν ξένο ρούχο, είναι περσόνα όχι άνθρωπος που ανασαίνει και πάσχει. Οπωσδήποτε λειτουργούσε σε διαφορετικό κύμα, αίσθημα, υποκριτικό ήθος από τις υπόλοιπες και ζημίωσε την τελική εντύπωση. Προβληματική μου φάνηκε και η αρχή και το κλείσιμο της παράστασης: ο μονόλογος της Παπαδοπούλου, που μιλάει για την Μπερνάρντα με μίσος και ειρωνεία απευθυνόμενη στο κοινό, ήταν ξένη προς το έργο και την παράσταση όπως εξελίχθηκε. Όσο για το φινάλε, γιατί τόσες φωνές σε ένα θέατρο περιορισμένων διαστάσεων; Μια χαμηλόφωνη υποκριτική θα απέδιδε ανάγλυφα τα καταπιεσμένα φλέγοντα πάθη και τη βουβή απελπισία των γυναικών του Λόρκα.

    10.11.2010, Καλτάκη Ματίνα «Κριτική: Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», www.lifo.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ 

  • Συνέντευξη: Στάθης Λιβαθινός στο tospirto.net

  • Ζωή εν τάφω

    Γιατί κάποιος, από τις εκατό και πλέον παραστάσεις της σεζόν, να πρέπει να δει ειδικά μία, και συγκεκριμένα το «Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα» που σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθινός στο «Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας»;

    Κατά την προσωπική μου γνώμη, είναι ένα από τα αδιαμφισβήτητα «γκανιάν» της σεζόν, μια παράσταση που θυμίζει τις «μεγάλες» στιγμές του σκηνοθέτη επί Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου.

    Γιατί αν στους κώδικες τιμής της παρωχημένης ανδαλουσιανής κοινωνίας, που προσωποποιεί η άτεγκτη, ερωτευμένη μέχρι θανάτου με τον ηθικό νόμο Μπερνάντα, σωριάσεις όλους τους σύγχρονους ψυχαναγκασμούς και τις ασφυκτικές πιέσεις που δεχόμαστε από παντού, το έργο στην ουσία του παραμένει σύγχρονο. Μας μιλά για την εγκληματική καταστολή των βασικών ορμών, την αποτροπή της φυσικής ροής των πραγμάτων, που όταν βρει τον τρόπο θα ξεσπάσει βίαια. Η «Μπερνάντα» είναι ένα κείμενο που μιλάει για εμάς και τη φύση μας. Για την κοινωνική υποκρισία. Κι επειδή είναι Λόρκα, είναι ένα ποίημα. Απλούστατα, διαλογικό.

    Γιατί ο θεατής, στην καθαρή, δουλεμένη με το ψιλό βελονάκι παράσταση του Λιβαθινού, θα κατανοήσει το αριστούργημα του Ισπανού ποιητή και στους τελευταίους λεπτούς υπαινιγμούς του. Δεν θα χάσει βουβό λυγμό. Ούτε καν πνιχτό αναστεναγμό.

    Γιατί η παράσταση έχει το χιούμορ που πάντα λείπει. Είναι η πρώτη φορά, μετά από κατά… συρροήν καταθλιπτικές «Μπερνάρντες», που επιτέλους βλέπουμε το πανόραμα των συναισθηματικών διακυμάνσεων των γυναικών -ακόμη και τη φαιδρότητά τους. Κάτω από τα μαύρα φορέματα του πένθους σπαρταράει η ζωή στο «Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας» σαν άλογο χωρίς χαλινάρι.

    Γιατί οι αστραφτερές πρωταγωνίστριες Μπέτυ Αρβανίτη, Αννέζα Παπαδοπούλου, Σμαράγδα Σμυρναίου, Γωγώ Μπρέμπου, Τζίνη Παπαδοπούλου, Κόρα Καρβούνη, Εκάβη Ντούμα, Λουκία Μιχαλοπούλου- είναι μία και μία. Έξοχες. Ελάχιστα τα «φάλτσα».

    Γιατί είναι σφριγηλή η μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου, αισθαντικές οι μουσικές του Τηλέμαχου Μούσα και εύστοχο το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου. Ένας ασφυκτικός Επιτάφιος. Ευφυής η ιδέα της γούρνας, όπου τα κορίτσια τσαλαβουτούν, χτενίζονται, πλένουν την μπουγάδα, περιφέροντας αδιάκοπα την καταπιεσμένη λίμπιντό τους.

    05.11.2010, Κλεφτόγιαννη Ιωάννα «Ζωή εν τάφω», Ελευθεροτυπία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Κάθοδος σε έναν γυναικείο και τυραννικό κόσμο

    Σε έναν κόσμο αποκλειστικά γυναικείο, περίκλειστο και ασφυκτικό, κόσμο καταπίεσης, αλλά και βουβού πάθους, τον κόσμο της ισπανικής υπαίθρου, προσκαλεί τον θεατή ο Στάθης Λιβαθινός, που σκηνοθετεί στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας το έργο του Ισπανού ποιητή και δραματουργού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα. Γραμμένο στα 1936, λίγο πριν από την εκτέλεσή του από τους στασιαστές του στρατηγού Φράνκο, αποτελεί το τρίτο μέρος μιας τριλογίας, μαζί με την Γέρμα και τον Ματωμένο γάμο, ενώ πολλοί είναι αυτοί που διαβλέπουν στον τυραννικό έλεγχο που ασκεί πάνω στις κόρες της η 60χρονη Μπερνάρντα Άλμπα ένα προείκασμα της μοίρας της Ισπανίας κάτω από το φρανκικό καθεστώς.

    Ο Στ. Λιβαθινός σκηνοθετεί “Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα” στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας

    Στο πρόσωπο των πέντε θυγατέρων της καταπιεστικής μάνας, που επιβάλλει πένθος οκτώ χρόνων και εγκλεισμό τους στο σπίτι λόγω του θανάτου του δεύτερου συζύγου της, ο Λόρκα αφηγείται μια μοναδική ερωτική ιστορία, μόνο που εδώ ο έρωτας μετατρέπεται σε συμφορά, η υπακοή γίνεται συνενοχή και η μητρότητα έγκλημα. Στον ποιητικό περίκλειστο κόσμο που δημιουργεί στη σκηνή ο Λόρκα «οι πιο ερωτικοί άνθρωποι κρύβονται» και μόνο λίγοι μπορούν να διεκδικήσουν την ελευθερία της ερωτικής επιλογής και να πληρώσουν το τίμημα γι’ αυτήν -ακριβώς όπως ο ίδιος ο Ισπανός συγγραφέας.

    Το έργο αυτό του Λόρκα (που δεν είδε το φως της σκηνής παρά μόνο το 1945) παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στις 18 Νοεμβρίου 1954, στο θέατρο “Κοτοπούλη”, σε μετάφραση του Νίκου Γκάτσου, σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, σκηνικά και κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη. Το ρόλο της Μπερνάρντα Άλμπα ερμήνευε η Κατίνα Παξινού.

    Στην τωρινή παράσταση, που σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός, μαζί με την Μπέττυ Αρβανίτη που ερμηνεύει την τυραννική Μπερνάρντα-μητέρα πρωταγωνιστούν επτά από τις πλέον αξιόλογες νέες ηθοποιούς, οι Αννέζα Παπαδοπούλου, Σμαράγδα Σμυρναίου, Γωγώ Μπρέμπου, Τζίνη Παπαδοπούλου, Κόρα Καρβούνη, Εκάβη Ντούμα και Λουκία Μιχαλοπούλου.

    Η (νέα) μετάφραση είναι της Έφης Γιαννοπούλου, σκηνικά και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, ενώ τη μουσική επιμελείται ο Τηλέμαχος Μούσας.

    05.11.2010, Χ.Σ «Κάθοδος σε ένα γυναικείο και τυραννικό κόσμο», Η Αυγή

  • Στάθης Λιβαθινός: Είμαστε όλοι παιδιά που μεγαλώνουν δύσκολα

    Ο Στάθης Λιβαθινός ανάμεσα σε δύο αυταρχικούς, τραγικούς γονείς, τον βασιλιά Λιρ του Σέξπιρ και την Μπερνάρντα Άλμπα του Λόρκα, αισθάνεται μάλλον άνετα. «Ο Λιρ και η Μπερνάρντα είναι αδέλφια», δηλώνει για τους ήρωες των παραστάσεων που δουλεύει με πυρετώδεις ρυθμούς ταυτόχρονα το τελευταίο διάστημα.

    Ο «Βασιλιάς Λιρ», είναι η γνωστή βραβευμένη παράσταση που ανέβασε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος το 2008, με συγκλονιστικό Λιρ τον Νικήτα Τσακίρογλου -επαναλαμβάνεται από τις 7 Νοεμβρίου στο «Παλλάς», σε παραγωγή της Ελληνικής Θεαμάτων.

    Η Μπερνάρντα είναι η μία από τις δυστυχισμένες ηρωίδες του «Σπιτιού της Μπερνάρντα Αλμπα» του Λόρκα που, κόντρα στην κρίση, ανεβαίνει στις 3 Νοεμβρίου με έναν γυναικείο θίασο πρωταγωνιστριών στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Η τυραννική μητέρα, μετά τον θάνατο του δεύτερου συζύγου της, επιβάλλει πένθος 8 ετών μαζί με κατ’ οίκον εγκλεισμό στις πέντε θυγατέρες της.

    Υπάρχει και τρίτο «μέτωπο» για τον Λιβαθινό: ο «Θάνατος του Νταντόν» του Μπίχνερ, τη διασκευή του οποίου επεξεργάζεται ήδη μαζί το μεταφραστή Γιώργο Δεπάστα. Η παράσταση με την οποία «θα κάνουμε διάλογο απευθείας με την Επανάσταση», όπως λέει ο σκηνοθέτης, θα ανεβεί στη Νέα Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση στις 20 Ιανουαρίου.

    Ζορίζεστε που δουλεύετε δύο παραστάσεις ταυτόχρονα;
    Ο άνθρωπος μπορεί να αντέξει και 2 και 3 πρόβες. Το θέμα δεν είναι αν κάνω δύο πρόβες, είναι αν προσφέρω κάτι. Κάνω τους ηθοποιούς καλύτερους;

    Λειτουργείτε καλύτερα υπό καθεστώς πίεσης;
    Η αλήθεια είναι ότι η μόνη περίοδος που δούλεψα χωρίς πίεση ήταν την εποχή της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου. Έτσι θα ‘πρεπε να είναι κανονικά οι συνθήκες στο θέατρο. Δεν κατηγορώ κανέναν. Οι στιγμές είναι δύσκολες. Στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας συχνά ξεπέρασα τα όρια των προβών. Θεωρώ πάντως ότι η πίεση μπορεί να είναι ένα καλό ερέθισμα. Μην ξεχνάμε ότι η θέση του σκηνοθέτη είναι αυτή του κυματοθραύστη. Δεν πρέπει να πιέζονται οι ηθοποιοί, πρέπει να διατηρούν την ψευδαίσθηση ότι έχουν άπειρο χρόνο. Ο σκηνοθέτης, σαν καλός “προφυλακτήρας”, σβήνει και απορροφά τους κραδασμούς.

    Βρίσκεστε ανάμεσα σε δύο αυταρχικούς γονείς που καταλήγουν θύμα του εαυτού τους. Σύμπτωση;
    Ο Λιρ και η Μπερνάρντα είναι αδέλφια. Δεν είναι καθόλου τυχαία ούτε η “συνύπαρξή” τους ούτε η σημερινή επιλογή τους. Ζούμε μια εποχή που την προσδιορίζει η σύγκρουση των γενεών. Είμαστε όλοι παιδιά που δύσκολα μεγαλώνουμε. Και για το λόγο αυτό, έργα σαν την “Μπερνάρντα Άλμπα” μάς κάνουν διπλό καλό. Θέλεις κάποια στιγμή να σκοτώσεις τη μητέρα και τον πατέρα σου για να πας μπροστά… Είναι αναπόφευκτο.

    Σήμερα, ιδίως, βλέπουμε να τραβιέται το χαλί κάτω απ’ τα πόδια μανάδων αυταρχικών, όπως η Μπερνάρντα, γονέων παραπλανημένων και τυφλών, όπως ο Λιρ, γονιών που ζήσαν μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα και ένα μέρος του το μετέφεραν στα παιδιά τους.

    Το έργο του Λόρκα είναι επομένως επιτακτικά επίκαιρο για ορμονικούς και αρμονικούς λόγους, αφού συνεχίζει να υπάρχει μια δυσαρμονία ανάμεσα στους νέους και στους γέρους, καθώς και οι μεν και οι δε βλέπουν το δίκαιο με το δικό τους τρόπο και αρνούνται να συμβιβαστούν.

    Οπότε, είτε βγαίνουν και τα σπάνε (όπως οι νέοι), είτε απλώς αποχωρούν (όπως οι γέροι). Επειδή λοιπόν σήμερα θερίζουμε ό,τι σπείραμε, θεωρώ ότι είναι δίκαιη πράξη να επιστρέφεις στην κοινωνία αυτό με το οποίο ζει. Ο καλλιτέχνης πρέπει να δίνει στην κοινωνία τον καθρέφτη της».

    Υπάρχουν, δηλαδή, σήμερα Μπερνάρντες;
    Η Μπερνάρντα Άλμπα δεν ξέρω αν υπάρχει. Το σπίτι της υπάρχει πάντως. Δεν είναι τυχαίο που ο Λόρκα ονόμασε έτσι το έργο του. Γιατί μέσα στις ντουλάπες του σπιτιού υπάρχουν σκελετοί, ενώ μες στα δωμάτια κυκλοφορούν μητέρες, παιδιά, γιαγιάδες και υπηρέτες. Για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του ο Λόρκα αναπαρέστησε το μοντέλο μιας μικροκοινωνίας, που παραδόξως δεν είναι κομμένη στα δύο. Οι γονείς στο έργο έχουν ακριβώς το ίδιο δίκιο με τα παιδιά τους. Είναι μια τραγική, αντιφατική, μοιρασμένη ισάξια ιστορία.

    Ο Λόρκα μπορεί να έλεγε “θα γράψω ένα έργο όλο ζωή και όχι ποίηση”. Τελικά, όμως, δεν τα κατάφερε, γιατί η “Μπερνάρντα” είναι ένα έργο όλο ποίηση. Εξ ου μάς έβαλε σε τεράστιους μπελάδες, προκειμένου να ανακαλύψουμε το αίνιγμα. Μάλιστα, η Μπερνάρντα στην παράστασή μας δικαιώνεται και δεν καταδικάζεται ως η κακή αυταρχική μαμά. Εύχομαι στις μανάδες του μέλλοντος να μην είναι το ίδιο… αυταρχικές. Αν και φοβάμαι ότι θα είναι ίδιες και χειρότερες. Για τον απλούστατο λόγο ότι στο DNA μας πάντα κουβαλούμε και την προηγούμενη γενιά».

    Πώς ακριβώς δικαιώνεται η, καταπιεστική με τις κόρες της και άκρως ευνουχιστική με τους έρωτές τους, Μπερνάρντα;
    Δικαιώνεται ως ένα απολύτως τραγικό πρόσωπο. Όπως και ο Λιρ. Η δική μας Μπερνάρντα μεταφέρει την περιφρονητική στάση του συγγραφέα απέναντι στην κοινωνία, καθώς η κοινωνία είναι πολύ πιο υποκριτική απ’ αυτήν. Η ηρωίδα έχει το προτέρημα αλλά και το μειονέκτημα να μην υποκρίνεται, παρ’ όλο που την απασχολεί πολύ η γνώμη των άλλων. Έχει τις αρχές της και πρέπει να σώσει την οικογένειά της. Με τον τρόπο της….

    Ακόμη και αν καταντά … φασιστικός;
    Αυτό το λέμε σήμερα εμείς. Αλλά, μην ξεχνάμε ότι η Ισπανία κατάφερε να έχει δεκαετίες δικτατορία και να μην κουνιέται φύλλο. Πώς συνέβη μια χώρα τόσο ανεπτυγμένη και με τόση καλλιέργεια να αντέξει τον εφιάλτη μιας δικτατορίας και συγχρόνως να δημιουργεί; Αυτό είναι παράδοξο.

    Έχει γραφτεί ότι ο Λόρκα πίσω από την αυταρχικότητα της Μπερνάρντα Αλμπα προφητικά στηλίτευε την επερχόμενη ισπανική χούντα.
    Δεν θέλει καμία χούντα να στηλιτεύσει. Ο Λόρκα πάει ακόμα πιο βαθιά, καθώς φτάνει να εξετάσει τον έρωτα σαν συμφορά. Ήξερε, ζώντας μια απαγορευμένη ερωτικά ζωή, λόγω της ιδιαιτερότητάς του, να κρύβει το μεγαλύτερο κομμάτι της. Γιατί, κι αν ήταν ερωτικός ο Λόρκα! Φυσικά, το έργο συντονίζεται με τη σημερινή συγκυρία, μέσω των αντιθέσεων που σπαράσσουν τόσο το ίδιο όσο και την κοινωνία. Και η μεγαλύτερη αντίθεση είναι η αγάπη για ζωή. Η ανάγκη, με άλλα λόγια, που σπαράσσει κάθε κοινωνία.

    Είπατε ότι η μάνα του Λόρκα με τον εμβληματικό πατέρα του Σέξπιρ είναι αδέλφια. Σε τι διαφέρουν;
    Δεν είναι τυχαίο ότι στον Σέξπιρ δεν αναφέρεται ποτέ η μητέρα. Γιατί ο Λιρ είναι μάνα και πατέρας μαζί. Όπως και η Μπερνάρντα. Μάλιστα, θα έλεγα η Μπερνάρντα είναι ο πατέρας, κατά τον τρόπο που ο Λιρ είναι η μητέρα. Έτσι αναπληρώνουν και οι δύο ένα κενό. Άλλωστε, ο Λιρ αποκαλύπτεται πιο θηλυκός, με τη βαθύτερη έννοια, απ’ την Μπερνάρντα. Μέσα σ’ αυτό το τόσο καλά προφυλαγμένο αμύγδαλο αποκαλύπτεται μια ευαίσθητη ψυχή. Δεν νομίζω πάντως ότι τον “Λιρ” τον έχει γράψει άνθρωπος. Ιδού το έργο ενός εξωγήινου. Ο “Λιρ” βρίσκεται δίπλα ακριβώς από τη Βίβλο.

    Εσείς τολμήσατε πάντως να τον αγγίξετε.
    Μια ζωή είναι αυτή. Να μην τολμήσω; Ο Τσακίρογλου, στη δεύτερη συνάντησή του με το κείμενο, πηγαίνει ακόμα πιο βαθιά. Το ότι παίζει τον Λιρ είναι τιμή για το ελληνικό θέατρο. Δεν πρέπει τους ηθοποιούς που μεγαλώνουν να τους ξεχνάμε. Είναι σημαντικό στο θέατρο να δημιουργούμε γενιές. Το θέατρο είναι ο μόνος τόπος όπου δεν χρειάζονται οι κατ’ επάγγελμα νέοι.

    info: μετάφραση Έφης Γιαννοπούλου. Σκηνικά-κοστούμια Ελένης Μανωλοπούλου. Πρωταγωνιστούν οι Μπέττυ Αρβανίτη, Σμαράγδα Σμυρναίου, Αννέζα Παπαδοπούλου, Τζίνη Παπαδοπούλου, Γωγώ Μπρέμπου, Εκάβη Ντούμα, Κόρα Καρβούνη και Λουκία Μιχαλοπούλου.

    Ο κόσμος δεν ψάχνει στο θέατρο μανιφέστα για το Μνημόνιο

    Η κρίση δεν θα ενεργήσει «κατασταλτικά» στο κοινό;
    Δεν πιστεύω ότι ο κόσμος που θα έρθει στο θέατρο θα σκέφτεται το ΔΝΤ. Οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να έρχονται για να ανακαλύψουν κάτι που κανένα Νομισματικό Ταμείο δεν μπορεί να ακυρώσει. Αν, τώρα, υπάρχει ΔΝΤ στη χώρα μας, είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι. Εμείς που θέλαμε να βάλουμε τα παιδιά μας στο Δημόσιο. Εμείς που μάς άρεσε να σπαταλάμε. Εμείς που ζήσαμε μια καταναλωτική ζωή και σήμερα καλούμαστε να ζήσουμε σαφέστατα με λιγότερα. Καλό θα μας κάνει! Η κρίση υπήρχε εδώ και χρόνια. Τώρα μιλάμε για κρίση; Επειδή λιγόστεψαν τα χρήματα; Ε, ας ζήσουμε με λιγότερα. Οι γονιοί μας τα βγάλαν πέρα στην Κατοχή. Θα πεθάνουμε; Όχι. Ευκαιρία είναι να φτιάξουμε έναν νέο κόσμο.

    Βεβαίως, η δική μου πολιτική είναι εκεί, επάνω στη σκηνή. Νομίζω ότι ο κόσμος δεν έρχεται για ν’ ακούσει μανιφέστα για το Μνημόνιο στο θέατρο. Έρχεται για μια βαθύτερη εξομολόγηση. Και νομίζω ότι ο κόσμος που θα έρχεται τώρα στο θέατρο, θα μάς τιμά δύο φορές περισσότερο. Γιατί όντως γι’ αυτόν δεν είναι απλό, ακόμα και για να βρει το κουράγιο να βγει έξω απ’ το σπίτι του. Οπότε πρέπει να είμαστε έτοιμοι να θυσιαστούμε γι’ αυτόν!»

    Η κρίση, πάντως, ήδη λειτουργεί ως άλλοθι για την εν γένει περιστολή των δαπανών για τον πολιτισμό.
    Κι όμως, η κρίση κάνει πάντα την τέχνη πιο αναγκαία. Δεν ξέρω πλούσια και ανεπτυγμένη χώρα που ανέπτυξε το θέατρό της! Τώρα ήρθε η ώρα και για τη θεατρική παιδεία. Αυτό που δεν μπορεί να αποτελεί πλέον άλλοθι είναι το χαμηλό επίπεδο πολλών δραματικών σχολών και η έλλειψη σχολής σκηνοθεσίας. Θέλω να πιστεύω ότι ο Παύλος Γερουλάνος θα εκτεθεί. “Προφυλαγμένος” δεν θα μπορέσει να αλλάξει τα πράγματα, γιατί ο πολιτισμός έχει ανάγκη από μεγάλες αλλαγές. Θέλω να πιστεύω ότι θα απλώσει το χέρι και στον “άρρωστο”, που λέγεται θεατρική παιδεία! Εν μέσω κρίσης είμαι ενεργητικότατα απαισιόδοξος! Ως προβληματικό και άτακτο παιδί πάντα είχα αδυναμία στους προβληματικούς και “ιδιαίτερους”. Και η χώρα μας άτακτη είναι. Νομίζω ότι θα τα καταφέρουμε. Όποιος έχει καταθέσει τα λεφτά του στην τράπεζα της τέχνης και της πνευματικότητας δεν θα χάσει ούτε μισή πεντάρα απ’ την κρίση.

    30.10.2010, Κλεφτόγιαννη Ιωάννα «Στάθης Λιβαθινός: Είμαστε όλοι παιδιά που μεγαλώνουν δύσκολα», Ελευθεροτυπία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μάνα, μητέρα, εξουσία

    Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας το αλληγορικό έργο του Λόρκα «Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα», με πρωταγωνίστρια την Μπέτυ Αρβανίτη

    Ένα σπίτι-τάφος «κτίζεται» στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας για να φυλακίσει έξι γυναίκες: Τη δεσποτική χήρα Μπερνάντα Άλμπα και τις πέντε κόρες της. Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί το έργο του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα «Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα», με πρωταγωνίστρια την Μπέτυ Αρβανίτη.

    Η 60χρονη Μπερνάντα είναι γυναίκα περίκλειστη, φανατικά προσκολλημένη σε αξίες, τάξη, παράδοση, κρατώντας το σπιτικό της απομονωμένο. Μια άτεγκτη, καταπιεστική μητέρα που απαιτεί υποταγή στον αυστηρό ηθικό νόμο και δεν διστάζει να διαλέξει ανάμεσα στην τιμή και τον θάνατο. Η δημόσια εικόνα είναι προτεραιότητα, ενώ το βασικό ένστικτο έχει… απαγορευθεί στις κόρες της κατέχει τον απόλυτο έλεγχο πάνω τους – που είναι όλες διαφορετικών γενεών, από σαράντα έως είκοσι χρόνων: Η μεγαλύτερη Ανγκούστιας (Τζίνη Παπαδοπούλου), η Μαγκνταλένα (Γωγώ Μπρέμπου,) η Αμέλια (Εκάβη Ντούμα), η Μαρτίριο (Κόρα Καρβούνη) και η Αντέλα (Λουκία Μιχαλοπούλου). Στο σπίτι ζουν επίσης η μητέρα της Μπερνάντα που υποδύεται η Σμαράγδα Σμυρναίου και η οικονόμος (Αννέζα Παπαδοπούλου).

    Η τυραννία της Μπερνάντα απέναντι στις κόρες της προμηνύει, κατά τους μελετητές του Λόρκα, το επερχόμενο φασιστικό καθεστώς στην Ισπανία. Το έργο παρουσιάστηκε πρώτη φορά το 1945 και μαζί με τη «Γέρμα» και το «Ματωμένο Γάμο» συνθέτουν τη λεγόμενη τριλογία της «ισπανικής υπαίθρου».

    «Ο Λόρκα συμπυκνώνει όλα τα στιλ που είχε αφομοιώσει μέχρι τότε προσθέτοντας λίγο σουρεαλισμό», λέει ο Σ. Λιβαθινός. «Ζώντας σε μια μεταβαλλόμενη εποχή, πραγματεύεται εκείνο που αλλάζει και εκείνο που αρνείται την αλλαγή. Έχοντας νιώσει στο πετσί του τι σημαίνει να είσαι απαγορευμένος, στρέφει το βλέμμα σε πιο σκοτεινές πλευρές της ζωής. Γράφει ένα αστυνομικό έργο με καλά κρυμμένο μαύρο χιούμορ, σε τρεις πράξεις όπου η καθεμιά συνιστά ένα δράμα. Η δομή του παραπέμπει στην παράδοση των σπιτιών, στις ανδαλουσιανές τελετουργίες, σε κείνα που δεν πρέπει να ξεχαστούν. Μια τραγική ηρωίδα έχει αποστολή να συντηρήσει με μεγάλη αυστηρότητα τους θεσμούς της ζωής και της τάξης της, ό,τι συνιστά το νόημα της ύπαρξής της. Ο αντίπαλός της είναι μεγάλος: Ο έρωτας που αντιμετωπίζεται ως συμφορά. Αλλά, όταν κάποιος κλειδώνει διά της βίας την πόρτα στην κοινωνία και στη φύση, σημαίνει ότι έχει φυλακίσει ζωντανούς-νεκρούς».

    Η παράσταση θα είναι δραματική, αλλά με υπόγειο χιούμορ. Τη μουσική έχει γράψει ο Τηλέμαχος Μούσας, το σκηνικό και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου αποφεύγουν τις απευθείας αναφορές στον τελετουργικό Λόρκα, φέρνοντας το έργο κοντά στο σήμερα. Οι ηθοποιοί διδάχτηκαν μαθήματα φλαμένκο επί δύο μήνες. Όχι γιατί θα χορέψουν στη σκηνή, αλλά για να αφομοιώσουν στο σώμα, το στήσιμο και την κίνησή τους στοιχεία από την ανδαλουσιανή ψυχοσύνθεση.

    Ο σκηνοθέτης παρήγγειλε καινούρια μετάφραση στην Έφη Γιαννοπούλου και είχε τους λόγους του: «Ήθελα ο πεζός Λόρκα να συναντηθεί αρμονικά με τον ποιητικό. Πιστεύω ότι η κάθε εποχή απαιτεί τη δική της μετάφραση. Εμείς το τολμήσαμε με μια εξαιρετική μεταφράστρια προσπαθώντας να κάνουμε σήμερα πιστευτό το ρητό του Λόρκα “ζωή ζωή κι όχι ποίηση” καθώς και μια παράσταση- φωτογραφικό ντοκουμέντο».

    Σαν αρχαία τραγωδία

    «Η Μπερνάντα είναι μια αυστηρή αρχόντισσα που υπερασπίζεται την παράδοση και την ηθική» λέει η Μπέτυ Αρβανίτη. «Μέσα σ’ ένα σπίτι γεμάτο γυναικεία ορμόνη κάνει τα πάντα για να τη στραγγίξει. Μόλις έχει πεθάνει ο άντρας της και παραλαμβάνει την απόλυτη εξουσία και τη διαχείριση της ζωής των πέντε θυγατέρων της. Μεγαλωμένη με την ίδια στέρηση απ’ τη μητέρα της, μ’ ένα σύστημα υποταγής και καταδυνάστευσης, αφυδατώνει κάθε υποψία ζωής. Επιτίθεται στη φύση, αλλά ο αγώνας είναι άνισος. Η φύση εκδικείται. Η σπονδυλική στήλη της ηρωίδας είναι τσιμεντένια. Παρακολουθώντας το χτίσιμο του φασισμού της, την βλέπεις να γίνεται όστρακο, πανοπλία. Κι όταν νικιέται, η καταστροφή της είναι ολοσχερής. Ή υπάρχει ως το απόλυτα δεσποτικό ον ή δεν υπάρχει καθόλου. Το θέμα είναι πώς, σ’ αυτήν την απόλυτα εξουσιαστική γυναίκα, αναδεικνύεις μικρές ρωγμές της. Πώς παίζεις έναν δικτάτορα με τα κάποια δίκια του; Παρ’ ότι έχω “σερφάρει” πάνω σε τέτοιες δυναμικές γυναίκες σε άλλα έργα, ο ρόλος είναι δύσκολος γιατί μοιάζει μονοσήμαντα σμιλεμένος. Η Μπερνάντα έχει χαρίσματα. Το θέμα είναι σε ποιες υπηρεσίες τα εναποθέτει. Ακόμα και οι κόρες της γίνονται μικρά ομοιώματά της. Η στέρηση τις μετατρέπει σε σκύλες που μισιούνται μεταξύ τους. Το έργο θυμίζει αρχαία τραγωδία: δυνατή ιστορία, σχεδόν θρίλερ, και ποίηση».

    24.10.2010, Μαρίνου Έφη «Μάνα, μητέρα, εξουσία», Ελευθεροτυπία

     

    Για το link πατήστε εδώ