Το κτήνος στο φεγγάρι – Ρίτσαρντ Καλινόσκι

1999

Η πρώτη παράσταση, που σήμανε την αφετηρία του Θεατρικού Σχήματος «Δόλιχος».

Από 5 Φεβρουαρίου 1999 έως 4 Απριλίου 1999  στο Από Μηχανής Θέατρο.

Η παράσταση επαναλήφθηκε στο ίδιο θέατρο από τις 3 Νοεμβρίου 1999 έως τις 30 Ιανουαρίου 2000.

Η παράσταση παρουσιάστηκε στις 6 Μαΐου 1999 στο θέατρο«Αμαλία», στο φεστιβάλ «Θεατρική Άνοιξη 1999» της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης» υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού.

 

Το 1893 έγινε μία έκλειψη σελήνης στην Τουρκία, και οι Τούρκοι, πεπεισμένοι ότι ένα «κτήνος» κατάπινε το φεγγάρι, έστρεψαν τα όπλα τους προς τον ουρανό προσπαθώντας να το σκοτώσουν. Με τα ίδια όπλα, που κάπνιζαν ακόμη από ένα φυλετικό μίσος κατά του γειτονικού τους λαού των Αρμενίων, εξολόθρευσαν τους χριστιανούς Αρμένιους, με μια σειρά από εκτεταμένα πογκρόμ στα τέλη του 18ου αιώνα, που κορυφώθηκαν με τη γενοκτονία του 1915 και τον αφανισμό περίπου δύο εκατομμυρίων Αρμενίων. Ο Ρίτσαρντ Καλινόσκι (Richard Kalinoski) τοποθέτησε τη δράση του έργου στο Μιλγουόκι του Ουισκόνσιν ανάμεσα στο 1921 και το 1933. Ο εικοσάχρονος Αράμ Τομασιάν, μοναδικός επιζών της οικογένειάς του από το ολοκαύτωμα, διέφυγε στις Η.Π.Α., όπου εργάζεται ως φωτογράφος ειδικευμένος στις οικογενειακές φωτογραφίες μεταναστών, και φιλοδοξεί να γίνει ο γεννήτορας της καινούργιας οικογένειας Τομασιάν. Από την Αρμενία έχει φέρει μαζί του μόνο μία οικογενειακή φωτογραφία και το παλτό του πατέρα του, το οποίο του πρόσφερε κάλυψη, ώστε να διασωθεί. Από τη φωτογραφία έχει κόψει τα κεφάλια των νεκρών συγγενών του και έχει τοποθετήσει το δικό του και της δεκαπεντάχρονης Σέτα, που μόλις έχει φτάσει στην Αμερική από το ορφανοτροφείο της Κωνσταντινούπολης, ως «νύφη από φωτογραφία». Με τη νεαρή του σύζυγο ο Αράμ ανυπομονεί να επιδοθεί στο ιερό τους καθήκον, που συνίσταται στη γέννηση των απογόνων του πατέρα του, οι οποίοι θα συμπληρώσουν τη φωτογραφία.

Ωστόσο το σχέδιο του Αράμ δεν πάει κατ’ ευχήν: η Σέτα δεν είναι το κορίτσι που ο Αράμ Τομασιάν διάλεξε από τη φωτογραφία να γίνει γυναίκα του, η φωτογραφία που είδε ήταν ενός άλλου, νεκρού κοριτσιού. Σα να μην έφτανε αυτό, η νύφη που του ήρθε δεν είναι ικανή να τεκνοποιήσει λόγω ελλιπούς διατροφής κατά χρόνια της περίθαλψής της στο ορφανοτροφείο. Με το βάρος της απώλειας των οικογενειών τους και ανίκανοι να αποκτήσουν δικά τους παιδιά, οι τρομαγμένοι επιζώντες αγωνίζονται για την κατανόηση και το συμβιβασμό. Μέσα σε αυτό το σχήμα εισβάλλει ο Βίνσεντ, ένα άστεγο αγοράκι, το οποίο η Σέτα παίρνει υπό την προστασία της. Τα τρία ορφανά παλεύουν με την πληγωμένη τους ύπαρξη και τελικά η εμφάνιση του Βίνσεντ αλλάζει τη ζωή του Αράμ και της Σέτα για πάντα. Μετά από χρόνια σιωπής η Σέτα κατορθώνει να πείσει τον Αράμ να πάψει τα «μνημόσυνα» για τη χαμένη του οικογένεια, απομυθοποιώντας το παλτό του πατέρα, απομακρύνοντας την φωτογραφία με τα κομμένα κεφάλια και αποδεχόμενος τον μικρό Βίνσεντ ως το νέο μέλος στην οικογένεια Τομασιάν.

Το Κτήνος στο Φεγγάρι αποτελεί ένα ενδιαφέρον «υβρίδιο» του παραδοσιακού παραστατικού θεάτρου και της αφήγησης ιστοριών. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου απαιτεί τη σύμβαση του «τέταρτου τοίχου», αλλά ο Καλινόσκι συμπεριέλαβε έναν αφηγητή, που απευθύνεται κατευθείαν στο κοινό.

Πηγή: Θέατρο Πορεία

 

Μετάφραση: Δημήτρης Τάρλοου
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Haig Yazdjian
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Έρι Κύργια

Διανομή

Κύριος: Γιάννης Κυριακίδης
Αράμ Τομασιάν: Δημήτρης Τάρλοου
Σέτα Τομασιάν: Ταμίλλα Κουλίεβα
Βίνσεντ: Γιώργος Φιλίδης

 
  • Ένα «τυχερό» κτήνος στο φεγγάρι

    Στο «Από μηχανής θέατρο» στο Μεταξουργείο

    Πόσα λίγα πράγματα ξέρουμε τελικά για τους Αρμένηδες και για τα βάσανα που έχουν υποστεί. Ναι, γνωρίζουμε για τη σφαγή του 1915, για τη γενοκτονία και τον αφανισμό, για ένα πένθος που άπλωσε τα κατάμαυρα πανιά του και κάλυψε για πολλές δεκαετίες το γενναίο λαό. Και δεν ξέρουμε για πόσες ακόμα θα τον σκεπάζει. «Σημάδι μαύρο απόμεινε κι ας έσπασε ο χαλκάς» που λέει κι ο ποιητής. Γνωρίζουμε γι’ αυτά αλλά δεν γνωρίζουμε ίσως παρά ελάχιστα για την αρμένικη ψυχή. Τον Αρμένιο άνθρωπο που βίωσε όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα και με αυτά τώρα ως αποσκευή πρέπει να πορευτεί στο μέλλον διότι υπάρχει και κάτι που λέγεται ζωή. Κι όσα κι αν έχει υποφέρει ο άνθρωπος καλείται να προχωρήσει στο θείο δώρο της, όπου μόνο στην ύστατη ώρα καταλαβαίνει πάντα την αξία της.

    Στις πρώτες αυτές σκέψεις και διαπιστώσεις σε βάζει το θεατρικό έργο του Αμερικανού συγγραφέα, Ρίτσαρντ Καλινόσκι «Το κτήνος στο φεγγάρι» που ξεκίνησε από πέρσι και συνεχίζει και φέτος τη θετική πορεία του στο ωραιότατο μικρό «Από μηχανής θέατρο» στο Μεταξουργείο.

    Το έργο σε βάζει και σε άλλες σκέψεις. Πόσο άνισα έχει μοιραστεί η πίτα των βασανισμένων λαών αυτής της γης, πόσα έργα έχουμε δει είτε σε θέατρο είτε σε κινηματογράφο και πόσα έχουμε διαβάσει για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων. Αντίθετα, πόσα λίγα είναι αυτά που μας έδωσαν οι τέχνες για τους Αρμένιους και το δράμα τους.
    Είναι ενδιαφέρον πάντως το γεγονός ότι ο συγγραφέας του έργου τούτου είναι Αμερικανός πολωνικής καταγωγής, δεν είναι Αρμένιος, παντρεύτηκε κάποια στιγμή με Αρμένια κι όταν ο γάμος διαλύθηκε, αυτό που του άφησε ήταν μια αγάπη για το βασανισμένο αυτό λαό, μια αγάπη που του κληροδότησε συγγενής της γυναίκας του.

    Ο Καλινόσκι δεν θέλησε να κάνει ιστορική ανάλυση. Θέλησε να κάνει θέατρο. Να φωτογραφίσει το ανθρώπινο δράμα. Ως γνήσιος Αμερικανός ακολουθεί τη ρεαλιστική οδό, το ρεαλιστικό δράμα. Είναι έξυπνος και ικανός. Τον ήρωα τον βάζει να είναι φωτογράφος. Ο συγγραφέας θέλει να παίξει με τη φωτογραφική απεικόνιση αλλά παράλληλα θέλει να κάνει και δράμα.

    Να «πιάσει» τους ανθρώπους. Μέσα από ένα ζευγάρι, τον Αράμ και τη Σέτα, που παντρεύονται από προξενιό με γνωριμία μέσω φωτογραφίας που τους έστειλε το ορφανοτροφείο Κωνσταντινούπολης (δεν μου αρέσει το «Ιστανμπούλ» στη μετάφραση – άλλωστε η δράση αρχίζει το 1921 όταν ακόμα λεγόταν κι επίσημα Κωνσταντινούπολη, το 1923 τη μετονόμασαν επίσημα) παρακολουθούμε το δράμα.

    Τα πάντα γύρω από το αρμενικό ζήτημα μέσα από τους ανθρώπους. Η σχέση του αντρόγυνου, αυτό που κουβαλάει ο καθένας, οι αρμενικοί γάμοι, το τι αντιπροσώπευε για αυτούς η Αμερική. Το έργο διαδραματίζεται στο Μιλγουόκι του Γουισκόνσιν.

    Όπως ξετυλίγεται η σχέση του ανδρόγυνου, ξετυλίγεται κι ο χαρακτήρας του καθένα, ο διαφορετικός τρόπος που βιώνει το ζήτημα και συγχρόνως το αρμενικό πρόβλημα με όλα τα όσα δημιούργησε κι όσα εξακολουθεί να δημιουργεί. Κι οι πληγές χαίνουσες. Ο Αράμ έχει μια οικογενειακή φωτογραφία με τρύπες στη θέση των προσώπων – οι συγγενείς που ξεκληρίστηκαν – και περιμένει να έρθουν οι απόγονοι να τις γεμίσουν. Οι απόγονοι όμως δεν έρχονται. Διότι η Σέτα, από τους βασανισμούς και την ασιτεία, έχει μείνει στείρα, δεν μπορεί να συλλάβει παιδί και τα χρόνια περνάνε.

    Ο συγγραφέας όχι μόνο βρίσκει πολύ αποτελεσματικό τρόπο για να φέρει τη λύση στο δράμα του αλλά έχει πετύχει και κάτι άλλο που το θεωρώ σημαντικότερο. Είναι τόσο έντονα «περιποιημένοι» από το συγγραφέα οι άνθρωποι, ώστε το έργο ξεφεύγει κι από το τόσο έντονα διατυπωμένο αρμενικό ζήτημα κι αποκτά διαστάσεις πανανθρώπινες. Κι η κάθαρση λειτουργεί πραγματικά λυτρωτικά. Ο θεατής φεύγει από το θέατρο με την ψυχή του γαληνεμένη.

    Τυχερό το έργο στην αθηναϊκή του παράσταση, στα χέρια του Δημήτρη Τάρλοου, που το μετέφρασε με αγάπη, θέρμη και χιούμορ και του Στάθη Λιβαθινού, ο οποίος το σκηνοθέτησε και φώτισε κάθε ανθρώπινη πτυχή.

    Τυχερό πιο πολύ που στο πρόσωπο της Σέτα βρήκε την Ταμίλα Κουλίεβα, η οποία είναι μια σπάνια ηθοποιός ευαισθησίας, τεχνικής, εσωτερικής δύναμης, νεύρου και επιβολής στο θεατή. Η Σέτα της έχει όλων των ειδών τις αποχρώσεις, είναι μια αληθινή δημιουργία.

    Κι ο Δημήτρης Τάρλοου δίπλα της βγάζει ό,τι πιο συμπαθητικό (από σκηνική άποψη) μπορεί να βγάλει, ακόμα κι όταν στο μονόλογό του στο φινάλε, εκεί που αιτιολογούνται τα πάντα, δεν βγάζει το ανάλογο ρίγος. Παρ’ όλα αυτά η παρουσία του είναι από άκρη σε άκρη θετική.

    Ο Γιάννης Κυριακίδης, στο θυσιασμένο από το κείμενο ρόλο, σχολιάζει με επιβλητικότητα. Ο μικρός Γιώργος Φυλίδης έπαιξε με άνεση αν και τα παιδάκια στο ελληνικό θέατρο πάσχουν από πόζα. Στον κινηματογράφο, επίσης.

    Αριστούργημα οι μουσικές επιλογές του Haig Yazdjian, ταιριαστό ως πλαίσιο το σκηνικό, ανθρώπινα και «εποχικά» τα κοστούμια (υπεύθυνη και για τα δύο η Ελένη Μανωλοπούλου). Και κάτι πριν κλείσω: Συγχαρητήρια στο πρόγραμμα!

    14.11.1999, Τιμογιαννάκης Παναγιώτης «Ένα «τυχερό» κτήνος στο φεγγάρι», Ελεύθερος Τύπος

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Το κτήνος στο φεγγάρι»: μια υποδειγματική ερμηνεία

    «Το Κτήνος στο Φεγγάρι» (1995) του Αμερικανοπολωνού Ρ. Καλινόσκι, με το οποίο άνοιξε τις εκδηλώσεις της η «Θεατρική Άνοιξη» στο θέατρο «Αμαλία», είναι ένα σπάραγμα ψυχής, μια απεικόνιση του δράματος ενός λαού που χρόνια τώρα διεκδικεί τη δικαίωσή του.

    Μέσα από το ζευγάρι του Αράμ και της Σέτα, ο Καλινόσκι υφαίνει το οδοιπορικό του γάμου και της ψυχής δύο Αρμένιων μεταναστών που σιγά σιγά ανακαλύπτουν τους εαυτούς τους, την ιστορικότητά τους αλλά και τον έρωτά τους. Και οι δύο θέλουν να κρατήσουν το γάμο τους ζωντανό. Ωστόσο οι μνήμες, τα αισθήματα ενοχής και ο πόνος της γενοκτονίας, τους κρατούν δέσμιους ενός παρελθόντος οδυνηρού και περιοριστικού. Όπως και στον Ο’ Νιλ, έτσι και εδώ, το παρελθόν διεκδικεί το παρόν και προδιαγράφει το μέλλον. Είναι το περίγραμμα που προ-ορίζει ρόλους και συμπεριφορές, ιδιαίτερα για τον Αράμ που ζει και αναπνέει μέσα από τα αποκεφαλισμένα φωτογραφικά πορτρέτα των δικών του. Ζει απλώς για να θυμάται πως δεν έζησαν οι άλλοι. Η επιμονή όμως και η ρεαλιστική φιλοσοφία της γυναίκας του Σέτα θα καταφέρουν στο τέλος να τον απεγκλωβίσουν και να τον επαναφέρουν στον κόσμο των ζωντανών, εμφυσώντας του λίγη αισιοδοξία, αντιστάθμισμα στην απόλυτη απελπισία γύρω από το ξεκλήρισμα της οικογένειάς του από τους Τούρκους τα χρόνια 1915-23.

    Το θέμα φαίνεται πως έχει υπαγορεύσει εν πολλοίς τη μορφή του έργου, που παραπέμπει ευθέως στο θέατρο των Τσέχοφ, Ίψεν, Ο’ Νιλ και Ουίλιαμς. Ο Καλινόσκι δεν περιγράφει, μα ούτε και ηθικολογεί, αλλά ερμηνεύει νηφάλια και με γενναιότητα γεγονότα και συμπεριφορές. Αναζητεί αίτια ιστορικών και προσωπικών συμβάντων. Χειρουργεί σώματα και καταστάσεις. Ψυχογραφεί και ψυχολογεί, σε μια προσπάθεια να αρθρώσει μέσα από τη σιωπή των δραματικών του προσώπων μια τραγική ιστορία που ποτέ δε λέχθηκε και ποτέ δε νομιμοποιήθηκε. Ένα τέτοιο έργο δεν αναπτύσσεται με γραμμικούς τρόπους. Από τη φύση του σύνθετο, απαιτεί κάθετες αναγνώσεις, αποδομητική διάθεση και ποιητική ευαισθησία. Απαιτεί όγκους και καταστάσεις σε σωστή διανομή, ρόλους ολοστρόγγυλους, έξυπνες αντιπαραθέσεις, σωστά ρυθμισμένες κορυφώσεις. Ο Καλινόσκι έχει στα χέρια του ένα θέμα δυνατό που από μόνο του ζητεί επικίνδυνες ισορροπίες ανάμεσα στο ιστορικό δέος και το καλλιτεχνικό δέον, αναγκαίες φωτοσκιάσεις όλου του σύνθετου συμπλέγματος σχέσεων και συναισθημάτων που καταπλακώνουν και εγκιβωτίζουν την οικογένεια του Αρμένιου Αράμ. Διαφορετικά κινδυνεύει να πέσει στην παγίδα της υπεραπλούστευσης και στους μελοδραματισμούς.

    Το βέβαιον είναι ότι το έργο έχει μαστοριά. Ωστόσο, έχω μείνει με την εντύπωση πως τα κάπως «παλιομοδίτικα» υλικά του κάποια στιγμή εξατμίζονται, προδίδουν την ηλικία τους και τότε κουράζουν. Όλος αυτός ο εφιαλτικός μικρόκοσμος του β΄ μέρους κάνει διάφορες κοιλιές, που θα μπορούσαν να αποφευχθούν, εάν ο συγγραφέας περιόριζε τους πλατειασμούς και τις παλινδρομήσεις. Κάπου έδειχνε να χάνει τον έλεγχο επάνω στα πορτρέτα του. Με περισσότερη αίσθηση σκηνικής οικονομίας, το έργο θα μπορούσε να ήταν ένα έξοχο μεγάλο μονόπρακτο. Αλλά και όπως είναι και όπως το σκηνοθέτησε ο Σ. Λιβαθινός δεν παύει να συγκινεί. Ο Λιβαθινός ισορρόπησε τις εντάσεις, βρήκε σωστές συγκλήσεις ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό και έφτιαξε σημαίνουσα ατμόσφαιρα με τη βοήθεια των λιτών σκηνικών της Μανωλοπούλου.

    Από τις ερμηνείες, στέκομαι περισσότερο, σ’ αυτήν τη δαιμόνια Ρωσίδα πρωταγωνίστρια Ταμίλα Κουλίεβα, στο ρόλο της Σέτα, που δίδαξε όχι μόνον ήθος αλλά και μέθοδο.

    Σπάνια υποκριτική ικανότητα, άνεση, εσωτερικό και εξωτερικό παίξιμο, ανάλογα με τις απαιτήσεις των σκηνικών καταστάσεων, καλά αφομοιωμένο μπρίο, αρμονία λόγου και σώματος, έφερε ολοστρόγγυλο τον Τσέχοφ στα καθ’ ημάς και κατόρθωσε να ισορροπήσει με τρόπο αξιοθαύμαστο τον πόνο με τη χαρά. Εύγε. Φιλότιμη η προσπάθεια του παρτενέρ της Δημήτρη Τάρλοου. Σωστή η αφηγηματική φιγούρα του Κυριακίδη, κόμισε τα αναγκαία ιστορικά και ψυχικά ψήγματα προς την πλατεία. Αξιέπαινη η προσπάθεια του μικρού Φιλίδη, έπαιξε με τους μεγάλους, χωρίς τρακ και «σχολικές» πόζες. Γενικά μια ευπρεπής παράσταση ( μια από τις φετινές εκπλήξεις στην Αθήνα) που χρωστά το μεγαλύτερο μέρος της επιτυχίας της στην ερμηνεία της Κουλίεβα.

    30.05.1999, Πατσαλίδης Σάββας «Το κτήνος στο φεγγάρι: μια υποδειγματική ερμηνεία», Αγγελιοφόρος

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Δύο στα δύο: Κριτική ματιά στις δύο πρώτες παραστάσεις της «Θεατρικής Άνοιξης»

    Ευτυχές το έκτο μας ραντεβού μ’ ένα από τα σημαντικότερα φεστιβάλ θεάτρου που πραγματοποιείται στη Θεσσαλονίκη, αλλά διεκδικεί πανελλαδικά την πρωτιά, την πρωτοτυπία και τη φρεσκάδα της θεατρικής κατάθεσης. Η «Θεατρική Άνοιξη», θεσμός που βουτά στη γόνιμη θεατρική έκφραση και φέρνει σε επαφή το κοινό της πάλης με έξοχους πειραματισμούς πάνω στην υποκριτική γλώσσα, έχει ήδη δώσει τα δύο πρώτα δείγματα από το φετινό της προγραμματισμό. Έναν προγραμματισμό που εστιάζεται στον ηθοποιό- φορέα του κειμένου, τον θέτει στο κέντρο της σκηνικής έκφρασης και τον βαφτίζει αδιαμφισβήτητο άρχοντα της παράστασης.

    Οι δύο παραστάσεις που είδαμε, εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, βρίσκουν σημείο επαφής στην απέριττη υποκριτική κατάθεση, που μέσα από λιτότητα, ευρηματικότητα και αλήθεια καταφέρνει να μεταμορφωθεί σε περίτεχνο, μοναδικό στολίδι και να κυριεύσει σκηνή και πλατεία. Το κείμενο παύει να αποτελεί δεσμευτικό παράγοντα, ενσωματώνεται στη θεατρική δράση σαν ένα ακόμη εργαλείο, που θα καταφέρει να εξορύξει τα στοιχεία εκείνα που θα συντελέσουν στην καθολική ανάδειξη του φορέα του.

    Η Ταμίλα Κουλίεβα στο έργο του Ρίτσαρντ Καλινόσκι «Το κτήνος στο φεγγάρι» κατάφερε να καθηλώσει με την ερμηνεία της, να ξεπεράσει ένα κείμενο αδύναμο, που τις περισσότερες φορές βούλιαζε στο μελό και εκβίαζε τη συγκίνηση. Εμφανής η διαφορετικότητα της υποκριτικής της γλώσσας σε σχέση με τους Έλληνες συναδέρφους της, αναζητούσε κάθε στιγμή την έκπληξη, την αλήθεια, το παιχνίδι και το χαμόγελο, ακόμα και στις δραματικές σκηνές, εκεί όπου ο κ. Τάρλοου χανόταν σε κακότεχνους θρήνους ή ταμπουρωνόταν πίσω από μια εκ του ασφαλούς απόσταση από το ρόλο. Αν ηθοποιός σημαίνει τεχνίτης, άνθρωπος που ξέρει να χειρίζεται ανά πάσα στιγμή τα εκφραστικά του μέσα, να τα αφήνει ελεύθερα να γευτούν τα μονοπάτια των συναισθημάτων κι έπειτα να χρησιμοποιήσει αυτή τη γνωριμία για να γεννήσει έναν άλλο άνθρωπο, έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα, τότε, ναι, η κ. Κουλίεβα αποτελεί το ευτυχέστερο παράδειγμα. Οι λέξεις φαντάζουν φτωχές να περιγράφουν το μέγεθος της υποκριτικής της, τη ζυγισμένη χρήση της γλώσσας του σώματος, την ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στο γέλιο και το κλάμα, στο δραματικό παρελθόν και την όρεξη για συνέχεια, για ζωή… […]

    12.05.1999, Παπαδοπούλου Μαρία «Δύο στα δύο: Κριτική ματιά στις δύο πρώτες παραστάσεις της Θεατρικής Άνοιξης», Μακεδονία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Φαντάσματα του πολέμου

    Ένα θεατρικό φεστιβάλ στον τόπο μας και στις μέρες μας δε θα μπορούσε να ξεκινήσει με πιο επίκαιρο τρόπο απ’ ό,τι ξεκίνησε προχθές η «Θεατρική Άνοιξη» στη Θεσσαλονίκη. Η παράσταση του θιάσου «Δόλιχος» από την Αθήνα με το έργο του Ρίτσαρντ Καλινόσκι «Το κτήνος στο φεγγάρι», μια συγκινητική καταγγελία των άμεσων, αλλά και, κυρίως, των έμμεσων συνεπειών του πολέμου, μολονότι αναφέρεται σε μια παλιότερη εποχή, δημιούργησε σίγουρα τους αναγκαίους αυτόματους συνειρμούς στο μυαλό των θεατών.

    Τα σχόλια για την ποιότητα της παράστασης και την εξαιρετική ερμηνεία της πρωταγωνίστριας, Ταμίλα Κουλίεβα, ανήκουν σε άλλη στήλη, εκείνη της θεατρικής κριτικής. Εμείς θα περιοριστούμε στο θέμα του έργου, που είναι μια τραγική απεικόνιση των καταστραμμένων από τον πόλεμο ζωών δυο ανθρώπων που, όσα χρόνια κι αν περάσουν, ο εφιάλτης του πολέμου δεν τους επιτρέπει να ορθοποδήσουν.

    Τέτοιου είδους έργα, ανεξάρτητα από τα μειονεκτήματα γραφής, που μπορεί να παρουσιάζουν (συνήθως η μεγάλη συναισθηματική φόρτιση αποβαίνει οε βάρος της απαραίτητης θεατρικής οικονομίας), αποτελούν μαθήματα ζωής, όχι μόνο για τους θερμοκέφαλους υποστηρικτές του πολέμου, αλλά και για τους φιλειρηνικούς πολίτες, οι οποίοι κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή, λόγω άγνοιας ή αφέλειας, να παραπλανηθούν από την προπαγάνδα των πολεμοκαπήλων.

    Το έργο αφηγείται μια ιστορία επιβίωσης σε καιρό ειρήνης. Οι βασικοί ήρωές του κουβαλούν, όμως, τις πληγές της γενοκτονίας των Αρμενίων. Πληγές που τους ακολουθούν σαν φαντάσματα στο χώρο και το χρόνο της ζωής τους.

    Παρακολουθώντας ανάγλυφες τις απελπιστικά ανθεκτικές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του πολέμου στον ψυχισμό των ατόμων που υπέστησαν τη βαρβαρότητα, ο θεατής θα κατανοήσει πως ο πόλεμος υποθηκεύει όχι μόνο το παρόν, αλλά και το μέλλον του ανθρώπου. Και, επιπλέον, ότι τον πόλεμο τον γεννούν μεν κάποια μεμονωμένα, παντοδύναμα και καλά οργανωμένα συμφέροντα, αλλά τον εκτρέφουν η γενικευμένη αδυναμία και συνενοχή, απότοκα της άγνοιας και της έλλειψης ανθρωπιστικής παιδείας.

    08.05.1999, Αρνομάλλης Χρήστος «Φαντάσματα του πολέμου», Μακεδονία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Τέφρα και φοίνικας

    «Το αχόρταστον δρέπανον
    αυτοί βαστούν∙ θερίζουν
    πάντ’ όσα ο ιδρωτάς μας
    ωρίμασεν αστάχυα
    διά τους υιούς μας…»
    ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ, «Εις Αγαρηνούς», 1824

    Το έργο του Αμερικανοπολωνού Ρίτσαρντ Καλινόσκι «Το κτήνος στο φεγγάρι» στο Από Μηχανής Θέατρο και σε σκηνοθεσία Στ. Λιβαθινού.

    Η γενοκτονία των Αρμενίων (1915) συνιστά βέβαια ένα μείζον γεγονός στην ιστορία της νεότερης Τουρκίας. Αρμόδιοι, ιδίως ξένοι, μελετητές, σίγουρα νηφαλιότεροι από εμάς τους θυμικά διαβλητούς περί τα τουρκικά νεοέλληνες, έχουν εξετάσει με αληθινή έκπληξη (ευφημισμός του αποτροπιασμού) την ακρότατη αυτή συμπεριφορά ενός επίσημου κράτους απέναντι σε ένα από πάσης πλευράς ευγενές και ανθηρό γένος. Επρόκειτο για μια συμπεριφορά εθνικιστικής υστερίας που φαντάζομαι και ελπίζω με εξαιρέσεις και εσωτερικές αντιδράσεις μέσα στην ανεπίσημη Τουρκία, πάντως πήρε διαστάσεις προγραμματικής θηριωδίας από πλευράς της τότε τριανδρίας Νεότουρκων.

    Έτσι όταν ένα έργο πραγματεύεται σχέσεις που τελούν υπό τους όρους μιας τέτοιας ιστορικής συγκυρίας η συναισθηματική εμπλοκή του καλοπροαίρετου τρίτου είναι περίπου εξασφαλισμένη. Συνεπώς δεν είναι και δυσεξήγητη η ανά τον κόσμο επιτυχία του έργου «Το κτήνος στο φεγγάρι», (Από Μηχανής Θέατρο, Εταιρεία «Δόλιχος») του Αμερικανικοπολωνού Ρίτσαρντ Καλινόσκι, μια και βασίζεται στον απηνή ξεριζωμό και τη δυσχερέστατη, ιδίως ψυχική, μετεγκατάσταση δύο Αρμένηδων στην Αμερική που παντρεύονται εκεί δι’ αλληλογραφίας κατά τη δεκαετία του 1920. Θέλω να πω ότι η εξωκειμενική, η ιστορική βακτηρία, για την οποία εξαιρετικά κατατοπίζει το πρόγραμμα, είναι ατού, αλλά και η εν δυνάμει παγίδα του έργου (ίσως εδώ και με την ευκαιρία θα ‘πρεπε να θυμηθούμε πως η τραγωδία της Κύπρου έχει δικαιολογημένα, όμως σε ικανό βαθμό υποτάξει στη συγκεκριμένη θεματολογία τη μετά το 1974 λογοτεχνία και το θέατρο της Μεγαλονήσου).

    Ευτυχώς, στην προκείμενη περίπτωση ο Καλινόσκι αποδεικνύεται ανώτερος της αφορμής. Υπερβαίνει την αφετηρία του, ξεφεύγει τους σκοπέλους και γράφει ένα έργο παραδοσιακής τεχνικής, αυτό που λέμε «ανθρώπινο», όμως χωρίς φτήνιες και κούφιους μελοδραματισμούς. Η γραφή συναιρεί στην κάπως σχοινοτενή της εκδίπλωση λεπτές ψυχολογικές διαδρομές των δύο ηρώων μέχρι τη σύγκρουση και εντάσσει σωρευτικά στη πλοκή τα προβλήματά τους, με κορυφαία την εξ ασιτίας στειρότητα της γυναίκας και την ανίατη ιστορική μνήμη που ανάγεται σε κριτήριο επιβίωσης της σχέσης του ζευγαριού. Στους δύο αυτούς χαροκαμένους και κυνηγημένους ανθρώπους που από ένα σημείο και πέρα, ευεργετικά για τη θεατρική τους υπόσταση, παραμερίζουν την εθνικότητά τους κερδίζοντας σε δραματική εμβέλεια , η μνήμη λειτουργεί αντίθετα – και άρα παράγει το καιριότερο σημείο τριβής: σ’ εκείνον η μνήμη εκδηλώνεται ως αποτελμάτωση, άρνηση λήθης, νοσηρή αγκύλωση στο παρελθόν, ενώ σ’ εκείνην ως βίαιη ανατροπή, ως κατάφαση του μέλλοντος, ως ανάγκη αναγέννησης. Πριν ο φοίνικας της σχέσης (και συμβολικά της φυλής) αναγεννηθεί εκ της τέφρας και την υπερίσχυση της ηρωίδας, τους αναβαθμούς της ιδιότυπης ψυχικής περιπέτειας ο συγγραφέας τους διανθίζει με χιούμορ, άλλοτε ορθόδοξο και άλλοτε πικρό, καθώς και με ποικίλα μικρά απροσδόκητα που συγκροτούν το ενδιαφέρον. Το υλικό αυτό, μεταφερόμενο σε στέρεη και συνάμα αισθητική γλώσσα από τον Δ. Τάρλοου, το υποστηρίζει με πολλή προσοχή εν όλω και εν μέρει η σκηνοθεσία του Στ. Λιβαθινού, η οποία συνενώνει επιτυχώς τα δύο επίπεδα του έργου φωτίζοντας μέσω του αντικειμενικού – ιστορικού το πιο οικείο μας υποκειμενικό – ανθρώπινο.

    Ο Λιβαθινός έχει επίσης ερευνήσει επίμονα το ηθογραφικό μέρος, όχι όμως για να υπερτονίσει και να στηρίξει εκεί την εργασία του, αλλά για να «ντύσει» πειστικά τις μεταπτώσεις των συμπεριφορών των δύο Αρμένηδων. Αν η παράσταση πάσχει κάπου σοβαρά χωρίς να ευθύνεται τόσο εκείνη όσο το ίδιο το έργο είναι στην παρουσία ενός παιδιού σε μεγάλο ρόλο (ένα ορφανό ιταλοαμερικανάκι το οποίο τελικά προστατεύεται από το άκληρο ζεύγος). Βέβαια συνήθως το κοινό, όταν πρόκειται για θεατρικά παιδάκια, είναι πανέτοιμο να εξαντλήσει την επιείκειά του. Όλοι κρεμάνε ένα χαμόγελο καλόκαρδης συναίνεσης α λα Ομάρ Σαρίφ, σκιρτούν, μελώνουν και βρίσκουν το οποίο παιδάκι τι χαριτωμένο! Αχ καλέ τι χαριτωμένο! Εγώ πάλι νομίζω ότι Καλατζόπουλοι και Καΐλα σπανίζουν: τα θεατρικά παιδάκια αν είναι κακά είναι ανυπόφορο (το και συχνότερο), αν είναι καλούτσικα είναι ενοχλητικά, εκνευριστικά μικρομέγαλα. Πονηρούλης βέβαια σε αυτό κ. Καλινόσκι ενδίδει φαρδιά – πλατιά στο εσπεραντικό τούτο ψυχικό αντικλείδι των απανταχού μαθές, ευαίσθητων και τρέχα ύστερα εσύ κύριε Λιβαθινέ ή όποιε ανάλογε να φέρεις το κάθε σκασμένο σε λογαριασμό!

    Επιδοκιμαστικά πρέπει να μιλήσει κανείς για τις περισσότερες παραμέτρους αυτής της σοβαρής δουλειάς: Η Ελ. Μανωλοπούλου αφήνει τις ψυχές να ξιφουλκούν σε έναν διακριτικά αφαιρετικό κεντρικό χώρο, πλαισιωμένο όμως με την αντίστιξη που καλλιεργούν στο βάθος οι νατουραλιστικοί βοηθητικοί χώροι. Ωραία εικαστική σύλληψη – και στα κοστούμια. Ατμοσφαιρικές, παραδοσιακές και νοσταλγικές, του λαού του οι μουσικές συνθέσεις του Χ. Γιαζτζιάν, αυτοπεριορίζονται, μακράν σπαραγμών, στη μετρημένη επένδυση και στην πολιτισμένη μελαγχολία. Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι θυμίζει μύρμηγκα (Δ.Τάρλοου) και τέττιγα (Ταμίλα Κουλίεβα). Η τηλεοπτική Ρωσίδα που ομιλεί εξαιρετικά τα ελληνικά εντυπωσιάζει στην αρχή με το ταλέντο και την τεχνική της, καθ’ όδόν όμως αυτά, υπονομευόμενα από μερική εκζήτηση και σχετικό εκνευρισμό, ιδίως στη χορευτική, λίγο πεποιησμένη, κίνηση, δηλώνουν τη φορμαλιστική εκείνη επιρροή της ρωσικής σχολής, θυμίζοντας όχι λίγο την υποκριτική μανιέρα του κ. Λιβαθινού ως ηθοποιού. Εν τούτοις, τελικά η δυναμική Κουλίεβα συντροφεύει επάξια στην αρχικά λιγότερο εντυπωσιακή, αλλά εν πορεία ουσιαστικότερη, εσωτερικότερη και πυκνότερη ανέλιξη του Δ. Τάρλοου στον αντιφατικό, τσακισμένο Αράμ. Ο ηθοποιός εγκιβωτίζει στη φαινομενική ακαμψία του την οδύνη του πληγέντος λαού και στις ξαφνικές του εκρήξεις την ουμανιστική ενδοτικότητα ενός αγαθού προσώπου. Ο πολύτιμος καρατερίστας Γιαν. Κυριακίδης κτίζει έναν θερμό, λιτό raisinneur – ενήλικη μορφή του περισυλλεγέντος ορφανού που τώρα γερνά και θυμάται. Ο Κυριακίδης ενσαρκώνει έναν γνήσιο παραμυθά παππού, με νότες ανατολίτικης διαπαιδαγώγησης από τους θετούς γονείς.

    Καθώς κλείνω τις γραμμές αυτές διαβάζω στις εφημερίδες ότι στο «Κολλέγιο της Γαλλίας», την έδρα της Τουρκολογίας πήρε ο οθωμανολόγος καθηγητής Ζιλ Βενστέν, βασική θέση του οποίου αποτελεί το ότι ουδέποτε έλαβε χώρα αρμενική γενοκτονία – κάτι ανάλογο με τη φαεινή του Γκαροντί περί μη ύπαρξης εβραϊκού ολοκαυτώματος.

    Ω πτώματα, χαρά ευαγγέλια! Ήρθε επιτέλους η ώρα ν’ αναστηθείτε για να ζήσετε και συγγνώμη…

    Βαρβέρης Γιάννης «Τέφρα και φοίνικας», H Καθημερινή

  • Το κτήνος στο φεγγάρι *****

    Του Ρίτσαρντ Καλινόφσκι

    Σκηνοθεσία: Στάθη Λιβαθινού

    Δύο επιζώντες της γενοκτονίας των Αρμενίων (1915) από τους Τούρκους, δύο νέοι, σχεδόν παιδιά, που κατάφεραν να φτάσουν στην Αμερική σέρνοντας πίσω τους τις αβάσταχτες μνήμες της ομηρίας, του αίματος και του ξεριζωμού, είναι οι κεντρικοί ήρωες του Αμερικανού πολωνικής καταγωγής συγγραφέα Ρίτσαρντ Καλινόφσκι, σ’ αυτό το έργο που αποτελεί ορόσημο για την τραυματισμένη εθνική συνείδηση πολλών λαών – κι όχι μόνο των Αρμενίων.

    Και με αυτό το έργο, ας το πούμε προκαταβολικά, ο Στάθης Λιβαθινός παρουσιάζει έναν άγνωστο συγγραφέα μεγάλης πνοής στο ελληνικό κοινό, καθιερώνει την Ταμίλα Κουλίεβα ως θεατρικό αστέρι πρώτου μεγέθους και υπογράφει συνάμα την καλύτερη παράσταση της φετινής σεζόν. Ας γυρίσουμε όμως στο θεατρικό κείμενο. Ο Καλινόφσκι θέλει τον νεαρό Αράμ Τομασιάν, ένα 19χρονο Αρμένο φωτογράφο, να διαλέγει τη μέλλουσα σύζυγό του που περιθάλπτεται σε ορθανοτροφείο της Κωνσταντινούπολης, από μια σειρά 37 φωτογραφιών. Για την ακρίβεια η φωτογραφική του επιλογή βαρύνεται από ένα λάθος, αφού το κορίτσι της φωτογραφίας που έχει επιλέξει είναι νεκρό και η κοπέλα που καταφτάνει στην Αμερική ως σύζυγό του είναι ένα άλλο ολοζώντανο πρόσωπο. Και το μοτίβο του «λάθους», που τόσο σοφά ο συγγραφέας τοποθετεί ως πρελούδιο στο έργο του, θα επαναλαμβάνεται συνέχεια (με εξαίρεση την τελευταία «σωστή» φωτογραφία) αφού ο Αραμ που διαλέγει μια νεκρή για να παντρευτεί και ν’ αρχίσει μια νέα ζωή, θα εξακολουθήσει για πολλά χρόνια ν’ αγνοεί τη ζωντανή Σέτα με πρόφαση τη στειρότητά της και θα ζει με διάθεση βασανιστικής αυτοτιμωρίας παρέα με τη νεκρή (και ακέφαλη) οικογένειά του που μάταια προσπαθεί να υποκαταστήσει με μία καινούργια. Το νεκρώσιμο λάθος του Αράμ είναι διαρκές όσο και η σφαγή της οικογένειάς του, την οποία συντηρεί στη μνήμη του με την πλειοδοσία ενός ατελείωτου και αμίλητου πένθους, ενός πένθους που αντιμάχεται αμείλικτα τη συνέχεια της ζωής. Και θα πρέπει αυτή η κοχλάζουσα ζωή, που τόσα χρόνια συντηρεί υπόγεια η Σέτα, να ξεσπάσει σε ανοιχτή εξέγερση ενάντια στην αυτοκρατορία της θλίψης του Αράμ, θα χρειαστεί ένα ακόμη ορφανό να εισβάλει στον κλειστό ορίζοντα της ορφανεμένης οικογένειας Τομασιάν μπροστά από το μαύρο πανί της φωτογραφικής μηχανής, για ν’ αρχίσει να κυλάει ξανά ο χρόνος, ν’ αποκαθηλωθούν από το σταυρό του μαρτυρίου τους οι νεκροί και να ζήσουν στ’ αλήθεια όσοι απόμειναν ζωντανοί.

    Ο Δημήτρης Τάρλοου, που είχε την εξαιρετική έμπνευση να φέρει αυτό το σπουδαίο έργο στην Ελλάδα, παρέδωσε στο σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινό μια άρτια θεατρική μετάφραση και ο τελευταίος την αξιοποίησε άριστα προσδίδοντάς της παραστασιακή ένταση και αποσπώντας σπάνια ποιότητα υποκριτικών χρωματισμών από τους ηθοποιούς που ανέλαβαν να ζωντανέψουν τα πρόσωπα του έργου. Στηριγμένος στο γεωμετρικής, λιτότητας σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, που προέκρινε στη διάταξή της την αυστηρότητα και τη γυμνότητα του πένθιμου σπιτικού των Τομασιάν, υπό τους ήχους της υπόγειας μουσικής του Haig Yazdjan και τους βαθείς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, ο σκηνοθέτης εννόησε ότι το κείμενο είναι γεμάτες υπόκωφες, σχεδόν ανήκουστες φωνές, που πρέπει όμως να βρεθεί οπωσδήποτε τρόπος ν’ ακουστούν, και αντιλήφθηκε ότι ο πνιγμός των ηρώων είναι σημαντικότερος κι από το λυγμό τους. Γι’ αυτό πρόταξε έναν ήρεμο και κάπως μακρινό αφηγητή που κρύβει την ταραχή που τον διακατέχει για όσο τουλάχιστον καιρό ο συγγραφέας μας αποκρύπτει την πραγματική του ταυτότητα. Γι’ αυτό απέναντι στην πατριαρχική ακαμψία που υιοθετεί, ως έσχατη άμυνα, ο τόσο ευάλωτος Αράμ προτάσσει την εκ πρώτης όψεως υπερβολική και σπασμωδική υπερκινητικότητα της συζύγου του Σέτας. Γι’ αυτό συσπειρώνει το ελατήριο των συγκινήσεων στο εφαλτήριο της τελικής τους εκτίναξης. Έτσι, κόντρα στη φαινομενική αταραξία του αφηγητή, που με ελάχιστους νυγμούς υγρής νοσταλγίας αποδίδει ο Γιάννης Κυριακίδης και απέναντι στην ακαταμάχητη αθωότητα του ορφανεμένου παιδιού, που υποδύεται πειστικότητα ο μικρός Γιώργος Φιλίδης επωμιζόμενος ένα μεγάλο ρόλο, στέκονται ο Δημήτρης Τάρλοου, ένας Αράμ που θέλει να διατηρήσει ως κειμήλιο την αρμενική συνείδηση του, περιχαρακωμένη από τη θανατηφόρα θλίψη και παιδικό θαυμασμό για την Αμερική των τεχνολογικών θαυμάτων και, συνάμα, ένας Αράμ στεγνός στην οδύνη του, απελπισμένος ακόμα και στο κυνήγι των ελπίδων του, τελετουργικά νεκρός μέσα στην καταχνιά των νεκρών του και η Ταμίλα Κουλίεβα που κάτι θα ξέρει, φαίνεται, από την προσφυγιά και της πίκρες της.

    Το πρόσωπο

    Η Ρωσίδα Ταμίλα Κουλίεβα αποτελεί την απόλυτη ενσάρκωση της Αρμένισσας Σέτας. Μορφώνει επί σκηνής μια ηρωίδα με την εύθραυστη ετοιμότητα των πράγματι δυνατών ανθρώπων, την αθωότητα των πληγωμένων και την αποφασιστικότητα των παθιασμένων για ζωή. Το πέρασμά της από τη διατεταγμένη παθητικότητα και τη χαλιναγωγημένη ορμή στην απροκάλυπτη εξέγερση εκείνου του καταληκτικού (για την ολοκλήρωση του χαρακτήρα της ηρωίδας) χειμαρρώδους μονολόγου, όπου συγκρούονται η ασφυξία τόσων χρόνων και η ελπίδα της τελευταίας, ίσως, σωτήριας στιγμής, αυτό το ξέσπασμα, όπου η τέχνη της ζωής σώνεται, θα περάσουν χρόνια για να ξεχάσουν, αν το ξεχάσουν ποτέ, οι θεατές αυτής της έξοχης παράστασης.

    Λογοθέτης Ηρακλής «Το κτήνος στο φεγγάρι» , Αθηνόραμα

  • Το κτήνος στο φεγγάρι: Μην το χάσετε, αν προλάβετε!

    Ομάδα Δόλιχος – «Από Μηχανής Θέατρο» Ρίτσαρντ Καλινόσκι, Το κτήνος στο φεγγάρι.

    Πολύ δυσανάλογα με τη μεγάλη επιτυχία της είναι το διάστημα που μένει στη σκηνή η παράσταση του έργου «Το κτήνος στο φεγγάρι» που θα παίζεται στο «Από Μηχανής Θέατρο» ως τις 4 Απριλίου, ενώ βρίσκεται σε πορεία ταχείας ανόδου. Ένα απ’ τα αρκετά τέτοια φαινόμενα της φετινής περιόδου που αποκρούουν τους ψιθύρους περί θεατρικής κρίσης. Ο θίασος «Δόλιχος» έκανε μια άριστη επιλογή έργου που έτυχε να αποκτήσει και μια δραματική επικαιρότητα. «Το κτήνος στο φεγγάρι» διαδραματίζεται στην Αμερική του 1920, μόλις είχε συντελεσθεί η οξύτερη φάση της γενοκτονίας των Αρμενίων και ενώ κρατούσε ο πανικός της σωτηρίας τους με τη μετανάστευση. Αυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο του έργου και η οδύνη εκείνων των περιστατικών εκπονεί τους χαρακτήρες, δεν τους αποκλειστικοποιεί όμως. Ο χρόνος που τοποθετείται το έργο, η αναφορά στις αγριότητες των Τούρκων, τα δεινά που διεκτραγωδούνται είναι μετακινήσιμα και προσαρμόσιμα σε όποια άλλη περίοδο της ιστορίας, προγενέστερη μεταγενέστερη που η ανθρωπότητα έζησε και επέτρεψε τη μαζική εξόντωση ανθρώπων ενός έθνους με σκοπό την εξάλειψή του. Η ψυχολογία των δύο ηρώων έχει διαμορφωθεί κάτω από τη φρίκη κάποιων γεγονότων που θα μπορούσαν να συμβαίνουν και κατά τη γενοκτονία των Ερυθροδέρμων από τους Αμερικανούς και κατά τη γενοκτονία των Εβραίων από τους Γερμανούς και κατά τη γενοκτονία των Παλαιστινίων από τους Εβραίους και φυσικά τώρα που παρακολουθούμε όλοι τη μεθοδική εξόντωση των Κούρδων. Παρά την πολυδύναμη καταγγελτικότητά του, ωστόσο, το έργο δεν είναι πολιτικό αλλά σαφέστατα ψυχολογικό. Αυτό που δεσπόζει είναι η εσωτερική περιπέτεια του ζεύγους. Οι οδυνηρές εμπειρίες που σημάδεψαν τον καθένα τους βρίσκονται έξω απ’ το δράμα πριν ο Αράμ Τομασιάν και η Σέτα συναντηθούν στο Κλίβελαντ. Φέρνουν αναμφισβήτητα και οι δύο τις ψυχολογικές συνέπειες των όσων έχουν βιώσει, οπωσδήποτε όμως το έργο περιγράφει την αγωνία τους να συσχετιστούν, να αγαπήσουν και να αγαπηθούν και να συνυπάρξουν. Η Σέτα το καταφέρνει ευκολότερα ως γυναίκα και υπαρξιακά επαρκέστερη, ο Αράμ κουβαλάει για χρόνια το δυσβάσταχτο βάρος του πατριαρχικού χρέους. Το εσωτερικό του βάσανο είναι πως δεν μπορεί να βάλει μια οικογένεια στη θέση αυτής που είχε φτιάξει ο πατέρας του και την έσφαξαν οι Τούρκοι, αφού η γυναίκα του δεν κάνει παιδιά. Νομίζω πως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο το έργο είναι ένα δοκίμιο πάνω στη τραγικότητα του χρέους.

    Πρέπει εδώ να σημειωθεί πως ο Αράμ παγιδευμένος από ένα σύμπλεγμα αισθημάτων, απόρροια του ανικανοποίητου πόθου του, γίνεται σκληρός , βασανιστικός, ρατσιστής και εν δυνάμει γενοκτόνος με την αποστροφή που εκδηλώνει για τον μικρό Βίνσεντ που τον θεωρεί παρείσακτο και εισβολέα στο χώρο του, στα πράγματα και στην αποκλειστικότητα των αισθημάτων τη γυναίκας που του ανήκει. Ναι, το έργο μόνο περιπτωσιακά είναι ιστορικό και πολιτικό. Όλο το δραματικό του υλικό και η πραγμάτευσή του είναι ένα ψυχολογικό σκεύασμα δυναμοποιημένο για εκτενέστερο στοχασμό.

    Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετώντας το «Κτήνος στο φεγγάρι» μας πρότεινε το ισχυρότερο επιχείρημα για τις αναμφισβήτητες ικανότητές του. Διάβασε το έργο σε βάθος και πλάτος, ανέταξε τους χαρακτήρες στα οργανικά τους σημεία, διακλάδωσε την πλοκή αναμιγνύοντας το σημείο της αφήγησης με το χρόνο αναφοράς. Το εύρημα να φέρει ο αφηγητής διάφορα σημαίνοντα αντικείμενα της ιστορίας που ξετυλίγεται και να τα εισαγάγει στη ροή είναι ένα συγκινητικό και ευαίσθητο στοιχείο. Με λίγες λέξεις μια παράσταση φροντισμένη και μελετημένη στην κίνηση, στους τόνους της, στη λειτουργικότητά της. Μέσα από ένα τέτοιο καλοκαμωμένο σχεδίασμα οι ερμηνείες των ηθοποιών έβγαλαν φτερά και πέταξαν.

    Η Ταμίλα Κουλίεβα πετυχαίνει μια σπάνια ηλιακή κλιμάκωση, ξεκινώντας από δεκαπεντάχρονη παιδούλα ως τα χρόνια της ωριμότητας. Αυτή η γκάμα δεν δείχνεται μόνο μεταμορφωτικά αλλά υποστηρίζεται και από εσωτερικές μεταβολές. Οι παρορμητικές αντιδράσεις της νεαρής ηλικίας υποχωρούν, η συμπεριφορά γίνεται ολοένα και πιο ελεγχόμενη. Γίνεται ευδιάκριτη όλη η προοδευτική διαδικασία της προσαρμογής χωρίς ωστόσο να εγκαταλειφθεί το σταθερό δεδομένο της προσωπικότητάς της δραματικής ηρωίδας. Ωριμάζει, μεταβάλλεται, πάσχει σαν ο ίδιος άνθρωπος. Αυτό που βλέπουμε πολύ συχνά στο θέατρό μας είναι ηθοποιούς που ερμηνεύουν τις κορυφώσεις του ρόλου αποσχισμένοι απ’ αυτόν. Δεν είναι δηλαδή το πρόσωπο του έργου που κρεσεντάρει αλλά ο ηθοποιός. Έτσι οι μεγάλες στιγμές μιας ερμηνείας είναι ίδιες πάντα ερήμην του δραματικού ήρωα. Αυτό είναι μια κακή κατεύθυνση που δίνεται απ’ τις σχολές και αποτελεί γνώρισμα της ελληνικής υποκριτικής αντίληψης. Γι’ αυτό και οι καλύτερες ακόμη ηθοποιοί μας (Καραμπέτη, Λαζαρίδου) είναι σε όλων των ρόλων τους τις δυνατές σκηνές, σχεδόν ίδιες.

    Η ρωσική σχολή, που έχει γαλουχήσει με τις αρχές της Καμίλα Κουλίεβα, στήνει πρώτιστα έναν χαρακτήρα εξωτερικά και εσωτερικά και όποιες αντιδράσεις προέρχονται πλέον απ’ αυτό το «πλάσμα». Η Ρωσίδα ηθοποιός πρόσφερε ένα υποδειγματικό παίξιμο της τεχνικής της, πρόσφερε όμως και την προσωπική της σκηνική ιδιοσυγκρασία που δεν είναι ασφαλώς αποτέλεσμα καμιάς σχολής. Εκπέμπει και μόνο με την παρουσία της στη σκηνή και όταν παίζει εξωτερικεύει ένα συγκινησιακό ρευστό που προκαλεί άμεσο συναίσθημα. Είναι απ’ τις ευλογημένες ιέρειες του μεγάλου θεατρικού θεού.

    Ο Δημήτρης Τάρλοου στο ρόλο του ταγμένου Αράμ Τομασιάν στάθηκε νομίζω στο περίγραμμα. Δεν μας υποψίασε για την τραγική αποσκευή που έφερε. Ένας άνθρωπος που κουβαλάει μια τέτοια κρυφή πληγή είναι «βαρύτερος» στο φτιάξιμο του ρόλου, ήθελε περισσότερο έρμα. Κατά τα άλλα κρατήθηκε με καλή αναλογία δίπλα στην Κουλίεβα και σ’ όλες τις σκηνές ανταποκρίθηκε με επάρκεια. Τη δραματική του ποιότητα ωστόσο την έδειξε στο ξέσπασμα της σκηνή του. Εκεί μαζί με την παρτενέρ του δημιουργούν ένα ισχυρό ωστικό συναισθηματικό κύμα.

    Ο Γιάννης Κυριακίδης ήταν ανθρώπινος και αισθαντικός. Ο θεατής αισθανόταν πως ο κύριος που ξετυλίγει τις αναμνήσεις του είχε αγαπήσει και θαυμάσει τους ήρωες της ιστορία του και πως προσπαθεί να μην παρασυρθεί απ’ τη συγκίνηση και να μείνει αντικειμενικός. Αυτή η λεπτομέρεια δείχνει την κλάση του ηθοποιού. Ο μικρός Γιώργος Φιλίδης παίζει πειστικά και συνήθως με φυσικούς τονισμούς, πρέπει όμως να μάθει και να αισθάνεται. Η συνάντησή του με την Κουλίεβα πρέπει να τον κάνει να προβληματιστεί. Ψυχολογημένο, ατμοσφαιρικό και υποβλητικό το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, όπως και τα κοστούμια της. Βαθύ παράπονο, πόνο και νοσταλγία διέχεε η μουσική του Χέιγκ Γιαζτζιάν.

    18.03.1999, Γεωργίου Αδριανός «Το κτήνος στο φεγγάρι: μην το χάσετε, αν προλάβετε!», Ραδιοτηλεόραση

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Νύφη από φωτογραφία

    Η ατομική περιπέτεια αενάως συνδιαλέγεται με την Ιστορία, στο θεατρικό έργο “Το κτήνος στο φεγγάρι” του, πολωνικής καταγωγής Αμερικανού συγγραφέα, Ρίτσαρντ Καλινόσκι, με το οποίο ο νεοσύστατος θίασος “Δόλιχος” έκανε ένα ευοίωνο ξεκίνημα.

    Η δράση εκτυλίσσεται στο επαρχιακό Μιλουόκι των ΗΠΑ το 1921, αλλά ο δραματικός χρόνος και χώρος εκτινάσσεται ασταμάτητα στο παρελθόν, σ’ έναν τόπο που ονομαζόταν Αρμενία και που σβήστηκε από τον χάρτη μετά την επαίσχυντη γενοκτονία του Ιουνίου του 1915.

    “Για τη γυναίκα μου από την Αρμενία, που ’ταν νύφη από φωτογραφία”… Ο δεκαεννιάχρονος φωτογράφος Αράμ Τομασιάν υποδέχεται τη δεκαπεντάχρονη μέλλουσα γυναίκα του, άρτι αφιχθείσα εξ Ιστανμπούλ.

    Γόνος μιας απαγχονισμένης από τους Τούρκους οικογένειας, ευελπιστεί απεγνωσμένα να ξαναβρεί τις χαμένες ρίζες του, μέσα από τον διπλό ρόλο της αναπαραγωγής: Τη διαιώνιση και τη δημιουργία.

    Στόχος της ζωής του, να συμπληρώσει με νέα πρόσωπα. στη μεγεθυσμένη οικογενειακή φωτογραφία τα κεφάλια των αγαπημένων του που μόνος έκοψε μ’ ένα ψαλίδι σε μια στιγμή απελπισίας. Αλλά, θύμα της ασιτίας, η νεαρή γυναίκα θα αποδειχθεί στείρα.

    Μέσα από την παραδοσιακή φόρμα μιας ιστορίας με αρχή, μέση και τέλος, ο συγγραφέας αναπτύσσει τη σύγκρουση των δύο ηρώων, αναδεικνύοντας τις ψυχολογικές ιδιαιτερότητες των ολοζώντανων χαρακτήρων, αποκαλύπτοντας προλήψεις και απωθημένα.

    Συγχρόνως, σκιαγραφεί την προσπάθειά τους να ενσωματωθούν σ’ αυτή τη χώρα των μεταναστών που είναι η Αμερική. Με ηθογραφικές πινελιές και ανθρωπιστικά αισθήματα.

    Η άνιση σχέση ισχυρού και ανίσχυρου, που σφράγισε την μοίρα της πατρίδας τους, παίζεται τώρα, τηρούμενων των αναλογιών, στο επίπεδο μιας εκκολαπτόμενης πατριαρχικής οικογένειας.

    Ο Αράμ που η μάνα το, όταν παντρεύτηκε τον πατέρα τον, της απαγόρεψαν να μιλάει για έναν χρόνο.

    Η Σέτα που η μάνα της τραγουδούσε και τρανταζότανε το σπίτι ολόκληρο.

    Ιδιαίτερης μνείας χρήζουν, νομίζω, τα σκηνικά αντικείμενα: “ Το τραπέζι με τα τέσσερα γερά πόδια και τις πέντε σκληρές ξύλινες καρέκλες” παραπέμπουν στη χαμένη οικογενειακή εστία.

    Η ξύλινη φωτογραφική μηχανή και οι φωτογραφίες προκαλούν συνειρμούς απαθανάτισης. Η κούκλα, ενθύμιο της τραγικά πεθαμένης μητέρας, είναι κι ένας δεύτερος εαυτός κι ένα φανταστικό παιδί για τη Σέτα. Είναι ακόμη, για να θυμηθούμε τους ψυχαναλυτές, ένα αντιστάθμισμα πέους.

    Στο εξαιρετικά καλαίσθητο (όπως και τα κοστούμια) γυμνό σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, με τη τζαμένια εξώπορτα στο βάθος, δεσπόζει το τραπέζι, ενώ μισάνοικτες πόρτες αποκαλύπτουν άλλους ζωτικής σημασίας χώρους.

    Στην ωριμότερη σκηνοθεσία του, ο Στάθης Λιβαθινός επικεντρώνει το βάρος στις ερμηνείες, εκμαιεύοντας την αλήθεια του συναισθήματος, σε μια παράσταση ακρίβειας και αισθαντικότητας που υποστηρίζεται και από τις φωτοσκιάσεις του Αλέκου Αναστασίου και της αρμενικής νοσταλγικής μουσικής του Χάιγκ Χατζιάν.

    Η Ρωσίδα ηθοποιός Ταμίλα Κουλίεβα με τη μεγάλη θεατρική παιδεία του τόπου της στις αποσκευές της, ερμηνεύει, σε άπταιστα ελληνικά, με απαράμιλλη τεχνική, την εύθραυστη αλλά δυνατή Αρμένισσα.

    Με συγκίνηση, αδιόρατο χιούμορ, πνευματικότητα, φαντασία. Ο ηθοποιός (και άριστος μεταφραστής) Δημήτρης Τάρλοου παίζει με αυτοσυγκράτηση και κρυφή ευαισθησία τον Αράμ και την πάλη του με τα φαντάσματα του παρελθόντος.

    Αξιολάτρευτος φτωχοδιαβολάκος ο Γιώργος Φιλίδης. Αυτός ο μικρός ορφανός που δίνει νόημα στη ζωή του ζευγαριού, γίνεται μεγαλώνοντας ο “Αφηγητής” της ιστορίας του. Ρόλος περιττός, πιστεύω, διδακτικός και μελοδραματικός παίζεται από τον έμπειρο Γιάννη Κυριακίδη, αλλά πώς να διασωθεί, όταν επιπλέον φορτίζεται συγκινησιακά με το βαθύ σκοτάδι;

    Δυστυχώς, “Το κτήνος στο φεγγάρι”, έρχεται σε ώρες που το δράμα της προσφυγιάς εξακολουθεί να παίζεται στις σκηνές του “πολιτισμένου” κόσμου μας.

    “Δόλιχος”, πάντως, σημαίνει, αν δεν απατώμαι, δρόμος αντοχής.

    03.04.1999, Καγγελάρη Δηώ «Νύφη από φωτογραφία», Ημερησία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Το δράμα της προσαρμογής

    Στο «Από Μηχανής Θέατρο» η θεατρική εταιρεία «ΔΟΛΙΧΟΣ» παίζει εδώ και λίγες εβδομάδες ένα πολύ ενδιαφέρον έργο του Ρίτσαρντ Καλινόσκι, «Το κτήνος στο φεγγάρι».

    Το κείμενο, η γραφή του και η ιδεολογία του περιγράφουν το γνωστό αισθητικό πρόβλημα που αποπειράθηκα πρόσφατα σε άλλη στήλη να προσεγγίσω. Το πρόβλημα της Ηθογραφίας. Ο Καλινόσκι, με ένα φτερωτό ρεαλισμό, δηλαδή με φέτες ζωής που αναγράφονται κάθε φορά και εγγράφονται σε ιδεολογικές, αισθητικές και ηθικές μήτρες, παρακολουθεί τη ζωή εν αμερικανική επαρχία δύο βασανισμένων μεταναστών, εμιγκρέδων Αρμενίων, μετά τη τρομερή γενοκτονία της φυλής τους από την κτηνωδία του τουρκικού εθνικισμού.

    Ο Καλινόφσκι δεν κάνει ούτε ιστορία ούτε θέατρο καταγγελίας ούτε κοινωνιολογική ή λαογραφική μελέτη με όχημα το θέατρο. Κάνει θέατρο χαρακτήρων και καταστάσεων, μόνο που οι χαρακτήρες έχουν εθνική καταγωγή, κοινωνικό φορτίο και ηθικές προκαταλήψεις, έχουν παραδοσιακές αξίες και εξωγενείς ερεθισμούς. Ο άντρας της ιστορίας του Καλινόσκι, Αρμένιος που γλίτωσε από τη σφαγή, φτάνει στην Αμερική, προσαρμόζεται στα νέα ήθη και εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες και επιβιώνει επαγγελματικά, έτσι ώστε να μπορεί να ζήσει αξιοπρεπώς στη νέα πατρίδα του. Έχοντας όμως βαθιές ρίζες στη χαμένη του πατρίδα, βρίσκει θαρρώ, σωσίβιο ένα γάμο με μια ομόφυλή του που κουβαλάει τα ίδια τραύματα και τιμά τις ίδιες παραδόσεις.

    Η νύφη, που έρχεται από την Κωνσταντινούπολη και το ορφανοτροφείο της, είναι ένα αχαμνό κοριτσάκι 15 ετών. Ο Γαμπρός ονειρεύεται να αναπαράγει στην ξενιτιά μία εστία, έναν θύλακο, μια κιβωτό της χαμένης του οικογένειας. Θέλει να ζει διπλή ζωή: ως Αμερικανός εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες για να κερδίσει κύρος και χρήματα, ως Αρμένιος αναπαράγει τους ηθικούς κώδικές της ανατολίτικης πατρίδας του – πατριαρχικός αυταρχισμός, φαλλοκρατική συμπεριφορά, η αντίληψη πως η γυναίκα είναι σκεύος ηδονής, παιδοποιητική μηχανή και φύλακας των οικογενειακών αξιών, τιμαλφών και συλλογικής μνήμης.

    Οι δύο σύζυγοι έχουν τα έντονα τραύματά τους, έχουν τις αναστολές τους, τις προσδοκίες τους και τις ψευδαισθήσεις τους.

    Ο συγγραφέας παρακολουθεί με στοργή και χιούμορ τις έντιμες προσπάθειές τους να βρουν γέφυρες επικοινωνίας, να ανακαλύψουν την τρυφερότητα, να αφεθούν στην εμπειρία της σωματικής γνώσης, να τους αποκαλυφθεί ο βίος ως ένωση κοινής ανοχής.

    Είναι πράγματι συνταρακτικός όσο και αφοπλιστικά απλός ο τρόπος που ο συγγραφέας οδηγεί τις συγκρούσεις ως την τελική αποκάλυψη της απλής αλήθειας πως η ζωή είναι εδώ, συντελείται τώρα, και πως το παρελθόν, όσο βαρύ, όσο τραυματικό, όσο εφιαλτικό, αφού μπόλιασε τον ψυχισμό τους, οφείλει, αφήνοντας το βαρύ άρωμά του στη μνήμη, να αποσυρθεί για να αναδυθεί στο μέλλον ένας νέος κόσμος εμπειρίας με βαθιές ρίζες, αλλά με ρεαλιστική ματιά.

    Το έργο είναι αισιόδοξο∙  πιστεύει πως η ζωή δίνει λύσεις και ένα μάθημα προς όλους τους δοκιμαζόμενους ανθρώπους, πως η προσαρμογή δεν είναι πάντα προδοσία, η συμμόρφωση στις νέες συνθήκες ζωής δεν είναι η αμνηστία και ξέκομμα από τις ρίζες.

    Ο Καλινόσκι έγραψε ένα τρυφερό έργο με σκληρά υλικά. Ωμό και ήπιο ταυτόχρονα, αφού έπρεπε οι δύο άνθρωποι της ιστορίας να βρουν την ατραπό που θα τους οδηγούσε από την απάνθρωπη, κτηνώδη βία στη γαλήνη μιας ζωής γεμάτης κατανόησης για τα ανθρώπινα, γεμάτης συγκατάβαση, αλλά όχι συμβιβασμό.

    Ο Δημήτρης Τάρλοου μετέφρασε το έργο με γνώση της θεατρικής γλώσσας. Η Μανωλοπούλου με λιτά μέσα έστησε κυριολεκτικά μια αρένα – ενδιαίτημα για να δείξει πως ο αγώνας επιβίωσης και η οδός προς την αλληλοπεριχώρηση είναι  πορεία μέσα στον έρημο και διαμέσου φορτισμένων συμβόλων. Κυρίαρχα εδώ σύμβολα, μια φωτογραφική μηχανή με τρίποδα και ένα καβαλέτο μ τη φωτογραφία της χαμένης μείζονος οικογένειας.

    Ο Στάθης Λιβαθινός που σκηνοθέτησε το έργο δούλεψε με μέθοδο παραδοσιακού αγγειοπλάστη. Βρήκε το κατάλληλο χώμα – με γνώση τον πηλό, έπλασε με τα χέρια τα αγγεία του και αφού τα έβαλε στο καμίνι, φρόντισε η φωτιά να τα κυρώσει ως έργα τέχνης και ως χρηστικά εργαλεία.

    Η παρουσία της Ταμίλας Κουλίεβα στην παράσταση είναι μια ευλογία. Αυτή η σημαντική Ελληνίδα πλέον ηθοποιός με την σλαβική ψυχή και τη ρωσική υποκριτική σχολή να διαμορφώνουν τον κώδικά της, φέρνει στο θέατρο μας ένα νέο ήθος, ένα νέο ρίγος και μια πρωτόφαντη ποιότητα θεατρικού γούστου. Μάθημα υψηλής θεατρικής τέχνης. Με αξιοθαύμαστη εσωτερική τεχνική που υποχρεώνει σε πειθαρχία όλη την ψυχοσωματική σκεύη, συγκροτεί πρόσωπα με άκρα συνέπεια ψυχολογικής και ιδεολογικής πορείας. Διατρέχει τον ψυχισμό της ηρωίδας από 15 έως σαράντα ετών χωρίς τερτίπια, ψιμύθια και τεχνικές, μόνο με τα υπέροχα μάτια της και τα πολυμήχανα χέρια της.

    Αυτή η ηθοποιός κάνει θέατρο με τα νύχια των ποδιών της. Μεγάλη απόλαυση.

    Ο Δημήτρης Τάρλοου στον καλύτερο ρόλο του, ώριμος, μετρημένος, με άκρα συνέπεια και συνοχή, με χιούμορ και πίκρα, στέκεται δίπλα στην Κουλίεβα με άνεση ισοτίμως.

    Ο Γιάννης Κυριακίδης ως αφηγητής έφερε την λιτότητα του, την αμεσότητά του στη σκηνή και το υπόγειο χιούμορ του. Ο μικρός Γιώργος Φιλίδης, με υψηλό επαγγελματισμό, έκανε καθαρό θέατρο, είχε χάρη, χιούμορ και λιτούς τρόπους. Ξεπέρασε τους κινδύνους του αλαζονικού παιδιού – θαύματος, χάρη πιστεύω στη χειραγώγηση του Λιβαθινού.

    Η μουσική του Χάιγκ Γιαζντιάν που δίνει βάθος στα δρώμενα, σπαρακτική, προσφέρει την εμπειρία των ριζών και την εγγύηση της ωριμότητας των καρπών, στον κόσμο της εμιγκρέτσιας, που σπάρθηκε αλλού κι αλλού μεταφυτεύτηκε.

    08.03.1999, Γεωργουσόπουλος Κώστας  «Το δράμα της προσαρμογής», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Το κτήνος στο φεγγάρι» στο «Από μηχανής θέατρο»

    Το να μπαίνει κανείς σε μια θεατρική αίθουσα με δυσάρεστο αίσθημα (όπως συνέβη στην υπογράφουσα, στο “Από μηχανής θέατρο”, λόγω ακατανόητων και ατυχέστατων χειρισμών των “αρμοδίων” (;) θιάσου και ταμείου, σχετικά με τις θέσεις, και των “διαπραγματεύσεων” που χρειάστηκαν για να καθίσει, έστω, σε σκαλάκι του διαδρόμου) και στο τέλος να βγαίνει από την αυτήν γεμάτος χαρά και ευφροσύνη από τη συγκίνηση και την υψηλή αισθητική ποιότητα της παράστασης που είδε, είναι μια εμπειρία διπλά αλησμόνητη. Μια εμπειρία που αποδεικνύει τη “θεραπευτική” ιδιότητα της αληθινής τέχνης.

    Στο “Από μηχανής θέατρο”, ο θίασος “Δόλιχος” προσφέρει μια παράσταση -γεγονός του θεατρικού χειμώνα, με το έργο του πρωτοπαρουσιαζόμενου, πολωνικής καταγωγής, Αμερικανού συγγραφέα Ρίτσαρντ Καλινόσκι “Το κτήνος στο φεγγάρι”, με τη σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού και με τις ερμηνείες μια αληθινή θεατρική “λειτουργία”. Γιος μεταναστών ο Καλινόσκι, έχοντας γνωρίσει (από την Αρμένισσα σύζυγό του και άλλους ομοφύλους της) το δράμα των Αρμενίων, έγραψε το 1995 ένα έργο μνήμης από τη γενοκτονία των Αρμενίων. Έργο παράλληλα, άπλετης ανθρωπιάς για τα πάθη κάθε ξεριζωμένου λαού, αγάπης και κατανόησης για κάθε ορφανεμένο, βασανισμένο, ξεκληρισμένο άνθρωπο, που παλεύει να επιζήσει και να στεριώσει σε μια δεύτερη “πατρίδα”. Το “κτήνος στο φεγγάρι”, με τη ρεαλιστική του απλότητα, τις ηθογραφικές αποχρώσεις του, τους καλοχτισμένους και ψυχογραφημένους χαρακτήρες, με το βαθύ ουμανιστικό του μήνυμα, με την επισήμανσή του ότι αυτό που λέμε σήμερα “Αμερική” και “αμερικανικός λαός” δεν είναι τίποτα άλλο, παρά κράμα τραγικά ξεριζωμένων λαών και άμοιρων στον τόπο τους μεταναστών, που πάλεψαν για να επιβιώσουν, διχασμένοι από τη διπλή προσπάθεια, της “εμφύτευσης” σε ξένο τόπο των παραδόσεών τους (εθνικών, θρησκευτικών, ηθικών, οικογενειακών) και της προσαρμογής τους στα κοινωνικά δεδομένα, στις συνθήκες και στον τρόπο ζωής της νέας “πατρίδας” τους.

    Από αυτό το διχασμό προκύπτει και το ψυχολογικό δράμα και η σύγκρουση των κεντρικών προσώπων του έργου. Του Αράμ – παιδί μιας απαγχονισμένης από τους Τούρκους οικογένειας, που διασώθηκε και δεκαεννιάχρονος εγκαταστάθηκε σε μια επαρχιακή πόλη της Αμερικής, βγάζοντας το ψωμί του ως φωτογράφος όπως και ο πατέρας του – και της Σέτα – της πεντάρφανης επίσης γυναίκας του, που διασώθηκε της μεγάλης γενοκτονίας και την οποία δεκαπεντάχρονη παντρεύτηκε ο Αράμ, δι’ αντιπροσώπου, επιλέγοντάς την από φωτογραφία και φέρνοντάς τη στην Αμερική. Ο γάμος τους θα είναι μια ακόμα σκληρή δοκιμασία και για τους δύο. Ο Αράμ, “θρεμμένος” με πατριαρχικές, καταπιεστικές για τη γυναίκα παραδόσεις της οικογένειάς του, με τον πόθο να ξαναπλάσει αυτός τη χαμένη του οικογένεια, συμπληρώνοντας με νέα πρόσωπα τα κεφάλια των δικών του στη μοναδική φωτογραφία που διέσωσε από την οικογένειά του, αντιμετωπίζει την Σέτα σαν παιδοποιητική μηχανή. Όταν, πλέον, αποδειχτεί ότι η Σέτα πλήρωσε και με στειρότητα την πείνα που συνόδευσε τη γενοκτονία, μια λύση μόνο υπάρχει για να επουλωθεί και η τραυματική σχέση τους, για να υπερβούν τη θλιβερή πραγματικότητα, να την εξανθρωπίσουν, να της δώσουν νόημα και αξία. Τη λύση τη δίνει η τρυφερή μητρική ψυχή, η ανθρωπιά, η λογική, η κοινωνική συνείδηση της Σέτα. Η Σέτα περιμαζεύει ένα παιδί του δρόμου, ένα ορφανεμένο παιδί Ιταλών μεταναστών και μετά από πολλές συγκρούσεις με τον άντρα της, καταφέρνει να γλυκάνει την ψυχή και τη ζωή του Αράμ με την παρουσία του παιδιού και τη φροντίδα του γι’ αυτό. Η αγάπη και η στοργή για ένα ορφανό παρηγορεί το όνειρό τους για οικογένεια και καταφέρνει να έχει προορισμό η ζωή και νόημα ο γάμος τους.

    Η τρυφερότητα, η ρεαλιστική απλότητα, το ειλικρινές αίσθημα και το ανθρωπιστικό μήνυμα που αναδύονται από το έργο δε θα μπορούσαν να βρουν καλύτερη σκηνική “ανάγνωση” από αυτή του Στάθη Λιβαθινού. Ο σκηνοθέτης “έχτισε” μια παράσταση ποιητική, μουσική, με ακέραιη και λεπτοδουλεμένη την αλήθεια του χαρακτήρα, του τραυματικού ψυχισμού, του ατομικού δράματος κάθε προσώπου. Μια παράσταση αισθαντική, υποδειγματικού δραματικού μέτρου, ευφρόσυνα συγκινητική, με δημιουργικούς συντελεστές της τη θεατρικά ρέουσα μετάφραση του Δημήτρη Τάρλοου, το καλαίσθητο λιτό ρεαλιστικό σκηνικό και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, την υποβλητική μουσική του Χάικ Χατζιάν, τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου. Η θαυμάσια αυτή παράσταση, εκτός από τις πολύ καλές ερμηνείες του Γιάννη Κυριακίδη – καταθέτει όλη τη θέρμη, την αλήθεια, την έμπειρη απλότητα της υποκριτικής του στο ρόλο του αφηγητή – του Δημήτρη Τάρλοου – στην πληρέστερη και συνθετότερη μέχρι τώρα ερμηνεία του – του μικρού αλλά σκηνικά εύστροφου και εκφραστικού Γιώργου Φιλίδη – προσφέρει μια ακόμα έκπληξη και θεατρική απόλαυση. Την ερμηνεία της Ρωσίδας – Ελληνίδας πια – Ταμίλα Κουλίεβα. Μια ερμηνεία που αποκαλύπτει ένα μεγάλο υποκριτικό ταλέντο, πλασμένο από τη μεγάλη ρώσικη θεατρική παιδεία. Μια ηθοποιός, τέλεια ασκημένο (φωνητικά, σωματικά, πνευματικά, συναισθηματικά) υποκριτικό “όργανο”.

    16.03.1999, Θυμέλη «Το κτήνος στο φεγγάρι στο Από Μηχανής Θέατρο», Ριζοσπάστης

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η δωρεά που σφραγίζει

    Το «Κτήνος στο φεγγάρι» του Αμερικανού Ρίτσαρντ Καλινόφσκι με τη θεατρική ομάδα Δόλιχος στο «Από Μηχανής Θέατρο»: μία από τις ευχάριστες εκπλήξεις του θεατρικού χειμώνα θα έλεγα χωρίς δισταγμό η πιο ευχάριστη. Το έργο τυπικά μιλά για το έγκλημα της γενοκτονίας των Αρμενίων από τους Τούρκους (το γράφουμε καθαρά χωρίς μισόλογα, κι ας έρθουν όσοι έχουν αντίρρηση να μας ζητήσουν τον λόγο), δεν κάνει όμως ιστορία με την κύρια σημασία του όρου. Όποιοι θεατές περιμένουν κάτι τέτοιο, σίγουρα θα απογοητευτούν. Το δράμα του Καλινόφσκι ανοίγεται αντίθετα μέσα στο ρίγος, κάθε φορά που επιχειρούμε να γράψουμε τη δική μας προσωπική ιστορία, μέσα στην ιστορία. Την οποία, σαν τέτοια, δε θα μπορούσαμε ποτέ να γράψουμε. Επειδή βρίσκεται πέρα από τα όρια της γραφής που μας δόθηκε απ’ την ίδια την ιστορία μας, για να τη γράψουμε, μα τούτο είναι σχεδόν αδύνατο. Διότι, πως μπορεί κανείς να γράψει μια ιστορία που είναι συγχρόνως η αιτία και το αποτέλεσμα της γραφής της; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα μπορεί να είναι απλή μα και σύνθετη την ίδια στιγμή στην εφαρμογή της: ένας τρίτος! Δηλαδή πάλι εμείς, με το δανεικό προσωπείο κάθε φορά ενός άλλου. Όταν βέβαια ο σκοπός της αφήγησης είναι να μας οδηγήσει στην αφαίρεση του προσωπείου, στην αποκάλυψη εντέλει του προσώπου του αφηγητή, και δεν εξαντλείται σε περίτεχνες λογοτεχνικές ασκήσεις ύφους. Όπως, ευτυχώς, γίνεται στο έργο του Καλινόφσκι… Αγγίζουμε εδώ δύσκολα ζητήματα της θεωρίας της λογοτεχνίας, όπως το πρόβλημα του χρόνου αφήγησης και το πρόβλημα του προσώπου του αφηγητή, που δεν έχουμε βέβαια την πρόθεση ούτε τη δυνατότητα να λύσουμε, αυτή τη στιγμή. Θα πω μόνο τούτο, πως το έργο του Καλινόφσκι είναι βαθιά θεατρικό και βαθύτατο ανθρώπινο, αγαπά τον άνθρωπο μ’ όλες τις αντιφάσεις του και το λέει με κάθε τρόπο, σαν κείμενο και μέσα από τους ρόλους του. Με ζεστή φωνή και με πειθώ. Μας αφορά όλους, Αρμένιους, Έλληνες, Τούρκους όσους αναζητούν την ταυτότητά μας μεσ’ απ’ τον διάλογο με το άλλο μας… Η τουλάχιστον όσους βλέπουμε ακόμη την ιστορία σαν εν δυνάμει λύτρωση κι όχι σαν αιώνια, καθαρτήρια επιστροφή της οδύνης και του φόνου. Δεν έχει δηλαδή καμία σχέση το έργο αυτό με όσα περιθωριακά κείμενα μας φέρνει συχνά ο Ζέφυρος και τα οποία δεν έχουν τίποτα το ουσιώδες να πουν, αναμασώνοντας ύποπτες αμπελοφιλοσοφίες .

    Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθινός είναι άψογη και υποδειγματική, αυτό μόνο μπορώ να πω, σε ρυθμούς, σε ύφος, σε χρώματα, σε τόνους, σε διδασκαλία ρόλων και σε ήθος. Δεν επιχειρεί να εκμεταλλευτεί το θέμα του έργου, δεν αρκείται στην ηθογράφηση αλλά πηγαίνει το ψάξιμο σε βάθος, στην ίδια τη τραγική ρίζα. το σκηνικό και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου συναντούν την ουσία, χτυπούν στο κέντρο τον στόχο του, η μουσική (Χαϊγκ Γιατζιάν) δίνει το περίγραμμα και οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου το βάθος της εικόνας. Η μετάφραση του Δημήτρη Τάρλοου αποτέλεσμα μιας σχέσεις αγάπης με το πρωτότυπο.

    Η Ταμίλα Κουλίεβα, αυτή η σημαντική ηθοποιός που μας ήρθε απ’ την πατρίδα της τη Ρωσία, για να γίνει και δική μας, δεν κουβαλά μαζί της μόνο τη σπουδαία παιδεία της χώρα της και την τεχνική μιας μεγάλης σχολής, μα κάτι περισσότερο που δεν μαθαίνεται και που δεν αποκτάται αλλά καλλιεργείται και ανθίζει. Δε μιλώ για την αμφίβολη έννοια του ταλέντου, αλλά για εκείνη την ιδιαίτερη δωρεά που σφραγίζει. Η κυρία Κουλίεβα έχει αναμφίβολα το σπάνιο αυτό δώρο δεν υποκρίνεται μόνο συγκλονιστικά, το δεκαπεντάχρονο κοριτσάκι ή τη γυναίκα που έμεινε δίχως παιδί, χωρίς δηλαδή δικό της κεντρικό χρόνο… Οι μεταμορφώσεις της κυρίας Κουλίεβα έχουν ως άξονα την ίδια την άχρονη ηλικία του ανθρώπου. Δίνει φτερά στον ρόλο σε τόνους χαμηλούς και «βάζει φωτιά» στα λόγια χωρίς να φορτίζει συναισθηματικά τις λέξεις. Όλα όσα είναι να συμβούν συμβαίνουν, αλλά συμβαίνουν πυκνά στην ακροτελεύτια συλλαβή κάθε ατάκας. Συμβαίνουν, γι’ αυτό, κατ’ εξοχήν ως γεγονότα και όχι ως λόγια.

    Ο Δημήτρης Τάρλοου την ακολουθεί στον καλύτερό του μέχρι σήμερα ρόλο, λιτός, ουσιώδης και αποφασιστικός, βγάζει πέρα τον ρόλο κρατώντας την ουσία του και απορρίπτοντας κάθε περιττό στοιχείο. Ο Γιάννης Κυριακίδης στο ίδιο κλίμα και με αξιοζήλευτη ακρίβεια εντοπίζει τα μη εμφανή σημεία κλειδιά πάνω από τα οποία πατά σε μια σχεδόν Δωρική προσέγγιση του ρόλου – αφηγητή. Σημειώνω τη στιγμή της σιωπηλής, ανεπαίσθητης αφαίρεσης του προσωπείου και της αποκάλυψης της ταυτότητας σαν μια από τις πιο συγκλονιστικές της όλης παράστασης.
    Ο μικρός Γιώργος Φιλίδης σωστά διδαγμένος ‘παίζει’ τον ρόλο του με συνέπεια σωστού επαγγελματία. Βοηθός σκηνοθέτη η Έρι Κυργιά.

    07.03.1999, Πολενάκης Λέανδρος «Η δωρεά που σφραγίζει», Η Αυγή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Το κτήνος στο φεγγάρι» στο «Από Μηχανής Θέατρο»

    Το κτήνος ήταν πεντάμορφο… Οι λέξεις έρχονται -μπορούν άραγε;- να υποτάξουν κάτω από μια μικρή φράση ένα υπέροχο κείμενο, μια μεγάλη παράσταση που υποστηρίζεται από την ερμηνευτική δυνατότητα τριών άριστων ηθοποιών.

    Είναι «Το κτήνος στο φεγγάρι» του Ρίτσαρντ Καλινόσκι που παρουσιάζεται στο «Από Μηχανής θέατρο», στην οδό Ακαδήμου, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθηνού και πρωταγωνιστές -αληθινούς, λαμπρούς- την Ταμίλα Κούλιεβα, τον Δημήτρη Τάρλοου (ο ίδιος υπογράφει και τη μετάφραση), τον Γιάννη Κυριακίδη και τον τρομερό μικρό Γιώργο Φιλίδη.

    Πέμπτη βράδυ… Οι μελλοντικοί θεατές της παράστασης στριμώχνονται σχεδόν ανυπόμονα μπροστά στο ταμείο του θεάτρου. Στο βάθος μπροστά από το μπάρ του θεάτρου, ο Στάθης Λιβαθηνός μας παρατηρεί. Σεμνός όπως πάντα, ήρεμος, αφήνει ελάχιστα να φανεί η ικανοποίησή του. Δίπλα του, θεατές όλων των ηλικιών σιγοψιθυρίζουν όλα όσα άκουσαν για την παράσταση σχολιάζουν τη Ταμίλα έτσι όπως τη γνώρισαν από τη «Βασιλική», την ταινία του Β. Σερντάρη και ακόμη -γιατί όχι- από τη σειρά του « Μέγκα» και το σενάριο της Μ. Παπαοικονόμου «Η ζωή που δεν έζησα».

    Τρίτο κουδούνι και να που εδώ μπροστά μας μέσα στο λιτό σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου σκηνοθέτης και ηθοποιοί αποδεικνύουν τη βαθιά επικοινωνία και τη σύμπνοια γι’ αυτή τη δουλειά.

    Ο 50χρονος Αμερικανός πολωνικής καταγωγής Ρίτσαρντ Καλινόσκι με «Το κτήνος στο φεγγάρι» καταπιάνεται με τον αγώνα όσων επέζησαν από τη Γενοκτονία των Αρμενίων και πετυχαίνει να γράψει ένα έργο δυνατό και βαθιά συγκινητικό που εύκολα και πειστικά μπορεί να ξεφύγει από τα όριά του και να μιλήσει απλά για ανθρώπινες σχέσεις.

    Με ήρωες τον Αράμ Τομασιάν και τη Σέτα, δύο νεαρούς Αρμένιους, που έχουν ορφανέψει και μεταναστεύουν στην Αμερική, ο Καλινόσκι εξιστορεί αντλώντας το υλικό του από μαρτυρίες και μελέτη της ιστορίας, τη μοίρα ενός ολόκληρου λαού.

    Όταν η σκηνή ανοίγει, η δεκαπεντάχρονη Σέτα έχει μόλις φτάσει στην Αμερική προκειμένου να παντρευτεί τον Αράμ, ο οποίος την επέλεξε για γυναίκα του από φωτογραφίες που ζήτησε από το ορφανοτροφείο της Κωνσταντινούπολης. Και εδώ η μικροκαμωμένη Ταμίλα « παίρνει στην αγκαλιά της» με χιούμορ, τρυφερότητα αλλά και ωριμότητα τη Σέτα, για να την οδηγήσει σε σπάνιες θεατρικές στιγμές. Η Ταμίλα και η Σέτα γίνονται ένα και πετυχαίνουν να μας μεταφέρουν στο κόσμο τους. Έναν κόσμο που κατοικείται από μια σπουδαία ηθοποιό με τέλεια εκφορά λόγου -μολονότι Ρωσίδα- με δύναμη στην υπόκριση και βαθιά γνώση του κορμιού, των χεριών, του προσώπου της. Με το παρελθόν και τη μνήμη να βαραίνει επάνω της αλλά και το όνειρο και τη δίψα να χτίσει μια νέα ζωή, η Σέτα, στη διάρκεια της παράστασης, μεταμορφώνεται σταδιακά από παιδί σε γυναίκα για να καταθέσει τελικά τη δύναμη του ανθρώπου και τη δυνατότητά του να επουλώνει τα τραύματά του. Η Σέτα γλείφει με πείσμα τις πληγές της και τα καταφέρνει κι εμείς παρακολουθούμε σχεδόν άναυδοι τις αρετές μιας ηθοποιού που καταθέτει πραγματικά στη σκηνή του «Από Μηχανής Θεάτρου», την παιδεία της, το βίωμά της -ήρθε από τη Ρωσία και μαζί με τον σκηνοθέτη σύζυγό της εγκαταστάθηκε στον τόπο μας- την ψυχή της. Δίπλα της ο Δημήτρης Τάρλοου σκιαγραφεί με τον ίδιο οίστρο το πορτρέτο του Αράμ, αφήνει να «κατέβουν» στην πλατεία τα όνειρά και οι πόνοι του, οι επιθυμίες και οι αδυναμίες του. Οι δυο τους παρέα με τον υπέροχο και πειστικό -ανεπηρέαστο λες από τις καταστάσεις που κυλούν γάργαρα- Γιάννη Κυριακίδη συναντούν τον σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθηνό που γνωρίζουμε την πορεία του και τη διάθεσή του απέναντι στη θεατρική πράξη.

    Με τη μουσική σύνθεση του Αρμένη Χαϊγκ Γιαζτζιάν να συμπλέει απόλυτα με την παράσταση και τους ήχους να υπαγορεύουν αισθήματα – κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την Ελένη Καραΐνδρου- η παράσταση οδηγείται στο… φως με λαμπρότητα. Για να εισπράξει το «μπράβο» των ορθίων στα καθίσματά τους ηθοποιών και το δυνατό χειροκρότημα.

    Πρόκειται για μια εξαιρετική παράσταση που ολοκληρώνει το κύκλο της στις 4 Απριλίου. Μην τη χάσετε!

    07.03.1999, Αδαμοπούλου Μαρία «Το κτήνος στο φεγγάρι στο Από Μηχανής Θέατρο», Η Αυγή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Θέατρο στο φεγγάρι

    Η στήλη, παρά τις επισημάνσεις του αδιεξόδου στο οποίο οδηγείται το θέατρό μας με την καλπάζουσα αύξηση θιάσων και σκηνών, χαιρετίζει την εμφάνιση ενός νέου σχήματος, το οποίο υπενθυμίζει ότι το θέατρο δεν είναι εντυπωσιασμός κενός περιεχομένου, αλλά επιδίωξη περιεχομένου, που οφείλει να εντυπωσιάσει με τη σοβαρότητα και την ευαισθησία των καταθέσεών του, δηλαδή σχήματος με λόγο ύπαρξης. Το «Κτήνος στο φεγγάρι» του Richard Kalinoski – σημαντικό έργο- παίζεται στο «Από Μηχανής Θέατρο» από την εταιρεία «Δόλιχος», σε μια μεγάλη, χαμηλών τόνων αλλά ουσιαστικής ευθυβολίας, παράσταση. Η προσωπική διαδρομή του Αράμ και της Σέτα, δυο Αρμενίων που μετά τη γενοκτονία του λαού τους από την τουρκική εθνικιστική βαρβαρότητα προσπαθούν να επιβιώσουν στην Αμερική των πρώτων δεκαετιών του αιώνα, αναπτύσσεται από τον συγγραφέα με άτεγκτη τρυφερότητα. στερεή θεατρική τεχνική, συγκροτημένη διαγραφή ηθών, εξελικτική δύναμη σχέσεων και χαρακτήρων. Η καθήλωση του Αράμ σ’ ένα τραυματικό συλλογικό ιστορικό παρελθόν διαλέγεται με τη βαθύτατα ανθρωπιστική δυνατότητα ωρίμανσης και υπερβάσεων της Σέτα, που εκφράζει την αναγκαιότητα μιας νέας προσωπικής ισορροπίας, η οποία αποβλέποντας στο μέλλον προτείνει μια ουσιαστική, βαθιά αφομοιωμένη, πολιτικοϊστορική δυναμική συνείδηση. Η σχέση των δύο καθαίρεται λυτρωτικά, καθώς το καταλυτικό «τώρα» εγκαθιδρύει νέο βασίλειο στον εικονικό-φωτογραφικό χώρο του ακινητούντος «χθες», που εγκλωβίζει το «αύριο».

    Η προσέγγιση του Kalinoski είναι πολιτική, όχι πολιτικάντικη. Εξ αυτού αφορμωμένη η μόνη ίσως αντίρρηση: η διαπραγμάτευση του πολιτικού θέματος είναι ουσιωδώς αποτελεσματική διά των προσώπων, και το ιστορικό υπόβαθρο στο οποίο εγγράφονται εναργώς διαγεγραμμένο τόσο ώστε οι λεπτομερείς αφηγηματικές αναφορές στα ιστορικά γεγονότα, αν και σε καμία περίπτωση δεν φτάνουν στην πολιτική μπροσούρα, δεν είναι πάντοτε αναγκαίες, δεδομένου ότι ενέχουν κινδύνους για μια λιγότερο νοήμονα και προσεκτική παράσταση από την παρούσα.

    Στην προκειμένη περίπτωση, η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού αποφεύγει εντέχνως τους πιθανούς σκοπέλους∙ ισορροπώντας ευφυώς το αποστασιοποιητικό στοιχείο του αφηγητή με το δραματικό, υποτάσσει το «μήνυμα» στην εγγενή θεατρικότητα του κειμένου και αναδεικνύει τους πυρήνες της πραγματικότητας με εντελή αισθητική μορφή θεατρικής ποιητικότητος. Ο σκηνοθετικός οίστρος είναι πανταχού παρών, χωρίς ποτέ να επιδεικνύεται ερήμην των υποκριτών.

    Ο σκηνοθέτης είχε στα χέρια του ένα εξαιρετικό ατού: την Ταμίλα Κουλίεβα, μέγα κέρδος για το θέατρό μας. Η δουλειά της είναι υποκριτικό μάθημα. Η κ. Κουλίεβα χρησιμοποιεί τα προσόντα και τη θεατρική παιδεία της στην υπηρεσία μιας υποκριτικής δημιουργίας ευφυούς ,σκηνικά λαμπερής, εσωτερικά γοητευτικής, εύρυθμης και ψυχολογικώς πυκνής. Η Σέτα της μεταμορφώνεται εν πορεία βίου, εν χώρω και χρόνω, με εκπλήσσουσα αισθητική εκφραστικής σωματικότητας, υποκριτικό χιούμορ, αβίαστη θεατρική ανάσα, που δεν προδίδει τον μόχθο της κατασκευής. Παρηγορία εν θεάτρω! Ο Δημήτρης Τάρλοου, εκτός από τη στρωτή μετάφραση, επωμίζεται και το αντίπαλον δέος, διαγράφοντας ευκρινώς την τραυματική-τραυματίζουσα περιχαράκωση του Αράμ και την διά των ιδίων παθών συνθετική του υπέρβαση, και ο Γιάννης Κυριακίδης συμβάλλει καιρίως στην προσεκτική ισορροπία ενός αφηγητή-ρόλου και μη- με τη διακριτική τρυφερότητα ανατολίτη παραμυθά. Οργανική η συμβολή των φωτισμών (Α. Αναστασίου] και της μουσικής (Haig Yazdjian), ενώ το νέο τάλαντο της Ελένης Μανωλοπούλου φιλοτέχνησε «κατά το αναγκαίον» θεατρικής αληθείας εξαίρετην όψιν «του εικότος».

    03.03.1999, Ανδριανού Έλσα «Θέατρο στο φεγγάρι», Ακρόπολις

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ποιο κτήνος κρύβει το φεγγάρι;

    Ταμίλα Κουλίεβα – Δημήτρης Τάρλοου: Ένα «μεγάλο» έργο για «μικρούς» ανθρώπους

    Όταν άρχισα να το διαβάζω, πολλές μέρες πριν παρακολουθήσω την πρόβα, το έργο του Πολωνού Ρίτσαρντ Καλινόσκι «Κτήνος στο Φεγγάρι» με ξένισε, γιατί ήταν καθημερινό, οικείο, κιτρινισμένο σαν παλιά φωτογραφία ενός ζευγαριού μεταναστών στην Αμερική του 1920. Ωστόσο, η απλή, καθημερινή, ανθρώπινη ιστορία δυο παιδιών από την Αρμενία, της Σέτα (Ταμίλα Κουλίεβα) και του Αράμ (Δημήτρης Τάρλοου) που συναντιούνται στη «χώρα των ευκαιριών» κουβαλώντας στις αποσκευές τους την ορφάνια, το σπαραγμό, τον ξεριζωμό ενός ευγενικού λαού, είναι πολύ πιο «διαβρωτική» απ’ ότι πιστεύει κανείς στην αρχή: Η λαχτάρα του Αράμ να ξαναφτιάξει εκ του μηδενός την ξεκληρισμένη του οικογένεια, η ήρεμη παραδοχή της Σέτας ότι «ζωή είναι αυτό που δεν περιμένεις», η εισβολή στη ζωή τους του Βίνσεντ (το ρόλο ερμηνεύουν ο μικρός Γιώργος Φιλίδης και ο Γιάννης Κυριακίδης), το ξεθωριασμένο, νοσταλγικό σκηνικό της κοινής ζωής τους (σκηνογραφία Ελένης Μανωλοπούλου), συνθέτουν μια παράσταση που δεν πρέπει να χάσετε (σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού), γιατί θα τη θυμάστε πολύ καιρό μετά.

    Βαθμολογία: 9 στα 10

    03.1999, Χ.Σ. «Ποιο κτήνος κρύβει το φεγγάρι», ΜΕΤΡΟ

  • Από Μηχανής … «Κτήνος»

    «Ένας εσωτερικός χώρος καθαρός∙ και αυστηρά γυμνός. Από τη μια πλευρά ένα εντυπωσιακό καβαλέτο. Μέσα στον χώρο βρίσκεται μια παλιομοδίτικη ξύλινη φωτογραφική μηχανή πάνω σ’ ένα τρίποδο. Ένα χοντρό και απλό τραπέζι με πέντε σκληρές ξύλινες καρέκλες. Το τραπέζι έχει τέσσερα γερά πόδια».

    Έτσι περιγράφει τον σκηνικό χώρο ο Αμερικανός συγγραφέας Ρίτσαρντ Καλινόσκι, στο έργο του «Το κτήνος στο φεγγάρι» που παρουσιάζει το νεοπαγές θεατρικό σχήμα «Δόλιχος», στον Κάτω Όροφο του «Από Μηχανής Θεάτρου» του Χρήστου Βαλαβανίδη και της Ασπασίας Κράλλη, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού και μετάφραση Δημήτρη Τάρλοου.

    Και έτσι ακριβώς τον σχεδίασε, μ’ αυτή την ξεθωριασμένη, πράσινη ταπετσαρία με τα σχεδιάκια και την κουζίνα, το μπάνιο, την αποθηκούλα και την κρεβατοκάμαρα, που, όταν οι πόρτες τους ανοίγουν, φαίνονται στο βάθος, η ως έχει αποδειχθεί με την πρώτη της ήδη εμφάνιση στην περσινή «Αγγέλα» του «Εμπρός» ταλαντούχα εικοσιεπτάχρονη σκηνογράφος-ενδυματολόγος Ελένη Μανωλοπούλου.

    «Κτήνος» και «φεγγάρι» δεν υπάρχουν στο έργο. 0 απόηχός τους μόνον… «Κτήνος στο φεγγάρι» ήταν η έκλειψη της σελήνης του 1893 για τους Τούρκους της εποχής, που πυροβολούσαν το «κτήνος» πριν αρχίσουν να πυροβολούν και να σκοτώνουν τους Αρμένιους γείτονές τους… Και δύο Αρμένιοι που γλίτωσαν είναι οι ήρωες του έργου.

    Στο καθαρό και αυστηρά γυμνό αυτό δωμάτιο, στο Μιλγουόκι του Γουισκόνσιν, εν έτει 1921, ο 19χρονος Αράμ Τομασιάν (Δημήτρης Τάρλοου), που έχει γλιτώσει από τους Τούρκους στη γενοκτονία του 1915, χάνοντας όλη την οικογένειά του, φωτογράφος που κατάφερε γρήγορα να ορθοποδήσει στην Αμερική όπου μετανάστευσε, φέρνει την δεκαπεντάχρονη συμπατριώτισσά του Σέτα, την οποία διάλεξε για σύζυγο από φωτογραφία που του έστειλαν – το συνήθιζαν τότε και για πολλά χρόνια – από το ορφανοτροφείο της Ισταμπούλ που την είχαν περιμαζέψει, γιατί και την δική της οικογένεια είχαν σφάξει οι Τούρκοι.

    Ντυμένη χοντροκομμένα, μελαχρινή, με μεγάλα μάτια και με μια μακριά, μακριά πλεξούδα, η Σέτα κακαρίζει από τα γέλια, κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της ό,τι τής έχει απομείνει από το παρελθόν – μια μισοσκισμένη πάνινη κούκλα – φιλάει το πάτωμα ευχαριστώντας τον θεό και τον Αράμ για την τύχη της – ένα παιδί είναι ακόμη – και, όταν ο Αράμ τής ζητάει να ολοκληρώσουν τον γάμο τους, φοβισμένη στυλώνεται κάτω από το τραπέζι, ενώ εκείνος προσπαθεί να την ξεκολλήσει με δόλωμα «τσίχλες Ρίγκλεϊ» – και το κοινό να σπαρταράει στα γέλια σε όλη αυτή τη μεγάλη πρώτη σκηνή.

    Στη συνέχεια, το έργο «σοβαρεύει». Η φρίκη της γενοκτονίας και η μεγάλη, παλιά οικογενειακή φωτογραφία που ο Αράμ έχει στημένη στο καβαλέτο, με κομμένα τα κεφάλια των ανθρώπων του που χάθηκαν στη σφαγή, στοιχειώνουν τον γάμο τους και η αποκάλυψη ότι η Σέτα δεν μπορεί να κάνει παιδί, εξαιτίας της πείνας που τράβηξε όταν ήταν παιδάκι, τον κλονίζουν. Ο Αράμ, που της διαβάζει χωρία από τη Βίβλο, ενώ εκείνη του μαγειρεύει ωραία φαγητά, θέλει να αντικαταστήσει τα σβησμένα πρόσωπα στη φωτογραφία της οικογένειάς του με παιδιά, που δεν θα μπορέσουν ποτέ να αποκτήσουν.

    Όμως ένα 12χρονο αγόρι, ο Βίνσεντ, (ο μικρός Καβαλιώτης Γιώργος Φιλίδης, που γνωρίσαμε πρόπερσι στο «Εμπρός», στο «Κρυπτογράφημα» του Μάμετ), ορφανό κι αυτό που το έχει σκάσει από το ορφανοτροφείο και που η Σέτα περιμαζεύει από τους σκουπιδοτενεκέδες για να το πλύνει και να το ταΐσει, παρά την αρχική αντίδραση του Αράμ, θα γίνει μέλος της οικογένειας και ο συνδετικός τους κρίκος. Οι μνήμες που πληγώνουν θα μπουν στο πατάρι και μια νέα οικογενειακή φωτογραφία θα αντικαταστήσει την παλιά στο φινάλε του βουτηγμένου στις μουσικές του Χάιγκ Γιαζτζιάν έργου. Όσο για τον Βίνσεντ, σε ώριμη πια ηλικία, είναι ο αφηγητής (Γιάννης Κυριακίδης), που συνδέει από την αρχή τις σκηνές του έργου, ενός έργου γραμμένου με στοργή για τον άνθρωπο και τρυφερότητα και συγκίνηση για τα δεινά του αρμενικού λαού, γεγονός που το κάνει ιδιαίτερα επίκαιρο τις άγριες αυτές μέρες της υπόθεσης Οτζαλάν…

    Το καλόγουστο θέατρο είχε αρκετό κόσμο το βράδυ της περασμένης Πέμπτης που χειροκρότησε τόσο θερμά – και με «μπράβο» – τον Δημήτρη Τάρλοου, τον Γιώργο Κυριακίδη, τον μικρό Φιλίδη και την Ταμίλα Κουλίεβα, η οποία κάνει ένα εντυπωσιακό θεατρικό ντεμπούτο στην ελληνική σκηνή κουβαλώντας όλη τη μεγάλη ρώσικη υποκριτική παράδοση – είναι όντως ένα δεκαπεντάχρονο κοριτσάκι στην αρχή! – ώστε τους ανάγκασε να γυρίσουν πέντε φορές στη σκηνή.

    23.02.1999, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ. «Από Μηχανής… Κτήνος», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Το θέατρο της Ιστορίας

    Ο ξεριζωμός και η προσφυγιά έχουν πάψει από χρόνια πολλά να είναι προβλήματα «εθνικά», «τοπικά», που να αφορούν μόνο μερικές ομάδες με κοινή γλώσσα και ίδια συνείδηση. Σ’ όλο τον κόσμο πια περιφέρονται πρόσφυγες, ξεριζωμένοι που προσπαθούν να βρουν ένα μέρος να μείνουν, κάπου να στεγαστούν, κάπου να «ξαναρχίσουν» τη ζωή τους.

    Εμείς εδώ, στην Ελλάδα, την προσφυγιά τη ζήσαμε στο πετσί μας έντονα και για πολλά χρόνια. Αλλά οι δικοί μας πρόσφυγες ήταν Έλληνες και ήρθαν στην Ελλάδα. Δεν ήταν Ιρλανδοί ή Εβραίοι ή Αρμένιοι ή Κούρδοι ή Πολωνοί ή Ιταλοί που έφευγαν από την πατρίδα τους (ή από τον τόπο που θα έπρεπε να είναι η πατρίδα τους) για να πάνε σ’ ένα μέρος που δεν ήταν πατρίδα κανενός και που μόλις τότε γινόταν πατρίδα των πάντων, την Αμερική. Που γινόταν κράτος με τους πρόσφυγες που έφταναν ώς αυτήν.

    Σ αυτή την αχανή χώρα θα πρέπει να έφτασαν πρόσφυγες και οι πρόγονοι του συγγραφέα Ρίτσαρντ Καλινόσκι, που έγραψε το «Κτήνος στο φεγγάρι». Όχι, δεν έγραψε για τους δικούς του προγόνους. Αυτοί που τον συγκλόνισαν ήταν οι πρόγονοι της γυναίκας του. Και αυτοί ήταν Αρμένιοι. Από τους λίγους Αρμένιους που γλίτωσαν την προγραμματισμένη σφαγή που σχεδίασαν και εκτέλεσαν οι Τούρκοι.

    Οι μεγαλύτερες τραγωδίες ξεριζωμού ξεκίνησαν ακριβώς από εκεί. Από την Τουρκία. Αρμένιοι, Έλληνες, Κούρδοι, εθνότητες που ζούσαν εκεί πριν καταφθάσουν οι Οθωμανοί Τούρκοι. Που όχι μόνο κατακτούσαν εδάφη, αλλά εξολόθρευαν όσους «ξένους» έβρισκαν μπροστά τους. Να καθαρίσουν τον τόπο από μιάσματα.

    Το 1915 γίνεται η μεγαλύτερη προσπάθεια αφανισμού ενός ολοκλήρου λαού, των Αρμενίων. Όσους δεν σκοτώνουν και δεν καίνε μέσα στα χωριά τους, τους βγάζουν στην έρημο, τους υποχρεώνουν να περπατούν συνεχώς στο πουθενά και αφήνουν τη φύση (την πείνα, τη δίψα, την αρρώστια) να κάνει αυτό που οι ίδιοι δεν προλαβαίνουν να κάνουν.

    (Και μη νομιστεί ότι το χιτλερικό σχέδιο εξολόθρευσης ήταν διαφορετικό από το σχέδιο της πορείας μέσα στην έρημο. Και η μεν χιτλερική Γερμανία καταδικάστηκε απ’ όλο τον κόσμο. Την Τουρκία όμως δεν την καταδίκασε ποτέ κανείς, μαζικά και επίσημα).

    Από τους λίγους Αρμένιους που γλίτωσαν ήταν κι αυτοί που γνώρισε ο Ρίτσαρντ Καλινόσκι. Τον συγκλόνισαν τα πάθη τους, τον αναστάτωσαν και τον συγκίνησαν βαθιά οι προσπάθειές τους να επιζήσουν και την ίδια στιγμή να κρατήσουν την προσωπική τους αξιοπρέπεια.

    Ο Καλινόσκι παίρνει ένα νεαρό ζευγάρι Αρμενίων, τον Αράμ Τομασιάν και τη Σέτα Τομασιάν, να προσπαθούν να ζήσουν στην Αμερική έχοντας πίσω τους τις φοβερές διώξεις των Τούρκων. Και γράφει ένα τρομερά ευαίσθητο και συγκινητικό έργο. Που γίνεται ακόμη πιο συγκινητικό και επίκαιρο με τα γεγονότα των τελευταίων ημερών

    (Είναι όλα απίστευτα. Αυτή τη στιγμή που γράφω μια κριτική για ένα θεατρικό έργο με ήρωες Αρμένηδες, οι τηλεοράσεις βουίζουν με τη σύλληψη του Κούρδου ηγέτη, του Οτσαλάν! Τώρα, αυτή τη στιγμή, όλα μου φαίνονται λίγα – τα γεγονότα είναι πολύ πιο ισχυρά από όλες τις μυθιστορίες. Τι κριτική να γράψω;)

    Ωστόσο θα συνεχίσω. Γιατί και το έργο που είδαμε είναι σπουδαίο και η παράστασή του σπάνιας ακρίβειας και ευαισθησίας. Αλλά και γιατί, ακριβώς αυτές τις μέρες που ζούμε τα γεγονότα, η παράσταση παίρνει ακόμη πιο έντονο χαρακτήρα, θα φανεί «αλλιώς» και στον πιο απαθή θεατή. Είναι η πιο επίκαιρη θεατρική παράσταση που παίζεται σ’ όλο τον κόσμο – και αξίζει μέγα πλήθος να κατεβεί να τη δει.

    Εκεί, πίσω από το ΙΚΑ της οδού Πειραιώς, οι θεατές θα βρεθούν σ’ έναν καινούργιο θεατρικό χώρο, από τους πια καλόγουστους που φτιάχτηκαν τελευταία. Είναι το Από Μηχανής Θέατρο. Και εκεί θα συναντήσουν τη δουλειά μιας απαιτητικής ομάδας νέων ανθρώπων που έφτιαξαν, σπυρί σπυρί, χωρίς κενά, μια σπουδαία παράσταση.

    Είναι εκεί ο Δημήτρης Τάρλοου, που μετέφρασε το έργο με άμεση και καίρια γλώσσα – παίζοντας συγχρόνως με άψογο και ελκυστικά ιδιόμορφο τρόπο τον Αράμ Τομασιάν.

    Μέσα σ’ ένα σκηνικό χώρο – πανέξυπνη σύνθεση ρεαλιστικών στοιχείων και θεατρικής αφαίρεσης – της Ελένης Μανωλοπούλου (με προσεκτικούς φωτισμούς από τον Αλέκο Αναστασίου) ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθέτησε μια λιτή παράσταση, χωρίς «σκηνοθετικές εξυπνάδες», ζητώντας και παίρνοντας από τους ηθοποιούς του μόνο την ουσία των πραγμάτων και τις σιωπές του άγραφου κειμένου.

    Ο Στάθης Λιβαθινός είχε την τύχη τη μουσική της παράστασης να γράψει ένας Αρμένιος μουσικός που ζει αρκετά χρόνια στην Ελλάδα, ο Haig Yazdjan. Το ούτι που ακούγεται – και παίζει με δεξιοτεχνία ο ίδιος – φέρνει τον πόνο της Ανατολής κατ’ ευθείαν στην καρδιά του θεατή.

    Η παράσταση έχει και μια εξαιρετική διανομή ρόλων. Εκτός από τον Τάρλοου, που ήδη αναφέραμε, παίζουν ο Γιάννης Κυριακίδης – ηθοποιός ακρίβειας, που φέρνει στη σκηνή «κρυμμένα μυστικά» – ο νεαρός Γιώργος Φιλίδης, μεταμορφωμένος μέσα σε δύο χρόνια σε εξαιρετικό ηθοποιό – μετά την πρώτη του παρουσία στο «Κρυπτογράφημα» του Μάμετ. Τώρα – και είναι μόλις 12 χρονώ – φέρνει σπάνια ζωντανό πρόσωπο εποχής στη σκηνή – και εδώ φαίνεται όχι μόνο η ωρίμανσή του αλλά και η δουλειά που πρέπει να έκανε μαζί του ο Λιβαθινός.

    Το ατού όμως της διανομής είναι η επιλογή της Ταμίλα Κουλίεβα για να παίξει τη Σέτα Τομασιάν. Η Κουλίεβα είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα υποκριτικό φαινόμενο στο ελληνικό θέατρο. Όχι μόνο για το πόσο σωστά, εσωτερικά και με ακρίβεια παίζει τους ρόλους της – στην τηλεόραση και τώρα στο θέατρο. Αλλά γιατί μπόρεσε να μιλήσει ελληνικά, χωρίς τα ελληνικά να είναι η μητρική της γλώσσα!

    Ίσως να είναι και παγκόσμιο φαινόμενο. Αλλά νομίζω ότι το επίτευγμα αυτό της Κουλίεβα είναι καθαρά υποκριτικό επίτευγμα: Έμαθε τα ελληνικά της μέσω της υποκριτικής – όπως θα μάθαινε ένα ρόλο. Και επειδή αυτή τη δουλειά την κάνει τέλεια, έφτιαξε το «ρόλο» της – να μιλάει ελληνικά σαν να είναι η μητρική της γλώσσα – κατά τέλειο τρόπο.

    Μη χάσετε την πρώτη ευκαιρία που θα βρείτε να πάτε στο Από Μηχανής Θέατρο. Σας περιμένει μια αξέχαστη βραδιά – σαν να είσαστε παρόντες όχι σε μια θεατρική παράσταση, αλλά μέσα στην καρδιά των γεγονότων.

    20.02.1999, Χρηστίδης Μηνάς «Το θέατρο της ιστορίας», Ελευθεροτυπία

     

    Για το link πατήστε εδώ

3ο βραβείο πρωτότυπης μουσικής σύνθεσης περιοδικού Αθηνόραμα, στον Haig Yazdjian.