Τίμων ο Αθηναίος – Ουίλιαμ Σαίξπηρ & Τόμας Μίντλτον

2018

Θέατρο Rex – Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη»

Preview παραστάσεις: από 22 έως 24 Ιουνίου 2018

Από 27 Σεπτεμβρίου έως 18 Νοεμβρίου 2018

Επανάληψη από 7 Φεβρουαρίου έως 3 Μαρτίου 2019.

 

«Ο Σαίξπηρ δεν κάνει τίποτα μικρό, αναμετριέται πάντα με κάτι πολύ μεγάλο….» σημειώνει ο Στάθης Λιβαθινός.

Ο Τίμων, άρχοντας στην πόλη των Αθηνών, ζει αμέριμνα τη ζωή του κάνοντας δώρα στους πιστούς και αγαπημένους φίλους του. Απολαμβάνει τη συντροφιά τους και πιστεύει στην τιμιότητά και ευγνωμοσύνη τους. Κάποια στιγμή οι φιλίες του Τίμωνα θα δοκιμαστούν και όσοι ευεργετήθηκαν από αυτόν θα κληθούν να αποδείξουν τα αισθήματά τους απέναντί του.

Ο Σαίξπηρ στον Τίμωνα αφήνει κατά μέρος τον έρωτα και τα μεγάλα αγωνιώδη ερωτήματα και καταπιάνεται με ένα θέμα απτό και καθημερινό, γνώριμό μας όσο λίγα! Ένα έργο-πρόκληση για τον πλούτο, το χρέος, τη φιλία, την κολακεία, την τυφλότητα, τις ψευδαισθήσεις, τη γενναιοδωρία, την αχαριστία, διαχρονικό και πάντα επίκαιρο.

Πηγή: Εθνικό Θέατρο

Μετάφραση: Νίκος Χατζόπουλος

Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός

Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου

Μουσική σύνθεση: Λύσανδρος Φαληρέας

Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου

Κίνηση: Μαρία Σμαγιέβιτς

Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου

Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Ευμορφία – Μελίνα Κουκουτσάκη

Δραματολόγος παράστασης: Έρι Κύργια

 

Διανομή (με αλφαβητική σειρά):

Τιμάνδρα: Αργυρώ Ανανιάδου

Τίμων: Βασίλης Ανδρέου

Λούκουλλος | Άρχοντας | Γερουσιαστής: Γιώργος Δαμπάσης

Χρυσοχόος | Λούκιος | Άρχοντας | Γερουσιαστής: Ιερώνυμος Καλετσάνος

Σεμπρόνιος | Ερωτιδέας | Γερουσιαστής | Ζωγράφος: Νίκος Καρδώνης

Φλαμίνιος | Λουκίλιος: Στάθης Κόικας

Υπηρέτης | Βεντίδιος: Φώτης Κουτρουβίδης

Υπηρέτης | Αξιωματικός: Αναστάσης Λαουλάκος

Κάφης: Φοίβος Μαρκιανός

Άρχοντας | Γερουσιαστής: Στρατής Πανούριος,

Απήμαντος: Δημήτρης Παπανικολάου

Φλάβιος: Μαρία Σαββίδου

Αλκιβιάδης: Χρήστος Σουγάρης

Σερβίλιος: Μάνος Στεφανάκης

Ποιητής | Άρχοντας | Γερουσιαστής: Άρης Τρουπάκης

Φρυνία: Αντιγόνη Φρυδά.

 

Στις παραστάσεις του Σεπτεμβρίου ο Ιερώνυμος Καλετσάνος αντικατέστησε το Θωμά Βελισσάρη και η Αντιγόνη Φρυδά την Αμαλία Τσεκούρα.

 

 
  • Στο Φτερό / Για μια κρεμάστρα αδειανή… «Τίμων ο Αθηναίος» των Ουίλιαμ Σέξπιρ και Τόμας Μίντλτον / Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός

    Αρχαία Αθήνα -αρχαία Αθήνα όπως, βέβαια, τη φανταζόταν ο Σέξπιρ. Ο εύπορος άρχοντας Τίμων ζει ανεξέλεγκτα σπάταλη ζωή. Όχι τόσο για τον εαυτό του, όσο για τους -δεκάδες, εκατοντάδες…- φίλους του (ή «φίλους» του; Ο χρόνος θα δείξει…): πλούσια συμπόσια με του πουλιού το γάλα και με ξέφρενες διασκεδάσεις, μοιράζει, δεξιά-αριστερά, λεφτά, μοιράζει δώρα, μοιράζει κοσμήματα, μοιράζει άλογα, πληρώνει χρέη τους για να βγουν απ’ τη φυλακή, προικίζει υπηρέτες του για να δεχτεί ο πεθερός να τους δώσει το χέρι της αγαπημένης τους… Ευεργεσίες, τρύπια χέρια και πίστη ακλόνητη στην έννοια της φιλίας: πως όταν βρεθεί στην ανάγκη θα του παρασταθούν οι φίλοι (ή «φίλοι»; Ο χρόνος θα δείξει…). Κι ακούει τα λόγια τους τα μεγάλα, τις κολακείες τους, τις υπερβολές τους, τα υμνητικά τους ποιήματα, κι όλα τα χάφτει.

    Αμάσητα. Ως αλήθειες αδιαπραγμάτευτες. Μόνον ο πικρός, κυνικός, δηλητηριώδης, έξω από νόρμες φιλόσοφος Απήμαντος (γιατί όχι Αποίμαντος -που δεν ποιμαίνεται;) δε δέχεται τα εδέσματα, τα δώρα, τα χρήματά του… Και μετέχει στον κύκλο του με σκοπό, μόνο και μόνο, να του κρούει τον κώδωνα για τη σιγουριά και την έπαρσή του και να του επισείει τους κινδύνους για το μέλλον: της χρεωκοπίας και της διάψευσης των περί φιλίας και φίλων (ή «φίλων»; Ο χρόνος θα δείξει…) πεποιθήσεών του. Δεν εισακούεται. Κι η ώρα της κρίσης φτάνει. Ο αφοσιωμένος επιστάτης του Φλάβιος, που προσπαθούσε εις μάτην έως τότε να του επιστήσει την προσοχή, καταφέρνει, επιτέλους, να αφυπνίσει τον Τίμωνα. Είναι πολύ αργά: το ρευστό του έχει στερέψει και τα κτήματά του δεν μπορεί να τα ρευστοποιήσει για να καλύψει τα χρέη που πια τον πνίγουν, διότι όλα είναι υποθηκευμένα. Κι οι υπηρέτες του, που τους στέλνει στους φίλους του (οι οποίοι περίτρανα αποδεικνύονται, τελικά, «φίλοι»…), γυρίζουν άπρακτοι: απαξάπαντες οι «φίλοι», με κάποια πρόφαση -ή και χωρίς δικαιολογία…-, του γυρίζουν τις πλάτες. Αρνούνται να του δανείσουν κι όσοι τους χρωστούσε, μόλις τα νέα μαθεύονται, στέλνουν -αμείλικτοι…- τους δικούς τους υπηρέτες ν’ απαιτήσουν άμεσα όσα ο γενναιόδωρος άρχοντας τους χρωστάει. Ο Τίμων, χρεοκοπημένος πια, τους καλεί όλους τους «φίλους» -άρχοντες, γερουσιαστές, καλλιτέχνες, παράσιτους.. -σ’ ένα τελευταίο δείπνο. Που δε θα μοιάζει με τα προηγούμενα… Τους σερβίρει μόνον αχνιστό νερό, τους περιχύνει μ’ αυτό, ρίχνει πάνω τους τα πιάτα, τους βρίζει, τους καταριέται, τους πετάει έξω απ’ το σπίτι του κι ύστερα τα παρατάει όλα κι εγκαταλείπει την Αθήνα για να ζήσει, έξω απ’ τα τείχη της, άστεγος, σε μια σπηλιά, τρώγοντας μόνο ρίζες. Δε θέλει να δει κανέναν, δε θέλει να μιλήσει σε κανέναν κι όποιον εμφανιστεί μπροστά του τον καταριέται με τις χειρότερες κατάρες: ένας μισάνθρωπος πια -Ο Μισάνθρωπος. Επί δικαίους και αδίκους.

    Ακόμα και τον στρατηγό Αλκιβιάδη που, εξορισμένος απ’ την Αθήνα γιατί ζήτησε επίμονα να μην εκτελεστεί ένας φίλος του καταδικασμένος για φόνο εν βρασμώ ψυχής, έχει στραφεί εναντίον της -η παράλληλη ιστορία του έργου- κι επέρχεται τιμωρός, με τα στρατεύματά του, για να τη ξεθεμελιώσει. Ο Τίμων, στον οποίο ο Αλκιβιάδης στάθηκε, όντως, φιλικά, του εύχεται ολόψυχα, καθώς το μίσος του βράζει, επιτυχία στο σχέδιό του να καταστρέψει την Αθήνα και του δίνει χρυσάφι, που τυχαία βρήκε στην σπηλιά, για να ενισχύσει το σχέδιο αυτό, όπως και στις δυο πόρνες που συνοδεύουν τον Αλκιβιάδη, για να φιλοδωρήσουν με αφροδίσια τους Αθηναίους αλλά δε θα παραλείψει, επίσης, να τους καταραστεί. Όπως κι όσους, όταν μαθαίνουν για το χρυσάφι, πιστεύοντας στην παλινόρθωσή του, έρχονται να τον συναντήσουν, ανάμεσά τους και γερουσιαστές που του προτείνουν να τον αποζημιώσουν κι, ενώπιον του κινδύνου απ’ τον Αλκιβιάδη, να επιστρέψει για να τους βοηθήσει ενώ ο Απήμαντος τον κατηγορεί για… αθέμιτο ανταγωνισμό κι επιδίδονται σ’ έναν αγώνα μισανθρωπίας. Μόνον ο πιστός Φλάβιος, που θα ’ρθει να του συμπαρασταθεί και να τον βοηθήσει, θα τον συγκινήσει. Αλλά θα τον διώξει κι αυτόν. Τελικά πεθαίνει εκεί, στην ερημιά, και τον θάβουν, όπως είχε ζητήσει, πλάι στο κύμα ενώ ο Αλκιβιάδης εισβάλλει στην Αθήνα χωρίς, όμως, να τη δηώσει, αποδεχόμενος να τιμωρηθούν μόνον όσοι έβλαψαν τον ίδιο και τον Τίμωνα. O Σέξπιρ, στο έργο του «Τίμων ο Αθηναίος» (χρονολογείται, απ’ τα κοινά στοιχεία με τον «Βασιλιά Λιρ» και τον «Κοριολανό», τα οποία εντοπίστηκαν, μεταξύ 1605 και 1608) που πιθανολογείται ότι το ’χει γράψει σε συνεργασία με τον Τόμας Μίντλτον, έχει κεντρικό ήρωα-άξονα του έργου τον Τίμωνα, υπαρκτό πρόσωπο που ’ζησε στην Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα, τα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, και για την ιστορία του αντλεί, κυρίως, απ’ τον Πλούταρχο κι έμμεσα απ’ τον Λουκιανό. Το έργο, που ’χει, αρχικά, καταταχτεί στις τραγωδίες, ανήκει στα, υφολογικά, «προβληματικά» έργα του Σέξπιρ, και μάλλον τραγικωμωδία θα πρέπει να χαρακτηριστεί. Αλλά προβληματικό και στη γραφή του θα ’πρεπε να θεωρηθεί με την ελλειπτικότητα ορισμένων σκηνών του. Αυτό το ελάττωμα, εντούτοις, σήμερα, το αναδεικνύει σ’ ένα εξαιρετικά σύγχρονο έργο. Που στην Ελλάδα της παρελθούσης «ευμάρειας» και της σπατάλης και της σημερινής φτωχοποίησης και των άστεγων αποκτά, ακόμα πιο εντυπωσιακά, σύγχρονες διαστάσεις. Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός, με στήριγμα την εξαιρετική μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου, καίρια και θεατρικότατη, εκμεταλλεύτηκε αυτή τη διάσταση του έργου αλλά χωρίς, καμιά στιγμή, να κραυγάζει. Η παράσταση ανοίγει με τον Τίμωνα σε μια εσωτερικά επιχρυσωμένη μπανιέρα να πίνει το ποτό του σε κολονάτο ποτήρι και τελειώνει με τον Αλκιβιάδη στην ίδια μπανιέρα: η ιστορία επαναλαμβάνεται, ο άνθρωπος ούτε μαθαίνει ούτε αλλάζει. Ένα τεράστιας έπαρσης Ταυ -το αρχικό του άρχοντα- υψώνεται κατάφωτο στο βάθος της σκηνής παραπέμποντας, όμως, σε σταυρό όπου, στο τέλος, ο Τίμων θα «σταυρωθεί» ως ο αίρων τις αμαρτίες του κόσμου του. Κι η σκηνή επεκτείνεται και διεμβολίζει την πλατεία του θεάτρου και το κοινό -εμείς είμαστε ο Τίμων, εμείς κι οι «φίλοι» του. Το εμπνευσμένο σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου -η καλύτερη δουλειά της των τελευταίων χρόνων-, έξοχα φωτισμένο απ’ τον Αλέκο Αναστασίου, «στεγάζεται» μ’ έναν ουρανό από αδειανές, τελικά, κρεμάστρες -για μια κρεμάστρα αδειανή…, για να παραφράσω τον Σεφέρη- που σημειολογούν τους ξεκρέμαστους «φίλους» του Τίμωνα -προφανώς έμπνευση απ’ τα αγγλικά hanger που σημαίνει κρεμάστρα και hangers-on που σημαίνει τους παρατρεχάμενους, τα τσιράκια, τα παράσιτα, τους κόλακες της εξουσίας. Τα τσιράκια αυτά, οι γλείφτες, γκρουπάρονται επί σκηνής, ιδιοφυώς, απ’ το σκηνοθέτη και την Μαρία Σμαγιέβιτς η οποία έχει φροντίσει άψογα την κίνηση, σα σμήνος από ακρίδες που πέφτουν πάνω του και σχεδόν εξαφανίζουν τον Τίμωνα, ντυμένοι όπως κι ο ίδιος, απ’ την Ελένη Μανωλοπούλου επίσης, με κοστούμια που διατρέχουν τις εποχές απ’ την ελισαβετιανή μέχρι τη σύγχρονη εκφράζοντας τη διαχρονικότητα του έργου αλλά και καλά δεμένα μεταξύ τους. Στην ευτυχή συγκυρία οφείλω να θεωρήσω ισότιμες για το έξοχο συνολικό παραστασιακό αποτέλεσμα τη μουσική δουλειά του Λύσανδρου Φαληρέα που ’χει διασκευάσει καταπληκτικά, για φωνές, αποσπάσματα από καντάτες του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ του γερμανικού Μπαρόκ, από Φιλίπ Βερντελό της γαλικής Αναγέννησης, Ρίτσαρντ Κάρλτον της αγγλικής Αναγέννησης κι απ’ το «Στάμπατ Μάτερ» του σύγχρονου Γάλου του 20ου αιώνα Φρανσίς Πουλένκ αλλά και την εκπληκτική μουσική διδασκαλία της Μελίνας Παιονίδου -ριζιμιό λιθάρι πια στο Εθνικό Θέατρο. Η παράσταση, με υψηλή αισθητική -έξοχη η σκηνή με τα εξ ύψους εδέσματα στο συμπόσιο της πρώτης πράξης-, μ’ έξυπνα και ποτέ εξυπνακίστικα ευρήματα -οι καταπακτές με τους υπολογιστές-, μ’ εξαιρετικούς ρυθμούς, πετάει. Στο αποτέλεσμα συμβάλλει αποφασιστικά το σύνολο των ηθοποιών. Φοβάμαι τη μανιέρα των ηθοποιών που προκύπτει απ’ την αυτοσχεδιαστική μέθοδο της σκηνοθετικής δουλειάς του Στάθη Λιβαθινού. Εδώ, όμως, οι τακτικοί συνεργάτες του μοιάζει να ’χουν ξεφύγει απ’ τον κίνδυνο αυτό: Αργυρώ Ανανιάδου, Γιώργος Δάμπασης, ο τόσο ιδιαίτερος Ιερώνυμος Καλετσάνος, ο πλαστικότατος και πάντα με χιούμορ Νίκος Καρδώνης, Δημήτρης Παπανικολάου (Απήμαντος), η ουσιαστικότατη ηθοποιός Μαρία Σαββίδου (Φλάβιος), ο ρωμαλέος γκραν ρολίστας Χρήστος Σουγάρης (Αλκιβιάδης), Άρης Τρουπάκης, ο ένας καλύτερος απ’ τον άλλο. Και, πλάι τους, ίσοι μεταξύ ίσων, οι νεότεροι Στάθης Κόικας, Φώτης Κουτρουβίδης, Αναστάσης Λαουλάκος, Φοίβος Μαρκιανός, Μάνος Στεφανάκης, Αντιγόνη Φρυδά. Αφήνω τελευταίο αλλά όχι έσχατο τον Βασίλη Ανδρέου που ’χει επωμιστεί τον επώνυμο ρόλο: θαυματουργεί, κατά τη γνώμη μου. Ηθοποιός χαμηλών τόνων, εδώ, αγνώριστος, έχει κατακτήσει μια δύναμη, ένα νεύρο, μια στιβαρότητα, μια ουσιαστική ικανότητα να γεφυρώσει τα δυο, τόσο αντιφατικά, άκρα του ρόλου του. Ο Πρίγκιπας Μίσκιν του στον ντοστογιεφσκικό «Ηλίθιο» του Στάθη Λιβαθινού επίσης, στο Εθνικό, κι ο Τίμων του, δυο -εντελώς διαφορετικοί- ρόλοι του, θα ’ταν αρκετοί να τον σημαδέψουν για πάντα. […]

    (Η παράσταση συνοδεύεται από δυο θαυμάσιες εκδόσεις: το πλούσιο πρόγραμμα, με υπεύθυνη την Μαρία Καρανάνου κι επιμέλεια της εξαιρετικής ύλης απ’ την Έρι Κύργια, δραματολόγο, εξάλλου, της παράστασης, και το υποδειγματικό τομίδιο των Εκδόσεων Σοκόλη, στη Σειρά Παγκόσμιο Θέατρο, με τη μετάφραση -απ’ το πρωτότυπο- του Νίκου Χατζόπουλου).

    18.10.2018, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Στο Φτερό / Για μια κρεμάστρα αδειανή… «Τίμων ο Αθηναίος» των Ουίλιαμ Σέξπιρ και Τόμας Μίντλτον / Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός», totetartokoudouni.blogspot.com

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο χρεοκοπημένος και η εγκατάλειψη των φίλων

    Η παράσταση ξεκινά με τον Τίμωνα, άρχοντα της Αθήνας τον 5ο αιώνα π.Χ., να απολαμβάνει τη χαρά της ζωής πίνοντας και χαλαρώνοντας μέσα στην εντυπωσιακή μπανιέρα του. Υμνεί τους φίλους του, με τους οποίους χαίρεται τα πλούτη του. Άλλωστε, ξοδεύει την περιουσία του σε δώρα προς φίλους και απολαύσεις, στις οποίες μετέχει ο ανδρικός πληθυσμός της χώρας – σύμφωνα με τη θεωρία ότι στην αρχαία Ελλάδα οι γυναίκες δεν συμμετείχαν στην κοινωνική ζωή. Η αρχή της υπόθεσης του έργου των Ουίλιαμ Σαίξπηρ και Τόμας Μίντλτον, που παρουσιάζεται από το Εθνικό Θέατρο στο Rex, μοιάζει να κλείνει το… μάτι στον θεατή για την εξέλιξη, υποδηλώνοντας την προφανή κατάληξη. Ο Τίμων θα χρεοκοπήσει και οι φίλοι του, στους οποίους θα συντρέξει για βοήθεια, θα τον εγκαταλείψουν.

    Ο σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Στάθης Λιβαθινός καταθέτει μια πρόταση καθαρή για ένα από τα πιο αινιγματικά έργα του Σαίξπηρ, αξιοποιώντας τον πυρήνα των ηθοποιών με τους οποίους συνεργάστηκε ήδη από τα χρόνια της Πειραματικής Σκηνής, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ο Βασίλης Ανδρέου ως Τίμων, ο Νίκος Καρδώνης, ο Δημήτρης Παπανικολάου, ο Στρατής Πανούργιος, ο Αρης Τρουπάκης, η Μαρία Σαββίδου γνωρίζουν τη γλώσσα του Λιβαθινού και την υπηρετούν με γοητευτική προσήλωση (με εξέχοντα τον Ανδρέου).

    Το εντυπωσιακό ασπρόμαυρο σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου κερδίζει τις εντυπώσεις από την πρώτη στιγμή με τη μινιμαλιστική λιτότητά του, ενώ και τα κοστούμια «αποκρυσταλλώνουν» την ιδέα του Στάθη Λιβαθινού για την εικόνα της παράστασης. Ο Τίμων μπορεί να χαρακτηριστεί σάτιρα ηθών, αλλά σίγουρα είναι δείγμα μιας εποχής πειραματισμών κατά την οποία η τραγωδία αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό και ενίοτε αποκτά αντιηρωική χροιά, όπως λέει η Ξένια Γεωργακοπούλου, επίκουρη καθηγήτρια Θεατρολογίας στο ΕΚΠΑ. Μπορεί επίσης, εάν η παρτιτούρα παιχτεί σε κόντρα τέμπο, ο Τίμων να είναι ένα έργο για τη φιλία.

    Παράλληλα, το έργο συγκλόνισε το Καρλ Μαρξ για τους προβληματισμούς που θέτει ο Σαίξπηρ αναφορικά με τη σπάταλη, τις τιμές, την αφθονία, το χρέος. Ο Τίμων πλάθει για τον εαυτό του έναν παράδεισο-πλάνη που δεν έχει καμία σχέση με ό,τι ζει στην Αθήνα της διαφθοράς. Το όνειρο του πλούτου δεν διαρκεί (ποτέ) για πολύ, και η προσγείωση στη χρεοκοπημένη πραγματικότητα είναι τρομακτική.

    Η θεατρική χρονιά στο Εθνικό ξεκινά με μια υψηλής αισθητικής και ουσίας παράσταση, σε μια χώρα που ελπίζει να διδαχθεί από τα… όνειρά της.

    11.10.2018, Λακασάς Απόστολος «Ο χρεοκοπημένος και η εγκατάλειψη των φίλων», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Κριτική – Τίμων ο Αθηναίος

    Μία (ακόμη) παράσταση που επιβεβαιώνει πως το «γήπεδο» του Λιβαθινού είναι οι μεγάλες διαστάσεις, το θέατρο μεγέθους, ακόμη και όταν δεν έχει να κάνει με «σπουδαία» έργα.

    Τολμώ αυτόν τον «αποχαρακτηρισμό» του έργου, λόγω των δραματουργικών εκκρεμοτήτων και ατελειών του καθώς και της ανομοιογένειας ύφους που παρουσιάζει, εν πολλοίς οφειλόμενης στην ιδιαιτερότητα της συγγραφικής συνεργασίας – χαρακτηριστικά που ούτως ή άλλως έχουν οδηγήσει τους μελετητές να το κατατάξουν στα «προβληματικά» σαιξπηρικά δράματα.

    Το έργο εμπνέεται από την προσωπικότητα του πραγματικού Τίμωνα, εύπορου Αθηναίου πολίτη του 5ου π.Χ. αι., ο οποίος, αφού έχασε την περιουσία του σκορπώντας τη στους κόλακες, αποτραβήχτηκε στον Υμηττό και αποκήρυξε τους συμπολίτες του και το ανθρώπινο γένος συνολικά· μάλιστα, στη θεατρική εκδοχή οι συγγραφείς θέλουν τον ήρωα να προσφέρει βοήθεια στον εξόριστο Αλκιβιάδη προκειμένου να επιτεθεί εναντίον της Αθήνας.

    Το έργο καταφέρεται με σαρκασμό εναντίον της φιλάργυρης και αχάριστης ανθρώπινης φύσης, όμως, παρά το πλούσιο υπόβαθρο σε ειρωνεία και πικρό προβληματισμό, δεν αποφεύγει τη σχηματική διαγραφή των χαρακτήρων, κάτι που αφήνει τελικά την αίσθηση πως έχουμε να κάνουμε με μια παραβολή περισσότερο παρά με ένα πλήρως αναπτυγμένο δράμα. Ακόμη και η παράλληλη ιστορία του Αλκιβιάδη, αν και ανοίγει το έργο έξω από τα όρια μιας αυστηρά ιδιωτικής ιστορίας, εξυπηρετεί κυρίως ως άλλο ένα πεδίο για να εκφραστεί η μισανθρωπία του Τίμωνα.

    Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού ίσως δεν «καμουφλάρισε» τα τρωτά του έργου, τα εκμεταλλεύτηκε όμως για να παραδώσει μια υψηλής αισθητικής διδακτική ιστορία. Ο σκηνοθέτης επέλεξε ένα «μοντέρνο» ανέβασμα, που όμως επιβλήθηκε χωρίς εξεζητημένους μοντερνισμούς, με κύριο μέλημα να αναδείξει τους μικρόκοσμους που έρχονται σε αντιπαράθεση, καθώς το έργο εξελίσσεται μέσα από συνεχείς συγκρούσεις προσώπων και «κοσμοθεωριών». Έτσι η παράσταση καθορίστηκε από τα δίπολά της: από τη μία πάντα ο Τίμων και από την άλλη πότε οι παρατρεχάμενοί του και πότε οι φωνές της λογικής που επιλέγει να αγνοεί.

    Απολαυστική επ’ αυτού αποδείχτηκε η σκηνοθετική διαχείριση της ομάδας των ηθοποιών, έτσι ώστε η πράα, στωική φυσιογνωμία του Βασίλη Ανδρέου/Τίμωνα να έρχεται σε αισθητική αντίθεση με τα «ανθρωπάκια» που τον περιτριγυρίζουν (στους υπόλοιπους ρόλους ήταν καίριοι όλοι οι ηθοποιοί, μεταξύ αυτών οι Δ. Παπανικολάου, Χρ. Σουγάρης, Μ. Σαββίδου κ.λπ.). Και, βέβαια, παντού παρούσες οι ενέσεις θεατρικότητας και οι ευρηματικές σκηνικές λύσεις που χαρακτηρίζουν συνήθως τις σκηνοθεσίες του Λιβαθινού.

    Η γεωμετρική διάταξη του σκηνικού –με μια πασαρέλα να τέμνει στα δύο την πλατεία– και η λιτότητα των σκηνικών αντικειμένων ευνόησαν την εστίαση στη δράση, που εξαπλώθηκε σε όλο το χώρο του θεάτρου, ενώ τα κοστούμια, που ενσωμάτωσαν με πολύ ωραίο αποτέλεσμα στοιχεία από την ελισαβετιανή εποχή αλλά και από μεταγενέστερες χρονικές περιόδους μέχρι και το σήμερα (σκηνικά-κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου), πρόσθεσαν επιπλέον πόντους σε μια ιστορία χωρίς χρονικά όρια και γι’ αυτό επίκαιρη.

    11.10.2018, Καράογλου Τώνια «Κριτική – Τίμων ο Αθηναίος», Αθηνόραμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο Τίμων δεν χρειάζεται κόλακες

    Εθνικό Θέατρο: Παράσταση που κερδίζει το θεατή με το σπαθί της

    Η αξία της γενναιοδωρίας, η ανάγκη του ανθρώπου να αγαπηθεί με οποιοδήποτε τίμημα, η δύναμη του πλούτου, της κολακείας και της φιλίας. Η αχαριστία, η οργή, η πτώση και η μοναξιά. Έννοιες και ζητήματα που αναδύονται με ευστοχία και ακρίβεια στο θέατρο Ρεξ του Εθνικού Θεάτρου μέσα από την παράσταση «Τίμων ο Αθηναίος» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Η ματιά του καλλιτεχνικού διευθυντή της πρώτης κρατικής σκηνής της χώρας κατάφερε να σχηματίσει μια αριστοτεχνικά πλασμένη παράσταση, με σαφήνεια και μέτρο, χωρίς φλυαρίες, «ανοιχτή» στο κοινό, από την οποία ο θεατής φεύγει αναλογιζόμενος «τι σόι θεός είναι το χρυσάφι, που λατρεύεται σε πιο ευτελείς ναούς κι από χοιροτροφεία;».

    Εξαιρετική η δουλειά του Στάθη Λιβαθινού, καθώς επέλεξε να δώσει πνοή σε ένα έργο, καρπός συνεργασίας του Σαίξπηρ με τον συγγραφέα Τόμας Μίντλον, το οποίο αν και από τους μελετητές έχει χαρακτηριστεί «προβληματικό» ως προς τη δομή του μεταφέρεται στη σκηνή του ΕΘ ως μια συμπαγής σφαίρα με συνέπεια στη διαχρονικότητα του Σαίξπηρ. Έχοντας ως βάση την παραπάνω δραματουργική επεξεργασία ο Στάθης Λιβαθινός παραδίδει μια εξαιρετική και καλοδουλεμένη δουλειά συνόλου, με σεβασμό, ουσία και σκηνοθετική ακρίβεια, που χαρακτηρίζεται παράλληλα από τις δυναμικές ερμηνείες των ηθοποιών.

    Σατιρική τραγωδία

    Ο Τίμων ανήκει στα πιο ενδιαφέροντα και πιο επίκαιρα κείμενα του Άγγλου συγγραφέα, τα οποία πατούν στα όρια της σατιρικής τραγωδίας φωτίζοντας τη διαχείριση του χρήματος, ως βασικού μοχλού άσκησης εξουσίας! Η σαιξπηρική ιστορία θέτει τον Τίμωνα, αληθινό πρόσωπο στην αρχαία Αθήνα, ευκατάστατο με μεγάλη γενναιοδωρία στους φίλους του, να χάνει την περιουσία του και να αναγκάζεται να ζητήσει δανεικά από αυτούς τους «αχόρταγους κόλακες». Το αίτημά του όμως δεν βρίσκει ανταπόκριση ούτε ακόμη και από όσους ευεργετήθηκαν από εκείνον. Ως εκ τούτου ο Τίμων περνάει από τη δοτικότητα στο στάδιο της μισανθρωπίας.

    Το εξαιρετικό κείμενο σε μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου αναδύει με καθαρότητα τα βαθιά νοήματα της ιστορίας. «Προτιμώ την εντιμότητα που δεν κοστίζει τίποτα», λέει ο σαιξπηρικός Τίμων την ώρα της πτώσης, την ώρα που εκτοξεύει κατάρες στο «κοπάδι των κολάκων». Ο Λιβαθινός με μαεστρία σκιαγραφεί την ολοκληρωτική αλλοτρίωση του ανθρώπου από το χρήμα, την αχαριστία, την κολακεία και τη μισανθρωπία θέτοντας ποικίλης φύσεως ερωτήματα για τη ζωή.

    Αξιόλογες και υποστηρικτικές είναι οι ερμηνείες του θιάσου, οι οποίες συνθέτουν ένα μοτίβο σάτιρας των ηθών της εποχής. Ο Βασίλης Ανδρέου ως Τίμων αποδίδει με λεπτομέρεια και ακρίβεια τον σαιξπηρικό πρωταγωνιστή. Ο χαρισματικός Δημήτρης Παπανικολάου βαδίζει στέρεα στο ρόλο του Απήμαντου. Όμοια πορεία έχει και ο Χρήστος Σουγάρης που δώρισε απλόχερα τον Αλκιβιάδη. Ο Χορός των κολάκων (Αρης Τρουπάκης, Νίκος Καρδώνης, Ιερώνυμος Καλετσάνος και Γιώργος Δάμπασης) ικανοποιητικός στο σύνολό του όπως και οι ερμηνείες των δύο από τους τρεις γυναικείους ρόλους, των Αντιγόνης Φρυδά και Αργυρούς Ανανιάδου. Η τρίτη ηθοποιός στον ανδροκρατούμενο κόσμο του Τίμωνα, η Μαρία Σαββίδου υποδύεται τον επιστάτη Φλάβιο με περίσσια ευαισθησία. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής Στάθης Λιβαθινός επιλέγει να παρουσιάσει και μια νέα γενιά ηθοποιών που στέκονται με σεβασμό στο ύψος των περιστάσεων. Οι Φοίβος Μαρκιανός, Μάνος Στεφανάκης, Στάθης Κόικας, Αναστάσης Λαουλάκος και Φώτης Κουτρουβίδης φαίνεται να είναι ονόματα που θα μας απασχολήσουν στο θεατρικό μέλλον. Εξαιρετικό, επίσης, ήταν και το λιτό σκηνικό της παράστασης από την Ελένη Μανωλοπούλου όπου ένα γιγάντιο «Τ» συνοδεύει όλη τη δράση, ενώ οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου με αναγεννησιακή αισθητική συμπληρώνουν το τοπίο που συνέθεσε ο Στάθης Λιβαθινός. Και η μουσική είναι επίσης εύστοχη, καθώς ακούγονται διασκευασμένα αποσπάσματα έργων των Μπαχ, Βέρντελοτ και Καρλότ.

    Συνολικά, ο «Τίμων ο Αθηναίος» είναι μια παράσταση, η οποία προκαλεί αφειδώς τη σκέψη στο θεατή, τον απορροφά και στο τέλος τον κερδίζει. Κι αυτό από μόνο του είναι ένα σπουδαίο επίτευγμα, πόσω δε όταν το έργο παρουσιάζεται από το Εθνικό Θέατρο! […]

    09.10.2018, Στούκα Ξένια «Ο Τίμων δεν χρειάζεται κόλακες», Ελεύθερος Τύπος

  • «Τίμων ο Αθηναίος»: Με διαφάνεια και ευαισθησία

    Ένα από τα πιο ακατάτακτα έργα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ο «Τίμων ο Αθηναίος», που σκηνοθέτησε για το Εθνικό Θέατρο ο καλλιτεχνικός του διευθυντής, Στάθης Λιβαθινός, φιλοξενείται στο REX – Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», που κι αυτήν δεν θα μπορούσαμε να την κατατάξουμε στις συνήθεις θεατρικές αίθουσες αυτή την περίοδο. Κι αυτό γιατί η αίθουσα ανακατασκευάζεται και ανακαινίζεται και για τις ανάγκες της παράστασης η σκηνή έχει απλωθεί σαν μια μεγάλη πασαρέλα σε όλο το βάθος της πλατείας, και τα προσωρινά (αλλά αρκούντως άβολα) καθίσματα την αγκαλιάζουν.

    Ο πλούσιος Τίμων (Βασίλης Ανδρέου) εμφανίζεται πίσω από τη διάφανη κουρτίνα που κρύβει την κύρια σκηνή του «Μαρίκα Κοτοπούλη» σε μια χρυσοποίκιλτη μπανιέρα, σαν άλλος Μαρά. Ο επιστάτης του (η εξαιρετική Μαρία Σαββίδου) είναι διαρκώς παρών για να προλάβει τις ανάγκες του, ενώ από την οροφή της σκηνής κρέμονται δεκάδες μεταλλικές κρεμάστρες, μια εύστοχη ιδέα της Ελένης Μανωλοπούλου (που υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια) για να δηλώσει το πλήθος των επισκεπτών αυτού του σπιτιού. Είναι επιφανείς Αθηναίοι, που εκμεταλλεύονται όσο δεν παίρνει την δίχως όρια γενναιοδωρία και φιλοξενία του Τίμωνα, μέχρι που εκείνος πτωχεύει. Και οι ευεργετηθέντες με κάθε τρόπο, δεν… έχουν ρευστότητα, όταν τους ζητά δανεικά. Και ο μέχρις εκείνη τη στιγμή καλοδιάθετος και ξέγνοιαστος άνθρωπος, με μεγάλη δόση αφέλειας για τις ανθρώπινες συμπεριφορές, αυτοκαταστρέφεται, μισεί τους ανθρώπους, -γίνεται, κειμενικά, ο πρόδρομος του κατοπινού «Μισάνθρωπου»-, τους καταριέται, γυρίζει την πλάτη ακόμη και στον πιστό του επιστάτη που είναι αποφασισμένος να του σταθεί μέχρι το τέλος και πεθαίνει μόνος στην άκρη της θάλασσας…

    Ο «Τίμων ο Αθηναίος» ακουμπά σε πολλές διαχρονικές πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς -και σημερινές. Τον πλούτο, την αλόγιστη σπατάλη και κατανάλωση, την κολακεία προς τους ισχυρούς, τη σκληρότητα, την αναλγησία, την υποκρισία, την πτώση των άλλοτε ισχυρών, τη μοναξιά, την αυτοκαταστροφή. Στο πολύ κατατοπιστικό και καλόγουστο σελιδοποιητικά πρόγραμμα, διαβάζουμε ότι πρόκειται για ένα έργο που εντυπωσίασε τον Καρλ Μαρξ, «περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο έργο του Σαίξπηρ και διάβασε τις βιτριολικές επιθέσεις του Τίμωνα στη δύναμη του χρυσού ως κριτική κατά της καπιταλιστικής οικονομίας του χρήματος. Μάλιστα, στα “Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα του 1844”, ο Μαρξ είτε παραθέτει αυτούσιες ατάκες του έργου είτε υφαίνει λόγια του έργου μαζί με δικά του».

    Οπωσδήποτε ο «Τίμων ο Αθηναίος» είναι ένα έργο που εύκολα παρακολουθεί ο σύγχρονος θεατής, και σε πολλά θα ταυτιστεί μαζί του. Ασφαλώς η επιλογή του από τον Στάθη Λιβαθινό επιθυμούσε μια συνομιλία του θεατή με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και πραγματικότητα, με ταυτίσεις, μεταθέσεις, παραλληλισμούς, είτε με πρόσωπα είτε με χώρες.

    Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού έστησε μια καθαρή παράσταση, με θαυμάσιες αισθητικές εικόνες, που περιείχαν πολλά έργα τέχνης της Αναγέννησης (πολλά παρέπεμπαν ευθέως σε πίνακες του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου), είχε στη διάθεση του την άψογη μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου, τις θαυμάσιες διασκευές που έκανε ο Λύσανδρος Φαληρέας σε έργα των Bach, Verdelot, Carlton και Poulenc αλλά και την έμπειρη Μελίνα Παιονίδου στη μουσική διδασκαλία, και επί σκηνής τα περισσότερα από τα στελέχη της παλιάς Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού, με τους οποίους πάντα συνεργάζεται ο Στάθης Λιβαθινός. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η δουλειά επί σκηνής ήταν ομαδική -όλοι εκείνοι οι φίλοι του Τίμωνα μαζί έβγαιναν, μαζί τον κολάκευαν, μαζί τον απέρριψαν-, παρ’ όλα αυτά ξεχώρισαν ιδιαιτέρως ο Δημήτρης Παπανικολάου ως Απήμαντος (αφού ήταν και ο μόνος που δεν ήταν μέλος αυτής της ομάδας των κολάκων, ο μόνος που είχε διαφορετική άποψη και καχυποψία εξ αρχής), ο Νίκος Καρδώνης, ο Άρης Τρουπάκης, ο Χρήστος Σουγάρης και ασφαλώς η Μαρία Σαββίδου. Ο Βασίλης Ανδρέου επωμίσθηκε τον τεράστιο ρόλο του Τίμωνα και τον υπηρέτησε με αυταπάρνηση, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του Στάθη Λιβαθινού. Ένας ρόλος με πολλές εναλλαγές διάθεσης και ψυχολογίας, που κάποιες φορές έγινε στομφώδης χωρίς λόγο, ενώ στο δεύτερο μέρος, ως καταρρακωμένος και ηττημένος Τίμωνας ήταν πιο άμεσος και αισθαντικός. Ίσως γιατί το δεύτερο μέρος αυτού του σαιξπηρικού κειμένου, που λέγεται ότι ο Σαίξπηρ συνέγραψε με τον Τόμας Μίντλτον, αναδεικνύει περισσότερο την ψυχολογική αναστάτωση του ήρωα και ασφαλώς έχουμε μπροστά μας έναν αρνητικό ήρωα, που πάντα είναι πιο γοητευτικοί και ενδιαφέροντες.

    Ένα «ιδιότροπο» σαιξπηρικό έργο, που ασφαλώς, ασφαλέστατα, οφείλει να βρίσκεται στην πρώτη σκηνή της χώρας, στην οποία πρώτη φορά παρουσιάζεται. Και βρέθηκε εκεί, στη σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», με καθαρότητα και ευαισθησία.

    08.10.2018, Σελλά Όλγα «Τίμων ο Αθηναίος: Με διαφάνεια και ευαισθησία», artplay.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Παιγνιώδης αλληγορία

    «Τίμων ο Αθηναίος» των Σαίξπηρ και Μίντλτον, Εθνικό Θέατρο, Θέατρο REX – Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη»

    Ο Τίμων ο Αθηναίος είναι ένα ακραίο δράμα το οποίο συνδυάζει τολμηρά το σατιρικό με το υπερ-δραματικό στοιχείο, και εκτείνεται υφολογικά έως την κτηνώδη οργή ενός ανθρώπου που σχεδόν εξαναγκάζεται στη μισανθρωπία. Η δομή της υπόθεσης με την τυπικά σαιξπηρική μεταφορά της δράσης από την κοινωνική ζωή της αριστοκρατικής ελίτ στην άγρια ερημία της φύσης εμπλουτίζεται από το σκληρό χιούμορ κι ένα είδος κοινωνικής κριτικής που έρχεται κατευθείαν από τις «αστικές» κωμωδίες του Μίντλτον. Αυτή ακριβώς η μείξη των ειδών, όπως και η εναλλαγή των τόνων και των υφών, είναι που καθιστούν το έργο τυπικό δείγμα πρώιμου σύγχρονου δράματος.

    Ο Τίμων, αριστοκράτης άρχων στην πόλη των Αθηνών, ζει αμέριμνα τη ζωή του προσφέροντας δώρα και απολαύσεις στους πιστούς και αγαπημένους φίλους του, οι οποίοι ωφελούνται υστερόβουλα από τη συντροφιά και την αφελή γενναιοδωρία του. Όταν ο Τίμων «χρεοκοπεί» οικονομικά (αλλά όχι ηθικά), ζητά τη βοήθεια των ευεργετημένων, πιστεύοντας στην τιμιότητα και την ευγνωμοσύνη τους ως ανθρώπων. Εκείνοι όμως τον αφήνουν «ξεκρέμαστο».

    Αν και ο Τίμων συνδυάζει διάφορα δραματουργικά είδη (και σίγουρα δεν είναι τραγωδία), κάπου πίσω από το έργο κρύβονται οι Ηθικές Αλληγορίες του Μεσαίωνα. Αυτή η λανθάνουσα «διδακτικότητα» του έργου το κάνει εξόχως επίκαιρο, προσβάλλοντας υπονομευτικά την ίδια την οντολογία των οικονομιστικών κοινωνιών, οι οποίες και βασίζονται στα εξωφρενικά χρέη και την εξίσου εξωφρενική «γενναιοδωρία» των δανειστών. Κι έτσι το έργο μετατρέπεται εύκολα σε ένα δηκτικό σχόλιο για κάθε έννοια δανειοδοτικής πίστης και πιστοληπτικής εμπιστοσύνης.

    Ο Στάθης Λιβαθινός αντιλήφθηκε την υπόγεια κριτική οντολογία του έργου και την μετέπλασε σκηνικά σε μια ποιητική αλληγορία, ποντάροντας στην παιγνιώδη δύναμη και το θάμβος της σκηνοθεσίας ως τέχνης. Περισσότερο απ’ όλα όμως, η σκηνοθεσία έκανε μια εκκωφαντική πολιτική δήλωση και μάλιστα μέσα σ’ ένα εθνικό θέατρο, η πλατεία του οποίου ξεθεμελιώθηκε για να υποδεχτεί τις νέες «ανθρώπινες» δομές της Κρίσης. Τυλιγμένος έτσι σ’ ένα σλίπινγκ-μπαγκ, ο Τίμων του Λιβαθινού παρουσιάστηκε στο φινάλε σαν ξεκρέμαστος από τα χρέη άστεγος, σαν εθνικό θύμα των γενναιόδωρων αγορών και κάτι σαν πλάνης Έλλην την εποχή της Κρίσης. Στο ίδιο «παραβολικό» κλίμα, η παράσταση απέφυγε να υπερτονίσει το κλισέ της μισανθρωπίας, μεταθέτοντάς το σε δύο αντίθετους τόνους (την υπερ-συναισθηματική συντριβή του ανθρώπου που πάσχει άδικα, και τη σκληρή κωμικότητα του παραλογισμένου από την αδικία).

    Η τοπιογραφία του Χρέους

    Η σκηνογραφία της Ελένης Μανωλοπούλου λειτούργησε καθοριστικά ως ολικό εικαστικό σύμβολο. Ο καταρράκτης σε σχήμα Ταυ στο βάθος της σκηνής και οι άδειες σιδερένιες κρεμάστρες που επικρέμονταν πάνω από τη σκηνή, παρέπεμπαν αφενός στη διπολικότητα του ίδιου του Τίμωνα κι αφετέρου στον κίνδυνο μιας επικείμενης υπαρξιακής μοναξιάς και αποκτήνωσης. Οι εκμοντερνιστικές πινελιές με τα τηλέφωνα και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές δεν ήθελαν μόνον να τονίσουν την «επικαιρότητα» του έργου, αλλά σε συνδυασμό με τα, σχεδόν, ιστορικώς ακριβή κοστούμια απεικόνιζαν τον οικουμενικό χαρακτήρα των βιοπολιτικών του χρέους.

    O Βασίλης Ανδρέου έχτισε έναν ευλαβή αυτο-θρήνο για την υπαρξιακή μοναξιά του Τίμωνα με μια σχεδόν τερατώδη ανυστεροβουλία για τον γενναιόδωρο ήρωα στο πρώτο μέρος και μια παρανοϊκή κωμικότητα ανθρώπινης ήττας στο δεύτερο. Ανέδιδε πραγματικά την παιγνιώδη ισορροπία σχοινοβάτη που θρηνούσε μόνος του για τη Σταύρωσή του και δεν ήταν καθόλου τυχαίο που ακούστηκε ένας Stabat Mater, ύμνος μνημονευτικός του ψυχικού πόνου της Παναγίας.

    Μοχλός της παράστασης στάθηκε η Μαρία Σαββίδου με τη σκηνική ψυχραιμία, τον απόλυτο αυτοέλεγχο, και τη χειρουργικά υπολογισμένη ψυχολογική της ακρίβεια. Παίζοντας τον Κλάβδιο, επιστάτη του Τίμωνα, σαν ανυστερόβουλη Μητέρα, ενσάρκωσε το παράδοξο αυτού του ηθοποιού που το αίμα του κοχλάζει, αλλά το δάκρυ του πρέπει να κατεβαίνει ψυχρά από τον εγκέφαλο.

    Χωρίς αμφιβολία, το καστ ήταν εξαιρετικό στο σύνολό του. Ο Ι. Καλετσάνος έλαμψε με την ειρωνική κωμικότητα του ως υστερόβουλος και ανευγνώμων Λούκιος, το ίδιο και ο Ν. Καρδώνης με μια άψογη υποκριτική ευελιξία (και φθονερή σοφιστεία ως Σαμπρόνιος). Εξαιρετικά ψύχραιμος και υποκριτικά γειωμένος ως Λούκουλλος ο Γ. Δάμπασης, και εξόχως ευαίσθητοι και αποτελεσματικοί σε ρόλους πιστών υπηρετών του Τίμωνα και ερωτύλου νέου ο Μ. Στεφανάκης και ο Σ. Κόικας. Φιλοσοφικότατος και υποκριτικά εύστοχος ο Απήμαντος του Δ. Παπανικολάου.

    Προσεκτικά κωμικές και «ηδονικότατες» παρουσιάστηκαν η Α. Ανανιάδου και η Α. Φρυδά στους σχεδόν ανύπαρκτους και βαθιά μισογυνιστικούς γυναικείους ρόλους του έργου.

    Ο άγρια φλεγόμενος Αλκιβιάδης του Χρήστου Σουγάρη λειτούργησε ως επιστέγασμα της όποιας δικαίωσης του Τίμωνα με την ευφράδεια και την ανθρώπινη δυναμικότητά του.

    Το δεσπόζον κατανυκτικό κλίμα της παράστασης ως θρηνωδίας για τον Μάρτυρα Τίμωνα καθόρισαν η μουσική επιμέλεια του Λ. Φαληρέα και η μουσική διδασκαλία της Μ. Παιονίδου (χορωδιακά μέρη πλαισίωναν τη δράση εν είδει σχολιαστικών χορικών εκκλησιαστικού τύπου). Τα κινησιογραφικά πλάνα της Μ. Σμαγιέβιτς συνέβαλαν καθοριστικά στο να μη μένουν άδειες οι διαστάσεις της σκηνής, σχεδιάζοντάς τις με ζωντανά ταμπλό και «δραματουργικά» σώματα σε κίνηση (μέσα στους Γουιλσονικής μαγείας φωτισμούς του Α. Αναστασίου). Σημαντική συμβολή αποτέλεσε η εξαιρετικά σύγχρονη μετάφραση του, σαιξπηριστή πλέον, Ν. Χατζόπουλου (πολύ κομψός και ο τόμος από τις Εκδόσεις Σοκόλη).

    Το ουσιαστικό, τέλος, για την παράσταση ήταν ότι δικαιώθηκε από αυτούς τους τόσο σημαντικούς ηθοποιούς που ασκητικά αντιστέκονται στις Σειρήνες της τηλεόρασης, της ευκολίας και του ναρκισσισμού, κάνοντας οικονομία στο Εγώ τους και την τέχνη τους. Δύσκολος δρόμος ομολογουμένως, αλλά ευκάματος ο κάματος.

    08.10.2018, Σαμπατακάκης Γιώργος «Παιγνιώδης αλληγορία», Athens Voice

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ένας Τίμων καθόλου «προβληματικός»

    Έχει γίνει μόνιμη επωδός από τη λογοτεχνική κριτική η «προβληματικότητα» του Τίμωνα, γέννημα σύμπραξης του Σαίξπηρ και του Μίντλτον. Προφανώς, σε σχέση με τα «συμφραζόμενα» της συνολικής σαιξπηρικής δημιουργίας, ο «Τίμων» μπορεί να υστερεί σε «αρτιμέλεια» δραματουργικής συνοχής και βάθους στην οικοδόμηση του κεντρικού προσώπου, ωστόσο, για τα δεδομένα της σύγχρονης, χωρίς όρια, θεατρικής παραγωγής, όπου ακόμα και κείμενα-θραύσματα ανάγονται σε μεγάλη τέχνη, η συζήτηση για τον Τίμωνα μοιάζει κλισέ. Πόσω μάλλον που οι παραστατικές φόρμες βρίθουν από καινοφανή ερμηνευτικά και τεχνικά μέσα και η ηγεμονία του σκηνοθέτη δημιουργεί ολοένα και πιο σύνθετους συσχετισμούς για την απόδοση ή, ενδεχομένως, τη βελτίωση κάθε «προβληματικού» συστατικού ενός θεατρικού έργου.

    Στον «Τίμωνα τον Αθηναίο», από ένα σημείο και μετά, παύει να μας ενδιαφέρει τόσο ο αζύγιαστος λόγος του πρωταγωνιστή και οι ακατάσχετοι μονόλογοί του, δίκην μύδρων μισανθρωπίας, όσο τα φιλοσοφικά του ερείσματα ή, συνολικά για το έργο, η απουσία σκηνικής οικονομίας και συμμετρίας.

    Ο Τίμων αφιερώνει τη ζωή του στην ευεργεσία των φίλων του, οι οποίοι τον εγκαταλείπουν όταν εκείνος καταστρέφεται οικονομικά. Η απληστία, η αχαριστία, η αχαλίνωτη κερδοσκοπία και θεοποίηση του «κίτρινου ακριβού, γυαλιστερού χρυσού» θα μπορούσε να θεωρηθεί, από ιστορική άποψη, ένας αδρός προβληματισμός για το πού οδεύει η κοινωνία στα χρόνια του Ιακώβου Α΄. Όμως η προδοσία της αμφιλεγόμενης προσφοράς του και η απώλεια της φιλίας προσλαμβάνει για τον Τίμωνα κοσμολογικές διαστάσεις, φέρνοντάς τον πλησίον της εμπεδόκλειας θέσης πως η φιλότης και το νείκος αποτελούν τις δυνάμεις εκείνες του σύμπαντος που ορίζουν τη σύνθεση και την αποσύνθεση των πραγμάτων. Και ο αναχωρητισμός, η μισανθρωπία και ο θάνατος του Τίμωνα βρίσκουν, ακριβώς, κοινές συντεταγμένες με τη θέση πως η κατάλυση της φιλίας συνιστά και κατάλυση της ίδιου του οικοδομήματος της δικαιοσύνης, αφού η φιλία συμπεριλαμβάνει τη δικαιοσύνη, ενώ η δικαιοσύνη όχι απαραίτητα τη φιλία.

    Η παράσταση του Εθνικού (σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού) εμφυσά στον «Τίμωνα» μια ισχυρή ανανεωτική πνοή, όπου τα δραματουργικά défauts του έργου αμβλύνονται καθοριστικά. Χρονικότητα και α-χρονικότητα, ως σημεία μιας εικαστικής και αισθητικής θεώρησης, συνεργάζονται ώστε να αρθρώσει το έργο την οικουμενική του γλώσσα. Οι χαρακτήρες είναι επιδέξια λαξευμένοι ήδη από τη λέξη, τη φράση, τον ρυθμό της, τις αποχρώσεις και τα ρετζίστρα της. Ο σκηνικός χώρος απέριττος όσο και επιβλητικός, αναδεικνύει τα πρόσωπα, «σημειολογεί» τις σχέσεις τους, διατάσσει με υποδειγματική mise en place τα γλυπτικής αρμονίας γκρουπαρίσματα. Το μουσικό τοπίο υποβάλλει σαν σε μυστηριακή τελετή, ενώ οι φωτιστικές δημιουργίες φωτίζουν το τραγικό βάθος μιας σύμμεικτης ατμόσφαιρας.

    Παρά τη σχηματοποιημένη, μονόχορδα στομφώδη, κι ενίοτε φιλάρεσκα ομφαλοσκοπική ερμηνεία του Τίμωνα (Βασίλης Ανδρέου), ο ερμηνευτικός καμβάς διανθίζεται, κατ’ αρχάς, από την περίτεχνη ύπουλα βραδυφλεγή παρουσία του Αλκιβιάδη και τη χαρακτηριστική εκβολή της (Χρήστος Σουγάρης), τον ωμό σαρκασμό με τις ιλαρές χροιές του από τον Απήμαντο (Δημ. Παπανικολάου), την «καταφατική», συγκροτημένη παρουσία του Φλάβιου (Μαρία Σαββίδου). Δεξιοτεχνικά, εντός της γενικής συχνότητας υποκριτικής και ρυθμού, στις εναλλαγές των ρόλων τους οι Ιερώνυμος Καλετσάνος και Νίκος Καρδώνης, όπως και το σύνολο των ηθοποιών, που ανεξάρτητα από ηλικίες, ανταποκρίνεται με υποδειγματική ερμηνευτική ωριμότητα.

    06.10.2018, Παπαγιαννάκης Γιώργος «Ένας Τίμων καθόλου προβληματικός», Η Άποψη

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Είδα: τον «Τίμωνα τον Αθηναίο» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού

    Μια πρώτης τάξεως εκκίνηση για το χειμερινό πρόγραμμα του Εθνικού Θεάτρου.

    Πρώτη ύλη Σαίξπηρ. Δηλαδή, συγγραφική διάνοια που αποθεώνει τη γλώσσα, τους ήρωες, τα νοήματα. Κι όμως, στην περίπτωση του «Τίμωνα, του Αθηναίου» δεν μπορούμε να ισχυριστούμε πως πρόκειται για ένα εντελές έργο αφού – όπως έχουν ήδη διαπιστώσει μελετητές του ανά τον κόσμο – πάσχει δομικά, δραματουργικά ενίοτε και υφολογικά ως καρπός συνεργασίας με τον σύγχρονο του συγγραφέα Τόμας Μίντλον.

    Παρόλα αυτά, η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού – σε μια εξαιρετική μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου – μοιάζει να έχει λειάνει τις αδυναμίες και τις δυστροπίες του παραδίδοντας μια πολύ ωραία και στρωτή παράσταση.

    Ο «Τίμων», ένα έργο στα όρια της σατιρικής τραγωδίας, αφηγείται πραγματικά γεγονότα από τη ζωή του ευγενούς Αθηναίου (της αρχαίας Αθήνας) που έχοντας «τις επιθυμίες των φίλων του ίσα με τις δικές του» και «πολύτιμη παρηγοριά τη φιλία τους» τους μοιράζει τα βασίλεια του «χωρίς να βαρεθεί ποτέ». Εκείνοι, ένας Χορός αχόρταγων κολάκων, καταβροχθίζουν τα περιουσιακά στοιχεία του Τίμωνα που επιμένει να αγνοεί τις προθέσεις τους· αφού οι γονυκλισίες τους εξαντλούνται μόλις εκείνος βρεθεί σε δεινή θέση. Τότε, ο Τίμων μετασχηματίζεται σε έναν ερημίτη που όχι μόνο ξεχνάει τους ανθρώπους (ομοιάζοντας πολύ και στο βασιλιά Ληρ) αλλά δηλώνει πως «στο εξής θα μισεί την ανθρωπότητα όλη».

    Μονομιάς, ο Σαίξπηρ έχει καταπιαστεί με κεντρικά ζητήματα του ατομικού και κοινωνικού βίου: Την αξία της γενναιοδωρίας, την ανάγκη του ανθρώπου να αγαπηθεί κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη (ακόμα και με την εξαγορά του ενδιαφέροντος των άλλων), τον άνθρωπο στην πτώση του, τον άνθρωπο υπό την αριστοτελική οπτική, ως «φύσει πολιτικό ζώον» δηλαδή, τα κενά του δημοκρατικού πολιτεύματος, το άτομο σε αντιδιαστολή με τη συλλογικότητα, το χρήμα ως παράγοντα της ολοκληρωτικής αλλοτρίωσης του (εδώ παρεισφρέουν και επικαιρικές αναγωγές για τα μύρια κακά που έπονται της διαχείρισης του χρήματος), την κοινωνική υποκρισία, την κολακεία ως εξουσιαστικό μοχλό, τη μισανθρωπία.

    Όλες τις παραπάνω σαιξπηρικές διατυπώσεις και προβληματικές, η σκηνοθεσία Λιβαθινού τις αναδεικνύει με εμβρίθεια και περισσή καθαρότητα. Σκιαγραφεί καίρια και αδρά τα πορτρέτα των ηρώων, δίνει ταχύ ρυθμό στην αφήγηση, τονίζει τις εννοιολογικά συγγενείς – με την εποχή μας – περιοχές του κειμένου και νομιμοποιείται να “πειράξει” τη σκηνοθεσία με επικαιρικές ενθέσεις (βλέπε τη σκηνή των δανειστών που εμφανίζονται με κοστούμια τραπεζιτών μπροστά σε pc). Ίσως, η μοναδική αδυναμία της ανάγνωσης να εντοπίζεται στη σχετική υποβάθμιση του ηθολογικού και σατιρικού τέμπο του κειμένου που, έτσι κι αλλιώς, διαφοροποιεί αυτήν από τις άλλες σαιξπηρικές τραγωδίες.

    Τίμια, λειτουργική κι ενίοτε εμπνευσμένη η αισθητική καταγραφή των παραπάνω, χάρη στα λιτά σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου – όπου δεσπόζει ένα φωτεινό «Τ», τα κοστούμια (της ιδίας) με αναφορά στην αναγεννησιακή καταγωγή του έργου και τους φροντισμένους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου. Το υψηλού επιπέδου, αποτέλεσμα ωστόσο – που περιγράφει τις περισσότερες παραστάσεις του Στάθη Λιβαθινού – συναρτάται άμεσα με την αξία της συλλογικότητας (τι ειρωνεία όταν πρόκειται για ένα έργο σαν τον Τίμωνα!).

    Η, καλά δεμένη, ομάδα ηθοποιών από την εποχή της Πειραματικής Σκηνής δε σταματά να δίνει μαθήματα σκηνικής συνύπαρξης (παρά τα συχνά διαλείμματα στη συνεργασία τους) αλλά και υποκριτικής κλάσης. Καταρχάς, ο Βασίλης Ανδρέου είναι ένας υποδειγματικός Τίμων που ενσαρκώνει με ακρίβεια και πληθωρικότητα το πέρασμα του ήρωα του από την απόλυτη και άκριτη δοτικότητα στην αποστροφή και το μίσος· χωρίς να υποκύψει στις δυσκολίες ενός ρόλου που κινείται σε δύο ακραίες συναισθηματικές καταστάσεις. Το μεγαλείο του κυνισμού απαντάται στην ερμηνεία του Δημήτρη Παπανικολάου ως Απήμαντου σ’ ένα ρόλο που του ταιριάζει γάντι (ενώ επιφυλάσσει και μια ωραία μάχη λόγου με το Βασίλη Ανδρέου) και ο Χρήστος Σουγάρης φτιάχνει τον έτερο μισάνθρωπο του Τίμωνα, τον Αλκιβιάδη όπου με την ερμηνεία του κορυφώνει την αλύτρωτη αυτή τραγωδία. Η Μαρία Σαββίδου αποδίδει έντιμα και με ψήγματα συγκίνησης το ρόλο του επιστάτη Φλάβιου· είναι η τρίτη γυναίκα της διανομής μαζί με τις καλές Αντιγόνη Φρυδά και Αργυρώ Ανανιάδου σ’ ένα κείμενο που προκρίνει φανερά τους ανδρικούς ρόλους – απηχώντας τη θέση της γυναίκας στην εποχή του Τίμωνα. “Στρατηγοί” της κολακείας που εξελίσσεται σε μεγάλη προδοσία εμφανίζονται με άνεση οι Αρης Τρουπάκης, Νίκος Καρδώνης, Ιερώνυμος Καλετσάνος και Γιώργος Δάμπασης.

    Η παράδοση της σχολής Λιβαθινού όμως, φαίνεται πως έχει και μια νέα γενιά ηθοποιών να παρουσιάσει που συνυπάρχουν άψογα με τους εμπειρότερους και συνάμα καλούν να εντοπίσουμε τους επόμενους πρωταγωνιστές χάρη στο δυναμισμό και το σφρίγος τους: Φοίβος Μαρκιανός, Μάνος Στεφανάκης, Στάθης Κόικας, Αναστάσης Λαουλάκος, Φώτης Κουτρουβίδης.

    Χωρίς αμφιβολία, ο «Τίμων, ο Αθηναίος» είναι μια πρώτης τάξεως εκκίνηση για το νέο, χειμερινό πρόγραμμα του Εθνικού Θεάτρου.

    Να το δω γιατί:

    1. Για την εύστοχη σκηνοθετική ανάγνωση πάνω σε ένα “ατελές” έργο.
    2. Για τις δυναμικές ερμηνείες με κορυφαία αυτή του Βασίλη Ανδρέου.
    3. Για την εξαιρετική μετάφραση.

    Να μη το δω γιατί:

    1. Για τη σχετική υποβάθμιση της σατιρικής φύσης του έργου.

    03.10.2018, Χαραμή Στέλλα «Είδα: τον «Τίμωνα τον Αθηναίο» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού», tospirto.net

     

    Για το link πατήστε εδώ