Ο θάνατος του Δαντόν – Γκέοργκ Μπύχνερ

2011

Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Κεντρική Σκηνή

Από 20 Ιανουαρίου έως 18 Φεβρουαρίου 2011

Η παράσταση επαναλήφθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Büchner στο Giessen της Γερμανίας στις 29 Ιουνίου 2013. Ο Χάρης Χαραλάμπους αντικατέστησε τον Δημήτρη Μυλωνά και ο Γιώργος Χριστοδούλου τον Ευθύμη Παππά.

 

Ο θάνατος του Δαντόν, το πρώτο θεατρικό έργο του Γκέοργκ Μπύχνερ, το οποίο έγραψε το 1835 σε ηλικία 21 ετών και ενώ αντιμετώπιζε διώξεις για την επαναστατική του δράση, δεν βρήκε το δρόμο του για τη σκηνή παρά μόλις το 1902. Ήταν, ωστόσο, το ανέβασμα του Μαξ Ράινχαρντ το 1916 που το καθιέρωσε, έστω και με καθυστέρηση σχεδόν ενός αιώνα, ως ένα από τα κλασικά έργα της ευρωπαϊκής δραματουργίας. Έκτοτε, ορισμένοι από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του 20ού αιώνα, από τον Τζόρτζιο Στρέλερ, τον Ζαν Βιλάρ και τον Έρβιν Πισκάτορ έως τον Κλάους- Μίκαελ Γκρύμπερ και τον Κριστόφ Μαρτάλερ δοκίμασαν να αναμετρηθούν μαζί του. Στην Ελλάδα, Ο θάνατος του Δαντόν ήταν ένα από τα πρώτα έργα που ανέβασε ο Φώτος Πολίτης στο νέο τότε Εθνικό Θέατρο το 1933, δείχνοντας ιδιαίτερη, για την εποχή, επιμέλεια στους φωτισμούς και τις σκηνές πλήθους. Στο έργο του Μπύχνερ το θέατρο γίνεται το ιδανικό μέσο για την αποτύπωση της τραγωδίας της πολιτικής. Στις σύντομες σκηνές του έργου, ο πολιτικός στοχασμός, οι ρητορικοί αγώνες, η κυνική πολιτική δράση και, κυρίως, η ευμετάβλητη κρίση του πλήθους, συνεργούν προκειμένου να φωτίσουν τις διαφορετικές τάσεις, τα πολλαπλά κίνητρα και τις πολιτικές εκτιμήσεις που συγκροτούν το μωσαϊκό της Γαλλικής Επανάστασης κατά την περίοδο της Τρομοκρατίας. Η επαναστατική θεατρική γραφή γίνεται προνομιακό εργαλείο πολιτικού στοχασμού, καθώς αναδεικνύει τη διαλεκτική της Ιστορίας.

 

Πηγή: Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών

Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας (Ελληνογερμανικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης 2004)
Σκηνοθεσία-Διασκευή: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά-Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Μουσική: Blaine L. Reininger
Χορογραφία-Κινησιολογία: Ζωή Χατζηαντωνίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Πρόδρομος Τσινικόρης
Β΄ βοηθός σκηνοθέτη: Michael Wighton
Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Τίνα Τζόκα
Β΄ βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Βάσω Παπαδοπούλου

 

Πρωταγωνιστούν:

Βασίλης Ανδρέου
Κωνσταντίνος Ασπιώτης
Μελέτης Ηλίας
Στέλιος Ιακωβίδης
Νίκος Καρδώνης
Μιχάλης Μουλακάκης
Δημήτρης Μπίτος
Δημήτρης Μυλωνάς
Μαρία Ναυπλιώτου
Παναγιώτης Παναγόπουλος
Ευθύμης Παππάς
Χρήστος Σουγάρης
Γιωργής Τσαμπουράκης

  • Η παράσταση του Στάθη Λιβαθινού στο Büchner International Festival στην Γερμανία

    “Ο Θάνατος του Δαντόν” επιλέχθηκε και παρουσιάζεται μαζί με άλλες 7 παραστάσεις στο Διεθνές Φεστιβάλ Büchner στο Giessen της Γερμανίας στις 29 Ιουνίου 2013.

    Δύο χρόνια μετά την πρεμιέρα στην Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, η παράσταση ταξιδεύει στην πόλη όπου έζησε ο συγγραφέας και με άξονα το έργο του G. Büchner ξεκινά ένας πολιτικός και καλλιτεχνικός διάλογος ανάμεσα σε θεατρικές ομάδες απ’ όλο τον κόσμο.

    Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός, μαζί με τους Βασίλη Ανδρέου, Κωνσταντίνο Ασπιώτη, Μελέτη Ηλία, Στέλιο Ιακωβίδη, Νίκο Καρδώνη, Μιχάλη Μουλακάκη, Δημήτρη Μπίτο, Μαρία Ναυπλιώτου, Παναγιώτη Παναγόπουλο, Χρήστο Σουγάρη, Γιωργή Τσαμπουράκη, Χάρη Χαραλάμπους, Γιώργο Χριστοδούλου και τον Blaine Reininger live στην σκηνή “αναβιώνουν” την παράσταση του 2011, σε σκηνικά – κοστούμια Ελένης Μανωλοπούλου και φωτισμούς Αλέκου Αναστασίου.

    Παραγωγή: Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών
    Εκτέλεση Παραγωγής: Polyplanity Productions

    25.06.2013, Καλκαντέρας Γιώργος «Η παράσταση του Στάθη Λιβαθινού στο Büchner International Festival στην Γερμανία», mag24.gr

  • Ο θάνατος του Δαντόν

    Το 1835 που ο Μπύχνερ γράφει τον Δαντόν στην Ευρώπη κυριαρχεί ο ρομαντισμός, χαρακτηριστικό του οποίου είναι ότι οι ήρωές του, συνήθως απελπισμένοι και μελαγχολικοί, κυριευμένοι από το αίσθημα του ανολοκλήρωτου είναι αποφασισμένοι να θυσιάσουν ακόμα και τον ίδιο τους τον εαυτό για κάποιο μεγάλο σκοπό. Το έργο εξελίσσεται την εποχή της Τρομοκρατίας, η επανάσταση δεν έχει ακόμα εδραιωθεί και ο λαός πεινάει. Ο Δαντόν μετανιωμένος από τα «Σεπτεμβριανά» θέλει να βάλει ένα τέλος στο λουτρό αίματος κι έρχεται σε αντίθεση με τον πρώην σύντροφο του, τον αδιάλλακτο Ροβεσπιέρο, ο οποίος ύστερα από μια δίκη παρωδία τον οδηγεί στη γκιλοτίνα. Ο Δαντόν μαθαίνει ότι επίκειται σύλληψή του αλλά αρνείται να αποδράσει αποδεχόμενος τη μοίρα του.

    Σε ηλικία μόλις 23 χρονών ο έντονα πολιτικοποιημένος Μπύχνερ γράφει ένα έργο διάχυτο από πολιτική σκέψη, σε μια Γερμανία, πριν την αποτυχημένη επανάσταση του 1848, το οποίο όμως στη σύγχρονη εποχή μοιάζει κάπως ξεπερασμένο. Εκτός αν οι συντελεστές της παράστασης μέσα στο αλαζονικό κτίριο της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών στο οποίο οι αίθουσες βρίσκονται στο εσωτερικό ενός ωοειδούς (συμβολισμός προφανής: οι τέχνες και η διανόηση επωάζονται εκεί) και ακτινοβολούν από μέσα προς τα έξω καθότι οι περσίδες σε όλο το περίγραμμα του κτιρίου δεν επιτρέπουν την αντίθετη κίνηση δηλαδή από την κοινωνία προς το κτίριο, βλέπουν να έρχεται μια νέα επανάσταση και προσπαθούν να μας προειδοποιήσουν για μια καλύτερη διαχείριση της.

    Ο Λιβαθινός καταλαβαίνει ότι το έργο χάνεται στα μονοπάτια της πολιτικής φιλοσοφίας και ότι οι ατέλειωτοι μονόλογοι κουράζουν το κοινό και για αυτό κάνει κάτι απλό και θεμελιώδες. Τέμνει κάθετα το κείμενο τοποθετώντας συνέχεια υποσημειώσεις, δηλαδή συμβολισμούς. Έτσι ο Δαντόν φοράει μπλε κι ο (κακός) Ροβεσπιέρος κόκκινα, η Μάριον κυοφορεί τη γαλλική σημαία και άλλα πολλά, τα οποία βοηθούν το θεατή να ξεπεράσει τις φλυαρίες και να συγκεντρωθεί στην κεντρική ιδέα. Σκηνοθετώντας με λογική θιάσου δίνει κίνηση σ’ ένα στατικό κείμενο αλλά δεν καταφέρνει να αποσπάσει από τους ηθοποιούς του την απαραίτητη βοήθεια. Ο Μελέτης επηρεασμένος από τη σχολή Τερζόπουλου τιθασεύει κάπως την υπερβολική ερμηνεία του, αλλά όχι τόσο όσο χρειάζεται για να τονίσει το εσωτερικό δίλημμα που ταλανίζει τον ήρωά του, ο δε Ανδρέου, ως Ροβεσπιέρος, θυμίζει περισσότερο μεγαλοδικηγόρο που αγορεύει επί παντός επιστητού, παρά αφιονισμένο και λυσσασμένο για αίμα επαναστάτη. Η Ναυπλιώτου που ερμηνεύει όλους τους γυναικείους ρόλους δεν πείθει ούτε ως γυναίκα – σύντροφος επαναστάτη, ούτε ως γυναίκα – χωρίς δικαιώματα. Όπως δεν πείθει και ο Παππάς ως δόλιος και μοχθερός Σαν Ζυστ. Το πιο δυνατό σημείο της παράστασης είναι η ζωντανή πρωτότυπη μουσική του Ρέινινγερ μ’ ένα «πειραγμένο» βιολί που πετάει φλόγες (ας μου συγχωρέσουν οι αναγνώστες την εγνωσμένη αδυναμία μου στη ζωντανή μουσική των παραστάσεων).

    Έξοχη ιδέα ήταν του τεράστιου λευκού καναπέ της Μανωλοπούλου, του μοναδικού σκηνικού στοιχείου (ευθεία αναφορά στον καναπέ της δικής μας ζωής) ο οποίος μετατρέπεται σε φυλακή και γκιλοτίνα, ενώ και ο φωτισμός με τα τρία χρώματα της γαλλικής σημαίας εξυπηρέτησε τους συμβολισμούς του έργου.

    14.03.2011, Οικονόμου Δημήτρης «Ο θάνατος του Δαντόν», Δρόμος της Αριστεράς

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ρητορικά εικονογραφηµένα

    «Ο θάνατος του Δαντών» (του Γκέοργκ Μπύχνερ) παρουσιάστηκε από τον Στάθη Λιβαθινό στη Στέγη Γραµµάτων και Τεχνών

    Οι επαναστάσεις ωσάν ιστορικοί Κρόνοι τρώνε τα παιδιά τους; Έτσι δείχνουν τα πράγµατα και τα ιστορικά δεδοµένα δυστυχώς το επιβεβαιώνουν. Πάντως οι δύο µεγαλύτερες και βιαιότερες ανατροπές µιας κατεστηµένης κοινωνικής δοµής, η Γαλλική και η Μπολσεβίκικη Επανάσταση, το τεκμηριώνουν. Ούτε ένας από τους πρωταγωνιστές και των δύο δεν πέθανε στο κρεβάτι του, µε τις δάφνες του και γέρος µε τις αναµνήσεις του. Ούτε ένας – εκτός από τους δολιότερους, τον Φουκιέ και τον Στάλιν, τους νεκροθάφτες και των δύο ανατρεπτικών κινηµάτων. Ακόµα και σε πλέον περιορισµένες και όχι ιδεολογικές επαναστάσεις, σε κινήµατα και σε πραξικοπήµατα, όπως οι Τριάκοντα Τύραννοι και η χούντα του 1967, κατέρρευσαν εκ των έσω µε αλληλοφαγώµατα των πρωτεργατών (Κριτίας – Θηραµένης, Παπαδόπουλος – Ιωαννίδης).

    Και για να µην πάµε και µακρύτερα, δείτε τι συνέβη στο κοµµουνιστικό κίνηµα του τόπου µας όπου από τον Πουλιόπουλο στον Ζαχαριάδη, από τον Σιάντο στον Ζαχαριάδη και από κείνον στον Κολιγιάννη και στη συνέχεια στον Φλωράκη, όλοι οι ηγέτες κατηγορήθηκαν για προδοσία και πρακτοριλίκι. Και ανάµεσα στις συµπληγάδες αλέστηκαν µεγέθη και αξίες όπως ο Καραγιώργης και ο Πλουµπίδης. ∆είτε ακόµη και σήµερα τι χολή (ευτυχώς δεν υπάρχουν γκουλάγκ ούτε, βέβαια, λαιµητόµοι) χύνεται εκατέρωθεν και τι µπηχτές εξαπολύονται ακόµη και εναντίον του Μπελογιάννη µε την ευκαιρία των αποµνηµονευµάτων της Έλλης Παππά. Όπως αποδεικνύουν τα πράγµατα, οι αιτίες ούτε ιδεολογικών διαφορών είναι ούτε άλλης τέτοιας τάξεως αντιπαραθέσεων. Πίσω από τις δολοπλοκίες, τις υπονοµεύσεις, τις συκοφαντίες, τις διαφοροποιήσεις στρατηγικών τάχα και τακτικών πάντα, κρύβονται προσωπικές αντιπαλότητες, ζήλιες, φθόνοι, συναισθηµατικές και άλλες τραυµατικές αντιδράσεις, δηλαδή η ανθρώπινη αδυναµία να ξεπεράσει το εγώ, να συναντήσει την ιστορία έξω από την ιδιοτέλεια και τον αυτισµό. Αυτό µας το δίδαξε κατά τρόπο σχεδόν προφητικό και τετελεσµένο ο Όµηρος στην «Ιλιάδα» και βέβαια οι τραγικοί και κυρίως ο Ευριπίδης.

    Έστω αυτή η σύντοµη εισαγωγή για να κατανοήσουµε το εφηβικό κείµενο του Μπύχνερ (εφηβικό ως ορµή και διάθεση και ροµαντισµό, παρ’ όλο που το έγραψε 23 ετών, ανεξάρτητα αν αυτή η ηλικία για δραµατουργό είναι µοναδικό δείγµα). Αναφέροµαι στον «∆αντών» που ανέβηκε στο αµφιθέατρο της Στέγης Γραµµάτων και Τεχνών του Ιδρύµατος Ωνάση. Οµολογώ ότι δεν κατανοώ τους λόγους που οδήγησαν σ’ αυτό το κείµενο. Αν είναι αισθητικοί και παραπέµπουν σε έναν σταθµό του παγκόσµιου θεάτρου, θα διαφωνήσω. Αν είναι ιδεολογικοί λόγω της πρόσφατης κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισµού, άρα και µια αίσθηση ανακούφισης για τη µοίρα των επαναστάσεων εκ µέρους της παγκοσµιοποιηµένης οικονοµικής ελίτ, θα απαντούσα µε µια κραυγή που είχα την τύχη να ακούσω κάτω από το µπαλκόνι της Λαµίας το 1945 απ’ όπου απευθυνόταν ο Βελουχιώτης στον λαό εγκαινιάζοντας τον µοιραίο Εµφύλιο (ήµουν οκτώ ετών παιδί): «Άρη, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά». Την εποχή που η γειτονιά µας συνταράσσεται από κοσµογονικές εξεγέρσεις των µαζών θα ήταν άστοχο να θεωρήσουµε ως τελειωµένες ιστορίες τις επαναστάσεις και να τις καταδικάσουµε µε κριτήριο τον µηδενισµό ενός ροµαντικού εφήβου στη διάθεση και απελπισµένου της ιστορίας.

    Το έργο όταν γράφτηκε, όταν πλέον και ο Ναπολέων είχε καταρρεύσει, ήταν ένα ρέκβιεµ, ένας επικήδειος και µια κατάρα για τα σύνδροµα του επαναστατηµένου ανθρώπου. Σήµερα που το αστικό καθεστώς το οποίο γέννησε η Γαλλική Επανάσταση, και αφού κατέρρευσε και το όραµα του Μαρξ, προς το παρόν ελπίζω, πνέει τα λοίσθια ταπεινωµένο κάτω από την άτεγκτη λογική του καπιταλισµού της διαφθοράς και του πανικού, τι νόηµα έχουν οι σχοινοτενείς µονόλογοι του ∆αντών, του Ροβεσπιέρου, του Σαιν-Ζυστ, τι νόηµα έχουν τα ηχηρά ρητορικά σχήµατα λίγο πριν τα εύηχα κεφάλια κατρακυλήσουν στο καλάθι της λαιµητόµου; Εξάλλου, το πράγµα έκτοτε διακόσια περίπου χρόνια πριν έχει ερευνηθεί, έχει γίνει ιστορία, µυθιστόρηµα, θέατρο, κινηµατογράφος. Και να πω και του στραβού το δίκιο. Τι νόηµα έχει σήµερα µια θεατρική παράσταση του «∆αντών» µετά το φιλµ µε το ίδιο θέµα του Βάιντα, ενός καλλιτέχνη που είχε κάθε τραυµατικό δικαίωµα λόγω σταλινικής καταπίεσης να κάνει την αναλογία; Εξάλλου, πάλι, ποια καλλιτεχνική, θεατρική αξία είχε ένα πρωτόλειο µε τον «Μαρά – Σαντ» του Βάις; Ή ακόµη και το «1789» της Λίχντγουντ; Αλλά και τι νόηµα έχει η λογοδιάρροια του Μπύχνερ µπροστά στο «Οι θεοί διψούν» του Ανατόλ Φρανς, που το επανέφερε στην επικαιρότητα πρόσφατα στα δοκίµιά του ο Κούντερα;

    Έχοντας λοιπόν ο Στάθης Λιβαθινός να τιθασεύσει ένα τόσο δυσχερές, ανοικονόµητο κείµενο, ήταν φυσικό να το ψαλιδίσει, να το φέρει στα µέτρα του σύγχρονου θεατή, άρα εντέλει να το ευνουχίσει. Έτσι ράβοντας και κόβοντας µαζί µε τον µεταφραστή Γιώργο ∆επάστα το έργο, έφτιαξε ένα σενάριο όπου οι ρητορικές εξάρσεις των πρωταγωνιστών διακόπτονταν από µικροπαρεµβάσεις ενός κουκλοθεάτρου των µαζών, των βουλευτών και των καταδίκων. Ενοποίησε µάλιστα και τους µικρούς επεισοδιακούς γυναικείους ρόλους σ’ έναν, για να δώσει µια συµβολική φιγούρα της γυναικείας, περιθωριακής στα ιστορικά δρώµενα, παρουσίας.

    Η παράσταση του Λιβαθινού, ενός σκηνοθέτη που γνωρίζει να πλάθει και σκηνικά δρώµενα και αισθητικές εικόνες ήταν µια ηχητική εικονογράφηση, µε έντονη τη θεατρικότητα (της ιστορίας;) και την παρέµβαση της µουσικής, ζωντανής, όπως στο Μιούζικ Χωλ, του Ράινιγκερ. Ο σκηνικός χώρος της Μανωλοπούλου, λειτουργικός, κατά τα ζητούµενα του σκηνοθέτη. Τα κοστούµια της, ένα συνονθύλευµα γούστου και µόδας σαν τους περιοδεύοντες θιάσους µε τα διαθέσιµα των σεντουκιών. (Η ιστορία σαν θέατρο της παρακµής;) Το όλον έσωσαν οι φωτισµοί του Αναστασίου. Από τους ηθοποιούς που είχε στη διάθεσή του ο Λιβαθινός µόνο ο Ανδρέου (Ροβεσπιέρος) θύµιζε κάπως τον εαυτό του.

    Ο ∆αντών του Ηλία Μελέτη επιστράτευσε τη θητεία στον Τερζόπουλο, πασχίζοντας να καταλάβει τον Λιβαθινό. Βούλιαξε. Ο Ευθύµης Παππάς (Σαιν-Ζυστ) ολίγιστος, κατόρθωσε να κάνει αδιάφορο τον δαίµονα της Γαλλικής Επανάστασης.

    Η Ναυπλιώτου, περιέργως, περιορίστηκε σε µια ενζενίστικη ναζιάρικη εκφορά του λόγου και µια υπνωτισµένη κίνηση. Από το «µπουλούκι» της ιστορίας ξεχώριζε κανείς περιστασιακά τον Καρδώνη, τον Παναγόπουλο, τον Στέλιο Ιακωβίδη.

    28.02.2011, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Ρητορικά εικονογραφηµένα», Τα Νέα.

     

    Για το link πατήστε εδώ 

  • Ο Θάνατος του Δαντόν: Μια παράσταση – μανιφέστο

    Δυνατές ερμηνείες, εντυπωσιακά σκηνοθετικά ευρήματα και γκροτέσκ χαρακτήρας σε μια παράσταση με θέμα την γαλλική επανάσταση. Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί την διαχρονική τραγωδία της πολιτικής στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.

    Μια συναρπαστική και ενθουσιώδης στιγμή της παγκόσμιας ιστορίας, η γαλλική επανάσταση και οι πρωταγωνιστές της, ζωντανεύουν στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών μέσα από την παράσταση «Ο Θάνατος του Δαντόν» του Γκέοργκ Μπίχνερ, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Βασισμένη σε μια μετάφραση πάλλουσας γλώσσας του Γιώργου Δεπάστα, η παράσταση αναδεικνύει χωρίς ρητορείες, το τραγικό μέγεθος των ανθρώπων της επανάστασης. Επικών διαστάσεων έργο που βασίζεται σε έναν δυνατό θίασο πρωταγωνιστών διδαγμένων σε βάθος με ρυθμό και μέτρο.

    Ο Δαντόν, που υποδύεται με συνέπεια ο ηθοποιός Μελέτης Ηλίας, απογοητευμένος από τις συνεχείς εκτελέσεις και την αδιέξοδη αιματοχυσία, βουλιάζει μέσα σε έναν καναπέ, παραδομένος στην χαλαρότητα και την απραξία. Δεν αργεί να συγκρουσθεί με τον άλλοτε σύντροφό του και ισχυρό άνδρα της επανάστασης, Ροβεσπιέρο, ο οποίος ενορχηστρώνει την καταστροφή του οδηγώντας τον στην γκιλοτίνα. Ο Βασίλης Ανδρέου σε μια εντυπωσιακή ερμηνεία εκτοξεύει φλογερούς λόγους σε στάση σχεδόν προσοχής, άκαμπτο σώμα και βροντώδη φωνή εντυπωσιάζοντας το ακροατήριο και πείθοντας το κοινό.

    Την ίδια ώρα ο λαός συνεχίζει να ξεχύνεται στους δρόμους, να διαδηλώνει και να στήνει οδοφράγματα, οι Ιακωβίνοι και οι Γιρονδίνοι διαβουλεύονται, συμφωνούν, διαφωνούν και συγκρούονται: «η δημοκρατία σε κίνδυνο αλλά και η γκιλοτίνα θεραπεία για όλες τις ασθένειες. Θάνατος σε μια τάξη που φοράει τα ρούχα της αριστοκρατίας και κληρονόμησε τη σκέψη της. Η επανάσταση πρέπει να τελειώσει και να αρχίσει η δημοκρατία. Η μορφή της κυβέρνησης πρέπει να είναι διάφανη και να ταιριάζει στο σώμα του λαού». Σύντομες, γρήγορες και δυνατές σκηνές διαδέχονται η μια την άλλη σε μια παράσταση συνόλου.

    Τον Σεν Ζιστ της διαρκούς δράσης υποδύεται με πειθώ ο Ευθύμης Παππάς ενώ η Μαρία Ναυπλιώτου, επωμίζεται και τους τέσσερις γυναικείους ρόλους ως υπέροχη Λιμπερτέ και Μαριόν, κυοφορούσα Λουσίλ Ντεμουλέν αλλά και ερωτική Ζυλί Δαντόν. Πειστικοί οι Κων/νος Ασπιώτης, Δημήτρης Μπίτος, Χρήστος Σουγάρης και Γιωργής Τσαμπουράκης στους ρόλους των Ντεμουλέν, Φιλιππώ, Λακρουά και Σεσέλ.

    Με το ευφυές εύρημα του περιπλανώμενου θιάσου των «ατάκτων θεατρίνων», ο Λιβαθινός βρίσκει την ευκαιρία μέσα από το θέατρο εν θεάτρω να σχολιάσει την επανάσταση, τους τρόπους, τις πρακτικές και τους αρχηγούς, καθώς ο κλόουν θεατρίνος έχει την δυνατότητα να εκστομίζει μεγάλες και σκληρές αλήθειες με ιλαρό, άρα εύπεπτο και τελικά διεισδυτικό για το λαό τρόπο. Κάτι σαν τον τρελό του βασιλιά.

    Οι εξαιρετικά ταλαντούχοι Στέλιος Ιακωβίδης, Νίκος Καρδώνης, Μιχάλης Μουλακάκης, Δημήτρης Μυλωνάς και Παναγιώτης Παναγόπουλος, επιβεβαιώνουν πως μπορεί το θέατρο να μην κυβερνά αλλά κινητοποιεί τη σκέψη και το συναίσθημα και ανοίγει δρόμους. Και μόνον για τη φράση που εκφωνεί ένας από αυτούς, το «Βγάλε τους ανθρώπους από το θέατρο στο δρόμο» η παράσταση μετατρέπεται σε ένα σύγχρονο μανιφέστο που αξίζει την προσοχή μας.

    Ο θεατής οδηγείται με αυτόν τον τρόπο σε συγκρίσεις και αναγωγές συνδέοντας τα ιστορικά γεγονότα με τις σύγχρονες πολιτικές και κοινωνικές στιγμές αλλά και με τις ιδεολογικές αγωνίες του.

    Σε ένα φρενήρες παραλήρημα ο θίασος κανακεύει εν χορώ ένα νεογέννητο-κούκλα -σκιάχτρο, που μοιάζει να προήλθε από τερατογένεση μιας επανάστασης που κατέληξε τρομοκρατία. Μέσα από φωνές και χάχανα και εκσφενδονίζοντάς το ο ένας στον άλλον και πριν του κοπεί το κεφάλι, αναρωτιούνται όλοι μαζί: «Πώς θα το πούμε το παιδί; Egalite, Fraternite ή Robespierre….» Έτσι το θέατρο γίνεται το ιδανικό μέσο για την αποτύπωση της τραγωδίας της πολιτικής. Με τον ίδιο ρυθμό ένας από αυτούς, πάντα ο ίδιος, επαναλαμβάνει με νόημα «εγώ ένας απλός χασάπης είμαι».

    Δυνατή στιγμή της παράστασης τα ακέφαλα σώματα που συμβολίζουν τους νεκρούς της επανάστασης που ζωντανεύουν επιστρέφοντας ως εφιάλτες και φαντάσματα. Σε μια αχανή και σχεδόν άδεια σκηνή τα ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα που εξυπηρετούν τη δράση είναι ο καναπές, που γίνεται φυλακή φτάνοντας στο τέλος να μεταμορφωθεί σε ικρίωμα, ενώ στοίβες από εφημερίδες, χρησιμεύουν για οδοφράγματα, αλλά και δικαστικά έδρανα στις σκηνές της Εθνοσυνέλευσης και του Λαϊκού Δικαστηρίου.

    Ο γκροτέσκο χαρακτήρας τονίζεται από τις χάρτινες περούκες και τις φενάκες των δικαστών. Στα κοστούμια των πρωταγωνιστών κυριαρχούν τα χρώματα της επανάστασης: μπλε για τον Δαντόν, κόκκινο για τον θιασώτη του αίματος Ροβεσπιέρο και μπλε, κόκκινο, άσπρο για την Λιμπερτέ-Γαλλία.

    Εχθροί, σύντροφοι, ομοϊδεάτες και αντίπαλοι, εξουσιαστές και επαναστάτες, τυλιγμένοι με τα λάβαρα στα χρώματα της επανάστασης, σμίγουν ενωμένοι τραγουδώντας τη Μασσαλιώτιδα σε μια μουσική σύνθεση που ερμηνεύει ζωντανά ο Blaine L. Reininger συνοδεύοντας διακριτικά τη δράση. Όλοι μαζί στο τέλος σχηματίζουν ένα κάδρο ειρήνης. Αυτός είναι άλλωστε και ο τρόπος που το θέατρο και η τέχνη απαντά στην πολιτική και τη ζωή, ενώνοντας και συμφιλιώνοντας τους ανθρώπους.

    16.02.2011, Ζούση Μάνια «Ο Θάνατος του Δαντόν: Μια παράσταση – μανιφέστο», www.in2life.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Στιγμιότυπα μιας επανάστασης

    Ο Θάνατος του Δαντόν είναι το πρώτο έργο ενός Γερμανού επαναστάτη που έγραψε σε ηλικία είκοσι ενός ετών, σε διάστημα πέντε εβδομάδων, το 1835. Είναι ίσως το πιο σημαντικό θεατρικό πρωτόλειο που γράφτηκε ποτέ. Ο Μπύχνερ διασπά τα κυρίαρχα πρότυπα δραματουργίας, πλάθοντας μια νέα φόρμα, δημιουργεί τον πρώτο παθητικό ήρωα στην ιστορία της τραγωδίας και αποτελεί ένα εντυπωσιακό προμήνυμα του υπερρεαλισμού, του εξπρεσιονισμού και του νατουραλισμού, παρωδία του ιδεαλισμού.

    Είναι ένα έργο για την επανάσταση, χωρίς να είναι έργο επαναστατικό, ένα δράμα βαθιάς απαισιοδοξίας, το οποίο αντανακλά μια φαταλιστική όψη της ιστορίας. Οι χαρακτήρες ζουν σε έναν κόσμο απομονωμένο από τη θεότητα και την ηθική.

    Ο Θάνατος του Δαντόν είναι ένα έργο χωρίς πλοκή, είναι ολόκληρο μια «πέμπτη πράξη». Παρακολουθεί τους ήρωες της Γαλλικής Επανάστασης και την αμφισβήτησή τους από το νέο καθεστώς ως τη θανάτωσή τους.

    Στην παράσταση, που σκηνοθέτησε και παρουσίασε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών ο Στάθης Λιβαθινός, επίκεντρο αποτελεί μια σκηνή όπου δεν υπάρχουν χωρίσματα, ένας ενιαίος χώρος που χρωματικά μοιάζει με έργο τέχνης και κάθε φορά ορίζεται από σκηνικά αντικείμενα και δράση. Σε έναν τεραστίων διαστάσεων λευκό καναπέ βρίσκεται παρατημένο το σώμα του Δαντόν. Ο ήρωας απ’ την πρώτη στιγμή κάνει εμφανή τη νωχέλειά του, ένα σώμα, με μπλε φόρμα, παρατημένο πάνω στον καναπέ, ένας ήρωας που δεν αλλάζει σε όλο το έργο, που δεν εξελίσσεται, που ξέρει και ίσως κιόλας να επιθυμεί τον θάνατό του.

    Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός υπηρέτησε το πνεύμα του συγγραφέα και σκηνοθετικά συνέχισε την αντίληψή του και παρουσίασε μια σειρά φωτογραφικών ρεαλιστικών εικόνων του επαναστατημένου Παρισιού με στιγμιοτυπική, ασύνδετη τεχνική. Ωστόσο κάθε στιγμή είναι τέλεια δουλεμένη και μάλιστα με μια επιτυχημένη συνεργασία πολλών ομάδων, πολλών συντελεστών του θεάτρου. Πρόκειται για μια εμπνευσμένη παράσταση συνόλου, όπου, εκτός από τους ηθοποιούς που ενσαρκώνουν τον ρόλο του Δαντόν και των συντρόφων του, όλοι οι άλλοι παίζουν πολλούς μικρούς ρόλους, κάποιοι με μεγάλη επιτυχία.

    11.03.2011, Μαρή Μαρία «Στιγμιότυπα μιας επανάστασης», Η Αυγή. Αναδημοσίευση από το theatroland.wordpress.com

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η Γαλλική Επανάσταση σαν πανηγύρι

    «Ο θάνατος του Δαντόν» του Γκέοργκ Μπίχνερ – Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση

    Ένα παράδοξο έργο. Γραμμένο από έναν ιδιοφυή 23χρονο που πίστευε στην αναγκαιότητα της επανάστασης και ταυτόχρονα αμφέβαλλε για τη σκοπιμότητα και την επιτυχία της. Αυτό που ο Μπίχνερ δεν μπορούσε να προβλέψει το 1835 -την εξέλιξη της Ιστορίας- είναι σήμερα κοινός τόπος.

    Τα λάθη του Ροβεσπιέρου έμελλαν να επαναληφθούν κάμποσες φορές πάνω από βουνά πτωμάτων στο όνομα της ισότητας. Οι μοντέρνες κοινωνίες εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για ελευθερία και δικαιοσύνη, εξασφαλίζοντας μια ευημερία που κατέληξε ξανά στην ανισότητα. 220 χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση η αστική δημοκρατία ορκίζεται στην τάξη και τρέμει την επανάσταση από την οποία προήλθε.

    Στα διλήμματα του Μπίχνερ, πόσο ανθρώπινη μπορεί να είναι η βία και πόσο εφικτή μια επανάσταση χωρίς αίμα, έχει απαντήσει και με το παραπάνω ο 20ός αιώνας. Όμως καθώς αυξάνουν η φτώχεια, η διαφθορά και η οργή, μια νέου τύπου βία κερδίζει έδαφος, επικυρώνοντας οδυνηρά τους συλλογισμούς ενός νεότατου ποιητή για την καταστροφική φύση του ανθρώπου. Δαντόν: «Τι είναι αυτό μέσα μας που ασελγεί, ψεύδεται, κλέβει και σκοτώνει; Ο κόσμος είναι ένα χάος».

    Στο έργο του Μπίχνερ η επανάσταση έχει ήδη αρχίσει να τρώει τις σάρκες της. Ο Ροβεσπιέρος θα στείλει τον πρώην σύντροφό του Δαντόν και την παρέα του ως προδότες στη λαιμητόμο, την επανάσταση θα διαδεχθεί η δικτατορία. Κι όμως αμφότεροι υπήρξαν κάποτε παθιασμένοι επαναστάτες που θέλησαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Στη διαδρομή ο ένας ξεπέζεψε από το άρμα του τρόμου, άδειος και εξαντλημένος από αηδία και θλίψη «μπροστά στον αποτρόπαιο φαταλισμό της Ιστορίας». Ανίσχυρος απέναντι στις αντιφάσεις μιας λογικής που θέτει τον σκοπό πάνω από τα μέσα, ο Δαντόν προτιμά να ξεχάσει στην κρεπάλη, χωμένος στα σκέλια της πόρνης Μάριον ή, ακόμη καλύτερα, αφήνοντας να τον ξεπαστρέψουν χωρίς αντίσταση («η γκιλοτίνα είναι ο καλύτερος γιατρός»), ενόσω ο αδιάφθορος Ροβεσπιέρος συνεχίζει αμείλικτα τις εκτελέσεις, καθώς «το σπαθί της δικαιοσύνης δεν πρέπει να σκουριάσει».

    Ο Δαντόν στον καναπέ

    Πώς διαχειρίζεται μια σκηνοθεσία σήμερα αυτό το σοφό, διορατικό και αγέραστα επίκαιρο έργο; Κατά τον Στάθη Λιβαθινό, κρατώντας ίσες αποστάσεις από τις θέσεις που εκπροσωπούν ιστορικά, πολιτικά και μανιχαϊστικά το «δόγμα Ροβεσπιέρου» («τι είναι λίγα κεφάλια μπροστά στο καλό της ανθρωπότητας;») και η «αναθεώρηση Δαντόν» («έως πότε η επανάσταση θα κατασπαράζει τα παιδιά της;»).

    Η παράσταση αντιμετωπίζει το ρεπουμπλικανικό φαινόμενο χωρίς αυταπάτες και συναισθηματισμούς. Υποβαθμίζοντας το τραγικό στοιχείο μέχρι εξάλειψης, προσεγγίζει το μεγάλο ζήτημα Επανάσταση vs Μεταρρύθμιση σαν ένα πανηγύρι, με τραγούδια, συμπεριφορές και ενίοτε λόγο επιθεωρησιακής ιλαρότητας που δεν αφήνει τίποτε όρθιο. Εκτός, παραδόξως, από τον «μεσσία του αίματος» Ροβεσπιέρο, τον οποίο ο Βασίλης Ανδρέου υποδύεται σχεδόν ακίνητος, χωρίς κλισέ, αγέλαστα, μαχητικά, με στεντόρεια φωνή. Το μοναδικό πρόσωπο αυτής της βραδιάς με αληθινό δραματικό εκτόπισμα. Αντιθέτως, ο Δαντόν του νεαρού Ηλία Μελέτη, από χαρισματική, τραγικά διφορούμενη προσωπικότητα με ιστορικό και θεατρικό κύρος, ξεπέφτει σε χαζοχαρούμενο Καραγκιόζη με αφρολούκ, αθλητική φόρμα και Adidas, που όταν δεν ρητορεύει σωριάζεται κατάκοπος στον καναπέ, χουχουλιάζει, χασμουριέται, μέχρι το επόμενο μισόκαρδο τίναγμα από την πλήξη.

    Χωρίς καλούς και κακούς

    Σε ένα χαοτικό κοινόβιο αναρχικών (σκηνικά-κοστούμια Ελένη Μανωλοπούλου), γύρω από έναν πολυχρησιμοποιημένο καναπέ, που αργότερα γίνεται φυλακή, κάρο, ικρίωμα, ανάμεσα σε στοίβες από παλιές εφημερίδες, αρχεία, φυλλάδια (όλα σκονισμένο παρελθόν), δώδεκα νέοι ηθοποιοί με αντιεξουσιαστικό look και αποκριάτικα αξεσουάρ -χάρτινες περούκες, κολάρα, φρυγικούς σκούφους, τρικολόρ σημαίες/εσάρπες- παρασταίνουν όλο το κοινωνικό φάσμα -δικαστές, δήμιους, λαό, βουλευτές, αρχηγούς-, ενώ η Μαρία Ναυπλιώτου αναλαμβάνει και τους τέσσερις γυναικείους ρόλους.

    Όλα μοιάζουν με παιδικό παιχνίδι, χωρίς «καλούς» και «κακούς», εκτός από τον Σεν Ζιστ (Ευθύμης Παππάς) που θυμίζει ιδεοληπτική καρικατούρα, και τον πάντα «άξεστο» λαό, στο όνομα του οποίου γίνονται όλα, που εφορμά κάθε τόσο μέσα από καπνούς και πυροβολισμούς, με ηχογραφημένες ζητωκραυγές, μιμούμενος τον μαινόμενο όχλο. Κανείς δεν αποτελεί λύση. Οι Ιακωβίνοι κοπανιούνται με τεχνητή «επαναστατική» ζωντάνια, ενώ οι πιο πνευματώδεις Γιρονδίνοι σέρνονται βαριεστημένοι, φιλοσοφώντας για ατομικά δικαιώματα.

    Θέσεις, διαξιφισμοί και συλλογισμοί του Μπίχνερ, που αποτυπώνονται στους εμβληματικούς μονολόγους των δύο αρχηγών και στις μεγάλες σκηνές της Εθνοσυνέλευσης και του Λαϊκού Δικαστηρίου, όπου επισφραγίζεται η αυτοκαταστροφική κορύφωση της τρομοκρατίας, εξανεμίζονται σε μια άμορφη πολυκινητικότητα, οχλοβοή και ερμηνείες με στόμφο και χωρίς πειθώ, όπου άπαντες φωνάζουν, βρίζουν, κλοτσούν, σκίζουν τον αέρα χειρονομώντας, βραχνιάζουν, διαφωνούν όλοι μαζί ή γελούν χωρίς λόγο, μετατρέποντας φράσεις-κλειδιά σε κοινότοπα αποφθέγματα, άκαιρα συνθήματα και πομπώδεις ηθικολογίες.

    Στο τέλος, ο Δαντόν και η παρέα του στριμώχνονται στο πενταθέσιο ικρίωμα συζητώντας και χαριτολογώντας, ενώ γύρω τους οι δήμιοι ουρλιάζουν εκστατικοί. Όμως, αντί να πέσουν κεφάλια, εξουσιαστές και αντιφρονούντες σμίγουν ως διά μαγείας σε μια ομαδική φωτογραφία συμφιλίωσης. No problem. Άλλωστε όλα είναι θέατρο. Ωστόσο, εξαλείφοντας τις αντιθέσεις του έργου σε έναν μεταμοντέρνο σχετικισμό, η παράσταση δεν συσκοτίζει μόνο μια μεγάλη διάσταση της ευρωπαϊκής Ιστορίας, αφαιρεί και από την ίδια τα συστατικά ενός συγκινητικού θεατρικού γεγονότος.

    12.02.2011, Ματζίρη Σωτηρία «Η Γαλλική Επανάσταση σαν πανηγύρι», Ελευθεροτυπία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Το τέταρτο κουδούνι

    […] Δεν ξέρω αν κάποιοι θα διαφωνήσουν μαζί μου – όπως συνέβη με τον «Ληρ» του. Αλλά η παράσταση που ‘κανε ο Στάθης Λιβαθινός στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του ιδρύματος Ωνάση με τον «Θάνατο του Δαντόν» – αυτό το, κατά τη γνώμη μου, δύσκαμπτο, φλύαρο έργο του Μπίχνερ -, μια «χορογραφία» με καταπληκτικά γκρουπαρίσματα και συγκλονιστικές κορυφώσεις που ξεσηκώνουν, με συνεπήρε. Κι όλο το κοινό – αν κρίνω απ’ το χειροκρότημα στο φινάλε.

    Τα εκπληκτικά κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου που ‘παιξε πάνω σε σύγχρονα ρούχα με τα χρώματα της Tricolore – της τρίχρωμης σημαίας της Γαλλικής Δημοκρατίας – με κορυφαίο το κόκκινο του Ροβιεσπέρου – Βασίλη Ανδρέου, οι συναρπαστικοί φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου με τα πρόσωπα να ξεκολλούν μέσα από «ομίχλες», μέσα απ’ το πουθενά της ιστορίας, οι εξαιρετικές μουσικές του Μπλέιν Ράινινγκερ με τις ιλιγγιώδεις παραλλαγές του πάνω στη «Μασσαλιώτιδα», οι ερμηνείες του συνόλου των ηθοποιών του, ηθοποιών που ο Στάθης Λιβαθινός ξέρει να επιλέγει και να οδηγεί – όλα – με κράτησαν στην τσίτα πάνω από δύο ώρες.

    Και η Μαρία Ναυπλιώτου – Λιμπερτέ μεγαλειώδης, τυλιγμένη στη γαλλική σημαία, να με γυρίζει στο Ηρώδειο του 1983. Με την Μάγια Πλισέτσκαγια, τυλιγμένη επίσης στην Τρίχωμη και υπό ήχους της «Μασσαλιώτιδας», να προβάλει απ’ την αριστερή κουίντα με το χέρι τεταμένο, συνταρακτική – ρίγος! – στην «Ιζαντόρα» του Μορίς Μπεζάρ. […]

    03.02.2011, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Το τέταρτο κουδούνι», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο Μπύχνερ και ο θάνατος της Επανάστασης

    Σε μία εποχή όπου η Δημοκρατία κινδυνεύει αλλά κανένας δεν βγαίνει στους δρόμους, οι κραυγές ενός λαού που δεν ακούγεται γίνονται ηχηρή σιωπή στο θέατρο, μέσα από το έργο ενός συγγραφέα επαναστάτη και τη δουλειά ενός ρηξικέλευθου σκηνοθέτη. Ο Γκέοργκ Μπύχνερ έγραψε τις λέξεις που ο Στάθης Λιβαθινός έπλασε σαν εικόνες, σε μία παράσταση με πολλά προτερήματα τόσο για έναν λάτρη της τέχνης, όσο και για ένα πολιτικώς σκεπτόμενο και φιλοσοφημένο άτομο.

    Ένα σπουδαίο κείμενο ταξιδεύει μέσα στον χρόνο, όταν οι αρετές της καλαισθησίας του συναπαντούν μέσα στο σώμα του ιδέες πρωτοποριακές, τοποθετήσεις προοδευτικές και στοιχεία ανατρεπτικά, οδηγώντας την ίδια την ανθρώπινη σκέψη μερικά βήματα παρακάτω.

    Ο Μπύχνερ ήταν μόλις 21 ετών, όταν κατέθεσε μία ολοκληρωμένη πραγματεία επάνω στην υπαρξιακή ανθρώπινη αγωνία, διαπραγματευόμενος περί της έννοιας τόσο του Θεού όσο και του θανάτου, με αφορμή και πρωταρχική πηγή του τις έρευνες γύρω από την Γαλλική Επανάσταση και την περίοδο της Τρομοκρατίας. Ο Δαντόν, ο Ροβεσπιέρος, ο Ντεμουλέν και πλήθος ιστορικών προσώπων που πρωτοστάτησαν εκείνη την εποχή στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας, γίνονται ο Ζορζ, ο Μαξιμιλιανός, ο Καμίλ που διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στις σελίδες του Γερμανού συγγραφέα.

    Το μέγεθος της καλλιτεχνικής αξίας του Μπύχνερ είναι αδιαμφισβήτητα μεγάλο. Αν και με ελάχιστη δημιουργική παραγωγή (πέθανε αρκετά νωρίς, αφήνοντας παρακαταθήκη 4 πονήματά του, με το αριστουργηματικό, καίτοι ημιτελές, Βόυτσεκ, μεταξύ αυτών) κατάφερε να επιδράσει στους μεταγενέστερους επηρεάζοντας, με το καινοτόμο ύφος και περιεχόμενό του, από τους νατουραλιστές και εξπρεσιονιστές έως τους υπαρξιστές. Είναι κρίμα πάντως το ότι χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια από το θάνατό του, προκειμένου να πάρει τη θέση που του αρμόζει στην ιστορία του θεάτρου, και όχι μόνο. Ωστόσο εάν η υστεροφημία είναι εκείνη που αναγνωρίζει ένα έργο τέχνης, τότε τα δικά του έχουν από καιρό αποκτήσει την ταυτότητά τους.

    Πρωτόλειο του συγγραφέα, “ο θάνατος του Δαντόν”, (αμέσως πριν είχε γράψει ένα επαναστατικό μανιφέστο), καθιερώνει την “έρευνα” ως μέθοδο στο θέατρο με τη χρήση ντοκουμέντων για πρώτη φορά (βλέπε πολιτικοί λόγοι των δύο αντίπαλων ηρώων ή τα όσα ειπώνονται στην εθνοσυνέλευση ή το δικαστήριο). Με αυτό δεν εννοώ ασφαλώς την ακριβή καταγραφή ή την πιστή απόδοση μίας μαρτυρίας, αλλά την εμπνευσμένη ανασύνθεση της ατμόσφαιρας μέσα από τη μελέτη και τα χρονικά της εποχής. Το τότε της δράσης παγιδεύεται στο τώρα της απεικόνισής της.

    Για έναν σκηνοθέτη είναι αρκετά δύσκολο να φέρει στη σκηνή τους δρόμους του Παρισιού που πάλλονταν από τον αέρα της επανάστασης, έναν αέρα που είχε τη μυρωδιά του αίματος. Στα ελληνικά δεδομένα, ο Φώτος Πολίτης το 1933 δοκίμασε για πρώτη φορά να κοινωνήσει το χαμένο στη λήθη αριστούργημα στο κοινό της Αθήνας. Για του δικού του εγχειρήματος τα αποτελέσματα δεν έχω γνώση παρά μονάχα μέσω της εκτίμησης τρίτων. Για την απόπειρα του Στάθη Λιβαθινού ωστόσο, μπόρεσα κιόλας να σχηματίσω γνώμη, με βάση όσα είδα την Πέμπτη 20 Ιανουαρίου, στην πρεμιέρα της παράστασης με την σκηνοθετική υπογραφή του, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.

    Ένα σκηνικό που πότε κοκκίνιζε από ντροπή, πότε αποκτούσε την ψυχρότητα του μπλε και πότε όρθωνε την λευκή αθωότητά του απέναντι στο καχύποπτο βλέμμα του θεατή, μας εισήγαγε κατευθείαν στον χώρο της σκηνικής δράσης (φωτισμοί Αλέκος Αναστασίου). Με την ίδια λογική οι πρωταγωνιστές ντυμένοι, παρήλαυναν σαν υπερήφανες σημαίες, με τη συνοδεία πανηγυρικών εμβατηρίων ή πένθιμων καμπανοκρουσιών (και εδώ η μουσική παιζόταν ζωντανά- μουσική Blaine Reininger).Ο Ροβεσπιέρος στο κόκκινο, ο Δαντόν στα λευκά και ο Σεντ Ζιστ στο μπλε, υπογράμμιζαν με αυτή την χρωματική διάκριση κάποια από τα βασικά τους χαρακτηριστικά. Ένας καναπές και κάποια πακέτα εφημερίδων ήταν όλα και όλα τα αντικείμενα που υπήρχαν στον χώρο. Αυτά μαζί με το ταλέντο των ηθοποιών και την ευφυΐα ενός πάντα αξιόπιστου δημιουργού.

    Το δύσκολο με τον Μπύχνερ είναι πως στο έργο του υπάρχουν άπειρες σκηνές πλήθους, είτε μέσα στην αίθουσα συνεδριάσεων, είτε στις γειτονιές της πόλης. Ο Λιβαθινός όχι μόνο δεν τρόμαξε από τις, σχεδόν κινηματογραφικές, εικόνες, αντιθέτως ζωντάνεψε έναν ολόκληρο κόσμο μέσα από την ελλειπτική αφήγηση. Η σιωπή των αγωνιστών λόγου χάρη, αμέσως μετά την αρχική διαλογική σκηνή του Δαντόν με τους ομοϊδεάτες του, κραύγαζε τόσο δυνατά τα θέλω τους και φόβιζε τόσο η δυναμική τους με τη slow motion κίνηση και τις έντονες συσπάσεις των προσώπων ώστε δεν χρειαζόσουν ούτε καν ψίθυρο προκειμένου να μπεις στην πρώτη γραμμή της μάχης. Μου άρεσε επίσης η κλιμακωτή ένταση που έδωσε ο σκηνοθέτης στην παράσταση. Αθόρυβα στην αρχή αλλά με όλο και αυξανόμενη ενέργεια, ακολουθεί την ίδια την αφύπνιση του Δαντόν, από τον αρχικό λήθαργο στην εκρηκτική τελική του αναμέτρηση με τον θάνατο.

    Δεν διστάζει να χλευάσει κάθε έναν από τους θεσμούς που παρουσιάζονται στο έργο, βάζοντας πότε τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης να στέκονται επάνω στις στοίβες εφημερίδων (τονίζοντας την εφήμερη φύση τους), πότε τον φύλακα να ασκεί τα σωφρονιστικά του καθήκοντα με την χάρη που θα ταίριαζε σε δεσποσύνη. Δανειζόμενος τη φόρμα του μπουρλέσκ, λαϊκών θεαμάτων προς τέρψιν του θεατή με την χρήση μουσικής, φτάνει μέχρι το γκροτέσκο για να αποδώσει μερικές από τις πιο εύστοχες σκηνές πολιτικοκοινωνικού σχολιασμού του κειμένου. Σε αντίθεση με το ίδιο το έργο που κρατάει πάντα στο περιθώριο τον απλό λαό, τους πολίτες χαμηλής κοινωνικής στάθμης (ο Μπύχνερ καινοτόμησε και σε αυτό μεταγενέστερα με τον Βόυτσεκ), ο Λιβαθινός τους δίνει την ευκαιρία να κερδίσουν την αμέριστη προσοχή και το χειροκρότημά μας. Και αν γελάμε μαζί τους είναι επειδή δεν είναι χαμένα στη λήθη της ιστορίας όλα όσα υποφέρουμε εξαιτίας των κάθε λογής πολιτικών συστημάτων.

    Ο Λιβαθινός έχει το χάρισμα μέσα από μία διήγηση ρεαλιστικών γεγονότων να φτιάχνει σκηνές ποιητικές. Τα ακέφαλα σώματα και η αυτοπυρπόληση της Μαριόν είναι δύο από τις πιο μυσταγωγικές στιγμές της συγκεκριμένης παραγωγής, που μαγεύουν με την ιεροτελεστία των κινήσεων. Ακόμα και η εκμετάλλευση της προοπτικής ήταν άκρως επιτυχημένη. Η αρχική απόστασή μας από τον κοιμισμένο σε έναν καναπέ Δαντόν, μειώνεται καθώς πλησιάζουμε τους πέντε χειροδεμένους “συντρόφους” μέσα στη φυλακή τους, για να εκμηδενιστεί στην τελική πράξη του απαγχονισμού. Ακριβώς όπως ο ήρωας σιγά σιγά έρχεται προς το μέρος του λαού (ο Λιβαθινός χρησιμοποιεί τους θεατές ως συγκεντρωμένους κάθε φορά οπαδούς είτε μίας πολιτικής απεύθυνσης, είτε ως τον όχλο που γίνεται μάρτυρας της δολοφονίας – με αυτόν τον τρόπο μας κάνει όλους συνένοχους, σε μία μεταφορά επιτυχημένη ως προς τις αναλογίες της στο σήμερα). Το θέατρο ως η αρένα των πολιτικών εξελίξεων, των αποφάσεων και των δράσεων, μεταφέρει την ευθύνη της αιματοχυσίας στους απαθείς θεατές της ιστορίας, που αλλοιώνουν την ευθυκρισία ενός σκεπτόμενου μέρους της κοινωνίας, με την δική τους δράση ως όχλου. Η βία, αν και δεν αναπαριστάται, είναι πανταχού παρούσα, ακόμα και στα λόγια.

    Αξιοποιώντας την εξαιρετική Μαρία Ναυπλιώτου σε πολλαπλό ρόλο – πότε είναι η Μαριόν, η ενσάρκωση της Επανάστασης, πότε η Λουσίλ, γυναίκα του Καμίλ, δίνει την απαραίτητη έμφαση στο αναπόφευκτο της πτώσης (σαν Κασσάνδρα που προμηνύει τα δυσοίωνα). Δεν ξεχνάει πως πέρα από ένα ουσιαστικό πολιτικοκοινωνικό μανιφέστο, ο Μπύχνερ θέλησε να καταγράψει και τις οντολογικές και υπαρξιακές του αναζητήσεις. Εμβόλιμα στη ροή των γεγονότων δίνεται ο χρόνος στους ετοιμοθάνατους να αναζητήσουν την πίστη τους σε κάτι (ο θάνατος είναι το τίποτα άρα τίποτα δεν είναι θάνατος) ή να στοχαστούν κατά μονάς για τα πεπραγμένα της ζωής τους. Ο Λιβαθινός φροντίζει να παρεμβάλλει χιουμοριστικές νότες στο θλιβερό πεντάγραμμο ενός επικείμενου ρέκβιεμ, χωρίς ποτέ να μας αφήνει ωστόσο να ξεχάσουμε το βέβαιο του τέλους (ο Χάρος περνάει τραγουδώντας στο βάθος της σκηνής για να υποδείξει την ασταθή θέση του κεφαλιού επάνω στο λαιμό των κατηγορουμένων για προδοσία).

    Αν και μιλάμε για ερμηνευτική απόδοση συνόλου, όπως σε κάθε παραγωγή του Λιβαθινού, είναι αδύνατον να μην γίνει ξεχωριστή αναφορά στους δύο μεγάλους αντιπάλους. Ο Ηλίας Μελέτης ανέλαβε να ενσαρκώσει τον μελλοθάνατο επαναστάτη με περίσσεια γενναιότητα. Ο ακόλαστος Ζορζ δίνει την θέση του στον λεοντόκαρδο Δαντόν αβίαστα και μεθοδικά. Από τα σολαρίσματά του μου άρεσε ιδιαίτερα η σκηνή που βγαίνει στο δρόμο για να πανηγυρίσει, η οποία ξεκινάει από τα ύψιστα ντεσιμπέλ για να καταλήξει αθόρυβη, μουγγή, μα εντυπωσιακή συνάμα συγκέντρωση της ύλης του σύμπαντος μέσα στο σώμα ενός και μόνο ατόμου, ένας χορός πολεμικός που μοιάζει με προσευχή ζωής.

    Ο Βασίλης Ανδρέου από την άλλη, φάνηκε να γεννήθηκε γι αυτόν τον ρόλο. Κάτω από το αυστηρό παρουσιαστικό ενός ανθρώπου μονήρη, αφήνει να διαφανεί μία αμφιταλαντευόμενη εμμονή για ηθική, που γίνεται γιγαντωμένη ενοχή μπροστά στα δικά της εγκλήματα. Έχει τέτοια ισχυρή παρουσία επάνω στη σκηνή ώστε με το ανέκφραστο πρόσωπό του, χωρίς καμία σύσπαση, το αλύγιστο κορμί του και την ρητορική δεινότητά του κλέβει πραγματικά την παράσταση ως ο αδέκαστος “υπερτρομοκράτης”. Καθηλωτικός ακόμα και την στιγμή που αυτοσαρκάζεται ρίχνοντας στο πάτωμα το μανδύα της κίβδηλης ηθικής του. Μαζί με την γήινη όσο και αέρινη Μαρία Ναυπλιώτου, σαν ο ιδανικός αντίθετος πόλος του, είναι εκείνοι οι δύο που μετέφεραν στον Σίσυφο – Δαντόν το μήνυμα της τελικής συντριβής του.

    Η Ναυπλιώτου αποφεύγει τον σκόπελο της υστερίας ως αντίδραση μίας εγκυμονούσας που χάνει τον άντρα της, και βηματίζει απαλά προς την απώλεια. Άλλοτε πάλι παίρνει την θέση στη σκηνή σαν άγαλμα – σύμβολο μίας επισφαλούς ιδέας, και στέκεται αγέρωχη ανάμεσα σε όλα τα τεκταινόμενα εις βάρος της ίδιας της της παρουσίας. Εξαιρετικός μέσα στην απλότητά και αφοπλιστική ειλικρίνειά του, ο μονόλογος για τον πρώτο έρωτα και την πρώτη ταυτόχρονα απώλεια.

    Το υπόλοιπο καστ συμπληρώνουν ηθοποιοί που φέρουν σε πέρας άκρως επιτυχημένα τις διαδρομές τους.

    Το έργο μιλάει στην Ελλάδα του 2011, ακριβώς επειδή ασκεί κριτική σε πολιτικούς θεσμούς και την λειτουργία τους, καθώς και στην παθογένεια μίας κοινωνίας, την οποία γαλβανίζουν πάσης λογής δημαγωγοί, προκειμένου να συνεχίζεται αδιάκοπα η λήψη αποφάσεων που χαλιναγωγούν την ελευθερία, την ισότητα, την αδελφότητα. Όπως ξεσπούν οι συντελεστές φωνάζοντας πιο δυνατά από ποτέ για τα πάγια αιτήματα και τις θεμελιώδεις αξίες μίας δημοκρατικής πολιτείας, διαφοροποιώντας την θέση του οραματιστή σκηνοθέτη από τον πεσιμιστή συγγραφέα (ζήτω ο βασιλιάς ήταν η ατάκα που ξεστόμισε η Λουσίλ), έτσι θα έπρεπε και όλοι εμείς να αφήσουμε να ξεχυθεί όλο το δίκαιο αίτημα για Δημοκρατία και Αξιοπρέπεια στους δρόμους της εξωθεατρικής πραγματικότητας.

    22.01.2011, Πρασσά Νίκη «Ο Μπύχνερ και ο θάνατος της Επανάστασης», camerastyloonline.wordpress.com

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Σήμερα υπάρχουν ελάχιστοι Δαντόν και πολλοί Ροβεσπιέροι»

    Ο Μελέτης Ηλίας και ο Βασίλης Ανδρέου αναμετρούνται μέσα από τους ρόλους τους στο έργο του Μπύχνερ «Ο θάνατος του Δαντόν» και ανακαλύπτουν αντιστοιχίες ανάμεσα στους δύο γάλλους επαναστάτες και σε διάφορους «επαναστάτες» τού σήμερα

    Δύο μορφές της Γαλλικής Επανάστασης. Δύο αινιγματικές προσωπικότητες. Ο Δαντόν και ο Ροβεσπιέρος. Μία και μοναδική συνάντηση τους καταγράφεται στο θεατρικό έργο του Γκέοργκ Μπύχνερ «Ο θάνατος του Δαντόν», που κάνει πρεμιέρα την προσεχή Πέμπτη στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Μια σκηνή καταλυτική. Αμέσως μετά ο Ροβεσπιέρος λαμβάνει την καθοριστική απόφαση να βγάλει από τη μέση τον Δαντόν, επειδή είναι πλέον και αυτός εχθρός. Ο Δαντόν καρατομείται – την ίδια τύχη θα έχει, τρεις μήνες αργότερα, και ο Ροβεσπιέρος.

    Δύο ηθοποιοί, ο Μελέτης Ηλίας και ο Βασίλης Ανδρέου, ανέλαβαν αντιστοίχως τους ρόλους του Δαντόν και του Ροβεσπιέρου και μαζί με τους ήρωες τους μοιράστηκαν σκέψεις για την επανάσταση του χθες και του σήμερα, για τις επαναστάσεις όλων των εποχών. Την επανάσταση άλλωστε υποδύεται επί σκηνής μια γυναίκα, η Μαρία Ναυπλιώτου.

    «Αν η Γαλλική Επανάσταση δεν έχει άμεση σχέση με το σήμερα, οι αξίες και τα ιδεώδη της έχουν» λέει ο «Δαντόν» Μελέτης Ηλίας. «Το πώς θα φτιάξουμε κάπως αλλιώς τον κόσμο, με ποιες αξίες και με ποιες ιδέες, και μάλιστα σε μια εποχή όπως αυτή που ζούμε σήμερα, με την κρίση να δεσπόζει και με έναν κόσμο που ζητεί να εμφανιστούν ‘όλοι αυτοί που πήραν τα λεφτά’, νομίζω ότι το έργο γίνεται εξαιρετικά σύγχρονο. Τότε ο κόσμος διψούσε για αίμα και ήθελε να δει ανθρώπους στην γκιλοτίνα: Όλο αυτό έχει άμεση σχέση με την εποχή μας. Ο κόσμος σήμερα θέλει να δει ανθρώπους να τιμωρούνται».

    Αινιγματική φιγούρα που φαινομενικά μοιάζει να έχει παραιτηθεί απ’ όλο αυτό, ο Δαντόν στο έργο του Μπύχνερ «δείχνει ότι η προσπάθεια που έχει κάνει δεν τον οδήγησε εκεί που ήθελε, εκεί που πίστευε. Γι’ αυτό και έχει το θάρρος να αποσυρθεί και να θέσει το κεφάλι του στην γκιλοτίνα προς τη σωτηρία της κατάστασης και της χώρας. Δύσκολο να συμβεί κάτι αντίστοιχο σήμερα» παρατηρεί ο ίδιος. «Είναι σαν να λέει ότι όλο αυτό που ονειρευτήκαμε δεν έγινε και εγώ προσπαθώ να πείσω τους άλλους ότι κάναμε λάθος. Γι’ αυτό και βάζει το ίδιο του το κεφάλι». Ο Βασίλης Ανδρέου ως Ροβεσπιέρος σκιαγραφεί τον ήρωα του με αντιφατικά στοιχεία: «Από τη μία είναι έτοιμος να πεθάνει και από την άλλη φοβάται στην ιδέα του θανάτου. Αν και προτιμά να πεθάνει με θάρρος και αξιοπρέπεια, νιώθει δειλία απέναντι στον θάνατο. Για μένα παραμένει αινιγματική φυσιογνωμία. Είναι πολύ πιο μπροστά από το δικό μας μυαλό και τις δικές μας φιλοδοξίες. Θυμίζει αρχαία τραγωδία».

    Ο Ροβεσπιέρος συνεχίζει τον αγώνα του μη πιστεύοντας ότι κάποιες αξίες είναι λανθασμένες. Αντιθέτως, πιστεύει ότι πρέπει να συνεχίσει να κυλάει το αίμα. Οι δυο τους ξεκίνησαν μαζί. Κάποτε ήταν φίλοι και για το καλό της Επανάστασης σκότωναν μαζί ανθρώπους. Τώρα άλλαξαν στρατόπεδα. Ο Ροβεσπιέρος είναι πολύ πιο ενεργός και δυναμικός, αν και ο Δαντόν τον βλέπει λίγο σαν καρικατούρα. «Εγώ κατάλαβα ότι αυτό που κάναμε μας άλλαξε και μας πήγε κάπου αλλού, κάπου που δεν περιμέναμε. Αν και ξεκινήσαμε για καλό, θεωρώ ότι τελικά μας πήγε λάθος» λέει ο Ανδρέου για τον Δαντόν: κατά τη διάρκεια του έργου γίνεται καυστικός απέναντι στο Ροβεσπιέρο, τον κοροϊδεύει, ενώ οι φίλοι του τού συνιστούν να τον παρακαλέσει για να σωθεί.

    Από τους πρωτεργάτες της Γαλλικής Επανάστασης, ο Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος ήταν ανθρωπιστής και ιδεολόγος, ένας δικηγόρος που ανελίχθηκε και, όπως σχολιάζει ο Βασίλης Ανδρέου, «μια δύσκολη προσωπικότητα, ψυχαναγκαστική, δεσποτική, συγκεντρωτική, αποφασιστική. Είχε δεσμούς με όλους, ακόμη και με τον βασιλιά, και πρωτοστάτησε στο να καρατομηθεί ο Δαντόν. Όταν έπρεπε να μοιραστεί η πίτα, όπως συμβαίνει σε όλες τις επαναστάσεις, πήρε θέση και έγινε υπερασπιστής των κεκτημένων. Βρισκόμαστε στην τελευταία περίοδο της Επανάστασης (1789-1794), στην εποχή της εξουσίας. Τρεις μήνες μετά την εκτέλεση του Δαντόν, εκτελείται και ο Ροβεσπιέρος. Από τη μία ο Δαντόν είναι αποφασισμένος να μη συνεχίσει, από την άλλη ο Ροβεσπιέρος θέλει να φθάσει ως το τέλος. Παρακολουθούμε πώς τον σέρνουν σε αυτή την ψευτοδίκη και τελικά τον καρατομούν».

    Στην κοινή τους σκηνή στο θεατρικό παρακολουθούμε τον Ροβεσπιέρο να ξεκινά με στόχο να φέρει πίσω τον Δαντόν στην Επανάσταση. «Από τη στιγμή όμως που αρνείται, βάζει στόχο να τον εξαφανίσει» λέει ο Βασίλης Ανδρέου. «Ο Δαντόν τον επισκέπτεται στο σπίτι του για να τον ξεμπροστιάσει. Οι υπόλοιπες σκηνές» συνεχίζει «είναι ομιλίες του Ροβεσπιέρου εναντίον του Δαντόν».

    Ως προς τα βαθύτερα νοήματα ενός έργου που πραγματεύεται ένα ιστορικό γεγονός, ο ηθοποιός συμπληρώνει ότι «αυτά που άφησαν πίσω τους οι ήρωες της Επανάστασης επηρέασαν στη συνέχεια τον Στάλιν, τον Χίτλερ. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα εκμεταλλεύθηκαν τον Ροβεσπιέρο – ακόμη και η τρομοκρατία που ζούμε σήμερα είναι δικό του κατάλοιπο. Το δίπολο της επανάστασης, ιδεολόγοι και εξτρεμιστές, αυτό είναι το ζήτημα. Ως προς το σήμερα σαφώς είναι ελάχιστοι οι Δαντόν και περισσότεροι οι Ροβεσπιέροι. Ελάχιστοι έχουν τύψεις και ενοχές σήμερα».

    Υπενθυμίζει ωστόσο ότι «μιλάμε για εκείνους που θέσπισαν τη λίστα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και είναι οι ίδιοι με αυτούς που σκότωναν τον λαό, όποιον θεωρούσαν εχθρό. Ο Δαντόν αναρωτιέται για τον Ροβεσπιέρο: Είσαι ο αστυνομικός του ουρανού; Θέλεις να είμαστε όλοι διεφθαρμένοι για να φαίνεσαι εσύ καθαρός;». μια φράση που εξακολουθεί να σημαίνει πολλά και σήμερα.

    Οι δύο πρωταγωνιστές

    Ο Μελέτης Ηλίας είναι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης. Έχει δουλέψει με τον Θόδωρο Τερζόπουλο και το Άττις, στη συνέχεια συνεργάστηκε με την Άντζελα Μπρούσκου και την Νικαίτη Κοντούρη, ενώ τα τελευταία χρόνια δουλεύει με τον Στάθη Λιβαθινό – Κεντ στον «Βασιλιά Ληρ», Χοσέ στην «Κάρμεν». Είναι 30 ετών.

    Ο Βασίλης Ανδρέου είναι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Κώστα Καζάκου. Προηγουμένως εργαζόταν ως δάσκαλος στην Κύπρο, όπου γεννήθηκε. Έπαιξε τον Μνίσκιν στον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι, στην παράσταση – σταθμό της τότε Πειραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Είναι 40 ετών.

    «Πεθαίνει» επί 175 χρόνια

    Γραμμένος το 1835, «Ο θάνατος του Δαντόν» ήταν το πρώτο θεατρικό του Γερμανού Γκέοργκ Μπύχνερ: σε ηλικία 21 ετών, τότε, αντιμετώπιζε ήδη διώξεις για την επαναστατική δράση του. Το έργο ανέβηκε το 1902, ενώ η παράσταση που το καθιέρωσε ήταν εκείνη του Μαξ Ράινχαρντ το 1916. Το έχουν σκηνοθετήσει, μεταξύ άλλων, οι Τζόρτζιο Στρέλερ, Ζαν Βιλάρ, Έρβιν Πισκάτορ, Κλάους – Μίκαελ Γκρύμπερ, Κριστόφ Μαρτάλερ. Στην Ελλάδα ανέβηκε το 1993 από τον Φώτο Πολίτη στο Εθνικό.

    16.1.2011, Λοβέρδου Μυρτώ «Σήμερα υπάρχουν ελάχιστοι Δαντόν και πολλοί Ροβεσπιέροι», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • O επίκαιρος Μπίχνερ

    Μερικά χρόνια πριν ο Μαρξ κυκλοφορήσει το «Κεφάλαιο», ο νεαρός Γκέοργκ Μπίχνερ διατύπωνε τις σοσιαλιστικές θέσεις του για την επανάσταση: «Αν η επανάσταση μπορούσε ποτέ να ευοδωθεί, θα συνέβαινε μόνο εξαιτίας της μεγάλης μάζας των ανθρώπων. Η αριθμητική τους υπεροχή και το κύρος τους έπρεπε να υπερνικήσουν το στρατό».

    Επιστήμονας, θεατρικός συγγραφέας ολίγων αλλά σπουδαίων έργων, θερμός επαναστάτης, πέθανε μόλις 23 χρόνων. Αν και άφησε πίσω του τρία μόνο έργα, ο Μπίχνερ θεωρείται πρόδρομος του Μπρεχτ αλλά, μ’ έναν τρόπο, και του Μαρξ… Από το πανεπιστήμιο, όπου σπουδάζει ζωολογία και συγκριτική ανατομία, συνδέεται με αντικαθεστωτικούς διανοούμενους. Πολύ γρήγορα ιδρύει με φοιτητές και αγρότες την επαναστατική οργάνωση «Εταιρεία Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων». Το 1834 συντάσσει και εκδίδει ένα μανιφέστο για τους καταπιεσμένους αγρότες, από τα πρώτα σοσιαλιστικά κείμενα στην Ευρώπη. Οι αγρότες όχι μόνο αδυνατούν να το κατανοήσουν αλλά το παραδίδουν στην αστυνομία… Ο Μπίχνερ αποφεύγει τη σύλληψη και μέσα σ’ ένα μήνα γράφει τον «Θάνατο του Δαντόν», που σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών (Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, 22,23,36-30 Ιανουαρίου και 2-6,9-12 και 16-18 Φεβρουαρίου) σε μετάφραση Γιώργου Δεπάστα και μ’ ένα πλήθος καλών ηθοποιών: Βασίλης Ανδρέου, Μελέτης Ηλίας, Στέλιος Ιακωβίδης, Νίκος Καρδώνης, Μαρία Ναυπλιώτου, Δημήτρης Μπίτος κ.ά.

    Το έργο διαδραματίζεται την εποχή της γαλλικής επανάστασης και της τρομοκρατίας την τριετία 1970-1793, όταν επικρατούσε αναρχία και χάος. Οι μάζες πεινούν, στερούνται των δικαιωμάτων που ευαγγελιζόταν η επανάσταση και παραπαίουν στο έλεος των δημαγωγών. Η γκιλοτίνα βρίσκεται σε διαρκή λειτουργία υποδεχόμενη κάθε φορά κεφάλια πρώην «σωτήρων» και νυν «εχθρών» της επανάστασης. Ο συγγραφέας εστιάζοντας στις προσωπικότητες των πρωτεργατών της επανάστασης, του Δαντόν και του Ροβεσπιέρου, ανατέμνει θεατρικά και ιδεολογικά την τραγωδία της ίδιας της πολιτικής. Ο ηγέτης των αντιβασιλικών δυνάμεων Δαντόν αντιμετωπίζει τώρα κριτικά τον νόμο που ευνοεί τις χιλιάδες πολιτικές δολοφονίες και ζητά «οικονομία στο ανθρώπινοι αίμα». Ο αδιάλλακτος δικηγόρος Ροβεσπιέρος, αρχηγός της παράταξης των Ιακωβίνων, εμμένει στην προεπαναστατική θέση ότι η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας που ίδρυσε, οφείλει να αποψιλώσει την κοινωνία από κάθε ύποπτο και αντεπαναστατικό στοιχείο. Ο Δαντόν αρνείται να διαφύγει, οδηγείται σε μια παρωδία δίκης και στην εκτέλεση.

    Όταν ο 20χρονος Μπίχνερ γράφει τον «Δαντόν», η Γερμανία βρίσκεται σε μια κατάσταση συγγενική εκείνης που επικρατούσε στην προεπαναστατική Γαλλία χωρίς να παίρνει ανοιχτά θέση υπέρ του Δαντόν ή του Ροβεσπιέρου, επικεντρώνεται στη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στους κοινωνικούς αγώνες για ελευθερία – δημοκρατία και στη δεσποτική εξουσία.

    Και σήμερα; Καταμεσής της οικονομικής κρίσης, η βία ως τυφλή απάντηση στο πολιτικό σύστημα έχει ανοίξει βήμα στην Ελλάδα. Στη μετεπαναστατική Γαλλία το τσεκούρι της λαιμητόμου έπεφτε επί δικαίων και αδίκων. Τώρα, βομβιστικές επιθέσεις, προπηλακισμοί πολιτικών, χτυπήματα σε κτίρια της Δικαιοσύνης και της Αστυνομίας, απαντούν στη βία της σύγχρονης πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Αποτελεί όμως αυτός ο δρόμος ουσιαστικό πλήγμα στη βαρβαρότητα του συστήματος; […]

    16.01.2011, Μαρίνου Έφη «Ο επίκαιρος Μπίχνερ», Ελευθεροτυπία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Ο οργισμένος δεν έχει πάντα δίκιο»

    Ένα θεατρικό έργο για τη διαλεκτική της επανάστασης, μέσα από ένα κορυφαίο παράδειγμα: τη Γαλλική Επανάσταση, την ύστατη αιματοκυλισμένη περίοδο της «Τρομοκρατίας», από το 1790 και μετά.

    Ένα προκλητικό θεατρικό κείμενο για τη νομιμοποίηση ή όχι της βίας, προκειμένου να ενεργοποιηθούν μέσα από ριζοσπαστικές διεργασίες οι μηχανισμοί της Ιστορίας για το συλλογικό καλό.

    Θα έλεγε κανείς πως η πολυπρόσωπη ιστορική «τραγωδία της πολιτικής», που συνέγραψε μόλις 21 ετών ο έντονα πολιτικοποιημένος Γκέοργκ Μπίχνερ, ο περίφημος «Θάνατος του Δαντόν», μια σκηνική πρόκληση για καλλιτέχνες και κοινό, που κάνει πρεμιέρα την Πέμπτη, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, σήμερα, σε εποχές ταραγμένες, με κυρίαρχο όπως στη Γαλλική Επανάσταση το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη, αποκτά νέα δυναμική.

    Ο Λιβαθινός το παραδέχεται ότι δεν επέλεξε τυχαία το πρώτο θεατρικό έργο του Μπίχνερ. Ένα αυθεντικό πολιτικό δοκίμιο, το οποίο μέσα από τη σκληρή αντιπαράθεση δύο πρωτοπαλίκαρων της Γαλλικής Επανάστασης, του σκληροπυρηνικού υπέρμαχου της βίας Ροβεσπιέρου (Βασίλης Ανδρέου) και του υποστηρικτή, από ένα σημείο και μετά, των ειρηνικών μεταρρυθμίσεων Δαντόν (Μελέτης Ηλίας) πραγματεύεται τα όρια της εξουσίας και της ασυδοσίας της. Τα όρια της βίας και μαζί τον οπορτουνισμό τού διαχρονικά χειραγωγούμενου όχλου.

    Από μόνη της η ερώτηση «γιατί σήμερα να ανεβάσεις το “Θάνατο του Δαντόν”» τα λέει όλα, θεωρεί ο Στάθης Λιβαθινός, που έστησε για τη Στέγη μια μινιμαλιστική, «καθαρή» παράσταση, που φλερτάρει με τους πίνακες του Ντελακρουά, διατρέχεται από τις ηλεκτρονικά «πειραγμένες» επικές γαλλικές μουσικές εποχής (άνθρωπος – ορχήστρα ο Μπλέιν Ρέινινγκερ) και στοχεύει ξεκάθαρα στο θυμικό.

    «Επανάσταση και τρομοκρατία είναι το μέρος όπου ζούμε σήμερα», τονίζει ο σκηνοθέτης. «Δεν θα μπορούσα να προτείνω στο θεατή κάτι περισσότερο αντιπροσωπευτικό. Γιατί οι ήρωες του έργου είναι νέοι και ερωτευμένοι με την ιδεολογία και τη ζωή. Το έργο του Μπίχνερ μιλά γι’ αυτό ακριβώς που ζούμε, με συναίσθημα», προσθέτει. «Το κείμενο είναι ένα πλήρως εξοπλισμένο ιδεολογικό και συναισθηματικό αριστούργημα στο οποίο αποδεικνύεται ότι την επανάσταση την κάνουν και την πληρώνουν άνθρωποι. Είναι μια επική τραγικωμωδία, που με εκφράζει και φιλοσοφικά και πολιτικά και αισθητικά».

    Μελετώντας το πυκνό έργο, που με μεγάλη προσοχή διασκεύασε κρατώντας την ουσία, αισθάνθηκε τη μεγάλη συγγένειά του με τους «Δαίμονες» του Ντοστογιέφσκι. «Η ομάδα του Δαντόν αλλά και ο ίδιος κινδυνεύουν να καταναλωθούν και να καταστραφούν από τη μηχανή που οι ίδιοι έφτιαξαν. Όποιος μιλά για την επανάσταση και το αίμα πρέπει να ξέρει και το τίμημα που θα πληρώσει», υπογραμμίζει ο σκηνοθέτης, που αρνήθηκε να αντιμετωπίσει το κείμενο του Μπίχνερ μανιχαϊστικά.

    «Δεν είναι ο Δαντόν ο καλός κι ο Ροβεσπιέρος ο κακός», ξεκαθαρίζει. «Υπήρξαν και οι δυο φανατισμένοι ιδεολόγοι. Επαναστάτες που θέλησαν να αλλάξουν την Ιστορία. Και εν μέρει τα κατάφεραν. Εντέλει, το πιο ενδιαφέρον για μένα είναι ότι η Γαλλική Επανάσταση έφερε με τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη ρηξικέλευθα άρθρα για την ισότητα, την αδελφότητα, που έως σήμερα έχουν μείνει ανεφάρμοστα. Η κατηγορία δεν βαραίνει μόνο τη δική μου χώρα».

    «Άλλο επανάσταση, άλλο βία»

    Το θεατρικό του Μπίχνερ έχει χαρακτηριστεί «απαισιόδοξο», «μηδενιστικό». Ο Λιβαθινός διαφωνεί: «Οι χαμένοι αγώνες έχουν μεγαλύτερη αξία», υποστηρίζει. «Άλλωστε ο Δαντόν, ο Ροβεσπιέρος, η ομάδα των Ιακωβίνων, οι πλανόδιοι θεατρίνοι, η πόρνη Μαριόν είναι υπαρκτά, απίστευτα ποιητικά και έντονα πρόσωπα».

    Επιπλέον, δεν θεωρεί ότι «το θέατρο έρχεται για να κάνει πολιτικές δηλώσεις. Μου φαίνεται ωστόσο αδιανόητο στη συγκυρία που ζούμε να κάνεις θέατρο χωρίς να έχεις την ευθύνη της κοινωνίας στην οποία ζεις και δημιουργείς. Δεν σημαίνει πάντως ότι κάθε οργισμένος έχει και δίκιο στις μέρες μας».

    Νιώθει ότι το έργο θα ακουμπήσει σε αιτήματα – ερωτήματα της εποχής, ειδικά σήμερα που ο νεοέλληνας χειμάζεται με τα Μνημόνια; Μην ξεχνάμε ότι η πείνα, η φτώχεια κι η εξαθλίωση των γαλλικών μαζών οδήγησαν στη ριζοσπαστική λύση της Επανάστασης και στις κατοπινές ακρότητες της Τρομοκρατίας. «Είμαστε μια συντηρητική κοινωνία και τα επαναστατικά μηνύματα δεν είναι αφομοιωμένα σωστά ούτε κατανοημένα», πιστεύει ο Λιβαθινός. «Η χώρα μου περνά δύσκολες ώρες, αλλά το θέμα της Τρομοκρατίας και της Επανάστασης είναι βαθύτερο. Η ελληνική κοινωνία το αντιμετωπίζει με συντηρητικότητα και με στενά μυαλά. Το να καίμε ωστόσο τράπεζες και να σκοτώνουμε τον διπλανό μας δεν είναι λύση στην κρίση. Γιατί εκεί βλέπω να οδηγούμαστε…».

    Ούτε ο Μπίχνερ ούτε ο Λιβαθινός ενθαρρύνουν πάντως την επανάσταση. «Δεν έχω καμία δουλειά να μιλώ με τις παραστάσεις για την επανάσταση ή την πολιτική κατάσταση της χώρας ή τα Βατοπέδια. Άλλοι θα έπρεπε να το κάνουν αυτό. Ο Τύπος, για παράδειγμα, που όμως ασχολείται με το πώς θα κάνει τους ανθρώπους πιο απελπισμένους, την ώρα που χρειάζονται κουράγιο».

    Η παράστασή του θέλει πάντως να ενθαρρύνει «τη σκέψη και τον προβληματισμό». Και μαζί «τον λεπτό αλλά αναγκαίο διαχωρισμό μεταξύ της επανάστασης και της βίας».

    15.01.2011, Κλεφτόγιαννη Ιωάννα «Ο οργισμένος δεν έχει πάντα δίκιο», Ελευθεροτυπία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Πλαστοί επαναστάτες εναντίον γνήσιου

    Επίκαιρος όσο ποτέ, αφού καταπιάνεται με τον θρίαμβο του κυνισμού, ο «Θάνατος του Δαντόν» ανεβαίνει από τον Στάθη Λιβαθινό

    «Ζήτω ο Δαντόν! Κάτω ο Δαντόν!». Σε αυτές τις δύο φράσεις συνοψίζεται όλη η ουσία του πρώτου θεατρικού έργου του Γκέοργκ Μπύχνερ «Ο θάνατος του Δαντόν» που ανεβαίνει από τον Στάθη Λιβαθινό, σε μια παραγωγή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση. «Πρόκειται για ένα βαθύτατα πολιτικό, επαναστατικό αλλά και ανθρωπιστικό έργο που δείχνει πόσο μάταιοι είναι όλοι οι αγώνες. Άλλωστε τα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης, η ισότητα, η αδελφοσύνη και η ελευθερία, είναι ακόμα στα χαρτιά» λέει ο σκηνοθέτης και συμπληρώνει: «Ο αγώνας όμως συνεχίζεται».

    Γραμμένο το 1835, όταν ο Μπύχνερ ήταν μόλις 21 ετών και ήδη αντιμετώπιζε διώξεις για την επαναστατική του δράση, το έργο ανέβηκε δεκαετίες αργότερα, συγκεκριμένα το 1902. Το ανέβασμα του Μαξ Ράινχαρντ το 1916 ήταν εκείνο που καθιέρωσε τον «Θάνατο του Δαντόν», ενώ ανάμεσα στους σημαντικούς σκηνοθέτες που καταπιάστηκαν στη συνέχεια με το έργο βρίσκουμε τα ονόματα των Τζόρτζιο Στρέλερ, Ζαν Βιλάρ, Ερβιν Πισκάτορ, Κλάους-Μίκαελ Γκρύμπερ, Κριστόφ Μαρτάλερ. Στην Ελλάδα το πρωτοανέβασε ο Φώτος Πολίτης το 1933 στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.

    Μέσα σε ένα αφαιρετικό σκηνικό, ίσως το πιο αφαιρετικό του Στάθη Λιβαθινού, και γύρω από ένα μεγάλο αντικείμενο το οποίο ο ίδιος αποκαλεί «τύμβο του σύγχρονου ανθρώπου», οι δεκατρείς ηθοποιοί του θιάσου αναβιώνουν στιγμές από την ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης. «”Μετά το ψωμί”, έλεγε ο Δαντόν, “το πιο αναγκαίο πράγμα για τον λαό είναι η παιδεία”» μας υπενθυμίζει ο σκηνοθέτης, προσθέτοντας ότι ταυτίζεται πλήρως με αυτή την άποψη. «Δουλεύω το έργο με μια φόρμα τέτοια που δεν έχω ξανακάνει, και αυτό είναι το ενδιαφέρον. Έχουμε στα χέρια μας ένα έργο με άρτια δομή, το οποίο διασκευάσαμε με το σκεπτικό να νιώθει πιο εξοικειωμένος με την ιστορία ο θεατής- χωρίς ωστόσο να του κάνουμε μάθημα ιστορίας» επισημαίνει.

    «”Ο θάνατος του Δαντόν” είναι ένα από τα πιο ακραία έργα πάνω στον θρίαμβο του κυνισμού και της επαναστατικότητας της εποχής μας, που είναι πλαστή και χωρίς ιδανικά. Έχοντας κάνει την επανάσταση, ο Δαντόν πεθαίνει μέσα στη μηχανή που ο ίδιος δημιούργησε. Αυτό συμβαίνει όταν μαθαίνεις τα παιδιά σου να σκοτώνουν: Το επόμενο θύμα είσαι εσύ ο ίδιος» τονίζει ο Στάθης Λιθαθινός και εξηγεί ότι το έργο αφορά τα εγκλήματα που διεπράχθησαν στο όνομα του γαλλικού ιδεώδους, φέρνοντας στο προσκήνιο τον Δαντόν και τον Ροβεσπιέρο, σε μια ιδιότυπη σύγκρουση. […]

    04.01.2011, Λοβέρδου Μυρτώ «Πλαστοί επαναστάτες εναντίον γνήσιου», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ