Σπασμένο γυαλί – Άρθουρ Μίλλερ

1995

Θέατρο Εξαρχείων

Πρώτη παράσταση: 26 Οκτωβρίου 1995.

 

[…] Το Σπασμένο Γυαλί διαδραματίζεται στο Μπρούκλιν στα τέλη Νοεμβρίου του 1938, λίγες ημέρες μετά τη Νύχτα των Κρυστάλλων. Η Αμερική, υπό την επήρεια ακόμη του Κράχ και, σύμφωνα με τον Μίλλερ, «σε πλήρη πνευματική και ηθική αποδιοργάνωση», φαίνεται να μην συνειδητοποιεί σχεδόν καθόλου τα γεγονότα στην Ευρώπη. Η Σύλβια Γκέλμπεργκ εντούτοις, τα συνειδητοποιεί πλήρως και παραλύει, παρ’ όλο που παραμένει ασαφές, προς το παρόν τουλάχιστον, αν η παράλυσή της οφείλεται σ’ αυτό ή κάτι σε κάτι άλλο. Γεγονός είναι πως έχει άλλα προβλήματα τα οποία απορρέουν από τη σχέση της με τον άντρα της, ένα επιτυχημένο διευθυντικό στέλεχος, ο οποίος δεν έχει καταφέρει να αποδεχθεί την εβραϊκή του ταυτότητα – στην οποία αντιδρά αμφιθυμικά – και, εκτός αυτού, βασανίζεται από μεγάλη ανασφάλεια σε σχέση με την σεξουαλικότητά του. […] Τα πρόσωπα του έργου παλεύουν κυρίως με τους δαίμονες που έχουν μέσα τους. Όταν βρεθούν αντιμέτωποι με κάποια οδυνηρή αλήθεια, επιλέγουν τη φυγή, έρχεται όμως μια στιγμή που αυτή η αμυντική τακτική μετατρέπεται σε πηγή αβάσταχτου πόνου που τα σακατεύει και τα καθιστά εντελώς ανίσχυρα. […] Στο Σπασμένο Γυαλί δεν είναι μόνον γυαλιά που σπάνε και θρυμματίζονται∙ η κοινωνία έρχεται σε ρήξη με τον ίδιο της τον εαυτό και οι σχέσεις των ανθρώπων ραγίζουν ανεπανόρθωτα. […]

Μπίγκσμπυ Κρίστοφερ Η πορεία του Μίλλερ προς το «Σπασμένο Γυαλί». Από το πρόγραμμα της παράστασης.

Μετάφραση: Αννίτα Δεκαβάλλα
Σκηνοθεσία: Τάκης Βουτέρης
Σκηνικά – Κοστούμια: Γιώργος Ζιάκας
Μουσική: Πλάτων Ανδριτσάκης

Μάργκαρετ Χάιμαν: Αλεξάνδρα Μπατσαλιά
Φίλιπ Γκέλμπεργκ: Στάθης Λιβαθινός
Χάρυ Χάιμαν: Τάκης Βουτέρης
Χάριετ: Λιάνα Παρούση
Σύλβια Γκέλμπεργκ: Αννίτα Δεκαβάλλα
Στάντον Κέις: Θεολόγος Βλουτής

Τσέλο παίζει η Εντεα Ντάφλα

  • Η παραλυτική που περπάτησε: Το «Σπασμένο γυαλί» του Α. Μίλερ στα Εξάρχεια

    Έχω γράψει κι άλλοτε τη γνώμη μου, ότι θεωρώ τον Άρθουρ Μίλερ σαν ένα γνήσιο επίγονο του Ο’ Νηλ. Θέμα των έργων του Μίλερ, πέρα και πίσω από την πρόσοψη του πολιτικού θεάτρου, είναι η ρήξη του ονείρου με την πραγματικότητα, τη στιγμή ακριβώς που και ο κοινωνικός ιστός καταρρέει. Μια ρήξη η οποία δημιουργεί, όπως και στον Ο’ Νηλ, τη δική της, καινούργια πραγματικότητα, για να καταλήξει στη συντριβή του ήρωα, όταν αυτός τολμήσει να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο πια, σαν ίσος προς ίσο, τις δυνάμεις που κρύβονται πίσω από τη ρήξη του κοινωνικού ιστού. Επειδή στο αμερικανικό όνειρο χρήμα και Θεός έχουν συμμαχήσει για να φτιάξουν μια κοινωνία στα μέτρα τους (η αλλιώς, όπως το είχε διατυπώσει ο Λόρκα, «οι Αμερικανοί, απ’ το Θεό δε βλέπουν παρά μια γιγάντια πατούσα»), γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο τα έργα του Μίλερ δεν θα επιζούσαν, δεν θα παίζονταν σε όλο τον κόσμο επί τόσες δεκαετίες και βέβαια δεν θα ξεπερνούσαν τόσο εύκολα τον κλονισμό της κρίσης του «υπαρκτού» αν ήταν απλά στρατευμένα στην ιδέα του μαρξισμού έργα. Κι αν δεν περιείχαν, αντίθετα, στοιχεία κριτικής ολόκληρου του αμερικανικού (που έχει τάσεις παγκόσμιας εξάπλωσης), ανταγωνιστικού μοντέλου της παιδείας, ως μικρογραφίας μιας εκ φύσεως (και εκ Θεού) ανταγωνιστικής κοινωνίας. Που προήλθε, στη μορφή με την οποία το γνωρίζουμε, από μια τυχαία (;) διασταύρωση των ιδεών του Λουθήρου με τη θεωρία περί εξελίξεως των ειδών του Δαρβίνου. Διασταύρωση τερατογονική. Ωστόσο οι ήρωες του Μίλερ δεν εξυψώνονται σε δυνάμεις κολοσσικές, διατηρούν το ανθρώπινο ανάστημά τους μέσα στην τερατώδη μηχανή που αλέθει σάρκες και συνειδήσεις. Αυτό ακριβώς είναι το μυστικό της δύναμης του θεάτρου του Μίλερ, όπως άλλωστε και του αμέσου προδρόμου του, Ο’ Νηλ: παράγει ανθρώπινους χαρακτήρες εν κοινωνία, με ολόκληρο το πλέγμα των ανθρωπίνων συναισθημάτων τους και με πλήρη την ψυχολογική σκευή τους. Και ανα-παράγει αυτό το πλέγμα στη θεατρική, κάποτε ανεστραμμένη σαν το είδωλο στον καθρέφτη, μορφή του. Στο πρόσφατο π.χ. (1994) «Σπασμένο γυαλί», το τόνο του έργου δίνουν τόσο ένα πνιγμένο (απωθημένο) αίσθημα ενοχής όσο και ο επικυρίαρχος φόβος. Με μια τεχνική που αγγίζει τα όρια της μαγείας ο Μίλερ τοποθετεί το ένα στο άλλο, σαν σε μεγεθυντικό κάτοπτρο: το αίσθημα ενοχής που παραλύει τη βούληση και κάθε δύναμη αντίδρασης του Φίλιπ Γκέλμπεργκ; φοβίζει μέχρι παραλύσεως τη Σύλβια Γκέλμπεργκ, η οποία αναγνωρίζει σε αυτό την αντανάκλαση του δικού της αισθήματος ενοχής. Κι ο φόβος της Σύλβιας για τον επερχόμενο φασισμό αντανακλάται στον Γκέλμπεργκ, χωρίς να διεγείρει το ένστικτο επιβίωσης του τελευταίου, επειδή το αίσθημα ενοχής τού έχει γίνει δεύτερη φύση και αδιαπέραστο κέλυφος. Η τελική λύση δεν έρχεται αυτόματα, μηχανιστικά, αλλά βγαίνει μέσα από τα ίδια τα πρόσωπα του έργου, μέσα από το «πάθος – μάθος» ή ακόμη καλύτερα μέσα από την πίστη τους, προσγράφεται δε στη «γυναίκα που περπάτησε», την «παραλυτική» Σύλβια, η οποία «ιάθηκε» όταν θέλησε να βαδίσει προς τον πάσχοντα άνδρα κι όχι όταν απλώς δοκίμαζε να σταθεί στα πόδια της. Ένα αληθινό θαύμα δηλαδή που έμπρακτα αποδεικνύει ότι «η κόλαση δεν είναι οι άλλοι».

    Η παράσταση στο «Θέατρο Εξαρχείων» είναι από τις καλύτερες σκηνοθετικές δουλειές του Τάκη Βουτέρη, αναλυτική βαθιά, με ριζωμένους σε υπέδαφος γόνιμο πραγματικότητος ρόλους, λάμπουσα τόπους – τόπους από κρυστάλλινο λόγο, καθαρή και σαφής ως ύφος, γρήγορη σε ρυθμό. Τι άλλο μπορεί να προσθέσει κανείς; Η Αννίτα Δεκαβάλλα φτιάχνει ένα έξοχο πρόσωπο, σε τόνους χαμηλούς, σχεδόν ψιθυριστούς, ολοκληρώνει το ρόλο μέχρι την τελική του ανάταση, που δίνεται συνταρακτικά. Ο Τάκης Βουτέρης φτιάχνει με διαβήτη και γωνιόμετρο ένα χαρακτήρα – κλειδί (του γιατρού), που είναι συγχρόνως ο «λίθος» πάνω στο οποίο στηρίζεται το οικοσύστημα της δραματικής μεταστροφής των άλλων ηρώων. Ο Βουτέρης κυριολεκτικά «μπολιάζει» το ρόλο με ένα αθέατο υπερβατικό στοιχείο, προάγοντάς τον λυτρωτικά σε ένα χώρο πέραν της ψυχανάλυσης.

    Ο Στάθης Λιβαθηνός ενσαρκώνει σχεδόν τραγικωμικά μια καίρια δραματική μετάβαση, από το προσωπείο στο πρόσωπο, του «Φίλιω», κάτι που αποτελεί από μόνο του μια μικρή υποκριτικήν οδύσσεια… επιβεβαιώνοντας ότι είναι ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς μας της νεότερης γενιάς. Χειροποίητη η «Μάργκαρετ» της Αλεξάνδρας Μπατσαλιά και μου αρέσει ο τρόπος με τον οποίο η Λιάνα Παρούση χαίρεται πάντα τους ρόλους της, σα να παίζει τόπι. Ο Θεολόγος Βλούτης μέσα στο ρόλο του. Τα σκηνικά – κοστούμια του Ζιάκα τα χάρηκα κι αυτά, η μουσική του Ανδριτσάκη «δεμένη» κι η μετάφραση της Δεκαβάλλα με λόγο. Σημειώνω επίσης το ενδιαφέρον πρόγραμμα που περιέχει ολόκληρο το κείμενο της μετάφρασης του έργου κι άλλα κατατοπιστικά κείμενα.

    03.03.1996, Πολενάκης Λέανδρος «Η παραλυτική που περπάτησε: Το «Σπασμένο γυαλί» του Α. Μίλερ στα Εξάρχεια», Η Αυγή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Τέσσερα έργα νέας εσοδείας

    Με τα καινούργια θεατρικά έργα, μερικές φορές συμβαίνει ό,τι ακριβώς και με τα κρασιά: δεν σου αφήνουν πάντα την καλύτερη γεύση.

    Η θεατρική σαιζόν ’95-’96 διαγραφόταν ως χρονιά «καινούργιας εσοδείας» έργων. Δύο από τα πρωτοπαρουσιαζόμενα νεοελληνικά ήταν το κέντρο ενδιαφέροντος των μυημένων της πρωτοπορίας και του «παραλόγου». Το Ταξίδι Μακριά, της Δούλας Αναγνωστάκη, και Η Αρχή της Ζωής, του Δημήτρη Δημητριάδη. Πολλοί περίμεναν τα καινούργια έργα όχι μόνο του Άλμπη (Τρεις ψηλές Γυναίκες), αλλά και του Πίντερ (Φεγγαρόφωτο) και του Μίλλερ (Σπασμένο Γυαλί). […]

    Το Θέατρο Εξαρχείων, ύστερα από τη μεγάλη επιτυχία με το Τίμημα του Μίλλερ ανέβασε 19 μήνες μετά την παγκόσμια πρώτη του, το νέο έργο του ογδοντάχρονου συγγραφέα Σπασμένο Γυαλί. Εξαιρετική η μετάφραση της Αννίτας Δεκαβάλλα, που επιμελήθηκε και το πρόγραμμα-απόχτημα της παράστασης. Το έργο διαδραματίζεται το 1938 στο Μπρούκλιν, λίγες μέρες μετά τη «νύχτα των Κρυστάλλων» – επίσημης και θηριώδους έναρξης των διωγμών κατά των Εβραίων στην Ευρώπη. Οι αμερικανικές εφημερίδες δημοσιεύουν φωτογραφίες εξευτελισμών και ταπεινώσεων ανθρώπων από ανθρώπους. Η Σύλβια, μια ιδιαίτερα ευαίσθητη, σκεπτόμενη και ευφυής Αμερικανοεβραία στα σαράντα, παθαίνει μια παράλυση δίχως κανένα οργανικό αίτιο και το ερώτημα είναι τί την έχει προκαλέσει. Οι ωμότητες εναντίον των Εβραίων, η παγκόσμια σχεδόν αδιαφορία, ή μήπως μια πολύχρονη στέρηση έρωτα, επικοινωνίας, αλληλοκατανόησης, πλάι στον Φίλιπ, τον προβληματικό, νευρωτικό, διχασμένο, φοβισμένο σύζυγο, πατέρα, πολίτη και άνθρωπο, τον ουσιαστικά «παράλυτο» και τελικό θύμα; Ανάμεσά τους, ο ιδεαλιστής γιατρός Χάιμαν, καταλύτης για τη λύση των γόρδιων ψυχικών περιπλοκών, ψυχαναλύει συστηματικά, διεισδύει τρυφερά και επίμονα σε σκοτεινές πτυχές οδυνηρών τραυματισμών όπου αντέχει ο πιο δυνατός. Μακρινός απόγονος ενός Γκρέγκερς Βέρλε από την Αγριόπαπια;

    Στον κατηφή, αδιέξοδο, αλλά και λειτουργικό χώρο που διαμόρφωσε ο Γιώργος Ζιάκας, με την εσωτερική και ατμοσφαιρική σύνθεση για τσέλο του Πλάτωνα Ανδριτσάκη (επί σκηνής ερμηνεία από την Άντζελα Μουρίκη), ο Τάκης Βουτέρης έστησε μια παράσταση ουσίας, γνώσης και διείσδυσης, φωτίζοντας καθοριστικά τους ρόλους. Ο ίδιος, ένας θαυμάσιος γιατρός Χάιμαν, άνετος, απελευθερωμένος, φιλοσοφημένος, πολύ άνθρωπος, αλλά και λιγουλάκι Θεός, ψαύει τα νήματα των κόμπων. Η Αννίτα Δεκαβάλλα, έξοχη ως παράλυτη Σύλβια, έπλασε μια βαθύτατα μελετημένη και δυνατή προσωπικότητα. Ο Στάθης Λιβαθινός, ως Φίλιπ, πέρασε συναρπαστικά απ’ όλα τα στάδια των βασάνων του, κατορθώνοντας με μικρές, σπαρακτικές και αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις να σπάσει το γελοίο και αντιπαθητικό κέλυφος του ρόλου του φθάνοντας στο δράμα του ανθρώπου. Η Αλεξάνδρα Μπατσαλιά στον ρόλο της πληθωρικής, διαχυτικής και θηλυκής κυρίας Χάιμαν δεν εμπιστεύθηκε τα μέσα της. Υπερέβαλε τόσο που υπονόμευε και την αλήθεια και το κύρος του ρόλου της. Ενδιαφέρουσα η Λιάνα Παρούση ως Χάριετ, αδελφή της Σύλβιας, πέτυχε, εκτός από την αντιδιαστολή των ρόλων, να μη θυσιάσει τίποτε από τα γοητευτικά χαρακτηριστικά μιας συνηθισμένης γυναίκας. Εύστοχος ο επιχειρηματίας Στάντον του Θεολόγου Βλοντή, ευθεία παραπομπή στους νέους οικονομικούς αυτοκράτορες των ημερών μας. Παράσταση σπουδής και ανάδειξης ενός έργου, όπου πολύπλοκα δημόσια προβλήματα βρίσκουν την έκφρασή τους ξεσκεπάζοντας πολύπλοκους ιδιωτικούς βίους. […]

    02.96, Κολτσιδοπούλου Άννυ Θ. «Τέσσερα έργα νέας εσοδείας», Γυναίκα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ιδανικό σχήμα και σχηματικές καταστάσεις

    «Σπασμένο γυαλί», Θέατρο Εξαρχείων

    «Τρεις ψηλές γυναίκες», Θέατρο Αθηνών

    Μεταξύ 1990 και 1995 η σύγχρονη αμερικανική δραματουργία απέκτησε δύο νέα σημαντικά θεατρικά έργα, το «Σπασμένο γυαλί» και το «Τρεις ψηλές γυναίκες». Γραμμένα από τους «βετεράνους» του μεταπολεμικού αμερικανικού θεάτρου, Άρθουρ Μίλερ και Έντουαρντ Άλμπι. Από τον κατ’ εξοχήν εκφραστή του πλέγματος δημόσιο – ιδιωτικό, συλλογικό – ατομικό μέσα στην αμερικανική κοινωνία με τις φοβερές αντιφάσεις και αντιθέσεις, με τις σαρωτικές μυθολογίες και τις προσωπικές πτωχεύσεις. Και από έναν εκφραστή των τρόπων φυσικής και πνευματικής κατάρρευσης του ατόμου μέσα στο ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον και στον παράλογο περίγυρο.

    Τα πρόσφατα αυτά έργα είναι σημαντικά τόσο για τον κοινωνικό προβληματισμό και το αίτημα του συναισθήματος όσο και για τις δραματικές ευστοχίες τους. Το «Σπασμένο γυαλί» είναι εξάλλου ένα έργο που χαρακτηρίζει τον σταθερό δραματουργικό προσανατολισμό του Μίλερ προς τις διάφορες εκδοχές του ρεαλισμού και προς έναν νεο-ιψενισμό ενώ οι «Τρεις ψηλές γυναίκες» αποτελούν ένα ακόμη δείγμα των εύθραυστων ισορροπιών στη γραφή του Άλμπι.

    Και με το «Σπασμένο γυαλί» – έργο για τον φόβο της εβραϊκής ταυτότητας, για τον ευνουχισμό του ατόμου ανάμεσα στις συμπληγάδες της κοινωνικής καταπίεσης και των προσωπικών ενοχών – ο Άρθουρ Μίλερ δείχνει πόσο δεν φοβάται το συναίσθημα. Δείχνει, επίσης πόσο παραμένει πιστός στη συγκινησιακή και ψυχολογική αλήθεια των χαρακτήρων αλλά και στον αγώνα του για ένα θέατρο «όργανο πάθους», στο ύψος της κοινωνικής συνείδησης.

    Το «Σπασμένο γυαλί» βρήκε στο Θέατρο Εξαρχείων ιδανικές παραστασιακές συνθήκες: ηθοποιούς ικανούς να αποδώσουν τις φοβίες και νευρώσεις, τις συγκινησιακές εντάσεις, τα φορτία της προσωπικής ευθύνης και των διλημμάτων. Ένα σχήμα που επενδύει στη μιλερική δραματουργία, πρόθυμο να την υπηρετήσει και να την προβάλλει. Έναν σκηνικά χώρο σκηνογραφημένο αποτελεσματικά από τον Γιώργο Ζιάκα έτσι ώστε η ιδέα ενός εσωτερικού από το Μπρούκλιν του 1938 να συμπληρώνεται με μιαν ατμόσφαιρα εσωστρέφειας και με την ιδέα του σπιτιού ως ειρκτής. Μια σκηνοθεσία που φωτίζει τις πτυχές κάθε προσώπου καθώς και τους τρόμους που καταδυναστεύουν, παραλύουν, εξολοθρεύουν τα άτομα. Μεταφρασμένο από την Αννίτα Δεκαβάλλα και σκηνοθετημένο από τον Τάκη Βουτέρη, το «Σπασμένο γυαλί» είναι μια παράσταση ψυχικών και μουσικών κλιμάτων. Στα κλίματα αυτά και όχι μόνο στη δράση, στο περιεχόμενο, στην ιστορία αξίζει να προσηλωθεί ο θεατής. Εκτιμώντας το παίξιμο του Στάθη Λιβαθινού, καφκικού Φίλιπ Γκέλμπεργκ, του Τάκη Βουτέρη στον ρόλο του ανατόμου της ψυχής Χάρι Χάιμαν, της Αννίτας Δεκαβάλλα καθώς ερμηνεύει την ενοραματική Εβραία Σίλβια Γκέλμπεργκ με τις σωματοποιήσεις και τα εν θερμώ συναισθήματα, του Θεολόγου Βλούτη, στυγνού Στάντον Κέις, της Αλεξάνδρας Μπατσαλιά στον ρόλο της εκδηλωτικής Μάργκαρετ Χάιμαν και της Λιάνας Παρούση, αυθόρμητης Χάριετ. […]

    14.01.1996, Βαροπούλου Ελένη «Ιδανικό σχήμα και σχηματικές καταστάσεις», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Σπασμένο γυαλί»

    Δραματουργικά το τελευταίο έργο του Άρθουρ Μίλερ «Σπασμένο γυαλί» (1994), που παρουσιάζεται από το Θέατρο «Εξαρχείων», σε σκηνοθεσία Τάκη Βουτέρη, ανήκει στο χώρο του ρεαλισμού έτσι όπως η δομή του έργου διαπλέκεται σταδιακά με κέντρο βάρους τον αντισημιτισμό, ο οποίος στο κείμενο έχει διττή υπόσταση: αποτελεί, δηλαδή, τον κεντρικό πυρήνα της πλοκής· παράλληλα λειτουργεί και ως δραματικό πρόσχημα, ως δίοδος απ’ όπου ξεκινά μία ψυχαναλυτική εξερεύνηση για τη διεκδίκηση και αναγνώριση των ορίων της ανθρώπινης ψυχής και της τοποθέτησης του ανθρώπινου όντος με προεκτάσεις μέχρι τη σύγχρονη, απτή πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμένα, το έργο αφηγείται την ιστορία «ενός ζεύγους Εβραίων, εκ των οποίων ο σύζυγος δεν είναι συμφιλιωμένος με την καταγωγή του. Η “υστερική παράλυση” των κάτω άκρων της συζύγου του, δίνει το έναυσμα για τη διαπλοκή των σχέσεων σε μία παράλληλη σύζευξη και πορεία του περιθάλπτοντος ιατρού και της συζύγου του να “θεραπεύσουν”, βοηθώντας επιστημονικά και φιλικά, την παράλυτη Σύλβια, εν έτει 1938, στο Μπρούκλιν». Όμως, η αριστουργηματικότητα της γραφής του Μίλερ βρίσκεται στο υπο-κείμενο, αφού πέρα από τα λεχθέντα, οι αναλυτικές προεκτάσεις ορθώνονται παράλληλα με το συγκεκριμένο γεγονός της παράλυσης. Την ουσία και το αδιαμφισβήτητο βάθος του υπο-κειμένου έχει κατανοήσει πλήρως ο σκηνοθέτης Τάκης Βουτέρης, ο οποίος δημιουργεί μια ερεθιστική, ζωντανή, ολοκληρωμένη παράσταση, χωρίς κενά.

    Στο ζεστό σκηνικό του Γιώργου Ζιάκα και με την προσεγμένη μουσική του Πλάτωνα Ανδριτσάκη – υπόκρουση του τσέλου επί σκηνής – από την Αντζελα Μουρίκη, η ιστορία εκτυλίσσεται με ισορροπιστικές στιγμές σε ρυθμό αδημονίας με τις εκφραστικότατες ερμηνείες όλων των ηθοποιών.

    Αφοπλιστική υπήρξε η πνευματώδης ευφορία του ιατρού Χάρυ (Τάκης Βουτέρης), η εκρηκτική εσωστρέφεια του Φίλιπ (Στάθης Λιβαθινός) και η χειμαρρώδης αυτοεπίγνωση της Σύλβια (Αννίτα Δεκαβάλλα). Εκφραστικοί και αντιπροσωπευτικοί στους χαρακτήρες που υποδύονται, είναι και η Λιάνα Παρούση (Χάριετ), Αλεξάνδρα Μπατσαλιά (Μάργκαρετ) και ο Θεολόγος Βλουτής (Στάντον). Η παράσταση δικαιώνει τη νοηματική πολυπλοκότητα του κειμένου μέσα από τη μελετημένη σκηνοθετική εμβάθυνση στους χαρακτήρες, παράλληλα με τον προσδιορισμό του ιστορικού – κοινωνικού χώρου μέσα στον οποίον κινούνται.

    21.12.1995, Ραπανάκη Καλλιόπη Γ. «Σπασμένο γυαλί», Νίκη

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Διπλό «κέρδος» με Μίλερ – «Σπασμένο γυαλί»

    Ο Αρθουρ Μίλερ ήταν και παραμένει το πιο θαλερό, το πιο τολμηρό, το πιο στρατευμένο στην κοινωνική πρόοδο πνεύμα του αμερικανικού θεάτρου. Ο μαρξιστής που έθεσε τις ιδέες του και το μεγάλο ταλέντο του στην υπηρεσία του λαϊκού ανθρώπου. Του εκμεταλλευόμενου και καταπιεζόμενου στην αδυσώπητη μητρόπολη του καπιταλισμού, τη «Δημοκρατία» των μεγάλων ταξικών ανισοτήτων, του εξαπατημένου από το απάνθρωπα κίβδηλο «αμερικάνικο όνειρο». Ο Μίλερ αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στο σύγχρονο αμερικανικό θέατρο και με την ιδεολογική του συνέπεια και με την ακαταπόνητη συγγραφική του δημιουργία, από το 1937 μέχρι σήμερα, ακριβώς γιατί η δημιουργία του δεν άλλαξε ταξικό προσανατολισμό και στόχο ούτε με τη διεθνή επιτυχία της, ούτε με τις κατά καιρούς δόλιες προσπάθειες εκφοβισμού, υποταγής και εκμηδένισης του ίδιου και του έργου του από τους κρατικούς μηχανισμούς και το κατεστημένο του θεάματος.

    Ο φετινός αθηναϊκός θεατρικός χειμώνας προσφέρει διπλό καλλιτεχνικό «κέρδος» με τις εξαίρετες, παραστάσεις δύο έργων του Μίλερ. Του γνωστού στο θεατρόφιλο κοινό και από παλιότερα ανεβάσματά του «Ψηλά από τη γέφυρα» (1956) στο θέατρο «Πόρτα» και του πρωτοπαρουσιαζόμενου «Σπασμένο γυαλί» (1994) στο «θέατρο Εξαρχείων». […]

    «Σπασμένο γυαλί»

    Το «θέατρο Εξαρχείων», συνεχίζοντας τη γόνιμη «διαδρομή» του στη δραματουργία του Μίλερ, ανέβασε, σε μια όμορφη μετάφραση της Αννίτας Δεκαβάλα, το τελευταίο έργο του, γραμμένο το 1994. Ένα πολιτικού περιεχομένου και ταυτόχρονα ψυχολογικό δράμα, που σκόπιμα «επιστρέφει» στην εποχή ανόδου του Χίτλερ για να καυτηριάσει το ένοχο αμερικανικό σύστημα, που εκτρέφει για τους δικούς του σκοπούς και συμφέροντα, τη φοβία, την υποταγή το συμβιβασμό, την «ενοχή» του ατόμου για τη φυλετική ή ιδεολογική ιδιαιτερότητά του, τον ανομολόγητο ρατσισμό, τον ελλοχεύοντα φασισμό. Ένας στρατευμένος δημιουργός σαν τον Μίλερ δε θα μπορούσε να σιωπήσει μπροστά στην εμφάνισή του νεοναζισμού, ή να αποσιωπήσει ότι η χώρα του «εξέθρεψε» οικονομικά, για δεύτερη φορά, το «γερμανικό θαύμα» που γεννά και πάλι το «αυγό του φιδιού». Δε θα μπορούσε να ξεχάσει τον άτυπο αντισημιτισμό και τον έρποντα φασισμό της αμερικανικής άρχουσας τάξης απέναντι στις λαϊκές μάζες των Εβραίων. 0 Μίλερ επεκτείνει την κριτική του και στην ευθύνη του ατόμου, που με το συμβιβασμό, τη φοβία του, την άρνηση αυτού που είναι, αυτοεξευτελίζεται, αυτοαχρηστεύεται κοινωνικά και συνθλίβεται ψυχολογικά. Αντικείμενο της κριτικής του είναι ένας Εβραίος υπάλληλος, δουλικός στον μεγαλοεργοδότη του, υποταγμένος στη «λογική» της ταξικής κοινωνίας που για να της είναι ανεκτός αποκρύπτει ακόμη και την εβραϊκή του καταγωγή. Εθελοτυφλεί απέναντι και στη φρίκη και εξανάσταση της επίσης Εβραίας γυναίκας του για τις ναζιστικές τερατωδίες στη Γερμανία. Ο ταξικός συμβιβασμός και η ενοχική νοοτροπία του έχουν γίνει «δεύτερη φύση», σε τέτοιο βαθμό που η εβραϊκή τους καταγωγή δηλητηριάζει και τη σχέση του με τη γυναίκα του, η οποία, μη αντέχοντας ψυχολογικά την ανοχή του άνδρα της στο φασιστικό φαινόμενο, παραλύει. Η λυτρωτική «κάθαρση» του ήρωα θα επέλθει με την παραδοχή του λάθους του, αλλά και το θάνατό του, όπως και η «θεραπεία» της γυναίκας του.

    Σε ένα έξοχο, στη λιτότητά του, σκηνικό (Γιώργος Ζιάκας), με τη διακριτικά υποβλητική μουσική (Πλάτων Ανδριτσάκης), που εκτελεί με τσέλο η Αντζελα Μουρίκη, η σκηνοθεσία του Τάκη Βουτέρη θαυματούργησε. Η σκηνοθεσία του μουσικά, ατμοσφαιρικά, με ρεαλιστική ακρίβεια και καθαρότητα, «διάβασε» ποιητικά το κοινωνικό και πολιτικό μήνυμα του έργου και «τροφοδότησε» τις ερμηνευτικές δυνατότητες των ηθοποιών. Ο ίδιος ερμηνεύει με γλυκύτητα, θέρμη και απλότητα τον γιατρό (μια προσωποποίηση του συγγραφέα). Η Αννίτα Δεκαβάλα, με εσωτερικότητα και δραματικό μέτρο, υποδύεται το πρωταγωνιστικό γυναικείο πρόσωπο. Στην εξαιρετική ποιότητα της παράστασης συμβάλλουν με τις ερμηνείες τους οι Αλεξάνδρα Μπατσαλιά, Θεολόγος Βλούτης, Λιάνα Παρούση. Η σημαντικότερη, η κυρίαρχη της παράστασης ερμηνεία είναι του Στάθη Λιβαθινού, που λεπτομερέστατα επεξεργάστηκε πνευματικά και ψυχολογικά τον ενοχικό, συμπλεγματικό, βαθύτατα και κορυφούμενα δυστυχισμένο Εβραίο.

    05.12.1995, Θυμέλη «Διπλό κέρδος με Μίλερ – Σπασμένο γυαλί», Ριζοσπάστης

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ένας σύγχρονος τραγικός

    Το «Σπασμένο γυαλί» του Άρθουρ Μίλερ παίζεται στο «Θέατρο Εξαρχείων», σε σκηνοθεσία Τάκη Βουτέρη.

    Μια έμμονη δραματουργική ιδέα που κατέχει τον Άρθουρ Μίλερ είναι ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε σε μια σύγχρονη θεατρική φόρμα να διοχετευθεί η δυναμική και ο καλπασμός που υπάρχει στο αρχαίο θέατρο. 0 Ευγένιος Ο’ Νηλ το αποπειράθηκε αυτό, μεταποιώντας στον σύγχρονο κόσμο την αρχαία μυθοπλασία Με «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα». προσπάθησε να συλλάβει το τραγικό μέσα στην κοινωνία του καπιταλιστικού ανταγωνισμού και του υπαρξιακού άγχους. Ο Τ. Σ. Έλιοτ ακολούθησε πολλούς δρόμους, είτε καταφεύγοντας στη δομή του μεσαιωνικού μυστηρίου στον «Φόνο στην Μητρόπολη», αλλά με χορικά που μιμούνται τον Αισχύλο, είτε χρησιμοποιώντας το τυπικό βικτωριανό στυλ μετέγραψε την «Ορέστεια», τον «Ίωνα» και τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» σε καθολικά ηθικολογικά και φιλοσοφικά ποιητικά δράματα.

    Ο Μίλερ εκκινεί από τον Ίψεν· ο μεγάλος Νορβηγός πολλές φορές στη ρεαλιστική του περίοδο υπέταξε τη σύλληψή του στους λεγόμενους αριστοτελικούς κανόνες των τριών ενοτήτων. Έτσι, έγραψε έργα που πυκνώνουν τη δράση γύρω από ένα κρίσιμο και οριακό πρόβλημα των ηρώων του. Η γραφή αυτών των έργων απαιτεί μία πυρηνική δραματουργική ιδέα που να ενέχει τη δυνατότητα της έκρηξης. Έμμονη ιδέα όλων των σύγχρονων συγγραφέων αυτής της τεχνικής είναι βέβαια ο «Οιδίπους τύραννος».

    Στο τελευταίο έργο του, το «Σπασμένο γυαλί» (1994), ο Μίλερ επιλέγει έναν εκρηκτικό δραματουργικά «μύθο»· και τον εκμεταλλεύεται τεχνικά κατά τρόπον εκρηκτικό.

    Το εξωτερικό στοιχείο του μύθου είναι το σύνδρομο του αντισημιτισμού, όπως επιδρά πάνω στους ίδιους τους Εβραίους. Πίσω, όμως, από την αφηγηματική επιφάνεια ανιχνεύεται το αιώνιο θέμα της ενοχής, της ευθύνης, της εξάρτησης, της τυραννικής επιβολής, των κοινωνικών και υπαρξιακών καταναγκασμών και των ποικίλων συμβολισμών της αιώνιας σχέσης θύματος – θύτη.

    Το μεγάλο μυστικό που καθιστά αξιοθέατο στο έργο του Μίλερ είναι η «χημεία» που αναμειγνύει το ειδικό με το γενικό και τον ρεαλισμό με τον συμβολισμό.

    Μόνο ένας σπουδαίος μάστορας μπορεί να αφηγηθεί, όπως ο Μίλερ, ευθύγραμμα μία ιστορία με καθαρά αστυνομικό – ιατρικό ενδιαφέρον (η περίπτωση μιας υστερίας) και ταυτόχρονα να κάνει κάθετες τομές στα μεγάλα προβλήματα του ανθρώπου, πολιτικά, ηθικά, υπαρξιακά ακόμη και αισθητικά, ερωτικά κλπ.

    Ο ρεαλιστικός πυρήνας ενέχει. όπως ήδη σημείωσα, την ικανή εκρηκτική του ύλη και στη δεδομένη στιγμή με αριστουργηματικό δραματουργικό καλπασμό το έργο οδηγείται στην έξοδο και στην κάθαρση.

    Η Ιστορία, όμως, μέσα από τις επιμέρους συγκρούσεις, έχει θέσει προς συζήτηση ερωτήματα δυσεπίλυτα για την ανθρώπινη συμπεριφορά.

    Ο Μίλερ, χωρίς να είναι δογματικός και δουλικός οπαδός, χρησιμοποιεί με σεβασμό και προσοχή την ψυχαναλυτική μέθοδο Η τεχνική των έργων του, και του τελευταίου, είναι μία συνεχής και επίμονη κατάδυση στα κρυμμένα και απωθημένα κίνητρα και αίτια που ερμηνεύουν την ανθρώπινη ατομική συμπεριφορά. Πιστεύει πως δεν υπάρχουν σωτηριολογικές λύσεις. Κάθε άνθρωπος είναι μία ιδιαίτερη Σφίγγα και σε κάθε αίνιγμα αναλογεί ένας άλλος Οιδίποδας· με την επισήμανση πως ο λύτης-Οιδίποδας είναι ένα ακόμη αίνιγμα. Μ’ αυτό το τέχνασμα ο Μίλερ λύνει τα αινίγματα των ηρώων του, αλλά μεταθέτει την επόμενη ενοχή στον θεατή τον οποίο καθιστά υπεύθυνο για την περαιτέρω αέναη αινιγματολογία. Από έναν άλλο δρόμο από αυτόν του Μπρεχτ, ο Μίλερ αναζητεί από τον θεατή συνεργασία, αφύπνιση, συμμετοχή, καθιστώντας τη θεατρική πράξη ζωτικό κοινωνικό γεγονός.

    Το «Σπασμένο γυαλί» είναι μία ατομική περίπτωση που μας αφορά, όπως ακριβώς μας αφορά η ακραία ατομική περίπτωση του Οιδίποδος, του Ορέστη και του Κρέοντος.

    Το έργο έχει πολλές παγίδες για τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς, χρειάζεται σοφή ισορροπία στον τρόπο που αναδεικνύεται η βίωση του χρόνου.

    Ο Τάκης Βουτέρης δεν ολίσθησε πουθενά. Δίδαξε το έργο με άκρα ρεαλιστική συνέπεια, κρατώντας τους βιωμένους χρόνους των ηρώων μέσα στον μετρονόμο της καθημερινότητας. Ταυτόχρονα, όμως, δημιούργησε ένα συμβολικό φεγγίον, ένα γαλαξία πέριξ των προσώπων και απογείωσε την παράσταση.

    Ο Γιώργος Ζιάκας κατασκεύασε ένα ιδιοφυές σκηνικό, όπου η λεπτομέρεια και το γούστο μιας ορισμένης τάξης συμβιώνει με τη θεατρική ψευδαίσθηση.

    Ο Πλάτων Ανδριτσάκης έγραψε μιαν έξοχη μουσική ουσιώδη και συνταρακτική, που παίζει με κύρος στο τσέλο ζωντανά (όπως προβλέπει το κείμενο) η Άντζελα Μουρίκη.

    Η μετάφραση της Αννίτας Δεκαβάλλα. ευθύβολη, λιτή και καίρια, ακούστηκε σαν μουσική.

    Ο Τάκης Βουτέρης (Χάρυ) έπαιξε με ένα αμφίσημο ψυχαναλυτικό χαμόγελο, καθοδηγώντας τα πράγματα υποδορίως.

    Η Αννίτα Δεκαβάλλα (Σύλβια), ωριμότατη και λιτή, ισορρόπησε την απελπισία, τον τρόμο και την πιεσμένη τρυφερότητα με σπάνια ευαισθησία.

    Ο Στάθης Λιβαθινός είναι συνταρακτικός (Φίλιπ). Η σπουδή του στη μέθοδο Στανισλάφσκι τον ικάνωσε να ταυτιστεί με τον ήρωα. ώστε να χαρούμε μιαν ανεπανάληπτη μίμηση πράξεων.

    Η Αλεξάνδρα Μπατσαλιά, η Λιάνα Παρούση και ο Θεολ. Βλουτής σχεδίασαν με άνεση και εσωτερική τεχνική τους τρεις υπόλοιπους ρόλους, συμβάλλοντας σε μια μουσική σύλληψη της παράστασης.

    04.12.1995, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Ένας σύγχρονος τραγικός», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ