Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής.
Πρώτη παράσταση: 12 Φεβρουαρίου 2024.
Η παράσταση παίχτηκε σε επανάληψη από τις 12 Οκτωβρίου 2024 έως τις 5 Ιανουαρίου 2025.
Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν, παλιοί συμφοιτητές του Άμλετ, καλούνται από τον Βασιλιά Κλαύδιο στο παλάτι με σκοπό να παρασύρουν τον μελαγχολικό πρίγκηπα σε διασκεδάσεις ώστε να μάθουν επιτέλους ποιο είναι αυτό το σκοτεινό μυστικό που βασανίζει την ψυχή του. Στη διάρκεια της αποστολής τους, οι δύο αθώοι αυλικοί συνοδεύουν τον Άμλετ στην Αγγλία και μεταφέρουν μαζί τους ένα κλειστό γράμμα, στο οποίο δίνεται η διαταγή για την άμεση εκτέλεση του. Ο Άμλετ αντικαθιστά το γράμμα με ένα άλλο, ζητώντας από τον Άγγλο Βασιλιά τη δική τους εκτέλεση. Μέρες μετά, ο Άγγλος πρέσβης μπαίνει στο παλάτι και ανακοινώνει: «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί».
Το έργο του βραβευμένου με Όσκαρ Σερ Τομ Στόπαρντ, πρωτοπαίχτηκε στο Fringe Festival του Εδιμβούργου το 1966 και αποτελεί μια από τις σημαντικότερες και καινοτόμες κωμωδίες της σύγχρονης παγκόσμιας δραματουργίας. Εδώ, ο μεγαλύτερος σύγχρονος βρετανός θεατρικός συγγραφέας κατά πολλούς, μετά τον Πίντερ, παρουσιάζει δύο απλούς ανθρώπους ως παράπλευρες απώλειες, ως εξιλαστήρια θύματα, ενός πολιτικού παιχνιδιού που σαρώνει και ισοπεδώνει τα πάντα.
Έργο γραμμένο με αστραποβόλα γραφή, εκπληκτικό χιούμορ, καίρια πολιτικά και υπαρξιακά μηνύματα και πικρό φινάλε.
Πρόκειται για μια σύγχρονη διατύπωση του «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ, προσαρμοσμένη σε πιο αναγνωρίσιμες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, και ταυτόχρονα με την εντυπωσιακή σκιά του αριστουργήματος του Σαίξπηρ «Άμλετ» να πέφτει βαριά επάνω του.
Ένα έργο που αντιστρέφει για πρώτη φορά την αρχετυπική ιστορία του Σαίξπηρ και ρίχνει το βάρος από την εξουσία στο περιθώριο, δημιουργώντας μια ανεπανάληπτη τραγική φάρσα στην οποία πρωταγωνιστούν όλοι οι ήρωες του Άμλετ, με διαλόγους προκλητικούς που ξυπνάνε το μυαλό του θεατή.
Σκηνοθεσία – δραματουργική επεξεργασία: Στάθης Λιβαθινός
Μετάφραση: Μίνως Βολανάκης
Σκηνικά | Επιμέλεια Κοστουμιών: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ανδρέας Λαμπρόπουλος
Βοηθός Σκηνογράφου | Ενδυματολόγου: Έμιλυ Κουκουτσάκη
Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Βίντεο: Χρήστος Δήμας
Οπτική Ταυτότητα παράστασης: BUSY BUILDING
Παραγωγός: Γιώργος Λυκιαρδόπουλος
Διεύθυνση Παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα
Οργάνωση Παραγωγής: Ρόζα Καλούδη
Παίζουν:
Πάρης Αλεξανδρόπουλος, Βασίλης Ανδρέου, Γιώργος Δάμπασης, Νίκος Καρδώνης, Στάθης Κόικας, Φοίβος Μαρκιανός, Πολυξένη Παπακωνσταντίνου, Μαρία Σαββίδου, Άρης Τρουπάκης, Δημήτρης Φιλιππίδης
Κατά την επανάληψη της παράστασης την περίοδο 2024-25, έπαιξαν οι ηθοποιοί:
Πάρης Αλεξανδρόπουλος, Βασίλης Ανδρέου, Βασίλης Ζαφειρόπουλος, Νίκος Καρδώνης, Στάθης Κόικας, Φοίβος Μαρκιανός, Πολυξένη Παπακωνσταντίνου, Μαρία Σαββίδου, Στράτος Σωπύλης, Άρης Τρουπάκης.
Μουσικοί:
Θοδωρής Κοτεπάνος (πιάνο), Φίλανδρος Μάριος Καρράς (κλαρινέτο), Κοτταρίδης Δημήτρης (τσέλο)
Παραγωγή: Λυκόφως
-
Απόλυτη θεατρική ψευδαίσθηση
Κριτική Θεάτρου: «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» του Τομ Στόπαρντ στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής
Στο θέατρο του Τομ Στόπαρντ διακειμενικότητα και μεταθεατρικότητα διαπλέκονται δοκιμάζοντας τις προσληπτικές αντοχές του θεατή στον οποίο απευθύνεται ως ενήμερο συνένοχο του σκηνικού παιχνιδιού. Ο βρετανός, τσεχικής καταγωγής, συγγραφέας αναζητά την πρωτοτυπία στην ανασύνθεση και επανεγγραφή του παλαιού και δοκιμασμένου στήνοντας διαρκώς παιχνίδια μέσα στα παιχνίδια που απαξιώνουν τη σκηνική αληθοφάνεια.
Το «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» (1966) αντλεί υπόθεση και χαρακτήρες από τον σεξπιρικό Άμλετ. Ο Στόπαρντ αποσπά τους δύο αυλικούς από το περιθώριο και τους τοποθετεί στο επίκεντρο της δράσης ενώ ο πρίγκιπας της Δανίας γίνεται δευτερεύον πρόσωπο. Ο δραματουργός ελκύεται από την κωμική δυναμική δύο ανυποψίαστων ανθρώπων, που εμπλέκονται σε ένα δίχτυ βασιλικών διενέξεων με κατάληξη τον θάνατό τους, και της δίνει σύγχρονη φιλοσοφική διάσταση.
Το έργο στιγματίζεται από το στοιχείο της μπεκετικής αναμονής, το επαναλαμβανόμενο παιχνίδι, την ανησυχία για την απουσία νοήματος και τις φιλοσοφικές συζητήσεις γύρω από τη φύση του θανάτου, ενώ την ίδια στιγμή το ενήμερο κοινό αναγνωρίζει αμέσως τις διάσπαρτες σκηνές από το σεξπιρικό έργο. Το μπουλούκι των θεατρίνων προσωποποιεί την απόλυτη θεατρική ψευδαίσθηση. Οι ηθοποιοί δεν βγαίνουν ποτέ από τον ρόλο τους, δεν αλλάζουν τα κοστούμια τους και είναι πάντοτε έτοιμοι να δώσουν παράσταση μόλις βρεθεί μπροστά τους κοινό.
Η θεαματικότητα υπερθεματίζεται με τη χρήση «μαγικών» κόλπων ειλημμένων από το θεατρικό οπλοστάσιο αιώνων: νομίσματα που εξαφανίζονται ή διπλασιάζονται, βαρέλια που χάνονται ή κρύβουν μέσα τους πράγματα, μαχαίρια που δεν σκοτώνουν, επιστολές που αλλάζουν περιεχόμενο κ.λπ.
Ανθεκτική στον χρόνο, η μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη αποδίδει ευθύβολα τη διφορούμενη γλώσσα και τον αποσπασματικό της χαρακτήρα. Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού ακροβατεί στη διαλεκτική του είναι και του φαίνεσθαι και κατορθώνει ν’ απογειώσει τη θεατρικότητα και την παιγνιώδη ψευδαίσθηση μέσα από μια φαρσική έκφραση που διατηρεί τη διασκεδαστική της στόχευση «αποθεώνοντας» και ταυτόχρονα ναρκοθετώντας τη γλωσσική επικοινωνία. Άλλωστε, το σκηνικό και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου διαμορφώνουν ένα κλίμα που κινείται μεταξύ ονείρου και παραμυθιού, προκρίνοντας το μυστήριο, την υπαρξιακή αγωνία και κυρίως τη μαγεία του αναπάντεχου. Σε αυτό το κλίμα ευθυγραμμίζονται οι καίριοι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου και η μουσική του Θοδωρή Αμπαζή που εκτελείται ζωντανά επί σκηνής από τον Θοδωρή Κοτεπάνο (πιάνο), τον Φίλανδρο-Μάριο Καρρά (κλαρινέτο) και τον Δημήτρη Κοτταρίδη (τσέλο).
Ο Βασίλης Ανδρέου (Ρόζενκραντζ) και ο Νίκος Καρδώνης (Γκίλντενστερν) χειρίζονται επιδέξια το αυτοσχεδιαστικό παιχνίδι και τη μεταφυσική εγρήγορση των προσώπων στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τον θάνατο. Η μπουφονερί γεννιέται εκεί όπου οι αντινομίες της ύπαρξης μοιάζουν ανεπίλυτες. Ο Άρης Τρουπάκης (αρχηγός του θιάσου) μαζί με τον Πάρη Αλεξανδρόπουλο και τον Φοίβο Μαρκιανό (θεατρίνοι) υποδύονται με πλούσια παραγλωσσική έκφραση τους ρόλους τους. Ο Βασίλης Ζαφειρόπουλος (Κλαύδιος), ο Στάθης Κόικας (Άμλετ), η Πολυξένη Παπακωνσταντίνου (Οφηλία), η Μαρία Σαββίδου (Γερτρούδη) και ο Στράτος Σωπύλης (Πολώνιος) αποδίδουν με σκηνική ευστροφία τις κωμικοτραγικές αποχρώσεις των προσώπων.
22.12.2024, Κωνσταντινίδης Νεκτάριος – Γεώργιος «Απόλυτη θεατρική ψευδαίσθηση», Η Εποχή.
Για το link πατήστε εδώ
-
Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί – Κριτική θεάτρου
Η παράσταση Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί βασίζεται στο έργο του Τομ Στόπαρντ. Το κείμενο δίνει φωνή στους δύο δευτερεύοντες χαρακτήρες του Áμλετ, προσφέροντας μια νέα, διαφορετική οπτική στο κλασικό αυτό έργο.
Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΜΑΤΙΑ
Η επιλογή να φωτιστούν οι χαρακτήρες των δύο φίλων του Áμλετ αποδεικνύεται μια έξυπνη παραλλαγή του κλασικού έργου. Οι δευτερεύοντες αυτοί χαρακτήρες, που συχνά περνούν απαρατήρητοι στο πρωτότυπο κείμενο του Σαίξπηρ, αποκτούν εδώ βάθος και σημασία.
Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού αν και λιτή καταφέρνει να αναδείξει το κείμενο αλλά και τις ερμηνείες των ηθοποιών. Ενώ τα σκηνικά είναι φαινομενικά απλά, αποδεικνύονται εξαιρετικά λειτουργικά και καταλυτικά για την αφήγηση. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η αλλαγή του σκηνικού στο τέλος της παράστασης.
Οι δύο κεντρικοί πρωταγωνιστές, Βασίλης Ανδρέου και Νίκος Καρδώνης, δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό, αποτυπώνοντας με πειστικότητα την εξέλιξη των χαρακτήρων τους. Η χημεία τους επί σκηνής ενισχύει την επίδραση των μηνυμάτων του έργου.
Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, επίσης, αναδεικνύουν τους ρόλους τους. Η κάθε ερμηνεία είναι καλοδουλεμένη και προσθέτει στο συνολικό αποτέλεσμα. Το σύνολο λειτουργεί αρμονικά, δημιουργώντας μια αίσθηση ολοκληρωμένης αφήγησης.
Επίσης, τα κοστούμια των δύο βασικών ρόλων είναι σύγχρονα, ενώ των υπόλοιπων ηθοποιών παραπέμπουν σε κλασική εκδοχή του Άμλετ, έτσι ώστε να αντανακλούν την ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων.
Το έργο καταπιάνεται με το ερώτημα της προσωπικής επιλογής και της ευθύνης: τι συμβαίνει όταν αφήνουμε τους άλλους να καθορίζουν τις ζωές μας; Μέσα από τη ματιά αυτών των χαρακτήρων, αναλογιζόμαστε τις δικές μας επιλογές και πώς αυτές επηρεάζουν τόσο τη δική μας ζωή όσο και των άλλων.
Τα μηνύματα είναι καίρια και διαχρονικά όπως η ιδέα ότι αν δεν πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας, άλλοι θα το κάνουν για εμάς. Αυτό το ζήτημα είναι ιδιαίτερα επίκαιρο σε μια εποχή όπου οι κοινωνικές πιέσεις και τα εξωτερικά «πρέπει» συχνά καθορίζουν τις αποφάσεις μας. Το έργο δίνει έμφαση στη σημασία της αυτογνωσίας και της προσωπικής ευθύνης, παρουσιάζοντας τους δύο χαρακτήρες ως παραδείγματα των συνεπειών της παθητικότητας.
Η παράσταση αυτή αποτελεί μία από τις πιο αγαπημένες μου στιγμές της φετινής θεατρικής σεζόν. Συνδυάζει την πρωτοτυπία του κειμένου με εξαιρετική σκηνοθεσία, υποδειγματικές ερμηνείες και προσεγμένα σκηνικά και κοστούμια.
Θα τη θυμάμαι για αρκετό καιρό καθώς κατάφερε να με ταξιδέψει στο δικό της μοναδικό κόσμο! Αποτελεί μία υπενθύμιση ότι ακόμη και οι πιο «παραμελημένοι» χαρακτήρες, είτε στη ζωή είτε στη σκηνή, μπορούν να μας διδάξουν πολύτιμα μαθήματα.
22.12.2024, Μάνεση Ελεάννα «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί – Κριτική θεάτρου», www.eleannasdiary.gr
Για το link πατήστε εδώ
-
«Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» του Τομ Στόπαρντ, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού – Μια «υπαρξιακή τρικλοποδιά»
Για την παράσταση «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» του Τομ Στόπαρντ, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού που ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – «Λευτέρης Βογιατζής».
Το κλασικό πια έργο του (τσεχικής, κατά το ήμισυ, καταγωγής) Τομ Στόπαρντ Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί ανεβάζει με τον μοναδικό του τρόπο ο Στάθης Λιβαθινός στην ιστορική σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων, ανασυνθέτοντάς την όπως ο συγγραφέας ανασυνθέτει τον «Άμλετ».
Στην Ελλάδα το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά το 1972 σε σκηνοθεσία του Λάμπρου Κωστόπουλου. Το 1988, ξαναήρθε στο προσκήνιο χάρη στη νέα μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη, ο οποίος το ανέβασε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, όντας καλλιτεχνικός διευθυντής του.
Οι δύο κεντρικοί ήρωες
Εδώ ο φακός δεν πέφτει στον βασιλιά Άμλετ, αλλά στους αυλικούς του, που συνθέτουν ένα ζευγάρι Ντιντί-Ντοντό ανάλογο του μπεκετικού ανδρικού ζεύγους – αλλά μέχρις ενός σημείου.
Ο ευαίσθητος ηθοποιός Βασίλης Ανδρέου γειτνιάζει περισσότερο με το μπεκετικό ύφος, επιτρέποντας στον εαυτό του μια πιο χαμηλότονη, εσωτερική, αυτοσαρκαστική ερμηνεία, που ωστόσο υποστηρίζεται απόλυτα και τον δικαιώνει.Πρόκειται μάλλον για έναν «Άμλετ» ειδωμένο εκ των έσω, με την υπερρεαλιστική ματιά του κομπάρσου. Ο Ρος (Ρόζενκραντζ) και ο Γκιλ (Γκίλντενστερν) γίνονται πραγματικά ανάρπαστοι στα χέρια των δύο πρωταγωνιστών: ο Νίκος Καρδώνης έχει τη στόφα του «λοξού» κωμικού και φαίνεται να αυτοσκηνοθετείται σε μεγάλο βαθμό, εξωτερικεύοντας την απεύθυνσή του προς το κοινό. Ένα ταλέντο που ξεχειλίζει.
Ο ευαίσθητος ηθοποιός Βασίλης Ανδρέου γειτνιάζει περισσότερο με το μπεκετικό ύφος, επιτρέποντας στον εαυτό του μια πιο χαμηλότονη, εσωτερική, αυτοσαρκαστική ερμηνεία, που ωστόσο υποστηρίζεται απόλυτα και τον δικαιώνει. Μαζί οι δύο πρωταγωνιστές ανάβουν μιαν εκπληκτική σπίθα και ο ένας την ατάκα στον άλλον με τρόπο απόλυτα εύρυθμο και πολύ συγγενή προς το ρευστό συναισθηματικό κλίμα του κειμένου.
Θέατρο του δρόμου
Ανάμεσα στα πρόσωπα που αναδύονται από τον «Άμλετ», εμφανίζεται κι ένας θεατρίνος (Άρης Τρουπάκης) με τους δύο βοηθούς του. Ο γελωτοποιός/πλανόδιος τραγωδός που σαρκάζει το είδος που θα ’πρεπε να υπηρετεί, ενώ παράλληλα στηλιτεύει την εξουσία –«μια εξουσία διεφθαρμένη κι αλλοπρόσαλλη»– και τη δικαιοσύνη. «Άλλοι γεννήθηκαν για να δίνουν παραστάσεις και άλλοι για να δίνουν υποστήριξη», λέει. Στην οπτικοποίηση των πρόχειρων αφηγημάτων του, ξεκαρδιστικά λειτουργεί η παντομίμα των Φοίβου Μαρκιανού και Πάρη Αλεξανδρόπουλου. Να προσθέσω εδώ πως είναι πολύ ενδιαφέρουσα η εκδοχή Άμλετ που ενσαρκώνει ο Στάθης Κόϊκας, ιδιαίτερα στην τρίτη πράξη, όταν το καράβι έχει πια αποπλεύσει και το σκηνικό μεταπλάθεται σε κατάστρωμα, ενώ διανοίγεται στο πίσω μέρος το «μικρό σύμπαν» των θεατρικών προπς.
Στην παράσταση του κύριου Λιβαθινού είναι πολύ περιορισμένοι οι ρόλοι του Πολώνιου (Στράτος Σωπύλης) και της Οφηλίας (Πολυξένη Παπακωνσταντίνου). Θα χαρακτήριζα ερμηνευτικά μέτριο τον Κλαύδιο του Βασίλης Ζαφειρόπουλο, ενώ θα έλεγα πως η Γερτρούδη της Μαρίας Σαββίδου ήταν εξαιρετική.
Η εξουσία μηχανορραφεί εν αγνοία μας
Στην πρώτη πράξη, ταξιδεύοντας για την Ελσινόρη, ο Ρος και ο Γκιλ έρχεται σ’ επαφή με τον θίασο των πλανόδιων τραγωδών, που προσπαθούν να τους πουλήσουν ένα έργο: στο κάστρο, ο βασιλιάς Κλαύδιος τους ζητά να εξετάσουν γιατί ο Άμλετ συμπεριφέρεται περίεργα μετά τον θάνατο του πατέρα του. Και οι δυο τους βλέπουν το σκηνικό να αλλάζει, όμως αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις αλλαγές του. Υπεύθυνη δεν είναι τόσο η αφέλειά τους, όσο η ανθρωπινότητά τους. Μέχρι και την τελευταία τους στιγμή, οι δυο ήρωες βρίσκονται σε κατάσταση σύγχισης και διερωτώνται: «Γιατί εμείς; Θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε στη θέση μας!»
Τα υλικά της σάτιρας εμποτίζουν, εδώ, τον τραγικό πυρήνα της εξιστόρησης. Η μοιρολατρία των δύο κεντρικών χαρακτήρων (το παιχνίδι με το «κορώνα-γράμματα») και η αντίφαση της πραγματικότητας με τη δική τους αντίληψη του πραγματικού, όλα αυτά συνθέτουν ένα συναρπαστικό σχόλιο του συγγραφέα: η ανθρώπινη φύση είναι αδύναμη, δεν μπορεί να καταλάβει πως η εξουσία τη θεωρεί παίγνιο στον δικό της άβακα ζατρικίου και, τελικά, πέφτει θύμα της ευπιστίας και της φευγάτης αντίληψής της.
Στη δεύτερη πράξη, η σκηνή του «θεάτρου μέσα στο θέατρο» παρουσιάζει ως θύματα τους δύο απεσταλμένους. Πρωτότυπη η μουσική σύνθεση του Θοδωρή Αμπαζή, που την εκτελούν επί σκηνής υπογραμμίζοντας μουσικά τη δράση οι Θοδωρής Κοτεπάνος, Φίλανδρος Μάριος Καρράς και Δημήτρης Κοτταρίδης. Και η έξοχη σκηνογράφος (Ελένη Μανωλοπούλου) υπαινίσσεται κάθε στιγμή την αντιστροφή του σαιξπηρικού «Άμλετ»: τα κοστούμια της είναι πολύ λειτουργικά και αισθητικά ενοποιημένα με το σκηνικό, ένα είδος πασαρέλας που υπαινίσσεται πολλά για τη λειτουργία του θεάτρου «μπουλουκιού».
Στην τρίτη πράξη η παρεξήγηση οδηγεί σε ειρωνική αντιστροφή του αναμενόμενου. Πολλοί λένε πως το έργο αυτό του Στόπαρντ συνιστά μιαν «υπαρξιακή τρικλοποδιά»: το βρίσκω εύστοχο, με την υποσημείωση ότι η φάρσα εκ φύσεως θέτει υπό αίρεσιν τις βεβαιότητές μας και οικοδομεί ένα παράλληλο σύμπαν. Ως σάτιρα που είναι, το έργο αυτό κατακερματίζει τη δραματουργική ενότητα του κειμένου αναφοράς του (του σαιξπηρικού «Άμλετ») για να την ξαναστήσει σε διαφορετική διάταξη. Έτσι, οι δύο αυτοί αντιήρωες καθιερώνονται στο πάνθεον των κλασικών ηρώων.
30.11.2024, Ξένιος Νίκος «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί του Τομ Στόπαρντ, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού – Μια υπαρξιακή τρικλοποδιά», bookpress.gr
Για το link πατήστε εδώ
-
Είδαμε την παράσταση «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί»
Έκανα αρκετές προσπάθειες μέχρι να μάθω σωστά τα ονόματα των δύο πρωταγωνιστών. Ρόζενκραντζ και Γκίλντενστερν. Αν ο συγγραφέας Τομ Στόπαρντ ήθελε να με κάνει να προπονηθώ με αυτόν τον τίτλο, ο σκηνοθέτης της παράστασης «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» Στάθης Λιβαθινός κάθε άλλο παρά δυσκολία μου προκάλεσε. Αυτή την παράσταση θα τη μνημονεύω για καιρό.
Θα πω πρώτα το εξής ωραίο, καινούργιο και διαφορετικό. Η συγκεκριμένη παράσταση ήταν η αφορμή για να αλλάξει ριζικά η διαρρύθμιση των καθισμάτων και της σκηνής του ιστορικού Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων, με αποτέλεσμα να προσφέρει εναλλακτικούς τρόπους θέασης ανάλογα με τις ανάγκες της εκάστοτε σκηνοθεσίας.
Αυτό ήταν το τελευταίο όραμα του Λευτέρη Βογιατζή, το οποίο σχεδίασε ο ίδιος και για το οποίο φρόντισε να εξοπλίσει το θέατρό του με τον κατάλληλο μηχανισμό. Έναν μηχανισμό, ωστόσο, που δεν πρόλαβε να θέσει σε λειτουργία και ο οποίος παίρνει σάρκα και οστά τώρα, για πρώτη φορά, 11 χρόνια μετά τον θάνατό του.
Και επιστρέφω στη μαγική παράσταση «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί», με τον Βασίλη Ανδρέου και το Νίκο Καρδώνη στους ρόλους των Ρόζενκραντζ και Γκίλντενστερν αντίστοιχα. Οι δύο ηθοποιοί είναι πραγματικά απολαυστικοί, θυμίζουν κάτι ανάμεσα σε Χοντρό και Λιγνό, έχουν λίγο από τον Σαρλό του Τσάρλι Τσάπλιν και μαγνητίζουν το κοινό με τα αστεία, τις γκάφες τους και τις άτσαλες, αλλά απόλυτα μελετημένες κινήσεις τους. Ανοίγουν και κλείνουν τις βαλίτσες τους, βγάζουν και βάζουν τα καπέλα τους, τα παπούτσια τους, τα σακάκια τους, το Θέατρο του Παρολόγου είναι μπροστά μας σε όλο του το μεγαλείο.
Μαζί τους βρίσκονται δέκα ακόμα ηθοποιοί, οι Πάρης Αλεξανδρόπουλος, Γιώρος Δάμπασης, Στάθης Κόικας, Φοίβος Μαρκιανός, Πολυξένη Παπακωνσταντίνου, Μαρία Σαββίδου, Άρης Τρουπάκης, Δημήτρης Φιλιππίδης. Όλοι μαζί συνθέτουν το μωσαϊκό για μια καταπληκτική παράσταση, που κάθε της σκηνή αποτελεί ένα μικρό έργο τέχνης. Απόλυτη μελέτη στα λόγια, στις λέξεις, στις κινήσεις, στους φωτισμούς, στα σκηνικά και στα κοστούμια.
Ηθοποιοί μπαίνουν, βγαίνουν, πόρτες ανοιγοκλείνουν, οι εξελίξεις είναι γρήγορες, δεν πήραμε ανάσα και δεν θέλαμε να πάρουμε ανάσα προκειμένου να απολαύσουμε τη δράση που συμβαίνει επί σκηνής. Το έξυπνο σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου βοηθά τόσο τους ηθοποιούς όσο και τους θεατές, ενώ τα καταπληκτικά κοστούμια επίσης της Ελένης Μανωλοπούλου έχουν δώσει σε κάθε χαρακτήρα κάτι πραγματικά ιδιαίτερο, με τα ασύμμετρα σακάκια και παντελόνια, καθώς και τα ιδιαίτερα παπούτσια.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου και η μουσική που έχει γράψει ο Θοδωρής Αμπαζής, συμβάλουν στην δραματική εξέλιξη της ιστορίας. Να σημειώσουμε ότι παίζουν ζωντανά επί σκηνής οι μουσικοί Θοδωρής Κοτεπάνος (πιάνο), Φίλανδρος Μάριος Καρράς (κλαρινέτο), Κοτταρίδης Δημήτρης (τσέλο).
Θα ξεχωρίσω τους ηθοποιούς Νίκο Καρδώνη, Βασίλη Ανδρέου και Άρη Τρουπάκη, καθώς αξιοποίησαν στο έπακρο την ευκαιρία να ερμηνεύσουν δυνατούς ρόλους και γύρω από αυτούς να κουμπώσουν οι υπόλοιποι ρόλοι με την άψογη ερμηνεία όλων των ηθοποιών.
Πρόκειται ένα σαρωτικό κείμενο σε μετάφραση Μίνου Βολανάκη, το οποίο έδωσε την αφορμή στον Στάθη Λιβαθινό να σκηνοθετήσει μια φρέσκια παράσταση, γεμάτη χιούμορ και ανατροπές, να μας βάλει στο παιχνίδι των ερωταπαντήσεων και να μας θυμίσει ότι κάθε μας μέρα ζούμε κάτι από τον Ρόζενκραντζ και τον Γκίλντενστερν, σαν αθώοι πολίτες μιας χώρας του θεάτρου του παραλόγου.
29.03.2024, Θεοδωράκου Μαριλένα «Είδαμε την παράσταση Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί», www.theatermag.gr
Για το link πατήστε εδώ
-
Kριτική από τη Ματίνα Καλτάκη: «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων
Ο Στάθης Λιβαθινός αγαπά τα έργα που πραγματεύονται την έννοια της θεατρικότητας.
Τον εμπνέει η διπολικότητα της σκηνικής τέχνης (σκηνή/κόσμος, θέατρο/πραγματικότητα, πρόσωπα/προσωπεία), η έννοια της ψευδαίσθησης, οι αίθουσες με καθρέπτες, η ιστορία της αναπαράστασης όπως εξελίσσεται μεταξύ παράδοσης, ρήξης και επαναδιαπραγμάτευσης. Ίσως γι’ αυτό ο τρόπος που προσέγγισε το έργο του Στόπαρντ «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» αποτελεί μία από τις ελάχιστες πραγματικά στιβαρές σκηνοθετικές/δραματουργικές προτάσεις της φετινής σεζόν.
Με τα έργα του λεγόμενου Θεάτρου του Παραλόγου, η τέχνη της σκηνής και ο μοντερνισμός στο Θέατρο έφτασαν στα όριά τους, στο σημείο αυτοαναίρεσης των ριζικών της στοιχείων.
Αλλά η τέχνη δεν τελειώνει και πριν το 1970, πριν καν ο Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ γράψει για την «Μεταμοντέρνα Κατάσταση», το θέατρο είχε μπει στην μετά-τον-μοντερνισμό φάση του. Το 1966 δύο έργα διαφορετικών στοιχείων και στόχων σηματοδότησαν την αλλαγή προσανατολισμού από την μοντερνιστική εξάντληση και το αδιέξοδο που είχε προκαλέσει η έλλειψη πίστης στον λόγο, στον ηθοποιό, στο θέατρο ως δυνατότητα επικοινωνίας, κατανόησης, ψυχαγωγίας: το «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» του Τομ Στόπαρντ (γεν. 1937) και το «Βρίζοντας το κοινό» του Πέτερ Χάντκε (γεν. 1942).
Αν η έννοια της ρήξης με τις εκ παραδόσεως σκηνικές συμβάσεις είχε φτάσει στο μη περαιτέρω, έχοντας ήδη γίνει αποδεκτή μέσω των έργων του Μπέκετ, του Ιονέσκο και των άλλων μεταπολεμικών συγγραφέων που ο Έσσλιν ενέταξε στο «Θέατρο του Παραλόγου» (1961), οι καινούργιες προτάσεις δεν είχαν άλλη επιλογή από το να προχωρήσουν πέρα από τις έννοιες του καινοφανούς και της πρόκλησης στα όρια του μη-παραστάσιμου. Όταν η πρωτότυπη δημιουργία περνάει κρίση, το παλιό και δοκιμασμένο, αλλιώς κοιταγμένο, μπορεί να προκαλέσει τις αναγκαίες ηλεκτρικές συνάψεις ώστε κάτι νέο να δημιουργηθεί από την επαναδιαχείριση του παλιού. Το ίδιο το θέατρο γίνεται αντικείμενο αυτοανάλυσης και ένα από τα στοιχεία του, το κοινό, δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως αποδέκτης αλλά ως συνδημιουργός, από τη στιγμή που το έργο «ολοκληρώνεται» στο μυαλό καθενός θεατή.
Ο Στόπαρντ κάνει το πρώτο βήμα με το «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» που παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία το 1966 στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου και στη συνέχεια στο Νational Theatre το 1967 και την ίδια χρονιά στο Μπροντγουέι. Επιχειρώντας ένα είδος επαναδιαπραγμάτευσης της σχέσης κλασικού/μοντέρνου, παίρνει δύο κορυφαία έργα, τον «Αμλετ» (1599-1601) του Σαίξπηρ ως παράδειγμα του κλασικού ρεπερτορίου και το μεταπολεμικό αριστούργημα του Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό» (1949) και δημιουργεί ένα καινούργιο έργο που «παίζει» και με τα δύο.
«Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί»: μία εισαγωγή στο μεταμοντερνιστικό θέατρο
Κεντρικά πρόσωπα στο «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί», το δηλώνει και ο τίτλος, είναι οι δύο φίλοι του πρίγκηπα Άμλετ. Τους καλούν ο Κλαύδιος, που διαδέχθηκε στον θρόνο της Δανίας τον αδελφό του μετά τον αιφνίδιο θάνατό του, και η βασίλισσα Γερτρούδη, μητέρα του Άμλετ (φρεσκοπαντρεμένη με τον Κλαύδιο). Η εντολή που έχουν είναι να μάθουν που οφείλεται η παράξενη συμπεριφορά του νεαρού πρίγκηπα. Στην συνέχεια τους ζητείται να τον συνοδεύσουν στην Αγγλία, με μία επιστολή προς τον βασιλέα της Αγγλίας. Στην σαιξπηρική τραγωδία, ως γνωστόν, ο Κλαύδιος ζητάει την εξόντωση του Άμλετ αλλά το σχέδιο του θα πάρει διαφορετική τροπή: ο πρίγκηπας θα αντικαταστήσει την επιστολή με άλλη στην οποία ζητάει να εξοντωθούν οι φέροντες την επιστολή.
Στο έργο του Στόπαρντ διακρίνουμε βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το μεταμοντερνιστικό θέατρο: μείξη της τραγωδίας και της κωμωδίας, του «υψηλού» με το «χαμηλό», σύνθεση κειμενικών υλικών διαφορετικής εποχής και προέλευσης, μετακίνηση του ενδιαφέροντος από τους πρωταγωνιστές στα δευτερεύοντα πρόσωπα του έργου. Αν ο Άμλετ έχει στοιχειώσει το μυαλό και την ψυχή της νεότερης Ευρώπης, και ο God-ot του Μπέκετ είναι εξαφανισμένος, ο Στόπαρντ αναρωτιέται γιατί ο Δανός πρίγκηπας είναι πιο «τραγικός» από τους «κλόουν» Ρόζενκραντζ και τον Γκίλντενστερν (Ρος και Γκιλ, για συντομία), οι οποίοι πληρώνουν εν αγνοία τους το υψηλό βασιλικό δράμα; Και γιατί οι Θεατρίνοι είναι απλώς μοχλοί στην υπόθεση και όχι πρωταγωνιστές της ίντριγκας που θα οδηγήσει τον σαιξπηρικό δράμα στο αιμοσταγές τέλος του;
Τα πρόσωπα βγαίνουν από τον δραματουργικό καμβά με τα οποία το κοινό τα έχει συνδέσει αφού διόλου δεν ενδιαφέρει τον Στόπαρτν τι θα γίνει με τον Άμλετ και τους δικούς του αλλά πώς ο Ρος και ο Γκιλ (σαν άλλοι Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν από το «Περιμένοντας τον Γκοντό») θα βρουν λύσεις και θα απαλλαγούν από μια αποστολή που αναλαμβάνουν χωρίς να γνωρίζουν τα δεδομένα που θα καθιστούσε τους ίδιους επαρκείς και δικαιωμένους.
Εν τω μεταξύ ο Παίκτης (ο επικεφαλής του θιάσου) διακωμωδεί την σκηνική τέχνη και τις απαιτήσεις που έχουν καλλιτέχνες και κοινό από την περιστασιακή επαφή τους. Αποσπάσματα από τον «Άμλετ» υιοθετούνται φυσιολογικά στο διάλογο του νέου έργου. Τα όρια του αληθινού και του ψεύτικου, η έννοια του «αυθεντικού» μένει μετέωρη και αν κάτι φαίνεται να μην χάνει την αξία του είναι τελικά η χαρά της συμμετοχής των ηθοποιών από την μία, των θεατών από την άλλη, στο ίδιο παιχνίδι.
Το έργο του Στόπαρντ είναι μία σύνθετη παρτιτούρα από διαρκώς μεταβαλλόμενες ποιότητες και αποχρώσεις που δίνουν υπόσταση στην αναρχική σύλληψή του. Ο συγγραφέας δίνει την πλέον σοβαρή απάντηση στις διαλυτικές εκφάνσεις που πήρε το μεταμοντερνιστικό θέατρο στις δεκαετίες που ακολούθησαν: με μία εξαιρετικά σύνθετη νέα δομή αποπειράται και πετυχαίνει να αναδείξει την διαρκή ικανότητα του κλασικού να επανανοηματοδοτείται και να επανανοηματοδοτεί, προτείνοντας τελικά ένα καινούργιο θέατρο όπου παλιό και καινούργιο είναι ισότιμοι όροι σε μια διαδικασία εξέλιξης.
Ρος και Γκιλ, κλοουνερί και βωβός κινηματογράφος
H παράσταση του Στάθη Λιβαθινού στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων μου θύμισε εκείνη την θαυμάσια παράσταση της «Φρεναπάτης» του Τόνι Κούσνερ που είχε σκηνοθετήσει το 2000 στο Από Μηχανής Θέατρο και μετά στο, ολοκαίνουργιο τότε, θέατρο Πορεία του Δημήτρη Τάρλοου (με τον Δημήτρη Ήμελλο, τον Νίκο Χατζόπουλο, τον Γιάννη Νταλιάνη, τον Δημήτρη Τάρλοου, τον Νίκος Καρδώνη, την Αγγελική Παπαθεμελή κ.ά.) Αποτελεί άλλη μία έμπρακτη απόδειξη ότι τον εμπνέουν τα έργα που υμνούν την ουσία της σκηνικής τέχνης, την θεατρικότητα.
Για τις ανάγκες της παράστασης το Θέατρο της οδού Κυκλάδων άλλαξε. Oι θέσεις των θεατών είναι πλέον εκεί που προηγουμένως ήταν η σκηνή. O ίδιος ο Λευτέρης Βογιατζής είχε σχεδιάσει πριν από χρόνια την χωροταξική αλλαγή, στο πλαίσιο της διαρκούς αναζήτησής του για ανανέωση των περιορισμένων δυνατότητων του μικρού θεάτρου στο οποίο κατάφερε να παρουσιάσει τόσες μεγάλες παραστάσεις.
Η Ελένη Μανωλοπούλου, που ανέλαβε την σκηνογραφία της παράστασης, διαμόρφωσε ένα υπερυψωμένο ξύλινο πατάρι ακανόνιστου σχήματος που καταλήγει στις πόρτες εισόδου/εξόδου των ηθοποιών, αριστερά και δεξιά του σκηνικού χώρου. Η σκηνογραφική έκπληξη του φινάλε υπενθυμίζει την αξία των μικρών «θαυμάτων» στα οποία το θέατρο οφείλει την ανεξάντλητη μαγεία του. Στη αριστερή άκρη της εξέδρας, σε χαμηλότερο επίπεδο, είναι η θέση των μουσικών (ο Θοδωρής Κοτεπάνος στο πιάνο, ο Φίλανδρος Μάριος Καρράς στο κλαρινέτο και ο Δημήτρης Κοτταρίδης στο τσέλο) που ερμηνεύουν την θαυμάσια μουσική του Θοδωρή Αμπαζή.
Ο τρόπος που το ύφος της μουσικής, η χρήση των μουσικών θεμάτων, οι παραλλαγές στην ενορχήστρωσή τους «εφαρμόζει» (σε) και αναδεικνύει συγκεκριμένες σκηνές είναι δραματουργικά υποδειγματικός. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου παρακολουθούν και συνδιαμορφώνουν την σκηνοθετική πρόθεση, οι ήρωες να θυμίζουν φιγούρες από ταινίες του βωβού κινηματογράφου και οι Ρος και Γκιλ να ανακαλούν την συμπληρωματική αντίθεση του Λόρελ και του Χάρντι (Χονδρός και Λιγνός). Ή την τσιρκολάνικη παράδοση του Λευκού Κλόουν και του Αυγούστου.
Η δουλειά του Στάθη Λιβαθινού με τους ηθοποιούς είναι αξιοθαύμαστη και επιβεβαιώνει πόσο σημαντικό για το τελικό αποτέλεσμα είναι σκηνοθέτης και ηθοποιοί να γνωρίζονται καλά. Ο Νίκος Καρδώνης και ο Βασίλης Ανδρέου στους ρόλους του Γκιλ και του Ρος και ο Αρης Τρουπάκης στον ρόλο του Παίκτη είναι έξοχοι. Γύρω τους οι υπόλοιποι του θιάσου (Μαρία Σαββίδου, Στάθης Κόικας, Δημήτρης Φιλιππίδης, Γιώργος Δάμπασης, Πολυξένη Παπακωνσταντίνου, Φοίβος Μαρκιανός, Πάρης Αλεξανδρόπουλος) συνθέτουν ενός κόσμου σε αναταραχή με εντυπωσιακή μαεστρία.
Το έργο του Στόπαρντ ανήκει σ’ αυτά τα σπουδαία έργα που μπορούν να δώσουν εντελώς διαφορετικές παραστάσεις ανάλογα με τις επιλογές του σκηνοθέτη και του δραματουργού. Οι διάλογοι είναι μεγάλοι, το περιεχόμενό τους ποικίλει (χωράνε από βαθυστόχαστες σκέψεις έως καθαρές ανοησίες), κάποιες σκηνές μπορούν να κοπούν ή να μετακινηθούν, αλλάζοντας καίρια το σκηνικό αποτέλεσμα. Στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων το σκηνικό κείμενο που προέκυψε από την σκηνοθετική επεξεργασία δικαιώνει απολύτως τον Στάθη Λιβαθινό. Πρόκειται για μία από τις καλύτερες παραστάσεις που έχουμε δει ως τώρα αυτόν τον παράξενο, ζεστό χειμώνα.
26.03.2024, Καλτάκη Ματίνα «Kριτική από τη Ματίνα Καλτάκη: «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων», www.iefimerida.gr
Για το link πατήστε εδώ
-
Θέατρο χωρίς «μετά»
«Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί»: Το περιπετειώδες ταξίδι των δύο ηρώων αποδίδεται στην παράσταση του Στάθη Λιβαθινού με τρυφερότητα και συμπάθεια.
Τους γνωρίσαμε ως δύο άχαρους, αμελητέους σχεδόν ήρωες στο σπουδαιότερο έργο του Σαίξπηρ: ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν, το γελοίο δίδυμο με το τραγικό τέλος, δεν είναι παρά οι παλιοί συμμαθητές του Άμλετ που επιστρατεύονται από τον βασιλιά Κλαύδιο για να κατασκοπεύσουν τον μελαγχολικό πρίγκιπα και να εξιχνιάσουν τα αίτια της αλλόκοτης συμπεριφοράς του. Καλοπροαίρετοι, αλλά ανεπαρκείς, ανήμποροι να αντιμετωπίσουν την πειθώ της εξουσίας, κολακευμένοι από την προσοχή των ισχυρών, δέχονται δίχως άλλο να προδώσουν τον παιδικό τους φίλο, για να καταλήξουν θύματα της ίδιας της απάτης τους – μικροί, πολύ μικροί για να υπερνικήσουν τη δαιμόνια μηχανή ονόματι Άμλετ.
Οι δύσμοιροι με τα ονόματα γλωσσοδέτες δεν διαθέτουν σχεδόν καμία γοητεία, τίποτε που να τους κάνει θαυμαστούς ή ξεχωριστούς, πόσο μάλλον πρωταγωνιστές σε δικό τους έργο. Κι όμως, ο Τομ Στόπαρντ είδε στα θαμπά πρόσωπά τους το ιδανικό όχημα για μια συναρπαστική σπουδή επάνω στις έννοιες του θεάτρου και του θανάτου. Ίσως ακριβώς επειδή είναι «μικροί, πολύ μικροί», το συγγραφικό βλέμμα διέκρινε στην ασημαντότητά τους κάτι «ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο». Στο κάτω κάτω, πόσοι από εμάς δεν θα δειλιάζαμε μπροστά στην πίεση μιας βασιλικής παράκλησης, πόσοι από εμάς δεν θα αποδεικνυόμασταν κατώτεροι της αστραφτερής, ασυναγώνιστης διάνοιας ενός Άμλετ;
Πρόκειται για μια καλοκουρδισμένη παράσταση που αφηγείται την ιστορία με ειρμό και παλμό, υιοθετώντας ευφρόσυνα όλους τους δοκιμασμένους και γνώριμους κώδικες του είδους που υπηρετεί. Δυστυχώς, όμως, αδυνατεί να καταστήσει αισθητά στον θεατή τα πολλαπλά επίπεδα που διασταυρώνονται εμπύρετα κάτω από την επιφάνεια μιας τέτοιας στρωτής αφήγησης.
Πράγματι, εξαρχής μοιάζουν χαμένοι. Τους συναντάμε όχι στους διαδρόμους ενός παλατιού αλλά στη μέση του πουθενά. Και τι κάνουν; Παίζουν μανιωδώς κορόνα ή γράμματα. Ειρωνικά, η «κορόνα» κερδίζει πάντα, ογδόντα πέντε φορές συνεχόμενες για την ακρίβεια, πράγμα που προκαλεί την αυξανόμενη απορία τους σχετικά με τον νόμο των πιθανοτήτων. Δεν ξέρουν ποιοι είναι, μετά βίας θυμούνται τα ονόματά τους, συνεχώς μπερδεύονται. Η μόνη ανάμνηση που τους κινητοποιεί σ’ αυτή την αβέβαιη πορεία τους είναι ότι «μας κάλεσαν… γι’ αυτό είμαστε εδώ… ταξιδεύουμε». Μάταια προσπαθούν να κατανοήσουν το λανθάνον νόημα αυτού του καλέσματος, το οποίο αποδέχθηκαν αγνοώντας τις λεπτομέρειες αλλά και τις (ολέθριες) συνέπειες: «δεν μπορεί να μας διάλεξαν… μόνο και μόνο για να μας εγκαταλείψουν… να μας αφήσουν λυτούς να βρούμε τον δρόμο μας. Δικαιούμαστε κάποια οδηγία, θα πίστευα», επιμένει επί ματαίω ο Γκίλντενστερν.
Η μοναξιά τους θα μετριαστεί χάρη στην επαφή τους με ένα μπουλούκι θεατρίνων που κατευθύνονται προς την Αυλή. Ονομάζονται Τραγωδοί, και μέσα από τη συναναστροφή μαζί τους θα εγκαινιαστεί η θεατρική εκπαίδευση των Ρόζενκραντζ και Γκίλντενστερν, έτσι ώστε να μπορέσουν σταδιακά να αναλάβουν τη θέση τους στο σαιξπηρικό δράμα. Οι δυο αρχάριοι βομβαρδίζουν μ’ ερωτήσεις τον έμπειρο Ηθοποιό: «Τι παιχνίδι παίζουμε; Ποιοι είναι οι κανόνες;». Εκείνος, με περίσσιο μπρίο και με την αυτοπεποίθηση του βετεράνου, τους καθησυχάζει: «Χαλαρώστε. Ανταποκριθείτε… Φερθείτε φυσικά… Όλα βασίζονται στην εμπιστοσύνη…», τους λέει δείχνοντάς τους τον δρόμο μιας αξιόπιστης υποκριτικής μεθόδου αλλά και ενός ανακουφιστικού modus vivendi.
Αν βρισκόμαστε εκ γενετής ριγμένοι σ’ ένα σενάριο, το οποίο δεν ελέγχουμε –και του οποίου τον σκοπό αγνοούμε–, τότε ας αποδεχθούμε τους ρόλους μας και ας τους υπηρετήσουμε στο έπακρο. Ακόμη κι αν τίποτε δεν έχει νόημα, ας δημιουργήσουμε το δικό μας, μέσα από το πάθος των ερμηνειών μας. Αρκεί ν’ αποδεχθούμε τη μόνη βεβαιότητα: «Όσοι είναι προορισμένοι να πεθάνουν, πεθαίνουν… Οι κακοί έχουν κακό τέλος, οι καλοί άδοξο». Οι ηθοποιοί το ξέρουν αυτό καλύτερα απ’ όλους: έχουν χίλιους τρόπους για να πεθάνουν και είναι ο θάνατος αυτό που τελικά «ανασύρει την ποίηση από μέσα τους… μια ισχνή αχτίδα φωτός».
Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν διστάζουν να ενστερνιστούν το πολύτιμο δίδαγμα του μέντορά τους και να συμφιλιωθούν εγκαίρως με την προοπτική του δικού τους τέλους, όπως το έγραψε γι’ αυτούς ο Σαίξπηρ. Μέχρι τελευταία στιγμή αδυνατούν να αφεθούν στην απελευθερωτική πνοή του θεάτρου που εμφανίζεται μαγικά όταν κατακτηθεί η τραγική γνώση του αναπόφευκτου. Παραδίδονται έχοντας ελάχιστα απολαύσει τη διαδρομή. Καμία λύτρωση, καμία υπερβατική πράξη που θα μεταμορφώσει το φοβισμένο είναι τους: «Όχι, όχι, όχι για μας, όχι μ’ αυτόν τον τρόπο. Ο θάνατος δεν είναι ρομαντικός, δεν είναι ένα παιχνίδι που σύντομα θα τελειώσει… Είναι η απουσία της παρουσίας, τίποτε περισσότερο… ο ατελείωτος χρόνος της μη επιστροφής…». Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν δεν θα γίνουν ποτέ Άμλετ, δεν θα κατακτήσουν ποτέ κάποιο ηρωικό μεγαλείο. Ίσως, τελικά, αυτή να είναι η μοίρα των «μικρών» ανθρώπων που υποκύπτουν στις «μεγάλες» δυνάμεις της Ιστορίας, περιθωριοποιημένοι και ματαιωμένοι από αυτές μέχρι τέλους.
Το περιπετειώδες ταξίδι των δύο ηρώων αποδίδεται στην παράσταση του Στάθη Λιβαθινού με τρυφερότητα και συμπάθεια, συναισθήματα που γεννιούνται κυρίως χάρη στην ενεργή, παλλόμενη παρουσία των δύο πρωταγωνιστών, του Νίκου Καρδώνη και του Βασίλη Ανδρέου.
Ο πρώτος είναι εκείνος που περισσότερο από όλους καταφέρνει να συνταιριάξει αριστοτεχνικά και αβίαστα την ένταση της υπαρξιακής οδύνης με τη σπινθηροβόλα ενέργεια του κωμικού πνεύματος. Αναγνωρίζει πλήρως τη διττή σημασία των φράσεων, την πολύτιμη αμφισημία των νοημάτων, καλώντας μας να βιώσουμε μαζί του όλους τους τριγμούς μιας ανήσυχης συνείδησης, ανά πάσα στιγμή διχασμένης και αποξενωμένης από την πραγματικότητα – την ίδια στιγμή που μας παρηγορεί, ευθυμώντας μας. Από τη μεριά του, ο Ανδρέου, εκπέμπει όλη την αφέλεια και τη γλυκύτητα ενός ταπεινού ανθρώπου που παίρνει τα πράγματα όπως έρχονται, ανυποψίαστος απέναντι στη βαρύτητα των γεγονότων, ανοιχτός σε όλα τα ενδεχόμενα, απαλλαγμένος από το άχθος των διλημμάτων και των εσωτερικών συγκρούσεων – με λίγα λόγια, ανάλαφρος, αθώος κι ευγενής.
Πρόκειται για μια καλοκουρδισμένη παράσταση που αφηγείται την ιστορία με ειρμό και παλμό, υιοθετώντας ευφρόσυνα όλους τους δοκιμασμένους και γνώριμους κώδικες του είδους που υπηρετεί. Δυστυχώς, όμως, αδυνατεί να καταστήσει αισθητά στον θεατή τα πολλαπλά επίπεδα που διασταυρώνονται εμπύρετα κάτω από την επιφάνεια μιας τέτοιας στρωτής αφήγησης. Η διαφοροποίηση μεταξύ του «σαιξπηρικού» παρελθόντος (όπως αυτό σηματοδοτείται εδώ από το θεατράλε μακιγιάζ και τα κοστούμια εποχής των Τραγωδών) και του ασαφούς παρόντος (τα καπέλα bowler και τα φθαρμένα παλιομοδίτικα κοστούμια των Ρόζενκραντζ και Γκίλντενστερν παραπέμπουν αναπόδραστα στους πλάνητες του Γκοντό) εξαντλείται σε μια σημειολογία συνδεδεμένη με την ιστορία του θεάτρου αλλά όχι με το σήμερα του θεατή.
Με απλούστερα λόγια, η παράσταση θα μπορούσε να έχει ανέβει, λίγο ή πολύ, ως έχει πριν από σαράντα χρόνια και κανένας δεν θα καταλάβαινε τη διαφορά (μοναδική εξαίρεση, ως προς αυτό, κάποιες ενδυματολογικές αναφορές στον Rick Owens, που κι αυτός είναι πλέον «παλιός»). Και δεν εννοώ μόνον την όψη –αν και η αισθητική της μαρτυρά ακριβώς την αναχρονιστική τοποθέτησή της– αλλά και ό,τι αφορά το άυλο, αόρατο υπόστρωμα ενός καλλιτεχνικού εγχειρήματος που οφείλει να αφουγκράζεται τις σύγχρονες προσλαμβάνουσες του κοινού.
Στο έργο του Στόπαρντ οι θεατρικοί χωροχρόνοι ενεργοποιούνται και αλληλεπιδρούν με τους μετα-θεατρικούς (αυτό καθίσταται σαφές από τον τίτλο ακόμη, προτού καν ο θεατής εισέλθει στην αίθουσα)· και είναι αυτό το «μετά» που απουσιάζει από το τρέχον εγχείρημα, ο προβληματισμός δηλαδή πάνω στην ίδια την τέχνη του θεάτρου και πώς αυτή καλείται να μιλήσει στις μέρες μας για το ένδοξο, «μιμητικό» παρελθόν της, να εκφράσει την αγωνία της για την ταυτότητά της, σε μια εποχή, μάλιστα, όπου η τελευταία, αντανακλώντας τους κοινωνικούς και υπαρξιακούς μετασχηματισμούς, αλλάζει με ρυθμούς καταιγιστικούς.
Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν δεν θα γίνουν ποτέ Άμλετ, δεν θα κατακτήσουν ποτέ κάποιο ηρωικό μεγαλείο. Ίσως, τελικά, αυτή να είναι η μοίρα των «μικρών» ανθρώπων που υποκύπτουν στις «μεγάλες» δυνάμεις της Ιστορίας, περιθωριοποιημένοι και ματαιωμένοι από αυτές μέχρι τέλους.
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά, όταν οι έννοιες της αναπαράστασης και της θεατρικότητας έχουν περάσει από χίλια κύματα και έχουν επανεξεταστεί από κάθε πρίσμα, όταν το θέατρο γράφει δυναμικά το μεταδραματικό κεφάλαιο της ιστορίας του, δεν μπορεί πλέον να δίνεται με τόσο απλοϊκά μέσα, δύο καπέλα-σύμβολα, έναν «ηρωικό» μανδύα και τους γλυκερούς ήχους ενός ακορντεόν – όσο συγκινητικές, επαναλαμβάνω, κι αν αποδεικνύονται οι κεντρικές ερμηνείες της παράστασης. Θα χρειαστεί να παιδευτούμε πολύ περισσότερο, προκειμένου να αποτυπώσουμε «όλον τον κόσμο που ήταν, είναι και θα παραμείνει μια σκηνή» – για να παραφράσουμε παιγνιωδώς, αλά Στόπαρντ, τον Σαίξπηρ.
25.3.2024, Αρκουμανέα Λουίζα «Θέατρο χωρίς μετά», www.lifo.gr
Για το link πατήστε εδώ
-
Είδαμε τον “Ρόζενκραντζ και Γκίλντενστερν” του Λιβαθινού – Όταν ο άνθρωπος γίνεται πιόνι
Είδαμε το έργο “Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί” που σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.
Το έργο “Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί” είναι ένα αριστούργημα του θεάτρου του παράλογου που έγραψε ο διάσημος θεατρικός συγγραφέας Τομ Στόπαρντ. Ανέβηκε για πρώτη φορά το 1966 στο Fringe Festival του Εδιμβούργου και έκτοτε η πορεία του απογειώθηκε.
Το έργο αυτό ουσιαστικά δίνει μία νέα ζωή σε δύο φαινομενικά ασήμαντους χαρακτήρες από την εμβληματική τραγωδία του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, “Άμλετ“. Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν, παιδικοί φίλοι του Δανού πρίγκιπα, βρίσκονται μπλεγμένοι σε έναν κόσμο πολιτικής ίντριγκας και υπαρξιακών ερωτημάτων που ξεπερνά την αντίληψή τους, όταν καλούνται από τον Βασιλιά Κλαύδιο στο παλάτι με σκοπό να παρασύρουν τον Άμλετ σε διασκεδάσεις ώστε να μάθουν -επιτέλους- ποιο είναι αυτό το σκοτεινό μυστικό που βασανίζει την ψυχή του.
Στη διάρκεια της αποστολής τους, οι δύο αθώοι αυτοί αυλικοί επιφορτίζονται να τον συνοδεύσουν στην Αγγλία και να μεταφέρουν μαζί τους ένα κλειστό γράμμα, στο οποίο -εν αγνοία τους- δίνεται η διαταγή για την άμεση εκτέλεση του. Ο Άμλετ αντικαθιστά το γράμμα με ένα άλλο, ζητώντας από τον Άγγλο Βασιλιά τη δική τους εκτέλεση. Μέρες μετά, ο Άγγλος πρέσβης μπαίνει στο παλάτι και ανακοινώνει: «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί».
Η επιλογή του έργου και η σκηνοθετική ματιά
Ο Στάθης Λιβαθινός επιλέγει ένα έργο που στον πυρήνα του στοχάζεται πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, εξερευνώντας τον παραλογισμό και την αβεβαιότητα της ίδιας μας της ύπαρξης. Βασιζόμενος στη σπουδαία κλασική μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη επεξεργάστηκε με αξιοσημείωτη επιδεξιότητα την πρωτοποριακή αυτή προσέγγιση του Στόπαρντ και εμβάθυνε με παιγνιώδη τρόπο στα θέματα της ταυτότητας, της μοίρας, της ελεύθερης βούλησης και του παραλογισμού της ανθρώπινης ύπαρξης.
Την ίδια στιγμή εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο το από γραφής μοτίβο του “θεάτρου εν θεάτρω” στη συνάντηση του Ρόζενκραντζ και του Γκίλντενστερν με ένα πολύχρωμο σύνολο χαρακτήρων -ενός περίεργου θεατρίνου του οποίου ο θίασος ηθοποιών προσθέτει ένα ευφυές επίπεδο μετα-θεατρικότητας στην ήδη πολύπλοκη αφήγηση- και θολώνει ακόμη περισσότερο τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας, αναδεικνύοντας τον παραλογισμό του ανθρώπινου δράματος.
Προεξάρχουσα σημασία έχει το χιούμορ που συνδυάζεται με τη βαθιά διορατικότητα των καταστάσεων, προκαλώντας τόσο τους χαρακτήρες όσο και το κοινό να αντιμετωπίσουν τα θεμελιώδη ερωτήματα της ζωής. Η σκηνοθετική ανάγνωση του έργου είναι απόλυτα ισορροπημένη και η υποκριτική ομάδα να είναι κουρδισμένη στην εντέλεια.
Η ζωντανή μουσική του Θοδωρή Αμπαζή εκτελεσμένη από τους Θοδωρή Κοτεπάνο, Φίλανδρο Μάριο Καρρά και Δημήτρη Κοτταρίδη είναι άρρηκτα δεμένη με ό,τι διαδραματίζεται επί σκηνής, ενώ το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου είναι τω όντι εντυπωσιακό. Μάλιστα, για πρώτη φορά στην ιστορία του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων, με αφορμή την συγκεκριμένη παράσταση, άλλαξε ριζικά η διαρρύθμιση των καθισμάτων και της σκηνής. Για την ακρίβεια τα καθίσματα “μεταφέρθηκαν” εκεί που προηγουμένως υπήρχε η σκηνή και αυτόν και το αντίστροφο.
Αυτό εκμεταλλευόμενη η σκηνογράφος στήνει απ΄άκρη σ΄ακρη του θεάτρου έναν διάδρομο που ενώνει τις εισόδους του θεάτρου και την έξοδο προς τα καμαρίνια. Εκεί, σε αυτήν την πασαρέλα της… ζωής διαδραματίζεται η παράσταση και οι δύο ήρωες περιηγούνται παγιδευμένοι σε ένα διαρκές παιχνίδι τύχης και συγκυριών. Και λίγο αργότερα το σκηνικό αυτό μεταμορφώνεται σε καράβι – πόσο όμορφος συμβολισμός- και μπαλατζάρουν ανάμεσα σε σκέψεις, κρίσεις και αποφάσεις που θα έπρεπε να λάβουν.
Το δίδυμο, αναδεικνύεται σε ένα σύγχρονο μπεκετικό δίδυμο που περιμένει αυτό που ποτέ δεν έρχεται και καταλήγει πιόνι μιας ευρύτερης αφήγησης, παλεύοντας να κατανοήσει το νόημα πίσω από τις πράξεις του και τον κόσμο γύρω του.
Οι ερμηνείες
Ο Βασίλης Ανδρέου και ο Νίκος Καρδώνης στους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους του Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν αντιστοίχως δίνουν πραγματικό ρεσιτάλ ερμηνείας. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, μπλέκονται σε μια σειρά από πνευματώδεις και φιλοσοφικές ανταλλαγές απόψεων, αναλογιζόμενοι συχνά τη δική τους θνητότητα και τη φύση της πραγματικότητας. Η κινησιολογία, οι εκφράσεις του προσώπου τους, η εκφορά του λόγου τους είναι χάρμα οφθαλμών. “Θα μπορούσαμε να πούμε και όχι” λένε στο τέλος οι δύο τους, όταν συνειδητοποιούν πως ήταν τα εξιλαστήρια θύματα της ιστορίας αυτής.
Στο ίδιο επίπεδο κινείται και η στιβαρή ερμηνεία του Άρη Τρουπάκη στον ρόλο του μυστηριώδους πανταχού παρόντα θεατρίνου. Απολαυστικοί στις παντομίμες τους ο Φοίβος Μαρκιανός και ο Πάρης Αλεξανδρόπουλος, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η ερμηνεία του Στάθη Κόικα στον ρόλο του Άμλετ και ενδιαφέροντα ατμοσφαιρικά περάσματα έκαναν η Μαρία Σαββίδου, ο Γιώργος Δάμπασης (Πολώνιος) και ο Δημήτρης Φιλιππίδης (Κλαύδιος).
Συμπέρασμα
Μία έξοχη επιλογή έργου και μία νευρώδης σκηνοθεσία από τον Στάθη Λιβαθινό εμποτισμένη με χιούμορ για δύο αντι-ήρωες του Άμλετ που συμβολίζει την πορεία και τον αγώνα του απλού ανθρώπου που άγεται, φέρεται και καταπίνεται από τις ιστορικές και κοινωνικές συγκυρίες, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει μία φωνή αντίστασης.
24.03.2024, Οικονόμου Γεωργία «Είδαμε τον “Ρόζενκραντζ και Γκίλντενστερν” του Λιβαθινού – όταν ο άνθρωπος γίνεται πιόνι», www.news247.gr
Για το link πατήστε εδώ
-
Θέατρο (Κριτική) Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί
Μια πολύ ωραία στιγμή (όχι μόνον αυτής) της σεζόν, μια ευτυχής θεατρική συνάντηση, όπου ένα ευφυές κείμενο πέφτει σε ικανά σκηνοθετικά και ερμηνευτικά χέρια και καταλήγει σε μια απολαυστική παράσταση συνόλου.
Brilliant! Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο χαρακτηρισμό να κατακλύζει τις βρετανικές κριτικές μετά την πρώτη παρουσίαση του έργου, εξήντα χρόνια πριν. Γιατί ο Στόπαρντ πέτυχε κάτι αληθινά θαυμάσιο και μάλιστα με ένα από τα πρώτα έργα του: παίρνοντας δύο γνωστούς/άγνωστους αντιήρωες της παγκόσμιας δραματουργίας –το δευτερεύον δίδυμο από τον “Άμλετ”– και φέρνοντάς τους στο προσκήνιο συνέθεσε ένα εξαίσιο έργο. Ένα έργο-υπόδειγμα συνομιλίας αλλά και ανεξαρτητοποίησης από το κείμενο αναφοράς, ένα έργο που χρωστάει επίσης στον Μπέκετ και στο δίδυμο του “Περιμένοντας τον Γκοντό”, αλλά αυτονομείται πλήρως χωρίς να το αντιγράφει. Ένα έργο που λειτουργεί και ως μια ευρηματική μεταθεατρική κατασκευή, και ως υπαρξιακό ιντερμέδιο, και ως παραβολή για τη δίνη της ιστορίας και της εξουσίας που καταπίνει τους καθημερινούς ανθρώπους.
Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι οι δύο συμφοιτητές του Άμλετ που προσκαλούνται από τον Κλαύδιο για να τον οδηγήσουν στο θάνατο, αλλά τελικά παγιδεύονται οι ίδιοι στα δίχτυα της εξαπάτησης και καταλήγουν νεκροί· στη μεταγραφή του Στόπαρντ αυτά τα δύο ανθρωπάκια χρίζονται πρωταγωνιστές μιας απολαυστικής και συγκινητικής κωμικοτραγικής φάρσας, όπου τους παρακολουθούμε να δίνονται με ζήλο σε μια αποστολή που δεν καταλαβαίνουν καλά καλά τι αφορά και να πορεύονται ανυποψίαστοι προς το θάνατο.
Αυτό το έργο με τα πολλά επίπεδα, τις αναφορές και τα δάνεια, που πλέκει στην ιστορία του κομμάτια και πρόσωπα από τον “Άμλετ”, ευτύχησε στη σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού. Χαρήκαμε τη δεμένη ομάδα ηθοποιών σε ένα θέατρο πραγματικού συνόλου, κι ας πρόκειται για έργο που απαιτεί κατ’ αρχήν δύο βιρτουόζους ηθοποιούς. Απολαύσαμε μια ευρηματική, ανάλαφρη σκηνοθεσία, που έπαιξε με διάφορα θεατρικά είδη, εκμεταλλευόμενη το παιχνίδι του “θεάτρου μέσα στο θέατρο” που προτείνει το έργο, όπως και μια σκηνοθεσία καλά ζυγισμένη μεταξύ του δραματικού και του κωμικού τόνου, της υπαρξιακής αγωνίας και του ευφρόσυνου γέλιου – άριστα υποστηριγμένη από τη μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη, που αντιμετώπισε στα ίσια τις βρετανικές γλωσσικές προκλήσεις, και από τη ζωντανά εκτελεσμένη μουσική του Θοδωρή Αμπαζή.
Εκπλαγήκαμε από τη νέα διάταξη, που μετέτρεψε το θέατρο σε δρόμο, σαν αυτούς όπου έστηναν τα πατάρια τους οι πλανόδιοι θεατρίνοι της Αναγέννησης, και την ονειρική –αλά Μνουσκίν– μεταμόρφωσή του σε καράβι για τις ανάγκες της δράσης (σκηνικά: Ελένη Μανωλοπούλου). Και, βέβαια, χαρήκαμε τους ηθοποιούς: τους δύο αδιαμφισβήτητους πρωταγωνιστές, Βασίλη Ανδρέου (Ρόζενκραντς) και Νίκο Καρδώνη (Γκίλντενσερν), που έδωσαν με τόση μαεστρία δύο ήρωες τόσο ίδιους και τόσο διαφορετικούς, το βάρος και την ελαφράδα της ύπαρξής τους, την κωμικότητα και την τραγικότητά τους. Επίσης, τον Άρη Τρουπάκη σε μια υπέροχη στιγμή του στον σημαντικό από γραφής ρόλο του θιασάρχη, τους απολαυστικούς ως θεατρίνους Πάρη Αλεξανδρόπουλο και Φοίβο Μαρκιανό, όπως και τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές: Στάθη Κόικα (Άμλετ), Πολυξένη Παπακωνσταντίνου (Οφηλία), Μαρία Σαββίδου (Γερτρούδη), Δημήτρη Φιλιππίδη (Κλαύδιος), Γιώργο Δάμπαση (Πολώνιος).
21.03.2024, Καράογλου Τώνια «Θέατρο (κριτική) Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί», Αθηνόραμα.
Για το link πατήστε εδώ
-
Συν & Πλην: «Ο Ρόζενκρατζ και ο Γκίλντερστερν είναι νεκροί» στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την παράσταση «Ο Ρόζενκρατζ και ο Γκίλντερστερν είναι νεκροί» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού που ανεβαίνει στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων
Το έργο
Στα 30 του χρόνια ο Τομ Στόπαρντ γράφει το πρώτο του έργο και ήταν, μάλλον, το καλύτερο ντεμπούτο που μπορούσε να φανταστεί κανείς. Το «Ρόζενκρατζ και Γκίλντεστερν» κάνει πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου το 1967, την ίδια χρονιά ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας και μέσα σε ένα χρόνο έχει περάσει στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, κατακτώντας και τη Νέα Υόρκη.Ο Τομ Στόπαρντ ερευνά τους μηχανισμούς του θεάτρου – και δη του θεάτρου του παραλόγου – και την ίδια ώρα καυτηριάζει τους μηχανισμούς και τον παραλογισμό της εξουσίας. Στη δική του εκδοχή, ο Άμλετ, η δολοφονία του πατέρα του και ο σφετερισμός του θρόνου από τον αδερφό του Κλαύδιο είναι η «πίσω ιστορία». Στην επιφάνεια της αφήγησης, βρίσκονται δύο πλάνητες (στην πρώτη σκηνή ορκίζεσαι ότι έχουν πρώτο βαθμό συγγένειας με τον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν από το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ) οι οποίοι σκοτώνουν το χρόνο τους παίζοντας κορώνα – γράμματα, τσακώνονται με ανούσιες αφορμές και προσπαθούν να βρουν το νόημα στα γεγονότα που τους συμβαίνουν. Είναι ο Ρόζενκρατζ και ο Γκίλντεστερν, δύο παλιοί φίλοι του πρίγκιπα της Δανίας οι οποίοι, ύστερα από το αίτημα του βασιλιά, σπεύδουν στο παλάτι για να βοηθήσουν τον Άμλετ να ξαναβρεί τη διάθεση του για ζωή. Αφού αυτό δεν καθίσταται εφικτό (καθώς ο Άμλετ γνωρίζει για τη σατανική δράση του νέου βασιλιά), ο Κλαύδιος τους αναθέτει να συνοδεύσουν τον πρίγκιπα στην Αγγλία. Χωρίς να γνωρίζουν ότι τον στέλνουν στο θάνατο του. Μέχρι, ωστόσο, και την τελευταία τους στιγμή, οι δυο μάλλον συμπαθητικοί, μάλλον αφελείς, και σίγουρα, σε κατάσταση σύγχυσης, ήρωες αναρωτιούνται: «Γιατί εμείς; Θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε στη θέση μας!».
Ο Στόπαρντ, αφομοιώνοντας βασικές αρχές από το θέατρο του Σάμιουελ Μπέκετ και υιοθετώντας μια ευθεία συνομιλία με την σαιξπηρική τραγωδία του «Άμλετ» παραδίδει ένα ευφυές σχόλιο για τη σύμβαση του θεάτρου μέσα στο θέατρο. Αποκαλύπτει, δηλαδή, πως μια μεγαλειώδης θεατρική τραγωδία του ‘Αμλετ φαντάζει στα μάτια δύο, ήσσονος σημασίας, ρόλων, του Ρόζενκρατζ και του Γκίλντεστερν και συνάμα πως η εξουσία μηχανορραφεί εν αγνοία των ανώνυμων πολιτών που βρίσκονται τελικώς υποχρεωμένοι να εκτελούν τις εντολές και να πληρώνουν με αίμα – «πάντα με αίμα» – το τίμημα των επιλογών της.
Το έργο «Ο Ρόζενκρατζ και ο Γκίλντεστερν είναι νεκροί» δεν λειτουργεί απλώς σαν την ‘φόδρα’ του «΄Αμλετ», μα ως κάτι πολύ σημαντικότερο: Αντιπαραβάλει τα μεγέθη εξουσιαζόμενου – εξουσιαστή, ρίχνοντας τους προβολείς στον αυλικό και όχι στο βασιλιά· αφού αποδέκτης των αποφάσεων, των ραδιουργιών, των αδικιών και της τιμωρίας είναι ο πρώτος. «Ποιος θα μας έλεγε ότι είμαστε τόσο σπουδαία πρόσωπα;» αναρωτώνται οι δυο τους πικρά, θέτοντας – παρότι αφελείς – υπαρξιακά και φιλοσοφικά ερωτήματα για την ελευθερία του ατόμου, τη λαϊκή βούληση, την πλευρά που γέρνει ο κόσμος.
Εδώ, ο Τομ Στόπαρντ πειραματίζεται με τη δομή της τραγωδίας, την εμποτίζει με πικρή, καυστική σάτιρα, εμπλουτίζει και επαναδιαπραγματεύεται τα όρια του θεάτρου του παραλόγου.
Στην Ελλάδα, το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά το 1972 σε σκηνοθεσία του Λάμπρου Κωστόπουλου με τους Νικηφόρο Νανέρη και Χρήστο Πολίτη στους βασικούς ρόλους. Το 1988, ξαναήρθε στο προσκήνιο χάρη στη νέα μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη, ο οποίος το ανέβασε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, όντας καλλιτεχνικός διευθυντής του. Πρωταγωνιστές του ήταν ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης, ο Αίας Μανθόπουλος και ο Κωστής Μπερικόπουλος (σε διπλή διανομή). Χρήση της ίδιας μετάφρασης κάνει και ο Στάθης Λιβαθινός στο ανέβασμα για τη σκηνή του «Κυκλάδων».
H παράσταση
Το, σπάνια παιζόμενο, ανανεωτικό – στο χώρο της συγγραφής του παραλόγου – θεατρικό έργο του Τομ Στόπαρντ ανεβαίνει από το Στάθη Λιβαθινό σε μια ισορροπημένη ανάγνωση που αναδεικνύει τις πολλές νοηματικές στοιβάδες του. Υποβλητική ατμόσφαιρα, έμφαση στο τραγικό χιούμορ και έντονη θεατρικότητα περιβάλλουν τις βασικές αξιόλογες ερμηνείες – Νίκος Καρδώνης, Βασίλης Ανδρέου, Άρης Τρουπάκης. Αν τονωθεί και ο, κατά τόπους, πλαδαρός ρυθμός, η παράσταση θα αποκτήσει μεγαλύτερη δυναμική.Τα Συν (+)
Η σκηνοθεσία
Από την ‘πίσω πόρτα’, μπαίνει αυτή τη φορά στον κόσμο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ο Στάθης Λιβαθινός. Και η απόφαση να σκηνοθετήσει ένα πιο σύγχρονο «κλασικό» (το οποίο παραμένει συνεπές στις ‘ανήσυχες’ θεματολογίες που τον απασχολούν) αποδεικνύεται μια ενδιαφέρουσα δοκιμασία. Ο Λιβαθινός επενδύει σοφά στη σύμβαση του θεάτρου μέσα στο θέατρο – κάτι που τελικά καθορίζει τη σκηνοθετική ατμόσφαιρα και χαρίζει στην παράσταση έντονη αίσθηση θεατρικότητας. Την ίδια ώρα, υπογραμμίζει την λοξή κωμικότητα εξασφαλίζοντας τους αναγκαίους τόνους ελαφράδας σε ένα πυκνό, πολιτικό κείμενο με απαιτητική δομή.Οι βασικές ερμηνείες
Όπως το απαιτεί και η δραματουργία, τα φώτα πέφτουν πάνω στους Ρόζενκρατζ και Γκίλντεστερν· έτσι και η σκηνοθεσία φαίνεται να εστιάζει περισσότερο στις ερμηνείες των Βασίλη Ανδρέου και Νίκου Καρδώνη, που αντίστοιχα τους ερμηνεύουν. Πιο ποιητικός, εσωτερικός και, μπεκετικής υφής, ο πρώτος, πιο εξωστρεφής και καθαρόαιμα κωμικός ο δεύτερος, κρατούν την παράσταση σε καλά χέρια, εκθέτοντας την ασκημένη χημεία τους μέσα στο ensemble του Στάθη Λιβαθινού. Ο τρίτος εξέχων ερμηνευτικός πόλος της παράστασης έρχεται μέσα από τη στιβαρή και, με έντονη εκφραστικότητα, παρουσία του ‘Αρη Τρουπάκη στο ρόλο του επικεφαλής θεατρίνου. Παρά τη σύντομη παρουσία τους, με ενδιαφέρον βλέπουμε την απολαυστική παντομίμα των Φοίβου Μαρκιανού και Πάρη Αλεξανδρόπουλου καθώς και τον «αποκλίνων» Άμλετ του Στάθη Κόϊκα.Η μουσική
Τόσο η πρωτότυπη μουσική σύνθεση του Θοδωρή Αμπαζή (σε λυρικό τόνο) όσο και η ζωντανή της εκτέλεση από τους Θοδωρή Κοτεπάνο, Φίλανδρο Μάριο Καρρά και Δημήτρη Κοτταρίδη συμβάλλουν σημαντικά στην αφήγηση και υπογραμμίζουν τη συνθήκη του θεάτρου εν θεάτρω.Η σκηνογραφία
Εν προκειμένω, η σκηνογραφία της Ελένης Μανωλοπούλου δεν έρχεται από τον σχεδιασμό ενός σκηνικού αλλά από το ανασχεδιασμό ενός θεάτρου. Το ιστορικό «Κυκλάδων» λαμβάνει άλλη από την παλιά του διάταξη ως «π» όπου η πλατεία περικλείει τη σκηνή. Πλέον, η σκηνή αναπτύσσεται ως μια λωρίδα – πασαρέλα που επικοινωνεί με τις παλιές εισόδους του θεάτρου και την έξοδο προς τα καμαρίνια. Ειδικά για τη θεματολογία της συγκεκριμένης παράσταση – όπου οι ήρωες διανύουν μια άγνωστη πορεία – η νέα διάταξη μοιάζει να λειτουργεί αποτελεσματικά. Έτσι, η μοναδική καθαρόαιμη σκηνογραφική παρέμβαση της Μανωλοπούλου περιορίζεται στην τελευταία πράξη, του ταξιδιού προς την Αγγλία, όπου η σκηνική πασαρέλα παραπέμπει σε κατάστρωμα πλοίου, παραμυθιακής αισθητικής.
Τα Πλην (-)
Ο ρυθμός
Αν ο υφολογικός πυρήνας του έργου είναι η περιπέτεια του παραλόγου, τότε ο αυστηρός ρυθμός που έχει ανάγκη αυτό το είδος για να καταστεί ακόμα πιο αιχμηρό και αποδοτικό, ατονεί σε στιγμές.Οι δευτερεύοντες ρόλοι
Οι μικρότεροι ρόλοι – πρωταγωνιστικοί στο σαιξπηρικό έργο – φαίνεται πως έχουν περιοριστεί δραστικά με πολύ σύντομη έως ανύπαρκτη σκηνική παρουσία για τους ηθοποιούς που τους ερμηνεύουν. Λόγου χάρη, ο Γιώργος Δάμπασης ως Πολώνιος κάνει δύο βιαστικά περάσματα, η Οφηλία της Πολυξένης Παπακωνσταντίνου είναι, πρακτικά, απούσα. Αλλά και οι, κάπως, πιο λειτουργικοί ρόλοι έχουν τόσο περιορισμένο χρόνο να αναπτυχθούν, ώστε οι ερμηνευτές καταφεύγουν σε εντάσεις για να δώσουν το στίγμα τους: Τόσο ο Κλαύδιος του Δημήτρη Φιλιππίδη αλλά, κυρίως, η Γερτρούδη της Μαρίας Σαββίδου.Τα κοστούμια
Το ενδυματολογικό patchwork – κάτι μεταξύ επικού και μοντέρνου – το οποίο και αποτελεί σχεδιαστικό ίδιον της Ελένης Μανωλοπούλου δεν προσθέτει ούτε σε κομψότητα, ούτε λειτουργεί ως σχόλιο στη δραματουργία. Τα μόνα κοστούμια που μοιάζουν έγκυρα είναι αυτά των βασικών ηρώων Ρόζενκρατζ και Γκίλντεστερν, χαρακτηριστικά του μπεκετικού σύμπαντος.Το άθροισμα (=)
Ατμοσφαιρική και σε βάθος ανάγνωση του απαιτητικού έργου του Τομ Στόπαρντ – αν και με ζητήματα ρυθμού.20.03.2024, Στέλλα Χαραμή «Συν & Πλην: «Ο Ρόζενκρατζ και ο Γκίλντερστερν είναι νεκροί» στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων», www.monopoli.gr
Για το link πατήστε εδώ
-
«Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί». Ζωντανό κείμενο, γοητευτική παράσταση
“Οι κακοί θα έχουν κακό τέλος, οι καλοί θα έχουν άδοξο. Αυτό το λέμε τραγωδία”. Είναι μια φράση που ακούγεται στο συναρπαστικό έργο του Σερ Τομ Στόπαρντ «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί», που παρουσιάζεται στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού.
Είναι μια φράση που περιγράφει με ευστοχία και συντομία το διακύβευμα του έργου. Και είναι ήδη φανερή η γλυκόπικρη γεύση που διαποτίζει το κείμενο και τη ματιά του συγγραφέα. Ένα κείμενο που, παρότι κοντεύει να συμπληρώσει τα 60 χρόνια του -πρωτοπαίχτηκε στο Fringe Festival του Εδιμβούργου το 1966- εξακολουθεί να είναι γοητευτικά φρέσκο ως γραφή, συναρπαστικά έξυπνο ως σχόλιο τόσων πολλών θεμάτων που πάντα είναι παρόντα, από την εποχή του Σαίξπηρ ακόμα, και μαγικά συνδεδεμένο με πολλά σπουδαία θεατρικά κείμενα. Του Σαίξπηρ πρώτα απ’ όλα, αφού τα περισσότερα πρόσωπα του «Αμλετ» είναι παρόντα στο έργο του Σερ Στόπαρντ. Μέχρι και ο τίτλος του έργου του Στόπαρντ, δάνειος από τον «Άμλετ» είναι. Μόνο που αναποδογυρίζει τους πρωταγωνιστές ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται να μοιάζει. Γιατί ο Ρόζενκραντζ (Βασίλης Ανδρέου) και ο Γκίλντενστερν (Νίκος Καρδώνης) –ή Ροζ και Γκιλ όπως αλληλοπροσφωνούνται και στην παράσταση- είναι παλιοί συμφοιτητές του Άμλετ και πιστοί αυλικοί του. Και ο Άμλετ είναι παρών και η Οφηλία, και ο Κλαύδιος και η βασίλισσα, κι ένα σωρό άλλοι. Αλλά κι ο Μπέκετ είναι παρών, οι δύο βασικοί ήρωες του Στόπαρντ, ο Ροζ και ο Γκίλ, μοιάζουν τόσο πολύ με τον Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν, τους δύο ήρωες του «Περιμένοντας τον Γκοντό».
Ο Άμλετ (Στάθης Κόικας) λοιπόν βρίσκεται στη Δανία, κι εκεί ο βασιλιάς Κλαύδιος καλεί τους δυο παλιούς φίλους και πιστούς ακόλουθους του πρίγκιπα για να τους αναθέσει να μάθουν τι ακριβώς του συμβαίνει. Έχει πράγματι τρελαθεί ή μήπως το παριστάνει; Και τι έχει στο μυαλό του τέλος πάντων; Στο πλαίσιο της αποστολής τους, οι δύο καλόκαρδοι, πιστοί, έντιμοι και καλόβουλοι άνθρωποι αναλαμβάνουν να συνοδεύσουν τον Άμλετ στην Αγγλία, μεταφέροντας όμως κι ένα κλειστό γράμμα-εντολή του Κλαύδιου, με τη διαταγή να εκτελεστεί ο πρίγκιπας μόλις φτάσει στην Αγγλία. Μόνο που στη διαδρομή, ο Άμλετ αλλάζει το γράμμα μ’ ένα άλλο, που διατάζει να εκτελεστούν οι… αγγελιαφόροι, ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντεστερν δηλαδή.
Σ’ ένα θέατρο που έχει αναποδογυριστεί –όπως ακριβώς και ο σαιξπηρικός Άμλετ- για πρώτη φορά στην ιστορία του Θεάτρου της οδού Κυκλάδων (έχουν αντιστραφεί εντελώς η θέση της σκηνής και των κερκίδων κι έχουν απορροφηθεί οι πλαϊνές κερκίδες από μία κεντρική) ο Ροζ και ο Γκιλ φτάνουν στη Δανία και επειδή δεν έχουν να κάνουν και πολλά πράγματα ή δεν ξέρουν τι ακριβώς πρέπει να κάνουν, παίζουν διαρκώς κορώνα-γράμματα. Κερδίζει ασταμάτητα ο Ρόζενκραντζ, κάνοντας έξαλλο τον κυκλοθυμικό Γκίλντενστερν. Κινούνται διαρκώς σ’ έναν μακρύ διάδρομο, που συμβολίζει φυσικά τη διαρκή διαδρομή και πορεία της ζωής, τη διαρκή επανάληψη, και κάποιες στιγμές στρώνεται με κόκκινο χαλί για να παραπέμψει στο ανάκτορο. Κι ανάμεσα στα πρόσωπα από τον «Άμλετ» εμφανίζεται κι ένας θεατρίνος (Άρης Τρουπάκης) με τους δύο βοηθούς του. Ο γελωτοποιός της παλιάς ιστορίας ίσως, που λέει μεγάλες αλήθειες με πικρό και κωμικό τρόπο: για την τέχνη, για την πολιτική, για την εξουσία –«μια εξουσία διεφθαρμένη κι αλλοπρόσαλλη»-, για τη δικαιοσύνη. «Άλλοι γεννήθηκαν για να δίνουν παραστάσεις κι άλλοι για να δίνουν υποστήριξη». Από τους πλέον ευφυείς σχολιασμούς για όσους φαίνονται κι όσους δεν φαίνονται, για όσους απολαμβάνουν κι όσους μοχθούν, για όσους κάνουν κάθε είδους θόρυβο κι όσους σιωπηλά βαδίζουν.
Ένα κείμενο γεμάτο παιχνίδια και ξεγελάσματα κάθε είδους. Φυσικά και παιχνίδια της γλώσσας: «Παίζω με τις λέξεις, είναι το μόνο που μας απομένει», ακούγεται, κι είναι σαν να ακούγεται ο ίδιος ο συγγραφέας. Και η ιστορική μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη, την οποία χρησιμοποίησε ο Στάθης Λιβαθινός, είναι εξίσου φρέσκια και ζωντανή όσο και το κείμενο του Στόπαρντ, παίζει ευφυέστατα με τις λέξεις και τις αποχρώσεις τους. Και ο Στάθης Λιβαθινός παίζει. Με τα είδη του θεάτρου και της εικόνας, με τη διαδρομή και την ιστορία τους: και στιγμές από βωβό κινηματογράφο είδαμε στην παράσταση, και όψεις καρτούν είδαμε, και εικόνες από το θέατρο της Αριάν Μνουσκίν είδαμε (στη σκηνή του καραβιού τι άλλο θα μπορούσαμε να σκεφτούμε;). Και η εξουσία παίζει στο έργο. Παίζει παιχνίδια σε βάρος των υπολοίπων, με αναλγησία, προπέτεια, αναίδεια. Κι ο Ροζ με τον Γκιλ είναι ένα από τα παιχνίδια τους, αυτοί είναι τα «σφουγγάρια μέσα στην εύνοια του βασιλιά». Δείχνουν υποταγή, αφοσίωση, πιστεύουν άκριτα κι έχουν διαρκώς την εντύπωση ότι κάνουν κάτι σημαντικό. Παρότι έχουν συνείδηση της ματαιότητας αυτού που κάνουν: «Θα τρέχουμε ξοπίσω τους ώσπου να ψοφήσουμε. Και μετά θα είμαστε ελεύθεροι», λένε. Και μόνο στο τέλος, όταν θα έχουν προδοθεί και διαψευστεί, θα πουν: «Θα πρέπει να υπήρχε μια στιγμή που θα μπορούσαμε να πούμε όχι»!
Ο Στάθης Λιβαθινός έστησε μια παράσταση με ρυθμό, αναδεικνύοντας όλες τις γωνίες, τις σκιές, τις αποχρώσεις, τις πικρές και τις γλυκές γεύσεις του κειμένου, τη διακειμενικότητά του, μπολιάζοντάς την με «διαθεατρικότητα». Η ζωντανή επί σκηνής μουσική που υπογράφει ο Θοδωρής Αμπαζής συνέβαλε και στον ρυθμό και στην ατμόσφαιρα της παράστασης. Με τους βασικούς τους συνεργάτες, όπως πάντα τα τελευταία χρόνια, μας χάρισε μια από τις πιο ωραίες δουλειές του, συνεχίζοντας τον έμμεσο πολιτικό σχολιασμό μέσα από τα κείμενα.
Ο Βασίλης Ανδρέου και ο Νίκος Καρδώνης είναι απολαυστικοί, ταιριαστοί ή μάλλον άρρηκτα δεμένοι, αλληλοσυμπληρούμενοι, θεατρικοί, συγκινητικοί. Σε μία από τις καλύτερες ερμηνείες του, ο Άρης Τρουπάκης, σ’ έναν γοητευτικό ρόλο. Σταθερά εύστοχος ο Στάθης Κόικας, όπως κι ο Δημήτρης Φιλιππίδης κι ο Γιώργος Δάμπασης. Λίγο περισσότερο εξωστρεφής η Μαρία Σαββίδου, αλλά με σωστές δόσεις ειρωνείας. Οι Πάρης Αλεξανδρόπουλος και Φοίβος Μαρκιανός πλαισίωσαν πολύ ωραία τον Άρη Τρουπάκη ως βοηθοί στον θίασό του, ενώ επαρκής ήταν η Οφηλία της Πολυξένης Παπακωνσταντίνου.
Ο Στάθης Λιβαθινός μας χάρισε ένα σπουδαίο έργο, που πραγματικά δεν κατανοώ γιατί παίζεται σπάνια. Είναι τόσο φρέσκο, τόσο επίκαιρο, τόσο διαχρονικό, τόσο ισχυρό. Όπως και δυσκολεύομαι να αντιληφθώ γιατί αναποδογύρισε η σκηνική διάταξη και αρχιτεκτονική του Θεάτρου της οδού Κυκλάδων. Όχι επειδή είναι ανίερο, αλλά γιατί δεν είμαι σίγουρη αν και κατά πόσον έδωσε κάτι διαφορετικό στην παράσταση, εκτός ίσως από την κεντρική ιδέα της αντιστροφής και από τη μεγαλύτερη άνεση στις πολλές εισόδους και εξόδους των ηθοποιών από τη σκηνή. Πάντως σίγουρα η Ελένη Μανωλοπούλου δεν είχε εύκολη δουλειά να κάνει. Την έκανε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Λεπτομέρειες είναι αυτά βέβαια, μπροστά σε μια άρτια δουλειά, φτιαγμένη με έμπνευση, κέφι, ουσία και γνώση.
15.03.2024, Σελλά Όλγα «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί. Ζωντανό κείμενο, γοητευτική παράσταση», www.oanagnostis.gr
Για το link πατήστε εδώ