Καλλιτεχνικός Οργανισμός Φάσμα
Πρώτη παράσταση: 25 Δεκεμβρίου 1991
Λήξη: 19 Απριλίου 1992.
[…] Έργο ωριμότητας και για πολλούς η αρτιότερη και βαθύτερη δημιουργία του Ίψεν είναι το τετράπρακτο δράμα Ρόσμερσχολμ, γραμμένο στα 1886, ανάμεσα στην Αγριόπαπια και την Κυρά της θάλασσας.
Από τον προσωρινό τίτλο Τα άσπρα άλογα, με τον καταφανή συμβολισμό του θανάτου, ο Ίψεν προτίμησε τον εμβληματικό τίτλο Ρόσμερσχολμ κατασταλάζοντας σ’ αυτόν όλη την φοβερή επιρροή, την απόλυτη κυριαρχία που ασκεί στα πρόσωπα του δράματος, το πατρογονικό αρχοντικό, η γη των Ρόσμερ. Ο υποβλητικός αυτός τόπος, στις όχθες ενός φιορδ, με το βάρος της προγονικής γενιάς και της αόρατης παρουσίας των νεκρών, με τη σκιά της πεθαμένης Μπεάτας, γυναίκας του Ρόσμερ που ρίχτηκε στο ρέμα, διαβρώνει τις συνειδήσεις και εκτρέφει την κρίση τους. Η διάνοια και οι ηθικές αξίες του Ρόσμερσχολμ που εξευγενίζουν τον άνθρωπο αλλά και σκοτώνουν την ευτυχία, μεταστρέφουν τον ψυχισμό της χειραφετημένης, θεληματικής Ρεβέκκας Βεστ. Επηρεάζουν επίσης την πνευματική πορεία του πρώην πάστορα Γιοχάννες Ρόσμερ έτσι ώστε μετά τις εκατέρωθεν εκμυστηρεύσεις, την ομολογία των ενοχών και την επικράτηση του παρελθόντος πάνω στο παρόν, η Ρεβέκκα και ο Γιοχάννες να παίρνουν από κοινού το δρόμο της αυτοκτονίας, στο μοιραίο ρέμα. […]
Βαροπούλου Ελένη, Από την περιπλάνηση του Ερρίκου Ίψεν: Κοινωνική προβληματική και δράμα συνειδήσεων. Από το πρόγραμμα της παράστασης
Ο λόγος του Ίψεν σε υποχρεώνει ν’ ακολουθήσεις τους νόμους του. Αρκεί ν’ αφεθείς, για να διεισδύσεις στη δική του αρχιτεκτονική, στους δικούς του ρυθμούς. Και φυσικά δεν είναι εύκολο. […] Χρειάστηκε καιρός για ν’ αρχίσει ο λόγος ν’ αποκαλύπτει τα μυστικά του. Ο λόγος ο ιψενικός δεν «βιάζεται». Είναι ένα αρχιτεκτόνημα όπου η κάθε λέξη είναι λειτουργικά αναγκαία και πρέπει να αναζητήσεις την ακριβή της έννοια σε σχέση με τη συγκεκριμένη στιγμή∙ γιατί οι λέξεις φωτίζονται διαφορετικά, ανάλογα με τη ροή του κειμένου. Ύστερα έρχεται η στιγμή που πρέπει ν’ αποκρυπτογραφήσεις το ρυθμό του κειμένου και κυρίως να τον σεβαστείς. Τα πάντα υπακούουν σε μια σχεδόν μαθηματική συμμετρία που παράγει μουσική.
Αντύπας Αντώνης, Αναζητώντας το λόγο του Ρόσμερσχολμ. Από το πρόγραμμα της παράστασης.
Μετάφραση από Νορβηγικά: Μαρία Αδάμ
Κείμενο παράστασης: Αντώνης Αντύπας | Μαρία Αδάμ
Σκηνοθεσία: Αντώνης Αντύπας
Σκηνικά – Κοστούμια: Γιώργος Πάτσας
Μουσική: Ελένη Καραΐνδρου
Φωτισμοί: Ανδρέας Σινανός
Παίζουν
κατά σειρά εμφάνισης
Ρεβέκκα: Ρούλα Πατεράκη
Κυρία Χέλσετ: Κατερίνα Καραγιάννη
Κρολλ: Κώστας Μεσάρης
Ρόσμερ: Στάθης Λιβαθινός
Μπρέντελ: Γιώργος Μωρογιάννης
Μόρτενσγκωρ: Χρήστος Νίνης
Στην ηχογράφηση της μουσικής συνεργάστηκαν:
Δημήτρης Βράσκος – Βιολί
Χρήστος Σφετσάς – Βιολοντσέλλο
Βαγγέλης Σκούρας – Κόρνο
Ελένη Καραΐνδου – Πιάνο, Συνθεσάιζερ
Περούκες: Φίλιππος Καψάλης
Γυναικεία φορέματα: Ελένη Μελισσάρη
Κοστούμια: Γιάννης Φαράντος
Βοηθός σκηνογράφου: Αφροδίτη Κοτζιά
Κατασκευή σκηνικού: Θόδωρος Μούρτας
Ζωγραφική απόδοση σκηνικού: Μπάμπης Χρηστίδης
Κορνίζες: Μιχάλης Φωτεινάκης
Χειρισμοί φωτισμών: Κώστας Βλαχογιάννης
-
Η δίνη της ενοχής: «Ρόσμερσχολμ» του Ερρίκου Ιψεν στο «Απλό Θέατρο» από το Κ. Ο. «Φάσμα»
Σοβαρότητα, συνέπεια και υπευθυνότητα χαρακτηρίζουν και τη δεύτερη φετινή ιψενική παράσταση. Πρόκειται για το «Ρόσμερσχολμ.», που παρουσιάζει ο Καλλιτεχνικός Οργανισμός «Φάσμα» στο «Απλό Θέατρο».
Μες στο σκοτάδι, η μουσική της Ελένης Καραΐνδρου, καθοριστική και γι’ αυτή την παράσταση του «Απλού», εισάγει το δράμα και κάθε τόσο επανέρχεται, «επιχρωματίζοντας» τις εντάσεις.
Βιολί, βιολοντσέλο, κόρνο, πιάνο και συνθεσάιζερ υπογραμμίζουν τη συνειδησιακή δίνη στην οποία οδηγούν τον πρώην πάστορα Γιοχάνες Ρόσμερ και την αγαπημένη του Ρεβέκα Βεστ τρεις επισκέψεις – καταλύτες, ενάμιση χρόνο μετά το θάνατο της γυναίκας του.
Γόνος οικογένειας κληρικών και στρατιωτικών αυτός ο ιψενικός ήρωας έχει έρθει σε ρήξη με τη συντηρητική οικογενειακή παράδοση, με τον αμοραλισμό του πολιτικού κατεστημένου και τον υποκριτικό κοινωνικό περίγυρο και συζεί με τη χειραφετημένη φίλη του, που υπήρξε συνοδός της άρρωστης γυναίκας του. Όμως, οι τρεις επισκέπτες θα τους φέρουν αντιμέτωπους με τους «βρικόλακες» του ίδιου τους του εαυτού, με τη σχέση τους, με τις ευθύνες τους, τις ενοχές τους και τα «άσπρα άλογα» των τύψεων.
Για την τεχνική του καλοφτιαγμένου έργου, για τις κιρκεργκορικές ενοχές, την προφροϊδικη ανάλυση και το «ποιητικό» φωτοστέφανο των συμβολικών προεκτάσεων πάνω από τον «ωμό κόσμο», αναφερθήκαμε και στο προηγούμενο περί Ίψεν σημείωμα. Θα πρέπει, όμως, όσον αφορά στο «Ρόσμερσχολμ» να τονιστεί η αναλυτική τεχνική και ο ρόλος των λάιτ – μότιβ που τοποθετούν το παρελθόν μέσα σ’ ένα «αιώνιο» παρόν.
Ανάμνηση
Οι σκιές του παρελθόντος, με τη βασανιστική ανάμνηση της Μπεάτα Ρόσμερ, και το «μυστήριο» της αυτοκτονίας της, που ωθεί τους ήρωες στην τραγική αυτεπίγνωση, εισδύουν στο σκηνικό του Γιώργου Πάτσα. Για το «Ρόσμερσχολμ, ένα παλιό αρχοντικό στα περίχωρα μιας μικρής πόλης πάνω σ’ ένα φιορδ της Δυτικής Νορβηγίας», ο Γιώργος Πάτσας προτείνει ένα ενιαίο, αφαιρετικό σκηνικό και κρατάει τον περσινό «θαυματουργό» τοίχο της «Σκιάς του Μαρτ». Προσθέτει — αντί για βυσσινιές — πολλές, λευκές κουρτίνες, που, μαζί με το λευκό κάλυμμα των φωτιστικών, υποβάλλουν την ιδέα του πένθους. Άδεια τα κάδρα των προγόνων υπενθυμίζουν την προσπάθεια του ήρωα να υπερβεί το αβάσταχτο βάρος αυτών που «δύο αιώνες τώρα είναι πρώτοι στην περιοχή». Δεσπόζουσα θέση κατέχει το μεγάλο κάδρο – παράθυρο, με τη θέα στη φύση των δεισιδαιμονιών και των συμβόλων και στο μοιραίο γεφύρι.
Βέβαια, το πένθος στο «Ρόσμερσχολμ» είναι κυριολεκτικό κι έτσι δεν μπορεί να γίνει λόγος για τη δύναμη της μεταφοράς, όπως σε άλλες παραστάσεις στις οποίες η ιδέα του σάβανου πήγαζε μέσα από τα μύχια του δράματος («Βυσσινόκηπος» — Κρέιτσνα).
Σ’ αυτή την ατμοσφαιρική, επιβλητική σκηνογραφία, το ιψενικό δράμα παίζεται σε αργούς ρυθμούς (η πρώτη πράξη ιδιαίτερα), στη σκηνοθετική γραμμή που χάραξε ο Αντώνης Αντύπας ανάμεσα στο ρεαλισμό και στο συμβολισμό.
Οι ηθοποιοί ψυχροί, ως επί το πλείστον, με λιγοστές κινήσεις, προβάλλουν το συνειδησιακό δράμα, αλλά και προβάλλονται ως αντιπροσωπευτικοί εκπρόσωποι του κοινωνικού ιστού. Μ’ αυτό τον τρόπο, όμως, κάθε τόσο καραδοκεί η παγίδα της σχηματοποίησης και της μίμησης ενός παγιωμένου συστήματος. Και αυτή η αίσθηση, ότι οι ηθοποιοί «ξέρουν» τι μέλλει γενέσθαι πριν από μας…
Έτσι, το αποτέλεσμα δεν είναι πάντα ανάλογο της προσπάθειας, που είναι ολοφάνερο ότι έχουν καταβάλει οι αξιόλογοι ηθοποιοί που απαρτίζουν το φετινό «Φάσμα».
Παρά τις ανωτέρω αντιρρήσεις, η παράσταση μας επιφυλάσσει στο ρόλο της Ρεβέκας Βεστ (με τον οποίο ασχολήθηκαν οι μεγάλοι θεατρολόγοι και ο πατέρας της Ψυχανάλυσης), τη Ρούλα Πατεράκη, ηθοποιό (και σκηνοθέτη) με σπάνια προσωπικότητα και μοναδικό σκηνικό εκτόπισμα.
Τον «πράο, έντιμο χαρακτήρα» του Ρόσμερ τονίζει ο Στάθης Λιβαθηνός. Ωστόσο. οι δύο σύντροφοι δεν πείθουν αρκετά ως ζευγάρι.
Με «βέκιο», σθεναρό παίξιμο ερμηνεύει τον συντηρητικό, φανατικό καθηγητή Κρολ ο Κώστας Μεσάρης.
Συμπαθής, γραφικός Μπρέντελ — ο δάσκαλος που εμφυσησε στον Ρόσμερ τις επαναστατικές ιδέες — είναι ο Γιώργος Μωρόγιαννης. Γραφικότητα διακρίνει και τον κυνικό Μόρτενσγκορ του Χρήστου Νίνη.
Με επιβλητική αυστηρότητα ερμηνεύει την κ. Χέλσετ η Κατερίνα Καραγιάννη.
Η εξαιρετικά προσεγμένη μετάφραση της Μαρίας Αδάμ (το κείμενο της παράστασης το συνυπογράφει μαζί με τον Αντώνη Αντύπα) ανασύρει το πολυεπίπεδο του ιψενικού λόγου.
Γνωρίζοντας τη δυσκολία της «συνάντησης» με το αριστουργηματικό «Ρόσμερσχολμ» (1886), θα ήθελα τελειώνονται να ξανααναφέρω το συναίσθημα της ευθύνης, που είναι διάχυτο σ’ όλους τους συντελεστές της παράστασης του «Απλού θεάτρου».
Υ.Γ. «Χαιρετίζω» το — 325 σελίδων — πρόγραμμα. Αλλά δεν θα έπρεπε να βρεθεί ένα σχήμα που να αντιπροσωπεύει το «Φάσμα» και να μη θυμίζει το πρόγραμμα άλλου θιάσου;…
03.03.1992, Καγγελάρη Δηώ «Η δίνη της ενοχής: «Ρόσμερσχολμ» του Ερρίκου Ίψεν στο «Απλό Θέατρο» από το Κ. Ο. Φάσμα», Έθνος
Για το link πατήστε εδώ
-
Δάσκαλε που δίδασκες … «Ρόσμερσχολμ» του Ερρίκου Ιμπσεν, στο Απλό Θέατρο
Η αλήθεια είναι πως πήγα στην παράσταση του «Ρόσμερσχολμ», που σκηνοθέτησε ο Αντώνης Αντύπας, στο θεατράκι του, πίσω απ’ την Πάντειο, με πάρα πολύ μεγάλες προσδοκίες. Η θαυμάσια ερμηνεία μιας άλλης από τις όψιμες δημιουργίες του Ίμπσεν, του «Μικρού Έγιολφ», σε κάποιο άλλο θεατράκι της πρωτεύουσας αυτή τη στιγμή, δημιουργεί κλίμα ευφορίας. Και καλλιεργεί την πεποίθηση ότι ο δραματουργός αυτός εμπνέει τους ιδεαλιστικότερους καλλιτεχνικούς μας κύκλους. Κι ότι είναι σε θέση να τους προσφέρει υλικό για αξιόλογα ερμηνευτικά επιτεύγματα.
Ένας απ’ τους βασικότερους συντελεστές της παράστασης του Απλού Θεάτρου, εξάλλου, η ερμηνεύτρια του κεντρικού ρόλου της Ρεβέκκας Βεστ, είναι η Ρούλα Πατεράκη, μια από τις πιο ανήσυχες παρουσίες στο χώρο του πρωτοποριακού μας θεάτρου. Τον περασμένο χειμώνα η κ. Πατεράκη είχε σκηνοθετήσει με μεγάλη μαστοριά ένα σύγχρονο σκανδιναβικό έργο. Κι είχε αποδείξει, με τη δουλειά της εκείνη, πως, από τη μια μεριά, κατέχει σε βάθος τα μυστικά του ψυχογραφικού ρεαλισμού. Ενώ αισθάνεται, απ’ την άλλη, κάποια ιδιαίτερη συγγένεια προς το ψυχικό κλίμα του μακρινού μας Βορρά, της γεωγραφικής περιοχής στην οποία ανήκει κι ο Ίμπσεν.
Πόσο μεγάλη λοιπόν στάθηκε η απογοήτευσή μου, όταν αντιλήφθηκα, με την έναρξη της πρώτης πράξης, ότι οι προσδοκίες μου δεν ήταν γραφτό να πραγματοποιηθούν. Πόσο ζωηρή στάθηκε η δυσφορία μου, όταν διαπίστωσα, ότι βρισκόμουν μπροστά σε μια ακόμη άσκηση παπαγαλίας και πόζας. Σε μια ακόμη ρουτινιέρικη ανάγνωση ενός κειμένου, του οποίου το βάθος κι η ποιότητα έχουν θεωρηθεί από τους ερμηνευτές του ως δεδομένα. Κι επομένως δεν έχει γίνει προσπάθεια να επαναπροσδιοριστούν και να κατακτηθούν με ιδρώτα κι αίμα.
Το κακό είναι, πως τα έργα του Ερρίκου Ίμπσεν παρουσιάζονται στις μέρες μας ιδιαίτερα ευπαθή στο πλαίσιο μιας ερμηνευτικής διαδικασίας σαν την παραπάνω. Μοιάζουν δηλαδή, να χρειάζονται αυξημένης ευαισθησίας χειρισμούς για να φανερώσουν τα χαρίσματά τους. Μια εφησυχασμένη και ρουτινιέρικη προσέγγιση προβάλλει τα πιο φθαρτά και ξεπερασμένα στοιχεία τους. Τις συμβάσεις του αστικού δράματος του 19ου αιώνα, για την κατάργηση των οποίων πολέμησε με τόση αυτοθυσία και πείσμα, επί πολλές δεκαετίες, η νεότερη ευρωπαϊκή πρωτοπορία.
Στις καλύτερες δημιουργίες του, ο Ίμπσεν υπερβαίνει τις συμβάσεις αυτές, αλλά δεν τις καταργεί. Διατηρεί ανέπαφη τη σκοροφαγωμένη ταπετσαρία του λεγόμενου «καλοφτιαγμένου έργου» της εποχής του, με το σχηματικό ρεαλισμό, την αυστηρή αιτιοκρατική του ανάπτυξη και την κοντόθωρη μηχανιστική αντίληψη της δημιουργικής διαδικασίας. Στην επιφάνειά του, το «Ρόσμερσχολμ» διατηρεί όλα τα γνωρίσματα του «οικογενειακού» και «κοινωνικού» δράματος των τελευταίων δεκαετιών του περασμένου αιώνα. Διατηρεί ρυθμικά πήγαινε έλα μιας μικρής ομάδας αντιπροσωπευτικών τύπων της αστικής κοινωνίας των ημερών, που συζητούν κάποια σοβαρά ηθικά προβλήματα, ενώ προωθούν μια μετρίως μελοδραματική πλοκή.
Ακολουθώντας τους κοινόχρηστους κανόνες του είδους, βγαίνει και σ’ αυτή την περίπτωση στην αρχή κάθε πράξης το υπηρετικό προσωπικό στη σκηνή, να ξεσκονίσει με μανία τα έπιπλα του σαλονιού και να συζητήσει δήθεν αβίαστα τις δραστηριότητες των αφεντικών του, για την ενημέρωση του θεατή. Ο αιδεσιμότατος Ρόσμερ, λεν, με ύφος γεμάτο υπονοούμενα, δεν περνά ποτέ από τη γέφυρα του νερόμυλου των κτημάτων του, από την ημέρα που πήδηξε από αυτήν κι έβαλε τέρμα στη ζωή της η μακαρίτισσα άρρωστη γυναίκα του. Πάντως, λίγο πριν προχωρήσει στο διάβημά της, λεν, η παραλογισμένη κυρία είχε στείλει με την καμαριέρα της, στο διευθυντή κάποιας εφημερίδας ένα γράμμα, που περιείχε κάποιο τρομερό μυστικό για τις σχέσεις του συζύγου της με τη νεαρή έμμισθη συνοδό της..
Επικίνδυνα γράμματα, που περιέχουν τρομερά μυστικά, ανυπόληπτοι εκβιαστές, που τα κρατούν για να προωθήσουν τα δικά τους ποταπά σχέδιά, γυναίκες με σκοτεινό παρελθόν, που τρυπώνουν σε αξιοπρεπή αρχοντικά κι αιχμαλωτίζουν με τη θανάσιμη γοητεία τους τα αφεντικά τους, διπλές αυτοκτονίες και άλλα παρόμοια μελοδραματικά μοτίβα κατακλύζουν το «δραματικό βουλεβάρτο» της Μπελ Επόκ. Τι είναι αυτό που κάνει τα έργα του Ίμπσεν να ξεχωρίζουν ανάμεσα στις σύγχρονες σκηνικές δημιουργίες που έχουν μαγειρευτεί λίγο πολύ με τα ίδια συστατικά;..
Σίγουρα ένα μέρος της υπεροχής τους στηρίζεται στη σοβαρότητα του τόνου τους και στην ειλικρίνεια του προβληματισμού τους. Στην άρνησή τους να μπαλώσουν πρόχειρα κάποια ανοικονόμητα ηθικά διλήμματα, όπως κάνουν τα πιο εύπεπτα «έργα με θέση» της εποχής, σκύβοντας το κεφάλι στις επιταγές του συμβατικού κοινωνικού καθωσπρεπισμού. Τα σημαντικότερα όμως πλεονεκτήματά τους τα αντλούν από την πίστη τους στη δραματουργική προτεραιότητα του χαρακτήρα απέναντι στην πλοκή. Στην πεποίθηση ότι δουλειά του θεάτρου δεν είναι τόσο ν’ αφηγείται εντυπωσιακές ιστορίες όσο ν’ αποκαλύπτει την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων κινήτρων.
Με το νυστέρι του ανατόμου ψυχών στο χέρι, ο Ίμπσεν διαπερνά ένα ένα τα επάλληλα στρώματα προφάσεων, δικαιολογιών και ψευδαισθήσεων στην αρματωσιά των ηρώων του, για να φτάσει στη γυμνή ρίζα της ανθρώπινης παρόρμησης. Η μόνη επιφύλαξη που μπορεί να έχει η μετά τον Φρόιντ εποχή μας για τις προφροϊδικές του προσπάθειες, είναι ότι δεν συμπεριλαμβάνουν στους υπολογισμούς τους το παράλογο στοιχείο της ζωικής μας υπόστασης. Ότι δεν δέχονται πως υπάρχουν μέσα μας κάποια ψήγματα μυστηρίου, αδιαπέραστα απ’ την ορθολογική ανάλυση,
Όπως και να έχει πάντως το πράγμα, τα έργα του Ίμπσεν σώζονται σήμερα ή καταποντίζονται στη σκηνή, με κριτήριο την πειστικότητα της διαγραφής των χαρακτήρων των ηρώων τους. Το μυστικό της επιβίωσής τους δηλαδή βρίσκεται στην ψυχογραφική αλήθεια της απόδοσης από τους ηθοποιούς των ανθρώπινων σχέσεων που καθρεφτίζουν. Το αξίωμα επαληθεύτηκε περίτρανα, όπως είπαμε, με τη λαμπρή παράσταση του «Μικρού Έγιολφ» στο μικρό θεατράκι του παλιού τυπογραφείου της εφημερίδας Εμπρός στου Ψυρρή. Και αποδείχνεται πάλι μόνο με αρνητική τη φορά αυτή διαδικασία, απ’ την αποτυχία του Απλού Θεάτρου.
Η αυθεντικότητα του αισθήματος, η βασισμένη στη βαθιά κατανόηση του ανθρώπινου ψυχισμού ειλικρίνεια της χειρονομίας και του λόγου, απουσιάζουν απ’ την ερμηνεία του Ρόσμερσχολμ». Συμβατικές συγκινήσεις, τυποποιημένες σχέσεις, ποζάτη συμπεριφορά κι αποστηθισμένος λόγος, συνθέτουν ένα σύνολο μελοδραματικό και κίβδηλο. Οι χειριστές των δεύτερων ρόλων (Γιάννης Μωρογιάννης και Χρήστος Νίνης) καταφεύγουν στη γραφικότητα. Ενώ εκείνοι των σημαντικότερων (Στάθης Λιβαθινός και Κώστας Μεσάρης) προκρίνουν τη βαρύγδουπη σοβαροφάνεια.
Ανάμεσά τους κυκλοφορεί, με εξεζητημένα εκφραστικά σχήματα, με εμβληματικές στάσεις και αφύσικη απαγγελία, η Ρούλα Πατεράκη, πασχίζοντας με τα καμώματά της να δώσει εξωρεαλιστικές προεκτάσεις στον απαιτητικό ρόλο της Ρεβέκκας Βεστ. Αν η κ. Πατεράκη είχε κατορθώσει να αξιοποιήσει στη δική της φετινή εμφάνιση έστω κι ένα μικρό μόνο μέρος του πνεύματος που είχε εμφυσήσει στους ηθοποιούς » της πέρυσι, όταν σκηνοθέτησε την «Εβριάνα» τους Λαρς Νορέν, αν είχε επενδύσει κάποιο βιωματικό κεφάλαιο στη μορφή που ενσαρκώνει, αντί να επιστρατεύει απλά αφηρημένα σχήματα, θα είχε ενδεχομένως παρασύρει και τους υπόλοιπους συναδέλφους της σε μια πιο ανθρώπινη απόδοση.
Από το 1890 ακόμη, ο Ίμπσεν είχε συμβουλέψει τον περίφημο γάλλο συμβολιστή σκηνοθέτη Λινιέ Πο, να μη χειρίζεται τους ήρωές του σαν μεγαλεπήβολες αφαιρέσεις, αλλά να τους παρουσιάζει στη σκηνή σαν καθημερινούς ανθρώπους.
23.02.1992, Κρητικός Θόδωρος «Δάσκαλε που δίδασκες … «Ρόσμερσχολμ» του Ερρίκου Ιμπσεν, στο Απλό Θέατρο», Ελευθεροτυπία
Για το link πατήστε εδώ
-
«Ασκήσεις» ιψενικού ήθους
Η ιψενική «πινακοθήκη» ανθρωπίνων δραμάτων εξακολουθεί να έλκει το παγκόσμιο και ελληνικό θέατρο. Ιδιαίτερα τις ομάδες εκείνες, που τα τελευταία χρόνια ευδόκιμα αρθρώνουν ένα σύγχρονο, ποιοτικό θεατρικό λόγο και μέσα από «ασκήσεις» κλασικού δραματολογίου. Στην ιψενική δραματουργία, ενυπάρχει και η αρετή της υπεράσπισης της γυναικείας χειραφέτησης και ισοτιμίας, μέσα από την ιδιαίτερη δραματική περιπέτεια των γυναικείων μορφών του. Είναι και γι’ αυτό το λόγο, εκτός της μεγάλης δραματουργικής αξίας του, που το έργο του Ίψεν αντανακλά σημερινούς προβληματισμούς για το πού οδηγείται το άτομο, η οικογένεια, η κοινωνία της εποχής μας. Πάνω σε ποιους δεσμούς, θεσμούς, ιδέες, ηθικές και αξίες, στηρίζεται η ανθρώπινη ύπαρξη και το κοινωνικό οικοδόμημα. Πρόσφορες σ’ ένα τέτοιο προβληματισμό είναι οι παραστάσεις των ιψενικών δραμάτων «Ρόσμερσχολμ» από το «Φάσμα» στο «Απλό θέατρο» και «Ο μικρός Έγιολφ» από τις «Μορφές» στο «Εμπρός».
«Ρόσμερσχολμ»
Είναι εκπληκτικό, πώς αυτός ο μεγάλος πλάστης και ψυχαναλυτής ανθρώπινων χαρακτήρων κατορθώνει με ένα περιορισμένο οικογενειακό περιβάλλον και έξι πρόσωπα να αποτυπώσει ολόκληρη την ανδροκρατούμενη κοινωνία της χώρας του και της εποχής του με τα ταξικά, ιδεολογικά, πολιτικά χαρακτηριστικά της, χωρίς να μειώνεται — στο ελάχιστο — η εμβέλεια κάθε ανθρώπινου δράματος. και χαρακτήρα. Άλλωστε, για τον ρεαλιστή Ίψεν κάθε ανθρώπινος χαρακτήρας και το δράμα του είναι «παράγωγα» της κοινωνικής δομής. Μια κλειστή, συντηρητική, θρησκόληπτη αστική κοινωνική δομή επιβάλλει στον Ρόσμερ να ακολουθήσει την ιερατική παράδοση της οικογένειας και να ζήσει μακριά και υπεράνω του απλού λαού ως αμετάβλητο σύμβολο μιας αμετάβλητης κοινωνίας. Αυτή η ίδια κοινωνία στερεί τη γυναίκα — ιδιαίτερα την ταξικά κατώτερη, όπως η Ρεβέκα από ένα ισότιμο δικαίωμα σεβασμού της κοινωνικής και ανθρώπινης οντότητάς της, των ιδεών της, της ανάγκης της να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Η προσπάθεια της χειραφετημένης Ρεβέκας να εμπνεύσει νέες κοινωνικές ιδέες στον Ρόσμερ, να τον απεγκλωβίσει από το στείρο παρελθόν, από τον ιδεολογικό έλεγχο και τις πολιτικές σκοπιμότητες του φίλου του Κρολ, δεν μπορεί να γίνουν ανεκτές, θα πολεμηθούν με όλα τα μέσα, ακόμη και τη χρησιμοποίηση ενός ανερμάτιστου πολιτικά και ηθικά εκδότη εφημερίδας. Η Ρεβέκα πρέπει να διαλέξει. Ή θα υποταχθεί στην καθεστηκυία αντίληψη με αντάλλαγμα το γάμο της με τον άτολμο στην κρίσιμη ώρα, ανήμπορο να ξεπεράσει το παρελθόν του Ρόσμερ. Ή θα αποβληθεί όπως ο καθηγητής Μπρέντελ, σαν «ξένο σώμα» από την κοινωνική δομή και θα πλανάται μοναχή και περιθωριοποιημένη.
Η λιτή, εύγλωττη νοηματικά και δραματικά μετάφραση (Μαρία Αδάμ), στο υποβλητικά αφαιρετικό και ταυτόχρονα συμβολικό σκηνικό και τα κοστούμια (Γιώργος Πάτσας), ο ψυχισμός και η διακριτικότητα της μουσικής ως προς τα μέτρα του δραματικού κλίματος (Ελένη Καραΐνδρου), υπήρξαν δημιουργικά σύμβολα της σεμνής, απέριττης, λεπτών ερμηνευτικών αποχρώσεων σκηνοθεσίας του Αντώνη Αντύπα.
Η Ρούλα Πατεράκη — αν υπερβεί κανείς τον ερμηνευτικό ιδιωματισμό του λόγου της — έπλασε δυναμικά μια βαθύτατα απελπισμένη, αλλά ατσάλινη στο ήθος, τις ιδέες και το στόχο Ρεβέκα. Αντίποδας της είναι ο αισθαντικός, ήπιος, ευάλωτος Ρόσμερ του Στάθη Λιβαθινού. Ο Κώστας Μεσσάρης, άμεσος κύριος των μέσων του, συμπύκνωσε τον κυνισμό, την επικινδυνότητα, τη δύναμη της καθεστικυίας τάξης. Καίριες θεατρικά ήταν οι ερμηνείες του Γιώργου Μωρόγιαννη και του Χρήστου Νίνη. Η καλύτερη και πολύτιμη για την παράσταση και ιδιαίτερα για την κορύφωση του δραματικού κλίματος, μεγεθύνοντας με την ευαισθησία και την αλήθεια της υποκριτικής της το μικρό ρόλο της, είναι η ερμηνεία της Κατερίνας Καραγιάννη. […]
11.02.1992, Θυμέλη, «Ασκήσεις ιψενικού ήθους», Ριζοσπάστης
Για το link πατήστε εδώ
-
«Ρόσμερσχολμ» στο «Απλό Θέατρο»
Το δραματουργικό έργο του Ίψεν εκτείνεται σε μισό αιώνα κατάπληξης. Αφού ξεπέρασε τον τοπικό ρομαντισμό, ελκύσθηκε από τον ρεαλισμό και τον νατουραλισμό, για να καταλήξει στο πνιγηρό θέατρο της διείσδυσης στην άβυσσο του ψυχικού κόσμου τον ηρώων του. Ένα από αυτά τα έργα, είναι και το συγκλονιστικό «Ρόσμερσχολμ», που αγγίζει τον συμβολισμό και τον εξπρεσιονισμό.
Ο Ίψεν, πάνω απ’ όλα, ασχολήθηκε με την ψυχανάλυση του μοναδικού ατόμου. Θα μπορούσε, κανείς, να χαρακτηρίσει τα έργα του Ίψεν, σαν δράματα ιδεών, και όχι θέσεως, που υπακούουν στο «πιστεύω» του: Ξερίζωσε τις προλήψεις, τον σκοταδισμό του λαού, της τυφλής πίστης στις προκαταλήψεις, που δεν ωφελούν σε τίποτα. Το άτομο πρέπει, απελευθερωμένο, να πορευθεί κάτω από τη δική του πρωτοβουλία. Ο Ίψεν πίστευε, ότι το να είσαι ανεξάρτητος, είναι το υψηλότερο ιδανικό στην ανθρώπινη ζωή. Στάθηκε ακαταπόνητος ανατροπεύς των κατεστημένων προλήψεων, κυνηγώντας το κακό ως τις απόρθητες εχθρικές θέσεις του, τη σάρκα και το πνεύμα. Τη σάρκα, που στην κόλασή της εγκλείει τις αχαλίνωτες ορέξεις της,τις θυελλώδεις επιδιώξεις της ικανοποίησης της ηδονής. Αλλά και το πνεύμα, που αιχμάλωτο του ψεύδους, πνιγμένο στην αμαρτία, γκρεμίζεται και αυτό, στο χάος της κολάσεως. Η γεμάτη ανθρωπιά, προσφορά του Ίψεν, διατηρεί και σήμερα, το σκηνικό ενδιαφέρον των δραμάτων του. Είναι, μετά τον Σαίξπηρ, ο μόνος αγνός ονειροπόλος, εκφραστής της απέραντης θλίψης! Παρά το τραγικό ύφος του, κατορθώνει να γοητεύει και να επιβάλλεται. Είναι έκδηλη η επίμονη προσπάθειά του να αποκαλύψει από το 1889, και έπειτα, τα ηθικά και κοινωνικά προβλήματα του τόπου και του καιρού του. Εγκαταλείποντας την «στιχουργική» φόρμα επεζήτησε να δώσει στο διάλογό του, ρεαλιστικά μηνύματα. Αυτός ο νέος τρόπος σύνδεσης τον μύθων, έδωσε έργα εντυπωσιακά, σαν το «Σπίτι της Κούκλας», τον «Εχθρό του λαού», την «Αγριόπαπια», αλλά και την αποκάλυψη χαρακτήρων, που αναδύονται στο «Ρόσμερσχολμ». Είναι έργα, που χαρακτηρίζουν μιαν ιδιόμορφη ψυχογραφία τον ηρώων από τον Ίψεν. Στο δράμα του «Ρόσμερσχολμ» συναντούμε την άψογη δομή σύνθεσης, το υποδειγματικό «δέσιμο» του μύθου, τον πηγαίο ανθρώπινο διάλογο, την τέλεια σκηνική οικονομία. Η σύγκριση των ηρώων του έργου, με τη σημερινή παγκόσμια κοινωνία, είναι συγκλονιστική. Ένα αδιαπέραστο χάος δημιουργείται από τη φοβερή αυτή αντιθετική θέση ιδεών και αντιλήψεων. Ενώ για τους ήρωες του Ίψεν στοιχειοθετεί τον αναγκαστικό θάνατο που θα διασώσει το άτομο από το δέος της αγωνίας του, στον σημερινό θεατή, γεννά προβληματισμούς δικαιολογημένους. Το έργο, επομένως, πρέπει να το δούμε, σαν ένα θαυμάσιο ντοκουμέντο κλασικής υφής Από την εποχή, άλλωστε, που παρουσιάστηκε, ως την «Αγριόπαπια», ο κόσμος και εκεί, είχε μεταβληθεί, διαφοροποιώντας τις σκέψεις και την κοινωνική του συμπεριφορά. Σήμερα, καμιά νέα Μπεάτα, δεν θα ‘φβανε στην αυτοκτονία, παρεξηγώντας μιαν «αγαθή» σχέση του συζύγου της, με κάποιαν άλλη. Και ακόμα χειρότερο, σήμερα, μετά την βίαια αυτή λύση του προβλήματος, οι δύο άλλοι ιδανικοί εραστές, δεν θα αποφάσιζαν να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο της Μπεάτας… Ο σημερινός άνθρωπος αντιμετωπίζει ρεαλιστικά αυτά τα θέματα. Είναι λογικότερος ψύχραιμος, χωρίς ρομαντικούς επηρεασμούς. Η Ρεβέκα του «Ρόσμερσχολμ» κατατρύχεται από τις αρρωστημένες αντιλήψεις της εποχής της. Και επηρεάζει, τελικά και τον τίμιο Γιοχάννες που συμφωνεί, αυτός, ένας πάστορας, ότι στις συνθήκες που βρίσκονταν, δεν υπήρχε άλλος τρόπος εξαγνισμού, οπό την αυτοκτονία. Και τούτο, διότι, η συνείδηση της Ρεβέκας, δεν της επέτρεπε το γάμο με τον άνδρα της νεκρής. Ο Αντώνης Αντύπας επέτυχε να επιβάλλει σκηνικά το μεγαλείο του ιψενικού ύφους, με ζωντάνια και ρεαλισμό τους χαρακτήρες, χρωματίζοντας το διάλογο, φωτίζοντας τις σκηνές με τον τραγικό προβολέα του ιψενικού λόγου, σε χαμηλή φωνητική κλίμακα. Ο Κώστας Μεσάρης ενσάρκωσε έναν εντυπωσιακό Κρολ. Η Ρούλα Πατεράκη πλαστούργησε μια Ρεβέκα με ευαισθησία, ανθρωπιά, ειλικρίνεια και τραγικότητα. Η Κατερίνα Καραγιάννη χρωμάτισε με αξιοπρέπεια το πρόσωπο της κυρίας Ελσεθ.
Στο ρόλο του πάστορα Γιοχάννες Ρόσμερ, ο Στάθης Λιβαθινός έδωσε ακρίβεια λόγου στην τραγική μορφή του ήρωα, αλλά ταυτόχρονα, και την ατολμία χαρακτήρα. Ενδιαφέρουσα η ερμηνεία του Γιώργου Μωρογιάννη, σε όλες τις φάσεις παρουσίας του θυμόσοφου δασκάλου Μπρέντελ. Φυσικότατος ο Χρήστος Νινής, ως Μορτεβαγκόρ, κράτησε την προσοχή μας. Στη γλαφυρή μετάφραση, από τα νορβηγικά, της Μαρίας Αδάμ, οι καλλιτέχνες οφείλουν την επιτυχία της εκπληκτικής ερμηνείας τους, που τόσο έντεχνα μοντάρισε ο σκηνοθέτης Αντώνης Αντύπας. Το σκηνικό του εμπνευσμένου Γιώργου Πάτσα, που σχεδίασε τα κοστούμια εποχής, επέβαλε το κλίμα του δράματος, ενώ η Ελένη Καραΐνδρου διάνθισε με τον υπέροχο τραγικό ήχο της μουσικής της, τις δραματικές σκηνές και τον ανθρώπινο διάλογο. Μια αξιόλογη σκηνική προσφορά, αποτέλεσμα, αναμφισβήτητα, πολύχρονης ευσυνείδητης και επίπονης προεργασίας, που χαρακτηρίζουν κάθε έργο που παρουσιάζεται από τον έμπειρο σκηνοθέτη Αντώνη Αντύπα, στο κομψό και πολιτισμένο περιβάλλον του θεάτρου του.
01.02.1992, Αθηναίος Περσέας, «Ρόσμερσχολμ στο Απλό Θέατρο», Ημερησία
Για το link πατήστε εδώ
-
Κλειστή οδός: «Ρόσμερσχολμ» του Ίψεν στο «Απλό Θέατρο»
Η γοητεία των κλασικών θεατρικών κειμένων, γοητεία μοναδική και υπέρμετρη, μερικές φορές δεν βρίσκει – όσο κι αν φαίνεται παράδοξο – ανάλογη «ανταπόκριση» στη σκηνική υλοποίησή τους. Με την έννοια πως στοιχεία ερεθιστικά και μεστά, που αξίζουν απόλυτη χρονική «ελευθερία» για να τα πλησιάσει κανείς σε βάθος («ελευθερία» που έχουν σε μεγάλο βαθμό οι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί τους), οφείλουν να «απορροφηθούν» από τους θεατές μέσα σε ένα δίωρο συνήθως. Σε χρόνο, δηλαδή, που μόνο επιφανειακές εντυπώσεις μπορούν να αποτυπωθούν με πληρότητα, αφήνοντας έναν άλλον – μεγάλο – όγκο νοημάτων, σχέσεων, ιδιοτήτων κ.λπ. χωρίς «εξερεύνηση».
Μια τέτοια αίσθηση έλλειψης χρόνου, από την πλευρά του θεατή (ενώ, αντίθετα, υπήρχε άφθονος από την πλευρά των συντελεστών της, που μάλλον εντρύφησαν βασανιστικά στις κρυφές αξίες του κειμένου), μοιάζει, λοιπόν, να γεννιέται και σε όσους παρακολουθούν την παράσταση του έργου του Ίψεν «Ρόσμερσχολμ», φέτος, στο «Απλό θέατρο». Μία έλλειψη χρόνου, που εμποδίζει την επαφή να είναι πλήρης και ολοκληρωμένη, ειδικά καθώς το κείμενο του μεγάλου Νορβηγού συγγραφέα φαίνεται να έχει πολλά «μυστικά», νήματα υπόγεια και κρυμμένα, δυνάμεις
πολύτιμες, αλλά μόνον για όποιον θελήσει να τις αναγνωρίσει.Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος για τον οποίο το έργο, αν και δεν υστερεί σε «τεχνική γραφής», δεν παίζεται τόσο, όσο άλλα – «φημισμένα» – έργα του Ίψεν. Μια και εκ πρώτης όψεως δεν δείχνει ακραία εντυπωσιακή ούτε η – χαμηλόφωνη και χωρίς έντονες εξάρσεις – «προσωπικότητα» του κειμένου, ούτε η ιστορία που «διηγείται» (με επίκεντρο την περίπτωση μιας γυναίκας που, «διαβρώνοντας» την ψυχολογική κατάσταση μιας «φίλης» της, την οδηγεί στην αυτοκτονία, για να κερδίσει τον άντρα της και τη «θέση» της – και μαζί να «κερδίσει εκδίκηση» από την κοινωνία και τις συντηρητικές τότε ιδέες της).
Πίσω, όμως, από τους χαμηλούς τόνους υπάρχουν μερικά από τα καλύτερα υλικά του ιψενικού – και όχι μόνον – θεάτρου. Όπως, η σοβαρή αντιμετώπιση (μέσα από τα πρίσματα, βέβαια, της επικρατούσης ηθικής) του χώρου πέραν του καλού και του κακού. Αντιμετώπιση, που κάνει το «Ρόσμερσχολμ», παρότι είναι στενά δεμένο με την εποχή του, να «επιβιώνει», έχοντας «κάτι να πει» και σήμερα, σε αντίθεση με άλλα – «φημισμένα» – έργα του Ίψεν. που μοιάζουν πια ουσιαστικά κενά… (Εξίσου «αιώνια», αλλά και πέραν του καλού και του κακού, παρά τις προθέσεις και τις πράξεις της, μπορεί, εξάλλου, να θεωρηθεί και η μορφή της κεντρικής ηρωίδας, πράγμα που εξηγεί άλλωστε και την «επικίνδυνη» γοητεία, την οποία ασκεί στους καλλιτέχνες, σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Και στο κοινό, ενίοτε…).
Τους χαμηλούς τόνους του κειμένου (μεταφρασμένου δημιουργικά από τη Μαρία Αδάμ και προσαρμοσμένου για την παράσταση από την ίδια και τον σκηνοθέτη), πάντως, υπηρετεί στο έπακρο και η σκηνοθεσία του Αντώνη Αντύπα. Που, θυμίζοντας σύνθεση κάποιου «βόρειου» συνθέτη (του Σιμπέλιους. ίσως), υποβάλλει ανεπαίσθητα μα στιβαρά ένα ένα τα θέματά της, τη δύναμη, την αδυναμία, την πίστη, την απόγνωση κ.λπ. Κρατώντας πάντα υπόκωφους τους – καρποφόρους – ρυθμούς του θεάματος (σε σημείο, ώστε να οδηγούνται στα πρόθυρα της δυσφορίας ίσως, όσοι θεατές δεν γοητεύτηκαν και δεν ακολούθησαν την «γκρίζα εσωτερική οδό» της παράστασης…).
Και τη γενική υπόκωφη αίσθηση του θεάματος αυξάνει η αντίστοιχη – και δυσκολότερη – ισορροπία, που κάθε ερμηνευτής μοιάζει (μετά από εντατική καθοδήγηση, άσκηση και προσπάθεια αυτοσυγκράτησης) να έχει πετύχει, ώστε να μεταβληθεί σχεδόν σε μουσικό «όργανο» ήχων με «σουρντίνα»… Αρχίζοντας από τον – μάλλον αποκαλυπτικό – Στάθη Λιβαθηνό (στον ρόλο του «εύπλαστου» συζύγου) και τον έξοχο Χρήστο Νινή και συνεχίζοντας με τον Γιώργο Μωρόγιαννη (που κρατά μέσα στο μέτρο έναν ρόλο έξω από μέτρα) και την Κατερίνα Καραγιάννη (καθώς δίνει υπόσταση σε μία μορφή, που βρίσκεται στο «φόντο»). Και καταλήγοντας στον Κώστα Μεσσάρη (που, αν και διατηρεί μερικές «εξωτερικεύσεις» στην ερμηνεία του, προσφέρει μια από τις αξιολογότερες εμφανίσεις του). Και, εντέλει, τη συνταρακτική σχεδόν Ρούλα Πατεράκη, αλλά μόνον όταν υποτάσσει την προσωπικότητα – και τα ιδιαίτερα εκφραστικά της μέσα – στους χαμηλούς τόνους της παράστασης…
Παράστασης, άλλωστε, η οποία (με τη βοήθεια και των σκηνικών και κοστουμιών του Γιώργου Πάτσα, που επιβάλλουν οπτικά το «κλειστό» κλίμα του θεάματος και της μουσικής της Ελένης Καραϊνδρου, που το «ηχοκοσμεί»), παρά το «ερμητικό» ύφος της, διαθέτει κομμάτια γοητείας και για το κοινό – και όχι μόνον για εκείνους που είχαν όλο το χρόνο να «ψάξουν» το κλασικό κείμενό της σε όλες του τις πτυχές…
13.01.1992, Παγκουρέλης Βάιος «Κλειστή οδός: «Ρόσμερσχολμ» του Ίψεν στο Απλό Θέατρο», Ελεύθερος Τύπος
Για το link πατήστε εδώ
-
Είναι και γίγνεσθαι: «Ροσμερσχόλμ»
Τριάντα χρόνια μετά την τελευταία παράσταση του «Ρόσμερσχολμ» του Ίψεν στο Εθνικό Θέατρο, το ελληνικό κοινό επικοινωνεί με ένα κορυφαίο έργο της παγκόσμιας δραματουργίας.
Πράγματι, το ιψενικό αυτό αριστούργημα, εκτός από το γεγονός ότι περιέχει εν πυκνώ όλα τα θέματα που επεξεργάστηκε ο ποιητής του σ’ ολόκληρη τη δημιουργική του εξέλιξη, δημιουργεί ένα πλήθος προβλήματα σ’ όλα τα επίπεδα ερμηνείας· το ιδεολογικό, το ψυχολογικό, το κοινωνιολογικό, το πολιτικό, αλλά και το καθαρά θεατρολογικό.
Ο Ίψεν πριν απ’ όλα είναι ένας πλάστης χαρακτήρων· αυτή είναι η ιψενική δραματουργική μονάδα, ο χαρακτήρας, οι χαρακτήρες. Ο ποιητής όσο κατεβαίνει μέσα στα βάθη της ψυχής του, τόσο υποχρεώνεται να ερευνήσει όλους τους παράγοντες που συντελούν, ώστε να διαμορφωθεί η προσωπικότητα.
Στο «Ρόσμερσχολμ» τα έξι πρόσωπα του έργου αλληλοφωτίζονται και αλληλοσυμπληρώνονται.
Κεντρικό μοτίβο της ιψενικής δραματουργίας ήταν το αίτημα να είναι κανείς ο εαυτός του. Έτσι όπως σ’ όλα τα έργα μετά το «Μπραντ» και στο «Ρόσμερσχολμ» ο Νορβηγός ποιητής παρακολουθεί με πάθος, με αγωνία αλλά και με οξυδέρκεια την προσπάθεια των ηρώων του, ιδιαίτερα της Ρεβέκκας Βεστ και του Γιοχάνες Ρόσμερ να συναντηθούν, να ταυτιστούν με τον πραγματικό εαυτό τους.
Για να είσαι ο εαυτός σου σημαίνει για τον Ίψεν να νικήσεις μέσα σου την αντανάκλαση του κόσμου, να ανατρέψεις την ισχύουσα ιδεολογία, ό,τι ο Μαρξ ονόμαζε ψευδή συνείδηση.
Η Ρεβέκκα Βεστ με το βαρύ παρελθόν της έρχεται στον οίκο των Ρόσμερ και προσπαθώντας να ξεπεράσει τις αναστολές της αποπειράται να απελευθερώσει τον Γιοχάνες Ρόσμερ. Η σύγκρουση των δύο ενοχών, των δύο ετερόκλητων αυτών ανθρώπινων τύπων μέσα σε μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, όπου τα κοινωνικά συμφέροντα συγκρούονται με βαθιά ριζωμένες ηθικές προκαταλήψεις, είναι αδιέξοδη και αποκαλυπτική, οδηγεί στο θάνατο, δηλαδή στην ήττα και των δύο κόσμων, του κόσμου της παλιάς ηθικής και του κόσμου της απελευθερωμένης συνείδησης.
Στο «Ρόσμερσχολμ» η επώδυνη πορεία της Ρεβέκκας και του Ρόσμερ προς την μοιραία αδιέξοδη συνάντησή τους, εκτός των ορίων της πραγματικότητας, συναρτάται με την ιδιοφυά ανάλυση των πλεγμάτων που καθιστούν την κοινωνία βρόγχο της πνευματικής απελευθέρωσης και του εξευγενισμού των ανθρώπων. Ο πολιτικός αμοραλισμός ανεξαρτήτως σκοπών και οι ηθικές παρωπίδες καθορίζουν την συνείδηση.
Ο αιώνιος διάλογος ανάμεσα στο Είναι και στο Γίγνεσθαι στον Ίψεν παίρνει τραγικές διαστάσεις, αφού αποδείχνεται στην πράξη ότι η απροσδιοριστία καθορίζει τη σχέση. Το Είναι της Ρεβέκκας καθορίζει το Γίγνεσθαι του Ρόσμερ· το Είναι του Ρόσμερ καθορίζει το Γίγνεσθαι της Ρεβέκκας· αλλά και το Γίγνεσθαι της Ρεβέκκας καθορίζει το Είναι του Ρόσμερ και πάει λέγοντας έως να αποδειχθεί ότι το Γίγνεσθαι της Μπεάτας, μιας νεκρής και το Είναι του Ρόσμερ καθορίζουν το Γίγνεσθαι των αδιέξοδων ηρώων.
Ο Αντώνης Αντύπας στο «Απλό Θέατρο» έστησε μια ισορροπημένη παράσταση. Το περίφημο πρόβλημα αν η γραφή του Ίψεν τείνει προς το νατουραλισμό ή προς τον συμβολισμό λύθηκε υπέρ της δεύτερης άποψης. Η σκηνοθεσία μνημείωσε τις σχέσεις χωρίς να σχηματοποιήσει τους χαρακτήρες. Οι συγκρούσεις κρατήθηκαν σε αποστάσεις ελέγχου. Έφυγε η σωματικότητα των σχέσεων και επικράτησε η πνευματική και η ψυχική φόρτιση.
Το κείμενο της παράστασης που μετέφρασε η Μαρία Αδάμ και μοντάρισε ο Αντύπας ακούστηκε έξοχα, με τους εσωτερικούς ρυθμούς που ζητούν οι ψυχικές φορτίσεις.
Ο Γ. Πάτσας δημιούργησε έναν έξοχο χώρο με αναγκαία έπιπλα, ενδεικτικά μοτίβα και «γωνιές» με κρυψώνες και κουρτίνες· χώρο απροσδιόριστο αλλά παγιδευμένο.
Η Καραΐνδρου με τρεις μπατούτες συνέλαβε και συμπύκνωσε την ψυχική ατμόσφαιρα.
Η Ρούλα Πατεράκη στον σημαντικότερο ρόλο του Ίψεν μετά την Έντα Γκάμπλερ έχτισε έναν πειστικό χαρακτήρα σκοτεινό, αποφασιστικό, συγκρατημένα παθιασμένο, απροσδιόριστο και απροσδόκητο. Η ενδιαφέρουσα παρουσία της μάς έπεισε ακόμη και για τον δυσάρεστο τρόπο εκφοράς του λόγου.
Ο Ρόσμερ του Στάθη Λιβαθινού, παρ’ όλο το νεαρό της ηλικίας, είχε την αμηχανία του χαρακτήρα, το υδαρές των αντιδράσεων, την αστάθεια και το γνοιασμένο των ενοχών και των αναστολών. Η λαμπρή του παιδεία στη Ρωσία φέρνει έναν άλλο τρόπο προσέγγισης του ρόλου, όχι πάντα σύμφωνο στα εδώ κρατούντα. Ο Κώστας Μεσσάρης ήταν έξοχος· κύριος των μέσων και με εσωτερικούς ρυθμούς έπαιξε τον Κρολ με κύρος σπάνιο.
Η Κατερίνα Καρογιάννη, αυτή η σπάνιας ευαισθησίας ηθοποιός, κατόρθωσε ακόμη και με τις σιωπές της και τα περάσματά της να φτιάξει έναν άνθρωπο (Χέλσετ).
Ο Γ. Μωρόγιαννης με μέτρο και εκλεκτά εκφραστικά υλικά σκιτσάρισε την τραγική γκροτέσκα φιγούρα του Μπρέντελ. Ο Χρήστος Πίνης σχεδίασε μια σαφή εικόνα του υπολογιστικού προσγειωμένου Μόρτενσγκορ.
10.01.1992, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Είναι και γίγνεσθαι: Ροσμερσχόλμ», Τα Νέα
Για το link πατήστε εδώ