Θέατρο Επίκεντρο
Πρώτη Παράσταση: Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2000.
Στο Θέατρο «Πορεία», Αθήνα, από 02 Φεβρουαρίου έως 11 Φεβρουαρίου 2001.
…Ένας τοίχος, ένα αγόρι, ένα κορίτσι, δυο γέροι γονείς και ένας μυστηριώδης άνδρας. Οι δυο νέοι ανακαλύπτουν τον έρωτα μέσα από μια ουτοπία που σκηνοθετούν για ιδιοτελείς σκοπούς οι γονείς τους με τη βοήθεια ενός μαιτρ του ρομαντισμού. Ένα δρόμο σαν εκείνο του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας ξαναζωντανεύει για να μυηθούν τελικά οι δυο νέοι στην ποίηση της πραγματικότητας…
Πανελλήνια πρώτη της κωμωδίας Οι Ρομαντικοί. Έργο γραμμένο το 1894 από τον συγγραφέα του Συρανό ντε Μπερζεράκ, Εντμόν Ροστάν. Πρόκειται για ένα έμμετρο αριστούργημα του νεορομαντισμού όπου κυριαρχούν η ποίηση, η μουσικότητα, η μελαγχολία και το χιούμορ, ένα ποίημα για την αναμέτρηση των ρομαντικών ρεμβασμών της νεότητας με τον σκληρό κόσμο των ενηλίκων.
Από το πρόγραμμα της παράστασης.
Μετάφραση: Στρατής Πασχάλης
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικό: Εύα Νάθενα
Κοστούμια: Clare Bracewell
Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής
Χορογραφίας: Μαριέλα Νέστορα
Ξιφογραφία: Θάνος Δερμάτης
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Συγκλητική Βλαχάκη
Βοηθός Σκηνογράφου: Μυρτώ Καυκούλα
Διανομή
Συλβέτ: Δέσποινα Κούρτη
Περσινέ: Αλέξανδρος Λογοθέτης
Στραφορέλ: Τάσος Γιαννόπουλος
Μπεργκαμέν: Μπάμπης Γιωτόπουλος
Πασκινό: Γιάννης Κυριακίδης
Μπλαιζ: Τάσος Γιαννόπουλος
-
Άσκηση ύφους
Καθώς οδεύουμε προς το τέλος της θεατρικής περιόδου δεν θα ‘θελα να προσπεράσω μια παράσταση που για λίγο μας επισκέφθηκε αλλά άφησε, σ’ όσους ακόμη νοιάζονται για ένα θέατρο ουσίας σήμερα, βαθιές αισθητικές χαράξεις. Πρόκειται για μια παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Πατρών που φιλοξενήθηκε για λίγες ημέρες στο θέατρο «Πορεία». Εν πρώτοις το ίδιο κείμενο. «Οι ρομαντικοί» του Ροστάν. Ένα έμμετρο μεταρομαντικό αλλά ταυτόχρονα και ειρωνικό έργο.
Το έργο αυτό (1894) προετοιμάζει το αριστούργημα του Ροστάν, τον «Συρανό», που θα τον δοξάσει το 1897. Αν και πρωτόλειο, οι «Ρομαντικοί» πάνω απ’ όλα είναι μια στάση ζωής, μια διαμαρτυρία και μια δημιουργική νοσταλγία, όχι χωρίς μια διάχυτη πίκρα και μια απαισιόδοξη αίσθηση για τα τετελεσμένα που επέρχονται.
Σε μια εποχή που κυριαρχεί ο νατουραλισμός του Ζολά με τη φονική του ωμότητα, όπου οι πρώτοι –νέοι τότε στο επάγγελμα- σκηνοθέτες διακηρύσσουν το δόγμα της αποθεατροποίησης του θεάτρου, όπου το ιδανικό της αισθητικής – αλαζονικό απότοκο του επηρμένου θετικισμού και της επιστημονικής τάχα προσέγγισης του καλλιτεχνικού φαινομένου – είναι η τέχνη να λειτουργεί σαν φέτα ζωής, όταν από τη μια μεριά οι εστέτ όπως ο Μαλαρμέ και ο Όσκαρ Ουάιλντ εκτοξεύουν περιφρονητικά προς τις μάζες το δόγμα του ελεφάντινου πύργου, όπου η τέχνη καταφεύγει για να μη συμφύρεται με το χυδαίο, ο Ροστάν επαναφέρει το αίτημα για το πάθος, για την ειλικρίνεια του αισθήματος, για την παντοδυναμία του φυσικού ενστίκτου, για τις επιλογές της καρδιάς, ένα ζευγάρι νέων, εφήβων ανακαλύπτουν τον έρωτα και εκδηλώνουν την άφατη κατ’ αρχάς αλλά λαλίστατη εν συνεχεία ταραχή ψυχής και σώματος. Σαν τα πειράματα του Μαριβώ οι δύο νέοι είναι παίγνια στην ίντριγκα που έχουν στήσει οι γονείς τους που προσποιούνται την έχθρα τύπου Μοντέσκων – Καπουλέτων για να ενώσουν κατά την επιθυμία τους τα νεαρά τους βλαστάρια, ποντάροντας στη γοητεία του απαγορευμένου. Έτσι ο Ροστάν λύνει και δένει το έργο του καταφάσκοντας στη ρομαντική δυναμική, αλλά δοκιμαζόμενη μέσα στον κυνισμό των νέων καιρών, το πάθος δοκιμάζεται και σώζεται, επιβιώνει και θριαμβεύει μέσα στον κόσμο των ορθολογιστικών σκοπιμοτήτων. Κι όλα αυτά με τη συνέργεια ενός θαυματοποιού, τσαρλατάνου, «σκηνοθέτη» που επαναφέρει ως μέσο πειθούς τη θεατρική ψευδαίσθηση, την απάτη της θεατρικής τέχνης, την προσποίηση και τη μεταμφίεση.
Το έργο είχε την τύχη, σπάνια στους βιαστικούς καιρούς μας, να μεταφραστεί από τον Στρατή Πασχάλη. Ο ποιητής αυτός που μας πλουτίζει συχνά αιφνιδιάζοντάς μας με τη μαεστρία του, το γούστο του, το υψηλό μεταφραστικό του ήθος, ύστερα από πράγματι αγώνα πολύ και δοκιμές, βρήκε το μετρικό ανάλογο του αλεξανδρινού στίχου σε ένα εύηχο, νέας επαναδιατύπωσης δεκαπεντασύλλαβο. Η κομψότητα, η ευλυγισία, η χάρη, η ειρωνεία, ο ρητορικός χείμαρρος του Ροστάν βρήκε στα ελληνικά αυθεντική έκφραση που δεν θυμίζει κάμωμα, μίμηση ή παρωδία, όπως συνέβαινε παλιότερα.
Ο στίχος όμως αυτός απαιτεί νέα υποκριτική, εσωτερική, θεατρικότατη, αλλά όχι ποζάτη, μακριά από χειρονομίες, πόζες, μελοδραματικές στάσεις και φωνητικές ακροβασίες. Το κείμενο βρήκε τον Στάθη Λιβαθινό στην καλύτερη ώρα του. Μετά τη «Φρεναπάτη» αναδιπλώνει και επαυξάνει τη μελέτη του πάνω στη θεατρικότητα. Αυτός ο χαρισματικός σκηνοθέτης που έχει βασική αισθητική της υποκριτικής τη μέθοδο του Στανισλάβσκι μας δίνει ένα μέγα μάθημα θεατρικότητας παίρνοντας αποστάσεις από τη νοθευμένη μέθοδο – σύστημα τάχα Στανισλάβσκι της αμερικανικής «φυσικής» υποκριτικής.
Η διδασκαλία του Λιβαθινού εδράζεται στο ρεαλισμό, ακουμπάει στο σώμα και στη φωνή του ηθοποιού ως οχήματος οικείας συμπεριφοράς, αλλά γύρω από το «φυσικό» σώμα δημιουργεί ένα φεγγίον ποιητικής, εγγράφει το οικείο στο παράδοξο της τέχνης, στη μιμητική παράδοση και στην ιστορία των θεατρικών μορφών έκφρασης.
Η παράσταση του Λιβαθινού είναι ένα μέγα μάθημα του τι σημαίνει σκηνοθετική άποψη, τι σημαίνει σεβασμός στο κείμενο, τι σημαίνει διδασκαλία ρόλων, τι σημαίνει θεατρικότητα, τι σημαίνει εντέλει θεατρικός επαγγελματισμός. Και κάτι άλλο: τι σημαίνει πειραματισμός. Γιατί το να δοκιμάζεις σήμερα μια υποκριτική φιλοσοφία εναντίον του μπλαζεδισμού, της τηλεοπτικής σούπας και του τάχα μου φυσικού παιξίματος είναι όχι απλώς πείραμα αλλά επανάσταση. Και όταν μάλιστα πείθεις και γοητεύεις το παγιδευμένο, το βυθιζόμενο στη σούπα κοινό.Ο Αλέξανδρος Λογοθέτης είναι μια νέα δύναμη στο θέατρό μας, ταλαντούχος αλλά δημιουργικό όργανο με συνείδηση ύφους. Η Δέσποινα Κούρτη, αν βελτιώσει κάπως τις τεχνικές φωνής, θα αναδειχθεί μια ευαίσθητη και πρόσφορη για σπουδαία πράγματα ηθοποιός. Ο Μπάμπης Γιωτόπουλος φέρει τη μεγάλη πείρα της σχολής του και του Δασκάλου του, του Καραντινού. Ξέρει από στυλ, έλαμψε με το χιούμορ και τους ρυθμούς του. Ο Γιάννης Κυριακίδης έχει μια γοητευτική τεχνική που παίζει συνωμοτώντας με το κοινό. Το πλήρες θέατρο. Η έκπληξη της παράστασης ο Τάσος Γιαννόπουλος. Στην περίπτωση του θριάμβευσε η μαιευτική σωκρατική μέθοδος Λιβαθινού. Του εκμαίευσε φόρμες και λύσεις δυνάμει ενδιάθετες. Ένα έξοχο πρόπλασμα του Συρανό.
Τελειώνοντας πρέπει να εξάρω τις λύσεις της Εύας Νάθενα στα κατασκευαστικά σκηνικά. Οι χώροι γίνονται, δεν είναι! Τα θαυμάσια κοστούμια της Μπρεσγουέλ και την ευρηματική και γεμάτη ευφυΐα μουσική του Αμπαζή.
26.03.2001, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Άσκηση ύφους», Τα Νέα
-
Νεορομαντισμός, η βίαιη νεκροφάνεια
«Οι ρομαντικοί» του Εδμ. Ροστάν από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας
«Ωστόσο ευγενικά κι αντρειωμένα
με το ληστή παλεύοντας, που εκράτει
στον πύργο την κυρία τη ντελικάτη
ή την αρχοντοπούλα τη μικρή
την ένδοξη παράδοξη ετιμούσε
κι εγύμνωνε το ξίφος κι εχτυπούσε…»ΜΙΝΩΣ ΖΩΤΟΣ, «Ο ιππότης», 1927,
τώρα και «Άπαντα», 1972Αφού ένας Ουγκό είχε αποτύχει να τον αναβιώσει στις αρχές, σκέπτομαι πόσο ιλαροτραγικά φαλίρισε στα τέλη του 19ου αιώνα ο νοσταλγικός νεορομαντισμός και ιδίως στο πρόσωπο του κορυφαίου του εκπροσώπου, του Εδμόνδου Ροστάν: με μια ορνιθολογική κωμωδία, τον «Κρυσταλλόλαλο» (1910), στην οποία πρωταγωνιστούσε ένας… πετεινός. Και πρόκειται για Ροστάν, που παραβλήθηκε τότε μ’ έναν Σαίξπηρ και μ’ έναν Καλντερόν…
Γιατί άραγε συνέβη αυτό και μάλιστα πριν ή… λαλήσει; Ίσως γιατί τα περισσότερα έργα του νεορομαντισμού, ναι μεν επαναστατούν εναντίον του «χυδαίου» νατουραλιστικού, είναι όμως καθαρό πως γράφονται πάνω σε μεγάλους ηθοποιούς της εποχής. Αν μετά τον Ροστάν προσπάθησαν και οι Φρανσουά Κοπέ και Ζαν Ρισπέν, μικρό το γέρας. Ουσιαστικά, η καιροσκοπική μίμηση του ρομαντισμού, από το «Τσάτερτον» του Αλφρέ ντε Βινί (1835) μέχρι το θρυλικό «Συρανό ντε Μπερζεράκ» (1897) του Εδμόνδου Ροστάν μοιάζει να συνιστά μέσα στη μορφολογική του τελειοθηρία ένα ναρκισσιστικό καθρέφτισμα του συγγραφέα στον ηθοποιό – ιερό τέρας. Έτσι όμως, ο ηθοποιός εύκολα υποκαθιστά τον ποιητή. Μετά τις θεϊκές ντίβες Μαρί Ντορβάλ και Ράσελ, η ακατανίκητη Σάρα Μπερνάρ δεν αφήνει πια τίποτε όρθιο. Ηλικία, εμφάνιση, καταλληλότερα υποκύπτουν στη μεταμορφωτική της βουλιμία και… καθαρίζει: από «Άμλετ» και «Λορεντζάτσιο» μέχρι και «Σαμαρείτιδα» και τον «Αετιδέα» του ημέτερου Ροστάν (1868-1918). Πώς να αντέξει υπό τις νέες συνθήκες ένα τέτοιο, εν πολλοίς αριστοκρατικό και μεγαλομανές, θέατρο που θυμίζω από ιταλική όπερα μέχρι και καρικατούρα;
Ωστόσο, πράγματι υπήρξε κατάχρηση από πλευράς νατουραλιστών. Κόβοντας τη ζωή σε άγαρμπες, κακόσχημες φέτες (πράγματι «tranches de vie»), μάτωσαν και το όνειρο, που είναι μέρος της ζωής αναπόσπαστο. Ο «Συρανό» τους χάρισε αυτή τη χαμένη πομφολυγώδη ομορφιά. Και φαίνεται πως στα πενηντάχρονα από την παρουσίασή του στο Παρίσι ανέβηκε, μάλλον υποτονικά ως διαβάζω, από τον Ροντήρη με τον Δ. Μυράτ στο Εθνικό για να χαρίσει στους μπαρουτοκαπνισμένους νεοέλληνες λίγη ενθάρρυνση, λίγη αισιοδοξία.
Φέτος, στο θέατρο Πορεία και για λίγες μέρες, το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας επανέφερε τον Ροστάν με μια γλαφυρή σάτιρα των νεανικών ερώτων, τους «Romanesques» (1894). Και είναι αληθινό ευτύχημα μέσα στο θεατρικό σκουπιδαριό της αθηναϊκής τηλεπαρενδυσίας, της άγνοιας ή της ανεπαρκούς καλής θέλησης ότι αυτή η παράστασης, μαζί και με λίγες άλλες σώζουν τη τιμή της σκηνικής τέχνης. Στην εργασία του Στ. Λιβαθινού, ακόμα και με μικρές επουσιώδεις ελλείψεις ή αδυναμίες, καμιά τεχνική δεν σκότωσε το αίσθημα. Το κωμικό και το γελοίο παντρεύτηκαν αρμονικά. Η ιστορία των δύο νέων, τύπου Ρωμαίου και Ιουλιέτας, που πείθονται στην παγίδευση των δήθεν εχθρών πατεράδων τους, να ερωτευτούν αλλήλους παράφορα μια και η κόρη θεωρεί τον νέο ως σωτήρα της από (στημένη όμως) απαγωγή, ξετυλίγεται με απρόσκοπτο ρυθμό. Γεμάτη κωμικά ευρήματα, κινησιολογική ευφράδεια, ιλαρές μεταπτώσεις καταστάσεων, θεατρικότητα τωρινή και εποχής, στίξη σύγχρονης γλαφυρής ειρωνείας, διακριτικό χιούμορ πάνω στο παλιό ρομαντικό και με τσαχπίνικη μπρεχτική αποκάλυψη στο φινάλε, η παράσταση εκπλήσσει τους απέλπιδες Αθηναίους θεατρόφιλους. Όλα αυτά βέβαια συμβαίνουν, ενώ ο σκηνοθέτης μετατόπισε αρκετά, νομίζω, τον άξονα του έργου σε τραγικωμωδία και έτσι μερικά στοιχεία της παράστασης, ιδίως το ευήκοο προς εκείνον σκηνικό (Ε. Νάθεντα) και οι επίσης ευπειθείς φωτισμοί (Αλ. Αναστασίου) άνετα θα μπορούσαν να σου θυμίσουν…Στρίντμπεργκ. Πιστεύω ότι ούτε το έργο ούτε η απόδοση του στεγάζουν τέτοια διάσταση, που συμφωνώ πως ενδημεί στον «Συρανό». Καμιά φορά, η έμφροντις σκοτεινότητα ψυχολογικά μας εξασφαλίζει ότι σίγουρα βρισκόμαστε μέσα στο κρατίδιο και άρα στη συναίνεση της διανόησης. Ξεπερνώντας αυτή την κάπως σοβαρή παρατήρηση, η παράσταση, όπου υπήρξε φωτεινή και μειδιώσα, παρέσχε γενναιόδωρα και καλόγουστα την joie de vivre. Και αυτό το χρωστάει βασικά στους συνεργάτες της. Δεν θυμούμαι ποιος λέει ότι ο Ροστάν μπορεί να παιχτεί και χωρίς σκηνικό αν ευτυχούν τα κοστούμια. Είναι η περίπτωση των χιουμοριστικών και μαζί ονειροπόλων ενδυμάτων της Κλ. Μπρέισγουελ, χωρίς αυτό σε τίποτε να μειώνει την ευφυή λειτουργικότητα των μουντών, όμως, σκηνικών. Οι Θ. Δερμάτης και Μ. Νέστορα ξιφούλκησαν χορογραφικά και χόρεψαν ξιφογραφικά τους ηθοποιούς, αγαστά συνεργαζόμενοι με τις εκρηκτικές positions του σκηνοθέτη. Η μουσική του Θ. Αμπαζή είχε συνεργατική συμμετοχή στο όλο ύφος: όταν πατούσε στην εποχή ήταν υπέροχη, όταν μοντέρνιζε, άλλοτε ήταν μαγευτική, σπανιότερα κάπως ξένη. Δυο νέοι ηθοποιοί αποσπούν το αφειδώλευτο εγκώμιο για την ανάληψη της βαρύτερης ευθύνης. Η Δεσπ. Κούρτη (να εμπιστεύεται όμως πολύ τη φυσική της φωνή) και ο Αλ. Λογοθέτης, είτε πιο στυλιζαρισμένοι είτε πιο ελεύθεροι, ανέτρεξαν σε κώδικες λόγου και εποχής δυσχερέστατους, τους αφομοίωσαν μας το πρόφεραν με ζωντάνια και δροσιά χωρίς να προδίδουν ενοχλητικά το μόχθο τους. Έτσι, παιδιά, για να μην απελπιζόμαστε τελείως. Αλλά και ο Τάσος Γιαννόπουλος ενσάρκωσε με οβιδιακή μαεστρία τις μεταμορφώσεις του «εκδικητή» των γερόντων και ρυθμιστή του έρωτα και του… τιμολογίου του Στραφορέλ. Επάνω του θριάμβευσαν η μιμική, το υπονομευμένο μελόδραμα και η ξεκαρδιστική μπαρόκ ψευδοξιφογραφία. Τους δύο γέροντες πατέρες και επ’ αγαθώ «συνωμότες» τους οποίους τελικά υπερβαίνει η αρετή και η αληθινή αγάπη υποδύθηκαν ο Γιαν. Κυριακίδης και ο Μπ. Γιωτόπουλος. Ζωηρότατο, σφριγηλό αντιθετικό ζεύγος που ανέδειξε τον ρεαλιστικότερο, πιο μπρούτο Κυριακίδη σε αντιφατική φιγούρα του Γιωτόπουλου. Εκείνος, στήριγμα του εγχειρήματος, με μπρίο, χάρη, έμπνευση και άψογη αγωγή λόγου μας θύμισε λαμπερά τι σημαίνει τριαντάχρονη εμπειρία στο παλιό καλό Εθνικό και δημιουργική αναβίωσή της. Η υπόκρισή του συνδύασε την ελαφρότητα του κωμικού με το νομιμοποιητικό κύρος που απαιτείται στο συγκεκριμένο θεατρικό είδος.
Και κλείνω μιλώντας για τον ποιητή Στρατή Πασχάλη, τον πριγκιπικό πρωταγωνιστή της βραδιάς. Είναι η δεύτερη φορά που εξαντλεί την κλίμακα των μεταφραστικών επαίνων. Αλλά αφού αξίζει πάλι και πάλι. Η σκηνοθετήσασα μετάφρασή του, κείμενο ήδη κλασικό στο οποίο συναντώνται το χαζό λοφίο με το γνήσιο αίσθημα, η χάρις με την παρήχηση, η γλωσσική γοητεία με την υπολογισμένη θεατρικότητα, η καιριότητα με την αβρότητα, ο στιχουργικός διασκελισμός με την αλλαγή του νοήματος και οι δροσερές ρανίδες της ποίησης με την αβίαστη προώθηση της δράσης, η μετάφρασή του λοιπόν αυτή περιτράνως διαλαλεί τη γνώση, την ευαισθησία και το ταλέντο του που άλλοι μάταια και καθημερινά μας ξεκουφαίνουν πως τα διαθέτουν. Επιπλέον, να ένας δεκαπεντασύλλαβος που –πράγμα σπάνιο– δεν διαψεύδει ποιμενικά τον αλεξανδρινό των Γάλλων.
Έχω δει λίγα ποιήματα από τη συλλογή του Ροστάν «Les musardises» («Αργοσχολίες»). «Δεν είναι και μεγάλον πράγμα», που έλεγε και ο Καβάφης. Αν όμως τα μετάφραζαν άνθρωποι σαν το Πασχάλη, θα παίρνανε μπόι ποιητικό, όπως ας πούμε ο Καζαντζάκης που, καλά μεταφρασμένος, ηρεμεί, διαβάζεται και ίσως και να… αρέσει.25.02.2001, Βαρβέρης Γιάννης «Νεορομαντισμός, η βίαιη νεκροφάνεια», Η Καθημερινή
Για το link πατήστε εδώ
-
Καλό θέατρο από Πάτρα
«Οι Ρομαντικοί» του Εντμόν Ροστάν στο θέατρο «Πορεία» από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας.
Γιατί «Οι Ρομαντικοί» δεν είχαν ανέβει ποτέ έως σήμερα στο ελληνικό θέατρο; Γιατί, ένα έργο, που σημείωσε μεγάλη επιτυχία όταν ανέβηκε το 1894 στο Παρίσι, δεν ανέβηκε ποτέ στην Αθήνα; Η πιο λογική εξήγηση είναι πως το έργο δεν διαθέτει έναν μόνο μεγάλο ρόλο – έστω δύο μεγάλους ρόλους – για να προβληθεί ο θιασάρχης – πρωταγωνιστής.
Και οι θίασοι εδώ, από πάντα έως σήμερα, φτιάχνονται από τη μεγάλη φίρμα με αποκλειστικό σκοπό την προβολή της. Στους «Ρομαντικούς» όμως υπάρχουν πέντε πρώτοι ρόλοι! Και καμιά φίρμα δε θα είχε όρεξη να μοιραστεί την πρωτιά με άλλους τέσσερις.
Έτσι, ακόμα και όταν το γαλλικό θέατρο ήταν στις πρώτες επιλογές των ελληνικών θιάσων, οι «Ρομαντικοί» έμειναν στα αζήτητα. Και χρειάστηκε να περάσουν 106 χρόνια και να έρθει ένα Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο, από την Πάτρα –χωρίς τη μεγάλη φίρμα- για να αποφασίσει να ανεβάσει το έργο του Εντμόν Ροστάν.
Ο Ροστάν είναι ένας συγγραφέας που σημάδεψε το γαλλικό θέατρο σε μια κρίσιμη στιγμή του. Το έβγαλε από την επιπολαιότητα και την «χαριτωμένη» ελαφρότητά του, του έδωσε βάθος και κρυμμένες αρετές που ο θεατής είχε την ευκαιρία και τη χαρά να αποκαλύπτει σιγά σιγά.
Είναι μόλις 26 χρόνων ο Ροστάν όταν γράφει τους «Ρομαντικούς». Και σου είναι πολύ δύσκολο να πιστέψεις πως έγραψε ένα τόσο ώριμο έργο σε τόσο νεαρή ηλικία. Ένα έργο με ευρηματικό μύθο, ένα ανατρεπτικό (σοβαρό) παιχνίδι πάνω στο σεξπιρικό μύθο του Ρωμαίου και Ιουλιέτας, πάνω στο φαιδρό (φυσικά) μίσος των οικογενειών τους.
Όλο το παιχνίδι γίνεται πίσω, γύρω και πάνω σ’ έναν τοίχο. Είναι ο τοίχος του μίσους που χωρίζει τις δύο οικογένειες και ενώνει τους νεαρούς εραστές. Με μοναδική εξυπνάδα, χιούμορ, χάρη, ευστροφία, σπάνια και νέα χρήση της γαλλικής γλώσσας ο Ροστάν οικοδομεί το έργο του.
Το σπουδαίο εύρημα του συγγραφέα σ’ αυτό το έργο είναι η πονηρή ανατροπή που κάνει: τη συνομωσία δεν την κάνουν οι δύο εραστές αλλά οι πατεράδες τους. Αυτοί κάνουν τάχα πως μισιούνται, ώστε να προκαλέσουν την πανάρχαια αντίδραση των παιδιών τους που θα τους φέρει πιο κοντά. Τώρα, πίσω από τον έρωτα των νέων, πρώτο λόγο έχει το οικονομικό συμφέρον των μεγάλων, που θα ενώσει τα κτήματα και τις περιουσίες τους και θα τους κάνει πιο τρανούς και δυνατούς.
Η ανατροπή αυτή όμως θα έχει και νέα ανατροπή, όταν θα αντιληφθούνε ότι οι ερωτευμένοι έχουν καταλάβει το παιχνίδι των γονιών τους και συνειδητά δέχονται να το παίξουν, μια που αυτό θα τους φέρει με σιγουριά πιο κοντά.
Ένα σπουδαίο εύρημα του Ροστάν είναι και η είσοδος στην ίντριγκα ενός πέμπτου προσώπου – και μάλιστα εις διπλούν – που θα παίξει ανατρεπτικά τους ρόλους του και υπέρ των γέρων και υπέρ των νέων και για προσωπική του ευχαρίστηση.
Τρία χρόνια μετά τους «Ρομαντικούς», ο Ροστάν κάνει τη νέα του ανατροπή –και δεν έχει συμπληρώσει ακόμη τα 30 χρόνια του χρόνια – μέσα στην ιπποτική μυθολογία με τον «Σιρανό ντε Μπερζεράκ». Χιούμορ, παιχνίδι, ποίηση, φαντασία, ο Ροστάν δημιουργεί το «νέο» γαλλικό θέατρο. Γράφει για τους θεατές της εποχής του και την ίδια στιγμή -πηγαίνοντας πίσω στη «μυθική» ιστορία- γράφει για τους θεατές του μέλλοντος. Για τους σημερινούς θεατές.
Οι σημερινοί όμως θεατές, για να γευτούν το έργο – και μάλιστα όχι στη γλώσσα που γράφτηκε – χρειάζονται, βασικά, τρία πράγματα: μια εμπνευσμένη, ποιητική μετάφραση, μια ευρηματική σκηνοθεσία και μια ομάδα ταλαντούχων ηθοποιών.
Η παράσταση, που ήρθε από το Περιφερειακό Θέατρο της Πάτρας, τα είχε και τα τρία αυτά στοιχεία. Είχε τον ποιητή Στρατή Πασχάλη, που διέθετε τον ποιητικό οίστρο για να περάσει στην ελληνική γλώσσα τον «ειδικό» λόγο του Ροστάν – χωρίς να αισθάνεσαι τον «ενδιάμεσο». Σπουδαία μεταφραστική δουλειά.
Είχε τον Στάθη Λιβαθινό για να σκεφτεί και να οργανώσει μια πανέξυπνη παράσταση, να έρθει σε επαφή με την φαντασία του Ροστάν και να φανερώσει το πνεύμα του μέσα από τη δική του σκηνοθεσία. Ο Στάθης Λιβαθινός είναι ένα από τα απολύτως θετικά στοιχεία που διαθέτει σήμερα το ελληνικό θέατρο. Άξιος και να τον εμπιστευτείς και να μη σε απογοητεύσει.
Οι πέντε ηθοποιοί τώρα της παράστασης ήταν ικανοί και να καταλάβουν τι τους έλεγε ο σκηνοθέτης τους αλλά και να έχουν τα προσόντα και το ταλέντο να το πραγματοποιήσουν.
Ο Μπάμπης Γιωτόπουλος με τον Γιάννη Κυριακίδη έφτιαξαν με πειστικότητα το πονηρό ζευγάρι των πατεράδων Το άλλο ζευγάρι, των ερωτευμένων νεαρών, είχε αλήθεια, έρωτα και χιούμορ στα πρόσωπα της Δέσποινα Κούρτη και του Αλέξανδρου Λογοθέτη. Το πέμπτο πρόσωπο της διανομής, ο Τάσος Γιαννόπουλος, έπαιξε τους δύο πονηρούς και διαβρωτικούς ρόλους του με εξυπνάδα και χιούμορ. Μια συνολική διανομή πάρα πολύ επιτυχημένη.
Αξίζει ακόμα να αναφερθούν η Εύα Νάθενα για την σκηνική διαμόρφωση του θεατρικού χώρου, η Clare Bracewell για τα κοστούμια της, ο Θοδωρής Αμπαζής για τη μουσική του, η Μαριέλα Νέστορα για τη χορογραφία της, ο Θάνος Δερμάτης για την ξιφογραφία του και ο Αλέκος Αναστασίου για τους φωτισμούς του.
Τα Περιφερειακά Θέατρα δεν είναι πια, από καιρό, ο φτωχός συγγενής του θεάτρου της Αθήνας. Ετοιμάζουν και παρουσιάζουν σπουδαίες παραστάσεις που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από κανένα. Και το Θέατρο από την Πάτρα είναι ένα απ’ αυτά.
17.02.2001, Χρηστίδης Μηνάς «Καλό θέατρο από Πάτρα», Ελευθεροτυπία
Για το link πατήστε εδώ
-
Ρομαντικοί – σχιζοφρενείς στο ντέρμπι των εραστών
Στο θέατρο «Πορεία» φιλοξενείται μια παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, η παράσταση των «Ρομαντικών» του Εντμόν Ροστάν (1868-1918) σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθηνού. Ο συγγραφέας του δημοφιλούς «Σιρανό ντε Μπερζεράκ» γνώρισε την πρώτη επιτυχία του με τους «Ρομαντικούς» (Les Romanesques), που ανέβηκε στην Κομεντί Φρανσέζ το 1894. Στο Παρίσι την εποχή εκείνη είχε ήδη γνωρίσει τη διαφορετική θεατρική πρόταση με το νατουραλιστικό θέατρο του Ζολά, με τις παραστάσεις του Theatre Libre του Aντουάν και με τα πρώτα συμβολιστικά δράματα. Τόσο ο νατουραλισμός όσο και ο συμβολισμός με τις ακραίες, ενίοτε, υφολογικές επιλογές τους, που βεβαίως εξυπηρετούσαν συγκεκριμένα αιτήματα της εποχής, δεν ήταν κινήσεις που προέκυψαν από τους κόλπους του ευρέος κοινού, που κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα είχε δει με πάθος τα εύπεπτα περιπετειώδη μελοδράματα και από τη δεκαετία του 1830 τα συγκινητικά ρομαντικά δράματα. Τα θεατρικά προϊόντα του νατουραλισμού ειδικώς, στα οποία ζωντάνευαν επί σκηνής φέτες ζωής ανθρώπων από περιθωριακές κοινωνικές ομάδες, με σαφή διάθεση να προκαλέσουν συνειδησιακές αντιδράσεις, δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε «ευχάριστα θεάματα».
Την κούραση του κοινού ήρθε να εξαγοράσει ο Ρονστάν με ένα ευχάριστο εργάκι που επανέφερε ξεχασμένες αξίες του γαλλικού θεάτρου, την παράδοση του αυτοσχεδιαστικού θεάτρου στη γαλλική εκδοχή του, που στη συνέχεια αξιοποιήθηκε από τον Μολιέρο, και τον ποιητικό δραματικό λόγο. Η υπόθεση θέλει δύο νέους ερωτευμένους να πέφτουν στην παγίδα των πατεράδων τους που, συμφεροντολογικά σκεπτόμενοι, επιδιώκουν να τους παντρέψουν. Φοβούμενοι την νεανική αντίδραση στην έξυπνη απόφασή τους, προσποιούνται ότι μισούν ο ένας τον άλλον.
Έτσι καταφέρνουν να τους φέρουν στα νερά τους, αλλά η θετική έκβαση ανατρέπεται όταν το σχέδιο αποκαλύπτεται.
Με τη βοήθεια ενός απατεώνα, προσώπου-μοχλού στη λύση της ιστορίας και στο πρώτο και στο δεύτερο μέρος της τελικώς το χάπι εντ βρίσκει τη διατύπωση του στους στίχους του συγγραφέα που θαυμάσια απέδωσε ο ποιητής Στρατής Πασχάλης: Κοστούμια φωτεινά και ρίμες σαν αιθέρες/ ο Έρωτας φυσά με κέφι τις φλογέρες/ τρελές και δροσερές του κήπου μελωδίες/ θυμοί περαστικοί… καθώς κυλούν οι μέρες/ λιακάδες, φεγγαρόφωτα και μες στις σέρες/ …γαλήνη ξαφνική να κόβει τους αγέρες/ λιγάκι μουσική κι από Βαττώ μια στάλα/ δεν πρέπει τα θεάματα να ‘ναι μεγάλα/ ο τοίχος, δύο εραστές, δύο πατέρες/ κοστούμια φωτεινά και ρίμες σαν αιθέρες!
Τόσο οι νεαροί ήρωες όσο και οι πατεράδες τους στο έργο του Ρονστάν θυμίζουν τύπους από την Κομέντια ντελ Άρτε: οι ερωτευμένοι νέοι που ανταλλάσσουν ατελείωτα λόγια αγάπης και οι πανταλόνε, οι συμφεροντολόγοι πατεράδες, που αντιμετωπίζουν το γάμο των τέκνων τους σαν μια επικερδή επιχείρηση. Ο δε Στραφορέλ, ο κατά παραγγελίαν απαγωγέας και μονομάχος, είναι μεταξύ Μπριγκέλα και Καπιτάνο. Τα πρόσωπα είναι σχεδόν τυποποιημένα, η ιστορία κινείται σε ένα επίπεδο. Μόνον ο έντεχνος λόγος του Ρονστάν διαφοροποιεί τους «Ρομαντικούς» από τα έργα της αυτοσχεδιαστικής κωμωδίας.
Έχουμε και λέμε λοιπόν: ένα χαριτωμένο εργάκι, πέντε ηθοποιοί που ερμηνεύουν έξοχα τους ρόλους τους, η Δέσποινα Κούρτη, ο Αλέξανδρος Λογοθέτης, ο Τάσος Γιαννόπουλος, ο Μπάμπης Γιωτόπουλος και ο Γιάννης Κυριακίδης, η θεατρική και μελωδική μουσική του Θοδωρή Αμπαζή, ένα πληκτικό, αδικαιολόγητα γκρι σκηνικό της Εύας Ναθένα και τα συμπαθητικά κοστούμια της Κλερ Μπρέισγουελ.
Το άθροισμα όλων των στοιχείων οδηγεί στην εντύπωση ότι η παράσταση ήταν καλή.
Όντως ήταν, αλλά γιατί να αναλωθεί τόση ενέργεια σε μια υπόθεση που πρόκειται να ξεχαστεί σχεδόν άμα τη εξόδω του θεατή από το θέατρο; […]
10.02.2001, Καλτάκη Ματίνα «Ρομαντικοί – σχιζοφρενείς στο ντέρμπι των εραστών», Επενδυτής
Για το link πατήστε εδώ
-
Επιπέδου
Αν η Δέσποινα Κούρτη έγλειφε το αυτί του Αλέξανδρου Λογοθέτη στο εξώφυλλο περιοδικού της μόδας, θα είχε γίνει φίρμα. Αμφιβάλλω, όμως, αν σ’ αυτή αλλά και στον παρτενέρ της στους «Ρομαντικούς» του Ροστάν από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας θα είχε απομείνει διάθεση για να κεντήσουν με τόσο ταλέντο και μεράκι τους ρόλους τους.
Ευτυχώς για τους θεατές που έτρεξαν επί μία βδομάδα στο θέατρο «Πορεία» για να απολαύσουν μια πανέξυπνη και τρισχαριτωμένη παράσταση του Στάθη Λιβαθινού, που πηγαίνει από τη μία ευτυχία στην άλλη. Μετάφραση, σκηνοθεσία, ερμηνείες, σκηνικά, κοστούμια, μουσική, όλα ήταν υψηλού επιπέδου. Πειράζει που θα αναφερθώ ιδιαιτέρως στον ηθοποιό Τάσο Γιαννόπουλο; Δαιμονικός. Ο οίστρος και η φαντασία με την οποία αυτός ο οργανωτής απαγωγών διαφημίζει το λειτούργημά του είναι από εκείνες τις σπάνιες θεατρικές στιγμές, που τις θυμάσαι χρόνια.
Γεωργ. Β. «Επιπέδου», Ελευθεροτυπία
-
….Και η έκπληξη των «Ρομαντικών»
Ωστόσο η πιο μεγάλη και ευχάριστη έκπληξη ήρθε από τους «Ρομαντικούς». Ένα έργο που πρωτοπαίζεται στην Πάτρα σε πανελλήνια πρώτη και που – καθόλου προφητικά – προβλέπω ότι θα κάνει πια καριέρα στο ελληνικό ρεπερτόριο. Η μετάφραση έμμετρη και με ρίμα έγινε από το ποιητή Στρατή Πασχάλη. Ένα κομψοτέχνημα λόγου. Ο Στάθης Λιβαθινός κάνει τη καλύτερή του – κάθε σκηνοθεσία του είναι η καλύτερη παράσταση. Με λεπτότητα, με μελαγχολία, με χιούμορ, με αισθητική. Και τι ερμηνείες! Κρυστάλλινες, λεπταίσθητες, κεφάτες. Ο Αλέξανδρος Λογοθέτης και η Δέσποινα Κούρτη είναι οι δύο νέοι που ανακαλύπτουν τον έρωτα μέσα από την ουτοπία που έστησαν για ιδιοτελείς σκοπούς οι πατεράδες τους (Μπάμπης Γιωτόπουλος και Γιάννης Κυριακίδης) με τη βοήθεια ενός μυστηριώδους άντρα (Τάσος Γιαννόπουλος). Όταν το ρομάντζο ανατρέπεται κι αποκαλύπτεται η πλεκτάνη, τότε το ζευγάρι μυείται στην ποίηση της πραγματικότητας και οι θεατές στην ποίηση που το καλό θέατρο προσφέρει. Ελπίζουμε να δει και τα αθηναϊκό κοινό τους «Ρομαντικούς» και μακάρι όλο το «πακέτο» των πατρινών παραστάσεων για να διαπιστώσει ότι οι «ρομαντικοί» έχουν πάντα θέση στην καρδιά των «ζωντανών».
09.02.2001, Ε.Δ.Χ. «… και η έκπληξη των Ρομαντικών», Τα Νέα
-
Το τέταρτο κουδούνι
Είστε θεατρόφιλοι; Αλλά θεατρόφιλοι – θεατρόφιλοι…
Ε, αν έχετε τα κότσια, με αεροπλάνα και βαπόρια – άντε, έστω, με τρένα και με λεωφορεία – στην Πάτρα!
Στην Πάτρα! Στην Πάτρα! Να δείτε τους «Ρομαντικούς» του Εντμόν Ροστάν, όπως τους έχει ανεβάσει ο Στάθης Λιβαθινός, στο «Επίκεντρο» του ΔΗΠΕΘΕ.
Άλλο να σας τα λέω κι άλλο να τα βλέπετε.
Μου λένε ότι η παράσταση μάλλον θα «ανηφορίσει» στην Αθήνα.
Αλλά έχετε, ως τότε, υπομονή;
11.01.2001, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Το τέταρτο κουδούνι», Τα Νέα
-
Έρχονται οι «Ρομαντικοί»
Παγιδευμένοι από τη φαντασία τους και την επιθυμία να ζήσουν έξω από τα καθιερωμένα, ο Περσινέ και η Σιλβέτ σκαρφαλώνουν στον τοίχο που χωρίζει τις αυλές των σπιτιών τους, μυστικά, αφού οι γονείς τους – δυο γέροι έξυπνοι και γελοίοι – θεωρούνται άσπονδοι εχθροί. Έχοντας κάνει πρεμιέρα τον περασμένο Δεκέμβριο στο «Επίκεντρο» της Πάτρας, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, από το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο της πόλης, «Οι Ρομαντικοί» του Εντμόν Ροστάν ανεβαίνουν από σήμερα για λίγες παραστάσεις στο Θέατρο «Πορεία». Άπαιχτο στη χώρα μας, παρά τη δημοτικότητα που κατέκτησε ο συγγραφέας του από το μεταγενέστερο «Σιρανό ντε Μπερζεράκ», το έργο ακροβατεί ανάμεσα στις δραματικές και τις κωμικές καταστάσεις, τον ρεαλισμό και μία τολμηρή σύλληψη του κόσμου – όπως ακριβώς οι δύο έφηβοι ισορροπούν τις νύχτες στον τοίχο που χωρίζει το πάρκο των Μπεργκαμέν από εκείνο των Πασκινό.
«Ήμουν στο Λονδίνο όταν ο Στάθης μου πρότεινε τον ρόλο του Περσινέ» λέει στο «Βήμα» ο Αλέξανδρος Λογοθέτης «και πρωτοδιάβασα το έργο στα αγγλικά. Έξυπνο σαν ιδέα, με αφορούσε. Όταν αρχίσαμε τις πρόβες ανακάλυψα ότι η έμμετρη μετάφραση του Στρατή Πασχάλη ήταν ένα από τα πιο ωραία κείμενα που είχα διαβάσει. Με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι η ποίηση είναι κάτι που χρειάζεται να ανακαλύψω ξανά». Δεύτερη συνεργασία του αυτή με το Στάθη Λιβαθινό – είχε προηγηθεί η «Περιπέτεια» της Μαρίνας Τβετάγεβα – και η «μόνη μου αντίρρηση ήταν ότι έπρεπε να υποδυθώ και πάλι έναν δεκαεπτάχρονο». Στα τριάντα του χρόνια σήμερα, ο Αλέξανδρος Λογοθέτης, με μία διετή θητεία στον θεατρικό κόσμο του Λονδίνου – «υπάρχουν πράματα τα οποία η ελληνική θεατρική εκπαίδευση αγνοεί και αυτά ήταν που αναζήτησα εκεί» -, έχει συνεργαστεί με τον Γιώργο Μιχαηλίδη και τον Πέρη Μιχαηλίδη στο θέατρο, με τον Δημήτρη Ινδαρέ και τον Βασίλη Μπουντούρη – διακρίθηκε με το κρατικό βραβείο α΄ αντρικού ρόλου για την ταινία «Μπίζνες στα Βαλκάνια» – στο κινηματογράφο. «Έκανα και αρκετή τηλεόραση στα πρώτα χρόνια μετά την αποφοίτησή μου, αλλά σταμάτησα το 1993. Δεν μπορώ να πηγαίνω στο στούντιο και να έχω διαβάσει το σενάριο το προηγούμενο βράδυ, δεν μου αρέσουν τα ξεπετάγματα. Από την άλλη, η υπερβολική έκθεση δεν κάνει καλό και εγώ αποφάσισα να κρατήσω τις δυνάμεις μου για το θέατρο και τον κινηματογράφο, ότι με άλλα λόγια με ενδιαφέρει περισσότερο», καταλήγει ο ηθοποιός.
02.02.2001, Αρφαρά Κάτια «Έρχονται οι Ρομαντικοί», Το Βήμα
-
Η Πάτρα εθνικό κέντρο πολιτισμού
[…] στο «Επίκεντρο» «Οι Ρομαντισμοί», άγνωστο έργο του Εδμόνδου Ροστάν, σε μια εξαιρετική παράσταση νέου σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινού (από τις μεγαλύτερες ελπίδες του θεάτρου μας) και πέντε ηθοποιών που ισάξια κερδίζουν το ενδιαφέρον του θεατή: Μπάμπης Γιωτόπουλος, Γιάννης Κυριακίδης, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Δέσποινα Κούρτη και ο αμίμητος Τάσος Γιαννόπουλος.
04.02.2001, Αγγελικόπουλος Βασίλης «Η Πάτρα εθνικό κέντρο πολιτισμού», Η Καθημερινή
-
Κορύφωση ρομαντική
Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός πήρε στα χέρια του, προσεκτικά και με σεβασμό, αλλά αποφασιστικά και με άποψη, το νεορομαντικό, ποιητικό (σε έμμετρο στίχο), με «τις ρίμες σαν αιθέρες», έργο του Εντμόν Ροστάν «Οι ρομαντικοί», ένα κείμενο του 1894, που μετέφρασε ο ποιητής Στρατής Πασχάλης, σε ένα τραγανό, γάργαρο δεκαπεντασύλλαβο και το μετέτρεψε, χωρίς σκηνοθετισμούς, σε μια συγκλονιστική παράσταση, που στις φλέβες της κυλάει αίμα ζεστό, αποδεικνύοντας, για άλλη μια φορά, ότι ξέρει, εκτός των άλλων, να διδάσκει ηθοποιούς.
23.01.2001, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Κορύφωση ρομαντική», Τα Νέα
-
Υποβολείο
«Οι ρομαντικοί» του Εδμόνδου Ροστάν στο Επίκεντρο, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Ενός σκηνοθέτη του γένους εκείνου (εν ανεπάρκεια, όλο και περισσότερο) που νοιάζεται πώς και πότε λέει ο ηθοποιός την κάθε λέξη. Που δίνει υπόσταση, σάρκα και λόγο. Ανάστησε ένα κείμενο που αν το διάβαζες (έστω και στη σαρκωμένη, επίσης, μετάφραση του Στρατή Πασχάλη) δεν θα πίστευες ότι μπορεί να παρασταθεί σήμερα. Και έστησε με αυτό μία από τις πιο γοητευτικές παραστάσεις που είδαμε φέτος. Πανελληνίως! Με πέντε «απογειωμένους» ηθοποιούς. Οφείλουν να την ταξιδέψουν πολύ αυτή τη παράσταση.
21.01.2001, Αγγελικόπουλος Βασίλης «Υποβολείο», Η Καθημερινή