Πριν την αποχώρηση – Τόμας Μπέρνχαρντ

1999

Εταιρία Θεάτρου Πράξη

Έναρξη: 26 Νοεμβρίου 1999

 

[…] Γραμμένο το 1979, το «Πριν την αποχώρηση» διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια ενός «επικίνδυνου» απογεύματος. Βασικοί ήρωες, ένας πρώην ναζιστής αξιωματικός που τώρα κατέχει ανώτερη δικαστική θέση (Σοφοκλής Πέππας) και οι δύο αδελφές του. Ανάπηρη και με αριστερές ιδέες η πρώτη (Αννέζα Παπαδοπούλου) βρίσκεται στον αντίποδά του, ενώ η δεύτερη (Μπέττυ Αρβανίτη) είναι μια μικροαστή με την οποία ο ήρωας έχει αναπτύξει μια μάλλον «περίεργη» σχέση. Η αναμόχλευση ενός τραυματικού παρελθόντος βγάζει στο φως σχέσεις αμαρτωλές, σχέσεις αλληλεξόντωσης, σχέσεις που κάποιες φορές καταλήγουν ως και κωμικές, αφού το γέλιο αποκαλύπτεται συχνά το μέσο που επιλέγει ο συγγραφέας ώστε να αποτυπώσει όλες τις πτυχές της πραγματικότητας. […]

 

Πηγή: Το Βήμα

Μετάφραση: Βασίλης Πουλαντζάς
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά –Κοστούμια: Γιώργος Πάτσας
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Μουσική επιμέλεια: Θοδωρής Αμπαζής
Βοηθός Σκηνοθέτη: Δημήτρης Ήμελλος
Συνεργάτης Σκηνογράφος: Τότα Πρίτσα

Διανομή

Ρούντολφ Χέλλερ, Πρόεδρος του δικαστηρίου πρώην αξιωματικός των S.S: Σοφοκλής Πέππας
Βέρα, αδελφή του Χέλλερ: Μπέττυ Αρβανίτη
Κλάρα,  αδελφή του Χέλλερ: Ανέζα Παπαδοπούλου

 

  • Η γοητεία του (γερμανόφωνου) θεάτρου και η αδυναμία του

    Το γερμανόφωνο θέατρο πάντοτε είχε μια αδυναμία να καταπιάνεται με θέματα κοινωνικά και ιστορικά. Οι συγγραφείς που καθόρισαν την εξέλιξη του – Λέσινγκ, Γκέτε, Σίλερ (18ος αι.), Κλάιστ, Μπίχνερ, Χάουπτμαν (19ος αι.), Μπρεχτ, Κάιζερ, Βάις, Χάντκε, Κρόετζ, Ράινσαγκεν, Ροθ, Ντορστ, Μπέρνχαρντ (20ός αι.) – ήταν πάντα έτοιμοι να δεχτούν την πρόκληση αυτή. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αντιμετώπισαν τη σκηνή σαν μια δημόσια αρένα, όπου μπορούσαν να παρουσιάσουν και να κρίνουν θέματα που αφορούσαν το έθνος στο σύνολό του. Να μιλήσουν για τις κοινωνικές και ιδεολογικές δυνάμεις εκείνες, που διαμόρφωσαν τη ζωή και το πνεύμα (zeitgeist) της εποχής τους.

    Τον αυστριακό συγγραφέα Τ. Μπέρνχαρντ (1931-1989) πρωτογνωρίσαμε στην Ελλάδα το 1986 με το έργο «Η δύναμη της συνήθειας» (φεστιβάλ της Πάτρας) και στη Θεσσαλονίκη το 1995 με το έργο «Στον προορισμό» (σκην. Ν. Σακαλίδη, ΚΘΒΕ). Το «Πριν την αποχώρηση» (1979), είναι ένα έργο δωματίου, η δράση του οποίου εκτυλίσσεται σε ένα απόγευμα στο σπίτι ενός πρώην Ες – Ες, του Ρούντολφ, ο οποίος γιορτάζει κάθε χρόνο, μαζί με τις δύο του αδελφές, τη Βέρα και την ανάπηρη Κλάρα, την επέτειο των γενεθλίων του Χίμλερ.

    Μέσα σ’ αυτό το αποπνικτικό περιβάλλον, στροβιλίζονται αντικρουόμενες ιδέες και θέσεις. Εκεί μέσα διεξάγεται μια ανθρωποφαγία, ο ένας τρώει τον άλλο και η ζωή περνά κι όπου να ’ναι τελειώνει χωρίς να το πάρουν είδηση. Πνιγμένοι στις μνήμες και τα συναισθήματά τους, τα αδέλφια είναι τρεις απολιθωμένοι σκηνικοί όγκοι, απομεινάρια χρόνων αλλοτινών που η ζωή προσπέρασε και ξέρασε.

    Με το έργο αυτό, ο συγγραφέας δείχνει πως ο φασισμός δε χρειάζεται υποχρεωτικά τους εξωτερικούς χώρους. για ν’ ανθίσει. Αρκούν και λίγα τετραγωνικά του σπιτιού, αρκεί μια μικρή οικογένεια. Και είναι τα μέλη
    της οικογένειας που γίνονται τα πρώτα θύματα, εξ ου και ο οίκτος με τον οποίο ο Μπέρνχαρντ αντιμετωπίζει τα δημιουργήματά του. Δε θυμώνει, δεν τιμωρεί. Τους λυπάται, όπως τους βλέπει παγιδευμένους σε κάτι λιωμένες μνήμες, που δεν τους αφήνουν να ερωτευτούν ή να αναπτυχθούν. Φαντάσματα του χτες, σωματικές παρουσίες, νοητικές απουσίες.

    Ο Στάθης Λιβαθινός (γνώριμος στους θεατρόφιλους της Θεσσαλονίκης από την παρουσία του στη «Θεατρική Άνοιξη» 1999, με το «Κτήνος στο φεγγάρι», του Ρ. Καλινόσκι), έδειξε κι εδώ πως διαθέτει το απαιτούμενο μέτρο ευαισθησίας, για να κάνει σωστή δουλειά. Η σκηνοθεσία του μπορεί να μην είχε τίποτα το καινοτόμο, το ευφάνταστο ή το σύνθετο, είχε όμως ουσία. Αφουγκράστηκε τους εσωτερικούς ήχους του έργου και βρήκε κατάλληλους τόνους με καθαρότητα και πολλαπλές διαστρωματώσεις.

    Υπάκουοι στη γραμμή του σκηνοθέτη, οι τρεις ηθοποιοί έπαιξαν ως σύνολο και γοήτευσαν. Κορυφαίος όλων ο Σ. Πέππας, σε έναν από τους καλύτερους ίσως ρόλους της καριέρας του, κέντησε ένα πορτρέτο εύστοχο και γνήσιο. Σκάλισε το ρόλο του με το καλέμι, προσεκτικά κι έβγαλε έναν ακέραιο χαρακτήρα. Η Μπέττυ Αρβανίτη έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε και άρεσε. Η Ανέτα Παπαδοπούλου έδειξε ότι ξέρει να παίζει χωρίς να κινείται ή να μιλά. Μέγα επίτευγμα. Η μετάφραση του Β. Πουλαντζά, συντελεστής κι αυτή στην επιτυχία της παράστασης. Τα σκηνικά του Γ. Πάτσα λειτουργικά. […]

    28.05.2000, Πατσαλίδης Σάββας «Η γοητεία του (γερμανόφωνου) θεάτρου και η αδυναμία του», Αγγελιοφόρος.

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Αμαρτωλές σχέσεις

    Τη σκληρότητα και τις συνέπειες της ναζιστικής τρέλας παρουσιάζει το έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ «Πριν την αποχώρηση»

    Μια τραγωδία που αφορά την ανθρώπινη ψυχή είναι το ενδιαφέρον έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ «Πριν την αποχώρηση, το οποίο ευτυχεί στο ανέβασμά του στο «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας», τόσο χάρη στη σκηνοθετική δουλειά του Στάθη Λιβαθινού, όσο και στην υποκριτική δεινότητα των Μπέττυς Αρβανίτη, Αννέζας Παπαδοπούλοιι κπι Σοφοκλή Πέππα, που δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό.

    Πριν την αποχώρηση

    Σ’ ένα «επικίνδυνο» – όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας – απόγευμα εκτυλίσσεται το εξαιρετικά ενδιαφέρον έργο και οι ήρωες του είναι ένας πρώην αξιωματικός που πλέον κατέχει ανώτερη δικαστική θέση και οι δύο αδελφές του, που είναι τελείως διαφορετικές.

    Η πρώτη, που διατηρεί και μια «ιδιαίτερη» σχέση μαζί του, είναι μικροαστή και εντελώς προσκολλημένη πάνω του, με μιαν αρρωστημένη εμμονή, ενώ η δεύτερη ανάπηρη και με αριστερές ιδέες, αντιτίθεται σ’ αυτό που φέρουν οι δυο τους…

    Η αναμόχλευση ενός τραυματικού παρελθόντος βγάζει στο φως σχέσεις αμαρτωλές, σχέσεις αλληλοεξόντωσης, σχέσεις που φτάνουν μέσα απ’ την ακραία τραγικότητά τους να γίνουν και ακραία κωμικές…

    Το έργο πράγματι ευτυχεί στο το καλαίσθητο ανέβασμά του στο «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας», καταρχάς χάρη στην εξαιρετικά καίρια μετάφρασή του, που υπογράφει με μεράκι και δουλειά ουσίας ο Βασίλης Πουλατζάς.
    Εμπνευσμένος κι αποτελεσματικός όσο ποτέ, έχει «κεντήσει» μεταφέροντας την παραληρηματική, καταιγιστική, ρεαλιστική αλλά ταυτόχρονα και ποιητική γραφή τού τόσο ιδιαίτερου, σημαντικού Τόμας Μπέρνχαρντ.

    Ευτυχεί το έργο και χάρη στη σκηνοθετική δουλειά που ‘χει κάνει ο Σπάθης Λιβαθινός, επιτυγχάνοντας ό,τι ποιο άρτιο έχει παρουσιάσει στο σανίδι. H παράστασή του έχει ατμόσφαιρα, έχει εντάσεις και εξαιρετικούς ρυθμούς και ο ίδιος έχει δουλέψει αποτελεσματικά και με τους ηθοποιούς του.

    Ο έμπειρος Σοφοκλής Πέππας, έχοντας ψάξει πολύ, έχοντας κάνει επίμονη κι επίπονη δουλειά, υποδύεται μοναδικά τον πρώην αξιωματικό και νυν δικαστικό, τον αρρωστημένο εξουσιαστή που «κουβαλά» όλη τη σκληρότητα και την τρέλα του ναζισμού – στη μόμα και τις ίδιες τις αδελφές του φτάνοντας στην άκρατη εξουσιαστική τρέλα, δίνει αληθινό ρεσιτάλ ερμηνείας! Αξιοζήλευτη δουλειά κάνει στο πλευρά του, ενδυόμενη τη μικροαστή αδελφή του, που τρέφει για αυτόν μια αρρωστημένη αγάπη, η Μπέττυ Αρβανίτη, σε μια απ’ τις καλύτερες δουλειές που ‘χει επιτύχει τα τελευταία χρόνια. Πειστικότατη στην υποταγμένη και πλήρως εξαρτώμενη γυναίκα κερδίζει τις καλύτερες εντυπώσεις.

    Εντυπωσιακή δουλειά έχει κάνει στη δική της, ανάπηρη, αριστερών ιδεών αδελφή τους, η Αννέζα Παπαδοπούλου. Που επιτυγχάνει μια συγκλονιστική ερμηνεία. Με σπάνια εσωτερικότητα, με μοναδική αμεσότητα και με πολύ δυνατές «σιωπές» υπάρχουν στιγμές που κλέβει την παράσταση.

    09.04.2000, Μπουζιώτης Βασίλης «Αμαρτωλές σκέψεις», Έθνος

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Το παρελθόν ως παρόν

    Ένα από τα σύνδρομα ανοσίας που μας εφοδίασε ο εμβολιασμός μας από την παγκοσμιοποίηση είναι και η αηδία που προκαλεί κυρίως στους νεότερους το πολιτικό θέατρο.

    Όταν λέω πολιτικό θέατρο δεν εννοώ, βεβαίως, το προπαγανδιστικό, αυτό ήταν πιθανόν εκείνο που μας δημιούργησε την άλλη αηδία, για το δογματισμό και τη στράτευση. Γνωρίζω βέβαια πως πολιτικό είναι κάθε τι που απευθύνεται στον κοινωνικό άνθρωπο και ιδιαίτερα στον πολίτη. Με μια διευρυμένη οπτική, ακόμη και το μπουλβάρ και η φάρσα (όχι ως είδη, ως μορφές, ως αυτόνομα θεατρικά δημιουργήματα) όταν ηθελημένα προσφέρονται για αποπροσανατολισμό και χώνευση είναι πολιτικές πράξεις.

    Τα τελευταία πάντως χρόνια, όχι πολύ μακριά από τις ταπεινώσεις που υποστήκαμε από δικτάτορες και συνοδοιπορούντες ομοϊδεάτες, ίσως γιατί μετά τη μεταπολίτευση κατακλυστήκαμε από πολιτικά θεάματα και ακροάματα όχι πρώτης ποιότητας και όχι πάντα αθώα, το θέατρο μάς γύρισε την πλάτη σε κάθε θεατρική γραφή που ακόμη και υπαινικτικά προσπαθούσε να αναλύσει και να κρίνει πολιτικές πρακτικές και ιστορικά γεγονότα.

    Το είδος δεν έλειψε από τις λίγες, αλλά άγρυπνες ευρωπαϊκές σκηνές. Και ο Πίντερ στην Αγγλία με έργα υπέρ των Κούρδων και ο Ντάριο Φο στην Ιταλία και ο Γκύντερ Γκρας στη Γερμανία, πολλοί Ρώσοι μετά την περεστρόικα αλλά κυρίως ο Μπέρνχαρντ στην Αυστρία τόλμησαν, σε καιρούς επανάπαυσης, καταναλωτισμού, ευδαιμονισμού και υπαρξιακής εκκρεμότητας να γράψουν έργα ανάγοντας το προσωπικό στο πολιτικό και ερμηνεύοντας το παρόν από τις καταβολάδες του παρελθόντος.

    Στον τόπο μας υπήρξε μετά τον κορεσμό μια σαρακοστή νηστεία από πικρά, αλμυρά και ξινά εδέσματα πολιτικής θεατρικής κουζίνας.

    Οφείλουμε λοιπόν χάριτες στη Μπέττυ Αρβανίτη και τον Βασίλη Πουλαντζά που μας προίκισαν με μια σπάνια, υψηλής τάσεως, θεατρική δόση πολιτικού έργου.

    Τον Τόμας Μπέρνχαρντ δεν τον γνωρίζουμε θεατρικώς πρώτη φορά. Έχουν προηγηθεί τα «Ρίττερ, Ντάνε, Φος» (Νέα Σκηνή του Λ. Βογιατζή), «Η δύναμη της συνήθειας» (Θέατρο Άνοιξης του Γ. Μαργαρίτη), «Μινέττι» (Θέατρο Τέχνης), «Στον προορισμό» (ΚΘΒΕ).

    Για πρώτη όμως φορά γνωρίζουμε τον ωμό Μπέρνχαρντ, τον υπέροχο αναλυτή της γερμανικής και αυστριακής συμπεριφοράς. Στο έργο «Πριν την αναχώρηση» που παίζεται με κύρος, υψηλό γούστο και άρτια ψυχολογική ερμηνεία στο «Θέατρο Κεφαλληνίας», ο τολμηρός μακαρίτης πια συγγραφέας και ποιητής αποκαλύπτει ότι η γερμανική ψυχή ρέπει προς τη βία, το δογματισμό και την αιματηρή τελετή. Μέσα σε κάθε γερμανική ψυχή υπάρχει ένας μικρός Χίμλερ, Γκαίμπελς και Χίτλερ. Δεν μπορούν εκεί να ζήσουν χωρίς φαντασιώσεις, χωρίς ρατσιστική υστερία, χωρίς ιησουιτισμό (το σύμβολο του Ιησουίτη είναι το σπαθί, το οποίο στη λαβή σχηματίζει σταυρό και καταλήγει σε δίκοπο χατζάρι). Ο Μπέρνχαρντ θεμελιώνει μια θεωρία ότι το ιδεολογικό μείγμα του γερμανικού πολιτισμού είναι ο ναζισμός και ο καθολικισμός. Φαίνεται να εξαιρεί τον προτεσταντισμό που ως γνωστόν από τον Μαξ Βέμπερ αποτελεί αυτός τη μαγιά για το πνεύμα του καπιταλισμού. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.

    Πάντως τα πρόσφατα γεγονότα στην πολιτική σκηνή της Αυστρίας δικαιώνουν τον Μπέρνχαρντ, που όσο ζούσε κυνηγήθηκε από την επίσημη εξουσία αλλά και ο ίδιος απέστρεψε το πρόσωπό του έντρομος από την πλειονότητα των πολιτών της χώρας του. Είχε απαγορεύσει να παίζονται τα έργα του στην Αυστρία.

    0 Στάθης Λιβαθινός, αξιοποιώντας τη θαυμάσια σε ρυθμό και ποικιλία εικόνων μετάφραση του Πουλαντζά, έστησε μια από τις αρτιότερες παραστάσεις της τρέχουσας περιόδου. Δημιούργησε σκηνικές σχέσεις δυναμικές και υποκριτικά ρευστές, έτσι ώστε ο ψυχισμός των τριών ηρώων διαχέεται ο ένας μέσα στα όρια του άλλου. Ένα έξοχο πολυεδρικό πρίσμα η παράσταση.

    Ο Πέππας έπαιξε τον ναζί του παρελθόντος και τον νοσταλγό ναζί του παρόντος (εν ενεργεία δικαστικό) με πλησμονή μέσων. Από τον σαδισμό πέρασε στον φονικό οίστρο και κατέληξε σε ένα μανικό πανικό λυσσασμένου χοίρου. Η καλύτερή του υπόκριση.

    Η Αννέζα Παπαδοπούλου (η ανάπηρη αριστερή αδελφή – πιθανόν ο συμβολισμός της σοσιαλιστικής Γερμανίας) έξοχη παρουσία και συγκλονιστικότερη στις μεγάλες τραυματικές σιωπές. Ο ώριμος ηθοποιός γεμίζει τις σιωπές με εκρηκτική ψυχική γόμωση.

    Η Μπέττυ Αρβανίτη έπλασε τον σημαντικότερο ρόλο της πλούσιας καριέρας της. Μάθημα μέτρου, ενδοσκόπησης, μαύρου χιούμορ και σαδομαζοχιστικής υστερίας καλυμμένης κατάθλιψης.

    Ένα συνταρακτικό ψυχόδραμα πάνω στον καθημερινό φασισμό και μια παράσταση ανθολογίου.

    Ο Πάτσας σε στιγμές υφολογικής ωριμότητας.

    06.03.2000, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Το παρελθόν ως παρόν», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Καταγγελία του εσωτερικού μας ναζισμού

    Μια από τις καλύτερες φετινές παραστάσεις το έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ «Πριν (από) την αποχώρηση» σε σκηνοθεσία Στ. Λιβαθινού

    Αδέλφια. χιονίζει η νύχτα
    ακατάπαυστα
    αγκυλωτούς σταυρούς»
    Χρήστος Κουλούρης,
    «Βόρειο σέλας», 1946

    Σπεύδω να δηλώσω ότι η θεατρική εταιρεία «Πράξη» μας παρέδωσε φέτος μια εργασία ανάλογη των «Πικρών δακρύων της Πέτρα φον Καντ». Υπό την προσεκτική και πολυεπίπεδη σκηνοθετική καθοδήγηση (αλλά χωρίς τις υποκριτικές μανιέρες) του Στάθη Λιβαθινού, είδαμε μια αρτιότατη παράσταση.

    Η προσαρμοστικότητα του αμοράλ αστικού θήλεος εκπροσωπήθηκε με τη λάμψη του παρακμιακού βαμπιρισμού. της συνειδησιακής σαθρότητας και της νοσηρότητας από την έξοχη Μπέτυ Αρβανίτη. Η άτεγκτη αναπόληση του ναζιστικού εφιάλτη, η νοσταλγία του ίδιου του δίποδου Χίμλερ ως συνεργάτη καθώς και η μεταφύτευσή τους στο ψυχικό και πραγματικό θερμοκήπιο της τωρινής στέγης πραγματώθηκε, στη μαύρη εορταστική καταβύθιση και στο οικόσιτο φασιστικό παραλήρημα, από έναν ρολίστα μεγάλης αξίας, τον και πάλα λαμπρό στις κλιμακώσεις και στα ημιτόνιά του Σοφοκλή Πέππα. Τέλος, η επιθετική και νοήμων σιωπή της ανάπηρης «αριστερής» αδελφής τους που θεάται αηδιασμένη την αιμομικτική σύμπνοια των δύο όμαιμών της φασιστοειδών, κατέστη διαρκώς παρούσα και απειλητική μέσα από τις ηχηρά σιγώσες αντιδράσεις ή τα αραιότερα ξεσπάσματα της Ανέζας Παπαδοπούλου.

    Σκηνοθετική μαεστρία

    Οι τρεις τους, με μαέστρο του βάθους των λεγομένων και των υπόγειων συμπεριφορών τον σκηνοθέτη και με ιδανικό εικαστικό επιμελητή του εν ναζιστική νεοκροφανεία ασφυκτικού σαλονιού τον Γ. Πάτσα, απέδειξαν το σαφώς πιο ευανάγνωστο σ’ αυτό το έργο θεώρημα του στριφνού Αυστριακού (1931- 1989). Ο Τόμας Μπέρνχαρντ εδώ (1979) παρέχει στον Λιβαθινό την ευκαιρία να δομήσει αδιατάρακτη την παραλληλία τού έξω (ιστορικού) και έσω (ψυχικού) ναζισμού του σύγχρονου ανθρώπου χωρίς να παραβιάσει καμιά από τις δύο ισορροπίες και το καθέκαστον κλίμα τους.

    Ίσα ίσα μπορώ να πω ότι «θεατροποιείται» ατμοσφαιρικά ο φύσει δοκιμιακός Αυστριακός (σε λίγα σημεία ίσως και κάπως εξωστρεφέστερα του δέοντος) και έτσι καθίσταται νοηματικά σαφέστερο το πολύπλοκο καταστροφικό χάος του συγγραφέα. Στο άλλο του έργο, το «Ρίτερ, Ντένε, Φος» που είχαμε δει με τον Λ. Βογιατζή το 1991, οι ενδοοικογενειακές σχέσεις φρικιαστικής εξάρτησης (και πάλι τρία αδέλφια γύρω από μια καταραμένη προγονική κειμηλιοθήκη- τραπεζαρία, και πάλι η μεταξύ δύο γυναικών αδελφών, επιστροφή του αδελφού τους από την ιδρυματική κόλαση), οι σχέσεις λοιπόν εκείνες κινδύνευαν να αφομοιωθούν μέσα στην ηροστράτεια χοάνη της οριακής γλώσσας.

    Ο Μπέρνχαρντ ποθεί να καταλύσει τα πάντα – το εγώ, το λόγο. τον έρωτα, την ηθική, την ύπαρξη, την αξία της και την αξία τόσο της τέχνης όσο και της φιλοσοφίας. Αντίθετα, στο λιγότερο ερεβώδες σημερινό έργο, ο φόβος να απορροφηθεί η ίδια η θεατρική υπόσταση και τα ανθρώπινα οχήματά της από τον μηδενιστικό συνωστισμό των λέξεων ευτυχώς απομειούται αισθητά. Και τούτο, εκτός από την προαναφερθείσα καθαρότητα της σκηνοθετικής θεατροποίησης αλλά και την ίδια τη μεγαλύτερη συγγραφική νηφαλιότητα, πιστώνεται και στην έρρυθμη και λυρική μεταφραστική φυσικότητα και στο υπαρξιακό δέος της, που πέτυχε ο Βασ. Πουλαντζάς.

    Βέβαια, οι αγνοούντες τα γερμανοαυστριακά και ιδίως οι αγνοούντες την εν πολλοίς ταύτιση του Μπέρνχαρντ με τον Φιλόσοφο Βίτγκενσταϊν και τις σοπεναουρικές θεωρίες του χρήζουν άκρως φιλότιμης ποδηγέτησης για να φθάσουν στα βαθύτερα κοιτάσματα κάθε εν προκειμένω λεκτικής μονάδας ή φραστικής ενότητας.

    Ο Μπέρνχαρντ. έγκλειστος της μισανθρωπίας του και των πάντων άρρητου, της σύγχυσης που τίκτει η γλωσσική σαφήνεια και της μυστικής διάστασης, που εγκιβωτίζεται μέσα στα ορυχεία της σιωπής, θυμίζει τον «Κάσπαρ» του Χάντκε σε ολιστικό περί τον κόσμο και την ύπαρξη επίπεδο.

    Πριν από αυτή του την παράνοια που την παράγουν οι αενάως γεννώμενες αντιφάσεις που η ίδια περαιτέρω οδηγεί στην αυτοκατάλυση, ακριβώς: «Πριν (από) την αποχώρηση», ο Μπέρνχαρντ γράφει το αδυσώπητο έργο της καταγγελίας τόσο των σύγχρονων ομοεθνών του όσο και της πρόσφατης ναζιστικής ιστορίας τους. Είναι ένα έργο πέραν γλώσσας και ηθικής που όμως λειτουργεί ακόμη (1979) διά της ηθικής, διά της ιστορίας και διά της γλώσσας και υπέρ αυτών, τελικά. Είναι λοιπόν προς επιβράβευση όσοι, ξεπερνώντας την ψυχωτική οργή ενός σημαντικού αλλά άνισου συγγραφέα ενίοτε φλύαρης δομής, κρυπτικών καταγωγών και ολισθηρών αλλά και διεγερτικών διανοητικών υποστρωμάτων, κατορθώνουν να τον αναγάγουν, πέραν παντός φθηνού συρμού, σε διαυγή αφορμή μιας από τις καλύτερες φετινές αθηναϊκές παραστάσεις.

    20.02.2000, Βαρβέρης Γιάννης «Καταγγελία του εσωτερικού μας ναζισμού», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Από την πλευρά του θεατή – «Πριν την αποχώρηση»

    Μια κωμωδία της γερμανικής ψυχής στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας.

    Αν από τον τίτλο του έργου του «Πριν την Αποχώρηση» ο Αυστριακός συγγραφέας Τόμας Μπέρνχαρντ δεν αφήνει σαφή υπονοούμενα για τις προθέσεις του, ο υπότιτλος σίγουρα είναι πιο αντιπροσωπευτικός: «Μία κωμωδία της γερμανικής ψυχής». Της γερμανικής ψυχής που βγαίνει από τα συντρίμμια του πολέμου κυνηγημένη από τις ενοχές και τα φαντάσματα του αμαρτωλού παρελθόντος και παραδομένη σε ένα μέλλον όπου η καταφυγή στο ψεύδος και ο πανταχού παρών φόβος της αποκάλυψης και της τιμωρίας, δεν της αφήνει κανένα περιθώριο σωτηρίας…

    Ο Τόμας Μπέρνχαρντ, από τους σημαντικότερους συγγραφείς του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού θεάτρου, ασχολήθηκε εκτενώς με την «αρρώστια» της γερμανικής φυλής αφού και τα 18 του έργα είναι κωμικοτραγικές φάρσες εις βάρος της γερμανικής ψυχής, «αθεράπευτης» κατά τη γνώμη του, από τον πόλεμο μέχρι σήμερα. Το «Πριν την Αποχώρηση» παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 79 στο Κρατικό Θέατρο της Στουτγάρδης. Ήταν η τελευταία σκηνοθεσία του σημαντικού Γερμανού σκηνοθέτη Κλάους Πάιμαν, επιστήθιου φίλου και συνεργάτη του Μπέρνχαρντ τις δεκαετίας του 70 και ’80. Πρόκειται για έργο με έντονες πολιτικές προεκτάσεις:

    Ο τοπικός πρωθυπουργός Χανς Φίλμπινγκερ μισούσε θανάσιμα τον Πάιμαν και μάλιστα τον ανάγκασε σε παραίτηση από το Κρατικό Θέατρο της Στουτγάρδης. Λίγους όμως μήνες πριν την απομάκρυνση του Πάιμαν, τελικά ήταν ο Φίλμπινγκερ που διώχτηκε πρώτος. Έτσι το έργο «Πριν την αποχώρηση» που ανέβηκε αμέσως μετά στο Κρατικό Θέατρο, ήταν η απάντηση του Πάιμαν στον Φίλμπινγκερ και στην «άρρωστη γερμανική ψυχή του».

    Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, η πολιτική διάσταση του έργου έχει ξεθωριάσει αναδεικνύοντας άλλες διαστάσεις του. Θα λέγαμε λοιπόν ότι αποτελεί μία πολύ καλή σπουδή της ψυχοπαθολογίας του μικροαστισμού αλλά και της γερμανικής ψυχής που ξεγυμνώνεται μέσα από ένα τρίο προσώπων: Τρία αδέλφια, τρεις ισοβαρείς χαρακτήρες, που ζουν απόλυτα εξαρτημένοι ο ένας από τον άλλον, δημιουργώντας μία νοσηρή οικογενειακή κατάσταση.

    Ο Ρούντολφ Χέλερ, πρώην αξιωματικός των SS και νυν πρόεδρος του δικαστηρίου, η Βέρα, μια μικροαστή που διατηρεί αιμομικτική σχέση με τον αδελφό της, φαίνεται όμως να κρατά την ισορροπία στο τρίγωνο και η Κλάρα αριστερή στην ιδεολογία, αλλά παράλυτη από τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς, η μόνη που βλέπει και κρίνει καθαρά αλλά η καθήλωσή της στο καροτσάκι της απαγορεύει κάθε απόφαση για δράση. Κάθε 7 Οκτωβρίου, η οικογένεια γιορτάζει μυστικά τα γενέθλια του Χίμλερ, πρώην αξιωματικού των SS. Πρόκειται για μια αρρωστημένη γιορτή όπου η Βέρα και ο Ρούντολφ γίνονται νοσταλγοί ενός χαμένου παρελθόντος, αναζητώντας την παλινόρθωση του ναζισμού, υπό την καταλυτική σιωπή της Κλάρα…

    Έργο με ιδιαίτερη γραφή και καταιγιστικό διάλογο που ενίοτε φτάνει στα όρια της παράκρουσης και του παραληρήματος, το «Πριν την αποχώρηση» αποτελεί κωμωδία, στο βαθμό που κάθε τραγικός ήρωας όταν φτάνει στο απόλυτο όριο γίνεται κωμικός. Άρτιο δραματουργικά και με άριστα κεντημένες τις ανθρώπινες σχέσεις, αποτελεί πρόκληση για κάθε σκηνοθετική απόπειρα αλλά και κάθε ερμηνευτική πρακτική.

    Στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας είδαμε μία παράσταση που πραγματικά ανέδειξε με όλους τους τρόπους τις αρετές του κειμένου. Η ιδιαίτερα προσεγμένη μετάφραση του Βασίλη Πουλαντζά, οι σκηνικές επιλογές του Γιώργου Πάτσα και η εξαίρετη σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, οδήγησαν σε ρεσιτάλ ερμηνείας και τους τρεις ηθοποιούς:

    Την Μπέττυ Αρβανίτη ως αεικίνητη μικροαστή να επιδίδεται σε ακατάσχετους χείμαρρους λόγου, τον Σοφοκλή Πέππα, να παραπαίει μεταξύ της απόλυτης δύναμης και του ύστατου φόβου, χαμένος μεταξύ παρόντος και παρελθόντος και την Αννέζα Παπαδοπούλου να σχολιάζει σιωπηλά αλλά ανελέητα με το βλέμμα και τις συσπάσεις του προσώπου τα τεκταινόμενα.

    12.02.2000, Χ.Σ. «Από την πλευρά του θεατή – «Πριν την αποχώρηση», Η Αξία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Κριτική – Η Γερμανία σε τρία πρόσωπα

    Φάρσα, μαύρη κωμωδία ή σκοτεινό δράμα; Είναι τα ερωτήματα που κάνεις αμέσως βγαίνοντας από την παράσταση του έργου «Πριν την αποχώρηση» του γερμανού συγγραφέα Τόμας Μπέρνχαρντ (στο «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας»). Ο Μπέρνχαρντ δεν είναι άγνωστος στο ελληνικό κοινό. Διάφορα βιβλία του έχουν μεταφραστεί στη γλώσσα μας, ενώ αρκετά θεατρικά του έργα («Η δύναμη της συνήθειας», «Ρίτερ, Ντένε, Φος». «Μινέτι») έχουν ανεβεί από τις θεατρικές σκηνές μας.

    Συγγραφέας που μιλά για επίκαιρα θέματα, για την κοινωνία γύρω του (και συγκεκριμένα τη μετά τον τελευταίο μεγάλο πολέμο Γερμανία), πάντα με εκπληκτική τόλμη, τοποθετώντας τα πρόσωπά του σε μια ατμόσφαιρα πάντα σκοτεινή γιατί, όπως τονίζει, αυτή αντανακλά τον κόσμο στον οποίο ζούμε.

    Η ιστορία (πρωτανεβάστηκε στη Γερμανία το 1979) εκτυλίσσεται στις μέρες μας, στο σπίτι του Ρούντολφ Χέλερ, προέδρου του δικαστηρίου και πρώην αξιωματικού των Ες Ες. Πρωταγωνιστές τρία πρόσωπα, ο Ρούντολφ και οι αδελφές του Βέρα και Κλάρα, με το δράμα (ή, αν προτιμάτε, την κωμωδία) να διαδραματίζεται στη διάρκεια μιας μέρας: εκείνης των γενεθλίων του Χίμλερ. Κάθε τέτοια μέρα, ο Ρούντολφ επιστρέφει στο σπίτι του, φορά τη στολή των Ες Ες και γιορτάζει τα γενέθλια του αρχηγού του.

    Συνεργάτης στο «παιχνίδι» του αυτό η Βέρα, η οποία, παρ’ όλο που φαίνεται να έχει συναίσθηση της πραγματικότητας, προτιμά να του κάνει το χατίρι.

    Αντίθετα, η Κλάρα, πρώην κομμουνίστρια που τώρα βρίσκεται στην αναπηρική καρέκλα, αρνείται να υποκύψει, προσπαθώντας να κάνει τους άλλους δύο να ξυπνήσουν.

    Πίσω από τα τρία αυτά πρόσωπα αισθάνεται κανείς το πρόσωπο της ίδιας της Γερμανίας: εκείνης της ακροδεξιάς που ζει στις ναζιστικές δόξες του παρελθόντος (στο πρόσωπο του Ρούντολφ), εκείνης των χριστιανοδημοκρατών, που προσπαθεί να συμβιβάσει το παλιό με το καινούριο (Βέρα) κι εκείνης της αριστεράς που, ανήμπορη να κάνει τίποτα, περνά τον καιρό της σε κενές μεγαλοστομίες.

    Ο Μπέρνχαρντ πάει κατευθείαν στο στόχο. Με ειλικρίνεια, τόλμη, οξυδέρκεια και (πικρόχολο συχνά) χιούμορ ξύνει πληγές που σίγουρα ενόχλησαν αρκετούς συμπατριώτες του. Μπορεί κάποιες σκηνές του να επιμένουν περισσότερο από όσο τις αντέχει κανείς, αλλά καταλαβαίνουμε την επιμονή του να μιλήσει γι’ αυτά που έβλεπε να συμβαίνουν γύρω του (η ιστορία ήταν εμπνευσμένη από την αποκάλυψη ότι ο τότε δεξιός πρωθυπουργός της Γερμανίας, ως δικαστής του ναυτοδικείου, στη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος, είχε στείλει πολλούς στο θάνατο).

    Τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του έργου έδωσε με τον πιο άμεσο τρόπο η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού. Από τα σκηνικά και κοστούμια του Γιώργου Πάτσα και τους φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου μέχρι (και πάνω απ’ όλα) τις πολύ καλές ερμηνείες: του Σοφοκλή Πέππα, πραγματική αποκάλυψη, στο ρόλο του Ρούντολφ, της Ανέζας Παπαδοπούλου (άλλης αποκάλυψης), στο ρόλο της Κλάρας, αξιολύπητη στην αναπηρική της καρέκλα, που αγωνίζεται, χωρίς αποτέλεσμα, ν’ αλλάξει την πορεία των γεγονότων, και, βέβαια, της Μπέττυς Αρβανίτη, σίγουρης στο ρόλο της Βέρας, της πρακτικής γυναίκας που προσπαθεί να βρει τη χρυσή τομή σε πράγματα και καταστάσεις που δεν συνταιριάζουν.

    01.01.2000, Μικελίδης Νίνος Φένεκ «Κριτική – Η Γερμανία σε τρία πρόσωπα», Ελευθεροτυπία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μια «κωμωδία γερμανικής ψυχής» από την «Πράξη»

    «Δεν είμαι συγγραφέας, είμαι ένας άνθρωπος που γράφει». Ο Τόμας Μπέρνχαρντ, συνήθιζε να απλοποιεί τη δουλειά του συγγραφέα που ήταν. Όπως κι εκείνη του δημιουργού που έχει να παλέψει με τις λέξεις και τα νοήματα. Πολυγραφότατος, με μια γραφή ιδιαίτερα ιδιοσυγκρασιακή, καταιγιστική και παραληρηματική μαζί, ο Αυστριακός συγγραφέας, έχει ελάχιστα παρουσιαστεί από τη δική μας θεατρική σκηνή.

    Ήταν το ’91. όταν με εξαιρετική επιτυχία η Νέα Σκηνή του Λευτέρη Βογιατζή, φιλοξένησε το δικό του «Ρίττερ, Ντένε, Φος». Τρία χρόνια αργότερα το Θέατρο Τέχνης, έδωσε τη δική του εκδοχή για το «Μινέττι». Φέτος, για τα δέκα χρόνια από τον θάνατό του, η Θεατρική Εταιρεία «Πράξη», προτείνει από τη σκηνή του θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας το «Πριν την αποχώρηση». Ένα έργο που γράφτηκε το ’79 κι ανέβηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο της Στουτγκάρδης, σε σκηνοθεσία Κλάους Πάυμαν.

    «Μια κωμωδία γερμανικής ψυχής» είναι για τον ίδιο τον Μπέρνχαρντ το έργο του. Με αφορμή τη συνάντηση ενός πρώην ναζί με τις δύο αδελφές του προκειμένου να γιορτάσουν κρυφά μια επέτειο, ο συγγραφέας διαπραγματεύεται θέματα που αγγίζουν γοητευτικά το σήμερα. «Το έργο όπως και η παράσταση », λέει η Μπέτυ Αρβανίτη η οποία ερμηνεύει τη μια από τις δύο αδελφές, «δεν στέκονται στο θέμα ναζισμός. Μέσα από την οικειότητα που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας, ο Μπέρνχαρντ, δείχνει το βάθος των ανθρωπίνων σχέσεων αλλά και τις συγκρούσεις τους».

    Θρίλερ, κωμωδία ή δράμα; Το «Πριν την αποχώρηση», είναι ένα έργο που συμπυκνώνει όλα αυτά μέσα του. Κι αυτό, όπως εξηγεί η Μπέτυ Αρβανίτη οφείλεται στην «παραληρηματική, συνειρμική γραφή του αλλά και στις σχεδόν απρόσμενες ανατροπές με τις οποίες μας αιφνιδιάζει ο συγγραφέας του».

    Η Μπέτυ Αρβανίτη καταπιάνεται για πρώτη φορά με τον Μπέρνχαρντ. Η αγωνία της είναι έκδηλη αφού το έργο απαιτεί από το τον ηθοποιό ετοιμότητα και ενάργεια. Μέσα στο εξαιρετικά κομψό αλλά και λειτουργικό σκηνικό του Γιώργου Πάτσα, η Μπέτυ Αρβανίτη μαζί με την Ανέζα Παπαδοπουλου και τον Σοφοκλή Πέππα, θα μοιραστούν με το κοινό τους, στιγμές από ένα «επικίνδυνο» απόγευμα. Τ ο τραυματικό παρελθόν βρίσκει τον τόπο του για να συναντήσει το παρόν και οι ήρωες του Μπέρνχαρντ, έρχονται αντιμέτωποι με τις σχέσεις τους: αμαρτωλές, ενοχικές, θυμωμένες.

    Σχέσεις που αναπαριστώνται επί σκηνής και «καθρεφτίζονται» σαν σε ασπρόμαυρο φόντο. Είναι τα είδωλά τους μέσα στον μεγάλο πίνακα – καθρέφτη που καλύπτει το βάθος της σκηνής του Κεφαλληνίας. Ο καλός και άκρως ενδιαφέρων για τις θεατρικές του καταθέσεις, σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός, συνεργάστηκε στενά με τους ηθοποιούς του, για το χτίσιμο της παράστασης.

    Μιας παράστασης που φαίνεται ότι θα μας δώσει την ευκαιρία να γνωρίσουμε μια « διαφορετική » αν θα μπορούσαμε να πούμε Μπέττυ Αρβανίτη. Η «γκραν νταμ», έδωσε τη θέση της, σε μια ώριμη γύρω στα πενήντα γυναίκα. Κι η ηθοποιός απαλλαγμένη από κάθε «στυλιστική διάθεση», ελεύθερη, διαπραγματεύεται έναν ρόλο διαφορετικό από εκείνους που μέχρι τώρα την έχουμε συνηθίσει.

    28.11.1999, Αδαμοπούλου Μαρία «Μια «κωμωδία γερμανικής ψυχής» από την Πράξη». Η Αυγή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Κωμωδία της γερμανικής ψυχής

    Κάθε σήμερα βράδυ, σας το λέω, εκεί απέναντι στο θέατρο θα παιχτεί, είτε το πιστεύετε είτε όχι, μια κωμωδία. Μια αληθινή κωμωδία», λέει ο Τόμας Μπέρνχαρντ, που όλα τα θεατρικά του κινούνται ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό. Έτσι, είκοσι χρόνια μετά το πρώτο επεισοδιακό ανέβασμα του έργου «Πριν από την αποχώρηση» στη Στουτγάρδη της Γερμανίας από τον σκηνοθέτη Κλάους Πάιμαν, δέκα χρόνια από τον θάνατο του Τόμας Μπέρνχαρντ αλλά και ταυτόχρονα με την τωρινή παρουσίασή του στο Μπουργκτεάτερ της Βιέννης με τους ίδιους συντελεστές της πρώτης παράστασης, το θεατρικό αυτό έργο που θεωρείται από τα σημαντικότερα του συγγραφέα ανεβαίνει και στην Αθήνα: Στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας (Πέμπτη, 25 Νοεμβρίου) που επιμένει πάντα σε ένα πρωτοποριακό και εξαιρετικά ενδιαφέρον ρεπερτόριο. Το «Πριν από την αποχώρηση» που γράφτηκε το 1979, είναι το τρίτο έργο του συγγραφέα που παρουσιάζεται στο αθηναϊκό κοινό.

    Έχουμε ήδη δει το «Ρίτερ, Ντένε, Φος» από τη Νέα Σκηνή του Λευτέρη Βογιατζή, αλλά και το «Μινέτι» από το Θέατρο Τέχνης. Πεζά του Μπέρνχαρντ έχουν κυκλοφορήσει από τέσσερις διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους, ενώ η περίφημη «Αυτοβιογραφία» του κυκλοφόρησε το 1998 από τις εκδόσεις «Εξάντας» και εμπεριέχει το απαύγασμα της σκέψης του.

    Χωρίς πρότυπό

    Ο Τόμας Μπέρνχαρντ δεν είχε ποτέ του πρότυπο γιατί δεν ήθελε να έχει. Ήθελε να είναι πάντα μόνος με τον εαυτό του κι έγραψε μόνον όσα ο ίδιος σκέφτηκε ή παρατήρησε. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα (1931-1989), σημάδεψε με τη γραφή του την αυστριακή λογοτεχνία αλλά και την ευρύτερη γερμανική, προκάλεσε πολλές φορές την αμνήμονα πολιτική ηγεσία της πατρίδας του, αποθεώθηκε από την κριτική και το κοινό γιατί ήταν πάντα ένα ασυμβίβαστο και ελεύθερο πνεύμα. Υπέστη κατά καιρούς πολλές δικαστικές διώξεις εξ αιτίας των έργων του, είχε την τόλμη να απαγορεύσει τη χρήση τους από το αυστριακό κράτος, υποδεικνύοντας έτσι τα επικίνδυνα φασιστικά κατάλοιπα που υπάρχουν και δρουν εκεί. Άλλωστε τα καταδεικνύει και στο έργο του «Πριν από την αποχώρηση» που αρχίζει ένα «επικίνδυνο» απόγευμα, όταν ένας πρώην Ναζί (Σοφοκλής Πέππας) με τις δύο αδελφές του (Μπέττυ Αρβανίτη και Ανέζα Παπαδοπούλου) γιορτάζουν κρυφά μια επέτειο. Η αναμόχλευση ενός τραυματικού παρελθόντος φέρει στο φως σχέσεις αμαρτωλές, σχέσεις αλληλοεξόντωσης, σχέσεις που είναι έως και κωμικές. Ο ίδιος ο συγγραφέας άλλωστε δίνει στον υπότιτλο το στίγμα του έργου: «Μια κωμωδία της γερμανικής ψυχής». Και πράγματι, ο Μπέρνχαρντ καταφέρνει μέσα από αυτό το έργο να φωτίσει τον πυρήνα της.

    Συνεχείς ανατροπές

    Έργο εξαιρετικά επίκαιρο και σύγχρονο, έμμεσα πολιτικό, κατά την Μπέττυ Αρβανίτη, προκλητικό για τους ηθοποιούς αλλά και το κοινό, αφού ο συγγραφέας του χρησιμοποιεί τις συνεχείς ανατροπές όπως ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή. «Ο δαιμονικός Μπέρνχαρντ μέσα από λεπτομέρειες καταφέρνει να φωτίσει και να αποκαλύψει όλο τον ανθρώπινο ψυχισμό. Σ’ αυτό το έργο συνυπάρχουν το δράμα με την κωμωδία, ο σαρκασμός με την ποίηση, το χιούμορ με την φαντασία. Με εξυπνάδα φτάνει στο βάθος του ανθρώπινου πυρήνα χωρίς να κοροϊδεύει ή να ναρκισσεύεται. Και στο συγκεκριμένο έργο η δράση έχει ως επίκεντρό της την οικογένεια που αποτελεί ένα από τα λάιβ – μοτίβ του συγγραφέα που συναντάμε και σε άλλα έργα του. Μέσα από το κλίμα της οικειότητας καταφέρνει να αποκαλύψει όλους τους μηχανισμούς της εξάρτησης και αλληλοεξόντωσης μεταξύ των τριών αδελφών. Την τεχνική του μπορώ να την παρομοιάσω με τις δεσμίδες φωτός που ρίχνει ένας φακός στο σκοτάδι. Καταφέρνει πάντα να φωτίσει μόνο κάποιες λεπτομέρειες. Ουσιαστικές όμως. Αυτές που τελικά αποκαλύπτουν όχι μόνο τις ανθρώπινες λειτουργίες αλλά και τις κοινωνικές. Το στοιχείο όμως που κάνει το έργο ιδιαίτερα επίκαιρο είναι η αποκάλυψη ότι εδώ οι διάφοροι «…ισμοί» αλλάζουν, το περιεχόμενό, είτε μικροαστικό είτε ναζιστικό, μένει πάντοτε τραγικά ή κωμικά το ίδιο».

    Η ίδια αισθάνεται ότι ερμηνεύει έναν ρόλο που δεν έχει ξαναπαίξει, κάτι απόλυτα διαφορετικό, όπως άλλωστε και ο Σοφοκλής Πέππας. Όσο για την Ανέζα Παπαδοπούλου στην τέταρτη αθηναϊκή της παρουσία θα πρέπει να αισθάνεται τυχερή. Πάντως, και οι τρεις δουλεύουν σκληρά εδώ και πολλούς μήνες υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Στάθη Λιβαθινού. Γιατί, όπως παρατηρεί η Μπέττυ Αρβανίτη, «είναι ένας συγγραφέας που πρέπει να τον υπηρετείς απόλυτα.

    Αν και σου παρέχει κάποιες ελευθερίες, ωστόσο πρέπει να ακολουθείς το πνεύμα και το γράμμα του. Δεν μπορείς να ξεμπερδέψεις πολύ εύκολα μ’ αυτόν». Τη μετάφραση υπογράφει ο Βασίλης Πουλαντζάς, ενώ τα σκηνικά και τα κοστούμια ο Γιώργος Πάτζας.

    21.11.1999, Κουνενάκη Πέγκυ «Κωμωδία της γερμανικής ψυχής», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Το γέλιο ως καγχασμός: Η πολύ καλή παράσταση «Πριν την αποχώρηση» στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας

    Κάτω από τον τίτλο του θεατρικού έργου «Πριν την αποχώρηση», ο Τόμας Μπέρνχαρντ (1931-1989), ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού θεάτρου συμπληρώνει τον υπότιτλο «Μια κωμωδία της γερμανικής ψυχής».

    Απ’ αυτόν ξεκινούν και σ’ αυτόν καταλήγουν, νομίζω, όλοι οι ερμηνευτικοί άξονες του έργου. Παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 1979 στο Κρατικό Θέατρο της Στουτγάρδης. Ήταν η τελευταία σκηνοθεσία του σημαντικού Γερμανού σκηνοθέτη και φίλου του Μπέρνχαρντ, Κλάους Πάιμαν, που ο τότε πρωθυπουργός του Μπάντεν-Βίρτενμπεργκ, ο δεξιός Φίλμπινγκερ, θεωρούσε επικίνδυνο, συμπαραστάτη των τρομοκρατών της ομάδας Μπάαντερ-Μάινχοφ. Ο Πάιμαν εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, αλλά λίγους μήνες πριν την οριστική αποχώρησή του, ο Φίμπινγκερ απομακρύνθηκε κακήν κακώς γιατί αποκαλύφθηκε ότι τον καιρό του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου είχε στείλει πολλούς ανθρώπους στο θάνατο. Στο Κρατικό της Στουτγάρδης ήθελαν ένα έργο σχετικό με την περίπτωση Φίλμπινγκερ. Το «Πριν την αποχώρηση» έφτασε την κατάλληλη στιγμή. Η μικρή αυτή ιστορία συνδέει την καλλιτεχνική δημιουργία με το παρόν μιας κοινωνίας ακόμη δέσμιας του κολασμένου παρελθόντος της.

    Στη γερμανική επικράτεια, η έννοια της ενοχής, σύμφυτη με τη γερμανική ψυχοσύνθεση αλλά και καλά εμπεδωμένη μέσα από την προτεσταντική εκδοχή του χριστιανισμού, πήρε διαστάσεις συλλογικού ψυχωτικού φαινομένου μετά το τέλος του Β’ Πολέμου. Άνθρωποι που πολέμησαν ή συμμετείχαν από περισσότερο ή λιγότερο υπεύθυνες θέσεις στα τρομακτικά εγκλήματα βρέθηκαν να συνεχίζουν τη ζωή τους και μάλιστα από θέσεις εξουσίας. Μια απίστευτου μεγέθους επιχείρηση κουκουλώματος εις βάθος του παρελθόντος λειτούργησε, αναγκαία ίσως για να συνεχιστεί η ζωή, αποτρόπαιη όμως στην υποκρισία της. όπως και στην αναπαραγωγή ψεύτικων άλλοθι νομιμότητας. Η χρόνια, μεθοδική προσπάθεια εξαφάνισης του παρελθόντος, η συνειδητή καταφυγή στο ψεύδος και ο πάντα παρών φόβος της αποκάλυψης και της τιμωρίας, ενέτειναν με τη σειρά τους τα φαινόμενα διαφόρων μορφών ψυχοπάθειας.

    Ο Τόμας Μπέρνχαρντ διαχώρισε τη θέση του από την αρρώστια, εμβολιασμένος και ο ίδιος από το μικρόβιό της, γράφοντας γι’ αυτήν. Με τα κείμενά του μίλησε για τα ανομολόγητα ψεύδη, για τις ελαστικές συνειδήσεις, για την ατομική ευθύνη στη συγκάλυψη και στην αποδοχή τού Κακού. Έγραψε για την τραγωδία όσων βλέπουν σε ένα έθνος τυφλών αλλά και για την κωμωδία των τυφλών που νομίζουν πως βλέπουν. Για τη βλακεία, την απελπισία, το θάνατο στην κυριολεκτική και μεταφορική εκδοχή του. Για τα εγκλήματα των ενηλίκων ενάντια στις απροστάτευτες παιδικές ψυχές και στην καταστροφική δύναμη της οικογένειας στη διαμόρφωση της προσωπικότητας προβληματικών ενηλίκων. Στο θέατρο του κόσμου, κρατάει τον ρόλο του τρελού. Ανάμεσα στα ανθρωπιστικά ιδεώδη και την απελπισία.

    Στα πεζά του, ο λόγος του δεν θα μπορούσε παρά να υιοθετήσει τη μορφή του εκτεταμένου εσωτερικού μονολόγου. Της πηγαίας ροής της σκέψης, που δεν υποτάσσεται σε κανόνες στίξης, και μάλιστα της εμμονοληπτικής ή και ψυχωτικής, που φλερτάρει με την ιδέα της επιτυχούς λεκτικής διατύπωσής της. Αποδομεί τον λόγο, χρησιμοποιεί διάφορα αφηγηματικά τεχνάσματα, ενδιαφέρουσα τόσο για τη λογοτεχνική όσο και την φιλοσοφική αξία τους. Τα κείμενά του διατηρούν σχέσεις μεταξύ τους, θέματα και πρόσωπα του ενός ξαναβρίσκουμε σε άλλο, σχήματα που συναντάμε σ’ ένα θεατρικό έργο του, επανέρχονται σε κάποιο επόμενο. Το θέατρο υπήρξε χώρος προσφοράς για τις συγγραφικές επιδιώξεις του Μπέρνχαρντ γιατί παρακολουθώντας μια παράσταση, το κοινό δεν μπορεί παρά να κοιταχτεί στον καθρέφτη που του στήνει επί σκηνής ο συγγραφέας. Περαιτέρω, γράφοντας για το θέατρο και κρατώντας σε απόσταση το εγώ του απ’ την αφήγηση, μπόρεσε να μιλήσει με διαφορετική άνεση για το θέατρο του κόσμου, να εξετάσει τις λεπτές διαφορές μεταξύ τραγικού και κωμικού, να παίξει με την έννοια της θεατρικότητας μέσα από σχέσεις που μοιάζουν αληθινές.

    Στο «Πριν την αποχώρηση» συναντάμε το τριαδικό σχήμα, με τα τρία αδέλφια που ζουν απόλυτα εξαρτημένα από το δαίμονα του οίκου του; (το ξαναβρίσκουμε στο μεταγενέστερο «Ρίτερ, Ντένε, Φος», 1984). Είναι κωμωδία με τον ίδιο τρόπο που είναι κωμωδίες τα έργα του Τσέχωφ – δηλαδή ως αντιστραμμένες τραγωδίες. Ο αυθεντικά κωμικός ήρωας, όπως και ο τραγικός, κινείται στις παρυφές του μηδενός του, βιώνει τη βαθύτατη ερημιά του. «Το όριο του κωμικού πυθμένος ενέχει τραγικότητα. Διότι σε οποιοδήποτε αυθεντικό όριο, κορυφαίο ή πυθμαίο, τίθεται υπό ερώτηση το σύνολο της ανθρώπινης ύπαρξης, έναντι του κόσμου και έναντι της υπερβάσεως. Οπότε η ανθρώπινη ύπαρξη ωθείται προς την παρυφή του μη νοήματος και εκεί καθίσταται τραγική» (Χρ. Μαλεβίτση, «Περί τραγικού»).

    Το «Πριν τη αποχώρηση» είναι έργο σοφό, άρτιο δραματουργικά, με σύνθετες όσο και άριστα σχεδιασμένες σχέσεις, με πρόσωπα πολυδιάστατα που έχουν ενδιαφέρον τόσο ως ατομικές περιπτώσεις όσο και στις κοινωνικές αναφορές τους, με λόγο που μεταφέρει πλήθος διαφορετικών, συχνά αντίθετων μεταξύ τους, αισθημάτων και σε μια χρονική στιγμή που τα πρόσωπα βρίσκονται σε οριακή ισορροπία. Κάθε 7 Οκτωβρίου ο πρώην αξιωματικός των SS και νυν αξιοσέβαστος πρόεδρος του δικαστηρίου Χέλερ, γιορτάζει μυστικά τα γενέθλια του Χίμλερ. Η ναζιστική περίοδος γίνεται πεδίο αρρωστημένης νοσταλγίας από τον ίδιο και τη Βέρα, με την οποία διατηρεί αιμομικτική σχέση. Η Βέρα κατέχει την κορυφή του τριγώνου που σχηματίζουν τα αδέλφια, αυτή που συγκρατεί την παρακμή στην, ενίοτε μακροχρόνια, κατάσταση σταθερότητας πριν την τελική πτώση. Η άλλη αδελφή είναι παράλυτη, στο αναπηρικό καροτσάκι -σα να λέμε ο Εβραίος της οικογένειας. Η ευφυΐα του Μπέρνχαρντ προέβλεψε η αναπηρία της Κλάρας να έχει προέλθει από βομβαρδισμό των Αμερικανών, άρα η ίδια υπήρξε θύμα πολέμου και μ’ αυτή την ιδιότητα βοήθησε την οικογένειά της να επανενταχθεί στη μεταπολεμική «ειρηνική» συνθήκη. Είναι η μόνη που βλέπει τα πράγματα καθαρά, που κρίνει και αηδιάζει -αλλά δεν μπορεί να κουνηθεί. Συχνά-πυκνά τα τρία πρόσωπα αναφέρονται στους γονείς τους, από τους οποίους ξεκινά η ψυχοπαθογένειά τους.

    Η ιστορία δεν είναι καθόλου κωμική, καθώς βλέπετε. Αλλά ο Μπέρνχαρντ υπονομεύει την τραγωδία έντεχνα, με σκηνές και λόγια που σχολιάζουν το παρελθόν. Όταν π.χ. η Βέρα, για τον ναζί εορτασμό, δοκιμάζει το παιδικό της χτένισμα. Ισορροπεί τη μεγάλη σε έκταση πρώτη πράξη των γυναικών, με δύο μικρότερες στις οποίες πρωταγωνιστεί ο Χέλερ, ένα νευρόσπαστο ενοχών, που λέει ανοησίες και λίγο προτού συνταξιοδοτηθεί καταρρέει.

    Το εξαιρετικό έργο, που παρουσιάζεται στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, ανέδειξε η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού. Γνωρίζοντας καλά πώς να διδάσκει ηθοποιούς και έχοντας στη διάθεσή του τρεις έμπειρους ηθοποιούς που χρόνια τώρα καταγίνονται με το καλό θέατρο, απέσπασε εξαιρετικές ερμηνείες. Η Αννέζα Παπαδοπούλου ερμήνευσε την ανάπηρη Κλάρα με την απελπισία της κραυγής που δεν μπορεί να ακουστεί. Η Μπέττυ Αρβανίτη ερμήνευσε έξοχα το δύσκολο ρόλο της Βέρας, ναζί φιγούρας, που κατορθώνει να ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού, πρόστυχη στην υποκριτική καθώς πρέπει εμφάνισή της και στον πάντα υπολογισμένο λόγο της.

    Ο Σοφοκλής Πέππας έδωσε όλες τις διαστάσεις του σύνθετου ρόλου του, του ναζί που τρέμει τον ίσκιο του. Ήταν το έντρομο ανθρωπάκι που παραπαίει κωμικά μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Αλλά πόσο αστείος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που δικάζει άλλους ανθρώπους, όταν φέρει μέσα του τόσο μίσος; Ο Μπέρνχαρντ δεν απαντάει, προφανώς και ο ίδιος τρομαγμένος, αλλά βάζει τον ήρωα, να πεθαίνει αβοήθητος φορώντας τη στολή των SS. Ένα λεπτό πριν, μεθυσμένος (ο Σ. Πέππας έδωσε ίσως την καλύτερη ερμηνεία ανδρός σε κατάσταση μέθης που έχω δει), είχε απειλήσει να σκοτώσει με το στρατιωτικό περίστροφο τις αδελφές του. Το γέλιο είναι καγχασμός.

    Η εξαιρετική μετάφραση του έργου έγινε από τον Βασίλη Πουλαντζά. Το σκηνικό με τον σιδερένιο τοίχο (το κελί και το στρατόπεδο έχουν μεταφερθεί στο παρηκμασμένο, βρώμικο αστικό σαλόνι) είναι του Γιώργου Πάτσα. Οι μουσικές επιλογές του Θοδωρή Αμπαζή και οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου ανέδειξαν τις αμφίσημες ατμόσφαιρες συνδράμοντας ουσιαστικά στην επιτυχημένη σκηνοθεσία.

    15.01.2000, Καλτάκη Ματίνα «Το γέλιο ως καγχασμός: Η πολύ καλή παράσταση «Πριν την αποχώρηση» στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας», Επενδυτής

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μυστική επώασις

    Η γνωριμία μας με το άπαιχτο στην Ελλάδα έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ «Πριν την αποχώρηση», που παρουσιάζεται σε μια εξαιρετικά προσεγμένη παράσταση στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας είναι κέρδος σε κρίσιμες εποχές απολιτικής απάθειας.

    Ο Μπέρνχαρτ ανατέμνει τον κόσμο της μεταπολεμικής διαλλαγής βάζοντας το νυστέρι στο προ εικοσαετίας γερμανοαυστριακό περιβάλλον της αμφιβόλου καθάρσεως. Γράφει ένα μικρό δράμα για την παραγωγή και συντήρηση του καθημερινού φασισμού θεωρώντας τη φασιστική ιδεολογία στο πλαίσιο ενός οικογενειακού μικρο-μοντέλου κοινωνίας και εκθέτοντας την ως διαστροφή, που επωάζεται μέσα σ’ έναν πνευματικό λαϊκισμό εύκολης αποδοχής ή ανοχής, ιδανικό θερμοκήπιο εντός του οποίου εκτρέφεται ή συντηρείται μέσα στις στάχτες του φοίνικα ο μείζων κοινωνικός και πολιτικός φασισμός.

    Με ιδεολογική αφετηρία τη μπρεχτική ανάλυση αναλόγων θεμάτων και γραφή γονιμοποιημένη από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και εμβολιασμένη με τον στριντμπεργκικό κόσμο του αβυσσαλέου ψυχικού σπαραγμού και την τραγικότητα του τσεχωφικού κλίματος, αφομοιώνει τις διακριτές επιρροές σ’ ένα έργο προσωπικής αγωνίας.

    Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, με υφέρποντες καινούργιους φασισμούς εδραιωμένους στον κόσμο της Νέας Τάξης που χτίστηκε πάνω στην αγαλλίαση του ενοποιημένου Βερολίνου, το έργο μας αφορά άμεσα και πολιτικά. Επιγεγραμμένο ως «μια κωμωδία της γερμανικής ψυχής» εδράζεται μεν στερεότατα στο ιθαγενές περιβάλλον του, αλλά απηχεί τα αμείλικτα ερωτήματα μιας τραγωδίας και μάλιστα όχι μόνο της γερμανικής ψυχής.

    Οι ευυπόληπτοι «παράφρονες» ήρωές του επενδύουν το μεταμφιεσμένο σε όραμα κενό με τη θεατρική διάσταση της τελετουργίας που το επικυρώνει στη συνείδησή τους έτσι, ώστε ό,τι με μια πρώτη ματιά φαντάζει ως παρανοϊκή διαστροφή, στην πραγματικότητα αποκαλύπτει την επικινδυνότητα του αυτονόητου. Οι τελετές που λαμβάνουν χώρα στον περίκλειστο ιδιωτικό χώρο αποτελούν απλώς ακραία προβολή της επικίνδυνης πολιτικής διάστασης αυτής ακριβώς της αστικής ιδιωτικότητας. Ο φασίστας μπορεί πάντα να είναι φασίστας στο σπίτι του, αρκεί να μην το δηλώνει δημοσία, μέχρι βέβαια οι συνθήκες να επιτρέψουν μιαν εκ νέου επικράτηση. Η τάξη, η υπόληψη, η θρησκευτική πίστη που αποκλείει το αλλόδοξο είναι όλοι οι μικρό φασισμοί που αγνοούν τον άνθρωπο και την τραγωδία του. Κανείς φασίστας δεν πιστεύει ότι είναι φασίστας όταν εξαιρεί τον εαυτό του πάνω από μια «ακάθαρτη» πραγματικότητα. Η αποθέωση του μηχανισμού που έχει ανάγκη από τον φασισμό και τον συντηρεί δεν είναι τόσοι οι Ρούντολφ, μα οι Βέρες αυτού του κόσμου. Και το απαύγασμα της σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής αποτυχίας συμβολοποιείται στην καθήλωση της ανθρωπιστικής προοδευτικής ιδεολογίας και της ευνουχισμένης, εξαρτημένης διανόησης. Η αναπηρία της Κλάρας οριοθετεί απαισιόδοξα, πλην ρεαλιστικά, τη δυναμική αυτών των διεξόδων. Και η μυστική συμφωνία ανοχών εξασφαλίζει τη διαιώνιση της ασθένειας.

    Ο πληθωρισμός στερεότυπων σημάνσεων του θέματος (η τέχνη ως χωνευτικό άλλοθι, η αλλεργία για τη φτώχεια, την ασχήμια και την ακαθαρσία, η εξιλέωση των εγκλημάτων διά της φιλανθρωπίας) υπόκειται αφομοιωμένος στη θεατρική ζωή των προσώπων του έργου που, αν και χαρακτήρες, επιτρέπουν τις συμβολικές αναγωγές.

    Ο Στάθης Λιβαθινός προσέγγισε τον πυρήνα του προβλήματος με μια ιδεολογικά πεντακάθαρη σκηνική ανάγνωση που περνούσε από τους όρους του ψυχολογικού θεάτρου και όδευε οε μια θεατρικότητα αναγκαία για την ανάδειξη των ουμβολοποιήσεων. Η θεατρική τελετή της Γ ΄ Πράξης με θεατή το ένα από τα πρόσωπα σκηνοθετικό μάθημα.

    Η μετάφραση του Β. Πουλαντζά, κάποτε αιχμηρή, κάποτε υδαρής, αλλά πάντα θεατρικά σημασμένη. Το σκηνικό του Πάτσα ατμοσφαιρικό και λειτουργικό ως περιβαλλοντική συνθήκη δράσεων και τα κοστούμια σήματα νοοτροπιών.

    Η Ανέζα Παπαδοπούλου εκδίπλωσε το σημαντικό της τάλαντο δίνοντας καίρια, ιδίως στη μακρά σιωπή της, την καιόμενη εν αφλογιστία Κλάρα. Ο Σοφοκλής Πέππας απέδωσε την αφέλεια, τις ειλικρινείς προθέσεις και τις ευαισθησίες του ναζιστικού τέρατος. Η Μπέττυ Αρβανίτη, στον καλύτερο ίσως ρόλο της, επέδειξε, ιδίως στην Α’ Πράξη, καινούργιες δυνατότητες. Έχτισε εσωτερικά και με σίγουρη τεχνική μιαν έξοχη Βέρα, ισορροπώντας το κωμικό με το δραματικό και το φρικώδες.

    05.01.2000, Ανδριανού Έλσα «Μυστική επώασις», Ακρόπολις

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Νοσταλγία της φρίκης

    Πριν από την αποχώρηση του αιώνα, στο τέλος αυτού του νέου χρόνου, η αναμόχλευση των φρικωδών συμβάντων που στιγμάτισαν την ανθρωπότητα, δεν έχει αξία μόνο απολογιστική. Ενώ τα διάφορα ναζιστικά και συγγενή κινήματα και κόμματα κερδίζουν έδαφος σε πολλές χώρες, είναι κραυγή πολιτική όταν ένα θέατρο επιλέγει ένα έργο που αποκαλύπτει τη νοσταλγία της φρίκης. Οπότε ο τίτλος του έργου «Πριν την αποχώρηση» που παρουσιάζει το θέατρο της οδού Κεφαλληνίας μπορεί να διαβαστεί και σαν «Πριν την αποχώρηση του αιώνα, θυμηθείτε…». Νοσταλγοί των λαμπρών χιτλερικών ημερών είναι το αιμομικτικό ζευγάρι αδελφού και αδελφής που ζουν έγκλειστοι στο σπίτι τους στο Βερολίνο, με μάρτυρα την καθηλωμένη στο αναπηρικό καροτσάκι της παράλυτη αντιναζίστρια αδελφή τους. Στο ίδιο πατρόν, με το άλλο του έργο «Ρίτερ, Ντένε, Βος», ο Μπέρνχαρτ πλέκει μια σχιζοφρενική τριάδα αγριότητας, βίας, απελπισίας και απειλής. Μάλλον προειδοποίησης. Φαίνεται, ωστόσο, πως συνεπαίρνεται από το πάθος της καταγγελίας και παραμελεί το έργο δραματουργικά. Σχεδιάζει ένα ανατριχιαστικό αλληλοσπαρασσόμενο τρίο, συνθέτει εφιαλτικούς χαρακτήρες και ατμόσφαιρα κι ενώ πιέζει αρκετή πυρίτιδα στην κάννη του η εκπυρσοκρότηση εντέλει είναι αναιμική.

    Σ’ όλη την πρώτη πράξη συσσωρεύεται η αγωνιώδης προσμονή πως στο δείπνο των γενεθλίων του Χίμλερ, που τα δυό αδέλφια – εραστές γιορτάζουν τελετουργικά και κεκλεισμένων των θυρών κάθε χρόνο, θα συμβεί κάτι. Κάτι δραματικό, λυτρωτικό, μια κορύφωση. Δεν συμβαίνει τίποτα τέτοιο. Απλώς ο αδελφός, ξαναμμένος από το κρασί και φορτισμένος από τις αναμνήσεις του στρατοπέδου συγκέντρωσης, που ήταν υποδιοικητής, πάνω σε κρίση παράνοιας, παθαίνει συγκοπή. Όλη η κλιμάκωση της έντασης έμεινε αιωρούμενη. Διαψεύδεται ακόμα και μια ηθελημένη (;) νύξη της σκηνοθεσίας για την ανάγκη ενός άλλου φινάλε. Στον παροξυσμό του ο Ρούντολφ αφήνει το πιστόλι του κοντά στην ανάπηρη Κλάρα. Ο θεατής ελπίζει πως θα το πάρει και θα σκοτώσει το διεστραμμένο αδελφό της και την αδελφή της Βέρα δίνοντας έτσι, εκτός από ένα θεατρικό φινάλε και μια συμβολική λύση. Κι όμως ο Ρούντολφ ξαναπαίρνει το πιστόλι του.

    Είναι ευκρινέστατη ωστόσο και η αυστηρή κριτική που κάνει ο συγγραφέας και σε ό,τι ακολούθησε την ήττα του Γ’ Ράιχ. Η κυριαρχία του καπιταλισμού δεν εξασφάλισε καμία ειδυλλιακή ζωή στην ανθρωπότητα. «Οι πολιτικοί και οι βιομήχανοι στο ίδιο καζάνι βράζουν και όλα τα οδηγούν σιγά σιγά στην καταστροφή, μολύνουν τον αέρα και καταστρέφουν τα πάντα. Σε λίγο ούτε στα βουνά δεν θα μπορείς ν’ αναπνεύσεις λίγο καθαρό αέρα». Λέει η Βέρα. Και παρακάτω ο Ρούντολφ συνεχίζει:«… Οι Αμερικανοί δεν κατέστρεψαν μόνο τις πόλεις μας αλλά κατέστρεψαν και όλη μας την κουλτούρα..». Κι αυτό, φυσικά, δεν είναι μια ναζιστική θέση μόνο.

    Ο Στάθης Λιβαθινός δεν ανέδειξε τα στοιχεία του έργου. Δεν βρήκε τα σημεία του, δεν φυλλάρησε τις έννοιες, δεν έδωσε διαστάσεις, βάθος, πλάτος, ύψος. Ούτε από άποψη σημασιολογίας, ούτε από δραματικότητα κτίσθηκε η παράσταση. Η σκηνοθετική παρέμβαση περιορίστηκε σε τυπικές διεκπεραιώσεις. Κινήσεις μηχανικές από αμηχανία, ασήμαντες. Ενέργειες ανενεργές. Το σιδέρωμα π.χ. της στολής του Ρούντολφ είχε χαρακτήρα νατουραλιστικό, που δεν προσέδιδε τελετουργικό δέος όπως θα ‘πρεπε να έχει. Το τερατώδες, το τρομακτικό εγκαταλείφθηκε στο λόγο. Η εφιαλτική ατμόσφαιρα σχηματιζόταν μόνο από τις λέξεις. Το θέατρο με τις υποβολές του απουσίαζε. Η ερμητική σχιζοφρενική οικογένεια, οι αφύσικες σχέσεις των μελών της δηλώνονταν, δεν παρασταίνονταν. Γι’ αυτό και ο θεατής φεύγει από την παράσταση ανέγγιχτος και μετά καταλαβαίνει τι είδε.

    Οι ηθοποιοί έκαναν το καλύτερο. Η Μπέτυ Αρβανίτη σήκωσε μακριές σκηνές, με μονολόγους τιράντες και τις έβγαλε παλικαρίσια. Με οδηγό το ένστικτο και την πείρα της, βασισμένη στις υποκριτικές της συνήθειες και οδηγημένη από την κατεύθυνση του λόγου, διέσχισε με επιτυχία την πυκνότητα του χαρακτήρα της διαταραγμένης Βέρας. Η αμέλεια του σκηνοθέτη ωστόσο ήταν εμφανής. Δεν υποδείχθηκαν στην ηθοποιό παύσεις, μεστά κενά, σιωπές, αυξομειώσεις, εναλλαγές, κλίμακες, κορυφώσεις. Η Ανέτα Παπαδοπούλου στο ρόλο της Κλάρας απαντούσε μ’ ένα άλλου είδους θέατρο. Έχοντας να ερμηνεύσει την καθηλωμένη αδελφή, ρόλο στατικό με πολύ λιγότερο κείμενο αλλά και επιπλέον αντίθετη στα φανατικά αδέλφια της κατέφυγε, απολύτως δικαιολογημένα, σε μια σειρά από εκφράσεις, κινήσεις, αντιδράσεις που μύριζαν ηθογραφία κι αυτό αύξανε την νόθευση. Νομίζω πως συνεπέστερος στο πρέπον ήταν ο Σοφοκλής Πέππας. Χωρίς ούτε κι αυτός να φέρει το ρίγος του εφιαλτικού, ήταν εντούτοις ισορροπημένα ένας Γερμανός αστός που περιέχει το τέρας των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η σκηνή της κρίσης του είναι η μόνη σκηνή που ο θεατής ξεροκαταπίνει ανήσυχος.

    Η μετάφραση του Βασίλη Πουλατζά, με αισθητική την αντίληψη των ιστορικοπολιτικών προεκτάσεων του έργου, με ρέοντα ελληνικά και σκηνική συνείδηση παρέπεμπε, νομίζω, με την υποβλητική μετρική της, σε άλλου ύφους παράσταση. Το σκηνικό του Γιώργου Πάτσα δεν το θεωρώ από τα πιο ευτυχή του. Ο μεγάλος καθρέφτης, σ’ όλο σχεδόν το μήκος της σκηνής πίσω, εξουδετερώνει την αίσθηση της απομόνωσης στην οποία διαδραματίζεται το σαδομαζοχιστικό δρώμενο του Μπέρνχαρτ.

    Εντέλει μια καίρια επιλογή με ένα έργο πολλαπλών σημάνσεων και με ερμηνείες καλές και ενδιαφέρουσες.

    06.01.2000, Γεωργίου Αδριανός «Νοσταλγία της φρίκης», Ραδιοτηλεόραση

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μπράβο σε Μπέτυ και Βασίλη

    Τα του Καίσαρος… Ναι, πρέπει να αποδίδουμε τα μπράβο εκεί που τα αξίζουν, κι αυτή τη φορά ο Βασίλης Πουλαντζάς χτύπησε διάνα. Ανακάλυψε ένα άγνωστο μας έργο του Τόμος Μπέρνχαρντ, το «Πριν την αποχώρηση», που ο ίδιος ο συγγραφέας του χαρακτηρίζει «μια κωμωδία της γερμανικής ψυχής». Έργο που, με μόλις τρία πρόσωπο -εκ των οποίων το τρίτο σχεδόν βουβό- θέτει αμέτρητα προβλήματα επί τάπητος. Ξεκινώντας φυσικά από το ναζισμό και προχωρώντας στο τι θα πει αυταρέσκεια, τι θα πει τύψη, τι μορφές μπορούν να πάρουν αυτές οι δύο δικτατόρισσες τόσων ψυχών και, φυσικά, πώς μπορεί να επιζήσει μια οικογένεια και πώς καταφέρνει γενικά να επιζήσει ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος όταν ξέρει και, συγχρόνως, δεν ξέρει. Όταν ο ίδιος κάνει πως είναι βέβαιος, ενώ η συνείδησή του, βαθιά φυλακισμένη πια στα έγκατα της ψυχής, διαμαρτύρεται μέχρι θανάτου.

    Ένα εύρημα, λοιπόν, αυτό το έργο, άριστα μεταφρασμένο από τον Πουλαντζά και άριστα παιγμένο από ένα τρίο ταλαντούχων ηθοποιών σε μερικές από τις καλύτερες στιγμές τους. Η Μπετυ Αρβανίτη, πρωταγωνίστρια και υπεύθυνη, γενικά, του θεάτρου, βρίσκει εδώ ένα θαυμάσιο ρόλο με ατέλειωτους μονολόγους που ζωντανεύουν εποχές, καταστάσεις, όλη την πρόσφατη ιστορία της Ευρώπης μέσα από θυμούς και χαμόγελα, αγανάκτηση, παρηγοριές και κουράγιο. Τεράστιο κουράγιο. Δεν είναι από τους ρόλους που επιβάλλουν… στην Μπέτυ να είναι η καλλονή που ξέρουμε, αν και στο δεύτερο μέρος, στο «ιδιωτικό» γεύμα της οικογένειας που… γιορτάζει τα γενέθλιά του Χίμλερ, δεκαετίες μετά το θάνατο του αρχηγού των Ες Ες, με κλειστά παράθυρα και αμπαρωμένες βέβαια πόρτες φοράει ένα αυστηρό αλλά ωραιότατο μαύρο βραδινό που την αναδεικνύει. Το ρόλο του δικαστή Ρούντολφ, προέδρου του δικαστηρίου και πρώην αξιωματικού των Ες Ες, ερμηνεύει τέλεια ο Σοφοκλής Πέππας, τακτικός συνεργάτης του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας, παίζοντας έντεχνα και επιβλητικά τις μεταπτώσεις και όλο το παιχνίδισμα μεταξύ τρέλας, φαντασίας, διάθεσης να παρηγορηθεί, να «ξεπλυθούν» οι αμαρτίες του από την αδερφή του, να σβήσει τον εαυτό του.

    Στη συγκλονιστική αυτή «επαφή» των δύο αδελφών στην οποία επικρατεί όχι το ιστορικό δίκαιο αλλά η αγάπη (μέσα από την οποία όμως η αλήθεια βγαίνει ακόμα πιο ξεκάθαρη παρά αν τη «λέγανε» ανοιχτά και στα ίσια) μάρτυρας είναι τα αγριεμένα μάτια της άλλης αδελφής, της Κλάρας, παράλυτης, επαναστάτριας, αποδυναμωμένης, αλλά σίγουρης για τη γύρω της ψευτιά. Αυτή όμως δεν έχει καν την αγάπη που σώζει τη μεγάλη, την «υποκρίτρια», τη Βέρα. Την παίζει, με τρομερή ένταση, η εκλεκτή ηθοποιός Αννέζα Παπαδοπούλου. Είναι η λυδία λίθος του έργου και το ερμηνεύει ενσυνείδητα έτσι.

    Μια πολύ σπουδαία παράσταση ενός πολύ σπουδαίου έργου που ανήκει στο ευνοούμενο είδος της γράφουσας: όταν από ένα μικρό καθημερινό γεγονός μύριες αποκαλύψεις αναπηδήσουν.

    Τέλεια και όλα τα άλλα. Η σκηνοθεσία, φυσικά, του ταλαντούχου Στάθη Λιβαθινού, από τον οποίο πολλά περιμέναμε και πιστός μας φαίνεται στις υποσχέσεις του, τα σκηνικά και τα κοστούμια του Πάτσα, ο οποίος δεν χρειάζεται πια άλλους επαίνους, οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου και η εξαίρετη μουσική επιμέλεια του Θοδωρή Αμπαζή.

    Η παράσταση, σημειώνω, είναι αφιερωμένη στον Μίνω Βολανάκη, τακτικό συνεργάτη και φίλο, ειδικά αυτού του θεάτρου και της Μπέτυς Αρβανίτη, και όχι αυτών που μας έχουν γεμίσει ψέματα, εκμεταλλευόμενοι το θάνατό του.

    08.01.2000, Σώκου Ροζίτα «Μπράβο σε Μπέτυ και Βασίλη», Απογευματινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Κριτική Θεάτρου – «Πριν την αποχώρηση» από την «Πράξη»

    Ο Τόμας Μπέρνχαρντ, ο Αυστριακός δραματουργός, πεζογράφος και ποιητής, παραμένει και μετά το θάνατό του (1989) η πιο σύγχρονη και σημαντική ιδεολογο-αισθητικά, η πιο δυνατή, απροκάλυπτη και συνειδητή πολιτική «φωνή» του γερμανόφωνου, αν όχι και του ευρωπαϊκού θεάτρου των ημερών μας. Μια επίκαιρη «φωνή», καθώς, με το σύνολο σχεδόν του έργου του, αποκάλυψε και πολέμησε τα κοινωνικά αίτια και τους ισμούς που γέννησαν, διατήρησαν και εκκολάπτουν και σήμερα το φασιστικό «αυγό του φιδιού». Έχοντας «μαθητεύσει» στο πολιτικό χαρακτήρα του μπρεχτικού θεάτρου και στη σκληρή, οργισμένη, ωμή αλήθεια του θεάτρου του Αρτώ, ο Μπέρνχαρντ έκανε θέατρο πολιτικής καταγγελίας κατά του ναζισμού, του εθνικοσοσιαλισμού και του καθολικισμού και της αστικής και μικροαστικής τάξης που τον εξέθρεψαν, αντλώντας από βιώματά του. Βιώματα τραυματικά, που σημάδεψαν ανεξίτηλα την ύπαρξή του όλη. Βιώματα – «φαντάσματα» των φιλοναζιστών της μεγαλοαστικής του οικογένειας, των μαθητικών του χρόνων, ως εσώκλειστος σε Γυμνάσιο του Ζάλτσμουργκ, της μεταπολεμικής ΟΔ Γερμανίας και της Αυστρίας που όχι μόνο δεν τιμώρησαν τους εγκληματίες των ΕΣ-ΕΣ, αλλά και τους έκρυψαν, τους προστάτεψαν, τους «εξάγνισαν» τοποθετώντας τους σε πόστα του κρατικού μηχανισμού. Γεγονός που ποτέ δε συγχώρησε ο Μπέρνχαρντ στο πολιτικο-οικονομικό, κοινωνικό και πνευματικό κατεστημένο της πατρίδας του. Σε βαθμό τέτοιο, που, έμμεσος αλλά και έντονα άμεσος καταγγελλόμενος στόχος αρκετών θεατρικών, πεζογραφικών, αλλά και των συναρπαστικών αυτοβιογραφικών έργων του, να είναι πρόσωπα της οικογένειάς του, από την οποία αγαπούσε μόνον τον παππού του και έναν θείο του, τον μόνο κομμουνιστή της οικογένειας.

    Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι το γεγονός ότι ο Μπέρνχαρντ το 1979, εποχή που ο νεοναζισμός ξανασηκώνει κεφάλι, έγραψε το θεατρικό «Πριν την αποχώρηση», το οποίο ανέβασε ο αναζητών πάντα έργα υψηλής ποιότητας θίασος «Πράξη» στο «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας». Τα πρόσωπα και του έργου αυτού – «μείγματα» συγγενικών του προσώπων, προσώπων του φιλικού και ευρύτερα του κοινωνικού του περιβάλλοντος – κάθε άλλο παρά εκλείπουν τα μεταπολεμικά χρόνια. Άνθρωποι σαν το πρωταγωνιστικό πρόσωπο του έργου, τον αμετανόητο ναζί Ρούντολφ Χέλερ, πρώην αξιωματικό των ΕΣ-ΕΣ, και μεταπολεμικά πρόεδρο του Δικαστηρίου, είναι διάσπαρτοι παντού, κατέχοντας και ανώτατα αξιώματα, στο μεταπολεμικό κρατικό μηχανισμό της Γερμανίας και της Αυστρίας. Ο δικαστής Χέλερ, αποτραβηγμένος από την κοινωνία και κρύβοντας το εγκληματικό του παρελθόν, ζει με τις δυο ανύπανδρες αδελφές του. Την ομοϊδεάτισσά του Βέρα, με την οποία έχει και ερωτική σχέση και με την οποία συνεορτάζει κάθε χρόνο, στο σπίτι του, τα γενέθλια του αρχηγού του Χίμλερ, και την αντιφασίστρια και σοσιαλιστικών ιδεών, ανάπηρη Κλάρα. Πρόσωπα ενός υπαρξιακού, ψυχολογικού δράματος, τα πρόσωπα του έργου είναι ταυτόχρονα και σύμβολα. Ο Χέλερ και η Βέρα, γνήσια τέκνα της αστικής τάξης, συμβολίζουν τη νοσηρότητα, τη διαστροφή και τα αδιέξοδά της. Η ανάπηρη Κλάρα, σύμβολο ίσως του τραυματικού αλλά και οργισμένου με τους φασίστες συγγενείς του Μπέρνχαρντ, μοιάζει σύμβολο ενός κοινωνικού «σώματος» ανάπηρου, ανήμπορου να καταπολεμήσει οριστικά τους νοσταλγούς και τα αίτια του φασισμού – ήθη, παραδόσεις, αντιλήψεις, συνήθειες, συμπεριφορές.

    Το πολιτικά επίκαιρο, θεματικά σκληρό, δραματουργικά αδρό, ψυχογραφικά δραστικό έργο του Μπέρνχαρντ, βρήκε τη «γλώσσα» που του ταιριάζει με τη νοηματικά μεστή, θεατρικά ρέουσα μετάφραση του Βασίλη Πουλαντζά. Ο Γιώργος Πάτσας με το λιτό σκηνικό και κοστούμια που αναλογούν στην ιδεολογία και το «ήθος» κάθε προσώπου, βοηθούμενος από τους φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου, «εικόνισε» τον «σκοτεινό» ψυχοδιανοητικό και συνειδησιακό «κόσμο» των προσώπων, ο οποίος υπογραμμίζεται από τις μουσικές επιλογές του Θοδωρή Αμπατζή.

    Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, ρεαλιστική, καθάρια, σε χαμηλόφωνους «μουσικούς» τόνους, οδήγησε τους ηθοποιούς σε μια ανατομοψυχολογική εμβάθυνση των ρόλων. Σε μια αναγκαστική διαδικασία αυτοαποκάλυψης της νοσηρότητας και διαστροφής του Χέλερ και της Βέρας, που λεπτομερειακά, έως μυελού οστέων, «κεντούν» ο Σοφοκλής Πέππας και η Μπέτη Αρβανίτη, αντίστοιχα, και της οργής και της αναπηρίας της Κλάρα, που με κάποια εκφραστική υπερβολή ερμηνεύει η Ανέζα Παπαδοπούλου.

    25.01.2000, Θυμέλη «Κριτική Θεάτρου – «Πριν την αποχώρηση» από την Πράξη», Ριζοσπάστης

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Κριτική – Στα άδυτα μιας «άλλης» Αυστρίας

    «Η πανέμορφη Αυστρία με την πλούσια ιστορία που ξεδιπλώνεται στα εντυπωσιακά της μνημεία και μέγαρα, αλλά και τα γραφικά της χωριουδάκια, η φύση, η μουσική και οι φιλόξενοι κάτοικοι θα σας μείνουν αξέχαστα» μας υπόσχεται το ενημερωτικό-διαφημιστικό φυλλάδιο γνωστού ταξιδιωτικού γραφείου. Η Αυστρία είναι πράγματι στο μυαλό μας η «παραμυθένια χώρα», εκεί όπου συνδυάζεται μοναδικά η γαλήνια ομορφιά της εξοχής με την αστραφτερή χλιδή της πρωτεύουσας και τις μελωδίες του Μότσαρτ ­ ένας πόλος έλξης για τους φυσιολάτρες αλλά και για τους φιλόμουσους αυτού του κόσμου.

    «Στην Αυστρία, αν έπαιρναν τα κεφάλια των ανθρώπων λέγοντας ότι είναι απόφαση των ανωτέρων, κανείς δεν θα διαμαρτυρόταν και το γεγονός θα περνούσε απαρατήρητο» υποστήριζε το 1982 ο Τόμας Μπέρνχαρντ σε συνέντευξή του μιλώντας για μια «άλλη», λιγότερο γνωστή, Αυστρία, αυτή που ήρθε πρόσφατα στο προσκήνιο ύστερα από την άνοδο του ακροδεξιού Κόμματος της Ελευθερίας στην εξουσία.

    Ο Μπέρνχαρντ (1931-1989) δεν έπαψε ποτέ, γραπτώς ή προφορικώς, να κατακρίνει τη χώρα του για το χιτλερικό παρελθόν της, αντιλαμβανόμενος ότι το παρελθόν αυτό όχι μόνο δεν έχει ξεθωριάσει αλλά παραμένει η εφιαλτικότερη διάσταση του παρόντος. «Σήμερα όλοι αυτοί οι άνθρωποι (οι πρώην ναζιστές) ζουν μια τελείως ήσυχη ζωή, σε κάθε γωνιά, όπως λένε, της χώρας, και απολαμβάνει ο καθένας τους μεγάλες συντάξεις από την πολιτεία. Αλλά όλα αυτά, σκέφτηκα, είναι αντάξια μιας κοινωνίας που είναι πέρα για πέρα διεστραμμένη. Στην ουσία, σκέφτηκα, είναι αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι, αυτοί οι διοικητές των SS και οι συνταγματάρχες των SS και οι αιμοσταγείς παρασημοφορημένοι, οι δικοί σας άνθρωποι, σκέφτηκα, αυτοί στους οποίους ειδικά σήμερα, σκέφτηκα, οι συμπατριώτες μου προσβλέπουν θεωρώντας τους κρυφούς τους αρχηγούς» έγραφε τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του στο τελευταίο μυθιστόρημά του.

    Στο «Πριν την αποχώρηση», έργο του 1979, ο συγγραφέας έρχεται να μας δείξει ότι αυτή η «άλλη» Αυστρία δεν είναι μια περιθωριακή υπόθεση, ένα υπόγειο φαινόμενο που αφορά κάποια ξεχασμένη στον κόσμο της μειοψηφία: είναι η καθημερινότητα, είναι το «τώρα», που εκτυλίσσεται αμετανόητα πλάι μας, ανά πάσα στιγμή, πίσω από τα κλειστά παντζούρια του γείτονά μας.

    Ποιος θα διανοούνταν πράγματι ότι πίσω από τα παντζούρια αυτά τρία αδέλφια, ο Ρούντολφ, η Κλάρα και η Βέρα, γιορτάζουν ανελλιπώς κάθε χρόνο τα γενέθλια του Χάινριχ Χίμλερ, αρχηγού των SS; Ποιος θα φανταζόταν ότι ο ηλικιωμένος κύριος της διπλανής πόρτας, πρώην ναζιστής και νυν ευυπόληπτος δικαστής που αγωνίζεται με σθένος για την προστασία του περιβάλλοντος, όχι μόνο αναγκάζει την ανάπηρη, αριστερών πεποιθήσεων, αδελφή του να συμμετέχει, παρά τη θέλησή της, στον εορτασμό αυτόν, αλλά την υποχρεώνει και να φοράει την εξευτελιστική στολή με το κίτρινο αστέρι προς τέρψη των σαδιστικών ενστίκτων του; Ποιος θα πίστευε ότι ο ίδιος αυτός κύριος κάνει έρωτα με την άλλη αδελφή του, την «αγαπημένη» του, μαζί με την οποία οραματίζονται ένα «καλύτερο» αύριο, όπου δεν θα «πρέπει συνεχώς να υποκρίνεσαι» και «να λες μόνο ψέματα»;

    «Μια κωμωδία της γερμανικής ψυχής» αποκαλεί ο Μπέρνχαρντ το έργο του και πράγματι προσεγγίζει με μοναδική ειρωνεία τους ήρωες επιτρέποντας σε όλο το γκροτέσκο μεγαλείο τους να αναδυθεί αβίαστα, με μια φυσικότητα που σοκάρει, ακριβώς επειδή φαντάζει επιφανειακά τόσο «φυσιολογική».

    Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθινός είναι τόσο ανώδυνη, τόσο λειασμένη και αδιάφορη, ώστε το μόνο που μας τρομάζει είναι το μέγεθος της ανίας μας. Οι εντάσεις δεν κορυφώνονται ποτέ, η ατμόσφαιρα μοιάζει να έχει αποτινάξει από πάνω της την παραμικρή υπόνοια κινδύνου και το μόνο που στιγμιαία μας σοκάρει είναι η εμφάνιση της ναζιστικής στολής. Μια επίπεδη, πλαδαρή αφήγηση που θα μπορούσε να αφορά μια οποιαδήποτε οικογενειακή συνεστίαση με τις συνηθισμένες διενέξεις μεταξύ συγγενών.

    Η Αννέζα Παπαδοπούλου είναι μάλλον ενοχλητική στον ρόλο της ανήμπορης, καταδικασμένης να ζει σε κλίμα τρομοκρατίας, αδελφής: υιοθετεί μια ασπούδαστη μανιέρα που αδυνατούμε να καταλάβουμε ποια σκοπιμότητα εξυπηρετεί ­ μοιάζει περισσότερο σαν να έχει πάρει ηρεμιστικά. Ο Σοφοκλής Πέππας κάνει αξιόλογες προσπάθειες, κινείται όμως υποτονικά και πλάθει έναν ήρωα μάλλον απλοϊκό, από τον οποίο δεν νιώθουμε να εκπηγάζει κανενός είδους απειλή. Η Μπέττυ Αρβανίτη είναι η μόνη που συλλαμβάνει σε ικανοποιητικό βαθμό την πολυπλοκότητα του ρόλου της και χάρη σε αυτήν κρατιέται κάπως η παράσταση.

    12.03.2000, Λοΐζου Στέλλα «Κριτική – Στα άδυτα μιας «άλλης» Αυστρίας», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μια παράσταση με τα όλα της

    Ιδανικές ερμηνείες στο έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ, με την «Πράξη» της Μπέτυς Αρβανίτη.

    Τολμώ να πω ότι για την ώρα, απ’ όσα αρκετά θέατρα έχω επισκεφθεί, το καλύτερο έργο (και ίσως και η καλύτερη παράσταση) είναι αυτό που παίζεται από την «Πράξη» της Μπέτυς Αρβανίτη στο στέκι της οδού Κεφαλληνίας. Είναι το «Πριν την αποχώρηση» του Αυστριακού Τόμας Μπέρνχαρντ.

    Σε μια χρονιά μάλιστα, που λείπουν από το θέατρό μας τα καλά δράματα, ο θεατρόφιλος και ο θεατής εν γένει, που αγαπά το δρόμο, δεν έχει καλύτερη και πιο εγγυημένη επιλογή από το θεατράκι της οδού Κεφαλληνίας.

    Την επίσκεψη την οφείλει στον εαυτό του, ως θεατρόφιλος.

    Γενικά, η Μπέτυ Αρβανίτη με την εταιρία «Πράξη», που ξεκίνησε το 1987 κατάφερε να φτιάξει εκεί μια κατάσταση.

    Κατάφερε να πείσει ότι εκεί μέσα θα δεις κάτι καλό στα σίγουρα. Άλλοτε καλύτερο από το περσινό, άλλοτε ίσως όχι. Όμως καλό. Η ποιότητα των παραστάσεων είναι εγγυημένη, τουλάχιστον τέσσερις απ’ αυτές τις κατατάσσω στις καλύτερες της 12ετίας:

    «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα Φον Καντ», «Ο Φερνάντο Κραπφτ μου έγραψε ένα γράμμα», «Ο χρόνος και το δωμάτιο»(αν και δεν μου άρεσε το έργο, η παράσταση ωστόσο ήταν άνευ προηγουμένου) και «Το παιχνίδι των ρόλων». Σε κάθε συνδυασμό με την Β’ Σκηνή ο χώρος έγινε στα καλά καθούμενα φυτώριο νέων σκηνοθετών και υπάρχει και ένα τρίτο στοιχείο, σημαντικότατο:

    Η «Πράξη» μας φέρνει κάθε τόσο σ’ επαφή με το γερμανικό ή γερμανόφωνο θέατρο, το σύγχρονο, κάτι ανεκτίμητο διότι το πλουσιότατο ελληνικό θέατρο αντιφάσκει κινούμενο σε περιορισμένους γεωγραφικούς χώρους.

    Αναφέρομαι στα θέατρα του κέντρου.

    Μετάφραση

    Εδώ, λοιπόν, πρέπει να εξάρουμε τη συμβολή του Βασίλη Πουλαντζά, ο οποίος πέρα από γνώστης του γερμανικού θεάτρου και της τεράστιας γερμανικής κουλτούρας είναι και ένας έξοχος θεατρικός μεταφραστής.

    Φέτος ο Πουλαντζάς – ξεκινώ από εκείνον – έχει κάνει την καλύτερη ως τώρα δουλειά του και ο λόγος του σε κρατά ακίνητο στο κάθισμά σου, μη και χάσεις και την τελευταία αντωνυμία.

    Ο λόγος δεν έχει τίποτα το περιττό, αντίθετα κάθε λέξη κρύβει μέσα της βαθιά σημασία.

    Διότι έχει στα χέρια του ένα έργο που πραγματικά η κάθε του φράση, η κάθε λέξη, ακόμα και η παύση και η σιωπή έχουν σημαίνουσα θέση εκεί μέσα.

    Όταν ο ένας από τους τρεις ρόλους θα πει τα σημαντικότερά του πράγματα με τη σιωπή του, η ανάπηρη Κλάρα συγκεκριμένα, καταλαβαίνετε πώς πρέπει να περιγράψει ο συγγραφέας αυτή τη σιωπή, πώς να την τονώσει με το διάλογο των άλλων, πώς να το θέσει αυτό ο μεταφραστής, πώς να το υπογραμμίσει ο σκηνοθέτης, πώς να του δώσει σπλάχνα ο ηθοποιός.

    Το έργο το έγραψε ο Τόμας Μπέρνχαρντ, Αυστριακός αντιφασίστας μέχρι το μεδούλι, που αισθανόταν ντροπή για τα φιλοναζιστικά συναισθήματα των συμπατριωτών του.

    Το έγραψε το 1979 (πέθανε το 1989 σε ηλικία 58 ετών), το τοποθετεί στη Γερμανία αλλά αφορά και την Αυστρία, όπου άλλωστε ενόχλησε όταν έγινε πρόεδρος ο Κουρτ Βαλντχάιμ και αποκαλύφθηκε το ναζιστικό παρελθόν του.

    Δεν είναι έργο βασισμένο τόσο στην πλοκή όσο στην ατμόσφαιρα και κυρίως στη χαρακτηρογραφία, που μέσα όμως από εκεί βγάζει τόσο ψυχισμό ώστε να καθρεφτίζει δια των τριών προσώπων τις ενοχές ενός ολόκληρου έθνους και στην οριστική καταδίκη μιας ιδεολογίας που φορτώθηκε με πολλά εγκλήματα.

    Η ανάλυση, η ανέλιξη, η εξέλιξη και η εξήγηση των προσώπων είναι τέτοια σα να επρόκειτο τελικά για έργο πλοκής.

    Η ιστορία τοποθετείται σε ένα σπίτι, δεκαπέντε χρόνια περίπου μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου κάθε χρόνο, στις 7 Οκτωβρίου γιορτάζουν παράνομα και συνωμοτικά μια μεγάλη, πένθιμη γιορτή.

    Σαν και σήμερα ήταν τα γενέθλια του Χάινριχ Χίλμερ, του Χίμλερ του γνωστού, του ανθρώπου που οργάνωσε γερά την Γκεστάπο, του ανθρώπου που ανέλαβε να στήσει τα στρατόπεδα εξόντωσης των Εβραίων στην Ανατολική Ευρώπη.

    Ο άνθρωπος που διοργανώνει κάθε χρόνο τη μεγάλη αυτή γιορτή – μνημόσυνο στο ναζισμό είναι ο Ρούντολφ Χέλερ, πρόεδρος δικαστηρίου, που ετοιμάζεται να συνταξιοδοτηθεί, πρώην αξιωματικός των Ες-Ες.

    Εμφανίζεται στη δεύτερη πράξη.

    Αδελφές

    Στην πρώτη παίζουν αποκλειστικά οι δύο αδελφές του, με τις οποίες συγκατοικεί και από τις οποίες παίρνουμε πληροφορίες για τη ζωή τους, τις σχέσεις τους, την καθεμία ξεχωριστά, τις παρτίδες εκεί μέσα ανά δύο.

    Και η ζωή σε αυτό το σπίτι είναι μια κόλαση, μια βρομιά, ένα χαμένο παρελθόν που όλο αυτό από την άλλη τους τροφοδοτεί.

    Η μια αδελφή, η Κλάρα, που έμεινε ανάπηρη, σωματικά και συναισθηματικά, όταν οι Σύμμαχοι σφυροκόπησαν με βομβαρδισμούς τη Γερμανία, είναι η αντιπολίτευση. Δεν είναι σαν τους άλλους δύο, αλλά είναι υποχρεωμένη να τους ανέχεται. Και τους σιχαίνεται. Τους προκαλεί με τη σιωπή, άλλοτε με την αδιάκοπη ανάγνωση εφημερίδων και προοδευτικών βιβλίων και άλλοτε με το επιθετικό ξέσπασμά της.

    Όμως, από την άλλη, εκείνοι την ταΐζουν, την ποτίζουν, τη συντηρούν και την παρατρέχουν. Η καρδιά της είναι φωλιά μίσους, αηδίας και απόγνωσης, διότι δεν μπορεί να δράσει. Μέχρι το τέλος στα γεγονότα θα κρατάει το ρόλο της τρομαγμένης και αηδιασμένης παρατηρήτρια.

    Η αδελφή της, η Βέρα, είναι άλλης ταραχής άτομο. Είναι ίσως ο πιο σύνθετος ρόλος ανήθικης που έχει γραφτεί.

    Η πόρωση είναι τέτοια ώστε να μην έχει πρόβλημα να βγάλει και ευαισθησίες.

    Αυτή είναι άλλωστε και η αγαπημένη αδελφή του Ρούντολφ, με τον οποίο μοιράζεται την αγάπη, όχι μόνο αδελφικά αλλά και στο ίδιο κρεβάτι, σε ένα σπίτι κλειστό στον έξω κόσμο, απομονωμένο από την κοινωνία και την επαφή, όπου κανείς δεν έχει πάρε-δώσε με τους έξω, ούτε δίνει ούτε παίρνει ευτυχία.

    Τα γενέθλια του Χίμλερ αυτή τη χρονιά θα είναι ο καταλύτης ώστε να ξεσπάσει η τραγωδία και να επέλθει ο «καθαρμός».

    Το έργο θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως μια επαναστατική αλληγορία, αλλά ο όρος θα μπέρδευε, θα δημιουργούσε παρεξηγήσεις για τίποτε αφηρημένες γραφές.

    Εγώ επιμένω στον όρο «χαρακτηρογραφία», όπου προσεγγίζουμε ένα πολιτικό θέμα μέσα από τη βαθιά ανάλυση τριών χαρακτήρων και καταλήγουμε στην ουσία σε βάθος ανθρώπων.

    Ένα από τα σημαντικότερα που πετυχαίνει η παράσταση είναι ότι γεμίζει την ψυχή του θεατή με θεατρική ομορφιά και όχι με τη νοσηρότητα προσώπων. Δεν σε καταθλίβει, αντίθετα σου δίνει την ανάταση που μπορούν να σου χαρίζουν τα ωραία δράματα είτε λέγονται «βρικόλακες» είτε «πριν την αποχώρηση».

    Η παράσταση στηρίζεται στους τρεις ηθοποιούς της, θα έλεγα ότι ιδεωδέστερη διανομή δεν μπορούσε να υπάρξει.

    Η Μπέτυ Αρβανίτη φτιάχνει μια πραγματική κυρία αμοραλίστρια, της δίνει ύφος και υφέρποντα «κατινισμό», την κάνει ολοζώντανη και άμεση. Και επικοινωνίσιμη στους Έλληνες Γερμανίδα.

    Ο Σοφοκλής Πέππας, ηθοποιός που μαγεύει με την αμεσότητά του και τη απλότητά του, δίνει εδώ ένα άλλο μεγάλο μάθημα: Πώς να παίζεις άμεσα και μη θεατρινίστικα ένα ρόλο γεμάτο γοητευτικές παγίδες θεατρινισμών.

    Η Ανέζα Παπαδοπούλου, ως Κλάρα σε τρομάζει με τις σιωπές της, με την εσωτερική δύναμη που φανερώνουν τα μάτια της, νιώθεις με την ηρεμία της ότι σε απειλεί.

    Στη σκηνή

    Τρεις ερμηνείες κλάσεως:

    Ο συντονισμός τους και η ερμηνευτική τους κατεύθυνση πιστώνονται, εκτός από τη φυσική υποκριτική ικανότητα εκείνων και στο σκηνοθέτη τους, Στάθη Λιβαθινό, ο οποίος εξελίσσεται σε σοβαρή δύναμη του θεάτρου – όσοι είδατε «Το κτήνος στο φεγγάρι» με καταλαβαίνετε – στο πώς βγάζει ‘ζουμί’ από το έργο μέσα από τα πρόσωπα, από τους ηθοποιούς, πώς αφήνει το χιούμορ να υπονομεύει το δράμα, πώς φτιάχνει επί σκηνής γερμανική ατμόσφαιρα σπιτιού και ψυχών με τους δύο πολιτισμούς συνεργάτες του, τον Γιώργο Πάτσα, που βρήκε πάλι την ευκαιρία να μας υποβάλει – ο καθρέφτης του σκηνικού λέει πολλά – και του Λευτέρη Παπαδόπουλο, που φωτίζει σπίτια και βγάζει φως και ημίφως από τις ψυχές.

    Η παράσταση, λέει το πρόγραμμα, αφιερώνεται στον Μίνω Βολανάκη. Εκεί μέσα ο Μίνως, ως γνωστόν, μεγαλούργησε ουκ ολίγες φορές. Μπορεί να «κοιμάται» ήσυχος. Η «Πράξη» βρίσκεται σε καλά και ασφαλή χέρια.

    27.12.1999 Τιμογιαννάκης Παναγιώτης «Μια παράσταση με τα όλα της», Ελεύθερος Τύπος

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Φωτίζοντας την ανθρώπινη ψυχή

    Η Μπέττυ Αρβανίτη μιλάει για το έργο του Αυστριακού Τόμας Μπέρνχαρντ με τίτλο «Πριν την αποχώρηση» που ανεβαίνει εφέτος στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας.

    Σε πρώτο πρόσωπο

    «Μια κωμωδία της γερμανικής ψυχής. Αυτός είναι ο, πολύ αντιπροσωπευτικός νομίζω, υπότιτλος του έργου του Αυστριακού Τόμας Μπέρνχαρντ με τίτλο “Πριν την αποχώρηση” που παρουσιάζουμε εφέτος τον χειμώνα στην Κεντρική Σκηνή με αφορμή τα 10 χρόνια από τον θάνατο του συγγραφέα. Η όλη περιπέτεια του ανεβάσματος ξεκίνησε από μια πρόταση του σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινού η οποία κυριολεκτικά μας ενθουσίασε και αποφασίσαμε να το επιχειρήσουμε υπό την καθοδήγησή του. Πέρα από το θέμα ουσίας, πάντως, την πολύ καλή δουλειά που έχει κάνει πάνω στο έργο, δεν κρύβω την ιδιαίτερη ικανοποίησή μου για τη συνεργασία μας αφού πρόκειται για έναν καλλιτέχνη ο οποίος “γεννήθηκε” επαγγελματικά από τη Β’ Σκηνή του θεάτρου μας, που δημιουργήθηκε πριν από κάποια χρόνια με στόχο να δώσει ένα βήμα έκφρασης σε νέους ανθρώπους.

    Μιλώντας για τον συγγραφέα πρέπει να ομολογήσω ότι πραγματικά με εντυπωσίασε ο ιδιαίτερος τρόπος έκφρασής του. Πολυγραφότατος και έχοντας ασκηθεί με επιτυχία σε όλα τα είδη του λόγου, ο Μπέρνχαρντ στο συγκεκριμένο έργο αποκαλύπτει μια εξαιρετικά ιδιοσυγκρασιακή γραφή, καταιγιστική και παραληρηματική μαζί, που φθάνει στο κουκούτσι, στην ουσία του θεάτρου, μετατρέποντας την επαφή του ηθοποιού μαζί του σε πραγματική περιπέτεια.

    Γραμμένο στα 1979, το “Πριν την αποχώρηση” διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια ενός “επικίνδυνου” απογεύματος ενώ η όλη εξέλιξη “περνά” μέσα από τρεις απολύτως ισοβαρείς χαρακτήρες: έναν πρώην ναζιστή αξιωματικό, που τώρα πια κατέχει ανώτερη δικαστική θέση, και τις δύο αδελφές του. Ανάπηρη και με αριστερές ιδέες η πρώτη από αυτές, βρίσκεται στον αντίποδά του, ενώ η δεύτερη είναι μια μικροαστή με την οποία ο ήρωας έχει μια μάλλον “περίεργη” σχέση. Η αναμόχλευση ενός τραυματικού παρελθόντος βγάζει στο φως σχέσεις αμαρτωλές, σχέσεις αλληλοεξόντωσης, σχέσεις που καταλήγουν ως και κωμικές, αφού το γέλιο είναι το μέσο που μετέρχεται ο συγγραφέας προκειμένου να αποτυπώσει όλες τις πτυχές της πραγματικότητας. Ο Μπέρνχαρντ, χρησιμοποιώντας συνεχείς ανατροπές που φθάνουν ως το εντελώς αναπάντεχο τέλος του έργου, φωτίζει τη δομή της ανθρώπινης ψυχής στο βάθος του πυρήνα της.

    Είκοσι χρόνια μετά το πρώτο ανέβασμα του έργου, βρίσκω ότι εξακολουθεί να παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο και αυτό είναι πολύ πέρα από μια απλή κουβέντα. Σε μια εποχή που οι “-ισμοί” αλλάζουν, το περιεχόμενο, είτε ναζιστικό είτε αριστερό είτε μικροαστικό, παραμένει πάντοτε τραγικά ή κωμικά το ίδιο.

    Πέρα από όλα τα παραπάνω, πάντως, αυτό που προσωπικά με ερεθίζει πάνω από όλα είναι το ότι πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό από όσα έχω κάνει ως σήμερα. Ένας ρόλος που απαιτεί διαρκή εγρήγορση και ταυτόχρονα κάτι στο οποίο το κοινό μάλλον δεν με έχει συνηθίσει. Μεγάλη πρόκληση».

    Πληροφορίες: Το έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ «Πριν την αποχώρηση» ανεβαίνει στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας. Η μετάφραση είναι του Βασίλη Πουλαντζά, η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γιώργου Πάτσα ενώ οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου. Πρωταγωνιστούν οι Μπέττυ Αρβανίτη, Σοφοκλής Πέππας και Αννέζα Παπαδοπούλου. Προγραμματισμένη πρεμιέρα: Παρασκευή 26 Νοεμβρίου.

    21.11.1999, Τουλάτου Ίσμα Μ. «Φωτίζοντας την ανθρώπινη ψυχή», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Στα άδυτα μιας «άλλης» Αυστρίας

    «Πριν την αποχώρηση» του Τόμας Μπέρνχαρντ στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού

    «Η πανέμορφη Αυστρία με την πλούσια ιστορία που ξεδιπλώνεται στα εντυπωσιακά της μνημεία και μέγαρα, αλλά και τα γραφικά της χωριουδάκια, η φύση, η μουσική και οι φιλόξενοι κάτοικοι θα σας μείνουν αξέχαστα» μας υπόσχεται το ενημερωτικό-διαφημιστικό φυλλάδιο γνωστού ταξιδιωτικού γραφείου. Η Αυστρία είναι πράγματι στο μυαλό μας η «παραμυθένια χώρα», εκεί όπου συνδυάζεται μοναδικά η γαλήνια ομορφιά της εξοχής με την αστραφτερή χλιδή της πρωτεύουσας και τις μελωδίες του Μότσαρτ ¬ ένας πόλος έλξης για τους φυσιολάτρες αλλά και για τους φιλόμουσους αυτού του κόσμου.

    «Στην Αυστρία, αν έπαιρναν τα κεφάλια των ανθρώπων λέγοντας ότι είναι απόφαση των ανωτέρων, κανείς δεν θα διαμαρτυρόταν και το γεγονός θα περνούσε απαρατήρητο» υποστήριζε το 1982 ο Τόμας Μπέρνχαρντ σε συνέντευξή του μιλώντας για μια «άλλη», λιγότερο γνωστή, Αυστρία, αυτή που ήρθε πρόσφατα στο προσκήνιο ύστερα από την άνοδο του ακροδεξιού Κόμματος της Ελευθερίας στην εξουσία.

    Ο Μπέρνχαρντ (1931-1989) δεν έπαψε ποτέ, γραπτώς ή προφορικώς, να κατακρίνει τη χώρα του για το χιτλερικό παρελθόν της, αντιλαμβανόμενος ότι το παρελθόν αυτό όχι μόνο δεν έχει ξεθωριάσει αλλά παραμένει η εφιαλτικότερη διάσταση του παρόντος.«Σήμερα όλοι αυτοί οι άνθρωποι (οι πρώην ναζιστές) ζουν μια τελείως ήσυχη ζωή, σε κάθε γωνιά, όπως λένε, της χώρας, και απολαμβάνει ο καθένας τους μεγάλες συντάξεις από την πολιτεία. Αλλά όλα αυτά, σκέφτηκα, είναι αντάξια μιας κοινωνίας που είναι πέρα για πέρα διεστραμμένη. Στην ουσία, σκέφτηκα, είναι αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι, αυτοί οι διοικητές των SS και οι συνταγματάρχες των SS και οι αιμοσταγείς παρασημοφορημένοι, οι δικοί σας άνθρωποι, σκέφτηκα, αυτοί στους οποίους ειδικά σήμερα, σκέφτηκα, οι συμπατριώτες μου προσβλέπουν θεωρώντας τους κρυφούς τους αρχηγούς» έγραφε τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του στο τελευταίο μυθιστόρημά του.

    Στο «Πριν την αποχώρηση», έργο του 1979, ο συγγραφέας έρχεται να μας δείξει ότι αυτή η «άλλη» Αυστρία δεν είναι μια περιθωριακή υπόθεση, ένα υπόγειο φαινόμενο που αφορά κάποια ξεχασμένη στον κόσμο της μειοψηφία: είναι η καθημερινότητα, είναι το «τώρα», που εκτυλίσσεται αμετανόητα πλάι μας, ανά πάσα στιγμή, πίσω από τα κλειστά παντζούρια του γείτονά μας.

    Ποιος θα διανοούνταν πράγματι ότι πίσω από τα παντζούρια αυτά τρία αδέλφια, ο Ρούντολφ, η Κλάρα και η Βέρα, γιορτάζουν ανελλιπώς κάθε χρόνο τα γενέθλια του Χάινριχ Χίμλερ, αρχηγού των SS; Ποιος θα φανταζόταν ότι ο ηλικιωμένος κύριος της διπλανής πόρτας, πρώην ναζιστής και νυν ευυπόληπτος δικαστής που αγωνίζεται με σθένος για την προστασία του περιβάλλοντος, όχι μόνο αναγκάζει την ανάπηρη, αριστερών πεποιθήσεων, αδελφή του να συμμετέχει, παρά τη θέλησή της, στον εορτασμό αυτόν, αλλά την υποχρεώνει και να φοράει την εξευτελιστική στολή με το κίτρινο αστέρι προς τέρψη των σαδιστικών ενστίκτων του; Ποιος θα πίστευε ότι ο ίδιος αυτός κύριος κάνει έρωτα με την άλλη αδελφή του, την «αγαπημένη» του, μαζί με την οποία οραματίζονται ένα «καλύτερο» αύριο, όπου δεν θα «πρέπει συνεχώς να υποκρίνεσαι» και «να λες μόνο ψέματα»;

    «Μια κωμωδία της γερμανικής ψυχής» αποκαλεί ο Μπέρνχαρντ το έργο του και πράγματι προσεγγίζει με μοναδική ειρωνεία τους ήρωες επιτρέποντας σε όλο το γκροτέσκο μεγαλείο τους να αναδυθεί αβίαστα, με μια φυσικότητα που σοκάρει, ακριβώς επειδή φαντάζει επιφανειακά τόσο «φυσιολογική».

    Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθινός είναι τόσο ανώδυνη, τόσο λειασμένη και αδιάφορη, ώστε το μόνο που μας τρομάζει είναι το μέγεθος της ανίας μας. Οι εντάσεις δεν κορυφώνονται ποτέ, η ατμόσφαιρα μοιάζει να έχει αποτινάξει από πάνω της την παραμικρή υπόνοια κινδύνου και το μόνο που στιγμιαία μας σοκάρει είναι η εμφάνιση της ναζιστικής στολής. Μια επίπεδη, πλαδαρή αφήγηση που θα μπορούσε να αφορά μια οποιαδήποτε οικογενειακή συνεστίαση με τις συνηθισμένες διενέξεις μεταξύ συγγενών.

    Η Αννέζα Παπαδοπούλου είναι μάλλον ενοχλητική στον ρόλο της ανήμπορης, καταδικασμένης να ζει σε κλίμα τρομοκρατίας, αδελφής: υιοθετεί μια ασπούδαστη μανιέρα που αδυνατούμε να καταλάβουμε ποια σκοπιμότητα εξυπηρετεί ¬ μοιάζει περισσότερο σαν να έχει πάρει ηρεμιστικά. Ο Σοφοκλής Πέππας κάνει αξιόλογες προσπάθειες, κινείται όμως υποτονικά και πλάθει έναν ήρωα μάλλον απλοϊκό, από τον οποίο δεν νιώθουμε να εκπηγάζει κανενός είδους απειλή. Η Μπέττυ Αρβανίτη είναι η μόνη που συλλαμβάνει σε ικανοποιητικό βαθμό την πολυπλοκότητα του ρόλου της και χάρη σε αυτήν κρατιέται κάπως η παράσταση.

    12.03.2000, Λοΐζου Στέλλα «Στα άδυτα μιας «άλλης» Αυστρίας», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Σοφοκλής Πέππας

    Ο ηθοποιός μιλάει για την εμφάνισή του στο έργο του Αυστριακού Τόμας Μπέρνχαρντ με τίτλο «Πριν την αποχώρηση» που παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας.

    Επιστρέφοντας στο «σκοτεινό» παρελθόν

    Χαρά, συμπόνια, απενοχοποίηση: οι τρεις παραπάνω λέξεις αποτελούν τη συντομότερη ίσως περιγραφή της «ρευστής», όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος, συναισθηματικής πορείας που ακολούθησε ο ηθοποιός Σοφοκλής Πέππας προκειμένου να «συναντήσει» τον Ρούντολφ, τον ήρωα που υποδύεται εφέτος τον χειμώνα στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας.Ο λόγος για τον βασικό πρωταγωνιστή του έργου του Αυστριακού Τόμας Μπέρνχαρντ με τίτλο «Πριν την αποχώρηση», που τρεις περίπου μήνες μετά την πρεμιέρα έχει πλέον καταγραφεί ως μία από τις «εκπλήξεις» της εφετεινής σεζόν.

    Πώς «εισέπραξε» ο ίδιος ο ηθοποιός την επιτυχία; «Για μένα η πορεία της συγκεκριμένης παράστασης δεν ήταν τίποτε παραπάνω από μία ακόμη επιβεβαίωση του γνωστού νόμου που διέπει τον χώρο του θεάτρου» λέει αρχικά ο Σοφοκλής Πέππας. «Ποιος είναι αυτός; Απλώς το ότι δεν υπάρχουν καθόλου προκαθορισμένες συνταγές που εγγυώνται το ευκταίο αποτέλεσμα. Το καλό κάποιες φορές σου κλείνει απροσδόκητα ραντεβού. Η επιτυχία δεν είναι ούτε συνεπής ούτε προβλέψιμη. Όσο για το αν στην προκειμένη περίπτωση ήταν αναμενόμενη από μας, πάντοτε όταν κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς έχεις τις μεγαλύτερες φιλοδοξίες. Ασφαλώς βέβαια ο τελικός κριτής είναι ο κόσμος και στη δεδομένη στιγμή το νεανικό κοινό που γεμίζει το θέατρο συνδέοντας ουσιαστικά την παράσταση με την ίδια τη ζωή».

    Την αρχική ωστόσο «περίσκεψή» του σχετικά με το έργο παραδέχεται παρακάτω ο ηθοποιός. «Βασικοί παράγοντες που μου γέννησαν έναν αρχικό σκεπτικισμό ήταν τόσο το θέμα και κατά πόσο θα μπορούσε να ενδιαφέρει το ελληνικό κοινό του σήμερα όσο και ο ίδιος ο συγγραφέας με την “αναρχική” γραφή που αποκαλύπτει. Γρήγορα όμως ανακάλυψα τις “μυστικές δυνάμεις” του έργου». Πού τις εντοπίζει ο πρωταγωνιστής; «Θεωρώ ότι είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζει το “υλικό” του ο ίδιος ο συγγραφέας. Ο Μπέρνχαρντ παρακολουθεί την περιπέτεια των ηρώων του με έναν τρόπο που θα τον χαρακτήριζα παιδικό» λέει ο Σοφοκλής Πέππας. «Μοιάζει σαν να μην επεμβαίνει καθόλου ο ίδιος και απλώς η συνέχεια της δράσης να τον ξεπερνά από μόνη της. Αυτό το παραληρηματικό κατά κάποιον τρόπο ύφος βρίσκω ότι είναι πολύ κοντά σε μια πρωτογενή και αφοπλιστική λειτουργία που έχει ο άνθρωπος. Ο συγγραφέας δεν λυπάται, δεν διστάζει, δεν υπολογίζει ιδιαιτέρως συνταγές και δεδομένα και κάτω από αυτό το πρίσμα το έργο κινείται σε έναν χώρο ελευθερίας, πράγμα που ασκεί ιδιαίτερη γοητεία τόσο στο κοινό όσο και σε μας τους συντελεστές».

    Γραμμένο το 1979, το «Πριν την αποχώρηση» διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια ενός «επικίνδυνου» απογεύματος. Βασικοί ήρωες, ένας πρώην ναζιστής αξιωματικός που τώρα κατέχει ανώτερη δικαστική θέση (Σοφοκλής Πέππας) και οι δύο αδελφές του. Ανάπηρη και με αριστερές ιδέες η πρώτη (Αννέζα Παπαδοπούλου) βρίσκεται στον αντίποδά του, ενώ η δεύτερη (Μπέττυ Αρβανίτη) είναι μια μικροαστή με την οποία ο ήρωας έχει αναπτύξει μια μάλλον «περίεργη» σχέση. Η αναμόχλευση ενός τραυματικού παρελθόντος βγάζει στο φως σχέσεις αμαρτωλές, σχέσεις αλληλοεξόντωσης, σχέσεις που κάποιες φορές καταλήγουν ως και κωμικές, αφού το γέλιο αποκαλύπτεται συχνά το μέσο που επιλέγει ο συγγραφέας ώστε να αποτυπώσει όλες τις πτυχές της πραγματικότητας.

    «Ο Ρούντολφ» λέει παρακάτω ο Σοφοκλής Πέππας «είναι το παιδί μιας αστικής οικογένειας με αυστηρές, απαράβατες αρχές που “δυνάστευαν” τη ζωή του πολύ προτού συνδεθεί με τον ναζισμό. Η μητέρα του έχει από καιρό αυτοκτονήσει μη αντέχοντας το ασφυκτικό κλίμα του σπιτιού ενώ απόλυτος κυρίαρχος στη ζωή και των τριών παιδιών είναι το φάντασμα του πατέρα. Ο ήρωας είναι αναπόδραστα δεμένος με τις παρακαταθήκες του πατέρα του, ο οποίος είναι ο προσωπικός του “Φύρερ”. Ζώντας αυτή τη νοοτροπία των κλειστών παραθύρων ¬ δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο μεγάλος του έρωτας είναι η ίδια του η αδελφή ¬, ο ναζισμός μπορεί να αποτελεί γι’ αυτόν μια αχτίδα φωτός, ένα είδος “απόδρασης” μέσω ενός παιχνιδιού που δεν έχει παίξει ποτέ» συνεχίζει παρακάτω και καταλήγει: «Συνδεόμενος με το κίνημα αυτό, ταυτόχρονα συνδέεται με τον έξω κόσμο, με την ιδέα της κατάκτησής του, νιώθει ένας μικρός Καίσαρας. Μόλις λοιπόν ο ναζισμός ηττάται, ο Ρούντολφ κλείνεται με τις αδελφές του σε ένα υπόγειο… Η έναρξη του έργου λοιπόν τον βρίσκει κλεισμένο στο πιο ασφυκτικό ερμάρι του “εγώ” του. Στη συγκεκριμένη στιγμή μια οικογένεια έχει μπει στον αποχυμωτή και τρέφεται από τους χυμούς της. Το πρώτο θύμα ωστόσο όλης αυτής της ιστορίας είναι ο ίδιος ο Ρούντολφ. Η διαπίστωση αυτή, σε συνδυασμό με το ότι τελικά ο ήρωας έχει πλήρη συνείδηση των πράξεών του, γεγονός που δίκαια του χαρίζει τον χαρακτηρισμό του ανάλγητου, δικαιολογεί, νομίζω, την προσωπική μου συναισθηματική πορεία ώσπου να τον “συναντήσω”».

    Πληροφορίες

    Το έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ με τίτλο «Πριν την αποχώρηση» παρουσιάζεται κάθε Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Στάθης Λιβαθινός.

    05.03.2000, Τουλάτου Ίσμα Μ. «Σοφοκλής Πέππας», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

Βραβείο  «Μαρίκα Κοτοπούλη» για την Μπέττυ Αρβανίτη.