Συμπαραγωγή Εταιρία Θεάτρου «Πράξη» – Θέατρο του «Νότου»
Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας Β’ Σκηνή
Έναρξη 22 Φεβρουαρίου 1995
Λήξη 16 Απριλίου 1995
[…] Όταν τον Ιανουάριο του 1978 έγραψα το «Πεθαίνω σα χώρα», αυτό ακριβώς το κίνητρο και ερέθισμα είχε εμφανιστεί τέσσερα περίπου χρόνια πριν: η επιστράτευση του 1974. Κανένα γεγονός στην προσωπική μου ζωή μέχρι τότε δεν είχε τη σημασία που είχε αυτό το εξωπροσωπικό γεγονός. Αυτή όμως η σημασία (επίσης εξωπραγματική αλλά με συνέπειες ενδοπροσωπικές) δεν έγινε καθόλου γρήγορα φανερή, καθόλου αισθητή αμέσως. Το ίδιο το γεγονός είχε βέβαια τη δική του αισθητή και φανερή σημασία τότε που συνέβαινε∙ εκείνο που ήταν αδιάγνωστο – μπορούσε να μην είναι;- ήταν το μέγεθος του αντικτύπου του. […] Ωστόσο, έστω κι αν αγνοούσα τη σημασία του ως προς τις μελλοντικές και πραγματικές συνέπειές του μέσα μου, το γεγονός του Ιουλίου του 1974 και η παραμονή μου σε εκείνο το στρατόπεδο μέχρι τον Σεπτέμβριο που, έπειτα από απέραντη πλήξη και αδημονία, κυρίως των τελευταίων ημερών, επιστρέψαμε στα ίδια, ήταν κάτι που είχε συμβεί, υπήρχε, ήταν εκεί, παρόν αλλά εσωτερικευμένο τώρα που είχε χάσει για πάντα την εξωτερική του διάσταση, ολοκληρωμένο, πλήρες, ζωντανό συνιστούσε ένα ήδη καταγεγραμμένο «βίωμα», μέρος αναπόσπαστο πλέον της ζωής μου, του πραγματικού της χρόνου, της ατομικής μου ιστορίας αλλά και όχι μόνο – κι αυτό το τελευταίο ήταν το πιο σημαντικό.
Απόσπασμα από το κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη «Η Εμπράγματη Φαντασία». Από το πρόγραμμα της παράστασης.
Διασκευή – Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά: Νίκος Αλεξίου
Κοστούμια: Χρυσάννα Διαμάντη
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Μουσική και ηχητική επιμέλεια: Ιάκωβος Δρόσος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαριάννα Κολοβού
Κατασκευή σκηνικού: Αντώνης Παγώνης
Παίζουν:
Βασίλης Λάγγος
Άννα Μάσχα
Γιάννης Νταλιάνης
Στην αρχή και στο τέλος της παράστασης ακούγεται η φωνή του Δ. Δημητριάδη.
Στη διασκευή χρησιμοποιήθηκε ένα απόσπασμα από το θεατρικό έργο του Δ. Δημητριάδη “Η άγνωστη αρμονία του άλλου αιώνα”.
-
Ευφορία εναντίον στειρότητας
Κάθε φορά που ανοίγουμε την εφημερίδα στη στήλη των θεαμάτων, διαπιστώνουμε και νέα αύξηση των περιθωριακών, των ποιοτικών, των «αντεργκραουνικών» θεατρικών εστιών που μεταλαμπαδεύουν το άγιο διονυσιακό πυρ σε γωνίες και άκρες της πρωτεύουσας και του επινείου της. Αυτή η νέα πραγματικότητα δεν είναι ένα ελπιδοφόρο φαινόμενο, είναι η κύρια κατάσταση στο θέατρο μας. Οι νέοι της εποχής μας κάνουν θέατρο, επιχειρούν μια επικοινωνία δια μέσου του θεάτρου, γεμίζουν τις δραματικές σχολές και κατακλύζουν τις θεατρικές αίθουσες. Εξαιρέσεις είναι τα πέντε- δέκα θέατρα που εξακολουθούν να επιζούν με τις πατερίτσες του «σταρ σύστεμ» και της τηλεόρασης. Αν η θεατρική αυτή ορμή παραγκωνίσει την εξάρτηση από τα διάτρητα μαγειρεία, δεν θα «πεθάνει σα χώρα».
Κατεβαίνω, για δεύτερη φορά φέτος, τα στενά σκαλοπάτια που οδηγούν στον περιορισμένο υπόγειο χώρο της δεύτερης σκηνής, του Θεάτρου Πράξη στην οδό Κεφαλληνίας. Τη φορά αυτή παρουσιάζεται εδώ το ποίημα (;) του Δημήτρη Δημητριάδη «Πεθαίνω σα χώρα». Το κείμενο αυτό κατ΄ αρχήν δεν προσφέρεται για θεατροποίηση. Έχει έναν ακατάσχετο λόγο που επαναλαμβάνει με κατακλυσμό λέξεων την απελπισία του δημιουργού του. Περιγράφει έναν εφιαλτικό κόσμο σε μια απεγνωσμένη εποχή. Μια χώρα που πεθαίνει, γερασμένη και άκληρη, όπου οι γυναίκες δεν γεννούν, οι άντρες ζευγαρώνουν μεταξύ τους, οι εξουσίες είναι σάπιες, τα μέτωπα καταρρέουν και όλα είναι σε αποσύνθεση.
Μπροστά σ’ αυτή την περιγραφή, με το άβολο κείμενο, ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός έμεινε άναυδος. Δεν μπόρεσε να επιστρατεύσει ιδέες, εμπνεύσεις, ευρήματα. Τίποτα. Κατέφυγε σε εύκολες λύσεις, επινοήματα στο γόνατο. Κάτι διασταυρώσεις του λόγου των ηθοποιών, κάτι παρεμβολές ήχων και μιμήσεων, κάποιες αφελείς εικονογραφήσεις των λεγομένων, αναρριχήσεις στις κολόνες και κατέληξε το όλο πράμα να είναι μια σκέτη απαγγελία με ολίγην παραστατικότητα. Σκοτεινό το κείμενο, απαισιόδοξη η κραυγή του αδιέξοδου ποιήματος, μαύρη, χαμηλοτάβανη και ασφυκτική η σκηνούλα, με μια τέτοια τέχνη σίγουρα θα μπορούσες να συμφωνήσεις πως ναι, σίγουρα, πεθαίνουμε όλοι σαν μια σάπια στείρα χώρα.
Όμως όχι! Όσο υπάρχουν ηθοποιοί σαν την Άννα Μάσχα, με τέτοιο φως που διαλύει τα σκοτάδια, τέτοιο ταλέντο που εξουδετερώνει κάθε ποιητική απελπισία και σκηνοθετική ανεπάρκεια, ούτε η χώρα θα πεθάνει και μείς όλοι θα αισιοδοξούμε για τις μέρες που θα’ ρθουν. Η ευφορία της ηθοποιού ήταν μια διάψευση του πεισιθάνατου κηρύγματος της στειρότητας. Ο Βασίλης Λάγγος και ο Γιάννης Νταλιάνης, που συμπληρώνουν το τρίο της απαγγελίας, δεν είχαν περιθώρια να συντελέσουν περισσότερο. Τα κοστούμια της Χρυσάννας Διαμαντή είχαν τη θεατρικότητα που έλειπε απ’ τη σκηνοθεσία.
25-31.03.1995, Γεωργίου Αδριανός «Ευφορία αντί στειρότητας», Ραδιοτηλεόραση
-
Όταν ξανακούς τη χαμένη σου φωνή
Κατεβαίνεις μια αρκετά κάθετη σκάλα. Σε ημίφως. Η κατάληξη είναι ένας μικρός χώρος με κολώνες. Όλα βαμμένα μαύρα. Είναι η Β’ Σκηνή του θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας. Άρχισε τώρα να λειτουργεί, ακριβώς δίπλα στη κυρίως σκηνή.
Εκεί παίζεται το «Πεθαίνω σα χώρα». Ένα κείμενο που ποτέ δεν γράφτηκε για το θέατρο-ούτε τώρα άλλωστε διασκευάστηκε για να γίνει πράγματι θεατρικό έργο. «Παίζεται» όμως από ηθοποιούς, με φωτισμούς, με μουσική και ήχους, μέσα σ’ ένα «σκηνικό χώρο».
Το «Πεθαίνω σα χώρα» είναι ένα καθαρά πεζογραφικό έργο. Ανήκει και μένει στο τυπωμένο βιβλίο. Απέναντι του έχει το μοναχικό αναγνώστη- όχι το μεγάλο ή το μικρό πλήθος των θεατών.
Στο βιβλίο μπορείς να σταματήσεις το διάβασμα. Να ξαναδιαβάσεις μία φράση, να γυρίσεις πίσω μερικές σελίδες, να επιβεβαιώσεις κάτι και να συνεχίσεις το διάβασμα στο ίδιο ή σε διαφορετικό ρυθμό από κείνον που είχες πριν σταματήσεις. Όχι στο θέατρο.
Στο θέατρο δεν έχεις τέτοιες ευκαιρίες, τέτοιες ανέσεις, τέτοιες «πολυτέλειες». Στο θέατρο θα πάρεις αυτό που θα σου δώσουν, με τον τρόπο που θα σου δώσουν. Εσύ δεν μπορείς να κάνεις επιλογές, ούτε αλλαγές ούτε επεμβάσεις. Το παιχνίδι παίζεται από τη μια μεριά. Το περίεργο-και το μοναδικό- στο θέατρο είναι ότι το παιχνίδι δεν παίζεται αν δεν υπάρχει η άλλη πλευρά.
Το «Πεθαίνω σα χώρα» δεν είναι θέατρο. Εξακολουθεί όμως να είναι καλός και δυνατός λόγος, που γράφτηκε κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες από έναν αγανακτισμένο και απελπισμένο Έλληνα.
Ήταν τότε, το καλοκαίρι του 1974, που η χούντα, ύστερα από επτά χρόνια γελοιοποίησης της χώρας, σκηνοθέτησε το μεγαλύτερο φιάσκο της ιστορίας της: την επιστράτευση των φαντάρων με τις σαγιονάρες!
Ο συγγραφέας , ο Δημήτρης Δημητριάδης, ήταν έναν από τους φαντάρους της απερίγραπτης επιστράτευσης. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1978, συνειδητοποιεί ότι εκείνη η κατάσταση, που έζησε δύο μήνες τότε, εξακολουθεί να υπάρχει –με άλλα σχήματα –και στη χώρα του αλλά και μέσα του. Και γράφει το επιθετικό και αγανακτισμένο πεζογράφημά του.
Είναι πολύ πιθανό και σήμερα -24 χρόνια αργότερα- να αισθάνεται την ίδια αγανάκτηση, βλέποντας ότι και αυτός και όλοι μας έχουμε ταυτιστεί με τη χώρα μας και ότι πεθαίνουμε και μείς μαζί της. Όπως τότε – και ίσως γι’ αυτό να ήθελε να ακουστεί και πάλι η φωνή του- πιο δυνατά αυτή τη φορά-μέσα από τη φωνή του θεάτρου.
Για την ακρίβεια, μέσα από τη φωνή τριών ηθοποιών. Σ’ αυτούς μοιράστηκε το κείμενο – με λογική και συνέπεια περισσότερο για να ακουστεί παρά να υπάρξει σαν θεατρικό έργο αυτόνομο με τη δική του αισθητική και τους δικούς του κανόνες.
Και εάν αφήνει – στους πιο κυνικούς από τους θεατές του – κάποια αίσθηση ρητορείας και διδακτισμού, τους άλλους θεατές, τους πιο κουρασμένους, τους πιο απελπισμένους, τους πιάνει από το λαιμό και τους μουδιάζει το σώμα.
Γιατί η μνήμη είναι κοινή – ακόμα και στις νεότερες γενιές έχει περάσει αταβιστικά αυτή η μνήμη – γιατί η σημερινή πραγματικότητα είναι ζησμένη και απτή, γιατί η διαμαρτυρία του τότε ισχύει ατόφια και σήμερα. Το «Πεθαίνω σα χώρα» είναι μια φωνή για όλους. Και σωστά αποφασίστηκε να ακουστεί και τώρα.
Εκεί, στο σκοτεινό υπόγειο της οδού Κεφαλληνίας έχεις την αίσθηση ότι ανοίγει πάλι, ακόμα μια φορά, ο αρχαίος κύκλος της αντίστασης. Όπου, «συν δύο, συν τρείς», μαζεύονται όσο θέλουν ακόμα να φωνάξουν και όσοι θέλουν ν’ ακούσουν τη φωνή τους μέσα από τα στόματα των άλλων.
Το έργο, για δύο αντρικές φωνές και μία γυναικεία, παίζεται, πολύ καλά, σκηνοθετημένο με προσοχή και ευαισθησία από τον Στάθη Λιβαθινό. Ο σκηνοθέτης – υπεύθυνος και για τη διασκευή – προσαρμογή του κειμένου – δούλεψε μουσικά τις φωνές και τις κινήσεις των ηθοποιών του. Πρόσεξε τις λέξεις – τις ήθελε να ακουστούν καθαρά, χωρίς μουντζούρες – πρόσεξε που έπρεπε να «πατούν» οι λέξεις για να έχουν σημασία, ουσία και δύναμη.
Και ο Βασίλης Λάγγος και ο Γιάννης Νταλιάνης ήταν παρόντες, ευαίσθητοι, σημερινοί – και την ίδια στιγμή μακρινοί και άλλων εποχών. Αλλά η έκπληξη της παράστασης είναι η Άννα Μάσχα. Ήρθε ξαφνικά έτοιμη, πλήρης, γεμάτη αποχρώσεις, σαν να δούλευε χρόνια, μυστικά, μαστοράκι και τώρα έμαθε την τέχνη και παρουσιάζει με ταπεινότητα το πρώτο της «έργο».
Σίγουρα αξίζει να βρεθείτε στην απάνθρωπη, υπερπολυάνθρωπη Κυψέλη, για να κερδίσετε τη συγκίνηση του διπλανού σας και να ξανακούσετε, κοντά σας, τη φωνή του που νομίζατε χαμένη.
18.03.1995, Χρηστίδης Μηνάς «Όταν ξανακούς τη χαμένη σου φωνή», Ελευθεροτυπία
-
Πεθαίνω σα χώρα – μνήμες καταστροφών
Σε αυτή τη συμπαραγωγή της Εταιρείας Θεάτρου «Πράξη» και του θεάτρου του Νότου, ο Στάθης Λιβαθινός, που ανέβασε στο «Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας» μια δραματοποιημένη απόδοση του πεζογραφήματος του Δημήτρη Δημητριάδη, ανέλαβε ένα μεγάλο ρίσκο και φαίνεται πως κέρδισε το στοίχημα.
Πράγματι το σύντομο αλλά βαθιάς πνοής κείμενο παρουσιάζει πολλές δυσκολίες – ιδιαίτερα σε μια συγχρονική του μεταφορά. Εμπνευσμένο καθώς είναι από τις εικόνες ηθικής και κοινωνικής διάλυσης που ακολουθεί τις αλλεπάλληλες ήττες των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, όπως μας τις παραδίδει ο Θουκυδίδης, συναρτάται επίσης με όλες τις διαδοχικές συρρικνώσεις και καταστροφές του νεώτερου ελληνισμού, με κορυφαία και αποφασιστική για τα ελληνικά πεπρωμένα, την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922.
Αν και οι ενδυμασίες των τριών πρωταγωνιστών (φροντισμένες από τη Χρυσάννα Διαμαντή), που λίγο απέχουν από φροντισμένα ράκη, δεν παραπέμπουν σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο (ούτε άλλωστε η σκηνογραφία του Νίκου Αλεξίου, που περιορίζεται να φυτέψει στο γυμνό χώρο μαύρες κολώνες), είναι ωστόσο έντονη η αίσθηση, που την πιστοποιεί άμεσα η παράταξη φωτογραφιών από τη μικρασιατική εκστρατεία, ότι ο άξονας του κειμένου και της σκηνοθετικής γραμμής έχει στραφεί προς την περίοδο εκείνη.
Ο Στάθης Λιβαθινός μοίρασε την αφήγηση σε τρεις ηθοποιούς και βρήκε έναν αγωνιώδη ρυθμό ως αντηχείο του εσχατολογικού υβρεολογίου, που σε κατάσταση βαθιάς συντριβής και ηθικής παραίτησης εκφωνεί, ή μάλλον εκσφενδονίζει ο μονόλογο αυτός πάνω από τους θεατές. Και πρέπει να τονίσω εδώ ότι αυτές οι εικόνες της άμετρης φρίκης, η αποφορά και η δυσωδία μιας καθολικής σήψης και η οριακή εξάντληση των δυνάμεων ενός ολόκληρου έθνους δε θ’ ανταποδίδονταν τόσο εναργώς χωρίς την παρουσία της Άννας Μάσχα, μιας νέας ηθοποιού με ισχυρή νευρωτική κράση, που, χωρίς υπερβολές και καμώματα, μας έδειξε στην κυριολεξία τη συντριπτική οδύνη της αφήγησης πάνω στο πρόσωπο και το σώμα της. Κοντά της σε λειτουργική σύμπραξη ο Βασίλης Λάγγος, που παρά την κάποια ατονία του, διέσωσε το μέρος που τον αφορούσε, και ο Γιάννης Νταλιάνης που, κινούμενος με αγχώδη και εύθραυστη ισορροπία, μετέφερε περισσότερο υπαινικτική την ακραία σύλληψη του συνόλου έργου.
17.03.1995, Λογοθέτης Ηρακλής «Πεθαίνω σα χώρα – μνήμες καταστροφών», Αθηνόραμα
-
Κλασικό και ελληνικό έργο
Ιδιαίτερη προτίμηση έδειξε φέτος το κοινό στο κλασικό ρεπερτόριο […] «Πεθαίνω σα χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού που παρουσιάζεται τώρα, παρακολούθησαν θεατές που κάλυψαν το 65% της πληρότητας.
02.04.1995, Αδαρίδου Σοφία «Κλασικό και ελληνικό έργο», Ριζοσπάστης
-
Preview: «Πεθαίνω σα χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, στο Θέατρο οδού Κεφαλληνίας.
Μπροστά σε μια σπάνια σκηνοθετική πρόκληση (συμπαραγωγή των θεάτρων Αμόρε και Κεφαλληνίας) βρίσκεται ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός, που αποπειράται τη διασκευή και τη μεταφορά στη σκηνή ενός ιδιότυπα πυκνού, ακριβόλογου και ελλειπτικού κειμένου. Κάτω από το πελιδνό φως μιας άκρως αφαιρετικής σκηνογραφίας (την οποία υπογράφει ο Νίκος Αλεξίου) οι τρεις ηθοποιοί που καλούνται ν’ αποδώσουν τον αφηγηματικό λόγο του συγγραφέα (Γιάννης Νταλιάνης, Άννα Μάσχα, Βασίλης Λάγγος) θα βρεθούν επίσης μπροστά στο ερεθιστικό πρόβλημα της ενσάρκωσης χαρακτήρων που μόλις διαφαίνονται από το ισχνό κείμενο. «Αν αυτό το πολύ σύγχρονο κείμενο με την τάξη, το ρυθμό και τον καλπασμό του θ’ αποτελέσει θεατρική πράξη θα το αποδείξει η παράσταση» μας είπε ο Στάθης Λιβαθινός.
Το ολιγοσέλιδο αφήγημα του Δημήτρη Δημητριάδη, από τη πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε αλλά και με τις επανειλημμένες επανεκδόσεις του αποτέλεσε ένα σταθμό στα ελληνικά γράμματα ίσως, μεταξύ των άλλων, γιατί αντηχούσε την πρόσφατη κυπριακή τραγωδία αλλά και τις μακρινές μνήμες άλλων καταστροφών, όπως εκείνης των Αθηναίων που περιγράφει ο Θουκυδίδης στο γνωστό εδάφιο, η οποία αποτέλεσε και το δραματουργικό έναυσμα του συγγραφέα. Κείμενο με μεγάλο ειδικό βάρος, εξαιρετική πυκνότητα και ιδιότυπη στυφάδα χαράζει τα όρια της πικρής μοίρας του ελληνισμού αλλά και των επιτάφιων θρήνων που συνιστούν το λίκνο της αναγέννησης του.
Η πρεμιέρα προγραμματίστηκε για τις 22 Φεβρουαρίου.
17.02.1995, Λογοθέτης Ηλίας «Ι PREVIEW D», Αθηνόραμα
-
Γραμμένο και παιγμένο «για ν’ αρέσει»
Η Μοίρα των κειμένων είναι παράξενη. Το «Πεθαίνω σα χώρα» π.χ. του Δημήτρη Δημητριάδη γεννήθηκε, κατά τη δήλωση του ίδιου του συγγραφέα, μέσα απ’ την εμπειρία του εκείνης της τραγικά γελοίας επιστράτευσης του ’74. Κι είναι φορές που οι σπασμοί θανάτου μιας κοινωνίας, μιας χώρας, γεννούν αριστουργήματα.
Το πεζογράφημα του Δημητριάδη, γεννήθηκε σ’ ένα τέτοιο σπασμό, φέρει πάνω στη μορφή του τα σημάδια μιας τραυματικής εμπειρίας γεννήσεως αλλά δεν είναι αριστούργημα. Είχε βέβαια τη τύχη να υιοθετηθεί από μια «ελίτ» πνευματική η οποία δεν σήκωσε το βάρος της αντίστασης ενάντια στην επτάχρονη τυραννία. Ήταν απούσα και στα τραγικά γεγονότα του καλοκαιριού του ’74. Απούσα, είτε με την παρουσία είτε με την απουσία της. Το ίδιο κάνει. Να συμπεράνω πως το «Πεθαίνω σα χώρα» ήρθε σαν άλλοθι και σαν «από μηχανής θεός» για ν’ αποσύρει το βάρος μιας ευθύνης από εκείνους που έπρεπε κανονικά να τη σηκώσουν; Δεν το λέω, το αφήνω στην ιστορία, να το κρίνει. Παίρνω την ευθύνη ωστόσο να πω τη γνώμη μου περ’ από συναισθηματικές εμπλοκής και φορτίσεις, κρίνοντας αντικειμενικά και ψυχρά σήμερα, εικοσιένα χρόνια μετά τα γεγονότα, ότι το «Πεθαίνω σα χώρα» δεν είναι το έπος εκείνο της απίθανα τραγικής μέσα στη γελοιότητά της επιστράτευσης. Δεν είναι αυτό το αντιέπος μιας χώρας που πληρώνει τις αμαρτίες της. Συμπτωματικά γεννήθηκε, βρήκε μέσα από τα γεγονότα εκείνων των ημερών για τα οποία έχουν γράψει άλλοι, και καλύτερα. Έχουν γράψει πριν απ’ αυτά τα γεγονότα, γι’ αυτά τα γεγονότα. Εσαεί. Θα το πω καθαρά, έχουμε τον Θουκυδίδη και το «Πεθαίνω σα χώρα», δεν είναι αντίλογος, δεν είναι καν σχόλιο στον Θουκυδίδη, αποσπάσματα της «Ιστορίας» του οποίου παρατίθενται χωρίς το φόβο της σύγκρισης απ’ το θεατή, στο πρόγραμμα της παράστασης στη β΄ σκηνή του «Θεάτρου της οδό Κεφαλληνίας».
Το «Πεθαίνω σα χώρα» είν’ ένα γλωσσικό παραλήρημα που επιστρέφει στον εαυτό του εκ του ασφαλούς και ανένδοξα, ποντάροντας πάνω στο αφηρημένο ιδεολόγημα της «απώλειας του εαυτού» χωρίς να διακινδυνεύει να τον χάσει και πραγματικά. Έχει όλα τα ελαττώματα των κειμένων που ωραιολογούν πάνω στην ασχήμια. Διαθέτει ένα ρυθμό γλωσσικό, τίποτ’ άλλο.
Υποψιάζομαι πάντως ότι το έργο αυτό του Δημητριάδη, σ’ αντίθεση μ’ ότι ο ίδιος έχει δηλώσει, γράφηκε παλαιότερα, πριν από τα γεγονότα του ’74, στη διάρκεια της δικτατορίας και σαν τραγικός τίτλος του άλλου εκείνου γλωσσικού παραληρήματος, του δικτάτορα Παπαδοπούλου. Αν είχε διακινδυνεύσει τότε να εκδοθεί, στη διάρκεια της χούντας, θα είχε ίσως τη δυναμική προφητεία πάνω στην ασωτία της γλώσσας. Δε βγήκε τότε, βγήκε μετά, «καβάλα» στα γεγονότα της Κύπρου, κι έτσι θα κριθεί, φοβάμαι, από μια ψύχραιμη και νηφάλια εποχή: σε παραβολή με την αληθινή τραγωδία ενός λαού κι όχι με την ψευδεπίγραφη μιας γελοίας δικτατορίας.
Ως λόγος επιμηθεϊκός κι όχι προμηθεϊκός. Γι’ αυτό μίλησα στην αρχή για την παράξενη μοίρα κάποιων κειμένων που χάνουν για ελάχιστο χρόνο καθυστέρησης το τρένο της ιστορίας τους.
Το «πεθαίνω σα χώρα» είν’ επιπλέον ένα πεζογράφημα γραμμένο σε χρόνο αφηγηματικό μιας εποχής χωρίς συγκεκριμένες αναφορές ή στίγματα, ένα χρονικό εν τέλει κι αποσπασματικό ενός άγνωστου χρονογράφου, άγνωστης εποχής. Δεν προοριζόταν για το θέατρο και δεν μπορεί να γίνει θέατρο . Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού προσπάθησε να «μπαλώσει τον ελλειμματικό σκόπιμα χρόνο του υιοθετώντας ένα ύφος αντιηρωικής μπαλάντας κι ένας ρυθμό εξοντωτικό για τους ηθοποιούς, βασισμένο στο μόχθο του Βασίλη Λάγγου, της Άννας Μάσχα και του Γιάννη Νταλιάνη, όμως οφείλω να πω ότι το κείμενο δε τους «βγήκε» και δεν ήταν δυνατό να βγει. Διότι πρόκειται για καθαρή λογοτεχνία, ο Δημητριάδης είν’ ολόκληρος βυθισμένος στη λογοτεχνία, παραπίπτει ασυνείδητα ή συνειδητά συνέχεια σε προγενέστερες συγγραφείς. Ο θεατής θυμάται π.χ. συνέχεια την «Αποκάλυψη» του Ιωάννη ή το μυθιστόρημα του Λωτρεαμόν και η σύγκριση αποβαίνει δυσμενής για το συγγραφέα Δημητριάδη. Απουσιάζει ο μύθος ή χρησιμοποιείται σαν πρόσχημα. Ούτε τα σκηνικά του Νίκου Αλεξίου με τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό τους ούτε η ανάλογη μουσική επιμέλεια του Ιάκωβου Δρόσου ούτε οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου καταφέρνουν να αποσύρουν το κείμενο από το χώρο ενός λογοτεχνήματος γραμμένου για ν’ αρέσει.
19.03.1995, Πολενάκης Λέανδρος «Γραμμένο και παιγμένο για ν’ αρέσει», Αυγή
-
«Πεθαίνω σαν χώρα» επί σκηνής
Από σήμερα στην οδό Κεφαλληνίας.
Η κραυγή είχε έρθει από τη Θεσσαλονίκη. Ήταν το 1978. Ο Δημήτρης Δημητριάδης, όταν εξέδωσε το «Πεθαίνω σα χώρα», είχε φέρει ένα καινούργιο ρίγος στις συνήθειες των αναγνωστών. Το πεζογράφημα μετρά φέτος δεκαεπτά χρόνια εκδοτικής παρουσίας, δεκαεπτά χρόνια, μέσα στα οποία δεν σταμάτησε ποτέ να ζητείται. Δεν είναι της ώρας να αναζητήσουμε τους λόγους που το κάνουν γοητευτικό.
Τι λέτε, πώς θα σας φαινόταν να δείτε να ζωντανεύει πάνω στη σκηνή ο λόγος του Δημητριάδη; Ο Στάθης Λιβαθινός (διασκευή και θεατροποίηση) το επιχείρησε και μας καλεί τώρα να συμμετάσχουμε σ’ αυτό το εγχείρημα, το οποίο θα παίζεται από απόψε στις 9.15 ως τις 16 Απριλίου, στη Δεύτερη Σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας. Τι τίτλο θα μπορούσε να έχει η παράσταση; Ο σκηνοθέτης δανείζεται έναν ψευδότιτλο από μια φράση που υπάρχει στο έργο: «Μαρτυρίες από τα χρόνια της μεγάλης ήττας».
Στη διασκευή για το θέατρο, δύο άντρες (Βασίλης Λάγγος και Γιάννης Νταλιάνης) και μία γυναίκα (Άννα Μάσχα) προσπαθούν να ξεχάσουν, χωρίς όμως να το καταφέρουν, την προσωπική τους ζωή τα τελευταία δύο χιλιάδες χρόνια: «Τρία πρόσωπα που δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά μια συνεχή εξομολόγηση, για λάθη που έκαναν, για λάθη που υποχρεώθηκαν να κάνουν. Όλος αυτός ο αιώνας είναι μία μετάνοια», λέει ο σκηνοθέτης, ο οποίος στηρίχτηκε στα σκηνικά του Νίκου Αλεξίου και στα κοστούμια της Χρυσάνας Διαμαντή.
Η παράσταση είναι συμπαραγωγή της Θεατρικής Εταιρείας «Πράξη» – Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας και του Θεάτρου Νότου.
22.02.1995, Β.Κ.Κ. «Πεθαίνω σαν χώρα επί σκηνής», Ελευθεροτυπία