Παιχνίδι των Θεών – Έντβαρντ Ρατζίνσκι

2003

Πρώτη παράσταση: 14 Νοεμβρίου 2003.

 

[…] Δύο ηθοποιοί, ο Βίτια και η Νίνα, αποτελούν ζευγάρι εδώ και είκοσι πέντε χρόνια. Εκείνος είναι παντρεμένος, εκείνη ενδιάμεσα παντρεύεται και χωρίζει. H σχέση τους, σαν κάρμα, τους ακολουθεί. Εκείνη αναρωτιέται αν θα μπορέσει να ζήσει ποτέ χωρίς αυτόν τον «βασανιστικό έρωτα». Και όταν εκείνος γράφει ένα θεατρικό έργο για τη ζωή τους, εκείνη τον καλεί να το παίξουν, για να βρουν επιτέλους την άκρη. […]

 

Πηγή: Το Βήμα

Μετάφραση: Λεωνίδας Καρατζάς
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνογραφίας – Κοστούμια: Θάλεια Ιστικοπούλου
Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Λίλλυ Μελεμέ
Βοηθός Σκηνογράφου: Ερωφίλη Πολιτοπούλου
Βοηθός Φωτισμού: Μελίνα Μάσχα

Πρωταγωνιστούν:

Εκείνη: Κάτια Δανδουλάκη
Εκείνος: Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος

  • Ο εαυτός ως ρόλος

    Yπάρχει ένα περίεργο δραματουργικό σύνδρομο στο ρωσικό θέατρο. Tο είχα, εγώ τουλάχιστον, εντοπίσει από την εποχή που ο Aρμπούζοφ έγραφε και είδαμε κι εδώ επανειλημμένα και τη «Φθινοπωρινή Iστορία» και την «Tάνια»

    Λόγω της γνωστής εμμονής του προηγούμενου καθεστώτος στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, δηλαδή στην αποτύπωση κριτικά της πραγματικότητας με αισιόδοξο μάτι, οι Ρώσοι δραματουργοί ήταν απαγορευμένο να καταπιαστούν με τα λεγόμενα αστικά θεατρικά είδη. Και ένα από αυτά ήταν το μπουλβάρ. Το θεωρούσαν (και πιθανόν δικαίως) ως είδος που καλλιεργεί μια πλαστή, επιφανειακή, υποκριτική, σεμνότυφη και ωραιοποιημένη εικόνα της κοινωνίας. Κι αν ακόμη αποδέχονταν κάποια κριτικά ρεαλιστικά μπουλβάρ, τα διάβαζαν ή τα συνέστηναν για να δείξουν την παρακμή της Δύσης, την έκπτωση των ηθών και τα αδιέξοδα της καπιταλιστικής κοινωνίας και των ηθικών κωδίκων της.

    Το μπουλβάρ όμως από την άλλη πλευρά κουβαλάει πείρα αιώνων, έχει μια τέλεια λογική δομή και επιτρέπει, στους ταλαντούχους, την ανάπτυξη ποικίλων χαρακτήρων με κοινωνικά και ψυχολογικά κίνητρα.

    Όπως έλεγα πρόσφατα σχετικά με τον Νιλ Σάιμον, που εφάρμοσε με ελαστικότητα τους δομικούς νόμους του μπουλβάρ στην αμερικανική κοινωνική ζωή, έτσι και οι Ρώσοι δραματουργοί με έξυπνους ελιγμούς έφεραν τα έργα τους στα μέτρα της ρωσικής ζωής και εντός των πλαισίων της αυστηρής ή της χαλαρής λογοκρισίας. Και δεν εννοώ τη λογοκρισία ιδεών, αλλά και την αισθητική.

    Ο Ρατζίνσκι είναι εδώ γνωστός από προηγούμενα έργα του και κυρίως από το «Τζόκινγκ» που σκηνοθέτησε ο Εφραίμοφ για τον Καζάκο και την Καρέζη. Τότε είχαμε διαπιστώσει τους δόλιχους τρόπους να ενοφθαλμιστεί το μπουλβάρ στον κριτικό ρεαλισμό. Το έργο εκείνο ήταν μια σάτιρα του καθεστώτος μέσα από την πρόσκτηση ενός αμερικανικού συμβολικού «θεσμού».

    Το «Παιχνίδι των θεών», που ανέβηκε τώρα στο «Θέατρο Κάτια Δανδουλάκη», εισάγει στο μπουλβάρ ένα είδος μεταφυσικού προορισμού. Ο πρωτότυπος τίτλος «Λίλα», ινδική λέξη, σημαίνει ακριβώς «Παιχνίδι των θεών» ή ίσως καλύτερα το «Κουκλοθέατρο των θεών». Ο Ρατζίνσκι με τρόπο ευφυή υποκαθιστά την παντοδυναμία του συγγραφέα-θεού που ως κάτοχος και χειριστής της γραφής δημιουργεί πρόσωπα, τα βάζει στη δράση, τα κατευθύνει, τα ταπεινώνει, τα εξαίρει ή τα αφανίζει κατά βούληση. Τα αποκαθιστά λοιπόν μ’ έναν μαριονετίστα θεό που τραβάει από ψηλά τα σκοινιά και οι κούκλες του παίζουν, έρχονται, φεύγουν, πονούν, χαίρονται, γεννιούνται και πεθαίνουν σύμφωνα μ’ ένα σενάριο, μ’ ένα σχέδιο για το οποίο, βεβαίως, δεν ρωτήθηκαν ποτέ.

    Το έργο έχει τη δομή ενός κλασικού μπουλβάρ χωρίς άλλο. Δύο πρώην εραστές ηθοποιοί, που τους χωρίζει η πίκρα, η ανασφάλεια, οι εγωισμοί και οι προδοσίες, προσπαθούν να επανασυνδεθούν μέσω ενός θεατρικού έργου το οποίο έγραψε ο άνδρας και το σκηνοθετεί η γυναίκα και αφηγείται τη ζωή και τη ρήξη τους. Θέατρο εν θεάτρω, το θέατρο ως ζωή, η ζωή ως θέατρο, ιδού τα πανάρχαια μοτίβα που επεξεργάζεται ο Ρατζίνσκι. Βέβαια, υπάρχει μια ιδιότυπη τεχνική. Τα κλασικά μπουλβάρ προσπαθούν να κρατήσουν μια ισηγορία, μια ισορροπία ανάμεσα στα συγκρουόμενα πρόσωπα. Ο Ρατζίνσκι μεροληπτεί υπέρ της γυναίκας. H ερωτική μοναξιά της, η ματαίωσή της ως θήλυ, η βάναυση (και όχι πάντα με άσκηση βίας) συμπεριφορά του φαλλοκράτη άνδρα την καθιστούν ευάλωτη γι’ αυτό και η εκδίκησή της είναι ύπουλη, πισώπλατη, «θεατρική». Π.χ., όταν εκείνος επιστρέφει στο παλιό ερωτικό τους καταφύγιο και το μόνο που θέλει να πάρει είναι τα χρειώδη, όπως τα σπορ παπούτσια του που τον βοηθούν να τρέχει στο τζόκινγκ, εκείνη χρησιμοποιεί ως επιθετική αιχμή τη μαγειρική, μόνο που το φαγητό είναι δηλητηριασμένο.

    Αν υπάρχει κάτι γοητευτικό, αλλά συνάμα και σκοτεινό, σ’ αυτό το μεικτού ύφους κείμενο είναι το βιτριολικό του χιούμορ, ένα χιούμορ απελπισμένο. Τα δύο πρόσωπα, καθώς υπακούουν κρεμάμενα στις εντολές τού κουκλοπαίχτη-θεού, μοίρας, ανάγκης κτλ., έχουν αίσθηση των τετελεσμένων και της καραδοκούσας θνητότητας. Ο τρόπος που ο συγγραφέας περιπλέκει τον ηθοποιό με τον ρόλο του, έστω κι αν ο ρόλος είναι μίμησις της ζωής του ηθοποιού, μας πάει κατευθείαν στα πιραντελικά χωράφια. Γιατί όταν ο ηθοποιός αντιμετωπίζει τον ρόλο ως έναν Άλλον, όταν ο Άλλος αυτός είναι ο εαυτός του, τότε πιθανόν και ο ρόλος να παίρνει τον ηθοποιό ως έναν Άλλον από αυτό που παίζει.

    Αν υπάρχει μια κάποια δυσκολία σ’ αυτό το έργο είναι το συνεχές «μπες – βγες» από το θέατρο και τη ζωή. Ευτυχώς ο Στάθης Λιβαθινός, που σκηνοθέτησε με ακρίβεια και φαντασία το έργο αυτό που φαίνεται να το γνωρίζει καλά, δεδομένου πως ζούσε στη Ρωσία την εποχή που παιζόταν, αλλά και γιατί γνωρίζει σε βάθος τα ζητούμενα των ρωσικών έργων από τους ηθοποιούς, είχε στη διάθεσή του μια θαυμάσια, εύφορη μετάφραση του Λεωνίδα Καρατζά.

    Η γλώσσα του έργου είναι απλή, καθημερινή, χωρίς ιδιαίτερη λογοτεχνική πρόθεση. Μιμείται τη ζωή και τους ρυθμούς της. Τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι της Θάλειας Ιστικοπούλου. Το κείμενο ζητάει ρητά ένα αστικό σαλόνι διαμορφωμένο σε θεατρική σκηνή, ένα υβρίδιο, αφού δεν αποτελεί ρεαλιστική αποτύπωση μιας πραγματικότητας, αλλά μάλλον μια ιδιόρρυθμη ποιητική σύλληψη.

    Ο Θοδωρής Αμπαζής έγραψε μια σημαίνουσα μουσική που δεν υπογράμμιζε καταστάσεις, αλλά σχολίαζε ιδέες και συναισθήματα.

    Από την κλοουνερί στο δράμα, από τον σαρκασμό στο κλάμα

    Ο Λιβαθινός είναι δάσκαλος ηθοποιών και όταν τα έργα ανήκουν κυρίως στον ρεαλισμό ο σκηνοθέτης κολυμπά σε γνωστά νερά. Εδώ πέτυχε κάτι, νομίζω, σημαντικό: βοήθησε δύο σπουδαίους ηθοποιούς να αναδείξουν πλήρως ανεπτυγμένα τα υποκριτικά τους μέσα.

    Δεν έχω δει την Κάτια Δανδουλάκη ποτέ καλύτερη. Έδειξε χωρίς αλαζονεία, με άνεση και μιαν ανάσα, μια τεχνική θηριώδη, φωνή, κίνηση, στάση, σιωπές συλλειτούργησαν και χτίστηκε ένας πολυσήμαντος ρόλος στη διπλή του ανάπτυξη ρόλος και ρόλος ρόλου. Το έργο έχει δεκάδες παγίδες που κινδυνεύει να πέσει κάθε άπειρος ή αλαζόνας. Παίζει με τον άκρατο νατουραλισμό και το μελόδραμα. Από την κλοουνερί περνάει στο δράμα και από τον σαρκασμό στο κλάμα.

    Ο Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος είναι ηθοποιός με έντονα προσωπικά στοιχεία. Ιδιότυπος και ιδιόρρυθμος. Έπιασε τον ρόλο από τα μαλλιά και τον ξετίναξε. Αυτός είχε συχνά και απότομα περάσματα από το γκροτέσκο στον συμβολισμό και στον φορμαλισμό. Τα πέρασε χωρίς να βραχεί.

    H Δανδουλάκη με τον Ζαλμά, πέρυσι, έπαιξε έναν Ράιμον με ανάλογο θέμα. Ιδού, λοιπόν, τι κάνει η μαστοριά.
    Κάθε ένας με τη δική του αίσθηση του δραματικού και κωμικού ρυθμού οργανώνει ένα τελείως διαφορετικό έργο. Γιατί, ως γνωστόν, θέατρο δεν είναι η ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας, αλλά κυρίως ο τρόπος.

    Και ο Ρατζίνσκι μάς αποκάλυψε έναν νέο, πρωτότυπο τρόπο να αντιμετωπίζουμε τα αδιέξοδα της ανθρώπινης συνθήκης. Και αυτός ο τρόπος μας προκαλεί δαγκωμένο γέλιο, αλλά γέλιο πολύ.

    08.12.2003, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Ο εαυτός ως ρόλος», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο ύμνος πήγε στους θεούς

    «Παιχνίδι των θεών» του Έντβαρντ Ρατζίνσκι στο θέατρο «Κάτια Δανδουλάκη»

    Για άλλη μια φορά διαπιστώνεται ότι μπορεί να έχεις ένα γραμμένο για το θέατρο θεατρικό έργο και το θέατρο να μην ζωντανεύει – όσο κι αν η παράσταση είναι καλή – και από την άλλη, να μην υπάρχει στην πραγματικότητα θεατρικό έργο και όμως, να βλέπεις ένα ζωντανό, παλλόμενο και πραγματικό θέατρο.

    Αυτό συνέβη με το έργο «Παιχνίδι των θεών» του Ρώσου συγγραφέα Έντβαρντ Ρατζίνσκι και με την παράσταση που έγινε στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης βασισμένη στα μουσική και στα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι για τον Κάρολο Κουν και το Θέατρο Τέχνης. Εδώ, για άλλη μια φορά, άστραψε και συγκίνησε το αληθινό θέατρο.

    Τον Ρατζίνσκι στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε από το έργο του «Τζόκινγκ» που έπαιξε η Τζένη Καρέζη με τον Κώστα Καζάκο και από ένα άλλο έργο του, το «Εγώ, ο Ντοστογιέφσκι» – που ο πραγματικός του τίτλος είναι «Γηραιά ηθοποιός στο ρόλο της γυναίκας του Ντοστογιέφσκι» – που έπαιξαν η Τζένη Ρουσέα και ο Χρήστος Τσάγκας.

    Και στα δύο αυτά έργα διαπιστώνεται ότι ο Ρατζίνσκι έχει ένα ξεχωριστό – και θα έλεγα «θεατρικό»- ταλέντο, αλλά συγχρόνως, σε όλα τα έργα του, υπάρχει και ένα επίμονο χάος. Και αυτό το «χάος» δεν μετατρέπεται σε θέατρο αλλά το αντίθετο: αποσυντονίζει το θέατρο που έχει δημιουργήσει.

    Αυτό έγινε και στο «Παιχνίδι των θεών». Εδώ όμως φανερώθηκε και άλλο ένα «μυστικό» που κρύβει το θέατρο: ν’ αστράφτει ένας ηθοποιός μέσα σ’ ένα τέτοιο έργο. Κι εδώ αυτόν το «ρόλο» τον έπαιξε η Κάτια Δανδουλάκη. Βέβαια η Δανδουλάκη δεν είχε τίποτα να αποδείξει τώρα πια. Η υποκριτική της ικανότητα έχει αποδειχτεί χρόνια τώρα. Και όμως, εδώ, με ένα τηλέφωνο κολλημένο στ’ αφτί να μιλάει σ’ ένα πρόσωπο που δεν υπάρχει, για τον απλούστατο λόγο ότι το τηλέφωνο είναι κομμένο και δεν λειτουργεί, περνάει σε πολύ υψηλά υποκριτικά στάνταρ.

    Δίπλα της η Δανδουλάκη είχε έναν καλό ηθοποιό, τον Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο, με τον οποίο έφτιαξε ένα γερό υποκριτικό δίδυμο και κράτησε την παράσταση που είχε σκηνοθετήσει ο Στάθης Λιβαθινός σε υψηλό επίπεδο. Κυριολεκτικά σε μια παράσταση χωρίς έργο.

    Έτσι, σ’ όλη την παράσταση, παρακολουθούσες μόνο τη Δανδουλάκη. Δε σ’ ενδιέφερε καθόλου το έργο, μια και το είχε χάσει ο ίδιος ο συγγραφέας του. Και έφευγες από το θέατρο με μόνη την υποκριτική παρουσία της Δανδουλάκη. Κι αυτό δεν ήταν καθόλου λίγο. Θα έλεγα, μάλιστα, πως πολλές φορές στο θέατρο αυτό είναι το παν: ο ηθοποιός. […]

    17.01.2004, Χρηστίδης Μηνάς « Ο ύμνος πήγε στους θεούς», Ελευθεροτυπία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Έντβαρντ Pατζίνσκι: «Ο Pασπούτιν έφτιαξε τον Λένιν»

    «Tο πιο ενδιαφέρον ταξίδι είναι αυτό στο βάθος μιας προσωπικότητας», λέει ο Pώσος θεατρικός συγγραφέας και βιογράφος Έντβαρντ Pατζίνσκι. Tο δε ταξίδι των βιβλίων του είναι παγκόσμιο -ο «Tελευταίος τσάρος» ήταν πρώτος σε πωλήσεις στις HΠA

    «Μέχρι την περεστρόικα ήμουν θεατρικός συγγραφέας. Μετά ξαναγεννήθηκα ως βιογράφος», λέει στα «NEA» ο Έντβαρντ Ρατζίνσκι. Ο συγγραφέας μεγάλων θεατρικών επιτυχιών (στην Ελλάδα έχουν παιχτεί τέσσερις) και τριών βιογραφιών («Νικόλαος B’», «Στάλιν», «Ρασπούτιν») που έγιναν διεθνή μπεστ σέλερ. Το βιβλίο του «Ο τελευταίος τσάρος», που αναφέρεται στον τσάρο Νικόλαο B’, ήταν πριν από μερικά χρόνια επί τρεις μήνες πρώτο στη λίστα των μπεστ σέλερ του «New York Review of Books». Και η Τζάκι Κέννεντυ-Ωνάση, που ήταν υπεύθυνη εκδόσεων σε μεγάλο εκδοτικό οίκο, είχε προτείνει στον Ρατζίνσκι να γράψει τη βιογραφία του Ρασπούτιν. Αρνήθηκε όμως τότε, γιατί δεν ήταν έτοιμος. Και έγραψε τον «Στάλιν».

    «Πράγματι, ήταν στα σχέδιά μου να γράψω τη βιογραφία του Ρασπούτιν, αλλά δεν είχα τα απαραίτητα ντοκουμέντα», μας λέει. «Οι τρεις αυτές βιογραφίες είναι τριλογία, γιατί είναι εντελώς αδύνατον να καταλάβεις χωρίς τον Ρασπούτιν πώς περάσαμε από την πτώση του Νικόλαου στην άνοδο του Στάλιν. Ο Ρασπούτιν είναι το κλειδί της κατανόησης των εξελίξεων. Και αποτελεί τον καθρέφτη της Ρωσίας. Είναι ένα κοκτέιλ διαβόλου και αγίου μαζί, όπως άλλωστε και η ίδια η Ρωσία. Μέσω του Ρασπούτιν επαληθεύονται τα ρωσικά παραμύθια, που όλα οραματίζονται έναν μουζίκο που έρχεται και κάνει κουμάντο στους τσάρους. Μερικές φορές μάλιστα κοιμάται και με την κόρη του τσάρου», λέει ο Έντβαρντ Ρατζίνσκι. Ο Ρώσος συγγραφέας, πάντως, δεν φαίνεται να συμμερίζεται την άποψη ότι ο Ρασπούτιν είχε σεξουαλικές σχέσεις με την τσαρίνα. «Για εκείνη δεν ήταν εραστής αλλά Θεός, κάτι που αποτελούσε μεγάλη αμαρτία για μια τόσο θρησκευόμενη γυναίκα. Της πήρε την ψυχή. Τον έκανε Θεό, τη στιγμή που ο σύζυγός της, ο τσάρος, ήταν αρχηγός της Εκκλησίας στη Ρωσία. Έτσι μπήκε ο διάβολος στο παλάτι. Ο Ρασπούτιν έφτιαξε, δημιούργησε τον Λένιν γιατί κατέστρεψε τη μοναρχία».

    Ο Έντβαρντ Ρατζίνσκι νιώθει ένας «ταξιδευτής στον χρόνο» αλλά πιστεύει ότι «το πιο ενδιαφέρον ταξίδι είναι αυτό στο βάθος μιας προσωπικότητας». Και ψάχνει για ντοκουμέντα. Μετά την περεστρόικα, ήταν ο δεύτερος στον οποίο επετράπη πρόσβαση στα προσωπικά αρχεία του Στάλιν – ο πρώτος ήταν ο Βολκαγκόνοφ που, κατά τον Ρατζίνσκι, τα χρησιμοποίησε αποσπασματικά και με ιδεολογική προκατάληψη. Και για να γράψει τον «Ρασπούτιν» (το μόνο μεταφρασμένο βιβλίο του, κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδ. Νάρκισσος) αναζήτησε σε πολλές χώρες τον περίφημο φάκελο που έφτιαξε γι’ αυτόν η Έκτακτη Επιτροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης του 1917. Από τον πρωτότυπο φάκελο είχαν αφαιρεθεί όλες οι μαρτυρίες των κοντινών προς τον Ρασπούτιν ανθρώπων και είχαν μείνει μόνο οι μαρτυρίες των εχθρών του.

    Τα έγγραφα που έλειπαν τα βρήκε ο διάσημος μουσικός Μστισλάβ Ροστροπόβιτς: «Όταν προβλήθηκε η τηλεοπτική εκπομπή μου για τον Νικόλαο B’, μου τηλεφώνησε κάποιος στη 1.30 το πρωί και μου λέει: “Είμαι ο μουσικός Ροστροπόβιτς. Έψαξα όλη τη Μόσχα να βρω το τηλέφωνό σας να σας πω πόσο με συγκίνησε η εκπομπή”. Νόμιζα ότι ήταν φάρσα. Αλλά οι μεγάλοι άνθρωποι μοιράζονται και τον μεγάλο ενθουσιασμό τους. Έκτοτε συνδεθήκαμε. Και κάποτε, σε δημοπρασία των Σόθμπις, βρήκε τον φάκελο Ρασπούτιν και τον αγόρασε για μένα. “Εγώ έπρεπε να αγοράζω παρτιτούρες του Προκόφιεφ και του Σοπέν. Αλλά μια φωνή μού είπε, αγόρασέ το για τον Έντβαρντ. Ποιος ξέρει; Μπορεί να ήταν και η φωνή του Ρασπούτιν!”, μου είπε».

    «H τρομοκρατία είναι παιδί της Αυτοκρατορίας»

    Ο Έντβαρντ Ρατζίνσκι πιστεύει ότι ετούτη τη φορά η Ρωσία θα έρθει κοντά στην Ευρώπη. «Είναι αναπόφευκτο», εξηγεί. «Στην εποχή του Ίντερνετ ούτε η Κίνα δεν μπορεί να μείνει απομονωμένη, πόσο μάλλον η Ρωσία. Βέβαια, κάποιοι έλκονται από τον εθνικισμό. Οι λαοί μοιάζουν με τους ανθρώπους. Θέλουν να είναι ξεχωριστοί», λέει. Το ζήτημα ότι ιστορικά η Ρωσία δυσκολευόταν να φτάσει στη δημοκρατία δεν τον ανησυχεί: «Και να προσπαθήσει κάποιος να επιστρέψει τη χώρα στο παρελθόν, θα αποτύχει. Το εμπόριο και η τεχνολογία νικούν τις αυτοκρατορίες. Αυτές μοιάζουν να ανήκουν πια στην προϊστορική εποχή. Άλλωστε και η τρομοκρατία είναι παιδί της Αυτοκρατορίας. Μόνο οι αυτοκρατορίες δημιουργούν ήρωες-τρομοκράτες. Θα το εξηγήσω στο επόμενο βιβλίο μου για τον Αλέξανδρο B’. Στην εποχή του γεννήθηκε η τρομοκρατία και απέτυχε η πρώτη ρωσική περεστρόικα, η πρώτη απόπειρα προσέγγισης με την Ευρώπη».

    Πιστεύει ότι η λογοτεχνική ζωή στη Ρωσία από την περεστρόικα μέχρι σήμερα υπήρξε ασήμαντη. «Είχαμε μόνο την προβολή των άλλοτε απαγορευμένων. Όταν τελείωσε αυτό, έπρεπε να δημιουργηθεί τέχνη αλλά δεν ξέραμε πώς. Είτε επαναλαμβάναμε άλλους, είτε πορνογραφούσαμε. Πολλοί νέοι συγγραφείς μιλούν συνεχώς για ναρκωτικά και σεξ. Γιατί χρειαζόμαστε χρόνο. Πρέπει να έρθει μία νέα γενιά που να έχει χάσει τις ρίζες του τρόμου. Με νέα καρδιά, νέα ψυχή».

    «H Κάτια είναι η ηθοποιός που ήθελα»

    Το «Παιχνίδι των Θεών» του Έντβαρντ Ρατζίνσκι έκανε χθες επίσημη πρεμιέρα στο θέατρο «Κάτια Δανδουλάκη». Είναι ένα έργο για δύο ρόλους. Ένας άντρας και μία γυναίκα, και οι δύο ηθοποιοί, κάνουν πρόβα ενός έργου που έγραψε ο άνδρας. Το ζευγάρι (που είναι ζευγάρι και στη ζωή) καθρεφτίζει στο έργο τη δική του ζωή και τη σχέση τους, που οδηγείται στα άκρα. «Το έργο έχει παιχτεί στη Μόσχα, στην ενιαία Γιουγκοσλαβία, σε πολλές ακόμη ανατολικές χώρες και στο Παρίσι», λέει ο Έντβαρντ Ρατζίνσκι. Και συμπληρώνει: «Είναι κυρίως γραμμένο για τις γυναίκες. Για τα όνειρά τους, την ψυχολογία τους. Για το ότι κρύβουν στο ίδιο σώμα και τη γάτα και το ποντίκι. Και είναι γραμμένο και για τη σχέση αγάπης-μίσους που είναι συχνά πράγματα αλληλένδετα. Όταν έγραφα το έργο είχα στο μυαλό μου ένα στυλ γυναίκας σαν αυτό της Κάτιας Δανδουλάκη. Μόλις την είδα το κατάλαβα. Και στη Ρωσία τον ρόλο αυτό τον έχουν παίξει σημαντικές ηθοποιοί, είχαν όμως άλλα σώματα. Άλλο στυλ. H Κάτια έχει ακριβώς τη μορφή της ηθοποιού που ήθελα», λέει.

    Πέρα από το «Παιχνίδι των Θεών», στην Ελλάδα έχουν παιχτεί τρία ακόμη έργα: το «Νέρων και Σενέκας», παράσταση (στα ρωσικά) του Θεάτρου Μαγιακόφσκι στη δεκαετία του ’80· το«Τζόκινγκ» από το δίδυμο Καρέζη – Καζάκου την περίοδο ’87-’88· το «Εγώ ο Ντοστογιέφσκι» από την Τζένη Ρουσέα και τον Χρήστο Τσάγκα τις περιόδους 1999-2000 και 2000-2001.

    26.11.2003, Πιμπλής Μανώλης «Έντβαρντ Pατζίνσκι: Ο Ρασπούτιν έφτιαξε τον Λένιν», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Το παιχνίδι των Θεών…

    Το αιώνιο παιχνίδι των σχέσεων, η ατέρμονη πάλη ανάμεσα στον άνδρα και στη γυναίκα αναδεικνύεται με ποιητικό τρόπο μέσα από το έργο του σύγχρονου Ρώσου συγγραφέα Ενβαρντ Ρατζίνσκι, “Παιχνίδι των Θεών” παρουσιάζεται στο Θέατρο Κάτια Δανδουλάκη.

    Το αιώνιο παιχνίδι των σχέσεων, η ατέρμονη πάλη ανάμεσα στον άνδρα και στη γυναίκα αναδεικνύεται με ποιητικό τρόπο μέσα από το έργο του σύγχρονου Ρώσου συγγραφέα Ενβαρντ Ρατζίνσκι (γνωστού στη χώρα μας με την ιδιότητα του ιστορικού κυρίως λόγω του βιβλίου με τίτλο “Ρασπούτιν”), “Παιχνίδι των Θεών” παρουσιάζεται στο Θέατρο Κάτια Δανδουλάκη.

    Ένας παράφορος έρωτας δύο σημερινός ανθρώπων περιγράφεται στο έργο “παιχνίδι των θεών”. Η πίστη και η προδοσία, η φαντασία και η πραγματικότητα, το παιχνίδι του θεάτρου και της ζωής, ο παράφορος έρωτας και η παρωδία διασταυρώνονται. Οι σχέσεις δοκιμάζονται για μία ακόμα φορά. Μόνο που τώρα η γραφή είναι σύγχρονη. Σημερινή. Δεν πλατειάζει. Θίγει τα προβλήματα εύστοχα. Καίρια. Διατηρώντας έτσι το ενδιαφέρον του θεατή αμείωτο ως το φινάλε.

    Στη συνέντευξη τύπου που δόθηκε την Τετάρτη 12 Νοεμβρίου η Κάτια Δανδουλάκη αναφέρθηκε με τα καλύτερα λόγια στη συνεργασία με το σκηνοθέτη της παράστασης Στάθη Λιβαθινό τονίζοντας πως “Ο Στάθης Λιβαθινός είναι για μένα σταθμός στη ζωή μου και επαγγελματικά και προσωπικά. Στις πρόβες του έργου αισθάνθηκα ξανά μαθήτρια… κάτι που έχω ξαναζήσει άλλες δύο φορές στη ζωή μου. Μου εμφύσησε ότι το θέατρο και η ζωή είναι εξίσου σημαντικά. Του οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ γιατί με έκανε καλύτερη”.

    Η παράσταση είναι “στημένη αυτοσχεδιαστικά” σημείωσε ο Στάθης Λιβαθινός προσθέτοντας πως “πρόκειται για ένα έργο φοβερά πολύπλευρο και ασυνήθιστο, απλό ωστόσο στο βάθος του. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο σύγχρονο ρωσικό έργο, για ηθοποιούς που μπορούν να στέκονται για ώρα πάνω στη σκηνή χωρίς διάλειμμα και όχι για το συρτάρι. Ο Ρατζίνσκι είναι ένα δαιμόνιος πραγματικά συγγραφέας που τα έργα του έχουν στιγματίσει το ρωσικό θέατρο.”

    Η Κάτια Δανδουλάκη μοιράζεται το “Παιχνίδι των Θεών” μαζί με τον Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο.

    Τη μετάφραση υπογράφει ο Λεωνίδας Καρατζάς, τη σκηνοθεσία ο Στάθης Λιβαθινός, τα σκηνικά- κοστούμια η Θάλεια Ιστικοπούλου, τους φωτισμούς ο Λευτέρης Παυλόπουλος, τη μουσική ο Θόδωρος Αμπαζής.

    13.11.2003, Χ.Σ. «Το παιχνίδι των Θεών…», life.gr

  • Κάτια Δανδουλάκη: «Παίζω σαν να εξομολογούμαι»

    Πώς διεκδικείς τον έρωτα, την αισιοδοξία, τη δημιουργία μέσα από έναν οδυνηρό χωρισμό; Eρωτήματα για την τέχνη της ζωής σε μια παράσταση για μία γυναίκα κι έναν άνδρα

    Το έργο του Έντβαρντ Ρατζίνσκι «Το παιχνίδι των Θεών», που επέλεξε για φέτος και παρουσιάζει στο θέατρό της η Κάτια Δανδουλάκη, είναι μια στενή γέφυρα που ενώνει το κωμικό με το δραματικό, την πίστη με την προδοσία, το ψέμα με την αλήθεια, το τέλος με την αρχή.

    «Είναι ένας ύμνος για τον έρωτα, για τη ζωή, για το θέατρο. Οι δύο και μοναδικοί ήρωες είναι ηθοποιοί. Παντρεμένοι 22 χρόνια, με μια σχέση αγάπης – μίσους, τώρα βιώνουν τον χωρισμό τους. Τους παρακολουθούμε να δοκιμάζουν ένα έργο που έγραψε ο άνδρας. H γυναίκα το παίζει, ενώ συγχρόνως διορθώνει σκηνές, ατάκες γιατί, όπως λέει, “το θέατρο είναι ζωή, δεν είναι αναπαράσταση”. Μέσα από το βιωματικό θεατρικό αυτό παιχνίδι, με τους ήρωες να παίζουν τους συμβατικούς εαυτούς τους και να εναποθέτουν την ψυχή και την αλήθεια τους, καθορίζεται η πλοκή και μοιραία οδηγείται η δράση στα άκρα», λέει η Κάτια Δανδουλάκη, η οποία υποστηρίζει το έργο και την παράσταση με πάθος.

    «Είναι από τους πιο δύσκολους ρόλους που έχω κάνει, γιατί κινείται στο εσωτερικό του ανθρώπου, όταν έχει γκρεμιστεί η εξωτερική πραγματικότητα. Πρέπει να περάσει ξεκάθαρα – και όχι βέβαια διδακτικά – η φιλοσοφία του έργου: ακόμα και όταν η αναμονή και η μοναξιά φθάσουν στα όριά τους, πιθανόν και πέρα από αυτά, τη ζωή αξίζει να τη ζήσεις. Είναι ένα υπέροχο έργο, ένα σπαρταριστό σύγχρονο κείμενο, με πολύ κλοουνερί, πικρό χιούμορ και ουσία ζωής».

    Αν οι επιλογές μας, που φανερώνουν τη στιγμή της σκέψης μας, δεν είναι παρά προβολές των επιθυμιών και των στόχων μας, η επιλογή αυτού του έργου είναι για την Κάτια Δανδουλάκη η επιθυμία της για εξομολόγηση.

    «Καθώς τη μισή μου ζωή την έζησα στον προηγούμενο αιώνα, νιώθω να περνάω με μετέωρο βήμα στον νέο αιώνα για να ζήσω την υπόλοιπη μισή. Σ’ αυτήν τη φάση θέλω να συγχρωτιστώ με νέα κείμενα, νέους τρόπους δουλειάς. Το έργο του Ρατζίνσκι και η συνεργασία με τον Στάθη Λιβαθηνό κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση αξιοποιώντας παράλληλα την ποιότητα του θεάτρου, που προτείνει αξίες ζωής. Είμαι σε μια φάση που η συνείδηση ότι η ζωή είναι υπέροχη και οδυνηρή με καθορίζει. Πολλές φορές αισθάνομαι ότι λυγίζω. Όταν το ομολογώ, φοβάμαι. Και τότε βάζω το επόμενο στοίχημα. Να βρω λύση στο αδιέξοδο. Δυσκολεύομαι, αλλά δεν το βάζω κάτω. Τώρα που βρίσκομαι σε μια καίρια προσωπική στιγμή, παίζοντας το έργο του Ρατζίνσκι νιώθω να λειτουργεί μέσα μου ευεργετικά. H ηρωίδα, η οποία είναι ηθοποιός, για να πει τις αλήθειες της πρέπει να τις παίξει. Φοβερή ιστορία. Ο καλλιτέχνης εκφράζεται πιο αληθινά μέσα από την τέχνη του. Κι εγώ στη σκηνή αισθάνομαι ασφαλής. Κάθε ρόλος μου είναι και μία εξομολόγηση. Δεν χρειάζομαι τον ψυχολόγο (γελάει)».

    «Λιούμπα», «Υπηρέτης δύο αφεντάδων», «Μαρία Κάλλας», μια αλυσίδα από ρόλους στους οποίους η Κάτια Δανδουλάκη περνάει από το κωμικό στο δραματικό με μεγάλη ευχέρεια. Τόση όμως που, καθώς η ίδια είναι και ο παραγωγός του θεάτρου της, διαμορφώνει ένα ρεπερτόριο το οποίο δεν έχει ξεκάθαρη φυσιογνωμία για το κοινό. Κωμωδίες, δράματα, μπουλβάρ, φάρσες, μπερδεύουν τον κόσμο.

    «Είναι αλήθεια πως μεταπηδάω από την κωμωδία στο δράμα, δύο είδη που δείχνουν σαν αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Ο κόσμος με αντιμετωπίζει ως δραματική ηθοποιό. Ίσως γιατί αυτό αποπνέω. H αλήθεια είναι όμως ότι είμαι φύση κωμική. Και ως άνθρωπος υποφέρω, δεν αντέχω το δράμα. Ανεβάζω λοιπόν μια κωμωδία. Μετά, ψάχνοντας για μια άλλη – που δεν βρίσκεται εύκολα γιατί σπανίζουν οι γυναικείοι κωμικοί ρόλοι – πάω στο δράμα. Και όλο αυτό φαίνεται ότι αποπροσανατολίζει το κοινό. Αλλά ο αγώνας μου στο θέατρο δεν είναι να επιβάλλω έναν τύπο κωμικής ή δραματικής. Αυτή η εναλλαγή που μοιάζει να είναι άναρχη κλείνει μέσα της τη δική της σταθερή ιστορία. Να αντέξεις».

    Διατηρώντας μια σταθερή πορεία περισσότερο από 30 χρόνια στο θέατρο και την τηλεόραση, η Κάτια Δανδουλάκη αθροίζοντας εμπειρίες λέει: «Είχα την τύχη η προσωπική μου ζωή να έχει όραμα, ψυχική ηρεμία και ευτυχία. Είχα τη δύναμη να τα διεκδικήσω όλα αυτά με θυσίες. Γιατί δεν υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο. Ηρεμία χωρίς αναστάτωση, αγάπη χωρίς θυσία, πίστη χωρίς όραμα. Και στη δουλειά μου το ίδιο. Έφτιαξα το θέατρο που ήταν το όνειρό μου και το πλήρωσα και το πληρώνω με αίμα. Ήταν ένα δώρο στον εαυτό μου και δεν μετανιώνω γι’ αυτό. Θα πω τη φράση της Μαρίας Κάλλας: “Άξιζε τον κόπο”. Πράγματι, τα χρόνια που είμαι στο θέατρο μού πρόσφεραν πολλές πολύτιμες στιγμές – “πτήσεις” πάνω στη σκηνή. Αυτά τα πετάγματα είναι οι στιγμές της προσωπικής μου ανταμοιβής, που μόνον εγώ ξέρω πόσο μάτωσα και πόσο πόνεσα για να τις έχω».

    «Βλέπω τη ζωή να αγριεύει»

    Στην έμφυτη ευγένεια και τη φινέτσα της, η Κάτια Δανδουλάκη έχει προσθέσει και άλλα υλικά, έχει κινητοποιήσει κι άλλες δυνάμεις, προκειμένου όχι μόνο να βάλει σε τάξη εμπειρίες και αισθήματα, αλλά και να στήσει ακέραιο στα μάτια της τον δικό της κόσμο που είναι να ζεις με την τέχνη της ζωής την τέχνη του θεάτρου. Δεν είναι και ο πιο εύκολος τρόπος. «Συχνά νιώθω παρατηρητής του εαυτού μου. Την ίδια στιγμή που κάνω κάτι, το κρίνω. Κάθε χρόνος που περνάει, μου φαίνεται πιο δύσκολος από τον προηγούμενο, αλλά και πιο γοητευτικός. Βλέπω τη ζωή να αγριεύει καθώς μεγαλώνει ο χώρος της συνείδησης και μικραίνουν τα όρια της υπομονής. Αυξάνονται οι απαιτήσεις και λιγοστεύει ο ενθουσιασμός. Δεν γελάω πια εύκολα. Δεν κλαίω. Και όμως, μαγεύομαι πιο συχνά με πολύ απλά πράγματα». […]

    04.11.2003, Χατζηιωάννου Έλενα Δ. «Κάτια Δανδουλάκη: Παίζω σαν να εξομολογούμαι», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Προσωπικά αδιέξοδα επί σκηνής

    H Κάτια Δανδουλάκη πρωταγωνιστεί στο σύγχρονο ρωσικό έργο «Το παιχνίδι των θεών» που σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός

    «Ατέλειωτες δυσκολίες που με οδηγούν σε ένα “πανηγύρι” δημιουργίας. Μυστηριώδης γοητεία που έπρεπε εγώ, σαν συναισθηματικό παζλ, να λύσω. Φρεσκάδα και πρωτοτυπία κειμένου. Και πάθη: έρωτας, μίσος, απόρριψη, απελπισία, σαρκασμός. Καρικατούρα της ζωής και τραγικότητα, φάρσα και βαθύ δράμα. Όλα αυτά τα στοιχεία συνθέτουν το έργο και το κάνουν μοναδικό» λέει η Κάτια Δανδουλάκη, που είπε αμέσως «ναι» στο «Παιχνίδι των θεών» του Έντβαρντ Ρατζίνσκι, όταν της το πρότεινε ο Στάθης Λιβαθινός. Μπορεί να της διάβασε μόνο λίγες σκηνές, και μάλιστα ανάκατες, τόσο όμως το «όραμα» του σκηνοθέτη όσο και η «μυρωδιά» που ένιωσε η πρωταγωνίστρια, δημιούργησαν τις συνθήκες για να ξεκινήσει αυτή η παράσταση, η οποία την προσεχή Παρασκευή θα κάνει πρεμιέρα στο θέατρο «Κάτια Δανδουλάκη». Τους δύο ρόλους θα μοιραστούν η ηθοποιός με τον Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο.

    Δύο ηθοποιοί, ο Βίτια και η Νίνα, αποτελούν ζευγάρι εδώ και είκοσι πέντε χρόνια. Εκείνος είναι παντρεμένος, εκείνη ενδιάμεσα παντρεύεται και χωρίζει. H σχέση τους, σαν κάρμα, τους ακολουθεί. Εκείνη αναρωτιέται αν θα μπορέσει να ζήσει ποτέ χωρίς αυτόν τον «βασανιστικό έρωτα». Και όταν εκείνος γράφει ένα θεατρικό έργο για τη ζωή τους, εκείνη τον καλεί να το παίξουν, για να βρουν επιτέλους την άκρη. «Ποιο είναι το πιο αληθινό;» αναρωτιέται η ηρωίδα, λέει η Κάτια Δανδουλάκη. «H ζωή ή το θέατρο; Κι εδώ κι εκεί, είμαστε λίγο σαν μικροί θεοί. Ζούμε και πεθαίνουμε. Κι ο ρόλος επιτρέπει στη Νίνα να ζωντανέψει πράγματα που γδέρνουν την ψυχή της, να πει φωναχτά τις λέξεις που δεν μπορεί, μήπως κι έτσι ξεπεράσει όλα όσα ζει. Είναι μια κραυγή, να πω μέσα από το θέατρο ό,τι έχω μέσα μου. Θέατρο μέσα στο θέατρο. Και την ίδια ώρα, ζωή». Όπως μου εξηγεί, όλα αυτά ο συγγραφέας τα δίνει με έναν ιδιαίτερο τρόπο, έτσι ώστε να μην ξεχωρίζει η αλήθεια από το θέατρο. Μια τραγική φάρσα, ένας σκληρός, σαρκαστικός τρόπος, που οδηγεί σε μια ανατροπή, σε ένα απροσδόκητο τέλος. «Ο καθένας μπορεί να γίνει θεός, αλλά και ο καθένας είναι παιχνίδι στα χέρια ενός άλλου θεού» συμπληρώνει η ηθοποιός.«Και είναι τόσο γοητευτικό αυτό το ταξίδι, τόσο καινούργιος ο τρόπος που το χειρίζεται ο συγγραφέας. Είναι ένα έργο που κλείνει το μάτι στη ζωή και σε κάνει να πεις “αξίζει τον κόπο”. Και είναι μεγάλη κουβέντα αυτό…» καταλήγει.

    Ο Ρατζίνσκι αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας. Από τα 25 του χρόνια έγινε ένας από τους πιο επιτυχημένους συγγραφείς της Ρωσίας ενώ τα έργα του έχουν παιχθεί και εκτός των συνόρων της πατρίδας του. Από τα τέλη όμως της δεκαετίας του ’80 στράφηκε στην Ιστορία και έκτοτε έχει εκδώσει τρεις μυθιστορηματικές βιογραφίες: του Νικολάου B´, του Ρασπούτιν και του Στάλιν. Στην Ελλάδα έχει παιχτεί το έργο του «Γηραιά ηθοποιός στον ρόλο της γυναίκας του Ντοστογιέφσκι» με τον τίτλο «Εγώ ο Ντοστογιέφσκι».

    «Το παιχνίδι των θεών» του Έντβαρντ Ρατζίνσκι ανεβαίνει σε μετάφραση Λεωνίδα Καρατζά, σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, σκηνικά – κοστούμια Θάλειας Ιστικοπούλου, μουσική Θοδωρή Αμπαζή. Με την Κάτια Δανδουλάκη και τον Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο. Πρεμιέρα την Παρασκευή (14/11) στις 21.00, στο θέατρο «Κάτια Δανδουλάκη».

    09.11.2003, Λοβέρδου Μυρτώ «Προσωπικά αδιέξοδα επί σκηνής», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ