Παντρολογήματα – Νικολάι Β. Γκόγκολ

2004

Συμπαραγωγή Εταιρίας Θεάτρου Δόλιχος και ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης.

Παίχτηκε στο θέατρο Πορεία από τις 10 Ιανουαρίου έως τις 25 Μαρτίου 2004.

Το έργο παρουσιάστηκε στην Αίθουσα Τέχνης, στην Κοζάνη, από 31 Μαρτίου έως 4 Απριλίου 2004.

 

Η υπόθεση του έργου:

Στην πρώτη πράξη αυτού του «εντελώς απίστευτου περιστατικού», όπως χαρακτηρίζει τα Παντρολογήματα ο ίδιος ο Γκόγκολ ( Gogol),ο Πατκαλιόσιν, ένας υποτονικός και άτολμος υπουργικός σύμβουλος, γοητευμένος όμως από τη ρουτίνα που του προσφέρει η ελευθερία του, σκέφτεται επιτέλους να παντρευτεί. Κατά τη συνήθεια της εποχής προσλαμβάνει μια προξενήτρα, την καπάτσα Φιόκλα, προκειμένου να τον φέρει σε επαφή με την κατάλληλη νύφη. Πειθόμενος από τον επιστήθιο φίλο του Κατσκαριόφ κάνει το μεγάλο βήμα και επισκέπτεται την υποψήφια νύφη Αγάθια Τυχόνοβνα. Στο σπίτι της νύφης συρρέουν οι υποψήφιοι γαμπροί: ο «χοντροκομμένος» Στραπατσάδας, ο «κοσμοπολίτης» Ζεβάκιν, ο «λεπτεπίλεπτος» Ανούτσκιν – και ο Πατκαλιόσιν. Μετά από τη γνωριμία των γαμπρών με τη νύφη ακολουθεί η εξαίσια σκηνή του κωμικού ανταγωνισμού τους.

Στη δεύτερη πράξη η Αγάθια πρέπει να αποφασίσει ποιόν από τους γαμπρούς προτιμά. Η καταλυτική παρέμβαση του Κατσκαριόφ με μηχανορραφίες και ελιγμούς πείθει την Αγάθια να επιλέξει τον Πατκαλιόσιν, βγάζοντας από τη μέση τους υπόλοιπους γαμπρούς. Κατά τις ετοιμασίες του γάμου όμως, ο Πατκαλιόσιν το ξανασκέφτεται και εγκαταλείπει την ιδέα του γάμου – και τη νύφη – πηδώντας από το παράθυρο. […]

Πηγή: Θέατρο Πορεία

Μετάφραση: Λεωνίδας Καρατζάς | Δημήτρης Τάρλοου
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά: Αντώνης Δαγκλίδης
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Μουσική: Νίκος Πλάτανος
Στίχοι: Στρατής Πασχάλης
Επιμέλεια Κίνησης: Κυριάκος Κοσμίδης
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Σεβαστιάνα Αναγνωστοπούλου
Μακιγιάζ :Εύη Ζαφειροπούλου

Παίζουν με σειρά εμφάνισης:

Πατκαλιόσιν: Δημήτρης Τάρλοου
Στεπάν: Γιώργος Μακρής
Φιόκλα: Ελένη Γερασιμίδου
Κατσκαριόφ: Αιμίλιος Χειλάκης
Αγάθια: Ταμίλα Κουλίεβα
Αρίνα: Μπέττυ Νικολέση
Ντουνιάσκα: Αλεξάνδρα Ντεληθέου
Στραπατσάδας: Άρτο Απαρτιάν
Ζεβάκιν: Μπάμπης Γιωτόπουλος
Ανούτσκιν: Ανδρέας Νάτσιος

Συμμετέχουν οι μουσικοί:

Βιολί: Γκαλίνα Μπράτουσκα
Κοντραμπάσο: Ευγένιος Μπράτουσκα
Πιάνο/ακορντεόν: Νίκος Πλάτανος

 
  • Ζω στην Ελλάδα τη… ζωή που δεν έζησα!

    Η Ταμίλα Κουλίεβα μιλάει για τη νέα της συνεργασία με τον Στ. Λιβαθινό

    Ένα εντελώς αδιανόητο περιστατικό σε δύο πράξεις.

    Έτσι χαρακτηρίζει ο Νικολάι Γκόγκολ το έργο του «Τα παντρολογήματα», που ανεβαίνει απόψε το βράδυ στη σκηνή του Θεάτρου «Πορεία» από την εταιρεία «Δόλιχος», με συμπαραγωγό το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, που καταπιάνεται για πρώτη φορά με το ρωσικό κλασικό Θέατρο.

    Η Ταμίλα Κουλίεβα, και σε αυτό το ταξίδι στη σκηνή, συναντιέται με τον Δημήτρη Τάρλοου, αλλά και τον πολυσυζητημένο σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινό.

    Ανάμεσα στις πρόβες τζενεράλε, που το άγχος των ηθοποιών χτυπάει κόκκινο, η πρωταγωνίστρια βρήκε το χρόνο για μια κουβέντα περί Γκόγκολ, χωρίς, όμως, να βγει καθόλου μέσα από το έργο, το οποίο, στην ουσία, «αφορά το υπαρξιακό άγχος».

    «…Για μένα βγαίνει μια ματιά μέσα από ένα μεγεθυντικό φακό, από τον οποίο βλέπουμε τι είναι η πραγματικότητα.
    Εδώ, παρακολουθούμε την τραγωδία μικρών και αδύναμων ανθρώπων, που δεν είναι σε θέση να σηκώσουν το βάρος της επιθυμίας τους.
    Αναζητούν το ιδανικό τους, που είναι η ευτυχία, αλλά δεν καταφέρνουν να την αγγίξουν. Έχουν μεγάλη επιθυμία να αλλάξουν τη ζωή τους και πιστεύουν ότι μέσα από ένα γάμο μπορεί να συμβεί αυτό.
    Το όνειρο, όμως, είναι άπιαστο και οι ελπίδες αποδεικνύονται φρούδες.
    Μέσα από κωμικές καταστάσεις αναδεικνύεται έντονα το ανθρώπινο στοιχείο και η συγκίνηση που προκαλούν αυτοί οι άνθρωποι με τη συμπεριφορά τους».

    Εκείνη είναι η πολυπόθητη νύφη, η Αγάθια, που θέλει, όπως κάθε νέα κοπέλα, να παντρευτεί.
    Να γεμίσει τη φαρέτρα της καρδιάς της με αγάπη και σιγουριά.
    Εκεί στο βάθος, όμως, τι πρόκειται να βρει;

    «Είναι κόρη εμπόρου και θέλει να παντρευτεί έναν αριστοκράτη, γιατί η ζωή της πρέπει να συμβαδίσει με την αντίστοιχη κοινωνική τάξη.
    Θέλει να κάνει την προσωπική της επανάσταση, αλλά δεν συμβιβάζεται με τα πρέπει… Θέλει έναν άνθρωπο που να ξεχωρίζει.
    Από την άλλη, οι γαμπροί που έρχονται είναι πολύ διαφορετικοί, αλλά δεν θέλει να χάσει κανέναν. Δυστυχώς, δεν βρίσκεται ο ένας ο μοναδικός. Έτσι, η επιθυμία της μένει ανεκπλήρωτη.
    Τελευταία στιγμή, λοιπόν επιλέγει έναν οποιονδήποτε, για να κάνει οικογένεια…».
    Παύση. Για να μην προδώσουμε και το φινάλε του έργου.

    Τους άλλους ρόλους της παράστασης ερμηνεύουν ο Γιώργος Μακρής, η Ελένη Γερασιμίδου, ο Αιμίλιος Χειλάκης, η Μπέτυ Νικολέση, η Αλεξάνδρα Ντεληθέου, ο Αρτό Απαρτιάν, ο Μπάμπης Γιωτόπουλος και ο Ανδρέας Νάτσιος.

    «Η διανομή – σχολιάζει – είναι εξαιρετική. Ένας κι ένας οι συνάδελφοι. Κι επειδή το έργο που παίζουμε είναι συνόλου, το υπηρετήσαμε, ο καθένας από την πλευρά του, με πολύ σεβασμό.

    Είναι μια στάση που εκφράζει το ενδιαφέρον για το συνολικό αποτέλεσμα».

    Ήρθε η ώρα να μιλήσει για το σκηνοθέτη της, τον διακεκριμένο Στάθη Λιβαθινό, που μόνο τα καλύτερα κρατάει για κείνον.
    Είναι απόρροια από δημιουργικές συνεργασίες, που δίνει στην Ταμίλα βατ ενέργειας για να επιτύχει το στόχο της κάθε φορά.

    «Είναι από τους σπάνιους – καλλιτέχνες – σκηνοθέτες που έχουν να πουν πολλά πράγματα.
    Αγαπάει πολύ τους ηθοποιούς, τους σέβεται και προσπαθεί κάθε φορά να αναδεικνύει στον καθένα τα καλύτερά του στοιχεία, τα οποία πολλές φορές ούτε οι ίδιοι γνωρίζουν ότι έχουν.
    Είναι σημαντικό κάθε φορά να ανακαλύπτεις κάτι καινούργιο στον κάθε ρόλο μέσα από σένα.
    Από την προσωπική μου εμπειρία, αυτό συμβαίνει πάντα.
    Έτσι, μπορούμε να μιλήσουμε για συνεργασία επί της ουσίας.
    Μέσα από τον ίδιο το ρόλο μαθαίνουμε τον εαυτό μας».

    Η γλυκιά και τρυφερή Μοσχοβίτισσα ήρθε πριν από περίπου 10 χρόνια στη χώρα μας.
    Διδάχτηκε την υποκριτική τέχνη στο Ινστιτούτο Πολιτισμού της Μόσχας και αμέσως μετά φοίτησε στη Σχολή Κινηματογράφου ΒΓΗΚ που ιδρύθηκε το 1919. Εκεί γνώρισε έναν Έλληνα σκηνοθέτη που παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα.

    Αλλά δεν περίμενε ότι θα συνεχίσει την καριέρα της ως ηθοποιός, λόγω του εμποδίου της γλώσσας. Γρήγορα, όμως, το ξεπέρασε και μας κατέκτησε.

    Όταν η Ταμίλα Κουλίεβα πρωταγωνιστούσε στην τηλεοπτική σειρά «Η ζωή που δεν έζησα» είχε προκαλέσει πολλά όμορφα συναισθήματα στο μεγάλο θεατράνθρωπο Σταμάτη Φασουλή, όπως ο ίδιος τα έβγαλε προς τα έξω:
    «Το μόνο σήριαλ που παρακολουθώ. Κι ενώ στην αρχή δεν μου άρεσε η πρωταγωνίστρια, στην πορεία διαπίστωσα πόσο καλή είναι.
    Θυμάμαι μία σκηνή που έλεγε στο γιο της: “Αγάπη μου, αγάπη μου”. Το ’λεγε με την ίδια γλύκα που το έλεγε σε μένα η μάνα μου»!!!

    «Η επιλογή μου να αφήσω την καριέρα που έκανα στη Ρωσία και να έρθω στην Ελλάδα έδινε τις προϋποθέσεις, ώστε ύστερα από χρόνια να μιλούσα για τη ζωή που δεν έζησα στη γενέτειρά μου ως ηθοποιός.
    Γιατί δεν προσδοκούσα να συνεχίσω την καριέρα μου εδώ ως ηθοποιός. Η ίδια η ζωή, όμως, είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα και απρόβλεπτη απ’ ότι φανταζόμαστε. Είναι αυτό που λένε “αν κάτι το θέλεις πολύ”…».

    Η Αγάθια είναι ένα πλάσμα που πάει κόντρα στα πρέπει, η Ταμίλα αντιτάσσεται σε ότι επιβάλλουν οι κανόνες;
    «Για μένα τα πρέπει είναι κάποιες υποχρεώσεις που, θέλοντας και μη, έχουμε όλοι μας και πρέπει να ανταποκριθούμε σε αυτά.
    Από εκεί και πέρα, ο καθένας μας έχει τα δικά του όνειρα και σημασία έχει να τα κυνηγάει».

    Στη σκηνή δεν βρήκε την πολυπόθητη ευτυχία, με την έννοια της συμμετοχής της στην παράσταση του έργου του Νικολάι Γκόγκολ. Στη ζωή της, όμως, έχει μια ευτυχισμένη οικογένεια.
    «Τι να πω. Είναι σαν να διαφημίζεις κάτι πολύ δικό σου. Είναι οι δικοί μου άνθρωποι, οι πιο κοντινοί, πιο αγαπημένοι και εκείνοι θα είναι πάντα».

    Το περασμένο καλοκαίρι η Ταμίλα Κουλίεβα υποδύθηκε τη «Μήδεια» σε μια παράσταση του Στάθη Λιβαθινού που χτυπήθηκε άγρια και βάναυσα από την κριτική λόγω του νεωτερίστικου της άποψης.
    Τώρα που ο απόηχος έχει πια περάσει, η πρωταγωνίστρια μπορεί να μιλήσει και να υποστηρίξει:
    «Κάτι που δεν αξίζει δεν προκαλεί ποτέ τόσο μεγάλο θόρυβο. Κλήθηκα να υποστηρίξω κάτι το οποίο πίστεψα, όπως και όλος ο θίασος. Ο ρόλος, η συνεργασία και η εμπειρία ήταν για μένα αξέχαστη και σημαντική.
    Ο καθένας επιτρέπεται να έχει προσωπική άποψη. Όταν, όμως, αυτή η άποψη διαμορφώνει την αντίληψη του κοινού, τότε υπάρχει πρόβλημα.
    Παρότι αυτή η σχέση με τον θεατή και αυτή η επαφή έχει αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της παράστασης και εν συνεχεία της περιοδείας. Ήταν τόσο ζεστή σχέση.
    Μια επικοινωνία τόσο αισθητή. Κάτι που, ίσως για πρώτη φορά ένιωσα. Επρόκειτο σαν ένα διάλογο με το κοινό σε κάθε παράσταση.
    Αυτό αφορά την ανταπόκριση του κόσμου και κατά πόσο συμμετείχε και παρασύρθηκε στο δικό μας παιχνίδι. Εμείς προτείνουμε τους κανόνες.
    Τώρα, το κατά πόσο τους δέχεται το κοινό είναι άλλο θέμα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τους δέχτηκε εξ αρχής, αν κρίνουμε από τις εκδηλώσεις.
    Εξάλλου, σε ότι αφορά τις κριτικές στο Σαν Φραντζίσκο, όπου ολοκληρώθηκε η περιοδεία, πήραμε τις καλύτερες, οπότε μπορώ να εξηγήσω και να ερμηνεύσω ορισμένα πράγματα».

    Σε άλλους δρόμους αναγάγει την κρίση που επεκτάθηκε επικίνδυνα στο χώρο που με δέος υπηρετεί.
    «Χρόνια μιλάμε για κρίση, αλλά αυτή τη σεζόν είναι ιδιαίτερα αισθητή. Πιστεύω ότι είναι κάτι σαν ξεκαθάρισμα. Γιατί ο θεατής θα σκεφτεί πάρα πολύ πού θα πάει. Θα είναι πολύ πιο επιλεκτικός και για οικονομικούς λόγους και όχι μόνο. Γιατί δεν κάνει να τον υποτιμάμε και θα το δείξει. Θεωρώ ότι σε μια Αθήνα με 250 παραστάσεις μπορούμε να κάνουμε λόγο για αστρονομικό νούμερο».

    Έρχεται πάντα σε δύσκολη θέση όταν καλείται να μιλήσει για το μέλλον της, και πώς αυτό βλέπει να διαγράφεται.
    «Μου είναι πολύ δύσκολο να μελλοντολογώ γενικώς».

    Δεν κυνηγάει τα καλλιτεχνικά της όνειρα, γι’ αυτό ποτέ δεν είναι άπιαστα. Ίσως η σκέψη, που δεν είναι ποτέ αρνητική, τα φέρνει έτσι.
    «Όνειρα είναι οι ρόλοι και τα έργα με τα οποία κάθε μέρα καταπιάνομαι. Μπορεί να ονειρεύεται ο κάθε ηθοποιός. Είναι οι ρόλοι και τα έργα που ονειρεύεται».

    Το Θέατρο γεννήθηκε στην Ελλάδα. Και η Ταμίλα είναι γέννημα-θρέμμα μιας χώρας που έχει προσφέρει τόσα πολλά στο παγκόσμιο Θέατρο, όπως τη μέθοδο Στανισλάβσκι, στην οποία βασίζονται όλες οι μετέπειτα μέθοδοι υποκριτικής τέχνης. Οι εμπειρίες που έχει αποκομίσει όλα αυτά τα χρόνια από το Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο της επιτρέπουν να καταθέσει…

    «Πραγματικά, το Θέατρο γεννήθηκε στην Ελλάδα και όλοι οι θεατράνθρωποι του κόσμου ξεκινάνε από εκεί.
    Η τριάδα στο ευρωπαϊκό Θέατρο είναι ο Έλληνας τραγικός ποιητής, ο Σαίξπηρ και ο Τσέχωφ, που έφτιαξε αυτό που λένε Θέατρο του 20ου αιώνα, που αντιλήφθηκε πως η θεατρική φαντασία και οι κανόνες υψηλής αυτής τέχνης περνούσαν κρίση καθώς τελείωνε ο 19ος αιώνας και άλλαζε ζωή.

    Στην Ελλάδα πιστεύω πως υπάρχουν καλοί ηθοποιοί και σκηνοθέτες και γίνονται αξιόλογες παραστάσεις. Το ελληνικό Θέατρο βρίσκεται σε πολύ ανεβασμένο επίπεδο στην Ευρωπαϊκή Σκηνή. Αλλά χωρίς την ουσιαστική υποστήριξη της Πολιτείας δεν είναι δυνατή η οποιασδήποτε εναλλακτική πρόταση».

    Πολλά πράγματα τρομάζουν την ηθοποιό στις μέρες μας, που κρύβουν σύγχυση, ανασφάλεια, αλλά βρίσκει τη γαλήνη να δέχεται τα πράγματα που δεν μπορεί να αλλάξει, το θάρρος να αλλάξει τα πράγματα που εκείνη μπορεί και, σιγά-σιγά, αποκτά τη σοφία να διακρίνει το ένα από το άλλο.

    «Σκέφτομαι ότι η εποχή μας δεν μας επιτρέπει να υποστηρίζουμε αυτά που πιστεύουμε, γι’ αυτό δεν θα ήθελα να υπάρχει τόσο μεγάλη έλλειψη πνευματικότητας.
    Σήμερα κυρίαρχο συναίσθημα είναι το εύκολο κέρδος.
    Όπως και να το κάνουμε, πριν από μερικά χρόνια στις ανθρώπινες αποσκευές κυριαρχούσαν άλλου είδους συναισθήματα.
    Όμως, τα σημαντικότερα πράγματα στην ιστορία της ανθρωπότητας έγιναν επειδή κάποιοι κυνηγούσαν ουτοπίες και έβλεπαν τον κόσμο με διαφορετική ματιά.
    Αυτή τη δυνατότητα πρέπει να αφήσουμε στους νέους που σκέφτονται διαφορετικά.

    Η Ταμίλα Κουλίεβα πολιτογραφήθηκε Ελληνίδα.
    «Η Ελλάδα είναι ένα σημαντικό κομμάτι μου».

    Το διάλειμμα μου τελείωσε. Η γενική δοκιμή συνεχίζεται.
    Τα κεφάλια μέσα.

    Τα «Παντρολογήματα» δείχνουν σε πρώτη ματιά «μια τυπική Γκογκολική» ιστορία, αλλά η ποιότητα του μεγάλου συγγραφέα μετατρέπει το έργο σε τραγικωμωδία ολκής».

    10.01.2004, Μιχαλιτσιάνου Σμαράγδα «Ζω στην Ελλάδα τη… ζωή που δεν έζησα!», Η Απόφαση

  • Ρώσικο γραφείο συνοικεσίων

    Η τραγικωμωδία των ανυμέναιων γάμων 

    Νικολάι Β. Γκόγκολ: «Παντρολογήματα»
    Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
    Θέατρο: Πορεία

    «Όχι, αν είναι για μια σπορά να σταματήσουμε
    να φτιάξουμε ένα σπίτι σαν άλλη φυλακή
    να μας εξαγοράσει το ακριβοδίκαιο συζυγικό αιδοίο (…)
    καλύτερα μια πυρκαγιά να μας σαρώσει
    και μας και τα μικρονοικοκυριά μας».
    ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ, «Αντιδικίες», 1981

    Mε πρόδρομους τους ρομαντικούς Πούσκιν και Λέρμοντοφ, το ρωσικό θέατρο περνάει στον μεγάλο ρεαλιστή και σατιριστή του Γκόγκολ (1809-1852) για να φθάσει, μετά τις πολλές μεταρρυθμίσεις ιδίως του Αλεξάνδρου Β΄, στον Οστρόβσκι και στον υπόγειο και ασφυκτικά αδιεξοδικό Τσέχωφ.

    Καθώς ο μικροαστός και ο εμποράκος ξυπνούν και διεκδικούν την… απατεωνιά τους, ακόμα και ο στέρεος ρωσικός θεσμός του παραδοσιακού προξενιού μεταμορφώνεται σ’ ένα ανερυθρίαστο δούναι και λαβείν, όπου άνθρωποι μουσκεμένοι, διαβρωμένοι από βροχή νέων κριτηρίων προσπαθούν να προσαρμοστούν παρωδιακά στις ανάγκες που τους υπαγορεύουν οι καινούργιες κοινωνικές και διοικητικές συνθήκες. Ο Γκόγκολ με τα «Παντρολογήματα» (1842), παρότι δεν φτάνει τις αιχμηρές επιτεύξεις του νεότερου «Επιθεωρητή» (1836), σκιαγραφεί (με οδύνη και χολή) την «αιώνια ρούσικη ψυχή» στις μικροσυμφεροντολογικές παλινωδίες που της εμπνέουν οι νέοι καιροί. Μήπως αυτών των καιρών είναι -καλά οι γελοίοι προικοθήρες υποψήφιοι γαμπροί- αλλά και ο ίδιος ο τετιμημένος της νύφης Ποντκαλιόσιν, που θα αρνηθεί τον υμέναιο τη δωδεκάτη ώρα, σημαίνοντας μια έξοδο αηδίας και ελευθερίας;

    «Kωμωδία μετ’ ασμάτων»

    Το έργο στην παλιά παράσταση του ’74, στο Εθνικό, είχε παρουσιαστεί αντιστικτικά σε κοινό πρόγραμμα μαζί με την τσεχωφική «Αίτηση γάμου». Αυτό, επειδή η διάρκεια των «Παντρολογημάτων» είναι σχετικά μικρή. Να ο τρόπος με τον οποίο φέτος το υλικό διεύρυνε τις χρονικές του διαστάσεις:

    Ο Στάθης Λιβαθινός ανανέωσε την εκλεκτή σατιρική κωμωδία με πολλούς τρόπους. Πρωτίστως την οδήγησε σ’ αυτό που θα λέγαμε «κωμωδία μετ’ ασμάτων». Η στιχουργική δεινότητα, η ρομαντική διάθεση και ο εν γένει ποιητικός οίστρος του Στρ. Πασχάλη έστιξαν τη δράση κατά τους τρόπους του κωμειδυλλίου, χωρίς όμως και να οδηγούν σ’ αυτό. Παράλληλα, ο σκηνοθέτης γεωμέτρησε σε αρμονικά κινησιολογικά σχήματα την παράσταση (αποφασιστική η συμβολή του Κυρ. Κοσμίδη) και δημιούργησε την επαναληπτική ευφορία της χαρούμενης ισορροπίας. Δεν αρκέστηκε στα εσωτερικά αστεία του κειμένου. Το επιδότησε με γκαγκς και ευρήματα πολύ καλού γούστου, χωρίς όμως αυτά να παρενοχλούν τον λόγο. Πρωταρχική επιλογή του υπήρξε, αφενός, η χορογραφική εμμέλεια του όλου και, αφετέρου, η παρακολούθηση της δραματικής περισσότερο, ιδίως στον κεντρικό ήρωα, ή και ιλαροτραγικής εικόνας των φιγούρων του. Αυτή η πρόβλεψη για τον πικρό πυρήνα της κωμωδίας είναι κατά τη γνώμη μου και η κύρια γκογκολική επιταγή. Η προβολή της έγινε με σθένος από τον Δ. Τάρλοου (Πατκαλιόσιν), μορφή αυτοπάθειας, δειλίας και συνεχών ενδοιασμών μπροστά στην προοπτική του υμεναίου. Η τελική του φυγή επαλήθευσε τα ανωτέρω. Μίλησα πριν για ένα πρόπλασμα «κωμειδυλλίου». Σημαντική σ’ αυτό και στα τραγούδια η μουσική παρέμβαση του Ν. Πλάτανου, με μελαγχολικές κατά το πλείστον μελωδίες, που μάλιστα ακούστηκαν ζωντανά. Σπουδαία η σκηνική δουλειά του Αντ. Δαγκλίδη. Αφαιρετική αλλά εύχαρις, άκρως λιτή και αιφνίδια αποκαλυπτική κάτω απ’ τα σε πρώτο επίπεδο κλειστά και απαλά, παλ ριντό της. Ευφάνταστη και η εργασία της Κλ. Μπρέισγουελ στα κοστούμια, ίσως λίγο πιο φορτωμένα του δέοντος.

    Eκμοντερνισμένη μετάφραση

    Δεν μπορώ να μιλήσω όμως έτσι και για τη μετάφραση, το σοβαρό μελανό σημείο του εγχειρήματος. Ο Τάρλοου μας έχει συνηθίσει σε στρωτά και αισθητικά ελληνικά. Η συνεργασία του με τον Λ. Καρατζά είχε τουλάχιστον περίεργα αποτελέσματα. Απόδοση ανοιχτά ελληνοποιημένη και κοινοτροπική, κατά σημεία άκριτα εκμοντερνισμένη, προχώρησε σε χρήση όρων που έρχονταν σε σύγκρουση με τη μέριμνα ιθαγένειας του Λιβαθινού. Μα τι θα πει μέσα σ’ αυτήν τη σύμφραση, βρε παιδιά, το «φάτσα κάρτα», το «παλτό», το «ρόμπα» και το «ρόμπα ξεκούμπωτη», το «με καμία κυβέρνηση», τα «δε λέει» και «για τα μπάζα», το «μέγκλα», το «τζιτζί» ή το «δε θα καταλάβει Χριστό»! Τέτοιες «διευκολύνσεις» συσκοτίζουν παρά φωτίζουν τον θεατή και μετατοπίζουν τον άξονα που τόσο υποστήριξαν η σκηνοθεσία και η διανομή.

    Oι ερμηνείες

    Όπως είναι γνωστό, ο ρόλος του ηθοποιού, ακόμα και στις πρωτοποριακές παραστάσεις ενός Βασίλιεφ, παραμένει πρωταγωνιστικός στο ρωσικό θέατρο: ο νέος ηθοποιός Αιμ. Χειλάκης, λίγο μαγκάκι, κίνησε όμως ως κομφερανσιέ τον φίλο-προωθητή Κασκαριώφ με αέρα σκηνής και άσφαλτους ρυθμούς. Εξαιρετική η προξενήτρα Φιόκλα της Ελ. Γερασιμίδου, υπερέβη κατά πολύ την παγίδα της γραφικότητας: γεμάτη χυμούς, έκλεισε το μάτι, ειρωνεύτηκε, σκανδάλισε. Η Pωσίδα ηθοποιός Ταμ. Κουλίεβα (Αγάθια) κατόρθωσε να στυλιζάρει με την ακραία εμπειρία του σώματος γοητευτικά το διστακτικό και έντρομο δεσποινάριό της, χορογραφώντας όμως υπερβολικά την κίνησή της με τα λικνίσματα των ποδιών. Κατά τα άλλα, τεχνική, ψυχή, λεπτομέρεια, όλα παρόντα. Η Μπ. Νικολέση-θεία σχολίασε δυναμικά την ντάμα της. Οι τρεις γαμπροί: Ο Aρτο Απαρτιάν έδειξε κάπως μονοσήμαντα τον μονοκόμματο Στραπατσάδα. Ο Μπ. Γιωτόπουλος έλαμψε με χάρη και προσωπικό χιούμορ στον απόμαχο ναυτικό Ζεβάκιν, πλάθοντας ταυτόχρονα και την τραγική φιγούρα του γερο-δανδή που αναρωτιέται με στρουθοκαμηλική αφέλεια για τις αποτυχίες του. Τον λεπτεπίλεπτο, ζαχαρένιο Ανούτσκιν έπαιξε απαράμιλλα ο Ανδρ. Νάτσιος περνώντας, λες, συνέχεια την κλωστή στη βελόνα. Οι Γ. Μακρής και Αλ. Ντεληθέου υπηρέτησαν τους δύο υπηρέτες στωικά ο πρώτος, κάπως ουδέτερα η δεύτερη.

    Παρά τη σοβαρή ένσταση της μετάφρασης, τα «Παντρολογήματα» είναι μία απ’ τις καλές φετινές αθηναϊκές εργασίες. Πολύ περισσότερο που εδώ, πέραν του έργου, ικανοποιείται και το παράφορο αίτημα της Μαντάμ ντε Σεβινιέ: «Το κοινό ζητάει ηθοποιό κι όχι έργο».

    07.03.2004, Βαρβέρης Γιάννης «Ρώσικο γραφείο συνοικεσίων», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Nικολάι Kορομίλοβιτς Γκόγκολ

    Kάτι συμβαίνει με τον Στάθη Λιβαθινό. Ως παιδεία θεατρική και ως ιδιοσυγκρασία, ένας σκηνοθέτης που σπούδασε στις περίφημες σχολές υποκριτικής και σκηνοθεσίας της Mόσχας και μάλιστα ευδόκιμα (όπως έδειξαν παλιότερες σκηνοθεσίες) στο εξελιγμένο, βέβαια, πρόσφορο στους σύγχρονους καιρούς, σύστημα Στανισλάβσκι, θα περίμενες να ανεβάσει με αυθεντικό, σύγχρονο πάντα, τρόπο έναν Γκόγκολ.

    Είδαμε τα «Παντρολογήματα» στο Θέατρο Πορεία σαν «Τύχη της Μαρούλας» του Κορομηλά και τον «Γενικό Γραμματέα» του Καπετανάκη, ως κωμωδία μετ’ ασμάτων. Τα «Παντρολογήματα» έχουν να παιχτούν στην αθηναϊκή σκηνή από το 1974, πριν ακριβώς από τριάντα χρόνια. Ήταν τότε στη «Νέα Σκηνή» του Εθνικού ένας θρίαμβος ερμηνευτικός, θρίαμβος του σκηνοθέτη Μπάκα, του πρωταγωνιστή Καρακατσάνη, του Διονύση Φωτόπουλου, για να μείνω στις κορυφαίες επιτεύξεις. Ο Μπάκας ως γνήσιος μαθητής του Κουν (ο οποίος είχε ανεβάσει την πικρή κωμωδία του Γκόγκολ δύο φορές στο απώτερο παρελθόν) το είχε προσεγγίσει σωστά, μέσα στο αφομοιωμένο στις δικές μας εδώ υποκριτικές κωδικοποιήσεις πλαίσιο. Ο Γκόγκολ ή θα παιχτεί ρεαλιστικά ή, αν παιχτεί με άλλο τρόπο, απλώς θα χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για σκηνοθετικές κωλοτούμπες. Γιατί κάθε άλλη ερμηνευτική γραμμή αλλοιώνει ό,τι στην εποχή του και σε κάθε εποχή που της μοιάζει θεωρήθηκε θεμελιώδες κείμενο κοινωνικής κριτικής. Ο Γκόγκολ επηρεασμένος από τις μεγάλες επιτεύξεις της γαλλικής κυρίως κωμωδιογραφίας (ιδίως του Μολιέρου) έγραψε ακολουθώντας τους κανόνες αυτής της σχολής. Π.χ. τα «Παντρολογήματα», κινούνται δραματουργικά ανάμεσα στο «Με το ζόρι γιατρός» και τον «Γιώργη Νταντέν». Επειδή όμως όταν γράφει την κωμωδία του και επειδή διαθέτει μια χαρισματική ικανότητα και οξυδέρκεια να βλέπει, να σχολιάζει και να σατιρίζει τα ήθη της χώρας του και της εποχής, γράφοντας και μόνο στα ρωσικά, οι παραδοσιακοί τύποι και χαρακτήρες των προτύπων του αμέσως έπαιρναν τη ρωσική ιθαγένεια. Ήταν ακριβώς λίγα χρόνια μετά το 1816 που ο δικός μας Κωνσταντίνος Οικονόμου εξ Οικονόμων μετέφερε στο καθ’ ημάς ήθος τον «Φιλάργυρο» του Μολιέρου ως Εξηνταβελόνη.

    Ο Γκόγκολ γράφει κωμωδία ηθών με τον δραματουργικό καμβά της κωμωδίας καταστάσεων του Σκριμπ. Είναι ένας Ρώσος Γκολντόνι των «Αγροίκων» και του «Καινούργιου Σπιτιού» και του «Καφενείου». Έγραφα το 1974 επ’ ευκαιρία της παράστασης του Μπάκα (πόσο αυτή τη στιγμή ο πρόσφατα αποδημήσας σκηνοθέτης μού φαίνεται αναντικατάστατος): «”Τα Παντρολογήματα”, παρ’ όλο που ολοκληρώθηκαν ύστερα από τον “Επιθεωρητή”, δεν έχουν ούτε το εύρος της σάτιρας ούτε το βάθος της πίκρας ούτε την ιδιοφυΐα της γραφής εκείνου. H σάτιρα δεν έχει τόση χολή. Έχει όμως μια δική της πίκρα και ένα τραγικό υπόβαθρο που μόνο όσοι διαβάζουν την επιφάνεια των έργων δεν θα τη δουν και δεν θα τους συνταράξει. Ο Γκόγκολ όπως κι όλοι οι μεγάλοι, και όχι μόνο οι ομοεθνείς του, ρεαλιστές, αδράχνει τους ανθρώπους του καιρού του και του τόπου του και τους καθηλώνει μέσα στον κολασμένο κύκλο των συνηθειών τους. Έτσι η ηθογραφία παύει να είναι γραφική και ξώπετση, όταν συνήθεια σημαίνει: “το ήθος των άλλων είναι η τιμωρία του ήθους καθενός ξεχωριστά”. Στα “Παντρολογήματα” ο Γκόγκολ ξεκινάει από μια πάγια συνήθεια του λαού του, ένα έθος, που ερμηνεύει την κοινωνική δομή, το προξενιό.

    Την εποχή που έχει αρχίσει ο μετασχηματισμός της ρωσικής κοινωνίας και αναδύονται οι νέες δυνάμεις των εμπόρων, των μικροαστών, των μεγαλοαστών, που προωθεί ένα γραφειοκρατικό σύστημα, οι βασικές αρχές της κοινωνίας αυτής περνάνε τη δοκιμασία τους. Οι άνθρωποι παγιδευμένοι προσπαθούν να κρατήσουν την αυτοτέλεια του προσώπου τους μέσα στη σχηματοποίηση των σχέσεων, προσπαθούν να διατηρήσουν τους δεσμούς τους με τις αρχαίες συνήθειες που ριζώνουν και δύσκολα ξεκολλούν. Σ’ έναν βαθιά θρησκευόμενο λαό μυστικιστή, όπως ο ρωσικός, δεμένο με τη γη του και τον χρόνο της, ο γάμος παραμένει ένα μυστήριο, μια σχέση προσωπικής πλήρωσης, μια γιορτή αγάπης. Στο πέρασμα στη νέα φάση, με τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς, ο γάμος ακολουθεί τη μοίρα όλων των αξιών που εμπορικοποιούνται. Γίνεται μέσο αλλοτρίωσης. Μια κοινωνική συνθήκη και ένα κριτήριο κοινωνικής ταυτότητας. Το μυστήριο μετατρέπεται σε αλισβερίσι. H γιορτή αγάπης σε απάτη. H προσωπική πλήρωση σε κοινωνική πληρωμή. Ο γάμος δεν είναι εκλογή αλλά επιλογή.

    Αυτά τα θλιβερά ανθρωπάκια που συγκεντρώνονται στο σπίτι της υποψήφιας νύφης είναι οι τραγικές μάσκες ενός λαού που πρόδωσε τον εαυτό του. Πίσω από τις κοιλιές, τα παράσημα, τον μαϊμουδισμό, την ιεραρχία, τα λεφτά, υπάρχουν άνθρωποι μοναχικοί, θλιμμένοι, ανεπανόρθωτα τραυματισμένοι, διψασμένοι για αγάπη. Οι νηστικοί του έρωτα. Ναυάγια υπάρξεως μέσα σ’ ένα πέλαγος τιμών, κολακείας, κρυψίνοιας και ταπείνωσης. Παιδιά με υστεροβουλία. Γέροντες νοσταλγοί. Στο βάθος τα “Παντρολογήματα” είναι ένα ερωτικό ναυάγιο…

    Παρακολουθείς αυτόν τον απελπισμένο αγώνα των ψυχών των μοναχικών να γαντζωθούν απ’ τις πρυμάτσες. Κορδώνονται, αυθαδιάζουν, γελοιοποιούνται, καταπίνουν το φτύσιμο για να υπάρξουν. Ζητούν ανθρώπινη επαφή. Και πάλι το βάζουν στα πόδια, όταν μόνοι μπροστά στο μυστήριο είναι ανέτοιμοι, απαράσκευοι να το δεχτούν, να προσχωρήσουν. H σκευή τους τους απομακρύνει συνεχώς από τον νυμφώνα, σας τις μωρές παρθένες. H στολή τους δεν είναι λαμπρή, είναι τσίγκινη. Κλείνονται στο άτομο, δραπέτες του προσώπου. Τρέμουν να δουν κατά πρόσωπο την αλήθεια, οι συνήθεις του ψεύδους».

    Κρεμ φρες σε μπαγιάτικο υλικό

    Σ’ αυτή λοιπόν την τραγική φάρσα που ντρέπεσαι να γελάσεις γιατί ο Γκόγκολ δεν εξευτελίζει τα πρόσωπά του, τα ελεεινολογεί, ο Λιβαθινός, έτσι για να σκεπάσει το μπαγιάτικο γλυκό του, το σκέπασε με κρεμ φρες. Με τραγουδάκια, ακκίσματα και χαριτομενάδες. Αφού παρανάγνωσε τελείως τον ρόλο του Κασκαριόφ, ο παντρεμένος φίλος του Πατκαλιόσιν κόπτεται να τον παντρέψει για να έχει συντροφιά στη δυστυχία του!! Στην παράσταση ο καλός ηθοποιός Αιμ. Χειλάκης μετατράπηκε σε έναν υστερικό τρελάκια που ζήλωσε τη δόξα της προξενήτρας. Αφήνω που η διανομή αδικεί και τον Τάρλοου που υποχρεώθηκε, νέος και ευειδής, να παίξει ένα γεροντοπαλίκαρο μπεκιάρη!

    Όλοι οι ηθοποιοί με εξαίρεση την Ελένη Γερασιμίδου και τον Απαρτιάν έπεσαν στην παγίδα της επιφανειακής φαρσικής καρικατούρας, χωρίς βάθος, χωρίς την πικρή γεύση που προκαλεί το παγωμένο γέλιο. Προτίμησαν τα καμώματα που προκαλούν το χάχανο.

    Ο Λιβαθινός παρέσυρε τον Στρατή Πασχάλη να γίνει Κόκκος μιμούμενος τη «Μαρούλα» και αλλοιώνοντας τον Γκόγκολ, όταν ο Φασουλής σεβάστηκε τους «Γαμπρούς της Ευτυχίας» των Τσιφόρου – Βασιλειάδη.

    01.03.2004, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Nικολάι Kορομίλοβιτς Γκόγκολ», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Θεατές στο θέατρο Πορεία

    Η αυλαία πέφτει και ο… γαμπρός το σκάει

    Ηθογραφία εποχής του Νικολάι Γκόγκολ, σε μια έξοχη παράσταση με άφθονο γέλιο, που έστησε ο Στάθης Λιβαθινός

    Σάββατο βράδυ, μία εβδομάδα πριν από τις εκλογές, στη θεατρική Αθήνα που περνάει έντονη κρίση φέτος και το Θέατρο Πορεία είναι μισογεμάτο από θεατές «υποψιασμένους» ότι πρόκειται να δουν μια αστεία κωμωδία του μεγάλου Ρώσου δραματουργού Νικολάι Γκόγκολ, τα «Παντρολογήματα», σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού και μ’ ένα θίασο αξιόλογων ονομάτων.

    Η αυλαία σηκώνεται και βρισκόμαστε σ’ ένα λιτό, μίζερο, εργένικο δωμάτιο ενός Ρώσου δημοσίου υπαλλήλου. Ο Πατκαλιόσιν –τον υποδύεται ο Δημήτρης Τάρλοου- μονολογεί στο κρεβάτι πως πρέπει να παντρευτεί, γιατί «αλλιώς τι νόημα έχει η ζωή;».

    Φωνάζει τον υπηρέτη του Στεπάν, για να μάθει αν εκτέλεσε τις οδηγίες που του έδωσε για τις προετοιμασίες του γάμου, αν ο ράφτης και οι άλλοι προμηθευτές ενδιαφέρθηκαν να ρωτήσουν αν… παντρεύεται ο αφέντης του κι αν θα έρθει η προξενήτρα. Εκείνος του απαντά ενώ σκουπίζει… χώνοντας τα σκουπίδια κάτω από το χαλί! Σε λίγο θα έρθει η προξενήτρα –μια πολύ καλή, όπως πάντα, Ελένη Γερασιμίδου- με αλλοπρόσαλλο παρδαλό ντύσιμο σε χρώματα ρωσικά –τα κοστούμια απροσδιόριστης εποχής σχεδίασε η Κλερ Μπρέσγουελ- και μ’ ένα λιλιπούτειο σκαμνάκι που βγάζει από την τσάντα της για να καθίσει!

    Θ’ αρχίσει να του παινεύει τη νύφη και τα προσόντα της, αλλά ο Πατκαλιόσιν αρχίζει πάλι τους αιώνιους δισταγμούς του – το προξενιό συζητιέται τρεις μήνες κι ακόμα ν’ αποφασίσει. Ξάφνου εισβάλλει από το παράθυρο, σαν σίφουνας, ο νεαρός φίλος του Πατκαλιόσιν, ο Κατσκαριόφ.

    Αφού καταριέται την προξενήτρα για το κακό που του έκανε, καταλαβαίνει τι πρόκειται να συμβεί στο φίλο του κι αρχίζει να επιδίδεται σ’ έναν υπεράνθρωπο αγώνα, σχεδόν δαιμονικό, να… τον παντρέψει. Είναι η στιγμή που αρχίζει το αδιάκοπο ως το τέλος κρεσέντο του Αιμίλιου Χειλάκη. Πετάει ένα-ένα τα υπάρχοντα του φίλου του από το παράθυρο για να τον εξαναγκάσει να παρατήσει την εργένικη ζωή και σχεδόν σηκωτό τον πάει να γνωρίσει τη νύφη.

    Το σκηνικό του Αντώνη Δαγκλίδη αλλάζει και βρισκόμαστε σ’ ένα ροζ δωμάτιο με κορνίζα από ροζ τριαντάφυλλα και… μια καρδούλα. Είναι το τριανταφυλλί σαλονάκι της Αγάθια Τίχονοβνα, η οποία φορώντας ένα λευκό φόρεμα και… ροζ μπαλαρίνες επιδίδεται σε κοφτές, αστείες κινήσεις μπαλέτου, σε μια προσπάθεια να διώξει το άγχος της μπροστά στην ιδέα ότι θα την επισκεφθεί η προξενήτρα και κοντά σ’ αυτήν και οι υποψήφιοι γαμπροί.

    Μια έξοχη Ταμίλα Κουλίεβα θ’ αδειάσει στη σκηνή του «Πορεία» όλο το υποκριτικό σεντούκι της από τη Ρωσία και με τη βοήθεια του Στάθη Λιβαθινού θα γίνει μια χαριτωμένη όσο και αδέξια γεροντοκόρη που τραγουδάει, χορεύει, παίζει, βγάζοντας όλα τα συναισθήματα από τη χαρμόσυνη απαντοχή του γάμου ως τον τρόμο της συνειδητοποίησής του.

    Μαζί της η θεία της – Μπέτυ Νικολέση- και η υπηρέτρια Αλεξάνδρα Ντεληθέου. Από μπροστά τους και μπροστά στο κοινό θα παρελάσουν στη σκηνή εκεί που έχουν στηθεί σαν… γέφυρα της ομορφιάς, οι υποψήφιοι οι γαμπροί: ο άξεστος και χοντροκομμένος πραγματογνώμων – εφοριακός Ιβάν Πάβλοβιτς Στραπατσάδας, που τον υποδύεται με πολλή μαεστρία ο Άρτο Απαρτιάν, ο λιμοκοντόρος Ανούτσκιν –τον υποδύεται ο Ανδρέας Νάτσιος- που ενώ δεν γνωρίζει ξένες γλώσσες θέλει η νύφη «απαραιτήτως να ομιλεί την γαλλικήν», ο… σιτεμένος υποπλοίαρχος εν αποστρατεία Ζεβράκιν –τον υποδύεται ο έμπειρος Μπάμπης Γιωτόπουλος- και τέλος ο συρόμενος από το φίλο του Πατκαλιόσιν, ο οποίος τρέμει ακόμη και στην ιδέα ότι θα μιλήσει στη νύφη. Ένα δίδυμο αχτύπητο, με τον ψηλό και όμορφο Κατσκαριόφ και τον δειλό, κοντούλη Πατκαλιόσιν που ωστόσο θα κλέψει την καρδιά της εξίσου φοβισμένης Αγάθια.

    Με όχημα την έξοχη μουσική του Νίκου Πλάτανου σε στίχους Στρατή Πασχάλη, που ερμηνεύει ζωντανά ο ίδιος με τη βιολονίστρια Γκαλίνα Μπράτουσκα κ.ά. και με τις χορογραφίες του Κυριάκου Κοσμίδη, θα στηθεί ένα ευφρόσυνο πανηγύρι με τραγούδια και χορούς στην προσπάθεια να επιλέξει η νύφη τον γαμπρό.

    Τσαλίμια, νάζια, χιουμοριστικές αναφορές μέσω του χορού στη ρώσικη παράδοση και στο κλασικό μπαλέτο, αλλά και στο βαλς και το ταγκό και στη σύγχρονη αμερικανόφερνη τζαζ κουλτούρα κι ένας δαίμονας κομπέρ και σκηνοθέτης της όλης βραδιάς, ο Κατσκαριόφ του Αιμίλιου Χειλάκη.

    Η παράσταση που έστησε ο Στάθης Λιβαθινός σε μετάφραση του Λεωνίδα Καρατζά και Δημήτρη Τάρλοου, διακωμωδεί με μοντέρνο και εύθυμο τρόπο τα ήθη και τους χαρακτήρες της εποχής του Γκόγκολ, βγάζοντας άφθονο γέλιο και αφήνοντας για το τέλος μια στιγμή αμηχανίας μπροστά στην ξαφνική απόδραση του γαμπρού ενώ τον περιμένουν για το γάμο.

    Η αυλαία πέφτει, ο θίασος βγαίνει και θερμά παρατεταμένα χειροκροτήματα τον ξαναφέρνουν τέσσερις φορές στη σκηνή.

    01.03.2004, Συντέτα Άγκυ «Θεατές στο θέατρο Πορεία», Η Απόφαση

  • Τα… παντρολογήματα

    Στα μέσα της εβδομάδας είδα τα «Παντρολογήματα» του Γκόγκολ στο θέατρο «Πορεία» με την Ταμίλα Κουλίεβα, τον Αιμίλιο Χειλάκη, το Δημήτρη Τάρλοου και άλλους εκλεκτούς πρωταγωνιστές και αυτό που έχω να σας μεταφέρω είναι πως παρά το κρύο, το δύσκολο πάρκινγκ, την κούραση που επέρχεται μοιραία στα μέσα της εβδομάδας και το μισοάδειο της αίθουσας, έφυγα ευχαριστημένος. Στα μισά του δεύτερου μέρους βέβαια η παράσταση κάνει «κοιλιά» αλλά όταν σε ολόκληρο το πρώτο μέρος έχεις αποζημιωθεί και με το παραπάνω από την καλή φόρμα των ηθοποιών και τον απλό και άμεσο τρόπο με τον οποίο χαρακτηρίζουν απολαυστικές στιγμές, το παραβλέπεις. Να μην ξεχάσω να αναφέρω και το μουσικό τρίο (βιολί, κοντραμπάσο, ακορντεόν και πιάνο) που συνόδευε ζωντανά την παράσταση, το οποίο στο τέλος καταχειροκροτήθηκε δίπλα στο θίασο. Τις εντυπώσεις «κλέβει» ο Αιμίλιος Χειλάκης (αν και φλερτάρει επικίνδυνα με τη υπερβολή), που ανακατεύει τους πάντες και τα πάντα, και η Ταμίλα Κουλίεβα, που εκθέτει με επιτυχία την κωμική της φλέβα. Όχι, ότι οι υπόλοιποι συνάδελφοί τους υστερούν σε ταλέντο.

    29.02.2004, Ζαλίγκας Κώστας «Τα… παντρολογήματα», Ελεύθερος Τύπος

  • Μια κωμωδία στην κόψη του ξυραφιού

    Στα αρκετά έργα του Νικολάι Γκόγκολ που παίζονται φέτος στην αθηναϊκή σκηνή ήρθε προ ημερών να προστεθεί ένα ακόμη, γνωστή «λοξή» κωμωδία του -«τραγικωμωδία» κατ’ άλλους- «Παντρολογήματα», σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού στο θέατρο Πορεία του Δημήτρη Τάρλοου, με αξιόλογους ηθοποιούς: Ταμίλα Κουλίεβα, Ελένη Γερασιμίδου, Αιμίλιος Χειλάκης, Μπάμπης Γιωτόπουλος, Άρτο Απαρτιάν κ.ά.

    «Ήταν παλιά ιδέα του Στάθη να ανεβάσουμε το έργο αυτό», λέει ο Δ. Τάρλοου, «μου άρεσε κι εμένα πολύ, όπως και ο ρόλος του Πατκαλιάσιν που παίζω. Δεν είχαμε κάνει και καμιά κωμωδία μέχρι σήμερα, κι ήθελα πάρα πολύ να κάνουμε, άλλο τώρα αν τούτη εδώ είναι στην κόψη του ξυραφιού».

    Στα «Παντρολογήματα» ο κεντρικός ήρως, ο Πατκαλιάσιν, πιέζεται να παντρευτεί όχι μόνο από προξενήτρες (Γερασιμίδου), αλλά κι από τον περίγυρό του, όπως ο γκαρδιακός του φίλος (Χειλάκης). Ο οποίος καταφέρνει να τον πείσει, αλλά και να θέσει εκτός μάχης, με χίλιες δύο μηχανορραφίες, τους άλλους μνηστήρες της περιζήτητης νεαράς νύφης (Κουλίεβα). Όταν όμως φτάνει η «ώρα της αλήθειας», ο γαμπρός «αποδρά» πανικόβλητος…

    «Νομίζω ότι το έργο είναι αλληγορικό, δεν αφορά απλώς το θέμα του γάμου», παρατηρεί ο κ. Τάρλοου. «Με υπόγειο τρόπο ο Γκόγκολ πάει παραπέρα. Οι άνθρωποι αυτοί, οι μνηστήρες, με προεξάρχοντα τον Πατκαλιόσιν που αναγκάζεται στο τέλος, να πηδήξει από το παράθυρο για ν’ αποφύγει τον γάμο, στην πραγματικότητα είναι μια πράξη Γκόγκολ, γράφοντας αυτό το έργο, με αυτά που το ίδιο το έργο δίνει τη δυνατότητα στους σημερινούς ανθρώπους να σκεφτούν», λέει ο κ. Τάρλοου. «Τα κλασικά έργα μιλάνε διαφορετικά σε κάθε εποχή. Ο Γκόγκολ ήθελε να σατιρίσει και τη ρωσική ψυχή. Την κλασική στον Ρώσο ραθυμία, μια απραξία, μια τεμπελιά, χαρακτηριστικό δείγμα ο Πατκαλιόσιν. Η αναβλητικότητα σε όλο της το μεγαλείο. Κάτω απ’ όλα μπορείς να δεις πράγματα από την πρόβα. Προσπάθησε να φτιάξει μια παράσταση που ισορροπεί ανάμεσα στο κωμικό και τη μελαγχολία, όπως ακριβώς και η μετάφραση που κάναμε ο Λεωνίδας Καρατζάς κι εγώ. Να είναι παράσταση με φινέτσα, να μην περιπέσει ούτε στο γκροτέσκο ούτε στην περιγραφή, πράγμα που απεχθανόμαστε κι οι δυο, να μη γίνει δηλαδή παράσταση χοντροκομμένη».

    Σ’ αυτό «βοήθησαν πολύ η μουσική και τα τραγούδια που συνέθεσε, σε στίχους Στρατή Πασχάλη, ο Νίκος Πλάτανος, ο οποίος και τα παίζει ζωντανά στην παράσταση με δύο άλλους μουσικούς». Οι χορογραφίες είναι του Κυριάκου Κοσμίδη. Τα σκηνικά (Αντώνης Δαγκλίδης) και τα κοστούμια (Κλερ Μπρέισγουελ) παραπέμπουν σε «εποχή», όχι σε κάποια συγκεκριμένα, «χωρίς καμιά μοντερνιά». Φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου.

    «Τα παντρολογήματα» είναι μία ακόμη παράσταση του Τάρλοου με τον Λιβαθινό, με τον οποίο συνεργάζεται στενά από την αρχή της προσωπικής του προσπάθειας στο θέατρο. Τι τους φέρνει κοντά; «Η καλή καλλιτεχνική συνεργασία» απαντά ο Δ. Τάρλοου. «Εκτός από συνεργάτες είμαστε και φίλοι, επικοινωνούμε απόλυτα, αλληλοσυμπληρωνόμαστε θα έλεγα, και υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη. Δεν είναι ένας σκηνοθέτης που τον καλώ για ένα έργο και μετά χανόμαστε. Η προσπάθειά μου στο ″Πορεία″ ξεκίνησε μέσα από συζητήσεις που είχα μαζί του. Καλό είναι άλλωστε να προχωράς με τους καλούς ανθρώπους με τους οποίους ξεκίνησες κάτι, αν δεν υπάρχει κάποια σοβαρή καλλιτεχνική διχογνωμία. Κι αυτό προσπαθώ, όσο μου το επιτρέπουν οι πολύ αντίξοες συνθήκες…».

    Η παράσταση είναι συμπαραγωγή με το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, όπου και θα παιχτεί γύρω στο Πάσχα.

    24.01.2004, Αγγελικόπουλος Βασίλης «Μια κωμωδία στην κόψη του ξυραφιού», Η Καθημερινή

  • Τα παντρολογήματα – Πορεία

    Είναι ενδιαφέρον πώς ο Στάθης Λιβαθινός μεταμορφώνει τα «Παντρολογήματα» του Γκόγκολ σε μουσικό έργο, αποδίδοντας την κλασική αυτή σάτιρα με μία ελαφράδα που, χωρίς να λαϊκίζει, θυμίζει μιούζικαλ. Η παράστασή του απομακρύνεται από τη γραφική ηθογραφία, έχει ύφος, φινέτσα και αναδεικνύει τόσο την ευφυή κωμική γραφή του Ρώσου συγγραφέα όσο και το πικρό υπόβαθρό της. Ένα επί σκηνής τετραμελές μουσικό σύνολο που ερμηνεύει τις εύφορες συνθέσεις του Νίκου Πλάτανου, οι σκωπτικοί στίχοι του Στρατή Πασχάλη, η έξυπνη, θεατρική μετάφραση των Δ. Τάρλοου – Λ. Καρατζά, η θαυμάσια χορογραφία του Κυριάκου Κοσμίδη, το λιτό σκηνικό του Αντώνη Δαγκλίδη με την απαραίτητη νύξη χιούμορ και τα παιχνιδιάρικα κοστούμια εποχή της Κλαιρ Μπρέισγουελ συνηγορούν στην ευφρόσυνη ατμόσφαιρά της.

    Η αδυναμία της βρίσκεται στο ρυθμό: κάποιες σκηνές πλατειάζουν και άλλες διέπονται από νευρικότητα που, σε ένα βαθμό, οφείλεται σε μεμονωμένες υποκριτικές ανεπάρκειες. Ωστόσο οι ηθοποιοί, στο σύνολό τους, έχουν καθοδηγηθεί σωστά από το σκηνοθέτη, αναπτύσσουν μια αξιόλογη κινησιολογία, τραγουδούν καλά και πλάθουν με κέφι τους ποικίλους χαρακτήρες, μέσα από τους οποίους ο Γκόγκολ διακωμωδεί τη νεοσύστατη μικροαστική τάξη του καιρού του (1833).

    Δέκατος ένατος αιώνας και η ρωσική κοινωνία αρχίζει να μετασχηματίζεται. Νέος αέρας φυσάει κλονίζοντας τη δομή της, η κρατική μηχανή λιμνάζει στην πιο παράλογη γραφειοκρατία και, καθώς τα πάντα εμπορικοποιούνται, όλες οι αξίες ευτελίζονται – μαζί τους και το μυστήριο του γάμου. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η παραδοσιακή συνήθεια του προξενιού παίρνει τη μορφή μιας φθηνής συναλλαγής, γίνεται μέσο κοινωνικής και οικονομικής καταξίωσης. Και οι άνθρωποι παζαρεύουν τη μοναξιά τους κρύβοντας πίσω από φανφαρονισμούς, πόζες και κολακείες την τραγική τους ήττα.

    Μια σειρά από τέτοια ανθρωπάρια –απολαυστικοί οι Άρτο Απαρτιάν, Μπάμπης Γιωτόπουλος, Ανδρέας Νάτσιος στον ανταγωνιστικό τους μαραθώνιο – συνοψίζονται στο σαλόνι της υποψήφιας νύφης (η Ταμίλα Κουλίεβα στις καλύτερες στιγμές της) και, «γαμπρίζοντας», στήνουν μία από τις πιο επιτυχημένες τραγελαφικές σκηνές του έργου. Εξαιρετική είναι, επίσης, η τελευταία σκηνή στην οποία ο Δημήτρης Τάρλοου, μασώντας μια καραμέλα, κυριολεκτικά κεντάει τις λεπτοδουλεμένες αντιδράσεις του.

    Ο καλός άνθρωπος χτίζει με ειλικρίνεια και ευαισθησία το ρόλο του άτολμου εργένη Πατκαλιόσιν που «σέρνεται» από το φίλο του μέχρι το θυσιαστήριο της ελευθερίας του. Αντίθετα, ο Αιμίλιος Χειλάκης (Κατσκαριόφ) πέφτει στην παγίδα της άμετρης εξτραβαγκάντσας και η Μπέτυ Νικολέση (Αρίνα) είναι πέραν του δέοντος άκαμπτη. Η Ελένη Γερασιμίδου (προξενήτρα), ξεχωριστή όπως πάντα, αλλά κάτω από τις δυνατότητές της. Η Αλεξάνδρα Ντεληθέου (υπηρέτρια), τέλος, μια πάλλουσα έκπληξη.

    05.02.2004, Πετάση Ελένη «Τα παντρολογήματα – Πορεία», Time Out Athens

  • Από το γέλιο στο κλάμα

    Τα «Παντρολογήματα» άρχισαν στο θέατρο «Πορεία». Ο Δημήτρης Τάρλοου είναι πια σε ηλικία γάμου και οι μεσάζοντες ανασκουμπώθηκαν. Μια επαγγελματίας προξενήτρα, η Ελένη Γερασιμίδου, αλλά και ο καλύτερός του φίλος, ο Αιμίλιος Χειλάκης, του βρήκαν μια χαρά νύφη: την Ταμίλα Κουλίεβα. Δύσπιστος, αναβλητικός και γεμάτος φόβους για την μεγάλη απόφαση, ο υποψήφιος γαμπρός κάνει το βήμα. Όμως, στο παρά πέντε, όλη του η ύπαρξη εκπέμπει SOS. Η άτακτη υποχώρηση αρχίζει και η κωμωδία μετατρέπεται σε δράμα.

    Την κλασική κωμωδία του Νικολάι Γκόγκολ «Παντρολογήματα» σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός στο θέατρο «Πορεία» – συμπαραγωγή με το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης – επιστρατεύοντας ένα πολύ ενδιαφέροντα 10μελή θίασο.

    Ο ίδιος ο Γκόγκολ χαρακτηρίζει το έργο «ένα εντελώς απίστευτο περιστατικό σε δύο πράξεις», κάποιοι όμως ισχυρίζονται ότι δεν είναι και η καλύτερη κωμωδία του.

    «Δεν συμφωνώ», λέει ο Δημήτρης Τάρλοου, ο οποίος υπογράφει τη μετάφραση μαζί με τον Λεωνίδα Καρατζά. «Γι’ αυτή την ‘’φήμη’’ φταίει το γεγονός ότι οι παλιές μεταφράσεις αντιμετώπισαν το έργο περισσότερο ως φάρσα. Σε πρώτη ματιά μπορεί να παραπέμπει στην τυπική γκογκολική ιστορία. Όμως, κάτω από τη φαινομενικά ιλαρή επιφάνεια, κρύβεται ένα σκοτεινό βάθος που το μετατρέπει σε τραγικωμωδία ολκής. Κλασικό κείμενο, κωμωδία του παραλόγου, όπου το γέλιο πάει μαζί μ’ ένα τσίμπημα προβληματισμού».

    Ο ανώτερος δημόσιος υπάλληλος Πατκαλιόσιν ζει με τον υπηρέτη του (Γ. Μακρή) στην Αγία Πετρούπολη. Ο καλύτερός του φίλος Κατσκαριόφ (Αιμ. Χειλάκης) βάζει σκοπό της ζωής του να τον παντρέψει. Η αποκατάσταση όμως του Πατκαλιόσιν δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Ακόμα και μπροστά στην καλύτερη νύφη, την καλή και πανέμορφη, εκείνος αναρωτιέται με άγχος: «Είναι πράγματι η καλύτερη;»…

    Ήδη προξενήτρα Ε. Γερασιμίδου έχει μεσιτεύσει για την Ταμίλα Κουλίεβα, ένα κορίτσι που ζει με τη θεία της (Μπέτυ Νικολέση) και την υπηρέτριά της (Αλεξάνδρα Ντεληθέου). «Δεν είναι κόρη αξιωματικού, είναι όμως κόρη εμπόρου και διαθέτει τουπέ» ένα από τα εγχειρήματά της… Οι γαμπροί συνωστίζονται μπροστά στην πόρτα της. Ο Αρτο Απαρτιάν, ο Ανδρέας Νάτσιος και ο Μπάμπης Γιωτόπουλος ζουν για τη στιγμή που θα εισχωρήσουν απλώς στο οπτικό της πεδίο. Όλοι θέλουν να αγγίξουν λίγο το φόρεμά της, ν’ ακούσουν απλώς τη φωνή της, να αναπνεύσουν κάτι από την αύρα της.

    Ο Πατκαλιόσιν όσο κι αν γοητεύεται από την πολύφερνη νύφη, η αγωνία για την επιβεβαίωση τον κυνηγά τυραννικά. Την κρίσιμη στιγμή, τότε που όλα δείχνουν ότι επιτέλους ενδίδει, εκείνος προκαλεί το χάος.

    Γαμπροί, νύφες, προξενήτρες πάσχουν από την ίδια αγωνία: ν’ αλλάξουν τη ζωή τους. Κυνηγούν την ευτυχία κι ενώ νομίζουν πως όπου να ‘ναι την… ακουμπούν, εκείνη απομακρύνεται. Γίνεται ένα άπιαστο όνειρο όπως και στη ζωή. Στους ήρωες του Γκόγκολ η ευτυχία δεν προσφέρεται ούτε για μια στιγμή, παρά μόνον ως κατάσταση αναμονής της…

    Η Ταμίλα Κουλίεβα επιχειρεί τον πρώτο της ρόλο στην κωμωδία: «Ο Γκόγκολ είναι μεγάλος συγγραφέας όχι μόνο τη ρωσικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η τεχνική του επικεντρώνεται στον τρόπο που παρατηρεί. Βλέπει το περιβάλλον, την καθημερινότητα μέσα από ένα μεγεθυντικό φακό που διογκώνει καταστάσεις και συμπεριφορές ανάγοντάς τα σε αδιανόητα περιστατικά. Έτσι μιλάει για όσα τον βασανίζουν : την ύπαρξη, την κοινωνία, την αισθητική, τον έρωτα. Ήταν ένας παράξενος άνθρωπος που έζησε πολύ αιρετικά για την εποχή του. Κάποτε, κινούμενος αυθόρμητα, δημοσίευσε σε βιβλίο την αλληλογραφία του με σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του. Στόχος του ήταν αυτά τα κείμενα να λειτουργήσουν ως μέσον αφύπνισης του λαού. Τον κατηγόρησαν γι’ αυτή την κίνηση και ο ίδιος μετάνιωσε. Ο Γκόγκολ ήθελε μ’ έναν απεγνωσμένο τρόπο ν’ αλλάξει τον κόσμο».

    Ένας Άμλετ απ’ την ανάποδη

    Η παράσταση είναι γεμάτη μουσική (Νίκου Πλάτανου σε στίχους Στρατή Πασχάλη) με όργανα επί σκηνής (πιάνο, ακορντεόν, κοντραμπάσο και βιολί). Επίσης, πολλά χορευτικά (Κ. Κοσμίδης), από βαλς και ταγκό μέχρι μοντέρνα επηρεασμένα από το ύφος του έργου αλλά και τη ρωσική ατμόσφαιρα.

    Η Ελένη Γερασιμίδου είναι μια επαγγελματίας πλην άτυχη προξενήτρα που επί τρεις μήνες βασανίζεται για να «κλείσει ο γάμος». Ρόλο που βλέπει όμως να αξιοποιείται δεόντως σήμερα: «Είναι απίστευτο, αλλά συμβαίνει. Ακούω συνεχώς για κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά που μέσω φίλων αναζητούν σύντροφο… Λες και οι νέοι φοβούνται να πλησιαστούν, δεν έχουν εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον. Κρίση στην κοινωνία, στο γάμο, στις σχέσεις. Τα ″Παντρολογήματα″ είναι μια αληθινή κωμωδία με στοιχεία κοινωνικής σάτιρας της εποχής αλλά και πικρά. Παρακολουθώ την πορεία του ″Πορεία″ όλα αυτά τα χρόνια. Έχω δει, δυστυχώς, μόνον μια παράστασή του γιατί… ευτυχώς πάντα έπαιζα. Όμως, αυτοί είναι οι χώροι μου. Στα 30 χρόνια δουλειάς επιστρέφω από μεγάλα σε μικρά, από τα λεγόμενα εμπορικά στα λεγόμενα ποιοτικά με την ίδια διαθεσιμότητα». Χωρίς να προσδιορίζουν συγκεκριμένο χρόνο τα κοστούμια (Κ. Μπρεϊσγουέλ) και το σκηνικό (Α. Δαγκλίδη) οι καταστάσεις και τα πρόσωπα εύκολα παραπέμπουν στις μέρες μας.

    Πρώτη φορά παρουσιάζει στο θέατρό του κωμωδία ο Δ. Τάρλοου και δεύτερη φορά συναντιέται στη σκηνή με την Ελένη Γερασιμίδου από την εποχή της «Δόξας και Λόξας» του Γ. Ξανθούλη: «Με την Ελένη είμαστε φίλοι όπως και με τον Αιμίλιο Χειλάκη, όπου οι δυο μας συνιστούμε ένα ενδιαφέρον ντουέτο: εγώ κοντός, φοβισμένος κι αυτός ψηλός, όμορφος, έτοιμος να ρουφήξει τη ζωή χωρίς αναστολές.

    Το έργο δεν είναι κωμωδιούλα. Είναι δαιμονικό στη σύλληψη και στην ανατροπή του, με πυρήνα το υπαρξιακό άγχος. Ένας Άμλετ απ’ την ανάποδη, δηλαδή κωμικός, όπως λέει ο Σ. Λιβαθινός».

    11.01.2004, Μαρίνου Έφη «Από το γέλιο στο κλάμα», Ελευθεροτυπία

  • Παντρολογήματα***

    Του Νικολάι Γκόγκολ. Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός

    Αναβαπτισμένο ως μουσική κωμωδία, το μάλλον αδύναμο θεατρικό του Γκόγκολ αποκτά νευρώδη ρυθμό, αλλά και κάποιους άκαιρους «μοντερνισμούς».

    Αν και χρειάστηκε δέκα χρόνια να τελειώσει τα Παντρολογήματα, ο Νικολάι Γκόγκολ δεν κατάφερε να εξάρει το αδύναμο θέμα του στο ύψος του «Επιθεωρητή» ούτε να του προσδώσει τη σαρκοβόρα οξύτητα των «Νεκρών ψυχών».

    Τα «Παντρολογήματα» παραμένουν μια ηθογραφική κωμωδία με κοινότατη υπόθεση που συναντά κανείς σε άφθονα έργα του γαλλικού ελαφρού θεάτρου: ένα υποτονικό και αναποφάσιστο γεροντοπαλίκαρο αποφασίζει επιτέλους να παντρευτεί. Ακολουθεί η δραστήρια παρέμβαση ενός επιστήθιου φίλου, τα παθήματα μιας ζηλόφθονης προξενήτρας, τα κοσμικά φαντασιοκοπήματα της νύφης και ο κωμικός ανταγωνισμός των υποψήφιων γαμπρών.

    Εξαρχής προβληματική λοιπόν η δραματουργική επιλογή του Στάθη Λιβαθινού, έπρεπε να αναβαπτιστεί σε μια εφευρετική κολυμπήθρα για να μπορέσει να σταθεί σε μια εφευρετική κολυμπήθρα για να μπορέσει να σταθεί στη σκηνή – κάτι που επιχειρούν όλοι οι σκηνοθέτες που δοκιμάζουν την τύχη τους με αυτό το άτολμο έργο. Ο Λιβαθινός διάλεξε την κολυμπήθρα της μουσικής κωμωδίας, μια ιδέα που αποδείχτηκε εξαιρετικά επιτυχής, γιατί ο Πλάτανος έγραψε πάνω στους μέτριους στίχους του Στρατή Πασχάλη τραγούδια που ανέδειξαν έξοχα το πνεύμα του έργου και έδεσαν αρμονικότητα με την υπόθεσή του. Παρά την απαράδεκτα μεγάλη διάρκεια της παράστασης, ο σκηνοθέτης εξασφάλισε σε αυτήν τη σάτιρα της μεσαίας τάξης απρόσκοπτη ροή και νευρώδη ρυθμό που υποκαθιστά την έλλειψη αξιοπρόσεκτης πλοκής. Οι χαρακτήρες οργανώθηκαν πάνω σε ατομικά τερτίπια και γνωρίσματα που αντιστοιχούν στην επιδιωκόμενη μετάβαση από την κωμωδία καταστάσεων στην κωμωδία ηθών.

    Παράλληλα με τα επιτεύγματα αυτά υπήρξαν όμως και πολλά ατοπήματα, με πρώτο και μεγαλύτερο τη μετάφραση των Λεωνίδα Καρατζά και Δημήτρη Τάρλοου. Από την αγωνία να εκμοντερνιστεί πάση θυσία το έργο, οι μεταφραστές κατέληξαν σε «ρόμπες ξεκούμπωτες» και κοινόχρηστες εκφράσεις επιθεωρησιακών διαλόγων που, αφαιρώντας την ψίχα του λόγου, μετέτρεψαν το κείμενο σε ξερό ψωμί. Η σκηνική εναλλαγή του Αντώνη Δαγκλίδη από το πενιχρό δωματιάκι του μπεκιάρη γαμπρού στη ροζ κρεβατοκάμαρα της Μπάρμπι υπηρέτησε πολύ σχηματικά το νόημα του γκογκολικού έργου, αν και, σε συνδυασμό με τους παλ φωτισμούς του Λευτέρη Παπαδόπουλου, διασώζει την ένταση μεταξύ της νωχελικής ακαταστασίας του εργένη και της αβάσταχτης ελαφρότητας των γαμήλιων προσδοκιών της νύφης.

    Ένας ρόλος ωστόσο κόντεψε να μπατάρει το καράβι μιας ικανοποιητικής αλλά συμμετρικής διανομής: ο ρόλος του Κατσκαριόφ όπως τον ερμήνευσε ο Αιμίλιος Χειλάκης. Αν και διαθέτει εξαιρετικό παράστημα, συνδυασμένο με περίσσεια σκηνικής άνεσης, ο Χειλάκης (ασυγκράτητος θέλω να πιστεύω κι όχι δασκαλεμένος ανάλογα από τον σκηνοθέτη), ξήλωσε το ρόλο από την υστερική του υπερβολή, τα ποδοβολητά, τις φωνές και τις μούτες. Ιδιαίτερα ένας ηθοποιός σαν τον Χειλάκη θα μπορούσε να λάμψει πραγματικά, αν κατέβαζε στο μισό το ρεοστάτη της εντάσεως. Ο Δημήτρης Τάρλοου από την άλλη μεριά παρερμήνευσε το ρόλο του Πατκαλιόσιν: ο ράθυμος εργένης είναι άβουλος αλλά όχι χαζός, θρηνεί για μια μοναξιά που την έχει κορόνα και είναι δειλός από δυσθυμία κι όχι λευκό χαρτί που το παρασύρει εδώ κι εκεί ο άνεμος της ισχυρής παρουσίας του Κατσκαριόφ. Η Ταμίλα Κουλίεβα ενσάρκωσε την Αγάθια με νευρικές εμμονές στο όριο μιας καλοχτισμένης υπερβολής, διέπρεψε σε εκφραστική αμεσότητα και διέπλασε έναν υφολογικά άρτιο χαρακτήρα. Ο Μπάμπης Γιωτόπουλος (Ζεβάκιν) υπήρξε απολαυστικός με εκείνο το συνδυασμό αφηρημένου τακτ και παθητικής ευγένειας και ο Αρτό Απαρτιάν (Στραπατσάδας) πειστικότατος ως στιβαρή και αδημονούσα αρκούδα, αλλά ο τρίτος των γαμπρών, Ανδρέας Νάτσιος,(Ανούτσκιν) υστέρησε κάπως. Η Ελένη Γερασιμίδου έπαιξε εκ περιουσίας δίχως ενδιαφέρον για το ρόλο. Ο Γιώργος Μακρής, η Αλεξάνδρα Ντεληθέου και η Μπέτυ Νικολέση ανταποκρίθηκαν στους τύπους που υπηρέτησαν –αλλά το σχιστό φόρεμα της τελευταίας και την προκλητική καλτσοδέτα με την οποία υποδεχόταν τους ξένους δεν την κατάλαβα: ήταν έμπνευση άραγε της Κλερ Μπρέισγουελ (που σχεδίασε τα καλοβαλμένα κοστούμια της παράστασης) ή του σκηνοθέτη; Μυστήριο.

    11.03.2004, Λογοθέτης Ηρακλής «Παντρολογήματα ***», Αθηνόραμα

  • Τραγωδία μικρών ανθρώπων

    Τα «Παντρολογήματα» του Γκόγκολ ανεβαίνουν στο θέατρο Πορεία σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού

    «Ένα εντελώς απίστευτο περιστατικό σε δύο πράξεις» χαρακτηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας του, ο Νικολάι Γκόγκολ, το θεατρικό του έργο «Παντρολογήματα», που αυτές τις ημέρες ανεβαίνει στο θέατρο Πορεία. Εκ πρώτης όψεως πρόκειται για μια τυπική «γκογκολική» ιστορία. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό, καθώς στην κλασική ρωσική κωμωδία ηθών ο Γκόγκολ έχει προσδώσει ένα σκοτεινό βάθος και έχει μετατρέψει το έργο του σε τραγικωμωδία. Αν και γραμμένη το 1833, παραμένει επίκαιρη κυρίως γιατί τα θέματά της αφορούν το υπαρξιακό άγχος, ένα άγχος από το οποίο δεν έχει ξεφύγει ο σύγχρονος άνθρωπος.

    Τι είναι τα «Παντρολογήματα»; Κεντρικό πρόσωπο είναι ο Πατκαλιόσιν, ο οποίος και πιέζεται να παντρευτεί. Ο φίλος του Κατσκαριόφ καταφέρνει με τα πολλά να τον πείσει, και αναλαμβάνει τον ρόλο του ερασιτέχνη προξενητή. Με ποικίλες μηχανορραφίες και επιτήδειους ελιγμούς, βγάζει από τη μέση όλους τους υπόλοιπους διεκδικητές της νύφης. Μόνο που στο τέλος χάνει τον υποψήφιο γαμπρό, ο οποίος έντρομος εγκαταλείπει το πεδίο της μάχης.

    «Ο Γκόγκολ είναι ένας απίστευτα ιδιαίτερος και δύσκολος συγγραφέας» λέει ο Στάθης Λιβαθινός που σκηνοθετεί την παράσταση. «Άλλωστε, όπως έλεγε και ο Ντοστογιέφσκι, ‘όλοι έχουμε βγει από το Παλτό του Γκόγκολ (σ.σ. τίτλος έργου του που παίζεται στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου) γιατί άλλαξε το θέατρο της εποχής του. Απαίτησε από τους ηθοποιούς μιαν άλλη θεατρική γλώσσα. Ζητάει τα αποθέματά τους ώστε να μπορέσουν να δημιουργήσουν με ελαφράδα το αστείο και το γελοίο και ταυτόχρονα να παραμένουν τραγικοί’. Τα ″Παντρολογήματα″ είναι μια τραγική φάρσα. Μπορεί να διηγείται την ιστορία του με αστείο τρόπο, αλλά την ίδια στιγμή είναι θλιβερό αυτό που λέει. Και ο ίδιος δεν φοβάται τη γελοιότητα της μοναξιάς του ανθρώπου δεν έχει τελειώσει ακόμη».

    Συγγραφέας με τολμηρό χιούμορ, προπομπός του θεάτρου του Παραλόγου, ο Γκόγκολ ασχολείται με τους χαρακτήρες που πλάθει και θέλει να μας τους κάνει γνωστούς, να τους μάθουμε σφαιρικά. Χρησιμοποιεί τα στοιχεία της φάρσας, αλλά τα έργα του πρέπει να τα δει κανείς πέρα από τη φάρσα.

    Για τον Δημήτρη Τάρλοου που συνυπογράφει τη μετάφραση με τον Λεωνίδα Καρατζά, ο ρόλος του «γαμπρού» που υποδύεται, τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. «Είναι ένας άνθρωπος που βιώνει με περίεργο τρόπο τον φόβο. Είναι ένας παράγοντας που τον ανακόπτει από το να ζήσει. Και ο γάμος είναι ένα πρόσχημα. Όλοι οι ήρωες στα ″Παντρολογήματα″ ζητούν ένα κομματάκι ευτυχίας. Και ο ″γαμπρός″ είναι ο μόνος που την αρνείται. Κι αν πείθεται τελικά, κι αυτό παράδοξο είναι». Όσο για τη «νύφη», η Ταμίλα Κουλίεβα που την ερμηνεύει, σημειώνει: «Έχει την προσδοκία να αλλάξει τη ζωή της, όπως ο Γκόγκολ ήθελε να αλλάξει τον κόσμο. Αναζητεί κι αυτή κάτι διαφορετικό και ασυνήθιστο. Όλοι τους επιθυμούν το καλύτερο αλλά δεν τα καταφέρνουν. Γιατί είναι όλοι μικροί άνθρωποι και ζητούν πράγματα πάνω από το μέγεθός τους. Πολύ απλά, πρόκειται για μια τραγωδία μικρών ανθρώπων» καταλήγει.

    03.01.2004, Λοβέρδου Μυρτώ «Τραγωδία μικρών ανθρώπων», Το Βήμα

  • Πρόσωπα της πόλης – Αιμίλιος Χειλάκης

    Ταλαντούχος, γοητευτικός, προσγειωμένος και με σήμα κατατεθέν τη βαθιά καλλιεργημένη του φωνή. Ο Αιμίλιος Χειλάκης είναι ένας ηθοποιός που ενώ έχει όλα τα προσόντα ενός pop idol, ποντάρει αμιγώς καλλιτεχνικά στις δουλειές του. Τη χρονιά που μας πέρασε παρουσίασε το «Η δεσποινίς Τζούλια απουσιάζει» κι έκανε ένα «πέρασμα» από το τηλεοπτικό «Κλείσε τα μάτια». Τώρα ετοιμάζει μια ταινία με τη Λάγια Γιούργου, τη «Λιούμπη» (σημαίνει «αγάπη» στα ρώσικα), ενώ στο θέατρο παίζει στα «Παντρολογήματα» του Γκόγκολ σε σκηνοθεσία Στ. Λιβαθινού στο Πορεία.

    Τι ακριβώς είναι τα «Παντρολογήματα»;
    Μια ιστορία, ένα απολύτως αδιανόητο περιστατικό, όπως λέει και ο Γκόγκολ, δέκα ανθρώπων που προσπαθούν να νικήσουν τη μοναξιά τους και να αποκτήσουν την ευτυχία μέσα από ένα προξενιό.

    Ο ρόλος σου στην παράσταση είναι κωμικός;
    Το μυστικό της κωμωδίας είναι το πόσο τραγικός είναι ο ήρωας. Ο Κατσκαριόφ υποβάλλει με το δικό του τρόπο στον φίλο του Πατκαλιόσιν (Δ. Τάρλοου) να παντρευτεί για να ευτυχήσει. Το ότι ο φίλος του δεν θέλει να παντρευτεί δεν τον αφορά καθόλου. Το τραγικό στον Κατσκαριόφ έγκειται στο ότι το προξενιό αυτό γίνεται ο στόχος της ζωής του. Με νύχια και με δόντια ακροβατώντας, ταχυδακτυλουργώντας, εξολοθρεύει τους υπόλοιπους υποψήφιους, πείθει τη νύφη ότι ο «δικός» του γαμπρός είναι ερωτευμένος μαζί της και τον υποψήφιο γαμπρό και φίλο του ότι η νύφη είναι ερωτευμένη μαζί του, φτάνοντας στο τέλος πολύ κοντά στο να πετύχει το στόχο του.

    Η οικειότητα μιας φιλίας μπορεί να μας σπρώξει σε αδιανόητα πράγματα;
    Δεν είναι ποτέ αδιανόητο ή παράτολμο αυτό που επιθυμείς για το φίλο σου. Πολλές φορές όμως, χωρίς να μας ζητηθεί κάτι συγκεκριμένο, παλεύουμε να το δωρίσουμε στους φίλους μας, αγνοώντας ότι ίσως δεν το θέλουν. Πιστεύουμε ότι αυτό που δίνει σ’ εμάς χαρά θα είναι χαρά και για τους άλλους.

    Η προσωπική ευτυχία μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την ευτυχία του άλλου;
    Όχι, βέβαια. Η ευτυχία έχει προσωπικούς δρόμους. Είναι μια χημική αντίδραση που προκαλείται στον εγκέφαλο βάσει ερεθισμάτων που εμείς έχουμε δώσει ως αρχή για να ευτυχήσουμε.

    Πιστεύεις ότι η ευτυχία μπορεί να βρεθεί σε επίπεδο γάμου;
    Ο γάμος είναι μια συνθήκη επί χάρτου. Η επιτυχής συμβίωση δίνει την ευτυχία.

    Γιατί λοιπόν δύο άνθρωποι να παντρευτούν σήμερα;
    Για να κάνουν κοινή φορολογική δήλωση και να κάνουν το τραπέζι στους γονείς τους για να χαρούν.

    Είναι κυνικό αυτό που λες.
    Είναι κυνική η συνθήκη του γάμου. Σκέψου ότι δύο άνθρωποι πρέπει «αιώνια» να μη σπάσουν κάποια δεσμά, τα οποία κατά 99% σπάνε.

    Βλέπεις και τη φιλία μέσα από ένα τόσο αρνητικό πρίσμα;
    Ο κολλητός και η ερωμένη έχουν ένα κοινό: είναι οι μόνοι άνθρωποι που έχεις επιλέξει στη ζωή σου, γιατί σε αφήνουν να είσαι αυτός που είσαι και τους αφήνεις να είναι αυτό που είναι. Οι εξ αίματος σχέσεις, πέραν της ανάμνησης της χαράς που έχουμε από αυτές, είναι άνθρωποι που μας ήταν δεμένοι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τους αγαπάμε.

    08.01.2004, Μπλάτσου Ιωάννα «Πρόσωπα της πόλης – Αιμίλιος Χειλάκης», Time out Athens

  • Παντρολογήματα του Γκόγκολ στο Θέατρο Πορεία

    Ο Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ μπορεί να έζησε όπως ο ίδιος έχει πει «μια ζωή χωρίς συμβάντα», άφησε όμως μία σημαντική παρακαταθήκη στην παγκόσμια δραματουργία, κι ας έγραψε μόλις τρία θεατρικά έργα. Παρακινημένος από το όραμα της δημιουργίας και της προσφοράς στην πατρίδα του, πάλεψε σε όλη του ζωή για την κατάκτηση ανωτέρων πνευματικών επιτευγμάτων. «Αν το πρόβλημα είναι η φάτσα μας, δεν μας φταίει ο καθρέπτης» έλεγε αποκαλύπτοντας την πραγματική εικόνα της ρωσικής κοινωνίας στα έργα του. Λόγω της τόλμης του αυτής να παρουσιάζει απροκάλυπτα τη σαπίλα και τη διαφθορά της άρχουσας τάξης υπέστη έναν μεγάλο διωγμό που τον οδήγησε στη φυγή από τη Ρωσία αλλά ουσιαστικά στον κλονισμό της υγείας του και στον θάνατο.

    Τα Παντρολογήματα (1842), αν και δεν γνώρισαν την επιτυχία του Επιθεωρητή, ανοίξανε το δρόμο για την ανάπτυξη της ηθογραφίας στη Ρωσία. Της καταγραφής του ήθους ζωής. Ο Γκόγκολ απλοποιεί την πλοκή δίνοντας έμφαση στην προβολή των ανθρώπινων χαρακτήρων και διαγράφοντάς τους με μοναδική ενέργεια. Η πραγματικότητα των ανθρώπων και των κοινωνικών δομών μέσα στις οποίες οι ήρωες δρουν αποτυπώνονται στο έργο όχι με σκοπό την γελοιοποίηση μα τον καυτηριασμό, την αιχμηρή κριτική και την αντιμετώπισή τους. Ο δεύτερος τίτλος του έργου «Όλως απίθανον συμβάν» έρχεται να «δικαιολογήσει» πιθανές υπερβολές όπως η τέλεση του γάμου το ίδιο κιόλας απόγευμα.

    Ο Στάθης Λιβαθινός πήρε το κείμενο και έσκυψε επάνω του με υπομονή και ενδιαφέρον, όπως κάνει πάντοτε στις σκηνοθεσίες του. Η ακριβής, επιμελής και επίπονη εργασία του, που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην προσωπική και αυτοσχεδιαστική εργασία των ηθοποιών υπό την άγρυπνη παρακολούθησή του, του επέτρεψε την εμβάθυνση στα πρόσωπα του έργου και στην απόδοση του πνεύματος του συγγραφέα. Ο Πατκαλιόσιν και η Αγάθια δεν είναι καρικατούρες, παρόλο που ορισμένα τους χαρακτηριστικά μεγεθύνονται. Είναι άνθρωποι συνηθισμένοι. Ο Πατκαλιόσιν είναι το τυπικό παράδειγμα του δημοσίου υπαλλήλου που ξαπλωμένος στον καναπέ του καπνίζει την πίπα του και τεμπελιάζει. Όσο για την Αγάθια δεν είναι μια ανόητη κοπελίτσα που περιμένει τον πρίγκιπα. Είναι μια κοπέλα που πιστή στα πρότυπα τόσων αιώνων προσπαθεί να κάνει έναν «επιτυχημένο» και «ευτυχισμένο» γάμο. Μόνο που αυτή είναι πιο τολμηρή και πιο αποφασισμένη σε σχέση με τον Πατκαλιόσιν. Το πέρασμα σε μία νέα εποχή σκέψης και τάξη πραγμάτων εκφράζεται μέσω της θείας Αρίνα που προσπαθεί να πείσει την Αγάθια να επιλέξει κάποιον έμπορο που θα μπορεί να της εξασφαλίσει μία άνετη και πλούσια ζωή. Η Φιόκλα, η προξενήτρα, είναι αναγκαίο λειτουργικό μέλος της κοινωνίας, που δίχως την παρουσία της δεν μπορεί να τελεστεί κανένας γάμος «καθώς πρέπει».

    Η διδασκαλία του Στάθη Λιβαθινού επέτρεψε στους ηθοποιούς να σμιλεύσουν τους χαρακτήρες που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν. Ο Δημήτρης Τάρλοου, Πατκαλιόσιν, έγινε η κωμικοτραγική φιγούρα ενός δυστυχή ανθρώπου κρυμμένου πίσω από τη μάσκα που του παρέχει το κρατικό σύστημα και που στέκει έντρομος μπροστά στη μεγάλη επανάσταση του βίου του. Ενός ανθρώπου που παλεύει ανάμεσα σε αυτό που είναι και σε αυτό που θα ήθελε να είναι. Η Ταμίλα Κουλίεβα, Αγάθια, μία ρομαντική, τρυφερή, παγιδευμένη ύπαρξη που αναζητά την ευτυχία, αντιστοίχως του Πατκαλιόσιν. Δύο ψυχές που τραυλίζουν, έχοντας ανάμεσά τους τις τελετές που έχει καθιερώσει η κοινωνία υποκαθιστώντας την ειλικρίνεια και τον έρωτα με την μικροαστική υποκρισία.

    Η ερμηνεία του Αιμίλιου Χειλάκη επισκίασε τους υπολοίπους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εκείνοι υστέρησαν. Η επιβλητική παρουσία του, η στεντόρεια φωνή του, η ενεργητικότητα και η εξαιρετική του κίνηση έπλασαν έναν απολαυστικό Κατσκαρίοφ, που προσπαθεί να «εκδικηθεί» τον φίλο του βάζοντάς τον στην ίδια μοίρα με τη δική του, δηλαδή τη μοίρα του παντρεμένου. Η Φιόκλα της Ελένης Γερασιμίδου είναι η τυπική προξενήτρα. Η Μπέτυ Νικολέση, Αρίνα, και η Αλεξάνδρα Ντεληθέου, Ντουνιάσκα, έδωσαν μεστές και ολοκληρωμένες ερμηνείες. Ο Άρτο Απαρτιάν είναι ένας ηθοποιός με ιδιαίτερο ταλέντο. Έπλασε έναν αποφασιστικό, στιβαρό Στραπατσάδα. Εξίσου καλοί ο Μπάμπης Γιωτόπουλος ως Ζεβάκιν και ο Ανδρέας Νάτσιος στο ρόλο του λεπτεπίλεπτου Ανούσκιν. Μόνο ο Στεπάν του Γιώργου Μακρή στέκεται αδύναμος, μην έχοντας βρει τον προσωπικό του ρυθμό στην παράσταση.

    Ο Στάθης Λιβαθινός παρενέβαλε επιτυχημένα στο κείμενο τραγούδια σε στίχους του Στρατή Πασχάλη μετατρέποντας το έργο σε ένα είδος οπερέτας. Σ’ αυτό συνέβαλε, εκτός από τους λυρικούς στίχους του Πασχάλη, η μουσική του Νίκου Πλάτανου, που αγκάλιασε νοητά τους ήρωες υπογραμμίζοντας τον ψυχισμό τους.

    Στο ίδιο ρομαντικό και ελαφρώς μελαγχολικό πλαίσιο κινήθηκαν τόσο το σκηνικό του Αντώνη Δαγκλίδη όσο και οι ενδυματολογικές επιλογές της Κλαιρ Μπρέισγουελ.

    Μουντράκη Ειρήνη «Παντρολογήματα του Γκόγκολ στο Θέατρο Πορεία», ΑΝΤΙ