Η νοσταλγός – Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

2001

Εταιρία Θεάτρου «Ηθοποιών Θέατρο»

Από 12 Μαρτίου 2001 και από 11 Οκτωβρίου 2001.

Μια παράσταση βασισμένη σε διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη:

Θέρος – Έρως (1891), Η Νοσταλγός (1894), Άγια και Πεθαμένα (1896), Έρωτας στα χιόνια (1896), Όνειρο στο κύμα (1900), Το Καμίνι (1907), Το Μυρολόγι της Φώκιας (1908).

Διασκευή –Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνογραφία – Κοστούμια: Κωνσταντίνα Κατρακάζου
Κινησιολογία: Μαριέλα Νέστορα
Μουσική επιμέλεια: Αλέξανδρος Λογοθέτης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αλέξανδρος Λογοθέτης
Φωτισμός: Ζαφείρης Επαμεινώνδας
Σχεδιασμός αφίσας: Αντώνης Ασπρόμουργος
Ζωγραφική Σκηνικού: Παντελής Ξηροχειμώνας

Παίζουν οι ηθοποιοί:

Μαρία Αιγινίτου, Βασίλης Ανδρέου, Γιώργος Δάμπασης, Δημήτρης Ήμελλος, Λίλλυ Μελεμέ, Δημήτρης Μυλωνάς, Στέλλα Σκορδαρά, Μαριλήτα Σολέντη, Σοφία Τσινάρη, Χριστίνα Τσούκαλη

Το Μυρολόγι της φώκιας

Η Γριά Λούκαινα, μία πτωχή χαροκαμένη γραία: Σοφία Τσινάρη
Η Ακριβούλα, η εγγόνα της γριάς Λούκαινας: Στέλλα Σκορδαρά
Αφηγητές: Όλος ο θίασος

Θέρος – Έρως

Ο Κωστής, ασωτεύων και περιπαθώς ερών: Δημήτρης Μυλωνάς
Η Μάτη, περικαλλής και ευαίσθητος: Στέλλα Σκορδαρά
Η Γραία Φωτεινή, γερόντισσα: Λίλλυ Μελεμέ
Η Μάγισσα, χήρα υπενομωτάρχου: Σοφία Τσινάρη
Ακόλουθος: Δημήτρης Ήμελλος
Ο Αγρίμης: Βασίλης Ανδρέου | Γιώργος Δάμπασης
Τα παιδιά: Μαρία Αιγινίτου | Μαριλήτα Σολέντη | Χριστίνα Τσούκαλη

Η Νοσταλγός
Α’ εκδοχή:
Ο Μπάρμπα – Μοναχάκης, πρεσβύτης πεντήκοντα και τριών ετών: Δημήτρης Ήμελλος
Η Λαλιώ, νοσταλγός: Χριστίνα Τσούκαλη
Ο Μαθιός, ανατραφείς πλησίον του κύματος: Βασίλης Ανδρέου
Β’ εκδοχή:
Άνδρες: Βασίλης Ανδρέου | Γιώργος Δάμπασης | Δημήτρης Μυλωνάς
Ο Μπάρμπα – Μοναχάκης, όστις γυρεύει το Λαλιώ του: Βασίλης Ανδρέου
Γ’ εκδοχή:
Γυναίκα: Μαρία Αιγινίτου

Άρια και πεθαμένα

Το Σειραϊνώ, λευκή και άχολος περιστερά: Στέλλα Σκορδαρά
Το Μαλαμώ του παπα-Γιαννάκη, αντίζηλός της εις το χωρίον: Μαριλήτα Σολέντη
Ο Νέος, τον οποίον επροτίμα ως γαμβρόν ο πατήρ της: Δημήτρης Ήμελλος
Η Θεία Ζήσαινα, αυθορμήτως υποχρεωτική: Χριστίνα Τσούκαλη
Όλος ο θίασος

Έρωτας στα χιόνια

Ο Μπάρμπα – Γιαννιός, ΄΄ο Έρωντας΄΄: Δημήτρης Ήμελλος
Η Γειρόντισσα, η πολυλογού και ψεύτρα: Μαριλήτα Σολέντη
Χορωδία: Λίλλυ Μελεμέ | Στέλλα Σκορδαρά | Σοφία Τσινάρη
Όλος ο θίασος

Όνειρο στο κύμα

Ο Δικηγόρος, ήτοι πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη: Γιώργος Δάμπασης
Η Μοσχούλα, η ναυς των ονείρων: Μαριλήτα Σολέντη

Το Καμίνι

Η Τσούλα, κόρη του Μανδράκια του βοκού: Στέλλα Σκορδαρά
Ο Νίκος, εις ναύτης με τη βαρκούλα του: Δημήτρης Ήμελλος

  • Παράδοση χωρίς υποδούλωση

    Το δύσκολο, «αντιθεατρικό» Παπαδιαμάντη επέλεξε η νέα ομάδα «Ηθοποιών θέατρο». Άλλο ένα σύμπτωμα στη «μόδα» της θεατροποίησης ή, έστω, της σκηνικής παρουσίασης μη θεατρικών κειμένων;

    Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα ανατρέπει κάθε αντίρρησή μου για τη «μόδα» αυτή. Τα παιδιά της ομάδας -ανάμεσά τους ο ικανός ηθοποιός Δημήτρης Ήμελλος-, με τα προτερήματα τους αλλά και με τα ελαττώματά τους του -σχεδόν- πρωτάρη, ταυτίστηκαν, «ενσωματώθηκαν» στο όραμα του ταχύτατα εξελισσόμενου σκηνοθέτη τους Στάθη Λιβαθινού, ο οποίος υπογράφει και τη σεβαστική «διασκευή» -και, ευτυχώς, όχι «θεατροποίηση»- των εφτά διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, δούλεψαν, απ’ ό,τι γίνεται φανερό, σκληρά με το Δάσκαλό τους, εμπέδωσαν στο βάθος και το πλάτος του το λόγο του Παπαδιαμάντη και οργάνωσαν ένα ασπαίρον θεατρικό δρώμενο, που σέβεται, ουσιαστικά, το συγγραφέα και που πάλλεται από συγκίνηση και χιούμορ. Με αποκορύφωμα τις τρεις «εκδοχές» του διηγήματός του Η νοσταλγός, που έδωσε και τον τίτλο στην παράσταση, οι δέκα νέοι ηθοποιοί, με τη βοήθεια του λειτουργικού σκηνικού και των κοστουμιών της Κωνσταντίνας Κατρακάζου, τις τολμηρές μουσικές που επέλεξε ο Αλέξανδρος Λογοθέτης και, κυρίως, την εύρυθμη, ευφάνταστη κινησιολογία της Μαριέλας Νέστορα, αγγίζοντας δυναμικά την παράδοση, χωρίς όμως να γίνονται δούλοι της, δημιούργησαν ένα από τα θεατρικά γεγονότα της περσινής «σεζόν».

    Αν είδατε την παράσταση, είμαι σίγουρος ότι θα θελήσετε να την ξαναδείτε. Αν δεν την είδατε, σπεύσατε! («Η νοσταλγός» – «Τεχνοχώρος υπό Σκιάν» – Μαυρομιχάλη 161 και Ξιφιού, τηλ. 6420522).

    11.2001, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Παράδοση χωρίς υποδούλωση», Marie Claire

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Νόστιμος έρως

    Εκατόν πενήντα χρόνια εφέτος από τη γέννηση και ενενήντα από τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Παρ’ όλη αυτήν τη διπλή επέτειο, το επίσημο κράτος δεν θεώρησε σκόπιμο να ονομάσει, όπως έκανε πέρυσι με τον Σεφέρη, το έτος, έτος Παπαδιαμάντη. Ενώ προέχει, και δεν έχω επ’ αυτού αντίρρηση, η επέτειος των 100 χρόνων από τη γέννηση του Εμπειρικού. Όμως η χρονιά δεν περνάει αδιάφορη για τους μυημένους, και είναι πολλοί, στο έργο του μεγαλύτερου Έλληνα πεζογράφου. Συνέδρια ετοιμάζονται και αφιερώματα περιοδικών συγκροτούνται.

    Εγκαίρως ανταποκρίθηκε και μια νεανική ομάδα ανθρώπων του θεάτρου, που καθοδηγούνται από τον ταμένο σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινό. Πρόκειται για τα ταλαντούχα παιδιά που μαθήτευσαν στη σχολή Κώστα Καζάκου, με αποκλειστικό εντέλει δάσκαλο τον Λιβαθινό, και που τα καμαρώσαμε σε μιαν άκρως ενδιαφέρουσα παράσταση (στην ουσία επρόκειτο για τη διπλωματική τους εργασία) της «Δωδέκατης Νύχτας» του Σαίξπηρ. Αυτή η παράσταση ξεπέρασε τα όρια της διπλωματικής επίδειξης, ανέβηκε στο θέατρο «Τζένη Καρέζη» για σειρά εμφανίσεων και κατέβηκε με γεμάτο θέατρο.

    Αυτά λοιπόν τα ταλαντούχα παιδιά, που γυρίζουν την πλάτη στις Σειρήνες της εμπορικής και τηλεοπτικής αποβλάκωσης, με πλήρη γνώση τού τι σημαίνει θέατρο ουσίας και πόσες προσωπικές θυσίες απαιτεί, αφοσιωμένα στον δάσκαλό τους, επί ένα συνεχές εξάμηνο (χρόνο προετοιμασίας τελείως εξωλογικό για τις τρέχουσες θεατρικές μας συνήθειες και συνθήκες) δούλεψαν πάνω σε υλικό από τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη.

    Εν πρώτοις ήταν ο λόγος του μεγάλου αυτού ποιητή που θα πρέπει να απορρόφησε πολλές ώρες μελέτης, διείσδυσης και ανάλυσης. Και δεν αναφέρομαι στη γλωσσική του ιδιορρυθμία, την τάχατες καθαρεύουσα (που δεν είναι, διάολε!) γλώσσα του. Ο Παπαδιαμάντης καμινεύει στην πεζογραφούσα ποίησή του ένα ανεξίθρησκο φάσμα της ελληνικής γλωσσικής παράδοσης. Το μόνο μέλημά του είναι ο ήχο της λέξη και, σαφώς, η εικόνα της λέξης. Συχνά έχω την εντύπωση πως η γλωσσική εικόνα των κειμένων τού Παπαδιαμάντη αναλογεί με τη Βυζαντινή εικονογραφική παράδοση. Οι Βυζαντινοί αγιογράφοι δεν αγνοούν την προοπτική, δεν αγνοούν τη δυτική γεωμετρική εφαρμογή των κανόνων στη ζωγραφική και δεν αγνοούν τις δυτικές μελέτες περί φωτός, ή περί φωτιστικής πηγής στον πίνακα. Δεν αγνοούν επίσης πώς λειτουργεί το βλέμμα του Δυτικού παρατηρητή. Η δογματική των εικόνων, που απορρίπτει τη μίμηση του πραγματικού, οδήγησε τους αγιογράφους στη μνημείωση των μορφών χωρίς βάθος, αλλά στην έξαρση της έκφρασης διά της τυποποίησης και της αναπομπής στο αρχέτυπο, στον νύσσον φως και στον ετασμό του εσωτερικού βλέμματος. Ο Στέλιος Ράμφος, σε μιαν εξαίσια διατριβή του για τη διαφορά του οράν στον ελληνικό κόσμο και στον δυτικό, δείχνει πως ο ελληνικός τρόπος αναλαμβάνεται το φως ως εσωτερική πηγή που καταυγάζει τα αντικείμενα, ενώ ο δυτικός ως εξωτερική πηγή, που εκπέμπεται από τα αντικείμενα τα οποία προσλαμβάνονται από τον οφθαλμό.

    Έτσι και η γλώσσα του Παπαδιαμάντη έχει έναν εσωτερικό φωτισμό, η λέξη είναι πηγή που περιέχει ζωή αυτόνομη και ιδιάζουσα, γι’ αυτό και αλιεύεται από τον ποιητή από το φρέαρ των ήχων και του μύθου της γλώσσας, από την κιβωτό της γλωσσικής Διαθήκης. Είναι γλώσσα, εικόνα και ήχος μυθικά.

    Ο Λιβαθινός έχει μιαν ερωτική σχέση με τη γλώσσα. Την αντιμετωπίζει με το δέος του παιδιού που ανακαλύπτει πρώτη φορά τα τιμαλφή στο παλιό κρυμμένο σεντούκι, στο κατώι της γιαγιάς του.

    Οδηγεί τους μαθητές του στις γεύσεις της γλώσσας, στους εσωτερικούς αρμούς της, στις ερωτικές κλίσεις της, στις αναπόφευκτες πτώσεις της, στους πιθανούς αριθμούς της, τους μαθαίνει να αλιεύουν τις λέξεις όπως τα όστρακα στην αμμουδιά, να τις ανοίγουν με προσοχή όπως τις αχιβάδες και να τις ρουφούν. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη έχει χυμούς, έχει αρμύρα και τα κενά όστρακα έχουν εκείνη τη μυστική βαθιά ηχώ, κάτι σαν παφλασμό κυμάτων σε ερημική νησιώτικη σπηλιά, κάτι από το φευγαλέο φως ενός κομήτη σε νυχτερινή θερινή αστροφεγγιά. Έτσι, τουλάχιστον εγώ, εισέπραξα τον τρόπο που αυτά τα ταλαντούχα παιδιά καθοδηγήθηκαν να εκφέρουν τον παπαδιαμάντειο λόγο. Φαίνεται πως η μύηση, που κράτησε καιρό, οδήγησε τελικά σε μιαν επιλογή από ορισμένα, κυρίως ερωτικά, διηγήματα του ποιητή. Και εδώ ήταν η μεγάλη αποκάλυψη, και για τους ηθοποιούς του Λιβαθινού, και για το κοινό, πιστεύω.

    Η αποκάλυψη συνέβη στο θεατράκι «Τεχνοχώρος υπό Σκιάν», με τη σύνθεση υπό τον τίτλο «Η Νοσταλγός». Αποσπάσματα από επτά διηγήματα, που αναδεικνύουν έναν Παπαδιαμάντη άκρως ερωτικό, σαρκικό, ειρωνικό και χιουμορίστα. Προσωπικά – και λόγω καταγωγής, και λόγο κοινών εμπειριών – ποτέ δεν πήρα στα σοβαρά τον λίβελλο του Κ. θ. Δημαρά στην «Ιστορία» για την πεζογραφία του Παπαδιαμάντη. θεωρώ τις απόψεις του ιστορικού όχι απλώς άστοχες, προκατειλημμένες, αλλά και τη μεγαλύτερη φιλολογική γκάφα στην ιστορία της Λογοτεχνίας μας. Το ήθος του Παπαδιαμάντη είναι προχριστιανικό, και δεν αστειεύομαι καθόλου. Έχει να κάνει με την ευσέβεια και η ευσέβεια δεν είναι μονοπώλιο του Χριστιανισμού. Αντίθετα, ο λαός μας αποδέχθηκε όσα δόγματα του Χριστιανισμού συμφωνούσαν με την πατροπαράδοτη ευσέβειά του. Μόνον έτσι θα αντιληφθεί κανείς πως μοιάζουν σκανδαλωδώς ολόκληρα μοτίβα της αισχύλειας, π.χ., ποίησης με τη χριστιανική υμνογραφία. Ο Παπαδιαμάντης εξάλλου ήταν και ουσιαστικά, με τα μέτρα της θεσμικής Εκκλησίας, αιρετικός. Φιλακόλουθος ήταν, λάτρευε τις λαϊκές θρησκευτικές τελετές, πχ λειτουργίες στο ύπαιθρο, τους καλλικέλαδους ψαλτάδες. Νοσταλγός ήταν, ένας Οδυσσέας που συνεχώς πελαγοδρομούσε στην οδό της επιστροφής.

    Δεν είναι τυχαίο που στην παράσταση του Λιβαθινού κεντρικό μοτίβο είναι το αριστουργηματικό διήγημα «Η Νοσταλγός», που έδωσε τον τίτλο και στη σύνθεση. Όλοι οι διψασμένοι ήρωες και αντιήρωες του Παπαδιαμάντη κάπου διακαώς επιθυμούν, λαχταρούν να επιστρέψουν. Και κάθε επιστροφή χρειάζεται μιαν λέμβο, ένα μέσο, ένα πέρασμα, ένα Πάσχα. Και στον Παπαδιαμάντη το μέσο αυτό πολύ συχνά είναι ο έρωτας, και «όχι μόνο» ο πνευματικός, αλλά ο πόθος, ο ίμερος, η μετάληψη του άλλου, η λατρεία του έτερου ως μέσου αυτογνωσίας. Η παράσταση ταυ Λιβαθινού – που θα ευχόμουν να γίνει τρόπος να παραταθεί, να την δουν κυρίως οι νέοι, που η γελοία εκπαιδευτική αγραμματοσύνη τους έχει συκοφαντήσει τον μεγάλο πεζογράφο ποιητή – αναδεικνύει και έναν θεατρικότατο Παπαδιαμάντη. Εξάλλου, σε ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα του ίδιου (που δημοσιεύεται στο έξοχο πρόγραμμα της παράστασης) μαθαίνουμε ξανά πως πριν οδηγηθεί στα διήγημα έγραφε στίχους «κ’ εδοκίμασε να συντάξει κωμωδίας». Ο Λιβαθινός δεν δραματοποίησε τον ποιητή, άφησε ακέραιο τον πεζογράφο να αναδυθεί ως θεατρικό προζύμι, έδειξε τα μοτίβα που ενέχουν μιαν καίρια αίσθηση θεατρικής οπτικής.

    Ως προς αυτό όμως το θέμα είναι άκρως διαφωτιστικά και αποκαλυπτικά όσα καταγράφει η θεατρολόγος Έλσα Ανδριανού, που παρακολούθησε την όλη μακρόχρονη προετοιμασία και την αποτύπωσε, δίκην ημερολογίου καταστρώματος.

    Τώρα που διαθέτουμε μιαν αξιόλογη φουρνιά θεατρολόγων – δραματολόγων, θα ήταν ευχής έργο να παντρευόταν η πράξη με τη θεωρία και να είχαμε κι άλλες τέτοιες αποτυπώσεις θεωρητικού λόγου της πρακτικής διαδικασίας.

    Εκείνο που οφείλω να δηλώσω κλείνοντας, είναι πως η παράσταση της «Νοσταλγού» είναι μια πνευματική προσφορά στο έτος Παπαδιαμάντη και συνάμα η εμφάνιση στον ορίζοντα της θεατρικής μας αγοράς μιας ταλαντούχου ομάδας, που αντέχει στις ανεμικές του καιρού, θα γράψει ιστορία.

    Στην ομάδα ο μόνος με μικρό αλλά σημαντικό βάθος προσφοράς είναι ο Δημήτρης Ήμελλος, που ανεβαίνει καθέτως την κλίμακα των επιτεύξεων. Οι άλλοι πιστοί σχεδόν κάνουν παρθενική, πλην του Σαίξπηρ, εμφάνιση. Και διαπρέπουν. Τους αναφέρω αδιακρίτως και αλφαβητικώς: Μ. Αιγινίτου, Β. Ανδρέου, Γ. Δάμπασης, Λ. Μελεμέ, Δ. Μυλωνάς, Στέλλα Σκορδαρά, Μ. Σολέντη, Σοφία Τσινάρη, Χριστίνα Τσούκαλη.

    Εικαστική συμβολή: Κωνσταντίνα Κατρακάζου. Κίνηση: Μ. Νέστορα. Μουσική επιμέλεια: Αλ. Λογοθέτης.

    Η ομάδα ονομάζεται: «Ηθοποιών θέατρο». Επιτέλους!

    21.04.2001, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Νόστιμος έρως», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η βιβλιοθήκη … του Στάθη Λιβαθινού

    Από τις πιο δυναμικές παρουσίες της νέας φουρνιάς σκηνοθετών, ο Στάθης Λιβαθινός ανέλαβε πρόσφατα διευθυντής της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, επιβεβαιώνοντας μια θεατρική διαδρομή άρτιων παραστάσεων.

    Κλασικών αναγνωστικών πεποιθήσεων, καταδεικνύει ως κορυφαία έμμονη ιδέα της δουλειάς το ομαδικώς αγωνίζεσθαι επί σκηνής.
    Μισέλ Φάις

    -Θα αρχίσω με την τελευταία σου παράσταση, τη Νοσταλγό που βασίζεται σε διηγήματα του Παπαδιαμάντη.

    Και θα σταθώ σε ένα κομβικό για μένα σημείο: χωρίς να χάσεις από τα μάτια σου το δαίμονα του συγγραφέα (που κατά βάθος είναι τι αίνιγμα του τόπου), παραμερίζεις τη γραφικότητα ή το φιλολογισμό, που συχνά φέρει μια θεατρική ανάγνωση, η οποία προσπαθεί να μείνει πιστή στο κείμενο…
    «Χαίρομαι ειλικρινά που την είδες έτσι. Για μένα η πιστότητα δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι κάτι που αλλάζει –μεταβάλλεται- όπως ο συγγραφέας και τα νοήματά του, όσο κι αν κάποτε μοιάζουν παγωμένα μέσα στο όριο της σελίδας.

    Η γραφικότητα –ιδιαίτερα όταν έχει αν κάνει με συγγραφείς αυτής της εμβέλειας- είναι πρόβλημα όχι του συγγραφέα, αλλά δικό μας. Πρόκειται για αδυναμία να εισχωρήσουμε στο βάθος του κειμένου, σ’ αυτό που μας αφορά, σ’ αυτό που μας συνδέει με το κείμενο. Θα ‘λεγα πως συνήθως προκύπτει μια αδυναμία να διαχωρίσουμε τα πρωτεύοντα από τα δευτερεύοντα, μια αδυναμία να φωτίσουμε την ταυτότητα του βιβλίου, αυτό δηλαδή διατηρεί επίκαιρο και ζωντανό.

    Αφού στο θέατρο τίθεται πάντα το πρόβλημα γιατί καταπιάνεσαι σήμερα με ένα κείμενο του παρελθόντος, εν προκειμένω του Παπαδιαμάντη. Πώς διατηρείς την ακρίβεια και τη δύναμη του λόγου –της λέξης- χωρίς να παραμείνεις στην… ανάγνωση. Έστω στη δραματική ή στη συναισθηματική ανάγνωση. Η ανάγνωση διώχνει τελικά το κείμενο από το θέατρο. Δεν το προβάλλει».

    -Το γεγονός ότι όλο και συχνότερα σκηνοθέτες, Έλληνες και ξένοι, στρέφονται στη δεξαμενή της λογοτεχνίας μαρτυρεί τα αδιέξοδα του σύγχρονου θεατρικού έργου;
    «Και όχι μόνο. Αναγκαστικά ζούμε λίγο στο παρελθόν. Τα καλύτερα έχουν γραφτεί. Η καλή λογοτεχνία δίνει και έχει δώσει υλικό για καλές παραστάσεις, διότι δυνάμει περιέχει καλό θέατρο. Είναι μια ουσιαστική άσκηση η μεταφορά ενός λογοτεχνικού έργου στη σκηνή.

    Μαθαίνοντας την αξία της αφαίρεσης, αναγκαστικά μαθαίνεις αφενός το γιατί αφαιρείς και αφετέρου ποιος είσαι εσύ που αφαιρείς. Πιστεύω πως το θέατρο έχει ανάγκη, έτσι κι αλλιώς, τις αξίες της καλής λογοτεχνίας, τη γλώσσα της, τις τεχνοτροπίες».

    -Αλήθεια, ποια λογοτεχνικά έργα, Ελλήνων ή ξένων συγγραφέων, σε ερεθίζουν σκηνοθετικά;
    «Οι απανταχού κλασικοί, που είναι μια διαχρονική πηγή ζωής».

    -Θα μπορούσες να γίνεις πιο συγκεκριμένος;
    «Συνήθως τα λογοτεχνικά έργα μεγάλης πνοής, όπως είναι οι Δαίμονες (και όχι Δαιμονισμένοι, όπως έχει καταχωρισθεί στην αναγνωστική μας συνείδηση) του Ντοστογιέφσκι, για παράδειγμα, περιέχουν αυτό που δύσκολα βρίσκεις σε οποιοδήποτε θεατρικό έργο. Ένα μέγεθος ιδεών και μια κινηματογραφική αφήγηση, όπου όλα περιγράφονται και ξετυλίγονται μ’ ένα ρυθμό που δύσκολα τον φαντάζεσαι επί σκηνής.

    Αυτό είναι που κάνει προκλητική τη σκηνική εμφάνιση της λογοτεχνίας. Βρίσκεται μπροστά σε επιλογές: όλα ή τίποτα.

    Προσωπικά περιμένω με δέος τη στιγμή που θα μου δοθεί η ‘χάρις’ να μεταφέρω ένα βιβλίο του Ντοστογιέφσκι επί σκηνής. Χρειάζομαι βέβαια συνεργάτες κι εδώ. Μόνος δεν οδηγείσαι πουθενά, ούτε στη λογοτεχνία».

    -Κάπου διάβασα ότι ο Στάιν έλεγε πως επιλέγει να δουλεύει με ηθοποιούς με τους οποίους να μπορεί να κάνει ανέτως μεταφορές στη λογοτεχνία, στη μουσική, στη ζωγραφική και να γίνεται αντιληπτός. Αυτή η αντι-Κουν γραμμή, που δεν θέλει δηλαδή τον ηθοποιό εύπλαστο ζυμάρι, σε βρίσκει σύμφωνο;
    «Φυσικά. Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν τοίχοι και στεγανά ανάμεσα στα διάφορα είδη τέχνης. Αλλά ακόμη κι αν υπάρχει ηθοποιός (και δυστυχώς υπάρχει…) που συνεργάζεσαι και δεν γνωρίζει αν ο Ντοστογιέφσκι ήταν ζωγράφος ή μουσικής, ποτέ δεν είναι αργά.

    Εξάλλου οι εγκυκλοπαιδικές γνώσεις σε λάθος χέρια είναι ένας πρώτης τάξεως εμπόδιο. Τελικώς ο ηθοποιός πρέπει να χειρίζεται τις γνώσεις του ενεργητικά, να τις μετατρέπει σε εμπειρίες. Εξάλλου όλα δεν είναι παρά απόπειρες ερμηνείας του αινίγματος της ζωής».

    -Τα τελευταία χρόνια στην Επίδαυρο αλλά και σε άλλα αρχαία θέατρα γινόμαστε μάρτυρες χαμηλής στάθμης των παραστάσεων.

    Που αποδίδεις την αδυναμία των συναδέλφων σου να αναμετρηθούν με τα αρχαία κείμενα; Στο μικρό διάστημα προετοιμασίας, στο ανυπέρβλητο αυτού του λόγου, στις υπερβολικές προσδοκίες του θεατρόφιλου κοινού και των κριτικών θεάτρου;
    «Νομίζω πως εδώ, περισσότερο από κάθε άλλο είδος, έχει τεράστια σημασία η ποιότητα της συμμετοχής όλων σε ένα τέτοιο εγχείρημα.

    Ένας δημιουργός κινδυνεύει από εγωισμό και άγνοια. Λόγω της φαινομενικής απλότητας κυριαρχεί η ψευδαίσθηση. Όλα εδώ είναι προσιτά, γνώριμα, οικεία.

    Η εποχή μας, για κάποιο μυστήριο λόγο, δεν ανέχεται άλλο αυτή την απλοποίηση και σ’ αυτό βοήθησαν βέβαια οι μεγάλες δημιουργίες των Χολ, Στάιν κ.ά. Νομίζω ότι το μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας βρίσκεται και στο γεγονός ότι ως είδος προϋποθέτει ομαδική έμπνευση και εξύψωση από κοινού όλων όσοι συμμετέχουν σε κάτι τέτοιο, συνεπώς ο χρόνος προετοιμασίας δεν μπορεί παρά να στοχεύει κυρίως προς αυτήν την κατεύθυνση. Πιστεύω ακράδαντα ότι για το αρχαίο κείμενο χρειάζεται τη δημιουργία ειδικής κατηγορίας ηθοποιού. Θεωρώ αδύνατη την προσέγγιση αυτού του θεάτρου χωρίς να προηγηθεί σοβαρή δουλειά πάνω στις ψυχοσωματικές απαιτήσεις του είδους».

    -Δουλεύεις, εν πολλοίς, με νέους ηθοποιούς. Πώς κρίνεις την αναγνωστική παιδεία τους;
    «Θα ‘λεγα πως η θεατρική παιδεία δεν είναι κάτι ξεχωριστό από την αναγνωστική παιδεία. Είχα την τύχη να δουλέψω με αρκετά καλλιεργημένους ηθοποιούς και εξελίξιμους. Κι επειδή όλα είναι σχετικά σ’ αυτή τη ζωή, φοβάμαι ότι η ίδια η οργάνωση της ζωής του ηθοποιού του απαγορεύει εκ των πραγμάτων τις μεγάλες πνευματικές αναζητήσεις. Συχνά συναντώ νέους ηθοποιούς που είχαν ζήλο για πνευματικούς άθλους, αλλά δεν ήξεραν που να στραφούν».

    -Υπάρχουν κάποια λογοτεχνικά βιβλία που σου παραστέκονται –τόσο σε ανθρώπινο όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Και επί του πρακτέου: ποια κείμενα σου έδωσαν σκηνοθετικές λύσεις στη θεατρική διαδρομή σου;
    «Κανένα. Καμία λύση δεν μπορεί να προέλθει απευθείας από τα βιβλία. Η σκηνοθεσία είναι πάνω απ’ όλα πράξη ζωντανή, άμεση πράξη ενός ανθρώπου που επίσης εκτίθεται μπροστά στου συνεργάτες του.

    Θυμήσου τις Γραφές: για να συμβεί ένα θαύμα χρειάζεται επαφή με τα χέρια. Η θεωρία ισχύει πάντα πριν ή μετά την πράξη στο θέατρο. Η θεωρία από μόνη της –πιστεύω– δεν μπορεί να δημιουργήσει αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα είναι προϊόν πάντα ομαδικής συνεργασίας και πρακτικής επίμονης αναζήτησης».

  • Νοσταλγία της απόλαυσης

    Μια απολαυστική παράσταση, που βασίζεται σε επτά διηγήματα του Παπαδιαμάντη, με κοινά δραματουργικά στοιχεία τον έρωτα και την απόδραση σε διαδρομές νοσταλγίας, πόθου και προσδοκίας.

    Ο χώρος είναι σκοτεινός, υπόγειος, πνιγηρός, με κολώνες σπαρμένος. Κι όμως, λειτουργεί, γιατί είναι θεμελιώδης. Τεχνοχώρος Υπο Σκιάν. Διατίθεται επί ενοικίω σε ομάδες που αναζητούν. Η ομάδα Ηθοποιών Θέατρο, που δημιούργησε και διευθύνει ο Στάθης Λιβαθινός εδώ και δύο χρόνια, αναζητεί και κάτι επιπλέον: την ελαφράδα, τη φυσική άνωση μέσα από τα θεμελιώδη. Ίσως το Έτος Παπαδιαμάντη που διανύουμε φέτος – εκατόν πενήντα χρόνια από τη γέννησή του- ίσως η ατάραχη σταθερά της γλώσσας, του λόγου, του ήθους, των εικόνων, της μουσικής, ίσως η γενική νοσταλγία με την οποία στρώνεται πάντοτε η πεζογραφία της ζωής οδήγησαν αυτούς τους νέους, μοντέρνους ανθρώπους σε μια τόσο αυθεντική και ορμητική αναζήτηση. Που ήταν, πάνω απ’ όλα, μια ερωτική ανάγνωση – διήγηση του Παπαδιαμάντη. Σφύζουσα από ζωή, αισθησιασμό, χιούμορ, αδημονία, περιέργεια, έγνοια, τρυφερότητα και παραξένισμα. Ορατοί οι αυτοσχεδιασμοί, οι τομές, ο ενθουσιασμός, οι νεανικές απόπειρες στο ύφος, στις στροφές του λόγου, στην κίνηση, στη σωματική εκδοχή αυτής της διήγησης. Όλα, δίχως να αλλάξει ούτε σημείο στίξης. Όλα στο τρίτο πρόσωπο κι ωστόσο εξαιρετικά προσεκτικά. Για όλους μας.

    Το θέατρο ξέρει να αποζημιώνει καθετί αληθινό, αυθεντικό, αναβλύζον. Να συγχωρεί – σε αυτή τη περίπτωση- και κάποιους πλατιασμούς, υπερβολές ή αδυναμίες. Αυτός ο Παπαδιαμάντης είναι ένα θέατρο αρτεσιανό. Θέατρο απόλαυσης, ελληνικής και αμετάφραστης. Μια ψυχολογία με ιθαγένεια. Εθνικό προνόμιο. Όπως είχε συμβεί και με τη σπουδαία εκείνη Φόνισσα της Κορνιόδου (σε σκηνοθεσία Σ. Χατζάκη), λίγο καιρό πριν, εκεί όμως πάνω στο τραγικό στημόνι της καταγωγής της.

    Η παράσταση με το γενικό τίτλο Η Νοσταλγός, βασίστηκε σε επτά γνωστά διηγήματα του Παπαδιαμάντη, με κοινό δραματουργικό δεσμό ανάμεσά τους το ερωτικό στοιχείο και την απόδοση σε τόπους νοσταλγίας, πόθου, προσδοκίας ή πλάνης των ανθρώπων.

    Το στοιχείο της άμμου στο δάπεδο αυτού του τσιμεντένιου χώρου (που διαμόρφωσε η Κωνσταντίνα Κατρακάζου) μου έδωσε την εικόνα ενός αυθαίρετου, ημιτελούς κτίσματος στον αιγιαλό της Σκιάθου του καθενός μας. Όπου δέκα παιδιά, μπολιασμένα από έναν αθέατο εμψυχωτή, «παίζουν» Παπαδιαμάντη κι εκείνος τους αποκαλύπτεται. Εμείς κοιτάμε μισοκρυμμένοι, αβέβαιοι στην αρχή. Σίγουροι και ενθουσιώδεις στη συνέχεια. Η Μαριλένα Νέστορα βοήθησε στην κινησιολογία μέσα σε αυτό το δύσκολο χώρο των απογειώσεων και των μεταμορφώσεων. Η μουσική επιμέλεια ήταν του Αλέξανδρου Λογοθέτη που έκανε χρέη βοηθού σκηνοθέτη. Οι ηθοποιοί, με τη σειρά που εγγράφηκαν στη δική μου μνήμη: Η Χριστίνα Τσούκαλη, ο Βασίλης Ανδρέου, ο Δημήτρης Ήμελλος, ο Γιώργος Δάμπασης, η Μαριλήτα Σολέντη, η Στέλλα Σκορδαρά, η Λίλλυ Μελεμέ, η Σοφία Τσινάρη, ο Δημήτρης Μυλωνάς, η Μαρία Αιγινίτου.

    Πάω στοίχημα πως μια βραδιά με έναν τέτοιον Παπαδιαμάντη άνετα βάζει κάτω το πιο τρελό χειμερινό ή θερινό κλάμπιγκ νέων, που ψάχνουμε κι αυτοί – τι άλλο; – έρωτες και αποδράσεις.

    Κολτσιδοπούλου Άννυ Θ. «Νοσταλγία της απόλαυσης», Γυναίκα