Μικρές αλεπούδες – Λίλλιαν Χέλλμαν

1997

Σύγχρονη Θεατρική Σκηνή

Πρώτη παράσταση: Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 1997.

 

Σε κάθε πόλη, σε κάθε χωριό, σε κάθε αχυροκαλύβα του κόσμου θα υπάρχει κάποιος που θα πολεμάει για έναν κόσμο καλύτερο.

Λϊλλιαν Χέλλμαν

Όλοι θέλουμε να δώσουμε απαντήσεις σε μια εποχή που μας πληγώνει! Τα ερωτήματα μεγάλα και πολλά, μας πνίγουν, σε μια πραγματικότητα σκληρή, φτιαγμένη για νικητές και δυνατούς. Εμείς είμαστε τυχεροί, γιατί έχουμε ένα βήμα να μιλήσουμε. Έχουμε το «θέατρο». Με δανεικά λόγια μιλάμε, λόγια που επιλέγουμε. Οι επιλογές μας είναι η δική μας φωνή διαμαρτυρίας. Φέτος διαλέξαμε τις Μικρές Αλεπούδες της Λίλλιαν Χέλλμαν.

Εμείς όλοι εδώ, οι πάνω στην σκηνή, οι πίσω απ’ τη σκηνή, μαγευτήκαμε από το οξύ ρεαλιστικό πνεύμα, αυτής της «Πρώτης Κυρίας» του Αμερικάνικου Θεάτρου και προσπαθήσαμε με ό,τι καλύτερο κουβαλάει ο καθένας μας, να ζωντανέψουμε τις Αλεπούδες της. Θέλουμε να πούμε κι εμείς μαζί της αυτό που απελπισμένα έλεγε με τα έργα της: Η ευτυχία βρίσκεται σε πράγματα πούχουν να κάνουν με την ομορφιά της σκέψης, της ψυχής, της ανθρώπινης σχέσης. Η αδικία, η εκμετάλλευση, η ιδιοτέλεια, η απληστία, η φιλοχρηματία κάνουν τον άνθρωπο ένα επικίνδυνο ζώο. «Υπάρχουν άνθρωποι που κατασπαράσσουν ανθρώπους, αλλά υπάρχουν κι άλλοι που βλέπουν ανθρώπους να κατασπαράσσουν ανθρώπους και δεν κάνουν τίποτα». Αυτά τα λόγια των «Αλεπούδων» γραμμένα το 1939, σήμερα ματώνουν την ευαισθησία μας, αγριεύουν την σκέψη μας. Η Χέλλμαν αγάπησε πολύ τον άνθρωπο. Γι’ αυτό στηλίτευσε με αιχμηρότητα την τάση μιας εποχής που τον οδήγησε να διοχετεύσει τη ζωτικότητά του σε λάθος δρόμο, και να τοποθετήσει τα ιδανικά του σε αρπακτικές βάσεις. Προσπάθησε να τον προσανατολίσει σε άλλη ματιά ζωής, σε βαθύτερες ουσιαστικές επιλογές. Αυτή η επαναστάτημένη συνείδηση μιλούσε για αξίες, για ιδανικά για «κάτι που σε αναζήτηση μιας καλύτερης λέξης θα τόλεγα ανθρωπιά». Σήμερα, η ανατολή του 21ου αιώνα, βρίσκει το έργο να σαρκάζει το αναπόφευκτο της ανθρώπινης πορείας, και κάνει τους ήρωες της Χέλλμαν πρόσωπα τραγικά και πολύ αναγνωρίσιμα. Εμείς δουλέψαμε με πολλή αγάπη τις Μικρές Αλεπούδες και ελπίζουμε, μέσα από τη σκληρή, ωμή πραγματικότητά της τότε – τώρα – εποχής, να καταφέρει αυτή η παράσταση αυτό που το «θέατρο» μπορεί να πετύχει. Να ευαισθητοποιήσει την ψυχή μας, τη σκέψη μας, γιατί: οι αλεπούδες κυκλοφορούν και πληθαίνουν γύρω μας.

Μαραγκού Κατερίνα Για τη Σύγχρονη Θεατρική Σκηνή. Από το πρόγραμμα της παράστασης.

Απόδοση: Ερρίκος Μπελιές
Σκηνοθεσία – Φωτισμοί: Γιάννης Μαργαρίτης
Σκηνογραφία: Γιώργος Ζιάκας
Κοστούμια:Ντόρα Λελούδα
Μουσική επιμέλεια: Ιάκωβος Δρόσος

Τα πρόσωπα με τη σειρά που εμφανίζονται

Άντι: Νίνη Βοσνιάκου
Μπέρντι Χάμπαρντ: Ιλιάς Λαμπρίδου
Όσκαρ Χάμπαρντ: Στάθης Λιβαθινός
Λήο Χάμπαρντ: Δημήτρης Τάρλοου
Ρεγγίνα Γκίντερς: Κατερίνα Μαραγκού
Κος Μάρσαλ: Παναγιώτης Λακιώτης
Μπεν Χάμπαρντ: Τάκης Χρυσικάκος
Αλεξάνδρα Γκίντενς: Χριστίνα Αλεξανιάν
Οράτιος Γκίντενς: Κώστας Αθανασόπουλος

  • «Μικρές αλεπούδες» στο «Αθηνών»

    Εμμένοντας στο ποιοτικό ρεπερτόριο η «Σύγχρονη Θεατρική Σκηνή» ανέβασε τις «Μικρές αλεπούδες» της Λίλιαν Χέλμαν. Έργο – «σταθμός» της αμερικανικής δραματουργίας, και σπουδαίος εκφραστής – δια της τέχνης – των μαρξιστικών ιδεών, της μαρξιστικής αντίληψης για την καπιταλιστική κοινωνία. Για το διαβρωτικό, έως και ανθρωποφαγικό, ρόλο του χρήματος επί της ηθικής, συνειδησιακής, συναισθηματικής φύσης του ανθρώπου. Επαναστατικό πνεύμα η Χέλμαν και έχοντας βιώσει το στόχο του μεγάλου οικονομικού κραχ για νέα συσσώρευση και ανασυγκρότηση του κεφαλαίου, το 1934 με τις «Μικρές αλεπούδες» (παίχτηκαν το 1939) είναι σαν να «μεταγράφει» δραματουργικά, με τον καθάριο κριτικό ρεαλισμό που διέκρινε τη γραφή της, ό,τι σηματοδοτεί ο τίτλος του έργου των Μαρξ – Ένγκελς «Η Αγία Οικογένεια». Η Χέλμαν, μέσω μιας οικογένειας, ιστορεί τον αμερικανικό καπιταλισμό και αποκαλύπτει τα «μέσα» συγκρότησης του: την αρπαγή, την απάτη, την απανθρωπιά, την καταστροφή του περιβάλλοντος, την κάθε μορφής και βαθμού εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, τις «λυκοσυμμαχίες» του αλλά και τις ανταγωνιστικές αντιθέσεις του. Η σπουδαιότητα του έργου της Χέλμαν βρίσκεται στο γεγονός ότι παρά τον ολοφάνερα πολίτικο χαρακτήρα του ούτε κατ’ ελάχιστο «μπροσουρίζει». Είναι θέατρο εκατό τοις εκατό. Ένα οικογενειακό δράμα, απόλυτα ανθρωποκεντρικό, με λεπτομερειακά ψυχογραφημένους χαρακτήρες, που όμως με τη συμβολική τους διάσταση ηθογραφούν την αμερικανική κοινωνία. Μια κοινωνία μικρών και μεγάλων, συνένοχων και ανταγωνιζόμενων «αλεπούδων», που η δίψα του χρήματος τους κάνει ικανούς να κατασπαράξουν κάθε αδύναμο, ακόμα και πρώτου βαθμού συγγενή τους. Τέτοια αδίστακτη «αγία οικογένεια» αποτελούν η Ρεγγίνα (το κεντρικό πρόσωπο) και τα αδέλφια της Όσκαρ και Μπεν. Θύματα της δίψας τους για χρήμα και των βρώμικων παιχνιδιών τους για την απόκτησή του, ακόμα και οι πιο δικοί τους. Ο σύζυγος της Ρεγγίνας, η σύζυγος του Όσκαρ και ο συνένοχος γιος του, Λίο. Αρνητής όμως αυτής της σάπιας οικογένειας – κοινωνίας θα γίνει η κόρη της Ρεγγίνας, που θα φύγει μακριά απ’ αυτήν, συμπορευόμενη προς μιαν άλλη ζωή, σαν ίση με ίση, με την υπηρέτρια του σπιτιού, καθώς η Χέλμαν πίστευε στην προοπτική της κοινωνικής συνειδητοποίησης του ανθρώπου και σ’ αυτήν – ατρόμητη απέναντι στο μακαρθισμό – αφιέρωσε το έργο της.

    Το σπουδαίο αυτό έργο υπηρετείται με μια αντάξια του – ρεαλιστική και ταυτόχρονα ατμοσφαιρι­κή – παράσταση, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Μαργαρίτη. Σκηνοθεσία που αποπνέει σεβαστική κατανόηση του περιεχομένου και του μηνύματος του, καλλιεργημένο αισθητικό γούστο, ψυχογραφική και χαρακτηρολογική επεξεργασία των ρόλων, από ένα σύνολο πολύ καλών ηθοποιών. Συντελεστές της παραστασιακής ποιότητας η καθάρια, ευθύβολης γλώσσας μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, το λιτά ρεαλιστικό σκηνικό, αλλά και συμβολιστικό στο προσκήνιο (με τα υπερμεγέθη τροπικά φυτά) του Γιώργου Ζιάκα, τα εξαίρετα κοστούμια της Ντόρας Λελούδα, οι αρμόζουσες μουσικές επιλογές του Ιάκωβου Δρόσου και οι συνολικά καλές ερμηνείες: Η Κατερίνα Μαραγκού – δυναμικά κυνική Ρεγγίνα, με αντίποδές της την εξαιρετικά αισθαντική, τρυφερή, καταπιεσμένη ψυχολογικά, αλκοολική Μπέρντι που ερμηνεύει η Ιλιάς Λαμπρίδου, τη στοχαστική, βαθύτατα ανθρώπινη υπηρέτρια Άντι της Νινής Βοσνιάκου, την εξεγερμένη αθωότητα της Αλεξάνδρας – Χριστίνα Αλεξανιάν. Αντίστοιχος αντίποδας του Τάκη Χρυσικάκου (Μπεν) – σιχαμερά κυνικό και σατανικά ελισσόμενο αρπακτικό, του Στάθη Λιβαθινού (Όσκαρ) – υπολογιστή, προικοθήρα και καταπιεστή της γυναίκας του και του Δημήτρη Τάρλοου (Λίο) – ωθούμενου στην απάτη και την αρπαγή από τον πατέρα του, είναι ο προδομένος από τη γυναίκα του για το χρήμα, ετοιμοθάνατος Οράτιος, που με ευαισθησία ερμηνεύει ο Κώστας Αθανασόπουλος. […]

    24.02.1998, Θυμέλη «Μικρές αλεπούδες στο Αθηνών», Ριζοσπάστης

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Άνθρωποι» και… ζώα

    Υπάρχουν μερικά θεατρικά έργα που κέρδισαν στην εποχή τους μια σημαντική θέση στον παγκόσμιο πνευματικό και καλλιτεχνικό χώρο. Επειδή, σε κάποιους δύσκολους και αμφίβολους καιρούς, εμφάνισαν με δύναμη και επιδεξιότητα την πίστη σε μια σειρά από άξιες ανθρώπινες αξίες, έστω κι αν συγχρόνως κατέγραψαν μαζί και μια βαθιά απόγνωση, γιατί γύρω έμοιαζε να επεκτείνεται μια φθηνή, υλιστική και κατ’ ουσίαν «απάνθρωπη» αντίληψη της ζωής.

    Καθώς, όμως, με το πέρασμα του χρόνου, η επικράτηση των απαξιών και η υποχώρηση των αξιών δείχνει να γίνεται καθεστώς, κοινός τόπος και συνήθεια και τα ίδια αυτά – τα σημαντικά μια δεδομένη στιγμή – έργα μοιάζουν συχνά να χάνουν τη δύναμη και τη δραστικότητά τους. Και να φαίνονται παρωχημένα και ανούσια, ικανά να συγκινήσουν μόνον όσους ζουν στο παρελθόν.

    Κάτι τέτοιο, όμως, δεν δείχνει να συμβαίνει και με τις – πολυπαιγμένες κάποτε και πολυσυζητημένες – «Μικρές αλεπούδες» της Λίλιαν Χέλμαν. Που αποδεικνύουν συνέχεια ότι έχουν μόνιμα κάτι να πουν στο θεατή τους, αρκεί να αποδοθούν με ειλικρίνεια και με διάθεση «συμπόρευσης» της θεατρικής γλώσσας τους με το σήμερα και με το πάντα.

    Αξίες

    Όπως, δηλαδή, γίνεται και τώρα, στο ανέβασμά τους στο «Θέατρο Αθηνών», σε σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη. Όπου η παράσταση, προβάλλοντας σχήματα και ατμοσφαιρικές διαστάσεις περισσότερο από τα συγκεκριμένα συμβάντα της δράσης, φανερά δίνει κύρια σημασία στις συγκρούσεις των αξιών και όχι απλά των προσώπων που τις αντιπροσωπεύουν.

    Με αποτέλεσμα, έτσι, η ιστορία της άπληστης και δυναμικά ανερχόμενης οικογένειας Χάμπαρντ, που τα μέλη της αδίσταχτα χρησιμοποιούν κάθε μέσο (το ψέμα, τον εκβιασμό, την κλοπή, άμεσα το φόνο των ψυχών και έμμεσα των σωμάτων), προκειμένου να αποκτήσουν ατομικά όλο και πιο πολύ χρήμα και «κοινωνική επιφάνεια», η ιστορία της οικογένειας Χάμπαρντ, λοιπόν, να μην περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.

    Μα να μεταβάλλεται, έστω και αγγίζοντας μελοδραματικούς τόνους, σε έναν «καθρέφτη» της συνεχώς διευρυνόμενης επιβολής της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης φύσης μέσα στην κοινωνία και πάνω στους κανόνες της βίωσης και της συμβίωσης. Τη μορφή αυτής της προσέγγισης των «Μικρών αλεπούδων» φαίνεται να καθορίζει αποφασιστικά η σκηνοθετική «γραμμή» του θεάματος (σε συνδυασμό, πάντως, και με την εικαστική του αντίληψη, όπως την «εκφράζει» το συμβολικών διαστάσεων σκηνικό του Γιώργου Ζιάκα). Καθώς προωθείται μια εύληπτη αποστασιοποίηση στη δράση και ένα ελαφρό στιλιζάρισμα στην ερμηνεία που αφήνουν πίσω τους τον αμερικανικό Νότο του μεσοπολέμου (που αποτελεί και το πρώτο επίπεδο δράσης), αλλά και όλο το «αμερικάνικο όνειρο» της επιτυχίας και της απόκτησης, για να αγγίξουν ίχνη τού πάντα και του παντού. Βέβαια, έτσι χάνεται ένα σοβαρό ποσοστό σκηνικής «ζεστασιάς» και επαφής του θεάματος με το θεατή. Αλλά προστίθεται βάρος στο διαχρονικό τόνο του όλου έργου, κάνοντάς το να παραμένει δραστικό και στον κόσμο τού σήμερα, έναν κόσμο που τα ολισθήματά του βλέπουν πια καθαρά όσοι θέλουν να κοιτάξουν γύρω τους.

    Ειδικά αυτό το «στιλιζάρισμα» της ερμηνείας με την επίδειξη των «φαινομενικών» στοιχείων, της υποκρισίας, της κακίας, της απληστίας, έχει επιβληθεί περισσότερο στους ρόλους των «κακών» του έργου. Αφήνοντας έτσι τους ηπιότερους τόνους στους «αδύναμους» αυτής της κοινωνίας, όσους δηλαδή πάσχουν, αγαπούν, αισθάνονται και θέλουν μια ζωή με αξίες διαφορετικές από εκείνες του χρήματος και της δύναμης.

    Ρόλοι

    Έτσι, η Κατερίνα Μαραγκού και ο Τάκης Χρυσικάκος, κατά πρώτο λόγο, και ο Στάθης Λιβαθινός κατά δεύτερο, μοιάζουν περισσότερο να «δείχνουν» την όψη των ρόλων τους, παρά να φτιάχνουν πολύπλευρες σκοτεινές οντότητες.

    Σε αντίθεση με τη Νινή Βοσνιάκου, την Ιλιάδα Λαμπρίδου, τη Χριστίνα Αλεξανιάν και τον Κώστα Αθανασόπουλο, που φαίνονται να προχωρούν σε κάποιο μεγαλύτερο βάθος το εύρος των ερμηνευτικών τους αντιδράσεων. (Ενώ ο Δημήτρης Τάρλοου και ο Παναγιώτης Λακιώτης δείχνουν να βρίσκονται σε μεγαλύτερη «αμφιβολία», κινούμενοι σε ενδιάμεσους – άρα και πιο ασταθείς – υποκριτικούς τόνους).
    Η σύνθεση, πάντως, της ερμηνευτικής απόδοσης των ηθοποιών καταλήγει μάλλον σε θετικό αποτέλεσμα. Το οποίο έρχεται να προστεθεί στη γενικά ικανοποιητικά συνεισφορά και των υπόλοιπων συντελεστών της παράστασης (της Ντόρας Λελούδα,που έχει φτιάξει τα «αξιόπιστα» στο κλίμα του όλου θεάματος κοστούμια, του Ιάκωβου Δρόσου, που έχει «ντύσει» μουσικά τα διαδραματιζόμενα και την ατμόσφαιρά τους, και του Ερρίκου Μπελλιέ, που υπογράφει την ευπρόσωπη μετάφραση του κειμένου). Έτσι ώστε, το τελικό «άθροισμα» να οδηγεί το θεατή όχι μόνο σε μια αξιοπρεπή απόλαυση του σκηνικού δρώμενου, μα και σε ικανή αποδοχή των νοημάτων του έργου. Δικαιώνοντας, μ’ αυτό τον τρόπο, σε μεγάλο βαθμό, και την επιλογή της παρουσίασης των «Μικρών Αλεπούδων» και ολόκληρο το θέαμά τους…

    09.02.1998, Παγκουρέλης Βάιος «Άνθρωποι και… ζώα», Ελεύθερος Τύπος

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Φεγγάρι για τους καταραμένους» και «Μικρές αλεπούδες»

    Για το θέατρο του Ο’ Νηλ έχω γράψει αναλυτικά σε αρκετά παλιότερα σημειώματα (4-3-93, 11-3- 93, 28-10-93, 2-2-95). Περιορίζομαι σήμερα σε λίγα. Αναζητώντας μια φόρμα ικανή να εκφράσει το τραγικό στοιχείο της εποχής μας, ο σπουδαίος αυτός ανατόμος ψυχών καταδύεται στις ρίζες του «αμερικάνικου ονείρου», αντλώντας από τα πρόσωπα και τα πράγματα του αμερικανικού μύθου το υλικό για τα έργα του. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχοντας διανύσει την πρώιμη, κοινωνιολογούσα και ρεαλιστική φάση του έργου του, φέρνει πια στα ώριμα δράματά του σε αντιπαράθεση, «πρόσωπο με πρόσωπο», από τη μια μεριά τον «αυτοδημιούργητο άνθρωπο» (self made man) της αγγλοσαξονικής παράδοσης που υψώνει σαν πρότυπο η «καινούργια κοινωνία» της Δύσης κι από την άλλη τον «αυτοκαταστροφικό άνθρωπο» (self destructed man) της ιρλανδέζικης – κι όχι μόνο- γενιάς του. Δηλαδή από τη μία μεριά τον άνθρωπο που εκμεταλλεύεται ληστρικά το χρόνο κι απ’ την άλλη εκείνον που δεν «βολεύεται» στο πλαίσιο της τυπικής καπιταλιστικής λογικής της ανάπτυξης, δεν λαβαίνει μέρος στο άγριο, ανταγωνιστικό παιχνίδι της με κάθε μέσο επιτυχίας κι ανόδου. μένει έξω. περιθωριοποιείται, χλευάζεται απ’ τους πολλούς αλλά… δεν βάζει μυαλό. Πρόκειται για ένα σχήμα που συναντάμε σε παραλλαγές, σε όλο το έργο του Ο’ Νηλ και που δεν αντανακλά μόνο τη σύγκρουση του προτεσταντισμού και του καθολικού συλλογικού ασυνείδητου, όπως κάποιοι ερμήνευσαν βιαστικά Ούτε αποκλειστικά τη διαμάχη ανάμεσα στις αρχές αυτοκαθορισμού κι ετεροκαθορισμού της βούλησης, όπως το είδαν άλλοι. Θα το διατύπωνα πιο απλά, ότι πρόκειται για την (αιώνια) σύγκρουση ανάμεσα στον ποιητή – με την πλατιά σημασία της λέξης – και στον εχθρό του. […]

    Συγγενική του θεάτρου του Ο’ Νηλ, η δραματουργία της Λίλιαν Χέλμαν (1906-1984) καταγγέλλει το απάνθρωπο αμερικανικό μοντέλο εξουσίας από μια σκοπιά περισσότερο κοινωνιολογούσα και λιγότερο ανθρωπολογική. Στις «Μικρές Αλεπούδες» π.χ., εκτίθεται μια παραδειγματική ιστορία για το πώς το χρήμα με την αντικειμενοποιό του δύναμη διαφθείρει βαθμιαία την αμερικανική συνείδηση και ψυχή. Έστω. Πρόκειται πάντως για ένα καλοχτισμένο ρεαλιστικό δράμα με συνεπή ψυχολογία κι ενδιαφέροντες, καλογραμμένους ρόλους, για μια γερή, λιτή, δωρική θα έλεγα θεατρική κατασκευή που δεν έχει χάσει εντελώς το ενδιαφέρον της. Μπορεί μάλιστα, εκεί που έχουν φτάσει τα πράγματα με τη νεοφιλελεύθερη ασυδοσία, να φανεί και χρήσιμη. Φτάνει ν’ αντιμετωπιστεί με ανάλογους όρους, με μιαν ανάλογη, λιτή, δωρική σκηνοθεσία με τις συγκρούσεις των χαρακτήρων του να διαδραματίζονται σε πρώτο πλάνο, με την ασπρόμαυρη αλλά γνήσια λογική του να εκτίθεται άμεσα, χωρίς περιττά σκηνοθετικά ή άλλα ευρήματα.

    Η σκηνοθεσία του Γιάννη Μαργαρίτη (Θέατρο Αθηνών) έχω την εντύπωση ότι παραφόρτωσε την παράσταση, επισωρεύοντας πάνω στο κείμενο (καλή μετάφραση του Μπελιέ) οπτικά, ακουστικά, μουσικά, υποκριτικά και άλλα ευρήματα, περισσότερα απ’ όσα μπορεί να σηκώσει η φόρμα του: σκηνικά art deco του Ζιάκα, κοστούμια ανάλογα της Λελούδα, μουσικές παρενθετικές προτάσεις του Δρόσου, εξπρεσιονιστικοί φωτισμοί του σκηνοθέτη, «κατάπιαν» μέρος των ρόλων. Κέρδος, αντίθετα, οι καλές, «καθαρές» ερμηνείες – της Κατερίνας Μαραγκού, της Νινής Βοσνιάκου, της Χριστίνας Αλεξανιάν, του Δημήτρη Τάρλοου, μέσα στη σκηνοθετική γραμμή του ημίφωτος.

    01.02.1998, Πολενάκης Λέανδρος «Φεγγάρι για τους καταραμένους και Μικρές αλεπούδες», Η Αυγή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Οι προθέσεις, πάντως, ήταν αγαθές

    «Μικρές αλεπούδες», της Λίλιαν Χέλμαν, από το Θέατρο Αθηνών σε σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη

    Με ανάμεικτα συναισθήματα εξέρχεται ο θεατής από τις «Μικρές αλεπούδες» (1939) της γνωστής για την αντιμακαρθική και την εν γένει στάση της Αμερικανίδας συγγραφέως Λίλιαν Χέλμαν (1906-1984). Η φετινή παραγωγή του παγίως ευπρόσωπου θεάτρου Αθηνών πραγματεύεται το αδίστακτο κυνήγι πλουτισμού μιας οικογένειας σε βαμβακοπαραγωγική περιοχή του αμερικανικού νότου. Τα ανάμεικτα συναισθήματα χρεώνονται κυρίως στο σκηνοθέτη. Ο Γιάν. Μαργαρίτης, έχοντας στη διάθεσή του ένα «χρονολογημένο» θεατρικό υλικό, προσπάθησε να το εκμοντερνίσει. Πιστεύω πως κατά βάθος το φοβήθηκε. Η διαχρονικότητα του περί απληστίας μηνύματος της Χέλμαν, η βαθιά πεποίθησή της για το ότι η δύναμη του χρήματος ξεθεμελιώνει ακόμη και το πρωτεϊκό κύτταρο της οικογένειας, όλο αυτό το «homo homini lupus» νομίζω ότι τεκμηριώνεται ασφαλέστερα μέσω της κλασικής, καλοχτισμένης φόρμας που φέρει το υλικό από μόνο του και λιγότερο με νεωτεριστικές προσεγγίσεις και μοιραία παράκαμψη των συγκρουόμενων χαρακτήρων. Ο Μαργαρίτης πάντως, αντί για τους όρους ρεαλιστικού δράματος της Χέλμαν με τις ουκ ολίγες ευρωπαϊκές αντιδράσεις αλλά και τις πολλαπλές οφειλές στον Ο’ Νιλ, στον Μάξουελ Άντερσον, στον Ελμερ Ράις ή στον Τζορτζ Κάουφμαν, προτίμησε να εμπιστευθεί έναν εξπρεσιονισμό αστυνομικών και μελοδραματικών αποχρώσεων.

    Η συγκεκριμένη απόφαση ενείχε τον κίνδυνο να λειτουργήσει ως μπούμερανγκ, δηλαδή να τονίσει τις ρυτίδες του έργου λόγω των εγγενών αντιστάσεών του στη δραστική ανταπόκρισή του προς μια τέτοια προσαρμογή. Συνέπεια των προαναφερθέντων ήταν ότι τα στοιχεία που συμφώνησαν με την κεντρική σκηνοθετική επιλογή μάλλον απομάκρυναν το θεατή από την κρίσιμη είσπραξη του πνεύματος της Χέλμαν και εν πολλοίς αδρανοποίησαν το ενδιαφέρον του.

    Του Γ. Ζιάκα π.χ. του φάνηκε πως θα βοηθήσει στην αναβάπτιση με σκηνικό art deco και κατά παράταξη επίπλωση διάστικτη από λευκές πιτσιλιές; Τι να πω πια για τον παιδαριώδη συμβολισμό των αναρριχητικων φυτών μες στο σαλόνι, που υποτίθεται πως αναλογούσαν στους έρποντες κερδοσκόπους; Αφελή πράγματα. Ο Ιάκ. Δρόσος, με γνώση βέβαια, ασώτευσε μουσικά, υπογραμμίζοντας κατά κόρον τα προφανή. Και οι φωτισμοί γκροτεσκάρισαν ακυρωτικά την αληθοφάνεια των ψυχολογικών συγκρούσεων που θα λειτουργούσαν εντελέστερα αν ο σκηνοθέτης είχε πιστέψει στη γνησιότητά τους.

    Η παραπάνω εκτεθείσα διδασκαλία δεν άφησε αλώβητους ορισμένους ηθοποιούς και τους έβγαλε σε ξέφωτα λύσεων πόζας ή καρικατούρας: ο Τ. Χρυσικάκος κατέφυγε (όχι πάντα) σε σχεδόν κλοουνίστικο υπερπαίξιμο. Ο Στ. Λιβαθινός επανέλαβε την μόνιμα εξεζητημένη, σοφιστικέ υπόκρισή του που διχάζεται ανάμεσα στον αφύσικο ρυθμό και στις «υποσχόμενες» σιωπές· ωστόσο, το οφιοειδές της κίνησής του προικοδότησε με επιθυμητό κυνισμό το ρόλο. Ο Κ. Αθανασόπουλος αυτή τη φορά μας εξέπληξε όχι ευχάριστα, καθώς στρίμωξε την τεχνική και τις ικανότητές του σε μια σχηματική μίμηση ρόλου. Ο Π. Λακιώτης προσπάθησε να ενταχθεί «φιλότιμα» όπως λένε οι κριτικοί.

    Υπάρχει όμως και η άλλη όχθη της παράστασης: εκείνη που, κλασικίζοντας ως «δραπέτις» κατά σημεία ομολόγησε το έργο στις ψυχολογικές του διαστάσεις και το υπηρέτησε πιο πιστά. Στην όχθη αυτή, όπου και πάλι βέβαια θα παρέμβει, ευεργετικά τώρα, ο Μαργαρίτης, συναριθμούνται επαινούμενοι: α) ο Ερρ. Μπελιές, με τη ρέουσα απόδοση και τα ζηλευτά ελληνικού του. Αλήθεια, δεν είδε ο σκηνοθέτης που την τεχνολόγησε αλλιώς πως αυτή η μετάφραση ευνοούσε, σχεδόν επιζητούσε την κλασική αντίληψη ανεβάσματος; β) τα άψογα κοστούμια της Ντ. Λελούδα που αναγνώρισαν χρόνο, τόπο, ταξική αναφορά, χωρίς ίχνος μιζέριας ή δευτερίλας στην ποιότητά τους, όπως συχνά οι προϋπολογισμοί υπαγορεύουν… γ) οι ακόλουθες ερμηνείες: την κεντρική ηρωίδα στέρεη και απρόσμενα αδυσώπητη Ρεγγίνα, ενσάρκωσε η Κατ. Μαραγκού, την πλήρη μέριμνας και διακριτικού σχόλιου οικονόμο η γενικά πολύτιμη Ν. Βοσνιάκου, τη δροσιά, τη χάρη και τη θυγατρική συγκίνηση βρήκαμε στο πρόσωπο της πολύ καλής εδώ Χρ. Αλεξανιάν, τη φυσική απλότητα και τα ρινίσματα χιούμορ που πρόσθεσε ο Δ. Τάρλοου, συναντήσαμε στον υπό εκκόλαψη αδηφάγο νέο και την εύθραυστη, ονειροπαρμένη, «παρείσακτη» Μπέρντι στην Ιλ. Λαμπρίδου.

    Οι «Μικρές αλεπούδες», κείμενο προφητικό για τα ήθη και τις συναισθηματικές εκατόμβες που επεφύλασσε σε όλους ο πολιτισμός της αμερικανικής καπιταλιστικής βαρβαρότητας, τιμήθηκε από τη μεγάλη μας Κατερίνα τόσο το 1945 (μαζί με τους Ελ. Χατζηαργύρη και Β. Διαμαντόπουλο), όσο και κατά την τελευταία της σπουδαία, θυμάμαι, εμφάνιση, όταν συνεργάστηκε με τη Λαμπέτη και τους Μούτσιο, Ντούζο, Καλογήρου, Δανδουλάκη, το 1973, στο «Διάνα». Στη σημερινή παράσταση, συνεπής στην κατ’ εμέ όχι ευτυχή οπτική γωνία του σκηνοθέτη, θα ήταν άδικο να αμφισβητήσει κανείς τις αγαθές πλευρές κι ακόμα περισσότερο τις αγαθές προθέσεις.

    25.01.1998, Βαρβέρης Γιάννης «Οι προθέσεις, πάντως, ήταν αγαθές», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η ηδονή της αρπαγής

    Η Λίλιαν Χέλμαν ανήκε στη σπάνια εκείνη κατηγορία των γενναίων Αμερικανών που έμειναν αταλάντευτοι, έως το θάνατό τους, υπερασπιστές των δημοκρατικών ιδεωδών και των ανθρώπινων δικαιωμάτων που διακήρυξε η Αμερικανική Επανάσταση πριν από τη Γαλλική.

    Στον δύσκολο αιώνα μας και ιδιαίτερα στα δίσεκτα χρόνια του Μεσοπολέμου και κατά τον λεγόμενο Ψυχρό Πόλεμο, η Χέλμαν ανήκε στην ολιγάριθμη αριστερή αμερικανική διανόηση που αγωνίστηκε για να αποκαλυφθεί το αμερικανικό όνειρο ως μαύρος εφιάλτης και το «Η δύναμις εν τη ενώσει» που είναι το εθνικό έμβλημα της αμερικανικής ομοσπονδίας αλλά και το μότο που έχει χαραχθεί στο δολάριο, ένα υποκριτικό και παραπλανητικό σύνθημα – ψευδαίσθηση δημοκρατικότητας, ως πρόσχημα για να χτιστεί μια παντοδύναμη δυναστεία του χρήματος. Η Χέλμαν έζησε και πέθανε περήφανη και μοναχική και ως εκ τούτου δυνατή, όπως όλοι οι μοναχικοί άνθρωποι από την εποχή που ανακάλυψε ο Ίψεν την ακατάλυτη δύναμή τους.

    Οι «Μικρές αλεπούδες» είναι ένα έργο ωμό, γυμνό, χωρίς φτιασίδια, ευθύ, τίμιο, γιατί με σπάνια σαφήνεια και ιδεολογική καθαρότητα αποκαλύπτει τους μηχανισμούς που παρήγαγαν τον αμερικανικό αστικό και βιομηχανικό πλούτο. Απάτη, προδοσία, απανθρωπιά, δόλος, υποκρισία, ψυχρό έγκλημα, κυνισμός είναι τα απαραίτητα εφόδια που πρέπει να διαθέτει ένας Αμερικανός αστός για να επιβιώσει, να κυριαρχεί εν συνεχεία και να διαρκέσει μέσα στην κοινωνία των δυνατών, αυτών που σαν μυλόπετρες λιώνουν αισθήματα, συγγένειες, φιλίες και συνεργάτες για να λιπάνουν τη μηχανή που κόβει μονέδες.

    Η Λίλιαν Χέλμαν παρακολουθεί με το μάτι ενός εντομολόγου τον αλληλοσπαραγμό μιας φωλιάς λυσσασμένων τερμιτών γύρω από έναν κόκκο σιταριού, τον οποίο διεκδικούν ο καθένας για λογαριασμό του. Η διαφορά είναι πως στον κόσμο των ζώων, όπου κυριαρχεί το ένστικτο της επιβίωσης, υπάρχουν όρια που εξασφαλίζουν τη διατήρηση των ειδών. Στον κόσμο των ανθρώπων ο αγώνας δεν έχει ούτε όρια ούτε αρχές. Οι αξίες υπάρχουν για να προβάλλονται είτε ως άλλοθι είτε ως προσχήματα, αλλά συνήθως για να εξευτελίζονται εν ονόματι άλλων αρχών και αξιών που υπαγορεύονται από τη σκοπιμότητα και το ωμό, απροκάλυπτο συμφέρον του δυνατού. Στον στίβο του καπιταλιστικού πολέμου υπάρχουν μόνο δυνατοί και αδύνατοι, θύτες και θύματα, κυνηγοί και θηράματα, αλεπούδες και κοτόπουλα.

    Δεν είναι τυχαίο που η Χέλμαν ως σύμβολο της αλληγορίας της αντί για κάποιο περήφανο αρπακτικό ζώο επέλεξε το πανούργο και λαίμαργο, το ζώο που γνωρίζει να μεταμφιέζεται, να υποκρίνεται, να καμουφλάρεται, να χρησιμοποιεί ποικίλες μεθοδεύσεις και στρατηγήματα για να αρπάξει τη λεία του. Η αλεπού δεν σκοτώνει για να φάει, όπως ο λύκος, που όταν σκοτώσει και χορτάσει, εγκαταλείπει τα υπολείμματα. Η αλεπού σκοτώνει για να σκοτώνει, χαίρεται με το παιχνίδι της αρπαγής· αφού χορτάσει την πείνα της, θάβει με χίλιες προφυλάξεις τα θύματά της, οικονομώντας το μέλλον της!

    Η θηριώδης οικογένεια που παρουσιάζει η Χέλμαν είναι τυπική αστική οικογένεια. Κόπτεται για αξίες, διακηρύσσει αρχές, συνάπτει συμφωνίες, οραματίζεται ένα μέλλον ανέσεων, ορκίζεται στον υγιή ανταγωνισμό και ταυτόχρονα στήνει παγίδες, χτυπάει πισώπλατα, αν χρειαστεί και κατάστηθα, χωρίς οίκτο, χωρίς προσχήματα, άλλοτε με δόλο, άλλοτε με υπολογισμένες στρατηγικές.

    Η δραματουργία της Χέλμαν είναι τυπικά αμερικανική· ο γνωστός και επιτυχής κριτικός ρεαλισμός που δόξασε τον Ο’Νιλ και ευδοκίμησε στα έργα του Άρθουρ Μίλερ, του Οντέτς, του Σέπαρντ, του Μάμετ στις μέρες μας. Βέβαια οι «Μικρές Αλεπούδες» φέρουν τα σημάδια της εποχής που γράφτηκαν (1939)· η κομψή γραφή, η διαυγής, που κατάγεται από την αγγλοσαξονική παράδοση, χωρίς φιλολογία, η γραφή αυτή αποτυπώνει συμπεριφορές που αποκαλύπτουν το κοινωνικό περιεχόμενο και τα οικονομικά κίνητρα των χαρακτήρων. Δραματουργία αντίθετη με τη γαλλική ηθολογική και μεταφυσική ιδεοληψία. Η Χέλμαν γνωρίζει να χειρίζεται τις συγκρούσεις των προσώπων με γνώμονα το ένστικτο της επιβολής και της επιλογής.

    Το έργο οφείλει πολλά στη θεωρία του πραγματισμού του Γουίλιαμς Τζέιμς και στην Ψυχολογική Σχολή του Ντιούι και του Γουότσον, της Συμπεριφοράς. Είναι αξιοπρόσεκτο πως η συγγραφέας χειρίζεται το πλέγμα των κινήτρων που ωθούν σε δράση τα πρόσωπα. Εξάλλου, η μακρόχρονη και διαβόητη σχέση της με τον έξοχο συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων, τον Χάμετ, την έχει προικίσει με μια σπουδαία τεχνική της κλιμακωτής αποκάλυψης και της απροσδόκητης ανατροπής.

    Στο θέατρο «Αθηνών» συνεχίζεται η παράδοση των υψηλών προδιαγραφών επιμελημένων παραστάσεων. Ο Μπελιές ετοίμασε μιαν έξοχη ακρίβειας και ακονισμένης αιχμηρότητας μετάφραση. Ο Ζιάκας έχτισε ένα τυπικό αλλά θεατρικά πολύτιμο στις βολές του σκηνικό και υψηλής ψυχολογικής συμβολικής κοστούμια. Ο Γιάννης Μαργαρίτης δούλεψε με γνώση τις σχέσεις, κατηύθυνε τις συγκρούσεις και κράτησε μιαν απόσταση από την ελλοχεύουσα συναισθηματικότητα. Μείωσε τη θερμοκρασία και κράτησε το τοπίο μέσα σε μια συντηρητική ατμόσφαιρα φορμόλης. Υπηρέτησε έτσι την κριτική ματιά της Χέλμαν εις βάρος της ηθογραφήσεως. Η Κατερίνα Μαραγκού άλλη μια φορά έδειξε πως μπορεί να αλλάξει υποκριτικό άξονα και κατόρθωσε να ενσαρκώσει αυτό το ανελέητο και πανούργο αρπακτικό με το αθόρυβο περπάτημα. Δίπλα της η Ιλ. Λαμπρίδου, τονίζοντας τις νευρώσεις της Μπέρντι, έδειξε πως το ψυχολογικό υπόβαθρο του ρόλου είναι πιο αξιόλογο από το ηθογραφικό (η Μπέρντι παίζεται συνήθως ως τσαλαπατημένη αριστοκράτισσα). Ο Λιβαθινός έξοχος. Αυτός ο ηθοποιός έφερε μια νέα υποκριτική τιμιότητα στο θέατρό μας. Μπόλιασε τη ρωσική του παιδεία στη μεσογειακή αμεσότητα χωρίς να ξεπέσει στον συναισθηματισμό. Ο Χρυσικάκος, με τάσεις υπερβολής και σχηματικής υπόκρισης. Όταν συνοδοιπορεί είναι θαυμάσια κυνική, χαλασμένη προσωπικότητα. Ο Τάρλοου θαυμάσιος στις αλεπουδίσιες του μεταμορφώσεις. Η Αλεξανιάν αναδεικνύει τη σπάνια πλάση της και την ακρίβεια της τεχνικής της. Η Βοσνιάκου ανεπανάληπτη φιγούρα με έξοχες σιωπές. Ο Λακιώτης μετρημένος. Ο υπέροχος Κώστας Αθανασόπουλος με λιτά μέσα και εσωτερική τεχνική σχεδίασε έναν τέλειο Οράτιο.

    17.11.1997, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Η ηδονή της αρπαγής», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Πινακοθήκη αρπακτικών

    Ένα καλοχτισμένο έργο με χορταστικούς ρόλους

    Ρυτιδωμένο, αλλά πάντα αξιοθέατο, και όχι μόνο για το ιστορικό τον ενδιαφέρον, είναι το έργο της Λίλιαν Χέλμαν «Μικρές αλεπούδες» που παίζεται στο «Θέατρο Αθηνών» από τη «Σύγχρονη Θεατρική Σκηνή».

    Γραμμένο στα 1939, γραμμένο με αίσθημα από συγγραφέα ευαίσθητη στα κοινωνικά και ηθικά προβλήματα, το έργο έχει στέρεη τεχνική, καλοστημένη πλοκή, διάλογο άμεσο και φανερώνει επιδέξιο δημιουργό, που, πάντως, δεν θέλησε να αποφύγει κάποιες μελοδραματικές ευκολίες…

    Οι «Μικρές αλεπούδες» είναι μια πινακοθήκη αδίστακτων και άπληστων καπιταλιστών, που αφθονούσαν, καθώς φαίνεται στην αμερικανική κοινωνία της εποχής.

    Το ξέφρενο κυνηγητό του χρήματος, η απληστία που κάνει τον άνθρωπο επικίνδυνο ζώο, η κατακτητική, λυσσαλέα υλιστική Αμερική, βρίσκονται στο επίκεντρο αυτού του έργου. «Υπάρχουν άνθρωποι που κατασπαράσσουν ανθρώπους και άλλοι που βλέπουν ανθρώπους να κατασπαράσσουν ανθρώπους και δεν κάνουν τίποτα» λέει μια ηρωίδα. Δεν είναι από αυτούς τους τελευταίους η Λίλιαν Χέλμαν. Επαναστατημένη συνείδηση, καταγγέλλει αυτές τις «αλεπούδες» που, κατά τα άλλα, κυκλοφορούν και σήμερα γύρω μας.

    Καλοχτισμένο έργο, με χορταστικούς, αβανταδόρικους ρόλους. Καλοστημένη παράσταση οργανωμένη με επιμέλεια και ευστοχία από τον Γιάννη Μαργαρίτη. Κι ένας θίασος που παίζει με κέφι και αποτελεσματικότατα.

    Στην πινακοθήκη των αρπακτικών του έργου της Χέλμαν κυριαρχεί η Ρεγγίνα.

    Σατανικά άπληστη, εξουδετερώνει τους αντιπάλους της, σκοτώνει τον άνδρα της και αποκτά μεγάλη περιουσία. Το ρόλο ερμηνεύει με κύρος και πειστικότητα η Κατερίνα Μαραγκού, που αποδεικνύει την ικανότητά της να εισδύει και να εκφράζει με λεπτότητα και γνώση τους μαιάνδρους της γυναικείας ψυχολογίας.

    Η Ιλιάς Λαμπρίδου παίζει με σιγουριά και εκφραστική ακρίβεια την ευαίσθητη και τρυφερή, αλκοολική αριστοκράτισσα Μπέρντι.

    Πειστικός ως βάναυσος Όσκαρ ο Στάθης Λιβαθηνός. Λίο, με μέτρο και άνεση, ο Δημήτρης Τάρλοου. Ο Τάκης Χρυσικάκος δανείζει στον Μπεν την τέχνη και την πείρα του.

    Καλή ως ευαίσθητη Αλεξάνδρα η Χριστίνα Αλεξανιάν. Ακριβής και λιτός ο άρρωστος σύζυγος της Ρεγγίνας, Κώστας Αθανασόπουλος. Αποτελεσματικός Μάρσαλ ο Παναγιώτης Λακιώτης. Δημιουργική παρουσία η Αντι της Νινής Βοσνιάκου.

    Θαυμάσια η μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ. Ευστοχία και επιμέλεια χαρακτηρίζουν τη σκηνογραφία του Γιώργου Ζιάκα και τα κοστούμια της Ντόρας Λελούδα. Απόλυτα εξυπηρετική η μουσική που διάλεξε ο Ιάκωβος Δρόσος.

    16.11.1997, Ψυρράκης Βαγγέλης «Πινακοθήκη αρπακτικών», Απογευματινή

     

    Για το link πατήστε εδώ