Μήδεια – Ευριπίδης

2003

Πρώτη παραγωγή
Θεατρική περίοδος: Θερινή 2003
20 Ιουλίου 2003 – Αρχαίο Θέατρο Οχρίδας, Οχρίδα, ΠΓΔΜ

 

Περίληψη του έργου

Η Τροφός της Μήδειας θρηνεί για τις δυστυχίες της κυράς της. Η ξένη πριγκίπισσα εγκατάλειψε το πατρικό της σπίτι για να ακολουθήσει τον Ιάσονα, τον οποίο είχε βοηθήσει να αποκτήσει το Χρυσόμαλλο Δέρας. Το νέο ζευγάρι αναγκάστηκε να φύγει από την Ιωλκό, την πατρίδα του Ιάσονα, και να αναζητήσει άσυλο στην Κόρινθο. Ωστόσο ο Ιάσονας εγκατέλειψε τη Μήδεια, παρά τη μεγάλη αγάπη που εκείνη του έτρεφε, καθώς και τα δύο παιδιά τους, και έχει τώρα παντρευτεί την κόρη του Κρέοντα, βασιλιά της Κορίνθου. Η Μήδεια, στην επίκλησή της στον Δία, κατηγορεί τον Ιάσονα για παραβίαση των όρκων του, και ο Χορός των κορινθίων γυναικών μπαίνει στην ορχήστρα για να παρηγορήσει την προδομένη γυναίκα.

Ο Κρέοντας εμφανίζεται απροσδόκητα. Τρομοκρατημένος από αυτή την εξέλιξη, φοβούμενος για την κόρη και το σπίτι του, ζητά από τη Μήδεια να εγκαταλείψει αμέσως την πόλη του. Όμως υποκύπτει στις παρακλήσεις της και, επειδή λυπάται τα παιδιά της, της δίνει άδεια να παραμείνει στην Κόρινθο για μία ακόμα ημέρα. Ο βασιλιάς φεύγει και η Μήδεια αναλογίζεται τον τρόπο που θα εκδικηθεί τον άνδρα της.

Ο προδότης σύζυγος έρχεται να συναντήσει την προδομένη γυναίκα. Ο Ιάσονας ισχυρίζεται πως τη συμπονεί και, για να τη βοηθήσει, της προσφέρει χρήματα. Η Μήδεια αρνείται τη βοήθειά του και τον κατηγορεί πως παραβίασε τους όρκους πίστης που της είχε δώσει και πως ξέχασε ότι σ’ αυτή χρωστά την επιτυχία της Αργοναυτικής Εκστρατείας. Ο Ιάσονας αρνείται οποιαδήποτε υποχρέωση απέναντι της και προσπαθεί να της εξηγήσει το καλό που της έκανε φέρνοντάς την σε μια πολιτισμένη χώρα∙ όσο για τον νέο του γάμο, του δίνει την ευκαιρία να συγγενέψει με τον βασιλικό οίκο της Κορίνθου.

Ο Αιγέας, βασιλιάς της Αθήνας, επιστρέφοντας από τους Δελφούς και καθ’ οδόν προς την πόλη του, περνάει από την Κόρινθο. Η Μήδεια τον ρωτά για τους λόγους που τον οδήγησαν να αναζητήσει συμβουλή από τον θεό Απόλλωνα και του υπόσχεται ότι μπορεί να τον θεραπεύσει από τη στειρότητα και να τον βοηθήσει να κάνει παιδί, εάν της προσφέρει προστασία στην Αθήνα, αφότου εκείνη θα έχει πάρει πια την εκδίκησή της. Ο αθηναίος βασιλιάς δεσμεύεται και αναχωρεί. Η Μήδεια αποκαλύπτει στο Χορό το σχέδιό της να δολοφονήσει την κόρη του Κρέοντα και να σκοτώσει τα ίδια τα παιδιά της προκειμένου να εκδικηθεί τον πατέρα τους. Ύστερα στέλνει την Τροφό να καλέσει τον Ιάσονα.

Η Μήδεια υποκρίνεται στον Ιάσονα πως αποδέχεται τα πάντα, αλλά του ζητά να κρατήσει εκείνος τα παιδιά τους. Ο Ιάσονας υπόσχεται πως θα κάνει ό,τι μπορεί ώστε ο Κρέοντας και η κόρη του να δώσουν τη συγκατάθεσή τους. Η Μήδεια στέλνει τα παιδιά της στη νεόνυμφη με δύο μοιραία δώρα, ένα φαρμακωμένο πέπλο και ένα φαρμακωμένο στεφάνι. Μόνη τώρα, ξανασκέφτεται το σχέδιό της και παίρνει τη βαριά απόφαση να θυσιάσει τα παιδιά της. Ο αγγελιοφόρος έρχεται να αναγγείλει τον φρικτό θάνατο της νεόνυμφης και του Κρέοντα, ο οποίος, στην προσπάθειά του να σώσει την κόρη του, κάηκε μαζί της. Η Μήδεια μπαίνει στο σπίτι της και σκοτώνει τα παιδιά της.

Ο Ιάσονας, εν τω μεταξύ, καταφθάνει για να σώσει τα παιδιά του από τους Κορινθίους, που θέλουν να τα σκοτώσουν για να εκδικηθούν το θάνατο του βασιλιά τους. Αλλά η Μήδεια εμφανίζεται μαζί με τα νεκρά παιδιά της πάνω σ’ ένα μαγικό άρμα, σταλμένο από τον προπάππο της. τον Ήλιο. Στον Ιάσονα δεν θα επιτρέψει ούτε καν να τ’ αγγίξει και, προμαντεύοντας τον άθλιο θάνατό του, φεύγει για την Αθήνα

Περίληψη του έργου, από το πρόγραμμα της παράστασης, σελ. 10-11.

 

Περιοδεία
Θεατρική περίοδος: Θερινή 2003
27 – 28 Ιουλίου 2003 – Αρχαίο Θέατρο Πυθαγορείου, Πυθαγόρειο, Σάμος, Ελλάδα
2 Αυγούστου 2003 – Αμφιθέατρο Νέων Μουδανιών, Νέα Μουδανιά Χαλκιδικής, Ελλάδα
8 – 9 Αυγούστου 2003 – Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, Δήμος Ασκληπιείου, Ελλάδα
12 Αυγούστου 2003 – Σαϊνοπούλειο Αμφιθέατρο, Μαγούλα Λακωνίας, Ελλάδα
16 Αυγούστου 2003 – Αρχαίο Θέατρο Δίου, Κατερίνη, Ελλάδα
20 Αυγούστου 2003 – Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων, Καβάλα, Ελλάδα
24 Αυγούστου 2003 – Ανοιχτό Θέατρο Συκεών «Μάνος Κατράκης», Θεσσαλονίκη, Ελλάδα
27 Αυγούστου 2003 – Θερινό Δημοτικό Θέατρο «Μελίνα Μερκούρη», Πλατεία Ρήγα Φερραίου, Βόλος, Ελλάδα
30 Αυγούστου 2003 – Αρχαίο Θέατρο Σικυώνος, Κιάτο, Ελλάδα
1 Σεπτεμβρίου 2003 – Θέατρο Πέτρας, Πετρούπολη, Πετρούπολη, Αθήνα, Ελλάδα
4 Σεπτεμβρίου 2003 – Κατράκειο, Νίκαια, Νίκαια, Πειραιάς, Ελλάδα
9 Σεπτεμβρίου 2003  -Αρχαίο Ωδείο, Πάτρα, Ελλάδα
20 – 21 Σεπτεμβρίου 2003 – William Randolf Hearst Greek Theater, Σαν Φρανσίσκο, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής

Πηγή: Εθνικό Θέατρο

Μετάφραση: Στρατής Πασχάλης
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής
Χορογραφίες: Μαριέλα Νέστορα
Φωτισμός: Αλέκος Αναστασίου
Φωνητική προετοιμασία: Ιρίνα Πρόμπτοβα
Κινησιολογία: Αντρέι Στσούκιν
Βοηθός σκηνοθέτη: Στρατής Πανούριος
Βοηθός σκηνογράφου: Αγγελική – Βασιλική Σιδέρη

Μουσικοί

Σπύρος Αλεξανδράτος: τρομπόνι
Τάσος Δράμπαλης: τρομπέτα
Σπύρος Μάνεσης: πιάνο

Διανομή, κατά σειρά εμφάνισης:

Ιάσονας: Γιάννης Μαυριτσάκης
Μήδεια: Ταμίλλα Κουλίεβα
Τροφός: Μαρία Σαββίδου
Παιδαγωγός: Γιώργος Δάμπασης
Κρέοντας: Δημήτρης Ήμελλος
Αιγέας: Βασίλης Ανδρέου
Άγγελος: Άρης Τρουπάκης

Παιδιά της Μήδειας:

Νικόλαος Λιναριτάκης – Λιοδάκης
Γιάννης Μπιλιάρης
Κλέαρχος Παπαγεωργίου

Γυναικείος χορός:

Κατερίνα Αλεξάκη
Μαργαρίτα Αμαρατίδη
Σεραφίτα Γρηγοριάδου
Κατερίνα Ευαγγελάτου
Αιμιλία Ζαφειράτου
Κόρα Καρβούνη
Αλεξία Κόκκαλη
Δέσποινα Κούρτη
Βέρα Λάρδη
Αλεξάνδρα Λέρτα
Λίλλυ Μελεμέ
Ελένη Μποζά
Μαίρη Μπουγά
Ιωάννα Παπαδάκη
Ναταλία Στυλιανού
Μάυ Χάννα

Ανδρικός χορός:

Βασίλης Ανδρέου
Στάθης Γράψας
Γιώργος Δάμπασης
Δημήτρης Ήμελλος
Νίκος Καρδώνης
Παναγιώτης Μπουγιούρης
Νικόλας Παπαγιάννης
Δημήτρης Παπανικολάου
Άρης Τρουπάκης

  • Κριτική ή αντίδραση; Ευριπίδη Μήδεια, Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου

    Απίθανα πράγματα συνέβησαν με αφορμή την παράσταση του Στάθη Λιβαθινού. Η φετινή Μήδεια της Πειραματικής (το τονίζω) Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου ανακίνησε αντιδράσεις που νομίζαμε ότι είχαν ξεχαστεί. Ακόμα κι αν δεχτούμε πως η ίδια η παράσταση δεν προχώρησε την αντίληψή μας για το αρχαίο δράμα, η αντίδρασή μας σ’ αυτή την οδήγησε δύο βήματα πίσω. Ύστερα από αυτό, πολύ θα το σκεφτεί ένας ταλαντούχος σκηνοθέτης πριν ανεβάσει στην Επίδαυρο άλλη αποτυχία. Έτσι το ελληνικό μας θέατρο θα έχει από εδώ κι εμπρός μονάχα επιτυχίες!

    Ο Λιβαθινός όφειλε πιθανώς να χρησιμοποιήσει ένα μικρό μέρος της αλαζονείας και της έπαρσης που του καταλογίσθηκε προσφάτως, προκειμένου να υπερασπίσει κάτι από το έργο του. Γιατί προσωπικά αδυνατώ να πιστέψω πως ότι έγινε, έγινε με σκοπό την πρόκληση. Πως μόνο για την πρόκληση βρέθηκε η πισίνα στην μέση του κοίλου, η Κουλίεβα μιλούσε με γεωργιανό αξάν και ο Χορός έδινε την κοσμοπολίτικη αίσθηση, σχεδόν, της σαπουνόπερας.

    Βρήκα και εγώ τη Μήδεια προβληματική. Γιατί, όπως πιστεύω, ο Λιβαθινός προσπάθησε να αποδώσει την ποιότητα της συγκεκριμένης τραγωδίας μέσα από την αισθητική του ρεαλισμού. Η Μήδειά του χωρίσθηκε θεωρητικά εξαρχής, ή μάλλον κόπηκε, σε δύο μέρη: το πρώτο περιγράφει τη δραματική ιστορία της ξένης ερωτευμένης γυναίκας, που χάνει τον άνδρα της από μία νεότερη, πλουσιότερη ερωμένη. Ζηλοτυπίες, μοιχείες, ίντριγκες γύρω από τις πισίνες μιας εύφορης και επιπόλαιης νεολαίας που ερωτοτροπεί αδιάφορα. Είναι το ρεαλιστικό, το ψυχολογικό μέρος του έργου. Το δεύτερο μέρος συνδέεται με το δαιμονικό στοιχείο της Μήδειας: Αδιανόητα αποτελέσματα, απάνθρωπα πάθη, εγκληματική και παράλογη εκδίκηση. Είναι το μυθικό και σκοτεινό μέρος του.

    Ο Λιβαθινός προσπάθησε να παρουσιάσει το δεύτερο μέρος σαν φυσική συνέχεια του πρώτου. Δηλαδή προσπάθησε να δομήσει κάτι που ξεκινά από το ρεαλισμό για να καταλήξει στο αντιρεαλιστικό. Δυστυχώς, όπως έχει φανεί από τη μέχρι τώρα πράξη, αυτά τα δύο, δύσκολα υπηρετούνται από την ίδια αισθητική. Το ένα χλευάζει το άλλο. Αυτό έγινε και στην παράσταση του Εθνικού: η ψυχολογία κορόιδεψε το δαίμονα και το ένα πρόσωπο της Μήδειας έβγαλε τη γλώσσα στο άλλο. Είναι λογικό, όταν ακούς τη Μήδεια να προφέρει «κάπως» τα ελληνικά ή να τραγουδά τραγούδια της πατρίδας της, όταν μια παράσταση κάνει τα πάντα στο πρώτο μισό της για να σου δείξει τη Μήδεια σαν μια αδύναμη μετανάστρια που φοβάται ότι δε θα ανανεώσει την πράσινη κάρτα της, έκπληκτος να προσπαθείς να καταλάβεις στο δεύτερο μισό πού στο καλό οφείλεται η συμπεριφορά της. Σχιζοφρένεια; Μανιοκατάθλιψη; Διχασμός προσώπου; η Μήδεια είχε την ατμόσφαιρα ενός ειρωνικού δράματος, που αποφασίζει κάποια στιγμή να φορέσει το κοστούμι της τραγωδίας. Του πέφτει όμως πια κάπως μεγάλο.

    Φαίνεται πως το όλο πράγμα δε λειτουργεί∙ εκτός πια κι αν δε σ’ ενδιαφέρει τίποτ’ άλλο από το να δείξεις πού μπορούν να φτάσουν οι πρώιμες φεμινίστριες στο πλαίσιο της αρχέτυπης φαλλοκρατικής κοινωνίας. Το σχόλιο δεν είναι ειρωνικό: το ξένο θέατρο είναι γεμάτο από παρόμοιες προσεγγίσεις, χωρίς να ακούει τα σκολιανά του από τους σύγχρονους εκφραστές των πνευματικών δικαιωμάτων του μεγάλου αρχαίου μας τραγικού. Το πρόβλημα μ’ αυτές τις προσεγγίσεις βρίσκεται όχι στο τι κερδίζεις, αλλά στο τι τελικά χάνεις. Σαν να νοικιάζεις Μαζεράτι για να κάνεις βόλτα στους δρόμους του λεκανοπεδίου.

    Η αποτυχία της Μήδειας του Εθνικού δεν ήταν διόλου ασήμαντη. Ήταν το αποτέλεσμα ενός πειράματος που οδηγεί στην καλύτερη διατύπωση του ερωτήματος που εξετάζει. Προσωπικά παρακολούθησα την παράσταση του Εθνικού γοητευμένος από την αποτυχία της. Αν ήμουν νέος σκηνοθέτης, θα μελετούσα την παράσταση και την οπτική της σε βάθος. Όσο για τον χαρακτήρα του Λιβαθινού, όπως αποκαλύπτεται από αυτή τη Μήδεια, αφήστε τον κόσμο να συσχετίζει.

    19.09.2003, Ιωαννίδης Γρηγόρης «Κριτική ή αντίδραση; Ευριπίδη Μήδεια, Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου», Αντί

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Μήδεια»

    Το Εθνικό Θέατρο (η «Πειραματική Σκηνή του»), παρουσίασε στα Επιδαύρια και τη «Μήδεια» του Ευριπίδη. Την καθαρόαιμη και πασίγνωστη τραγωδία της ολέθριας ερωτικής ζήλιας, της συζυγοκτονίας και παιδοκτονίας. Τραγωδία, η οποία, από την πρώτη κιόλας λέξη του ποιητή –δια της Τροφού- αναπαριστά την οδύνη και το θρήνο της απατημένης και εγκαταλειμμένης, από τον Ιάσονα, Μήδειας. Η φύση, το ήθος, τα όρια του έργου, είναι αυστηρά καθορισμένα από το δημιουργό του, και γι’ αυτό, όταν αυτά αγνοούνται, «τιμωρούν», όπως συνέβη με την παράσταση του Στάθη Λιβαθινού.

    Η υπογράφουσα τη στήλη, με όλο το σεβασμό στο ταλέντο και εκτίμηση για τις προηγούμενες παραστάσεις του, θεωρεί ότι ψύχραιμα, συνειδητά πρέπει να «αποκηρύξει» αυτή τη παράσταση, αλλά και να διδαχθεί από αυτή, ακριβώς, γιατί ήταν εκ βάθρου λαθεμένη και εξαρχής προβληματική. Όχι τόσο επειδή εκσυγχρόνισε το έργο ανάγοντάς το στο μεγαλοαστικό, κοσμοπολίτικο «ήθος» και «κλίμα» της τηλεοπτικής «Δυναστείας», «Τόλμη και γοητείας», ένας «κόσμος» που δεν «κολλά» με το άγριο, εκδικητικό ερωτικό πάθος της ξεριζωμένης, προδομένης, αποδιωγμένης Μήδειας. Προβληματική, κυρίως, επειδή, αλλοιώνοντας εντελώς τη φύση του έργου, έμοιαζε να εισηγείται την άποψη ότι ο Ευριπίδης, εκτός από τραγωδία, σατυρικά και ειρωνικά, έγραψε και… κωμικά δράματα. Αντί για την Τροφό, η οποία διηγείται στο Χορό (ο Ευριπίδης τον ήθελε σκόπιμα γυναικείο για να υπογραμμίσει την καταπιεσμένη θέση της αρχαίας γυναίκας) τον οδυρμό και θρήνο της Μήδειας, θρήνος που ακούει ο θεατής να βγαίνει από τα δώματα της Μήδειας, ο σκηνοθέτης με ένα φλας μπακ εύρημα, μετέτρεψε την παράσταση σε μιούζικαλ, αρχίζοντας με τραγουδάκια και χορούς για τους γάμους του Ιάσονα με τη Μήδεια, με τους άντρες του Χορού (ο σκηνοθέτης τον έκανε μεικτό) να τραγουδούν την Αργοναυτική Εκστρατεία και τις γυναίκες του Χορού να ερωτοτροπούν με τους άνδρες. Άλλα λέει ο αρχαίος ποιητής – δια της καλής μετάφρασης του Στρατή Πασχάλη – κι άλλα συνέβαιναν επί σκηνής. Και καθώς η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, και μιας κακής αρχής μύρια έπονται, έτσι η έλλειψη κάθε μέτρου, η ερμηνευτική παρανόηση και σύγχυση και η προπετής και μπερδεμένη από τις ίδιες της τις ακρότητες και αντιφάσεις εκσυγχρονιστική άποψη, συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της παράστασης. Όσο κι αν η απατημένη Μήδεια φούντωνε, χειρονομούσε, φώναζε, απειλούσε, ο Χορός δε χαμπάριαζε. Διασκέδαζε και γελούσε. Ακόμα και η Τροφός της Μήδειας γελούσε (!). Ούτε κρύο, ούτε ζέστη τα τεκταινόμενα και για τον Κρέοντα, ενώ και ο Ιάσονας περιφερόταν χαλαρά μπλαζέ και ανυποψίαστα, για να πλατσουρίσει στο τέλος, όπως και η Μήδεια, εντός και εκτός της πισίνας που εφηύρε, επίσης, απερίσκεπτα η σκηνογράφος Ελένη Μανωλοπούλου. Ο σκηνοθέτης έφθασε και στην αστοχασιά, για να στηρίξει την επιλογή της ταλαντούχας ηθοποιού (αλλά για έργα ψυχολογικού και κλειστού θεάτρου), Ταμίλα Κουλίεβα, να βάλει την ίδια να μιλά και Γεωργιανά και έναν ηθοποιό να κάνει «αστειάκι» επί σκηνής για το ξενικό αξάν της Μήδειας. Κακά τα ψέματα. Ο Ευριπίδης έγραψε μεν την τραγωδία της ξένης Μήδειας, αλλά για να μιλήσει ελληνικά και από Έλληνα υποκριτή. Άμοιροι, λοιπόν, του σκηνοθετικού λάθους, ήταν, ανεξαιρέτως, όλοι οι ηθοποιοί.

    10.09.2003, Θυμέλη «Μήδεια», Ριζοσπάστης

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Γίνεται τέχνη χωρίς παρεκκλίσεις;

    Όλο και πιο σπάνια τα τελευταία χρόνια η Επίδαυρος φιλοξενεί παραστάσεις που ενοχλούν ή προκαλούν αντιδράσεις με την καινοτόμο (επιτυχημένη ή αποτυχημένη) ματιά τους στο αρχαίο δράμα. Όπως όλο και πιο σπάνια το κοινό αντιδράει πια, διαχωρίζοντας με το χειροκρότημά του το καλό από το κακό θέαμα.

    H «μαλθακότητα» των θεατών οφείλεται, άραγε, σε αμβλυμμένο κριτήριο ή, απλώς, αντανακλά την κόπωση των ίδιων των παραστάσεων, την κουρασμένη και διεκπεραιωτική σκηνοθετική ματιά τους; Στην Επίδαυρο, το περασμένο Σάββατο, το κοινό έμοιαζε αμήχανο και κάπως αναποφάσιστο. O σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός έδωσε ένα διφορούμενο και μάλλον «ανέντακτο» αποτέλεσμα.

    Γράφτηκαν πολλά αρνητικά, ακούστηκαν ακόμη περισσότερα, έλειψαν τα αμιγώς κολακευτικά σχόλια. Kάποιοι το απέδωσαν στο υπερβολικό «άγχος» του Λιβαθινού για τη φεστιβαλική του πρεμιέρα, κάποιοι άλλοι στις μεγάλες προσδοκίες που είχε δημιουργήσει η εμφάνιση του Eθνικού Θεάτρου με την Πειραματική του Σκηνή, ως το «γεγονός» του καλοκαιριού. Oρισμένοι εξερράγησαν θυμωμένοι και μερικοί ενοχλήθηκαν σε ηπιότερους τόνους. Tο θεατρικό παρασκήνιο, πάντως, έδωσε και πήρε, δημιουργώντας… αποθέματα και για τα ερχόμενα χρόνια. Kαλό είναι να χάνουμε πού και πού την ψυχραιμία μας. Nα γίνεται θόρυβος• να έρχονται στην επιφάνεια πάθη και κρυμμένοι ανταγωνισμοί• να εκφράζονται εκτιμήσεις εν θερμώ. Kαλύτερα, εν ολίγοις, να θυμώνουμε παρά να αποχωρούμε από την Eπίδαυρο χασμώμενοι. Προτιμότερη η αποτυχία και το λάθος, παρά η καθωσπρέπει ανάγνωση, με την ευσεβή, πειθαρχημένη αλλά απολύτως ανέμπνευστη σκηνοθεσία. Eντιμότερο να δοκιμάζεις και να σκοντάφτεις, παρά να ανταποκρίνεσαι πλήρως στους αποδεκτούς κώδικες και να κρύβεσαι πίσω από την ασφάλεια του αναμενόμενου.

    Mέσα σε όλα αυτά τα χρόνια της επιδαύριας μονοτονίας (με ελάχιστες ανάσες), το κέρδος προέκυψε από την παλινδρόμηση και την αμφιβολία και όχι από τη «δεδομένη» συνταγή. Πιο ενδιαφέρον το «κάτι έγινε» από το «τίποτα δεν έγινε». Kαι το ετήσιο φεστιβάλ αρχαίου δράματος από αυτό ακριβώς πάσχει: από την αέναη επανάληψη.

    O Στάθης Λιβαθινός (και άλλοι σκηνοθέτες κατά καιρούς) προσπαθούν να ξαφνιάσουν, να αντισταθούν στο αναμενόμενο, άλλοτε με επιτυχία άλλοτε όχι. Aλλά είναι έως και ανακουφιστικό να παρακολουθείς μια παράσταση που «δοκιμάζει», από μιαν άλλη που απλώς «κυλάει». H «Mήδεια» είναι μία (ακόμη) καλή απόδειξη ότι η Eπίδαυρος χρειάζεται εξαερισμό. Aυθάδεια και όχι θρησκευτική ευλάβεια, πρόκληση και όχι υπακοή. Προτάσεις, εν ολίγοις, από ανθρώπους με (αποδεδειγμένη) θεατρική γνώση και παρατήρηση. Γιατί χωρίς τις εξαιρέσεις, λειτουργώντας μόνο με ασφαλιστικές δικλίδες και συνταγές (όπως: Aριστοφάνης ίσον σκόρδα, βωμολοχίες και όρχεις),το φεστιβάλ δεν είναι θεατρική συνάντηση αλλά πληκτικό καλοκαιρινό ραντεβού. Tο αίτημα για διευρυμένα επιδαύρια με τη συμμετοχή και ξένων θιάσων επανέρχεται κάθε χρόνο και εντονότερο. Nέοι σκηνοθέτες (Έλληνες και μη), νέα πρόσωπα, ανανεωμένες αντιλήψεις. Zυμώσεις, διαμάχες και, ενδεχομένως, απορρίψεις. H επιθυμία να διαχειριζόμαστε εμείς και μόνον εμείς τον εθνικό πλούτο του αρχαίου δράματος, μας κάνει όλο και λιγότερο ανεκτικούς στον όποιο «εισβολέα». Kαι η παράσταση της «Mήδειας» ήταν ένας εισβολέας. Άτσαλος, ίσως, κάποτε ανεξήγητος, ακόμη και συγκεχυμένος, αλλά με ενδιαφέροντα στοιχεία και ανησυχία για κάτι διαφορετικό. Δεν επαναπαύτηκε· αναζήτησε. O αρνητικός θόρυβος που σηκώθηκε μοιάζει δυσανάλογος με το αποτέλεσμα. H καθολική (μετά βδελυγμίας) απόρριψη δεν συγχωρεί το λάθος. Άρα απομακρύνει και αρνείται την όποια παρέκκλιση. Γίνεται όμως τέχνη χωρίς παρεκκλίσεις;

    12.08.2003, Kατσουνάκη Mαρία «Γίνεται τέχνη χωρίς παρεκκλίσεις;», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ 

  • Τραγωδία με… πισίνα σε κοσμικό πάρτι

    Η απογοήτευση σε όλο της το μεγαλείο! Ο Στάθης Λιβαθινός που μας χάρισε μια απ’ τις πιο καλές παραστάσεις της δεκαετίας με το «Αγάπης αγώνας άγονος», μας απογοήτευσε πολύ με τη «Μήδεια» που παρουσίασε στην Επίδαυρο. Στην αναμέτρησή του με το αρχαίο δράμα, θέλοντας να εντυπωσιάσει και να πρωτοτυπήσει, μας επέφερε ένα επώδυνο θεατρικό πλήγμα. Κρίμα.

    Μήδεια

    Ήθελε να κάνει… «εισβολή» στην Επίδαυρο με μια παράσταση που να ξεφύγει των καθιερωμένων και να κεντρίσει το κοινό μέσω πολλών νεωτερισμών-εκπλήξεων-ανατροπών-εκκεντρικών σκηνοθετικών λύσεων ο Στάθης Λιβαθινός. Και πίστεψε ότι επειδή κέρδισε το «στοίχημα» με τέτοιου είδους ανεβάσματα στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, θα το κατάφερνε και στο αργολικό θέατρο.

    Το μόνο που κατάφερε ήταν να φτιάξει μια φλύαρη, υπερφίαλη, αμήχανη, παράσταση που «λάβωνε» το κείμενο του μεγάλου ποιητή, δίνοντας μια τρομερή απογοήτευση σε όσους πιστέψαμε στο ταλέντο του…

    Θέλησε να εντυπωσιάσει με άκρατους συμβολισμούς και α-λογους νεωτερισμούς σε έναν χώρο που δεν χρειάζεται «τερτίπια» και φτηνούς εντυπωσιασμούς.

    Αρκεί να ακουστεί σωστά και καθαρός ο λόγος του ποιητή κι όλα τα άλλα περιττεύουν. Ο Λιβαθινός ασχολήθηκε με το «περιτύλιγμα», έριξε το θάρρος του τόσο στους νεωτερισμούς όσο και τους συμβολισμούς και έχασε το παιχνίδι.

    Η παράστασή του είχε… λίγο από όλα! Και μιούζικαλ και ρώσικες αναφορές σε κινηματογραφιστές και «γκλαμουριές» με πισίνες και τον Χορό να πίνει το ποτό του γύρω απ’ αυτές σαν σε κοσμικό πάρτι και μετά να βουτάει σ’ αυτή βγάζοντας τα παπούτσια του και τη Μήδεια να μιλάει ρώσικα για να δείξει ότι είναι ξένη. Πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι σε μια χαοτική και αμήχανη παράσταση!

    Πιστοί στο «όραμα» του Στάθη Λιβαθινού οι στενοί του συνεργάτες «έφαγαν τα μούτρα τους». Ο Στρατής Πασχάλης έκανε μια μετάφραση άχρωμη και άγευστη, ο Θοδωρής Αμπαζής έντυσε με άνευρη μουσική την παράσταση, η Ελένη Μανωλοπούλου, που συνήθως έχει έμπνευση κι αποτελεσματικότητα, υπόγραψε το άκομψο σκηνικό της, αλλά και τα νυφικά-γαμπριάτικα του Χορού.

    Η Ταμίλα Κουλίεβα αναμετρήθηκε με τη Μήδεια χωρίς εφόδια για το είδος και έχασε το στοίχημα. Προσπάθησε πολύ, δούλεψε, μα η καθοδήγηση που είχε ήταν λάθος και φωτίστηκαν όλες οι σκηνικές αδυναμίες της. Ήταν «φλύαρη», πομπώδης, χωρίς μέτρο και με υπερβολές υποκριτικές που λειτούργησαν εις βάρος της. Ούτε καν στη σκηνή του φόνου των παιδιών της δεν κατάφερε να βγάλει συγκίνηση!

    Εξαιρετικά «φλύαρος» και υπερβολικός ήταν και ο Γιάννης Μαυριτσάκης στον Ιάσονά του, με αποκορύφωμα το φινάλε του που τον θέλει να κλαίει τα χαμένα του παιδιά πλατσουρίζοντας στην πισίνα με τρόπο που μόνο συγκίνηση δεν βγάζει.

    Αδύναμη, και η υπόλοιπη διανομή, με τα περισσότερα νέα παιδιά που είχαν συναρπάσει στο «Αγάπης αγώνας άγονος» να ουρλιάζουν και να τρέχουν άνευ λόγου και αιτίας στο χώρο. Ένα αλαλούμ απ’ όλες τις απόψεις! Και ίσως η ατυχέστερη παράσταση του Εθνικού Θεάτρου τα τελευταία χρόνια.

    31.08.2003, Μπουζιώτης Βασίλης «Τραγωδία με… πισίνα σε κοσμικό πάρτι», Έθνος

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Κριτική: Μήδεια – Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

    Οφείλω να επισημάνω ότι ιδιαίτερα το Εθνικό Θέατρο επιβάλλεται να προωθεί καινούργιες καλλιτεχνικές δυνάμεις στην Επίδαυρο – πράγμα που επέλεξε να πράξει φέτος, αφού στο στίβο της ερμηνείας του αρχαίου δράματος εκπροσωπήθηκε από την Πειραματική Σκηνή του και μία ομάδα νέων ηθοποιών υπό την αιγίδα του Στάθη Λιβαθινού.

    Σε τούτη την πρωτιά – με την αυτονόητη απειρία που φέρνει η έλλειψη συνεπούς θητείας στην τραγωδία – η προσπάθεια του Στάθη Λιβαθινού να καταθέσει τον προβληματισμό του για τη «Μήδεια» του Ευριπίδη και να μεταφέρει τις αναλογίες του έργου στην εποχή μας δεν βρήκε το στόχο της. Δεν έφταιγαν όμως οι ελευθερίες που πήρε (π.χ. η μοντέρνα όψη με την «πισίνα» να κυριαρχεί στο κέντρο της αρχαίας ορχήστρας ή το ύφος μιούζικαλ που υιοθετήθηκε από τον μεικτό Χορό, τον ντυμένο με ολόλευκα βραδινά φορέματα και λευκά σμόκιν), αλλά ο τρόπος που τις διαχειρίστηκε.

    Για την επίτευξη ενός τέτοιου ριψοκίνδυνου ταξιδιού δεν φτάνουν κάποιες ιδέες, υποστηριγμένες επιμελώς από τη μουσική (Θ. Αμπαζής), τη σκηνογραφία (Ελένη Μανωλοπούλου) και τη χορογραφία (Μαριέλα Νέστορα). Δεν επαρκεί μια καθημερινή πυκνή ομιλία που επικοινωνεί με το σημερινό κοινό. Ούτε η ειρωνεία που διαπότισε τη δράση αποτελεί ουσιαστική κατεύθυνση, παρότι υπονόμευσε με έξυπνο τρόπο τις συμπεριφορές της βάρβαρης ηρωίδας – στην προκειμένη περίπτωση της πρωταγωνίστριας, η οποία, ξένη ούσα, μιλάει μεν ελληνικά αλλά με έντονη ρώσικη προφορά.

    Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να μπολιάσεις τη σύγχρονη γλώσσα – σκηνοθετική και μεταφραστική – με στοιχεία της παράδοσης και ως αποτέλεσμα να εκφράσεις τα αισθήματα του κειμένου με το μεγαλύτερο δυνατόν μέγεθος. Και είναι ακόμη πιο δύσκολο να αναζητήσεις τον πυρήνα του αρχαίου δράματος, όταν το προσεγγίζεις με όρους ψυχολογικού θεάτρου. Είναι, τέλος, εξ ορισμού απαγορευτικό να απαντήσεις στο πρόβλημα του Χορού, αν η έρευνά σου δεν στραφεί πρώτα στο εσωτερικό δυναμικό των μελών του – εδώ κινήθηκαν και τραγούδησαν με φωνητική και σωματική επάρκεια, αλλά ο αφύσικος λόγος τους μαρτυρούσε ότι δεν κατανοούσαν τι ένιωθαν και τι έλεγαν.

    Πολλά ήταν, εξάλλου, τα ολισθήματα στην υποκριτική εργασία των ηθοποιών. Με πρώτη την Ταμίλλα Κουλίεβα (Μήδεια), που, χωρίς αποχρώσεις και φορτισμένη από ένα στομφώδη θυμό, εξουδετέρωσε τη δυνάμει ενδιαφέρουσα σκηνική της παρουσία. Από τους άλλους ερμηνευτές ξεχώρισαν ο Δημήτρης Ήμελλος (Κρέοντας) και ο Άρης Τρουπάκης (Άγγελος)∙ ήταν άμεσοι, με κατακτημένη τεχνική και έλεγχο των εκφραστικών τους μέσων.

    Καλές, μέτριες ή κακές επιδόσεις υπάρχουν σε όλες τις σκηνοθετικές προτάσεις. Επειδή όμως ζητούμενο είναι η αποκατάσταση επαφής με τα τραγικά κείμενα, και αυτή μπορεί να προέλθει μέσα από νέες οπτικές γωνίες, είναι άδικο να αποθαρρύνουμε εμπαθώς αυτούς που, στα παρθενικά τους βήματα, αποτυγχάνουν. Υπάρχει πάντα η επόμενη φορά.

    28.08.2003, Πετάση Ελένη «Μήδεια – Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου», Time Out Athens

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Γαμοπίλαφο με σος Μήδεια

    Έγραφα το Σάββατο πως ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθέτησε στην Επίδαυρο την πλήρη αμηχανία του αλλά συνάμα παγιδεύτηκε στα αδιέξοδα των υποκριτικών μεθόδων

    Έγραφα πως ο Στάθης Λιβαθινός ακολουθώντας τη σχολή του, σχολή του ψυχολογικού ρεαλισμού, μια επιστημονικότερη και συστηματικότερη, αλλά και σχηματικότερη εξέλιξη της μεθόδου Στανισλάβσκι, δεν κατενόησε πως τα τραγικά κείμενα ερμηνεύονται εκ του λόγου. Ο λόγος δεν είναι επενδυτής, φόρεμα, κάλυμμα. Είναι το σώμα και η ουσία της μιμήσεως. Ο Λιβαθινός είναι εκ της παιδείας του φορμαλιστής, μιας ένδοξης κατά τα άλλα ερμηνευτικής σχολής που, όπως και η σημειολογία αλλά και η αποδόμηση, κυριολεκτικά κώλωσαν μπροστά στα θεατρικά τραγικά κείμενα και στη δομική τους λιτότητα.

    Ποια φόρμα να αναλύσει ο φορμαλιστής όταν οι «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου έχουν ακριβώς ίδια δομή, σύνθεση και διαίρεση με την «Ελένη» του Ευριπίδη. Η ουσία (άγνωστη και απαγορευμένη λέξη στους δομιστές και στους φορμαλιστές) είναι ο Λόγος, όχι η λέξη αλλά το μέγιστον πάντων ο Μύθος και η των «πραγμάτων» σύστασις. Λόγος στα αρχαία ελληνικά δεν σημαίνει «λόγια» σημαίνει «οργάνωση της σκέψης» ή κάτι ανάλογο. Αυτή η έλλειψη επαφής με τον πυρήνα του τραγικού Λόγου ήταν εμφανής και τραυματική στη «Μήδεια» του Λιβαθινού.

    Δεν τον ενδιέφερε τίποτε άλλο από τη φόρμα. Φαινόταν ότι εκκινούσε, κατά την πάγια μέθοδο της Σχολής του, από τους αυτοσχεδιασμούς. Κατ’ αρχάς αυτοσχεδίασε η Μανωλοπούλου. Έφερε ως σκηνικό κάποια στιγμή μια πισίνα, «τεκμηριώνοντας» την άποψή της ότι η υπόσταση της ηρωίδας είναι «νερένια». Παρανάγνωση ή προδοσία του θεμελιώδους μύθου του έργου. Ουσία της Μήδειας είναι το πυρ, εγγονή του Ήλιου, μάγισσα (το πέπλο που στέλνει στη Γλαύκη την κατακαίει), σύμβολο του πυρός που δημιουργεί και καταστρέφει.

    Εξάλλου στο γενέθλιό της Καύκασο τιμωρήθηκε ο Πυρφόρος Προμηθέας. Αφού αυθαίρετα η πισίνα θεωρήθηκε εύρημα και έλυσε πολλά προβλήματα υποκριτικής συμπεριφοράς (το μπες-βγες με βαριά τουαλέτα στην πισίνα, τα κόκκινα φωτάκια, οι ξυπόλητες κοπέλες του χορού που έχουν αφήσει τα γοβάκια τους και πλατσουρίζουν είναι μια καλή εξαπάτηση του κοινού να μην προσέχει τους μονότονους σχοινοτενείς μονολόγους του Ευριπίδη), οργανώθηκε γύρω απ’ αυτήν, τι άλλο, μια κοσμική δεξίωση γάμου. Μετά ως αυτονόητο επακόλουθο ήρθαν τα κοστούμια: νυφικά. Αλλά νύφες χωρίς γαμπρούς; Εξάλλου η Πειραματική Σκηνή έχει και άντρες ηθοποιούς. Άρα να, οι γαμπροί, λιγότεροι, βέβαια, υπάρχει ως γνωστόν γενική λειψανδρία.

    Κι αφού υπάρχει σε κάθε δεξίωση (ο πειρασμός με οδηγεί να συμπεράνω πως πρότυπο πισίνας και γαμήλιας δεξίωσης είναι οι λαμβάνουσες χώρα στο Ekali Club) ορχήστρα, ναι θέλουμε και ορχήστρα επί σκηνής, βάλε κι ένα άσπρο πιάνο με ουρά. Κορίτσι από σπίτι η Μήδεια δεν θα ήξερε μουσική. Ας παίξει κάποια στιγμή και πιάνο. Εξάλλου ένα πιάνο με ουρά είναι κάτι σαν ντουλάπα, το ανοίγεις και να, βρίσκεις ως μάγισσα το μαγικό δηλητηριώδες πέπλο και πάει λέγοντας.

    Είναι δυνατόν οι αριστοκράτες μιας δεξίωσης να είναι χορός τραγωδίας; Όχι. Ο Ευριπίδης θέλει χορό Κορινθίων γυναικών που στην αρχή συμπαρίστανται στο δράμα της προδομένης γυναίκας, αλλά αργότερα ενώπιον της ενδεχόμενης παιδοκτονίας υψώνουν τις πολιτισμικές τους και ως εκ τούτου ηθικές τους απώσεις. Τι κάνουν τα κοσμικά ζευγάρια μπροστά στο δράμα μιας αλλοδαπής. Γελάνε, κάνουν πλάκα, περιπαίζουν και για να της συμπαρασταθούν αργότερα (!) πέφτουν μαζί της χωρίς γοβάκια (είναι εξάλλου πολύ της μόδας η ξυπολησιά και η βουτιά στην πισίνα) στο νερό.

    Αλλά υπάρχει και ο έρμος συνθέτης. Ο ταλαντούχος Αμπαζής περιορίστηκε στο ρόλο ενός διασκεδαστή που γράφει για ένα τρίο (πιάνο, πνευστά) χορευτική μουσικούλα και ραδιοφωνικές γέφυρες και χαλιά, που ενίσχυαν συναισθηματικά τους ηθοποιούς που κραύγαζαν για να τα σκεπάσουν. Τα ωραιότατα, από τα αριστουργήματα της αρχαίας τραγικής ποίησης, χορικά του Ευριπίδη έγιναν σπαστά, κομματιαστά, ατακούλες στα στόματα των κοσμικών δεσποινίδων και των γιάπηδων γαμπρών. Όλα θύμιζαν κομπαρσαρία του ’60, όπου ο φιλάνθρωπος σκηνοθέτης έδινε από μια λεξούλα στον καθένα για να μην παραπονιέται.

    Αλλά το γούστο το είχε η μοναδική μελωδία που ακούστηκε. Στην αρχή και στο τέλος της παράστασης τα κοσμικά νιόγαμπρα έψαλαν ένα νοσταλγικό τραγούδι για τη «Μακρινή Κολχίδα»! Σας λέω εκεί ο καθένας έπαιζε τον χαβά του. Αν υπήρχε υποτυπώδης ανάγνωση του κειμένου και έπρεπε να εξαρθεί η μοναξιά μιας ξένης σε ένα αφιλόξενο πολιτισμικό περιβάλλον ακόμη κι η μουσική θα έπρεπε να την απομονώνει, να την αλλοτριώνει. Όχι, ο χορός των εγχωρίων τραγουδά νοσταλγικά για την Κολχίδα σε μελωδία που αντλούσε τρόπους από Γεωργιανά μοτίβα!! Αφήστε που το όλον θύμιζε, σκηνικά και χορογραφικά, το «Κλάψε Αρτζεντίνα» του μιούζικαλ «Εβίτα»! Έχω μιαν υποψία: Ο Λιβαθινός δουλεύοντας με τους συντελεστές πάνω στην αυτοσχεδιαστική του μέθοδο, κάπου έφτασε σε αδιέξοδο. Αμηχανούσε. Ποιος θα συνέθετε τα σκόρπια και αλλοπρόσαλλα μεταξύ τους αυτοσχεδιαστικά μοτίβα.

    Είχε έναν Κρέοντα που έμπαινε στη σκηνή ως γλεντοκόπος και θρασύς (το κείμενο λέει πως φοβάται και αργότερα υποχωρεί γιατί είναι μαλακός και καλός άνθρωπος!) κρατώντας δύο χρυσά ποτήρια. Γνωστό μοτίβο από σκηνοθεσία του Στούρουα. Πώς δένει αυτό με το σχοινάκι που πηδάει ο παιδαγωγός, τον οποίο κυριολεκτικά καβαλάνε τα παιδιά της Μήδειας; Η λύση υπάρχει στους συντελεστές. Υπάρχει χορογράφος η Μαριέλα Νέστορα. Τι έκανε ο Ρώσος συντελεστής Αντρέι Στσούκιν; Κινησιολογία γράφει το πρόγραμμα. Αυτό έκανε. Έδεσε προφανώς μεταξύ τους τα ασύνδετα, αλλοπρόσαλλα, αντιφάσκοντα μοτίβα.

    Διανομή ευθυνών και φορμαλισμός

    Υπάρχει κι άλλο ενδιαφέρον στη διανομή ευθυνών. Η Ρωσίδα Ιρίνα Πρόμπτοβα έκανε τη φωνητική προετοιμασία. Αυτό λέγεται φορμαλισμός. Δίδασκε φωνές ερήμην της ελληνικής γλώσσας. Η τοποθέτηση της φωνής, ο ρυθμός του λόγου, η μουσικότητα της εκφοράς είναι ανεξάρτητη από τη σύνταξη, τις αναλογίες φωνηέντων και συμφώνων από τους κύριους και δευτερεύοντες τονισμούς της γλώσσας; Αχταρμάς!

    Θα πείτε και τι έκανε ο Λιβαθινός. Δίδαξε υποκριτική, σχέσεις προσώπων. Η υποκριτική που είδαμε κι ακούσαμε στην Επίδαυρο γύριζε το θέατρο στην εποχή της Κοτσάλη, στο μεσοπόλεμο. Ρεαλιστικός στόμφος, ηθογραφία κωμειδυλλίου και υποκριτική σίριαλ. Ξεχαρβαλωμένες φωνητικές χορδές που ωρύονταν μονότονα, μονόχορδα, σχεδόν ούρλιαζαν σαν Ρωμαίοι εκατόνταρχοι.

    Μια κακή παράσταση είναι καμιά φορά καθήκον για έναν σκηνοθέτη. Η «Μήδεια» δεν ήταν κακή παράσταση, ήταν μια αήθης παράσταση, αφού προσέβαλε κατ’ αρχάς τον ποιητή εν ονόματι του οποίου έγινε και η είσπραξη! Προσέβαλε έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές που φιλοδόξησε σεμνά να κατέβει στο μεταφραστικό στίβο. Έφτυσε πάνω στον λυρισμό του, αποδιοργάνωσε τη λογική των στίχων του και εξαφάνισε μέσα στη βαβούρα το μισό κείμενο.

    Ήταν άηθες αυτό το πιλάφι με σος Μήδεια γιατί προσέβαλε την υποκριτική τέχνη. Δεν θα πω την παράδοση, βράστην την παράδοση, την υποκριτική τέχνη ως καλλιτεχνική έκφραση της ανθρώπινης λαλιάς και του ψυχισμού των πολιτισμένων ανθρώπων. Και η αήθης αυτή πράξη γινόταν εγκληματικότερη γιατί εξέθετε στη δημόσια χλεύη ανώριμους, νέου ηθοποιούς αναμφισβήτητα ταλαντούχους, που φάνταζαν κύμβαλα.

    Αν δεν ήξερα πόσα σημαντικά προσόντα έχει δείξει ο Μαυριτσάκης (Ιάσων) στα χέρια π.χ. του Γιώργου Μιχαηλίδη μ’ ό,τι είδα θα τον έστελνα να κόψει ξύλα.

    Μένει η χαρισματική Κουλίεβα. Γνωρίζει πόσο την εκτιμώ. Θα την ικετεύσω να ξεχάσει αυτό που υπέστη και μας υποχρέωσε να υποστούμε. Να μη βάλει αυτό «το πράγμα» στο βιογραφικό της και άλλη φορά να μην ταυτίζει τις εύλογες φιλοδοξίες της με τις αλαζονείες ενός ταλαντούχου αλλά επηρμένου σκηνοθέτη.

    Στάθη Λιβαθινέ, γύρισε σ’ αυτό που ξέρεις καλά, στον Γκόγκολ και στον Ρατζίνσκι.

    18.08.2003, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Γαμοπίλαφο με σος Μήδεια», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Πάρτι by the pool

    «Μήδεια» του Ευριπίδη στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού για το Εθνικό Θέατρο

    Με απέραντο θυμό αλλά και με ψυχραιμία. Με χτυπήματα μανιασμένα αλλά απόλυτα υπολογισμένα. Η πάλη των αντιθέσεων δεν γέννησε ποτέ πλάσματα πιο γοητευτικό και πιο τρομακτικό συνάμα.

    Εγγονή του Ήλιου, με θεϊκή καταγωγή, και όμως σφαδάζει στα πλοκάμια των ανθρώπινων παθών. Από χώρα μακρινή, από την άκρη της Μαύρης Θάλασσας, μια ξένη σε έδαφος ελληνικό, μια ξένη που όμως ορκίζεται στους θεούς των Ελλήνων μιλάει όπως αυτοί. Προδομένη, εγκαταλειμμένη, χωρίς συμμάχους, και όμως αποφασισμένη, απτόητη, άφοβη. «Όχι γυναίκα αλλά θηρίο ανήμερο», όπως λέει ο Ιάσων, πιο άγριο και από τη Σκύλλα.

    Όχι γυναίκα αλλά άνδρας, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, παρ’ όλο που η ίδια υποστηρίζει αρχικά ότι είναι μια γυναίκα όπως όλες, υποφέρει και εξοργίζεται όπως αυτές όταν την αδικηθούν. Πώς όμως μπορεί η Μήδεια να χωρέσει στην ίδια κατηγορία με τις υπόλοιπες γυναίκες; Αν δεν είναι διατεθειμένη να υποστεί τον εξευτελισμό, αν δεν είναι αδύνατη και ευάλωτη, αν αρνείται να παίξει τον παθητικό ρόλο της, τότε πώς μπορεί να είναι «γυναίκα»;

    Η ίδια βλέπει τον εαυτό της όχι μόνο ως περιφρονημένη σύζυγο, αιχμάλωτη του ερωτικού πόθου της, αλλά και ως σπουδαία προσωπικότητα με χρέος απέναντι στον εαυτό της και στην καταγωγή της να επιτρέψει τη νίκη των αντιπάλων της. Νιώθει αντιμέτωπη με την υπέρτατη δοκιμασία απέναντι στην οποία δεν πρέπει επ’ ουδενί να λιποψυχήσει: «νυν αγών ευψυχίας» λέει με λόγια που θα ταίριαζαν σε έναν Αχιλλέα ή έναν Αίαντα. Το πιο ατιμωτικό για ένα ήρωα είναι να γίνει περίγελως του κόσμου, και αυτό η Μήδεια δεν θα το επιτρέψει σε καμία περίπτωση, όποιον και αν είναι το τίμημα. Το πνεύμα του πολεμιστή ενάντια στο μητρικό ένστικτο. Η επιθυμία για δόξα ενάντια στις προδιαγραφές του ρόλου της γυναίκας. Πλασμένη για το πρώτο, βρίσκεται εγκλωβισμένη στο δεύτερο. Μέσα από αυτή τη σύγκρουση γεννάται η τραγική συνειδητοποίηση ότι μόνο με πράξεις αποτρόπαιες θα υποδείξει την υπεροχή της.

    Αν όχι άνδρας, σίγουρα γυναίκα τόσο μοναδική που υπονομεύει και ανακατασκευάζει όλες τις στερεοτυπικές αντιλήψεις για το φύλο της. Αντιλήψεις τις οποίες φυσικά η ίδια πρώτη χρησιμοποιεί προκειμένου να επιτύχει τους στόχους της. Αντιμετώπιση με την ανδρική εξουσία θα υιοθετήσει όλα τα προσωπεία και όλες τις συμπεριφορές που αναμένονται παραδοσιακά από μέρους της. Θα γίνει καλή, γλυκιά, θα παρακαλέσει, θα επιδείξει την αδυναμία της, θα επικαλεσθεί τη μητρική της ιδιότητα, το ανίσχυρο της θέσης της και των παιδιών της. Και με αυτά τα δίχτυα θα πιάσει τους εχθρούς της αποκαλύπτοντας το αληθινό μέγεθος της δύναμης και της ευφυΐας της αλλά και της λυσσαλέας, καταστρεπτικής μανίας.

    «Μέσα από τις στάχτες / Ανυψώνομαι με τα κόκκινα μαλλιά μου / και τρώω τους άνδρες σαν τον αέρα»: η γυναίκα-τιμωρός της Σύλβιας Πλάθ, η Μήδεια απόλυτη απειλή προς το ανδρικό φύλο, προς όλους τους απογόνους όλων των ανδρών, η γυναικεία σεξουαλικότητα στην πιο τρομακτική εκδοχή της. Τόσο που αδυνατεί να χωρέσει στη υπάρχουσα κοινωνική και ηθική τάξη των πραγμάτων εδώ κάτω στη Γη. Ο Ευριπίδης χαρίζει στην ηρωίδα του τον θρίαμβο μιας θεαματικής εξόδου, πάνω στο υπέρλαμπρο άρμα του Ήλιου να σκαρφαλώνει στους ουρανούς, θέση προνομιούχα που συνήθως στα έργα του φυλάει για τους από μηχανής θεούς.

    Το ερώτημα που τίθεται εδώ, με αφορμή την παράσταση που είδαμε στην Επίδαυρο, είναι γιατί κάποιοι σκηνοθέτες επιλέγουν τη «Μήδεια» όταν είναι φανερό ότι αδυνατούν να αντιμετωπίσουν το τραγικό βάρος της. Ο Στάθης Λιβαθινός στην προσπάθειά του να μας δώσει μια παράσταση απαλλαγμένη από τα κλισέ του στόμφου και του faux μεγαλείου πήγε στο άλλο άκρο και μας έδωσε μια «Μήδεια» φαιδρή και ανόητη, αραιωμένη και ξεχαρβαλωμένη σε βαθμό μετάλλαξης.

    Το κλίμα, το ύφος, η όψη της παράστασης, όλα παρέπεμπαν περισσότερο σε σαιξπηρική κωμωδία παρά σε τραγωδία. Χαρούμενα κοριτσόπουλα να ανεβοκατεβαίνουν λευκοντυμένα τα σκαλιά παίζοντας κυνηγητό με τους καβαλιέρους τους, χαχανίζοντας εκστασιασμένες υπό τους ήχους του πιάνου λες και βρίσκονταν σε πάρτι παραθαλάσσιου ξενοδοχείου για τις ντεμπυτάντ της πόλης. Το μεγάλο στοίχημα: να κάνουν όσο το δυνατόν περισσότερες περιστροφές με την τουαλέτα τους ενώ εκστομίζουν χαρωπά την ατάκα τους.

    Μια γενικότερα χαζοχαρούμενη διάθεση επικρατούσε στην ατμόσφαιρα, η αίσθηση ότι μέσα από ηλίθια τεχνασματάκια ο σκηνοθέτης επιχειρεί να γεμίσει το σκηνικό χώρο και να εκτονώσει την αμηχανία του. Αδικαιολόγητες δραματικές επιλογές, ο Χορός να αντιδρά κοροϊδευτικά στην ομολογία πόνου της ηρωίδας – ενώ είναι εμφανές από το κείμενο ότι η Μήδεια είναι για τους Κορίνθιους μια σεβαστή φιγούρα – και γενικώς απαντά με γέλια σε κάθε ευκαιρία, λες και άνθρωπος δεν έχει ξανακούσει πιο διασκεδαστική φράση από το «είσαι αξιολύπητη» ή από το «έχει απλωθεί παντού η ατιμία».

    Το στάσιμο για την κατάρα του έρωτα, με τα ζευγαράκια να χορεύουν ενώ βιώνουν διάφορες σκηνές ζηλοτυπίας και μικροαστικά μίνι δράματα του τύπου «θέλω να ‘ρθω να σ’ αρπάξω από την άλλη» συναγωνίζεται σε γελοιότητα με το στάσιμο για την αγωνία των γονέων, το οποίο αποδίδεται με τα μέλη του Χορού να τσαλαβουτούν στην πισίνα βυθισμένοι ως τα γόνατα σε φρενήρη υπαρξιακή αναζήτηση σχετικά με το νόημα και τις επιδράσεις της τεκνοποίησης (η μετάφραση του Στρατή Πασχάλη στην πιο αφελή στιγμή της: «Τι ωφελεί να ‘χεις παιδιά λοιπόν; Γιατί τα κάνουμε;»).

    Και φυσικά η ίσια πισίνα, μεγάλη, εντυπωσιακή, να δεσπόζει στην ορχήστρα και να δίνει σε κάθε συμμετέχοντα τη μοναδική ευκαιρία να κάνει τουλάχιστον πέρασμα από τα νερά της για να δροσιστεί, να ανανεωθεί και να επιστρέψει εκ νέου στη δράση. Η «Μήδεια» ως εξοχική σαπουνόπερα και το ζεύγος πλουσίων να διαπληκτίζεται για το επίμαχο ζήτημα της απιστίας φορώντας λευκά και εκτοξεύοντας κατάρες από τη μια άκρη της πισίνας στην άλλη.

    «Ακούστε τι θα κάνω. Δεν είναι ευχάριστο….» ανακοινώνει η Ταμίλα Κουλίεβα με ύφος σκανδαλιάρικο στους καλεσμένους της λες και αποφάσισε τελευταία στιγμή να αλλάξει το μενού γιατί της ήρθε μια πιο πρωτότυπη ιδέα, κάτι σε σάρκα μικρών παιδιών. Ναζιάρα και τσαχπίνα τη μια, υπεραγχωμένη την άλλη, η Μήδεια ως υστερική hostess που είναι διατεθειμένη να τα κάνει όλα, ακόμη και τον κλόουν, προκειμένου να γίνει αρεστή και να κερδίσει τις εντυπώσεις της βραδιάς, χάνει όμως σταδιακά τον έλεγχο και αρχίζει τα ουρλιαχτά όταν τα πράγματα ξεφεύγουν από το πλάνο της.

    Κάκιστη η Κουλίεβα, αλλά κάκιστος και όλος ο θίασος. Ο Γιάννης Μαυριτσάκης μας έδωσε έναν Ιάσονα φλου, χωρίς συγκεκριμένη ταυτότητα, που διεσώθη ελαφρώς στο τελευταίο του μονόλογο. Μοναδικό ίσως φωτεινό σημείο της παράστασης, η ερμηνεία του Άρη Τρουπάκη: ένας Άγγελος χωρίς τερτίπια, μεστός και προσγειωμένος ο μόνος που έμοιαζε να έχει συναίσθηση των όσων διακυβεύονταν.

    17.08.2003, Λοϊζου Στέλλα «Πάρτι by the pool», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Υποβολείο

    […] Εκεί που κυρίως δεν το περιμέναμε μας στενοχώρησε η «Μήδεια» του Στάθη Λιβαθινού με το Εθνικό Θέατρο στην ερμηνεία των ρόλων – των δύο βασικών κυρίως, Μήδειας και Ιάσονα (το αλλούτερο της Τροφού είναι άλλη ιστορία). Για «νεωτεριστικές προκλήσεις» σε σκηνικό, κοστούμια, μουσική, Χορό κ.λπ. σπερμολογούσαν προ παραστάσεως διάφοροι καλοθελητές, αλλά η ρύθμιση των ερμηνειών Μήδειας και Ιάσονα σε μια στομφώδη, ώρες ώρες ακόμη και παλιομοδίτικη, διαπασών ήταν, νομίζω, η μεγάλη (και δυσάρεστη) έκπληξη. Ενώ είχαν εξαιρετικές στιγμές τόσο η Ταμίλα Κουλίεβα όσο και ο Γιάννης Μαυριτσάκης. Ήταν Μήδεια και Ιάσονας. Θα μπορούσαν να σκίσουν. Κι εκείνη η διαβόητη πλέον πισίνα! Ωραίο εύρημα, «σημαίνον», αλλά μηδέν άγαν. Πολύ το πλατσούρισμα. Πάρα πολύ! Μέσα στη χαρά ορισμένοι σκηνοθέτες και σκηνοθετίσχοι μετά την πρεμιέρα της «Μήδειας» στην Επίδαυρο. Κόρφος στο μάτι τους η επιτυχημένη δουλειά του Λιβαθινού στην Πειραματική του Εθνικού, και εν γένει στο θέατρό μας, κι ήπιαν σερμπέτι, οι καημένοι, για «το ναυάγιο, το αύτανδρο!», όπως θριαμβολογούσε μια μουσίτσα. Για δική της παράσταση (της μουσίτσας) κανείς ποτέ τίποτα δεν προσδόκησε. Και κάποια ιοβόλος γλώσσα μου ψιθύρισε στ’ αυτί, δείχνοντάς μου τους πολλούς παπάδες που περιέργως είχαν έρθει στην πρεμιέρα της «Μήδειας»: «Αυτούς για τον αφορισμό τους έφεραν;». […]

    17.08.2003, Αγγελικόπουλος Βασίλης «Υποβολείο», H Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Οι σοφοί δεν είναι αλαζόνες

    Το 1987 η Τζένη Καρέζη και ο Κώστα Καζάκος που είχαν ήδη συνεργαστεί με τον μεγάλο, μακαρίτη πια, Ρώσο σκηνοθέτη Εφραίμοφ με έργα ρώσικα, πρότειναν να σκηνοθετήσει στην Επίδαυρο την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή.

    Ο σοφός εκείνος καλλιτέχνης, που δεν είχε ποτέ καταπιαστεί, σε όλη τη μακρόχρονη και διάσημη εκτός Σοβιετικής Ένωσης καριέρας του, με ερμηνεία του αρχαίου ελληνικού δράματος, ζήτησε κατ’ αρχήν να δει το χώρο του αρχαίου θεάτρου, αφού βέβαια είχε διαβάσει εξαντλητικά στη γλώσσα του το αριστούργημα του Σοφοκλή και είχε ακούσει, τουλάχιστον ως ήχο, κρατώντας τη ρωσική μετάφραση μπροστά του, τον γράφοντα να διαβάζει τη μετάφρασή του στα ελληνικά, την ίδια που είχε πρωτοπαίξει η Βαλάκου το 1972 και η Ασπασία Παπαθανασίου το 1976.

    Όταν ο Εφραίμοφ γύρισε από την Επίδαυρο δήλωσε ταπεινά πως δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στην ευγενική πρόσκληση των δύο θιασαρχών, γιατί και ο τόπος του υπαίθριου θεάτρου τον τρομοκράτησε και δεν γνώριζε καθόλου το τραγικό είδος. Σε εκτενή τότε συζήτηση που έγινε, διαπιστώσαμε όλοι, ανατρέχοντας στη ρωσική και στη σοβιετική παραστασιολογία πως οι μεγάλοι Ρώσοι σκηνοθέτες, από τον Στανισλάβσκι έως τον Βαχτάνγκοφ και από τον Μέγερχολντ έως (τότε) τον Λιουμπίμοφ, τον Εφραίμοφ, τον Εφρός, ακόμα και τον Γεωργιανό Στούρουα (που καινοτομούσε τότε στην Τιφλίδα), δεν είχαν καταπιαστεί με αρχαίο δράμα, είτε γιατί ήταν έξω από τις πολιτικές παραδόσεις τους, είτε γιατί προσέκρουε στην αισθητική της μεθόδου τους, είτε γιατί η δομική του μορφή αντέφασκε με τον ρωσικό φουτουρισμό και τον μηχανικό φορμαλισμό που καλλιέργησε ο σοβιετικός μοντερνισμός.

    Αργότερα καταλάβαμε όλοι πόσο σοφά είχε αντιδράσει ο Εφραίμοφ, όταν είδαμε την «Ηλέκτρα» (που χωρίς δισταγμούς δέχτηκε να σκηνοθετήσει στην Επίδαυρο) και τον «Οιδίποδα» του Στούρουα και την «Ηλέκτρα» και τη «Μήδεια» που σκηνοθέτησε στο Μέγαρο Μουσικής ο Λιουμπίμοφ. Ας σημειώσω εδώ πώς οι δύο αυτοί σκηνοθέτες δεν αποπειράθηκαν έκτοτε να δοκιμάσουν κάτι ανάλογο στη χώρα τους. Από τους Ρώσους σκηνοθέτες μόνο ο Οχλόπκοφ ανέβασε μια μεγαλοπρεπή «Μήδεια», που απογειώθηκε όταν έπαιξε ελληνικά το μέρος της Μήδειας στη Μόσχα η Ασπασία Παπαθανασίου. Ακόμη και σήμερα, 40 χρόνια μετά, στη Μόσχα και στην Τιφλίδα η Παπαθανασίου αντιμετωπίζεται ως θείον τέρας και συχνά όταν περιδιαβάζει στους δρόμους αυτών των πόλεων, γηραιοί πολίτες, παλιοί θεατές της σκύβουν και της φιλούν το χέρι.

    Ο Εφραίμοφ, ο Στούρουα, ο μεγάλος χορογράφος Αλεξίντζε, ο Σμοκτουνόφσκι, η Λάμπροβα έκλαιγαν όταν άκουγαν το όνομά της, γιατί έβλεπαν στην τέχνη της (αλλά και στην τέχνη άλλων Ελλήνων ηθοποιών και σκηνοθετών που επισκέφθηκαν τη Σοβιετική Ένωση, Ροντήρης, Μινωτής, Κουν, Βολανάκης, Ευαγγελάτος) κάτι τελείως έξω από τη δική τους υποκριτική και ερμηνευτική παράδοση, πέρα από τον παγκόσμιο πάγιο θαυμασμό για τη μεγάλη ελληνική τραγική ποίηση.

    Αν αναφέρομαι σε όλα αυτά σήμερα είναι για να προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί ένας ρωσοσπουδαγμένος Έλληνας σκηνοθέτης που είχε δώσει έως τώρα έξοχα δείγματα ερμηνευτικής προσέγγισης σε κλασικά ευρωπαϊκά, νεοκλασικά, σύγχρονα, αλλά και πεζογραφικά και ποιητικά κείμενα, από έπαρση και άγνοια, από υπεροψίαν και μέθην, από επιπολαιότητα και ματαιοδοξία (τις οίδε;) έφθασε στο φιάσκο της «Μήδειας» που είδαμε με τον θίασο του «Εθνικού Θεάτρου» στην Επίδαυρο.

    Ο Στάθης Λιβαθινός υπήρξε μαθητής μου στη σχολή Πέτρου Κατσέλη, όπου δίδασκα μαζί με το θείο του Μάνο Κατράκη. Και με τη δική μου συστατική επιστολή έφυγε για πανάξιες σπουδές στη Μόσχα. και επιστρέφοντας δικαίωσε την εμπιστοσύνη των δασκάλων του.

    Πώς λοιπόν έφθασε σε αυτήν την απόλυτη αποτυχία για την οποία είναι υπεύθυνος αποκλειστικά. Κάνω εδώ μια παρένθεση για να θυμίσω κάτι που έχω ξαναγράψει. Το 1961 ο Θεόδωρος Κρίτας μου ανέθεσε μέσω του δασκάλου μου του Ροντήρη να ξεναγήσω στα αρχαιολογικά Μουσεία (μόλις τότε και πτυχιούχος της Αρχαιολογίας) τον Ηλία Καζάν. Στην αποκαλυπτική εκείνη συνάντησή μου με το ιερό τέρας του αμερικανικού θεάτρου και κινηματογράφου πληροφορήθηκα πως ο Καζάν σκόπευε να σκηνοθετήσει «Ορέστεια». Τον ξενάγησα ιδιαίτερα στις μυκηναϊκές και στις κλασικές συλλογές του Αρχαιολογικού Μουσείου για να συλλάβει το πνεύμα, το ήθος, το ύφος και τα κοινωνικά συμφραζόμενα του πολιτισμού που αναφέρεται ο μύθος της «Ορέστειας» και του πολιτισμού που αποτυπώνεται στο έργο του Αισχύλου. Στο τέλος της επίσκεψή μας, βρεθήκαμε στον «Παρνασσό», όπου ο Ροντήρης έκανε πρόβες της «Ορέστειας» για την περιοδεία της Αμερικής. Ο Καζάν έπαθε αισθητικό σοκ από την προσέγγιση του Έλληνα καλλιτέχνη και επί τόπου δήλωσε πως παραιτείται από κάθε προσπάθεια να ανεβάσει αρχαίο δράμα, γιατί δεν το καταλαβαίνει, είναι έξω από τη μέθοδο δουλειάς του. Και δεν ανέβασε ποτέ τραγωδία ούτε αυτός ούτε κανένας άλλος από το υποκριτικό κλίμα του Actor’ s Studio. Αλήθεια σκεφτήκατε ποτέ γιατί δεν έπαιξε τραγωδία ο Μπράντο, ο Νιούμαν, ο Στάιγκερ, ο Μιούνι κ.ά.

    Δεν αναφέρθηκα τυχαία στη Σχολή της αμερικανικής υποκριτικής. Είναι, με παραλλαγές, η μέθοδος Στανισλάβσκι, το περίφημο «Σύστημα». Αυτό έμαθε, αυτό διδάσκει και σ’ αυτό ευδοκίμησε ο Στάθης Λιβαθινός.

    Και γιατί οι σοφοί δάσκαλοι του σκηνοθετικού του ιδιώματος δεν υπέκυψαν στη φιλοδοξία μιας απόπειρας ερμηνείας αρχαίου δράματος; Γιατί είχαν συνείδηση της μεθόδου με την οποία προσέγγιζαν τα έργα που σκηνοθετούσαν. Η μέθοδος αυτή, και έτσι δουλεύει ο Λιβαθινός, προϋποθέτει μια προετοιμασία ψυχοσωματική του ηθοποιού που εδράζεται στον αυτοσχεδιασμό. Ο ηθοποιός με ποικίλες ασκήσεις, με επιστράτευση της υποκριτικής του φαντασίας, δοκιμάζει και δοκιμάζεται σωματικά. Για να φτάσει στο κείμενο έχει διαμορφώσει, ύστερα από απορρίψεις και παραλλαγές, τη στάση, την έκφραση του σώματος και έχει «βρει» τη φωνή και τον ψυχολογικό πυρήνα του ρόλου. Τότε αυτό το επενδύει με το κείμενο.

    Έτσι για χρόνια δούλευε και ο Κουν, ώσπου, όταν μπήκε στο χορό της τραγικής ερμηνείας, άλλαξε πλήρως μέθοδο.

    Το αρχαίο θέατρο δεν είναι ψυχολογικό. Δεν έχει χαρακτήρες. Έχει μορφές. Το παν ενυπάρχει μέσα στο λόγο, δραστικό και λυρικό. Πρέπει να εκκινήσει κανείς για να το κατακτήσει ως θεατρική ουσία, από τον ρυθμό, από τις ποιητικές εικόνες και τον ήχο τους, από τη μουσική του δομή. Ανεξάρτητα από τις γενικές αφέλειες του νιτσεϊκού πρωτόλειου, η τραγωδία κατάγεται από την ουσία της Μουσικής.

    Ο Στάθης Λιβαθινός και η Σχολή του είναι φορμαλιστές, η τραγωδία είναι μίμησις πράξεως. Το δυστύχημα είναι πως πολλοί θα ξεστραβώνονταν αν είχαν μελετήσει το έξοχο έργο ερμηνευτικής της «Ποιητικής» του Αριστοτέλη του Στέλιου Ράμφου: «Μίμησις εναντίον Μορφής» και το δυστυχώς αμετάφραστο ολόκληρο ακόμη στη γλώσσα μας αριστούργημα του Αούερμπαχ: «Μίμησις».

    Θα επανέλθω αναλυτικά τη Δευτέρα για να εξηγήσω το απόλυτο ερμηνευτικό κενό της πιο αμήχανης και συνάμα επηρμένης παράστασης αρχαίας τραγωδίας που είδαμε στην Επίδαυρο.

    16-17.08.2003, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Οι σοφοί δεν είναι αλαζόνες», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η απογοήτευση

    Να ξεφύγει από τα «καθιερωμένα» είχε την πρόθεση ο Στάθης Λιβαθινός με τη «Μήδεια» του Ευριπίδη που ανέβασε για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου. Το πρώτο και βασικό λάθος ήταν, ίσως ότι επέλεξε για την παράστασή του όχι μια αίθουσα κλειστή ή έστω ένα νταμάρι, αλλά την Επίδαυρο. Ένα θέατρο που «ξερνάει» κάθε νεωτερισμό. Ο σκηνοθέτης είχε την ενδιαφέρουσα άποψη να παρουσιάσει την τραγωδία της Μήδειας, που εκδικείται την εγκατάλειψή της από τον Ιάσονα σφάζοντας τα δυο παιδιά τους, αφενός σαν ένα είδος «φλας μπακ», αφετέρου τονίζοντας το στοιχείο ότι η ηρωίδα είναι ξένη. Από εκεί και πέρα… Μια ομάδα καλλιτεχνών που εκτιμώ βαθιά σαν να έχασε το μπούσουλα. Από το Στρατή Πασχάλη, που η μετάφρασή του έμοιαζε άτολμη και στεγνή, ως την Ελένη Μανωλοπούλου, που αγνόησε τις καμπύλες της Επιδαύρου και με τις ευθείες γραμμές και τις γωνίες του σκηνικού της συγκρούστηκε μετωπικά με το «όστρακο» του Πολυκλείτου.

    Ο σκηνοθέτης μου έδωσε την αίσθηση της αμηχανίας ακόμη και στο στήσιμο της παράστασης. Ένας μεγάλος Χορός –γυναίκες με λευκές τουαλέτες και άντρες με λευκά βραδινά κοστούμια- «εξατομικευμένος», που «ψάχνει» πού και πώς θα σταθεί, στριμώγματα –το εναπομένον ελεύθερο από το σκηνικό, τμήμα της ορχήστρας, χορογραφίες της Μαριέλας Νέστορα που παρέπεμπαν στο μιούζικαλ, μουσικές ανομοιογενείς με ατμόσφαιρες μιούζικ μπαρ του Θοδωρή Αμπαζή, φωτισμοί «σκληροί» του Αλέκου Αναστασίου, κατάχρηση χειρονομιών και ένα πλήθος συμβόλων –με κυρίαρχο το νερό της γούρνας του σκηνικού-, τα οποία καμία στιγμή δεν μου φώτισαν την παράσταση και δεν μου δικαιολόγησαν την αναγκαιότητά τους.

    Και εκφορά του λόγου επιθετικά, σαν γαύγισμα, που εμποδίζει το κείμενο να «κατεβεί», από τις φωνές που γδέρνονται ηθοποιών οδηγημένων είτε σε πολύ παλιούς τρόπους -όρα Τροφός- είτε στην πλήρη ανασφάλεια. Ο Γιάννης Μαυριτσάκης –Ιάσονας με ενόχλησε με τις λαρυγγώδεις κραυγές του, ενώ από τους υπόλοιπους της διανομής μόνο τον Βασίλη Ανδρέου βρήκα κάπως ανεκτό. Η Ταμίλα Κουλίεβα, μια ηθοποιός που έχει δώσει έως τώρα εξαιρετικά δείγματα, κατά τη γνώμη μου, ως Μήδεια απέτυχε. Νομίζω ότι δεν διαθέτει ούτε το μέγεθος ούτε τις φωνητικές δυνατότητες για τραγωδία ανοιχτού χώρου. Από την παράσταση διατηρώ κάποιες ελάχιστες στιγμές του φινάλε. Και μια βαθύτατη απογοήτευση.

    16.08.2003, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Η απογοήτευση», Ταχυδρόμος

     

    Για το link πατήστε εδώ 

  • Μήδεια το άνθος του κακού

    Συνέντευξη Ταμίλα Κουλίεβα

    Ξένη, μάγισσα, ερωτευμένη σύζυγος, μητέρα, μητροκτόνος, φόνισσα. Μια απόλυτη μορφή του τραγικού κόσμου μας περιμένει αυτό το Σαββατοκύριακο στην Επίδαυρο, και η ερμηνεύτριά της, Ταμίλα Κουλίεβα, μας δίνει τις απαντήσεις της σε ένα… προσωπικό ερωτηματολόγιο.

    Η Μήδεια ζει και πράττει μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων και ταυτόχρονα μέσα σε μια ακραία κατάσταση που τη θέτει πέρα από τους ανθρώπους αλλά και τους θεούς, πέρα από το Καλό και το Κακό. Η συγκλονιστική τραγική ηρωίδα του Ευριπίδη εκπέμπει με το μύθο και το πάθος της εκείνης την απόλυτη «ομορφιά», τη σαγήνη που προκαλεί ρίγος σε όσους τη συναντούν. Ο ποιητής και μεταφραστής της «Μήδειας» που θα δούμε στις 8 & 9/8 στην Επίδαυρο, Στρατής Πασχάλης, σημειώνει σχετικά: «Ο Ευριπίδης στην αρχή της δύσης του αρχαίου κόσμου, συλλαμβάνει τα μηνύματα των μοντέρνων καιρών. Χιλιάδες χρόνια πριν από το Ρακίνα και τους Γάλλους καταραμένους, ανιχνεύει τη σαγήνη του Κακού, το άνθος του Κακού». Η μικροσκοπική Ρωσίδα με το έντονο βλέμμα και την ισχυρή παρουσία έχει κληθεί να ερμηνεύσει το… Άνθος του Κακού, ωσάν ζοφερή νύφη με βαμμένα κόκκινα μαλλιά.

    Με αφορμή λοιπόν τη Μήδεια, αλλά και ξεπερνώντας την, ζητήσαμε από την πρωταγωνίστρια και γνωστή ηθοποιό Ταμίλα Κουλίεβα να απαντήσει στο εξής ερωτηματολόγιο με λέξεις – κλειδιά:

    Επίδαυρος: Μια επιθυμία που πάντα φλέρταρε με το όνειρό και τελικά συναντήθηκε με τη Μήδεια.

    Αρχαίο ελληνικό δράμα: Αφετηρία του θεάτρου. Σημείο αναφοράς.

    Ευριπίδης: Εκεί όπου οι φορείς ιδεών αποκτούν ανθρώπινη διάσταση.

    Μήδεια: Επέλεξε το δρόμο των θνητών, βίωσε έντονα τα ανθρώπινα συναισθήματα, αλλά όπως λέει και ο Αγγελιοφόρος: «κανείς θνητός δεν είναι ευτυχισμένος».

    Πάθος – πόθος: Όταν ο πόθος συναντά το πάθος, τα όρια της λογικής μετατίθενται.

    Πόνος – εκδίκηση – φόνος: Όταν ο πόνος ξεπερνά τα όρια της αντοχής μας, μεταβάλλεται συχνά σε μανία εκδίκησης. Ο φόνος θα μπορούσε να γίνει το φυσικό επακόλουθο.

    Έρωτας – γάμος – χωρισμός: Όταν ο έρωτας οδηγεί στο γάμο, δυστυχώς ο χωρισμός καραδοκεί.

    Ελλάδα – Ρωσία: Μακριά, αλλά και τόσο κοντά.

    Εξορία: Ο πρόσφυγας, ο ξεριζωμένος, είναι ένας άνθρωπος που νιώθει τραγικά μόνος. Ακόμη κι αν έχει συνοδοιπόρους.

    Ξένη: Παράξενη, διαφορετική, γι’ αυτό κι εξ ορισμού προκαλεί ενδιαφέρον.

    Ευτυχία – αποδοχή: Η ευτυχία οφείλεται στην αποδοχή, η αποδοχή δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στην ευτυχία. Αλλά τι είναι επιτυχία τελικά;

    Μετά τη «Μήδεια», τι; «Παντρολογήματα» του Γκόγκολ…χωρίς όμως προδοσία! (Σημ. Θα τη δούμε το χειμώνα στην υπέροχη κωμωδία του Γκόγκολ, πάλι σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού στο θέατρο Πορεία, πλάι στους Δημήτρη Τάρλοου, Αιμίλιο Χειλάκη, Ελένη Γερασιμίδου και Αρτό Απαρτιάν).

    Μήδεια, η μάγισσα που δραπετεύει: «Τα έχασε όλα. Δεν μπόρεσε να παραμείνει».

    Πράγματι ο τραγικός ποιητής δίνει στη «Μήδεια» του ένα τέλος υπερβατικό: η βάρβαρη μάγισσα από την Κολχίδα, μετά τους φόνους, δραπετεύει ιππεύοντας το άρμα του ήλιου. Ο Στρατής Πασχάλης συμπληρώνει: «ο Ευριπίδης, κυνικός και ρομαντικός μαζί, σαν να μας εξαναγκάζει να τιμήσουμε μια επικίνδυνη μάγισσα, μια παιδοκτόνο! Ανατρέπει έτσι ένα ολόκληρο σύστημα αξιών. Φυσικό και κοινωνικό. Λέει ουσιαστικά: «Η ατιμία σας γεννά τα εγκλήματα και τους κολασμένους. Υποκλιθείτε μπροστά σε αυτή τη γυναίκα. Αν εσείς, έστω και δίκαια, τη θεωρείτε τέρας – εγώ τη θεωρώ θύμα σας, και γι’ αυτό την κάνω θεά!».

    Εμείς πάλι ετοιμαζόμαστε να τιμήσουμε με την παρουσία μας στην Επίδαυρο τόσο τη μυθική Μήδεια όσο και τη Ρωσίδα ερμηνεύτριά της, στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου της οποίας τη σκηνοθεσία υπογράφει (στο πρώτο του μάλιστα επιδαύριο διάβημα) ο Στάθης Λιβαθινός και τη μετάφραση (επίσης, τη πρώτη του σε αρχαίο κείμενο) ο Στρατής Πασχάλης.

    Σκηνικά – κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου. Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής. Χορογραφία: Μαριέλα Νέστορα. Παίζουν επίσης: Μαρία Σαββίδου, Γιάννης Μαυριτσάκης, Δημήτρης Ήμελλος, Βασίλης Ανδρέου, Γιώργος Δαμπάσης, Άρης Τρουπάκης, Στάθης Γράψας, Νίκος Κορδώνης, Κατερίνα Αλεξάκη, Μαργαρίτα Αμαραντίδη, Σεραφίτα Γρηγοριάδου, Κατερίνα Ευαγγελάτου, Βέρα Λάρδη, Κόρα Καρβούνη, Δέσποινα Κούρτη κ.ά.

    14.8.2003, Δημάδη Ιλειάνα « Μήδεια το άνθος του κακού», Αθηνόραμα

  • Αμηχανία και απογοήτευση για τη «Μήδεια» του Εθνικού

    Ήταν μεγάλη απογοήτευση η παράσταση της «Μήδειας», που παρουσίασε το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο την περασμένη Παρασκευή και Σάββατο, ενώπιον πολυπληθούς κοινού, που έφτασε και τις δύο βραδιές στις 17 χιλιάδες θεατές. Και η απογοήτευση δεν οφειλόταν καθόλου στην τόλμη του σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινού να προχωρήσει σε μια σειρά «ρηξικέλευθων» τρόπων όσον αφορά το ανέβασμα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Αυτά μπορεί να ενοχλούν ορισμένους προσκολλημένους «στους παλιούς καλούς καιρούς», όχι όμως κι όσους ζουν την εποχή τους κι είναι έτοιμοι να χαρούν να καλωσορίσουν νέους ερμηνευτικούς ή εν γένει σκηνικούς τρόπους και στην τραγωδία, και στην Επίδαυρο.

    Τα ανοίγματα όμως που έκανε στη «Μήδεια» ο καλός σκηνοθέτης και επιτυχημένος υπεύθυνος της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, ενδιαφέροντα αυτά καθαυτά σε γενικές γραμμές, υπονομεύθηκαν από αδεξιότητες και υπερβολές –κυρίως όμως από κάτι απολύτως απροσδόκητο για τη μέχρι σήμερα θεατρική πολιτεία του Στάθη Λιβαθινού: τη λάθος ερμηνεία των δύο βασικών ρόλων (τουλάχιστον), της Μήδειας δηλαδή και του Ιάσονα. Αυτό ήταν ιδίως που προκάλεσε την απογοήτευση όσων περίμεναν ότι, από ένα σκηνοθέτη που έχει διακριθεί στη διδασκαλία ρόλων και ηθοποιών, θα δουν μια παράσταση με αποτελεσματικές τουλάχιστον ερμηνείες.

    Όμως από την αρχή κιόλας μεγάλη απορία προκάλεσε ο πρόλογος της τραγωδίας, από την Τροφό των παιδιών της Μήδειας. Όσο κι αν ο πρόλογος αυτός έπρεπε να ειπωθεί εν μέσω φιλεόρτων νέων, που χόρευαν και τραγουδούσαν ξέγνοιαστοι, ντυμένοι στα άσπρα (σαν νύφες και σαν γαμπροί σε δεξίωση), δεν μπορεί να πάψει να είναι ένας λόγος γεμάτος κακούς οιωνούς, ανατριχίλα και φόβους για τα επερχόμενα. Αλλά με τον τρόπο που διδάχτηκε να μιλήσει, να κινηθεί και να στηθεί η συμπαθής σε άλλες παραστάσεις νεαρή ηθοποιός που «έπαιζε» την Τροφό το μόνο που προέκυπτε ήταν μια δυσμορφία, μια έντονη ενόχληση…

    Κι αυτή η άβολη για το θεατή κατάσταση προέκυψε, ατυχώς, αρκετές φορές από τον τρόπο που θέλησε ο σκηνοθέτης να μιλήσουν και να κινηθούν η Μήδεια της Ταμίλας Κουλίεβα και ο Ιάσων του Γιάννη Μαυριτσάκη. Δύο πολύ καλοί ηθοποιοί, που θα μπορούσαν να δώσουν εξαιρετικές ερμηνείες –το πιστοποιούσαν αυτό ορισμένες συναρπαστικές στιγμές τους. Την περισσότερη ώρα όμως καταπονήθηκαν αφάνταστα σε ερμηνείες πομπώδεις, με συνεχείς κραυγές και ατέρμονες χειρονομίες – κάτι που ερχόταν σε ακατανόητη αντίθεση με τη σύγχρονη «εικόνα», τη σύγχρονη «οπτική» με την οποία αντιμετώπιζαν την τραγωδία ο σκηνοθέτης και οι συνεργάτες του στα σκηνικά, τα κοστούμια, τη μουσική και την κίνηση. Διάθεση φρεσκάδας και αποφυγής της πεπατημένης, από τη μία, και στόμφος πολύ παλιός, από την άλλη, στις ερμηνείες Μήδειας και Ιάσονα. Πώς να συνδυαστούν;

    Δεν ήταν λοιπόν τα «νεωτεριστικά» στοιχεία της παράστασης που ενόχλησαν. Ούτε καν το άσπρο πιάνο επάνω στο λογείο, οι φιγούρες ροκ που έκανε κάποια στιγμή ο Χορός, το σχοινάκι που πήδαγε μαζί με τα παιδιά ο Παιδαγωγός ή η διαβόητη, πλέον, πισίνα που είχε στήσει η σκηνογράφος Ελένη Μανωλοπούλου στην ορχήστρα της Επιδαύρου –αν και ο Ιάσων και ο Χορός κάποια στιγμή, πλατσούριζαν μέσα της.

    Η μετάφραση που παρέδωσε ο Στρατής Πασχάλης στο θίασο ήταν μια απολύτως στρωτή, σύγχρονη ελληνική γλώσσα, χωρίς καθόλου να «ποιητικίζει» ή να σε σταματά με τον κουδουνιστό «πλούτο» της. Ο Πασχάλης επιδίωξε, και εν πολλοίς το κατόρθωσε, να δώσει ένα λόγο με φράση πυκνή, περιεκτική, πράγμα δύσκολο για την «αναλυτική» νεοελληνική μας γλώσσα, εν αντιθέσει με την τόση σφικτή αρχαία μας. Η ενδιαφέρουσα αυτή δουλειά θα πρέπει να περιμένει, για να φανεί καλύτερα η ποιότητά της, μια άλλη, περισσότερο νηφάλια παράσταση.

    12.08.2003, Αγγελικόπουλος Βασίλης «Αμηχανία και απογοήτευση για τη «Μήδεια» του Εθνικού», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Κοσμοσυρροή με πνεύματα μοιρασμένα

    17.000 θεατές στις δύο παραστάσεις της «Μήδειας»

    Η πιο αναμενόμενη παράσταση στην Επίδαυρο αυτό το καλοκαίρι, η «Μήδεια» του Ευριπίδη από το Εθνικό Θέατρο και την Πειραματική του Σκηνή σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, στάθηκε κατ’ αρχήν στο ύψος των απαιτήσεων, που, δίκαια ή άδικα, είχε δημιουργήσει. Κοσμοσυρροή στο αργολικό θέατρο για δύο συνεχή βράδια, κυρίως, όμως, το βράδυ του Σάββατου, που δεν έπεφτε καρφίτσα. Και στις δύο μέρες τη «Μήδεια» παρακολούθησαν συνολικά 17.000 θεατές.

    Από κει και πέρα η υποδοχή που της επιφύλαξε το κοινό δεν είναι εύκολο, ακόμα και για τον πιο αντικειμενικό και νηφάλιο ρεπόρτερ, να περιγραφεί με λίγες, σίγουρες, λέξεις. Την Παρασκευή, που, και κατά την παράδοση το κοινό έχει ένα έντονο καλλιτεχνικό-κοσμικό χαρακτήρα, το χειροκρότημα ήταν μάλλον χλιαρό. Το Σάββατο το πιο παρθένο και απαλλαγμένο από «σκοπιμότητες» λαϊκό κοινό χειροκρότησε θερμά την παράσταση και από τους συντελεστές της θερμότερα την πρωταγωνίστρια Ταμίλα Κουλίεβα, αλλά και τον Στάθη Λιβαθινό, τον οποίο η ίδια παρέσυρε στην Ορχήστρα από το θώκο, όπου καθόταν, εν μέσω των υπόλοιπων συντελεστών της «Μήδειας».

    Από κει και πέρα τα πνεύματα ήταν μοιρασμένα. Υπήρχαν οι διαφωνούντες έντονα και κάθετα με τον τρόπο που δίδαξε ο προικισμένος Στάθης Λιβαθινός την πρώτη τραγωδία της καριέρας του. Υπήρχαν και οι πιο γενναιόδωροι θεατές, που παρακολουθήσαν με ενδιαφέρον την παράσταση χωρίς να σοκαριστούν ή να θιχτούν από τη φρέσκια ματιά του σκηνοθέτη.

    Ανάμεσα στο κοινό και των δύο παραστάσεων της «Μήδειας» ήταν πολιτικοί (Άννα Ψαρούδα-Μπενάκη, Γιάννης Καψής, Βαγγέλης Μεϊμαράκης, Νικήτας Κακλαμάνης, Αλέξανδρος Λυκουρέζος) και καλλιτέχνες. Ο διευθυντής του Εθνικού Νίκος Κούρκουλος με τη σύντροφό του Μαριάννα Λάτση και οι Διονύσης Φωτόπουλος, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Γιώργος Κιμούλης, Όλγα Τουρνάκη, Σταύρος Παράβας, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Μίνα Αδαμάκη, Θοδωρής Αθερίδης κ.ά.

    11.08.2003, Χ.Σ. «Κοσμοσυρροή με πνεύματα μοιρασμένα», Ελευθεροτυπία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Θεατρικό Βατερλό στην Επίδαυρο

    Λυπάμαι πολύ εκείνους που δεν κατέβηκαν την περασμένη Παρασκευή ή το περασμένο Σάββατο στην Επίδαυρο για να δουν τη «Μήδεια». Λυπάμαι, γιατί έχασαν μια σπάνια ευκαιρία: να δουν τη χειρότερη θεατρική παράσταση, που, κατά πάσα πιθανότητα, θα δουν σε όλη τους τη ζωή!

    Αυτό που είδαμε, εμείς οι άλλοι, οι τυχεροί, κυριολεκτικά, δεν περιγράφεται. Γιατί δεν ήταν απλώς μια κακή παράσταση. Ήταν ένα σκέτο και γελοίο αλαλούμ, από την αρχή ως το τέλος. Νομίζω πως κάθε θεατής πρέπει να βλέπει και τις κακές παραστάσεις. Μόνο έτσι θα έχει το σωστό τρόπο να εκτιμήσει και τις καλές προσπάθειες. Το καλό φαίνεται πιο καθαρά κι έντονα, όταν έχεις δει και ξέρεις το κακό.

    Όλη αυτή η άθλια παράσταση της περασμένης εβδομάδας ήταν έργο ενός και μόνο ανθρώπου: του Στάθη Λιβαθινού. Κανένας άλλος από τους συντελεστές της παράστασης δεν έχει την παραμικρή ευθύνη. Γιατί κανένας δεν έκανε αυτό που θα μπορούσε ή, ίσως, αυτό που θα ήθελε. Έκανε μόνο αυτό που του ζητούσε ο σκηνοθέτης του.

    Και εάν πράγματι ο σκηνοθέτης, σε κάθε παράσταση, είναι ο άνθρωπος που την καθοδηγεί και την οδηγεί, είναι φυσικό και σωστό όλοι οι συντελεστές να τον ακούν και να προσπαθούν να κάνουν αυτό που τους ζητάει. Μόνο που εδώ -στη «Μήδεια»- ο ίδιος δεν ήξερε τι ήθελε, δεν ήξερε τι ζητούσε, δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει. Έτσι οι ηθοποιοί, π.χ., έκαναν (αυτό που τελικά έκαναν) κάτω από αφόρητη πίεση, χωρίς να το εννοούν ή να το αισθάνονται.

    Το κακό φαίνεται πριν ακόμη αρχίσει η παράσταση. Μπαίνοντας ο θεατής στο θέατρο, έβλεπε παραμορφωμένο το χώρο της δράσης του έργου: Κυρίως την παραμόρφωση την είχε υποστεί η Ορχήστρα. Στη μέση της υπήρχε μια μεγάλη πισίνα με νερό! Γιατί; Γιατί να μπει αυτό το τελείως αταίριαστο σκεύος πάνω στο χώμα της Ορχήστρας;

    (Και εδώ πρέπει να σημειωθεί η ευθύνη των δύσκολων και επίμονων -δικαίως- αρχαιολόγων, που επέτρεψαν αυτή την κατασκευή μέσα στην Ορχήστρα).

    Εδώ, πάντως, φαίνεται η θολούρα που υπήρχε στο μυαλό του σκηνοθέτη. Κάπου, σε κάποια συνέντευξή του, είπε ότι η Μήδεια είχε άμεση σχέση με το νερό!

    Αν είναι δυνατόν να σκεφτεί κάτι τέτοιο, όταν θα έπρεπε να καταλάβει ότι η Μήδεια -με προπάππο της τον Ήλιο- μόνο με το νερό δεν είχε σχέση. Πώς του μπήκε αυτή η ιδέα; Μήπως ξεκίνησε από το να θέλει οπωσδήποτε να παίξει με την πισίνα κι από ‘κει άρχισε να λέει δικαιολογίες που δεν στέκονταν με τίποτα; Μήπως είχε δει πέρσι την Κουλίεβα στο «Δάσος» του Μάμετ –που και εκεί υπήρχε κάποιο νεράκι επί σκηνής και πλατσούριζε η πρωταγωνίστρια – και του ήρθε η ιδέα να βουτήξει πάλι στα νερά, άσχετα αν τώρα θα έπαιζε τη Μήδεια; Τι να πει κανείς; Όλα είναι πιθανά.

    Τώρα λοιπόν έχουμε την πισίνα στην Ορχήστρα και πάνω σ’ ένα επίμηκες πατάρι, άλλη μια άσχετη ανορθογραφία: ένα άσπρο πιάνο με ουρά! Ε, λοιπόν, σ’ αυτό το πιάνο κάθεται πρώτη στο σκαμπό του και παίζει η Μήδεια! Αργότερα, κάπου στη μέση της παράστασης, η καημένη η Μήδεια ανεβαίνει και πάνω στο πιάνο και ξαπλώνει σε μια στάση που θυμίζει έντονη σκηνή από μιούζικαλ του Χόλιγουντ!

    Την ίδια εικόνα Χόλιγουντ θα θυμίσει προς το τέλος και τη στιγμή που η Μήδεια (μέσα στην πισίνα φυσικά) σηκώνει ένα μεγάλο μαχαίρι που υποτίθεται ότι σκοτώνει τα παιδιά της. Ε, τότε, τα φώτα που φώτιζαν την πισίνα γίνονται όλα κόκκινα, προφανώς για να καταλάβουμε καλά ότι είναι το αίμα των παιδιών που τα ‘βαψε όλα κόκκινα!

    Βέβαια, εδώ έπρεπε να γίνει η μεγάλη ανατροπή: η Μήδεια, με το μαχαίρι στο χέρι, να βγει από την πισίνα και να προχωρήσει προς το Κοίλο και να σφάξει το σκηνοθέτη της που καθόταν στη πρώτη σειρά. Δεν έγινε κάτι τέτοιο και χάθηκε η ευκαιρία για την κορυφαία σκηνή του σύγχρονου θεάτρου.

    Μιλάω για τη «σκηνοθεσία» του Στάθη Λιβαθινού και δεν μπορώ να καταλάβω πώς ο ίδιος σκηνοθέτης, μόλις πριν από ένα χρόνο, έκανε μία από τις καλύτερες παραστάσεις στο Υπόγειο του Εθνικού Θεάτρου, το «Αγάπης αγώνα άγονος» του Σέξπιρ. Τι συνέβη μέσα σε λίγους μήνες; Ξαφνικά ένας καλός σκηνοθέτης καβαλάει το καλάμι της έπαρσης και με την επιτυχία -βαρύ φόρτωμα πάνω του- χάνει τα λογικά του;

    Και μάλιστα έχοντας μαζί του τώρα πολλούς από τους συνεργάτες του εκείνης της παράστασης. Όπως τον Στρατή Πασχάλη στη μετάφραση, την Ελένη Μανωλοπούλου για τα σκηνικά, τον Θόδωρο Αμπαζή για τη μουσική, τη Μαριέλα Νέστορα για τις χορογραφίες. Και ακόμα αρκετούς ηθοποιούς εκείνης της παράστασης, όπως τον Δημήτρη Ήμελλο, τον Γιάννη Μαυριτσάκη, τον Στάθη Γράψα, τον Βασίλη Ανδρέου, τον Νίκο Καρδώνη, τον Παναγιώτη Μπουγιούρη, τον Νικόλα Παπαγιάννη, τη Μαρία Σαββίδου και τον Δημήτρη Παπανικολάου. (Ένας ακόμη ηθοποιός εκείνης της παράστασης ο Αλέξανδρος Λογοθέτης ήταν και στην τωρινή διανομή, αλλά ήταν ο μόνος που τα βρόντηξε κάτω και έφυγε εγκαίρως).

    Τότε είχαμε δει μια παράσταση ηθοποιών. Τώρα δεν μπορείς να μιλήσεις καν για κανέναν ηθοποιό. Ούτε για την Ταμίλα Κουλίεβα. Όλοι μιλούσαν έντονα, στακάτα, αλλά ο λόγος τους δεν είχε ούτε νόημα ούτε αίσθημα. Ήταν σκέτη ρητορεία. Όπως ρητορική, άσκοπη και αλλοπρόσαλλη ήταν και η κίνηση του Χορού. Δεν κόλλαγαν με τίποτα και κυρίως δεν κόλλαγαν με τη «Μήδεια» και τον Ευριπίδη.

    Αφήνω, που κόλλησαν, ωστόσο, στον Ευριπίδη και μερικούς στίχους (στα γεωργιανά) που είπε δυο-τρεις η Κουλίεβα. Βλέπετε ο Ευριπίδης δεν είχε ούτε την πρόνοια ούτε την εξυπνάδα να γράψει αυτούς τους στίχους στη γλώσσα που έπρεπε να μιλούσε η ξένη από την Κολχίδα. Έτσι αναγκάστηκε να το κάνει ο Στάθης Λιβαθινός, διορθώνοντας τον αρχαίο τραγικό συγγραφέα.

    Αφήνω, επίσης, το εύρημά του να βάψει τις περισσότερες από τις κοπέλες του Χορού με κάτι άσπρο –σαν αλοιφή αντηλιακή ή σαν πούδρα – στα χέρια, το μισό λαιμό, στο μισό πρόσωπο. Ωστόσο, όταν ήρθε η ώρα να βουτήξουν όλες στο νερό της πισίνας, έβγαλαν τα παπούτσια τους και τ’ άφησαν έξω απ’ αυτήν.

    Το τέλειο, το πλήρες αλαλούμ.

    11.08.2003, Χρηστίδης Μηνάς «Θεατρικό Βατερλό στην Επίδαυρο», Ελευθεροτυπία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η πισίνα βάφτηκε κόκκινη …στη «Μήδεια» της Επιδαύρου

    Η αμηχανία που ακολούθησε τη «Μήδεια» δεν έχει μα κάνει με το ότι δεν συνέβησαν πολλά στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου, αλλά με το ότι αυτά που συνέβησαν, καλά και κακά, ήταν αβάσταχτα ανάλαφρα.

    Η πρώτη σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού στο αρχαίο δράμα. Με τη «Μήδεια» μέσα από την καινούργια μετάφραση του Στρατή Πασχάλη, τη μοντέρνα όψη, το ειρωνικό στήσιμο των ρόλων και του χορού, τη ζωντανή μουσική με τα μπλουζ, τα βαλς και τα τραγούδια στο ύφος του μιούζικαλ, ήταν μια σύγχρονη «ανάγνωση», που αναζητούσε τις αρθρώσεις της στο σήμερα, και που δανειζόταν τα δομικά της στοιχεία από τις καθημερινές συμπεριφορές. Πόσο όμως η καθημερινότητα μπορεί να σφυρηλατήσει το ύφος μιας τραγωδίας όπου ανατρέπονται όλο το θεϊκό και ανθρώπινο κατεστημένο;

    Η τραγωδία της παιδοκτονίας, με το βάρος να πέφτει στο σύγχρονο κομμάτι, στον σαρκασμό, και σε ερμηνείες παραγεμισμένες με ασήμαντες λεπτομέρειες όσον αφορά της χειρονομίες, εύκολα μεταβλήθηκε σε κοινωνικό ψυχολογικό δράμα. Το δράμα μιας ξένης, προδομένης γυναίκας, που αντί να πάρει διαζύγιο και «γενναία» διατροφή από τον άπιστο και αχάριστο άνδρα της, σκοτώνει τα παιδιά της για να τον εκδικηθεί και να τον πονέσει.

    Η Ταμίλα Κουλίεβα ως Μήδεια, μέσα από τον ρεαλισμό της εκφοράς του λόγου – οι μεγάλοι μονόλογοι στο ανοιχτό θέατρο μεγέθυναν το φυσικό αξάν της Ρωσίδας ηθοποιού που πολιτογραφήθηκε Ελληνίδα – τόνισε την ξένη καταγωγή της ηρωίδας, την οποία η σκηνοθετική πρόθεση αντιμετώπισε κυκλικά, βάζοντάς την στις σκηνές του σπαραγμού της να σιγοτραγουδά γεωργιανά τραγούδια.

    Γέμισε το θέατρο και τις δύο ημέρες (περίπου 17.000 θεατές). Μουδιασμένο το κοινό, ανάμεσα σε χάχανα, δυσαρέσκειες και λιγοστές επευφημίες παρακολούθησε μια παράσταση δύο ωρών και ενός τετάρτου, που κινήθηκε σχεδόν μονοθεματικά, γύρω από την προδοσία. Έτσι, που ο σπαραγμός της Μήδειας έγινε ειρωνεία, η τυφλή οργή θυμός, κι ο ρόλος του χορού μια κοινωνική σύναξη σε δεξίωση δίπλα στην πισίνα.

    Η πισίνα εξάλλου ήταν το σήμα της παράστασης. Κυριαρχούσε (8Χ8μ.) στο κέντρο της αρχαίας ορχήστρας, με ένα πατάρι στενόμακρο πίσω, το οποίο είχε καλύψει τα ερείπια της σκηνής, και πάνω σε αυτό είχε τοποθετηθεί ένα λευκό πιάνο με ουρά. Η μνήμη του Ιάσονα (Γιάννης Μαυριτσάκης), με τον οποίο ξεκίνησε η παράσταση, καθισμένο στην άκρη της ορχήστρας, σκέπασε με λευκό φως τους λευκοντυμένους ήρωες και τα μέλη του χορού.

    Λευκά βραδινά φορέματα – σαν νυφικά – για τις γυναίκες, λευκό σμόκιν – σαν γαμπριάτικο κοστούμι – για τους άνδρες (η όψη που πρότεινε η Ελένη Μανωλοπούλου στην πρώτη της σκηνογραφία στο αρχαίο δράμα και στην Επίδαυρο).

    Ο χορός των γυναικών της Κορίνθου είχε αποκατασταθεί από μεικτό χορό, άνδρες και γυναίκες που παρακολουθούσαν και επενέβαιναν στα δρώμενα, μια παρέα κοσμικών δίπλα στην πισίνα. Μέσα σε αυτήν έριξαν τα κολονάτα ποτήρια τους ο φοβισμένος Κρέων (Δημήτρης Ήμελλος) και η θυμωμένη Μήδεια. Στα νερά της πισίνας έκλαψε, θύμωσε, ειρωνεύτηκε, παραπλάνησε, αποφάσισε και εκτέλεσε την παιδοκτονία η Μήδεια, καρφώνοντας το δίκοπο μαχαίρι στο περιμετρικό πλαίσιο, ενώ τα δυο της αγόρια παρακολουθούσαν σιωπηλά το διπλό φονικό.

    Στα ρηχά νερά της πισίνας που βάφτηκε κόκκινη από το φως, θρήνησε ο Ιάσων, ενώ η Μήδεια αποχωρούσε «λυτρωμένη», και ο αντρικός χορός τραγουδούσε και χόρευε στο ύφος του μιούζικαλ «Α, Κολχίδα», κλείνοντας το δράμα.

    Αποδοκιμασίες και επευφημίες

    Είναι προς ψυχανάλυση αυτή η επιμονή να πλατσουρίζει η Μήδεια στα νερά. Ίσως η καταγωγή της από τη Μαύρη Θάλασσα να είναι η μία εξήγηση, μια άλλη η αναζήτηση της μαγείας μέσα από το νερό. Όπως και να ΄χει ήταν ένα εφέ, που αν και δεν πιστώνεται με πρωτοτυπία (έχουμε δει τη «Μήδεια» του Παπαϊωάννου μέσα σε νερά, και είναι γνωστή η «Μήδεια» της Φιόνας Σο στην πισίνα, πριν δύο χρόνια στο Λονδίνο), ωστόσο κυριάρχησε στα πάση φύσεως σχόλια, τα οποία ως έναν βαθμό αντανακλούσαν τις αντιδράσεις του κοινού, με τα διάσπαρτα «ου», αλλά και τα «μπράβο».

    11.08.2003, Χατζηιωάννου Έλενα Δ. «Η πισίνα βάφτηκε κόκκινη …στη «Μήδεια» της Επιδαύρου», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Μήδεια» – Καρτούν!

    Θυμηδία και χλιαρό χειροκρότημα για την παράσταση του Εθνικού στην Επίδαυρο

    «Μήδεια» κατά Λιβαθινό… και όχι «Μήδεια» του Ευριπίδη παρακολούθησα, τελικά, στην Επίδαυρο. Έπρεπε, όμως, να είχα ενημερωθεί, πριν ταξιδέψω τρεις ώρες μέχρι εκεί, όπως και οι χιλιάδες του κόσμου, που κατέκλυσαν το αρχαίο αργολικό θέατρο.

    Έφτασα μέχρι το κοίλο του θεάτρου με τις καλύτερες διαθέσεις. Να παρακολουθήσω ένα από τα σημαντικότερα έργα του αρχαίου δράματος και, μάλιστα, από το Εθνικό Θέατρο.

    Η παράσταση άρχισε με λίγα λεπτά καθυστέρηση. Η πισίνα στο κέντρο της ορχήστρας πραγματικά, έκλεψε τις πρώτες εντυπώσεις. Οι ηθοποιοί –οι άντρες με τα λευκά κοστούμια και οι γυναίκες με λευκές τουαλέτες- άρχισαν να χορεύουν σε τζαζ ρυθμούς με τη συνοδεία ενός , επίσης, λευκού πιάνου.

    Η Ταμίλα Κουλίεβα, η «Μήδεια» της παράστασης, εμφανίστηκε στη σκηνή με μαλλιά κατακόκκινα και ολόλευκο μακρύ φόρεμα, που λόγω του μήκους του, καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου επέτρεπε να κινείται κάθε άλλο παρά άνετα, αφού ανά πάσα στιγμή υπήρχε κίνδυνος να γκρεμοτσακιστεί.

    Το πρόβλημα, όμως, βέβαια δεν ήταν αυτό. Η ηθοποιός, η οποία μας έχει αποδείξει στο παρελθόν το αξιόλογο υποκριτικό φορτίο που κουβαλά, δυστυχώς, μετά τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Στάθη Λιβαθινού, έπλασε μια Μήδεια καρτούν. Έδωσε ιδιαίτερο βάρος στο γλωσσικό της ιδίωμα, το οποίο ο σκηνοθέτης ήθελε να εκμεταλλευτεί, λόγω της καταγωγής της ηρωίδας, που είναι μια βάρβαρη, μια ξένη.

    Αμηχανία και γέλιο

    Δεν ήταν λίγες οι στιγμές, όπου η Ταμίλα Κουλίεβα μιλούσε ακόμα και στα ρώσικα. Το αποτέλεσμα, όμως, ήταν να βγαίνουν άλλα νοήματα από τους λάθους τονισμούς, που οδήγησαν το κοινό σε θυμηδία, αμηχανία και αρκετές φορές στο να γελάσει αβίαστα.

    Ειλικρινά, πρώτη φορά είδα τόσες πολλές φορές θεατές να χαμογελούν σε παράσταση αρχαίας τραγωδίας. Το αποκορύφωμα ήταν η στιγμή, όπου ακόμα και ο Κρέοντας σατιρίζει τη Μήδεια για το γλωσσικό της ιδίωμα… Κάτι αντίστοιχο μεταξύ πρωταγωνιστών έχω δει να συμβαίνει μόνο σε επιθεωρήσεις. Σίγουρα δεν φταίνε, ούτε τα ρώσικα ούτε η προφορά. Έχουμε δει ολόκληρες παραστάσεις στα ξένα, από τον Στάιν, τον Χολ, τον Μπρουκ και έχουμε πραγματικά, συγκινηθεί. Δεν φταίνε ακόμη η πισίνα, το λευκό πιάνο και τα σύγχρονα κοστούμια.

    Δεν περίμενα χλαμύδες και κοθόρνους. Περίμενα σεβασμό στο λόγο του Ευριπίδη και όχι τον εξευτελισμό του έργου του και της τραγικής ηρωίδας του.

    «Γιατί άραγε τόσο μένος και απαξίωση;», αναρωτιόταν το κοινό αμέσως μετά το τέλος της παράστασης, το οποίο, βέβαια, χειροκρότησε χλιαρά και τυπικά. Το ίδιο έπραξε –όπως διέκρινα- και ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, ο Νίκος Κούρκουλος, ο οποίος μάλλον κατάλαβε ότι έκανε μια λάθος επιλογή.

    Χωρίς όραμα

    Ο Στάθης Λιβαθινός μας έδωσε τον περασμένο χειμώνα μια αξιόλογη παράσταση, το «Αγάπης αγώνας άγονος». Αυτό δεν σήμαινε όμως ότι είναι έτοιμος για να σκηνοθετήσει και αρχαίο δράμα. Γιατί άραγε με την κρατική επιχορήγηση να βοηθούνται σκηνοθέτες χωρίς όραμα; Τα χρήματα θα ήταν καλύτερα να δοθούν για τη δημιουργία ενός Κέντρου Δράματος. Για την προώθηση και μελέτη, για εξέλιξη στο διηνεκές του αρχαίου δράματος, αυτού του τεράστιου κεφαλαίου πολιτιστικής κληρονομιάς που μας απέμεινε.

    11.08.2003, Ξηντάρας Σταύρος «Μήδεια – Καρτούν!», Απογευματινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Μήδεια» ή η Δοκιμασία της Συμβίωσης…

    Ο Στάθης Λιβαθινός και η ομάδα ηθοποιών του Εθνικού Θεάτρου «διαβάζουν» αλλιώς το έργο του Ευριπίδη.

    «Στην τραγωδία τίποτα δεν μπορεί να γίνει χωρίς ρίσκο, χωρίς κίνδυνο», τονίζει ο Στάθης Λιβαθινός. «Mε τα έργα αυτά, αν δεν πάρεις μια ελευθερία για να μιλήσεις μαζί τους, τότε μένεις βουβός και εσύ και αυτά».

    Ποια «ερωτικά πάθη της προδομένης γυναίκας». Είναι πολύ απλοϊκό να περιορίζουμε μόνο σ’ αυτό σήμερα την ουσία της «Μήδειας» του Ευριπίδη. Η Μήδεια υποφέρει όσο κι ο Ιάσονας – γιατί και οι δύο πληρώνουν ακριβά το τίμημα της συμβίωσης. Που το πληρώνει πάντα ακριβά ο άνθρωπος προσπαθώντας να συμβιώσει, να συνυπάρξει με τον «άλλο». Είτε πρόκειται για τον άντρα και τη γυναίκα, μέσα στο ίδιο σπίτι, είτε για δύο διαφορετικούς πολιτισμούς ή θρησκείες είτε για τη συμβίωση του ντόπιου με τον ξένο, τον μετανάστη είτε του μοναχικού, του «παράξενου», με τους άλλους γύρω του…

    Επομένως; «Μήδεια» η Τραγωδία του Ξένου. Η Δοκιμασία της Συνύπαρξης με τον Άλλο.

    Περίμενε κανείς ότι μια ομάδα σαν αυτήν του Στάθη Λιβαθινού και της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου θα έβλεπε λιγότερο βαθιά την ουσία της τραγωδίας του Ευριπίδη; Μήνες τώρα, πάνω από έξι, ασχολείται η νέα αυτή επίλεκτη μονάδα του θεάτρου μας με το αθάνατο έργο που επέλεξε για να κάνει το ντεμπούτο της στο αρχαίο δράμα – και ταυτόχρονα στην Επίδαυρο.
    Γιατί σκηνοθέτης (Στάθης Λιβαθινός), μεταφραστής (ο ποιητής Στρατής Πασχάλης), σκηνογράφος (Ελένη Μανωλοπούλου), μουσικός (Θοδωρής Αμπαζής), χορογράφος (Μαριέλα Νέστορος), όλοι οι άλλοι συντελεστές κι ακόμη όλοι σχεδόν οι ηθοποιοί -η Ρωσίδα Ταμίλα Κουλίεβα, ο Γιάννης Μαυριτσάκης, Ιάσων, η Μαρία Σαββίδου, Τροφός, ο Δημήτρης Ήμελλος, Κρέων, ο Βασίλης Ανδρέου, Αιγέας, ο Άρης Τρουπάκης, Άγγελος, κι όλοι οι άλλοι- «κατεβαίνουν» για πρώτη φορά στο αρχαίο δράμα και στην Επίδαυρο.

    Θα ταράξουν τα ύδατα. Σίγουρο αυτό. Πιθανότατα με την ποιότητα της δουλειάς και του προβληματισμού τους πάνω στο αρχαίο δράμα. Μπορεί όμως και με ορισμένες τολμηρές επιλογές, που, όπως αναφέρουν επίμονες πληροφορίες, έχουν να κάνουν κυρίως με την «όψη» της παράστασης, τα σκηνικά και τα κοστούμια. Ο Στάθης Λιβαθινός έχει επιβάλει, ως προς αυτό, άκρα μυστικότητα – είναι μια από τις «εκπλήξεις» της παράστασης.

    Παρότρυνση

    «Ηθικός αυτουργός» του τολμήματος ο διευθυντής του Εθνικού, ο Νίκος Κούρκουλος. «Όταν του πρότεινα να ανεβάσω σε κλειστό χώρο ”Μήδεια”», λέει ο Στ. Λιβαθινός, «εκείνος με τη ζέση και την πειθώ που τον διακρίνει με παρότρυνε να το κάνω για ανοιχτό χώρο: «Θα το κάνεις που θα το κάνεις…», μου είπε. Κι επειδή πράγματι η προσπάθεια που θα κάναμε ήταν πολύμηνη, το αποφασίσαμε».

    Έφτανε όμως η παρότρυνση του Κούρκουλου για να το αποφασίσει; «Είναι ευλογία να ασχολείσαι με την αρχαία τραγωδία», λέει, «αλλά η τραγωδία είναι πληθυντικό είδος, θέτει ως προϋπόθεση την ομαδική δουλειά. Δεν θα το αποτολμούσα ποτέ αν δεν υπήρχε η ομάδα αυτή της Πειραματικής Σκηνής. Εν τέλει η χαρά είναι μεγάλη. Ανακατεμένη όμως μ’ ένα κίνδυνο που τον νιώθεις στο δέρμα σου…».

    Είναι, κατ’ αρχάς, ο κίνδυνος της πρώτης φοράς. «Όχι μόνο εμείς, που πάμε για πρώτη φορά, αλλά νομίζω γενικά οι άνθρωποι της σκηνής δεν είμαστε εξοικειωμένοι μ’ αυτό το είδος θεάτρου που λέγεται ανοιχτός χώρος, και δη της Επιδαύρου. Ένας χώρος απίστευτα ανθρωποκεντρικός…». Ύστερα, πρόκειται για την τραγωδία, βέβαια: «Που για τους αρχαίους δεν σήμαινε ό,τι σημαίνει σήμερα για μας, που της έχουμε δώσει την έννοια της καταστροφής. Οι αρχαίοι μ’ αυτά τα έργα μιλούσαν για τη ζωή. Μ’ αυτά εκφράζανε το χιούμορ τους, τον σαρκασμό, την ειρωνεία, τα ερωτήματά τους για τη ζωή, τις σκέψεις τους για τον έρωτα και τον θάνατο. Έργα που ήταν σκηνικά -είμαι πεπεισμένος απόλυτα- κι όχι φιλολογικά. Δεν μπορεί αυτή η τελειότητα των διαλόγων, των μονολόγων, να μην προέρχεται και από τα στόματα πολλών ηθοποιών. Είναι κάτι καθαρά θεατρικό. Και έτσι το αντιμετωπίζω: σαν θέατρο. Με κανένα ιδιαίτερο δέος, πέρα απ’ αυτό που προκαλεί ένα μεγάλο έργο…».

    Ας πούμε λοιπόν πρώτα για το έργο. Γιατί θέλησε να ανεβάσει «Μήδεια»; «Ένας από τους λόγους που ήθελα να ασχοληθώ μ’ αυτό το έργο είναι η αίσθηση που έχω αποκομίσει από τη ζωή μου, και παρατηρώντας τη ζωή των άλλων, πόσο ξένος μπορεί να είναι κανείς. Πόσο ξένος ακόμη και στον ίδιο του τον τόπο, στο ίδιο του το σπίτι.

    Επίσης, τα τελευταία χρόνια, όσο η χώρα μας γέμιζε με ξένους, με μετανάστες, τόσο γινόταν εντονότερη η αίσθηση δίπλα μου των στριμωγμένων ανθρώπων… Ο Ευριπίδης βέβαια δεν μιλάει μόνο γι’ αυτά, αλλά ποιος μπορεί ποτέ να ξέρει όλα όσα λένε αυτά τα έργα. Αναλύονται επ’ άπειρον, αλλά πάντα υπάρχει και παρακάτω…».

    Ο τρόπος, τώρα, με τον οποίο αντιμετώπισε το έργο πόσο κοντά είναι στη δική μας «παράδοση» ανεβάσματος της τραγωδίας; «Εγώ αυτό το έργο και στην παλαιολιθική εποχή να είχε γραφτεί, πάλι για τη ζωή μου θα το ανέβαζα. Δεν ξέρω πώς ανεβαίνει «σωστά» η τραγωδία ούτε και με ενδιαφέρει. Και δεν αναγνωρίζω καμιά παράδοση στο είδος. Αναγνωρίζω και σέβομαι τον δρόμο που άνοιξαν για τον εαυτό τους ταλαντούχοι άνθρωποι, Έλληνες και μη, αλλά εγώ δεν οφείλω να το ακολουθήσω αυτό. Γιατί οι άνθρωποι αλλάζουν, οι εποχές, τα γούστα αλλάζουν. Αυτό που χθες ήταν όμορφο, σήμερα μπορεί να είναι άσχημο. Οφείλει να ακολουθεί κανείς και να σέβεται αυτό που μιλάει μέσα του. Σέβομαι απόλυτα ό,τι έχει γίνει στο παρελθόν -προέρχομαι άλλωστε από θεατρική οικογένεια και ο θείος μου, ο Μάνος Κατράκης, που τον θαύμαζα και τον λάτρευα, έπαιζε τραγωδία- αλλά δεν μπορεί κανείς να κάνει ένα βήμα σ’ αυτό το είδος αν δεν το κάνει μόνος του και πιάνοντας τα πράγματα απ’ την αρχή. Δεν νομίζω ότι μπορεί να πάει κανείς με δανεικά. Δεν μπορεί να προχωράει έτσι η τέχνη – ιδίως σ’ αυτό το είδος όπου το νήμα έχει κοπεί κι όλοι οι κώδικες έχουν χαθεί. Οφείλεις να μαθαίνεις τι έκαναν οι προηγούμενοι, να καταστρέφεις και να ξεκινάς απ’ την αρχή. Εάν δεν καταστρέψω, σημαίνει ότι απέτυχα. Στην τραγωδία τίποτα δεν μπορεί να γίνει χωρίς ρίσκο, χωρίς κίνδυνο. Νομίζω πως με αυτά τα έργα, αν δεν πάρεις μια ελευθερία για να μιλήσεις μαζί τους, τότε μένεις βουβός κι εσύ κι αυτά. Μέσα από τη «Μήδεια» εμείς προσπαθήσαμε να μιλήσουμε για μας, για τη ζωή μας, κι όχι για αρχαία πράγματα, αδιάφορα σήμερα…».

    Σκέψεις

    Δηλαδή; Για ποια δικά μας ζητήματα μιλάει η παράσταση; «Για το τίμημα της ανθρώπινης συμβίωσης, που είναι πάρα πολύ ακριβό. Κάτι που νομίζω πως και ο ίδιος ο Ευριπίδης είχε πληρώσει ακριβά. Την ανθρώπινη συμβίωση γενικότερα, όχι μόνο την ερωτική. Και των πολιτισμών η συνύπαρξη τον απασχόλησε πολύ, όπως φαίνεται και στις «Βάκχες». Των πολιτισμών και των θρησκειών, που δεν υπάρχει πιο ξεκάθαρη και πιο σύγχρονη σκέψη από αυτήν. Κι όταν λέω «πολιτισμών» δεν εννοώ μόνο Ανατολής – Δύσης, που το ζούμε σήμερα και στον τόπο μας τόσο έντονα. Εννοώ και τον αντρικό πολιτισμό με τον γυναικείο. Πώς συμβιώνουν ένας άντρας και μια γυναίκα. Και μόνο τις λέξεις «γάμος» και «παιδιά» ν’ ακούσεις πόσες φορές λέγονται μέσα στο έργο, φτάνει για να σε βάλουν σε σκέψεις. Για μένα τα «γυναικεία πάθη» της Μήδειας είναι ακριβώς τα ίδια με τα πάθη του Ιάσονα. Και όφειλα να είμαι δίκαιος και με τις δύο πλευρές…

    Αναφέρω μερικές μόνο, σκόρπιες, σκέψεις απ’ αυτά που μας προβλημάτισαν και μας συγκίνησαν όλο τον καιρό της προετοιμασίας. Νομίζω ότι ο Ευριπίδης, σαν καλλιτέχνης, ήταν απόμακρος άνθρωπος, απίστευτα είρων και με τρομερό χιούμορ. Και ήξερε το τίμημα της μοναχικότητας.

    Ήξερε τι σημαίνει να είσαι ξένος σ’ αυτήν τη ζωή. Γι’ αυτό κι εγώ διάλεξα να κάνω «Μήδεια» με μια ξένη. Πέρα, βέβαια, από το γεγονός ότι η Ταμίλα Κουλίεβα είναι μια εξαιρετική ηθοποιός». Σύντομα θα δούμε επί σκηνής τι ακριβώς «βρήκαν» ο Στάθης Λιβαθινός και οι συνεργάτες του. Απόψε, 20/7 η παράσταση κάνει πρεμιέρα στην Αχρίδα (Σκόπια), στο εκεί θεατρικό φεστιβάλ, και ακολούθως πάει Επίδαυρο, 8 και 9 Αυγούστου.

    Ο σκηνοθέτης μιλάει για τους ηθοποιούς

    Ο σκηνοθέτης, Στάθης Λιβαθινός μιλάει για τους ηθοποιούς, τη Μήδεια της Κουλίεβα, τον «συγκινητικό Ιάσονα» του Μαυριτσάκη, τους άλλους ρόλους. Και κυρίως τον Χορό. «Είναι στην παράσταση εξίσου σημαντικός όσο και οι ρόλοι. Δεν μπόρεσα ούτε στιγμή να φανταστώ το ένα χωρίς το άλλο. Δεν χρησιμοποίησα μόνο γυναίκες στο Χορό, αλλά και άντρες. Είναι νέα κορίτσια και αγόρια στην αρχή της ζωής τους, στην πορεία προς την απόκτηση συνείδησης. Ο Χορός είναι μια άλλη φωνή, υπάρχει ως αντίσταση στο δράμα, όχι για να το κάνει πιο μαύρο. Δεν έχει δηλαδή δεδομένη την τραγικότητα, αλλά τη βιώνει σταδιακά. Γι’ αυτό και χορεύει και τραγουδάει. Είναι όπως ακριβώς θα μπορούσατε να φανταστείτε την παρουσία νέων ανθρώπων σ’ ένα τραγικό γεγονός. Που προσθέτουν μια άλλη φωνή, μια άλλη διάσταση στα πράγματα. Είναι ξεχωριστά πρόσωπα, δεν είναι ανώνυμο πλήθος, αλλά οι άνθρωποι στις έντονες στιγμές, χαράς ή πόνου, μοιράζονται πράγματα, γίνονται ένα. Όταν έρχονται γεγονότα «που δεν χωράνε στον νου», όπως εύστοχα λέει κι η μετάφρασή μας κλείνοντας το έργο».

    Μιλάει με ενθουσιασμό για τη μετάφραση του Στρατή Πασχάλη: «Ποιητική, με ελληνικά απλά, αλλά εξαιρετικής λεπτότητας. Συναρπαστική και αληθινή, γνήσια, που δουλεύτηκε πολύ καιρό και που, πριν συγκινήσει το κοινό, συγκίνησε εμάς όλους». Μιλάει για τη μουσική, που θα είναι πολλή και ζωντανή επί σκηνής, την κίνηση, τους συντελεστές όλους της παράστασης.

    Μόνο για τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι λιγόλογος, σφίγγα σχεδόν: «Το σκηνικό θέλαμε να έχει στοιχεία της φύσης, χώμα, νερό – και έντονη θεατρικότητα πάνω απ’ όλα. Η όψη της παράστασης είναι σύγχρονη. Θέλαμε να βρούμε έναν τρόπο να συναντηθούν οι εποχές χωρίς να καταφύγουμε σε περιγραφικά πράγματα, αλλά και χωρίς να ενδώσουμε σε εύκολες, μοντερνίστικες λύσεις. Θέλαμε να βρούμε όχι το ρούχο μιας εποχής, αλλά το ρούχο της ψυχής αυτών των ανθρώπων. Κάτι που να μιλάει για τη ζωή μας. Και, διατηρώντας την ποίηση του λόγου, να συγκινεί».

    20.07.2003, Αγγελικόπουλος Βασίλης «Μήδεια ή η Δοκιμασία της συμβίωσης…», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Στάθης Λιβαθινός: «Η εποχή μας έχει ανάγκη τη συγκίνηση»

    «Μήδεια», με την Ταμίλα Κουλίεβα, θα ετοιμάσει για το καλοκαίρι ο Στάθης Λιβαθινός, που εδώ και τρία – τέσσερα χρόνια κατατάσσεται στα σημαντικότερα κεφάλαια του ελληνικού θεάτρου.

    «Το θέμα είναι η φόρμα να βρίσκεται λίγο πιο μπροστά από την εποχή της αλλά να μη χάνει και το ανθρώπινο πρόσωπό της. Η εποχή έχει ανάγκη περισσότερο τη συγκίνηση και την ευαισθησία από την πολλή εξυπνάδα και τη μεγάλη ιδέα και τη δυνατή φόρμα», λέει ο Στάθης Λιβαθινός Καλλιτέχνης με γνώσεις, με σπουδές άριστες, με γούστο, με πάθος. Προικισμένος με το Τάλαντο. Δάσκαλος ταμένος, με μέθοδο αλλά και με τη δεξιοσύνη να την εφαρμόσει, δύσκολος, απαιτητικός αλλά με μαθητές πιστούς, με νέους ηθοποιούς να ομνύουν στις ικανότητές του. Σκηνοθέτης που σέβεται τον λόγο του συγγραφέα, είναι σε θέση, όμως, και να τον φρεσκάρει, να τον κάνει σημερινό, άμεσο. Χωρίς σκηνοθετισμούς αλλά με ευρήματα. Χωρίς εύκολους εξυπνακισμούς αλλά με σκέψη και δουλειά σε βάθος. Ιδού ο Στάθης Λιβαθινός!

    Εδώ και κάποια χρόνια μιλούσαν για έναν ανιψιό του Μάνου Κατράκη – ήταν αδελφός της γιαγιάς του από τη μητέρα του -, ταλαντούχο ηθοποιό που σπούδαζε στην Μόσχα. Γεννημένος το ’60 στην Αθήνα, με ρίζες στην Πόλη και στην Κρήτη, είχε μεγαλώσει στα Εξάρχεια, είχε κάνει σπουδές ηθοποιού στη Σχολή Κατσέλη – απόφοιτος του ’83 – και είχε συνεργαστεί, μαθητής ακόμα, με το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του θείου του Μάνου Κατράκη, στο Ηρώδειο, στη «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη» του Βρεττάκου και με το Έβδομο Θέατρο του Κοραή Δαμάτη.

    Το ’84, με τα λίγα ρωσικά που διαθέτει, φεύγει για τη Μόσχα με υποτροφία, για να συνεχίσει τις σπουδές του. Κρατικό Ινστιτούτο Θεάτρου της Μόσχας – τότε Λουνατσάρσκι -, και στην πορεία ανακαλύπτει τη σκηνοθεσία που τον γοητεύει. Αλλά, σε μια συναυλία στην Αίθουσα Τσαϊκόφσκι, ανακαλύπτει και την πιανίστα Μάσα Αϊβαζόβα, που δίνει εκεί μια συναυλία, θα του τη γνωρίσουν και θα γίνει η σύντροφός του στη ζωή – «ένας υπέροχος άνθρωπος» – και η μάνα για τις δυο κόρες τους.

    Τα έξι χρόνια στην Μόσχα θα τον σημαδέψουν. Η διπλωματική εργασία του – θα πάρει διπλώματα και υποκριτικής και σκηνοθεσίας – θα είναι το ανέβασμα του έργου του Στόπαρντ «Ο Ρόζενκραντς και ο Γκίλντεστερν είναι νεκροί» στο Θέατρο Μαγιακόφσκι. Μεγάλη επιτυχία!

    Καθόμαστε στο κυλικείο του Εθνικού. Ξυρισμένο κεφάλι, από πάνω περασμένο κολλητά ένα μπλε σκουφάκι, γκριζαρισμένο, κοντοκουρεμένο μούσι, βλέμμα γαλανό, τόνοι πάντα χαμηλοί, ευγενής…

    Όταν γυρίσει στην Ελλάδα, ο Αντώνης Αντύπας θα του δώσει την πρώτη ευκαιρία να παίξει – στο «Ρόσμερσχολμ» του Ίψεν. Θα κάνει λίγους ρόλους, που «γράφουν» όμως. Ο Γιάννης Χουβαρδάς θα του δώσει την ευκαιρία να κάνει την πρώτη του σκηνοθεσία στην Ελλάδα: «Πεθαίνω σαν χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη. Η επιτυχημένη συνεργασία του με τον Δημήτρη Τάρλοου στον νεοπαγή Δόλιχο με «Το κτήνος στο φεγγάρι» τον κάνει ευρύτερα γνωστό. Η συνέχεια είναι αλματώδης: «Φρεναπάτη», «Οι ρομαντικοί» στην Πάτρα, «Η νοσταλγός», «Οικόπεδα με θέα»… – παραστάσεις, οι περισσότερες, εξαιρετικές.

    Ο Νίκος Κούρκουλος του προτείνει να αναλάβει την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού. Η πρώτη του σκηνοθεσία εκεί – «Αγάπης αγώνας άγονος» του Σαίξπηρ – είναι ένας θρίαμβος. Η καλύτερη παράσταση της περσινής χρονιάς, που επαναλαμβάνεται και φέτος.

    «Με το “Αγάπης αγώνας άγονος” ήθελα να συστηθούμε στο κοινό. Ένιωθα ότι ήταν το κατάλληλο έργο για τη συγκεκριμένη ομάδα. Το έργο που θα μας ένωνε για την καινούργια στιγμή και με έναν καινούργιο για μας χώρο. Πόσο μάλλον που θα χρειαστεί να ζήσουμε με “νηστεία τρία χρόνια”, που λέει και το έργο, και να αφιερωθούμε στην τέχνη χωρίς να “ακούμε” τη ζωή – κάτι πολύ επικίνδυνο. Υπήρχαν στο έργο πολλές αναλογίες με τις οποίες ήθελα να γελάσουμε αλλά και να συγκινηθούμε».

    «Η μεγαλύτερη τύχη είναι να περιστοιχίζεται από ανθρώπους που θαυμάζεις», λέει για τους ως τώρα συνεργάτες και τους ηθοποιούς του. «Σου δίνει χαρά και περηφάνια». Δεν ξεχνάει να μιλήσει και για τον Νίκο Κούρκουλο, πόσο ανοιχτός είναι σε προτάσεις.

    Παράλληλα, έχει ιδρύσει στο Εθνικό το Εργαστήριο Υποκριτικής και Σκηνοθεσίας, με την πρόθεση «να εξελιχθεί σε μια Ακαδημία που να μην είναι μόνο κέντρο μετεκπαίδευσης ηθοποιών και εκπαίδευσης σκηνοθετών αλλά να βγάζει και κατευθείαν ηθοποιούς, που να μεταφέρουν από την αρχή το στίγμα της». Κίνηση ιδιαίτερα σημαντική σε μια χώρα που δεν διαθέτει σχολή σκηνοθεσίας θεάτρου.

    Αυτή τη στιγμή ο σκηνοθέτης ετοιμάζει με την ομάδα της Πειραματικής και με τη συνεργασία του ποιητή και σπάνιου μεταφραστή Στρατή Πασχάλη την καινούργια του παράσταση. Πάνω στην ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα. «Έχουμε συγκεντρώσει δυο χιλιάδες ποιήματα και επιλέγουμε. Η παράσταση θέλουμε να είναι μια κρυφή συνομιλία του ελληνικού 20ού αιώνα με την ελληνική ποίηση. Να ανακαλύψουμε πόσο θέατρο κρύβεται μέσα σ’ αυτήν και πόσα άντλησε απ’ αυτήν το θέατρο. Τι θα βγει; Φαντάζομαι κάτι που θα φανερώνει με διαφορετικούς τρόπους αυτό που δεν τελειώνει. “Αυτό που δεν τελειώνει” θα είναι και ο τίτλος της παράστασης».

    Η μεγάλη του είδηση: από τον Ιανουάριο αρχίζει την οκτάμηνη ετοιμασία της «Μήδειας» του Ευριπίδη, που προορίζεται για την Επίδαυρο, σε καινούργια μετάφραση του Στρατή Πασχάλη και με την Ταμίλα Κουλίεβα στον επώνυμο ρόλο.

    «Νηστεία τρία χρόνια»

    Αντέχουν, όμως, πια οι ηθοποιοί του 2002 στη «νηστεία τρία χρόνια» που τους ζητάτε και στην εξοντωτική δουλειά και στις συνθήκες, τις ανάλογες με εκείνες που ζητούσε ένας Κάρολος Κουν, σαράντα και πενήντα χρόνια πριν;

    Νομίζω ότι ορισμένα πράγματα για τη ζωή στο θέατρο δεν έχουν αλλάξει. Το να αφιερωθεί ο ηθοποιός έχει να κάνει με τη νοητή “κόκκινη γραμμή” που χωρίζει τα επαγγέλματα από το θέατρο. Το οποίο δεν είναι χώρος απλώς επίδειξης ταλέντου αλλά και ανάγκης, βαθύτερης αφιέρωσης – ένας χώρος αυτοθυσίας. Η πολλή δουλειά δεν είναι αυτοσκοπός αλλά ένα μέσον για να ξεπεράσει κανείς όσα κουβαλάει από την καθημερινότητα και να δει το πρόσωπό του.

    Αυτό, βέβαια, πρέπει να το φροντίζει η σχολή αντί να δημιουργεί ανέργους. Να προετοιμάζει τους ηθοποιούς για ένα παιχνίδι πολύ σοβαρό, πολύ μακρύ σε διάρκεια, πολύ επικίνδυνο αλλά και πολύ γοητευτικό. Στο οποίο θα χρειαστεί να κάνουν τεράστιες θυσίες. Τουλάχιστον, αυτό είναι το θέατρο που με ενδιαφέρει εμένα. Με ακολουθούν όσοι μπορούν. Φυσικά χρειάζεται χρόνος, επιμονή και τεράστια υπομονή.

    23.10.2002, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Στάθης Λιβαθινός: Η εποχή μας έχει ανάγκη τη συγκίνηση», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Στάθης Λιβαθινός: Ψάχνεται… άρα υπάρχει

    Όταν μιλάς με έναν αυθεντικό άνθρωπο του θεάτρου, όπως τον Στάθη Λιβαθινό, έστω και από το … γκαράζ του Εθνικού Θεάτρου αισθάνεσαι ότι σε μεταφέρει πάνω στο σανίδι, όχι για να παίξεις, αλλά για να κατανοήσεις τη μαγεία της σκηνής, τη γνήσια επικοινωνία της τέχνης με το κοινό. Άλλωστε γι’ αυτόν “όλες οι τέχνες τείνουν να γίνουν μουσική”.

    Ποια η γνώμη σας για το σύγχρονο ελληνικό θέατρο;
    Νομίζω ότι το σύγχρονο ελληνικό θέατρο ψάχνεται έντονα, όχι για να αναπτυχθεί, αλλά για να υπάρξει. Υπάρχει ένα θέατρο σημαίνει: χωράω το θέατρο της εποχής μου και υπάρχω σε σχέση με σκηνοθέτες και ηθοποιούς της εποχής μου. Υπάρχουν ταλαντούχοι άνθρωποι που προσπαθούν να φτιάξουν σιγά σιγά τον καινούριο τους λόγο και να πατήσουν σε χνάρια σημαντικών ανθρώπων των προηγούμενων δεκαετιών, αλλά νομίζω ότι χρειάζονται ενθάρρυνση, υποστήριξη και πάρα πολλή επαφή με τη σκηνή. Και ο ίδιος ο Τσέχωφ δεν θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε το θέατρο τέχνης της Μόσχας και αν δεν ερχόταν σε επαφή μαζί του ώστε να επηρεαστεί. Οι νέοι Έλληνες θεατρικοί συγγραφείς έχουν ανάγκη από γνωριμία με το θέατρο ως επάγγελμα, ώστε να μην γράφουν μόνο από το σπίτι τους. Βεβαίως εξαιρούνται οι μεγαλοφυΐες, αυτές μπορούν να κάνουν ότι θέλουν και όποτε θέλουν.

    Τι έχετε να πείτε για τους φετινούς Γλάρους;
    Είναι καλό που ένας συγγραφέας δεν ξεχνιέται και επανέρχεται. Δείχνει το πόσο μεγάλος είναι. Τόσα ανεβάσματα Γλάρων στην ίδια πόλη για μένα θα πρέπει να μοιάζουν με τέσσερις μεγάλες εκρήξεις. Δεν ανεβαίνει ένα τέτοιο έργο αν δεν έχεις πραγματικά κάτι να πεις.

    Επιλέξατε την Ταμίλα Κουλίεβα να ενσαρκώσει τη Μήδεια το καλοκαίρι. Πως οδηγηθήκατε σ’ αυτό; Έχει σχέση με τη γειτνίαση της παιδείας σας;
    Δεν θέλω να μιλώ για μία παράσταση, πριν αυτή παρουσιαστεί. Θέλω την εξήγηση να την δίνει η ίδια η παράσταση από μόνη της. Η Ταμίλα ξεκίνησε την καριέρα της στο ελληνικό θέατρο μαζί μου, στο Κτήνος στο Φεγγάρι. Είναι τέτοια η ματιά μου πάνω σ΄ αυτό το έργο που νομίζω ότι η Ταμίλα θα έπρεπε να είναι η Μήδεια. Σίγουρα οι παιδείες μας μοιάζουν. Αυτό όμως που θέλω να τονίσω είναι ότι η παράσταση είναι μία παράσταση της πειραματικής σκηνής του εθνικού, δηλαδή θα κατέβουμε σαν ομάδα.

    Ποιες είναι οι προσδοκίες σας από την πειραματική σκηνή;
    Αν υπήρχε αληθινή ποιότητα στο θέατρο δεν θα καταπιανόμουν με την πειραματική σκηνή. Η πειραματική σκηνή δίνει τη δυνατότητα της κοινής συνενοχής -της δικής μου με τους ανθρώπους που συνεργάζομαι εδώ- να καταπιαστώ με πράγματα που υπό άλλες συνθήκες δεν θα έφτανε ο χρόνος ή δεν θα είχαμε τις δυνατότητες. Ο ταλαντούχος καπετάνιος δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα αν δεν έχει πλοίο. Για μένα θέατρο είναι μία ολόκληρη σειρά από σκέψεις, πράξεις και πειράματα που σε βοηθούν να κατανοήσεις το μυστικό της ζωής. Γι’ αυτό η μεγάλη πρόκληση κρύβεται στην παιδεία του θεάτρου. Θέλω να αλλάξει η παιδεία στο θέατρο και η από μέσα λογική. Αυτό το λέω χωρίς να υποτιμώ τη δουλειά κάποιου. Πιστεύω ότι το ελληνικό θέατρο δεν είχε το χρόνο να ασχοληθεί ακόμα με την παιδεία. Έχω εναποθέσει τις προσδοκίες μου για την αλλαγή πολλών πραγμάτων γύρω από το ελληνικό θέατρο στην πειραματική σκηνή, γιατί εδώ υπάρχει ο χώρος, ο χρόνος και η υποστήριξη. Με βοηθά πολύ ότι έχω την τεράστια εμπιστοσύνη του διευθυντή του Εθνικού, Νίκου Κούρκουλου. Πολύ σύντομα θα δούμε νέους σκηνοθέτες θεάτρου -που, όπως ξέρετε, δεν υπάρχει ανάλογη σχολή στην Ελλάδα- να βγαίνουν από εδώ και να κάνουν τις πρώτες τους σκηνοθεσίες.

    Τι σημαίνει για εσάς ο όρος παιδεία; Ποια είναι αυτή η ουσιώδης αλλαγή που περιγράφετε;
    Είναι κοινό μυστικό ότι ο Έλληνας ηθοποιός δεν είναι ακόμα έτοιμος να βγει στη σκηνή. Οι σχολές είναι ικανοποιημένες που παίρνουν τα λεφτά των νέων ηθοποιών και το υπουργείο με τη σειρά του κάνει κάποιες εξετάσεις. Πιστεύω ότι η απόσταση ενός Έλληνα και ενός Γερμανού ή Ρώσου ηθοποιού, όταν τελειώνουν μία δραματική, σχολή είναι τεράστια. Αν δεν έχει υπάρξει το πάθος κάποιου καλού καθοδηγητή ή η εμμονή ενός ηθοποιού να εξελίξει κάποια φυσικά δώρα, συνήθως η εικόνα είναι απογοητευτική.

    Πολλοί μιλούν για το θέατρο, αλλά σπάνια μιλούν οι δημιουργοί του. Γιατί;
    Είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι ο άνθρωπος του θεάτρου δεν πρέπει να έχει άποψη… παρά μόνο μέσα από τη δουλειά του.. Οι άνθρωποι του θεάτρου μιλούν για την κοινωνία μέσα από τη δουλειά τους και όχι μέσα από τα τηλεοπτικά παράθυρα. Παράλληλα, πρέπει να μιλούν και με άλλους καλλιτέχνες. Νομίζω ότι χρειάζεται μεγαλύτερη επικοινωνία μέσα στους κόλπους των τεχνών. Οι γλύπτες είναι απομονωμένοι από το θέατρο, οι άνθρωπο του θεάτρου είναι απομονωμένοι από τους μουσικούς και ούτω καθ’ εξής. Πρέπει ο ένας να μοιράζεται τον κόσμο του άλλου, γιατί “όλες οι τέχνες θέλουν να γίνουν μουσική”. Όλα χρειάζονται, αυτό που δεν χρειάζεται είναι να είμαστε μονομανείς μ’ αυτό που παρουσιάζουμε στο κοινό.

    Αισθάνεστε κάποιο βάρος βρισκόμενος υπό τη στέγη του Εθνικού;
    Κανένα βάρος. Μη ξεχνάτε ότι βρίσκομαι στο γκαράζ. Είναι απίστευτη η ελαφρότητα του γκαράζ…

    25.02.2003, Χ.Σ. «Στάθης Λιβαθινός: Ψάχνεται… άρα υπάρχει», e-go.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ