Μια πιθανή συνάντηση – Πάουλ Μπάρτς

2001

Έναρξη 20 Μαρτίου 2001

 

Η «πιθανή συνάντηση» βασίζεται σε μια φανταστική συνάντηση του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και του Γκέοργκ Φρίντριχ Χέντελ το 1747. Γεννημένοι και οι δύο το 1685, ο Χέντελ και ο Μπαχ, που ήταν οι σημαντικότεροι μουσουργοί της εποχής τους, στη «πιθανή συνάντηση» συναντιούνται για πρώτη και τελευταία φορά όταν ο Χέντελ καλεί τον Μπαχ σε δείπνο. Στην πραγματικότητα, οι δυο τους δε συναντήθηκαν ποτέ: ο Χέντελ δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στα γράμματα που του έστελνε ο Μπαχ.

Μετάφραση: Λεωνίδας Καρατζάς
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά- Κοστούμια: Άγγελος Αγγελής
Μουσική επιμέλεια: Παναγιώτης Αδάμ
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου

Διανομή με σειρά εμφάνισης:

Σμιτ: Ηλίας Ασπρούδης
Χαίντελ: Γιάννης Βόγλης
Μπαχ: Σοφοκλής Πέππας

Λειψία 1747, σ’ ένα δωμάτιο του πανδοχείου «Η αυλή της Θουριγγίας»

  • Μια ενδιαφέρουσα «Πράξη»: στη Σταυρούπολη το έργο του Πάουλ Μπαρτς

    Στη Σταυρούπολη παίζεται αυτές τις μέρες το έργο του Πάουλ Μπαρτς «Μια Πιθανή Συνάντηση» (1985), που έχει ως θέμα μια φανταστική συνάντηση (το 1747) σε ξενοδοχείο της Λιψίας δύο μεγάλων μορφών της κλασικής μουσικής, του Χέντελ και του Μπαχ, με στόχο να σατιρίσει την ανθρώπινη φύση και το διαχρονικό παιχνίδι της δημοσιότητας. Πρόκειται για την πρώτη θεατρική εμφάνιση του Γερμανού συγγραφέα στην Ελλάδα και κάθε άλλο παρά κακή ήταν.

    Αφήνοντας κατά μέρος τα στοιχεία της ιδιοφυίας των δύο μεγάλων ανδρών, ο Μπαρτς επικεντρώνεται περισσότερο στα πολύ ανθρώπινα κομμάτια του εαυτού τους.

    Με τρόπο λιτό, με αξιοθαύμαστη σαφήνεια και με πολύ λεπτό χιούμορ γειώνει αυτά τα ιερά τέρατα της μουσικής, τους δίνει πίσω την καθημερινότητά τους, χωρίς όμως σε καμιά περίπτωση να μειώνει και πολύ περισσότερο να αποψιλώνει την αξία του έργου τους.

    Ο σεβασμός και ο θαυμασμός είναι διαρκώς ορατά συναισθήματα, όπως ορατή είναι και η άλλη πλευρά των ατόμων αυτών, εκείνη που τα φέρνει τόσο κοντά μας, τα κάνει άτομα της διπλανής πόρτας, με τις ανασφάλειές τους, τις ζήλιες, τα ψεματάκια, τις «μπηχτές» τους, τις μικροκακίες, τις αδυναμίες, τις μικροπρέπειες, τους ανταγωνισμούς τους. Ουδείς τέλειος, φαίνεται να λέει ο συγγραφέας. Κι ας υπάρχει το τέλειο έργο. Ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να κουβαλά και τα μικροελαττώματα της φύσης του.

    Και αυτά κουβαλούν και οι δύο μεγάλοι δημιουργοί. Απλά έχουν κάθε λόγο να τα αποκρύπτουν μέχρι τη σκηνή της αναγνώρισης, εκεί όπου πέφτουν οι μάσκες και αποκαλύπτονται οι υποκριτικοί όγκοι, θα χρειαστεί τρεις τριαντάλεπτες σκηνές και έξυπνη χρήση των ιστορικών γεγονότων ο Μπαρτς για να υφάνει κομμάτι κομμάτι τις λεπτομέρειες αυτής της φανταστικής συνάντησης και παράλληλα να θέσει επί τάπητος ένα πολύ φλέγον θέμα, ιδιαίτερα σύνθετο και εν πολλοίς άλυτο: ποια πρέπει να είναι η θέση του δημιουργού απέναντι στην τέχνη του, την εκάστοτε εξουσία και την προσωπική του ευημερία; Για παράδειγμα, αξίζει τον κόπο κάποιος να δημιουργεί αριστουργήματα και να πεθαίνει στην ψάθα, επειδή δεν παίζει το παιχνίδι της εξουσίας;

    Και από την άλλη, αξίζει τον κόπο κάποιος που μπορεί να δημιουργήσει αριστουργήματα να μην το πράττει, γιατί αναγκάζεται να κάνει διαρκώς συμβιβασμούς για να ικανοποιεί και τις δικές του (υλικές) προσδοκίες και των χρηματοδοτών του;

    Στη συνάντηση των δύο μουσικών, ο Γκ. Φ. Χέντελ, ήδη στο επίκεντρο του σταρ σίστεμ της εποχής, υπεραμύνεται του δικαιώματος του καλλιτέχνη να παίζει το παιχνίδι της εξουσίας, εφόσον κάτι τέτοιο του εξασφαλίζει μια καλύτερη ζωή και μεγαλύτερη φήμη/αναγνώριση. Από την άλλη, έχουμε το χαμηλών τόνων Γ. Σ. Μπαχ, ο οποίος ψωμολυσσάει αλλά δεν υποκύπτει στο δέλεαρ των εύκολων και αβανταδόρικων σχέσεων και υποκλίσεων.
    Και κάπου ανάμεσα παρεισφρέει και ένας τρίτος χαρακτήρας, ο οικονόμος και γραμματέας του Χέντελ, Σμιτ, ο οποίος γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα και έτσι με τα καίρια και συχνά ειρωνικά σχόλιά του προκαλεί μια σχετική αμηχανία στο αφεντικό του, η οποία σιγά σιγά οδηγεί και στην αποκάλυψη της αλήθειας, η οποία λέει ότι ο Χέντελ πολύ θα ήθελε να γράψει μια πιο ήρεμη και πιο σύνθετη μουσική, στο στιλ του συμπατριώτη του Μπαχ. Γι’ αυτό γνωρίζει τα πάντα γύρω από τις μουσικές του συνθέσεις, κι ας προσποιείται από την αρχή πως ούτε καν το όνομά του γνωρίζει -το προφέρει Παχ. Από την άλλη, όμως, μαθαίνουμε ότι και ο πιο ταπεινός Μπαχ θέλει να απολαύσει την αίγλη, τη φήμη και τις ευκολίες που χαίρεται ο Χέντελ γράφοντας την ανάλογη μουσική και κάνοντας τις ανάλογες δημόσιες σχέσεις. Τελικά, σε αυτήν τη σύγκρουση ατόμων και ιδεών δεν έχουμε κανένα νικητή. Και οι δύο θέσεις είναι καλές, εφόσον αλληλοκαλύπτονται.

    Αυτά από τη νέα παραγωγή που μας έφερε η Θεατρική Εταιρία «Πράξη», η οποία τείνει να εξελιχθεί σε «ειδικό» επί του γερμανόφωνου θεάτρου. Να θυμίσω και την περσινή εξαιρετική ανάγνωση του έργου του Τ. Μπέρνχαρντ, «Πριν την αποχώρηση», σε συνεργασία με το σκηνοθέτη Στ. Λιβαθινό, ο οποίος υπογράφει και τη φετινή παράσταση.

    Και εδώ βρίσκεται πάλι στο στοιχείο του, με ένα έργο ψυχολογικού ρεαλισμού και εσωτερικών διαθέσεων. Ο Λιβαθινός είναι πολύ καλός στο να δημιουργεί ατμόσφαιρα, να ψυχογραφεί πορτρέτα, να προσέχει τη λεπτομέρεια. Με σεβασμό στους τόνους και τα ημιτόνια, χωρίς υπερβολές και αδέξιες επιλογές, κατάφερε και τούτη τη φορά να στήσει μια παράσταση διακριτική, ζεστή, ζωντανή και με ανθρώπινα περιγράμματα καθαρά και οικεία. Οι ηθοποιοί σε γενικές γραμμές τον ακολούθησαν, ο καθένας βέβαια με τις δυνάμεις του και τη σχολή του.

    Ο Γ. Βόγλης (Χέντελ) στις πιο καλές του στιγμές έβγαζε προς τα έξω ένα συμπαθητικό και πιστευτό υπερόπτη. Είχε όμως και στιγμές αδέξιες, ιδιαίτερα όταν η «υπεροψία» του και η «περιπαιχτική» του διάθεση μεταμορφωνόταν σε στόμφο και ρητορική υπερβολή, με αποτέλεσμα να αφαιρείται από το προσωπείο του η αναγκαία φυσικότητα, η άνεση και η ηρεμία. Ήταν σε κάτι τέτοιες στιγμές που έδειχνε πως ξεχνούσε τα ημιτόνια του έργου και έπαιζε στους ρυθμούς της παράδοσης μέσα στην οποία μεγάλωσε.

    Όσο για τον Σ. Πέππα, δείχνει να αμύνεται ακόμη, και ομολογώ με επιτυχία, ενάντια στις διαβρωτικές συνέπειες της τηλεοπτικής του καριέρας. Δοκιμάζεται διαρκώς σε ρόλους δύσκολους και δείχνει πως δεν του λείπει η απαιτούμενη υποκριτική γκάμα. Παίζοντας τον Μπαχ, κατάφερε να μη φυλακιστεί στα όρια του τύπου. Εξανθρωπίζοντάς τον, δεν τον έκανε πιο «μικρό», αλλά ακόμη πιο αληθινό και «δικό μας».

    Και φυσικά δεν ξεχνώ τη χαριτωμένη αυθάδεια του Η. Ασπρούδη (Σμιτ), η οποία «έγραψε». Πολλές φορές και χωρίς το λόγο.

    Ρέουσα και θεατρική η μετάφραση του Λ. Καρατζά, κράτησε τη λεπτότητα του πρωτοτύπου και ανέδειξε το χιούμορ του. Ο Α. Αγγελής ταύτισε τα σκηνικά του με το λιτό πνεύμα της παράστασης.

    Από την εργογραφία του Μπαρτς θέτουμε στα υπόψη και κάποια άλλα έργα: «Ρεπορτάζ βρικολάκων», «Άγρια πλάκα», «Το μποτιλιάρισμα».

    21.10.2001, Πατσαλίδης Σάββας «Μια ενδιαφέρουσα «Πράξη»: στη Σταυρούπολη το έργο του Πάουλ Μπαρτς», Αγγελιοφόρος

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Κριτική Θεάτρου: «Πληθωρισμός» ανοιξιάτικων παραστάσεων

    Και καθημερινή να ήταν η στήλη της κριτικής θεάτρου είναι ζήτημα, αν θα αρκούσε για τις μισές από το σύνολο των παραστάσεων αθηναϊκών ή περιφερειακών θιάσων στη διάρκεια της χειμερινής περιόδου (αρχές Οκτώβρη – τέλη Μάη). Η στήλη έχει αρκετές φορές επισημάνει ότι λόγω του «πληθωρισμού» παραστάσεων αρκετές από αυτές, ιδιαίτερα οι ανοιξιάτικες, παρά το ρεπερτορικό, ή σκηνοθετικό ή ερμηνευτικό ενδιαφέρον τους, μένουν «αφανείς» και άκριτες, καθώς δεν τις προλαβαίνει η εβδομαδιαία κριτική στήλη καμιάς εφημερίδας. Για να μη μείνουν ολότελα στην αφάνεια κάποια έργα, σκηνοθεσίες και ερμηνείες που αξίζουν επαίνου, η στήλη θα αναφερθεί σ’ αυτές, αναγκαστικά, εν συντομία. […]

    Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας: Πάουλ Μπαρτς «Μια πιθανή συνάντηση». Την επιτυχία του έργου του Πίτερ Σάφερ «Αμαντέους» (περί του «ανταγωνισμού» μεταξύ του μείζονος συνθετικά, αλλά φτωχού, Μότσαρτ και του ελάσσονος, πλην φημισμένου, αλλά κοινωνικο-οικονομικά δυνατού Σαλιέρι), προφανώς εζήλωσε ο Π. Μπαρτς «συνθέτοντας» δραματουργικά μια φανταστική συνάντηση μεταξύ του μέγιστου, αλλά φτωχού και άσημου εκτός της πατρίδας του, Μπαχ και του πλούσιου, διάσημου, κοσμοπολίτη Χέντελ, οι οποίοι ουδέποτε συναντήθηκαν. Ο συγγραφέας γνωρίζοντας το βίο των δύο κλασικών μουσουργών, στη φανταστική συνάντηση -δείπνο που πλάθει, τους βάζει να «συγκρούονται» αλληλοαποκαλυπτικά. Ο επηρμένος Χέντελ ευημερεί, έχει δόξα και πλούτη. Ζηλεύει όμως που η μουσική του δε φτάνει εκείνη του Μπαχ. Μόνο τη μουσική και τα παιδιά του έχει ο ταπεινός Μπαχ, γι’ αυτό λαχταρά να είχε λίγη από ευημερία και φήμη σαν τον Χέντελ. Συγκρινόμενο δραματουργικά με το «Αμαντέους», το έργο του Μπαρτς μειονεκτεί. Παραμένει, όμως, αρκούντως ελκυστικό για τους μυημένους στο βίο και το έργο των μεγάλων συνθετών, ιδιαίτερα καθώς η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού ώθησε τους τρεις άξιους ηθοποιούς -Σοφοκλής Πέππας, Γιάννης Βόγλης, Ηλίας Ασπρούδης- να «σκαλίσουν» λεπτομερειακά, βαθιά αλλά και με το χιούμορ που απαιτεί η φαντασία, ώστε να πλάσουν με σάρκα και οστά τα τρία πρόσωπα του έργου. Να «συλλάβουν» την ψυχοσύνθεση, το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά τους.  […]

    08.05.2001, Θυμέλη «Κριτική Θεάτρου: «Πληθωρισμός ανοιξιάτικων παραστάσεων», Ριζοσπάστης

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Αισθητική επί σκηνής: «Μια πιθανή συνάντηση» στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας

    Ακούμε συχνά, τελευταία, από τους ανθρώπους του θεάτρου ότι δεν γράφονται πια καλά θεατρικά έργα, ότι δυσκολεύονται να βρουν έργα καλογραμμένα και με ενδιαφέρον για να ανεβάσουν.

    Το «Μια πιθανή συνάντησή του Πάουλ Μπαρτς που παρουσιάζει ο θεατρικός οργανισμός «Πράξη» στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας είναι ένα από τα θεατρικά έργα που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, γιατί απλώς είναι η εξαίρεση του.

    Ένα σπάνια καλογραμμένο και ενδιαφέρον έργο. Ο Πάουλ Μπαρτς, με τη φαντασία του διψασμένου έφηβου, επιχειρεί με αυτό το έργο να αναπληρώσει ένα μεγάλο ιστορικό κενό ή μάλλον ένα συναισθηματικό κενό που αφήνει η ιστορία.

    Μουσική

    Δυο μεγάλοι μουσουργοί, προφανώς αντικείμενα λατρείας για τον ίδιο, που η κυρίως δουλειά του είναι η κριτική της μουσικής, ο Γκέοργκ Φρίντριχ Χαίντελ και ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, αν και έζησαν κατά την ίδια χρονική περίοδο, ήταν σχεδόν συνομήλικοι και επιπλέον συμπατριώτες, εξίσου σπουδαίοι και διάσημοι, δεν γνωρίστηκαν ποτέ, δεν είχαν ποτέ μια συνάντηση μεταξύ τους. Αρνήθηκαν να συναντηθούν! Ο Μπαρτς αναπληρώνει με τη συγγραφική του φαντασία την πραγματικότητα, όπως οι παλιοί παραμυθάδες, μόνο που αυτός δημιουργεί ένα θεατρικό διαμάντι, βασισμένο πάνω σε ιστορικά γεγονότα.

    Ακρίβεια

    Είναι τόσο λεπτομερής η μελέτη του της εποχής, ώστε γνωρίζει με ακρίβεια έως και τις προτιμήσεις των πρωταγωνιστών του στο φαγητό και τα κρασιά, κι αυτό μια και το έργο δεν είναι παρά ένα γεύμα, είναι τόσο γοητευτικό όσο σχεδόν και η υπέροχη μουσική που ακούγεται σ’ όλη τη διάρκεια του έργου…

    Θα πρέπει να σημειώσω ότι διάβασα το έργο προτού ακόμη ολοκληρωθεί η διανομή του… Η εντύπωσή μου ήταν εξαιρετική.

    Ένα κείμενο τόσο ζωντανό και δυνατό, με τόσο ανάγλυφα δοσμένους τους δυο χαρακτήρες, τόσο ώριμο από πλευράς γνώσης της ανθρώπινης ψυχής, και ταυτόχρονα μια λεπτεπίλεπτη ακροβασία μεταξύ κωμωδίας και δράματος, όπως πολύ συχνά μόνο η ζωή είναι.

    Σκηνοθεσία

    Την παράσταση του Θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθινός, ο οποίος έκανε περίφημη δουλειά με το κείμενο και τους ηθοποιούς του. Είναι αλήθεια ότι είχε στη διάθεση του εξαιρετικούς καλλιτέχνες: Τον Γιάννη Βόγλη, έναν αληθινά μπρούτο ηθοποιό που εδώ δημιουργεί έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του, υποδυόμενος έναν αληθινά μεγαλόπρεπο αλλά και πανούργο, όταν χρειάζεται μικροπρεπή και ποταπό, αλλά πάντα μεγαλοφυή και σπουδαίο Χαίντελ.

    Από την άλλη πλευρά τον Σοφοκλή Πέππα για το ρόλο του Μπαχ, έναν ηθοποιό τόσο έμπειρο και ταλαντούχο, που κατά τη γνώμη μας αποτελεί αληθινό θησαυρό για το θέατρό μας. Ο Πέππας δίνει στην κυριολεξία ένα ρεσιτάλ υποκριτικής, υποδυόμενος τον χαμηλών τόνων αλλά καθόλου ταπεινόφρονα Μπαχ, τον άνθρωπο που ζει για τη μουσική και γνωρίζει το ουσιαστικό, αλλά έχει πλήρη επίγνωση της αξίας του και μπορεί από επαρχιώτικο ποντίκι μπροστά στο κοσμοπολίτικο τέρας τον Χαίντελ, να μετατραπεί σε λιοντάρι που βρυχάται… Οι δυο τους κάνουν ένα καταπληκτικό δίδυμο κι είναι αδύνατον να φαντασθεί κανείς άλλους να ερμηνεύουν αυτούς τους ρόλους. Μαζί τους ένας επίσης πολύ καλός ηθοποιός ο Ηλίας Ασπρούδης, που υποδύεται τον οικονόμο του Χαίντελ τον Σμιτ, ένα καταλυτικό για την εξέλιξη της κωμωδίας πρόσωπο…

    Σκηνικό

    Θα πρέπει να παινέψουμε το σκηνικό του Άγγελου Αγγελή, που με ευρηματικότητα και λιτότητα αναπαριστά πειστικά και με λεπταίσθητο τρόπο την πολυτέλεια μιας σουίτας ενός ξενοδοχείου της Λειψίας του 18ου αιώνα. Τα κοστούμια του είναι επίσης εκπληκτικής αισθητικής. Θα πρέπει, επίσης, να σημειώσουμε τη συμβολή του Παναγιώτη Αδάμ στην επιλογή της μουσικής και του Αλέκου Αναστασίου στους φωτισμούς. Οι παραστάσεις αυτού του έργου θα ολοκληρωθούν στις 13 Μαΐου.

    29.04.2001, Σαμπατακάκη Άννα Σ. «Αισθητική επί σκηνής: «Μια πιθανή συνάντηση» στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας», Η Βραδυνή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μαεστρίες: Μια πιθανή συνάντηση

    Αρκετές πιθανές συναντήσεις, ιστορικά απραγματοποίητες και μερικές χρονικά ασυμβίβαστες, έχουν εμπνευστεί οι δραματουργοί στα πρόσφατα χρόνια. Εύκολα μπορώ να θυμηθώ το έργο «Λουίζα και Έμα» της Αν Ρος στο θέατρο «Μοντέρνοι Καιροί» προ δεκαετίας περίπου, όπου συναντιόνταν η Λουίζ Μισέλ, ηρωίδα της γαλλικής Κομμούνας με την επαναστάτρια της Οκτωβριανής Έμα Γκόλντμαν. Πριν από τρία χρόνια γίναμε μάρτυρες μιας άλλης πιθανής απίθανης συνάντησης ανάμεσα στον Μπρεχτ και τον Αϊζενστάιν στο έργο «Οι Υδροχόοι» του Λαρς Κλέμπεγκ στο θέατρο «Αθηνά», πρόπερσι επίσης στο θέατρο «Φανάρι» είδαμε μια ακόμα «Συνάντηση Κορυφής» του Ρόμπερτ Μακντόναλντ όπου η ερωμένη του Μουσολίνι Κλάρα Πετάτσι επισκέπτεται την «ομόλογό» της του Χίτλερ Εύα Μπράουν. Το στοιχείο που κυριάρχησε σ’ αυτά τα έργα ήταν μόνο το απροσδόκητο των συναντήσεων. Οι συγγραφείς έφερναν κοντά τα πρόσωπα της έμπνευσής τους, κόντρα σε κάθε ιστορική πραγματικότητα, δρασκελώντας μεγάλες αποστάσεις, χρονικές είτε γεωγραφικές και ουδέν έτερον. Το εύρημα εξαντλιόταν αφ’ εαυτού του. Καμιά έκρηξη δεν παραγόταν απ’ την παριστορική επαφή. Ούτε οι σκηνοθεσίες εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός οι δε ερμηνείες, απ’ ό,τι θυμάμαι, δεν σημείωσαν ιδιαίτερη επιτυχία. Συνεπώς το έργο του Πάουλ Μπαρτς «Μια απίθανη συνάντηση- θα ήταν το πρώτο του είδους που πρωτοτυπεί αν δεν είχε προηγηθεί το συγγενικό «Αμαντέους» που και σε κείνο δύο συνθέτες διασταύρωσαν τις μπαγκέτες τους και εξέθεταν τη βαθιά ανταγωνιστική τους σχέση. Το «Αμαντέους» λοιπόν, που είχε ανέβει πριν από δεκαπέντε χρόνια στο θέατρο «Αθηνά» και έφερνε αντιμέτωπους τον Μότσαρτ με τον Σαλιέρι και η απίθανη συνάντηση του Μπαχ με τον Χέντελ στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας όχι μόνο επειδή μοιάζουν που και τα δύο αντιπαραθέτουν μουσικούς, αλλά και από άποψη γραφής, δραματικού περιεχομένου και πραγμάτευσης είναι τα καλύτερα της συνομοταξίας τους.

    Ο Χέντελ έχει καλέσει σε τραπέζι τον Μπαχ και προβάλλει τη μεγαλοσχημοσύνη του έναντι της ταπεινότητας του καλεσμένου του. Η δια-γραφή των χαρακτήρων των δύο συνθετών είναι αριστοτεχνική και η εξομολογητική αποκάλυψη των αληθινών αισθημάτων του ενός προς τον άλλο απ’ τις καλές στιγμές της δραματουργίας. Οι διάλογοι σβέλτοι, ευφυείς, ψυχολογημένοι. Οι εμβόλιμος (ανάμεσα στους δύο) μπάτλερ με τις καίριες εμφανίσεις και τις δηλητηριώδεις ατάκες του, αν και όχι πρόσωπο πρωτότυπο διαχειρισμένο εντούτοις απολαυστικά. Τι λέει όμως το έργο; Τι συμπεραίνει ο θεατής; Μια αφελής κατάληξη είναι πως η ταπεινότητα, η ολιγάρκεια και εγκράτεια θρέφουν καλύτερα το ταλέντο. Ας σκεφθούμε κάτι λιγότερο αφελές. Μ’ όποιον τρόπο κι αν επιλέξαμε να ζούμε κάτι άλλο υποχρεωθήκαμε να απωθήσουμε. Επομένως η πιθανή συνάντηση είναι να έρθουμε κάποια στιγμή αντιμέτωποι μ’ αυτό που αρνηθήκαμε. Και με άλλα και σ’ άλλα επίπεδα, προκαλεί συλλογισμούς το έργο του Μπαρτς και υποκινεί προβληματισμό διαφόρων κατευθύνσεων κι αυτό είναι νομίζω μια πολύ ουσιαστική ιδιότητα. Ωστόσο, ακόμα κι αν η πρόκληση δεν φτάσει ώς το υπαρξιακό στρώμα, ακόμα κι αν σταθούμε στην εγκυκλοπαιδική γνωριμία δύο διάσημων συνθετών, που ο ένας ύμνησε με τη μουσική του το Θεό μέσα από μια άσημη και απλή ζωή και ο άλλος μέσα από μια υπερφίαλη, επιδεικτική και πομπώδη έχουμε κερδίσει μια γνώση, μια πληροφορία που μας παρέχεται συνυφασμένη με την εξαίσια μουσική των δύο αντιπαρατιθεμένων. Σίγουρα έχουμε να κάνουμε μ’ ένα έργο διαφορετικής αξίας απ’ τα συναφή, τα ανούσια και ασήμαντα και, αν θυμάμαι καλά, περισσότερο θεατρικό από το «Αμαντέους».

    Παρά τις αρετές του το έργο θα μπορούσε σε πολλά σημεία του να γίνεται βαρετό. Όσο ενδιαφέροντα κι αν λέγονται, όσο σοφά κι αν είναι διατεταγμένη απ’ το συγγραφέα η δράση, κίνδυνος «κοιλιάς» υπάρχει πάντα όταν σε μεγάλο μέρος της διάρκειας δύο πρόσωπα συνομιλούν. Αν η σκηνική διευθέτηση υστερήσει και αρκεστεί στη δεξιότητα του έργου, όποιου έργου, κίνδυνος καθίζησης καραδοκεί. Η σκηνοθεσία εδώ αξιοποίησε όλα τα πλεονεκτήματα του έργου, εμπνεύστηκε στοιχεία ένθετα, συντόνισε τα μήκη, συνδύασε το λόγο με ενέργειες και παρήγαγε φυσικότητα. Ένα σοφό σκηνοθετικό ρεγουλάρισμα, μια γενική εποπτεία ενός ανθρώπου σοβαρού με θεατρική οξυδέρκεια και πείρα. Ο Στάθης Λιβαθινός είναι πράγματι σοβαρός, με την έννοια πως δεν είναι «φιγουρατζής», δεν κάνει πράγματα ακραία και μόνο για την εντύπωση. Κάθε του πρόταση είναι οργανική, ευνοεί ουσιαστικά το έργο και την παράστασή του. Μ’ αυτά τα προσόντα έχει καθιερωθεί σαν ένας σκηνοθέτης που οι παραστάσεις του είναι πάντα ενδιαφέρουσες. Μ’ αυτά τα προσόντα έχει καθιερωθεί σαν ένας σκηνοθέτης που οι παραστάσεις του είναι πάντα ενδιαφέρουσες. Μα φαίνεται πως έχει ακόμα ένα χάρισμα. Ξέρει να διδάσκει, δηλαδή να δείχνει και να καθοδηγεί τον ηθοποιό, να τον μετράει» και να τον προσανατολίζει.

    Και οι τρεις ηθοποιοί που έπαιξαν τους ρόλους στο έργο του Μπαρτς είναι καταχωρισμένοι στη μερίδα των καλών υποκριτών. Στην εν λόγω παράσταση όμως ήταν άριστοι. Ο Ηλίας Ασπρούδης στο ρόλο του μπάτλερ Σμιτ συνέθεσε έναν ωραίο τύπο αφοσιωμένο και ταυτόχρονα δηκτικά επικριτικό, έδειξε όλη την κλίμακα της ψυχολογίας ενός συνθέτη χαμηλών πτήσεων, απωθημένων, που τάχθηκε στην υπηρεσία κάποιου που λατρεύει και φθονεί. Ο καλός ηθοποιός πρόσθεσε επιπλέον κι ένα κωμικά σκερτσόζικο περίβλημα που προκαλεί ιλαρότητα. Ο ταπεινόφρων Μπαχ του Σοφοκλή Πέππα μια αξιέπαινη υποκριτική δημιουργία. Ένα πορτρέτο που περιέχει την εποχή, την κοινωνική τοποθέτηση του ήρωα, τις κρυφές του επιθυμίες και τη λάβα που κοχλάζει στο κεφάλι του. Ο Βόγλης! Α, ο Βόγλης. Με όλην την κομψότητα, την αριστοκρατική χάρη, την επιτηδευμένη αφροντισιά και τη σπουδαιοφάνεια ενός συνθέτη του καλού κόσμου πλάστηκε με δεξιοτεχνία ο Χέντελ. Ο Βόγλης, βλέποντάς τον να παίζει με τόση άνεση σαν βιρτουόζος, ο έξοχος αυτός ρολίστας, μου θυμίζει την παρομοίωση με το παλιό καλό κρασί. Πολύ καλοί ηθοποιοί, απολαυστικές οι ερμηνείες τους είναι ωστόσο αυτονόητη ή πρέπει να υπογραμμισθεί πως η συμβολή του σκηνοθέτη και σ’ αυτόν τον τομέα θα πρέπει σίγουρα να ήταν καίρια.

    Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Αγγέλου Αγγελή συνεπής και αρμονική επένδυση στο ωραίο σύνολο.

    26.04.2001, Γεωργίου Αδριανός «Μαεστρίες: Μια πιθανή συνάντηση» Ραδιοτηλεόραση

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Χέντελ εναντίον Μπαχ: μια «Πιθανή συνάντηση»

    Στις 15 Μαρτίου είναι προγραμματισμένη η πρεμιέρα της καινούργιας παραγωγής του θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας. Πρόκειται για μια κωμωδία «λεπτότατων αποχρώσεων» του μουσικοκριτικού και συγγραφέα Πάουλ Μπαρτς, που έχει τον τίτλο «Μια πιθανή συνάντηση» και ανεβαίνει σε μετάφραση Λεωνίδα Καρατζά και σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού.

    Ήρωες του έργου είναι δύο μεγάλες μορφές της κλασικής μουσικής, που αν και συμπατριώτες και συνομήλικοι, δεν συναντήθηκαν ποτέ στην πραγματική ζωή τους: ο Γκεργκ Φρίντριχ Χέντελ, που ερμηνεύει ο Γιάννης Βόγλης, και ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, που ερμηνεύει ο Σοφοκλής Πέππας. Ο συγγραφέας, γνώστης και θαυμαστής της μουσικής τόσο του Χέντελ όσο και του Μπαχ, βασίζεται σε ιστορικά τεκμήρια για τη ζωή, το έργο και την εποχή των δύο δημιουργών, για να σατιρίσει την ανθρώπινη φύση -και μάλιστα όταν αυτή αφορά δύο μεγάλους και αναγνωρισμένους μουσικούς που αλληλομισούνται και αλληλοθαυμάζονται- και τις διαπλοκές τέχνης και εξουσίας.

    Αξίζει να σημειωθεί ότι ρόλος του Μπαχ ήταν ο τελευταίος που ερμήνευσε ο μεγάλος Ρώσος ηθοποιός Ινοκέντι Σμοκντουνόφσκι στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, έχοντας δίπλα του τον Εφρέμοβ στο ρόλο του Χέντελ.

    Στην παράσταση του Θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας το σκηνικό και τα κοστούμια σχεδίασε ο Άγγελος Αγγελής, τη μουσική έγραψε ο Παναγιώτης Αδάμ και τους φωτισμούς ο Αλέκος Αναστασίου. Τον τρίτο, καταλυτικό για την εξέλιξη της κωμωδίας του Μπαρτς, ρόλο του Σμιτ, γραμματέα και οικονόμου του Χέντελ, ερμηνεύει ο Ηλίας Ασπρούδης.

    11.03.2001, Καλτάκη Ματίνα «Χέντελ εναντίον Μπαχ: μια Πιθανή συνάντηση», Επενδυτής

     

    Για το link πατήστε εδώ