Μασκαράτα –Μιχαήλ Λέρμοντοφ

2008

Πειραιώς 260, Κτίριο Δ

25-27 Ιουνίου 2008

 

«Ο Πούσκιν γράφει την Ντάμα Πίκα· είναι η ιστορία ενός χαρτοπαίκτη. Ο Γκόγκολ γράφει τους Παίκτες· είναι η ιστορία ενός χαρτοπαίκτη. Ο Λέρμοντοφ γράφει το θεατρικό έργο Μασκαράτα· είναι η ιστορία ενός χαρτοπαίκτη. Ο Ντοστογιέφσκι γράφει το μυθιστόρημα Ο παίκτης· είναι η ιστορία ενός χαρτοπαίκτη. Ιδού όλη η ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας» (διά χειρός Ανατόλι Βασίλιεφ).

Το Φεστιβάλ Αθηνών παρουσιάζει σε πανελλήνια πρώτη την ποιητική Μασκαράτα (1835), το απαγορευμένο από την τσαρική λογοκρισία δράμα της ζήλιας και της αδυσώπητης σκιαγράφησης της ρωσικής αριστοκρατίας, με τον μοναχικό ήρωα σ’ έναν κόσμο χορών, χαρτοπαιξίας και ματαιότητας.

Ο Στάθης Λιβαθινός, καλλιτέχνης με αποδεδειγμένη σχέση με τη ρωσική δραματουργία, υπογράφει τη σκηνοθεσία με έναν αξιόλογο θίασο παλαιών και νέων συνεργατών [Δ.Κ.].

 

Πηγή: Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου

Σύλληψη – Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Απόδοση: Ευστράτιος Πασχάλης
Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική σύνθεση: Θοδωρής Αμπαζής
Χορογραφία: Σεσίλ Μικρούτσικου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθοί σκηνοθέτη: Λίλλυ Μελεμέ | Γιολάντα Μαρκοπούλου
Βοηθός σκηνογράφου: Δήμητρα Χίου
Λογοτεχνική Σύμβουλος: Ευγενία Κριτσέφσκαγια

Διανομή

Ευγένιος Αλεξάντροβιτς Αρμπένιν: Δημήτρης Παπανικολάου
Νίνα, η σύζυγός του: Μαρία Ναυπλιώτου
Πρίγκηπας Ζβέζντιτς: Νίκος Καρδώνης
Βαρόνη Στράλ: Μαρία Κίτσου
Αθανάσιος Παύλοβιτς Καζάριν: Μαρία Σαββίδου
Αδάμ Πέτροβιτς Σπριχ: Στέλιος Ιακωβίδης
Υπηρέτης Αρμπένιν: Βασίλης Ανδρέου
Υπηρέτριες Βαρόνης: Σοφία Τσινάρη | ‘Ιρις Μάρα
Υπάλληλος: Ηλίας Κουνέλας
Υπηρέτης Πρίγκηπα: Δημήτρης Πασσάς
Οικοδεσπότης Χ: Στρατής Πανούριος
Οικοδέσποινα: Σοφία Τσινάρη
Υπηρέτρια Νίνας: Καλλιόπη Σίμου
Ένας άγνωστος με μάσκα
Παίκτες – Καλεσμένοι: Βασίλης Ανδρέου, Ηλίας Κουνέλας, ‘Ιρις Μάρα, Στρατής Πανούριος, Δημήτρης Πασσάς, Καλλιόπη Σίμου, Σοφία Τσινάρη

Συμμετέχουν και οι μουσικοί

Διονύσης Βερβιτσιώτης, βιολί
Γιάννης Μουμούρης, βιολί
Μίσσα Σμιρνώφ, βιόλα
Τάσος Μισυρλής, τσέλλο
Σπύρος Κάκος, κόρνο
Sam Marlieri, κλαρινέτο, σαξόφωνο

  • Η ευγλωττία του πάθους

    Ο Λιβαθινός φέτος χάρη στο Φεστιβάλ Αθηνών μας γνώρισε τον ρομαντισμό του Λέρμοντοφ

    Στον τόπο μας έχει τόσο πολύ συκοφαντηθεί το ρομαντικό θέατρο, ώστε αν θελήσει κάποιος σήμερα να το υπηρετήσει σκηνικά, θα σκοντάψει σε πολλά εμπόδια: στην έλλειψη εκπαίδευσης των ηθοποιών μας, στην έλλειψη μεταφραστικής παράδοσης και κυρίως στην άγνοια και ως εκ τούτου στο έλλειμμα εθισμού του κοινού στους κανόνες, στους κώδικες και στα κλειδιά της ρομαντικής ποιητικής και παραστασιολογίας. Γιατί αυτό το ιστορικό και αισθητικό κενό; Διότι στον τόπο μας ο ρομαντισμός που κυριάρχησε στην ποιητική και την αισθητική της σκηνικής πράξης στον 19ο αιώνα συνδέθηκε με την καθαρεύουσα, τη ρητορεία μιας μελοδραματικής υποκριτικής και με την αρχαιόθεμη και ιστορικίζουσα θεματογραφία.

    Σε πρόσφατα διδακτορικό της κ. Ε. Χασάπη – Χριστοδούλου με θέμα: «Η ελληνική μυθολογία στο νεοελληνικό δράμα», μια εξαντλητική αναφορά στην δραματουργία ενάμιση αιώνα, σε πιάνει ίλιγγος για την πληθώρα των θεμάτων της ρομαντικής περιόδου με αρχαιόθεμες υποθέσεις.

    Αν ψάξει κανείς το δραματολόγιο των θιάσων μας τον εικοστό αιώνα, πέρα από τον «Συρανό ντε Μπερζεράκ» του Ροστάν και την «Κυρία με τις Καμέλιες» του γιου Δουμά δεν θα βρει άλλα αξιόλογα έργα. Ούτε Ουγκό (πλην μιας παράστασης στο Εθνικό του Ρουϊ Μπλας) ούτε Μπάιρον (παρ’ όλη την άλλου είδους «Χρήση» του), ούτε Σέρλεϊ ούτε βεβαίως Πούσκιν, ούτε Αλφιέρι (πέρα από προεπαναστατικές του χρήσεις για λόγους εθνικούς – λόγω ακριβώς των αρχαιόθεμων θεμάτων του).

    Μόλις πριν από λίγα χρόνια ο Βολανάκης ανέβασε τον «Κάιν» του Μπάιρον και κάπου ξεσκάρισε η «Λουκριτία Βοργία» του Ουγκώ. Η «Πενθεσιλεία» του Κλάιστ παίχτηκε από τον Μουζενίδη και την Κούλα Πράτσικα ως περίπου χορόδραμα στη μεταξική περίοδο και ο «Πρίγκιπας του Χόρμπουγκ» φέτος και ο «Αμφιτρύων» του Κλάιστ πρόπερσι.

    Ο Στάθης Λιβαθινός, ηθοποιός και σκηνοθέτης με στανισλαφσκική παιδεία είναι εκείνος που τα τελευταία χρόνια προσπάθησε να επαναφέρει στη σκηνή τον ποιοτικό ρομαντισμό του θεάτρου. Αυτός μας προίκισε με τις θαυμάσιες και θαυμάσια παιγμένες «Μικρές» τραγωδίες» του Πούσκιν και τη ρομαντική σάτιρα του Ροστάν «Οι ρομαντικοί». Πιστεύει στο ποιοτικό θέατρο και φιλοδοξεί να ανιχνεύσει τον κώδικα της υποκριτικής πέραν του στόμφου, αλλά εντεύθεν του πάθους. Και είναι εντυπωσιακός ο αγώνας του να ανακαλύψει μια ισορροπία και συνάμα να διοχετεύσει στην ταλαντούχα ομάδα που καθοδηγεί το ρομαντικό σκηνικό ήθος συντελώντας στην αποκατάσταση ενός συκοφαντημένου σπουδαίου είδους και στη μύτη του κοινού μας την ιδιαιτερότητα της σκηνικής συνταγής.

    Είναι φυσικά μερικοί, ακόμη και καμωνόμενοι τους ειδήμονες, να κλωτσάνε ανίδεοι για την ευρωπαϊκή έρευνα τα τελευταία χρόνια πάνω στους κώδικες και αυτού του θεάτρου. Η αμηχανία και τα αδιέξοδα της σύγχρονης θεατρικής παραγωγής μας οδήγησαν να ανιχνεύσουμε ξανά τους κώδικες του τσίρκου, του ωμού νατουραλισμού, του μαριβοντάζ, του ρομαντικού σκηνικού ήθους. Ο Βιτέζ, και τη θεατρικότητα του Μαριβό και του Ουγκό αναζήτησε.

    Ο Λιβαθινός φέτος χάρη στο Φεστιβάλ Αθηνών μας γνώρισε το ρομαντισμό του Λέρμοντοφ (1814-1841). Ο μεγάλος αυτός ποιητής της ρωσικής γλώσσας, θαυμαστής του Μπάιρον, του Πούσκιν και του Κλάιστ, που έφυγε από τη ζωή 27 ετών με τον ίδιο τρόπο που έφυγε ο Πούσκιν, σκοτωμένος σε μονομαχία, έγραψε τη «Μασκαράτα» το 1835, δηλαδή σε ηλικία 21 ετών!! Κι όμως αυτό το παιδί θαύμα (η γενιά μου μεγάλωσε με το έξοχο αριστούργημά του, το μυθιστόρημα «Ένας ήρωας της εποχής μας»), με τον επαναστατικό και το αναρχικό οίστρο, την ανάστατη εφηβεία, τους διωγμούς και τα ερωτικά και άλλα πάθη, έγραψε ένα έργο όπου η ρομαντική συνταγή και πρωτοτυπεί και δοξάζεται. Αβυσσαλέα πάθη, χαρτοπαικτικός οίστρος, ίντριγκες, ζήλιες, συνωμοσίες, ερωτικά φίλτρα, μέθη, μεταμφίεση, υποκρισία και παθιασμένη ειλικρινής εξομολόγηση, κυνισμός και δολοφονικά δηλητήρια παρελαύνουν μέσα σ’ έναν ξέφρενο ρυθμό, σ’ έναν στροβιλισμό μιας αποκριάτικης μασκαράτας. Έγραφα κάποτε πως η περσόνα λέγει, η μάσκα κρύπτει και μόνο το προσωπείο σημαίνει, για να θυμηθούμε τον Ηράκλειτο και τη δελφική Πυθία. Πράγματι στον Λέρμοντοφ η μάσκα κρύπτει το πρόσωπο και κάνει βίο αινιγματώδη, τη συμπεριφορά αμφίσημη και τις προθέσεις αμφίβολες, κρύφιες και κινδυνώδεις.

    Ήταν σκηνικά ιδιοφυής η λύση που έδωσε στο έργο ο Λιβαθινός, συνδυάζοντας τη χαρτοπαιξία και τον χορό των μεταμφιεσμένων, όπως ακριβώς ο χαρτοπαίχτης και ο χαρτοκλέφτης μπλοφάρει προσπαθώντας με προσποιήσεις να παραπλανήσει τον συμπαίχτη, έτσι και ο μασκοφόρος χορευτής προσποιείται, ανοίγεται, ρισκάρει. Η «Μασκαράτα» ποντάρει πάνω στις κρυφές επιθυμίες, στις φαντασιώσεις, στην ερωτική διαθεσιμότητα και στην ερωτική κτητικότητα. Πολώνει την ίντριγκα γύρω από ένα χαμένο βραχιόλι (κατεξοχήν σεξουαλικό θηλυκό σύμβολο) και κεντάει, θα ‘λεγα γαζώνει, περίτεχνες εκδικήσεις, πανούργες παγίδες, κυνικές προκλήσεις και πουριτανικές ηθολογίες σ’ ένα κόσμο χυδαίου αισθησιασμού.

    Ρομαντικό πάθος και ευφράδεια

    Ο Στρατής Πασχάλης είναι ποιητής και σέβεται το ύφος των ποιητών που μεταφράζει. Στη σκηνική διασκευή του Λιβαθινού έδωσε το κύρος του ρομαντικού πάθους και της ευφράδειας του είδους. Και άλλο είναι η φλυαρία και άλλο η ευφράδεια.

    Εξάλλου η ρομαντική ρητορική είναι μια ακόμη μάσκα πίσω από την οποία κρύβονται πάθη ή εξαπολύονται ριπές πάθους, μίσους, φθόνου και παραληρήματος. Ο Πασχάλης τίμησε το είδος με περίπλοκα τεχνάσματα. Η Μανωλοπούλου σχεδίασε θεατρικά (κυριολεκτικά) κοστούμια, ο Αναστασίου υποκατέστησε την έλλειψη σκηνικών (το δράμα παίχτηκε σε πατάρι, με το κοινό κυκλικά διαταγμένο) με τον φωτισμό και η Σεσίλ Μικρούτσικου με απλά σχήματα χορογράφησε σε στενό χώρο.

    Ο Λιβαθινός δίδαξε σωστά, όχι τόσο χαρακτήρες (πώς πίσω από τις μάσκες;) αλλά «φωνές», ρυθμούς και σημαίνουσες κινήσεις και πόζες. Ο Δημήτρης Παπανικολάου, ηθοποιός μεγάλης γκάμας έπαιξε τον πρόδρομο του Περλιμπλίν με την κιτρινίλα του ζηλιάρη, ο Καρδώνης με τη μαυρίλα του ραδιούργου, η Ναυπλιώτου με την τραγική χάρη της κούκλας του ρομαντικού Χόφμαν, η Μαρία Κίτσου (αξιοσημείωτο ταλέντο) με την προπέτεια του διαθέσιμου θηλυκού και η πάντα έξοχη Μαρία Σαββίδου σχεδίασε μια φιγούρα Γεωργίας Σάνδη παίζοντας τον κυνικό Καζάριν. Ο υπόλοιπος θίασος (η γνωστή ομάδα της πάλαι ποτέ Πειραματικής του Εθνικού) στους επεισοδιακούς ρόλους υπάκουσε στην ακρίβεια της σκηνοθετημένης χορογραφικής μασκαράτας.

    Κροτάλιζαν οι ραπτομηχανές

    Βρήκα ιδιοφυές το πολλαπλό σκηνικό αξεσουάρ, τις ραπτομηχανές που φλύαρες κροτάλιζαν ράβοντας τις υποκριτικές καλύπτρες και τα ενδύματα μεγαλοαστικής προκάλυψης. Η επί σκηνής μουσική παρουσία ορχήστρας έδωσε στη θεατρικότητα του όλου κύρος και η μουσική που έγραψε ο Αμπαζής, ένα συνεχές ειρωνικό, ρομαντικό και συνάμα επίμονο μοτίβο, που ηχούσε γοητευτικά και συντελούσε στην ηθική αλλοτρίωση της επανάληψης. Ο Αμπαζής δεν γράφει μουσική, γράφει την εμμέλεια ως ρόλο και άλλοτε ως χορικό σχόλιο.

    07.07.2008, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Η ευγλωττία του πάθους», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο παίζων χάνει, ο πίνων μεθά

    Ρομαντικός ιδεαλισμός: ισόβιο στοίχημα που θα χάνει πάντα

    Βεβαίως και ο Βραχύβιος Μιχαήλ Γεωργίτσεβιτς Λέρμοντοφ (1814-1841) πρέπει κυρίως να αντιμετωπισθεί ως ποιητής. Και αυτό θα ήταν δύσκολο αν δεν είχε παρεμβληθεί ο θαυμασμός του Γερμανού ποιητή Φεντερίκου Μπόντεστεντ, που δημοσίευσε το 1852 το δίτομο «Ποιητικό υπόλοιπο» του Λέρμοντοφ, το οποίο και αφύπνισε το ρωσικό ενδιαφέρον για να ανακηρυχθεί τελικά ο ποιητής μας διάδοχος του Πούσκιν.

    Με μια ταραγμένη εφηβική ηλικία κι έναν διαρκώς επαναστατικό ή και φίλερι χαρακτήρα, ο Λέρμοντοφ, υπό τις φροντίδες της αυταρχικής γιαγιάς του, μίλησε ενωρίτατα ως μητρικές τη γαλλική, την αγγλική και τη γερμανική, προσηλώθηκε στη ρωσική λογοτεχνία αλλά και στη μουσική και, μετά από φοίτηση στη στρατιωτική σχολή, ονομάσθηκε αξιωματικός των ουσάρων. Ήδη κατά τη νεανική του ηλικία οι ποιητικές του συνθέσεις φέρουν τη σφραγίδα της επιρροής του λόρδου Βύρωνος, αργότερα όμως αποκτά δικό του ορμητικό ύφος που στοιχίζει επανειλημμένες εξορίες στον Καύκασο και εν γένει πλάνητα βίο, καθώς δεν έμεινε ποτέ έξω από τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα του καιρού του.

    Ακραιφνή δείγματα αυτών των ροπών ανιχνεύονται στο εχθρικό προς τους αυλικούς του τσάρου ελεγείο του για τον θάνατο του Πούσκιν, στις συνθέσεις του «Άγγελος του θανάτου», στον «Δαίμονα», στον «Ισμαήλ μπέη». Τον σκωπτικό χαρακτήρα του ο ποιητής πλήρωσε, τέλος, με τη ζωή του ύστερα από άτυχη γι’ αυτόν μονομαχία, την οποία και προκάλεσε.

    Αριστουργήματα

    Ως αριστουργήματα όμως ο Λέρμοντοφ, πέρα από τα λαϊκά ρωσικά έπη, τις μπιλίνες, θεωρώ το μυθιστόρημα του «Σύγχρονος έρωτας» και ιδίως το ποίημά του «Άσμα του τσάρου Ιβάν του τρομερού», έργο ίσως ανώτερο από εκείνα του Πούσκιν ως προς τους διαλόγους, τη γλώσσα, την αφήγηση. Η ίδια εξαιρετική τεχνική παρακολουθεί και τα λιγοστά δράματά του – τρία συνολικά και αρκούντως λογοκριμένα: «Οι ισπανοί» (1830), ενώ ασχολούνται με την Ιερά εξέταση, κατ’ ουσίαν βάλλουν εναντίον της τσαρικής δεσποτείας. Το «Άνθρωποι και πάθη» (1832) φλερτάρει έντονα με το κίνημα «Sturm und Drung» και είναι μάλλον αυτοβιογραφικό, αφού επικεντρώνεται στη σύγκρουση του ήρωα με το κοινωνικό κατεστημένο. Τέλος, η «Μασκαράτα» (1835), θεματικά συγγενής προς τον Σαίξπηρ και υφολογικά προς το Βύρωνα, συνιστά δράμα ζηλοτυπίας και, λογοκριμένο αργότερα, ανεβαίνει το 1852 με αίσια την έξοδό του. Στα σχετικώς νεώτερα χρόνια, το παρουσίασε ο Μέγερχολντ το 1917. Μέσα στα διεφθαρμένα ήθη της κοσμικής Πετρούπολης, ο ασυμβίβαστος Αρμπένιν χάνει την πίστη του στην αγαπημένη του γυναίκα και, νικητής στη χαρτοπαιξία, ηττάται από το κοινωνικό παίγνιο που τον οδηγεί, μέσω κακοήθους παρεξήγησης, στην ανενδοίαστη δηλητηρίαση της συντρόφου του. Ο ακραία ρομαντικός Λέρμοντοφ επιτίθεται μέσω του ήρωά του στη μοίρα και στην κοινωνική προκατάληψη, οι οποίες βέβαια τον κατακρημνίζουν απεγνωσμένα αλλά «ποτέ από το χρέος μη κινούντα» – ένα χρέος δονκιχωτικό που εκβάλλει σ’ έναν χαρακτήρα σχεδόν εωσφορικό.

    Οι ρόλοι

    Επιτέλους, μια παράσταση αντάξια του Φεστιβάλ, μια παράσταση που βασικά ανήκει στον σκηνοθέτη της. Ο Στάθης Λιβαθινός κίνησε άψογα και με απόλυτη χορευτική ακρίβεια (με βοηθό τη Σεσίλ Μικρούτσικου) τα απρόσωπα μεταμφιεσμένα πρόσωπα, και ποιητικά μες στον στροβιλιζόμενο ρεαλισμό τους, τους «εμπόλεμους» ήρωες. Ανάμεσα στην αμαρτωλότητα και το μυστήριο, τη δαιμονικότητα και τις αγαθές φύσεις, δίδαξε λυρική υποκριτική ευελιξία στους ηθοποιούς του, συνομιλούσα με την έξοχη κλασικίζουσα μουσική του Θοδωρή Αμπαζή. Οι ρόλοι αυτοί, ντυμένοι ιδανικά σαν σε άγριο παραμύθι από την Ελένη Μανωλοπούλου, οικοδόμησαν μια έμμετρη αλλά απολύτως θεατρική ομιλία, όπως τη φιλοτέχνησε με επιμέλεια και φαντασία ο ποιητής Στρατής Πασχάλης. (Παρά ταύτα, μπορούσε να συντομευτεί κάπως από το σκηνοθέτη το τελευταίο μέρος).

    Ο Λιβαθινός απαίτησε πλείστα όσα από σχετικά νέους ηθοποιούς. Διακρίθηκαν στην πραγμάτωση των σκηνικά εξοντωτικών οδηγιών του που όμως κατέληγαν σε πούρα ποίηση, ιδίως η Μαρία Κίτσου (Βαρώνη) και ο Νίκος Καρδώνης (Πρίγκιπας) αλλά και οι Μαρία Ναυπλιώτου (κακοκουρεμένη σύζυγος του Αρμπένιν) και ο Στέλιος Ιακωβίδης (τοκογλύφος). Η Μαρία Σαββίδου στον αντρικό ρόλο φιλότιμα προσπάθησε κάτι contre nature. Κανείς δε μπορεί να αρνηθεί την ερμηνευτική δύναμη του Δημήτρη Παπανικολάου στον κεντρικό ήρωα Αρμπένιν. Όμως άκουγα συνέχεια μια παρατονισμένη και συρόμενη εκφορά λόγου, δήθεν πρωτοπορία τεχνικής, που χωρίζει συνεκφερόμενες εκφράσεις και μου θύμιζε τον παράλογο και ενοχλητικό τρόπο ομιλίας του Άρη Λεμπεσόπουλου. Φτιάχνουν, φαίνεται, και οι ανωμαλίες σχολή. Πλήρως συγχρονισμένοι ως πλήθος ή βοηθητικές φιγούρες ο Β. Ανδρέου, η Σ. Τσινάρη, η Ι. Μάρα, ο Η. Κουνέλας, ο Δ. Πασσάς, ο Στρ. Πανούριος, η Καλ. Σίμου. Ας παρατηρήσω, τέλος, ότι κάποιες φορές, ανάλογα με την εκάστοτε θέση του ηθοποιού πάνω στο υπερυψωμένο επίπεδο σκηνής, ακούγαμε διαλειπόντως τον λόγο.

    Κλείνοντας ας πω ότι το διακύβευμα και οι διαδικασίες χαρτοπαιξίας που στοιχειώνουν το έργο, συγγραφικά ελάχιστη σχέση έχουν με την αλήθεια των παιγνίων. Τυχαία συγγενή παραδείγματα: «Ο παίκτης» του Ντοστογιέφσκι, η «Ντάμα Πίκα» του Πούσκιν, ο «Χαρτοπαίκτης» του Χουρμούζη, ο «Χορός των ρόδων» του Σουρούνη, ο «Χαρτοπαίκτης» (η γνωστή ταινία με τον Στιβ Μακ Κουίν), η «Χαρτοπαίχτρα» του Ψαθά, το «Δόλωμα» του Σακελλάριου. Όλες οι παραπάνω περιπτώσεις περιέχουν, λίγο ως πολύ, υπερβολές ή απιθανότητες. Χαρτοπαικτική παιδεία διδάσκει μόνον και αυστηρά ή με χρηματικό στοίχημα εμπράγματη χαρτοπαικτική πράξη.

    Όμως θεατρική παιδεία είναι τελικά μόνον το σανίδι, σανίδι στέρεο όπως το συγκεκριμένο του Στάθη Λιβαθινού.

    27.07.2008, Βαρβέρης Γιάννης «Ο παίζων χάνει, ο πίνων μεθά», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Στη μπούκα

    Δεκατρείς ηθοποιοί μοιράστηκαν τους ρόλους στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα Μασκαράτα του Λέρμοντοφ, που ανέβασε ο Στάθης Λιβαθινός στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Στις τρεις προγραμματισμένες παραστάσεις δεν άργησε να προστεθεί και μια τέταρτη (απογευματινή), καθώς τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν αμέσως.

    Λογικό, αφού η δουλειά της (μέχρι πρότινος) Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου έχει κερδίσει τη θέση της στη θεατρική Αθήνα στα επτά χρονιά της ζωής της – στην αρχή στο Γκαράζ του κτιρίου Τσίλερ και αργότερα στο Από Μηχανής Θέατρο. Με τον σαιξπηρικό «Αγάπης Αγώνα Άγονο» για έναρξη και τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι για φινάλε, η ομάδα, ως γνωστόν, έπαψε πλέον να λειτουργεί υπό τη σκέπη του Εθνικού.

    Ο Γιάννης Χουβαρδάς και ο Στάθης Λιβαθινός δεν βρήκαν πουθενά τη χρυσή τομή έτσι ώστε να συνυπάρξουν – ο καλλιτεχνικός διευθυντής κατήργησε τις σκηνές και την αυτονομία τους (αν και από αυτές η μόνη που λειτούργησε πραγματικά ήταν η Πειραματική).

    Η ομάδα βέβαια βρήκε ιδιώτη αρωγό, το θέατρο Μεταξουργείο με την Άννα Βαγενά και τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, και θα συνεχίσει εκεί, στην οδό Ακαδήμου, τη δουλειά της από τη σεζόν 2008-2009 – με δύο έργα, ένα στην αρχή και ένα δεύτερο την άνοιξη, τα οποία αναμένεται να μην είναι ρωσικά.

    Θα λείψουν όμως από το Εθνικό Θέατρο (που δεν διαθέτει πια Πειραματική Σκηνή, τουλάχιστον με τον τίτλο της) οι παραστάσεις αυτές: Είχαν δημιουργήσει παράδοση, είχαν φτιάξει το πιστό κοινό τους, είχαν πείσει για τη δουλειά τους, είχαν ενδιαφέρον σε όλα τα επίπεδα και, επιπλέον, ανέδειξαν νέους ανθρώπους – ηθοποιούς και σκηνοθέτες.

    Από το 2001 ως τις αρχές του 2008 ανέβηκαν περίπου 35 έργα. Στην αρχή ξεκίνησαν 25 παιδιά και στο τέλος η Πειραματική αριθμούσε γύρω στα 45 – ηθοποιοί που συμμετείχαν στις παραγωγές της. Από το στούντιο σκηνοθεσίας βγήκαν νέες δυνάμεις που βρήκαν τη θέση τους στο ελληνικό θέατρο.

    Με τον Θοδωρή Αμπαζή, στενό συνεργάτη και όχι μόνο συνθέτη (έγραψε μια εξαίσια μουσική για τη Μασκαράτα) στις παραστάσεις του Λιβαθινού, και τον Στρατή Πασχάλη, μεταφραστή – ποιητή των έργων, η παρέα της Πειραματικής άφησε το στίγμα της.

    Επειδή όμως το θέατρο είναι πάνω απ’ όλα οι άνθρωποι που το φτιάχνουν, είναι βέβαιο ότι η πρώην Πειραματική θα συνεχίσει το δρόμο της. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σύσσωμο το δυναμικό της ομάδας ακολούθησε το σκηνοθέτη και εμπνευστή τους.

    Από το Μεταξουργείο θα λείψει στην αρχή της σεζόν ο Δημήτρης Ήμελλος (γιατί παίζει στις Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης, εναρκτήριο της ανανεωμένης Κεντρικής Σκηνής στην Αγίου Κωνσταντίνου) και ο Βασίλης Ανδρέου (γιατί είχε ήδη κλείσει στο Εθνικό). Οι υπόλοιποι θα είναι εκεί.

    ΥΓ.: Η Μαρία Ναυπλιώτου, Νίνα στη Μασκαράτα, καθήλωσε με την υποκριτική της. Μπράβο!

    06.07.2008, Λοβέρδου Μυρτώ «Στη μπούκα», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Κρύα μύτη, ζεστή καρδιά

    «Χρειάστηκαν δύο ώρες για να εξαντληθούν τα εισιτήρια για τη παράσταση Μασκαράτα. Κι όμως, ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός εξηγεί στη Ματίνα Καλτάκη πως δεν μπορεί ακόμη να αξιολογήσει τη σχέση του με το κοινό»

    Πρωτομιλήσαμε παραμονές της πρεμιέρας της Περιπέτειας, της Μαρίνα Τσβετάγιεβα, το 1995. θυμάμαι είχες άγχος για την ύπαρξή σου στο χώρο…
    Η Περιπέτεια ήταν η δεύτερη σκηνοθεσία μου μετά το Πεθαίνω σα Χώρα στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Η πραγματική αγωνία μου τότε ήταν ότι δεν είχα εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις για να δουλεύω συστηματικά. Έχω ανάγκη να δουλεύω συνεχώς, θέλω να ζω μέσα από το θέατρο γιατί αυτό είναι το πάθος μου. Είναι κοινότοπο, αλλά είναι έτσι: Όταν κάνεις κάτι που αγαπάς, είσαι ευτυχισμένος. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς πάθος, δεν μπορώ να δουλέψω δίχως πάθος. Τότε, λοιπόν, δεν είχα ιδέα ποια θα είναι η εξέλιξη της δουλειάς μου, αν θα έβρισκε αποδέκτη – κι ακόμη δε ξέρω…

    Έλα τώρα, τα εισιτήρια για τη Μασκαράτα εξαντλήθηκαν μέσα σε ελάχιστο χρόνο!
    Όταν τρέχεις σε αγώνες, δεν έχεις χρόνο να κοιτάξεις την ώρα, απλώς κάποια στιγμή καταλαβαίνεις ότι βράδιασε. Θέλω να πω, στη φάση που βρίσκομαι τρέχω, δεν μπορώ να αξιολογήσω τη σχέση μου με το κοινό ή το χώρο που δουλεύω, δεν έχω τίποτε να αξιολογήσω, κάθε μέρα αλλάζω, κάθε μέρα όλα αλλάζουν. Για την ώρα κάνω τη δουλειά μου, όπως αναπνέω. Όταν καταλάβω ότι βράδιασε, θα κοιτάξω πίσω.

    Μπορεί το διάστημα των 12 χρόνων που σκηνοθετείς συστηματικά ν’ αντιστοιχεί στην παιδική ηλικία. Ωστόσο, δεν μπορεί, θα έχεις αλλάξει άποψη για πολλά.
    Οπωσδήποτε. Η εμπειρία σ’ ένα υπερεπάγγελμα όπως αυτό του σκηνοθέτη σε καθιστά ικανό να εμβαθύνεις περισσότερο στα μυστήρια της ζωής, κατ’ αρχάς μέσα από τους ηθοποιούς, που είναι πραγματικό σου υλικό και ο πρώτος παραλήπτης κάθε σκέψης και ιδέας σου. Στην έως τώρα πορεία μου σιγουρεύτηκα για δύο πράγματα. Πρώτα, για την αξία της υπομονής. Νομίζω ότι η σκηνοθεσία είναι η τέχνη της υπομονής: Υπομονή απέναντι στο ανθρώπινο φαινόμενο, στις ιδιαιτερότητες των ηθοποιών, στις ιδέες που δεν αποκαλύπτονται αμέσως, στο ότι συχνά κάτι φαίνεται καλό αλλά την επόμενη νιώθεις ότι πρέπει ν’ αρχίσεις ξανά από το μηδέν. Το δεύτερο που έμαθα είναι ότι είναι πολύ δημιουργικό να δείχνεις εμπιστοσύνη στους ανθρώπους με τους οποίους δουλεύεις μαζί. Έμαθα και κάτι ακόμη: το δυσκολότερο στο θέατρο είναι να διατηρείς κρύα μύτη και ζεστή καρδιά, να ισορροπήσεις δηλαδή μεταξύ λογικής και συναισθήματος. Η ικανότητα να αντιμετωπίζεις ψυχρά τα πράγματα σε οδηγεί κατευθείαν στη φόρμα, που εμένα δεν με ενδιαφέρει. Από την άλλη ο πολύς συναισθηματισμός σ’ εμποδίζει να κρίνεις, άρα να αντιμετωπίζεις σωστά τα ζητήματα που προκύπτον. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι ο σημερινός ηθοποιός πρέπει να παίζει «θέμα», όχι ρόλο.

    Εσύ, δηλαδή, επιλέγεις θέματα;
    Και όμως, ναι. Θέματα επιλέγω, όχι συγγραφείς. Συνέβη να έχω ασχοληθεί πιο πολύ με Ρώσους συγγραφείς, αλλά επειδή κουβαλώ τα θέματά τους κανονικά στους ώμους μου. Για να δουλέψεις όμως με θέματα προϋποτίθεται ότι έχεις συνεργάτες με τους οποίους μπορείς να συνομιλήσεις επί της ουσίας. Αλλιώς, δεν καταφέρνεις τίποτε. Το λέω γιατί το πολύ θέαμα που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη κουλτούρα δίνει τη ψευδαίσθηση ότι όλα μπορούν να γίνουν, ότι όλα είναι εύκολα. Αυτό είναι ψέμα. Εκτός αν είσαι από τους σκηνοθέτες που προκαθορίζουν τη φόρμα και περιμένουν από τους άλλους να την εκτελέσουν. Αυτός ο θεατρικός τρόπος δε με αφορά, δεν μ’ ενδιαφέρει να φτάνω κατευθείαν στο σημείο προορισμού.

    Η φόρμα, όντως, μπορεί να εξελιχθεί σε φυλακή για το δημιουργό. Αλλά υπάρχει αντίλογος: Η φόρμα δίνει στίγμα, προσωπικό ύφος…
    Η φόρμα πολλές φορές ταυτίζεται με ευκολίες και η ευκολία είναι έξω από τη φιλοσοφία της θεατρικής τέχνης. Το θέατρο έχει να κάνει με τη σπορά και τη γέννηση. Τώρα, βεβαίως, καλλιτέχνες που θαυμάζω είχαν υπογραφή, προσωπικό ύφος, αλλά και κάτι που κάθε φορά προκαλούσε έκπληξη. Καλό είναι οι παραστάσεις μας να μη μοιάζουν μεταξύ τους. Περιμένω το καινούργιο με το οποίο θα ξαφνιάσω κατ’ αρχάς τον εαυτό μου.

    Νιώθεις ότι υπήρξες τυχερός στη ζωή σου;
    Ήμουν τυχερός γιατί συναντήθηκα με αξιόλογους ανθρώπους. Ένας από αυτούς, λ.χ. είναι ο Θοδωρής Αμπαζής, ένας συνθέτης που έβαλε διαχωριστική γραμμή μεταξύ της μουσικής για το θέατρο και της μουσικής σύνθεσης για το θέατρο, τόσο με την ποιότητα της δουλειάς του όσο και με τον τρόπο που αυτή παρακολουθεί και τελικά συμβάλλει στο δέσιμο μιας παράστασης. Για μένα είναι ευτυχής συγκυρία που έχω το Θοδωρή κοντά μου και είναι χρήσιμο και για τους ηθοποιούς να βλέπουν δύο ανθρώπους να επεξεργάζονται από κοινού ένα θέμα.

    Στο Φεστιβάλ Αθηνών έρχονται παραστάσεις που μπορεί να ανήκουν στο ρεπερτόριο ενός θεατρικού σχήματος και να παρουσιάζονται για χρόνια. Δεν είναι πια καιρός το ίδιο να συμβαίνει και με ελληνικές παραστάσεις;
    Και ‘γω νομίζω ότι κάτι πρέπει ν’ αλλάξει ως προς αυτό. Μια ουσιαστικά επιτυχημένη παράσταση είναι περιουσία ενός θεάτρου, της θεατρικής ζωής ενός τόπου, σχολείο και για τους ηθοποιούς και για τους θεατές. Η Πριγκίπισσα Τουραντό ανέβηκε στην πεινασμένη Μόσχα του 1922 και συνέχισε να παίζεται έως τη δεκαετία του ’60. Κάτι σημαίνει αυτή η διάρκεια.

    Δεν έχει τύχει να διαβάσω κάπου για τη μέθοδο με την οποία δουλεύεις.
    Δεν έχω «αντικλείδια» για κανένα συγγραφέα, ούτε για τον Ρώσο, ούτε για τον Άγγλο, ούτε για τον Παπαδιαμάντη που λατρεύω, για κανέναν. Κάθε φορά ξεκινάω από το μηδέν συνδυάζοντας το είδος του ηθοποιού που έχω απέναντί μου με το υλικό που έχει να παίξει. Άλλοτε πετυχαίνω το συνδυασμό και άλλοτε όχι, ανάλογα με τη στιγμή. Η πρόβα είναι μία διαδικασία ερευνητική που συνδυάζει μεγάλες και πολύ μικρές στιγμές – είναι μια αέναη πορεία από το μικρό στο μεγάλο κι από το μεγάλο στο μικρό. Πώς οι ζωγράφοι έχουν την πολυτέλεια να κάνουν σκίτσα και να δουλεύουν πάνω σε αυτά και πολλές φορές τα σκίτσα τους να γίνονται διάσημα; Για μας οι πρόβες είναι σαν σχέδια: κάθε μέρα κάτι συλλαμβάνουμε, το βάζουμε στο χαρτί, στην πορεία το μουτζουρώνουμε, το τσαλακώνουμε, το πετάμε. Και ξαναρχίζουμε.

    Εκτός από τη δουλειά με τους ηθοποιούς, υπάρχει και η δουλειά για την υφή της παράστασης, που συχνά γίνεται εκτός πρόβας. Η δουλειά με το συνθέτη, λ.χ., εν προκειμένω με τον Θοδωρή Αμπαζή, έχει να κάνει με συζητήσεις με το τι μας αφορά σήμερα, όταν όλα αλλάζουν από μέρα σε μέρα, και όχι με το τι είναι ωραίο και τι άσχημο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το πρώτο θέατρο, το αρχαίο δράμα, αφορούσε άμεσα τη ζωή της πόλης, μιλούσε γι’ αυτήν.

    Στην Ελλάδα η Μασκαράτα έχει ξαναπαρουσιαστεί;
    Απ’ όσο ξέρω, όχι. Η Μασκαράτα είναι γραμμένη σε έμμετρο λόγο, γι’ αυτό και η μετάφραση της είναι ιδιαιτέρως δύσκολη. Για την παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών ο Στρατής Πασχάλης καταθέτει μια πολύτιμη μετάφραση σε 13σύλλαβο στίχο ή 14σύλλαβο στίχο και με ομοιοκαταληξία. Εδώ η μάσκα του ποιητή είναι ο στίχος, κι ο στίχος η μάσκα για να εκφραστεί με απλότητα ο πολύπλοκος σε αισθήματα και σκέψη λόγος ενός ανθρώπου που αναμετρήθηκε με την άβυσσο στα είκοσί του, έγραψε λίγο και σύντομα σκοτώθηκε από σφαίρα σε μονομαχία. Το έργο του Λέρμοντοφ σηματοδοτεί την απαρχή του ψυχολογικού ρεαλισμού στην ποίηση και στο θέατρο, που μ’ ενδιαφέρει σ’ όλες τις αποχρώσεις και εκδοχές του.

    26.06.2008, Καλτάκη Ματίνα «Κρύα μύτη, ζεστή καρδιά», www.lifo.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μασκαράτα του Μιχαήλ Λέρμοντοφ

    Ο Mikhail Lermontov μου αρέσει, όπως γενικά η ρωσική λογοτεχνία. Ειδικά όμως το Ένας ήρωας του καιρού μας σφύζει από ζωή σε βαθμό τέτοιο που η σκηνή μονομαχίας του χρησιμοποιήθηκε ακόμη και για να ζωντανέψει αντίστοιχη σκηνή σε άσχετη (sic) ταινία, το Adolphe του Benjamin Constant, όπως είχε αποκαλύψει κάποτε στην ομήγυρη ο Benoît Jacquot. Που να φανταζόταν, βέβαια, το ατίθασο νιάτο Lermontov, όταν περιέγραφε με τέτοια σαφήνεια αυτή τη μονομαχία στο χείλος ενός γκρεμού, ότι του έμελλε να αφήσει τη ζωή νεότατος ως θύμα μονομαχίας, όπως και ο Πούσκιν με το δικό του οργισμένο ήρωα, τον Ευγένιο Ονέγκιν.

    Η Μασκαράτα φάνηκε ενδιαφέρον κείμενο, όσο κι αν ο Λιβαθινός έκανε τα πάντα για να μας αποσπάσει την προσοχή απ’ αυτό. Αυτή η ένταση που επέβαλλε στους ηθοποιούς, που επέμεναν σε σωματικά απαιτητικά τερτίπια, αυτή η νευρικότητα στην ερμηνεία που όμως δεν ήταν νεύρο, αλλά πιο κοντά σε αφύσικο φανφαρονισμό (sic), αυτό τελοσπάντων το εξαντλητικό τίποτα σε glossy χαρτί περιτυλίγματος που έβγαζε η παράσταση είναι ο λόγος που δε μπορεί κανείς να την τοποθετήσει στα εύκολα δίπολα επιτυχίας-αποτυχίας, καλής-κακής.

    Με την ομάδα της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού, που μας έδωσε πλείστες αξιομνημόνευτες παραστάσεις-εντολές και όχι μόνο και με την άφθαστης τεχνικής Μαρία Ναυπλιώτου, με κοστούμια και σκηνικά όχι easy ή ηχηρά μεταμοντέρνα, αλλά που τα διαπερνούσε ένα εμπνευσμένο mix n’ match με κομμάτια από βεστιάρια, αλλά και από κινέζικα ή υπόλοιπα από καλάθια, εν ολίγοις με φαντασμαγορική vintage αισθητική, η sold out παράσταση της Μασκαράτας είχε δυστυχώς έλλειμμα ψυχής.

    Όταν ο πρώην χαρτοπαίκτης ήρωας τυφλωμένος από καταραμένη ζηλοφθονία δηλητηριάζει τη γυναίκα του, εμείς λογικά θα έπρεπε να συγκινηθούμε ή να αισθανθούμε κάτι έντονο βαθιά μέσα μας. Ενώ όμως η κίνηση των ηθοποιών ήταν δουλεμένη και σε συμμετρικά σχήματα, η κοντοκουρεμένη Ναυπλιώτου ψυχορραγούσε άψογα επάνω στις ροζ πουέντ της και η μουσική υπόκρουση ενίοτε βοηθούσε στο βύθισμα, το κοινό έμεινε παγερά αδιάφορο. (Κι όμως ήταν η πιο δυνατή στιγμή του έργου, το αναγνώριζα δίχως να μπορώ να το αισθανθώ) Άλλοι λαγοκοιμήθηκαν, άλλοι κουνούσαν με εκνευρισμό τις βεντάλιες τους και άλλοι μασούσαν νευρικά τσίχλα, κανείς όμως δε φάνηκε να έχει συνεπαρθεί από την ατμόσφαιρα ή να έχει μπει μέσα στο κάπου, κάπως, κάποτε. Αυτό το μαγικό αν δε δούλεψε τουλάχιστον για το κοινό που δεν πείστηκε από τις συμβάσεις, ούτε καν από το εκπληκτικό στήσιμο της παράστασης σε τέσσερα μέτωπα. Κανονικότατα παρακολουθούσαμε από όποια πλευρά και αν μας έλαχε την παράσταση με την ίδια δυναμική, κάτι τόσο τετριμμένο ως concept, που όμως σχεδόν ποτέ δεν δουλεύει, γιατί το παίξιμο έχει συνήθως μια κατεύθυνση αφήνοντας μερικούς να αισθάνονται ότι δεν είχαν προνομιακές θέσεις.

    Το προφανές στο μοίρασμα τον ρόλων είναι ότι έπρεπε να γίνει τράμπα ανάμεσα στη Ναυπλιώτου και τη Μαρία Κίτσου, όπως εξίσου προφανές ήταν ότι οι γυναίκες υπερτερούσαν των αντρών σε ερμηνείες – ξεχωρίσαμε εκτός των άλλων και τη Μαρία Σαββίδου. Αισθητικά rewarding η παράσταση που άφηνε όμως την πικρία του ανικανοποίητου. Υπομονή μέχρι το επόμενο αριστούργημα. […]

    26.06.2008, antigonos «Μασκαράτα του Μιχαήλ Λέρμοντοφ», greek-theatre.blogspot.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Παιχνίδι τύχης και μεταμφίεσης

    Ο Στάθης Λιβαθινός -είτε το θέλει είτε όχι- έχει ταυτιστεί με δύο πολύ συγκεκριμένα πράγματα: αφ’ ενός με τη ρωσική δραματουργία, αφ’ ετέρου με τη δουλειά μέσα σε ένα σταθερό πυρήνα. Αυτό το καλοκαίρι επιβεβαιώνει και τις δύο μεγάλες «εμμονές» του. Με τα παιδιά της περίφημης Πειραματικής Σκηνής, που αποτελεί παρελθόν πια για το Εθνικό θέατρο, ανεβάζει απόψε, αύριο και την Παρασκευή στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών τη «Μασκαράτα» του Μιχαήλ Λέρμοντοφ (στην Πειραιώς 260). Και οι τρεις βραδιές είναι προ πολλού sold out.

    Ακόμη κι αν δεν γνωρίζεις το έργο, που γράφτηκε το 1835 και απαγόρευσε η τσαρική λογοκρισία, υποπτεύεσαι ότι ο τίτλος του περιγράφει κατά τον ιδεωδέστερο τρόπο τη σύγχρονη πολιτική κατάστασή μας. Ή όχι; «Όταν γράφτηκε το έργο αν δεν φορούσες μάσκα δεν επιβίωνες», επιβεβαιώνει ο σκηνοθέτης, που θέλει το θεατρικό έργο του αυτόχειρα Λέρμοντοφ (1814-1841) να είναι η ρωσική εκδοχή του Οθέλλου.

    Στην αρχικά τρίπρακτη «Μασκαράτα» η λογοκρισία επέβαλε να προστεθεί μια τέταρτη πράξη και εν συνεχεία μια πέμπτη, που ενοχοποιούσε την ηρωίδα (την υποδύεται η Μαρία Ναυπλιώτου) και αθώωνε τον σύζυγο (στον ρόλο ο Δημήτρης Παπανικολάου), ο οποίος παρασυρμένος από παράφορη ζήλια τη δολοφονεί.

    «Η “Μασκαράτα” γράφτηκε έχοντας ως πρότυπο τη “Συμφορά απ’ το πολύ μυαλό” του Γκριμπογέντοφ και κατ’ επέκταση τον “Αμφιτρύονα” του Μολιέρου», υπογραμμίζει ο μόνιμος συνεργάτης του Λιβαθινού, Στρατής Πασχάλης, που για την έμμετρη απόδοση της «Μασκαράτας» βασίστηκε στην «κατά λέξη» προφορική μετάφραση του ρωσικού κειμένου από τον Λιβαθινό.

    «Έργο αινιγματικό για το παιχνίδι της τύχης στο στοίχημα με την άβυσσο του πεπρωμένου», καταλήγει ο καλός μεταφραστής, «η “Μασκαράτα” αντικατοπτρίζει τις εμπειρίες του νεαρού Μιχαήλ Λέρμοντοφ όταν σύχναζε στο διαβόητο Μέγαρο Εγκελγκαρντ της Αγίας Πετρούπολης σε χορούς μεταμφιεσμένων μαζί με μέλη της τσαρικής οικογένειας».

    Άλλωστε και το έργο σε μια μασκαράτα, ένα μασκέ πάρτι, εκτυλίσσεται, γεγονός που δίνει τη δυνατότητα στον Λιβαθινό και στον συνθέτη Θοδωρή Αμπαζή να έχουν στην παράστασή τους διαρκώς μουσικές, που μάλιστα ερμηνεύονται ζωντανά από μια μικρή, διαρκώς παρούσα, ορχήστρα δωματίου (Διονύσης Βερβιτσιώτης, Γιάννης Μουμούρης, Μίσσα Σμιρνώφ, Τάσος Μισυρλής, Σπύρος Κάκος, Σαμ Μαρλιέρι). «Η μουσική δεν είναι απλώς ένα έξτρα στοιχείο που υπογραμμίζει τα πράγματα. Επεμβαίνει στη δραματουργία», αποκαλύπτει ο Αμπαζής.

    Τους πρίγκιπες, χαρτοπαίκτες αλλά και υπηρέτες του έργου ερμηνεύουν οι: Νίκος Καρδώνης, Βασίλης Ανδρέου, Μαρία Κίτσου, Μαρία Σαββίδου, Στέλιος Ιακωβίδης, Καλλιόπη Σίμου, Ιρις Μάρα, Ηλίας Κουνέλας, Δημήτρης Πασσάς, Στρατής Πανούριος και Σοφία Τσινάρη. Πίσω από μια μάσκα συμμετέχει στην παράσταση και ο Στάθης Λιβαθινός. Τα σκηνικά-κοστούμια υπογράφει η Ελένη Μανωλοπούλου και τις χορογραφίες η Σεσίλ Μικρούτσικου.

    Η ομάδα της παλιάς καλής Πειραματικής Σκηνής, μετά το Φεστιβάλ Αθηνών, παρ’ ότι το κεφάλαιο «Εθνικό Θέατρο» έληξε, δεν θα χαθεί: βάζει πλώρη για δύο νέες παραγωγές (ακόμη δεν έχουν ανακοινωθεί) στο θέατρο «Μεταξουργείο» της Άννας Βαγενά. Συγχρόνως ο Λιβαθινός θα σκηνοθετήσει και στο ΚΘΒΕ τον «Βασιλιά Λιρ» και στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας την «Επιστροφή της γηραιάς κυρίας» του Ντίρενματ, μια παλιά εκκρεμότητά του με την Μπέτυ Αρβανίτη.

    25.06.2008, Κλεφτόγιαννη Ιωάννα «Παιχνίδι τύχης και μεταμφίεσης», Ελευθεροτυπία. Αναδημοσίευση από το dromenalagadinos.blogspot.com

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μασκαράτα, Στη δίνη του πάθους

    Οι ηθοποιοί Μαρία Ναυπλιώτου, Νίκος Καρδώνης, Μαρία Σαββίδου, Δημήτρης Παπανικολάου, Μαρία Κίτσου, μας ξεναγούν σε μια παράσταση για τον τζόγο, τον έρωτα, την προδοσία και την πτώση

    Η «Μασκαράτα» του Μιχαήλ Λέρμοντοφ ήταν ένα, απαγορευμένο από την τσαρική λογοκρισία, δράμα της ζήλιας, με θέμα της ένα μοναχικό ήρωα σ’ έναν κόσμο χορών, χαρτοπαιξίας και ματαιότητας – τον κόσμο της ρωσικής αριστοκρατίας. Πώς προσεγγίζει αυτόν τον κόσμο η ομάδα που, υπό τον Στάθη Λιβαθινό, παρουσιάζει το έργο για πρώτη φορά στην Ελλάδα; Πήγαμε στις πρόβες, είδαμε, μιλήσαμε – διαβάσαμε και λίγο…

    Διεισδύσαμε στα άδυτα του θεάτρου Πορεία όπου γίνονται οι πρόβες της «Μασκαράτας» του Μιχαήλ Λέρμοντοφ σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Ανακαλύψαμε μια ζωντανή παρέα ηθοποιών που όλοι έχουν πάθει έρωτα με τον Ρώσο συγγραφέα και, ήδη, ζουν στον δαιμονικό ρυθμό ενός από τα καλύτερα έργα του (που μεταφράζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα). Ενός έργου που ξεκινά γύρο από ένα τραπέζι στο οποίο δοκιμάζουν την τύχη τους ευγενείς τζογαδόροι και συνεχίζεται σ’ ένα πάρτι μασκέ στην κοσμική ρωσική Πετρούπολη… Ώσπου ένα βραχιόλι θα γίνει η αφορμή μιας μοιραίας ίντριγκας για να ακολουθήσει μια σειρά από πλάνες και παρεξηγήσεις που θα καταλήξουν στον τραγικό φόνο μιας αθώας συζύγου από τον αλαζόνα σύζυγό της.

    Τα αινιγματικά παιχνίδια της μοίρας, η άβυσσος του πεπρωμένου και η απατηλή χλιδή της ρωσικής μπουρζουαζίας του ρομαντικού Λέρμοντοφ γίνονται μια παράσταση-πρόκληση για τον Στάθη Λιβαθινό και τους ηθοποιούς του.

    Η επίσκεψή μας στην πρόβα ήταν ανοιχτή. Η υπόσχεση ήταν έωλη: να ξεναγήσουμε τους αναγνώστες στο έργο αλλά, πρωτίστως, στην παράσταση. Προσπαθήσαμε να το κάνουμε συλλέγοντας σπαράγματα από τις εντυπώσεις των πρωταγωνιστριών και των πρωταγωνιστών, συνθέτοντάς τις στην πορεία με εικόνες απ’ ό,τι συνέβαινε στην πρόβα και με πληροφορίες για το έργο, τη μετάφρασή του, τη σχέση του με την υπόλοιπη λογοτεχνία των συγχρόνων του, την ερμηνεία του στη σημερινή εποχή από τη σκηνοθεσία. Προέκυψε μια ξενάγηση με πρόσωπα και εικόνες που, ελπίζουμε, μεταφέρει ατόφια την εντύπωση που αποκομίσαμε. Είθε να σας βοηθήσαμε…

    Πώς κατάλαβαν το έργο οι πρωταγωνιστές του

    Νίκος Καρδώνης, υποδύεται τον πρίγκιπα Ζβέζντιτς
    «1835. Μιχαήλ Λέρμοντοφ. 21 ετών, γράφει τη “Μασκαράτα”. 37 ετών πεθαίνει σε μονομαχία. Νέος. Ροκ σταρ της εποχής. Έζησε γρήγορα, πέθανε γρήγορα. Αλά Κερτ Κομπέιν. Και έγραψε αριστουργήματα».

    Τι έχετε να πείτε για τη «Μασκαράτα»; Τι σας συναρπάζει;
    «Μ’ αρέσει ότι, παρόλο που συνδέεται πολλές φορές με τον “Οθέλλο”, έχει τα τυπικά στοιχεία που συναντάμε σε Ρώσους συγγραφείς της εποχής του. Πολύ μαύρο χιούμορ, τρομερούς ρυθμούς, ίσως να ’χει σχέση αυτό και με το στίχο [τη μετάφραση στα ελληνικά έκανε ο Στρατής Πασχάλης]. Νιώθεις ότι το κείμενο καλπάζει. Κάνει παιχνίδι με την ποίηση».

    Μαρία Σαββίδου, υποδύεται τον Καζάριν, τον τζογαδόρο.
    «Το καλό και το κακό συγχέονται. Η παρακμή και ο καλός δρόμος δεν γίνονται σαφή. Ακόμα και ο τίτλος, “Μασκαράτα”, μοιάζει να μην αφορά μόνο το μπαλ μασκέ αλλά όλο το έργο. Μπορεί να φανερώνεται μοιραία μια στιγμή αλλά δεν βγάζεις άκρη πού σταματάει να υπάρχει μεταμφίεση».

    Μαρία Ναυπλιώτου, υποδύεται τη Νίνα.
    «Είναι ένας κόσμος που εκφράζει τις αρνητικές σκέψεις και τις αδυναμίες του και οδηγεί έναν άνθρωπο στο θάνατο. Όλα αυτά υπό το πρίσμα του μυστηριώδους ρομαντισμού του Λέρμοντοφ».

    Μιλώντας για μάσκες, τότε και τώρα

    Μασκαράτα = Οργανωμένοι χοροί, πολλές φορές και από τον ίδιο τον τσάρο από τον οποίο έπαιρνε έγκριση εισόδου όποιος επρόκειτο να μπει. Έπρεπε όλοι να είναι μεταμφιεσμένοι και κυρίως οι γυναίκες, οι οποίες μπορούσαν να διαλέξουν τον άντρα που ήθελαν για να τις συνοδεύσει.

    Πολύ προχωρημένο ακούγεται. Έχουμε σύγχρονες μασκαράτες;
    Μαρία Σαββίδου: «Νομίζω ότι σε ένα πρώτο επίπεδο σήμερα έχουμε τα dark rooms στα κλαμπ, το chat στο Internet, τα nick names που χρησιμοποιούμε. Πρέπει να γίνονται και πάρτι παρόμοια, αλλά συνήθως δεν ακούγονται, δεν πάει ο οποιοσδήποτε. Ενώ εκεί πήγαιναν όλοι και αυτό ήταν το πρωτοποριακό, από την υπηρέτρια μέχρι τη βαρόνη».

    Καυτηριάζει ο Λέρμοντοφ τα ήθη μιας κολασμένης μπουρζουαζίας;
    Συνεχίζει η Μαρία Σαββίδου: «Μάλλον τα χαζεύει περισσότερο με μια φιλοσοφική ματιά. Εμείς τόσο πολύ καταλάβαμε ότι πέτυχε η “Μασκαράτα” που φτάσαμε στο σημείο να πούμε ότι μήπως η μόνη σκηνή που δεν έχουμε μάσκα είναι η “Μασκαράτα”. Τόσο πολλή μάσκα υπάρχει παντού που δεν ξεχωρίζεις. Το καλό είναι μεταμφιεσμένο σε κακό και το αντίστροφο. Κι αν δεν είναι η μάσκα της “Μασκαράτας”, είναι η μάσκα των συναισθημάτων, της συμπεριφοράς, της σκέψης».

    Τα πρόσωπα και οι ρόλοι

    Μαρία Ναυπλιώτου: Νίνα, σύζυγος Άρμπενιν και γοητευτικό θύμα
    «Η Νίνα είναι σπάνιος ρόλος, ένα πραγματικά καθαρό πρόσωπο. Ίσως θα μπορούσε να είναι η Δυσδαιμόνα ή η Ελβίρα στον “Δον Ζουάν”… Είναι αθώα μέχρι αφελείας. Σαν ένας άνθρωπος που δεν έχει παρελθόν και δεν έχει προλάβει να διαφθαρεί, όπως τα μικρά παιδιά. Είναι και τρομερά απομονωμένη, γι’ αυτό άλλωστε δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω της. Δεν μπορεί να κάνει τις συνδέσεις. Και ενώ έχει εκτροχιαστεί το τρένο, ενώ έχουν σπάσει τα φρένα και πηγαίνει κατά διαόλου, εκείνη νομίζει ότι με μία κίνηση του χεριού της θα σταματήσει τον καταστροφικό εκτροχιασμό. Είναι τέτοια η προσωπικότητά της. Εγώ δεν είμαι έτσι. Έχω εντυπωσιαστεί με το ρόλο, αλλά σίγουρα δεν είμαι σαν αυτή. Προσωπικά, κάνω και αρνητικές και δεύτερες σκέψεις».

    Δεν θα ’πεφτες εσύ θύμα;
    «Α, δεν ξέρω, πραγματικά δεν ξέρω. Γιατί, όντως, το κακό που την περιβάλλει είναι όλος ο υπόλοιπος κόσμος. Είναι σαν τον αποδιοπομπαίο τράγο. Τα πάντα έχουν οργανωθεί γύρω της και είναι βέβαιο με μαθηματική ακρίβεια ότι θα οδηγηθεί στο χαμό. Δεν ξέρω και ’γώ αν θα ξέφευγα από όλο αυτό».

    Νίκος Καρδώνης: Πρίγκιπας Ζβέζντιτς, ένας αδίστακτος
    «Ο πρίγκιπας είναι το τσογλάνι της ιστορίας. Ένα παρορμητικό πλάσμα, αδίστακτο, προκειμένου να πάρει αυτό που θέλει. Είναι κυνικός και το μόνο θέμα του είναι η τιμή του. Έχει παλέψει γι’ αυτό, έχει πολεμήσει – καθώς ήταν αξιωματικός. Στο τέλος, του την παίρνουν, τη χάνει με άσχημο τρόπο, υφίσταται την κοινωνική κατακραυγή. Είναι το αντίπαλον δέος του Αρμπένιν. Στην προσωπική μου ζωή, έχω υπάρξει λίγο απ’ όλα. Και τσογλάνι και πρίγκιπας και άγγελος και διάολος, που λένε. Δεν μπορώ να βάλω στεγανά. Και θύμα και θύτης».

    Δημήτρης Παπανικολάου: Αρμπένιν, ο έκπτωτος σύζυγος
    «Παίζω έναν ευγενή σε φάση αποτοξίνωσης, κάποιον που μετά το γάμο του προσπαθεί να σβήσει μια ζωή γεμάτη κραιπάλες – και παρουσιάζεται απόλυτα οχυρωμένος και σίγουρος. Πολύ ακραία προσωπικότητα γιατί όλο αυτό καταρρέει σε μια στιγμή. Όταν θα πιστέψει ότι τον απατά η γυναίκα του θα ξεκινήσει η πτώση. Μια πτώση από γκρεμό. Είναι δέσμιος της φύσης του. Η κατάστασή του χειροτερεύει σε σχέση με το παρελθόν του, ενώ εκείνος θεωρεί ότι συμβαίνει το αντίθετο. Ώσπου φτάνει στο έσχατο σημείο και τη σκοτώνει [σ.σ. με παγωτό!]. Αλλά όλα αυτά είναι θέματα. Είναι τόσο ποιητικό το κείμενο. Και κάποια στιγμή απλά παίζεις θέματα».

    Ποια είναι η σχέση σου με τον Αρμπένιν;
    «Το πιο απωθητικό του στοιχείο είναι το δικό μου αγαπημένο: η ακρότητα. Μπορεί ξαφνικά να χάσει την επαφή με τον κόσμο, να χάσει τα πάντα και να του γυρίσουν όλα ανάποδα. Για να πετύχει τη δική του κάθαρση έβαλε κάποιο ιδανικό, αυτό είναι τελικά που γκρεμίστηκε. Αλλά όταν αποδεικνύεται ότι δεν είσαι τίποτα παρά η φύση σου, βλέπεις ότι, τελικά, ίσως είναι δική σου κατασκευή».

    Μου κάνει εντύπωση αυτός ο φόνος με το παγωτό. Εσύ πώς θα δολοφονούσες την αγαπημένη σου, τώρα που’ ναι και επίκαιρο;
    «Αν το έκανα, θα το έκανα με πολύ πιο πεζό τρόπο. Θα την έπνιγα».

    Μαρία Σαββίδου: Καζάριν, ο αμετανόητος τζογαδόρος

    Πώς προέκυψε αυτός ο αντρικός ρόλος-πρόκληση; Έτσι δεν λένε για τους κόντρα ρόλους;
    «Νομίζω ότι προέκυψε στην πράξη, όπως γίνεται πάντα όταν δουλεύουμε με τον Στάθη Λιβαθινό. Νομίζω ότι η διανομή στα έργα, συνήθως, έχει να κάνει και με τις βιογραφίες ημών των ιδίων. Φαντάζομαι ότι πέρα από κάποια στοιχεία που είδε σε μένα και θα μπορούσαν να υπηρετήσουν έναν ανδρικό ρόλο, η συγκεκριμένη επιλογή έχει να κάνει και με το ποια είναι η σχέση μου με τον Νίκο [Καρδώνη] και με τη Μαρία [Ναυπλίωτου], που είναι η βάση μια αλήθειας η οποία είναι χρήσιμο να φανεί και επί σκηνής. Στο έργο τώρα, η ζωή του Αρμπένιν θα μπορούσε να χωριστεί στο πριν το γάμο και το μετά. Το πριν αφορά έναν κόσμο που ρισκάρει παίζοντας, και ο Καζάριν, που υποδύομαι εγώ, είναι ο κύριος εκπρόσωπος αυτού του κόσμου. Είναι στάση ζωής. Παίζεις, κερδίζεις – παίζεις, χάνεις».

    Εσύ τζογάρεις;
    «Χαρτιά; Όχι! Αλλά ρίσκα στη ζωή μου παίρνω. Άλλωστε, και μόνο που επιλέξαμε σε κάποιο κομβικό σημείο της ζωής μας να γίνουμε ηθοποιοί ενώ κάποιοι είχαμε σπουδάσει άλλα αντ’ άλλων, αυτό σημαίνει ότι μπήκαμε σε έναν καθημερινό τζόγο».

    Μαρία Κίτσου: Βαρόνη Στραλ, η αδίστακτη
    «Παίζω μια γυναίκα νέα, αλλά χήρα. Μόνη, σε μια υποκριτική κοινωνία, που πρέπει να τα βγάλει πέρα. Ένα πλάσμα με έντονα πάθη, ερωτευμένο με τον πρίγκιπα, που δεν το φανερώνει. Αποφασίζει να φτάσει στα άκρα και να πάει στη μασκαράτα όπου γίνονται τα πάντα. Στο τέλος μόνο συνειδητοποιεί τι έχει προκαλέσει. Η καταστροφή της Νίνας είναι έργο της Βαρόνης. Θυσιάζει τη Νίνα, τη δίνει βορά στην κοινωνία για να αποφύγει την αποκάλυψή της. Στην παράσταση, φοράω μια μαύρη μάσκα κύκνου – αν και δεν μου πολυαρέσουν οι απόκριες, ίσως γιατί μας έντυναν καταναγκαστικά μικρούς στα πάρτι. Έχουμε ένα θέμα με τις απόκριες οι ηθοποιοί, γιατί ντυνόμαστε κάθε μέρα – και μας πληρώνουν κιόλας γι αυτό.

    Γιατί λογοκρίθηκε ο Λέρμοντοφ;
    Μας διαφωτίζει ο Δημήτρης Παπανικολάου: «Με το που ξεκινήσαμε τις πρόβες, στις συζητήσεις που κάναμε, επισημάνθηκε ότι είναι η πρώτη φορά στη λογοτεχνία που κυριαρχεί ο αρνητικός χαρακτήρας. Δεν τολμούσαν εκείνες τις εποχές να παρουσιάσουν κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό και λογοκρίθηκε. Απαγορεύτηκε για πολλές δεκαετίες από τις θεατρικές σκηνές και τον αναγκάσανε να γράψει μια τέταρτη πράξη, όπου το κακό θα τιμωρείται. Επιλέξαμε να μην παίξουμε αυτήν την πράξη».

    Η Μαρία Ναυπλιώτου για το Φεστιβάλ Αθηνών

    «Νομίζω ότι έχει ανεβάσει αισθητά τον πήχη».

    Αυτή η καλοκαιρινή κατανάλωση κουλτούρας μήπως αναδεικνύει το έλλειμμα του χειμώνα;
    «Παρότι υπάρχει πληθώρα θεάτρων που δεν προσφέρουν όλα, έχουμε καλό θέατρο. Δεν νομίζω ότι υπάρχει έλλειμμα όπως εσείς το προσδιορίζετε. Δεν λείπουν οι καλοί σκηνοθέτες ή οι καλοί ηθοποιοί, αυτό που λείπει είναι ότι δεν υπάρχει άνοιγμα στην Ευρώπη. Είμαστε μια χώρα κλειστή, η αντιμετώπιση του πολιτισμού από το κράτος συμπυκνώνεται σε εικόνες όπως “ξανθά κορίτσια με μπικίνι” ή “τουρίστες σε γαϊδούρια πάνε να δουν την καλντέρα”».

    Πώς προσδιορίζετε τη συνεργασία σας με τον Στάθη Λιβαθινό;
    «Εξαιρετική. Δουλεύουμε καιρό μαζί του και γνωρίζουμε τη μέθοδό του. Είναι διδακτικός, μαθαίνεις πάντοτε και ταυτόχρονα έχεις ελευθερία κινήσεων και έκφρασης».

    Και η συνεργασία μεταξύ σας;
    Εν χορώ: «Ε, κρατάει χρόνια τώρα. Ζούμε οικογενειακές καταστάσεις πια, πάμε ο ένας στους γάμους του άλλου…»

    Καλά στέφανα. Και καλά κέρδη! […]

    25.06.2008, Μαρτίνου Άννα «Μασκαράτα, στη δίνη του πάθους», efmag.blogspot.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Στ. Λιβαθινός: Με το βλέμμα στο μέλλον

    Η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου πέθανε φέτος και τυπικά και οι άνθρωποι που την ανέδειξαν σε έναν από τους σημαντικότερους θεατρικούς πυρήνες της τελευταίας δεκαετίας, με επικεφαλής τον σκηνοθέτη και δάσκαλο ηθοποιών Στάθη Λιβαθινό, καταφεύγουν τώρα σε ποικίλες ομπρέλες για να στεγάσουν τη συνέχεια της τόσο γόνιμης συνεργασίας τους. Μία από αυτές είναι και το ανανεωτικό Φεστιβάλ Αθηνών, το οποίο κάλεσε φέτος τον Λιβαθινό και του ανέθεσε εν λευκώ μία από τις βασικές θεατρικές του παραγωγές. Εκείνος επιστράτευσε όσους από την ομάδα των συνεργατών του ήταν διαθέσιμοι και επέλεξε να ανεβάσει ένα έργο της κλασικής ρωσικής λογοτεχνίας, τη «Μασκαράτα» του Μιχαήλ Λέρμοντοφ, παράσταση που θα παρουσιαστεί στο χώρο της Οδού Πειραιώς, σκηνή Δ, την επόμενη εβδομάδα.

    Αυτή η φεστιβαλική θερινή επανένωση της ομάδας είναι μόνο το πρελούδιο για το χειμώνα που ακολουθεί και που θα τη φέρει πάλι μαζί: Η Άννα Βαγενά διαθέτει στον Στάθη Λιβαθινό και την ομάδα του το θέατρό της, το «Μεταξουργείο», αναλαμβάνοντας και την παραγωγή της παράστασης που θα αποφασίσουν να ανεβάσουν. Το έργο δεν έχει ακόμη αποφασιστεί, αλλά είναι πολύ πιθανό να ανέβει μια μουσική παράσταση επάνω σε έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ, με τον οποίο δεν έχει ακόμα ασχοληθεί η ομάδα.

    Αλλά ο Στ. Λιβαθινός έχει αναλάβει και άλλες υποχρεώσεις για τον επόμενο χειμώνα, αφού πριν λάβει την πρόσκληση της Βαγενά, είχε συμφωνήσει δύο άλλες πολύ ενδιαφέρουσες σκηνοθεσίες για την περίοδο αυτή: «Βασιλιάς Λιρ» στο ΚΘΒΕ με τον Νικήτα Τσακίρογλου και «Η επιστροφή της γηραιάς κυρίας» του Ντίρενματ με την Μπέττυ Αρβανίτη στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας.

    Φορτωμένη και ενδιαφέρουσα η επόμενη περίοδος για το Λιβαθινό, αλλά αυτή τη στιγμή κορυφώνεται η δουλειά για τη φεστιβαλική παράσταση. Που είναι και πανελλήνια πρώτη για την άπαιχτη στη χώρα μας «Μασκαράτα», ένα από τα ελάχιστα θεατρικά που πρόλαβε να γράψει στη σύντομη ζωή του ο Μιχαήλ Λέρμοντοφ (1814-1841), ο μεγαλύτερος μετά τον Πούσκιν ποιητής της Ρωσίας στον 19ο αιώνα. Που σκοτώθηκε κι αυτός, τρία χρόνια μετά τον Πούσκιν, από σφαίρα σε μονομαχία, σε ηλικία 27 ετών.

    Ζήλια και τέλος της αθωότητας κατά Λέρμοντοφ

    «Η υπόθεση του έργου είναι μια παραλλαγή του σαιξπηρικού Οθέλλου πάνω στο θέμα της ζήλιας και του βίαιου πάθους», λέει ο σκηνοθέτης. «Πώς ένας άνθρωπος μπορεί να φτάσει στο σημείο να σκοτώσει ό,τι πιο πολύ αγαπάει, τη γυναίκα του στην προκειμένη περίπτωση, παρασυρμένος από κουτσομπολιά, από φήμες και τρίτους. Ο Λέρμοντοφ θαύμαζε πάρα πολύ τον Σαίξπηρ, όπως και τον Ουγκώ, κι επειδή ήταν μεγαλοφυΐα μετέπλασε σε πολύ ενδιαφέροντα και φρέσκο τρόπο το θέμα του ανθρώπου που φτάνει στο φόνο εξαιτίας της ζήλιας. Έχει φτιάξει μια δυνατή ιστορία, χυμώδη και παθιασμένη. Και βεβαίως υπάρχει και εδώ το στοιχείο του τέλους της αθωότητας. Ένα στοιχείο, το οποίο μας ενδιέφερε πάρα πολύ και στον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι, την τελευταία παράσταση – επτάωρη συνολικά όπως ξέρετε, σε δύο μέρη – που ανέβασα στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Μόνο που εδώ, στη «Μασκαράτα», ο Ηλίθιος είναι γυναίκα. Η Νίνα, το αθώο θύμα της συζυγικής ζήλιας, ρόλο που κάνει η Μαρία Ναυπλιώτου».

    Και «Μασκαράτα» είναι αυτή η προσποίηση που κάνουν οι άνθρωποι δεύτερο πρόσωπό τους στη ζωή, παραπλανώντας όχι μόνο τους άλλους, αλλά ακόμα και τον ίδιο τους τον εαυτό. «Έτσι που δεν ξέρεις ποτέ τι είναι καλό και τι κακό, τι παιχνίδι της μοίρας και τι Θεία Δίκη. Δηλαδή, η μάσκα σαν ένα παιχνίδι της τύχης – γιατί όλα εδώ προέρχονται από συμπτώσεις. Ο Λέρμοντοφ, θα έλεγες, είναι ποιητής των συμπτώσεων. Εκτός αυτού, η ρωσική δραματουργία του 19ου αιώνα, από την οποία ξεπήδησαν τόσοι μεγάλοι, έχει αυτό το τεράστιο απόθεμα ενός κρυμμένου ρομαντικού ανθρωπισμού, αν θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει έτσι». (…)

    14.06.2008, Αγγελικόπουλος Βασίλης «Στ. Λιβαθινός: Με το βλέμμα στο μέλλον», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Στάθης Λιβαθινός «Οι μη μέτριοι αποτελούν σπανιότητα»

    Ο δολοφόνος γυρνάει πάντα στο τόπο του εγκλήματος; Να υποθέσουμε πως μόνο τυχαία δεν είναι η «μετακόμιση» του Στάθη Λιβαθινού και της ομάδας της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού, από την Ακαδήμου 13 και το Από Μηχανής Θέατρο στην Ακαδήμου 14 και το Θέατρο Μεταξουργείο, μετά την κομψή κι αναίμακτη «εκπαραθύρωση» τους από την κρατική σκηνή; Ή το αντίθετο; Κι ωστόσο ο πεζόδρομος που χάρη στις παραστάσεις του Λιβαθινού ενεγράφη τα τελευταία χρόνια ως εντευκτήριο υψηλής θεατρικής θερμοκρασίας και συγκίνησης θα είναι ο ίδιος στον οποίο θα επιστρέψουν οι θεατρόφιλοι τη νέα σεζόν. Αν τώρα η γεωγραφία δεν είναι η ουσία, η ανθρωπογεωγραφία, ιδίως στο θέατρο, δρα σαν καταλύτης. Με τα παιδιά που ανέβασε τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι και την «Ποίηση» ο σκηνοθέτης δίνει ξανά τον Σεπτέμβριο ραντεβού στη γειτονιά του Μεταξουργείου. Κι επειδή δεν πρόκειται απλώς για δήλωσή του, η καρτεσιανή παραλλαγή «δουλεύω άρα υπάρχω» λίγο προτού οργώσει, με τα νέα δεδομένα του ιδιωτικού πλαισίου έξω από την αγκαλιά του Εθνικού τη συνέχεια της Πειραματικής Σκηνής, παρέα με τα «παιδιά του» σκηνοθετεί για το Φεστιβάλ Αθηνών τη «Μασκαράτα» του Μιχαήλ Λέρμοντοφ (24-26/6, Πειραιώς 260 – Δ).

    «Μασκαράτα». Ο τίτλος έχω την αίσθηση πως περιγράφει κατά τα ιδεωδέστερο τρόπο τη σύγχρονη πολιτική κατάσταση. Σφάλλω;
    Η εποχή που γράφτηκε το έργο ήταν τέτοια που αν δεν φορούσες μάσκα δεν μπορούσες να επιβιώσεις. Και στην τέχνη και στον έρωτα και στην πολιτική. Ήταν μια τυραννική εποχή. Συνήθως η συμπίεση δημιουργεί υψηλή τέχνη. Γι’ αυτό και οι χώρες που στερήθηκαν την ελευθερία, όπως η Ρωσία τον 20ο αιώνα, είχαν μεγάλες εξεγέρσεις. Έτσι κι αλλιώς νομίζω ότι πιο έντονη πολιτική πράξη από την τέχνη δεν υπάρχει, μια και κατά σύμπτωση στην τέχνη συνυπάρχουν όλα εκείνα που λείπουν από την πολιτική.

    Τι λείπει από την πολιτική;
    Η εξυπνάδα, η διορατικότητα, η επικοινωνία με την εποχή. Όταν η πολιτική τα εμπεριέχει αυτά λέμε ότι γίνεται τέχνη. Συμβαίνει όμως σπάνια. Η πολιτική πρέπει να κάνει τη ζωή καλύτερη. Όλοι θέλουνε καλό σχολείο, παιδεία, καθαρό νοσοκομείο, να μην πεθαίνουν νέοι, να υπάρχει αύριο νερό. Ε, λοιπόν, δεν πρόκειται να υπάρχει τίποτα απ’ όλα αυτά.

    Η σιγουριά σας από πού απορρέει;
    Είμαι υπέρ ενός κλασικού ουμανισμού στην πολιτική. Όμως δεν υπάρχει πολιτική, γιατί μιλάμε για συναλλαγή και επικράτηση συμφερόντων. Εδώ η πολιτική ως ένα άθροισμα ιδεών και ως αγώνας ανάμεσα σε ιδεολογίες έχει πάψει να υπάρχει και αυτό είναι το πιο επικίνδυνο απ’ όλα. Οδηγούμαστε σε μια κοινωνία καταναλωτισμού και αδιαφορίας η οποία παράγει φασισμό.

    Και η Αριστερά βλέπετε αδιαφορεί, να καταναλώνει;
    Να είμαι ειλικρινής, δεν βλέπω κανέναν αυτή τη στιγμή να έρχεται από αριστερά. Άμα κοιτάω στο σταυροδρόμι βλέπω λίγη σκόνη στην άκρη του δρόμου, αλλά δεν βλέπω ακόμα κίνηση.

    Στον πυρήνα των νέων ηθοποιών της Πειραματικής βλέπετε να υπάρχει πολιτική συνείδηση;
    Η λέξη πολιτικοποιημένος πρέπει σήμερα να αποκτήσει άλλο περιεχόμενο από αυτό που έπαιρνε το 1917. Σήμερα η κατεξοχήν πολιτικοποιημένη πράξη είναι να φροντίζεις τον αέρα, το νερό, το περιβάλλον. Είσαι πολιτικοποιημένος όταν δεν καις ένα δάσος. Γιατί κακά τα ψέματα, προς τα εκεί πηγαίνουμε. Όπως πηγαίνουμε και προς την εξαγορά ελεύθερου χρόνου. Το να μιλάς σήμερα για οικονομικά μεγέθη είναι αφελές. Η αυριανή πολιτική δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό. Πρέπει να έχει ένα ουμανιστικά εξελιγμένο πρόσωπο και να αφορά πράγματα τα οποία μέχρι χθες θεωρούνταν αυτονόητα, όπως είναι ο ελεύθερος χρόνος. Πολύ σύντομα τα πολιτικά ερωτηματικά θα επανατοποθετηθούν. Είμαι βέβαιος.

    Ποιοι θα τα ανακινήσουν;
    Οι άνθρωποι που έχουν διορατικότητα και ευαισθησία. Δηλαδή, κουλτούρα.

    Η ελπίδα απορρέει από τους ανθρώπους των τεχνών;
    Όχι. Σήμερα την ευαισθησία τη βλέπω να απορρέει από τους ανυπεράσπιστους ανθρώπους και τα εκατομμύρια μετανάστες. Αυτοί θα καθορίσουν το αύριο. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα χρωστάμε ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής ευμάρειας των τελευταίων δώδεκα χρόνων σε αυτούς τους ανθρώπους.

    Ο Νεοέλληνας δεν φαίνεται όμως να αναγνωρίζει τη συμβολή των ξένων.
    Θα τρομάξουμε όταν μάθουμε τι ακριβώς συμβαίνει δίπλα μας. Θα τρομάξουμε! Η άγνοια είναι αυτή τη στιγμή ο καλύτερος σύμμαχος της πολιτικής. Διότι στη ζωή μας πρωταγωνιστεί η μασκαράτα. Όλα τα σημαντικά πράγματα κρύβονται, για να αναδειχθούν σαν σημαντικά τα ασήμαντα. Κάθε ομάδα έχει όμως τον προπονητή που της χρειάζεται, της αξίζει και της αρμόζει.

    Εννοείτε ότι της Ελλάδας της αξίζει για προπονητής ο κύριος Καραμανλής;
    Δεν ορίζω την πολιτική με πρόσωπα. Δεν νομίζω δηλαδή ότι η κατάντια και η μασκαράτα του πολιτικού μας βίου είναι ζήτημα του κ. Καραμανλή. Και ο Χέρμπερτ Μαρκούζε να ήταν κυβερνήτης τίποτα δεν θα άλλαζε στην Ελλάδα. Τίποτα δεν θα βελτιωνόταν στη φιλοσοφία των ανθρώπων που έχουν μάθει να μη προσέχουν, να μη βλέπουν και να μην ακούνε. Αυτό δε σημαίνει ότι συμφωνώ με τις επιλογές του κ. Καραμανλή. Όμως δεν ξέρω καμία χώρα που να καθοδηγείται αυτή τη στιγμή από εμπνευσμένους ανθρώπους. Μπορεί ένας πολιτικός να θυσιαστεί για κάτι; Ίσως αν γίνουμε φυλές να υπάρξει σωτηρία.

    Ως χώρες, δεν έχουμε ελπίδα;
    Ως χώρες, όχι. Οι κανόνες του παιχνιδιού δεν περνάνε πια από τον ανθρώπινο σταθμό. Οπότε δεν χρειάζονται σταθμάρχες. Χρειάζεται μια μηχανή που να ξέρει να υπολογίζει σωστά.

    Όσα λέτε είναι καλά σε ένα θεωρητικό επίπεδο. Η πράξη όμως πάντα περιπλέκεται από τον ανθρώπινο παράγοντα.
    Είναι θεωρητικό να λέω ότι οι εμπνευσμένοι άνθρωποι αυτή τη στιγμή είναι περιττοί στην πολιτική; Εγώ δεν το θεωρώ θεωρητικό. Είναι πραγματικότητα. Οι μη μέτριοι αποτελούν σπανιότητα. Κι ο Νεοέλληνας έχει μάθει η πολιτική να ‘ναι συναλλαγή . Αυτό δεν το ήξερα από την αρχή. Το βλέπω, το μαθαίνω σιγά σιγά και το θεωρώ ανατριχιαστικό.

    Τα ρίχνετε όλα στην πολιτική. Δεν είναι και το θέατρο συναλλαγή;
    Είναι άλλου είδους συναλλαγή. Ναι μεν χρειάζεται λεφτά για να επιζήσει αλλά δεν παράγει… λεφτά. Αν τώρα, λόγω συναλλαγής σιωπούμε και στο θέατρο – κακώς. Αλλά το θέατρο είναι πράξεις κι όχι λόγια, παρ’ όλο που από κανένα θέατρο δεν ξεκίνησε επανάσταση. Το θέατρο επεμβαίνει στη ζωή των ανθρώπων από μια άλλη πλευρά.

    Ίσως την πιο ανώδυνη για όλους;
    Το θέατρο αυτή τη στιγμή είναι επώδυνη ιστορία και όχι ανώδυνη.

    Για ποιους; Για τους φορείς του ή τους αποδέκτες του;
    Επώδυνη γι’ αυτούς που είναι ταγμένοι σ’ αυτό. Για μένα είναι ένα επώδυνο πάθος από το οποίο αντλώ χαρά. Κανένας δεν σου υπόσχεται όταν μπαίνεις στο θέατρο ότι θα περάσεις καλά. Δεν νομίζω ότι προσδοκάς να περάσεις μια υπέροχη ζωή. Κι επειδή η απώλεια μνήμης είναι επίσης ένα σύμπτωμα της εποχής, αυτή είναι η δουλειά του θεάτρου. Να είναι ένα χάπι για τη μνήμη.

    Η πετυχημένη Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου έληξε κάπως άδοξα στο νέο πλαίσιο που έθεσε η κρατική σκηνή. Κι εσείς έτσι αισθανθήκατε;
    Πιστεύω ότι το «κάπως άδοξα» που είπατε είναι άσχημο. Βλέποντας τα πράγματα πιο ψύχραιμα θα έλεγα ότι τελείωσε η Πειραματική κάπως… ένδοξα, κι ας μην εκληφθεί αυτό ως έπαρση. Γίνανε σημαντικά πράγματα μέσα σε αυτά τα επτά χρόνια.

    Προφανώς η νέα καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού είχε άλλη γνώμη.
    Δεν θα σχολιάσω τις επιλογές και την πορεία του Γιάννη Χουβαρδά. Γνωρίζω ότι έχει κάποια πράγματα στο μυαλό του. Του εύχομαι να τα πραγματοποιήσει. Κρατώ τη γνώμη μου για τον εαυτό μου όμως, γιατί πιστεύω ότι κανένα θέατρο δεν προχώρησε με κρίσεις εκ του ασφαλούς και γιατί η προσωπική μου ηθική δεν μου επιτρέπει να εκφέρω δημόσια κρίση. Καθένας έχει το δικαίωμα στο δικό του όραμα. Δεν μπορώ να ξέρω τι θα γίνει στο Εθνικό σε ένα, δύο, τρία ή τέσσερα χρόνια. Εύχομαι να πάει καλά. Κανείς δεν θα κερδίσει από το αντίθετο.

    Θέλατε η Πειραματική να συνεχίσει στο Εθνικό ή ο κύκλος της σε αυτό είχε ούτως ή άλλως κλείσει;
    Το ήθελα πάρα πολύ να συνεχίσει. Δεν γινόταν. Κρίμα. Όμως η συνύπαρξή μου με τόσους αξιόλογους καλλιτέχνες δεν μπορεί παρά να με τιμά και να με γεμίζει αισιοδοξία. Το θέατρο έτσι και αλλιώς είναι ένα ποτάμι που ποτέ δεν σταματάει.

    Το ότι γυρνάτε στον… τόπο του εγκλήματος, στην οδό Ακαδήμου, απέναντι από το θέατρο, σημαίνει κάτι; Η γεωγραφία παίζει με ένα τρόπο το δικό της ρόλο;
    Ναι. Είμαι απέναντι από την… ηλιθιότητα – το λέω γιατί έκανα στο Από Μηχανής Θέατρο τον «Ηλίθιο».

    Ως ιδιωτικό πλέον σχήμα, θα μπορέσετε να κάνετε όσα γίνονταν με τις υποδομές και τις δυνατότητές ενός Εθνικού Θεάτρου;
    Όχι. Στο Εθνικό ορίζαμε τη μοίρα μας εμείς.

    Τώρα δεν θα μπορείτε να την ορίζετε;
    Τώρα το στοίχημα που θα παιχτεί στον καινούργιο χώρο είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Αν κάποιοι θυμούνται την Πειραματική κι έχουν υψηλές απαιτήσεις από εμάς, είναι καλό. Όμως ελπίζω πως αυτά που θα γίνουν να μην έχουν καμία σχέση με όσα έγιναν ως τώρα. Δεν πάμε να κάνουμε την Πειραματική Νούμερο 2. Αλίμονο σ’ αυτούς που δεν αλλάζουν. Το θέατρο χρειάζεται ρίσκο.

    Ο κ. Χουβαρδάς ρίσκαρε τη πρώτη του χρονιά στο Εθνικό αρκετά;
    Σίγουρα κι εκείνος πολλά πράγματα θα ρισκάρει και του εύχομαι να ρισκάρει ολοένα και πιο πολύ για να πετύχει. Δεν είμαι από αυτούς που χαίρονται με την αποτυχία των άλλων. Από εκεί και μετά, βλέποντας…

    Ζήσατε για χρόνια στη Ρωσία. Πώς σας φαίνεται η νέα κατάσταση, το νέο πρόσωπο μετά τον Πούτιν;
    Δεν έχει αλλάξει τίποτα στη Ρωσία. Το μόνο που άλλαξε είναι ότι η Μόσχα έγινε Νέα Υόρκη και οι άνθρωποι πιο κυνικοί. Στην πραγματικότητα όμως η Ρωσία πάντα ήταν μια αυτοκρατορία. Κι επί Σοβιετικής Ένωσης παρέμεινε αυτοκρατορία. Η ιστορία του Τσάρου έχει μια βαθύτατη σημασία για το ρωσικό λαό. Ο Τσάρος, ο Στάλιν κι ο Πούτιν είναι κι αυτοί μέρος μιας μασκαράτας. Αλλάζει η μάσκα, αλλά ποτέ η ουσία. Ο σοφός που ξέρει τη Ρωσία είπε: τη Ρωσία τη κυβερνάς ή με το Χριστό ή με το κνούτο. Αυτή τη στιγμή συνυπάρχουν και τα δύο. Όμως ήταν και παραμένει μια μεγάλη χώρα, κάτι που δείχνει τώρα περισσότερο χωρίς να έχει κόμπλεξ. Σε λίγο θα αρχίσει να το δείχνει και η Κίνα. Οπότε καλό θα ήταν να συμφιλιωθούμε με την ιδέα.

    05.06.2008, Κλεφτόγιαννη Ιωάννα «Στάθης Λιβαθινός: Οι μη μέτριοι αποτελούν σπανιότητα», Το Ποντίκι

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Στάθης Λιβαθινός: Ετοιμάζουμε θεατρική συνωμοσία

    Η παλιά «Πειραματική Σκηνή» δίνει ξανά το ‘παρών’, αυτή τη φορά εκτός τειχών του Εθνικού Θεάτρου, στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, 25, 26 και 27 Ιουνίου.

    Ο Στάθης Λιβαθινός και η ομάδα του παρουσιάζουν ένα έργο από τη ρώσικη λογοτεχνία που τόσο καλά γνωρίζει ο σκηνοθέτης: τη «Μασκαράτα» του Μιχαήλ Λέρμοντοφ, γραμμένη το 1835 και απαγορευμένη από την τσαρική λογοκρισία. Ο Λέρμοντοφ σκοτώθηκε στα 27 του χρόνια σε μονομαχία, όπως λίγο καιρό πριν και ο Πούσκιν στην κηδεία του οποίου είχε εκφωνήσει τον επικήδειο…

    Ο Αρμπένιν (Δημήτρης Παπανικολάου) είναι ένας ευάλωτος άνθρωπος που προσπαθεί να αποφύγει το ρίσκο, τη μεγάλη τρικυμία από την οποία έλκεται συνεχώς. Μοναχικός ήρωας σ’ ένα κόσμο χορών, χαρτοπαιξίας και ματαιότητας, θα πέσει θύμα των φημών και της ζήλειας του. Στη διάρκεια γιορτινών ημερών θα σκοτώσει την αθώα γυναίκα του, τη Νίνα (Μαρία Ναυπλιώτου).

    Η «Μασκαράτα» είναι ο Οθέλλος «ντυμένος» με ρώσικο στίχο, επισημαίνει ο Στάθης Λιβαθινός.

    «Συνιστά τον τρόπο να μιλήσεις για ένα σύγχρονο μοτίβο, τη μάστιγα που λέγεται φήμη, κουτσομπολιό. Ο Λέρμοντοφ είναι απ’ αυτούς που επηρεάστηκαν από τον Σέξπιρ, φλέρταρε όμως με το γαλλικό μελόδραμα. Σε μια εποχή, σε μια χώρα που οι Ρώσοι μιλούσαν καλύτερα τα γαλλικά από τη γλώσσα τους, το έργο του Λέρμοντοφ είναι… παρά τρίχα ρώσικη δραματουργία. Στην πραγματικότητα είναι απολύτως ευρωπαϊκή. Ο ίδιος ο συγγραφέας αποτελεί το ‘μαύρο κουτί’ του 19ου αιώνα. Ο ήρωας του καιρού μας, αυτός που σαν ρομαντικός Διγενής αναμετριέται με το θάνατο. Ψυχολογικά ακριβής με τη γλώσσα που γίνεται μέρος της ελληνικής δραματουργίας στην έξοχη μετάφραση του Στρατή Πασχάλη, η οποία αποτελεί μέρος άσκησης των ηθοποιών. Στη ζωή λέμε ‘μασκαράτα’ την έκφραση κάποιου κρυμμένου πίσω από κάτι. Αυτό αφορά πολύ τη θεατρική πράξη. Όλοι εμείς κρυβόμαστε με μάσκα την ‘Μασκαράτα’ για να μιλήσουμε για το πάθος, το ρίσκο της ζωής αλλά και την τελευταία αγνή ψυχή».

    Ο σκηνοθέτης δούλεψε ξανά με τους Στρατή Πασχάλη (μετάφραση), Θοδωρή Αμπαζή (μουσική), Ελένη Μανωλοπούλου (σκηνικά – κοστούμια), Σεσίλ Μικρούτσικου (χορογραφία). Οι ηθοποιοί (Β. Ανδρέου, Σ. Ιακωβίδης, Ν. Καρδώνης, Μ. Κίτσου, Η. Κουνέλας, Σ. Πανούριος, Δ. Πασάς, Μ. Σαββίδου, Σ. Σίμου, Σ. Τσινάρη) προέρχονται «από τα σπλάχνα της Πειραματικής», όπως μας λέει.

    «Στη διανομή υπήρξε ένα μεγάλο, ευγενές ρίσκο. Αφορά την ουσιαστική, ποιητική πλευρά του έργου κι όχι την τυπική αντιστοιχία ηλικιών και χαρακτήρων. Η παρουσία και των 13 ηθοποιών είναι σημαντική. Στο θέατρο δεν υπάρχουν κομπάρσοι. Στο έργο κινείται ένας ποιητικός κόσμος ανθρώπων με διαφορετικές ιδιότητες. Θέλω να επισημάνω την παρουσία δυο συνεργατών μου: Η μετάφραση είναι από μόνη της γεγονός. Ο Σ. Πασχάλης και ο Λέρμοντοφ συνομιλούν σε μια ποιητική, μυστική γλώσσα. Ο Θ. Αμπαζής, ένας άνθρωπος που συνοδεύει μουσικά σχεδόν όλες τις παραστάσεις μου, διαθέτει το ταλέντο να δένεται με τις ιδέες, να τις εμπλουτίζει». Την ερχόμενη σεζόν ο Στάθης Λιβαθινός θα έχει κάμποση δουλειά: την «Επιστροφή της γηραιάς κυρίας» στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, αλλά και τον «Βασιλιά Λιρ» στο ΚΘΒΕ. Αλλά ο σκηνοθέτης θα συνενώσει επίσης ξανά την ομάδα του, «τα παιδιά της Πειραματικής» σε δύο έργα στο θέατρο Μεταξουργείο.

    «Νιώθω πλανόδιος σκηνοθέτης»

    «Η Πειραματική όπως τη γνωρίσαμε τελείωσε, το θέατρο ευτυχώς συνεχίζεται… ήταν αληθινή εποχή στη ζωή μας, ρομαντική και με τη βαθύτερη έννοια της ρήξης με την ευκολία. Τώρα κάνουμε ένα καινούργιο βήμα. Δεν ξέρω τι μέλλον θα έχει αυτή η ομάδα. Πρώτα με απασχολεί να έχει ένα δημιουργικό παρόν. Πρόκειται για μια ‘συνωμοσία’ αξιόλογων ηθοποιών και ανθρώπων. Είναι σημαντικό που η Άννα Βαγενά ρισκάρει χρήματα της δικής της περσινής επιτυχίας στο θέατρο. Τη θεώρησα μεγάλη πράξη, καθόλου αυτονόητη. Δέχτηκα αμέσως την πρόταση του Ν Τσακίρογλου. Δεν αρνείσαι ένα Λιρ. Στη Θεσσαλονίκη ανακάλυψα ένα εξαίρετο δυναμικό νέων ηθοποιών, Σ’ αυτή τη φάση της ζωής μου νιώθω ως πλανόδιος σκηνοθέτης, όπως λέει ο ποιητής Γιώργος Γεραλής».

    Ο Στάθης Λιβαθινός είναι ίσως ο μοναδικός που έχει τελειώσει Ακαδημία Θεάτρου και ο μοναδικός που δεν εκλήθη να συμβάλει στη δημιουργία της Ακαδημίας στην Ελλάδα. Ωστόσο, στη διάρκεια της παραμονής του στο Εθνικό Θέατρο, έδωσε μάχες για την ίδρυση σχολής σκηνοθεσίας.

    «Η σχολή σκηνοθεσίας εκτός από όνειρό μου, αποτελεί αδυσώπητη ανάγκη του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Καθορίζει τον τρόπο δουλειάς του ηθοποιού του μέλλοντος. Όταν λειτουργήσει θ’ αλλάξουν πολλά, σε λίγο χρόνο. Πράγματα που σήμερα αντιμετωπίζονται ως πρωτοπόρα θα θεωρηθούν παλιά και το αντίστροφο. Η Ακαδημία πρέπει να αντιμετωπιστεί ως θεσμός και όσοι φοιτούν σ’ αυτή την ανώτατη μορφή Παιδείας, σαφώς δεν πρέπει να πληρώνουν. Είναι αδιανόητο το μέλλον του θεάτρου να επαφίεται σε τυχάρπαστες δραματικές σχολές, εκτός από λίγες που διευθύνονται από ανθρώπους με προσωπικότητα και μεράκι. Την πραγματική αξία πολλών πραγμάτων που γίνονται στην τέχνη μας, την καταλαβαίνεις αργότερα».

    15.06.2008, Μαρίνου Έφη «Στάθης Λιβαθινός: Ετοιμάζουμε θεατρική συνωμοσία», Ελευθεροτυπία. Αναδημοσίευση από το dromenalagadinos.blogspot.com

     

    Για το link πατήστε εδώ