Κατσούρμπος – Γεώργιος Χορτάτσης

1993

Η νέα ΣΚΗΝΗ

Μάιος 1993.

 

Η πλοκή στον Κατσούρμπο, όπως και στις άλλες κωμωδίες του κρητικού θεάτρου, είναι υποτυπώδης και στρέφεται γύρω από ένα θέμα κοινότατο για την εποχή εκείνη, την αναγνώριση των χαμένων παιδιών. Ο Νικολός και η Κασσάνδρα είναι ερωτευμένοι, αλλά η ψυχομάνα της κόρης, η Πουλισένα, θέλει να τη δώσει στο γέρο Αρμένη, για να κληρονομήσει τα λεφτά του. Στο τέλος θ’ αποδειχτεί ότι η Κασσάνδρα είναι κόρη του Αρμένη, που την είχαν αρπάξει οι Τούρκοι και η κωμωδία θα βρει το αίσιο τέλος με τους γάμους των δύο νέων.

Σκηνοθεσία: Λευτέρης Βογιατζής
Σκηνικά: Νίκος Αλεξίου
Κοστούμια: Ιωάννα Παπαντωνίου
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Φωτισμοί: Ανδρέας Μπέλλης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Στάθης Λιβαθινός
Κινησιολογική προετοιμασία: Χριστίνα Κλεισιούνη
Φιλολογική επιμέλεια: Στέφανος Κακλαμάνης

Η νέα ΣΚΗΝΗ ευχαριστεί θερμά τον χορογράφο Δημήτρη Παπαϊωάννου για τη δημιουργική συνεργασία και την αποφασιστική συμβολή του στην σκηνογραφία και τις χορογραφίες του Κατσούρμπου.

Περούκες: Φίλιππος Καψάλης
Κατασκευή σκηνικού: Ηλίας Λεδάκης
Ράψιμο κοστουμιών: Ελένη Μελισσάρη
Ηλεκτρολόγος: Θεοδόσης Τσακερίδης

Διανομή

Έρωτας, κάνει τον πρόλογο: Θανάσης Ευθυμιάδης
ΝΙΚΟΛΟΣ, σκολίτης και αγαπητικός: Νίκος Ζορμπάς
ΚΑΤΣΑΡΑΠΟΣ, δούλος του φαγάς: Ταξιάρχης Χάνος
ΠΟΥΛΙΣΕΝΑ, ρουφιάνα: Ράνια Σχίζα
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ, ψυχοπαίδα κι αγαπητική του Νικολό ύστερα ξεφανερώνεται θυγατέρα του Αρμένη: Δέσποινα Γκάτζιου
ΑΝΝΟΥΣΑ, φαμέγια της Πουλισένας: Κερασία Σαμαρά
ΑΡΜΕΝΗΣ, γέρος κι αγαπητικός της Κασσάντρας: Γεράσιμος Μιχελής
ΜΟΥΣΤΡΟΥΧΟΣ, δούλος του: Θανάσης Ευθυμιάδης
ΚΟΥΤΣΟΥΛΙΕΡΗΣ, μπράβος κοδάρδος κι αμορόζος της Πουλισένας: Ταξιάρχης Χάνος
ΚΑΤΣΟΥΡΜΠΟΣ, δούλος του ριδικολόζος: Νίκος Ζορμπάς
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Στάθης Λιβαθινός
ΑΡΚΟΛΙΑ, γριά ρουφιάνα και δασκάλα: Νατάσσα Σανίκα
ΑΝΕΖΑ του στενού, γριά ρουφιάνα: Δέσποινα Γκάτζιου
ΑΝΝΙΤΣΑ, φαμέγια της Αρμένισσας: Νατάσσα Σανίκα
ΑΡΜΕΝΙΣΣΑ, Κερασία Σαμαρά
ΓΙΑΚΟΥΜΟΣ, τσιταδίνος, πατέρας Νικολό: Θανάσης Ευθυμιάδης

  • Πληκτική φλυαρία

    «Κατσούρμπος» του Χορτάτση από τη «Νέα Σκηνή» σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή.

    Είδα τον «Κατσούρμπο» Κυριακή απόγευμα με συν-θεατές μαθητές Γυμνασίου, οι οποίοι αποτελούσαν τα τέσσερα πέμπτα των θεατών· το γεγονός είναι παρήγορο και πρέπει κανείς να συγχαρεί τους εκπαιδευτικούς που ωθούν τους μαθητές τους σε τέτοιας ιστορικής και αισθητικής αξίας έργα.

    Η εικόνα πάντως που αποκόμισα, συντεχούσης και της δασκαλίστικης πείρας μου, είναι η αμηχανία στο βλέμμα αυτών των παιδιών, τα οποία νιώθουν τελείως ξένα με τη γλώσσα του κειμένου. Διασκέδασαν σπάνια, και μόνο με τα πλέον φτηνά καμώματα των ηθοποιών, γιατί δυστυχώς η παράσταση είναι γιομάτη με φτηνά καμώματα, εξωτερικά τερτίπια, τεχνάσματα πολτοποιημένου κεφιού για να προκαλέσουν βίαια τον γέλωτα μάλλον των ανίδεων.

    Ο Λ. Βογιατζής φοβήθηκε πιθανόν το χάσμα επικοινωνίας που χωρίζει τη γλώσσα του κειμένου με τη σύγχρονη ευαισθησία, κυρίως, των νέων και των ψευτοδιανοουμένων και θέλησε να συνοδέψει το κείμενο με αστεία και παράδοξα ποικίλματα. Τάχαμου αναχρονισμούς που έφταναν συχνά να ανατρέπουν όχι μόνο το ύφος ή το ήθος του έργου, αλλά και τα ήθη της εποχής του. Κακά τα ψέματα, έργα όπως αυτά, χωρίς να αποκλείεται όποιος σκηνικός εκσυγχρονισμός, ενέχουν την εποχή τους και χωρίς το χρώμα της δεν λειτουργούν. Γελοιοποιούνται πάντως τα πρόσωπα, όταν ο αναχρονισμός γίνεται χωρίς περίσκεψη και χωρίς στόχο.

    Όταν η παράσταση βάζει τις ρουφιάνες με τις υπηρέτριες τους να μπανιάρονται στην παραλία με σκαμνάκια, όπως τη δεκαετία του ’50 στο Καβούρι, πάει στράφι όλος ο μόχθος του Στ. Κακλαμάνη που επιμελήθηκε το εξαίσιο πρόγραμμα.

    Γιατί εκεί γίνεται προσπάθεια να ανασυγκροτηθεί η εποχή και η παράσταση με τα καμώματά της τη διαλύει.

    Το κρητικό κωμικό θέατρο υπακούει στις συνήθεις πυρήνες του ευρωπαϊκού· και στο μάτι του σκηνικού τυφώνα βρίσκεται πάντα η Τύχη· ο μοντερνισμός μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση αυτών των κειμένων, αν ληφθούν τα τυχαία γεγονότα, τα συμπτωματικά ως στοιχεία μιας μοιραίας απροσδιοριστίας που υπακούει σε μια κυβευτική.

    Ο Λ. Βογιατζής προσπάθησε να μεταγράψει την ηθογραφία του Χορτάτση με μια «σύγχρονη» ηθογραφία με δάνεια από τα λαϊκά θεάματα. Θεμιτή η αναλογία αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Δεν έδενε με το κείμενο όπως εκφωνήθηκε.

    Και το κείμενο (δεύτερη εφαρμογή μιας σχολικής μεθόδου για την «Αντιγόνη») εκφωνήθηκε άσχημα από μηχανικά χείλη. Οι νέοι ηθοποιοί του θιάσου είναι τελείως άπειροι και υποκριτικώς ανέτοιμοι να εκφέρουν ιδιωματικό λόγο και να παριστάνουν. Προσέχοντας το λόγο, έχαναν το σώμα τους και τη φυσική τους κίνηση. Εδώ ήρθε επίκουρη η σκηνοθεσία να προσθέσει ακροβατικά, τραγουδάκια, τερτίπια της «Μπάττας» του κουκλοθέατρου και κυρίως επιτηδευμένη φωνή. Όλος ο θίασος αλλοιώνει τη φωνή του για να παίξει τους γέρους, τις γριές, τους κωμικούς. Μίμηση, τάχα μου, του ερασιτεχνισμού· φευ, από ερασιτέχνες.

    Αφήνω που ακούγοντας το λόγο αισθανόσουν πως οι άπειροι ηθοποιοί αναπαρήγαν τον δάσκαλό τους χωρίς γνώση των μυστικών του δεκαπεντασύλλαβου. Δεν κατανοούσαν τι ακριβώς έλεγαν και διαπίστωσα πολλούς τονισμούς εκτός νοήματος.

    Δύο μόνο ηθοποιοί είχαν και σκηνικό ήθος και έδειχναν να απολαμβάνουν ό,τι έλεγαν· ο Στάθης Ληβαθινός που έπαιζε το Δάσκαλο (ένα ρόλο με χιλιάδες παγίδες) και η Δέσποινα Γκάτζιου (Κασσάντρα και Ανέζα). Αυτοί οι δύο δεν φαίνεται να υπέκυψαν εύκολα και στην αποπροσανατολιστική ευρηματική που οδηγούσε συχνά το θέαμα σε μια φλύαρη πλήξη. Η πλήξη ερχόταν από τον απρόσωπο λόγο (κανείς δεν γέλασε στην αίθουσα με το κείμενο)· η φλυαρία από τη συνεχή προσπάθεια των ηθοποιών να κάνουν κάτι, έστω και εναντίον του κειμένου ή της κατάστασης του ρόλου.

    Το σκηνικό του Ν. Αλεξίου που υπηρετούσε τη θεατρικότητα της ερμηνείας μόνο στο τέλος αξιοποιήθηκε. Τα κοστούμια της Παπαντωνίου θεατρικώς νόμιμα.

    Δεν μπόρεσα να εννοήσω τη συμβολή του κ. Κυπουργού. Άκουσα κυρίως τους στίχους τραγουδισμένους πάνω σε γνωστά μοτίβα (Μινόρε της αυγής, άστα τα μαλλάκια σου, καντάδες, ακόμα και τον ύμνο στη χαρά του Μπετόβεν!).

    Είχα την τύχη να δω όλες τις παραστάσεις του κρητικού θεάτρου που ανέβηκαν μετά το ’50 στην Ελλάδα. Μερικές ήταν σημαντικές και κράτησα την ευφορία τους και ορισμένες έξοχες ερμηνείες. Πρόσφατα ο πράγματι πρωτοπόρος Κανέλλος Αποστόλου (που είχε ανεβάσει στο ΚΘΒΕ τον «Κατσούρμπο»), ανέβασε στο εθνικό το «Φορτουνάτο». Αν οι ηθοποιοί του Λ. Βογιατζή είχαν δει πώς παίζονται αυτοί οι ρόλοι από τον Ψαρρά, την Κώνστα, την Μαλικένζου, τον Μπουσδούκο, δεν θα αποφάσιζαν να εκτεθούν έτσι εύκολα με ένα κείμενο που σπάει κόκκαλα, όταν δεν το καταλαβαίνεις.

    28.02.1994, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Πληκτική φλυαρία», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Σκηνές του ’93

    Μπορεί κάποιες καλές παραστάσεις και ερμηνείες να εντοπίζονται στις γνωστές θεατρικές στέγες της Αθήνας. Μπορεί το θεσμοποιημένο θέατρο των κρατικών σκηνών, μέσα στην «αβάσταχτη ελαφρότητα» του πολυδάπανου και άγονου Είναι του, να σημειώνει πού και πού μερικές εισπρακτικές επιτυχίες. Μπορεί το νεοελληνικό έργο να μη χάνεται από τον ορίζοντα αποτελώντας σε σταθερή βάση τον αναγκαίο όρο του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Όμως με το κλείσιμο του 1993 μπορούμε στον θεατρικό χάρτη να επισημάνουμε τα σημεία ορισμένων πραγματώσεων μέσα από τις οποίες η θεατρική ταυτότητα της χρονιάς «διαβάζεται» δυναμικά και όχι στατικά, με προοπτική και όχι μόνο σε σχέση με κατακτημένες ή ετοιμοπαράδοτες θεατρικές μορφές. Επιλέγω σκηνοθετικά και ερμηνευτικά συμβάντα καθώς και θεατρικές πρωτοβουλίες που το νόημά τους ξεπερνάει τις επιδόσεις των συντελεστών αυτές καθεαυτές. Ξεχωρίζω γεγονότα και φαινόμενα που αποτελούν αντιπροσωπευτικές ενδείξεις της πραγματικότητας όπως αυτή εξελίσσεται… […]

    Κλασικός και σύγχρονος

    Μια ομάδα ηθοποιών άκρως πειθαρχημένη και αποδοτική σε μιαν εμπνευσμένη παράσταση συνόλου που αναδεικνύει ένα έργο της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας εκσυγχρονίζοντάς το και συγχρόνως προβάλλοντας τις κλασικές ιδιότητες και αρετές του: αυτός είναι ο ορισμός της παράστασης της κωμωδίας «Κατσούρμπος» του Γεωργίου Χορτάτση από τη Νέα Σκηνή, σε σκηνοθεσία Λεύτερη Βογιατζή, με σκηνικά Νίκου Αλεξίου και κοστούμια Ιωάννας Παπαντωνίου.

    Ο «Κατσούρμπος» αυτός καταθέτει μιαν ολοκληρωμένη πρόταση όσον αφορά την ενεργοποίηση της συγκεκριμένης κωμωδία. Με σκηνική αξιοποίηση της κρητικής γλώσσας- με επεξεργασία και γονιμοποίηση όλων των κωμικών συστατικών με ισότιμη προβολή κειμένου και οπτικών στοιχείων. […]

    09.01.1994, Βαροπούλου Ελένη «Σκηνές του ’93», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Χάρμα οφθαλμών: ένας υπέροχος «Κατσούρμπος» σε σκηνοθεσία Λ. Βογιατζή στη Νέα Σκηνή

    Ανήκω στους φανατικούς θαυμαστές της δουλειάς που συντελείται στη Νέα Σκηνή. Και για να προσωποποιήσω τον θαυμασμό μου, συγκεκριμένα θαυμάζω τον Λευτέρη Βογιατζή. Τον θαυμάζω για τη μεθοδικότητα της δουλειάς του, για τη σημασία που δίνει στη λεπτομέρεια, για την εντρύφησή του στη βιβλιογραφία που αφορά το συγκεκριμένο έργο με το οποίο καταπιάνεται.

    Πράγματα και πρακτικές πέρα για πέρα ασυνήθιστα για την ελληνική θεατρική πραγματικότητα, αν και -αλίμονο- τόσο αυτονόητα αναγκαία. Ανήκοντας -δίχως αμφιβολία- στους εγκεφαλικότερους θεατράνθρωπούς μας, ο Λ. Βογιατζής έχει αφήσει μια πολύ έντονη -κι ασφαλώς θετική- σφραγίδα στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα της εγχώριας σκηνικής παραγωγής. Και δεν είναι μόνο η πάντα καλοστιλβωμένη φόρμα και μια άψογη αισθητική που ξέρει να παρουσιάζει. Ο Λ. Βογιατζής ανήκει στην -μέχρι παροξυσμού- προβληματισμένη συνομοταξία εκείνων των δημιουργών οι οποίοι όχι μόνο διαθέτουν μιαν άκρως ενδιαφέρουσα άποψη, αλλά ξέρουν κιόλας πώς να την υποστηρίξουν εφαρμόζοντάς την με μυαλό και με στέρεα θεατρικά επιχειρήματα.

    Ότι -λοιπόν- το καλύτερο θα μπορούσε να ευχηθεί κανείς σ’ έναν σκηνοθέτη; Όχι ακριβώς. Συνήθως έφευγα από τις προηγούμενες παραστάσεις του πάντα έκθαμβος από μια -πρωτόγνωρη για γηγενείς συνθήκες- ποιότητα ψιλής σταυροβελονιάς. Περιέργως, όμως, υπήρχε μόνιμα και μια περίεργη γεύση. Μια μετέωρη και απροσδιόριστη αίσθηση ανικανοποίησης.

    Δεν είμαι σίγουρος για το τι συνέβη στις άλλες, στις προηγούμενες περιπτώσεις. Νομίζω όμως πως αυτή τη φορά εξίχνιασα τα αίτια γι’ αυτό το «κάτι», το ανεξήγητα περίεργο, που μου ’λειψε και τώρα βλέποντας τον αναρχικά αναγεννησιακό «Κατσούρμπο» στο μικρό χώρο της Νέας Σκηνής. Το τι -τελικά- ήταν, το αποκαλύπτει στο πρόγραμμα (ο ίδιος ο Λ. Βογιατζής; Το κείμενο είναι ανυπόγραφο) μια εύγλωττη για τις σκηνοθετικές προθέσεις, παράγραφος;

    «Μνήμες σύγχρονες από το Καβούρι, το Παλιό Φάληρο και τις Τζιτζιφιές, πρόσωπα που ανακαλούν γελοιογραφίες από τα περιοδικά των παιδικών μας χρόνων, ένα φανταστικό τσίρκο, το θέατρο του δρόμου, και η ιστορία της κωμωδίας επιστρατεύτηκαν εδώ για να μιλήσουν για τη χαρά τον θεάτρου και τη χαρά της ζωής, προσδίδοντας ένα στοιχείο άχρονο στην κωμωδία εποχής, για να υμνήσουν την αθωότητα και τη φρεσκάδα της κωμωδίας στην αυγή της σύγχρονης εποχής».

    Μεγάλες, πράγματι, κουβέντες. Γιατί οι χαρές του θεάτρου και της ζωής, οι ύμνοι στην αθωότητα και στη φρεσκάδα, απαιτούν ιδιοσυγκρασίες και μεθοδολογία πολύ διαφορετικότερες από αυτές που αποπνέει το ισόγειο της οδού Κυκλάδων. Ένα ισόγειο το οποίο παραπέμπει περισσότερο στις υψηλού επιπέδου εγκεφαλικές τέρψεις παρά στις μάλλον κάτω από τον αφαλό σαρκικές ευωχίες «ενός δαιμονικού λαϊκού κεφιού» που δημιουργήθηκε μέσα στην κοσμοχαλασιά της κρητικής Αναγέννησης.

    Το πανηγύρι που στήθηκε από τον Λευτέρη Βογιατζή για να γιορτάσει τις απλοϊκές ίντριγκες, τις απίθανες παρεξηγήσεις, τις σεξουαλικές ακροβασίες και τον θρίαμβο του έρωτα, είναι μεν χάρμα οφθαλμών έτσι όπως είναι χορογραφημένα με το υποδεκάμετρο, και αξιοθαύμαστο στην -μοναδική-τεχνική του οργάνωση, όμως…

    Όμως, έχουν ταυτόχρονα την αφυδατωμένη νοστιμιά των fast food και το sex-appeal των καλοστημένων, ακριβών αμερικανικών περιοδικών. Κοντά στη -γεύση από- χυδαιότητα λείπουν και οι χυμοί μιας διόλου καθωσπρέπει μεσογειακότατης Αναγέννησης.

    «Μα είναι στα καλά του!» μπορεί να απορήσει για τον υπογράφοντα ο αναγνώστης που κρατάει τούτο δω το ένθετο, «κατηγορεί την παράσταση για έλλειψη χυδαιότητας»!

    Ακριβώς αυτό κάνω. Έχοντας μεγάλη εκτίμηση στο έργο του Λευτέρη Βογιατζή, πιστεύω πως κάθε μια πρέζα γνήσιας χυδαιότητας, και κάθε επαναστατημένη λοξοδρόμηση από τα ασφυκτικά καθορισμένα αυλάκια του αρχιτεκτονικού σχεδίου το οποίο ιχνογραφεί για κάθε του διδασκαλία, θα χάριζαν δημιουργικές αναζωογονητικές ανάσες, έτσι ώστε να μπορεί να υμνηθεί αποτελεσματικότερα η «αθωότητα και η φρεσκάδα» που απαιτούν οι λαϊκές κωμωδίες. Κι όχι μονάχα αυτές.

    Για να μην παρεξηγηθώ όμως κι ολότελα: Ο κατά Βογιατζή «Κατσούρμπος» είναι μια παράσταση που -για πολλούς λόγους- ωφείλει να δει ο θεατρόφιλος. Για τα χαρωπά και -επιτέλους!- απελευθερωμένα από τον φολκλορισμό, κοστούμια της Ιωάννας Παπαντωνίου. Για τον ευφυή κι έμπλεο χιούμορ μουσικό σχολιασμό διάσημων προτύπων του Νίκου Κυπουργού. Για το λειτουργικά ευρηματικό, καλαίσθητο σκηνικό του Νίκου Αλεξίου.

    Οι καλοί ηθοποιοί (Στάθης Λιβαθινός, Θανάσης Ευθυμιάδης, Νίκος Ζορμπάς, Ράνια Σχιζά, Δέσποινα Γκάτζιου και όλοι οι υπόλοιποι) μου θύμιζαν απελπιστικά τον άνθρωπο που δίδαξε την παράσταση. Περισσότερη ή λιγότερο έβλεπες στον καθένα τους τον Λευτέρη Βογιατζή. Ασφαλώς όχι το καλύτερο που θα μπορούσε να προσφέρει ένας σκηνοθέτης στους ερμηνευτές.

    09.01.1994, Παγιατάκης Σπύρος «Χάρμα οφθαλμών: Ένας υπέροχος «Κατσούρμπος» σε σκηνοθεσία Λ. Βογιατζή στη Νέα Σκηνή, H Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ