Στην εσωτερική αυλή ενός νεοκλασικού κτιρίου στο Μεταξουργείο
Έναρξη: 1 Ιουλίου 2010
Λήξη: 15 Ιουλίου 2010
Επανάληψη: Θέατρο Κάππα, 2011
Έναρξη: 4 Μαρτίου 2011
Η όπερα σαν μια ιδιαίτερα απαιτητική μορφή τέχνης έχει πάψει πια να απασχολεί αποκλειστικά και μόνο καλλιτέχνες του είδους και να απευθύνεται σε ένα ιδιαίτερο κοινό. Στην πρόκληση της όπερας και στις υψηλές καλλιτεχνικές της απαιτήσεις, τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, έχουν αρχίσει να ενδίδουν και σκηνοθέτες του θεάτρου που θέλουν να ανανεώσουν τα εκφραστικά τους μέσα και να εμπλουτίσουν το καλλιτεχνικό τους λεξιλόγιο. Έτσι, η όπερα γίνεται πλέον ένα πεδίο έρευνας και πειραματισμού για σκηνοθέτες, τραγουδιστές, ηθοποιούς και
σκηνογράφους σε μια προσπάθεια να βγει σαν καλλιτεχνικό είδος από τα καθιερωμένα, να πλησιάσει την σύγχρονη πραγματικότητα και να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο ‐και γιατί όχι‐ πιο νεανικό κοινό. […]
Ο Στάθης Λιβαθινός και η ομάδα του τολμούν για πρώτη φορά να προσεγγίσουν το θέμα ΚΑΡΜΕΝ όχι μόνο από την πλευρά του λιμπρέτου της πασίγνωστης όπερας του Μπιζέ αλλά και από την λιγότερο γνωστή εκδοχή της νουβέλας του Μεριμέ, που αποτέλεσε και την πηγή έμπνευσης για τους συγγραφείς του λιμπρέτου . Η παράσταση που έχει πειραματικό χαρακτήρα και η δραματουργική της επεξεργασία είναι προϊόν συνεργασίας του σκηνοθέτη και των έξι ηθοποιών και θα παρουσιαστεί σε έναν εναλλακτικό υπαίθριο χώρο στην οδό Κεραμεικού, αριθ. 28,
στο Μεταξουργείο, σε μία γειτονιά με πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, μία περιοχή καλλιτεχνικά ζωντανή σε πλήρη ανάπτυξη που αναζητά προτάσεις που αντλούν έμπνευση από την ίδια και τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα της. Σε μία αυλή ενός παλιού νεοκλασικού κτιρίου, με την συνοδεία ζωντανής τζαζ μουσικής… […]
Πηγή: synergyo.gr
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρία Σαββίδου
Δραματουργική επεξεργασία: Στάθης Λιβαθινός και οι ηθοποιοί
Απόδοση-Διασκευή Στίχων, Γλωσσική Προσαρμογή, Δραματολογική Συνεργασία: Στρατής Πασχάλης
Σκηνικά-Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Μουσική διασκευή-ενορχήστρωση: Κώστας Μαγγίνας
Κίνηση: Μόνικα Κολοκοτρώνη
Πρωταγωνιστούν κατά αλφαβητική σειρά
Ηλίας Μελέτης
Μαρία Ναυπλιώτου
Πηνελόπη Μαρκοπούλου
Ευθύμης Παππάς
Χρήστος Σουγάρης
Μουσικοί:
Κώστας Μαγγίνας
Νίκος Καπηλίδης
Απόστολος Σιδέρης
Στην επανάληψη της παράστασης στο θέατρο Κάππα, ο Δαυίδ Μαλτέζε αντικατέστησε τον Ευθύμη Παππά.
Παραγωγή: POLYPLANITY Productions
-
Μαρία Ναυπλιώτου: «Είναι ένα πλάσμα υπέροχο, με απελευθέρωσε»
H Μαρία Ναυπλιώτου τραγουδάει τους στίχους του Στρατή Πασχάλη
H Μαρία Ναυπλιώτου τραγουδάει τους στίχους του Στρατή Πασχάλη. «Γύρω-τριγύρω όλο πετάει, φεύγει, αλλά έρχεται μετά, τον κυνηγάς, σε παρατάει, τον παρατάς, πάνω σου ορμά…». Ξανά και ξανά. «Γίνεται» εκ νέου η Κάρμεν που μας εντυπωσίασε σε μια μισογκρεμισμένη αυλή κάπου στο Μεταξουργείο – τώρα στο θέατρο «Κάππα», με καινούργια στοιχεία. Τη γοήτευε η Κάρμεν από όταν ήταν παιδί -«έκανα μπαλέτο από πολύ μικρή και θυμάμαι ότι μου ‘χαν δώσει να χορέψω την Κάρμεν, αυτό με συνάρπασε»- και όταν της πρότεινε ο Στάθης Λιβαθινός να την υποδυθεί στο πειραματικό του ανέβασμα, ενθουσιάστηκε.
Παράφορο
«Είναι ένα υπέροχο πλάσμα – παράφορο, έντονο, που αγαπάει τη ζωή και τον έρωτα, που είναι ανεξάρτητο, γοητευτικό, μοναδικό».
Το ότι… παθιάζεται με την Κάρμεν φαίνεται έντονα και στο αποτέλεσμα. Παίζει, χορεύει, τραγουδά με πάθος. «Με απελευθέρωσε αυτό το τόσο απελευθερωμένο πλάσμα – η εξωστρέφειά της έγινε δική μου εξωστρέφεια και πήρε τη θέση της συστολής που έχω».
Ποια είναι τα κοινά στοιχεία που έχει με την Κάρμεν; «Το ότι αγαπώ την ελευθερία και την ανεξαρτησία μου και θέλω να είμαι εγώ που ορίζω τη ζωή μου και όχι οι άλλοι».
Ο έρωτας «πρωταγωνιστεί» στην «Κάρμεν» και στέκομαι στους στίχους που την άκουσα να τραγουδά λίγο πριν στην πρόβα.
«Γύρω-τριγύρω όλο πετάει, φεύγει αλλά έρχεται μετά, τον κυνηγάς, σε παρατάει, τον παρατάς, πάνω σου ορμά». Όλη η αλήθεια του έρωτα σε λίγους στίχους, της λέω. Χαμογελάει.
«Ο Στρατής έχει κάνει εξαιρετική δουλειά στη διασκευή και στο λιμπρέτο κι αυτοί οι στίχοι περικλείουν τον έρωτα. Αυτό δεν είναι ο έρωτας; Αυτό το γοητευτικό παιχνίδι του έρωτα δεν μας συνεπαίρνει όλους; Αυτό δεν είναι τελικά που μας κρατάει ζωντανούς; Αυτό δεν είναι που μας δίνει ζωή;
Πέφτουμε, τρώμε άσχημα τα μούτρα μας, μα ξανασηκωνόμαστε, ξαναβουτάμε. Και ας ξέρουμε ότι φέρει και απογοήτευση και πίκρα κι οδύνη και μοναξιά κι απελπισία. Σε παρατά, τον παρατάς, πάνω σου ορμά… Αυτό το παιχνίδι που πρωταγωνιστεί στην Κάρμεν, πρωταγωνιστεί και στη ζωή μας, για αυτό και είναι τόσο αγαπητό έργο – γιατί μιλάει για αυτόν, την παραφορά του, τη δύναμη και τη δυναμική του, τη μαγεία του».
Μετά τον «Δαντόν»
Απ’ τις παραστάσεις του «Θανάτου του Δαντόν», που ανέβασε και πάλι ο Στάθης Λιβαθινός, στις πρόβες κι αργότερα στις παραστάσεις της «Κάρμεν». Μοιάζει κι είναι εξοντωτικό αυτό, δεν είναι;
«Φέρει μια κούραση, αλλά είναι αυτό που κάνω – που έχω επιλέξει να κάνω και το κάνω εδώ και χρόνια. Γίνεται ψυχοφθόρο κάποιες φορές, μοιάζει με… βουνό, μα είναι αυτό που με ευχαριστεί, είναι αυτό που αγαπώ κι αυτό που με εκφράζει, αυτό που με προχωρά μπροστά – πόσο δε όταν συνεργάζομαι με σημαντικούς ανθρώπους του θεάτρου, όπως είναι ο Στάθης Λιβαθινός, που ακούει τους ηθοποιούς του, που στήνει τις παραστάσεις του μέσα από μια δημιουργική συνεργασία και σε οδηγεί να φτάνεις κάθε φορά στο μεδούλι του έργου…».
Στον επόμενο τόνο λοιπόν «Κάρμεν» στο θέατρο «Κάππα» – από τις 4 Μαρτίου. Σ’ αυτή ο Λιβαθινός και η ομάδα του προσεγγίζουν το θέμα «Κάρμεν» όχι μόνο από την πλευρά του λιμπρέτου της όπερας του Μπιζέ, αλλά κι απ’ τη λιγότερο γνωστή εκδοχή της νουβέλας του Μεριμέ, που αποτέλεσε και την πηγή έμπνευσης για τους συγγραφείς του λιμπρέτου.
Η παράσταση έχει…πειραματικό χαρακτήρα και η δραματουργική της επεξεργασία είναι, όπως τόνισε και η ίδια η Μαρία Ναυπλιώτου, προϊόν συνεργασίας του σκηνοθέτη και των ηθοποιών του.
Η παράσταση με τετραμελές μουσικό σύνολο
Ο Στάθης Λιβαθινός υπογράφει τη σκηνοθεσία-δραματουργική επεξεργασία και ο Στρατής Πασχάλης υπογράφει την απόδοση-διασκευή στίχων και δραματολογική συνεργασία. Η Ελένη Μανωλοπούλου έκανε τα σκηνικά-κοστούμια, ο Αλέκος Αναστασίου τους φωτισμούς και ο Κώστας Μαγγίνας τη μουσική διασκευή-ενορχήστρωση.
Πλάι στην Κάρμεν-Μαρία Ναυπλιώτου παίζουν οι ηθοποιοί Πηνελόπη Μαρκοπούλου, Χρήστος Σουγάρης, ενώ συμμετέχει και τετραμελές μουσικό σύνολο. Οι παραστάσεις στο «Κάππα» θα ξεκινήσουν στις 4 Μαρτίου και θα είναι περιορισμένες…
20.02.2011, Μπουζιώτης Βασίλης «Μαρία Ναυπλιώτου: Είναι ένα πλάσμα υπέροχο, με απελευθέρωσε», Έθνος
-
Κριτική: Κάρμεν, Κεραμεικού 28 Μεταξουργείο
Ο Στάθης Λιβαθινός προσέγγισε το θέμα της Κάρμεν σε μια παράσταση, με ερευνητικά χαρακτηριστικά, τόσο όσον αφορά στην προσπάθεια αντιμετώπισης του αρχετυπικού στοιχείου της ιστορίας αντλώντας υλικό από τη γνωστή νουβέλα του Μεριμέ και από την ομώνυμη όπερα του Μπιζέ, όσο και από την άποψη της χρήσης ενός μη θεατρικού, αλλά άκρως ενδιαφέροντος χώρου.
Όσον αφορά στο πρώτο σκέλος, η παράσταση δομήθηκε στον άξονα μιας δραματουργίας που παρακολουθούσε λιτά και σε αδρές γραμμές τα κεντρικά συμβάντα που συγκροτούν ως πυρήνα τη θηλυκή φύση που διαπραγματεύεται με το αρσενικό, πέραν της όποιας ηθικής ή κοινωνικής διάστασης, ενώ – πολύ σωστά – απεφεύχθη επιμελώς η οποιαδήποτε προσπάθεια συμβολοποίησης και μαζί της αποσοβήθηκε αφ’ ενός ο ελλοχεύων κίνδυνος της ανιαρής αντιθεατρικότητας, εφ’ ετέρου η εγκεφαλική προσέγγιση που θα υπονόμευε το ίδιο το θέμα.
Η επιλογή των προσώπων αποτελεί εδώ ικανή και αναγκαία δραματουργική θέση, καθώς επαληθεύει τόσο το θηλυκό στοιχείο στην ολότητά του – με την παρουσία της Μικαέλας – όσο και το αρσενικό άλλο μισό του φεγγαριού με τρεις παρτενέρ, αλλά τέσσερις εραστές, καθώς οι δύο πλευρές της αντρικής εξουσίας, ο λοχαγός και ο μονόφθαλμος Γκαρθίας, παίχτηκαν από τον ίδιο ηθοποιό.
Το επίκεντρο της παράστασης ήταν αναμφίβολα η Μαρία Ναυπλιώτου -ομολογουμένως σε μία απ’ τις καλύτερες στιγμές της-, που μετακινήθηκε σοβαρά από το στερεότυπο της ντάμας σε μία κατεύθυνση που της επέτρεψε να αναδείξει ποιότητες της θηλυκότητας στην πιο αυθεντική μορφή της φλερτάροντας με το χάος της εφηβείας και την πρωτογενή μορφή της επιβίωσης που εκφράζεται σε μορφή α-ηθικής σκληρότητας.
Από τους άνδρες παρτενέρ της, ο Μελέτης Ηλίας συνέλαβε σωστά την αυτοπαγίδευση του Χοσέ, ο Ευθύμης Παπάς κινήθηκε ικανοποιητικά – αν και όχι χωρίς κάποια περιγραφικότητα – στον καταλυτικό ρόλο του Τορεαντόρ, ενώ ο Χρήστος Σουγάρης είχε ίσως την πιο ενδιαφέρουσα πορεία και από άποψη εύρους στην όλη σύνθεση, αφού επωμίστηκε τους άλλους δύο ρόλους, αλλά και όσον αφορά αυτήν την καθεαυτήν την πολυεπίπεδη προσέγγισή του, τουλάχιστον στον Λοχαγό. Η Πηνελόπη Μαρκοπούλου δεν φάνηκε να βρίσκει τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στην γυναίκα που ποθεί διακαώς την κοινωνική της ολοκλήρωση και στη βαθύτερη πλευρά ενός θήλεος που αγαπά βαθιά. Έτσι έβγαλε μια φιγούρα από την οποία δεν έλειψαν τα χαρακτηριστικά καρικατούρας, αν και είχε κάποιες ενδιαφέρουσες στιγμές, ιδίως στη στιγμή με το «ετοιμοπόλεμο» πέπλο. Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι σαφώς δεν βοηθήθηκε σκηνοθετικά -έμοιαζε να προσπαθεί να συγκεράσει όχι δύο επίπεδα, αλλά δύο οδηγίες- αλλά ούτε ενδυματολογικά, καθώς η Ελένη Μανωλοπούλου που αποθέωσε πραγματικά την Κάρμεν ντύνοντας τη Ναυπλιώτου ως θείο θηλυκό καμίνι, συνέλαβε μεν το αρμόζον νυφικό, αλλά δε φάνηκε να το εξετέλεσε με το γούστο και την έμπνευση που συνήθως τη διακρίνουν.
Εκεί που χάθηκε το στοίχημα ήταν σαφώς στη μουσική διασκευή. Αν και η επιλογή της τζαζ ήταν επί της αρχής πολύ ενδιαφέρουσα, η δουλεία του Κώστα Μαγγίνα στάθηκε πολύ αδύναμη για να συνομιλήσει με τη δραματουργία της παράστασης, και παρά τους έξοχους στίχους του Στρατή Πασχάλη, τα τραγούδια λειτούργησαν μάλλον σαν ιντερμέτζα παρά σαν αναγκαίο στοιχείο της δραματουργίας.
Ο ενδιαφέρον χώρος της αυλής του Μεταξουργείου λειτούργησε εξαιρετικά, επαληθευμένος χωρίς περιττή επιτήδευση, ενώ συγχρόνως άνοιγε το σκηνικό τοπίο στο φυσικό σκηνικό της περιοχής, επιτρέποντας στο τυχαίο συμβάν του δρόμου να διεισδύει ως επιμέρους συμβάν της παράστασης, εισάγοντας την αναρχία της ζωής ως οργανικό τοπίο της Κάρμεν.
07-09.2010, Ανδριανού Έλσα «Κριτική: Κάρμεν, Κεραμεικού 28 Μεταξουργείο», Λέξη – τεύχος 205
-
Λαϊκή τραγωδία
Ο Στάθης Λιβαθινός με την «Κάρμεν» του δημιούργησε ένα υπέροχο σύγχρονο υβρίδιο λαϊκής τραγωδίας, πάθους και αίματος
Δεν είναι παράξενο που οι γάλλοι συγγραφείς όταν θέλουν να αφηγηθούν ιστορίες πάθους καταφεύγουν στο ισπανικό ήθος. Βλέπετε, ο καρτεσιανισμός τους, ψυχρός συχνά γαλατικός ορθολογισμός λειτουργεί σαν τροχοπέδη στην εκδήλωση των βίαιων παθών. Από τον «Σιντ» του Κορνέιγ έως τον «Κανδινάλιο της Ισπανίας» του Μοντερλάν οι γάλλοι λογοτέχνες άφησαν τα πάθη να εκλυθούν αρκεί η ιθαγένεια των ηρώων να μη διακρίνεται από τη γνωστή μικροαστική γαλλική υποκρισία που καλύπτεται θεωρητικά από τον μύθο της εκλογίκευσης των παθών.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που ο Μεριμέ και στο πεζό του κείμενο «Κάρμεν» αλλά και στο θεατρικό του μονόπρακτο «Η άμαξα της θείας κοινωνίας» (που είχε το 1932 θριαμβεύσει στο Εθνικό ο Βεάκης με την πρωτοεμφανιζόμενη Κατερίνα) έχουν ισπανικό και μεξικανικό μύθο αντίστοιχα. Αλλά η όπερα του Μπιζέ που με λιμπρέτο των Μελάϊκ και Αλεβύ (δύο πασίγνωστων στις αρχές του 20ου αιώνα και στην Ελλάδα βαλεβαρδιέρων συγγραφέων) από το ισπανικό μουσικό πάθος αντλεί τα μοτίβα της.
Είναι γνωστό πως μια ραδιοφωνική διασκευή της «Κάρμεν» από τον νεαρό τότε Ιάκωβο Καμπανέλλη ερέθισε τη Μελίνα Μερκούρη να του ζητήσει να γράψει ένα ελληνικό «ανάλογο». Έτσι δημιουργήθηκε «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» και από αυτήν το σενάριο της «Στέλλας» του Κακογιάννη. Τι είναι η Στέλλα, τι είναι η Κάρμεν. Κατ’ αρχάς ως θεατρικό είδος μιας «λαϊκή τραγωδία». Ο Μεριμέ βέβαια γράφει το έργο του και ο Μπιζέ το μελοποιεί όταν βρίσκεται σε έξαρση η πρώτη φεμινιστική επανάσταση στην ιστορία.
Αλλά και η πρώτη παγίδα στην οποία έπεσαν οι γυναίκες από την ανδροκρατούμενη στρατηγική. Η φεμινιστική επανάσταση δεν συνέπεσε, βεβαίως, τυχαία, με τη βιομηχανική επανάσταση. Όταν ο καπιταλισμός χρειάστηκε χέρια για τα εργοστάσια και ο αντρικός πληθυσμός (που πήγαινε και στον στρατό) δεν επαρκούσε, εφηύρε την απελευθέρωση της γυναίκας από την κουζίνα και τη λάτρα των παιδιών και την ώθησε προς τη μισθωτή εργασία, με μικρότερο βέβαια μεροκάματο. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η Κάρμεν είναι εργάτρια σε βιοτεχνία. Αλλά η απελευθέρωση από την ηθική της κουζίνας, έφερε συχνά και την απελευθέρωση της ερωτικής διαθεσιμότητας. Η γυναίκα ως αυτεξούσιο πλέον οικονομικά ον μπορούσε να διαθέτει κατά τις επιθυμίες και τις προτιμήσεις της και το σώμα της. Πέρα από αυτό ο Μεριμέ και οι λιμπρετίστες του Μπιζέ για να μην προσβάλουν την ηθική των απελευθερωμένων οικονομικά μικροαστών γυναικών έδωσαν στην Κάρμεν διαβατήριο Τσιγγάνας, μ’ όλον το συσσωρευμένο συμβολικό, κοινωνικό και σεξουαλικό της ιδιαιτερότητάς αυτής.
Η Κάρμεν είναι πόρνη αλλά εκλεκτική, επιλέγει κάθε φορά τον εραστή της, ενώ διατηρεί και χαρτζιλικώνει τον προαγωγό της. Είναι η γυναίκα – φλόγα που συνδαυλίζει τις αντρικές φαντασιώσεις, υπόσχεται το απόλυτο ερωτικό σμίξιμο και ερεθίζει την έπαρση της ηλικίας της, της φυλής της και των προσδοκιών που προκαλεί.
Από την άλλη η επιλογή της δράσης να γίνεται κοντά σε στρατόπεδο, όπου η ερωτική πείνα και οι φαντασιώσεις των στρατιωτών παροξύνονται από τον εγκλεισμό, την πειθαρχία και την πάγια στρατιωτική τακτική της τυφλής υπακοής παντός κατώτερου προς πάντα ανώτερο, δημιουργούν μια εκρηκτική ερωτική κατάσταση.
Νομίζω πως κανένας έως τώρα δεν έχει συνδέσει τις ανωτέρω συνθήκες (πόρνη – θηλυκή ανεξαρτησία – στρατόπεδο) της Κάρμεν και με την «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού. Αναλογιστείτε και τα παράλληλα σενάρια του Παζολίνι και του Φελίνι.
Το μεσογειακό πάθος!!
Ήταν έξοχη η ιδέα του Στάθη Λιβαθινού να διασκευαστεί σε μια νέα οντότητα κείμενο του Μεριμέ και όπερα του Μπιζέ και να δημιουργεί ένα υπέροχο σύγχρονο υβρίδιο λαϊκής τραγωδίας, πάθους και αίματος.
Διακινδυνεύω να πω ότι είναι πιθανόν η ιδέα γι’ αυτή τη μείξη πρέπει να εκκίνησε από την ανακάλυψη – αποκάλυψη του χώρου. Ο Λιβαθινός για πολλά χρόνια ήταν υπεύθυνος της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού που στεγάστηκε στο «Από Μηχανής Θέατρο» στο Μεταξουργείο. Σύχναζε και στις ταβέρνες του ερειπωμένου συνοικισμού, στα εγκαταλελειμμένα σπίτια έβρισκε τη γοητεία της παλιάς χαμένης αρχοντιάς και της κραυγαλέας πλέον έκθεσης των κρυφών αμαρτιών της.
Τώρα η γειτονιά αυτή είναι κρυψώνα, καταφυγή και προστασία μεταναστών, πορνών, προαγωγών και ναρκομανών, χρηστών και εμπόρων. Βρήκε λοιπόν μια εγκαταλειμμένη αυλή με γύρω – γύρω ξεχαρβαλωμένες πόρτες, έναν απόπατο και δύο σιδερένιες στριφτές σκάλες που οδηγούν σε κρεμασμένα στο κενό δωμάτια. Μια ταράτσα και μια είσοδο σχεδόν τούνελ, ενώ κάπου έχασκε ένας υπόγειος σκοτεινός χώρος σαν άδης. Ένας έμπειρος θεατρικού χώρου θα μπορούσε να τον έχει αποθανατίσει ο Τσαρούχης, ενώ σε μένα θύμιζε το έξοχο σκηνικό του Κλώνη στο Εθνικό για το «Φυντανάκι» και το σκηνικό του Τσαρούχη στο Θέατρο Τέχνης και για την «Αυλή των θαυμάτων» και το «Φυντανάκι». Τι παίζουμε εδώ, σκέφτηκε ο Λιβαθινός. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα της «Κάρμεν» στα καθ’ ημάς. Αλλά για να μην υποκύψει στον πειρασμό ενός νατουραλιστικού δρώμενου, που θα μας πήγαινε στην ηθογραφία ή σε κάτι σαν τη «Λύκαινα» του Βέργκα, την «Καβαλερία Ρουστικάνα» του ίδιου και του ιταλικού νεορεαλισμού, εγκατέστησε στη σκηνή ορχήστρα τζαζ, διασκευάστηκαν οι μελωδίες του Μπιζέ σε τζαζίστικα μοτίβα, έγραψε νέους στίχους ο Στρατής Πασχάλης και η όλη παράσταση στήθηκε με φόντο τους παροικούντες μετανάστες ως λειτουργικοί θεατές.
Μια απόλυτη πρωταγωνίστρια
Σκοπός του Λιβαθινού ήταν να αφηγηθεί το πάθος, την ερωτική πείνα, τη ζήλεια , τη φαλλοκρατική έπαρση, τον σεξουαλικό παροξυσμό που προκαλεί ένα ερωτικό αγρίμι στους στερημένους στρατιώτες και αξιωματικούς σε ερημικό στρατόπεδο. Δίπλα στην πόλη που οργιάζει το αντριλίκι και το θάμβος της ταυρομαχίας. Και ο Λιβαθινός με συρμούς χωρίς στολίδια, ρυθμούς και εικόνες αφηγήθηκε την τραγωδία του σεξ έχοντας στη διάθεσή του μια απόλυτη πρωταγωνίστρια.
Τη Μαρία Ναυπλιώτου.
Και μόνον ότι ο Λιβαθινός αποκάλυψε σ’ αυτήν την ταλαντούχα έως τώρα δραματική ηθοποιό που ευδοκίμησε σε ευρύ φάσμα δραματουργίας (από την τραγωδία και τον Ίψεν έως το σύγχρονο θέατρο) ένα ανεπανάληπτο ερωτικό σώμα, ένα παραδείσιο αγρίμι πέραν του καλού και του κακού, μια ερωτική διαθεσιμότητα σύμφυτη με την απόλυτη έκλυση των ηθών χωρίς ίχνος ανοχής ή αίσθησης της αμαρτίας, προσγράφεται στον Λιβαθινό Δάσκαλο.
Η διασκευή των μοτίβων του Μπιζέ από τον Κώστα Μαγγίνα, η μικρή ορχήστρα, η έξοχη γενικά κίνηση της Κολοκοτρώνη, τα κοστούμια της Μανωλοπούλου, ο φωτισμός του Αναστασίου και οι θαυμάσιοι ηθοποιοί, ο Ηλίας Μελέτης, η Πηνελόπη Μαρκοπούλου, ο Ευθύμης Παππάς, ο Χρήστος Σουγκάνης, συνέβαλαν στην έξοχη αίσθηση πως με το τίποτα, αρκεί το ταλέντο, παράγεται Αισθητική.
02.08.2010, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Λαϊκή τραγωδία», Τα Νέα
Για το link πατήστε εδώ
-
Αν δεν μ’ αγαπάς, σ’ αγαπώ. Κι αν σ’ αγαπώ, φυλάξου
Σε μια αυλή εγκαταλελειμμένου νεοκλασικού στην Κεραμεικού στο Μεταξουργείο είδαμε προχτές μια πειραματική παράσταση της Κάρμεν σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού.
Η Κάρμεν, η αρχετυπική ηρωίδα που εμπνεύστηκε ο Προσπέρ Μεριμέ και έκανε πασίγνωστη με την οπερά κομίκ του ο Ζωρζ Μπιζέ έχει κατά καιρούς εμπνεύσει χορογράφους αλλά και σκηνοθέτες του θεάτρου και του κινηματογράφου ενώ ερμηνεύτηκε από εξαίρετες μεσόφωνους και σοπράνο όπως οι: Έμα Καλβέ, Κοντσίτα Σουπερβία, Μαίρη Γκάρντεν, Τζεραλντίν Φαράρ, Εμπέ Στινιάνι, Ρίζε Στίβενς, Κλόε Έλμο, Τζουλιέτα Σιμιονάτο, Κρίστα Λούντβιχ, Ιρίνα Αρχίποβα, Γελένα Ομπρατσόβα, Γκρέις Μπάμπρι, Σίρλεΐ Βερέτ, Τερέζα Μπεργκάνθα και Αγνή Μπάλτσα.
Ένα πουλί ρέμπελο που δεν μπορεί να εξημερωθεί…
Μια γυναίκα με ακαταμάχητο ταμπεραμέντο και βαθιά αίσθηση ανεξαρτησίας που αναστατώνει τους άντρες, προκαλώντας έκρηξη της τεστοστερόνης τους, μια τσιγγάνα, εργάτρια στις καπνοβιομηχανίες της Σεβίλλης και ταυτόχρονα μια παράνομη μπλεγμένη με συμμορίες λαθρεμπόρων, αποπλανεί έναν στρατιώτη της φρουράς τον Δον Χοσέ ο οποίος την έχει συλλάβει για επίθεση με μαχαίρι σε μια συνάδελφό της. Ο Χοσέ θα εγκαταλείψει για χάρη της κάθε σύμβαση της ζωής του, θα ξεχάσει την ευγενική και σεμνή αρραβωνιαστικιά του, θα παραμελήσει την μάνα του, θα παρατήσει την στρατιωτική του καριέρα, θα φτάσει ως το σημείο να συνεργαστεί με τους λαθρεμπόρους. Όταν όμως ο εντυπωσιακός ταυρομάχος εισβάλλει στην πόλη και στην καρδιά της Κάρμεν, εκείνος δεν θα αντέξει την εγκατάλειψη και θα την σκοτώσει με δύο μαχαιριές. Η μοιραία γυναίκα δεν θα διστάσει ούτε μπροστά στην σκοτεινή μοίρα που της αποκαλύπτουν τα χαρτιά ούτε μπροστά στην ζηλότυπη επίθεση του Χοσέ. Οδηγείται στη σφαγή για να παραμείνει ελεύθερη σαν ένα πουλί-έρωτας που δεν μπορεί ποτέ να εξημερωθεί. Η επικινδυνότητα του έρωτα μιας τέτοιας ατίθασης κι αλλοπρόσαλλης ηρωίδας εξεγερμένης απέναντι σε κάθε σύμβαση, υποκινούμενης από την ίδια της την σκοτεινή καταγωγή και φύση, έγκειται στο γεγονός πως δεν υποτάσσεται στους κανόνες που διέπουν τον βίο των φιλήσυχων πολιτών ενώ ταυτόχρονα δεν προσφέρει το παραμικρό αντάλλαγμα για την άνευ όρων παράδοση τους, αφήνοντάς τους έρμαια απέναντι στο σκληρό τίμημα των επιλογών τους. Στην ουσία της η Κάρμεν είναι εκείνη που αποκαλύπτει την διάσταση ανάμεσα στα «πρέπει» και τα «θέλω», εξαναγκάζοντας τόσο τους ερωτικούς της συντρόφους όσο και τον θεατή να έρθει αντιμέτωπος με τη ρήξη σάρκας και λογικής. Γι’ αυτό και είναι μια ηρωίδα που έχει συνταράξει θετικά ή αρνητικά το κοινό παραμένοντας ενεργή μέσα στα χρόνια και προκαλώντας συγκινησιακό παραλήρημα ακόμα και σ’ εκείνους που δεν είναι λάτρεις της
Η ιστορία της όπερας που επρόκειτο να γράψει ιστορία
Το 1869 ο Καμίλ ντυ Λόκλ, διευθυντής του θεάτρου της Opéra Comique του Παρισιού, προσέλαβε μία ομάδα νέων συνθετών σε μία προσπάθεια να αναβιώσει το παραδοσιακό αυτό είδος. Ανάμεσά τους και τον νεωτεριστή συνθέτη Ζορζ Μπιζέ. Θα του παραγγείλει τη σύνθεση μίας νέας όπερας σε τρεις πράξεις, προτείνοντας μάλιστα ως λιμπρετίστες το εξαιρετικά πετυχημένο δίδυμο των Meilhac και Halévy. Η πρόταση του Μπιζέ για μεταφορά στη σκηνή της όπερας, της νουβέλας Κάρμεν του Μεριμέ, αντιμετωπίστηκε μάλλον επιφυλακτικά από τον Ντυ Λοκκλ, ο οποίος θεώρησε το έργο πολύ βίαιο και ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο φόνος της Κάρμεν διαπράττεται επί σκηνής. Τελικά η σύνθεση του έργου ξεκίνησε το 1873, ενώ στο τέλος του χρόνου η ταλαντούχα Galli-Marié επιλέχθηκε για να ερμηνεύσει την εκρηκτική τσιγγάνα. Οι πρόβες που ξεκίνησαν το Σεπτέμβριο του 1875 κράτησαν σχεδόν πέντε μήνες. Ο Μπιζέ συνάντησε μεγάλες δυσκολίες που πήγαζαν τόσο από την αντισυμβατικότητα της μουσικής του γραφής και από τις απαιτήσεις του για ρεαλισμό στην απόδοση των χαρακτήρων και της σκηνικής δράσης, ιδιαίτερα όσον αφορά τα μέλη της χορωδίας που κλήθηκαν για πρώτη φορά στην ιστορία της όπερας να λειτουργήσουν σαν ηθοποιοί.
Η πρεμιέρα της όπερας στο Παρίσι, στις 3 Μαρτίου του 1875 θεωρήθηκε αποτυχημένη. Αρνητική ήταν και η αντίδραση του κοινού αλλά και μιας μερίδας του παρισινού τύπου που καταδίκασαν το προκλητικό λιμπρέτο και χαρακτήρισαν την μουσική του Μπιζέ ως ασαφή και άχρωμη. Δεν τους άρεσε ούτε η ερμηνεία της Galli-Marié, η οποία τους προκάλεσε και τους εκνεύρισε. Το έργο παρέμεινε «επί σκηνής» για σαράντα-πέντε παραστάσεις, ενώ μεσολάβησε ο τραγικός θάνατος του συνθέτη τη βραδιά της τριακοστής-τρίτης παράστασης. Ωστόσο η πορεία της Κάρμεν στις ευρωπαϊκές σκηνές κατά τα επόμενα χρόνια υπήρξε θριαμβευτική. Σημαντικοί συνθέτες, όπως ο Σαιν-Σανς και ο Τσαϊκόφσκι, αναγνώρισαν τη δύναμη και την πρωτοτυπία του έργου, ενώ ο Νίτσε εξέφρασε τη διάσημη άποψη ότι η Κάρμεν αποτελεί ένα αντίδοτο στη νευρωτική όπερα του Βάγκνερ. Για την παραγωγή της Βιέννης του 1875 ο Guiraud μετέγραψε την πρόζα σε ρετσιτατίβο, ακυρώνοντας το χαρακτήρα της opéra comique. Το έργο αποκαταστάθηκε μόλις το 1964 στην έκδοση του Fritz Oeser, όπου όμως περιλαμβάνεται μεγάλο μέρος της μουσικής που ο συνθέτης είχε απορρίψει στην πρώτη έκδοση του 1875 και που σήμερα είναι εξαιρετικά σπάνια.
Ωστόσο είχαν γίνει προσπάθειες ώστε να αμβλυνθεί η αντίδραση του κοινού όπως η τοποθέτηση της δράσης στην Ισπανία κι η προσπάθεια να αξιοποιηθούν τα χαρακτηριστικά της opéra comique, όπως ο διάλογος σε μορφή πρόζας και η τυπική για το είδος στροφική μορφή των τραγουδιών αλλά και οι κωμικοί χαρακτήρες των λαθρεμπόρων. Ο Μπιζέ διατήρησε τις ισορροπίες αντιπαραθέτοντας την απλοϊκή και αγνή Μικαέλα που εκφράζεται μέσα από τις χαρακτηριστικές λυρικές μελωδίες της γαλλικής μουσικής της περιόδου με την εκρηκτική Κάρμεν και το γοητευτικό και διεφθαρμένο Εσκαμίγιο. Κι επιπροσθέτως η ηρωίδα τιμωρείται για την προκλητικότητά της αφού είναι καταδικασμένη να καταστραφεί εξ αιτίας της ατίθασης φύσης της και του πάθους της για την ελευθερία. Ήδη στην πρώτη της εμφάνιση συνοδεύεται από το μοτίβο της μοίρας, που έχει ήδη ακουστεί στην εισαγωγή και υπονοεί την αναπόφευκτη καταστροφή της. Τη στιγμή του θανάτου της το μοτίβο τα μοίρας θα ακουστεί για τελευταία φορά. Η μελωδία της περίφημης Habanera που εκφράζει τις απόψεις της προκλητικής γυναίκας για τη φύση του έρωτα, προέρχεται από ένα τραγούδι του ισπανού συνθέτη Σεμπαστιέν Ιραντιέ το οποίο ο Μπιζέ μεταμόρφωσε μέσα από την ιδιότυπη εναρμόνισή του. Τα λόγια της Κάρμεν είναι ενδεικτικά για τη φύση της και σύμφωνα με μία παράδοση γράφτηκαν από τον ίδιο τον Μπιζέ κατά τη διάρκεια των προβών δίνοντας έτσι καθαρή την εικόνα του χαρακτήρα της αντισυμβατικής ηρωίδας και οριοθετώντας τις δράσεις της μέσα από την ίδια την φύση των πραγμάτων που δεν μπορεί να παραλλαχτεί χωρίς να υποστεί βίαιη μετάλλαξη.
Μια παράσταση στην Αθήνα που θα μπορούσε να αποτελεί πρόταση
Η παράσταση στην αυλή του νεοκλασικού ευτύχησε να αναδειχτεί μέσα σε ένα φυσικό ντεκόρ εξαιρετικής αισθητικής που αναδείχτηκε κι από τους επιβλητικούς και εμπνευσμένους φωτισμούς. Πόρτες, παράθυρα, σιδερένιες στριφογυριστές σκάλες, ένας διάδρομος που οδηγεί στο δρόμο και παραμένει ανοιχτός στις δράσεις των κατοίκων της περιοχής, φθαρμένοι, άβαφτοι τοίχοι, μια βρύση, σκουριασμένες σιδεριές, αδέσποτες γάτες και φθαρμένα ξύλινα παντζούρια συνθέτουν ένα περιβάλλον αποπνικτικό, ερωτικό, εναρμονισμένο με τη φύση του έργου και την βαθύτερη ιδιοσυγκρασία της αρχετυπικής ηρωίδας.
Η διασκευή, μάλλον ανέμπνευστη, δεν εκμεταλλεύεται ιδιαίτερα ούτε το λιμπρέτο ούτε το μυθιστόρημα ώστε να προκαλέσει την ανατροπή και να αναδείξει τους χαρακτήρες σε βάθος. Δεν παραμένει στα κλασσικά πρότυπα, παραποιεί ως ένα βαθμό τους χαρακτήρες αποδυναμώνοντας τους αλλά δεν καταφέρνει να προσδώσει και μια σύγχρονη αίσθηση στο όλο εγχείρημα.
Οι ηθοποιοί θαυμάσια χορογραφημένοι, εκμεταλλεύονται θαυμάσια, κινησιολογικά το χώρο και τις δυνατότητες που προσφέρει αλλά ερμηνευτικά υστερούν. Δεν καταφέρνουν να αναδείξουν τις βαθύτερες πτυχές των χαρακτήρων κι ακολουθούν μια ερμηνευτική τεχνική που αποδυναμώνει τις εντάσεις κι αποσιωπά τα πάθη. Επίσης δεν κατάφεραν να ερμηνεύσουν τα τραγούδια ούτε με θεατρικότητα που θα άμβλυνε τις αδυναμίες τους όσον αφορά τα φωνητικά τους προσόντα αλλά ούτε και μέσα από μια στοιχειώδη τεχνική επάρκεια.
Η ζωντανή μουσική, κιθάρα και ντράμς, θα μπορούσε να συμβάλλει εξ ίσου με το ντεκόρ, δραματουργικά αν η διασκευή δεν ήταν προβληματική κι είχε καταφέρει να μετουσιώσει όντως τις μελωδίες του Μπιζέ σε τζαζ «κραυγές», εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο που στην προκειμένη περίπτωση απέτυχε.
Η Κάρμεν της Ναυπλιώτου διαθέτει παιδικότητα, εφηβική φρεσκάδα και δυναμική ενέργεια αλλά επ’ ουδενί δεν προσεγγίζει τον εκρηκτικό χαρακτήρα της ηρωίδας. Η Κάρμεν αυτή θα μπορούσε ίσως να σπάσει τα παιχνίδια της ή να γοητεύσει τους άμεμπτου ηθικής καθηγητές ενός λυκείου αλλά δεν έχει τη δύναμη να δικαιώσει καταστρεπτικά πάθη και θανατηφόρες συγκρούσεις. Παραμένει γοητευτική, ατίθαση κι ελκυστική μέσα από τα καπρίτσια της χωρίς να γίνεται ποτέ καταλυτική μέσα από την τρομακτική κι αδέσμευτη φύση της.
14.07.2010, Κυριάκη Μαρία «Αν δεν μ’ αγαπάς, σ’ αγαπώ. Κι αν σ’ αγαπώ, φυλάξου», episkinis.gr
Για το link πατήστε εδώ
-
«Κάρμεν» – Σκηνική σύνθεση βασισμένη στην όπερα του Μπιζέ και στη νουβέλα του Μεριμέ σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού
Η «Κάρμεν», γνωστή στους περισσότερους από την Οπερά Κομίκ που έγραψε ο Ζωρζ Μπιζέ το 1873, παρά από την ομώνυμη νουβέλα του Προσπέρ Μεριμέ, ανέβηκε σε μια πειραματική εκδοχή της και σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού σε έναν μαγικό χώρο, την αυλή ενός εγκαταλελειμμένου νεοκλασικού στην οδό Κεραμεικού.
Η μουσική της πασίγνωστης αυτής όπερας που αγαπήθηκε βαθιά από το κοινό λόγω της τραγικής της πλοκής, της ελκυστικής, ανυπότακτης και ερωτικής ηρωίδας της και των εμπνευσμένων μουσικών της μοτίβων, έχει διασκευαστεί στην παράσταση του Λιβαθινού σε τζάζ από τον μουσικό Κώστα Μαγγίνα ενώ οι στίχοι των τραγουδιών που ερμηνεύονται από τους ηθοποιούς ζωντανά, προσαρμόστηκαν στα Ελληνικά από τον ποιητή και μεταφραστή Στρατή Πασχάλη. Επίσης, παίζουν «επί σκηνής» την τζαζ εκδοχή των μελωδιών ο Κώστας Μαγγίνας στην κιθάρα, ο Νίκος Καπηλίδης στα ντραμς και ο Απόστολος Σιδέρης στο ακουστικό μπάσο.
Την μαγική ηρωίδα του Μεριμέ ενσαρκώνει η Μαρία Ναυπλιώτου ενώ τους υπόλοιπους ρόλους μοιράζονται τέσσερις εξ ίσου ταλαντούχοι ηθοποιοί, που διακρίθηκαν στις πρόσφατες επιτυχημένες του παραστάσεις, της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου αλλά και από το «Βασιλιά Λήρ» που ανέβηκε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, οι Μελέτης Ηλίας, Χρήστος Σουγάρης, Ευθύμης Παππάς και Πηνελόπη Μαρκοπούλου.
Η «Κάρμεν» αγαπήθηκε για το ελεύθερο, ανεξάρτητο πνεύμα της, την βαθιά ερωτική φύση της και την τρομακτική αλήθεια της, την οποία ενστερνίζεται ακόμα κι όταν έρχεται αντιμέτωπη με τον θάνατο. Μια τσιγγάνα που τυλίγει πούρα στην βιοτεχνία της πόλης, έχει αναστατώσει τους άντρες και τους χειρίζεται με μοναδική ικανότητα. Ατίθαση, βίαιη κι ηδονική, η νεαρή εργάτρια συγκρούεται με μια συνάδελφό της και τη μαχαιρώνει.
Ο Δον Χοσέ, ένας νεαρός στρατιώτης της φρουράς διατάσσεται να την φυλακίσει αλλά εκείνη τον γοητεύει και καταφέρνει με μια ερωτική υπόσχεση να τον πείσει να την αφήσει ελεύθερη. Για χάρη της θα παρατήσει την Μικαέλα, την αρραβωνιαστικιά του και ευνοούμενη της μητέρας του αλλά και την καριέρα του στο στρατό και θα καταλήξει με τους λαθρέμπορους στα βουνά. Όταν ο Τορεαδόρ εμφανίζεται στην πόλη και βλέπει την Κάρμεν, εκείνη τον ερωτεύεται κι αποφασίζει να εγκαταλείψει τον Χοσέ για χάρη του. Όμως ο ερωτευμένος άντρας της στήνει καρτέρι και τυφλωμένος από τη ζήλεια του, την σκοτώνει.
Μια ιστορία που με τον καιρό έχει εγκατασταθεί στο συλλογικό μας συνειδέναι και έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για σκηνοθέτες και χορογράφους, έρχεται τώρα να εγκατασταθεί στο Μεταξουργείο, έναν «τόπο» μέσα στον τόπο μας, μια περιοχή με μετανάστες, πόρνες, απρόβλεπτη βία, πολυπολιτισμική ατμόσφαιρα και μοναδική αίσθηση παρακμής, η οποία ισορροπεί ανάμεσα στην χαμένη αίγλη και στην δυναμική, άγρια απαίτηση της ζωής να ριζώσει ακόμα και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες.
Παρακολουθήσαμε μια σκηνική και πολύ ελεύθερη διασκευή με αφορμή το μύθο της Κάρμεν, που άντλησε στοιχεία και από το μυθιστόρημα αλλά και από το λιμπρέτο, με κάποιες παραλλαγές που αναδεικνύουν την δράση χωρίς να ευνουχίζουν τους ήρωες.
Ο μαγικός χώρος στον οποίο ανέβηκε αυτή η ιδιόρρυθμη παράσταση, εξαίσια φωτισμένος από τον Αλέκο Αναστασίου, επιβλήθηκε όσον αφορά τα σκηνοθετικά ευρήματα, εμπνέοντας μια θαυμάσια χορογραφημένη κίνηση των ηθοποιών, οι οποίοι έπαιξαν σε όλους τους επιμέρους χώρους και υποβάλλοντας ατμόσφαιρες βαθύτατα συνυφασμένες με την γειτονιά του σήμερα, το ιστορικό μπαγκράουντ και την μαγική αρχιτεκτονική δόμηση του κτηριακού συγκροτήματος.
Οι βρύσες, η τουαλέτα, οι εσωτερικές, μεταλλικές σκάλες, τα φωτισμένα παράθυρα, το δωμάτιο που μισοφαίνεται πίσω από την πόρτα, ο διάδρομος που οδηγεί στο δρόμο στον οποίο περιδιαβαίνουν οι κάτοικοι της περιοχής, μετανάστες κυρίως, διαποτίζοντας με την παρουσία τους τις επί μέρους δράσεις του έργου, οι όγκοι των κτιρίων που παγιδεύουν το αίθριο, η φθορά που κατατρώει τοίχους και κουφώματα, δημιουργούν ένα φυσικό σκηνικό εξαιρετικής αισθητικής, βαθύτατα συγγενές με την ουσία του δράματος και των ενδογενών του προεκτάσεων.
Η Μαρία Ναυπλιώτου ερμηνεύει την Κάρμεν μέσα από μία αισθησιακή παιδικότητα που αναδεικνύει και την αθωότητα της ηρωίδας και την επικίνδυνη αυθορμησία της αλλά και την τρομακτική κι απόλυτη προσήλωσή της στην ελευθερία.
Ο Μελέτης Ηλίας πλάθει ένα Χοσέ ερωτικό, βίαιο και βαθιά ταραγμένο που κινείται με πανικό ανάμεσα στο καθήκον και στο ανεξέλεγκτο πάθος.
Ο Ευθύμης Παππάς θαυμάσιος στο ρόλο του Τορεαντόρ, εμφανίζεται απόμακρος και γοητευτικός, αναδεικνύοντας και την αλαζονεία αλλά και τον ανόθευτο ερωτισμό του ήρωα.
Η Πηνελόπη Μαρκοπούλου ενσαρκώνει μια Μικαέλα σεμνή, δειλή και τρομοκρατημένη με μαεστρία και μέτρο.
Ο Χρήστος Σουγάρης ερμηνεύει με άνεση και τον αυστηρό αξιωματικό που επιβάλλεται μέσα από το αξίωμά του και τον κυνικό, παράνομο λαθρέμπορο που έχει αποδεχτεί τις ιδιαιτερότητες της Κάρμεν και απλά εκμεταλλεύεται τις ικανότητές της για να πετύχει τους στόχους του.
Οι ηθοποιοί τραγουδούν ζωντανά τα τραγούδια της όπερας με θεατρικότητα που αναιρεί τις φωνητικές τους αδυναμίες κι αξιοποιεί την δραματουργική τους δυναμική, ενταγμένη στο ερμηνευτικό πλαίσιο.
Τα διακριτικά σκηνικά που αναδεικνύουν το φυσικό ντεκόρ και τα ευφάνταστα κοστούμια που υποδηλώνουν τις ιδιότητες χωρίς να εικονοποιούν τους ρόλους δημιούργησε η Ελένη Μανωλοπούλου,ενώ τους εμπνευσμένους φωτισμούς που εναρμονίζονται με τον σκηνικό χώρο στο έπακρο υπογράφει ο Αλέκος Αναστασίου.
14.07.2010, Κωνσταντινίδης Νεκτάριος-Γεώργιος «Κάρμεν – Σκηνική σύνθεση βασισμένη στην όπερα του Μπιζέ και στη νουβέλα του Μεριμέ σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού», kritikestheatrikwnparastasewn.blogspot.gr
Για το link πατήστε εδώ
-
Το Μεταξουργείο διεκδίκησε την Κάρμεν
Η παράσταση δεν είχε ξεκινήσει. Οι θεατές, όμως, στον εσωτερικό αύλειο χώρο του μακρόστενου κτηρίου επί της Κεραμεικού 28 με τη νέον επιγραφή «Kuensthalle», προτού αρχίσει η τζαζ μουσικοθεατρική «Κάρμεν» του Στάθη Λιβαθινού, με μια συναρπαστική καλλονή Μαρία Ναυπλιώτου, παρακολουθούσαν μια «άλλη» παράσταση. Με περαστικούς, διερχόμενα οχήματα, γατιά που σουλατσάριζαν κι απορριμματοφόρα που συνέλεγαν θορυβωδώς σκουπίδια. Με άλλα λόγια, τη βραδινή αληθινή ζωή της περιοχής που περιβάλλεται από οίκους ανοχής, κινέζικα μαγαζιά ρουχισμού και σκοτεινά εγκαταλειμμένα κτήρια.
Όμως, και αφού ξεκίνησε η παράσταση, η ζωή με την τέχνη συμπλέκονταν διαρκώς αλληλοσυμπληρούμενες. Ο ερωτόπληκτος Χοσέ – Ηλίας Μελέτης έτρεξε έξω και από έναν άγνωστο περαστικό ζήτησε τσιγάρο. Οι ηθοποιοί της «Κάρμεν» κάθε τόσο ξεχύνονταν στον δρόμο, που ήταν μέρος, αν όχι ο πρωταγωνιστής, της πρωτότυπης δουλειάς. Απ’ τον δρόμο προέρχονταν και το διαρκές μουσικό «χαλί»: τσακωμοί, κορναρίσματα, γαβγίσματα.
Για τους περαστικούς που αντιλαμβάνονταν ότι κάτι έτρεχε, οι θεατές αποτελούσαν κομμάτι της δικής τους παράστασης. Δρόμος και κερκίδες βρίσκονταν άλλωστε αντιμέτωποι. Ανάμεσά τους κινούνταν οι ηθοποιοί. Οι «τζαμπατζήδες» κοντοστέκονταν προκειμένου να ακούσουν τα τζαζ τραγούδια, να δουν τους αιματοβαμμένους τσακωμούς των εραστών (Ηλίας Μελέτης, Ευθύμης Παππάς, Χρήστος Σουγάρης) της Κάρμεν. Ένας τσαμπουκάς τους συνέπεσε με τη βραδινή αστυνομική περιπολία του Κεραμεικού. Τα όργανα της τάξης παρατήρησαν με επιφυλακτικότητα το συμβάν. Είδαν ότι δεν πρόκειται για αληθινό καβγά και αποχώρησαν.Ο Λιβαθινός αξιοποίησε υπόγεια, ισόγειους χώρους, πόρτες, καμπινεδάκια, πεζούλια, ανεμόσκαλες και βρύσες στον ενδιαφέροντα φυσικό χώρο, που αναδείχθηκε στο ιδεωδέστερο σκηνικό. Κι έστησε την τριμελή τζαζ μπάντα στη δεξιά μεριά, για να συνοδεύει ζωντανά στο τραγούδι τους ηθοποιούς του. Η πρότασή του, μια συμπυκνωμένη μεταφορά των ερωτικών παθών της Κάρμεν, κράτησε και ανέδειξε το μεδούλι του έργου, παρ’ ότι μας στέρησε τις σπουδαίες μουσικές του Μπιζέ -η τζαζ εκδοχή του Κώστα Μαγγίνα ωχριούσε μπροστά τους. Ο έρωτας δεν ήταν σχήμα σ’ αυτή την τολμηρή έξοδο του θεάτρου στον δρόμο. Φαινόταν αληθινή πράξη.
Ως τις 15 του μήνα.
07.07.2010, Κλεφτόγιαννη Ιωάννα «Το Μεταξουργείο διεκδίκησε την Κάρμεν», Ελευθεροτυπία
Για το link πατήστε εδώ
-
Σ. Λιβαθινός: «Κάρμεν, μια παράσταση καμωμένη από πάθος και αγάπη»
«Η «Κάρμεν», δεν επιχορηγείται από κανέναν, παρά μόνον από το πάθος και την αγάπη αυτών που την κάνουν. Είναι μια ανεξάρτητη παραγωγή χαμηλού προϋπολογισμού, καμωμένη από πάθος και αγάπη» λέει στο tvxs.gr ο σκηνοθέτης της παράστασης «Κάρμεν», Στάθης Λιβαθινός, η οποία παρουσιάζεται από 1 έως 11 Ιουλίου, στον εναλλακτικό θεατρικό χώρο ΣΥΝΕΡΓΕΙΟ (Κολωνού και Λεωνίδου) στο Μεταξουργείο. Ο κ. Λιβαθινός μίλησε στο tvxs για το έργο του που κάνει πρεμιέρα αύριο.
Πώς θα λέγατε ότι συνδέεται η ηρωίδα του Bizet με τη γειτονιά του Μεταξουργείου και μια αυλή στο πολύπαθο κέντρο της Αθήνας;
Θα έλεγα ότι δεν συνδέεται καθόλου. Το έργο είναι αυτό που τα συνδέει. Η όπερα είναι ένα είδος φτιαγμένο για πολυτελή μέρη, το Μεταξουργείο είναι ποτισμένο στην παρανομία, μπουρδέλα, πόρνες, κλοπές, και όχι μόνο – αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η Κάρμεν έχει κάνει κάθε είδους παρανομία. Το Μεταξουργείο είναι μια πολύ όμορφη περιοχή που είναι έτοιμη να φιλοξενήσει το καλύτερο και το χειρότερο μαζί. Η Κάρμεν είναι μια ηρωίδα που της ταιριάζει πάρα πολύ κάτι τέτοιο, γι’ αυτό προσπαθήσαμε να βρούμε έναν εγκαταλελειμμένο χώρο – μας ενδιαφέρουν οι εναλλακτικοί χώροι γενικότερα.Η εποχή μας πόσο χώρο δίνει, σε καταξιωμένους δημιουργούς όπως εσείς, για πειραματισμό πάνω σε κλασικά έργα της δραματουργίας;
Ο καλύτερος πειραματιστής που ξέρω εγώ είναι ο Shakespeare και ο Αισχύλος, αυτοί είναι οι άνθρωποι που ανανέωσαν τρομερά τη δραματουργία που βρήκαν, άσχετα με το εάν σήμερα θεωρούνται κλασικοί. Το κλασικός ή το μη κλασικός είναι πάντοτε λόγια των επιγόνων, δεν είναι ποτέ των ίδιων. Κανένας καλλιτέχνης δεν θα ήθελε να τον πουν «κλασικό», όλοι θα ήθελαν να τους πουν «πρωτοπόρο», «καινοτόμο», «πειραματιστή», «πρωτοποριακό» ή οτιδήποτε άλλο. Ο Chekov δε, ήταν ο μεγαλύτερος απ’ όλους τους καινοτόμους που μετά ονομάστηκαν κλασικοί. Γι’ αυτό εγώ φοβάμαι λίγο αυτούς τους χαρακτηρισμούς και προσέχω. Γενικά, νομίζω ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να σφραγίζει με την προσωπικότητά του αυτό που κάνει και να είναι ελεύθερος – το τί θα πουν οι άλλοι, αυτό είναι μια άλλη ιστορία…Έχοντας λειτουργήσει τόσα χρόνια με τη πειραματική σκηνή αλλά κι εκτός με έξοχο τρόπο κι ευτυχή καλλιτεχνικά αποτελέσματα, ποιά θα λέγατε ότι είναι τα χαρακτηριστικά που χρειάζεται μια ομάδα καλλιτεχνών- δεδομένης της προσωπικής και ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας κάθε καλλιτέχνη – για να λειτουργήσει;
Η εμπιστοσύνη, η συμμετοχή, και πάνω απ’ όλα το πάθος και η αγάπη γι’ αυτό που κάνουνε. Δεν το έχουμε πάντα αυτό, αλλά προσπαθούμε. Δεν υπάρχει τίποτα το κεκτημένο, για όλα ξεκινάς από την αρχή, πάντα.Η Κάρμεν για πολλούς είναι συνώνυμο του γυναικείου πάθους κι οδηγείται στο θάνατο, αρνούμενη ίσως να προδώσει τον εαυτό της. Πιστεύετε ότι το πάθος είναι επιλογή ή η φύση που μας οδηγεί;
Οι επιλογές είναι το αποτέλεσμα, οι επιλογές είναι η προϋπόθεση. Αυτό που λέμε «πάθος», άλλοι το λένε «ανάγκη», άλλοι το λένε «φύση», «δεύτερη φύση», εξαρτάται πως θα το δει κανείς. Εννοώ, ότι το πάθος δεν είναι επιλογή και, εν πάση περιπτώσει, είναι αυτή η ανάγκη απλών ανθρώπων να ζουν πέρα από την κόκκινη γραμμή. Μας αρέσει – δεν μας αρέσει, υπάρχουν κι αυτοί. Σ’ αυτούς είναι αφιερωμένη αυτή η παράσταση. Η «Κάρμεν», δεν επιχορηγείται από κανέναν, παρά μόνον από το πάθος και την αγάπη αυτών που την κάνουν. Είναι μια ανεξάρτητη παραγωγή χαμηλού προϋπολογισμού, καμωμένη από πάθος και αγάπη.Τέλος, ρωτήσαμε τον κ. Λιβαθινό για την εξίσου πρωτοπόρα απόπειρά του με το εργαστήριο σκηνοθεσίας στην Πειραματική το οποίο όμως διέκοψε κάπως απροσδόκητα τη λειτουργία του – ήταν ωστόσο το πρώτο που έβγαλε Έλληνες σκηνοθέτες που σπούδασαν στην Ελλάδα. «Η σχολή σκηνοθεσίας είναι αυτό το οποίο προέχει αυτή τη στιγμή. Έχω κουραστεί να το λέω, να το γράφω, να το φωνάζω. Που θα πάει, κάποια στιγμή θα εισακουστεί κι αυτό, ελπίζω θα συμβούν εποικοδομητικά για τον τόπο μας και για τους τόσο ταλαντούχους ανθρώπους που διαθέτει» σημειώνει ο πρωτοπόρος σκηνοθέτης.
Παρουσίαση του έργου
Η όπερα σαν μια ιδιαίτερα απαιτητική μορφή τέχνης έχει πάψει πια να απασχολεί αποκλειστικά και μόνο καλλιτέχνες του είδους και να απευθύνεται σε ένα ιδιαίτερο κοινό. Στην πρόκληση της όπερας και στις υψηλές καλλιτεχνικές της απαιτήσεις, τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, έχουν αρχίσει να ενδίδουν και σκηνοθέτες του θεάτρου που θέλουν να ανανεώσουν τα εκφραστικά τους μέσα και να εμπλουτίσουν το καλλιτεχνικό τους λεξιλόγιο. Έτσι, η όπερα γίνεται πλέον ένα πεδίο έρευνας και πειραματισμού για σκηνοθέτες, τραγουδιστές, ηθοποιούς και σκηνογράφους σε μια προσπάθεια να βγει σαν καλλιτεχνικό είδος από τα καθιερωμένα, να πλησιάσει την σύγχρονη πραγματικότητα και να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο -και γιατί όχι- πιο νεανικό κοινό.
Ο Στάθης Λιβαθινός στην πρώτη του επαφή με την όπερα αποπειράται να προσεγγίσει την τραγική ιστορία της Κάρμεν. Μαζί του σε αυτό το εγχείρημα, είναι η Ελένη Μανωλοπούλου στα σκηνικά /κοστούμια, ο Αλέκος Αναστασίου στους φωτισμούς, ο μουσικός Κώστας Μαγγίνας , στη τζαζ μουσική διασκευή και ενορχήστρωση της μουσικής του Μπιζέ, ο ποιητής και μεταφραστής Στρατής Πασχάλης στην προσαρμογή των στίχων των τραγουδιών και την δραματολογική επεξεργασία και έξι ταλαντούχοι ηθοποιοί που διακρίθηκαν στις πρόσφατες επιτυχημένες του παραστάσεις, της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού αλλά και από το Βασιλιά Λήρ που ανέβηκε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (1ο Βραβείο Σκηνοθεσίας Κριτικών Θεάτρου) Πρόκειται για τους Μελέτη Ηλία, Χρήστο Σουγάρη, Ευθύμη Παπά, Πηνελόπη Μαρκοπούλου και Μαρία Σαββίδου. Το ρόλο της Κάρμεν υποδύεται η Μαρία Ναυπλιώτου.
Ο Στάθης Λιβαθινός και η ομάδα του τολμούν για πρώτη φορά να προσεγγίσουν το θέμα Κάρμεν όχι μόνο από την πλευρά του λιμπρέτου της πασίγνωστης όπερας του Μπιζέ αλλά και από την λιγότερο γνωστή εκδοχή της νουβέλας του Μεριμέ, που αποτέλεσε και την πηγή έμπνευσης για τους συγγραφείς του λιμπρέτου.
Η παράσταση που έχει πειραματικό χαρακτήρα και η δραματουργική της επεξεργασία είναι προϊόν συνεργασίας του σκηνοθέτη και των έξι ηθοποιών και θα παρουσιαστεί σε έναν εναλλακτικό υπαίθριο χώρο στην οδό Κεραμεικού, αριθ. 28, στο Μεταξουργείο, σε μία γειτονιά με πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, μία περιοχή καλλιτεχνικά ζωντανή σε πλήρη ανάπτυξη που αναζητά προτάσεις που αντλούν έμπνευση από την ίδια και τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα της. Σε μία αυλή ενός παλιού νεοκλασικού κτιρίου, με την συνοδεία ζωντανής τζαζ μουσικής , θα παρουσιαστεί η ‘Κάρμεν,’ για λίγες μόνο παραστάσεις από την 1η εώς την 11η Ιουλίου. […]
03.07.2010, Χ.Σ., «Σ. Λιβαθινός: Κάρμεν, μια παράσταση καμωμένη από πάθος και αγάπη», tvxs.gr
Για το link πατήστε εδώ
-
Το Μεταξουργείο απέκτησε την Κάρμεν του
Η Μαρία Ναυπλιώτου πρωταγωνιστεί σε μια ελεύθερη τζαζ διασκευή της όπερας του Μπιζέ από τον Στάθη Λιβαθινό. Η παράσταση φιλοξενείται στην αυλή νεοκλασικού στον οδό Κεραμεικού.
«Ας έχουμε στο θέατρο το ένα ποδάρι στη ζωή!», διακηρύσσει ο Στάθης Λιβαθινός. Και από απόψε κάνει τη δήλωσή του πράξη με εμπνευσμένο τρόπο.
Στο σύγχρονο πολυπολιτισμικό «γκέτο» του Μεταξουργείου, ανάμεσα στους οίκους ανοχής, θα εκτυλίσσεται, για δέκα βραδιές, η τζαζ εκδοχή του πάνω στην οπερατική «Κάρμεν», με επικεφαλής στον ομώνυμο ρόλο της φλογερής, ερωτικά άστατης Τσιγγάνας, τη Μαρία Ναυπλιώτου.
Μπορεί να μην είναι εν ενεργεία πορνείο το νεοκλασικό οίκημα με την εσωτερική αυλή και τους ακάλυπτους χώρους του Κεραμεικού 28, όπου πραγματοποιείται η παράσταση. Αλλά «στο Μεταξουργείο όλα είναι δυστυχώς ή ευτυχώς λίγο πορνεία», τονίζει ο Λιβαθινός. «Η διάθεση των ανθρώπων που κυκλοφορούν στην περιοχή δίνει την αίσθηση ότι απ’ τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να συμβεί οτιδήποτε σκοτεινό και παράνομο. Από κλοπή μέχρι φόνο».
Αυτήν ακριβώς την περιρρέουσα ατμόσφαιρα υψηλής επικινδυνότητας και αγοραίου έρωτα, φαίνεται, επιζητούσε και αποφάσισε να μπει στο «στόμα του λύκου» με τους συνεργάτες του για την πρώτη θεατρική του απόπειρα πάνω σε μια δημοφιλέστατη όπερα. «Μου αρέσει να παίζω και να διακινδυνεύω», διαπιστώνει ο σκηνοθέτης. «Και ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης. Ιδίως στην περίπτωση της ‘Κάρμεν’ δεν μ’ ενδιέφερε μια προσέγγιση που να βασίζεται στο κόκκινο βελούδο». Ως εκ τούτου, για την εξεύρεση του ιδανικού «σκηνικού» περιδιάβηκε «στα χαμαιτυπεία και τα εγκαταλελειμμένα σπίτια της περιοχής». Πατώντας το πόδι του στο οικοδομικό συγκρότημα της Κεραμεικού 28, ήξερε ότι «εδώ είμαστε». «Καλύτερο ‘σκηνικό’ δεν θα έβρισκα», παραδέχεται. «Ο χώρος ταιριάζει στον πυρήνα της ιστορίας. Έχει τα πάντα. Μέχρι και καθαρό ουρανό».
Το κοινό θα παρακολουθεί στην αυλή, στα πεζούλια και τα παράθυρα του οικήματος μια νυχτερινή ιστορία που θα ολοκληρώνεται μέσα σε μια ώρα. «Είναι μια νυχτερινή ‘Κάρμεν’ σε ένα χώρο που μάλλον μας βαφτίζει παρά βαφτίζουμε εμείς», τονίζει ο σκηνοθέτης.
Προσωπικό πείραμα
Η «Κάρμεν», μια εκτός θεάτρου «παρανομία» του, όπως λέει, «τώρα που βρεθήκαμε σε κενό χρόνου και δεν μπορώ να κάθομαι», ξεκίνησε περισσότερο «σαν ένα προσωπικό πείραμα», που μάλιστα στην αρχή σκηνοθέτης και ηθοποιοί δεν θέλανε να το δείξουνε σε κοινό. Η νεωτερική στην εποχή της όπερας του Μπιζέ δεν είναι παρά η αφετηρία, ώστε ο Λιβαθινός, που λατρεύει την όπερα, να αποτολμήσει τη δική του διασκευή πάνω στο λιμπρέτο της πασίγνωστης όπερας αλλά και στη λιγότερο γνωστή νουβέλα του Μεριμέ, που αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης για τους συγγραφείς του. «Είναι μια δραματική σπουδή πάνω στην ‘Κάρμεν’, με άριες», λέει «ένα μικτό δραματικό είδος για ένα ελεύθερο μυαλό», που δεν είναι μιούζικαλ, αλλά έχει ζωντανή τζαζ μουσική την οποία ερμηνεύουν οι καλλίφωνοι ηθοποιοί.
Είναι η πρώτη φορά, τονίζει με καμάρι, στην ιστορία της όπερας του Μπιζέ, που μεταφράζονται οι άριες στα ελληνικά (από τον ποιητή Στρατή Πασχάλη). Οι ηθοποιοί τις τραγουδάνε σαν είναι σύγχρονα τζαζ τραγούδια. «Έτσι, μεταξύ πρόζας και τραγουδιού, παρακολουθούμε μια ομάδα ανθρώπων που πεθαίνουν για τον έρωτα – αλληγορικά και κυριολεκτικά. Είναι καλό να πεθαίνεις για τον έρωτα και όχι για την κρίση!», λέει με νόημα ο σκηνοθέτης.
Ο Λιβαθινός συνεργάζεται ξανά με τη μούσα του Μαρία Ναυπλιώτου. Και με τους υπόλοιπους όμως ηθοποιούς της «Κάρμεν», Ηλία Μελέτη, Χρήστο Σουγάρη, Ευθύμη Παπά, Πηνελόπη Μαρκοπούλου και Μαρία Σαββίδου, είτε είχαν δουλέψει μαζί πρόπερσι στον «Βασιλιά Λιρ» είτε είχαν συνεργαστεί παλαιότερα στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. «Είναι μια συνάντηση παλιών συνεργατών μου με νέους, απ’ την οποία προκύπτει μια εξαιρετική καινούργια ομάδα. Μαζί θα συνεχίσουμε στο μέλλον».
Η «Κάρμεν» δεν θα είχε γίνει πραγματικότητα αν δεν υπήρχε η γενναιόδωρη αρωγή της εταιρείας «Πολυπλάνητη» της βοηθού του Λιβαθινού στον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι, Γιολάντας Μαρκοπούλου.
Info: Στη σκηνοθεσία συνεργάστηκε η Μαρία Σαββίδου. Την τζαζ μουσική διασκευή και ενορχήστρωση της μουσικής του Μπιζέ υπογράφει ο μουσικός Κώστας Μαγγίνας, που ερμηνεύει ζωντανά τη μουσική μαζί με τον Νίκο Καπηλίδη και τον Μάξιμο Δράκο. Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου. Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου. Παραστάσεις 1-11 Ιουλίου. Τηλέφωνο κρατήσεων: 6981802544. Ώρα έναρξης: 21:30. Είσοδος: 15 ευρώ.
01.07.2010, Κλεφτόγιαννη Ιωάννα «Το Μεταξουργείο απέκτησε την Κάρμεν του», Ελευθεροτυπία
Για το link πατήστε εδώ
-
Η «Κάρμεν» βγαίνει στον δρόμο
Μια όπερα αλλιώτικη, που συνδυάζει Μπιζέ και Μεριμέ, ανεβάζει σε μια αυλή ο Στάθης Λιβαθινός, με μια πρωταγωνίστρια στον επώνυμο ρόλο τη Μαρία Ναυπλιώτου.
Και τώρα όπερα! Ο Στάθης Λιβαθινός και η ομάδα του τολμούν για πρώτη φορά να προσεγγίσουν το θέμα «Κάρμεν». Αλλά μέσα τόσο από το λιμπρέτο της δημοφιλούς – πασίγνωστης – όπερας (1865) του Ζορζ Μπιζέ όσο και από τη λιγότερο γνωστή νουβέλα (1845) του Προσπέρ Μεριμέ, που αποτέλεσε και την πηγή έμπνευσης για τους συγγραφείς του λιμπρέτου, τον Αρνί Μεϊλάκ και τον Λουντοβίκ Αλεβί. Στον επώνυμο ρόλο, η Μαρία Ναυπλιώτου.
Ένα από τα ιδιαίτερα της παράστασης που έχει πειραματικό χαρακτήρα και η δραματουργική της επεξεργασία αποτελεί προϊόν συνεργασίας του σκηνοθέτη και των έξι ηθοποιών είναι ότι θα παιχτεί για λίγες μόνο βραδιές, με τη συνοδεία ζωντανής μουσικής, σε εναλλακτικό υπαίθριο χώρο: στην εσωτερική αυλή ενός παλιού νεοκλασικού κτιρίου στο Μεταξουργείο.
Ο Στάθη Λιβαθινός στην πρώτη του αυτή επαφή με την όπερα αποπειράται να προσεγγίσει (με τη συνεργασία στη σκηνοθεσία της Μαρίας Σαββίδου) την τραγική ιστορία της Κάρμεν. Μαζί του στο εγχείρημα αυτό, η Ελένη Μανωλοπούλου για τα σκηνικά και τα κοστούμια, ο Αλέκος Αναστασίου για τους φωτισμούς, ο μουσικός Κώστας Μαγγίνας για την τζαζ μουσική διασκευή και την ενορχήστρωση της μουσικής του Μπιζέ, ο ποιητής Στρατής Πασχάλης για την προσαρμογή των στίχων και τη δραματολογική επεξεργασία και πέντε – συν η βοηθός, έξι – ταλαντούχοι ηθοποιοί με τους οποίους έχει συνεργαστεί – με μερικούς συνεργάζεται εδώ και χρόνια. Πρόκειται, εκτός της Μαρίας Ναυπλιώτου και της Μαρίας Σαββίδου, για τους Μελέτη Ηλία (Χοσέ), Χρήστος Σουγάρη (Θουνίγα, Γκαρθία), Ευθύμη Παπά (Τορεαντόρ), Πηνελόπη Μαρκοπούλου (Μικαέλα). Στην παράσταση παίζουν ζωντανά μουσική οι Κώστας Μαγγίνας (κιθάρες), Νίκος Καπηλίδης (ντραμς) και Μάξιμος Δράκος (αρμόνιο). Πως έφτασε στην όπερα ο Στάθης Λιβαθινός; «Η όπερα με συνοδεύει από τα παιδικά μου χρόνια γιατί λατρεύω την κλασική μουσική. Δεν είχε τύχει κανένας να με σκεφτεί και να μου προτείνει να κάνω όπερα. Και αφού υπήρχε η Γιολάντα Μαρκοπούλου (σ.σ.: βοηθός του στον «Ηλίθιο» και δημιουργός της εταιρείας Πολυπλάνητη που έχει δραστηριοποιηθεί από το 2007 με θεατρικές παραγωγές), ένας πολύ κοντινός μου άνθρωπος που μπορούσε να μπει στην τρέλα αυτή και να μας στηρίξει, πήρα την απόφαση να κάνουμε την παραγωγή μόνοι μας.
Στην αρχή σκέφτηκα να κάνω την παράσταση με νέους τραγουδιστές της όπερας που να θέλουνε να παίξουνε κιόλας. Γιατί αυτό που με ενδιέφερε ήταν μια δραματική σπουδή πάνω στο θέμα της ‘Κάρμεν’. Μετά σκέφτηκα πως έχω πολύ κοντινή σχέση με εξαίρετους ηθοποιούς που θα προτιμούσα αυτούς να δω να τραγουδούν παρά τραγουδιστές της όπερας να παίζουν.
Η διάθεσή μου πάντως να συνεργαστώ με ανθρώπους της όπερας είναι πάρα πολύ μεγάλη. Ξέρω πως υπάρχουν πολλά πολύ ταλαντούχα παιδιά που τα περισσότερα δεν έχουν χώρο να εργαστούν και να εκφραστούν. Αλλά προτίμησα τελικά να δοκιμάσουμε πρώτα τον δραματικό καμβά της ‘Κάρμεν’ κρατώντας μερικές βασικές άριες της όπερας που θα τραγουδηθούν θεατρικά όμως. Η παράσταση εξάλλου είναι πάρα πολύ χαμηλού προϋπολογισμού. Από την άλλη το ενδιαφέρον μου κίνησε ο χώρος. Δεν πρέπει εμείς οι καλλιτέχνες να χάνουμε την επαφή με τον δρόμο και τους εναλλακτικούς χώρους. Για να μη χάσουμε τη γεύση και τη μυρουδιά μας. Έχω τη ζωή της Κάρμεν μπροστά μου αφτιασίδωτη και αληθινή. Τα πρόσωπα των Κινέζων και των Πακιστανών που μαζεύονται στην πόρτα στις πρόβες και κοιτάνε ενώ εμείς παίζουμε ζωντανή μουσική είναι από τα πιο ενδιαφέροντα και συγκινητικά πράγματα που έχω ζήσει. Εκεί, λοιπόν, ανάμεσα στις πουτάνες, στα ναρκωτικά και στις κλοπές, ακούγεται και λίγη ‘Κάρμεν’. Όλο αυτό φαντάζεστε πόσο φορτισμένο και αληθινό είναι…».
Πιο κοντά στον Ζενέ
Ρωτώ τον Στάθη Λιβαθινό ποια είναι τα στοιχεία του έργου που θέλησε να προβάλει. «Τη νοσταλγία για απόλυτη ελευθερία. Και την εύθραυστη και καταδικασμένη – με ημερομηνία λήξης – ομορφιά. Που δεν είναι φτιαγμένη για να διατηρηθεί, για να μπει στο ψυγείο, για να πουληθεί, για να γεράσει… Που υπάρχει για να υπάρχει. Θα είναι μια Κάρμεν σύγχρονη, πιο κοντά στον Ζενέ παρά στην ισπανική της προέλευση και στα εξωτερικά στοιχεία. Μια τέτοια Κάρμεν δεν με αφορά. Αποφασίσαμε πως έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον να δούμε την Κάρμεν πώς γυρίζει σήμερα στους δρόμους. Πρόκειται για μια Κάρμεν της μιας νύχτας. Ο χρόνος είναι ποιητικός, σαν να είναι για μια ζωή αλλά και μια νύχτα». Μια ανάλογη μουσική απόπειρα πάνω στην «Κάρμεν» έκανε ο Πίτερ Μπρουκ στο Παρίσι το 1981. Την άκρως λιτή παράστασή τον με τον τίτλο «Η τραγωδία της Κάρμεν», την οποία μετέφερε και στον κινηματογράφο το 1983, είδαμε και στην Αθήνα, τον Ιούνιο του 1987, στο θέατρο που φέρει πια το όνομά του και που δημιουργήθηκε στο νταμάρι της Πετρούπολης για να παρουσιάσει τη «Μαχαμπχαράτα» του το 1985, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων Αθήνα, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης.
29.06.2010, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Η «Κάρμεν» βγαίνει στον δρόμο», Τα Νέα
Για το link πατήστε εδώ
-
Η Κάρμεν, ένα άπιαστο πουλί
Σε ένα παλιό σπίτι η Μαρία Ναυπλιώτου ενσαρκώνει την ανυπότακτη ηρωίδα του Μπιζέ.
Κάρμεν: η επιτομή της ελευθερίας, του αισθησιασμού, της αμαρτίας, της παρανομίας. Η πανέμορφη ανυπότακτη τσιγγάνα ζωντανεύει αλά ελληνικά στο πρόσωπο της Μαρίας Ναυπλιώτου. Στην εσωτερική αυλή ενός εγκαταλειμμένου σπιτιού στην οδό Κεραμικού 28, ανάμεσα σε χαμαιτυπεία, κινέζικα μαγαζιά, μπουρδέλα, η γεννημένη ελεύθερη Κάρμεν θα σαγηνεύσει, θα αποπλανήσει, θα ρισκάρει μέχρι και τη ζωή της. Η Μαρία Ναυπλιώτου από την 1 Ιουλίου, και για δέκα παραστάσεις, παίζει, χορεύει και τραγουδάει την πιο γνωστή όπερα του Μπιζέ…
Σ’ ένα τοπίο, μείγμα παλιάς Αθήνας και… Πεκίνου, διαδραματίζεται το έργο έτσι όπως το οραματίστηκε ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός. Ένα παλιό κτίριο με μπαλκόνια, σιδερένιες σκάλες, ψηλά παράθυρα, υπόγειο, εξωτερική τουαλέτα, συνθέτει το φυσικό σκηνικό της παράστασης. Στον ίδιο χώρο που παλαιότερα λειτούργησε σχολείο, στεγάζονται σήμερα μικρομάγαζα, εργαστήρια, αποθήκες.
Για τον Στάθη Λιβαθινό ήταν μια μοναδική ευκαιρία να παρουσιάσει το έργο σ’ ένα εξωθεατρικό χώρο. «Δεν μας δίνεται συχνά η δυνατότητα να παίζουμε σε τέτοιο ‘σκηνικό’. Ήθελα η Κάρμεν να μη σχετίζεται με την πολυτέλεια μιας αίθουσας για όπερα. Το Μεταξουργείο διαθέτει πολλά ποιητικά τοπία που μπορούν να αξιοποιηθούν με πολλούς τρόπους. Στην προκειμένη περίπτωση τόσο η παραγωγός Γιολάντα Μαρκοπούλου όσο και ο ιδιοκτήτης του χώρου Ιάσων Τσάκωνας ρίσκαραν μαζί μας. Δεν συναγωνιζόμαστε την όπερα. Επιχειρούμε μια φαντασία πάνω σ’ αυτήν με τις βασικές άριες και με σύγχρονη μουσική γραμμένη πάνω σ΄αυτήν του Μπιζέ. Δραματουργικός πυρήνας είναι η αγάπη για την ελευθερία όσο κι αν κοστίζει, ακόμα και σε μια φτωχή, πεζή καθημερινότητα».
Αυτή η ιστορία έρωτα και θανάτου γράφτηκε από τον Προσπέρ Μεριμέ το 1845. Ο συγγραφέας που είχε ταξιδέψει πολύ στην Ιαπωνία ισχυριζόταν ότι οι πρωταγωνιστές είναι πρόσωπα υπαρκτά. Τόνιζε μάλιστα ότι ο Ντον Χοσέ του είχε εξομολογηθεί ότι η διαβολική Κάρμεν ευθυνόταν για τις συμφορές του. Την είχε συναντήσει ενώ ήταν ακόμη στρατιώτης. Για χάρη της λιποτάκτησε κι έγινε λαθρέμπορος, ληστής και τελικά δολοφόνος.
Ο Μπιζέ γοητεύτηκε από την Κάρμεν, που δεν σταματά να παίζει επικίνδυνα παιχνίδια σε μια γραφική Ισπανία περιτριγυρισμένη από ανθρώπους γεμάτους πάθη. Παρ’ ότι οι λιμπρετίστες προσπάθησαν να μαλακώσουν τον βίαιο χαρακτήρα του έργου, ο ρεαλισμός που εισήγαγε ο συνθέτης στα χορωδιακά μέλη απογείωσε προκλητικά την ιστορία. Οι δυο συγγραφείς επινόησαν τη Μικαέλα, πρόσωπο που δεν υπήρχε στη νουβέλα και σε αντίστιξη με ην εκρηκτική Κάρμεν εκπροσωπεί το ρομαντισμό, την αθωότητα, τη φρεσκάδα και την αφέλεια.
Η Κάρμεν είναι αερικό. Εκκεντρική, ασυγκράτητη, άστατη, με έντονη σεξουαλική αυτοπεποίθηση, που κάνει το κέφι της, όπως λέει. Αδίστακτη, μπλεγμένη σε σκοτεινές υποθέσεις, ληστείες μέχρι αναστολές, παραμένοντας όμως πιστή στον αρχιληστή άντρα της Γκαρθία (Χρήστος Σουγάρης). Μέχρι που εισβάλλει στη ζωή της ο Ντον Χοσέ (Μελέτης Ηλίας) διεκδικώντας την υποταγή και την αφοσίωσή της. Όμως εκείνη είναι άπιαστο πουλί. Και το πληρώνει.
Η διασκευή βασίστηκε τόσο στη νουβέλα όσο και στο λιμπρέτο. Η παράσταση δουλεύτηκε από τους ηθοποιούς με μελέτη του υλικού και αυτοσχεδιασμούς που δημιούργησαν σκηνές και διαλόγους. Οδηγήθηκαν σε μια αφαιρετική εκδοχή χωρίς το ισπανικό χρώμα αλλά με δυναμικά παρόν το λούμπεν στοιχείο του Μεταξουργείου…
«Νιώθω όπως στις παλιές γειτονιές»
Τα τραγούδια διασκευάστηκαν από τον Κώστα Μαγγίνα σ’ άλλο μουσικό ύφος – με στοιχεία τζαζ – που ερμηνεύονται από ζωντανή ορχήστρα. Ο Στρατής Πασχάλης, που έχει τη δραματουργική επιμέλεια του κειμένου, έγραψε καινούργιους στίχους στα ελληνικά. Η Ελένη Μανωλοπούλου έχει την ευθύνη των κοστουμιών, ενώ ο ρόλος της Μικαέλα ερμηνεύει η Πηνελόπη Μαρκοπούλου, του Εσκαμίγιο και του Θουνίγα ο Ευθύμης Παππάς.
«Προσπάθησα να ξεπεράσω τη σωματική έκθεση, δεν εννοώ το γυμνό, γιατί δεν υπάρχει», λέει η Μ. Ναυπλιώτου. «Το θέμα είναι η πρόκληση, η λαγνεία της ηρωίδας, η διεκδίκηση του αρσενικού αλλά και της νίκης. Η Κάρμεν είναι όμορφη, ακατέργαστη, σκοτεινή και φωτεινή, ο ίδιος ο πόθος. Αυτή διαλέγει απ’ όσους την κυνηγούν. Πετώντας ένα λουλούδι, λέει ‘Εσύ’. Ό,τι φρικτό κι αν κάνει στη ζωή της δεν προδίδει τον άντρα της και τη φυλή της. Είναι απόλυτη, συνδεμένη με τη φύση, με το ένστικτο. Όμως η ομορφιά, το πάθος δεν παίζονται. Δημιουργούνται μέσα από συσχετισμούς και επικοινωνία με τον παρτενέρ σου. Η γλώσσα είναι βίαιη. Χωρίς υπερβολές, αλλά ακολουθεί τη δύναμη των παθών και των συναισθημάτων. Η Κάρμεν ζει μέσα στη φτώχεια, τη μιζέρια, αλλά η θηλυκότητά της κυριαρχεί. Αρκούν η καπατσοσύνη της, ένα γιασεμί, ένα κραγιόν. Νιώθω όπως στις παλιές γειτονιές όταν έπαιζα με τα ξαδέλφια μου στις αυλές. Βρίσκαμε ένα μικροπράγμα και το κάναμε κάτι πολύτιμο».
27.06.2010, Μαρίνου Έφη «Η Κάρμεν, ένα άπιαστο πουλί», Ελευθεροτυπία
Για το link πατήστε εδώ
-
Η Κάρμεν… χορεύει τζαζ στο Μεταξουργείο
Η Μαρία Ναυπλιώτου ενσαρκώνει την ηρωίδα της όπερας του Μπιζέ σε μία πειραματική παράσταση με ζωντανή μουσική που λαμβάνει χώρα στην αυλή ενός νεοκλασικού κτιρίου, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού
Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί όπερα. Ο σκηνοθέτης στην πρώτη του επαφή με την όπερα αποπειράται να προσεγγίσει την τραγική ιστορία της «Κάρμεν». Μαζί με την ομάδα του τολμούν για πρώτη φορά να προσεγγίσουν το θέμα «Κάρμεν» όχι μόνο από την «πλευρά του λιμπρέτου της πασίγνωστης όπερας του Μπιζέ, αλλά και από τη λιγότερο γνωστή εκδοχή της νουβέλας του Μεριμέ, που αποτέλεσε και την πηγή έμπνευσης για τους συγγραφείς του λιμπρέτου».
Η παράσταση που έχει πειραματικό χαρακτήρα και η δραματουργική της επεξεργασία είναι προϊόν συνεργασίας του σκηνοθέτη και των έξι ηθοποιών και θα παρουσιαστεί σε έναν «εναλλακτικό υπαίθριο χώρο» στην οδό Κεραμεικού, αριθμ. 28, στο Μεταξουργείο, σε μια γειτονιά με «πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, μια περιοχή καλλιτεχνικά ζωντανή σε πλήρη ανάπτυξη που αναζητά προτάσεις που αντλούν έμπνευση από την ίδια και τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα της». Στην αυλή ενός παλιού νεοκλασικού κτιρίου, με τη συνοδεία ζωντανής τζαζ μουσικής, θα ζωντανέψει η «Κάρμεν», για μόνο λίγες παραστάσεις, από την 1η έως τις 11 Ιουλίου, με τη Μαρία Ναυπλιώτου στον κεντρικό ρόλο.
Η όπερα σαν μια ιδιαίτερα απαιτητική μορφή τέχνης έχει πάψει πια να απασχολεί αποκλειστικά και μόνο καλλιτέχνες του είδους και να απευθύνεται σε ένα ιδιαίτερο κοινό.
Πρόκληση
Στην πρόκληση της όπερας και στις υψηλές καλλιτεχνικές της απαιτήσεις, τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, έχουν αρχίσει να ενδίδουν και σκηνοθέτες του θεάτρου που θέλουν να ανανεώσουν τα εκφραστικά τους μέσα και να εμπλουτίσουν το καλλιτεχνικό τους λεξιλόγιο. Έτσι η όπερα γίνεται πλέον ένα πεδίο έρευνας και πειραματισμού για σκηνοθέτες, τραγουδιστές, ηθοποιούς και σκηνογράφους, σε μια προσπάθεια να βγει σαν καλλιτεχνικό είδος από τα καθιερωμένα, να πλησιάσει τη σύγχρονη πραγματικότητα και να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο και -γιατί όχι;- πιο νεανικό κοινό.
Ο ποιητής και μεταφραστής Στρατής Πασχάλης υπογράφει την προσαρμογή των στίχων των τραγουδιών και τη δραματολογική επεξεργασία. Ο Στάθης Λιβαθινός τη σκηνοθεσία (με τη συνεργασία της Μαρίας Σαββίδου) και τη δραματουργική επεξεργασία (μαζί με τους ηθοποιούς). Η Ελένη Μανωλοπούλου φιλοτεχνεί τα σκηνικά και τα κοστούμια.
Ο μουσικός Κώστας Μαγγίνας είναι υπεύθυνος για την τζαζ μουσική διασκευή και ενορχήστρωση της μουσικής του Μπιζέ, ενώ ο Αλέκος Αναστασίου για τους φωτισμούς. Πρωταγωνιστούν: Μαρία Ναυπλιώτου (Κάρμεν), Μελέτης Ηλίας (Χοσέ), Πηνελόπη Μαρκοπούλου (Μικαέλα), Ευθύμης Παπάς (Τορεαντόρ), Χρήστος Σουγάρης (Θουνίγα, Γκαρθία), Μαρία Σαββίδου. Στην παράσταση παίζουν ζωντανά μουσική οι: Κώστας Μαγγίνας (κιθάρες), Νίκος Καπηλίδης (ντραμς), Μάξιμος Δράκος (αρμόνιο).
18.06.2010, Καράλη Αντιγόνη «Η Κάρμεν… χορεύει τζαζ στο Μεταξουργείο», Έθνος