Ο ηλίθιος – Φιόντορ Ντοστογέφσκι

2007

Εθνικό Θέατρο Πειραματική Σκηνή

Από Μηχανής Θέατρο Α’ Σκηνή

Πρώτη παράσταση: 19 Οκτωβρίου 2007

 

Μετά από το Έγκλημα και τιμωρία, όπου η αφήγηση προσαρμόζεται τέλεια στη λογική της σταδιακής κοινοποίησης ενός θανάσιμου μυστικού, στον Ηλίθιο ο Ντοστογιέφσκι μεταπίπτει στο αντίθετο άκρο. Σχεδιάζει τώρα να περιγράψει έναν άνθρωπο που δεν έχει να κρύψει τίποτα, που είναι διάφανος και ανεξίκακος μέχρι ηλιθιότητος. […] Ο Μίσκιν δεν είναι μασκοφόρος ούτε κρυψίβουλος. Κατά συνέπεια όλα τα «σκέφτηκε», «ένιωσε», «πέρασε από το νου του» (που χώριζαν επίζηλα το έξω του βιβλίου από το μέσα του ήρωα) τώρα πέφτουν σε δεύτερη και τρίτη μοίρα. […] Τουλάχιστον στο πρώτο μέρος του Ηλίθιου η διαφορά είναι εντυπωσιακή. Ξεριζώνει τον αφηγητή από την καρδιά των ηρώων και τους αφήνει να μιλούν όπως στη σκηνή. […]

Ο Ντοστογιέφσκι κάτω από το πεζό σχήμα της καθημερινής συζήτησης έχει καταφέρει να αναπτύξει μια ολόκληρη τέχνη καταγγελίας της κοινοτοπίας. Τα πρόσωπά του δεν μιλούν ποτέ καθημερινά. Ακόμα και στην πιο απλή φράση («έχετε ακόμα παιδικό γέλιο μέσα σας») έχουμε ένα ζώπυρο εκτός πάσης πεζότητας. Συνήθως οι άνθρωποι μιλούν για να μασκαρευτούν, στον Ηλίθιο έχουμε ένα θίασο προσώπων που η αλήθεια τους έχει μπει στα λόγια τους.

Κι όπως ακριβώς στο θέατρο, όπου πάντα υπάρχουν κάποια επεξηγηματικά σημειώματα σαν σχόλια εκτός σκηνικής δράσης, ο αφηγητής βρίσκει την ευκαιρία να παραθέσει κάποιες παλιές ιστορίες που συνδέουν χαλαρά το παρόν των προσώπων με το παρελθόν τους. […]

«Το κύριο μέλημα», έγραφε ο Ντοστογιέφσκι στα Σημειωματάρια, «είναι ο χαρακτήρας του ηλίθιου. Πρέπει να τον αναπτύξω. Αυτή είναι η ιδέα του μυθιστορήματος. Πώς αντανακλά τη Ρωσία; Να γιατί αρκεί να δείξω σιγά-σιγά τον πρίγκιπα εν δράσει». «Αλλά», συμπληρώνει, «εκεί μου χρειάζεται μια ίντριγκα, για να καταστήσω τον πρίγκιπα πιο συμπαθή, πρέπει να εφεύρω ένα πεδίο δράσης» […]

Κωστής Παπαγιώργης, Ντοστογιέφσκι, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1990. Από το πρόγραμμα της παράστασης.

 

Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου
Διασκευή – Δραματουργική επεξεργασία: Σάββας Κυριακίδης, με τη συνεργασία των ηθοποιών και του σκηνοθέτη της παράστασης.
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά – κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής
Χορογραφία – Κίνηση: Σεσίλ Μικρούτσικου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Γιολάντα Μαρκοπούλου

Διανομή με αλφαβητική σειρά:

Αϊδίνη Αλεξάνδρα: Αλεξάνδρα Ιβάνοβνα Επαντσίν
Ανδρέου Βασίλης: Λέων Νικολάγεβιτς Μίσκιν
Γιωρκάτζης Πέτρος: Αθανάσιος Ιβάνοβιτς Τόσκιν | Ιβάν Πετρόβιτς Πτίτσιν
Γράψας Στάθης: Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς Ίβολγκιν | Συνταγματάρχης
Ήμελλος Δημήτρης: Παρφιόν Σεμιόνοβιτς Ραγκόζιν
Ιακωβίδης Στέλιος: Υπηρέτης
Καρδώνης Νίκος: Λουκιάν Τιμοφέγεβιτς Λέμπεντεβ
Κίτσου Μαρία: Ντάρια Αλεξέγεβνα | Βέρα Λέμπεντεβνα | Γριά Μπελοκόνσκαγια
Κούρτη Δέσποινα: Αγλαΐα Ιβάνοβνα Επαντσίν
Μοθωναίος Δημήτρης: Φερντίσενκο
Ναυπλιώτου Μαρία: Ναστάσια Φιλίποβνα
Παπανικολάου Δημήτρης: Αρνταλιόν Αλεξάντροβιτς Ίβολγκιν | Ευγένιος Παύλοβιτς Ραντόμσκι
Ρουσσινού Ελένη: Νίνα Αλεξάντροβνα Ίβολγκιν
Σαββίδου Μαρία: Λιζαβέτα Προκόφιεβνα Επαντσίν
Σωπύλης Στράτος: Ιβάν Φιοντόροβιτς Επαντσίν
Τάσιου Γιούλη: Αδελαΐδα Ιβάνοβνα Επαντσίν
Τσεμπερλίδης Γιάννης: Κέλερ
Τσινάρη Σοφία: Βαρβάρα Αρνταλιόνοβνα Ίβολγκιν

  • Ετήσιος απολογισμός

    […] Η παράσταση του «Ηλίθιου» του Ντοστογιέφσκι στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, με σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις καλύτερες του είδους. Οι Έλληνες ερμηνευτές μπορεί να μην κατανοούν απόλυτα την πνευματικότητα των ηρώων, όμως το μεσογειακό τους πάθος διευκολύνει την κάθαρση που επιδιώκει ο δημιουργός. Η Μαρία Ναυπλιώτη σαν Ναστάζια Φιλίποβνα, υπήρξε από τις πιο λαμπερές σκηνικές παρουσίες της χρονιάς. Ο Βασίλης Ανδρέου σαν Λέων Νικολάγιεβιτς Μίσκιν (Ηλίθιος) κατάφερε να μην παραπατήσει στο τεντωμένο σκοινί ενός ρόλου που επιδέχεται πολλές ερμηνείες. […]

    20.01.2008, Βερέμης Θάνος «Ετήσιος απολογισμός», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Κριτική

    Ο Ντοστογιέφσκι, κυρίαρχη μορφή του μεγάλου μυθιστορήματος του 19ου αιώνα, έμελλε να αποδειχτεί απροσδόκητα και αδιάλειπτα θεατρικός κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα. Αφού όχι μόνο τα δαιδαλώδη και αβυσσαλέα μυθιστορήματά του αλλά και νουβέλες ή διηγήματα του μεταφέρονται συνεχώς στη σκηνή από τις αρχές κιόλας του 20ου αιώνα, όταν το 1908 ο Νεμίροβιτς – Ντάτσικο, συνεργάτης του Στανισλάβσκι στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, ανέβασε το «Έγκλημα και τιμωρία», ως το φετινό ελληνικό καλοκαίρι, όπου η Μάγια Λυμπεροπούλου ανέβασε τους «Δαιμονισμένους» στο Φεστιβάλ Αθηνών.

    Συχνή, συχνότατη είναι η παρουσία του Ντοστογιέφσκι και στην ελληνική σκηνή, ιδιαίτερα δε εντατική τελευταία, αφού ο έντονα ντοστογιεφσκικός θεατρικός χειμώνας που πέρασε έκανε «γέφυρα» στο καλοκαίρι με τον «Μεγάλο Ιεροεξεταστή» (από τους «Αδελφούς Καραμάζοφ») που έφερε ο Πίτερ Μπρουκ στην Αθήνα, συνεχίστηκε με τους «Δαιμονισμένους» της Λυμπεροπούλου και ακολουθείται από έναν εξίσου φορτισμένο χειμώνα με την «Ήμερη» που θα ανεβάσει ο Λευτέρης Βογιατζής στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων και την επανάληψη του «Ηλίθιου» στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού.

    Η τελευταία αυτή η παράσταση, κύκνειο άσμα όπως είναι γνωστό της σπουδαίας «περιόδου Λιβαθινού» στην Πειραματική, αφού δεν στάθηκε δυνατό να βρεθεί φόρμουλα συνεργασίας του με το νέο διευθυντή του Εθνικού Γιάννη Χουβαρδά, ανέβηκε προς το τέλος της περασμένης θεατρικής περιόδου, αποτέλεσε μια από τις καλύτερες παραστάσεις της χρονιάς και, όπως ήταν επόμενο, συνεχίζεται και στην νέα περίοδο, ως τις αρχές του 2008.

    Το εξαιρετικά ενδιαφέρον με την παράσταση αυτή, και το στοιχείο που τη διαφοροποιεί όχι μόνο από άλλες, ελληνικές και ξένες, παραστάσεις του ίδιου έργου αλλά και γενικότερα από το ανέβασμα έργων του Ντοστογιέφσκι στη σκηνή, είναι το γεγονός ότι δεν είχαμε εδώ και μια (ακόμα) θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος, αλλά το ίδιο το μυθιστόρημα επί σκηνής. Και μάλιστα σχεδόν ατόφιο (στην μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου, με ορισμένες περικοπές βέβαια και με αλλαγές στη σειρά διαφόρων «σκηνών»), πράγμα που επέβαλε και την παρουσίαση του έργου σε δύο παραστάσεις, Α΄ και Β΄ μέρος, συνολικής διάρκειας περίπου 5 ωρών, οι οποίες παίζονται, είτε ξεχωριστά η καθεμιά είτε μαζί ορισμένες μέρες της εβδομάδας. Κατά, τα άλλα, το αφηγηματικό στοιχείο είχε αν όχι ισότιμη, πάντως έντονη παρουσία στη σκηνή δίπλα στα (συνεχή και πάμπολλα) διαλογικά μέρη του μυθιστορήματος, τα οποία άλλωστε και συνιστούν τον πυρήνα της πολυεπίπεδης «θεατρικότητας» του Ντοστογιέφσκι.

    Το ζήτημα, και το στοίχημα για τον Λιβαθινό, ήταν πώς η αφήγηση θα αποδοθεί θεατρικώ τρόπω πάνω στη σκηνή, αφ’ ενός, και πώς, αφ’ ετέρου, θα συνυφανθεί με το διάλογο, χωρίς ούτε τη λογοτεχνική της καταγωγή της να αποκρύψει ούτε όμως να και να αποτελέσει τροχοπέδη στη δραματική ροή. Η φιλοδοξία, αντίθετα, ήταν να αναδειχθεί ει δυνατόν και η αφήγηση σε κινητήριο στοιχείο της σκηνικής δράσης.

    Παρόμοιο εγχείρημα είχε αποτολμήσει και παλαιότερα ο Λιβαθινός, μαζί με την ίδια περίπου ομάδα ηθοποιών, όταν είχε ανεβάσει στη σκηνή διηγήματα του Παπαδιαμάντη στον «Τεχνοχώρο», πριν ακόμα αναλάβει την Πειραματική, στην ωραία εκείνη παράσταση που είχε τον τίτλο «Η νοσταλγός». Το εγχείρημα εκείνο, υπό το φως του τωρινού με τον «Ηλίθιο», ήταν σαφώς διερευνητικό. Γιατί ναι μεν «η αφήγηση και πώς ανεβαίνει στη σκηνή» ήταν κι εκείνο το ζητούμενο, άλλο όμως να έχεις να κάνεις με πολλά και μικρότερης έκτασης κείμενα (διηγήματα), και άλλο με ένα κείμενο, και μάλιστα ποταμό. Το σίγουρο είναι ότι στον «Ηλίθιο», σαφώς αξιοποιήθηκαν όλες οι κατακτήσεις της ομάδας στη «Νοσταλγό», ενώ η δουλειά προχώρησε και πολύ παραπέρα. Σε πλάτος και βάθος. Εξελίχθηκε. Με έξοχα αποτελέσματα, αφού ούτε στιγμή στην πολύωρη παράσταση (για να εκλάβουμε ως ενιαίο σύνολο, όπως και είναι άλλωστε) δεν αισθάνεται ο θεατής ότι παρακολουθεί κάτι σαν «θεατρικό αναλόγιο» όπου οι ηθοποιοί του διαβάζουν ή έστω «παίζουν» ένα μυθιστόρημα. Κι αυτό, παρ’ όλο που συχνά η ίδια η παράσταση σου θυμίζει εμφαντικά ότι βγαίνει από βιβλίο: το ανοίγει κάποιο πρόσωπο της δράσης και «διαβάζει» από μέσα μερικές σειρές – ανάσα κι αντίστιξη στην καταιγιστική δράση που προηγήθηκε και που θα ακολουθήσει. Και συχνά, βεβαίως, αναγκαία γέφυρα.

    Δεν είναι ένας ο τρόπος που βρήκε η σκηνοθεσία και η πολυμελής ομάδα των ηθοποιών για την απόδοση των αφηγηματικών μερών. Είναι θαυμαστά πολλοί και τόσο σκηνικά επιτυχείς, που σχεδόν δεν θυμάται ο θεατής – με την έννοια ότι δεν έχει επισημάνει ως ξένο σώμα στο θεατρικό λόγο. Δεν υπάρχει σημαντικότερη απόδειξη της ευτυχούς σύζευξης αφήγησης και διαλογικών μερών. Εδώ, βέβαια, έχει παίξει ρόλο και η δραματουργική επεξεργασία του κειμένου – από τον Σάββα Κυριακίδη αλλά και από τους ηθοποιούς και τον σκηνοθέτη κατά την πολύμηνη διάρκεια των δοκιμών. Όπου, καταφανώς, η αφήγηση αντιμετωπίστηκε ως ενεργός υποκριτική ύλη, και μάλιστα ιδιαίτερα προκλητική, και όχι ως ανενεργός σκηνικά λόγος, κάτι που έπρεπε απλώς να ειπωθεί για να πάει η δράση παραπέρα. Έτσι, σκέψεις, σχολιασμοί, αντιδράσεις, αφανείς εσωτερικοί κραδασμοί – οτιδήποτε της αφήγησης μεταστοιχειώνεται στη σκηνή σε δραματικό υλικό με αβίαστο και αφοπλιστικό στην απλότητά του τρόπο.

    Μέσα σε ένα πανέξυπνα λιτό όσο και επιβλητικό σκηνικό (Ελένη Μανωλοπούλου), «εποχής» όσο και «σύγχρονο», το οποίο μπορούσε ανά πάσα στιγμή να μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο ή να φιλοξενήσει σε κάποια γωνιά του μια εντελώς αλλιώτικη εικόνα, η σκηνοθεσία ακολούθησε την ποικιλία υφών που χαρακτηρίζει το ντοστογιεφσκικό κείμενο. Δράμα, φάρσα, ιλαροτραγωδία, θρίλερ, γκροτέσκο, κομεντί, τραγωδία, ρεαλιστικό ή ψυχολογικό θέατρο – και τι δεν μετέρχεται ο συνεχώς μεταβαλλόμενος, και αβυσσαλέος, κόσμος του μεγάλου δημιουργού. Μέγα επίτευγμα της παράστασης ότι προήλθε ανάλογα ύφη χωρίς ούτε την ενότητά της να απωλέσει ούτε το ρυθμό ούτε την ατμόσφαιρά της. Γιατί είχε εξαρχής σχεδόν εγκαταστήσει μια δική της ατμόσφαιρα, πρόσφορη να υποδεχτεί και να υπηρετήσει την ποικιλία των οιωνεί «αυτοσχεδιασμών» του συγγραφέα. Και η οποία αποσκοράκιζε και την υπόνοια καν μιας διαδοχής εικόνων από κλασικά εικονογραφημένα.

    Ο βασικός ήρωας του έργου, ο «ηλίθιος», είναι ένα πρόσωπο που αντιτάσσει μια σπάνια, δυσεύρετη, τότε (1868) όσο και σήμερα (αν όχι ανέκαθεν), καλοσύνη, αθωότητα και πραότητα απέναντι τόσο στα θεωρούμενα ως ανθρώπινα χαρίσματα της ευφυΐας, της επιτηδειότητας, της καπατσοσύνης, της ευστροφίας, όσο και απέναντι στην κακότητα, τα πάθη, ερωτικά και άλλα, ή ακόμη και στα κακοποιά ένστικτα. Μέσα από αυτόν τον τόσο αμφιλεγόμενο ήρωα, του οποίου οι αντιδράσεις σου προκαλούν όχι μόνο απορία και δέος αλλά και απόγνωση ή και θυμό ορισμένες φορές, ο Ντοστογιέφσκι ψαύει τα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής και τα αδιόρατα νήματα συμπεριφορών και στάσεων ζωής. Κοινωνικά ζητήματα, χριστιανικές παράμετροι, πολιτικό υπόβαθρο, ακόμα και μεταφυσική διάσταση υποφώσκουν και έχουν δια μακρών απασχολήσει τους μελετητές του ντοστογιεφσκικού έργου, και του «Ηλίθιου» ειδικότερα.

    Προσωπικά, μου φαίνεται αδύνατο πλέον να ανακαλέσω στην μνήμη μου τον «ηλίθιο» ήρωα του Ντοστογιέφσκι χωρίς να έχει τη μορφή του ηθοποιού που τον υποδύθηκε στην παράσταση της Πειραματικής: του Βασίλη Ανδρέου. Καλός ηθοποιός, έχει ερμηνεύσει καλά και άλλους μεγάλους και μικρούς ρόλους, αλλά αυτή η ερμηνεία, αυτή η εμβρόντητη όχι μόνο εξωτερικά, μερικές φορές, αλλά εσώτατα και δια παντός – έχει γραφτεί ανεξίτηλα στη μνήμη. Έξοχη ερμηνεία, ίσως η κορυφαία της (περασμένης τουλάχιστον) θεατρικής περιόδου.

    Αλλά δεν ήταν και η μόνη ερμηνεία επιπέδου στην παράσταση αυτή. Ο Δημήτρης Ήμελλος έφερε συγκλονιστικά το καυτό αίμα και την παγερή σκοτεινιά του Ραγκόζιν. Η Μαρία Ναυπλιώτου όλη τη γοητεία και την αυτοκαταστροφική σύγχυση μιας έκπαγλης αλλά και ανήκεστα πειραγμένης ύπαρξης. Η Δέσποινα Κούρτη απέδωσε την Αγλαΐα Ιβάνοβνα τον εσωτερικό βρασμό μιας σοβαρά σκεπτόμενης μεν αλλά αμφίθυμης κι ακαταστάλακτης νεαρής γυναίκας, ο Νίκος Καρδώνης την αποτρόπαια ανθρώπινη χθαμαλότητα του Λέμπεντεβ, ο Στάθης Γράψας, ο Δημήτρης Παπανικολάου, η Μαρία Σαββίδου (οι τρεις του ιδίως) αλλά και όλοι οι άλλοι άξιοι ηθοποιοί της παράστασης ζωντάνεψαν συναρπαστικά επί σκηνής τα πρόσωπα αυτής της μυστήριας γκριμάτσας ντοστογιεφσκικού κλαυσίγελου.

    01.01.2008, Αγγελικόπουλος Βασίλης «Κριτική», www.hridanos.gr

  • Αφιέρωμα: Στάθης Λιβαθινός

    […] Είναι ο σκηνοθέτης που συνέδεσε το όνομά του με το Εργαστήρι Σκηνοθεσίας και Υποκριτικής, μέσα από το οποίο προέκυψαν μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου των τελευταίων χρόνων. Η επιτυχία τους έδειξε ότι στο πλαίσιο του μεγαλύτερου θεάτρου της χώρας είναι καλό να υπάρχει ένας πυρήνας που ν’ ασχολείται μ’ ένα θέατρο που δεν ακολουθεί απαραιτήτως τις τελευταίες τάσεις, αλλά ψάχνει για τις ποιότητες που θέλουν χρόνο, αφοσίωση, πίστη και προσωπική κατάθεση για να καρποφορήσουν. Στην κατεύθυνση αυτή, η εξάωρη σκηνική μετα-γραφή του Ηλίθιου του Ντοστογιέφσκι υπήρξε η καλύτερη παράσταση της χρονιάς που πέρασε, μία σκηνοθετική και ερμηνευτική πρόταση σπάνιας συνέπειας, σημείο αναφοράς για το δημιουργικό τρόπο θεατρικής ερμηνείας ενός λογοτεχνικού κειμένου-ποταμού. Αν μιλάμε για επίδραση ουσίας, μόνο παραστάσεις σαν τον Ηλίθιο του Λιβαθινού μπορούν να προσφέρουν. […]

    20.12.2007, Καλτάκη Ματίνα «Αφιέρωμα: Στάθης Λιβαθινός», www.lifo.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Το τέταρτο κουδούνι

    Μια απ΄ τις καλύτερες παραστάσεις των τελευταίων χρόνων- μια παράσταση σπουδαία που θα «γράψει» στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου: ο ντοστογιεφσκικός «Ηλίθιος» του Στάθη Λιβαθινού και των παιδιών της «Πειραματικής Σκηνής»- εξαιρετικές οι περισσότερες ερμηνείες (στη βασική φωτογραφία, Βασίλης Ανδρέου, Νίκος Καρδώνης, Δημήτρης Ήμελλος). Κρίμα που δε μένει στο ρεπερτόριο του Εθνικού – πολύ λίγο θα παιχτεί, δεν πρέπει τέτοιες παραστάσεις να τις τρώει το σκοτάδι. Αν δεν την είδατε, διαπράξατε σφάλμα.

    Μέγα. Διότι έχει «ξεπουλήσει» μέχρι την προγραμματισμένη λήξη της- 6 Ιανουαρίου. […]

    19.12.2007, Σαρηγιάννης Δ.Κ. Γιώργος «Το τέταρτο κουδούνι», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο «ηλίθιος» από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού

    Πόσα «θεατρικά στοιχεία» μπορεί να βρει ένας σκηνοθέτης στο σώμα ενός κλασικού λογοτεχνικού έργου του όγκου και του επιπέδου του «Ηλίθιου», προκειμένου αφενός μεν να στηριχθεί η σκηνική οικονομία και αναγκαία δράση, αφετέρου δε να μη χαθεί η φιλοσοφική ανάπτυξη και να μη προδοθεί η σκέψη του συγγραφέα; Η χριστιανική αντίληψη για τον άνθρωπο είναι αντίθετη απ αυτήν της αρχαίας τραγωδίας. Εκεί η ύβρις (π.χ. ο φόνος) είναι αυτή που διαταράσσει την κοσμική ισορροπία, μετά, όμως, από την τιμωρία (Άττις) ακολουθεί η κάθαρση και η επανάκτησή της.

    Αντίθετα, στον Ντοστογιέφσκι, η ίδια η ανθρώπινη ζωή είναι αμαρτία και ο φόνος δίνει μια κάποια λύση για να παρέμβει το θείο.

    Με αυτά παλεύει ο συγγραφέας και καταλαβαίνει κανείς τον άθλο να μεταφερθούν στη σκηνή και μάλιστα να επιβεβαιώσουν τη μαγεία της. Αυτό το στοίχημα κέρδισε ο Στάθης Λιβαθινός, βαθύς γνώστης του ρώσικου θεάτρου και της λογοτεχνίας, αλλά και οι υπόλοιποι συντελεστές (η ποίηση της παρουσίας της Μαρίας Ναυπλιώτου καθώς ενσάρκωνε την καλλονή που λατρεύεται και αναθεματίζεται την ίδια στιγμή, καθήλωνε τους θεατές). Επί έξι ώρες παρακολουθήσαμε τα ανθρώπινα πάθη να παίρνουν σκηνική υπόσταση σε μία παράσταση που λειτουργούσε σαν ένα νυχτερινό ταξίδι με τρένο, ένα εσωτερικό ταξίδι ψυχής.

    18.12.2007, Μοσχοχωρίτου Όλγα «Ο Ηλίθιος από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού», Ημερησία

  • Ο Ηλίθιος από το Εθνικό Θέατρο

    Κάποτε, πριν χρόνια, ένας φίλος μου είπε ότι μαθαίνει ρώσικα, για να διαβάσει κάποια στιγμή στη ζωής του, το «Έγκλημα και Τιμωρία» στο πρωτότυπο. Τότε, μου φάνηκε κάπως υπερβολικό.

    Την Κυριακή το απόγευμα, στην παράσταση «ο Ηλίθιος», την ώρα που ο Πρίγκιπας Λέων Νικολάγιεβιτς Μύσκιν σπάραζε μπροστά στην υψηλή κοινωνία κι έπεφτε λιπόθυμος με κρίση επιληψίας στη σκηνή του θεάτρου, ναι, εκείνη τη στιγμή ήθελα να άκουγα την κραυγή του, έτσι όπως ακριβώς ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι την έδωσε.

    Ο Ντοστογιέφσκι, που επιληπτικός κι αυτός, γράφει σε φίλο του Μάρτιο του 1868.

    «… Δεν άρχισα ακόμη το 3ο μέρος του μυθιστορήματος, που έχω δώσει το λόγο της τιμής μου, να παραδώσω την 1η Απριλίου στη σύνταξη. Χθες τη νύχτα άλλαξε ριζικά όλο το σχέδιο του 3ου και 4ου μέρους. Στο μεταξύ τα νεύρα μου τα νιώθω πολύ πιο άσχημα, οι κρίσεις πιο συχνές και πιο ισχυρές – μ’ ένα λόγο, να η κατάστασή μου!»

    Η παράσταση αυτή του «ηλίθιου» αποτελεί από τα πιο δυνατά έργα που έχω δει.

    Ισχυροί χαρακτήρες οι περισσότεροι, από τον Μύσκιν και τον Ρογκόζιν, τον Λέμπεντεφ και τον Γκάνια, μέχρι τις δύο γυναίκες που κυριαρχούν, την Αγλαΐα Ιβάνοβα Επαντσίνα και τη Ναστάζια Φιλίποβνα, ίσως την πιο δυναμική γυναικεία φιγούρα σε έργο του Ντοστογιέφσκι.

    Πάθος, καλοσύνη, ανεξέλεγκτος έρωτας, δυνατοί και αδύνατοι, ισχυροί και πένητες, υπερήφανοι, άνθρωποι που ζουν με το παρελθόν, και στη μέση η ηλίθια τρέλα του Μύσκιν.

    Να προσπαθεί να ισορροπήσει τα επικίνδυνα, να σώσει ή να γκρεμίσει…

    Το τέλος του έργου δίνει και την αναμενόμενη λύση.

    Τη δολοφονία της Ναστάζια από τον Ρογκόζιν, και τη συχώρεση του από τον ηλίθιο πρίγκιπα!

    «Όταν αργότερα άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο κόσμος, βρήκανε το δολοφόνο σε πλήρη αμνησία και πυρετό.

    Ο πρίγκιπας καθόταν δίπλα του ασάλευτος στο στρωσίδι και κάθε φορά που ο άρρωστος έβαζε τις φωνές και παραληρούσε, βιαζόταν να του αγγίξει απαλά τα μαλλιά και τα μάγουλα με το τρεμάμενο χέρι του, σαν να ‘θελε να τον χαϊδέψει και να τον ησυχάσει».

    Οι τελευταίες φράσεις του έργου του Ντοστογιέφσκι μας δείχνουν και τα δικά του πιστεύω.

    «Φτάνουν πια οι παραφορές, καιρός να βάλουμε μυαλό.

    Κι όλα αυτά, όλο αυτό το εξωτερικό, κι όλη αυτή η Ευρώπη σας, όλα αυτά είναι φαντασία και τίποτε άλλο, κι όλοι εμείς, στο εξωτερικό, είμαστε μια φαντασία…
    Θυμηθείτε τα λόγια μου…»

    Η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού τα έδωσε όλα.

    Και οι επτά συνεχείς ώρες που πέρασα στο θέατρο, άξιζαν και με το παραπάνω. […]

    10.12.2007, Χ. Ναταλία «Ο Ηλίθιος από το Εθνικό Θέατρο», avopolis.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

     

     

  • Εξαιρετικά έργα στο Εθνικό Θέατρο – «Ο Ηλίθιος»

    Σπουδαίο επίτευγμα όλων των δημιουργικών και ερμηνευτικών συντελεστών της αποτελεί η παράσταση του ντοστογιεφσκικού «Ηλίθιου» στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, που επαναλαμβάνεται φέτος (δυστυχώς όχι για πολύ ακόμα, ενώ θα έπρεπε). Η υπογράφουσα τολμά αυτήν την κρίση, θυμούμενη αρκετές παραστάσεις με τολστοϊκά και ντοστογιεφσκικά μυθιστορήματα (μεταξύ των οποίων και τέσσερις παραστάσεις του «Ηλίθιου») που είδε από διακεκριμένους ρώσικους, πολωνικούς, βουλγάρικους, ουγγρικούς θιάσους. Το επίτευγμα της ελληνικής παράστασης οφείλεται πρωτίστως στις εξαιρετικές σπουδές του Στ. Λιβαθινού στη Ρώσικη Ακαδημία Θεάτρου, επόμενα και στη γνώση του για τις παραδόσεις του ρωσικού θεάτρου και της ρωσικής λογοτεχνίας, αλλά και του ανήσυχου αισθητικά, τελειοθηρικά εργατικού ταλέντου του. Ο Λιβαθινός ευφυώς, αντί μιας «κλασικής» διαλογικής μορφής δραματοποίησης του μυθιστορήματος, ανέθεσε στον Σάββα Κυριακίδη (βάσει της αξεπέραστης μετάφρασης του Άρη Αλεξάνδρου), τη διασκευή, διασκευή εξαιρετικό κράμα αφήγησης, ανάγνωσης χαρακτηριστικών σύντομων αποσπασμάτων του πρωτοτύπου και διαλογικών μερών για τις κορυφαίες – χαρακτηρολογικές, ψυχογραφικές και συγκρουσιακές- στιγμές των προσώπων και της δραματικής κατάληξής τους. Η σύλληψη μιας τέτοιας διασκευής σεβάστηκε όλη την πλοκή του μυθιστορήματος. Ανέδειξε την έντονη «θεατρικότητα» του ντοστογιεφσκικού μυθιστορήματος και τους αλλεπάλληλους, κορυφούμενους κύκλους της πολυπρόσωπης, πολυφωνικά δραματικής, μυθιστορηματικής πλοκής που λειτουργεί σε τρία επίπεδα: στο προσκήνιο, στο παρασκήνιο και στη σκηνή, στην οποία συντελούνται οι μεγάλες συγκρούσεις και η κορύφωση του δράματος. Πρόβαλε τους σχολιασμούς του συγγραφέα για το χαρακτήρα, τις συμπεριφορές, την ιδιοσυγκρασία, τα πάθη των προσώπων που έπλασε και την καταλυτική επίδραση της κοινωνίας στη δραματική «μοίρα» τους. Πρωτίστως, καθόρισε την αισθητικο – ιδεολογικά τριπλή σκηνοθετική «ανάγνωση». Τριπλή, γιατί Διττή, αφ’ ενός με την «αποστασιοποίηση» των ηθοποιών στα αφηγηματικά μέρη και αφ’ ετέρου με την απόλυτα ρεαλιστική ενσάρκωση της αλήθειας, του ψυχισμού και του δράματος του προσώπου που υποδύονται. Κατόρθωμα συμπυκνωτικής αναπαράστασης των πολλαπλών χωρο-χρόνων του μυθιστορήματος αποτελεί το ευρηματικότατο σκηνικό και τα όμορφα δια-χρονικά κοστούμια (Ελένη Μανωλοπούλου). Εξαιρετικοί συντελεστές της υπέροχης αυτής παράστασης είναι η κινησιολογία (Σεσίλ Μικρούτσικου), οι φωτισμοί (Αλέκος Αθανασίου), η μουσική (Θόδωρος Αμπατζής). Ένθερμο έπαινο δικαιούται η πειθαρχημένη, ολόψυχη, ευγενούς άμιλλας, ερμηνευτική κατάθεση όλων των ηθοποιών (αρκετοί μάλιστα σε διάφορους μικρούς ρόλους), με μέγιστη και κυρίαρχη τη γεμάτη απλότητα αλήθεια, ανθρώπινη θερμότητα, βαθύτατα συγκινητική, διόλου μελοδραματική, ερμηνεία του Βασίλη Ανδρέου (Ηλίθιος). […]

    21.11.2007, Θυμέλη «Εξαιρετικά έργα στο Εθνικό Θέατρο – Ο ηλίθιος», Ριζοσπάστης

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο ηλίθιος

    Συγγραφέας: Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
    Σκηνοθέτης: Στάθης Λιβαθινός
    Πού: Εθνικό Θέατρο-Πειραματική Σκηνή- Από Μηχανής Θέατρο (Ακαδήμου 13) τηλ. 2105231131
    Πότε: Παίζεται σε δύο μέρη από Τρίτη ως Κυριακή. Μέχρι 6 Ιανουαρίου.

    Υπόθεση:

    Ο πρίγκιπας Μίσκιν επιστρέφει στην Πετρούπολη από την Ελβετία όπου βρισκόταν για θεραπεία. Πάσχει από επιληψία -νόσος ιερά κατά τον Ιπποκράτη- οι συνέπειες της οποίας του έχουν στερήσει κάποιες βασικές νοητικές λειτουργίες και έτσι δείχνει αλλοπαρμένος και ηλίθιος. Στο τρένο της επιστροφής γνωρίζεται με τον Ραγκόζιν, ένα σκοτεινό, άσωτο και ατομιστή άνθρωπο που γοητεύεται από την αγνότητα του Μίσκιν. Η μοιραία συνάντηση των δύο ανδρών που αποτελούν ίσως τις όψεις ενός νομίσματος, θα έχει και μοιραία κατάληξη αφού οι δυο τους θα βρεθούν αντίζηλοι για την καρδιά μιας διεφθαρμένης καλλονής, της Ναστάζια Φιλίποβνα.

    Το κλασικό μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι αφηγείται την ιστορία ενός αγνού ανθρώπου που αγγίζει τα όρια της αγιότητας και δε γίνεται ποτέ γραφικός γιατί ο ίδιος πάσχει και ταπεινώνεται. Με την αφέλεια και την ειλικρίνεια του προκαλεί τους ανθρώπους με τους οποίους έρχεται σε επαφή και τους αφυπνίζει.

    Η παράσταση:

    Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός έφερε σε πέρας με την παράσταση αυτή ένα πραγματικό άθλο. Διασκεύασε με το Σάββα Κυριακίδη το έργο του Ντοστογιέφσκι δημιουργώντας δύο τρίωρα θεατρικά έργα που αποδίδουν το ύφος του συγγραφέα, αναδεικνύουν τους χαρακτήρες και αποφεύγουν την αφήγηση και τη μονοτονία. Η παράσταση είχε εξαιρετική ατμόσφαιρα, σταθερό ρυθμό στο μεγαλύτερο μέρος της και ιδιαίτερα κάποιες σκηνές όπως η βραδιά στο σπίτι της Ναστάζια Φιλίποβνα και το φινάλε του πρώτου μέρους, πραγματικά καθηλωτικές. Σημαντική συμβολή στο εντυπωσιακό αποτέλεσμα έχουν οι εξαιρετικοί φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, τα λειτουργικά, καλόγουστα όσο και ευφάνταστα σκηνικά και κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου και οι εύστοχες μουσικές πινελιές του Θοδωρή Αμπαζή.

    Οι ηθοποιοί:

    Είναι γνωστό πως το σημαντικότερο πλεονέκτημα της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού, όπως έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια, αποτελούν οι ηθοποιοί της. Πρόκειται για μια εξαιρετικά δουλεμένη ομάδα νέων ανθρώπων με πολλές δυνατότητες, ευρεία γκάμα και δυναμική παρουσία.

    Ο Δ. Ήμελλος (Ραγκόζιν) δίνει μια στιβαρή, γνήσια ερμηνεία και πλάθει ένα χαρακτήρα με αδρές γραμμές και αυθεντικές εξάρσεις. Ο Ν. Καρδώνης (Λέμπεντεβ) είναι από τους ηθοποιούς που ξεχωρίζουν και σ’ ένα μικρό ρόλο αφού καταφέρνει να εμπλουτίζει το χαρακτήρα με όλα εκείνα τα στοιχεία που τον κάνουν διαυγή ακόμα και στις σιωπές. Η Μαρία Ναυπλιώτου (Ναστάζια Φιλίποβνα) είναι μια πραγματική έκπληξη εφόσον κατορθώνει να υπερβεί την πρώτη εντύπωση που προκαλεί η λαμπερή της εμφάνιση -αντάξια του ρόλου- και να κυριαρχήσει στη σκηνή με όλα της τα μέσα. Πρόκειται για την καλύτερη της εμφάνιση στο θέατρο, μια παρουσία εμβληματική.

    Ο Β. Ανδρέου (Μίσκιν) είναι όμως ο απόλυτος πρωταγωνιστής του έργου, όχι μόνο γιατί σηκώνει στους ώμους του ένα ρόλο που θα μπορούσε να γίνει καρικατούρα αλλά γιατί πραγματοποιεί μια ερμηνεία καθηλωτική. Ο Μίσκιν του Β. Ανδρέου είναι ο πρίγκιπας που πάσχει, που ερωτεύεται, που υποφέρει, που μαθαίνει. Είναι ο γαλήνιος ήρωας που αντιμάχεται το κακό, που δεν το αναγνωρίζει, που σηκώνει τις αμαρτίες των άλλων και χάνεται στην αρρώστια του.

    Από τους υπόλοιπους ηθοποιούς θα ξεχωρίζαμε τον Δ. Παπανικολάου (Ιβόλγκιν-Ραντόμσκι) για την λεπτομερειακή και ενδελεχή ερμηνεία του, τη Μ. Σαββίδου (Επαντσίν) για την αυθεντική παρουσία της και τη Δ. Κούρτη (Αγλαΐα) για τον αυθορμητισμό και τη φρεσκάδα της.

    Πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι το σύνολο των ηθοποιών που συμμετέχουν εντάσσονται αρμονικά στο σύνολο και συμβάλλουν αποφασιστικά στο παραστασιακό αποτέλεσμα χωρίς παραφωνίες ή άστοχους θεατρινισμούς. Είναι πραγματικά κρίμα το γεγονός ότι η Πειραματική Σκηνή όπως τη διαμόρφωσε τα τελευταία χρόνια ο Στάθης Λιβαθινός έπαψε πια να υπάρχει. Ελπίζουμε οι άξιοι ηθοποιοί της ομάδας αυτής να μπορέσουν να δημιουργήσουν στον ίδιο ή σε άλλους χώρους αντάξιες παραστάσεις αυτού του τόσου εντυπωσιακού ξεκινήματος.

    Συμπέρασμα:

    1 λόγος για να τη δείς: ίσως η καλύτερη παράσταση της περσινής χρονιάς.

    12.11.2007, artuad «Ο ηλίθιος», theatrofil.blogspot.com

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Υποβολείο

    Πέντε από τα Θεατρικά Βραβεία του «Αθηνοράματος» κέρδισε ο «Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι όπως εκπληκτικά τον ανέβασε η Πειραματική του Εθνικού – αναδείχτηκε η «Καλύτερη παράσταση της χρονιάς». Δικαιότατα. Σκηνοθεσία (Στάθης Λιβαθινός), σκηνικά, κοστούμια (Ελένη Μανωλοπούλου) και φωτισμοί (Αλέκος Αναστασίου) τα άλλα βραβευμένα του. Και όμως: Αδικία. Αγνοήθηκε η σπουδαία ερμηνεία του Βασίλη Ανδρέου στον βασικό ρόλο. Η καλύτερη της χρονιάς, νομίζω, μέσα στις κορυφαίες, κατά γενική ομολογία. Αλλά δεν ήταν ούτε καν μέσα στους υποψήφιους!

    Αρτ-ιν-όραμα, που έλεγε και το τηλεσόου της «τελετής». Και το άλλο ανήκουστο: Αυτή η αριστουργηματική παράσταση, για την προετοιμασία της οποίας ο Νίκος Κούρκουλος είχε γενναιόδωρα παράσχει οκτάμηνη πρόβα στον θίασο, θα παιχτεί μόνο τέσσερις μήνες συνολικά!

    6 Ιανουαρίου κατεβαίνει. Αλλά τέτοιες παραστάσεις, που τιμούν οποιοδήποτε εθνικό θέατρο, δεν προκύπτουν κάθε τόσο. Δεν το σκεφτόσαστε καλύτερα εκεί στο Εθνικό; Ουρές κάνει ο κόσμος…

    11.11.2007, Αγγελικόπουλος Βασίλης «Υποβολείο», Καθημερινή

  • Θεατρικά Βραβεία Κοινού 2007 – Οι μεγάλοι νικητές

    […]
    Ο Ηλίθιος

    «Αγνοήστε την πολύωρη διάρκεια κι επιτρέψτε στον εαυτό σας αυτή την παράσταση-εμπειρία» σας προτρέπαμε και φαίνεται πως συμφωνήσατε μαζί μας (1ο βραβείο καλύτερης παράστασης ). Οι λάτρεις του καλού θεάτρου δεν πτοήθηκαν από την εξάωρη διάρκεια της μεταφοράς του εμβληματικού μυθιστορήματος του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι από τον Στάθη Λιβαθινό (2ο βραβείο σκηνοθεσίας ) και το θίασο της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου κι επιβράβευσαν ακόμη την Ελένη Μανωλοπούλου (1ο βραβείο σκηνογραφίας και 3ο βραβείο ενδυματολογίας ) για το Russian folklore chic σκηνικό της καθώς και τον Αλέκο Αναστασίου (2ο βραβείο φωτισμών ). […]

    08.11.2007, Χ.Σ «Θεατρικά Βραβεία Κοινού 2007 – Οι μεγάλοι νικητές», Αθηνόραμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Θέατρο/ Δυνατή παράσταση με άρωμα λογοτεχνίας

    Μια εξάωρη παράσταση σε δύο μέρη που «διαβάζει» με στιλπνή θεατρικότητα τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι. Ένας 19μελής θίασος που υπηρετεί σαν ένα σώμα την ιδιάζουσα αφηγηματική ηθική του συγγραφέα, τις (τόσο μελετημένες) μεταβάσεις από το κείμενο στη θεατρική πράξη, που κατορθώνει να ταξιδέψει τον θεατή στον δαιδαλώδη κόσμο μιας απελπισμένης ψυχής και ενός ταραγμένου μυαλού. Ο αλλοπαρμένος πρίγκιπας Μίσκιν (η απόλυτη μορφή ταπεινοφροσύνης, ένας διά Χριστόν σαλός), που αναστατώνει και προκαλεί θύελλα στον περίγυρο, η καλλονή Ναστάσια Φιλίποβνα, διεφθαρμένη, γεμάτη ζωή, τόλμη και αξίες, που τρελαίνει και εξοργίζει, ο Ραγκόζιν, ο έμπλεος πάθους εραστής που θα διαπράξει τον φόνο. Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός ανασυνθέτει σκηνικά το κείμενο με γνώση, ευφυΐα και φαντασία. Το μεταφέρει στον χρόνο (με τα εξαιρετικά κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου), προσδίδοντας νεωτερικότητα, νεύρο, ρυθμό. Χωρίς να στερεί την παράσταση από την ελαφράδα του θεατρικού παιχνιδιού, βρίσκει λύσεις που δεν απομακρύνονται μεν από το ύφος του συγγραφέα αλλά δεν υποδουλώνονται και σε αυτό.

    Αξίζει να δείτε τον «Ηλίθιο» στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου (σε δύο μέρη και σε διαφορετικές μέρες ή στην ενιαία εκδοχή της Κυριακής που αρχίζει στις 3 το μεσημέρι) για να απολαύσετε ένα μεγάλο μυθιστόρημα (είναι βέβαιο ότι μετά θα θελήσετε να το διαβάσετε ή να επιστρέψετε σε αυτό) και μια παράσταση που μυρίζει λογοτεχνία αλλά έχει δυνατή γεύση θεάτρου.

    03.11.2007, Κατσουνάκη Μαρία «Θέατρο/Δυνατή παράσταση με άρωμα λογοτεχνίας», Καθημερινή

  • Ο σαλός ως καταλύτης

    Έχω επανειλημμένα αναφερθεί στις θεωρητικές και μόνο αμφιβολίες μου, κατά πόσο ένα μυθιστόρημα μπορεί να γίνει θεατρικό έργο. Συχνά, πρακτικά έχω επικροτήσει μεταποιήσεις του επικού και του μυθιστορηματικού χρόνου σε σκηνικό χρόνο. Κυρίως τα κλασικά μυθιστορήματα που ουσιαστικά έχουν στην εποχή μας (εδώ και τέσσερις αιώνες) αντικαταστήσει το έπος, δηλαδή η γνωστή ρεαλιστική, κυρίως αφηγηματική, τέχνη είναι ως υλικό συμβατή με ένα σκηνικό σχέδιο αφήγησης.

    Εκτός από το ζήτημα, το μέγα ζήτημα, του χρόνου, το μυθιστόρημα και το θέατρο διαφέρουν και ως προς τη ματιά του συγγραφέα. Στο μυθιστόρημα είτε είναι τριτοπρόσωπη η αφήγηση, δηλαδή αφηγείται τα γεγονότα της μυθοπλασίας μια περσόνα του συγγραφέα, ως ενός παντογνώστη παρατηρητή, είτε είναι ένα από τα πρόσωπα της μυθοπλασίας που αφηγούνται τα γεγονότα, το πράγμα παίρνει πάντα το ήθος και το ύφος και την ιδεολογία του καταγραφέα. Στο θέατρο ο συγγραφέας μένει απέξω. Τα πρόσωπα είναι αυτόνομα, αυτοκαθορίζονται και ετεροκαθορίζονται από τη δράση. Εκεί παρατηρητής είναι ο θεατής και, αν δεχτούμε τις θεωρίες της πρόσληψης τις πρόσφατες, ο θεατής προσλαμβάνει τη δράση, τα κίνητρα και τις πράξεις των προσώπων ανάλογα με τις δυνατότητες κατανόησης των δρωμένων, τις ιδέες του, την ηθική του και τις προκαταλήψεις του. Πολλές μεταφορές μυθιστορημάτων στο θέατρο έχουν πετύχει και πολλαπλάσιες έχουν αποτύχει παταγωδώς. Άρα η πειθώ είναι μόνο κριτήριο επιτυχίας. Ο Ντοστογιέφσκι, ανεξάρτητα από το δαιμόνιο που τον κυριαρχεί και τον καθιστά μια από τις πλέον φλεγόμενες συνειδήσεις της ευρωπαϊκής πνευματικής ιστορίας, ως οικοδόμος μυθιστορηματικής αφήγησης ανήκει στον κλασικό ρεαλιστικό κανόνα της εποχής και της άτυπης συντεχνίας του.

    Νομίζω πως είναι από τους πλέον πρόσφορους και συχνά με επιτυχία αφηγητές με σκηνική αποτελεσματικότητα. Ο Βεάκης, ο ίδιος, είχε διασκευάσει για τη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου τους «Ταπεινούς και καταφρονεμένους» που πρωταγωνίστησε με σκηνοθέτη τον Ροντήρη. Ο Πρεβελάκης έχει γράψει μια έξοχη κωμωδία ηθών διασκευάζοντας το «Χωριό Στεπαντσίκοβο» για το Εθνικό Θέατρο επίσης, με σκηνοθέτη τον Σ. Καραντινό.

    Ο Σκουλούδης διασκεύασε τον «Ηλίθιο» που του χάρισε δύο μεγάλες ερμηνευτικές προτάσεις. Μία μετά τον πόλεμο με Μίσκιν τον Κωτσόπουλο και Ναστάσια Φιλίπποβνα την Αλέκα Κατσέλη, στο Εθνικό πάλι, με σκηνοθέτη τον Κατσέλη και μία στη δεκαετία του ΄50 με τον Κατράκη, την Ελένη Χατζηαργύρη και Ραγόζιν τον Καρούσο με σκηνοθέτη τον Μουζενίδη.

    Ο Χρήστος Τσάγκας διασκεύασε και έπαιξε το «Υπόγειο», ο Γιάννης Βούρος πρόσφατα «Το Έγκλημα και τιμωρία» και φέτος το καλοκαίρι η Μάγια Λυμπεροπούλου σκηνοθέτησε τους «Δαιμονισμένους».

    Δεν αναφέρομαι στις διασκευές ξένων συγγραφέων που μεταφράστηκαν και παίχτηκαν στην Ελλάδα. Ξέχωρα όμως θα αναφέρω από τις ελληνικές διασκευές την έξοχη δουλειά που έκανε ο Τάσος Λιγνάδης με τον «Έφηβο» που σκηνοθέτησε ο Κώστας Μπάκας στο Εθνικό. Όπως βλέπετε, το Εθνικό εδώ και ογδόντα χρόνια σχεδόν μονοπωλεί τις Ντοστογιεφσκικές διασκευές.

    Εμείς οι παλιότεροι απολαύσαμε το σύνολο των κειμένων του Ντοστογιέφσκι στις Εκδόσεις Γκοβόστη με μεταφραστή τον αξέχαστο Άρη Αλεξάνδρου. Αυτή τη μετάφραση επέλεξε να διασκευάσει ο Σάββας Κυριακίδης, θεατρολόγος και δραματολόγος του Εθνικού Θεάτρου, σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη και τις ανάγκες των ηθοποιών, του αριστουργήματος του Ρώσου κολοσσού «Ο ηλίθιος». Μια πρόσφατη παράσταση του ίδιου μυθιστορήματος μαζί με τη διασκευή του προσπαθώ να ξεχάσω γιατί αγαπώ ιδιαιτέρως τη Ρούλα Πατεράκη που παγιδεύτηκε. Η παράσταση του Στάθη Λιβαθινού, μια εξάωρη άνετη, χωρίς κενά, χωρίς πληκτικές στιγμές, χωρίς ανάγκη αναγωγής στο μυθιστόρημα, είναι μια από τις πλέον σημαντικές διασκευές, σκηνικές προσαρμογές έργου του Ντοστογιέφσκι που εγώ τουλάχιστον γνωρίζω να έχουν προταθεί στην Ευρώπη και στο θέατρο και στο σινεμά και στην τηλεόραση. Σκοπός μου σ΄ αυτό το σημείωμα δεν είναι να αναλύσω το μεγάλο κείμενο του Ντοστογιέφσκι. Έχω και άλλοτε επ’ ευκαιρία αναφερθεί κυρίως στον ουσιαστικό πυρήνα αυτού του αριστουργήματος που είναι «οι διά Χριστόν σαλοί», μοναδική κατηγορία αγίων της ορθοδοξίας. Άλλωστε απ΄ ότι γνωρίζω στο ρωσικό κείμενο υπάρχουν δύο διαφορετικοί χαρακτηρισμοί για τον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος. Οι αγαθοί και με ορθόδοξο ήθος τον αποκαλούν γιουροντίβιι, δηλαδή σαλό, και οι ορθολογιστές, οι αλλοτριωμένοι αστοί, οι μολυσμένοι με τις ευρωπαϊκές θεωρητικές μόδες τον αποκαλούν ίντιοτ, δηλαδή ηλίθιο.

    Το ότι αυτόν τον χαρακτηρισμό επέλεξε ο Ντοστογιέφσκι για να τιτλοφορήσει το μυθιστόρημά του θα πρέπει να το δούμε σε έκφραση αιχμηρής ειρωνείας, δεδομένου πως αυτόν τον χαρακτηρισμό εξαιτίας της αρρώστιας του Μίσκιν (της επιληψίας) χρησιμοποιεί ο Ελβετός γιατρός. Θυμίζω πως η ρωσική αλλά και οι ευρωπαϊκές λέξεις ίντιοτ, ιντιότ κ.τ.λ. κατάγονται από την ελληνική λέξη «ιδιώτης» που είναι το αντίθετο του «πολίτης». Ιδιώτης για τον Θουκυδίδη στον Περίκλειο Επιτάφιο είναι εκείνος που δεν μετέχει στα κοινά και ως εκ τούτου δεν είναι μόνο «απράγμων» αλλά «αχρείος», που σημαίνει βέβαια άχρηστος για την πόλη και κοιτάχτε πώς εξελίχτηκε ως σημασία σήμερα. Ο Ντοστογιέφσκι χρησιμοποιεί τον σαλό Μίσκιν ως καταλύτη, σαν τη μύγα μέσα στο γάλα, σαν τον σκορπιό στη μυρμηγκοφωλιά, σαν την οχιά στη φωλιά με τα αυγά του αετού. Όχι άγνωστο το μοτίβο στο ρωσικό θέατρο κυρίως. Ο Τσάτσκι στη «Συμφορά από την εξυπνάδα» του Γριμπογιέντοφ, ο Ταρέλκιν του Σούχοβο-Καμπίλιν, ο Χλεστακόφ στον «Επιθεωρητή» του Γκόγκολ, ο Μπελάγεφ στο «Ένας μήνας στην εξοχή» του Τουργκένιεφ και ο Γκλουμόφ του Οστρόφσκι (όλα τα έργα αυτά έχουν παιχτεί στην ελληνική Σκηνή!!) είναι πρόσωπα ανισόρροπα, διεστραμμένα, απατεώνες, στρεψίδικα, ιδιότυπα, που εισβάλλοντας σε έναν αυστηρά δομημένο μεγαλοαστικό χώρο τον διαλύουν, τον αποσυνθέτουν και γελοιοποιούν. Ο Στάθης Λιβαθινός με χαρισματικούς συνεργάτες την Ελένη Μανωλοπούλου στην Όψιν και τον Θοδωρή Αμπαζή στο Μέλος, τη Σεσίλ Μικρούτσικου στην Όρχησιν και τον Αλέκο Αναστασίου στον φωτισμό απέδειξε πως αυτή τη στιγμή είναι ο σημαντικότερος και φοβάμαι μοναδικός Δάσκαλος ηθοποιών στον τόπο μας. Κάτι ανάλογο με τον Κουν της δεκαετίας του ΄50-΄60. Η ομάδα που καθοδήγησε, δίδαξε και αξιοποίησε τα τελευταία χρόνια στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου είναι το σημαντικότερο φυτώριο νέων, ταλαντούχων και κυρίως ταμένων ηθοποιών.

    Υποκριτική δικαιοσύνη

    Κανονικά δεν θα έπρεπε να κάνω διακρίσεις σ’ αυτή την έξοχη παράσταση συνόλου, όπου δεν υπάρχει ούτε καν μέτρια υπόκριση. Από τα πρώτα βιολιά έως το μικρό μέρος που παίζει το όμποε του θιάσου (η νεοεμφανιζόμενη Γιούλη Τάσιου) κυριαρχεί μια σπάνια υφολογική ισορροπία και υποκριτική δικαιοσύνη. Όμως πέρα από τους ήδη κυρίαρχους ηθοποιούς της ομάδας από παλιότερες επιτεύξεις της, τον Δημήτρη Ήμελλο, τη Δέσποινα Κούρτη, τη Μαρία Σαββίδου, τον Δημήτρη Παπανικολάου και τον Νίκο Καρδώνη, λάμπουν ως αυτόφωτα ταλέντα η Αϊδίνη, ο Γεωρκάτζης, ο Ιακωβίδης, η Κίτσου, ο Μοθωναίος, ο Δ. Μυλωνάς, η Ελένη Ρουσσινού, ο Στράτος Σωπύλης, ο Τσεμπερλίδης, η Τσινάρη. Η Μαρία Ναυπλιώτου κατόρθωσε να σφηνωθεί στη μνήμη μου ισάξια δίπλα στην Κατσέλη και στη Χατζηαργύρη. Αυτό που η ορθοδοξία του Ντοστογιέφσκι θα ονόμαζε ομορφιά του Διαβόλου και σύνδρομο της Μαγδαληνής το πέτυχε. Ο Βασίλης Ανδρέου (Μίσκιν) είναι η μεγάλη αποκάλυψη της χρονιάς. Αυτό που πέτυχε δεν περιγράφεται, απολαμβάνεται ως αριστοτελική οικεία του θεάτρου Ηδονή.

    29.10.2007, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Ο σαλός ως καταλύτης», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο Βασίλης Ανδρέου υποδύεται τον Μίσκιν στη θεατρική μεταφορά του έργου του Ντοστογέφσκι «Ο ηλίθιος» στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου – «Αγάπησα έναν… ηλίθιο»

    «Μα, είσαι ηλίθιος!»… Έξι ώρες επί σκηνής και ο Βασίλης Ανδρέου ακούει αυτόν τον χαρακτηρισμό, χωρίς να αντιδρά – ίσως μάλιστα να τον αποδέχεται κιόλας. Ο 36χρονος ηθοποιός υποδύεται, για δεύτερη χρονιά, τον Μίσκιν, ή καλύτερα τον ομώνυμο ήρωα του μυθιστορήματος του Ντοστογέφσκι σε ένα ρεσιτάλ ερμηνείας, στη θεατρική μεταφορά του από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού.
    «Αν δεν είχα διαβάσει τον “Ηλίθιο”, μαθητής ακόμη στη σχολή, θα ήταν αλλιώς – δεν θα τον ήξερα. Να όμως που ο Κώστας Καζάκος από το πρώτο έτος μας είχε πει: “Για να γίνετε ηθοποιοί διαβάστε τον “Ηλίθιο” και τους “Δαιμονισμένους” – και τον ευγνωμονώ γι’ αυτό» λέει σήμερα, καθώς ο ήρωας μοιάζει πλέον να κατοικεί μέσα του: «Νομίζω ότι στον Μίσκιν έβαλα το 100% της προσπάθειάς μου για την ίδια τη ζωή. Έκανα γι’ αυτόν ό,τι θα έκανα και για μένα. Έβαλα όλη μου τη φόρα, όλα τα στοιχεία του Βασίλη, όλη μου την ενέργεια. Συνάντησα έναν άνθρωπο και θέλησα να τον γνωρίσω… Από εκείνον έμαθα να έχω υπομονή, εγκαρτέρηση. Όταν πιάνω τον εαυτό μου ανυπόμονο, αγχώδη, ψυχαναγκαστικό, λέω: “Θυμήσου τον – είναι χαρισματικός”…».

    Χαρισματικός και ηλίθιος. Τι θα πει ηλίθιος; «Κοίτα: η ζωή είναι ένα ρυάκι. Όποιος ξεχωρίζει, όποιος ανοίγει δρόμο στο ρυάκι και πάει μπροστά, τον λέμε έξυπνο. Ο Μίσκιν όμως θα παίξει με τα βότσαλα, θα καθυστερήσει, δεν θα ουρήσει στο ρυάκι, δεν θα πετάξει κάτι, θα βοηθήσει κάποιον να περάσει… Κι ενώ ο στόχος είναι να φθάσουμε έξω από το ρυάκι, γιατί έρχεται τσουνάμι, εκείνος θα γυρίσει να δει με ένα βλέμμα καρτερικό και θα τον παρασύρει το τσουνάμι. Ηλίθιο θα τον πουν οι υπόλοιποι… γιατί δεν αδράχνει ευκαιρίες για να ανελίσσεται… Ο Μίσκιν έχει τεράστια αποθέματα καλού βλέμματος απέναντι στα πράγματα» λέει και διηγείται μια (σχετική) προσωπική του στιγμή: «Η προγιαγιά μου, όταν έγινε η εισβολή στην Κύπρο, δεν χωρούσε να μπει στο αυτοκίνητο και να φύγει μαζί μας. Είπε: “Εγώ θα μείνω, είμαι γριά… Πηγαίνετε”. Κι έμεινε εκεί, για καιρό, παρέα με το κολλύριο που έβαζε κάθε βράδυ στα μάτια της. Όταν μας την έφερε ο Ερυθρός Σταυρός, είπε εκείνη: “Αν δεν είχα και το κολλύριο…”. Η γιαγιά μου ήταν ηλίθια, όπως και τόσοι άλλοι. Όπως εκείνοι που κουβαλούν έναν σταυρό και ο σταυρός αυτός γίνεται δύναμη – όχι οίκτος. Υπάρχουν πολλοί ηλίθιοι γύρω μας», έτσι δεν είναι;

    Ο ίδιος δούλεψε πολύ για τον Μίσκιν, αλλά πάνω απ’ όλα έπαιξε ρόλο «η εμπιστοσύνη που μου έδειξαν τα παιδιά της ομάδας και ο Λιβαθινός, που αναγνώρισαν σε μένα την προσπάθεια να αποκτήσω την αύρα του Μίσκιν… Με αποδέχθηκαν». Άλλωστε αυτή η παράσταση περιείχε και ένα διπλό καλωσόρισμα: «Όπως ο Μίσκιν συστήθηκε στους ήρωες του έργου έτσι κι εγώ συστήθηκα στο κοινό. Ήθελα πολύ το κοινό να τον γνωρίσει. Και νομίζω ότι, ναι, τα κατάφερα… Κατάφερα να τον αγαπήσουν».

    Δέκα χρόνια σχεδόν μαζί με τον Στάθη Λιβαθινό, έπαιξε στη «Δωδέκατη νύχτα» και τη «Νοσταλγό», ενώ από την αρχή συμμετείχε στην Πειραματική («Αγάπης αγώνας άγονος», «Ποίηση Ι και ΙΙ», «Ταρτούφος»): «Μου αρέσουν όλα τα είδη θεάτρου και θα ήθελα να τα δοκιμάσω – κωμωδία, μιούζικαλ, δράμα. Ξέρω όμως ότι χωρίς την Πειραματική πολλά αλλάζουν, ακόμη και σε πρακτικό επίπεδο. Τώρα πια, σαν μονάδα, παίζω και με τους όρους της ανασφάλειας. Έχω τις αγωνίες μου… Πρέπει όμως να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα και γι’ αυτό είμαι ανοιχτός – στην τηλεόραση, που δεν έχω κάνει, και στον κινηματογράφο, που έχω κάνει, λίγο».

    Ο δάσκαλος που έγινε μαθητής

    Αν και από παιδί ο Βασίλης Ανδρέου ήθελε να γίνει ηθοποιός, έγινε δάσκαλος στην Κύπρο, όπου γεννήθηκε. Έπιανε όμως τον εαυτό του να περνάει καλά όταν δίδασκε τους μαθητές του… θέατρο. Γι’ αυτό και ήρθε στην Αθήνα, έδωσε εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης και στο ΚΘΒΕ, δεν πέρασε αλλά δεν παραιτήθηκε: Έμαθε τότε για τη σχολή του Κώστα Καζάκου, πήγε, πέρασε. Δάσκαλός του ο Στάθης Λιβαθινός: «Πέρα από σκηνοθέτης, άγγιξε την ψυχή μου. Είναι σαν τον προσωπικό σου προπονητή που δεν θες να χάσεις… Είναι εκείνος που έχει χτυποκάρδι όταν εσύ παίζεις. Αυστηρός. Με έμαθε να παίζω σαν να είμαι γυμνός κάθε στιγμή». Κι έτσι ελπίζει να συνεχίσει – μετά τον «Ηλίθιο» ακολουθεί μια κατάβαση του Βασίλη Ανδρέου στον «Βυθό» του Γκόρκι, σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη – πάλι στο Εθνικό.

    Παραστάσεις στο Από Μηχανής Θέατρο ως τις 6.1.2008.

    28.10.2007, Λοβέρδου Μυρτώ «Αγάπησα έναν… ηλίθιο», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Φωτιά που δε σβήνει

    Δύο παραστάσεις Ντοστογιέφσκι

    Επικρατούσε παλιότερα μια άποψη στο ευρύ κοινό, στη Δύση κυρίως, ότι ο Ντοστογιέφσκι, πέρα από ένας ιδιοφυής συγγραφέας, υπήρξε ένας φανατικός σλαβόφιλος, ορκισμένος εχθρός της Δύσης, που δεν έβλεπε στα δημιουργήματά της παρά μόνο στο Σατανά, τον Αντίχριστο και όλα όσα η προσκόλληση σε φονταμενταλισμούς, θρησκευτικούς ή πολιτικούς, επιβάλει (ενώ στη χώρα του για ένα διάστημα θεωρήθηκε ως «αντιδραστικός»). Η αλήθεια βέβαια, όπως και για τον δικό μας Παπαδιαμάντη, που του έχουν κατά καιρούς προσάψει ανάλογα, είναι τελείως διαφορετική.

    Ο Ντοστογιέφσκι είναι συγγραφέας βαθύτατα Ρώσος και συγχρόνως βαθιά οικουμενικός (επειδή ακριβώς είναι Ρώσος, έχει δηλαδή ταυτότητα) που «αγαπά τον άνθρωπο, και όχι την αφηρημένη ιδέα της ανθρωπότητας». Αν ψέγει τη Δύση, το κάνει επειδή αντιλαμβάνεται με πόνο ψυχής ότι στη Δύση έχουν καιρό αναγορεύσει το καλό και το κακό σε ανεξάρτητες ηθικές κατηγορίες – οντότητες, ερήμην του ανθρώπου, και «αγαπούν την αφηρημένη ιδέα της ανθρωπότητας όντας ανίκανοι ν’ αγαπήσουν έναν αληθινό άνθρωπο», είτε απορρίπτοντας – καταστέλλοντας με τις «ιερές εξετάσεις» τους, εν ονόματι μιας υποκριτικής «καθαρότητας», τη σκοτεινή, «δαιμονική» πλευρά των ενστίκτων ή εξ αντιδιαστολής αποθεώνοντάς την. Αυτός είναι ο «Αντίχριστος» που μάχεται ο Ντοστογιέφσκι. Όπως ο Παπαδιαμάντης δεν απορρίπτει ούτε αποθεώνει το «σκοτεινό», κατανοεί και ανέχεται (αγαπά) τον άνθρωπο, υποφέρει μαζί του, τον φέρει.

    Αυτά λεγόντουσαν σ’ εποχές παλιότερες, όπου η σλαβοφοβία ήταν μια βασική συνιστώσα της δυτικής πολιτικής, και διαμόρφωσε συνειδήσεις. Εκτός απ’ την Ελλάδα που η γνωριμία μας με τη ρωσική κουλτούρα έχει ρίζες βαθιές, τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι, του Τολστόι κ.ά., ήταν λαϊκά αναγνώσματα. Και μοιάζει τα τελευταία κυρίως χρόνια, να επανακάμπτουν, δίνοντας καινούργιους καρπούς.

    Σε αυτό το πλαίσιο δε μπορούμε παρά να χαιρετήσουμε τη στροφή του Εθνικού μας θεάτρου, στη ρωσική κουλτούρα, παλιότερη και νεώτερη, που είχε αρχίσει επί εποχή Κούρκουλου και πρόκειται, όπως διαβάζω να συνεχιστεί και διευρυνθεί. Το εύχομαι ολόψυχα, φτάνει να γίνει με τίμιους όρους.

    Ο «Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι, που ανέβασε η «Πειραματική» του Εθνικού, σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, σε δύο τρίωρα μέρη, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Στην καλύτερη μετάφραση που έχουμε, του Άρη Αλεξάνδρου, και σε καλή διασκευή – δραματουργική επεξεργασία Σάββα Κυριακίδη. Με απόλυτο σεβασμό στο πνεύμα και στο γράμμα του μεγάλου συγγραφέα, χωρίς άχρηστα ευρήματα σκηνοθετικά, στην καρδιά του ντοστογιεφσκικού λόγου. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί ν’ απαιτήσει να βγουν όλες οι πλευρές αυτού του χαοτικού κειμένου. Έλειπε το κομμάτι της παρέας των νεαρών παιδιών, που είναι από μόνο του ένα μυθιστόρημα. Βγήκαν όμως άλλες, βασικές, η πάλη του έρωτα με τον οίκτο στο πρόσωπο των δύο γυναικείων ινδαλμάτων του ήρωα, η αγωνία και η μάχη μέχρι τέλους των αντρών πρωταγωνιστών με τον Θεό τους…

    Με σπουδαίες ως καλές υποκριτικές (κανείς δεν υστέρησε, αλλά ο χώρος δυστυχώς δεν μου επιτρέπει να αναφερθώ σε όλους). Σκηνικά – κοστούμια σημαίνοντα της Ελένης Μανωλοπούλου, στικτή μουσική του Θόδωρου Αμπαζή, δημιουργικούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, χορογραφία «εν κινήσει» της Σεσίλ Μικρούτσικου. Η Μαρία Ναυπλιώτου (Ναστάσια Φιλίπποβνα) σε ένα ρόλο από ουρνό και λάσπη που τσακίζει κόκαλα, είναι σχεδόν ισάξια, στις σιωπές της κυρίως, με τη μεγάλη πρώτη διδάξασα Ρωσίδα Τζούλια Μπορίσοβνα. Ο Δημήτρης Ήμελλος φτιάχνει ένα εκπληκτικά ζωντανό πορτρέτο του Ραγκόζιν, που εμπεριέχει την ανάστροφη πορεία του ανθρώπου, επιστροφή από τη σάρκα που βλάστησε στο ξύλο της καταγωγής του. Το «κλείσιμο» του ρόλου είναι για ανθολογία. Ο Γκάνια Ίβολγκιν του Στάθη Γράψα με ουσία, ο Ανταρλιόν Ιβάνοβιτς του Δημήτρη Παπανικολάου εξισορροπεί το δράμα και τη κωμωδία χωρίς να γελοιογραφεί, ο Λέμπεντεφ του Νίκου Καρδώνη, ένα μικρό διαμάντι. Η Δέσποινα Κούρτη, σ’ ένα ρόλο κόντρα στο «φυσικό» της (Αγλαΐα), το παλεύει. Στο ρόλο του Μίσκιν, ο Βασίλης Ανδρέου με σπουδαία εκφραστικά μέσα, δίνει έντυπη την εικόνα του ήρωα, σαν το αρνητικό αποτύπωμά του στην πηχτή λάσπη της ύπαρξης. Ή κάτι σαν την «εικόνα του Χριστού μετά την αποκαθήλωση», του Χολμπαϊν, αλλά με την ελπίδα της ανάστασης να λάμπει σαν έσχατη σπίθα στο εσωτερικό κύτταρό της. Ο Ντοστογιέφσκι, όπως και να το κάνουμε, είναι φωτιά που δεν σβήνει.

    17.06.2007, Πολενάκης Λέανδρος «Φωτιά που δε σβήνει», Αυγή

  • Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο

    Ντοστογιέφσκι λαχανιασμένος από ζωή

    Ο ηλίθιος του Φ. Ντοστογιέφσκι. Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός.
    Παίζουν: Βασίλης Ανδρέου, Μαρία Ναυπλιώτου, Δημήτρης Ήμελλος, Δέσποινα Κούρτη, Νίκος Καρδώνης, Αλεξάνδρα Αϊδίνη
    Εθνικό –Πειραματική Σκηνή Από Μηχανής Θέατρο 
    Ακαδήμου 13, 2105231131

    «Τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι είναι τα πιο λαχανιασμένα από ζωή βιβλία που γνωρίζω» γράφει ο Αντρέ Ζιντ. Κάθε φορά που το θέατρο αναλαμβάνει να μας γνωρίσει αυτό «το παιδί της πίστης και της αμφιβολίας», όπως ο ίδιος χαρακτηριζόταν, το εγχείρημα είναι μεγάλο και τολμηρό. Στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, μετά από πολύμηνες πρόβες, σε μια παράσταση που αποτελείται από δύο τρίωρα μέρη, με τίτλο «Η γη της απαγγελίας» και «Ο φτωχός ιππότης» παρουσιάζεται «Ο ηλίθιος» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού και μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου.

    Κάποιο πρωινό του Νοέμβρη, ο Πρίγκιπας Λεβ Νικολάγιεβιτς Μίσκιν επιστρέφει στη Ρωσία μετά από πολύχρονη παραμονή στο εξωτερικό. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Στη διάρκεια του ταξιδιού γνωρίζει τον Παρφιόν Ραγκόζιν, ένα πλάσμα ακαλλιέργητο και παθιασμένο, που ο έρωτάς του για τη Ναστάσια Φιλίπποβνα θα τον φέρει αντιμέτωπο με τον Μίσκιν. Στη ζωή του Μίσκιν υπάρχει όμως και η Αγλαΐα Επάντσινα, την οποία ερωτεύεται απελπισμένα ο Μίσκιν, κι εκείνη προσπαθεί μάταια να τον αποσπάσει από τη Ναστάσια Φιλίπποβνα. Έτσι, η τελευταία θα πελαγοδρομεί ανάμεσα στο Μίσκιν και τον Ραγκόζιν μέχρι την τελική λύση του δράματος, που θα οδηγήσει την ίδια στο θάνατο, τον Ραγκόζιν στα κάτεργα της Σιβηρίας και τον Μίσκιν στην πνευματική κατάρρευση. Με φόντο τη συνάντηση αυτών των τεσσάρων ανθρώπων, ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι δημιουργεί στα χρόνια της ωριμότητάς του ένα μυθιστόρημα το οποίο, από κοινού με τους «Δαιμονισμένους» και τους «Αδελφούς Καραμάζοφ», αποτελεί την τριάδα των σημαντικότερων έργων του.

    Με το νυστέρι της ψυχολογικής ενδοσκόπησης ο Ντοστογιέφσκι, διεισδύει στην ανθρώπινη υποστήριξη, καταγράφοντας το παράλογο, τον πόνο, την ταπείνωση, την απιστία, χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τη στάση των πρωταγωνιστών του.

    Ο ήρωάς του, ο πρίγκιπας Μίσκιν, αφελής και ανεξίκακος, οδηγείται στην καταστροφή εξαιτίας της πραγματικότητας, που τον συντρίβει. Τον ήρωά του ο Ντοστογιέφσκι τον σημαδεύει με την αρρώστιά του, την κατεξοχήν μυστικοπαθή «ιερά νόσο», την επιληψία. Είναι αυτή η ασθένεια που τον φορτώνει με ένα βαρύ αίσθημα ενοχής. Τα χαρακτηριστικά της, το αίσθημα της αγαλλίασης και η αρμονία της υπέρτατης ηδονής, η φοβερή διατάραξη και η πνευματική ερημία που ακολουθούν, διατρέχουν τους χαρακτήρες των ηρώων του.

    Τα σκηνικά αντικείμενα αιωρούνται στην παράσταση, οι φωτισμοί δημιουργούν περιβάλλοντα και ιδιαίτερος χώρους, τα κοστούμια διατρέχουν τις μόδες και τα χρόνια. Συμβολικά είναι τα στοιχεία που περιβάλλουν τους ηθοποιούς, οι οποίοι απαρτίζουν έναν εξαιρετικό θίασο και ισορροπούν στην λεπτότητα των νοημάτων και των αισθημάτων. Ο Βασίλης Ανδρέου, σε υποκριτικό άθλο, η Μαρία Ναυπλιώτου, ο Δημήτρης Ήμελλος, η Δέσποινα Κούρτη και ο Νίκος Καρδώνης εγγράφουν εξαιρετικές ερμηνείες.

    Είναι μια βαθιά κατάδυση στην αλήθεια των χαρακτήρων, γράφει ο Α. Τρουαγιά, που δεν είναι τόσο παρανοϊκοί όσο φαίνονται. Είναι μονάχα αυτό που δεν τολμάμε ούτε να κάνουμε, ούτε να πούμε. Βγάζουν στο φως αυτό που θάβουμε στα σκοτάδια του ασυνειδήτου. Είναι ο εαυτός μας παρατηρούμενος εκ των έσω.

    17.05.2007, Αναγνώστου Δήμητρα «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», Athensvoice

  • Ντοστογιέφσκι sold out

    Και μόνο το γεγονός ότι μεσούντος ενός ζεστού Μαΐου το Από Μηχανής θέατρο γεμίζει ασφυκτικά (και με λίστα αναμονής) για να παρακολουθήσει τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου σε μια παράσταση τρεισήμισι ωρών, σκηνοθετημένη από τον Στάθη Λιβαθινό, είναι θέμα συζήτησης. Τις Κυριακές μάλιστα που παρουσιάζονται και τα δύο μέρη (συνολική διάρκεια πάνω από 6 ώρες) τα εισιτήρια είναι προπωλημένα ώς την ερχόμενη –και τελευταία– Κυριακή. Sold out ο Ντοστογιέφσκι, λοιπόν. Να οφείλεται στο ρεύμα που προτείνει «επιστροφή στους κλασικούς»; Μα, ούτε νέο είναι, ούτε μόδα που κυριαρχεί σε ζώνες υψηλής τηλεθέασης. Να υπαγορεύεται από την προσωπικότητα του κορυφαίου μυθιστοριογράφου, που περιπλανήθηκε όσο κανείς άλλος στους δαιδάλους της ανθρώπινης φύσης; Μα, ουδέποτε έπαψε ο Ντοστογιέφσκι να διαβάζεται, να αναλύεται, να προσεγγίζεται ποικιλοτρόπως. Να ανακαλύπτουμε στο «απόλυτα καλό» που αντιπροσωπεύει ο πρίγκιπας Μίσκιν, στην ταπεινοφροσύνη και αυτοθυσία του, το κύρος μιας άλλης εξουσίας; Μα, πόσοι να είναι οι θεατές που έσπευσαν από μια ακατανίκητη επιθυμία να συναντήσουν επί σκηνής το καθηλωτικό ανάγνωσμα των νεανικών (ή και ωριμότερων) χρόνων τους; Καιρό τώρα, παρακολουθούμε από κοντά μια αυξημένη κινητικότητα γύρω από το έργο του Ρώσου συγγραφέα: Πριν από δύο χρόνια ο Πατρίς Σερό μας επισκέφθηκε με μονόλογο από το «Υπόγειο» (είχε προηγηθεί και σε παράσταση του Εθνικού), η Φωτεινή Σισκοπούλου γύρισε ταινία με θέμα τη «Ράκουσκα» (ελεύθερη απόδοση της «Ήμερης»), ο Λευτέρης Βογιατζής έχει ανακοινώσει ότι θα ασχοληθεί με την «Ήμερη», η Μάγια Λυμπεροπούλου ετοιμάζει για το Φεστιβάλ Αθηνών τους «Δαίμονες», ενώ την ερχόμενη Τετάρτη ο Πίτερ Μπρουκ θα παρουσιάσει στην Αθήνα τον «Μεγάλο Ιεροεξεταστή» (από τους «Αδελφούς Καραμάζοφ»)… Συνωστισμός. Όσο και αν βυθιστούμε στην εσωτερική ζωή των ντοστογιεφσκικών ηρώων, όσο και αν ταυτιστούμε με την κόλασή τους αναζητώντας τη λύτρωση, όσο και αν μοιραστούμε την άποψη του Ρασκόλνικοφ ότι «υπάρχει κάποια υψηλή αρχή του βίου μέσα στον πόνο», και προχωρήσουμε σε σύγχρονες αναγωγές, δεν αρκεί για να ερμηνεύσουμε την κλίση του κοινού στον μυστικιστή συγγραφέα. Μπορούμε να κατανοήσουμε την έλξη και το «καλλιτεχνικό στοίχημα» των δημιουργών αλλά για την επιτυχία του θεάματος συντείνουν και άλλοι παράγοντες. Και ο «Ηλίθιος» του Εθνικού, ευτύχησε από μια ευκρινή παράσταση, χωρίς κανένα τερτίπι, μια ασκητική και ταυτόχρονα πλήρη δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία, που αναδεικνύει το μέγεθος του έργου, από ερμηνείες παλλόμενες και τόσο «συνδιαλεγόμενες» ώστε να απολαμβάνει κανείς έναν θίασο ολοκληρωμένο μέσα από δουλειά ετών. Γιατί το «εργαστήρι» της Πειραματικής Σκηνής παράγει με συνέπεια και οίστρο, από τότε που ιδρύθηκε, παραστάσεις μεγάλης ακρίβειας, θεατρικής χάρης και ουσίας. Η προσέλευση στον «Ηλίθιο» επιβεβαιώνει την ομορφιά της τέχνης όταν εμπεριέχει αλώβητο τον παιδαγωγικό της χαρακτήρα. Που σημαίνει: ο θεατής συναντάει τον αναγνώστη και ο Ντοστογιέφσκι είναι παρών, όχι ως όχημα αλλά ως προορισμός.

    15.5.2007, Κατσουνάκη Μαρία «Ντοστογιέφσκι sold out», Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Κριτική: Ο Ηλίθιος – Η Ανθρώπινη Κατάσταση

    Ο Ηλίθιος της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού αναδεικνύει με τον τρόπο της θεατρικής τέχνης μερικούς από τους λόγους για τους οποίους τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι εξακολουθούν να διαβάζονται με κομμένη ανάσα.

    «Σ’ ένα κατώφλι ανάμεσα στο δυνατό και στο συντελεσμένο, δεν μπορείς να κλείσεις έναν άνθρωπο στις πράξεις του μόνο, ούτε στα έργα του, ούτε καν στις σκέψεις του, όπου ο ίδιος δεν μπορεί να κλειστεί, γιατί ξέρουμε από την προσωπική και συνεχή εμπειρία μας ότι αυτό που σκεφτόμαστε και κάνουμε κάθε στιγμή δεν είναι ποτέ ακριβώς δικό μας αλλά άλλοτε λίγο περισσότερο, άλλοτε λίγο ή πολύ λιγότερο απ’ ό,τι μπορούσαμε να περιμένουμε από τον εαυτό μας […] Η ζωή μας δεν είναι τόσο το σύνολο των πραγμάτων που μας συνέβησαν ή που κάναμε (που θα ήταν μια ζωή ξένη, απαριθμήσιμη, περιγράψιμη, τελειωμένη), όσο το σύνολο των πραγμάτων που μας διέφυγαν ή που μας απογοήτευσαν».

    Oι ως άνω γραμμές του Πωλ Βαλερύ αποτυπώνουν αυτό που συμβαίνει στα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι. Ο Όσκαρ Ουάιλντ το είχε εντοπίσει έγκαιρα – «ποτέ δεν επεξηγεί μέχρι τέλους τους ήρωές του». Ο Μιχαήλ Μπαχτίν συμφωνεί: «τα στοιχεία που δίνει ο συγγραφέας για τους ήρωές του δεν συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας σταθερής και προκαθορισμένης εικόνας τους» (Μ. Μπαχτίν, Ζητήματα της ποιητικής του Ντοστογιέφσκι). Διαβάζοντας τις ογκώδεις ιστορίες του, αρχικά έχεις την εντύπωση ότι ο Ντοστογιέφσκι ανήκει στην ένδοξη χορεία των ρεαλιστών ρώσων δραματουργών του 19ου αιώνα, που, τοιχογραφώντας τη ρωσική κοινωνία, ανήγαγαν την ανθρώπινη τυπολογία σε κοινωνικά αίτια. Μετά από εκατοντάδες συναρπαστικές σελίδες, ωστόσο, διαπιστώνεις ότι το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης δεν συνδέεται μόνο με το κοινωνικό γίγνεσθαι αλλά εντοπίζεται στο εσώτερο είναι της.

    Στο πλαίσιο αυτό, οι αναλύσεις της γλώσσας, του ύφους, των ιδεών, είναι ανεπαρκείς να προσδιορίσουν το θησαυρό που αποτελούν τα έργα καθεαυτά. Η κριτική αμηχανία αναπαράγεται και σε σχέση με τη θεατρική μεταφορά ενός τέτοιου κειμένου, εν προκειμένω του Ηλίθιου, που παρουσιάζεται στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού. Γιατί μπορεί ο χώρος και ο χρόνος της αφήγησης να θυμίζουν θέατρο -όπως σωστά επισημαίνει ο Κωστής Παπαγιώργης στη μελέτη του Ντοστογιέφσκι- αλλά τι από το πρωτότυπο να πρωτοχωρέσει σε μια παράσταση, έστω έξι ωρών; Αφαίρεση και συμπύκνωση είναι αναγκαίες σε κάθε σκηνική διασκευή μυθιστορήματος (εδώ του Σάββα Κυριακίδη). Αλλά στα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι η πληθωρικότητα (λ.χ. όλες αυτές οι σκέψεις, οι ιδέες, οι θεωρίες που διατυπώνουν διάφορα πρόσωπα της ιστορίας) είναι ίδιον των κειμένων· ελέγχοντάς την επεμβαίνεις όχι μόνο στον συγγραφικό τρόπο αλλά και στην ίδια την ουσία τους.

    Στην παράσταση του Στάθη Λιβαθινού τα φώτα πέφτουν κυρίως πάνω στον Μίσκιν (Ηλίθιο), τη Ναστάσια Φιλίπποβνα και τον Ραγκόζιν, και στη μεταξύ τους σχέση. Η ερμηνεία του Βασίλη Ανδρέου ως Μίσκιν είναι ένας άθλος, υπολογίζοντας τις παγίδες που εμπεριέχει ο ρόλος του διά Χριστόν σαλού. Η δυσκολία για τον ηθοποιό αυξάνει γιατί πρόκειται για τύπο ανοίκειο στην ελληνική, λογοτεχνική και θεατρική, παράδοση. Αντιθέτως, στο πνευματικό περιβάλλον της ρωσικής ορθοδοξίας και σε έργα συγγραφέων όπως ο Γκόγκολ, ο Σούχοβο-Καμπύλιν, ο Γκριμπογιέντοφ, ο Οστρόφσκι, ο Αντρέγιεφ κ.ά., οι ιδιότυποι, αφελείς «άγιοι» χρησιμοποιήθηκαν επανειλημμένως ως καταλύτες για ν’ αποκαλυφθούν και να καταδικαστούν «αποδεκτές» αμαρτίες και στρεβλώσεις των κοινωνικών δομών και σχέσεων.

    Η Μαρία Ναυπλιώτου (Ναστάσια Φιλίπποβνα), ο Δημήτρης Ήμελλος (Ραγκόζιν), η Δέσποινα Κούρτη (Αγλαΐα Επαντσίν) ερμήνευσαν έξοχα τους ρόλους τους, σε μια ισορροπία τρόμου μεταξύ αλαζονείας και αυτοταπείνωσης, ανίκανοι να ανακόψουν τον σταθερό βηματισμό τους προς την αυτοκαταστροφή. Ο Νίκος Καρδώνης (θαυμάσιος, αν και πλέον ευδιάκριτα σίγουρος για το ταλέντο του, στο ρόλο του δουλοπρεπούς, κουτσομπόλη και καιροσκόπου Λέμπεντεβ), ο Δημήτρης Παπανικολάου, ο Στάθης Γράψας, η Μαρία Σαββίδου και όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί (Μαρία Κίτσου, Στράτος Σωπύλης, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Κανελλίνα Μενούτη, Στέλιος Ιακωβίδης, Ελένη Ρουσσινού, Σοφία Τσινάρη, Δημήτρης Μοθωναίος, Πέτρος Γιωρκάτζης, Δημήτρης Μυλωνάς, Γιάννης Τσεμπερλίδης) δεν αποτέλεσαν απλά έναν εξαιρετικό θίασο αλλά το αναγκαίο, ενιαίο σώμα που είχε ανάγκη η εξπρεσιονιστικών κατευθύνσεων σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού. Ο σκηνικός χώρος (με καρέκλες και άλλα σκηνικά αντικείμενα να κρέμονται από την οροφή της σκηνής) παραλλάζει με μικρές μετακινήσεις των επίπλων ή με τους φωτισμούς που απομονώνουν τη μία ή την άλλη γωνία της σκηνής, ενώ τα κοστούμια (της Ελένης Μανωλοπούλου) συνδυάζουν παλαιικά ενδυματολογικά στοιχεία με σύγχρονα street ρούχα, συνδυασμένα στη λογική του mix ‘n’ match (ειδικά τα αξεσουάρ των γυναικών ανακαλούσαν την πανκ υπερβολή). Η μουσική, υψηλής θεατρικής αξίας, είναι του Θοδωρή Αμπαζή. Το μήνυμα της παράστασης είναι σαφές: ο τρόπος που συνέλαβε ο Ντοστογιέφσκι το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης σ’ όλες τις εκφάνσεις της είναι πάντα μοντέρνος. Ο Ηλίθιος της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού, προϊόν βαθιάς αγάπης στο έργο του ανεπανάληπτου συγγραφέα, αναδεικνύει με τον τρόπο της θεατρικής τέχνης μερικούς από τους λόγους για τους οποίους τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι εξακολουθούν να διαβάζονται με κομμένη ανάσα.

    03.05.2007, Καλτάκη Ματίνα «Κριτική: Ο ηλίθιος  – Η ανθρώπινη κατάσταση» www.lifo.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Υποβολείο

    […] Σπεύσατε, τρέξατε! Νέοι, γέροι, κλασικοί, ανανεωτικοί, ανατρεπτικοί και βεκκεσέληνοι πηγαίνετε να δείτε τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι –ναι, το μυθιστόρημα!– όπως το ανέβασε συγκλονιστικά ο Στάθης Λιβαθινός στην Πειραματική του Εθνικού. Ατόφιο, απόλυτο θέατρο. Πολύωρες παραστάσεις, εντάξει, αλλά δεν θα το καταλάβετε! Το δε β΄ μέρος ισάξιο, αν όχι και πιο ωραίο, από το πρώτο. Εξαιρετικές ερμηνείες από τους ηθοποιούς της Πειραματικής –αποκάλυψη ως «ηλίθιος» πρίγκιπας ο Βασίλης Ανδρέου και ρόλοι-στάμπες από Δέσποινα Κούρτη, Δημήτρη Ήμελλο, Μαρία Ναυπλιώτου, Νίκο Καρδώνη, Στάθη Γράψα, Δημήτρη Παπανικολάου, Μαρία Σαββίδου, απ’ όλα τα παιδιά, σε μικρούς και μεγάλους ρόλους. […]

    29.04.2007, Αγγελικόπουλος Βασίλης «Υποβολείο», Καθημερινή

  • Βασίλης Ανδρέου «Ο ηθοποιός είναι μονομάχος»

    Ο Στάθης Λιβαθινός διάλεξε έναν πρωτότυπο τρόπο να παρουσιάσει τον «Ηλίθιο» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, στο «Από Μηχανής» θέατρο: χώρισε την πεντάωρη παράσταση σε δύο μέρη. Το πρώτο θα παίζεται τη μια βδομάδα, το δεύτερο την άλλη• και τη μεταξύ τους Κυριακή θα παρουσιάζεται ολόκληρο το έργο από τις 2 το μεσημέρι. Πρωταγωνιστής αυτού του τολμηρού θεατρικού εγχειρήματος, ο Βασίλης Ανδρέου

    Πώς αισθάνεσαι που παίζεις τον Μίσκιν;
    Πολύ τυχερός στα 36 μου. Τον έχουν ερμηνεύσει ο Κωτσόπουλος, ο Κατράκης και ο Φυσσούν. Όμως, ποτέ το ανέβασμα του έργου αυτού δεν ήταν τόσο μεγάλο και τόσο εξαντλητικό. Ο Μίσκιν είναι ένας χαριτωμένος νέος που δεν έχει μεγαλώσει τόσο. Απροσάρμοστος σε μια κοινωνία που ζητάει διαφορετικούς τρόπους συμπεριφοράς από αυτούς που έχει ο ίδιος.

    Πώς είναι να είσαι πιστός έξι χρόνια στην Πειραματική Σκηνή, την ιδεολογία και τον δημιουργό της;
    Είμαι πιστός σε κάτι που μένει κι αυτό πιστό… Εκεί, βλέπω κάθε μέρα τον εαυτό μου να προχωράει. Τελειώνοντας το 1999 τη Σχολή Καζάκου, την επομένη κιόλας κάναμε την ομάδα με τον Λιβαθινό. Πριν, δηλαδή, πάμε στο Εθνικό.

    Ηθοποιός πότε έγινες;
    Στα 24 μου χρόνια. Μπορούσα να κατασταλάξω νωρίτερα, αλλά πάντα κάτι συνέβαινε.

    Παιδί στην Κύπρο πώς ήσουν;
    Ένας μικρός κλόουν! Μου άρεσαν το τραγούδι και οι μιμήσεις. Από νωρίς είχα απενοχοποιήσει τις τέχνες. Δεν έχω κόλλημα με όσους έκαναν επιθεωρήσεις και λαϊκά θεάματα. Από μικρός έκανα τα πάντα για να διασκεδάζουν οι άλλοι.

    Τι δουλειά έκανες πριν;
    Ήμουν δάσκαλος. Αγαπώ πολύ τα παιδιά κι εκείνα εμένα. Δούλεψα για δυο χρόνια σε ένα σχολείο της Κύπρου. Ένα καλοκαίρι, είπα «ας δώσω εξετάσεις στη δραματική σχολή στην Αθήνα».

    Πώς κατακτάς την ελευθερία του ρόλου;
    Το σύστημα που δουλεύουμε είναι να μαθαίνουμε λόγια στην πράξη, από τις πρόβες. Δεν τα μαθαίνουμε αυτιστικά στο σπίτι. Η μέθοδος που χρησιμοποιούμε είναι αυτοσχεδιαστική. Δοκιμάζεις κάτι σε πολλές εκδοχές. Κάνουμε ένα ταξίδι γύρω από τους ρόλους και την εποχή τους.

    Τι είναι το θέατρο για σένα;
    Αρένα ψυχής και σώματος. Πρέπει να έχεις επαγγελματισμό, υπομονή, σταθερότητα, να είσαι διαβασμένος, πολυτάλαντος, αυθεντικός, έξυπνος, να έχεις σώμα γερό και όμορφο, να πείθεις τους συναδέλφους ότι αξίζεις – κι εκείνοι εσένα. Πρέπει να είσαι μονομάχος. Στο θέατρο πρέπει να είσαι θύμα και θύτης μαζί.

    Η λύτρωση πότε έρχεται;
    Όταν ταξιδέψει η παράσταση. Όταν τους ακούς να αναπνέουν από κάτω. Ο όρος «αρένα» δίνει την εικόνα του ταυρομάχου που αγαπάει το ζώο του, αλλά το αντιμετωπίζει σκληρά και επιθετικά.

    Είναι επιθετική η σχέση με το κοινό;
    Επίθεση στη χαρά, στον έρωτα, στην αγάπη που πάντα κρύβουν την αμφισβήτηση. Στον έρωτα υπάρχουν όλα. Το ίδιο και στη σχέση με το κοινό. Αναρωτιέσαι, «τώρα θα με απορρίψει, θα με αγαπήσει, θα τον φλερτάρω, θα με κρίνει;». Η σχέση μοιάζει με το ερωτικό φλερτ. Είσαι αδύναμος και αμήχανος μπροστά σε αυτόν τον εραστή.

    13.4.2007, Συκκά Γιώτα «Βασίλης Ανδρέου: Ο ηθοποιός είναι μονομάχος», Η Καθημερινή

  • Η λύση είναι οι Ηλίθιοι

    Στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού γίνεται σπουδαία δουλειά. Που άρχισε με το «Ντιμπούκ», συνεχίστηκε με τον «Ταρτούφο», ύστερα με το «Θανάτω θάνατον» και τώρα τελειώνει με τον «Ηλίθιο». Έτσι ήταν πολύ συγκινητικά τα λόγια που είπε ο σκηνοθέτης του «Ηλιθίου» Στάθης Λιβαθινός από τη σκηνή, μετά το τέλος της παράστασης. Αφιέρωσε αυτή την παράσταση στον αποχωρήσαντα πρόσφατα από τη ζωή διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Νίκο Κούρκουλο.

    Γιατί ο Κούρκουλος είχε κάνει πράγματι δουλειά ουσίας με την Πειραματική Σκηνή του Θεάτρου στο οποίο ήταν διευθυντής. Είχε δίπλα του σημαντικούς συνεργάτες – τεχνικούς και ηθοποιούς. Κατά κάποιον τρόπο είχε ξεκολλήσει το Εθνικό Θέατρο από τη φιγούρα που επί χρόνια παρουσίαζε. Τώρα έγινε «νέο», φρέσκο δυνατό. Το κοινό συγκινήθηκε από τα λόγια του Λιβαθινού.

    Πριν, το κοινό είχε δεχθεί την παράσταση του «Ηλιθίου». Ενός έργου που σαν μυθιστόρημα είναι γοητευτικό, αλλά πάρα πολύ δύσκολο να δεχθεί επεξεργασία και να γίνει έργο για τη θεατρική σκηνή. Κάτι τέτοιο το έκανε, με επιτυχία, ο Σάββας Κυριακίδης, πάνω σε μια μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου.

    Το μέγα πρόβλημα όταν θέλεις να ανεβάσεις τον «Ηλίθιο» είναι το πρόσωπο του κεντρικού ήρωα. Πώς είναι αυτό το πρόσωπο; Μεταδίδει αυτά που πρέπει άμα τη εμφανίσει; Τον ίδιο τον Ντοστογιέφσκι τον είχε βασανίσει αρκετά το πώς θα παρουσιάσει αυτό το πρόσωπο – τον πρίγκιπα Μίσκιν – ώστε να φτάσει στον αναγνώστη του μυθιστορήματος η εικόνα που εκείνος είχε σκεφτεί.

    Τώρα εδώ, στην παράσταση του Εθνικού, ο Μίσκιν βρήκε το πρόσωπο του ηθοποιού που τον έπαιξε – τον Βασίλη Ανδρέου – την ιδεώδη μορφή που ήθελε να έχει ο συγγραφέας του. Στην ανάγνωση ενός βιβλίου ο κάθε αναγνώστης φτιάχνει στο μυαλό του τη φιγούρα του ήρωα. Όλα εξαρτώνται από το ποιος είναι ο αναγνώστης. Έτσι αυτή η μορφή έχει τόσες όψεις όσοι είναι και οι αναγνώστες. Δηλαδή, χιλιάδες όψεις.

    Στο θέατρο όμως τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Εδώ, το πρόσωπο που παρουσιάζει ο ηθοποιός ζωντανό πάνω στη σκηνή είναι αυτό που θα δεχθούν όλοι οι θεατές. Ένα πρόσωπο. Η επιλογή του σκηνοθέτη για τον ηθοποιό που θα παίξει τον ρόλο είναι κρίσιμη και αποφασιστική. Και ο Στάθης Λιβαθινός πέτυχε καίρια στην επιλογή του. Ο Βασίλης Ανδρέου ήταν η σπουδαία επιλογή του σκηνοθέτη.

    Έβλεπες μπροστά σου ένα «ντοστογιέφσκικο» πρόσωπο. Που μπορεί να είναι αυτό, αλλά μπορεί να είναι και κάποιο άλλο. Που συγχρόνως όμως μπορεί να είναι και τα δύο, αλλά και άλλα που δεν τα βλέπεις τώρα, αλλά θα δεις αργότερα. Και όλα αυτά τα πρόσωπα θα υπάρχουν στο ένα πρόσωπο που θα δείχνει ο ηθοποιός.

    Η πιο σημαντική εντύπωση που παίρνεις από το πρόσωπο που παρουσιάζει ο Βασίλης Ανδρέου είναι πως δεν είναι ηλίθιος. Ακριβώς δηλαδή αυτό που ήθελε να πει ο Ντοστογιέφσκι. Δηλαδή ένα πρόσωπο τίμιο, ειλικρινές, που λέει παντού και σε όλους αυτό που σκέφτεται, χωρίς δόλο και χωρίς να αποβλέπει σε κάποιο συμφέρον.

    Ακριβώς όλα αυτά – τα εξωπραγματικά και εξωανθρώπινα – τον κάνουν να φαίνεται σαν ηλίθιος. Καθώς δε κινείται μέσα στο σαθρό, ανθρώπινο περιβάλλον των κυρίων της Πετρούπολης, η φήμη του «ηλίθιου» σταθεροποιείται.

    Η ικανότητα του Λιβαθινού στην επιλογή των κατάλληλων ηθοποιών για να παίξουν του άλλους ρόλους του έργου φάνηκε και στους λοιπούς που εμφανίστηκαν στην παράσταση. Έτσι είχε έναν εξαίρετο Δημήτρη ‘Ημελλο για να παίξει τον σατανικό Ραγκόζιν και τη Μαρία Ναυπλιώτου για να παίξει εντυπωσιακά την «εντυπωσιακή» Ναστάσια Φιλίπονβα.

    Δίπλα τους ήταν οι υπόλοιποι 17 ηθοποιοί της διανομής. Ο καθένας πολύ καλός στο ρόλο που έπαιξε – μερικοί μάλιστα έπαιξαν περισσότερο από έναν ρόλο. Σπουδαία δουλειά έκανε η Ελένη Μανωλοπούλου στον σκηνικό χώρο και στα κοστούμια της, ο Θοδωρής Αμπαζής στη μουσική του, η Σεσίλ Μικρούτσικου, υπεύθυνη στην κίνηση και στη χορογραφία, όπως και ο Αλέκος Αναστασίου στους φωτισμούς του.

    Μια παράσταση λοιπόν της φετινής θεατρικής περιόδου που αξίζει να δει κάθε θεατρόφιλος – αλλά και μη θεατρόφιλος. Ο καθένας δηλαδή που θα’ θελε να περάσει μια καλή βραδιά έξω από το σπίτι του και, κυρίως, μακριά από την τηλεόραση.

    31.03.2007, Χρηστίδης Μηνάς «Η λύση είναι οι ηλίθιοι», Ελευθεροτυπία

  • «Ο Ηλίθιος» στο Εθνικό Θέατρο

    Η δραματοποίηση αποτελεί μια εκδοχή στο σύγχρονο θεατρικό μοντερνισμό, επιτρέποντας στο σκηνοθέτη να γίνει ενεργός συνδημιουργός του κειμένου και δίνοντας στο θεατή την ευκαιρία να επικοινωνήσει εποπτικά και ευσύνοπτα με ένα λογοτεχνικό έργο που διαφορετικά πιθανώς να γνώριζε μόνο από τον τίτλο του.

    Το εγχείρημα αυτό για να πετύχει, απαιτεί βαθιά λογοτεχνική παιδεία και σκηνική κατάρτιση, θεωρητική γνώση των αφηγηματικών τεχνικών και των κωδίκων του δράματος αλλά και του θεάτρου, γεγονός όχι τόσο, ούτε πάντα αυτονόητο στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.

    Ο Στάθης Λιβαθινός πραγματοποίησε ένα παράτολμο πείραμα διακυβεύοντας πολλά. Κατόρθωσε όμως να πετύχει απόλυτα και να παρουσιάσει σε μια υποδειγματική παράσταση ένα έργο που θ’ αποτελέσει σημείο αναφοράς για κάθε προγενέστερη αλλά και μελλοντική παρόμοια απόπειρα.

    Η πολυδιάστατη και περίπλοκη ιστορία του ογκώδους μυθιστορήματος του Φ. Ντοστογιέφσκιi χειραγωγήθηκε με τρόπο ισορροπημένο, οι αφηγηματικές και περιγραφικές του αξίες μεταγράφηκαν εικονοποιημένα με αντιστικτική τεχνική, το δραματικό ενδιαφέρον και η ψυχογραφική αποτύπωση των ηρώων υποστασιοποιήθηκαν παραστατικά από τους ηθοποιούς, οι συγκρουσιακές καταστάσεις και οι συναισθηματικές μεταβολές, εκτενώς αφηγηματικά αναλυόμενες από το συγγραφέα, ζωντάνεψαν δημιουργικά μπροστά στο θεατή, που αιφνιδιασμένος και συνεπαρμένος από το καταιγιστικό σκηνικό θέαμα, βυθιζόταν στον κόσμο της τσαρικής Ρωσίας, μέσα από τη μαγεία του θεάτρου. […]

    30.03.2007, Γραμματάς Θεόδωρος «Ο Ηλίθιος στο Εθνικό Θέατρο» theodoregrammatas.com

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • O «Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι σε μια μαραθώνια παράσταση – Ο πρίγκιπας Μίσκιν με μπλουτζίν

    Τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι μετέφερε στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου ο Στάθης Λιβαθινός με μια μαραθώνια παράσταση έξι ωρών χωρισμένη σε δύο τρίωρα

    Όπως το ογκώδες μυθιστόρημα πέρασε αρκετά βάσανα στα χέρια του Ντοστογιέφσκι, άλλαξε πολλά σχέδια, έγιναν πολλές γραφές, καταπατήθηκαν συμφωνίες με τον εκδότη, έτσι και η δραματοποιημένη διασκευή ήταν μια ενδιαφέρουσα και βασανιστική περιπέτεια που πέρασε από σαράντα κύματα μέχρι να γίνει παράσταση, η οποία θα παρουσιαστεί σε δύο τρίωρα μέρη. Θα παίζονται αυτόνομα και εναλλάξ, πρώτα «Η γη της επαγγελίας» και μετά «Ο φτωχός ιππότης», ενώ κάθε Κυριακή από την 1η Απριλίου θα παίζονται σε ενιαία παράσταση, που θα αρχίζει από το μεσημέρι.

    Το θέμα του «Ηλίθιου» (1868) είναι γνωστό. Είναι η ανατομία της ανθρώπινης ψυχής μέσα από την ιστορία του επιληπτικού πρίγκιπα Μίσκιν, ο οποίος με την επιστροφή του στη Ρωσία ανατρέπει την κοινωνία της Πετρούπολης παραβιάζοντας κάθε κανόνα.

    «Δεν αποκρύπτεται η μυθιστορηματική προέλευση» επισημαίνει ο σκηνοθέτης. «Άλλωστε, πέρα από τα διαλογικά κομμάτια, ένα μέρος του κειμένου είναι αφήγηση από όλους τους ηθοποιούς. Ο Ντοστογιέφσκι δεν είναι ο γνήσιος μυθιστοριογράφος. Πολυδιάστατος, πολυφωνικός, με σκέψη θεατρική, γράφει με τρόπο ζηλευτό από κάθε θεατρικό συγγραφέα. Παίζει σε όλα τα ύφη: τραγικό, κωμικό, φάρσα, γκροτέσκο. Αποκαλύπτει κάτι ξεχωριστό, καταλυτικό στην ανθρώπινη φύση.

    Ένα καινούργιο είδος ανθρώπου διχασμένο, διασπαρμένο, αντιφατικό».

    Ο «Ηλίθιος» είναι ένα από τα μεγάλα μυθιστορήματα του συγγραφέα που επηρέασαν καθοριστικά τη δυτική μυθιστοριογραφία του 20ού αιώνα και διαμόρφωσαν τη φιλοσοφική σκέψη, αντανακλά τη Ρωσία, την Αγία Πετρούπολη, κυρίως όμως τον πυρακτωμένο κόσμο του. «Ο άνθρωπος είναι ένα μυστήριο. Πρέπει να το εξιχνιάσεις. Και αν αυτό το κάνεις σ’ ολόκληρη τη ζωή σου, μην πεις πως έχασες τον καιρό σου. Με απασχολεί αυτό το μυστήριο, διότι θέλω να είμαι ανθρώπινο ον» εξομολογείται σε μια επιστολή του ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, που στο σύνολο του έργου του αποκρυπτογραφεί έναν μυστικό κώδικα ζωής. Στο μυθιστόρημα το απόκοσμο μεγαλείο του κεντρικού ήρωα θέτει σε δράση ανθρώπινες συμπεριφορές. Ο Μίσκιν δεν διεκδικεί, δεν δεσμεύει. Πάσχει, ερωτεύεται, προσφέρει και προσφέρεται. Γύρω του ένα πλήθος προσώπων και προβλημάτων, σε μια υπέρογκη πλοκή. Ένας κόσμος διαχωρισμένος στο ανθρώπινο και στο θείο. Πώς δραματοποιείται αυτό το πυκνό σύμπλεγμα χωρίς τον κίνδυνο εικονογράφησης; Η παράσταση γίνεται με πολύ απλά μέσα. Αφαιρετικά παρουσιάζονται οι χώροι, σαν τόπος νοσταλγικός. Τα ρούχα σημερινά. Ο αθώος πρίγκιπας Μίσκιν με τζιν. Η καλλονή Ναστάζια Φιλίποβνα με μοντέρνο κούρεμα και κοντή φούστα, οι εραστές που τη διεκδικούν (Δημήτρης Ήμελλος και Στάθης Γράψας) άνθρωποι της διπλανής πόρτας.

    23.03.2007, Χατζηιωάννου Έλενα «O «Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι σε μια μαραθώνια παράσταση -Ο πρίγκιπας Μίσκιν με μπλουτζίν», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Thanks giving

    Ό,τι αποστρέφομαι είναι η προγραμματισμένη αμνησία, η αδυναμία να πει κάποιος «ευχαριστώ» και να αποδώσει τίτλους τιμής εκεί που πρέπει. Θέλει τελικά μεγάλη γενναιοδωρία και αποδόμηση των ωφελιμιστικών κινήτρων, για μπορέσεις να μιλήσεις για τη στήριξη που σου πρόσφερε κάποιος – κυρίως όταν δεν έχεις πλέον να «λαμβάνεις κάτι» από αυτόν. Υποθέτω πως είναι και θέμα άσκησης, αλλά τα σημάδια αυτής της στάσης, της επιχείρησης γοητείας που ακολουθείται από εξαφάνιση (hit and go), μπορεί με μεγαλύτερη ευκολία πια να ξεχωρίσουν στο πρόσωπο και στην αύρα τoυ απέναντι.

    Έχοντας αυτό το θέμα να με απασχολεί τελευταία, ξαφνιάστηκα ευχάριστα, σχεδόν συγκινήθηκα, την προηγούμενη Κυριακή, στην πρεμιέρα του «Ηλίθιου» στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Όταν, μετά την παράσταση των τριών και πλέον ωρών, στο χειροκρότημα, ο σκηνοθέτης, Στάθης Λιβαθινός, ζήτησε λίγο χρόνο για να μιλήσει και κυρίως για να ευχαριστήσει. Να αναφερθεί σ’ αυτόν που στήριξε το τόλμημα μιας παράστασης διάρκειας έξι ωρών (σε δύο μέρη). Που επί χρόνια στήριξε ό,τι παράτολμο και νέο εισήγαγε η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Ο λόγος φυσικά για το Νίκο Κούρκουλο, που «έβαλε πλάτη» για να στηρίξει μια σκηνή που γρήγορα δικαιώθηκε και άνθησε. Μου άρεσε που τώρα, σ’ αυτό το χρονικό σημείο που έχουν κατακάτσει τα λόγια για το θάνατο του Νίκου Κούρκουλου, έχει οριστεί η διάδοχη κατάσταση και τα πάντα ρέουν και πάλι στο Εθνικό Θέατρο, ο Λιβαθινός έκανε μια μικρή στάση, για να αποδώσει λογικά και όχι συναισθηματικά όσα ένιωθε. Μαζί του, όλοι οι ηθοποιοί επί σκηνής συναινούσαν με το βλέμμα.

    Ανακουφιστική η αίσθηση πως κάποιες στιγμές, κάπου κατακάθονται ο αλαλαγμός, ο βίαιος θόρυβος του εγωισμού και μπορείς να κοιτάξεις κατάματα τους άλλους. Τότε που μπορείς να πεις «χωρίς τη βοήθειά σου, δεν θα μπορούσα να…» Ή απλά ένα ευχαριστώ.

    23.3.2007, Ανέστη Κατερίνα «Τhanks giving», Η Ναυτεμπορική

  • «Ο ηλίθιος» σε έξι ώρες…

    Ο Στάθης Λιβαθινός ανεβάζει το έργο του Ντοστογέφσκι στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού

    Έξι μήνες πρόβας. Δεκαεννέα ηθοποιοί. Επτακόσιες σελίδες. Δύο τρίωρες παραστάσεις: Αύριο βράδυ (Κυριακή 18/3) ανεβαίνει στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το πρώτο μέρος από τον «Ηλίθιο» του Φιοντόρ Ντοστογέφσκι, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. «Πήραμε ένα έργο επτακοσίων σελίδων και όλοι μαζί το δουλέψαμε, βασισμένοι στο κείμενο του Σάββα Κυριακίδη » λέει ο σκηνοθέτης και συμπληρώνει: «Επιλέξαμε τι μας ενδιαφέρει, τι μας αφορά, τι μπορεί να μείνει έξω από μια εποχή. Σε μια διασκευή το πιο σημαντικό είναι τι κόβεις- όχι τι αφήνεις. Άλλωστε στον “Ηλίθιο” οι βασικοί διάλογοι είναι απολύτως θεατρικοί».

    Είναι η πρώτη φορά που ο επικεφαλής της Πειραματικής Σκηνής συνδυάζει σε μια παράστασή του τον μυθιστορηματικό χαρακτήρα ενός έργου με τον αφηγηματικό λόγο.«Αυτό το μείγμα είναι ένα κλειδί προς κάτι άγνωστο» επισημαίνει και εξηγεί ότι η μεγάλη διάρκεια τον οδήγησε σε δύο παραστάσεις- με την καθεμία να διατηρεί την αυτονομία της αλλά μαζί να αποδίδουν το όλον.

    «Είναι η ίδια η ιστορία πολύ μεγάλη και θα ήταν κρίμα να χαθούν στοιχεία. Για να ολοκληρωθούν οι άξονες ,οι ιστορίες, οι ενδιαφέροντες σταθμοί, πρέπει να τα πεις όλα. Το θέμα είναι να δεις το μυθιστόρημα, όχι να νομίζεις ότι το είδες. Στο κάτω κάτω θα μπορούσα να πω την ιστορία σε μία ώρα. Αλλά δεν ήταν αυτός ο στόχος μου. Ήθελα να πω την ιστορία στ΄ αλήθεια, και όχι αφαιρετικά…». Άλλωστε όταν το είχε συζητήσει με τον Νίκο Κούρκουλο, ο Στάθης Λιβαθινός είχε μιλήσει για μια παράσταση… τριών ημερών. Και πάλι καλά, δηλαδή.

    Με δεδομένο το δίλημμα και τις δυσκολίες στη μεταφορά ενός τέτοιου κειμένου στη σκηνή, ο Στάθης Λιβαθινός έδωσε προτεραιότητα στον ποιητή Ντοστογέφσκι – όχι στον συγγραφέα. «Η εποχή του είναι γεμάτη από πολύ ξεχωριστά ίχνη και σημάδια και στο έργο του αποτυπώνονται όλα αυτά με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Πώς να αποδοθεί η Αγία Πετρούπολη; Γι΄ αυτό και μιλάμε έμμεσα για την εποχή. Σαν να κάνουμε πρόβα με στοιχεία εποχής σε μια σύγχρονη παράσταση. Κινούμαστε ανθρώπινα και ζεστά, με μια νοσταλγία για το μέλλον».

    Φέτος ο σκηνοθέτης διανύει την έβδομη σεζόν ως υπεύθυνος της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου. Προς το παρόν δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει και πολλά από τον θάνατο του Νίκου Κούρκουλου. Αναμένει με ενδιαφέρον την άφιξη του Γιάννη Χουβαρδά στο τιμόνι, στις αρχές Απριλίου. Οι δυο τους γνωρίζονται από παλιά- ο Στάθης Λιβαθινός έχει συνεργαστεί με το Θέατρο του Νότου- και με την ανάληψη των νέων καθηκόντων του ο Χουβαρδάς ζήτησε να τον δει και συζήτησαν για την Πειραματική και το Εθνικό. Όσο για τη Σχολή Σκηνοθεσίας, το μεγάλο όραμα του Λιβαθινού, που το είχε μοιρασθεί με τον Νίκο Κούρκουλο, παραμένει στα σκαριά. Ξέρει ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι για να υλοποιηθεί μια τέτοια ιδέα, το ζητούμενο είναι να γίνει η αρχή: «Το μέλλον του ελληνικού θεάτρου δεν βρίσκεται στις παραστάσεις αλλά στην παιδεία ,και η παιδεία στην Ελλάδα βρίσκεται σε θλιβερό επίπεδο. Και το επίπεδο γίνεται ακόμη πιο θλιβερό γιατί υπάρχουν ταλαντούχοι άνθρωποι» καταλήγει.

    «Ο ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι ανεβαίνει από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου. Παίζουν:

    Βασίλης Ανδρέου, Δημήτρης Ήμελλος, Μαρία Ναυπλιώτου, Νίκος Καρδώνης, Δέσποινα Κούρτη, Δημήτρης Παπανικολάου και άλλοι δεκατέσσερις ηθοποιοί. Πρεμιέρα (του πρώτου μέρους) την Κυριακή 18 Μαρτίου, στο Από Μηχανής Θέατρο. Το δεύτερο μέρος θα ανέβει στις 28/3. Κάθε Κυριακή θα παίζονται και τα δύο μέρη σε ενιαία παράσταση.

    17.03.2007, Λοβέρδου Μυρτώ «Ο ηλίθιος σε έξι ώρες…», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Ηλίθιος» στην Πειραματική

    Παράσταση έξι ωρών, θα παρουσιαστεί σε δύο μέρη σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού

    Ύστερα από προετοιμασία αρκετών μηνών ανεβαίνει στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου (Θέατρο «Από Μηχανής») το αριστούργημα του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι «Ο Ηλίθιος». Φιλόδοξο εγχείρημα που έχει και την εξής ιδιαιτερότητα: η παράσταση έχει διάρκεια έξι ωρών, γι’ αυτό και θα παρουσιαστεί σε δύο μέρη. Το Α΄ μέρος έχει τίτλο «Η γη της επαγγελίας» και κάνει πρεμιέρα αύριο, Κυριακή 18 Μαρτίου. Το Β΄ μέρος έχει τίτλο «Ο φτωχός ιππότης» και θα παρουσιάζεται από τις 28 Μαρτίου. Μόνο τις Κυριακές η παράσταση θα παρουσιάζεται ενιαία.

    «Για να μεταφέρεις αυτό το ογκώδες μυθιστόρημα στο θέατρο, ακολουθείς μια έντιμη τακτική, ώστε να μην αποκρύπτεται η μυθιστορηματική προέλευση», σημειώνει ο σκηνοθέτης της παράστασης Στάθης Λιβαθινός. «Άλλωστε, πέρα από τα διαλογικά κομμάτια, ένα μέρος του κειμένου είναι αφήγηση απ’ όλους τους ηθοποιούς. Ο Ντοστογιέφσκι δεν είναι ο γνήσιος μυθιστοριογράφος. Πολυδιάστατος, πολυφωνικός, με σκέψη θεατρική, γράφει με τρόπο ζηλευτό…».

    Η μετάφραση είναι του Άρη Αλεξάνδρου ενώ την δραματουργική επεξεργασία υπογράφει ο Σάββας Κυριακίδης και με τη συμβολή όλων των ηθοποιών της παράστασης. Τα σκηνικά και τα κοστούμια φιλοτέχνησε η Ελένη Μανωλοπούλου. Την μουσική έγραψε ο Θοδωρής Αμπαζής, την κινησιολογία υπογράφει η Σεσίλ Μικρούτσικου, ενώ τους φωτισμούς σχεδίασε ο Aλέκος Αναστασίου. Παίζουν οι ηθοποιοί: Αλ. Αϊδίνη, Β. Ανδρέου, Σ. Γράψας, Π. Γιωρκάτζης, Δ. ‘Ημελλος, Σ. Ιακωβίδης, Ν. Καρδώνης, Μ. Κίτσου Δ. Κούρτη, Κ. Μενούτη, Δ. Μοθωναίος, Δ. Μυλωνάς, Μ. Ναυπλιώτου, Δ. Παπανικολάου, Ελ. Ρουσσινού, Μ. Σαββίδου, Σ. Σωπύλης, Γ. Τσεμπερλίδης, Σ. Τσινάρη.

    17.03.2007, Χ.Σ. «Ηλίθιος στην πειραματική», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ 

  • Ντοστογιέφσκι αλά… Μπεν Χουρ

    Το πρώτο μέρος θα παρουσιαστεί σήμερα, το δεύτερο στις 28 Μαρτίου και όλο μαζί την Κυριακή των Βαΐων. Ο Στάθης Λιβαθινός δοκιμάζει την… αντοχή των θεατών και ανεβάζει τον «Ηλίθιο», διάρκειας 7 ωρών.

    Μια παράσταση… Μπεν Χουρ θα είναι αυτή του «Ηλίθιου», που κάνει σήμερα πρεμιέρα στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, κι αυτό γιατί χωρίζεται σε δύο μέρη, διάρκειας περίπου τριών ωρών.

    Απόψε θα δούμε το πρώτο μέρος από το αριστούργημα του Ντοστογιέφσκι και το δεύτερο μέρος στις 28 του μήνα.

    Όσο για την ενιαία παράσταση, όπου θα παρουσιάσουν το πρώτο και το δεύτερο μέρος μαζί; Θα δοθεί την Κυριακή των Βαΐων και θα έχει διάρκεια περίπου επτά ωρών!

    Αφήγηση

    «Το ρίσκο είναι μεγάλο, το στοίχημά μας ακόμα μεγαλύτερο», λέει ο εμπνευστής της παράστασης και «ψυχή» της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού, Στάθης Λιβαθινός, «αλλά πιστεύω ότι αξίζει να ρισκάρεις – να το τολμάς, όταν υπάρχουν τόσο σπουδαία κείμενα, όπως ο Ηλίθιος που δεν έχει παρουσιαστεί ποτέ στη χώρα μας ως έχει.

    Για να μεταφέρεις αυτό το ογκώδες μυθιστόρημα στο θέατρο, ακολουθείς μια έντιμη τακτική, ώστε να μην αποκρύπτεται η μυθιστορηματική προέλευση. Άλλωστε, πέρα από τα διαλογικά κομμάτια, ένα μέρος του κειμένου είναι αφήγηση απ’ όλους τους ηθοποιούς.

    Ο Ντοστογιέφσκι δεν είναι ο γνήσιος μυθιστοριογράφος. Πολυδιάστατος, πολυφωνικός, με σκέψη θεατρική, γράφει με τρόπο ζηλευτό».

    Τον ρωτώ αν πιστεύει ότι ένας θεατής θα έχει ενδιαφέρον να δει σήμερα το πρώτο μέρος και έπειτα από δέκα μέρες το δεύτερο, ή αν όταν τα δύο μέρη παίζονται ανά μέρα στο «Από μηχανής» θα έχει το κουράγιο να ξεκινήσει να πάει σ’ αυτό και τις δύο μέρες. «Τίποτα δεν μπορώ να σου πω με σιγουριά, γιατί είναι η πρώτη φορά που αποτολμούμε κάτι τέτοιο.

    Η δική μου πεποίθηση κι ελπίδα, αν θέλεις, είναι να κεντρίσουμε το ενδιαφέρον του κοινού απ το πρώτο κομμάτι, για να έρθει να δει και το δεύτερο».

    Κι αυτοί που θα έρθουν να δουν την ενιαία παράσταση; Θα πρέπει να μείνουν στο θέατρο για επτά ολόκληρες ώρες. Άρα θα πρέπει να έρθουν με προμήθειες, τον ρωτώ.

    «Όχι, θα προσφέρουμε καφέ στο φουαγιέ, ενώ υπάρχει η σκέψη σε έναν διπλανό χώρο να υπάρχουν βότκα και πιροσκί – για να μη βγαίνουν από το… κλίμα, σε πολύ χαμηλές τιμές».

    Τολμηρό το επιχείρημα. Μα οφείλει να πρωτοπορεί μια Πειραματική Σκηνή.

    Και το πείραμα αυτό κόστισε πολύ κόπο, πολύ χρόνο, εξοντωτικές και πολύωρες πρόβες και δόσιμο ψυχής από όλους τους συντελεστές.

    «Ναι, ο κόπος είναι πολύς», λέει ο Λιβαθινός, «αλλά πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο ο αγώνας μας».

    Ο «Ηλίθιος» είναι αγαπημένο έργο του Στάθη Λιβαθινού, πόσο μάλιστα που παλαιότερα το είχε παίξει αφήνοντας τις καλύτερες των εντυπώσεων ο λατρεμένος θείος του, ο αξέχαστος Μάνος Κατράκης.

    Η ταυτότητα της παράστασης 

    Η μετάφραση του «Ηλίθιου» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι είναι του Άρη Αλεξάνδρου, ενώ τη δραματουργική επεξεργασία έκανε ο Σάββας Κυριακίδης με τη συμβολή όλων των ηθοποιών της παράστασης. Τα σκηνικά και τα κοστούμια φιλοτέχνησε η Ελένη Μανωλοπούλου. Τη μουσική έγραψε ο Θοδωρής Αμπαζής, την κινησιολογία υπογράφει η Σεσίλ Μικρούτσικου, ενώ τους φωτισμούς σχεδίασε ο Αλέκος Αναστασίου. Παίζουν οι ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά): Α. Αϊδίνη, Β. Ανδρέου, Σ. Γράψας, Π. Γιωρκάτζης, Δ, Ημελλος, Στ. Ιακωβίδης, Ν. Καρδώνης, Μ. Κίτσου, Δ. Κούρτη, Καν. Μενούτη, Δ. Μοθωναίος, Δ. Μυλωνάς, Μ. Ναυπλιώτου, Δ. Παπανικολάου, Ελ. Ρουσσινού, Μ. Σαββίδου, Σ. Σωπύλης, Γ. Τσεμπερλίδης, Σ. Τσινάρη.

    «Ο Ηλίθιος» θα παρουσιαστεί σε δύο μέρη. Το α΄ μέρος έχει τίτλο «Η Γη της Επαγγελίας» και κάνει πρεμιέρα σήμερα.

    Το β΄μέρος έχει τίτλο «Ο φτωχός ιππότης» και θα παρουσιάζεται από τις 28 Μαρτίου. Τις Κυριακές η παράσταση θα παρουσιάζεται ενιαία.

    17.03.2007, Μπουζιώτης Βασίλης «Ντοστογιέφσκι αλά… Μπεν Χουρ», Έθνος

  • Ο Ντοστογιέφσκι γοητεύει και στο θέατρο

    Τρεις γνωστοί σκηνοθέτες ανεβάζουν διασκευές μυθιστορημάτων του μεγάλου Ρώσου κλασικού στις αθηναϊκές σκηνές

    Τι συμβαίνει με τον Φιόντορ Ντοστογιέφσκι; Τι συμβαίνει με τον κλασικό μυθιστοριογράφο του 19ου αιώνα που όχι μόνο πολιτογραφήθηκε και «θεατρικός» κατά τη διάρκεια του 20ού χωρίς να έχει αφήσει πίσω του ούτε ένα θεατρικό, αλλά εισέρχεται… μπιτάτος (όπως τον χαρακτήρισε νεαρός ηθοποιός) και στον 21ο;

    Όχι μόνο εξακολουθεί να διαβάζεται ο ζοφερός (έλεγαν κάποτε…) Ρώσος κλασικός, αλλά τα έργα του, πολυσέλιδα μυθιστορήματα ή νουβέλες, παρουσιάζονται τακτικά πλέον και από σκηνής διεθνώς -και στη χώρα μας, όπου αυτή τη στιγμή τρεις σημαντικοί άνθρωποι του θεάτρου μας ετοιμάζουν ισάριθμες παραστάσεις με έργα του ενώ μια τέταρτη παίζεται ήδη (Έγκλημα και τιμωρία στο Εσωθέατρο).

    Ο κόσμος του Ντοστογιέφσκι, η «άβυσσος» που εκείνος μετά δέους και ελέους ανίχνευσε, φαίνεται ότι σήμερα είναι φανερή (αν μη τι άλλο) όσο ποτέ. Ο σύγχρονος κόσμος «εικόνα της είναι και της μοιάζει» -κι αυτό είναι η αιτία που προκαλεί τους ανθρώπους του θεάτρου να καταπιάνονται με το δυσχερέστατο εγχείρημα του ανεβάσματος στη σκηνή των τερατωδών μυθιστορημάτων του. Το βεβαιώνουν στην «Κ», καθένας με τον τρόπο του, η Μάγια Λυμπεροπούλου, ο Λευτέρης Βογιατζής και ο Στάθης Λιβαθινός οι οποίοι τον καιρό αυτό έχουν ξανοιχτεί στα βαθιά και παλεύουν να δαμάσουν σε θεατρική παράσταση τον αβυσσαλέο ντοστογιεφσκικό κόσμο.

    Πρώτος ο Λιβαθινός ανεβάζει τις επόμενες μέρες στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, που ως γνωστόν διευθύνει, τον «Ηλίθιο», με τη γνωστή, εκλεκτή ομάδα των ηθοποιών της Πειραματικής. Θα ακολουθήσει ατομικό ρεσιτάλ του Βογιατζή με την «Ήμερη», κοντά στο Πάσχα στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων, και το καλοκαίρι, στο Φεστιβάλ Αθηνών, η Μάγια Λυμπεροπούλου θα παρουσιάσει το αποτέλεσμα της δουλειάς της επάνω στους «Δαίμονες» (Δαιμονισμένους) με έναν εκπληκτικό θίασο 22 λαμπρών ηθοποιών.

    Άβυσσος άβυσσον… δεν καλεί

    «Άβυσσος». Κοινή διαπίστωση και των τριών συνομιλητών μας για το ντοστογιεφσκικό όραμα του κόσμου -άβυσσος όμως που δεν «καλεί άβυσσον», αλλ’ αντίθετα αποζητά εναγωνίως φως και λύτρωση. «Άβυσσος που αποζητά μια τάξη, μια ηρεμία, ένα καταστάλαγμα, πράγμα που είναι και σημερινό αίτημα», λέει ο Λ. Βογιατζής «Υπάρχει μια τρομακτική ανάγκη και ελπίδα σωτηρίας μέσα στο νου του Ντοστογιέφσκι –που είναι βασική συνθήκη και της ανθρώπινης υπόστασης εν γένει. Αυτό το δίπολο. Η άβυσσος και η ελπίδα της σωτηρίας».

    «Η εποχή σύγχυσης που ζούμε», παρατηρεί η Μ. Λυμπεροπούλου «καθρεφτίζεται στην άβυσσο που απασχολεί τον Ντοστογιέφσκι σε όλο του το έργο -συγγραφέας που αποκαλύπτει τα βάθη και φέρνει στο φως τις συνέπειες. Άλλο πολύ σημερινό χαρακτηριστικό του είναι ότι δεν ταυτίζεται με κανέναν από τους ήρωες των έργων του – είναι με όλους. Είναι όλοι. Κάτι πολύ ενδιαφέρον στην πολύπλοκη εποχή μας, όπως και το ανθρώπινο γελοίο που δείχνει, με όλο του το έλεος, ή ο παροξυσμός, το παραλήρημα που τον διακρίνει. Βρίθουν τα έργα του από στιγμές κρίσης. Κι έχω ακούσει νέους ηθοποιούς να τον χαρακτηρίζουν μπιτάτο. «Είναι μπιτάτος», λένε, γιατί διαβλέπουν κάτι πολύ σημερινό στα έργα του, αυτόν τον εσωτερικό παροξυσμό».

    «Πέρα από τα γνωστά υπάρχουν και μερικά άλλα χαρακτηριστικά που κάνουν τον Ντοστογιέφσκi σύγχρονό μας», επισημαίνει ο Στ. Λιβαθινός: «Ο αυτοσχεδιασμός. Είναι συγγραφέας που δεν έβαλε ποτέ τελεία. Οι ιδέες του είναι σαν τις ρώσικες κούκλες – βγάζει συνέχεια τη μία εκδοχή μέσα από την άλλη. Γι’ αυτό, όντας κλασικός, η γραφή κι η σκέψη του είναι κινηματογραφική, μοντέρνα. Αλλά είναι και μεγάλος παίκτης, όπως αποκαλύπτουν τα σημειωματάριά του. Παίζει με τις ιδέες του, τους ήρωές του. Αμολάει τα πρόσωπά του ελεύθερα να παίζουν στο γυμνό τοπίο της ζωής. Ξεχνάς συχνά από πού ξεκίνησε μια ιδέα. Και νομίζεις ότι θέλει να σε ταξιδέψει κάπου αλλού κρυφά – σε μιαν άβυσσο, με την οποία πάντα συνορεύει ο Ντοστογιέφσκι – ώσπου να συναντηθείτε ξανά στην άλλη άκρη της γέφυρας, αλλαγμένοι κι η ιδέα κι εσύ! Εγώ πιστεύω ότι είναι ποιητής ο Ντοστογιέφσκι. Ο ρυθμός των εικόνων και των σκέψεών του έχει συχνά την ελευθερία ενός ποιητή».

    Υποδόρια σχέση με τη σκηνή

    Σύγχρονός μας ο Ντοστογιέφσκι, αλλά αυτό δεν αρκεί για να εξηγήσει την πυκνή παρουσία μυθιστορημάτων του στη σκηνή. «Πολλοί το αποδίδουν στους διαλόγους του, που διακρίνονται μάλιστα από έντονη προφορικότητα, όπως κι οι μονόλογοί του», λέει η Μ. Λυμπεροπούλου. «Κι εγώ πιστεύω ότι υπάρχει θέατρο μέσα στα έργα του, αλλά θα πρόσθετα ότι φέρνει στη σκηνή και το παρασκήνιο – αυτό είναι το συναρπαστικό! Εκείνες τις περίεργες διαδρομές που ακολουθεί κάτι πριν γίνει έκφραση. Τα λόγια των ηρώων του είναι το ένα εκατοστό που βλέπουμε από το παγόβουνο».

    «Συγγραφέας εξαιρετικά ζωντανός σε όλα του – φόρμα, περιεχόμενο, τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τα ζητήματα που θίγει», παρατηρεί ο Λ. Βογιατζής. «Αποδίδοντας τους χαρακτήρες, φωτίζει ταυτόχρονα πολλές πλευρές, τόσα αντικρουόμενα στοιχεία – κάτι συνταρακτικό, γιατί είναι ένα στοιχείο που αντί να σε σταματάει και να σε βάζει σε σκέψη, αντίθετα δημιουργεί δράση. Κάτι που αντανακλά θέατρο βέβαια».

    «Δεν είναι τυχαίο που από τα πρώτα κιόλας χρόνια του 20ού αι. ανέβηκε στη σκηνή μυθιστόρημά του», επισημαίνει ο Στ. Λιβαθινός. «Ήταν το Έγκλημα και τιμωρία και το ανέβασε ο Νεμιρόβιτς-Ντάτσινκο, σύντροφος του Στανισλάβσκι στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Αυτός είπε και το περίφημο: “Είναι ο μόνος συγγραφέας στον κόσμο που σκέφτεται θεατρικά και γράφει μυθιστορήματα”. Ο Ντοστογιέφσκι περιέχει το θέατρο. Έχει ποικιλία υφών και μια ζηλευτή ένταση στα θέματά του, που το θέατρο την έχει μεγάλη ανάγκη».

    Με διαφορετικό τρόπο ανεβάζει καθένας το λογοτέχνημα: Η Λυμπεροπούλου μετέφρασε η ίδια κι έκανε διασκευή σε διαλογική μορφή, χωρίς αφηγηματικά μέρη. Ο Βογιατζής μετέφρασε αλλά δεν έκανε διασκευή με διαλόγους κ.λπ. Κάπου ανάμεσα ο Λιβαθινός (μαζί με τους ηθοποιούς στην πολύμηνη πρόβα και με συνδρομή του δραματολόγου Σάββα Κυριακίδη – σε μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου): Και αφηγηματικά μέρη, και διάλογοι – «προσπάθεια να σμίξουν τα δύο είδη σε μια παράσταση».

    «Ηλίθιος», η ευαισθησία ως ελάττωμα

    «Ο ηλίθιος», που ανεβαίνει τις επόμενες μέρες στην Πειραματική του Εθνικού, είναι έργο έντονων οικογενειακών αναμνήσεων για τον Στ. Λιβαθινό, αφού το είχε παίξει παλιά ο θείος του, ο Μάνος Κατράκης.

    Ένα το κρατούμενο και δεύτερο η ροπή του προς τη θεατροποίηση της λογοτεχνίας -από την εποχή που ανέβασε Παπαδιαμάντη, τη «Νοσταλγό». «Πράγμα που προσπαθώ να συνεχίσω τώρα με τον Ντοστογιέφσκι» λέει, «άλλωστε οι δυο τους κάθονται δίπλα δίπλα, συγγενεύουν νομίζω, δεν είναι μακρινές προσωπικότητες».

    Τρίτον, και ο κύβος ερρίφθη, το θέμα του έργου: «Εξυπνάδα εναντίον ευαισθησίας και αθωότητας και πώς αυτά συναντιούνται στη σύγχρονη ζωή είναι για μένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα αυτή τη στιγμή», αποκαλύπτει. «Μέσα σ’ αυτό ζω αυτό τον καιρό και είναι κάτι που αφορά όλη την ομάδα ηθοποιών με την οποία δουλεύουμε αυτά τα 6,5 δύσκολα χρόνια στην Πειραματική. Το κατά πόσο γίνεται να υπάρχει σήμερα ανάμεσά μας ένας άνθρωπος που οδηγείται στην καταστροφή από ευαισθησία και ανθρωπιά είναι για μένα ένα αίνιγμα που θα ήθελα να το ψάξω σε μια σύγχρονη παράσταση».

    Θα είναι και στην όψη σύγχρονη; «Σκηνικό και κοστούμια (Ελένη Μανωλοπούλου) δεν είναι “εποχής”, κρατάνε μόνο λίγα κλασικά ρώσικα στοιχεία. Δεν θα προδώσουμε τον συγγραφέα, αλλά θα έρθουμε πιο κοντά στο σήμερα, γιατί στην εποχή μας είναι πολύ πιο τραγικό αυτό το θέμα της ψυχικής ομορφιάς, που φαντάζει κάτι πολύ ακραίο πια, κάτι δυσεύρετο. Γιατί ο Ντ. βάζει τρομερά προβλήματα όχι μόνο φιλοσοφικά, αλλά και αισθητικά, προβλήματα ύφους: Τι κάνει κανείς, λ.χ., με την αθωότητα σαν θέμα σήμερα στη σκηνή, ζώντας σε μια εποχή όπου η αθωότητα είναι ελάττωμα; Όπου η ευαισθησία καταστρέφει αντί να σώζει; Τεράστιο ζήτημα που πρώτα το αντιμετωπίζεις μέσα σου και μετά στη σκηνή».

    Μην περιμένει βέβαια κανείς «κλασικά εικονογραφημένα». Οι σκηνές, αφήγηση ή διάλογος, θα εναλλάσσονται «με τρόπο απλό, καθαρά θεατρικό και άμεσο», αλλά με την έγνοια «η αφήγηση να ξυπνάει τη φαντασία, όχι να την κοιμίζει. Αφηγηματικό θέατρο δεν είναι απλώς να δείχνεις αυτά που λες, αλλά κάτι πολυδιάστατο επί της ουσίας. Η πρόκληση για μένα είναι πώς συνδιαλέγονται επί σκηνής αφήγηση και διάλογος».

    Στην παράσταση πρωταγωνιστούν οι: Βασίλης Ανδρέου, Μαρία Ναυπλιώτου, Δημήτρης Ήμελλος, Δέσποινα Κούρτη και Νίκος Καρδώνης και παίζουν επίσης, Στάθης Γράψας, Δημήτρης Παπανικολάου, Μαρία Σαββίδου, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Στράτος Σιωπύλης, Κανελλίνα Μενούτη, Στέλιος Ιακωβίδης, Ελένη Ρουσινού, Σοφία Τσινάρη κ.ά.

    Μουσική Θόδωρος Αμπαζής, κίνηση Σεσίλ Μικρούτσικου, φωτισμοί Αλέκος Αναστασίου.

    25.02.2007, Αγγελικόπουλος Βασίλης «Ο Ντοστογιέφσκι γοητεύει και στο θέατρο», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Αφιέρωμα περιοδικού «Φουαγιέ»- Ο «Ηλίθιος» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού

    Ο «Ηλίθιος» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού

    Ο «Ηλίθιος» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι αφορά στην αντιπαράθεση ενός ανθρώπου με υπερβατική προσωπικότητα με έναν κοινωνικό περίγυρο σαθρό και ηθικά απαξιωμένο. Το μυθιστόρημα, ογκώδες και πολυπρόσωπο, εμφανίζει σοβαρές δυσκολίες όσον αφορά στη δραματοποίησή του. Δυσκολίες που υπερκεράστηκαν μέσα από μια σειρά ευρηματικών τεχνικών οι οποίες βοήθησαν στην οργάνωση του αχανούς υλικού αλλά και στη σκηνική διευθέτηση των μυθιστορηματικών όγκων. Η επί σκηνής αφήγηση κινείται από στόμα σε στόμα, καθώς τη σκυτάλη της παίρνουν διαδοχικά όλοι οι ηθοποιοί, – εκτός από τον ηθοποιό που υποδύεται τον πρίγκιπα Μίσκιν -, για να ξετυλίξουν το νήμα της ιστορίας σε δύο επίπεδα: το αφηγηματικό,- όπου η ομάδα των ηθοποιών αναδύεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου για να διηγηθεί τη δράση των ηρώων -, και το αναπαραστατικό,- όπου οι ηθοποιοί ενδύονται τους ρόλους και ακολούθως τους υποδύονται, υπερβαίνοντας τα χωροχρονικά πλαίσια του σκηνικού περίγυρου και μεταβαίνοντας σε χώρους δράσης, που έχει αριστοτεχνικά στήσει σε αφηγηματικό επίπεδο ο Ντοστογιέφσκι και ευρηματικά υλοποιεί ο Στάθης Λιβαθινός, σε συνεργασία με τη σκηνογράφο Ελένη Μανωλοπούλου.

    Η γοητεία αυτής της παράστασης έγκειται στο ότι αντιμετωπίστηκε σαν ένα γεγονός σε εξέλιξη κι όχι σαν μια «μουσειακή» καταχώρηση.

    Η έκπληξη στο πρώτο μέρος πηγάζει από την εσωτερικότητα των ερμηνειών, το ξετύλιγμα της δράσης σε ρυθμούς νωχελικούς, σε επιμέρους αναμετρήσεις που αποκαλύπτουν τις κρυφές προεκτάσεις των προσδοκιών μέσα από δύστοκες εκμυστηρεύσεις, δυσβάστακτες συνομιλίες, τολμηρές αποκαλύψεις των βαθύτερων αιτιών και καταστάσεων, συγκρούσεις αιματηρές ενίοτε δε και θανατηφόρες…

    Στο δεύτερο μέρος τα συναισθήματα εγείρονται, οι καταστάσεις ορθώνονται απειλητικές, οι ρυθμοί εντείνονται, τα γεγονότα εναλλάσσονται με καταιγιστικό ρυθμό, το δράμα κορυφώνεται…

    Ο Βασίλης Ανδρέου πετυχαίνει ως Μίσκιν να ισορροπεί με δεξιοτεχνία ανάμεσα στην ασθενή φύση και στην απαράμιλλα γοητευτική προσωπικότητα του ήρωα που εμβολίζει τις δεδομένες συνθήκες προκαλώντας, χωρίς πρόθεση σχεδόν, την πλήρη ανατροπή των σταθερών ύπαρξης και εξέλιξης.

    Ο Δημήτρης Ήμελλος εμβολιάζει με την αρρενωπότητά του, την αδράνεια του περιβάλλοντός του Ραγκόζιν, προβάλλοντας την εξαίσια ανατρεπτικότητά του, που πηγάζει από την ίδια τη θερμόαιμη φύση του και τις ανεξέλεγκτες δυναμικές του ψυχισμού του.

    Η Μαρία Ναυπλιώτου αποπνέει θηλυκότητα και δυναμισμό, ερμηνεύοντας με συνέπεια τη Ναστάσια η οποία γκρεμίζει τα κάστρα της συμβατότητας μέσα από το ξεχύλισμα ενός πάθους που, παρά τις αντιξοότητες, αγγίζει την ποθητή υπέρβαση και μετουσιώνεται στη βαθύτερη και ουσιωδέστερη εκδοχή αγάπης, εκπεφρασμένης με αυτοθυσία απαράμιλλη.

    Το σύνολο των ηθοποιών, αρμονικά συντονισμένο, υπηρετεί τη σκηνοθετική γραμμή με ευσυνειδησία, ταλέντο και συνέπεια. Λειτουργική και ευέλικτη η κάθε υποκριτική γραμμή συντελεί στην σύνθεση ενός συνόλου δυναμικών που ανταποκρίνονται στην εντέλεια για την πραγμάτωση του όντος φιλόδοξου σκηνοθετικού οράματος του Λιβαθινού. Ο οποίος δημιουργεί εμπνευσμένες ατμόσφαιρες και καταστάσεις, τόσο έκρυθμες όσο και κρίσιμες, για την ολοκλήρωση του δράματος, όχι μέσα απ’ τα στιγμιότυπα, αλλά μέσα από τις αόρατες συνδέσεις τους.

    Ευθύβολη και ακριβής, η σκηνοθετική κατεύθυνσή του, ολοκληρώνεται με έμπνευση και ανατρεπτικότητα σε μια καλοδουλεμένη και καλοστημένη παράσταση που λειτουργεί καταλυτικά στον θεατή, εμπνέοντάς τους συναισθηματική, ψυχική και νοητική συμμετοχή. Οι επιμέρους σκηνές συμπληρώνουν το παζλ μιας τοιχογραφίας χαρακτήρων και δράσεων όπου αναμετρώνται τα συναισθήματα με τη λογική κι οι κανόνες με τις ανατροπές τους, μέσα από την αναμέτρηση του υπερβατικού εαυτού με την καθ’ έξιν υποκρισία της ανθρώπινης φύσης.

    Η παράσταση διαρκεί έξι ώρες με πέντε διαλείμματα, ή με την επιλογή της παρακολούθησής της σε διαφορετικές μέρες και σε δύο τρίωρα μέρη. Ωστόσο θα πρότεινα να τολμήσετε την εξάωρη εκδοχή χωρίς κανένα κίνδυνο να κουραστείτε, αφού η ροή της επιτρέπει στον θεατή, την απρόσκοπτη συμμετοχή με μοναδικό διαβατήριο τη συναίσθηση της εσωτερικότητας των δράσεων και της μαγείας των αντιδράσεων των ηρώων. Οι παραστάσεις ξεκινούν στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου τον Σεπτέμβριο. Το Α΄ μέρος τιτλοφορείται «Η γη της επαγγελίας», ενώ το Β΄ μέρος, «Ο φτωχός ιππότης».

    Κείμενο: Μαρία Κυριάκη

     

    Στάθης Λιβαθινός: Αποστολή της θεατρικής πράξης, η αφύπνιση των ξεχασμένων αξιών.

    Ο Στάθης Λιβαθινός διαθέτει ένα πολύτιμο φορτίο σπουδών, με ιδιαίτερο βάρος στη Ρώσικη δραματουργία και λογοτεχνία. Εμπνευσμένος από εκείνη τη σπάνια ουσία με την οποία είναι εμποτισμένος ο εν γένει πολιτισμός της απέραντης γης των Ρώσων, είναι εξοπλισμένος με τη βαθιά αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων και τη σπάνια αίσθηση της βαθομέτρησης του ψυχισμού των δημιουργών αλλά και των ηρώων τους. Αποφάσισε να σκηνοθετήσει τον Ηλίθιο του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, έχοντας πάρει το ρίσκο να ξεκινήσει μια δουλειά που ίσως να μην ολοκληρωνόταν και ποτέ. Γνώστης των αντιθέσεων και των εκρήξεων που συνταράσσουν τη ζωή των ηρώων του Ρώσου δραματουργού συνταίριαξε το υλικό του με σεβασμό στο μυθιστορηματικό κείμενο, εναρμονίζοντας δράσεις και αφήγηση μέσα από λεπταίσθητες εσωτερικές διαδικασίες που εξελίχτηκαν σε θεατρικό κείμενο, στη διάρκεια των προβών, σε συνεργασία με το Σάββα Κυριακίδη που υπογράφει τη δραματουργική επεξεργασία αλλά και με τη συμμετοχή της ομάδας των ηθοποιών. Οι οποίοι έχοντας την εμπειρία της μεταφοράς ενός λογοτεχνικού είδους σε θεατρικό, από προηγούμενες συνεργασίες τους με το Λιβαθινό, ξεκίνησαν ένα μαραθώνιο προβών για να καταλήξουν σε μια παράσταση έξι ωρών συνολικά, που χαρακτηρίζεται από την εναρμόνιση των ερμηνειών, την πειθαρχημένη εξισορρόπηση των ρυθμών αλλά και τη μαγευτική, πειστική απεικόνιση του κόσμου τον οποίο εμβολίζει με την παρουσία του ο ήρωας-Μίσκιν και την εμπεριστατωμένη εξιστόρηση της συναρπαστικής δράσης του. Ο σκηνοθέτης μας μιλάει για το συγγραφέα που του ενέπνευσε την επιθυμία αυτής της παράστασης και τον τρόπο που επιδίωξε να τον προσεγγίσει ψυχικά και διανοητικά.

    Για τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι

    Ο Ντοστογιέφσκι έτσι κι αλλιώς είναι μια ξεχωριστή περίπτωση συγγραφέα και το έργο του ανήκει σ’ αυτό που λέμε ξεχωριστές στιγμές της παγκόσμιας δραματουργίας. Στην πραγματικότητα κι η λέξη «ανήκει» είναι τραβηγμένη, ο Ντοστογιέφσκι δεν ανήκει πουθενά, είναι ο Ντοστογιέφσκι. Το να τον πλησιάσει μία εποχή και να του αναγνωρίσει το ότι η δουλειά του περιέχει κάποιες εξαιρετικά σημαντικές σκέψεις που τις χρειάζεται αυτή η εποχή, είναι ένα σημάδι ότι έχει ωριμάσει αρκετά ώστε να δεχτεί αυτόν τον συγγραφέα… Ο Ντοστογιέφσκι ευτυχώς έχει πει όσα έχει πει, κι απλώς ο λόγος του περιμένει τον χρόνο στον οποίο θα επανέλθουν τα τεράστια αναπάντητα ερωτηματικά του και θα αποζητάται η παρηγοριά που προσφέρει στην ανθρώπινη ψυχή μέσα από μια, κάθε φορά, «δοκιμασία». Γενικότερα όλα του τα έργα εμπεριέχουν μια «δοκιμασία».

    Για την επιλογή του «Ηλίθιου» και τη σκηνική απόδοσή του

    Σ’ εμένα η επιλογή αυτή δεν ήρθε τώρα, είναι μια σκέψη που με ταλανίζει χρόνια και με απασχολεί γιατί αγαπώ τον συγγραφέα. Και για μένα αγαπώ σημαίνει διατηρώ το αίνιγμα ανοιχτό, δεν έχω καμία απάντηση έτοιμη. Έτσι, πίστεψα ότι ο Ντοστογιέφσκι θα οδηγήσει εμένα και την ομάδα σε μια σειρά από ανακαλύψεις γύρω από το ποιας μορφής «θέατρο» του αντιστοιχεί. Βλέπεις ο Ντοστογιέφσκι δεν έχει γράψει θέατρο γιατί δεν το χρειαζότανε όπως για παράδειγμα κι ο Μπαχ δεν έχει γράψει όπερα γιατί δεν τη χρειαζότανε. Τα δημιουργήματά του είναι πολύ έντονα θεατρικά αλλά είναι μυθιστορήματα. Λοιπόν αυτό υποσχόταν κι έναν άλλο τρόπο δουλειάς που με ενδιέφερε πάρα πολύ. Όπως ξέρεις η δουλειά πάνω στη λογοτεχνία με αφορά και ως περιπέτεια της ψυχής αλλά και ως μια λειτουργία πάνω στη «γλώσσα». Συνήθως όταν λέμε γλώσσα, εννοούμε κάτι που κοιμάται, κάτι που απαγγέλλεται, κάτι που υπάρχει απλά γραμμένο ή κάτι τέλος πάντων που είναι βαρετό που επίσης δεν με αφορά γιατί και η γλώσσα ανανεώνεται αφενός, αφετέρου γιατί και ο Ντοστογιέφσκι όπως σε όλα τα επίπεδα της γραφής του, έτσι και στη γλώσσα ήταν επίσης πειραματιστής κάτι που μας διαφεύγει καλώς ή κακώς γιατί οι μεταφράσεις των έργων του μέχρι σήμερα οδήγησαν πολλές γενιές στο να έχουν μια γραφική αντίληψη γι’ αυτήν με πολλά δημοτικίστικα στοιχεία και με ανακρίβειες…

    Έχοντας την πολυτέλεια να μπορώ να τον διαβάσω στο πρωτότυπο μου δόθηκε η δυνατότητα να τον μεταφέρω και καλύτερα στους ηθοποιούς μου και να βρω ένα πολύ σύγχρονο, ένα αντίστοιχο δηλαδή της γλώσσας του, όχι μόνο της θεατρικής αλλά και της λογοτεχνικής, δηλαδή μια γλώσσα η οποία να αφορά και την αφήγησή του και τους διαλόγους του. Οι διάλογοί του είναι εφάμιλλοι ενός άψογου θεατρικού έργου, πέρα από κάθε συναγωνισμό και κάθε υψηλή προσδοκία, αλλά η αφήγησή του είναι το κυρίως πρόβλημα σε μια σκηνική μεταφορά. Είναι γεμάτη από εικόνες κι αποδράσεις από την κεντρική αφήγηση, σαν ένα δέντρο που τα κλαριά του τινάζονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Και μέσα σ’ όλα αυτά πρέπει να υπάρξει ένας  κρυφός κύκλος κρυφών πληροφοριών για να μπορέσει να καταλάβει ένας θεατής τι του γίνεται.

    Για τους ήρωες του μυθιστορήματος που έγιναν ρόλοι

    Οι ήρωες του έργου είναι «αυτός» και οι «άλλοι». Είναι ο «Ηλίθιος» και οι άλλοι. Ο Ηλίθιος όσο κι αν προς το τέλος της ζωής του αφομοιώνεται από τον κοινωνικό του περίγυρο και προσεγγίσει το μοντέλο της δυτικής σκέψης, είναι και παραμένει ένας άνθρωπος από διαφορετικό υλικό, από άλλη πάστα, με άλλες αρχές, με άλλο ποιόν…

    Υπάρχουν πρόσωπα τα οποία θα μπορούσαν να υπάρχουν και σε λογοτεχνήματα άλλων συγγραφέων. Εκείνο που τα διαφοροποιεί είναι το βαθύτερο νόημα που τα αναδεικνύει και τα επί μέρους θέματα, ο τρόπος που τα διαχειρίζεται και τα εμπλέκει στη διάρκεια της εξέλιξης της δράσης ο συγγραφέας. Δηλαδή εδώ εμφανίζονται αρχετυπικά μοντέλα ηρώων όπως η απελπισμένη ερωμένη, ο ερωτικός ανταγωνιστής, οι γονείς της νύφης… Δεν είναι σ’ αυτά που πρωτοτύπησε ο Ντοστογιέφσκι, παρ’ όλο που η θεματολογία του ξεφεύγει από τα καθιερωμένα της εποχής του και μπαίνει σιγά-σιγά σε σαλόνια, σε ανώτερους κοινωνικούς κύκλους… Δηλαδή βάζει τον Ηλίθιο να αναμετρηθεί με το απαύγασμα της τότε κοινωνίας, κάτι που βεβαίως αν το καλοσκεφτεί κανείς είναι πάρα πολύ ακραίο. Δηλαδή στον Ντοστογιέφσκι υπάρχουν πολύ ακραίες συγκρούσεις αλλά όπως λέει ο ίδιος «Τίποτα πιο φανταστικό από το πραγματικό».

    Για τον Μίσκιν

    Μπορώ να πω πως ο Ηλίθιος είναι ένας άνθρωπος με προδιαγραφές αγγέλου ή αγίου, ουσιαστικά είναι ο άνθρωπος με την απόλυτη ευαισθησία, με την απόλυτη δεκτικότητα. Χωρίς να είναι βλάκας. Είναι αφελής, είναι εύπιστος αλλά πανέξυπνος, διαθέτει αυτό το εξαιρετικά δύσκολο αλλά και ενδιαφέρον μίγμα αντίθετων χαρακτηριστικών. Το μόνο που δε γνωρίζει είναι το κακό. Στη ζωή όμως δεν μπορείς να περπατήσεις χωρίς το κακό. Αντιλαμβάνεται με εξαιρετική βαθύτητα τα πράγματα κι ότι δεν του είναι οικείο το κατανοεί μέσω ευφυΐας, μέσα από ψυχικούς δρόμους, αντλώντας από την ιδιαίτερη και βαθιά φύση του. Είναι άλλου είδους η ευφυΐα του… Ότι βλέπει μπροστά του, το καθρεφτίζει απ’ ευθείας, επηρεάζεται απ’ αυτό και τον απασχολεί. Τώρα τα άλλα πρόσωπα είναι πρόσωπα που το καθένα με τον τρόπο του μεταφέρει μια ακρότητα, μια διαφορετική ευφυΐα. Η Ναστάσια Φιλίποβνα, ένας άνθρωπος προορισμένος για υψηλά επιτεύγματα αλλά με πάρα πολύ δύσκολη, κατεστραμμένη παιδική ηλικία. Προφανώς ο Ηλίθιος δεν έχει πρόβλημα να αναμετρηθεί μαζί της και να ταπεινωθεί απέναντί της όπως και με τον καθένα. Οι αξίες του είναι αυτονόητες αλλά και πολύ ξεχασμένες… Κι είναι η δουλειά του θεάτρου αυτή… να κινητοποιήσει τις διαδικασίες που θα μας κάνουν να τις ξαναθυμηθούμε, να έρθουμε σε επαφή μαζί τους.

    Η περιπέτεια της παράστασης

    Ένας από τους λόγους που το έργο είναι τόσο σύγχρονο στις μέρες μας είναι η ανάγκη για αναβίωση των αξιών που εκφράζει. Συν βέβαια και το γεγονός ότι είναι πολύ προχωρημένη η σκέψη του συγγραφέα, συγκλονιστική, ανθρώπινη, αστεία, είναι ένας συγγραφέας με τρομερό χιούμορ. Παρ’ όλο που δυστυχώς οι μεταφράσεις μας τον παρουσιάζουν κάπως σοβαροφανή, κι η εικόνα του όπως έχει μεταφερθεί σε μας, λόγω του παρουσιαστικού του, τον θέλει λίγο σοβαροφανή, διαθέτει αυτό το βαθύτερο χιούμορ που κάνει τους ήρωες ακόμα πιο τραγικούς.

    Επιπλέον πρόκειται για μια πυρακτωμένη φυσιογνωμία πολύ μέσα στην εποχή μας και το είδος του ανθρώπου για το οποίο μιλάει νομίζω ότι με αφορά άμεσα. Γιατί αποδεικνύεται ότι η αθωότητα που από μόνη της δεν είναι εισιτήριο για τίποτα, μπορεί τόσο να καταστραφεί όσο και να καταστρέψει.

    Όλα αυτά λοιπόν με ώθησαν να επιλέξω αυτό το έργο και μαζί και κάποιο μυστήριο που δεν μπορείς ποτέ να το ανιχνεύσεις, αφού κάποια έργα τελικά δεν τα επιλέγεις, σε επιλέγουν…

    Φυσικά συνέβαλε και η εξαιρετική και γενναιόδωρη κίνηση του αείμνηστου Νίκου Κούρκουλου, να μου παραχωρήσει τη δυνατότητα να πειραματιστώ μ’ ένα λογοτεχνικό έργο εξαιρετικά ογκώδες, χωρίς να έχω σίγουρο αποτέλεσμα από την αρχή. Του είπα, το παιχνίδι θα είναι καθαρό, δεν ξέρω πότε θα ανέβει η παράσταση, δεν υπάρχει καμιά σιγουριά για το αποτέλεσμα… Κι όταν δεν υπάρχει καμία σιγουριά για κάτι, το εγχείρημα με ερεθίζει ακόμα περισσότερο.

    Βέβαια ο Κούρκουλος δεν έζησε για να δει την πρεμιέρα την οποία του είχαμε αφιερώσει αλλά μας έδωσε την πολύτιμη δυνατότητα να δουλέψουμε χωρίς άγχος και να κάνουμε οκτώ μήνες πρόβες. Λιγότερο νομίζω δεν γινόταν για να βγουν οι δύο τρίωρες παραστάσεις. Και φυσικά, να είμαστε ευχαριστημένοι από το αποτέλεσμα.

    Κείμενο: Μαρία Κυριάκη

     

    Δημήτρης Παπανικολάου – Δέσποινα Κούρτη

    Από τον Ντιμπούκ στον ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι

    Στην παράσταση του «Ηλίθιου» ο Δημήτρης Παπανικολάου υποδύεται τον Αρνταλιόν Αλεξάνδροβιτς Ίβολγκιν κι η Δέσποινα Κούρτη την Αγλαΐα Ιβάνοβνα Επαντζίν την γυναίκα που διαλέγει για σύζυγο του Μίσκιν η δυναμική και τρελά ερωτευμένη μαζί του Ναστάσια Φιλίποβνα. Τους είχαμε απολαύσει πέρσι και πάλι στην Πειραματική Σκηνή, όπου υποδύονταν όλους τους ρόλους στο Ντιμπούκ του Μπρους Μάγερς σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη.

    Ντιμπούκ: Μια ιστορία έρωτα που υπερβαίνει τα ανθρώπινα και προσεγγίζει τη μεταφυσική. Με ποιο τρόπο τη διαχειριστήκατε υποκριτικά αλλά και ανθρώπινα;
    Δ.Π.: Δεν υπάρχει συνταγή σ’ αυτό. Νομίζω τη διαχειρίστηκα μόνο ανθρώπινα. Σε ότι έχω αντιμετωπίσει ως τώρα αυτό που με πάει πάντα μπροστά είναι να ανακαλύψω ένα θέμα. Μετά έρχεται το μεταφυσικό στοιχείο. Στο συγκεκριμένο έργο η αγωνία ενός νεκρού να κατακτήσει το σώμα της αγαπημένης του για να μπορέσει να ζήσει μέσα του, αντιμετωπίστηκε από εμένα ακριβώς σαν να ήταν η αγωνία ενός ζωντανού. Δεν θα μπορούσα να γνωρίζω τη μεταφυσική διάσταση της αγάπης αυτής. Ενώ την άλλη, του ζωντανού ανθρώπου, την ξέρω και μπορεί να μου αποφέρει μια έμπνευση. Υπάρχει ένα σοβαρό ζήτημα, να εκφράσεις τον πόθο για έναν άνθρωπο, μια κοπέλα που δεν μπορεί να σε δει γιατί σας χωρίζει ο θάνατος.

    Δ.Κ.: Σαν ηθοποιός ξεκίνησα από αυτά που είχα, δηλαδή τον Δημήτρη Παπανικολάου, το κείμενο και τον Σωτήρη Χατζάκη. Σαν άνθρωπος, ακόμα και τώρα που έχουν τελειώσει οι παραστάσεις συνεχίζω κάθε μέρα να αντιμετωπίζω το θέμα της αγάπης, το θέμα της υπέρβασης, το θέμα της μεταφυσικής, σαν αινίγματα που παραμένουν αναπάντητα.

    Πώς βλέπετε την πορεία σας στο θέατρο μετά από τις πρώτες σας επιτυχίες; Και που νιώθετε επιβράβευση ή και διάψευση;
    Δ.Π.: Δεν ξέρω αν είχα επιτυχία, είναι πολύ δύσκολη ερώτηση. Παραδόξως, αυτό που θα πω δεν έχει καμία σχέση με τον Ντιμπούκ, αλλά με το γεγονός ότι ήταν μια δουλειά βασισμένη πάνω σε δύο πρόσωπα. Η μεγάλη μου χαρά σ’ αυτό που έχω κάνει μέχρι τώρα, που δεν είναι και τίποτα, γιατί δεν έχω κάνει μεγάλους ρόλους, είναι να υπάρχω σε μια ομάδα. Και μέσα από το Ντιμπούκ και μέσα από τον Ηλίθιο, αυτό που δικαίωσε την επιλογή μου, είναι ότι ξεκίνησα και συνεχίζω να υπάρχω μέσα σε μια ομάδα και έχω πολύ καλούς συνεργάτες. Και που αρχίζουν να εναρμονίζονται οι κώδικές μας, ενώ αλλάζει και η μορφή της πρόβας. Δεν εξελίσσεται πια με τον ίδιο τρόπο, όλα γίνονται πιο γρήγορα αφού γνωρίζουμε βαθύτερα ο ένας τον άλλον.

    Δ.Κ.: Κοίτα η πορεία μου στο θέατρο ως τώρα και ελπίζω να συνεχίσει να είναι έτσι, έχει μεγάλη ποικιλία, έχει περιπέτεια, έχει μια γνησιότητα πιστεύω και αυτό δεν είναι μόνο δικό μου θέμα, είναι θέμα συνεργασιών, είναι θέμα ανθρώπων με τους οποίους βρίσκομαι μαζί. Αυτό είναι το πρώτο πράγμα στο οποίο πιστεύω. Για μένα από εκεί ξεκινάει το να μ’ αρέσει να είμαι κάπου. Ξέρεις το επάγγελμά μας δεν είναι μια δουλειά απλά, πρέπει να συμβαίνει και κάτι. Είναι μια δύσκολη πορεία. Υπάρχουν στιγμές που απογοητεύεσαι, στιγμές που νιώθεις ότι κάτι δεν πάει καλά. Αλλά κι αυτό είναι μέσα στη ζωή. Αυτή είναι η ζωή.

    Πώς αντιλαμβάνεστε την αιωνιότητα και τη σχέση της με τη βαθύτερη ουσία της πίστης, και της αγάπης εντός ή εκτός θρησκευτικού συναισθήματος;
    Δ.Κ.: Έχει άμεση σχέση καταρχήν με το θέμα της πίστης, για το θέμα της αγάπης δεν μπορώ να σου πω. Γενικά για το θέμα της αγάπης δεν μπορώ να πω πολλά, αλλά το θέμα της πίστης έχει να κάνει πάρα πολύ με την αιωνιότητα και το πώς την αντιλαμβανόμαστε. Επειδή είμαστε πεπερασμένοι και δυσκολευόμαστε να το αντιμετωπίσουμε αυτό. Η αιωνιότητα και τα συγγενή θέματα μου προκαλούν δέος και μετά φόβο. Δηλαδή φοβάμαι, άρα έχω ανάγκη να πιστεύω. Τόσο απλά. Πρόκειται για μια συνδιαλλαγή με το φόβο.

    Δ.Π.: Εγώ σ’ αυτό μπορώ να απαντήσω μόνο ανατρέποντάς το. Νομίζω ότι όταν μπλέκονται αυτά τα δυο, η αγάπη κι η αιωνιότητα, είναι μόνο για προφανείς λόγους δηλαδή με την κακή έννοια. Δεν θέλω να με απασχολεί το θέμα της αιωνιότητας γιατί μ’ εμποδίζει να δω τι γίνεται τώρα και μπορώ να ορίσω το θέμα της αγάπης μόνο ως αυτό που γίνεται τώρα. Μπορώ να πάρω δύναμη από το χρόνο στον οποίο μπορεί να απλωθεί η αγάπη, αλλά μπορώ να την συλλάβω σαν έννοια, μόνο στο σήμερα.

    Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
    Δ.Π.: Τα μελλοντικά σχέδια είναι άμεσα εξαρτημένα από τις επιλογές της πειραματικής σκηνής για την ώρα. Δηλαδή όσο θα είμαι εκεί. Αυτό με οδηγεί. Δεν σκέφτομαι κάτι άλλο. Αυτό για τις προτάσεις άλλωστε, είναι κάτι που έτσι κι αλλιώς σε μας δεν υφίσταται γιατί ξέρουν όλοι ότι είμαστε εκεί. Είμαι δεσμευμένος στην πειραματική σκηνή και είμαι πολύ ευχαριστημένος από τον τρόπο που δουλεύω.

    Δ.Κ.: Δεν κάνω μεγάλα σχέδια. Δεν ξέω τι να σου πω. Αλήθεια σου λέω. Έχουμε όνειρα, ξέρουμε τι επιθυμούμε, ξέρουμε τι ευχόμαστε. Έχω κάποια προσωπικά πολύ προσωπικά όνειρα που αφορούν και τη ζωή μου, αλλά δεν κάνω πολύ μεγάλα σχέδια, τελεσίδικα και αποφασιστικά.

    Μιλήστε μας για την εμπειρία σας στον ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι και τη συνεργασία σας με το Λιβαθινό.
    Δ.Π.: Η συνεργασία με το Λιβαθινό κρατάει χρόνια. Ήταν η πρώτη μου επιθυμία που έγινε πραγματικότητα, αφού τελείωσα τη σχολή. Τον παρακολουθούσα πολύ στενά, εννοώ τις παραστάσεις του, και τα έφερε έτσι η ζωή μας, μετά από τη διαδικασία των ακροάσεων, όταν ανέλαβε διευθυντής της Πειραματικής σκηνής, να είμαι εκεί. Δουλεύω από την πρώτη της παραγωγή το «Αγάπης αγώνας άγονος». Ο «Ηλίθιος» ήταν μια σύνθετη διαδικασία. Ξεκίνησε από απλές αναγνώσεις ολόκληρου του μυθιστορήματος. Αυτό δεν είναι απλό, να διαβάζεται δηλαδή από 19 ηθοποιούς, 2 και 3 φορές ολόκληρο ένα βιβλίο, 1700 σελίδων. Έτσι ξεκίνησε η επίπονη διαδικασία της διασκευής που προέκυψε από τις πρόβες, τις προτάσεις των ηθοποιών και σιγά-σιγά άρχισε να φαίνεται κάτι που πήρε τη διάσταση παράστασης και όχι μόνο. Έχουν ασφαλώς περικοπεί πράγματα. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά γιατί είναι τεράστιο έργο και πολύ σημαντικό και πολύ μεγάλο. Ήταν ένα πολύ, πολύ όμορφο ταξίδι όλο αυτό με τον «Ηλίθιο» και ένα σπουδαίο έργο της λογοτεχνίας αλλά και φοβερή πρόκληση γιατί περιέχει χαρακτήρες γεμάτους αντιθέσεις. Δεν μπορείς να τους πιάσεις από πουθενά. Είναι πάρα πολύ θεατρικό το γράψιμο του Ντοστογιέφσκι. Δεν είναι προβλέψιμο. Δεν είναι προβλέψιμοι οι χαρακτήρες και ο ίδιος θέλει συνέχεια να τους ανατρέπει. Και αυτή ως διαδικασία είναι πολύ θεατρική. Δηλαδή ο ίδιος ο συγγραφέας ανατρέπει την προσωπικότητά των ηρώων του, ανατρέπει τις ιδιότητες του χαρακτήρα τους.

    Δ.Κ.: Αισθάνομαι τυχερή που έχουμε να κάνουμε με αυτόν τον συγγραφέα φέτος. Από τότε που είχα αρχίσει να πρωτοδιαβάζω Ντοστογιέφσκι αισθανόμουν ότι είναι ένας συγγραφέας που πρέπει να τον διαβάσουν όλοι οι ηθοποιοί. Τώρα μας δίνεται η ευκαιρία να ανεβάσουμε ένα έργο του κι αυτό το θεωρώ τεράστιο δώρο. Αισθάνομαι επίσης ότι η ομάδα είναι σε μια καλή στιγμή, γνωριζόμαστε πολύ καλά. Ελπίζω η παράστασή μας να έχει έστω και λίγη από τη δύναμη που έχουν τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι. Για μένα είναι συγκλονιστικός. Τελευταία φορά που είχα σκεφτεί τόσο έντονα για κάποιον συγγραφέα ήταν ο Σαίξπηρ. Είναι μεγάλο δώρο να δουλεύεις πάνω σε τέτοια κείμενα, πάνω σε τέτοια υλικά ρόλων, πολύ απαιτητικών και πολύ αποκαλυπτικών. Υπάρχουν τρομερά περιθώρια για ψάξιμο. Είναι εξαιρετικά σύγχρονος. Μια δοκιμασία, απολαυστική.

    Κείμενο: Αγγελική Φράγκου

     

    Βασίλης Ανδρέου

    Εξολοθρευτής Άγγελος…

    Ο Βασίλης Ανδρέου υποδύεται τον Λέοντα Νικολάγιεβιτς Μίσκιν, τον Ηλίθιο που έπλασε ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, τον γοητευτικό εξολοθρευτή άγγελο που φέρνει αντιμέτωπους με τον εαυτό τους όλους τους υπόλοιπους ήρωες με του μυθιστορήματος προκαλώντας μοιραίες ανατροπές σε διαπροσωπικό αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο.

    Ένας ήρωας αβάστακτα γοητευτικός. Πώς γίνεται;

    Πολλές φορές μπορείς να είσαι ερωτικός και γοητευτικός αν ξεχάσεις τον εγωκεντρισμό σου. Επειδή ο Μίσκιν έχει κάποιες ιδιαιτερότητες είτε σωματικές είτε ψυχικές, αυτόματα καταλύεται ο εγωκεντρισμός του. Κι αυτό αναδεικνύει τη γοητεία του.

    Το ερωτικό αντικείμενο του πόθου για δύο υπέροχες γυναίκες

    Το ότι δεν επιβάλλει την παρουσία του ως επιβήτορας, ως το απαραίτητο άλλο τους μισό, αλλά ως πολύ συγγενής με αυτό που είναι κι αυτές, οι γυναίκες το αναγνωρίζουν… Την απόλυτη ελευθερία που τους δίνει να υπάρχουν πρώτα αυτές και μετά εκείνος.

    Τα αίτια των κοινωνικών αναταράξεων που προκαλεί

    Τίθεται το ερώτημα: Πώς εσύ που είσαι προβληματικός κατά τη δική μας γνώμη, που είσαι ξεπεσμένος, που προσπαθείς να ανήκεις, μπορείς να είσαι αισιόδοξος και να διεκδικείς και να απολαμβάνεις την ανάσα σου στη ζωή ενώ εμείς έχουμε τόσα προβλήματα. Και κοινωνικά αυτό τον κάνει να γίνεται αναγκαίος για κάποιους άλλους. Όσο κι αν είσαι παρατημένος απ’ τη ζωή, όσο κι αν είσαι σε ένα τέλμα, έχεις αποφασίσει κάπως τον τρόπο που θα κινηθείς κι ένα τέτοιο ον είναι πολύτιμο για σένα επειδή με κάποιο παράξενο τρόπο σου δίνει το χέρι και γίνεται συνοδοιπόρος σου. Φυσικά κάθε στιγμή είσαι έτοιμος να τον απαρνηθείς αλλά ταυτόχρονα τον διεκδικείς. Το γιατί; Γιατί ο καθένας μας λειτουργεί όπως στα κινούμενα σχέδια, έχει ένα διάβολο κι έναν άγγελο, σου μιλάνε κι οι δύο. Οι περισσότεροι προτιμούν να συζητούν με την κακή τους πλευρά, είναι αν θες η πλευρά που λες: «Εγώ θα βγω μαχητικός προς τα έξω, δεν θα δεχτώ συμμαχίες». Όμως η φωνή του Αγγέλου τους απ’ τη άλλη πλευρά, σαν ένα χάδι, τους δίνει συγχωροχάρτι, τους λέει: «προσπαθήστε πιο πολύ για το καλό» και την έχουν ανάγκη και αυτή τη φωνή, πολλοί επιδιώκουν να την ακούνε…

    Η δυσκολία του να χειριστεί ένας ηθοποιός τέτοιες αντιφάσεις, να μην αποδώσει μόνο τη θυμοσοφία του ρόλου ή την υπερβατική του διάσταση.

    Με τη βοήθεια του Λιβαθινού προσπαθήσαμε να καταλάβουμε πώς λειτουργεί αυτό το πλάσμα ψυχοσωματικά, πώς έχει ελέγξει και αναγνωρίσει τα αποτελέσματα της αρρώστιας του και να ανακαλύψουμε τα στοιχεία που προκύπτουν όχι μόνο από την ασθένεια αλλά και από την εκ γενετής ιδιόμορφη φύση του. Ήταν δηλαδή οι συνδυασμένες προσπάθειες να τον δούμε από την πλευρά της προσπάθειάς του να ανήκει σε ένα κοινωνικό σύνολο και απ’ την πλευρά των δικών του, άγνωστων στους άλλους ιδιαιτεροτήτων. Και δεν αποφασίσαμε από την αρχή ότι με τον καθένα που θα βρίσκομαι ως ο Μίσκιν θα είμαι το «ον». Όχι, αυτό το «ον» προσπαθεί απλά να αντιδράσει διαφορετικά, ανάλογα με το ποιον έχει κάθε φορά απέναντί του. Έτσι δημιουργήθηκαν οι αποχρώσεις της παράστασης. Ανάλογα με τη χημεία της σχέσης του κεντρικού ήρωα με τον κάθε άλλο ρόλο. Και αυτό το γεροντοπαιδί έμπαινε στη διαδικασία κι έβγαζε ή αιχμές, ή πείσματα ή την επιθυμία να χαρεί, να παίξει, να κλάψει πολύ, να διεκδικήσει τους γονείς που δεν είχε… Όλα αυτά μέσα από το παιχνίδι της προσπάθειας του να υπάρξει, τον έκαναν αλλούτερο. Είναι ένα παιδί που όμως σκέφτεται σαν ενήλικας και ένας έφηβος που δεν είναι ωστόσο προσκολλημένος στην ιδέα της σεξουαλική επαφής, που δεν έχει ερωτική ορμή εφηβική αλλά διαθέτει την ορμή της εφηβείας, ένας άντρας ο οποίος μπορεί να δώσει χέρι βοηθείας και να στηρίξει τη οικογένεια, τη γυναίκα, τους φίλους αλλά την ίδια στιγμή θέλει τεράστια βοήθεια από τους άλλους για να σταθεί και φυσικά γίνεται επικίνδυνος σε μια κοσμική συγκέντρωση.

    Όλα αυτά ήταν η αφορμή να φέρει ο ηθοποιός τον ρόλο του Μίσκιν σε επαφή με το κοινό…

    … σ’ αυτό το τεράστιο εγχείρημα των έξι ωρών, σε κοινωνικό, προσωπικό, πολιτικό επίπεδο, μέσα από απογοητεύσεις, αρρώστιες… Όλο αυτό το γαϊτανάκι πλέχτηκε μέσα από τις προσπάθειες επαφής του Μίσκιν με τους άλλους. Κι επειδή ήταν «συγγενής» μου και οι ηθοποιοί και ο σκηνοθέτης, κι η διασκευή που έγινε ήταν αποτέλεσμα συλλογικής εργασίας, το φτιάξαμε λέξη προς λέξη, πέτυχε. Η οικογένεια υπήρχε από τη πρώτη στιγμή, το σπίτι που θα τη φιλοξενούσε δημιουργήθηκε κατά τις ανάγκες της.

    Το ξεκίνημα

    Ξεκινήσαμε με πολλαπλές αναγνώσεις σε κύκλο από το βιβλίο. Μετά προσπαθήσαμε όλοι να αφηγηθούμε τα κεφάλαια ενταγμένοι στις ανάλογες ομάδες. Ορίζοντας τους ρόλους ο καθένας τους είχε κι από μια αποστολή. Δηλαδή να βρει όλα τα κομμάτια των αφηγήσεων που αφορούσαν τον ρόλο του και να τα καταχωρήσει στη μνήμη του.

    Αφού είχαμε επιλέξει τα κομμάτια των διαλόγων, όπως τα πήραμε πολύ καλά δομημένα από τον Ντοστογιέφσκι, όποτε έκρινε κάθε ηθοποιός πως μπορούσε να ξεπροβάλλει η αφήγησή του, το έκανε, αλλά ξέροντας όλοι πολύ καλά τα αφηγηματικά κομμάτια. Που έμπαιναν όπου ήταν απαραίτητα για τη σκηνή που παρακολουθούσες. Αποφασίζαμε ποια είναι απαραίτητα, ποια βοηθούν, ώστε να ξετυλιχθεί η ιστορία όχι με κίνδυνο να κοιμηθεί ο θεατής ή με στόχο να δοθούν επιπλέον πληροφορίες αλλά για να τροφοδοτηθεί η κάθε σκηνή με την απαραίτητη αφήγηση, με πρωτοβουλία του ηθοποιού ο οποίος ήξερε πολύ καλά τι είχε ανάγκη ο ρόλος του να προβάλλει. Αυτό που έχουν τα παραμύθια, το «μια φορά κι έναν καιρό», αυτό το τηρήσαμε, προσπαθήσαμε να θυμίζουμε συνέχεια ότι διηγούμαστε μια ιστορία και έτσι νιώθαμε κι εμείς κι οι θεατές ότι γυρνάμε τις σελίδες, του βιβλίου. Κι ενώ ο αναγνώστης όταν κουραστεί βάζει το σελιδοδείκτη και κλείνει το βιβλίο εμείς έμοιαζε σαν να του λέμε: μη το κλείσεις τώρα. Του δημιουργούσαμε ένα ζωντανό αίσθημα που διαφοροποιείται από την ανάγνωση, και είδαμε μια ανταπόκριση ανάλογη από τους θεατές ιδίως στη συνεχόμενη εξάωρη παράσταση. Όλοι οι ηθοποιοί έχουν κομμάτια αφήγησης εκτός από τον Μίσκιν. Και δεν είναι η περίπτωση που ένας αφηγητής διηγείται την ιστορία κι αυτόν ακούς συνέχεια, δεν είναι ο Ντοστογιέφσκι που τα λέει, εκτός από τους δεκαοκτώ που μοιράζονται την αφήγηση μπορεί να θέλεις να επέμβεις κι εσύ, ο θεατής…

    Η Ναστάσια…

    … είναι ο άνθρωπος που πιο πολύ απ’ όλους τον χρησιμοποιεί τον Μίσκιν. Διακρίνει σ’ αυτόν πράγματα που την γοητεύουν και την κάνουν να τον θέλει δίπλα της. Τον δικό της άγγελο. Η Ναστάσια έλεγε στον Μίσκιν: Εσύ είσαι εδώ για να μου θυμίζεις τι είμαι εγώ… Τον τρόπο που την κράταγε, το ότι δεν ζητούσε αντίτιμο, όλα αυτά τα ένιωσε αυτή… Όσο κι αν διαφωνούσε μ’ αυτά που της έλεγε, τον άκουγε να μιλάει για χάρη της. Η Ναστάσια δεν θέλει να συγχωρήσει τον εαυτό της, όσο ο Μίσκιν τη συγχωρεί, τόσο και πιο πολύ αναπτύσσει επιθετικότητα αυτή. Το να νιώθεις ότι κάποιος σε συγχωρεί δεν το σηκώνουμε πολύ εύκολα. Αυτόν που μας απελευθερώνει, που είναι γενναιόδωρος μαζί μας έχουμε την τάση να τον θεωρούμε δεδομένο. Όμως τελικά τέτοιοι άνθρωποι μας γίνονται απαραίτητοι γιατί στη ζωή είναι πολύ σημαντικό να νιώθεις ελεύθερος…

    Τελικά δεν την προστατεύει αυτός, τον προστατεύει αυτή, προσπαθώντας να μην τον καταστρέψει. Σαν να λέμε γίνεται ο εξολοθρευτής άγγελός της.

    Ο Ραγκόζιν…

    … γίνεται έξαλλος όταν βλέπει πως αυτή πετάει για χάρη του Μίσκιν τα σάπια κομμάτια του εαυτού της και θυσιάζεται για να τον προστατεύσει. Ο ίδιος δεν έχει δεχτεί το δώρο της προστασία της αν και το χρειάζεται γιατί είναι κατ’ εξοχήν ανυπεράσπιστος.

    Γι αυτό και δεν σκοτώνει τον Μίσκιν ο Ραγκόζιν, σκοτώνει αυτήν που ανακυκλώνει διαρκώς το όσο υπάρχει ο Μίσκιν θα είμαι έτσι κι αυτό είναι που πρέπει να σκοτώσει ο Ραγκόζιν, αυτήν είναι που πρέπει να εξολοθρεύσει… γιατί με τις παλινδρομήσεις της τον τρελαίνει. Στη σκηνή του φόνου της Ναστάσια, ο Μίσκιν διαλύεται τελείως αλλά εμείς τον βλέπουμε να κρατάει αγκαλιά τον Ραγκόζιν και να τον στηρίζει. Αν δεν είχε χάσει τα μυαλά του θα μπορούσε να αναλάβει και τη κηδεία της Ναστάσια και να φροντίσει και τον Ραγκόζιν. Ήταν αυτό που με προβλημάτισε και σε σχέση με το φινάλε του έργου όπου έλεγα γιατί να μην δούμε τον πρίγκιπα μόνο του στο ίδρυμα με τα άσπρα ρούχα του ζουρλομανδύα… Όταν όμως ολοκληρώθηκε πια η παράσταση λέω: «πολύ καλύτερα οι θεατές βλέπουν αυτό το ον που ξέρουν ότι θα διαλυθεί αλλά η τελευταία τους εικόνα απ’ αυτό είναι εκείνου που μετεωρίζεται ανάμεσα στους δύο πόλους εξακολουθώντας να είναι άγγελος».

    Έλεγε ότι η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο…

    … αλλά δεν τον έσωσε και το ξέρει. Η Ναστάσια ήταν η αποστολή του και την βλέπει να διαλύεται. Άρα μένει και σε μας το δίλλημα ποια ομορφιά θα επιλέξουμε από τις προσφερόμενες στη ζωή για να σωθούμε και επειδή η εποχή μας είναι πάρα πολύ επιφανειακή και σεξιστική, επιλέγουμε την ομορφιά τελικά της εμφάνισης και την ομορφιά της δύναμης που ασκεί τελικά πάνω μας το σεξ.

    Οι ήρωες του έργου είναι τραγικοί ήρωες

    Αυτοί οι άνθρωποι δοκιμάστηκαν σε μεγάλους παράλογους αγώνες. Ανακάλυψαν πλευρές τους που είχαν την τάση να κατευθυνθούν προς το φως. Όσο κι αν αυτοί νόμιζαν πως βρίσκονται στο σκοτάδι πήγαιναν προς το φως και αυτό τους συγκλόνιζε.

    Σε τι χρησιμεύει ωστόσο το να διασχίζεις τη ζωή διάπυρος; Δεν θέλω να φανεί ηθικοπλαστικό αυτό που σκέφτομαι, ότι δηλαδή πρέπει να περάσεις από δοκιμασία για να μάθεις. Αισθάνομαι όμως ότι το ποσοστό της ενέργειας που κατανάλωσαν όλοι, το πάθος που τους ώθησε να αναγνωρίσουν την επιθυμία τους να ανήκουν κάπου, να αφοσιωθούν κάπου, ο Μίσκιν τους το έκανε ακόμα πιο έντονο. Γι αυτό τα λίγα χρόνια που ζήσανε πάνω στη γη, κάτι άφησαν… Τελικά καταλήγουν όλοι να μάχονται για να αποκτήσουν κάτι από το Μίσκιν ή αναγνωρίζουν την πολεμική εκστρατεία που κάνει ο Μίσκιν, τα μέτωπα που ανοίγει. Και είναι καλύτερο νομίζω να πολεμήσεις για κάτι φωτεινό παρά να μάχεσαι στο σκοτάδι… Με βοήθησε κι εμένα ο Μίσκιν, στην προσωπική μου ζωή να καταλάβω πως είναι καλύτερα να πολεμάς κάποιον που σε οδηγεί στην καλή σου πλευρά και όχι εκείνους που σε οδηγούν στη σκοτεινή… την αιμάσσουσα… Τείνουμε προς αυτό που μας δυσκολεύει στη ζωή.

    Στ’ αχνάρια μιας εξαίσιας ψυχής και των δυσκολιών της ενσάρκωσής της σκηνικά…

    Στο θέατρο έτσι κι αλλιώς, είναι πάρα πολύ δύσκολο να κατανοήσεις την αύρα ενός ρόλου, όσο και να δουλέψεις όσο και να προσπαθήσεις… Πρέπει να έρθεις σε επαφή με κάτι υπερβατικό που θα σου δημιουργήσει την αύρα, που θα σου δημιουργήσει την συγκεκριμένη ματιά του ήρωα κι αυτό για μένα είναι το κομμάτι που απαιτεί την περισσότερη δουλειά.

    Μια άλλη δυσκολία είναι πως ο ρόλος αυτός δεν έχει κάποιο διάλειμμα. Ο Μίσκιν είναι συνέχεια πάνω στη σκηνή. Ακόμη κι όταν η δράση δεν επικεντρώνεται σε αυτόν, ακόμα κι όταν δεν παρατηρεί τη δράση, παγιδεύει κάποια στιγμή το βλέμμα του θεατή, ακριβώς γιατί δεν βρίσκεται μαζί με τους άλλους σε δράση αλλά έχει απομονωθεί… Συμβαίνει αυτό… Και είναι ανάγκη οικονομίας σκηνικής, όταν τον έχεις τον κεντρικό ήρωα συνέχεια πάνω στη σκηνή, να φεύγει κάποια στιγμή από το πρώτο πλάνο.

    Εξαιρετική δουλειά έκανε κι η σκηνογράφος

    Αυτό πραγματικά ήταν δώρο. Με ένα αντικείμενο υπέβαλε το χώρο. Το τραίνο ήταν τρεις καρέκλες που δημιουργούσαν την αίσθηση. Στα αντικείμενα υπάρχει το στοιχείο μιας άλλης εποχής, αυτά καθορίζουν το χωροχρονικό πλαίσιο αντί για ογκώδη σκηνικά. Τα κοστούμια έχουν στοιχεία από την εποχή αλλά και σύγχρονα. Κάποια ενδυματολογικά στοιχεία ανοίγουν το δρόμο για την ερμηνεία του ρόλου.

    Το ζητούμενο στο θέατρο

    Αν βρεθεί η συγκεκριμένη συνθήκη μέσα από την οποία προβάλλεις αυτά που έχεις να πεις είναι πιο εύκολο για τον ηθοποιό να τα λέει και να τα πιστεύει. Οι μεγάλοι μονόλογοι αποδίδονται όταν δεν είσαι εσύ που τους απαγγέλεις αλλά ο ρόλος που εκφράζεται μέσα απ’ αυτούς και κάτω από τις δεδομένες συνθήκες. Κι αυτό είναι που κάνει ενδιαφέροντα αυτά που λένε. Αυτό είναι και το ζητούμενο στο θέατρο. Να βρεθεί το εναρκτήριο λάκτισμα. Αυτό που θα σε κάνει να μιλάς ώρες και ώρες και να μην νιώθεις το βάρος του χρόνου πάνω στη σκηνή. Κι ήταν ένας από τους φόβους μας αυτός, εφ’ όσον μιλάμε για μια εξάωρη παράσταση. Φοβάσαι στην αρχή αλλά αν μπορείς να λειτουργήσεις εσωτερικά χωρίς πίεση αυτό σου δίνει μεγάλη ελευθερία, αυτή η άπλα του χρόνου. Αισθάνεσαι μια θαυμάσια ελευθερία να ταξιδέψεις όπως σε ένα μεγάλο μονοπλάνο κινηματογραφικό γιατί οι σκηνές του πρώτου μέρους είναι σαραντάλεπτες, δεν είναι όπως συνήθως στο θέατρο δεκάλεπτες, πεντάλεπτες. Αυτό συμβαίνει στο δεύτερο μέρος όπου γίνεται πολύ πιο γρήγορη η δράση, οι σκηνές πέφτουν σαν μαχαιριές. Και αυτό γιατί ανά δέκα λεπτά αυτός ο άνθρωπος, ο Μίσκιν μεγαλώνει δέκα χρόνια, τέτοιες είναι οι αλλαγές που παθαίνει ώστε από 26 χρονών γίνεται εξήντα…

    Γιατί καταστρέφεται ο Μίσκιν;

    Ο ίδιος λέει κάποια στιγμή: «Αν είχε καλή καρδιά όλοι θα ‘χαν σωθεί». Αλλά ενώ ο ίδιος είχε καλή καρδιά δεν σώθηκε. Αν είχε σωθεί θα λέγαμε ότι έχουμε λύση για τον κόσμο. Δεν σώθηκε άρα μπορεί να μην έχουμε λύση. Η λύση του Μίσκιν είναι όμως είναι η δική του, όχι των άλλων. Οι άλλοι πρέπει μέσα από τη δική του περιπέτεια να βρουν τη δική τους λύση. Που μπορεί να τους σώσει αλλά και να μην τους σώσει.

    Ο Ντοστογιέφσκι δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις πως μπορείς να σώσεις τον κόσμο με καλή καρδιά ή πως η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο… Ο Χριστός μέσα από τη δική του λύση τελικά αναστήθηκε. Ο Μίσκιν όμως δεν είναι θεός. Ο Ντοστογιέφσκι παίρνει το ρίσκο να μεταστρέψει τον ήρωά του ο οποίος ευαγγελίζεται την αγάπη, να τον ωθήσει σε μια σειρά συμβιβασμών. Ο ίδιος καταστρέφεται. Ας αναστηθούν οι αναγνώστες… και οι θεατές. Προϋπόθεση ωστόσο για να σωθεί ο Μίσκιν και όλοι θα ήταν να είχε επιτευχθεί από όλους μια υπέρβαση. Το γεγονός ότι όλοι δεν μπορούν να κάνουν την υπέρβασή τους οδηγεί στην καταστροφή του κόσμου τους και των ιδίων.

    Κι εδώ γίνεται πολιτική η διάσταση του έργου. Δεν αρκεί η επανάσταση για να αλλάξεις τον κόσμο. Πρέπει να αλλάξεις και μέσα σου. Πρώτα μέσα σου. Ο Μίσκιν, ακόμη κι αυτός, γίνεται ανεπαρκής κάποια στιγμή. Προσπαθεί ή όχι, αλλά τελικά δεν καταφέρνει να αλλάξει κανέναν και κανέναν να σώσει.

    Δουλεύοντας στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού

    Σαν ηθοποιός ένοιωσα ιδιαίτερα ευνοημένος που τα πρώτα χρόνια της καριέρας μου ήταν στο χώρο της Πειραματικής του Εθνικού. Είχα την ευκαιρία να πειραματιστώ σε διαφορετικούς ρόλους, που ακολούθησαν ο ένας τον άλλο αλλά μέσα στα πλαίσια μιας ομάδας κι έτσι υπήρχε διαρκής εξέλιξη. Επίσης ένοιωσα μια ασφάλεια επαγγελματικά, ξέροντας ότι θα υπάρξει στην πορεία μου μια συνέχεια. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως δεν μπορώ κι αλλιώς. Δεν θα γίνουμε όλοι Μίσκιν τώρα… Ακόμα κι ο Μίσκιν προσπάθησε να προσαρμοστεί σ’ ένα περιβάλλον άλλο. Θα δοκιμάσω τις δυνάμεις μου και σε άλλους χώρους. Θα προσπαθήσω να λειτουργήσω κάτω από διαφορετικές συνθήκες, ακόμα και με το ρίσκο να γίνω στο τέλος και… ηλίθιος!

    Επίλογος

    Στη ζωή το ανοίκειο δεν το αντέχουν για πολύ οι άνθρωποι. Το θέλουμε και μας γοητεύει όσο δεν μας ταλαιπωρεί σε σχέση με τον κοινωνικό μας περίγυρο. Σε στιγμές που όλο αυτό το πλήθος νοιώθει πως το εκθέτει ο Μίσκιν κοινωνικά, ενώ τον έχουν αγαπήσει κι αποδεχτεί αναγκάζονται να ενταχθούν ξανά στις οικείες δομές τους εγκαταλείποντάς τον. Κι αυτό επιδρά τρομακτικά στις ψυχές τους γιατί η ιδιαιτερότητα του Μίσκιν θα μπορούσε όντως να τους απελευθερώσει. Αλλά η κοινωνία μας θέτει όρους οι οποίοι δεν ευνοούν μια τέτοια απόδραση από τους κόλπους της. Κι ενώ υπάρχουν άνθρωποι σοφοί που σε οδηγούν στο φως, η κοινωνία σου λέει ε! Όχι και τόσο φως στη ζωή σου… Πάρε και λίγο σκοτάδι…

    Το σκοτάδι του Μίσκιν είναι επίσης τρομακτικό. Αυτούς τους ανθρώπους, που τους γνώρισε και που τον γνώρισαν κι αυτοί και αναγνώρισαν σε κείνον κάποια πράγματα, δεν τους αναγνωρίζει στο τέλος. Άρα τώρα κι αυτοί πρέπει να συγχωρήσουν τον Μίσκιν. Ο πρίγκιπας είναι άνθρωπος. Έχει κι αυτός ανάγκη από συγχώρεση.

    Κείμενο: Μαρία Κυριάκη – Αγγελική Κασόλα

     

    Μαρία Σαββίδου

    Άγρια καλωσύνη

    Η Μαρία Σαββίδου υποδύεται στην παράσταση τον ρόλο της Λιζαβέτας Προκόφιεβνα Επαντζίν, μητέρας τριών γοητευτικών κοριτσιών με αριστοκρατική καταγωγή και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, ένα εκ των οποίων, θα αρραβωνιαστεί τον Μίσκιν.

    Συγγενής του πρίγκιπα, δέχεται την επίσκεψή του και τον γνωρίζει στην υψηλή κοινωνία, της οποίας αποτελεί μέλος. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται μια σχέση συγκρουσιακή αλλά και βαθιά τρυφερή που δεν ανατρέπεται ούτε όταν ο Μίσκιν «προδίδει» την Αγλαΐα. Η Μαρία Σαββίδου μας μιλάει για τον ρόλο της και την και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τη βαθύτερή του υπόσταση.

    Σε σχέση με τον «Ηλίθιο»

    Η Λιζαβέτα, έχω την αίσθηση ότι δεν είναι τυχαία συγγενής του. Δεν μπορεί παρά να είναι περήφανη για τη συγγένειά της με ένα τέτοιο άτομο, το οποίο όμως κλονίζει συθέμελα και τη δική της ζωή. Δεν τη βολεύει καθόλου αλλά της αρέσει. Το πάθος της για τον Μίσκιν κρύβει μέσα του την αθωότητα την παιδική.

    Αυτός ο άνθρωπος ο ανεπαρκής για αυτόν τον κόσμο, ο Μίσκιν, καταστρέφει την οικογένειά της όπως και όποιον άλλο συναντάει. Και παρ’ όλα αυτά, όταν αυτή πηγαίνει να τον δει στο νοσηλευτήριο, του τα έχει συγχωρήσει όλα και λέει συντετριμμένη: «Όλο αυτό είναι ένα ψέμα. Κι εμείς είμαστε όλοι μια φαντασία».

    Η Λισαβέτα ανάμεσα σε δύο αντίθετες ροπές

    Δεν υπάρχει σκηνή στην οποία η Λισαβέτα να μην ανατρέπει όλα όσα μέχρι εκείνη τη στιγμή σε έχει κάνει να νομίζεις πως έστησε. Αισθάνομαι πολλές φορές πως είναι μια γυναίκα-μωρό και μοιάζει να την προδίδει η ίδια της η καρδιά ή η συμπεριφορά. Ο Στάθης μας είχε πει κάποια χαρακτηριστικά στοιχεία για τους ήρωες που είχε περιλάβει στις σημειώσεις του ο Ντοστογιέφσκι καθώς έγραφε το μυθιστόρημα. Για τη Λισαβέτα είχε σημειώσει: Άγρια καλωσύνη. Αυτό από μόνο του φέρει μια αντίφαση. Πιστεύω πως όλοι οι ήρωες φέρουν μια σύγκρουση μέσα τους ειδικά αυτή όμως διχάζεται σε πολύ ακραίο βαθμό, οι αντιφάσεις της είναι στην πράξη. Μοιάζει να σου λέει «φύγε» τραβώντας σε προς το μέρος της. Αισθάνομαι ότι τέτοιες είναι οι χειρονομίες της σε όλο το έργο.

    Ένα από τα χαρακτηριστικά της είναι πως είναι αυτάρκης και με υψηλή συναισθηματική ευφυΐα κι ένα άλλο ταλέντο της είναι να βάζει συνεχώς μπουρλότο στην οικογένεια της. Μια οικογένεια κολλημένη στο πρωτόκολλο αλλά με μια τρέλα που την οδηγεί στο να εκτροχιάζεται συνεχώς από τον καθωσπρεπισμό.

    Η σχέση των άλλων ηρώων με τον Μίσκιν

    Νομίζω ότι και στο πλαίσιο της παράστασης αλλά και στον τρόπο που σιγά-σιγά αρχίσαμε να αφουγκραζόμαστε το μυθιστόρημα εκ των πραγμάτων μοιάζει να έρχονται όλοι οι άλλοι σε αντιπαράθεση με τον Μίσκιν και συμβαίνει το εξής: Ο καθένας έχει μία ιδιαίτερη σχέση μαζί του αλλά και μια δεύτερη όταν βρίσκεται ενταγμένος στο σύνολο «εκείνων» που έρχονται σε αντιπαράθεση μ’ αυτόν. Προσπαθούν όλοι να δουν στο πρόσωπο του τα είδωλα των νόμων των αρχών δεοντολογιών και ιδεολογιών και πρωτοκόλλων, ακόμα και των υπαρξιακών τους φόβων γιατί απλούστατα αυτό που πραγματικά είναι ο Μίσκιν δεν μπορούν να το δουν και να το αντέξουν, δεν υπάρχει αρκετός χώρος μέσα τους για να χωρέσει.

    Κείμενο: ΜΑρία Κυριάκη – Αγγελική Κασόλα

     

    Μαρία Ναυπλιώτου

    Η ομορφιά που σώζει…

    Η Μαρία Ναυπλιώτου υποδύεται τη Ναστάσια Φιλίποβνα, την πανέμορφη αλλά και ανεπανόρθωτα πληγωμένη γυναίκα που υπήρξε καθοριστική για τον Μίσκιν και στοίχειωσε τις επιθυμίες του. Εκείνην που κατά πάσα πιθανότητα είχε κάποτε στοιχειώσει και τις σκέψεις του Ντοστογιέφσκι.

    Ο «Ηλίθιος» είναι μυθιστόρημα, δεν είναι θεατρικό έργο…

    Μπήκαμε σε μια διαδικασία να το δραματοποιήσουμε. Οι δυσκολίες ήταν τεράστιες ώσπου να καταλήξουμε στο σκελετό του έργου, δηλαδή στην ιστορία που εμείς θέλαμε να αφηγηθούμε. Ποιες δράσεις θα βγαίνανε, ποιες σκηνές θα βγαίνανε, ποια κομμάτια δεν ήταν τόσο απαραίτητα ή μας φαινόντουσαν απαραίτητα αλλά δεν ξέραμε πώς να τα εντάξουμε στην ιστορία… Αυτό γινόταν με διάβασμα του μυθιστορήματος και συγχρόνως αυτοσχεδιασμούς. Μετά περάσαμε σε μια άλλη φάση όπου καταφέραμε από τις σκηνές που είχαμε επιλέξει να βγάλουμε έναν διάλογο. Και μετά ήρθε η πιο δύσκολη φάση η οποία αφορούσε την αφήγηση, γιατί στα μυθιστορήματα η αφήγηση είναι το μεγαλύτερο κομμάτι φυσικά. Το ζητούμενο ήταν να μπορέσουμε να κρατήσουμε ακέραια την ατμόσφαιρα του έργου.

    Όσον αφορά τη Ναστάσια…

    Δεν ξέρω πραγματικά τι σχέση μπορεί να είχε η Ναστάσια Φιλίποβνα του Ντοστογιέφσκι με αυτήν που εμείς, κι εγώ ζωντανέψαμε τελικά. Νομίζω όμως πως αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε κάθε έργο, δηλαδή, αυτό είναι η ανάγνωση και η ερμηνεία. Το τι, από ένστικτο, διαίσθηση ή προαίσθημα, αποφασίζεις να εκφράσεις τελικά. Εγώ αυτά που είδα είναι καταρχήν η ανάγκη της για ελευθερία και ότι είναι μια γυναίκα που της έχουν συμβεί κατάφορες αδικίες και τρομερές δυστυχίες σε πολύ μικρή ηλικία, όπου κανείς είναι ανίκανος να τις διαχειριστεί. Και μεγαλώνοντας έζησε μέσα σ’ ένα πλαίσιο κοινωνικό, το οποίο δεν της επέτρεπε σε καμία περίπτωση να βρει το δίκιο της ή κάποιον να την υποστηρίξει. Αν ζώντας στη σημερινή εποχή είχε μια πιθανότητα μια παρόμοια Ναστάσια Φιλίποβνα να βρει ένα μονοπάτι προς το φως και την ελευθερία και όχι προς την αυτοκαταστροφή, εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε καμία τέτοια πιθανότητα.

    Θεωρώ ότι είναι ένα ευφυές πλάσμα, πέρα από την ομορφιά που αναφέρει ο συγγραφέας πως διαθέτει, που προφανώς θα πρέπει να είναι κάτι συγκλονιστικό για να μιλάνε όλοι οι άνθρωποι γι’ αυτήν. Τη θαυμάζω για το ότι, σε μια εποχή που οι άνθρωποι δεν έλεγαν, κι ακόμα και σήμερα δεν λένε, τα πράγματα έτσι όπως είναι, ή έτσι όπως τα αισθάνονται, εκείνη καταφέρνει να τα λέει και να διεκδικεί, έστω κι επί ματαίω τη θέση της. Γι αυτό είναι πολύ ισχυρός ο λόγος της. Συγχρόνως έχει χιούμορ, ειρωνεία, είναι τρομερά σαρκαστική. Αλλά τα πληρώνει όλα ακριβά.

    Νομίζω ότι η ευφυΐα της μαζί με την πρόωρη καταστροφή του συναισθηματικού της κόσμου που ήταν πολύ πλούσιος, έχουν δημιουργήσει αυτό το εκρηκτικό μείγμα. Ωστόσο δε μπορεί κανείς να την πιάσει, και αυτό είναι τρομερά γοητευτικό, έλκει τους ανθρώπους αυτό πάρα πολύ. Επιθυμούν να κάνουν δικό τους κάτι το οποίο δεν γίνεται να έχουν. Γιατί κανείς δεν μπορεί να την έχει τη Ναστάσια, κανείς δε μπορεί να την υποδουλώσει, ακόμα κι αν κάποιοι νομίζουν ότι μπορούν να τα καταφέρουν, έστω για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Επίσης κανείς δεν μπορεί να την καταλάβει εκτός απ’ τον Μίσκιν. Ο Μίσκιν μπαίνει και σηκώνει το πέπλο και αποκαλύπτει αυτό που πραγματικά είναι η Ναστάσια. Αυτό τη φοβίζει, την ευαισθητοποιεί, τη συγκινεί, τη συγκλονίζει…

    Και την απενοχοποιεί κιόλας…

    Έχω την αίσθηση ότι ο Μίσκιν την ενοχοποιεί ακόμα περισσότερο, γιατί είναι ένας άνθρωπος ο οποίος δεν καταφέρνει τελικά να διαχειριστεί όλο αυτό το κομμάτι της Ναστάσια, το κρυμμένο κι απ’ τον ίδιο της τον εαυτό. Γι’ αυτόν το λόγο είναι η μεγαλύτερη απειλή της. Από τη στιγμή δηλαδή που μπαίνει ο Μίσκιν στο έργο, η Ναστάσια πλέον, είναι ένα τραίνο με ανεξέλεγκτη ταχύτητα που οδεύει προς την καταστροφή.

    Και για πιο λόγο αποφασίζει να του διαλέξει για σύζυγο, την Αγλαΐα;

    Αυτό είναι ένα πολύ σκοτεινό κομμάτι. Η μόνη εξήγηση που εγώ κατάφερα να δώσω είναι ότι η Αγλαΐα αντιπροσωπεύει για την ίδια τη Ναστάσια, αυτό που θα επιθυμούσε να είναι, αν βρώμικα χέρια δεν την είχαν αγγίξει. Γιατί η Αγλαΐα είναι αθώα, έξυπνη, όμορφη, αλλά ακόμα αγνή και αθώα, δεν έχει πέσει πάνω της ο οχετός που έχει πέσει πάνω στη Ναστάσια και της έχει στερήσει από νωρίς κάθε αθωότητα. Και νομίζω ότι βλέποντας την από μακριά, κάνει επάνω της μία προβολή κι ίσως, ίσως νιώθει σαν να παντρεύει τον ιδανικό της εαυτό με τον Μίσκιν όταν προσπαθεί να τον παντρέψει με την Αγλαΐα. Ίσως έχει και μια πολύ ισχυρή διαίσθηση, ίσως καταλαβαίνει ότι η Αγλαΐα με τον Μίσκιν στην πραγματικότητα ταιριάζουν. Κι όντως αν δεις τα ζευγάρια, και στη σκηνή και στο μυθιστόρημα, τις προσωπικότητες έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί πλέον, ο Μίσκιν με την Αγλαΐα ταιριάζει και ο Ραγκόζιν με τη Ναστάσια. Σαν, ας πούμε, το απόλυτο ταίρι που θα οδηγήσει τον σύντροφό του στο φως, ή την καταστροφή, δεν έχει καμία σημασία.

    Αλλά όταν η Ναστάσια τη γνωρίζει από κοντά την Αγλαΐα την απορρίπτει.

    Νομίζω ότι η Ναστάσια κινείται σε ένα μη ρεαλιστικό επίπεδο όσο αφορά την Αγλαΐα, αλλά και πολλά άλλα στοιχεία της πραγματικότητας γύρω της. Γιατί η αλήθεια είναι ότι είναι εκκεντρική και είναι σα να μη μπορεί πολλές φορές να κάνει τις συνδέσεις με την πραγματική ζωή. Ή εξιδανικεύει τα πράγματα, ή τα βλέπει χάλια που μάλλον έτσι είναι κιόλας. Από την άλλη πλευρά η Αγλαΐα έχει δίκιο να είναι επιθετική απέναντι στη Ναστάσια. Δηλαδή τι δουλειά έχει η Ναστάσια να την παντρολογάει, να της στέλνει γράμματα, εφιαλτικά γράμματα, να της ορίζει τη ζωή, να λειτουργεί σαν μια θεότητα που αποφασίζει, ποιος θα πάει με ποιον και τι θα κάνει. Είναι σα να θέλει να ελέγξει μοίρες, όπως δεν μπόρεσε ποτέ να ελέγξει τη δική της. Πάντως είναι φυσικό να έρθουν σε σύγκρουση αυτοί οι δύο χαρακτήρες από τη στιγμή που θα συναντηθούν, γιατί ο καθένας από τη μεριά του, έχει το δίκιο του το οποίο έρχεται σε σύγκρουση με το δίκιο του άλλου. Κι επίσης προσωπικότητες τόσο ανεξάρτητες και ελεύθερες όπως είναι η Ναστάσια και η Αγλαΐα , είναι αδύνατον να ανεχτούν τον οποιαδήποτε να τους ορίσει ή αν τους καθορίσει τη ζωή.

    Και τη στιγμή που καταρρέει, είναι γιατί την απέρριψε ο Μίσκιν…

    Νομίζω ότι η ένταση αυτής της σκηνής, είναι τεράστια. Είναι μια σκηνή, που εμένα με προβληματίζει πολύ ψυχολογικά και το ίδιο και τη Δέσποινα. Η ένταση είναι τεράστια. Ξεκινάνε πέρα από τα κόκκινα και οδηγούνται στο μακελειό. Είναι πολύ φυσικό ένας άνθρωπος να μην αντέξει και να χάσει τις αισθήσεις του στην κυριολεξία κάτω από τέτοια πίεση. Πέρα από αυτό όμως, εκείνη την ώρα, αντικρίζει και πάρα πολλά κομμάτια της απόρριψης, της εγκατάλειψης για άλλη μία φορά. Είναι τόσα πολλά αυτά που συμβαίνουν και η σύγκρουση καταλήγει ολοκληρωτική και ανελέητη.

    Πώς ήταν η συνεργασία σου με την ομάδα της Πειραματικής Σκηνής;

    Σ’ αυτήν την ομάδα ήμουν από παλιά. Όταν ιδρύθηκε, ήμουν για δύο χρόνια, μετά έφυγα και γύρισα τώρα. Τα βασικά μέλη της ομάδας τα ξέρω πολύ καλά γιατί ζήσαμε μαζί δύο χρόνια από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ήταν σα να μην είχα φύγει καθόλου. Οι δεσμοί που είχαμε αναπτύξει ήταν τόσο ισχυροί ώστε κι όταν ήμουν κάπου άλλου, πάλι αισθανόμουν, δεμένη με τους ανθρώπους της Πειραματικής. Το ίδιο και με τον Στάθη, που γνώριζα τον τρόπο που δουλεύει. Διαφορετικό ήταν το ότι δραματοποιήσαμε ένα μυθιστόρημα. Αλλά και παλιότερα είχαμε κάνει ποίηση. Δεν είχε αλλάξει κάτι στον τρόπο της εργασίας μας. Δουλέψαμε πολύ αυτοσχεδιασμό, όπως πάντα. Το καλό όταν δουλεύεις με αυτόν τον τρόπο, όταν στοχεύεις βαθιά στα πράγματα και δεν μένεις σε μια εντύπωση, ή σε έναν εντυπωσιασμό είναι ότι δεν σε απασχολούν οι ανασφάλειες. Όσα χρόνια έχω δουλέψει με το Στάθη, δεν με απασχόλησε το αν είναι καλή ή κακή η παράσταση, γιατί όλα τα άλλα κομμάτια είναι πιο ουσιαστικά. Ούτως ή άλλως, κάθε παράσταση δεν είναι παρά μια απόπειρα ερμηνείας του έργου. Όταν αυτή γίνεται με τίμια πρόθεση απέναντι στο έργο, με σεβασμό, αγάπη και πολλή δουλειά, νομίζω ότι αυτό είναι αυτό που μετράει. Όταν κάποια στιγμή παίξαμε στο κοινό καταλάβαμε πως έχουμε μια πολύ καλή παράσταση στα χέρια μας αλλά αυτό έγινε μετά. Καταλάβαμε ότι αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε, βρήκε αποδέκτες.

    Τι ετοιμάζεις μετά, μόλις τελειώσεις με τη Πειραματική;

    Θα είμαι στην παράσταση του Κωνσταντίνου Ρήγου, «Bossa nova», στο Εθνικό.

    Θα σου λείψει η Ναστάσια όταν τελειώσει;

    Θα μου λείψει, ναι.

    Η ομορφιά λυτρώνει;

    Δεν ξέρω. Η εσωτερική ισορροπία, που μπορεί να είναι ένα είδος ομορφιάς, ναι. Αλλά δεν ξέρω κανέναν που να την έχει κατακτήσει πλήρως.

    Ο έρωτας, λυτρώνει;

    Ο έρωτας αναστατώνει κυρίως. Δεν είναι συναίσθημα κατά τη γνώμη μου. Είναι ένα παιχνίδι της φύσης, ένας ενθουσιασμός που μας γεννάει η φύση μας για να μας φέρνει κοντά. Τα συναισθήματα είναι η αγάπη, ο φόβος, το μίσος, η χαρά, η λύπη, αυτά. Ο έρωτας δεν είναι συναίσθημα. Κρατάει πολύ λίγο, και βλέπεις ότι οι πιο ανώριμοι συναισθηματικά άνθρωποι ερωτεύονται πολύ συχνά, ενθουσιάζονται εύκολα και είναι αδύνατον να περάσουν σε βαθύτερα συναισθήματα και να μπορέσουν να γνωρίσουν ουσιαστικές σχέσεις. Γιατί ο έρωτας δεν είναι ουσιαστική σχέση, είναι κάτι που σε συνεπαίρνει.

    Κείμενο: Μαρία Κυριάκη

     

    Δημήτρης Ήμελλος

    Το μεγαλύτερο ναυάγιο θα είναι αν σωθούμε

    Ο Δημήτρης Ήμελλος υποδύεται τον Γιαρφιόν Σεμόνοβιτς Ραγκόζιν, έναν δαιμονικό άντρα που μέσα από το άγριο ταπεραμέντο του αλλά και την αδυναμία του να ελέγξει τα πάθη του, θα σκοτώσει το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του, τη μοιραία Ναστάσια.

    Η δυσκολία του να είσαι ηθοποιός

    Το πιο δύσκολο κομμάτι είναι ότι η δουλειά σου προχωράει και εξελίσσεται, δεν μένεις στάσιμος. Το δύσκολο κομμάτι δεν είναι το να επιτύχεις να είσαι ασφαλής. Βέβαια, ίσως και κατά κάποιο τρόπο να μιλάω εκ του ασφαλούς, με την έννοια του ότι είμαι σε έναν τέτοιο χώρο όπως η Πειραματική του Εθνικού που σου προσφέρει μια ασφάλεια αλλά για μένα το πιο σημαντικό εδώ είναι ότι βρίσκεις ανθρώπους που μοιράζεσαι πράγματα μαζί τους, και μπορείς να εξελιχτείς μαζί τους, και να εξελιχθούν και αυτοί μαζί σου. Εάν δεν συμβαίνει αυτό , η δουλειά μας γίνεται λίγο μίζερη και ξέρεις η μιζέρια σε έναν χώρο όπως είναι η τέχνη, είναι το χειρότερο πράγμα. Γιατί αν είναι μίζεροι οι καλλιτέχνες, τι να κάνουνε και οι μη καλλιτέχνες; Σαν ηθοποιός υποτίθεται ότι προτείνεις και έναν τρόπο ζωής. Υποτίθεται. Αν δεν το κάνεις κι αυτό, τότε μάλλον δεν έχεις λόγο να είσαι εκεί. Μετά μάλλον ο επαγγελματισμός γίνεται ο προορισμός και η επιβίωση γίνεται ο στόχος, ενώ δεν ξεκινάς έτσι. Όταν πάει κάποιος στο θέατρο δεν ξεκινάει από την ανάγκη του να βιοποριστεί, ξεκινάει από κάποια άλλη βαθύτερη ανάγκη. Όταν αυτή η ανάγκη αντικατασταθεί από τη μονιμότητα και τη σιγουριά, χάνεται η πρώτη φλόγα κι έτσι παύεις στην πραγματικότητα να είσαι δημιουργικός.

    Τολμηρό εγχείρημα η μεταφορά ενός τέτοιου μυθιστορήματος για να καταλήξει μία εξάωρη παράσταση.

    Λέξη, λέξη, σελίδα τη σελίδα. Επειδή ο «Ηλίθιος» δεν είναι μια αυτόνομη παράσταση. Είναι αποτέλεσμα μιας πορείας που ξεκίνησε στην Πειραματική το 2001. Οι άνθρωποι που ήμασταν σε αυτή τη δουλειά, εκπαιδευτήκαμε μέσα από αυτήν την πορεία να ανακαλύπτουμε δρόμους και διαδρομές και να βάζουμε συνεχώς καινούργια στοιχήματα με αποσκευή την εμπειρία που έχουμε ήδη αποκτήσει και με ελπίδα το άγνωστο που μας ανοίγεται μπροστά μας. Ο «Ηλίθιος» είναι μια δουλειά που έχει ρίζα και γι’ αυτό έχει εξέλιξη και προοπτική. Δεν είναι δηλαδή μεμονωμένη. Αυτό είναι που εγώ θεωρώ σημαντικό σ’ αυτή τη δουλειά. Ότι είναι προϊόν μιας πορείας και υπόσχεται κάτι καινούργιο.

    Για τον Ραγκόζιν

    Πιστεύω ότι αυτό το διπλό του χαρακτήρα του, αυτού του είδους η εσωτερική σύγκρουση βρίσκεται σε όλα τα πρόσωπα του Ντοστογιέφσκι, δηλαδή αυτός ο διχασμός, το θέλω, το πρέπει, ο εαυτός μου οι άλλοι, βρίσκεται σε όλα τα πρόσωπα. Το όνομά του συγγενεύει με τη λέξη «κέρατο» όπως του Μίσκιν σημαίνει ποντικός. Κι έχουμε κι εκεί μια αντίθεση αφού στην ουσία ο πρίγκιπας ονομάζεται Λέων-ποντικούλης. Ουσιαστικά η πορεία του αφορά το πώς μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος από το πάθος που ξεχειλίζει μέσα του να οδηγηθεί σε ένα φονικό. Πάντα τον έβλεπα σε σχέση με τον Μίσκιν, δηλαδή, μοιάζουν σα δύο αδέρφια, πραγματικά, δύο όψεις ενός νομίσματος, ακραίες και οι δύο, που κατά κάποιο τρόπο, ο ένας αναγνωρίζει τον άλλο. Έχει και λίγο την όψη του δαίμονα κι ο συγγραφέας τον φέρνει αντιμέτωπο με έναν άγγελο. Το μαγικό είναι ότι ο Ραγκόζιν γίνεται άγγελος ορισμένες φορές όταν έρχεται αντιμέτωπος με τον Μίσκιν. Επίσης είναι ένας εξόριστος. Ο ίδιος νιώθει έτσι. Εξόριστος απ’ τον πατέρα του που τον έδιωξε από το σπίτι κι απ’ τον Θεό, που τον έχει διώξει από τον παράδεισο.

    Δεν είναι περίεργο οτι ο Μίσκιν δεν εντυπωσιάζεται καθόλου όταν ο Ραγκόζιν του λέει ότι σκότωσε τη Ναστάσια;

    Η ψυχή του το ξέρει… Φυσικά γιατί πάει πάντα με τη μεριά της ζωής και τους αδύναμους, και αυτό είναι η μεγαλύτερή του δύναμη. Εκείνη τη στιγμή, η Ναστάσια είναι νεκρή. Δεν έχει ανάγκη τίποτε. Αυτός που έχει ανάγκη είναι ζωντανός. Από την άλλη, μην ξεχνάμε ότι ο Μίσκιν ήταν και ο προφήτης αυτής της κατάληξης διότι με το που είδε το Ραγκόζιν, όταν ρωτάει ο Γάνια «μπορεί να παντρευτεί ο Ραγκόζιν;», ο Μίσκιν απαντάει ότι «εάν παντρευτεί, σε μια βδομάδα θα τη σφάξει». Ίσως αυτό να είναι και το μαγικό σε αυτό το έργο, ότι δεν αρκεί να έρθει κάποιος και να σε λυτρώσει. Πρέπει και να θέλεις να λυτρωθείς. Να είσαι ικανός να λυτρωθείς. Και αυτό το λέω για όλους τους ήρωες. Ο Μίσκιν έρχεται και από το εξωτερικό με τη δυνατότητα να λυτρώσει τις ψυχές των ηρώων του έργου, αλλά η ψυχή του ανθρώπου, είναι ανίκανη να λυτρωθεί, είναι ανίκανη πραγματικά. Ποιος ξέρει γιατί…

    Για την Ναστάσια

    Η Ναστάσια είναι καταδικασμένη σε ένα μαρτύριο από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει, σχεδόν οδηγεί τον Ραγκόζιν στο να τη δολοφονήσει γιατί μόνο έτσι μπορεί να λυτρωθεί. Κινείται από ένα ένστικτο καταστροφής κι αυτό είναι ένα άλλο θέμα στον Ντοστογιέφσκι, το πόσο καταστροφική μπορεί να είναι η ομορφιά. Αυτή η ομορφιά σώζει τον κόσμο, καταστρέφει όμως τον εαυτό της.

    Για τη σκηνή που έρχονται αντιμέτωπες η Ναστάσια και η Αγλαΐα…

    Η Αγλαΐα ήταν η επιλογή της Ναστάσια για τον Μίσκιν και την είδε μπροστά της να συμπεριφέρεται σαν ένα τέρας, την τάραξε βαθιά η λάθος επιλογή της. Είναι μια σκηνή ανάμεσα στις δύο γυναίκες, οι άντρες εκεί είναι θεατές όπως και πρέπει να ‘ναι.

    Για την ντοστογιεφσκική σύγκρουση ανάμεσα στις αντιθέσεις

    Έχω την αίσθηση ότι στον Ντοστογιέφσκι τα πρόσωπα διχάζονται ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Ο Ντοστογιέφσκι είναι ορθόδοξος κι η πίστη με την απιστία στην ορθοδοξία είναι αδέλφια. Η ισορροπία ανάμεσα στο καλό και το κακό αφορά στον παράδεισο. Επειδή η ζωή δεν είναι παράδεισος, αυτή η ισορροπία ανατρέπεται κι έτσι γεννιούνται οι συγκρούσεις. Υπάρχουν στιγμές που η ψυχή εξανίσταται αλλά φεύγει η στιγμή και μετά η σαρξ ζητάει πάλι τα εαυτής. Νιώθεις ξαφνικά θεός και μετά ξαναγίνεσαι άνθρωπος. Το πρόβλημα του ανθρώπου είναι ότι θα πεθάνει. Δεν είναι αιώνιος. Αν ήταν αιώνιος ή αν δεν ήξερε ότι θα πεθάνει δεν θα υπήρχε κάποιο πρόβλημα…

    Τα προβλήματα πηγάζουν μέσα από αυτή τη γνώση. Μέσα από αυτήν την γνώση γεννιέται η επιθυμία να αφήσεις κάτι πίσω σου, η δημιουργία, η αλαζονεία, έτσι γεννιέται το παιδί μου. Το καλό και το κακό έργο έτσι γεννιούνται. Κι αυτά πάνε δίπλα-δίπλα. Ο Ζορμπάς έλεγε «να κάνεις μια προσευχή για το θεό και μια για τον διάβολο». Είμαστε φθαρτοί κι αδύναμοι άνθρωποι. Δεν είμαστε θεοί παρ’ όλο που πολλές φορές τους καμωνόμαστε. Ο Ραγκόζιν δεν είναι θεός αλλά ζωή παίρνει, τον καμώνεται τον θεό. Και με τον όρκο καμωνόμαστε το θεό. Γιατί δεν γίνεται να τον τηρήσουμε, δεν μπορεί από τη φύση του να διαιωνίζεται κάτι. Εκεί βρίσκεται το παιχνίδι αυτών των συγκρούσεων αλλά και η ματαιότητα των πράξεών μας. Δεν ξέρω αν υπάρχει ευτυχία σ’ αυτό τον κόσμο αλλά αν υπάρχει μόνο η στιγμή μπορεί να μας τη δώσει.

    Λυτρώνονται οι ήρωες σ’ αυτήν την παράσταση;

    Στην παράσταση ο στόχος είναι να λυτρωθεί ο θεατής, όχι οι ήρωες. Αν είναι να καταστραφεί ο ήρωας για να λυτρωθεί ο θεατής, τότε θα καταστραφεί. Αλλά και γιατί να είναι απαραίτητη η λύτρωση; Κανείς δεν ξέρει που βρίσκεται η λύτρωση, αν αυτό που νομίζεις λύτρωση είναι καταστροφή κι αυτό που νομίζεις καταστροφή είναι λύτρωση. Ο Ουράνης έλεγε: «το μεγαλύτερο ναυάγιο θα είναι αν σωθούμε».

    Κείμενο: Μαρία Κυριάκη

     

    Επίλογος

    Την εξάωρη παράσταση «Ηλίθιος» βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθινός. Βοηθός σκηνοθέτης είναι η Γιολάντα Μαρκοπούλου. Η μετάφραση είναι του Άρη Αλεξάνδρου και τη δραματουργική επεξεργασία έκανε ο Σάββας Κυριακίδης με τη συνεργασία των ηθοποιών και του σκηνοθέτη της παράστασης. Τα σκηνικά και τα κοστούμια υπογράφει η Ελένη Μανωλοπούλου. Την μουσική συνέθεσε ο Θοδωρής Αμπαζής. Την κίνηση και τη χορογραφία έστησε η Σεσίλ Μικρούτσικου ενώ οι φωτισμοί είναι του Αλέκου Αναστασίου.

    Παίζουν οι ηθοποιοί: Βασίλης Ανδρέου, Δημήτρης Ήμελλος, Μαρία Ναυπλιώτου, Νίκος Καρδώνης, Μαρία Κίτσου, Στράτος Σωπύλης, Μαρία Σαββίδου, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Γιούλη Τάσσιου (σε αντικατάσταση της Κανελλίνας Μενούτη), Δέσποινα Κούρτη, Στέλιος Ιακωβίδης, Δημήτρης Παπανικολάου, Ελένη Ρουσσινού, Στάθης Γράψας, Σοφία Τσινάρη, Δημήτρης Μοθωναίος, Πέτρος Γιωρκάτζης, Γιάννης Τσεμπερλίδης και Δημήτρης Μυλωνάς.

    Τη επιμέλεια του αφιερώματος «Φουαγιέ» στην παράσταση έκανε η Αγγελική Κασόλα.

    10-11.2007, «Ο Ηλίθιος». Επιμέλεια Αγγελική Κασόλα

Βραβεία Αθηνοράματος:

-1ο Βραβείο καλύτερης παράστασης

-2ο Βραβείο σκηνοθεσίας

-1ο Βραβείο σκηνογραφίας

-3ο Βραβείο ενδυματολογίας

-2ο Βραβείο φωτισμών