Οικόπεδα με θέα – Ντέιβιντ Μάμετ

2001

Συμπαραγωγή ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας και Θέατρο Πορεία.

Πρώτη παράσταση Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2001.

Παίχτηκε στο Θέατρο Πορεία από τις 29 Νοεμβρίου 2001 έως τις 28 Απριλίου του 2002.

Το έργο παρουσιάστηκε στη Βέροια από την Τετάρτη 17 έως και την Κυριακή των Βαΐων 28 Απριλίου, για 10 παραστάσεις στο «Χώρο Τεχνών».

 

Η υπόθεση του έργου

Τα Οικόπεδα με Θέα μας μεταφέρουν στον σκληρό χώρο των μικρομεσαίων μεσιτικών επιχειρήσεων. Η ιστορία αφορά τέσσερις πωλητές γής στο Σικάγο και στο μερίδιο από το Αμερικάνικο Όνειρο που τους αντιστοιχεί. Το έργο διαδραματίζεται κατά τις τελευταίες μέρες ενός διαγωνισμού,που έχει επιβληθεί από τα κεντρικά γραφεία της εταιρίας. Ο πωλητής εκεί που θα κλείσει τις περισσότερες πωλήσεις, θα ανταμειφθεί με μία Κάντιλακ, ο δεύτερος καλύτερος με ένα σετ μαχαιροπήρουνα, ενώ τους άλλους δύο περιμένει η απόλυση.

Η πρώτη πράξη εξελίσσεται σε ένα κινέζικο εστιατόριο. Στην πρώτη σκηνή ο Λεβίν προσπαθεί να πείσει τον Ουίλιαμσον, τον προϊστάμενο του γραφείου, να του εμπιστευτεί καλύτερες «καρτέλες», εκείνους τους πελάτες δηλαδή με το μεγαλύτερο εισόδημα και άρα τις περισσότερες πιθανότητες να αγοράσουν γη. Οι καρτέλες αυτές μοιράζονται στους πωλητές σε αντιστοιχία με τις προηγούμενες πωλήσεις τους ώστε εκείνος που πετυχαίνει τις περισσότερες πωλήσεις έχει πάντα μερίδιο στις καλύτερες καρτέλες. Ο Λεβίν μετέρχεται κάθε τρόπο για να τον πείσει: περιαυτολογεί, απειλεί, ικετεύει, κολακεύει, και τελικά δωροδοκεί χωρίς όμως αποτέλεσμα: ο Ουίλιαμσον, αν και στιγμιαία δείχνει να έχει καμφθεί, αρνείται να «λαδωθεί».

Στη δεύτερη σκηνή ο Μος κι ο Αρόνωφ συζητούν για την άδικη πολιτική της εταιρίας προς τους εργαζομένους. Παρακολουθούμε την αγωνιώδη προσπάθεια του Μος να πείσει τον Αρόνωφ να διαρρήξει το ίδιο τους το γραφείο και να κλέψει τις καλύτερες καρτέλες, ώστε να τις πουλήσουν στον αντίπαλό τους, Γκραφ.

Στην τρίτη σκηνή ο θεατής έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς ένα «ψηστήρι»: ο Ρόμα, ο πρώτος τη τάξει πωλητής του γραφείου, πλησιάζει έναν υποψήφιο «πελάτη» (για τον Ρόμα κάθε ένας είναι ένας δυνητικός «πελάτης» του), τον Λινγκ, μονολογώντας φωναχτά για την απουσία κάθε ηθικής στον κόσμο και για την ευθύνη του κάθε ανθρώπου απέναντι στον εαυτό του να είναι κύριος της μοίρας του. Όμως ακόμα και σε αυτή την εξαπάτηση, υπάρχουν θραύσματα αλήθειας, απλούστατα γιατί ο Ρόμα είναι ένας πολύ καλός πωλητής.

Πηγή: Θέατρο Πορεία

Μετάφραση: Δημήτρης Τάρλοου
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: David Lynch
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Έρι Κύργια

Διανομή

Λεβίν: Δημήτρης Καταλειφός
Ουίλιαμσον: Δημήτρης Τάρλοου
Μος: Αλέξανδρος Μυλωνάς
Αρόνωφ: Άρτο Απαρτιάν
Ρόμα: Γιώργος Κέντρος
Λινγκ: Γιώργος Μακρής
Μπέηλεν: Ανδρέας Νάτσιος

 
  • Οικόπεδα με θέα: Θέατρο «Πορεία»

    Μια παλιά βιωματική εμπειρία ανασυνθέτει ο πολυσυζητημένος (και άνισος) Αμερικανός συγγραφέας Ντέιβιντ Μάμετ: Την εμπειρία του ως κτηματομεσίτη όταν αγωνιζόταν σε αφελείς και ανίδεους να πουλήσει κάποια άχρηστα οικόπεδα στην Αριζόνα.

    Το έργο του “Οικόπεδα με θέα” πού παρουσίασε σε μια αξιοπρόσεχτη παράσταση η Εταιρεία θεάτρου “ΔΟΛΙΧΟΣ” σε συνεργασία με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας είναι ίσως μια πολύτιμη άσκηση για τους κτηματομεσίτες, άλλα για το ευρύτερο κοινό μία μάλλον αδιάφορη θεατρική φλυαρία. Χωρίς υποτυπώδη δράση, μ’ ένα λόγο άμεσο ίσως, αλλά ιδιαίτερα φορτωμένο, προσεγγίζει ένα θέμα περιορισμένης απήχησης.

    Ο πολυγραφότατος Ντέιβιντ Μάμετ, που έχει ασχοληθεί κατά καιρούς με όλες τις εκφράσεις τού θεάτρου, έχει ουσιαστικά χάσει την ισορροπία και το μέτρο. Η παράσταση θα ήταν πλήρως αδιάφορη αν δεν την υπεστήριζαν με άκρα ευσυνειδησία ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί.

    Είναι η πρώτη σκηνοθετική εργασία του Στάθη Λιβαθηνού πού βλέπω κι ομολογώ ότι μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο πολύ σύγχρονος τρόπος της διδασκαλίας των ηθοποιών. Αν και διαφωνώ ευρύτερα με τη θεατρική κακηχρησία των πολύ χαμηλών φωτισμών (τουλάχιστον στα περισσότερα έργα) με αποτέλεσμα να μας περιορίζουν τη δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας με τους ηθοποιούς.

    Ή παράσταση του Λιβαθηνού είχε ατμόσφαιρα. Κυρίως ατμόσφαιρα. Σ’ αυτό βοήθησε πολύ ουσιαστικά ή σκηνογραφική λύση πού πρότεινε και δημιουργικά εφάρμοσε η σκηνογράφος Ελένη Μανωλοπούλου, αλλά ή μερίδα του λέοντος ανήκει δικαιωματικά στους ηθοποιούς. Μπόρεσαν να συντονιστούν άψογα μεταξύ τους δίνοντας μια παράσταση συνόλου και θυμίζοντας σ’ ενότητα ερμηνείας και κλίμα τις αξέχαστες παραστάσεις πού έστηνε ο μέγας δάσκαλος Κάρολος Κούν.

    Ο Δημήτρης Καταλειφός είναι ένας ηθοποιός σε ώρα δημιουργικής ωριμότητας. “Ντύθηκε” το ρόλο του Λεβίν με όντως αφοπλιστική αμεσότητα. Την ίδια αμεσότητα σε σημείο πού οι ηθοποιοί να ταυτίζονται με τούς ήρωες πού ενσαρκώνουν είχαν και οι άλλοι ερμηνευτές αυτής της παραλλαγής του προδομένου αμερικάνικου ονείρου.

    Τούς αναφέρω ομότιμα εξαίροντας τον προσωπικό μόχθο του καθενός. Άρτο Άπαρτιάν, Γιώργο Κέντρο, Αλέξανδρο Μυλωνά, Δημήτρη Τάρλοου, Γιώργη Μάκρη και Ανδρέα Νάτσιο.

    Είναι ίσως ελάχιστη αυτή η αναφορά, αλλά ο έπαινος (ανεπιφύλακτος) ανήκει σε όλους ισάξια. Σολίστ ο καθένας κατόρθωσαν να δώσουν ένα συνολικό αποτέλεσμα, φαινόμενο σπάνιο για το νεότατο θέατρό μας όπου κάθε ηθοποιός αυτοσχεδιάζει το σόλο του αδιαφορώντας για το συνολικό αποτέλεσμα.

    Θα ήθελα να διατυπώσω μια επιφύλαξη ως προς τη μετάφραση τού Δημήτρη Τάρλοου. Είναι ζωντανή, θεατρική, αλλά δεν την υπηρετούν καθόλου οι επαναλήψεις βωμολοχιών πού δεν ενοχλούν ηθικά, αλλά αισθητικά τον θεατή. Δεν ξέρω το πρωτότυπο, αλλά πιστεύω ανεπιφύλακτα ότι θα μπορούσαν να αμβλυνθούν χωρίς ο θεατρικός λόγος να χάσει την αυθεντικότητά του.

    “Οικόπεδα με θέα”, μια ακόμη έκφραση τού πολυσυζητημένου “αμερικάνικου ονείρου” πού τελικά δεν οδήγησε ούτε στο ιδεατό Ελδοράδο ούτε πουθενά αλλού. Μόνο στην άκρα ασφυκτική μοναξιά, στην απογοήτευση και στην πικρότατη διαπίστωση ότι το όνειρο πού διέγειρε τη φαντασία χιλιάδων ανθρώπων κι έβλεπαν την Αμερική σαν Γη της Επαγγελίας ήταν χάρτινο. Κι ίσως οι ελάχιστοι πού το προσέγγισαν το πλήρωσαν με ακριβά τιμήματα. Το όνειρο εξακολουθεί να παραμένει μια όντως απροσπέλαστη χίμαιρα.

    17.03.2002, Μάτσας Νέστορας «Οικόπεδα με θέα: Θέατρο Πορεία», Εστία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Οικόπεδα» για απαιτητικούς θεατές

    Η παράσταση του «Οικόπεδα με θέα», στο αναστημένο και ωραιότατα ανακαινισμένο «θέατρο Πορεία», ανήκει στην κατηγορία εκείνη που ένα έργο επιβεβαιώνεται από το ανέβασμά του και στεφανώνεται με κύρος. Όχι ότι το συγκεκριμένο έργο του Μάμετ είναι β’ διαλογής. Είναι όμως από τη φύση του ζορισμένο, που κινδυνεύει, αν δεν ανεβαστεί σωστά. Η παράσταση το λάμπρυνε.

    Δεν είμαι θαυμαστής του Ντέιβιντ Μάμετ και του έργου του και οφείλω να το δηλώσω εξαρχής. Στο Μάμετ με ενοχλούν συγκεκριμένα πράγματα. Πρώτον, ο ατέλειωτος λόγος του, όπου οι ήρωες μιλούν ακαταπαύστως και επαναλαμβάνονται χωρίς, μέσα από τη φλυαρία, να βγαίνει κάτι ζουμερό.

    Δεύτερον, η προσπάθεια να αποδείξει μία θεωρία, επιτυγχάνεται σε βάρος των χαρακτήρων, που τακτικά μοιάζουν με μαριονέτες, οι οποίες κινούνται από το σπάγκο που κρατάει στα χέρια του ο συγγραφέας και όχι από τις ανθρώπινες δυνάμεις και αδυναμίες από τις οποίες θα κινούνταν οι αληθινοί χαρακτήρες. Δεν έχει διδαχτεί καλά το μάθημα από το θέατρο του Μπέρναρντ Σο, το οποίο αντέχει με ανθρώπινα αρχέτυπα και ρόλους παρότι καθορίζεται ως θέατρο ιδεών. Στο Μάμετ, παρά την προσπάθεια απόδειξης μιας θεωρίας, οι ιδέες, επίσης (και εντούτοις) παραμένουν συχνά σαθρές. Ωστόσο, στα «Οικόπεδα…», τα ανωτέρω προβλήματα βρίσκονται σε έλασσον σημείο, σε σχέση με άλλα έργα του. Οφείλω να ομολογήσω.

    Τρίτο πράγμα που δεν μου πάει στα έργα του Μάμετ είναι η απουσία έντονης δραματικότητας. Δεν βγαίνει δύναμη από τα δράματά του, δεν δονείται ο θεατής από τα συμβαίνοντα, μολονότι επικρατεί ένας άκρατος ρεαλισμός, στον οποίο επιχειρεί να δώσει κάτι από ποίηση. Επίσης, δεν τον θεώρησα ποτέ μου διάδοχο του Άρθουρ Μίλερ, τα δράματα του οποίου εξακολουθούν να με αναστατώνουν παρότι τα έχω δει πολλές φορές και τα γνωρίζω απέξω κι ανακατωτά. Οι πράξεις στα έργα του Μάμετ δεν είναι «σπουδαίες», δεν έχουν σημαντικότητα και πολύ φοβούμαι ούτε «τέλειες», δεν φτάνουν στη μεγάλη θεατρική ολοκλήρωση. Βέβαια, τον λένε διάδοχο, αλλά ο ίδιος δεν δείχνει να τρέφει ιδιαίτερο σεβασμό προς το Μίλερ, αντίθετα δηλώνει επιρροές από τον Τενεσί Ουίλιαμς, οι οποίες δεν είναι καθόλου ορατές και υποψιάζομαι – έστω καχύποπτα; – ότι έτσι αποφεύγει τη σύγκριση με τον πρώτο, ενώ δεν διακινδυνεύει τίποτε, λόγω θεματικής, σε σύγκριση με τον δεύτερο.

    Πέμπτο και τελευταίο, τον βρίσκω εξαιρετικά αδύναμο – τουλάχιστον για να θεωρείται μεγάλος συγγραφέας – στο κτίσιμο του δράματος, στην επεξεργασία της πλοκής, στη δομή. Τα «Οικόπεδα με θέα», για παράδειγμα, έχουν εμφανές το τελευταίο πρόβλημα. Η πρώτη πράξη δεν έχει σχέση με τη δεύτερη. Ανά δύο εμφανίζονται οι χαρακτήρες και συνομιλούν, όπου στεκόμαστε με προσοχή και αφτί τεντωμένο για να καταλάβουμε, μέσα από τις γενικότητες που διατυπώνονται, στοιχεία της ταυτότητας και του χαρακτήρα του καθενός. Στο δεύτερο μέρος, τούς έχουμε όλους μαζί συγκεντρωμένους για να δούμε να ολοκληρώνεται κάτι το οποίο είναι πολύ περιορισμένο, δεν έχει μεγαλοσύνη και δεν αποκτά καθολικότητα. Το όποιο δράμα τους περιορίζεται στο επάγγελμά τους και περισσότερο ακούμε επαγγελματικές θέσεις γύρω από τις σχέσεις μεσαζόντων και πωλητών, γύρω από τους μεσίτες οικοπέδων, παρά βλέπουμε το δράμα ενός μεσίτη και την ανάλυση ενός τέτοιου χαρακτήρα που να φτάνει να γίνεται αρχέτυπο και σύμβολο. Τι σχέση έχει οποιοσδήποτε από τους μεσίτες του Μάμετ με τον εμποράκο ή πλασιέ του Άρθουρ Μίλερ, τον Ουίλι Λόμαν στο «Θάνατο του εμποράκου», που χάρισε στο παγκόσμιο θέατρο ένα χαρακτήρα, που κάθε ηθοποιός τον ζηλεύει και ορέγεται κάποτε να τον παίξει;

    Όταν είχα δει το έργο στον κινηματογράφο, είχα απογοητευθεί. Παρότι είχαν επιστρατευτεί εκλεκτοί ηθοποιοί του μεγέθους ενός Αλ Πατσίνο, ενός Τζακ Λέμον, ενός Κέβιν Σπέισι, ο απείραχτος στον κινηματογράφο θεατρικός λόγος του Μάμετ, μου έφερνε την απόλυτη πλήξη και τη συνοδεύουσα αυτήν δυσφορία.

    Στη θεατρική παράσταση του «Πορεία» τα πράγματα πήραν το δρόμο τους και τις σωστές θεατρικές τους διαστάσεις και λειτούργησαν. Ο λόγος του συγγραφέα βρέθηκε στο φυσικό του χώρο και ο Στάθης Λιβαθηνός, που ανέλαβε να τον σκηνοθετήσει, στηριζόμενος σε έναν πολύ καλό θίασο, του έδωσε πνοή, ζεστασιά, γούστο, χρώματα και προπάντων ρυθμό.

    Οι ηθοποιοί ερμήνευσαν με την προσωπική τους αλήθεια το ρεαλισμό του Μάμετ, χωρίς να αφήσουν απείραχτο το ενδεχόμενο της προσωπικής παρέμβασης στους ρόλους. Δεν δίστασαν να κάνουν θέατρο και να γεμίσουν τη σκηνή με θεατρική ζωντάνια, η οποία ήταν απαραίτητη για να γοητευθεί η πλατεία.

    Ο Δημήτρης Καταλειφός κάνει μια ακόμα ζωντανή επιτυχία, από αυτές που κάνει τα τελευταία χρόνια. Είναι τόσο αληθινός όταν παίζει. Ο Γιώργος Κέντρος και ο Αλέξανδρος Μυλωνάς ήταν δύο στελέχη που «θεατρίνισαν». Με τι χάρη όμως το έκαναν όλο αυτό, με τι επίγνωση του σκηνικού παιχνιδιού, με τι επικοινωνιακή παρτίδα με το θεατή. Ειδικά ο Κέντρος άφησε στο κοινό τις εντυπώσεις πως έκλεψε την παράσταση. Κακά τα ψέματα, το κοινό που πηγαίνει στο θέατρο έχει ανάγκη να απολαύσει ένα έντονο παίξιμο όσο κι αν το θέατρο στη Δύση έχει αρκετά αλλάξει, σε Αγγλία και Αμερική, όπου ο ρεαλισμός, ο επηρεασμένος από τον κινηματογράφο, έχει εισχωρήσει για τα καλά.

    Ο Αρτό Απαρτιάν ήταν για μένα η τελειότητα, ο πιο απρόβλεπτος, ο πλέον δημιουργικός. Αψεγάδιαστα κράτησαν το μέρος τους επίσης, ο Δημήτρης Τάρλοου, που υπέγραψε και την ολοζώντανη μετάφραση, ο Γιώργος Μακρής, που κράτησε χαμηλόφωνο αντίβαρο στο συμπαίκτη του, στο πρώτο μέρος, ο Ανδρέας Νάτσιος στα σωστά του περάσματα στη δεύτερη πράξη.

    Η παράσταση δεν κέρδισε μόνο από τις ερμηνείες. Ο Λιβαθηνός στήριξε τη σκηνοθεσία του και στην ατμόσφαιρα, όπου υπήρξε πολύτιμη η συνεργασία της Ελένης Μανωλοπούλου στα σκηνικά. Ελαφρώς στο κυκλικό μπαρ του πρώτου μέρους και προπάντων στο μεσιτικό γραφείο της δεύτερης πράξης για το οποίο έχω μόνο επαίνους. Ένας χάρτης μόνο, στο γραφείο του Τάρλοου, που παρατήρησα περίεργα, δεν μου επιτρέπει τελικώς να εκφέρω ολοκληρωμένη γνώμη, διότι τελευταίως δεν με σιγοντάρει απόλυτα η όρασή μου. Ήταν χάρτης των Ηνωμένων Πολιτειών ή κάτι που ξέφυγε; Επαναλαμβάνω, όμως, ότι δεν έχω γνώμη για τους λόγους που ανέφερα. Σημαντική η συνεισφορά και των φωτισμών του Αλέκου Αναστασίου.

    24.03.2002, Τιμογιαννάκης Παναγιώτης «Οικόπεδα για απαιτητικούς θεατές», Ελεύθερος Τύπος

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο αδύνατος κρίκος

    Μου δόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία να μιλήσω για τα έργα τον Ντέιβιντ Μάμετ, που παίζονται συχνά στην Ελλάδα. Πρόκειται για εκλεκτές τεχνικές κατασκευές, για θεατρικούς μηχανισμούς ακριβείας που αναπαράγουν σε μικρογραφία την αμερικανική κοινωνία: έναν ημιτελή «Πύργο της Βαβέλ» με μια επικίνδυνη επικλινή εξωτερική σκαλωσιά γεμάτη παγίδες, από εκείνες που ονομάζονται χαρακτηριστικά στη διάλεκτο της μαστορικής «φάκες». Δηλαδή σανίδες ξεκάρφωτες… που αν κάνεις το λάθος και τις πατήσεις, εκσφενδονίζεσαι στα χάη.

    Στο «Οικόπεδα με θέα», που είναι ένας ακόμη θαυμαστός θεατρικός μηχανισμός προγραμματισμένος να ελέγχει μόνος την αντοχή των υλικών του, ο Μάμετ μάς αποκαλύπτει άλλο ένα μυστικό του συναφιού των μαστόρων που έφτιαξαν το «αμερικάνικο όνειρο»: η «σκαλωσιά» είναι φτιαγμένη από σώματα ζωντανών ανθρώπων που πατούν ο ένας επάνω στους ώμους του άλλου, φτιάχνοντας πυραμίδα. Ο πιο «αδύναμος κρίκος» πάντα λυγίζει κι η «σκαλωσιά» γκρεμίζεται. Μόνο ένας κάθε φορά μπορεί να φτάσει στην κορυφή, και το ανάθεμα πέφτει πάντα στον πιο αδύνατο, που έπεσε.

    Είναι τρομακτικά ενδιαφέρον ότι το έργο έχει συλληφθεί και δομηθεί ως ένα πείραμα εν εξελίξει για την επαλήθευση του πιο πάνω «βιβλικού» θεωρήματος. Παρακολουθούμε, σαν σε μικροσκόπιο, τη δράση μιας μικρής επαγγελματικής αμερικάνικης συντεχνίας (μικρομεσαίοι κτηματομεσίτες μιας επαρχιακής πόλης), έναν αγώνα δυνάμεως για την επικράτηση του πρώτου (ο βουλητικά ισχυρότερος, ο αποτελεσματικότερος), που θα παίρνει τη μερίδα του λέοντας απ’ τα κέρδη, και για τη συντριβή του εσχάτου (ο βουλητικά ασθενέστερος, ο αναποτελεσματικότερος), που θα χάσει τη δουλειά του.

    Το έργο ξεκινά μ’ έναν «προαγώνα» μεταξύ δύο μελών της ομάδας (επιλογή τυχαία) όπου ένας «πιο δυνατός» επιχειρεί «πειραματικά» να ωθήσει έναν «πιο αδύνατο» να κάνει μια εκτός προγραμματισμού κίνηση: να διαρρήξει νύχτα τα γραφεία της ομάδας και να υπεξαιρέσει κρίσιμα έγγραφα. Η διάρρηξη πράγματι, γίνεται. Η έκβαση τώρα του κυρίως αγώνα, που παρακολουθούμε σαν σε «ζωντανή μετάδοση» μεταξύ του συνόλου των «παικτών» της ομάδας και είναι άσχετος με το προηγηθέν γεγονός της διάρρηξης, καθορίζει εντούτοις αναδρομικά το πρόσωπο του όντως αυτουργού της διάρρηξης: ο φακός «νετάρει» (δραματουργική επιλογή αυτή τη φορά μη τυχαία) στη μορφή του χαμένου της παρτίδας, που είναι ένας άλλος, όχι ο πρώτος δράσας. Και η κρίση αποφαίνεται τελεσιδίκως: Αυτός ήταν! Λιθοβολήστε τον!

    Η παράσταση στο θέατρο «Πορεία» είναι μια συμπαραγωγή της Θεατρικής Εταιρείας Δόλιχος και του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας. Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθηνού ξετυλίγει το έργο σε σωστά υπολογισμένους ρυθμούς και χρόνους, σαν αστυνομικό και ψυχολογικό, σε πρώτο επίπεδο, «θρίλερ», ή σαν παρτίδα πόκερ όπου συνυπάρχουν παράλληλα κι αναπτύσσονται ισοδύναμα όλες οι δυνατές εκβάσεις. Δεν μένει όμως εδώ. Το σημαντικότερο είναι ότι εστιάζει τον φακό του «πίσω» από τα πρόσωπα, όχι επάνω τους. Βλέπει το παιχνίδι, όχι τους παίκτες, όπως λέμε: βλέπει το δάσος, όχι τα δέντρα.

    Κατορθώνει μ’ αυτόν τον τρόπο να βρει στο παίγνιο τον κοινό παρονομαστή των ετερώνυμων κλασμάτων που είναι οι καλές αλλά ποικίλες υφολογικές προσεγγίσεις των ηθοποιών του.

    Διακρίνει το βάθος, αλλά δεν βλέπει πάντα το ύψος. Έχω την εντύπωση ότι ο ρόλος του Μος αποτελεί την πάγια σταθερά μέσα στο μεταβλητό σύστημα. Είναι το αθέατο χέρι που κινεί τις ανθρώπινες μαριονέτες ή, αν όχι, το νούμερο που κανείς δεν ποντάρει αλλά τα μαζεύει στο τέλος όλα: φεύγοντας πρέπει να παίρνει μαζί του, τυλιγμένο προσεκτικά, και το τοπίο.

    Αυτό η σκηνοθεσία δεν το πρόσεξε, τον εξίσωσε ηθοποιητικά με τους άλλους χαρακτήρες, τον έβαλε να πατήσει στο ίδιο «σκαλί» μαζί τους. Ο καλός Αλέξανδρος Μυλωνάς έπλασε με συνέπεια και με ακρίβεια φαρμακοποιού τον ρόλο-σουμπλιμέ που του ζήτησαν… Ο Καταλειφός δίνει ένα ρεσιτάλ ποιοτικών αποχρώσεων και σφυρηλατεί ένα ρόλο με λάμψεις κουρασμένου μετάλλου. Ο Απαρτιάν έξοχος, δημιουργεί έναν νοερό κύκλο γύρω από τον ρόλο κι εγκαθίσταται στο κέντρο του σαν παραδείσιο πτηνό στη φωλιά του. Ο εξωστρεφής Κέντρος άλλη μια φορά εκρηκτικός. Ο Τάρλοου πιάνει απ’ τις χαμηλές νότες τον ρόλο. Ο Γιώργος Μακρής με νατουραλιστικές πινελιές πείθει, και ο Ανδρείας Νάτσιος τυπίστας επαρκέστατος. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου εναρμονίζονται με το κλίμα της παράστασης, η μουσική του Ντέιβιντ Λιντς οργανικά δεμένη, και οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου φτιάχνουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα. […]

    24.02.2002, Πολενάκης Λέανδρος «Ο αδύνατος κρίκος», Η Αυγή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Οικόπεδα με θέα» στο «Πορεία»

    Ο Ντέιβιντ Μάμετ, ένας από τους σημαντικότερους και από τους πλέον κοινωνικά κριτικούς συγγραφείς του σύγχρονου αμερικανικού θεάτρου, με το «Οικόπεδα με θέα» προβάλλει σαν σε μεγεθυντικό καθρέφτη – ώστε να φαίνεται διά γυμνού οφθαλμού – τον καθημερινό, αγωνιώδη, ανταγωνιστικό, αλληλοσπαρακτικό, ανθρωποθυσιαστικό βιοποριστικό αγώνα του ανθρώπου στην αμερικανική κοινωνία. Αγώνας του τύπου «ο θάνατός σου η ζωή μου». Αγώνας που συντρίβει τα πάντα. Τη συναδελφικότητα, τη φιλία, τη συνείδηση, την ηθική, την αξία της ανθρώπινης συμβίωσης και κοινότητας. Ένας αγώνας που μπορεί να «χτίζει» νέες ή να μεγεθύνει παλιές πολιτείες, προκαλεί όμως αμέτρητα ανθρώπινα «ερείπια».

    Ο Μάμετ με γλώσσα γυμνή, καυστική, κοφτερή σαν ξυράφι, με φράσεις κοφτές, καλπάζουσες, με το πολύ πρωτότυπο, αλλά και εξαιρετικά απλό και οικείο για μας θέμα του, περιγράφει με έναν άλλο τρόπο το μιλερικό «θάνατο του εμποράκου», το «θάνατο» του κάθε φουκαρά, που αφού τον ξεζουμίσει το σύστημα, τον πετά σα στυμμένη λεμονόκουπα. Το έργο του Μάμετ αναφέρεται σε μια οικοπεδοφαγική μεσιτική εταιρία αγοραπωλησίας οικοπέδων, η οποία μεταβάλλει κάθε υπάλληλό της όχι μόνο σε θύτη των εξαπατούμενων με διάφορους τρόπους αγοραστών, αλλά και σε ανταγωνιστή των συναδέλφων του και εντέλει σε θύματά της. Οι χωρίς στον ήλιο μοίρα, αμειβόμενοι όχι με μισθό, αλλά με ποσοστό επί των πωλήσεων, πωλητές της εταιρίας, μη συνειδητοποιώντας ότι είναι έρμαιά της, «όργανα» για τις κομπίνες της, στην προσπάθειά του ο καθένας να βρεθεί στην κορυφή με τις περισσότερες πωλήσεις και τα καλύτερα οικόπεδα, ώστε να κερδίζει περισσότερα, καταντά πολέμιος του ψωμιού του συναδέλφου του. Τα πέντε κεντρικά πρόσωπα του έργου, απελπισμένα και αλληλοσπαρασσόμενα μέσα στην κοινή, αδιέξοδη «μοίρα» τους, πλασμένα «αιχμηρά» από τον ρεαλιστή Μάμετ, συνθέτουν μια χαρακτηριστική «θέα» της αποκρουστικής αμερικανικής κοινωνίας.

    Το έργο μεταφρασμένο εξαιρετικά, προσεγμένο λέξη λέξη, από τον Δημήτρη Τάρλοου, σκηνοθετημένο με ρεαλιστική ακρίβεια, αλήθεια και απλότητα από τον Στάθη Λιβαθυνό, αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις της χειμερινής περιόδου, σε συμπαραγωγή του θιάσου «Δόλιχος» και του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας. Μια παράσταση ευεργετημένη από το αξιοθαύμαστο, μεγίστης ρεαλιστικής απλότητας, σκηνικό, αλλά και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, τη φυσικότητα των φωτισμών του Αλέκου Αναστασίου, την ατμοσφαιρική μουσική του Ντέιβιντ Λιντς και τις συνολικά υψηλής ποιότητας ερμηνείες. Με πρώτιστες τις εξαιρετικά λεπτοδουλεμένες, χωρίς ίχνος μανιέρας, ερμηνείες του Αρτό Απαρτίαν και Δημήτρη Τάρλοου. Υψηλής ποιότητας ήταν και οι ερμηνείες των Δημήτρη Καταλειφου, Γιώργου Κέντρου, Αλέξανδρου Μυλωνά και αξιόλογες των Ανδρέα Νάτσιου και Γιώργου Μακρή.

    19.02.2002, Θυμέλη «Οικόπεδα με θέα στο Πορεία», Ριζοσπάστης

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Οικόπεδα με Θέα»: Θάνατος στο Ελντοράντο

    Ένα από τα καλύτερα έργα του Ντέιβιντ Μάμετ, αν όχι το καλύτερο, το «Οικόπεδα με θέα» («Glengarry Glen Ross», 1982), παρουσιάζεται για πρώτη φορά στη χώρα μας στο θέατρο «Πορεία». Όσοι έχουν δει την κινηματογραφική μεταφορά του (1992), σε σκηνοθεσία Τζέιμς Φόλεϊ και σενάριο του ίδιου του Μάμετ, θα θυμούνται τις πολύ καλές ερμηνείες του Τζακ Λέμον (βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, 1992), του Αλ Πατσίνο (υποψήφιου για Όσκαρ την ίδια χρονιά), του Εντ Χάρις, του Κέβιν Σπέισι και πιθανώς θα έχουν την περιέργεια να δουν τις αντίστοιχες ερμηνείες από Έλληνες ηθοποιούς. Οι υπόλοιποι καλά θα κάνουν να δουν την παράσταση που σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθηνός, οπωσδήποτε για να γνωρίσουν μια από τις εξαιρετικές στιγμές του αμερικανικού θεάτρου αλλά και για να απολαύσουν τις ερμηνευτικές επιδόσεις του Δημήτρη Καταλειφού, του Γιώργου Κέντρου, του Αλέξανδρου Μυλωνά, του Δημήτρη Τάρλοου, του Άρτο Απαρτιάν, του Γιώργου Μακρή και του Ανδρέα Νάτσιου.

    Τέσσερις πωλητές σε κτηματομεσιτικό γραφείο πρέπει να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλον σε πωλήσεις. Ο πρώτος θα κερδίσει μία Κάντιλακ, ο δεύτερος ένα σετ μαχαίρια και οι δύο τελευταίοι θα απολυθούν. Ο ανταγωνισμός είναι αμείλικτος, οι άνδρες δεν νιώθουν καλά, οι σχέσεις μεταξύ τους είναι τεταμένες. Αυτή είναι η απλή ιδέα, βασισμένη μάλιστα σε νεανική εμπειρία του συγγραφέα, στην οποία στηρίζει ο Μάμετ το δίπρακτο έργο του. Πώς, δηλαδή, ο ανταγωνισμός του κεφαλαιοκρατικού συστήματος προκαλεί την ψυχική και ηθική εξόντωση των ανθρώπων.

    Ακόμη και σ’ αυτήν την πρώτη ανάγνωση, ο ρεαλισμός του έργου, μέσω αυτής της συναρπαστικής στην ακρίβειά της, καθημερινής γλώσσας του Μάμετ, δεν μπορεί παρά να συγκινήσει το θεατή. Ο Μάμετ ωστόσο προχωρεί πιο πέρα. Χωρίς ούτε στιγμή να καταφύγει σε αντιδραματικούς διδακτισμούς, μέσα από τις σχέσεις των προσώπων, φωτογραφίζει την Ηθική του Αμερικανικού Ονείρου και της καταναλωτικής κοινωνίας που αυτό υπηρέτησε. Κυρίως πώς ακυρώνεται εντελώς η περίφημη ελευθερία και η απεριόριστη δυνατότητα για επιτυχία και πλούτο, στην οποία στηρίζεται το American dream: για τους λιγότερο ισχυρούς και πετυχημένους μεταλλάσσεται σε αναπόφευκτη νομοτέλεια, στη μοιρολατρία του ηττημένου. Όταν ο Λέβιν, προχωρημένος σε ηλικία και με απανωτές αποτυχίες πωλητής, λέει «είμαι γεννημένος πωλητής» ή προσπαθεί να εξηγήσει τι δεν πάει καλά μιλώντας για «γκαντεμιά», ερμηνεύει μοιρολατρικά ό,τι πλέον δεν μπορεί να διεκδικήσει.

    Ένα δεύτερο σημείο που ο Μάμετ αποτυπώνει έξοχα είναι η σχέση μεταξύ της πειθούς, ως ικανότητας χειρισμού του λόγου, και των πωλήσεων. Στη χώρα των business (αφελώς πολλοί μετανάστες καμαρώνουν που στην Αμερική κανείς δεν σε ρωτάει ποιος είσαι -το μόνο που ενδιαφέρει είναι το πόσα βγάζεις) η επιτυχία στις πωλήσεις είναι συνώνυμη της οικονομικής επιτυχίας εταιρειών και ατόμων. Οι πωλήσεις βασίζονται στην ικανότητα της πειθούς, είτε πρόκειται για κάτι που όντως αξίζει να πωληθεί/αποκτηθεί είτε όχι. Στη δεύτερη περίπτωση, που είναι και η πλέον συνηθισμένη αφού η ευημερία της καταναλωτικής κοινωνίας κρίνεται και από τον αριθμό των άχρηστων προϊόντων που παράγονται και καταναλώνονται, το αμερικανικό ιδεώδες της επιτυχίας βασίζεται στην ικανότητα του πείθειν, άρα στην ιδιότητα του λόγου να εξαπατά.

    Εδώ ο Μάμετ εστιάζει σ’ αυτούς που η δουλειά τους, δηλαδή η ίδια τους η ζωή, βασίζεται στην ικανότητά τους να πείθουν. Η επινόηση επιχειρημάτων προκειμένου να πείσεις/εξαπατήσεις κάποιους γίνεται τρόπος ζωής.

    Οι πωλητές του έργου επιδίδονται στην τέχνη της εξαπάτησης ακόμη και στις μεταξύ τους σχέσεις: οι περισσότερο ικανοί εξαπατούν τους εξαντλημένους, μολονότι και οι μεν και οι δε γνωρίζουν εξίσου καλά τους όρους του παιχνιδιού. Σ’ ένα κείμενο του προγράμματος της παράστασης, ο C.W.E. Bigsby επισημαίνει: «Ο Μάμετ δεν περιφρονεί τους πωλητές του. Επινοούν για να επιβιώσουν», συμπληρώνοντας ότι είναι δημιουργοί μύθων που πρέπει να γίνουν πιστευτοί για να επιβιώσουν οι ίδιοι. Από αυτήν την πλευρά ιδωμένο, το έργο θίγει θέματα που απασχολούν όσους διαχειρίζονται το λόγο, των συγγραφέων και των ηθοποιών συμπεριλαμβανομένου. Γιατί, σαν τους συγγραφείς, οι πωλητές πρέπει να λένε ωραίες ιστορίες και, σαν τους ηθοποιούς, πρέπει να είναι γοητευτικοί και καλοί υποκριτές. Ο λόγος που πείθει/εξαπατά είναι σαν το λόγο του θεάτρου: δημιουργεί πλαστούς κόσμους, προκαλεί τη σαγήνη της αυταπάτης.

    Πωλητές και «θύματα»

    Γι’ αυτό και οι σκηνές οι θεατρικά περισσότερο ενδιαφέρουσες είναι ακριβώς αυτές που οι πωλητές δίνουν τις «παραστάσεις» τους. Κυρίως του Γιώργου Κέντρου στο μπαρ, προσπαθώντας να πείσει ένα υποψήφιο «θύμα», και του Δημήτρη Καταλειφού όταν δίνει παράσταση στους συναδέλφους του για το πώς έπεισε ένα ζευγάρι να αγοράσει. Μιλάμε για ένα ιδιοφυές είδος θεάτρου μέσα στο θέατρο, το οποίο συνήθως δεν αναγνωρίζουμε ως τέτοιο γιατί είναι στενά συνυφασμένο με την καθημερινότητά μας. Οι «ερασιτεχνικές» παραστάσεις των δύο πωλητών είναι αποκαλυπτικές τόσο για τη δραματουργική ικανότητα του συγγραφέα (είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους όσο διαφορετικές είναι οι φάσεις στις οποίες βρίσκονται οι δύο πωλητές – ο μεν στην ακμή του, ο δε στην παρακμή) όσο και για την ικανότητα του σκηνοθέτη να στήσει μια σκηνική πράξη που να μην προδίδει ένα κείμενο του οποίου οι αλλεπάλληλες ψυχολογικές μεταπτώσεις, οι συγκρούσεις των προσώπων και η θεατρικότητα κάποιων σκηνών είναι εξαιρετικής ποιότητας.

    Ο Στάθης Λιβαθηνός ανέδειξε τις αρετές του έργου, επιμένοντας στην απόδοση των διαφορών των χαρακτήρων. Με τις οδηγίες του προφανώς οι ηθοποιοί έπλασαν ζωντανά πρόσωπα που άλλοτε φωτογραφίζουν φάσεις ζωής (ο Δημήτρης Καταλειφός φέρ’ ειπείν απέδωσε την εξαθλίωση του ανθρώπου που κάποτε υπηρέτησε με επιτυχία το ίδιο σύστημα που τώρα τον πετάει σαν στυμμένη λεμονόκουπα) κι άλλοτε αποκτούν το κύρος ανθρώπινου τύπου (έξοχα απέδωσαν ο Αλέξανδρος Μυλωνάς τον παλιανθρωπάκο Μος που βάζει τους άλλους να κάνουν τις βρομοδουλειές για να τη βγάλει ο ίδιος καθαρή, ο Γιώργος Κέντρος τον Ρόμα, πετυχημένο πωλητή, δηλαδή έτοιμο να εξαπατήσει ακόμη και τη μάνα του, ο Άρτο Απαρτιάν τον ηθικό λόγω δειλίας Αρόνοφ). Ο Δημήτρης Τάρλοου στήριξε τη δική του ερμηνεία στην αντίθεση της clean cut εμφάνισής του και της σκληρότητας του νέου που φιλοδοξεί να πάει μπροστά. Εύστοχες ήταν οι παρουσίες του Ανδρέα Νάτσιου και του Γιώργου Μακρή στους μικρότερους ρόλους.

    Ο Δημήτρης Τάρλοου έχει δοκιμαστεί με επιτυχία στη μετάφραση του θεάτρου του Μάμετ στον «Αμερικάνικο βούβαλο» του θεάτρου «Εμπρός». Και στα «Οικόπεδα με θέα» η μετάφρασή του ακούστηκε αρκούντως πειστική. Τα κοστούμια και το σκηνικό του γραφείου της Ελένης Μανωλοπούλου μετέφεραν την εντύπωση της πολυκαιρισμένης φθοράς – αλλά αυτά τα παλιά γραφεία δημοσίων υπηρεσιών δεν βοηθούσαν να αναδειχθεί η σημερινή εγκυρότητα του έργου. Αντίθετα, η μουσική του Ντέιβιντ Λιντς λειτούργησε σαν πετυχήμενο soundtrack.

    19.01.2002, Καλτάκη Ματίνα «Οικόπεδα με θέα: Θάνατος στο Ελντοράντο», Επενδυτής

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Οικόπεδα με θέα» του Ντέιβιντ Μάμετ

    Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό θέατρο έχει αρχίσει να αναπτύσσεται επικίνδυνα η περίφημη “θεωρία του δημιουργού”, η οποία τόσο κακό έχει κάνει στον ελληνικό κινηματογράφο εδώ και τριάντα χρόνια.

    Έτσι βλέπουμε διάφορους σκηνοθέτες είτε να διαλέγουν ασήμαντα έργα και να τα ανεβάζουν με “παράξενο” τρόπο για να προβάλλουν τον εαυτό τους μέσα απ’ αυτά, είτε να παίρνουν καλά θεατρικά έργα, στα οποία όμως δεν προσπαθούν να υπηρετήσουν αυτό που έχει γράψει ο συγγραφέας, αλλά κοινώς “να τους αλλάζουν την πίστη”. Βλέπετε, εκτός από επηρμένοι, οι σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς, έχουν και το κακό ότι δεν ξέρουν να καθοδηγήσουν ηθοποιούς…

    Όλα αυτά, ευτυχώς, ΔΕΝ ισχύουν στην περίπτωση του θεάτρου “Πορεία”, όπου ο Δημήτρης Τάρλοου είχε τη λεβεντιά και την ευφυΐα να ανεβάσει ένα πραγματικό έργο συνόλου, το “Οικόπεδα με θέα” του Ντέιβιντ Μάμετ. Το έργο θα μπορούσε κανείς να πει πως δεν είναι από τα καλύτερα του Μάμετ και, επιπλέον, βρίσκεται και αρκετά μακριά από την ελληνική πραγματικότητα -αν και δυστυχώς σιγά – σιγά πλησιάζουμε και προς τα εκεί. Μια ομάδα από άνδρες σε ένα μεσιτικό γραφείο, κατεστραμμένοι οι περισσότεροι ή ημικατεστραμμένοι στην ιδιωτική και επαγγελματική τους ζωή, προσπαθούν να βρουν έναν τρόπο να βγουν μπροστά, σε μια κοινωνία που δέχεται ως αξία μόνο την επιτυχία…

    Ο σκηνοθέτης, Στάθης Λιβαθινός, είχε στα χέρια του μια θαυμάσια και πολύ θεατρική μετάφραση του Δημήτρη Τάρλοου και την πάρα πολύ καλή δουλειά στα σκηνικά και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, η οποία είχε ουσιαστική βοήθεια από τους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου. Επίσης, ο σκηνοθέτης είχε στη διάθεσή του επτά πολύ καλούς ηθοποιούς -τους αναφέρουμε με τη σειρά που εμφανίζονται- τον Δημήτρη Καταλειφό, τον Δημήτρη Τάρλοου, τον Αλέξανδρο Μυλωνά, τον Άρτο Απαρτιάν, τον Γιώργο Κέντρο, τον Γιώργο Μακρή και τον Ανδρέα Νάτσιο. Δούλεψε λοιπόν καταρχήν και πριν από όλα με τους ηθοποιούς του, απ’ τους οποίους έβγαλε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Φυσικά ο Καταλειφός, ο Κέντρος και ο Μυλωνάς, που έχουν και τους πιο “δυνατούς” ρόλους, ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους, αλλά και ο Τάρλοου στον ρόλο του “ψυχρού εκτελεστή” ή ο Απαρτιάν, βάζουν υπογραφή.

    Έστησε, λοιπόν, ο κ. Λιβαθινός μια πραγματική θεατρική παράσταση, υψηλού επιπέδου, με άποψη -τη σωστή άποψη που πρέπει να έχει και όχι την “τραλαλά” που νομίζουν ότι πρέπει να περνάνε κάποιοι συνάδελφοί του σε άσχετα έργα- και αισθητική. Μια θεατρική παράσταση που πριν και πάνω απ’ όλα, σε κάνει να αισθάνεσαι ότι έχεις πάει στο θέατρο. Στο θέατρο όπως τον παλιό καλό καιρό, όπου η παρουσία του σκηνοθέτη ήταν σημαντική αλλά σημαντικοί και οι ηθοποιοί που αναμετρούνταν με τους ρόλους τους μπροστά στο κοινό. Πόσο σπάνιο, πλέον, αλλά και πόσο σημαντικό για μας τους θεατές…

    03.01.2002, Τριανταφυλλίδης Ιάσων «Οικόπεδα με θέα του Ντέιβιντ Μάμετ», Αδέσμευτος Τύπος

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Απόγνωση με θέα

    Το έργο του Ντέιβιντ Μάμετ «Οικόπεδα με θέα», γνωστό στην Ελλάδα, ως τώρα, μόνο μέσα από τη μεταφορά του στον κινηματογράφο, παρουσιάζεται στη σκηνή χάρη στον Δημήτρη Τάρλοου.

    Ένα κτηματομεσιτικό γραφείο

    Τέσσερις υπάλληλοι-πωλητές οικοπέδων στη δίνη ενός διαγωνισμού πωλήσεων που έχει οργανώσει ο διευθύνων το γραφείο, ένας «άψητος» στη δουλειά χαρτογιακάς, με έπαθλο μια Κάντιλακ. Ο ανταγωνισμός, η ψυχολογικό πίεση, το άγχος θα οδηγήσουν σε «ανθρωποσφαγή».

    Ο Ντέιβιντ Μάμετ σχεδιάζει χαρακτήρες που «αλληλοσυμπληρώνονται» και οι συγκρούσεις γεννιούνται αβίαστα και εκρήγνυνται σαν από ένα εν ενεργεία ηφαίστειο. Οι κτηματομεσίτες αφήνουν στα συρτάρια τους κάθε αίσθηση ανθρωπιάς και ηθικής και «ξεσκίζονται» με νύχια και με δόντια για το χρήμα και, σε τελική ανάλυση, για την επιβίωσή τους σε μια ανελέητα ανταγωνιστική κοινωνία, ικανή να τους οδηγήσει στα άκρα για το κέρδος και μόνο.

    Ο Μάμετ ξεγυμνώνει χωρίς δισταγμούς το «αμερικανικό όνειρο» με μια σκληρή, αδρή, χυδαία γλώσσα. Η πώληση είναι ένα «φτιάξιμο», ένα ξέσπασμα που ταυτίζεται με τη σεξουαλική πράξη. Το «Οικόπεδα με θέα» είναι το απόλυτα «αρσενικό» έργο.

    Ο Ντέιβιντ Μάμετ δεν πιστεύω ότι είναι μεγάλος συγγραφέας. Γιατί δεν είναι ποιητής. Αλλά είναι συγγραφέας σκεπτόμενος και ικανός. Και το «Οικόπεδα με θέα», αν και, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι παρά ένας ανασχηματισμός, ένα «ριμέικ» του «Θανάτου του εμποράκου» του Άρθουρ Μίλερ, αν και το θέμα του είναι κάπως «περιοριστικό», είναι ένα έργο στέρεο, με χιούμορ σκληρό, στο οποίο ο συγγραφέας έξυπνα προσπαθεί να κρατήσει το ενδιαφέρον προσθέτοντας «σασπένς».

    Ο Στάθης Λιβαθινός είχε στα χέρια του μια άψογη μετάφραση του Δημήτρη Τάρλοου, το εξαίρετο σκηνικό μιας νέας σκηνογράφου, της Ελένης Μανωλοπούλου, που από την πρώτη στιγμή έχει δώσει δείγματα εκθαμβωτικού ταλέντου, και τη μουσική του Ντέιβιντ Λιντς που σαν να «αναβλύζει» από το κείμενο. Δούλεψε εξαντλητικά, όπως γίνεται φανερό, με τους ηθοποιούς του αλλά, κατά τη γνώμη μου, «βάρυνε» το έργο, που βγαίνει μάλλον ρώσικο παρά αμερικανικό. Ενώ οι ηθοποιοί του φαίνονται να κάνει ο καθένας το «νούμερό» του παρά να δένουν σφικτά.

    Βρήκα «λίγο» τον Δημήτρη Τάρλοου σ’ ένα ρόλο που, έτσι κι αλλιώς, δεν του ταιριάζει, ενώ ο Γιώργος Κέντρος, ρολίστας σπουδαίος, πέφτει πάλι στην παγίδα των μανιερισμών και των υπερβολών. Ξεχώρισα τον Αλέξανδρο Μυλωνά και τον Δημήτρη Καταλειφό. Ο οποίος, αν και νεώτερος από το ρόλο, καταφέρνει να είναι ο Λεβίν. Απεγνωσμένος και σπαρακτικός, δίνει μια ερμηνεία συγκλονιστική, από τις καλύτερες τις χρονιάς και, νομίζω, την καλύτερή του ως τώρα. Γι’ αυτήν και μόνο αξίζει να δείτε την υψηλού, άλλωστε, επιπέδου παράσταση.

    Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Απόγνωση με θέα», Ταχυδρόμος

  • Αδίστακτοι και αδύναμοι

    Ο Δημήτρης Καταλειφός, ο Γιώργος Κέντρος, ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, ο Αρτο Απαρτιάν και ο Δημήτρης Τάρλοου είναι έτοιμοι να παραμυθιάσουν, να εξαπατήσουν, να εκλιπαρήσουν, να συνωμοτήσουν. Όλα αυτά προκειμένου να πουλήσουν «Οικόπεδα με θέα», ώστε να εξασφαλίσουν τη θεσούλα τους στο κτήμα το μεσιτικό γραφείο όπου εργάζονται.

    Πολλοί έχουμε απολαύσει το έργο του Ντέιβιντ Μάμετ στην ταινία με τους Τζακ Λέμον, Αλ Πατσίνο, Κέβιν Σπέισι κ.ά. Τώρα παίζεται στο θέατρο «Πορεία» σε μια εμπνευσμένη παράσταση (του Στάθη Λιβαθινού).

    Ο Μάμετ υπήρξε πολυτεχνίτης. Μποξέρ, πωλητής και μέγας χαρτοπαίκτης. «Τα έργα του είναι παιχνίδια πόκας» λέει ο Δημήτρης Τάρλοου, ο οποίος έκανε και τη μετάφραση. «Είναι οξυδερκής. Δουλεύει με υπονοούμενα. Δε σ’ αφήνει να επαναπαυθείς. Απεικονίζει την αντρική ψυχή σε μαγνητική τομογραφία».

    Ο ανταγωνισμός έχει γίνει ανελέητος. Κάθε ήρωας είναι έτοιμος να πατήσει στο πτώμα του άλλου, προκειμένου να εξασφαλίσει το όνομα του καλύτερου πιθανού πελάτη. Κάποιοι θεατές διαμαρτύρονται στο συνομιλητή μας:

    «″Μα έτσι είμαστε;″ Έτσι και χειρότερα –τους απαντώ. Σε πόσες μεγάλες επιχειρήσεις, ν αν αφαιρεθείς λίγο, δεν παραγκωνίζεσαι;». Ο Δημ. Τάρλοου είναι άχρωμος, άοσμος διευθυντής του γραφείου. Βιώνει με οργή και οδύνη την αδυναμία του: δεν είναι σαν τους άλλους. Περιφέρεται αμήχανα σαν να βρέθηκε απρόσκλητος στη σκηνή ενός θεάτρου. «Με εξευτελίζουν, αλλά δεν μιλάω. Έχω τη γαϊδουρινή υπομονή του δημοσίου υπαλλήλου που σου κλείνει το ταμείο στα μούτρα κι ας είσαι τρεις ώρες στην ουρά».

    Ο Αρτο Απαρτιάν, ο πιο έντιμος απ’ όλους, ξέρει ότι δεν θα πουλήσει ποτέ και αυτοσαρκάζεται. Ο Δ. Καταλειφός είναι ξεπεσμένη ντίβα του γραφείου. «Θα ήθελε πολύ να τον βγάλουν για υποκλίσεις στη σκηνή, αλλά τα ψωμιά του τελείωσαν». Ανερχόμενο αστέρι ο Γ. Κέντρος. Κι αυτός παθαίνει τη μεγάλη ήττα. Του παίρνουν τις καρτέλες, τα συμβόλαια, την αυτοεκτίμησή του.

    «Ο Μάμετ επιχειρεί μια ευφυή παραβολή με το χώρο του θεάτρου. Οι πωλητές στην πραγματικότητα είναι ρόλοι. Όπλα τους η υποκριτική, ο αυτοσχεδιασμός».

    Η παράσταση, στην οποία παίζει ο Ανδρέας Νάτσιος, είναι γροθιά στο στομάχι.

    «Το έργο είναι σαν λεπίδι» λέει ο Δημ. Τάρλοου. «Δεν καθησυχάζει, δεν λυτρώνει. Είναι αυτό το αναγκαστικό παιχνίδι που παίζουμε όλοι, ακόμη κι όσοι αρνούμαστε να το παίξουμε. Είναι τα απόβλητά μας, οι μικρές και οι μεγάλες αντινομίες μας. Από την πρώτη κιόλας σκηνή αφουγκράζομαι τους θεατές. Μοιάζουν σαν να ξυρίζουν. Το γέλιο βγαίνει δαγκωμένο. Εγώ αυτό περιμένω να μου συμβεί στο θέατρο. Να με ξυρίσουν κόντρα κι ας πονάω».

    Μαρίνου Έφη, «Αδίστακτοι και αδύναμοι», Ελευθεροτυπία

  • Οικόπεδα με θέα (****)

    Το έργο

    Κάτι ξέρουμε και στην Ευρώπη πλέον για τις εκβιαστικές πωλήσεις ρακένδυτων ονείρων με ασφαλή θέα στην κόλαση, κάτι γνωρίζουμε για το λυσσαλέο ανταγωνισμό των υπαλλήλων στα γραφεία, για τα πριμ αποδοτικότητας για την μπουκιά που ελπίζεις να φας από το πιάτο του διπλανού, πριν φάει εκείνος τη δική σου…

    Αλλά, πώς να το κάνουμε, όταν γράφει για τέτοια πράγματα ένας Αμερικανός πρέπει να προσέχουμε γιατί ξέρει το θέμα καλύτερα από τον Ευρωπαίο. Ο Ντέιβιντ Μάμετ γράφει, λοιπόν, ένα έργο με θέμα τις πωλήσεις οικοπέδων, την αρχέτυπη πλέον για την αμερικανική μυθολογία φιγούρα του πωλητή, για φύκια και μεταξωτές κορδέλες, για την αναθεματισμένη συμφωνία που πρέπει να κλείσει πάση θυσία. Ο Μάμετ γράφει για τη μάχη που δίνουν οι πωλητές του με τον πελάτη ή το θύμα, για τη μάχη που δίνουν μεταξύ τους για να φανεί ποιο όνομα θα μπει πρώτο στο πίνακα των πωλήσεων, για τη λαχτάρα της επιτυχίας και την πείνα της, για ένα τρύπιο δολάριο. Όταν οι Αμερικανοί γράφουν για την επιτυχία, δεν ελπίζουμε φυσικά ότι θα διανοηθούν έναν ορισμός ομορφιάς και αλήθειας, αντάξιο ανθρώπου. Μπορούν όμως να περιγράψουν τα ανθρώπινα απόβλητα του αμερικανικού ονείρου, το δηλητήριο και την καταστροφικότατα του άνευ όρων και ορίων ανταγωνισμού, την επιχειρηματική πλεονεξία και το διάτρητο – σαν το δολάριο – μύθο του αυτοδημιούργητου φτωχοδιαβόλου. Σ’ αυτή την περιγραφή ο Μάμετ πρωτεύει. Ξέρει να πουλάει. Και επιπλέον, κάτι πρωτοφανές για την αμερικανική ηθική, λέει την αλήθεια για αυτό που πουλάει. Το θέμα είναι να ξέρουμε τι αγοράζουμε εμείς και να μας ενδιαφέρει το εμπόρευμα.

    Μια που η γηραιά Ευρώπη πρέπει επειγόντως να πάρει μαθήματα συμμοριακής απληστίας και πολέμου της ζούγκλας, η τεχνική των πωλήσεων και τα κλειδιά της, τα κόλπα και ιδιαίτερα τα μουσικά της αντικλείδια, φαίνεται ότι μας ενδιαφέρουν. Περισσότερο βέβαια μας ενδιαφέρει αυτό που ονομάζουν καταγγελία, μόνο που η λέξη είναι βαρύγδουπη για ένα συγγραφέα σαν τον Μάμετ, ξεμπρόστιασμα θα έλεγα καλύτερα, απογύμνωση και κανιβαλισμός. Και το εξαιρετικό στην περίπτωση του έργου είναι ότι όλα αυτά που συμβαίνουν στο κτηματομεσιτικό γραφείο, ανάμεσα στους πωλητές, η ηθική της κομπίνας που βαφτίζεται επιχειρηματική αρετή, οι μαχαιριές μέχρι το κόκαλο και η λύσσα για το καλύτερο κομμάτι από τα κλοπιμαία, όλα αυτά δεν αναιρούν την πίστη του συγγραφέα στη δύναμη της βούλησης, ούτε υποσκάπτουν την πεποίθηση του για μια αλληλεγγύη στον ανταγωνισμό!

    Η παράσταση

    Δραματουργικά αυτό είναι άλλωστε το μεγαλύτερό του επίτευγμα: η συνενοχή δηλαδή ανάμεσα σ’ αυτούς που πωλούν άχρηστα κομμάτια γης, σαν μετοχές μιας μεγάλης απάτης. Όμως η απάτη είναι μικρή και συνηθισμένη και χρειάζεται μεγάλος μόχθος για να ξεπουλήσεις τα τελευταία ρετάλια ενός ονείρου με ημερομηνία λήξης. Η σπασμένη γλώσσα του Μάμετ, η κάπως ασυνάρτητη επιθετικότητά τους, ο κρυμμένος λυγμός, η σκεπασμένη κραυγή, αυτό το πράγμα μαρτυρούν. Και αυτό το σεβάστηκε και το ανέδειξε ο μεταφραστής Δημήτρης Τάρλοου. Το εγκώμιο του μόχθου που χρειάζεται για να στεριώσει η συνενοχή και συνάμα αυτό που διαλύει τον ιστό της, δηλαδή η ατομικότητα των ανταγωνιστικών επιδιώξεων βρέθηκαν στον επίκεντρο της σκηνοθεσίας του Στάθη Λιβαθινού, που για μια ακόμη φορά έδειξε οξυμένα αντανακλαστικά στις ιδιαιτερότητες του κειμένου, προλογιακή ακρίβεια στις μεταπτώσεις της πλοκής και μεγάλη προσοχής στη μεταφορά της άγριας – και ιδιωματικής – γλώσσας των συναλλαγών στον Έλληνα θεατή. Ο Λιβαθινός αντιλήφθηκε τη σύγχυση που μπορεί να προκαλέσει ένα τέτοιο έργο, γι’ αυτό το σκηνοθέτησε καθαρά σαν σκακιστικό θεώρημα. Συνηγόρησε στην απλή σκηνογραφική γραμμή που έδωσε στο χώρο η Ελένη Μανωλοπούλου, ενέταξε αρμονικά τη μουσική του David Lynch στην παράσταση και παρέταξε τους παίκτες του σε άψογη παράταξη μάχης.

    Οι πρωταγωνιστές

    Ο Γιώργος Κέντρος, στο ρόλο του σκληροτράχηλου Ρόμα, έδειξε όλα τα πλεονεκτήματα της επιθετικής στρατηγικής με την κόψη της ειρωνικής του ερμηνείας. Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, μετρ των υπαινιγμών, κινήθηκε σε πιο βαθιά παραπλανητικά νερά κι έπλασε ένα Μος στο όριο φάρσας και πλεκτάνης. Ο Δημήτρης Καταλειφός ενσάρκωσε έναν Λεβίν στην προσπάθεια της έσχατης αναλαμπής πριν από τη πτώση του και ερμήνευσε άψογα την καταρράκωση της αυτοπεποίθησης του ήρωά του. Ο Αρτό Απαρτιάν έχτισε, από το τίποτα σχεδόν, έναν εξαιρετικό ρόλο που αποτελεί κόσμημα υποκριτικού ήθους για το θέατρό μας. Ο Γιώργος Μακρής υποδύθηκε με αφέλεια και ένταση τον εξαπατημένο Λινγκ. Ο Ανδρέας Νάτσιος ενσάρκωσε τον ντεντέκτιβ Μπέκλεν με προσποιητά χοντροκομμένος ήθος.

    Λογοθέτης Ηρακλής «Οικόπεδα με θέα (****)», Αθηνόραμα

  • Στάθης Λιβαθινός: «Στην τέχνη πουλάμε αέρα»

    Ο Στάθης Λιβαθινός, σκηνοθέτησε το έργο του Μάμετ «Οικόπεδα Με Θέα» και, με αυτή την αφορμή, μας μίλησε για τους «αεριτζήδες καλλιτέχνες» και «την τέχνη που δεν αλλάζει τη ζωή».

    Πόσο ανεπηρέαστος μπορεί να μείνει ένας σκηνοθέτης από την επιτυχημένη κινηματογραφική πορεία του έργου που ανεβάζει;
    Το κινηματογραφικό έργο, ευτυχώς, δεν το έχω δει γιατί ο κινηματογράφος με την τεράστια δύναμη της εικόνας επηρεάζει καθοριστικά την ψυχή ενός ανθρώπου. Σ’ ένα τόσο σημαντικό και καλογραμμένο έργο, έχεις να πεις πολλά. Και καλύτερα να τα πεις ελεύθερος και ανεπηρέαστος. Το θέατρο και ο κινηματογράφος, εξάλλου, είναι δυο εντελώς διαφορετικές γλώσσες. Έπειτα, στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου, απ’ όσο ξέρω, έχει κοπεί πολύ κείμενο κι έχουν γίνει τροποποιήσεις. Εμείς το μεταφέραμε ως έχει, δεν αλλάξαμε ούτε μια λέξη κι οι θεατές θα έχουν την ευκαιρία να δουν ποιο είναι το πραγματικό έργο του Μάμετ.

    Ποιο το στοιχείο του έργου που σας κέντρισε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον;
    Το γεγονός ότι ο Μάμετ ασχολείται με περιπτώσεις πολύ μικρών ανθρώπων μες στη ζωή. Σε σχέση, ας πούμε, με το ύψος των δίδυμων πύργων που είχαν κάποτε οι Αμερικανοί, οι δυο ήρωες είναι πολύ μικροί. Τα πάθη τους, όμως, και τα λάθη που κάνουν καθώς και τα εγκλήματα που πληρώνουν είναι πολύ πιο μεγάλα.

    Πως νιώθετε για τη συνεργασία σας με επτά εκλεκτούς ηθοποιούς;
    Ένα θεατρικό έργο και μια παράσταση είναι πάντα μια αφορμή για συνάντηση ανθρώπων και, από κει και πέρα, αρχίζει μια περιπέτεια με όλα τα καλά και τα κακά της. Αυτό για μένα είναι πολλές φορές πιο σημαντικό από το πώς θα φανεί μια σκηνή του Μάμετ ή από την επιτυχία της παράστασης. Το γεγονός, δηλαδή, ότι επτά άνθρωποι κι ένας εγώ οκτώ συναντιόμαστε και πρέπει να μιλήσουμε μια κοινή γλώσσα. Το κάνουμε για να υπηρετήσουμε την παράσταση ή έχουμε την ανάγκη να το κάνουμε με αφορμή αυτή; Για μένα αυτό θα παραμείνει ένα αίνιγμα.

    Τι σας δυσκόλεψε περισσότερο σε αυτή την παράσταση;
    Όλα είναι δύσκολα στο θέατρο και όλα είναι απλά. Χρειάζεται σύνθετο υποκριτικό κώδικα ο Μάμετ. Είναι παραπλανητικά εύκολος ο τρόπος που γράφει. Είναι άμεσος και καθημερινός, αλλά ταυτόχρονα ζητάει από τον ηθοποιό να φανταστεί πάρα πολλά στοιχεία για το ρόλο του και να επικοινωνήσει απίστευτα καλά με το συμπρωταγωνιστή του.

    Τι αντιστοιχίες βρίσκετε σε αυτό το έργο με την Ελλάδα του σήμερα και τους ανθρώπους της;
    Πολλά κοινά στοιχεία βρήκαμε, αλλά δεν ήταν αυτό που μας απασχολούσε πιο πολύ. Γιατί, όταν ζωντανέψουν κάποιοι άνθρωποι-ρόλοι, γίνονται διεθνείς. Η Ελλάδα πάντως έχει μια αεριτζίδικη πλευρά και οι ήρωες αυτοί πουλάνε αέρα, πουλάνε κάτι που δεν είδανε ποτέ. Αυτό δεν είναι κακό. Και στην τέχνη πουλάμε αέρα. Δεν είναι τυχαίο αυτό που σας λέω. Πιστεύω ότι ο Μάμετ μιλάει αλληγορικά και για τους ανθρώπους του θεάτρου μέσω των πωλητών του. Αυτοί οι αεριτζήδες και οι μικροαπατεώνες θα μπορούσαν να είναι καλλιτέχνες. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά αέρας το θέατρο. Το παρουσιάζεις για δύο ώρες στη σκηνή και μετά εξαφανίζεται, δεν υπάρχει πια. Και, βεβαίως, δεν είναι χρήσιμο για τη ζωή. Κανένας άνθρωπος, δηλαδή, δεν άλλαξε τη ζωή του χειροπιαστά επειδή διάβασε ένα καλό μυθιστόρημα ή είδε μια καλή παράσταση. Η ζωή μέσα από την τέχνη αλλάζει με τρόπους πολύ πιο έμμεσους αλλά ταυτόχρονα και πιο ουσιαστικούς, κατά τη γνώμη μου.

    Κατσούνα Βιργινία «Στάθης Λιβαθινός: Στην τέχνη πουλάμε αέρα», Μετρό-Επί Σκηνής.

  • Το αμερικανικό όνειρο

    Το έργο του Ντέιβιντ Μάμετ «Οικόπεδα με θέα» και η δοκιμασία στην οποία υποβάλλει τους ανθρώπους της η σύγχρονη ανταγωνιστική κοινωνία.

    «Πουλάω άρα υπάρχω»

    Ο πρώτος θα κερδίσει μια Κάντιλακ. Ο δεύτερος ένα σετ μαχαίρια κρέατος. Ο τρίτος και ο τέταρτος θα απολυθούν. Αυτός είναι ο «διαγωνισμός» που έχουν επιβάλει τα αφεντικά στους τέσσερις πωλητές του κτηματομεσιτικού γραφείου μιας μικρής αμερικανικής πόλης. Όταν ανοίγει η αυλαία της σκηνής του θεάτρου «Πορεία», όπου εκτυλίσσεται το έργο του Ντέιβιντ Μάμετ «Οικόπεδα με θέα», βρισκόμαστε κοντά στο τέλος αυτής της ιδιόμορφης αναμέτρησης. Ο ανταγωνισμός έχει φθάσει στο αποκορύφωμά του.

    Γραμμένο το 1982 το έργο «Οικόπεδα με θέα» («Glegarry Glen Ross») τιμήθηκε το 1984 με το βραβείο Πούλιτζερ, ενώ το 1992 σε σενάριο του ίδιου του Μάμετ και σκηνοθεσία του Τζέιμς Φόλεϊ μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη (με τους Τζακ Λέμον, Αλ Πατσίνο, Εντ Χάρις, Κέβιν Σπέισι, Αλεκ Μπόλντγουιν, Αλαν Αρκιν). Οι ήρωες αυτού του ρεαλιστικού, σκληρού και δηκτικού έργου, που είναι συγχρόνως σπαρακτικό και αστείο, κυνηγούν το δικό τους «αμερικανικό όνειρο». Με μότο τη φράση «Πάση θυσία να κλείσει η συμφωνία», αυτοί οι άνθρωποι υπακούουν στη φιλοσοφία τού «πουλάω άρα υπάρχω».

    Δημήτρης Τάρλοου, ο διευθυντής

    «Ο Τζον Γουίλιαμσον είναι ο διευθυντής του γραφείου, ο εκπρόσωπος των εργοδοτών Μιτς και Μάρεϊ (που δεν εμφανίζονται στο έργο) ενώ πάνω απ’ όλους αναφέρεται ένας κύριος Λέμκιν, μια μορφή με σχεδόν «μυθικές» διαστάσεις για τον μικρόκοσμό τους. Αν και είναι ένας άνθρωπος της εξουσίας, δεν έχει ούτε αυτός υλοποιήσει το αμερικανικό όνειρο. Δεν είναι ούτε χαμένος ούτε κερδισμένος. Βιώνει και αυτός με μεγάλη δραματικότητα την απώλεια των αξιών της ζωής, της φιλίας, του έρωτα. Δεν είναι παρά τα συντρίμμια των ελπίδων τους. Άνθρωποι που πήγαν στράφι».

    Δημήτρης Καταλειφός, ο παρακμιακός

    «Ο άλλοτε επιτυχημένος πωλητής Σέλι Λεβίν, με το παρατσούκλι “Μηχανή” βρίσκεται σε παρακμή. Ολόκληρη η ύπαρξή του είναι αφιερωμένη στην πώληση. Έχει μια λύσσα για να τα καταφέρει, ενώ η ανάγκη του αυτή είναι συνώνυμη της επιβίωσής του. Ζει σε ξενοδοχείο, ενώ είναι ο μόνος για τον οποίο ξέρουμε ότι έχει μια κόρη ¬ με κάποιο πρόβλημα και αυτό τον έχει φέρει σε μεγαλύτερη απόγνωση. Είναι και αυτός θύμα του αμερικανικού ονείρου. Είναι μόνος, όπως είναι όλοι τους, και η συντροφικότητα φαντάζει ουτοπία. Ο ανταγωνισμός κάνει τον άλλο να φαντάζει ως εχθρός».

    Γιώργος Κέντρος, το «αστέρι»

    «Ο Ρίτσαρντ Ρόμα, ιταλικής – μάλλον – καταγωγής, αν και δεν μαθαίνουμε τίποτα για την οικογενειακή του κατάσταση, είναι το “αστέρι”, ο πρώτος στον πίνακα του γραφείου, ο μόνος που βρίσκει πελάτη να πουλήσει οικόπεδο και όταν ο πελάτης δείχνει να μετανιώνει, κάνει τα πάντα για να τον εμποδίσει. Για εκείνον η πώληση ενός οικοπέδου είναι συνώνυμο της επιβίωσης. Αλλά όλοι στη ζωή κάτι δεν πουλάμε; Κι εμείς οι ηθοποιοί το ίδιο κάνουμε. Εκφράζει το ανεκπλήρωτο, το ανικανοποίητο. Κινείται ανάμεσα στο νόμιμο και το παράνομο, άλλοτε θύτης και άλλοτε θύμα».

    Αρτό Απαρτιάν, ο αποτυχημένος

    «Ο Τζιόρτζιο Αρόνοφ είναι ο πιο αποτυχημένος από τους πωλητές. Δεν πουλάει τίποτε. Φαίνεται να είναι ένας καλός ανθρωπάκος, που δεν μπορεί να κοροϊδέψει ούτε να πει ψέματα. Ζει όλη του τη ζωή στο γραφείο, προσπαθεί πάντα να εξυπηρετεί τους άλλους, μισεί τη δουλειά που κάνει τόσα χρόνια αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο. Η επιβίωση και η επιτυχία είναι αυτό που κυνηγά, ενώ είναι ο μόνος που θέλει να μη χάσει την αξιοπρέπειά του για να πετύχει, που δεν θέλει να ντρέπεται για τον εαυτό του».

    Αλέξανδρος Μυλωνάς, ο κυνικός

    «Ο νούμερο δύο στον πίνακα του κτηματομεσιτικού γραφείου, ο Ντέιβιντ Μος, είναι ο πικραμένος, απογοητευμένος και κυνικός της παρέας. Είναι ένας τυχοδιωκτικός τύπος, ρατσιστής και αμόρφωτος. Φαντασιώνεται ότι επειδή συναναστρέφεται ανθρώπους που διαθέτουν χρήμα, αποκτά και ο ίδιος υπόσταση. Δεν έχει, όπως και όλοι οι άλλοι, αίσθηση του μέτρου. Είναι ένα περιθωριακός τύπος, με την έννοια ότι παρακολουθεί τα πράγματα απ’ έξω. Δεν είναι όμως χαμένος, μπορεί και να πετύχει τελικά. Δεν συμπαθεί κανέναν μέσα στο γραφείο και, όπως όλοι, βιώνει τον ανταγωνισμό και τη μοναξιά του».

    Γιώργος Μακρής,ο πελάτης

    «Ο κύριος Λινγκ δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Γνωρίζοντας έναν από τους πωλητές, τον Ρόμα, νιώθει πιο δυνατός. Αγοράζοντας ένα οικόπεδο η ζωή του αποκτά νόημα. Και έτσι ο πωλητής παίρνει τη μορφή του γκουρού του. Και όταν η γυναίκα του τον παροτρύνει να ακυρώσει τη συμφωνία για το οικόπεδο νιώθει διχασμένος ανάμεσα στους δυο τους. Το δικό του όνειρο είναι να ξεπεράσει τους φόβους του. Αν και είναι σε οικονομικά καλύτερη μοίρα από τους άλλους, δεν τολμάει στη ζωή του. Αγοράζοντας το οικόπεδο, αγοράζει την περιπέτεια».

    Ανδρέας Νάτσιος, ο αστυνομικός

    «Ο Μπέιλεν το μόνο που θέλει είναι να ξεμπλέξει γρήγορα από μια υπόθεση ρουτίνας, όπως νομίζει ότι είναι η ληστεία που οργάνωσαν οι πωλητές του γραφείου. Είναι ένας τυπικός μπάτσος που θέλει να κάνει τη δουλειά του. Λειτουργεί ως απειλή για όλους, και αυτός είναι ο βασικός λόγος της ύπαρξής του».

    Το έργο του Ντέιβιντ Μάμετ «Οικόπεδα με θέα» ανεβαίνει σε μετάφραση Δημήτρη Τάρλοου, σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, σκηνικά – κοστούμια Ελένης Μανωλοπούλου, μουσική Ντέιβιντ Λιντς και φωτισμούς Αλέκου Αναστασίου. Η πρεμιέρα θα δοθεί τις επόμενες ημέρες στο θέατρο «Πορεία» (Τρικόρφων & 3ης Σεπτεμβρίου, τηλ. 8210.082).

    25.11.2001, Λοβέρδου Μυρτώ «Το αμερικανικό όνειρο», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η ηθογραφία του πανικού

    Ο Ντέιβιντ Μάμετ είναι ένας επιγονικός Αμερικανός συγγραφέας

    Το να είσαι επίγονος δεν είναι πάντα επιτιμητικό. Αντίθετα, έχεις την τιμή να συντηρείς, να συνεχίζεις και να δικαιώνεις μια σειρά προλαλησάντων, μια προϋπάρχουσα συντεχνία μαστόρων και σου δίδεται το δικαίωμα να τους προσθέσεις, με το έργο σου, κύρος και να βεβαιώσεις την αντοχή των θεμάτων τους, της φόρμας τους, του στυλ τους. Η διαφορά του Μάμετ και του Σέπαρντ από την προηγούμενη γενιά (π.χ. τον Άλμπη) και την προ-προηγούμενη γενιά (τον Τεν. Γουίλιαμς και τον αειθαλή Μίλερ), αλλά και τον αρχηγέτη τον Ο ΄Νιλ και την παρέα του Νιού Ντιλ (π.χ. τον Όντετς) είναι το εύκολο διακρινόμενο γεγονός ότι η μακρά σειρά των Αμερικανών συγγραφέων του θεάτρου, πέρα από την επιρροή που δέχτηκαν (μέχρι παραδόσεως και θαυμασμού) από τους αρχαίους τραγικούς, τον Στρίντμπεργκ, τον Ίψεν και τον Τσέχωφ, η δραματουργία τους ανήκει στη λογοτεχνική παράδοση, στον ομφάλιο λώρο που συνδέει που συνδέει το θέατρο με την ποιητική αλλά και τη ρεαλιστική λογοτεχνική ιστορία.

    Ο Μάμετ και ο Σέπαρντ και άλλοι σύγχρονοι Αμερικανοί θεατρικοί συγγραφείς ανήκουν στην ιστορία των σεναριογράφων, της κινηματογραφικής γραφής. Αυτό δε σημαίνει πως η συνέχεια των «λογοτεχνών» έπαψε να υπάρχει. Πρόσφατα, το έργο του Ουάλας Σον «Το πένθος του αρουραίου» ανήκει στην παλιά εκείνη ποιητική παράδοση, στο στοχαστικό θέατρο και στο λογοτεχνικό στυλ. Εξάλλου σ’ αυτό το στυλ ανήκει και ο σεναριογράφος Γούντι Άλεν (θαυμαστής του Στρίντμπεργκ και του Μπέργκμαν). «Τα οικόπεδα με θέα», που παίζονται αυτή τη στιγμή με μεγάλη καλλιτεχνική (και εισπρακτική) επιτυχία στην Αθήνα και στο θέατρο «Πορεία», δίνουν θαυμάσια ευκαιρία για συγκρίσεις ανάμεσα στο παλιότερο και νεώτερο στυλ γραφής.

    Δεδομένου πως το έργο αυτό έχει πάνω-κάτω, και με τηρούμενη την απόσταση του χρόνου (άρα και τις κοινωνικές αλλοιώσεις στην αμερικανική ζωή), το ίδιο θέμα και με τον «Θάνατο του εμποράκου» του Άρθουρ Μίλερ. Και τα δύο αποκαλύπτουν με τρόπο ωμό το κτηνώδες πρόσωπο του αμερικανικού πραγματισμού (θανατηφόρο μείγμα προτεσταντισμού και καπιταλιστικής φιλελεύθερης οικονομίας). Η ευρωπαϊκή θεατρική παράδοση έδωσε στον Μίλερ τα κλειδιά ώστε να αποκρυπτογραφήσει τον κώδικα της αμερικανικής κοινωνίας και να διαβάσει τα βαθύτερα αίτια που οδηγούν τον Αμερικανό άνθρωπο στην αλλοτρίωση, το υπαρξιακό άγχος, την αποτυχία κ.τ.λ.

    Η τεχνική του Μίλερ είναι η τεχνική του «Γιάννη Γαβριήλ Μπόργκμαν» του Ίψεν, αλλά στη δική του εθνική παράδοση η τεχνική του «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» του Ο΄ Νιλ. Με τα ίδια, πιο ωμά πλέον, κοινωνικά συμφραζόμενα ο Μάμετ ηθογραφεί, φωτογραφίζει, απομαγνητοφωνεί, αποτυπώνει με κάμερα και μικρόφωνα ντοκιμαντέρ την αμερικανική ζωή, όπως ρέει. Υπάρχει και στην τεχνική του Μάμετ ευρωπαϊκό παρελθόν. Αρκούντως αλλοιωμένο βέβαια. Είναι η τσεχωφική παράδοση της καθημερινότητας, το θεατρικό μοντέλο του συστήματος Στανισλάβσκι όπως απλοποιήθηκε ως υποκριτική φαινομενολογία στο Άκτορς Στούντιο και επηρέασε καταλυτικά τον αμερικανό ρεαλιστικό κινηματογράφο μετά τον Καζάν.

    Ο Μάμετ είναι η αποθέωση ενός ηθογραφικού νεορεαλισμού, χωρίς βέβαια τον κοινωνικό προβληματισμό του πάλαι ποτέ ακμάσαντος ιταλικού νεορεαλισμού. Φέτες ζωής είναι η δραματουργία του Μάμετ. Θεατρικό, δραματουργικό φαστ φουντ, με την έννοια ότι είναι φρέσκο προϊόν, εύπεπτο, με εγγυημένα υλικά, χορταστικό και, εντέλει, λαϊκό ως τροφή και ως πρόληψη της κοινής ιδεολογίας. Και ο Μάμετ αποδεικνύεται μεγάλος μάστορας αυτού του στυλ γραφής και αυτού του είδους κοινωνικής καταγγελίας. Μου θυμίζει ένα ιδιοφυές γκάλοπ που έγινε παλιότερα στις ΗΠΑ, όπου το 90% των ερωτηθέντων απαιτούσε μια κοινωνία με κοινωνικές κρατικές ασφαλίσεις, με προστασία των ανέργων, με δίκαιη διανομή του πλούτου, με άγρια φορολογία της υπεραξίας, με κρατικό έλεγχο στην εκπαίδευση, πάταξη ρατσισμού κ.λπ. και 99% των ερωτηθέντων θεωρούσε τον σοσιαλισμό κατάρα!!

    Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, επιπόλαια, και τι μας νοιάζει εμάς ένα θεατρικό έργο που καταγράφει την τραγική κοινωνική ανασφάλεια του μέσου εργαζόμενου και μάλιστα του πλασιέ (του μεσάζοντα ανάμεσα στον άγριο κεφάλαιο και στον ασφαλή αλλά αφοσιωμένο από τον καταναλωτισμό μέσο Αμερικανό πολίτη). Μας νοιάζει και μας καίει, γιατί αυτή η κοινωνία κι αυτή η ανασφάλεια έχουν καταντήσει πλέον, με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, πανώλις, δηλαδή κοινός όλεθρος.

    Και καλά κάνουν οι υπεύθυνοι του γόνιμου θεατρικού οργανισμού «Δόλιχος» και ο Δημήτρης Τάρλοου να μας φέρνουν τα μαντάτα που μας ενδιαφέρουν.

    Ο Στάθης Λιβαθινός, έχοντας στη διάθεσή του μια πράγματι έξοχη μετάφραση του Τάρλοου, έστησε μια παράσταση ντοκουμέντο, εικόνα πραγματικής, ωμής, αιμάσσουσας, αγωνιώδους ζωής. Μόνο ένας αφελής και αμελέτητος δεν θα αντιληφθεί πως η μέθοδος Στανισλάβσκι που σπούδασε ο Λιβαθινός βρήκε τη στέγη στο Σύστημα της αμερικανικής υποκριτικής. Το σκηνικό της Ελ. Μανωλοπούλου ευάγωγο σκηνικά και λιτό στη ρεαλιστική του απεικόνιση. Συνταρακτική η μουσική υποστήριξη του Ντέιβντ Λιντς. Ο Τάρλοου βρίσκεται στην καλύτερη ώρα του: παίζει τον χαρτογιακά, γιάπη, ανασφαλή προϊστάμενο με την αιχμηρότητα τροχισμένου ξυραφιού, ψυχρού και κοφτερού. Ο Αρπατιάν δημιουργεί ένα υποκριτικό θαύμα. Ο Αλ. Μυλωνάς έχει μια εξαίσια αγχώδη ρητορική της ανασφάλειας. Ο Κέντρος παίζει με τη μανιέρα του, αλλά ο ρόλος τη χρειάζεται. Ο Καταλειφός, ηθοποιός με κύρος, αναμφίβολα, επαναλαμβάνει το σχήμα του Λόμαν (στον «Θάνατο του Εμποράκου») που είχε παίξει παλιότερα. Ευφυής ευκολία. Έξοχος ο πανικός του Γιώργου Μακρή και επαρκέστατος ο Ανδ. Νάτσιος.

    25.02.2002, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Η ηθογραφία του πανικού», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Εφιάλτης το αμερικάνικο όνειρο

    Όταν μέσα σε 15 παραστάσεις που έχεις δει από την έναρξη της φετινής χειμερινής θεατρικής περιόδου, μόνο μία δεν ήταν καλή, και όταν οι υπόλοιπες 14 ήταν κάτι παραπάνω από καλές, τότε είσαι σίγουρος ότι το ελληνικό θέατρο βρίσκεται σε μεγάλη άνθιση (Κάποτε, πριν από μερικά χρόνια, τα νούμερα ήταν ακριβώς τα αντίθετα: 1 καλή παράσταση, 14 κακές).

    Επιβεβαίωση των παραπάνω δίνει και η παράσταση στο θέατρο «Πορεία» με το έργο του Μάμετ «Οικόπεδα με θέα». Ένας σπουδαίος συγγραφέας, μα – το κυριότερο – μια σπουδαία παράσταση.

    Τον Μάμετ τον γνωρίζουμε στην Ελλάδα από το 1984 με το αποκαλυπτικό «Το σεξ το επιούσιον» σε μια καλοφτιαγμένη παράσταση από τον Αντώνη Αντωνίου. Ακολούθησαν ο «Εντμοντ» (το 1990) και «Ο αμερικάνικος βούβαλος» (το 1992) –που ήταν η πρώτη επαφή των τριών κυριότερων ηθοποιών και της σημερινής παράστασης «Οικόπεδα με θέα». Δηλαδή, του Δημήτρη Καταλειφού, του Γιώργου Κέντρου και του Δημήτρη Τάρλοου.

    Ακολούθησαν το «Τέρμα τα γκάζια» (1993) –πάλι από τον Αντωνίου- το «Ολεάνα» (1994), το «Μια ζωή θέατρο» (1995), το «Κρυπτογράφημα», το «Δάσος» (1998) και το «Ένα κήρυγμα» (το 1999). Σύνολο δηλαδή 9 έργα και με το τωρινό 10. Η επαφή μας δηλαδή με τον Μάμετ ήταν πολύ σημαντική και πλούσια.

    Τι είναι αυτό που κάνει ελκυστικά τα έργα του Μάμετ; Και μάλιστα σ’ όλον τον κόσμο, οπουδήποτε κι αν παίχτηκαν; Πιστεύω πως είναι η αναγνώριση από τους θεατές, κάνει που είναι κοινό παγκόσμια: η μανία για το χρήμα και τον πλουτισμό, σαν πρώτη -ή και η μοναδική- επιδίωξη, χωρίς πια αρχές ή άλλα ιδανικά. Και μπορεί βέβαια στα έργα του Μάμετ το θέμα να εντοπίζεται αποκλειστικά στην Αμερική, αλλά ο κάθε θεατής μπορεί να αναγνωρίσει το ίδιο πρόβλημα και στη δική του χώρα.

    Όσο κι αν διαφέρουν από χώρα σε χώρα τα ιδιαίτερα ηθογραφικά στοιχεία που τη χαρακτηρίζουν, στο βάθος όλων υπάρχει το χρήμα. Με κάθε τρόπο. Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο που να σε κάνει δυνατό, που να είσαι και να φαίνεσαι σπουδαίος. Να σε υπολογίζουν –ακόμη και να σε σέβονται.

    Η Αμερική –αυτή η χώρα των άπορων και απελπισμένων μεταναστών – ξεκίνησε να χτιστεί με τις προσδοκίες και τα όνειρα. Κάπου να στεριώσουν, κάπου να βρουν κυρίως ένα κομμάτι γης- λίγων, πολλών ή πάρα πολλών εκταρίων- και εκεί, αφού καταλαγιάσουν την πείνα τους, να χτίσουν τη δική τους, προσωπική Αμερική.

    Δεν είναι βέβαια τυχαίο που μερικοί από τους πιο σημαντικούς ήρωες θεατρικών αμερικανικών έργων είναι μεσίτες οικοπέδων. Εργαζόμενοι δηλαδή, χωρίς γη οι ίδιοι, που θα εκμεταλλευτούν το αμερικάνικο όνειρο εκατομμυρίων Αμερικανών για ατομική ιδιοκτησία γης.

    Και εδώ αρχίζει να μετατρέπεται το όνειρο σε εφιάλτη. Και για τους αγοραστές και για τους πωλητές. Κυρίως για τους πωλητές. Ο Μάμετ τους ξέρει από πρώτο χέρι. Ο ίδιος εργάστηκε πολύ νέος, σε ηλικία 22 ετών, σ’ ένα μεσιτικό γραφείο. Ξέρει την αναγκαστική έκπτωση ηθικής –ως την εξαχρείωση- στην οποία πέφτουν οι πωλητές για να πείσουν τους αγοραστές να αγοράσουν αυτό που τους προτείνουν – έστω κι αν ξέρουν ότι αυτή η γη που τους πουλάνε δεν αξίζει απολύτως τίποτα, και δε έχει καθόλου, καμιά «θέα» όπως τους λένε.

    Ακόμα, ξέρει τον ανταγωνισμό που υπάρχει ανάμεσα στους πωλητές του ίδιου γραφείου και την εκμετάλλευση της φιλίας και της υποτιθέμενης συναδελφικότητας τους σε δόλια και μοχθηρή αντιπαλότητα. Οι ήρωες του Μάμετ στο «Οικόπεδα με θέα» ανήκουν στον φρικτό κόσμο που έχει καταλήξει να είναι το αμερικανικό όνειρο της ατομικής πρωτοβουλίας.

    Αυτοί οι ήρωες, όμως, πρέπει να φανούν μέσα στη θεατρική παράσταση. Και το έργο χρειάζεται απαραιτήτως καλή παράσταση. Κάθε έργο, βέβαια χρειάζεται καλή παράσταση, αλλά εκείνα τα έργα που δεν βασίζονται στη δράση και τα περίπλοκα επεισόδια, μόνο η καλή παράσταση μπορεί να τα αναδείξει. Και αυτό ακριβώς έγινε τώρα στο «Πορεία».

    Δεν βρέθηκαν απλώς οι κατάλληλοι ηθοποιοί για να παίξουν τους ρόλους, αλλά οι απολύτως ικανοί ηθοποιοί, για να τους δημιουργήσουν. Έτσι, πέτυχαν να γίνει μια από τις πιο συναρπαστικές παραστάσεις του χειμώνα – από άποψη υποκριτικής.

    Αξίζει να δει κανείς αυτή τη παράσταση μόνο και μόνο για να απολαύσει την υποκριτική τελειότητα μιας σκηνής: αυτής όπου δύο από τους πωλητές «καταστρώνουν» σχέδιο κλοπής καταλόγου από το γραφείο τους με υποψήφιους αγοραστές. Οι δύο αυτοί ηθοποιοί είναι ο Αλέξανδρος Μυλωνάς και ο Άρτο Απαρτιάν.

    Προσωπικά, θα έδινα για φέτος το πρώτο βραβείο δεύτερου ρόλου στον Άρτο Απαρτιάν. Είναι απολαυστικός και τέλειος. Με την αγέλαστη κωμικότητά του μένει έντονα χαραγμένος στη μνήμη του θεατή, καθώς έχει δίπλα του τον εξαίρετο υποκριτή Αλέξανδρο Μυλωνά, σε μία από τις καλύτερες στιγμές του.

    Και να σκεφτεί κανείς ότι πέρα από αυτό το ντουέτο –σε σημαντικότερους και βασικότερους ρόλους – βρισκόταν ο Δημήτρης Καταλειφός – ένας ηθοποιός που δουλεύει με εξαιρετική προσοχή και ευαισθησία κάθε ρόλο που παίζει- και ο Γιώργος Κέντρος, ένας εκρηκτικός υποκριτής, που καταφέρνει να μην εκτροχιάζεται ποτέ, αν και φέρνει την υποκριτική του σε ακραία όρια.

    Δίπλα τους ο Δημήτρης Τάρλοου, φιλόδοξος και καλός ηθοποιός, προσφέρει ένα ανακαινισμένο και ζεστό – επιτέλους – «Πορεία» και μια ιδιαίτερη ερμηνεία στο ρόλο του. Τη διανομή συμπληρώνουν απόλυτα ικανοποιητικά ο Γιώργος Μακρής και ο Ανδρέας Νάτσιος.

    Ο Στάθης Λιβαθινός συντόνισε σκηνοθετικά με χιούμορ και ακρίβεια, μέσα στο σκηνικό χώρο της Ελένης Μανωλοπούλου, την παράσταση, ενώ ο David Lynch πρόσφερε μια εξαιρετικά καλή μουσική μπάντα.

    Στο δρομάκι της οδού Τρικόρφων βρίσκεται μια απολαυστική παράσταση. Μην τη χάσετε.

    19.01.2002, Χρηστίδης Μηνάς «Εφιάλτης το αμερικάνικο όνειρο», Ελευθεροτυπία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Οι επίγονοι του «Εμποράκου»

    Μεσίστια ανθρωπάκια στον αγώνα της μεσιτείας

    «με μονοσύλλαβα και μονολεκτικά
    πώς θέλετε να πω τα ουσιώδη;
    Έγιναν γλώσσα υβριστική τα αμερικανικά
    και έκαναν και την αγγλική σχεδόν
    παιδαριώδη»

    ΕΛΕΝΗ ΑΡΒΕΛΕΡ, «Μέμφομαι τον αιώνα», 2001

    Αυτής της γλώσσας, μιας γλώσσας συνθηματικά μονοσύλλαβης, με εκφράσεις αγχωμένα μονολεκτικές, υβριστικά θρύψαλα αντίστοιχα σε κοινωνίες υαινών και φρούτων ελπίδων, αυτής της γλώσσας την ελλειπτική και σκληροτράχηλη νεοελληνική αναλογία βρήκε ευστοχότατα για το έργο «Οικόπεδα με θέα» (1983) ο Δ. Τάρλοου και ο εμπνευστής της ομάδα «Δόλιχος».

    Σπεύδω να ομολογήσω: Ο συγγραφέας του έργου Ντέιβιντ Μάμετ (1947), ο οποίος μετά τον Σέπαρντ και τον Άλμπι θεωρείται από αρκετούς ο σημαντικότερος σύγχρονος Αμερικανός συγγραφέας, νομίζω ότι κρούει με δεινότητα ηθογραφικής παρατήρησης τις θύρες του σφραγισμένου πια αμερικανικού ονείρου, όπως το δραματοποίησε ο αξεπέραστος πρόγονός του Μίλερ, χωρίς ωστόσο να απογειώνει τις ποικίλες θεματικές του προς την τραγική περιοχή. Εξάλλου, ενώ έχει γόνιμες συλλήψεις, τον κυνηγούν σοβαρές δομικές αναπηρίες. Το πρώτο έργο του που είδα, προικισμένο βέβαια από τον μεταφραστικό Μάτεσι και την ευτυχή συνάντηση των Αντωνίου-Μπέζου, «Το σεξ το επιούσιον», ήταν και το καλύτερό του κατ’ εμέ, στην επικράτεια της κοινωνιολογούσας κωμωδίας. Αργότερα, εκείνος ο θρυλικός «Αμερικανικός βούβαλος», θεωρώ ότι μακροημέρευσε στην Αθήνα ως επιτυχία, χάρη στο σκηνοθέτη Μπαντή και στον χειρισμό της τότε διανομής των «Μορφών» (Καταλειφός, Κέντρος, Τάρλοου). Πάντως, ούτε ή άλλως, οι απατεώνες του γλυκού νερού στον «Βούβαλο», πληκτικοί και «μοιραίοι», ας παν να διδαχθούν ηλεκτρικό ρεύμα από το Διαλεγμένο ή τον Σκούρτη (και τονίζω εδώ ότι για το νεοελληνικό έργο ουδεμίας μεροληψίας μετέχω). Μετά, είδα την «Ολεάννα»: μια ρεαλιστική σχέση εξάρτησης του διδάσκοντος από τη διδασκόμενη, μια σύλληψη με δυνατότητες, την οποία ο Μάμετ υπονόμευσε με τη δοκιμιακή φλυαρία και τις ακραία αναληθοφανείς συμπεριφορές των δύο προσώπων. Τέλος, το 1996 , ήρθε το «Κρυπτογράφημα»: εδώ πια το προσδοκώμενο και η κοινοτοπία περί οικογενειακές και φιλικές σχέσεις καθώς και περί τη μοναξιά θριάμβευσαν.

    Ναυάγιο επιδιώξεων

    Ένα έργο για απολωλότες αγύρτες, Αμερικανούς «εμποράκους», είναι το «Οικόπεδο με θέα», έργο που χωρίζεται σε δύο μέρη: στο αδρανέστατο πρώτο, κατά το οποίο οι έξι ήρωες βυσσοδομούν ανά ζεύγη σε σχέση με τις μεσιτείες πώλησης οικοπέδων, και στο ζωηρότερο δεύτερο που τους οδηγεί όλους, με αρκετή συγγραφική ασάφεια για τον θεατή ως προς τα αίτια και την όλη εξέλιξη, στο πλήρες ναυάγιο των επιδιώξεών τους. Τώρα, τα περί ποιητικότητας και λυρισμού μιας εξαρθρωμένης και συχνότητα σκατολογούσας γλώσσας είναι πολύ συζητήσιμα. Αυτά ακριβώς τα στοιχεία θα μπορούσε να τα δει κανείς και ανάποδα, δηλαδή ως σχέδιο του Μάμετ – και δεν θα ‘ταν η πρώτη φορά – να προσεταιρισθεί ένα ευρύτερο κοινό. Κυκλοφορεί ακόμη η αντίληψη ότι στον Μάμετ η επαναληπτικότητα και η βραδυπορία είναι εσκεμμένα στρατηγήματα για να γίνει περισσότερο έκτυπη και ατμοσφαιρική η ιχνογράφηση της αμερικάνικης ανταγωνιστής ζούγκλας. Προσωπικά πιστεύω ότι στο ρεαλιστικό θέατρο η σκηνική φλυαρία μόνον σε φλυαρία εκβάλλει και πλέον ου. Οι αντρικοί ήρωές του πάλι, αν ευτυχήσουν να κοιταχτούν χωρίς πολλές διαφοροποιήσεις ως παρεμφερείς εκφράσεις και συμπεριφορές ενός σάπιου συστήματος αλληλεξάρτησης, απλώς με διαφορετικά ο καθένας ονόματα, τόσο το καλύτερο για την πειστικότητα της ουσιαστικά επίπεδης καταγραφής του πάντως ευφυούς αυτού παρατηρητή.

    Δεν αμφισβητείται η σοβαρότητα του εγχειρήματος στο θέατρο Πορεία. Όμως ο σκηνοθέτης αρκετών πρόσφατων επιτυχιών Στ. Λιβαθινός δεν νομίζω ότι ήταν η καταλληλότερη επιλογή για να αναδείξει τις όποιες αρετές αυτού του υλικού και ιδίως να κρύψει τις αδυναμίες του. Ο Μάμετ χρειάζεται ταχύτητα, εξωτερικότητα, ωμότητα, νατουραλιστικό πυρετό. Η σκηνοθεσία έσκυψε με αργούς ρυθμούς στις ατομικές συνειδήσεις των απατεωνίσκων που εξυφαίνουν τις μικροαπάτες τους. Αυτό, η γραφή του Μάμετ καταστατικά το περιφρονεί.

    Σοβαρό εγχείρημα αλλά…

    Συνέπεια, η αρκετή καταπόνηση του θεατή στο πρώτο μέρος, μέσα και στη σκοτεινότητά του ανοικονόμητου σκηνικού ενός μπαρ που έστησε σ’ ένα συμβολικό κόκκινο της φωτιάς η Ελ. Μανωλοπούλου. Στο δεύτερο μέρος, το είπαμε, τα πράγματα ζωντανεύουν. όμως οι κώδικες της ρώσικης σχολής που έχουν χαρίσει υφολογικά κέρδη στο συγκεκριμένο σκηνοθέτη λειτούργησαν εν προκειμένω μάλλον ανασχετικά ως προς τη ροή, οδήγησαν σε ψυχολογισμούς και επίταση της πρωτογενούς ασάφειας, ενίοτε δε επέτρεψαν ή προέτρεψαν τους ηθοποιούς σε αχρείαστα σχόλια, αυτοσχόλια ή και πόζες. Εδώ πρέπει να πω ότι το δεύτερο σκηνικό της Μανωλοπούλου ήταν λειτουργικότατο, είχε κλίμα, ημίφως παρακμής, επίπλωση μιζέριας και «τέλους».

    Από τους ηθοποιούς, αφού τονίσω τη δυσχέρεια καταμερισμού αποφάσεων και ευθυνών μεταξύ τους και του σκηνοθέτη, ξεχώρισα τον Απαρτιάν για την εμβρόντητη απόγνωσή του, την ψοφοδεή ανθρωπιά και τη λιτότητα των μέσω του. Ο Τάρλοου ήταν επίσης λιτός και μαζί υπαινικτικός, δεν έπεσε σε καλλιτεχνικές παγίδες. Ο Νάτσιος έδωσε έναν πειστικό μπάτσο, κάπως από την κουίντα. Ο Κέντρος μετέδωσε το νευρώδες και την υστερία του λυσσασμένου μεσίτη, χωρίς να αποφύγει όμως υστερικές υπερβολές στη διατύπωση και στη κίνησή του. Ο Μυλωνάς ατυχώς εμπιστεύτηκε ένα ολισθηρό κλοουνέσκ για να σώσει προς το κωμικό έναν μη-χαρακτήρα. Και ο Καταλειφός καθυστερούσε την παράσταση με ερμηνευτική επιτήδευση και αναλυτικό σχολαστικισμό, διόλου αμερικανικό πρόσδε. Ο Ντ. Λιντς παρέμβαινε μουσικά, αναπολώντας γνωστά μας δικά του ακούσματα, όχι πάντα σχετικά προς το όλο δρώμενο.

    10.02.2002, Βαρβέρης Γιάννης «Οι επίγονοι του «Εμποράκου», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

 

• Βραβείο “Φώτος Πολίτης” καλύτερου σκηνοθέτη για τη διετία 2000 – 2002 στον Στάθη Λιβαθινό
• 3ο βραβείο καλύτερης παράστασης περιοδικού Αθηνόραμα
• Βραβείο πρώτου αντρικού ρόλου περιοδικού Αθηνόραμα, στον Γιώργο Κέντρο
• 1ο βραβείο πρωτότυπης μουσικής σύνθεσης περιοδικού Αθηνόραμα, στον David Lynch