Ικέτιδες – Αισχύλος

1994

Κέντρο Έρευνας και Πρακτικών Εφαρμογών του Αρχαίου Ελληνικού Δράματος Δεσμοί

Πρώτη παράσταση: 2 Ιουλίου 1994,  Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου.

 

Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των Ικετίδων βρίσκεται στην πρωταγωνιστική θέση του χορού, που αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο μιας τραγωδίας και καλύπτει, με λυρική και διαλογική συμμετοχή, το μεγαλύτερο μέρος του έργου. Αυτό ακριβώς το στοιχείο είχε πείσει πολλούς να αναζητήσουν μια χρονολόγηση πριν από το 490 π.Χ., ώσπου ένα παπυρικό εύρημα κατέβασε τη διδασκαλία ως το 463 π.Χ., ανατρέποντας έτσι ένα βολικό σχήμα σταδιοδρομίας που είχε επινοηθεί για τον Αισχύλο. Οι Ικέτιδες είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας με θέμα, την ιστορία των Δαναΐδων. Εδώ οι πενήντα θυγατέρες του Δαναού φθάνουν στο Άργος από την Αίγυπτο προσπαθώντας να αποφύγουν έναν αιμομικτικό γάμο με τα εξαδέλφια τους, τους γιούς του Αιγύπτου, που τις καταδιώκουν. Η φυγή αυτή έχει δύο αποτελέσματα, που καταλήγουν σε αντίστοιχα σημεία τραγικού προβληματισμού∙ το ένα σκέλος, εντοπισμένο και σχετικά περιορισμένο, αφορά τον βασιλέα του Άργους, που αντιμετωπίζει ένα δίλημμα: να δεχθεί τις ικέτιδες, θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια του λαού του ή να τις αποκρούσει καταπατώντας ένα θεϊκό νόμο∙ ακολουθεί τον πρώτο δρόμο, που τον οδηγούσε, στο δεύτερο δράμα (Αιγύπτιοι), στον θάνατο. […]

Χουρμουζιάδης Ν. Θέατρο: Οι δραματουργοί των κλασσικών χρόνων, Αισχύλος από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Γ2 (Κλασικός Ελληνισμός), Εκδοτική Αθηνών, 1972, σελ 374. Από το πρόγραμμα της παράστασης.

 

Πρόγραμμα περιοδείας

2 & 3 Ιουλίου – Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
7 Ιουλίου – Κατράκειο Θέατρο, Νίκαια
12 Ιουλίου – Σαϊνοπούλειο Αμφιθέατρο, Σπάρτη
26 Ιουλίου – Πανθρακικό Στάδιο, Κομοτηνή
30 Ιουλίου – Φεστιβάλ Αρχαίας Ηλίδας, στο Αρχαίο Θέατρο

Μετάφραση: Κ.Χ. Μύρης
Διδασκαλία – Σκηνοθεσία: Σταύρος Ντουφεξής
Μετρική διδασκαλία – Δραματουργική υποστήριξη: Θεόδωρος Στεφανόπουλος
Σκηνικά: Νίκος Αλεξίου
Κοστούμια: Ιωάννα Παπαντωνίου
Προσωπεία: Θάνος Βόβολης
Μουσική: Γιώργος Μπουντουβής
Κινησιολογία μάσκας: Τάπα Σουντάνα
Κινησιολογία: Βασίλης Λάγκος
Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ | Νίκος Αλεξίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Στάθης Λιβαθινός

Την παράσταση συνοδεύουν ηχητικά ο Τάπα Σουντάνα και ο Γιώργος Μπουντουβής

Διανομή

Προεξάρχουσα: Ασπασία Παπαθανασίου

Υποκριτές

Δαναός: Γιάννης Νταλιάνης
Πελασγός: Σοφοκλής Πέππας
Κήρυκας: Στάθης Λιβαθινός
Κορυφαίες: Υβόνη Μαλτέζου | Βιβή Κόκκα

Χορός Δαναΐδων
Ειρήνη Αβραμέα, Μαρία Αντουλινάκη, Ελένη Δεδούση, Βερόνικα Ηλιοπούλου, Μαριάννα Κολοβού, Αλίνα Κωτσοβούλου, Κατερίνα Λιοντάκη, Νίκη Παλληκαράκη, Γεωργία Παπαδοσηφάκη, Ελένη Σπύρου, Μαρία Σύρου, Μαρία Τριανταφύλλη, Φωτεινή Τσακίρη, Βαλίτα Ψαρρού

Χορός Αργείων
Πέτρος Αποστολόπουλος, Γιώργος Κατσίγιαννης, Νίκος Κλησιάρης, Μιχάλης Κουκουλομάτης, Γιώργος Λίβανος, Απόστολος Πελεκάνος, Νίκος Σαρρόπουλος, Νίκος Τσεργάς.

Χορός Αιγυπτίων
Πέτρος Αποστολόπουλος, Νίκος Κλησιάρης, Μιχάλης Κουκουλομάτης, Γιώργος Λίβανος, Νίκος Σαρρόπουλος, Νίκος Τσεργάς.

  • Ένας συνδυασμός που σκοτώνει: «Ικέτιδες» του Αισχύλου, στην Επίδαυρο

    Πώς θα σας φαινόταν σήμερα να πάτε να δείτε ένα τρίπρακτο έργο και όταν τελειώσει η πρώτη πράξη να σας πουν: δυστυχώς, δεν έχουμε τις άλλες δυο πράξεις, χάθηκαν, καληνύχτα σας;

    Ακριβώς αυτό συμβαίνει με τις «Ικέτιδες» του Αισχύλου. Από τα τρία μέρη της τριλογίας του με το μύθο των Δαναΐδων, δεν έχει σωθεί παρά μόνο το πρώτο μέρος. Σχεδόν η εισαγωγή. Από τα άλλα δυο μέρη δεν ξέρουμε παρά τους τίτλους τους: «Αιγύπτιοι» και «Δαναΐδες».

    Στο πρώτο μέρος, τις «Ικέτιδες», οι 50 κόρες του Δαναού το σκάνε από την Αίγυπτο και έρχονται στην Ελλάδα για να ζητήσουν άσυλο από τους Αργείους. Από πίσω τις κυνηγάνε οι 50 γιοι του Αίγυπτου που θέλουν ντε και καλά να τις παντρευτούν και έχουν προσβληθεί θανάσιμα από τη φυγή τους.

    Τι θα γίνει; Οι Αργείοι αποφασίζουν να δώσουν το άσυλο – που σημαίνει ότι θα ’χουν κακά ξεμπερδέματα με τους Αιγύπτιους – ίσως και πόλεμο. Παίρνουν όμως το ρίσκο γιατί θεωρούν την «ασυλία» πολύ ιερή για να την αρνηθούν.

    Το τι ακριβώς έγινε δεν το μαθαίνουμε από το απολεσθέν υπόλοιπο του έργου του Αισχύλου. Από ακριτομύθιες τρίτων μόνο ξέρουμε ότι οι Αιγύπτιοι έρχονται πράγματι στο Άργος, σκοτώνουν τον άρχοντά του και ετοιμάζονται ν’ αρπάξουν κακήν κακώς τις 50 κόρες, όταν ο πατήρ Δαναός σοφίζεται μέγα σόφισμα:

    Να δεχτούν οι κόρες του το γάμο, αλλά την πρώτη νύχτα να σκοτώσουν τους γαμπρούς! Πράγμα που γίνεται. Τους σκοτώνουν όλους. Εκτός ενός. Η μια απ’ αυτές, η Υπερμήστρα έχει ερασθεί σφόδρα το δικό της και δεν τον σκοτώνει.

    Κάπου εδώ πρέπει να τελείωνε το δεύτερο μέρος της χαμένης τριλογίας. Στο τρίτο χαμένο μέρος πρέπει να γινόταν η δίκη από τους Αργείους – γιατί ο φόνος είναι φόνος – αλλά η λύση στο αδιέξοδο θα δοθεί με τη συνήθη, «από μηχανής», εμφάνιση του θεού. Αυτή τη φορά είναι η Αφροδίτη που θα δώσει τη λύση. Αυτή, κατά κάποιον τρόπο, αθωώνει τις Δαναΐδες, αλλά τις υποχρεώνει να ενδώσουν και σε έναν προσεχή γάμο για να συνεχιστεί η φυσική πορεία του κόσμου.

    Τώρα βέβαια όλα αυτά του δεύτερου και τρίτου μέρους δεν υπάρχουν, σας λέμε μόνο με λίγα λόγια την υπόθεση – το πλήρες έργο του Αισχύλου έχει χαθεί για πάντα.

    Και εδώ βρίσκεται η μεγάλη απορία: γιατί χάθηκαν τόσα πολλά και μεγάλα έργα; (και μιλάμε τώρα μόνο για το θέατρο). Και γιατί σώθηκαν τόσο λίγα και ειδικά, γιατί αυτά που σώθηκαν; Η πιθανότερη εξήγηση είναι πως κάποιος Αλεξανδρινός, «υπουργός Παιδείας», ας πούμε, αποφάσισε να βάλει τα έργα των τριών τραγικών και του Αριστοφάνη στα σχολεία.

    Έβαλε λοιπόν κάποια «επιτροπή» να διαλέξει είδος έργων και αντιπροσωπευτικότητα και ύστερα διέταξε τους αντιγραφείς να στρωθούν στη δουλειά και να παράγουν μερικά αντίγραφα.

    Φαίνεται ότι για δείγματα τριλογίας διάλεξαν την «Ορέστεια» και έτσι χάσαμε τις αρκετά παλαιότερες «Ικέτιδες» του ίδιου συγγραφέα.

    Χάσαμε όμως και την ευκαιρία να νιώσουμε τι σήμαινε για τους αρχαίους αυτό που σήμερα λέμε υπερπαραγωγή. Σκεφτείτε μόνο το μέγα πλήθος που κατά πάσα πιθανότητα χρειαζόταν για την παράσταση και των τριών έργων της τριλογίας:

    50 Δαναΐδες, 50 θεραπαινίδες, κολλητές τους, 50 αιγύπτιοι νυμφίοι. Έως εδώ, 150 ηθοποιοί. Κι ακόμα, ένας περίπου λόχος Αργείων που έρχεται να προστατέψει τις γυναίκες – δεν μπορεί να ήταν λιγότεροι αυτοί που συνόδευαν τον Πελασγό όταν είχαν να κάνουν με τόσο μεγάλο πλήθος γυναικών. Κι ακόμα ο στρατός που πρέπει να συνόδευε τους Αιγύπτιους. Και φυσικά ο Δαναός, ο Πελασγός και άλλοι.

    Είμαι περίεργος τι έκαναν οι Ελληνες του 463 π.Χ. (περίπου) όταν ανέβασαν το έργο. Οι Έλληνες πάντως του 1994 μ.Χ. περιόρισαν δραστικά – και δικαίως – τη διανομή. Σκοπός τους δεν ήταν να θαμπώσουν με μια υπερπαραγωγή.

    Κάτι άλλο είχε σαν βασικό του στόχο ο Σταύρος Ντουφεξής, ο σκηνοθέτης. Αυτό το «στόχο», εγώ τουλάχιστον, δεν τον κατάλαβα. Και δεν είμαι βέβαιος αν και ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν μπερδεύτηκε αρκετά και από μια στιγμή και ύστερα να μην ήξερε τι ήθελε να «στοχεύσει».

    Ήθελε μια παράσταση με μάσκες; Τότε γιατί οι πάντες (χορός και πρωταγωνιστές) κινήθηκαν σαν να μη φορούσαν μάσκες; Και οι ειδικοί που αναφέρονται στο πρόγραμμα, ο Τάπα Σουντάνα για «κινησιολογία μάσκας» και ο Βασίλης Λάγκος για (γενικώς) «κινησιολογία», τι έκαναν;

    Στο πρόγραμμα δημοσιεύονται μερικές φωτογραφίες από τις πρόβες και όταν τις πρόσεξα καλά, τρόμαξα: οι κοπέλες του χορού με τις μάσκες τους και το κοστούμι της παράστασης, φορούσαν παπούτσια ελβιέλες! Δεν είναι δυνατό να φοράς μάσκα και ελβιέλες. Δεν μπορείς να κάνεις ούτε ένα βήμα σωστά, ούτε μια κίνηση συντονισμένη. Και αν δεν μάθει το σώμα σου στις πρόβες, αν δεν αισθανθεί το σώμα σου την «άλλη φόρμα» που παίρνει με τις μάσκες και τους απαραίτητους πια κοθόρνους – τι να κάνει στην παράσταση; Θα διαψεύδεται συνεχώς.

    Ήθελε μια παράσταση όπου τα χορικά θα εκφωνούνταν στα αρχαία ελληνικά; Τότε γιατί ο ειδικός, όπως αναφέρεται στο πρόγραμμα, Θεόδωρος Στεφανόπουλος για τη «μετρική διδασκαλία» προτίμησε την πιο απαράδεκτη εκφορά: την ερασμική προφορά; Δεν έχει αισθανθεί ο Έλλην Θεόδωρος Στεφανόπουλος ότι η ερασμική προφορά δεν πλησίασε ποτέ την αρχαιοελληνική προφορά και δεν ήταν παρά μόνο μια προσπάθεια να μιλήσουν οι Δυτικοί κατά τη δική τους προφορά, τα «ελληνικά» – δηλαδή τα κινέζικα, δηλαδή τα ακατανόητα;

    Και η Ασπασία Παπαθανασίου τι ακριβώς έκανε ντυμένη σαν διευθύντρια παρθεναγωγείου, μπρος σ’ ένα αναλόγιο; Που πότε πότε μάλιστα το άφηνε και προχωρούσε ασκόπως προς το κέντρο – προφανώς για να δώσει κάποια ποικιλία.

    Και κείνος ο φοβερός τοίχος που έχτισε ο Νίκος Αλεξίου στο βάθος της σκηνής; Δεν πέρασε από το μυαλό κανενός ότι – τουλάχιστον στην Επίδαυρο – θα έκοβε το υπέροχο βάθος του φυσικού χώρου, χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος σκηνικής ύπαρξής του;

    Τα μόνα απολύτως θετικά από την παράσταση, ήταν η βασανιστικά και αποτελεσματικά δουλεμένη μετάφραση του Κ.Χ. Μύρη – και η προσεκτική και πλούσια εμφάνιση του προγράμματος.

    Κατά τα άλλα κυριάρχησε ένας εγκεφαλικός ερασιτεχνισμός – συνδυασμός που σκοτώνει.

    17.07.1994, Χρηστίδης Μηνάς «Ένας συνδυασμός που σκοτώνει: «Ικέτιδες» του Αισχύλου, στην Επίδαυρο», Ελευθεροτυπία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Θέατρο κριτική: «Ικέτιδες»

    Εναρκτήρια παράσταση της Επιδαύρου. Επιτέλους! Ύστερα από δεκαετίες. Στο χώρο που της ανήκε.

    Φορέας μυθικής παράδοσης του Εθνικού Θεάτρου. Της ιστορικής περιόδου Αιμιλίου Βεάκη. Για πολλά χρόνια πρωταγωνίστρια του Δημήτρη Ροντήρη. Ανεπανάληπτη Ηλέκτρα η ακτινοβολία της προσφέρεται μέσα κι έξω από την Ελλάδα. Αλλά μακριά από την Επίδαυρο!

    Το σπάνιο ήθος της. Η συνέπεια στις ιδέες της. Φυλακίσεις, εξορίες, πάσης φύσεως εξευτελισμοί. Χωρίς το επονείδιστο, «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων». Ήσαν τίτλοι αρνητικοί. Για τυφλωμένους από αρρωστημένο φανατισμό, το Εθνικό Θέατρο! Έξω από την Επίδαυρο! Κρατήστε αυτό το όνομα οι νεώτεροι! Που ίσως δεν την ξέρετε. ΑΣΠΑΣΙΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ. Επιτέλους την είδαμε προχθές. Με την αυτογνωσία του καλλιτεχνικού της δυναμισμού. Χωρίς τυμπανοκρουσίες τραγική κορυφαία. Σεμνή. Αυτό ήταν το γεγονός των φετινών Επιδαυρίων! Η εργαστηριακή παρουσίαση των «Ικέτιδων».Του Αισχύλου. Οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα. Επιδέχεται συζήτηση. Όπως κάθε σκηνική άποψη. Άλλωστε είναι μια από τις πιο δύσκολες τραγωδίες. Έργο αμφισβητούμενης χρονολογίας. Μορφικά η πιο κοντινή στον διονυσιακό διθύραμβο. Κυριαρχεί το θρησκευτικό, λυρικό, χορευτικό στοιχείο. Στους στίχους 198-399. «Ουκ άνευ δήμου τάδε πράξαιμ’ αν, ουδέπερ κρατών». Υπονοείται ειρωνικά ο δημοκρατικός Θεμιστοκλής. Εχθρός του συντηρητικού Αρείου Πάγου. Του οποίου υποστηρικτής ήταν ο Αισχύλος. Συγκρατημένη, σοβαρή, υποβλητική. Η τοποθέτηση του δράματος. Από τον αθόρυβο Σταύρο Ντουφεξή. Διαφωνούμε με τα ελληνικής εκδοχής «ερασμιακά». Ακατάληπτα και για τον Έλληνα. Και για τον ξένο. Θετικό βέβαια το αισθητικό αποτέλεσμα. Εις βάρος όμως του νοηματικού. Προτιμούμε το σύνολον. Στην φιλολογική – λογοτεχνική μετάφραση του Κ.Χ. Μύρη.

    16.07.1994, Μαργαρίτης Αλκιβιάδης Ε. «Θέατρο κριτική: Ικέτιδες», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μια άνευρη παράσταση άνοιξε τα Επιδαύρια: «Ικέτιδες» από τον θίασο «Δεσμοί» της Ασπ. Παπαθανασίου

    Υπάρχει η άποψη πως οι «Ικέτιδες» είναι το πιο παλιό (μάλλον το πρώτο) παγκόσμιο θεατρικό έργο που σώζεται. Ταυτόχρονα, όμως, οι «Ικέτιδες» αποτελούν κι ένα από τα πλέον δύσκολα στην κατανόησή τους έργα, έτσι όπως εδώ μπλέκονται οι συμπεριφορές που προτρέπονται από τη φύση κι απαγορεύονται από το νόμο, με τις συμπεριφορές που επιτρέπονται από το νόμο πλην είναι, σαφώς, ανόσιες κι ενάντια στη φύση.

    Οι πενήντα προσφυγοπούλες Ικέτισσες, που φεύγουν από την Αίγυπτο και καταφεύγουν στο Άργος ικετεύοντας τους θεούς να τις σώσουν από το μίασμα ενός αιμομικτικού -πλην νόμιμου στην πατρίδα τους- γάμου, διεκτραγωδούν μόνο την αρχή μιας πλοκής. Τα υπόλοιπα -και σίγουρα τ’ αποφασιστικά για την κατανόηση του έργου- μέρη (οι «Αιγύπτιοι» κάι «Δαναΐδες») δεν σώθηκαν.

    Ημιτελές, κουτσουρεμένο και δίχως «ηθικό δίδαγμα» το έργο σπάνια παρουσιάζεται πλέον στη σκηνή.

    Ποιοι, στ’ αλήθεια, θα ήταν οι λόγοι που θα νομιμοποιούσαν σήμερα μια διδασκαλία του; Ο Θεόδωρος Στεφανόπουλος (ο οποίος αναφέρεται ως ο υπεύθυνος για τη δραματουργική υποστήριξη και τη μετρική διδασκαλία) αναλαμβάνει να μας τους εξηγήσει στο πρόγραμμα:

    «1. Να δοθούν έγκυρες απαντήσεις για ζητήματα αμφιλεγόμενα, τα οποία ωστόσο έχουν κεφαλαιώδη σημασία για τον προσδιορισμό των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών του αρχαίου θεάτρου». Προσωπικά ομολογώ πως -από την παράσταση- δεν υποπτεύθηκα καν την παραμικρή απάντηση σε ερωτήματα που αφορούν το αρχαίο θέατρο.

    «2. Να διδαχθούν τα λυρικά μέρη του έργου, σύμφωνα με τους κανόνες της αρχαίας μετρικής». Πολλά είναι αυτά τα οποία οι μελετητές έχουν ήδη εντοπίσει. Όμως παραμένουν -πάντα- παντελώς άγνωστα τόσο η ηχητική ποιότητα όσο και ο ρυθμικός κυματισμός των αρχαίων ποιητικών κειμένων.

    «3. Να υποδειχθούν οι επιστημονικώς αποδεκτές λύσεις για πολυσυζητημένα προβλήματα ερμηνείας του έργου…» και

    «4. Να εξασφαλιστεί με σύντομο αλλά ουσιαστικό υπομνηματισμό η ακριβής γνώση του αρχαίου κειμένου…».

    Όλα αυτά τα παραπάνω (τα οποία είναι βέβαια μέσα στους σκοπούς του Κέντρου Έρευνας και Πρακτικών Εφαρμογών του Αρχαίου Ελληνικού Δράματος «Δεσμοί», που είναι και ο παραγωγός των «Ικέτιδων») αποπνέουν μια οσμή σοφολογιοτατισμού ο οποίος έρχεται σε -τραγική- αντίθεση με τον θεατράνθρωπο στον οποίο αφιερώθηκε αυτή η παράσταση: Στον Δημήτρη Ροντήρη. Ένας σκηνοθέτης, ο οποίος στήριξε το όραμά του για την τραγωδία στα εξής γραφόμενά του: «Σωστός τρόπος, κατά τη γνώμη μου, για να μεταδοθεί στο σύγχρονο θεατή το τραγικό ρίγος, το ιερό δέος, η πραγματική αισθητική συγκίνηση που ένιωθαν οι αρχαίοι θεατές από τα ανεπανάληπτα κλασικά αριστουργήματα είναι: να παραιτηθούμε – και αν ακόμα είχαμε αρκετά ιστορικά δεδομένα- από κάθε προσπάθεια μουσειακής αναπαράστασης… και να δώσουμε μια σύμφωνη με την ουσία του λύση στο λυρικό στοιχείο του αρχαίου δράματος, παίρνοντας στοιχεία από τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, που να δείχνουν την ενότητα της ελληνικής παράδοσης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα».

    Προσωπικά δεν συμφωνώ αναγκαστικά με τα παραπάνω, αλλά αυτό δεν έχει καμιά σημασία.

    Σημασία έχει πως η ηγέρεια του Δ. Ροντήρη, η πρωταγωνίστρια assoluta του Πειραϊκού Θεάτρου και εμπνεύστρια των «Δεσμών» Ασπασία Παπαθανασίου επικαλείται τα διδάγματα του δασκάλου της για μια άνευρη, δίχως την παραμικρή -εμφανή αισθητική ή άλλη- άποψη, αρχαιολατρευτική και κουρασμένη από την αρχή της παράσταση. Υποπτεύομαι πως ο -ευφάνταστος και έμπειρος ως προς το τι απαιτεί η σκηνή- Σταύρος Ντουφεξής χρεώθηκε μία μουντή και επίπεδη παράσταση, η οποία δεν φέρει κανένα σημάδι προηγουμένων σκηνοθετικών εργασιών του.

    Το κυκλώπειο τείχος που έστησε ο σκηνογράφος Νίκος Αλεξίου θα μπορούσε να χαρακτήριζε επιτυχημένα έναν τόπο, αν οι άκρες των ογκόλιθων δεν ήταν τόσο αστραφτερό κομμένες με χάρακα και ξυράφι. Η μουσική (κρουστά και πρωτόγονα πνευστά) του Γιώργου Μπουντουβή διέθετε περισσότερες αναφορές στο γιαπωνέζικο θέατρο και σε βουλγαρικές λαϊκές καντέντσες παρά σε ακούσματα τα οποία θα μπορούσαν να σου θυμίσουν μια κάποια Ελλάδα.

    Κι όσο για την Ιωάννα Παπαντωνίου -μία εκπληκτική για τη γνώση της επάνω στο λαϊκό φολκλόρ ενδυματολόγο- ατύχησε με κοστούμια αμφιλεγόμενης χρωματικής καλαισθησίας.

    Ο δραστικός λόγος του Αισχύλου έφθασε καίριος στους θεατές στη μετάφραση του Κ.Χ. Μύρη, παρ’ όλες τις -ακατάληπτες βέβαια- διακοπές όταν το αρχαίο κείμενο απαγγέλλονταν σε «αμβλυμένη ερασμική προφορά».

    Σε μια εμφάνιση concertante η Ασπασία Παπαθανασίου -ενδεδυμένη με μαύρη λιτή ποδήρη αμφίεση των αρχών αυτού του αιώνα- καθισμένη μπροστά σε αναλόγιο, διάβαζε σκόρπια κείμενα του χορού των Δαναΐδων και Θεραπαινίδων. Εκτός από το να τονισθεί όσο το δυνατόν περισσότερο ο πρωταγωνιστικός της ρόλος, δεν κατόρθωσα να ανακαλύψω άλλο λόγο για μία τόσο εμφανή αποστασιοποίηση.

    Τα φετινά Επιδαύρια, που γιορτάζουν μάλιστα μια σημαντική επέτειο, δεν ευτύχησαν ιδιαίτερα στην πρώτη τους παράσταση. Όμως, μεταξύ μας, ποιος νοιάζεται ιδιαίτερα για το τι παίζεται σ’ αυτό το μοναδικά πανέμορφο θέατρο; Η εμπειρία μιας παράστασης εκεί -μιας οποιαδήποτε παράστασης- είναι τόσο μεγάλη, ώστε ακόμα και με τις μη ολοκληρωμένες προσπάθειες το ταξίδι μέχρι την Αργολίδα να μη γίνεται ποτέ άδικα.

    Βέβαια, όταν έχεις την ευτυχία να πετύχεις και τη γνήσια μαγική στιγμή, τότε η εμπειρία γίνεται κυριολεκτικά – κι όσο πουθενά αλλού σε τέτοιο βαθμό- συγκλονιστική.

    15.07.1994, Χ.Σ «Μια άνευρη παράσταση άνοιξε τα Επιδαύρια: «Ικέτιδες» από τον θίασο «Δεσμοί» της Ασπ. Παπαθανασίου», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Ικέτιδες» του Αισχύλου στην Επίδαυρο με την Παπαθανασίου: Σικελιανός ή Μπρεχτ;

    Οι «Ικέτιδες» του Αισχύλου αποτελούν το πρώτο μάλλον μέρος μιας τραγικής τριλογίας που τα υπόλοιπα δράματά της χάθηκαν. Για τα χαμένα έργα (πιθανότατα «Αιγύπτιοι» και «Δαναΐδες», όπως και το σατιρικό δράμα «Αμυμόνη»), δεν ξέρουμε με βεβαιότητα τίποτε. Τα ελάχιστα αποσπάσματα που σώζονται δεν είναι διόλου διαφωτιστικά ούτε καν για την πλοκή και δεν μπορούμε να πούμε αν ο Αισχύλος έμεινε πιστός στα μυθικά δεδομένα που θέλουν τις κόρες του Δαναού, εκτός από μία, την Υπερμνήστρα, να υποκρίνονται ότι δέχονται για συζύγους τους τους γιους του Αίγυπτου, να τον σκοτώνουν τη νύχτα του γάμου και να τιμωρούνται γι’ αυτό από τον Δία. Δεν ξέρουμε και θα ήταν εντελώς παρακινδυνευμένο να εικάσουμε την α ή τη β εκδοχή.

    Μας μένει το πρώτο δράμα της τριλογίας, οι «Ικέτιδες», που έτσι, εκ των πραγμάτων, είναι ένα μεγάλο σπάραγμα, μια εκτεταμένη εισαγωγή τρόπον τινά ή η πρώτη πράξη αν κρίνουμε με τα σημερινά δεδομένα, ενός έργου που χάθηκαν τα άλλα δύο μέρη του.

    Το ζήτημα της χρονολόγησης τώρα, αποτελεί ένα άλλο δυσεπίλυτο πρόβλημα. Μέχρι πρόσφατα εθεωρείτο το δράμα αυτό του Αισχύλου σαν η αρχαιότερη σωζώμενη τραγωδία κι η συγγραφή της τοποθετούνταν γύροι στο 490 π.Χ. Λόγω της αρχαϊκής δομής της, του πρωταγωνιστικού ρόλου του χορού, της στατικότητας και της έλλειψης δράσης, είχε επικρατήσει η άποψη ότι πρόκειται για έργο νεανικό και πρώιμο του ποιητή της «Ορέστειας». Νεώτερα όμως παπυρικά ευρήματα ήρθαν να ανατρέψουν την άποψη αυτή και ήδη τοποθετείται η συγγραφή του έργου γύρω στα 460 π.Χ., λίγο πριν από την «Ορέστεια». Όπως και να ’χει το πράγμα, είναι γεγονός ότι αυτό που μας μένει από τη χαμένη τριλογία πάνω στο μυθικό κύκλο των θυγατέρων του Δαναού είναι ένα κείμενο – ερέθισμα για παράσταση που υποβάλει αυτόματα σχεδόν την ανάγκη μιας τελετουργικής προσέγγισης, τα «κλειδιά» της οποίας ανευρίσκονται συνήθως σε λαϊκά δρώμενα ή τελετές που επέζησαν από πανάρχαιους χρόνους ώς τις μέρες μας. Οι παλιότερες παραστάσεις του έργου (μιλώ για όσες έχω δει), του Σολωμού, του Ευαγγελάτου, του Μιχαηλίδη, δούλεψαν πάνω σ’ αυτή την άποψη, με θετικά αποτελέσματα: μια τελετουργία σχεδόν μαγική που ανεβάζει στο φως το χρόνιο στοιχείο και το μυστήριο ενός γάμου – θανάτου που γεννά και πάλι θάνατο… μέχρι να παρέμβει ο Ζευς, να «φανεί» μάλλον μέσα από μια προσιτή στον άνθρωπο μορφή του και να «λύσει» την τριλογία. Από την αφάνεια ώς την εμφάνεια του θεού «παίζεται» αυτό το δράμα, που μας έχει σωθεί το μέρος του της αφάνειας. Δικό μας δράμα είναι το ότι πρέπει μέσα από έναν κώδικα οικείο στη σύγχρονη αι­σθητική μας, της εικόνας, να μεταφέρουμε σε εικόνα (όχι να μεταφράσουμε) τον Αισχύλιο λόγο πα­τώντας ακριβώς πάνω στην αποσπασματικότητά του, την ελλιπτικότητα, στο «φθαρμένο» χρόνο του και σε μιαν ιστορικότητα που έχει πάρει τη θέση του προεξάρχοντος μύθου. Χρειάζεται, κυριολεκτικά, να αναποδογυρίσουμε το σκηνικό, ξεκινώντας, έστω, από σύγχρονες τελετουργίες οι οποίες διασώζουν το αδιαίρετο μέσα στο αποσπασματικό, συνδέοντας τα κομμάτια σαν το σπαραγμένο σώμα του Άδωνι, του Όσιρι, του Πενθέα. Ξέροντας εκ των προτέρων ότι πάντα θα λείπει μια διάσταση, επειδή με ευθύνη δική μας κάναμε εδώ και καιρό το θέατρο θέαμα, διψώντας για τη μορφή. Στην αγωνία του θεού να γίνει (προσιτή) μορφή αντιτάξαμε τη δική μας αγωνία της μορφής να γίνει θεός. «Μορφωθήκαμε», φτάσαμε, τελειώσαμε; Ίσως, ίσως όχι. Ό,τι περισσεύει αυτό και σώζει.

    Η παράσταση των «Ικέτιδων» έχω την εντύπωση ότι «βγήκε» στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου σαν συγκερασμός και συμβιβασμός διαφόρων, αντιτιθέμενων «αναγκών» της σκηνοθεσίας της (Σταύρος Ντουφεξής), που επιζήτησε από τη μια μεριά να εκμεταλλευτεί το τελετουργικό στοιχείο του κειμένου ακολουθώντας την παράδοση, από την άλλη, να σπάσει αυτή την παράδοση, διατηρώντας μια «σωστικήν απόσταση» σημαινόντων και σημαινομένων και περνώντας τ’ όλο πράγμα μέσα από την κριτική ματιά ενός σύγχρονου θεατή, έτσι ώστε να αναιρεθεί η (τυχαία) αποσπασματικότητα του κειμένου και να διασωθεί το όλον μέσα στο μέρος. Αγαθή ίσως πρόθεση με άνισο αποτέλεσμα. Επειδή, αν διασώθηκε κάτι από το έργο, ήταν η αποσπασματική μορφή, όχι η ουσία του. Θέλω να πω με τα πιο πάνω ότι η χρήση ενός Μπρεχτικού αφηγητή (έστω, του υποκριτικού εύρους της κ. Ασπασίας Παπαθανασίου) στη θέση της κορυφαίας του χορού και μάλιστα μ’ ένα βιβλίο στο χέρι και με σύγχρονη αμφίεση, να μεταφράζει τα εκφωνούμενα στο πρωτότυπο χορικά, δεν εγκαθιστούσε ανάμεσα στο θεατή και στη δράση μιαν «απόσταση αναπνοής» απαραίτητη για να λειτουργήσει η κριτική λειτουργία του. Αντίθετα, προκαλούσε σύγχυση! Διότι, η «απόσταση» αυτή εν τέλει, ανήκοντας στην τάξη των ιστορικών χρόνων και όχι της άχρονης μοίρας, ανακαλούσε μονίμως το τυχαίο, με αποτέλεσμα να αδρανούν οι ρόλοι κι ο θεατής να μην θέλει σε καμιά στιγμή την πραγματική του θέση: συμμετοχή στα δρώμενα ή συγκινησιακή αδράνεια; Θεατής ή μέτοχος; Θέλω να καταλήξω στο ότι τραγωδία χωρίς τη μοίρα δεν υφίσταται, επομένως η μπρεχτική μέθοδος για το είδος αυτό είναι ατελέσφορη, καθώς το αρχαίο ελληνικό δράμα δεν έχει ανάγκη από την… κάθαρση της κάθαρσης που εννοούσε με τη θεωρία της «αποστασιοποίησης» ο Μπρεχτ, εφαρμόζοντας σ’ αυτήν ό,τι ισχύει για το ευρωπαϊκό δράμα που συσσωρεύει ένταση πάνω στην ένταση απαιτώντας συναισθηματική εκφόρτιση. Εδώ δεν υπάρχει συσσώρευση αισθημάτων ούτε ανάγκη εκφόρτισης, μόνο απλή κάθαρση, δηλαδή τέλος των παθημάτων του ήρωα και ποιοτική αναγωγή του γεγονότος σε σημασία. Μια αυτοκάθαρση, ίσως, του ήρωα όχι του θεατή.

    Η κ. Παπαθανασίου αυτοπαγιδεύτηκε κι αδρανοποιήθηκε σ’ ένα θέαμα που ήθελε και το ένα και το άλλο, και τελετουργία να είναι και να μην είναι, και να διατηρεί τις «αποστάσεις» του, και να τις καταργεί ταυτοχρόνως. Δεν γίνονται όμως όλα τα πράγματα μαζί ή παπάς – παπάς ή ζευγάς – ζευγάς!

    Ως προς το καθαρά «τελετουργικό» στοιχείο της παράστασης με τις μάσκες, τη μουσική, τα κοστούμια και το συναισθηματικό φορτίο του, έχω να πω ότι η κίνηση του χορού διδαγμένη από το Βασίλη Λάγκο με κορυφαίες τις Υβόννη Μαλτέζου και Βιβή Κόκκα δεν ήταν στερημένη από σωστή στίξη, έλειπε όμως η αντίστιξή της με το τραγικό τοπίο, έλειπε το βάθος. Επίσης, δεν συμφωνώ με την εκφώνηση του λόγου στο πρωτότυπο, εφ’ όσον δεν μπορεί να εξασφαλιστεί στοιχειωδώς η συνέπεια του μετρικού ρυθμού, η αρχαία προσωδία, έστω και σαν υπομνηματισμός μιας άλλης μουσικής αντίληψης του λόγου. Τα υπόλοιπα θα αποδειχτούν μόδα. Πολύ περισσότερο δε, όταν η εκφορά του λόγου δεν «συνάδει» προς την τελετουργική κίνηση, κλίνοντας μάλλον προς την απαγγελία κι αφήγηση.

    Για τα κοστούμια (Παπαντωνίου) και τα σκηνικά (Νίκος Αλεξίου) ή τις μάσκες (Θάνος Βόβολης), θα επαναλάβω ότι δε με ενδιαφέρει κι αυτόνομη, αισθητική αξία τους κι ότι έτσι λειτούργησαν σαν παραπληρωματικά και διακοσμητικά σε μια παράσταση που δεν αποφάσιζε αν θέλει να είναι Σικελιανός ή Μπρεχτ. Τα ίδια έχω να παρατηρήσω για τη μουσική του Γιώργου Μπαντουβή που θα ταίριαζε σε άλλο θέαμα. (Ζωντανή εκτέλεση από τον Τάσο Σουντάνα, Γ Μπουντουβή).

    Στο επίπεδο της υποκριτικής ξεχώρισε το αδρό σχήμα φωνής – κίνησης του Σοφοκλή Πέππα (Πελασγός). Ο Δαναός του Γιάννη Νταλιάνη είναι μια περίπτωση ολοκληρωτικής κατάποσης προσώπου από προσωπείο. Ο κήρυκας του Στάθη Λιβαθηνού έδωσε κάποια αμυδρά στοιχεία του ρόλου.

    Η μετάφραση του κ. X. Μύρη, δραστικά φέρει το χρόνο χωρίς να φέρεται από αυτόν (αντέχει).

    10.07.1994, Πολενάκης Λέανδρος «Ικέτιδες του Αισχύλου στην Επίδαυρο με την Παπαθανασίου: Σικελιανός ή Μπρεχτ;», Η Αυγή

     

    Για το link πατήστε εδώ