Ικέτιδες – Ευριπίδης

2019

Πρεμιέρα: 5 Ιουλίου, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου.

 

Μια συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου και του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου με μια εμβληματική τραγωδία του Ευριπίδη για τον πόλεμο, τους νεκρούς του, την υπαρξιακή αγωνία, την αξιοπρέπεια, την πίστη και τη γυναικεία αντοχή.

Οι Ικέτιδες του Ευριπίδη είναι ένα έργο-εγκώμιο των Αθηνών, του δημοκρατικού πολιτεύματος και των χρηστών ηγετών και πολιτών, βαθιά ανθρώπινο και οξυδερκές μέσα στους αιώνες.

53 χρόνια μετά το μοναδικό της ανέβασμα από το Εθνικό Θέατρο (1966) σε σκηνοθεσία του Τάκη Μουζενίδη και 39 χρόνια από την πρώτη παράσταση του ΘΟΚ στην Επίδαυρο (1980) σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους, η τραγωδία σκηνοθετείται από τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Στάθη Λιβαθινό, σε ένα εγχείρημα που στηρίζεται στη συνεργασία των καλλιτεχνών από την Ελλάδα και την Κύπρο.

Για την παράσταση ανατέθηκε η μετάφραση στον ποιητή Γιώργο Κοροπούλη, ενώ τα σκηνικά και τα κοστούμια σχεδίασε ο διεθνώς διακεκριμένος Κύπριος σκηνογράφος Γιώργος Σουγλίδης. Τη μουσική σύνθεση ανέλαβε ο Αγγελος Τριανταφύλλου, τους φωτισμούς ο Αλέκος Αναστασίου, τη χορογραφία ο Φώτης Νικολάου και τη μουσική διδασκαλία η Μελίνα Παιονίδου.

Οι μητέρες των Αργείων στρατηγών που έχασαν τη ζωή τους στη Θήβα πολεμώντας στο πλάι του Πολυνείκη προσπέφτουν Ικέτιδες στον βωμό της Δήμητρας στην Ελευσίνα. Μαζί τους ο βασιλιάς του Άργους Άδραστος ο οποίος ήταν και αρχηγός της επίμαχης εκστρατείας. Ζητούν τη βοήθεια του βασιλιά της Αθήνας Θησέα γιατί οι Θηβαίοι κρατούν τους νεκρούς και δεν επιτρέπουν την ταφή τους παραβιάζοντας το έθος των Ελλήνων.

Ο Θησέας ανταποκρινόμενος στο δίκαιο αίτημα ετοιμάζεται να στείλει μήνυμα στον βασιλιά της Θήβας Κρέοντα όμως τον προλαβαίνει η άφιξη Θηβαίου Κήρυκα που φέρνει το δικό του μήνυμα στον Αθηναίο βασιλιά: Του ζητά να διώξει τον Άδραστο και τις μητέρες διαφορετικά θα τους επιτεθούν.

Ο Θησέας οδηγεί τον στρατό της Αθήνας ενάντια στους Θηβαίους και φέρνει στην Ελευσίνα τους νεκρούς στρατηγούς όπου και τους καίουν προσφέροντάς τους τις πρέπουσες τιμές. Η Ευάδνη σε ένα παραλήρημα ορμά στη φωτιά και καίγεται μαζί με τον άνδρα της Καπανέα. Μητέρες και παιδιά παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής με τις στάχτες των αγαπημένων τους.

Η τραγωδία γραμμένη το 422 π.Χ. φέρει τον απόηχο της μάχης στο Δήλιο το 424 π.Χ., δύο χρόνια πριν, όταν οι Θηβαίοι -σύμμαχοι της Σπάρτης- νίκησαν τους Αθηναίους και δεν τους άφηναν για μέρες να πάρουν και να θάψουν τους νεκρούς τους.

 

Πρόγραμμα Περιοδείας:

11-14 Ιουλίου, Λευκωσία, Αμφιθέατρο Μακαρίου Γ΄
17-18 Ιουλίου, Λεμεσός, Αρχαίο Θέατρο Κουρίου
20 Ιουλίου, Λάρνακα, Παττίχειο Δημοτικό Αμφιθέατρο
30 Αυγούστου, Θεσσαλονίκη, Θέατρο Δάσους
2 Σεπτεμβρίου, Βεάκειο Δημοτικό Θέατρο
5 Σεπτεμβρίου, Ωδείο Ηρώδου του Αττικού
11 Σεπτεμβρίου, Κορωπί, Θέατρο Δεξαμενής
15 Σεπτεμβρίου, Ελευσίνα, Παλαιό Ελαιουργείο

Πηγή: Εθνικό Θέατρο

Μετάφραση: Γιώργος Κοροπούλης

Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός

Σκηνικά – Κοστούμια: Γιώργος Σουγλίδης

Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου

Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου

Χορογραφία: Φώτης Νικολάου

Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου

Βοηθός σκηνοθέτης: Βασίλης Ανδρέου

Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρίνα Μυρτάλη

Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Μαρία Καλαμαρά

Δραματολόγος: Ειρήνη Μουντράκη

 

Διανομή (αλφαβητικά)

Μητέρες Αργείων στρατηγών

Άννα Γιαγκιώζη

Άνδρη Θεοδότου

Κόρα Καρβούνη

Τζίνη Παπαδοπούλου

Αγλαΐα Παππά

Μαρία Σαββίδου

Κωνσταντίνα Τάκαλου

Τάνια Τρύπη

Νιόβη Χαραλάμπους

 

Αίθρα: Κάτια Δανδουλάκη

Ίφις: Θοδωρής Κατσαφάδος

Ευάδνη: Κατερίνα Λούρα

Αθηνά: Αγλαΐα Παππά

Θησέας: Άκης Σακελλαρίου

Άδραστος: Χρήστος Σουγάρης

Άγγελος: Ανδρέας Τσέλεπος

Κήρυκας: Χάρης Χαραλάμπους

 

 
  • Νιόβη Χαραλάμπους: Το αρχαίο δράμα αφυπνίζει συνειδήσεις βυθισμένες στη συνήθεια και στην καθημερινότητα

    Ο Αντώνης Γεωργίου με την Νιόβη Χαραλάμπους η οποία συμμετέχει στη συμπαραγωγή Εθνικού Θεάτρου – ΘΟΚ που παρουσιάζει τις Ικέτιδες του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού

    Μια «μπανάλ» ερώτηση για αρχή: Τι θα λέγατε σε κάποιον που αναρωτιέται γιατί το αρχαίο δράμα εξακολουθεί να μας αφορά και σήμερα;
    Θα έλεγα ότι το αρχαίο δράμα είναι μεταμοντέρνο είδος και δια μέσω του χρόνου παραμένει πρωτοποριακό. Οι συγγραφείς των έργων τις Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας υπήρξαν όλοι εκτός από ποιητές και ακραία διανοούμενοι. Έτσι θα μπορούσε κάποιος να τους αποκαλέσει σήμερα φιλοσόφους. Για αυτόν τον λόγο το είδος αυτό παραμένει ζωντανό και αφορά κάθε πλευρά της ανθρώπινης περιπέτειας. Γιατί όλα πηγάζουν μέσα από την απλότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.

    Πιστεύετε πως είναι διαφορετικό να ερμηνεύετε έναν ρόλο αρχαίου δράματος από έναν ρόλο από το υπόλοιπο δραματολόγιο;
    Ναι νομίζω ότι υπάρχει διαφορά όχι τόσο ψυχολογική ή συναισθηματική αλλά κυρίως φιλοσοφική. Οι ρόλοι στο αρχαίο δράμα αποτελούν παγκόσμια παραδείγματα και όχι μεμονωμένες περιπτώσεις. Δηλαδή σκέφτονται αισθάνονται και δρουν με όλες τις αισθήσεις τους σε ακραία υπερδιέγερση. Κάτι που σε μεταγενέστερα θεατρικά έργα δεν το βρίσκεις συχνά γιατί μέσα στο μυαλό των ανθρώπων αναπτύχθηκε ίσως περισσότερο από ότι χρειάζεται ο μοντερνισμός, η ανάγκη να κάνουν εντύπωση, ένας φόβος του κενού.

    Πώς ήταν η εμπειρία της Επιδαύρου; Υπήρχε κάποια επίδραση από τον χώρο στην ερμηνεία σας – στη δική σας ερμηνεία, αλλά και στην παράσταση γενικότερα;
    Η εμπειρία της Επιδαύρου δε θα πάψει ποτέ να με εκπλήσσει να με συγκινεί να με ηρεμεί. Στον χώρο αυτόν απλώς αφήνεσαι και πάς… όπως και να έχεις μεταμορφωθεί θα θες να δώσεις το καλύτερο σου, θα μπεις στην σκηνή και να χαζογελάς από ευφορία σαν να σε ναρκώνει η ενέργεια! Αυτό είναι.. εκεί είναι. Η παράσταση εκεί στήθηκε και διαμορφώθηκε σε εκείνο το μέρος βρήκε τις αξίες και τα δεδομένα της. Και εκεί δώσαμε όλοι τον καλύτερό μας εαυτό.

    Υπάρχουν κάποιες παραστάσεις αρχαίου δράματος που είδατε ή συμμετείχατε σ’ αυτές και τις θυμάστε έντονα;
    Είχα τη τύχη να παρακολουθήσω πολλές παραστάσεις αρχαίου δράματος στη ζωή μου μέχρι τώρα… πραγματικά είμαι πολύ τυχερή.

    Δε θα ξεχάσω τις Ικέτιδες του πατέρα μου… Ήμουνα εκεί από μικρή. Τις είδα και έπαιξαν λίγο μετά και τις ξαναείδα λίγο πιο μεγάλη… και λίγο πιο μεγάλη και με στιγμάτισαν. Είναι κάτι πολύ βαθιά προσωπικό και ριζωμένο από πολύ νεαρή ηλικία μέσα στη μνήμη και το συναίσθημά μου.

    Στην πορεία έχω συμμετάσχει σε πολλές παραστάσεις αρχαίου δράματος και χωρίς να θέλω να μειώσω οποιαδήποτε ωστόσο πρέπει να αναφερθώ στις “Τρωάδες” του Θεόδωρου Τερζόπουλου όπου συμμετείχα και συνεχίζω να συμμετέχω σε περιοδείες πια. Ήταν και παραμένει μια απ τις πιο έντονες και βαθιά απαιτητικές συνεργασίες όπου στηρίζεται στην πρωταρχική δύναμη της σωματικής και πνευματικής δυνατότητας που μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος ένας ηθοποιός.

    Η επιλογή της τραγωδίας αυτής, σύμφωνα με τον ΘΟΚ, θέλει να τιμήσει την εμβληματική πια παράσταση του Νίκου Χαραλάμπους του 1978, στην οποία αναφερθήκατε και που σηματοδοτεί (το 1980) την έναρξη της παρουσίας του ΘΟΚ στην Επίδαυρο. Ποια η γνώμη σας για εκείνη την παράσταση; Πως νιώθετε που συμμετέχετε σε μια παράσταση που έχει σημείο αναφοράς μια παράσταση – σταθμό για το κυπριακό θέατρο;
    Αναπόφευκτα συνδεδεμένη σε πολλά και διάφορα επίπεδα με τις πρώτες Ικέτιδες που παρακολούθησα και έπαιξα το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι είμαι τυχερή. Για τον πατέρα που έχω για τους ανθρώπους και τις πολυεπίπεδες υποκριτικές ικανότητες που είδα και αφομοίωσα ασυναίσθητα αρχικά για τη δύναμη της Τέχνης στον Πολιτισμό και τον απλό κόσμο που αποζητάει την αλήθεια την καθαρότητα και το βάθος.

    Αυτό που και σήμερα θέλουμε να προσφέρουμε με την παράσταση του Στάθη Λιβαθινού και που εύχομαι να αγγίξει-με διαφορετική πρόταση-αλλά ισάξια το ευρύ κοινό.

    Ικέτες και ικέτιδες συνεχίζει να είναι γεμάτος ο κόσμος, υπάρχουν όμως σήμερα κάποιοι να τους συμπαρασταθούν; Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος της τέχνης αλλά και του πολίτη ως προς αυτή τη σκληρή πραγματικότητα;
    Ενσυναίσθηση, δέος και ανάγκη πληρέστερης ενημέρωσης σε ότι αφορά την ανθρωπινή σκληρή πραγματικότητα. Με αυτόν τον τρόπο η τέχνη καταφέρνει να μεταφέρει στον σημερινό άνθρωπο τι συμβαίνει.

    Να προσφέρει σε μία ώρα το τί γίνεται σήμερα αυτή τη στιγμή γύρω μας μέσα μας. Αυτά τα πράγματα είναι διαχρονικά. Δε μας αφήνουν ποτέ αμέτοχους, μάλλον αφυπνίζουν συνειδήσεις βαθιά βυθισμένες στο βούρκο της συνήθειας και της καθημερινότητας.

    Έχουμε φτάσει σε μια εποχή όπου όλα γύρω μας τρέχουν σε ιλιγγιώδη ταχύτητα αλλά μέσα απ’ αυτή την τρέλα αναγκάζεσαι να παύσεις μια στιγμή την φλύαρη και δυσδιάβατη ζωή σου και να βοηθήσεις να ενδιαφερθείς. Γιατί τελικά λόγω αυτής της υπερ-πληροφόρησης της εποχής διαμορφώθηκε η ανάγκη της αλληλοβοήθειας και της ένωσης… και μέσω της Τέχνης η σπουδαιότητα της επικοινωνίας όπως ο καθένας την αντιλαμβάνεται.

    Τρέχουμε και δεν προλαβαίνουμε..αλλά τρέχουμε μαζί.

    14.07.2019, Γεωργίου Αντώνης «Νιόβη Χαραλάμπους: Το αρχαίο δράμα αφυπνίζει συνειδήσεις βυθισμένες στη συνήθεια και στην καθημερινότητα», dialogos.com.cy

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Ικέτιδες» από το Εθνικό Θέατρο: να τις δείτε

    Θα ήταν αδύνατον να τις δω το 1966 στη σκηνοθεσία του Τάκη Μουζενίδη από το Εθνικό Θέατρο. Θα ήταν αρκετά δύσκολο να τις δω το 1980, σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους από τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου. Δυστυχώς δεν τις είδα ούτε το 2006, στην παράσταση που υπέγραψε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός. Οι «Ικέτιδες» του Ευριπίδη, μάλλον είναι η τραγωδία που δεν είχα δει ποτέ. Το κενό καλύφθηκε την Παρασκευή 5 Ιουλίου στο αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου και του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, που σκηνοθέτησε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού, Στάθης Λιβαθινός και μετέφρασε ο ποιητής Γιώργος Κοροπούλης.

    Ικέτιδες είναι οι μητέρες των Αργείων στρατηγών, που έχασαν τη ζωή τους στη Θήβα, πολεμώντας δίπλα στον Πολυνείκη. Ικέτιδες φτάνουν στην Ελευσίνα, και στο βωμό της Δήμητρας, συνοδευόμενες από τον βασιλιά του Άργους, τον Άδραστο, με σκοπό να παρακαλέσουν τον βασιλιά της Αθήνας, τον Θησέα, να μεσολαβήσει ώστε να πάρουν τα νεκρά σώματα των παιδιών τους για να τα θάψουν.

    Το τοπίο όπου φτάνουν οι Ικέτιδες παραπέμπει στο θέμα της τραγωδίας. Καμένοι κορμοί δέντρων, σαν άθαφτοι νεκροί, σκιαγραφούσαν εύστοχα το ζόφο και την ερημιά του θανάτου, (σκηνικά και κοστούμια, πολύ εύστοχα, Γιώργος Σουγλίδης).

    Μ’ ένα πολυφωνικό μοιρολόι ξεκινάει η παράσταση από έναν θαυμάσιο χορό και θαυμάσια καθοδηγημένο (υποκριτικά, μουσικά, κινησιολογικά). Το σώμα τους στη στάση του ικέτη, του ανθρώπου που έχει χάσει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και το μόνο που του μένει είναι να ικετεύσει. «Μ’ έχει φέρει η συμφορά να ικετεύω, και στα πόδια σου έχω πέσει» λένε στον Θησέα (Ακης Σακελλαρίου), που στην αρχή συμπεριφέρεται, αρκούντως πειστικά, ως ο χορτάτος άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερη ενσυναίσθηση. Η μητέρα του η Αίθρα (Κάτια Δανδουλάκη) νιώθει τον πόνο των μανάδων του Άργους, αλλά και το χρέος του γιου της να υπερασπιστεί ηθικές αξίες. Και ο Θησέας αποφασίζει να πάρει θέση, αποφασίζει να διεκδικήσει το ηθικά σωστό. «Το θάρρος νίκησε τη φρόνηση». Και στη διάρκεια της τραγωδίας (στη διάρκεια της εκστρατείας) ωριμάζει, συναισθηματικά και πολιτικά. Οι «Ικέτιδες» του Ευριπίδη είναι ένα κείμενο που αγγίζει τόσο το συναίσθημα (μέσα από τον διαρκή θρήνο και τον απελπισμένο πόνο των μανάδων που ζητάνε τα νεκρά κορμιά των παιδιών τους) όσο και την επίσης διαρκή πάλη ανάμεσα στην υπεράσπιση των αρχών και των αξιών, έτσι όπως αποτυπώνεται στον συγκλονιστικό διάλογο μεταξύ Θησέα και Κήρυκα των Θηβαίων, έναν διάλογο μεταξύ δημοκρατικών αξιών και ανάλγητα ολοκληρωτικής εξουσίας. «Οι πόλεις των ανθρώπων θα χαθούν, αν δεν τηρούν τους νόμους που θεσπίστηκαν» λέει ο ώριμος πια Θησέας και σέρνει ο ίδιος το κάρο με τα επτά άψυχα σώματα των Αργείων στρατηγών στην Αθήνα.

    Ο Στάθης Λιβαθινός είχε έναν πρώτο καθοριστικό σύμμαχο σ’ αυτή την παράσταση: τη μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου, που άγγιξε όλες τις αποχρώσεις και τις ταλαντεύσεις των πρωταγωνιστών αυτής της τραγωδίας, μ’ ένα ραπάρισμα, που στην αρχή ήταν αδιόρατο (τόσο που δεν έγινε αμέσως κατανοητή η ιδιόρρυθμη εκφορά του λόγου από τους ηθοποιούς) και στην πορεία δυνάμωνε. Ο δεύτερος μεγάλος συμπαραστάτης ήταν η μετάφραση του ποιητή και μεταφραστή Γιώργου Κοροπούλη, στην πρώτη του μεταφραστική παρουσία σε αρχαίο δράμα, που κατάφερε να μεταδώσει μια στέρεη και σύγχρονη γλώσσα, χωρίς να παρασυρθεί σε λυρισμό. Ο Άκης Σακελλαρίου ξεκίνησε κάπως αγχωμένος, αλλά πολύ γρήγορα βρήκε τα πατήματά του και μας έδωσε έναν στιβαρό Θησέα, κυρίως μετά τη μεταστροφή του. Η Αίθρα της Κάτιας Δανδουλάκη, στη δεύτερη μόλις παρουσία της στην Επίδαυρο και στην πρώτη της σε τραγωδία, έφερε την αρχοντική και φινετσάτη φιγούρα της (απολύτως ταιριαστό το κοστούμι της), αλλά δεν μετέφερε με τη φωνή της τις αποχρώσεις του ρόλου της. Πολύ καλός ο ηττημένος ικέτης βασιλιάς του Αργους Αδραστος, του Χρήστου Σούγαρη, όπως ο κήρυκας του Χάρη Χαραλάμπους. Ξεχώρισαν με το κύρος και την πείρα τους ο Αργείος γέροντας, που ψάχνει την κόρη του την Ευάδνη, ο Ιφις του Θόδωρου Κατσαφάδου (εκείνος ο λυγμός του έφτασε σε κάθε κερκίδα του αργολικού θεάτρου), και η Αθηνά της Αγλαΐας Παππά, καθηλωτική. Πιο αδύναμοι η Ευάδνη της Κατερίνας Λούρα και ο Άγγελος του Ανδρέα Τσέλεπου. Ο Στάθης Λιβαθινός επέλεξε να μεταφέρει την πιο φορτισμένη σκηνή του θρήνου μέσα από τις φωνές της παιδικής χορωδίας ΔΟΠΠΑΤ του Δήμου Ναυπλιέων και την παιδική χορωδία Πολιτιστικού Συλλόγου «Ο Καββαδίας» του Λυγουριού, τονίζοντας την ελπίδα που φέρουν τα παιδιά την ώρα του απόλυτου σπαραγμού.

    Ναι, ήταν μια καλοσχεδιασμένη παράσταση οι «Ικέτιδες» του Ευριπίδη και του Στάθη Λιβαθινού. Μου έμοιαζε να είναι κλασικότροπη αλλά είχε πολλά σύγχρονα στοιχεία, ενσωματωμένα, χωνεμένα, πολλές καλές ερμηνείες, έναν θαυμάσιο χορό (με έμπειρες και ταλαντούχες ηθοποιούς) και ευτυχείς συναντήσεις με συντελεστές. Να τη δείτε αν βρεθείτε κοντά σε κάποιους από τους σταθμούς της περιοδείας.

    09.07.2019, Σελλά Όλγα «Ικέτιδες από το Εθνικό Θέατρο: να τις δείτε», popaganda.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Ικέτιδες» ανάμεσα στην ύβριν και το πένθος

    Το τοπίο «στεγνό». Κουφάρια δέντρων περιβάλλουν τον βωμό της Δήμητρας στην Ελευσίνα (σκηνικά-κοστούμια Γιώργος Σουγλίδης). Γηραιές γυναίκες θρηνούν και εκλιπαρούν για την ταφή των νεκρών τους. Είναι οι μητέρες των Αργείων στρατηγών που έχασαν τη ζωή τους στη Θήβα πολεμώντας στο πλάι του Πολυνείκη. Οι Θηβαίοι δεν επιτρέπουν την ταφή τους, παραβιάζοντας το έθος των Ελλήνων. Πιο πέρα, οι νεαροί γιοι των Επτά (συγκίνησαν οι παιδικές χορωδίες Ναυπλίου και Λυγουριού), αλλά και ο Άδραστος (εξαίρετος ο Χρήστος Σουγάρης), ο βασιλιάς του Άργους που ηγήθηκε της εκστρατείας. Ζητούν από την Αίθρα (Κάτια Δανδουλάκη) να πείσει τον γιο της και βασιλιά της Αθήνας Θησέα (Άκης Σακελλαρίου) να μεσολαβήσει ώστε να παραδοθούν από τους Θηβαίους τα σώματα των νεκρών παιδιών τους.

    Πενήντα τρία χρόνια μετά το μοναδικό ανέβασμα του έργου από το Εθνικό Θέατρο (1966) και 39 χρόνια από την πρώτη παράσταση του ΘΟΚ στην Επίδαυρο (1980), οι «Ικέτιδες» του Ευριπίδη παρουσιάζονται σε συμπαραγωγή Εθνικού και ΘΟΚ φέτος το καλοκαίρι, ξεκινώντας από την Επίδαυρο την περασμένη Παρασκευή και το Σάββατο (περίπου 11.000 θεατές τις δύο ημέρες). Πρόκειται για έργο-εγκώμιο στο δημοκρατικό πολίτευμα και τους χρηστούς ηγέτες και πολίτες. Καυτηριάζει την εξουσία που οδηγεί σε άστοχες αποφάσεις, που καταπατά την ισονομία.

    Με τη συνδρομή της μετάφρασης του ποιητή Γιώργου Κοροπούλη, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετώντας τις «Ικέτιδες» ανέδειξε αδρά τον μετεωρισμό του χορού των γυναικών (μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου, χορογραφία Φώτης Νικολάου) και των ηρώων ανάμεσα στην ύβριν (από την απαγόρευση της ταφής των νεκρών), το πένθος, τις πολιτικές και τις ηθικές αξίες.

    Σε μία από τις πιο εντυπωσιακές γυναικείες παρεμβάσεις στις δημόσιες υποθέσεις που μας κληροδότησε η αρχαία τραγωδία, η Αίθρα καλεί τον γιο της να υπερασπιστεί τους νόμους που σέβεται η Ελλάδα. Την απόφαση του Θησέα προλαβαίνει η άφιξη Θηβαίου Κήρυκα (Χάρης Χαραλάμπους): ο Κρέοντας ζητάει από τον Θησέα να διώξει τον Άδραστο και τις μητέρες, διαφορετικά θα τους επιτεθούν. Ο Θησέας οδηγεί τον στρατό της Αθήνας κατά των Θηβαίων και φέρνει στην Ελευσίνα τους νεκρούς στρατηγούς, όπου τους προσφέρουν τιμές.

    Το έργο κλείνει με την εμφάνιση της Αθηνάς (Αγλαΐα Παππά) –τυπικά από μηχανής θεός, διότι δεν λύνει κάποια εμπλοκή του έργου– που στέλνει πολιτικό μήνυμα. Η θεά συμβουλεύει τον Θησέα να κάνει ειρήνη με το Άργος. Όπως λέει ο επίκουρος καθηγητής Θεατρικών Σπουδών στο Παν. Πατρών Άγις Μαρίνης, «έχουμε επιστρέψει εκεί που είμαστε και στην αρχή: στον κόσμο της πολιτικής, των διακρατικών σχέσεων, της Ιστορίας που διαιωνίζει την πορεία της πάνω σε γνώριμα μοτίβα».

    09.07.2019, Λακασάς Απόστολος «Ικέτιδες ανάμεσα στην ύβριν και το πένθος», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Συν+Πλην: «Ικέτιδες» στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

    Μια σύνοψη των θετικών και των αρνητικών σημείων για τις «Ικέτιδες» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού που έκανε πρεμιέρα στην Επίδαυρο για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου.

    Το έργο

    Το Εθνικό θέατρο την ανέβασε μια και μοναδική φορά, το 1966, πριν από 53 χρόνια δηλαδή, σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη. Ωστόσο, η, δυστυχώς, σπάνια παιζόμενη, τραγωδία του Ευριπίδη, γραμμένη στα 422 π.Χ., συνιστά ένα πολύ σημαντικό κείμενο για τις ηθικές αξιώσεις των ανθρώπων εν καιρώ μιας απόλυτης πολεμικής κατάλυσης.

    Οι μητέρες των «Επτά επί Θήβας», δηλαδή των Αργείων στρατηγών που συμμάχησαν με τον Πολυνείκη και πολέμησαν εναντίον της Θήβας, καταφθάνουν στην Ελευσίνα – κατά την περίοδο τέλεσης των Ελευσίνιων μυστηρίων – και προσπέφτουν Ικέτιδες στην Αίθρα, μητέρα του Θησέα, και στον ίδιο το βασιλιά της Αθήνας. Συνοδευόμενες από το βασιλιά του Άργους, τον Άδραστο, παρακαλούν το Θησέα να μεσολαβήσει προκειμένου, ο Κρέων να απελευθερώσει τα σώματα των παιδιών τους, που παραμένουν άταφα, ενάντια στον πανελλήνιο νόμο για σεβασμό προς τους νεκρούς.

    Ο Θησέας μεταπείθεται από τη μητέρα του Αίθρα – που σε μια σύντομη αλλά καθοριστική παρέμβαση, σπάνια για γυναίκα πάνω σε δημόσιες υποθέσεις – και αποφασίζει να δράσει. Τον προλαβαίνει, ο ερχομός του Θηβαίου Κήρυκα που, με την έπαρση του νικητή, απειλεί τους Αθηναίους με πόλεμο αν σκεφτούν να διεκδικήσουν τους νεκρούς στρατηγούς.

    Υπακούοντας στο ηθικό χρέος και εκπροσωπώντας ένα κράτος δικαίου και δημοκρατίας, ο Θησέας οδηγεί το στρατό των Αθηναίων στη Θήβα – και χωρίς να αλώσει την πόλη – επιστρέφει στην Ελευσίνα με τα παιδιά των Ικέτιδων.

    Εν μέσω του Πελοποννησιακού πολέμου, ο Ευριπίδης, επιχειρεί να αποδώσει τα γεγονότα της μάχης στο Δήλιο (424 π.Χ.) όταν οι Θηβαίοι κατατρόπωσαν τους Αθηναίους και για μέρες δεν τους επέτρεπαν να αποδώσουν τιμές στους νεκρούς τους.

    Ένα κείμενο, κατ’ εξοχήν, πολιτικό, που μέσα από τη θρηνητική κραυγή των επτά μητέρων, παίρνει μια αντιπολεμική θέση – αναγνωρίζοντας πως η συνθήκη του πολέμου αποκτηνώνει τον άνθρωπο . Παράλληλα, υμνεί τους νόμους, την ελευθερία, τον πολιτισμό και τη Δημοκρατία, εξυψώνει τους ηθικούς κανόνες πάνω από κάθε εξουσία∙ ακόμα κι αν αυτό είναι ανέφικτο – όπως δηλώνει η παρουσία της Αθηνάς στο κλείσιμο του έργου.

    H παράσταση

    Σε μια σύζευξη με το δυναμικό του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου – του άρρηκτα συνδεδεμένου με τις «Ικέτιδες» αφού το 1978, ο Νίκος Χαραλάμπους τις ανεβάζει σαν ένα δυναμικό σχόλιο πάνω στην τουρκική εισβολή του 1974 – ο Στάθης Λιβαθινός ενεργοποιεί μια απωθημένη αρχαία τραγωδία. Πράττει, όπως όλα δείχνουν ορθά, αφού πρόκειται για ένα πολύ ωραίο έργο, εδώ ενισχυμένο από τη νέα μετάφραση του Γιώργου Κοροπούλη. Η ματιά του, εκ πρώτης όψης, κλασικότροπη, εστιάζει με μεγάλη αφοσίωση στη σχέση του λόγου με τη μουσική, δίνει χώρο δραματουργίας στην πρωτότυπη μουσική σύνθεση, τοποθετεί στο προσκήνιο τους καλούς ηθοποιούς που έχει στη διάθεση του, αλλά αγνοεί πλήρως την όψη του.

    Τα Συν (+)

    Η μετάφραση

    Ο συγγραφέας Γιώργος Κοροπούλης καταφέρνει να αναθερμάνει τη σχέση μιας παραγκωνισμένης τραγωδίας με το κοινό, μέσα από ένα ευθύβολο, συχνά επικό λόγο που ωστόσο διαθέτει την πληθωρικότητα, την ποιητικότητα του, που αναβλύζει από συγκίνηση και συναίσθημα.

    Οι ερμηνείες

    Ο Στάθης Λιβαθινός ανήκει στη χωρία των σκηνοθετών που δεν εργαλειοποιούν τον ηθοποιό, αλλά τον καθοδηγούν, διδάσκοντας τον. Η σκηνοθεσία του στις «Ικέτιδες» καθορίζεται από αυτή τη συνθήκη, γι’ αυτό και έχουμε τους ηθοποιούς πρωταγωνιστές της παράστασης (σε μη εμβληματικούς ρόλους) και σε καλή, μεταξύ τους, χημεία.

    Σ’ ένα έργο όπου ο Χορός των Ικέτιδων είναι σε πρώτο πλάνο, μπορούμε να μιλάμε και για, επί μέρους, αξιοσημείωτες ερμηνείες. Καταρχάς, για την παρουσία του Άκη Σακελλαρίου στο ρόλο του Θησέα. Φέρει όλες τις αξίες που χαρακτηρίζουν μια ηγετική προσωπικότητα – το κύρος, το παίγνιο, την ειρωνεία, τη δυναμική μα και την ανθρωπιά – και δημιουργεί απορίες πως μέχρι τώρα δεν αξιοποιείται συχνά σε ρόλους αρχαίου δράματος.

    Μαζί με τον Χάρη Χαραλάμπους υπογράφουν έναν εξαιρετικά ενδιαφέρον αγώνα λόγου, ο οποίος παρασύρει τον παλμό της παράστασης και υπογραμμίζει εμφατικά τα νοήματα του έργου.

    Ο Χρήστος Σουγάρης, μπορεί να υποκύπτει σ’ ένα πιο παλιό τρόπο παιξίματος, αλλά η ερμηνεία του διαθέτει το μέγεθος και το συγκινησιακό φορτίο που απαιτεί η τραγωδία. Ο Ανδρέας Τσέλεπος εκπληρώνει πλήρως το ρόλο του Αγγελιαφόρου, η Αγλαϊα Παππά προσδίδει τον αναγκαίο επικό τόνο στην Αθηνά ενώ ο Θοδωρής Κατσαφάδος καταφέρνει – σ’ ένα σημείο όπου το έργο, από γραφής, πλατιάζει – να δώσει ως ΄Ιφις μια ερμηνεία που αγγίζει για το βάθος και το λυγμό της.

    Από το Χορό που, σε γενικές γραμμές, είναι λειτουργικός και συνεκτικός, ξεχωρίζουν η Μαρία Σαββίδου, η Κόρα Καρβούνη, η Τζίνη Παπαδοπούλου, η Κωνσταντίνα Τάκαλου και η Νιόβη Χαραλάμπους με την υπέροχη φωνή της.

    Δυστυχώς, η Κάτια Δανδουλάκη ως Αίθρα παρά την επιβλητική παρουσία της, προδίδεται από τη φωνή της ενώ η Κατερίνα Λούρα, αποτυγχάνει να συνδεθεί, επί της ουσίας, με την ηρωϊκή πράξη της Ευάδνης.

    Η μουσικότητα του λόγου

    Άλλο πρωταγωνιστικό στοιχείο των σκηνοθετικών επιλογών του Λιβαθινού είναι η ρυθμική απαγγελία του λόγου. Με χαρακτηριστικά τζαμαρίσματος, το έργο έρχεται στα αυτιά των θεατών κατά κύματα αλλά οι ριπές του δεν αλλοιώνουν ούτε το νόημα ούτε το μέγεθος του. Απεναντίας, εκσυγχρονίζουν τα μέσα εκφοράς του λόγου – μολονότι πρόκειται για μια πανάρχαια πρακτική εκφώνησης του δράματος. Η λειτουργία αυτού του ευρήματος οφείλει πολλά στη μουσική διδασκαλία της έμπειρης Μελίνας Παιονίδου.

    Η πρωτότυπη μουσική σύνθεση

    Για το ταλέντο του Άγγελου Τριανταφύλλου στη σύνθεση θεατρικής μουσικής (και όχι μόνο) έχουμε μιλήσει πολλές φορές. Ούτε εδώ θα κάνει την εξαίρεση καθώς επιτυγχάνει να διαβάσει το έργο με πολυσυλλεκτικά μουσικά σχήματα: Τόσο μέσα από κλασικά, όσο και από πιο σύγχρονα μουσικά μοτίβα, που έλκουν την καταγωγή τους από την ελληνική παραδοσιακή μουσική, την τζαζ, το beat, τη ραπ αλλά και την ορχηστρική μουσική.

    Η τετραμελής ορχήστρα του (Γιώργος Δούσος, Αλέξανδρος Δρυμωνίτης, Γιάννης Μεσσαλάς και Δημήτρης Τίγκας) κάνουν μια καλή δουλειά στην απόδοση της – και μάλιστα κόντρα στα τεχνικά προβλήματα που προέκυψαν εξαιτίας της νεροποντής της Παρασκευής.

    Η επιλογή του έργου

    Έχει σημασία το δραματολόγιο της Επιδαύρου να επεκτείνεται έξω από τα τετριμμένα, να μην μένει, δηλαδή, σε δημοφιλείς τίτλους – ακόμα κι αν αυτό έχει εμπορικό αντίκτυπο. Και έχει ξεχωριστή σημασία που το Εθνικό θέατρο επιχειρεί μια τέτοια χειρονομία, ως μια σκηνή που είναι «τίτλος» από μόνη της. Στην περίπτωση των «Ικέτιδων», βεβαίως (όπως αναλύσαμε παραπάνω διεξοδικά) έχουμε να κάνουμε μ’ ένα στιβαρό κείμενο του Ευριπίδη που, ενδεχομένως, να έχουν σκιάσει τα αριστουργήματα του, «Μήδεια», «Τρωάδες», «Βάκχες», «Ιππόλυτος» κ.α.

    Τα Πλην (-)

    Η αισθητική

    Η προσήλωση του Στάθη Λιβαθινού στον παράγοντα του ηθοποιού είναι γνωστή και πρωτεύουσα στο θέατρο του. Οι παραστάσεις του δεν μνημονεύονται συχνά για το αισθητικό τους αποτέλεσμα αλλά για την αισθητική τους θέση που, τις περισσότερες φορές, προκύπτει από την αφετηρία ανάγνωσης του έργου. Ωστόσο, η τοποθέτηση μιας σκηνοθεσίας σ’ ένα ανοιχτό θέατρο και δη αυτόν της Αρχαίας Επιδαύρου έχει ανάγκη και από εικόνες που εδώ αγνοήθηκαν παντελώς και αναίτια. Σε αυτό το αποτέλεσμα, πιθανώς να συνέβαλαν τα λιτά αλλά χλιαρά σκηνικά και κοστούμια του Γιώργου Σουγλίδη. Διασώθηκαν, μόνον, οι προσεγμένοι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου.

    Το άθροισμα (=)

    Καλοδουλεμένη, με έμφαση στις ερμηνείες και στη μουσική, επαναπροσέγγιση ενός παραγκωνισμένου αριστουργήματος του Ευριπίδη.

    08.07.2019, Χαραμή Στέλλα «Συν+Πλην: «Ικέτιδες» στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου», www.monopoli.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο πόλεμος αφήνει μόνο τα κόκαλα των παιδιών σε μια λάρνακα

    Ο Στάθης Λιβαθινός παρουσίασε μια πραγματικά συμβολική παράσταση καθώς έφερε στην ορχήστρα του θεάτρου έναν Χορό από εννέα γυναίκες-μανάδες και τον έκανε όργανο συλλογικής κραυγής, αλλά και με προσωπική ανάληψη του πένθους από κάθε μέλος του. Πρόβλημα πως δεν κατάφερε να θέσει όλους τους σημαντικούς ηθοποιούς του σε ενιαίο υποκριτικό κώδικα.

    Το πολύ ενδιαφέρον και αμοιβαία επωφελές μνημόνιο συνεργασίας του Εθνικού με τον ΘΟΚ εγκαινιάστηκε με μια διπλά συμβολική παράσταση στην Επίδαυρο. Οι «Ικέτιδες» του Ευριπίδη είναι βέβαια ακριβοθώρητες στο θέατρό μας -θεωρείται έργο προβληματικό, δύσθυμο και παράκεντρο-, έχουν όμως καταφέρει να διαγράψουν μέχρι τώρα τη δική τους, ακριβή ιστορία.

    Με μία μόνο παραγωγή του Εθνικού, στα 1966, όταν το βάρος έπεσε, όπως ήταν επόμενο, στο δημοκρατικό κήρυγμα του έργου. Και μία ακόμη, από τον ΘΟΚ, το 1978, με μια αληθινά ιστορική παράσταση, που εισήγαγε τον κυπριακό οργανισμό στο θέατρο της Αργολίδας και η οποία έδωσε βάρος -μοιραία τότε- στον επίκαιρο χαρακτήρα του έργου και στη διαχρονική έκκλησή του για τη συλλογή και ταφή των πεσόντων στα πεδία της μάχης.

    Ως τιμητική αναφορά λοιπόν σε εκείνη κυρίως τη δεύτερη παράσταση, σαράντα χρόνια μετά, αλλά και ως μια δυναμική κοινή δράση προς το μέλλον, Εθνικό και ΘΟΚ σκέφτηκαν να συνεργαστούν φέτος στις κοινές τους ρίζες των «Ικέτιδων». Φυσικά απουσιάζει τώρα το επείγον εκείνης της εποχής, η βαθιά ανάγκη μεταφοράς της στην τέχνη, που καθόρισε τα πρώτα ανεβάσματα του έργου.

    Και πράγματι σε αυτές τις «Ικέτιδες» και στη διδασκαλία τους από τον Στάθη Λιβαθινό, ούτε τα πολιτικά μηνύματα για την ανωτερότητα της Αθήνας και της δημοκρατίας της -ανωτερότητα που όπως πάντα επιζητεί να συνδέσει το πεπρωμένο με κάποιον ρόλο στην εφαρμογή του δίκαιου, ακόμα και εκτός συνόρων…- ούτε, ακόμα, η αγωνία των μανάδων να καταγγείλουν τον χαμένο ανθρωπισμό των νικητών, αποτελούν τον βασικό άξονα της απόδοσης. Δεν εξαφανίζονται ασφαλώς αυτά. Τοποθετούνται όμως στο πλαίσιο, αφήνοντας χώρο για μια νέα, σύγχρονη ερμηνεία του έργου. Και αυτή συνδέεται με την κριτική του παραλογισμού της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

    Μια μεγάλη πόλη, το Άργος, ενεπλάκη χωρίς να το καταλάβει και η ίδια σε έναν καταστροφικό πόλεμο. Σε αυτόν έχασε τον ανθό του στρατού της, η Ιστορία θα γράψει. Δεν αρκεί. Δίπλα σε αυτή τη μεγάλη Ιστορία, υπάρχει ακόμη η αφανής ιστορία των πεσόντων που εκτός από όνομα είχαν για τους δικούς τους ένα «σώμα». Οι μάνες τους, που έρχονται ικέτισσες από το Άργος για να ζητήσουν από την Αθήνα να βοηθήσει να παραλάβουν τα κουφάρια των γιων τους από τη Θήβα, δεν ζητούν τίποτα άλλο από αυτό το σώμα. Θυμίζουν με την ικεσία τους πως δεν υπάρχει τίποτα το ένδοξο σε έναν πόλεμο, τίποτα γενναίο και τίποτα αληθινά δίκαιο.

    Ο νικητής Θησέας

    Αυτό είναι το μάθημα που θα πάρει ο ίδιος ο βασιλιάς της Αθήνας, Θησέας, νέος ακόμα στην αρχή, όταν κρίνει με το πάθος της νιότης και στην καθαρή φορεσιά της τους ικέτες. Στην αρχή θα αποπάρει τον ικέτη Άδραστο -βασιλιά του νικημένου Άργους- για τον «παραλογισμό» του να κινήσει σε έναν ξένο πόλεμο. Με την παρότρυνση όμως της μητέρας του, της Αίθρας, και κυρίως μετά την αλαζονική στάση του Αργίτη Κήρυκα, που θα προκαλέσει τα δημοκρατικά του ιδεώδη, θα αλλάξει γνώμη και θα εμπλακεί και αυτός σε έναν νέο πόλεμο. Πόλεμο «τίμιο» ίσως και για το «καλό», – πόλεμο όμως, όπως και να ’χει.

    Γι’ αυτό όταν επιστρέψει από αυτόν νικητής και δικαιωμένος ο Θησέας, δεν θα είναι πια ο ίδιος. Θα έχει ενηλικιωθεί απότομα, κατανοώντας ίσως πως κανείς, ούτε η δημοκρατία, μπορεί να επιβάλει το δίκιο της χωρίς φωτιά και μαχαίρι. Ίσως εκεί βρίσκεται ο λόγος γι’ αυτή τη δεύτερη, κουρασμένη παραίνεσή του στον Άδραστο να εκφωνήσει έναν επικήδειο για τους νεκρούς του Αργους χωρίς καμιά αναφορά στην όποια, κούφια γενναιότητα. Και πράγματι εκείνος, σαν να αντιλαμβάνεται το μύχιο κάλεσμα, παρουσιάζει τους νεκρούς όχι πια ως πολεμιστές μα ως ανθρώπους που θα τους άξιζε να έχουν ζήσει περισσότερο…

    Ακολουθεί το περίεργο περιστατικό με την Ευάδνη να καίγεται μαζί με το κουφάρι του άνδρα της, του Καπανέα – πράγματι δύσκολο να συμπεριληφθεί σε μια κοινή ερμηνεία με τα προηγούμενα. Ας δεχθούμε πως έχουμε και εδώ τον χαμό ενός ακόμα νέου, κι έναν ακόμη πατέρα, τον Ιφι, να παραδέρνει στον χαμό του… Ας δούμε κι εδώ ακόμα ένα ξοδεμένο παιδί στα δίχτυα του ανθρώπινου παραλογισμού για την περιλάλητη «δόξα»… Και το έργο τελειώνει περίπου όπως άρχισε: Στην αρχή ήταν η μητέρα του βασιλιά, η Αίθρα, να υποδέχεται τις ικέτισσες. Τώρα, έρχεται η Αθηνά, μητέρα της πόλης του, να προφητεύσει τα μέλλοντα.

    Τι προφητεύει, αλήθεια; Για το κοινό του Ευριπίδη όλα τα καλά βέβαια, για την πόλη του σταθερούς συμμάχους και νικημένους εχθρούς στο μέλλον. Για εμάς όμως (και για εκείνον πιθανόν, που γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Tροίας και στα λατομεία της Σικελίας) η θεά μιλά και γι’ άλλους πολέμους. Και γι’ άλλα παιδιά χαμένα στη μάχη.

    Οργισμένες και διεκδικητικές

    Διόλου τυχαία ο Λιβαθινός διαλέγει να παρουσιάσει στην ορχήστρα έναν Χορό από εννέα γυναίκες – ούτε ακριβώς Χορός ούτε και ακριβώς ομάδα μανάδων. Είναι μια απόπειρά του να κρατήσει τον Χορό όργανο μιας συλλογικής κραυγής, αλλά και με προσωπική ανάληψη του πένθους από το κάθε μέλος του.

    Όπως και στον Χορό του Αγαμέμνονα στην «Ορέστεια», έχουμε και εδώ εννέα εξαιρετικές καλλιτέχνιδες να ενώνουν τις δυνάμεις τους: Αννα Γιαγκιώζη, Ανδρη Θεοδότου, Κόρα Καρβούνη, Τζίνη Παπαδοπούλου, Αγλαΐα Παππά, Μαρία Σαββίδου, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Τάνια Τρύπη και Νιόβη Χαραλάμπους. Η παράσταση στην αρχή δεν επιμένει στη σκηνική απόδοση της ικεσίας τους. Αντιθέτως τις βλέπουμε να έρχονται αλαφιασμένες στη σκηνή, σκονισμένες από τον δρόμο, φορώντας όλες το ίδιο φόρεμα, κουβαλώντας μαζί και τις… καρέκλες τους! Το πένθος τις κάνει να μοιάζουν διεκδικητικές, το δίκιο τους οργισμένες. Τα σκηνικά καμένα δέντρα του Γιώργου Σουγλίδη σημαίνουν ορθά τον όλεθρο του πολέμου, τα κοστούμια του όμως μοιάζουν μονότονα και τετριμμένα.

    Σημαντικό μέρος της διδασκαλίας του σκηνοθέτη υπήρξε η μετρική απόδοση της τραγωδίας στην κάπως βαριά -είναι αλήθεια- μετάφραση του Γιώργου Κοροπούλη. Και σε αυτό συνέβαλε η μουσική επένδυση (και μετρική υπόκρουση) του Άγγελου Τριανταφύλλου, την οποία ωστόσο αυτή τη φορά βρήκα ιδιαίτερα περίπλοκη, χωρίς κάποια μελωδική έκφρασή της να περνάει στο κοινό. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου αποδείχτηκαν αληθινά εξαιρετικοί (ειδικά στη σκηνή της Ευάδνης).

    Ένα πρόβλημα της παράστασης είναι πως φανερά δυσκολεύεται να θέσει όλους τους σημαντικούς ηθοποιούς της σε ενιαίο υποκριτικό κώδικα. Από την κάπως σχηματική Αίθρα της Κάτιας Δανδουλάκη, μέχρι τον αδρό Άδραστο του Χρήστου Σουγάρη μεσολαβεί δρόμος. Και αυτό ισχύει για όλους σχεδόν: αξιόλογοι ο καθένας στον ρόλο του, δύσκολα τους τοποθετεί κάποιος σε σύνολο.

    Ο Θησέας του έργου πρώτα πρώτα ανήκει σε άλλη γενιά από τον ρόλο του Άκη Σακελλαρίου. Ο ηθοποιός είναι φανερά καλύτερος όταν παρουσιάζει τον βαθιά τραυματισμένο, βίαια ωριμασμένο Θησέα του «δεύτερου μέρους». Η Κατερίνα Λούρα δίνει τον δύσκολο ρόλο της Ευάδνης και δύσκολο να μην παραπέμψει κάποιος τις οιμωγές της στο μελοδραματικό είδος. Ο πατέρας της, Ιφις, του Θοδωρή Κατσαφάδου είναι ρόλος σύντομος μα καθοριστικός – μια αντρική φωνή πένθους δίπλα στις γυναικείες. Η Αγλαΐα Παππά παίζει την Αθηνά με το χαρακτηριστικό ερμηνευτικό κύρος της – κι εδώ όμως γίνεται φανερή η διαφορετική προσέγγιση του ρόλου σε σχέση με τους υπόλοιπους. Σχηματοποίηση παρουσιάζει ο «κακός» Κήρυκας του Χάρη Χαραλάμπους, φυσικότερα δίνεται ο Αγγελος του Ανδρέα Τσέλεπου.

    Βρήκα προσωπικά την απόδοση του «παραχορηγήματος» -όπου τα παιδιά των Αργείων πεσόντων θρηνούν τους πατεράδες τους αλλά και υπόσχονται εκδίκηση- από τις δύο παιδικές χορωδίες του Ναυπλίου και τις γλυκές φωνούλες τους εκτός κλίματος: Προτιμώ να μείνω στη βαθιά συγκίνηση αυτών των μανάδων που δεν ζητούν να θάψουν στρατηγούς – ζητούν πίσω το σώμα του παιδιού τους.

    Και τι θα τους αφήσει ο πόλεμος από εκείνο το σώμα; Κόκαλα μόνο, σε μια λάρνακα.

    08.07.2019, Ιωαννίδης Γρηγόρης «Ο πόλεμος αφήνει μόνο τα κόκαλα των παιδιών σε μια λάρνακα», Εφημερίδα των Συντακτών

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Είδα τις «Ικέτιδες», σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού

    Οι «Ικέτιδες» του Ευριπίδη γράφτηκαν και ανέβηκαν για πρώτη φορά το 422π.χ, με διαφορετική υπόθεση από την ομώνυμη τραγωδία του Αισχύλου, που γράφτηκε προγενέστερα το 461 π.Χ.

    Το Εθνικό Θέατρο και ο ΘΟΚ συνεργάστηκαν και παρουσίασαν την παράσταση 53 χρόνια μετά το μοναδικό της ανέβασμα από το Εθνικό Θέατρο (1966) σε σκηνοθεσία του Τάκη Μουζενίδη και 39 χρόνια από την πρώτη παράσταση του ΘΟΚ στην Επίδαυρο (1980) σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους. Αυτή τη φορά τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, Στάθης Λιβαθινός.

    Εμπνευσμένος τόσο από το έργο του Αισχύλου, όσο και από ένα πραγματικό γεγονός: δύο χρόνια πριν τις «Ικέτιδες», οι Θηβαίοι νίκησαν τους Αθηναίους στο Δήλιο και δεν τους άφηναν να θάψουν τους νεκρούς τους.

    Ο Ευριπίδης μας διηγείται μια ιστορία που θέλει τις μητέρες των πεσόντων στρατηγών να καταφτάνουν στην Αθήνα και με τη συνδρομή του Βασιλιά Αδράστου του Άργους και του Θησέα να καταφέρουν μετά από πολλές ικεσίες να μεταφέρουν τους νεκρούς στην Ελευσίνα, όπου και τους έκαψαν. Η Ευάδνη, θυσιάζεται στη φωτιά για να βρει τον αγαπημένο της σύζυγο, μπροστά στα μάτια του πατέρα της, του Ίφι. Η τραγωδία κλείνει με το χρησμό της Θεάς Αθηνάς, να ζητά τον Άδραστο να ορκιστεί αιώνια φιλία του Άργους με την Αθήνα.

    Ο Ευριπίδης ηθελημένα χρησιμοποιεί εδώ τον χορό, ως πρωταγωνιστή δίνοντας πιο πολύ το βάρος του στον λυρισμό των χορικών από ότι στην τραγικότητα της γενικής θεατρικής πλοκής. Όλα αυτά για να αναδείξει τη συλλογικότητα έναντι της ατομικότητας, γνώρισμα της αθηναϊκής δημοκρατίας αλλά και να βάλει σε πρώτο πλάνο τη γυναικεία ψυχοσύνθεση.

    Είναι εύκολα κατανοητό ότι ο στόχος του Ευριπίδη είναι διττός: Πρώτα θέλει να υπερασπιστεί τις γυναίκες έναντι της δεδομένης κοινωνικής θέσης τους στην Αθήνα της εποχής. Δεύτερον επιθυμεί να προπαγανδίσει την ηθική και πρακτική ανωτερότητα της δημοκρατίας, έναντι σε κάθε άλλο σύγχρονο πολίτευμα, με κύριο χαρακτηριστικό της δημοκρατίας, τη συλλογικότητα, η οποία πάντα υπερτερεί της ατομικότητας. Το λέει ξεκάθαρα και ο Θησέας: «Ξέρεις τι θα πει ελευθερία; Όποιος έχει γνώμη που οφείλει την πόλη, πρέπει να την εκθέσει μπροστά σ’ όλους».

    Επιπλέον, μεγάλο στοίχημα στις «Ικέτιδες» είναι η ανάδειξη του υψηλού, με την έννοια όχι αυτού που προδιαθέτει τον ήρωα να υπερβεί τη φύση του και να κάνει μεγαλειώδη πράγματα (δες Αντιγόνη) αλλά μια άλλη υποκατηγορία του, που αναφέρει ότι υψηλό είναι ό,τι μας φανερώνει το πόσο μικροί και ασήμαντοι είμαστε μπροστά στη μοίρα και τη φύση.

    Ακριβώς, σ’ αυτή την έννοια του «υψηλού» βρίσκω και την επιτυχημένη ματιά στην προσέγγιση του Στάθη Λιβαθινού. Το ανέβασμα κινήθηκε σε σχέση με τους ρυθμούς, τις κλιμακώσεις, τις αποσυμπιέσεις και την εκφορά τού λόγου στις συντεταγμένες της τραγωδίας και πέτυχε κάτι πολύ σημαντικό: να ακουστεί καθαρά ο λόγος του Ευριπίδη, μέσα από τη λειτουργική και σύγχρονη μετάφραση του Γιώργου Κοροπούλη.

    Το μελωδικό στοίχημα κέρδισε η σύνθεση του Άγγελου Τριανταφύλλου, επηρεάζοντας καταλυτικά όλη την παράσταση.

    Δυστυχώς, όμως η σκηνοθεσία έπεσε στον σκόπελο κάποιων τετριμμένων και χιλιοειδομένων λύσεων, όπως για παράδειγμα τα άδεια σακάκια και τα άρβυλα των πολεμιστών, τα οποία μετέφεραν οι Ικέτιδες. Πόσες φορές θα δούμε χορό να χτυπιέται και να παράγει ήχο με άδεια άρβυλα, ειλικρινά δεν ξέρω….

    Παρ’ όλα αυτά οι γυναίκες του χορού (Άννα Γιαγκιώζη, Άνδρη Θεοδότου, Κόρα Καρβούνη, Τζίνη Παπαδοπούλου, Μαρία Σαββίδου, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Τάνια Τρύπη και Νιόβη Χαραλάμπους) κατάφεραν όχι μόνο να συγκινήσουν ως μητέρες των Αργείων («Να κρατήσω μέσα στη δύστυχη αγκαλιά μου, το νεκρό παιδί μου και ξανά να το κοιμίσω»)αλλά και να τραβήξουν τα βλέμματα με την καλοδουλεμένη κίνηση (Φώτης Νικολάου) και τις εξαιρετικές φωνητικές τους ικανότητες .

    Βέβαια, ερμηνευτικές ανισότητες υπήρξαν και στον χορό, αλλά δεν ήταν τόσο εμφανής όσο στην ομάδα των υποκριτών. Εξαιρετικός ο Άγγελος του Ανδρέα Τσέλεπου, είχα καιρό να ακούσω με τόση προσήλωση όλα τα γενόμενα εκτός σκηνής. Δυναμικός, δωρικός αλλά και ειλικρινής, για μένα η καλύτερη ερμηνεία της παράστασης.

    Ενδιαφέρουσα ήταν και η προσέγγιση του Άκη Σακελλαρίου, ως Θησέα. Λίγο αμήχανος στην αρχή, κατάφερε στη συνέχεια να δώσει μια στιβαρή ερμηνεία, με τις απαραίτητες δόσεις χιούμορ και γελοιότητας. Ο Σακελλαρίου, αποδεικνύεται ένας ηθοποιός χαμαιλέοντας, ικανός να αντεπεξέλθει σε πολλά διαφορετικά είδη θεάτρου με επιτυχία.

    Την ίδια αίσθηση, για αμήχανο ξεκίνημα μου έδωσε και ο Χρήστος Σουγάρης, παρ’ όλα αυτά στη συνέχεια μας αντάμειψε με την παρουσία του.

    Η Κάτια Δανδουλάκη, για πρώτη φορά σε κεντρικό ρόλο σε αρχαία τραγωδία, χάρισε στην παράσταση μια επιβλητική παρουσία και μια αξιοπρεπέσταση ερμηνεία. Απορία μου προκάλεσε η σκηνοθετική επιλογή που την ήθελε παρούσα, ως θεατή σ’ όλη την εξέλιξη του δράματος.

    Αντίθετα, τόσο ο Κήρυκας του Χάρη Χαραλάμπους, όσο και η Ευάνδη της Κατερίνας Λούρα ακολούθησαν τον δρόμο της υπερβολής και μιας τόσο εξωτερικής, επιφανειακής και στομφώδους ερμηνείας, σε σημείο, που κούρασαν.

    Με βροντερή φωνή και παρουσία ο Ίφις του Θοδωρή Κατσαφάδου και η Αθηνά της Αγλαΐας Παππά. Παρ’ όλα αυτά και οι δύο αυτοί ηθοποιοί έχουν ανεβάσει τον πήχη με παλιότερες ερμηνείες τους, και αν και σε καμία περίπτωση δεν απογοήτευσαν, περιμέναμε, σαφώς, περισσότερα.

    Η σκηνοθετική προσθήκη με την χορωδία των μικρών παιδιών, αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη και έφερε στο προσκήνιο το οικουμενικό και πανανθρώπινο ζήτημα του πόνου της απώλειας αλλά και τις παράπλευρες απώλειες κάθε εμπόλεμης σύρραξης.

    Λιτά αλλά ουσιαστικά τα σκηνικά του Γιώργου Σουγλίδη, θύμιζαν μπεκετικό τοπίο, νεκρό τόπο από το “Μήδειας υλικό” του Μίλλερ.

    Αντίθετα τα κουστούμια του χορού, με τις μαύρες παγέτες προκαλούν απορίες….

    Συνολικά, η τελευταία (;) παράσταση του Στάθη Λιβαθινού στην Επίδαυρο, από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή πέτυχε σε πολλά σημεία να κερδίσει το κοινό και μπορούμε να πούμε ότι αξίζει να την παρακολουθήσετε.

    06.07.2019, Δημητριάδη Γιώτα «Είδα τις «Ικέτιδες», σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού», texnes-plus.gr

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μία διαχρονική και πάντα επίκαιρη ιστορία

    Ο Ανδρέας Τσέλεπος παίζει για πρώτη φορά στην Επίδαυρο και μιλάει στην «Κ» για τον ρόλο του στις «Ικέτιδες» του Ευριπίδη

    Οι «Ικέτιδες» είναι ένα από τα αριστουργήματα της ελληνικής γραμματείας, που δυστυχώς δεν είχαν την τύχη να παρασταθούν πάρα μερικές μόνο φορές, με το ανέβασμα του Νίκου Χαραλάμπους του 1980 να έχει μείνει στη μνήμη όλων εκείνων που την παρακολούθησαν, αλλά και στη μνήμη του θεάτρου της Επιδαύρου.

    Οι «Ικέτιδες» είναι μία τραγωδία, που μοιάζει να είναι εκ της σάρκας της ίδιας της σύγχρονης Κύπρου. Εν χορώ γυναίκες μετά τα γεγονότα του Ιουλίου-Αυγούστου 1974 ένθεν κακείθεν της γραμμής να ζητάνε τους άταφους άνδρες των οικογενειών τους. Οι «Ικέτιδες» δεν μιλάνε βέβαια μόνο για την παραβίαση των ιερών δικαίων, μα και για τη δημοκρατία, την ειρήνη, τη δύναμη των γυναικών, οι οποίες ικετεύουν για την παράδοση των σορών των αγαπημένων τους προσώπων. Δεν θέλουν πια να θρηνούν, μα να ξέρουν.

    Ο ηθοποιός Ανδρέας Τσέλεπος ως αγγελιαφόρος σε κάποια ανάπαυλα από τις πρόβες, πριν από τη μεγάλη πρεμιέρα της παράστασης «Ικέτιδες» στην Επίδαυρο, βρήκε τον χρόνο και μου μιλήσει για την παράσταση και τον ρόλο του.

    –Ανδρέα, έχεις τον ρόλο του αγγελιαφόρου, ποιος είναι ο ρόλος του στο έργο;
    –Ο άγγελος, ο οποίος, όπως έμαθα κάνοντας τη δική μου έρευνα για τον ρόλο, έχει και όνομα, είναι ο Δαναός, ήταν αιχμάλωτος πολέμου, διηγείται τον άθλο του Θησέα, να εκστρατεύσει εναντίον των Θηβαίων και να πάρει τις σορούς των στρατηγών. Διηγείται αρχικά τα σχετικά με αυτό. Σίγουρα, αυτό το πρώτο κομμάτι του μονολόγου μάς λέει ποιος είναι και πώς κατάφερε να ξεφύγει και προετοιμάζει τις γυναίκες για το τι έχει δει. Στο δεύτερο κομμάτι οι μανάδες του ζητούν να τους πει τι ακριβώς είδε και μπαίνει –αν θες σαν ένα τρικ– ο άγγελος ζει εκείνες τις στιγμές, αν και στην πραγματικότητα δεν πολέμησε, απλώς τα είδε ως θεατής. Αυτό για εμένα επάνω στη σκηνή είναι ένα ταξίδι. Ξαφνικά χάνεται… από την Ελευσίνα μεταφέρεται στις Πύλες της Ηλέκτρας. Μετέπειτα, ξεπερνάει τη φρίκη του πολέμου, όταν αντικρίζει τον Θησέα, ο οποίος από παιδί γίνεται ηγέτης. Ο άγγελος είδε έναν άνθρωπο, ο οποίος όπως λέει δεν ήρθε να κουρσέψει, ήρθε να πάρει τους νεκρούς. Εδώ είναι η κορύφωση του μονολόγου, όπου παρουσιάζει τον Θησέα πολύ πιο ψηλά, απ’ ό,τι στην αρχή του έργου.

    –Πώς τον έχεις προσλάβει;
    –Δεν έχω επικεντρωθεί σε ένα σημείο, του μονολόγου, αλλά υπάρχουν διάφορες στιγμές κορύφωσης. Προσπάθησα να μπω στον άγγελο, κάνοντας τη δική μου έρευνα. Ήθελα να δω πού ήταν οι Πύλες της Ηλέκτρας, τι έβλεπε ο άγγελος, πώς πολεμούσαν οι αρχαίοι. Επιθυμούσα να έχω την εικόνα, μια γεύση. Είδα τις «Ικέτιδες» του Νίκου Χαραλάμπους, και το πώς έπαιξε τον ρόλο ο Σπύρος ο Σταυρινίδης. Αυτή τη φορά η πρόταση του Στάθη Λιβαθινού είναι κάπως διαφορετικό. Πρέπει να περάσω στο κοινό ό,τι είδα στο μέτωπο, να δώσω το μήνυμα ότι ο πόλεμος δεν είναι καλό πράγμα. Ό,τι λέει ο κήρυκας για τον πόλεμο και τη φρίκη του, έρχεται ο άγγελος μετά και τα επαληθεύει και θέλει να κάνει σαφές ο άγγελος ότι δεν χρειάζεται να φτάσουμε στον πόλεμο για να επιλύσουμε τις διαφορές μας.

    –Τι σου έκανε εντύπωση, τουλάχιστον στην πρώτη σου ανάγνωση;
    –Θα πρέπει να σου πω ότι όσο διάβαζα το έργο και αργότερα όταν το έβλεπα στις πρόβες κάθε φορά ο χορός των «Ικέτιδων» με αγγίζει στον ύψιστο βαθμό. Οι μανάδες δεν μπορούν να αγγίξουν τα κορμιά των γιων τους, τους δίνουν για ταφή τα οστά ή τις τέφρες τους. Νομίζω ότι αυτή η εικόνα αγγίζει τον καθένα. Το έργο είναι αρκετά μελοδραματικό και μπορείς πολύ εύκολα να πέσεις στο λάθος και όλοι να κλαίμε από την αρχή έως το τέλος. Στην πρόταση του Λιβαθινού δεν κάνουμε κάτι τέτοιο, νιώθω. Κάπου παραμερίζουμε το συναισθηματικό κομμάτι. Μάλιστα, ο χορός σε κάποια στιγμή λέει κουράστηκα πια να θρηνώ. Αυτές είναι και οι μανάδες, αν θες, των δικών μας αγνοουμένων, οι οποίες δεν κλαίνε πια, αλλά επιθυμούν να λάβει ένα τέλος όλο αυτό που περνούν.

    –Ποιο θεωρείς ότι είναι το μήνυμα των «Ικέτιδων».
    –Το πιο βασικό μήνυμα κατά τη γνώμη μου είναι η ιδέα της ειρήνης. Έπειτα είναι ο σεβασμός στον άνθρωπο, ακόμη και στην ήττα του. Είναι επίσης σημαντικό ότι ο Ευριπίδης δίνει ένα μήνυμα με τον Θησέα, ο οποίος κάνει τη δική του υπέρβαση και γίνεται ένας ηγέτης, καθολικά αποδεκτός, «ο βασιλιάς είναι της χώρας, ο ήρωας όμως είναι του κόσμου», και αυτό γίνεται στο τέλος ο Θησέας. Ο Ευριπίδης μιλάει στον λαό της Αθήνας, αλλά στη διαχρονία του το έργο μιλάει σε όλον τον κόσμο, πώς δηλαδή ένας ηγέτης να γίνεται ήρωας στα μάτια όλων, ένας άνθρωπος που εμπνέει όλους. Επίσης, και ότι ο Ευριπίδης μιλάει για τους νέους, οι οποίοι πρέπει να αναλάβουν δράση, όχι φυσικά για να πάρουν εκδίκηση, αλλά για την υπόσχεση αιώνιας ειρήνης.

    –Ποια ιερά δίκαια πιστεύεις ότι σήμερα παραβιάζονται;
    –Τι να σου πω, είναι πάρα πολλά. Αλλά η αποστέρηση βασικών αγαθών από τον άνθρωπο στις μέρες μας θεωρώ ότι αποτελεί ύβρη. Δεν θα έπρεπε να ικετεύουμε για τα αυτονόητα, να υπάρχουν οι άνθρωποι που ζητιανεύουν για ένα κομμάτι ψωμί.

    –Οι «Ικέτιδες» είναι μία τραγωδία που αφορά σε πολύ μεγάλο βαθμό τις γυναίκες. Σήμερα ποιες θα ήταν οι ικέτιδες και τι θα αιτούντο;
    –Αυτές οι μάνες σήμερα είναι οι άνθρωποι που έχουν χάσει τα πάντα και δεν μιλώ μόνο για τα υλικά αγαθά. Είναι αυτές οι μανάδες που έρχονται στις χώρες μας αναζητούν τη βοήθεια, ικετεύουν για να ακουστεί η φωνή τους. Επίσης, σε πιο μεγάλη εικόνα, αν θες, στην Κύπρο έχουμε τις μανάδες των αγνοουμένων που ζητούν απλώς μιαν απάντηση για το πού είναι τα παιδιά τους που έχασαν τον πόλεμο.

    –Ποια είναι η αίσθησή σου από την Επίδαυρο;
    –Καλούμαι να προσαρμοστώ στην κατάσταση της Επιδαύρου. Ξαφνικά όλα είναι πιο μεγάλα, άρα η δυσκολία το πώς κάνω αυτό που έχω να πω να είναι τόσο αληθινό, και να μπορεί το κοινό να ταυτιστεί και να μην είναι υπερπαίξιμο ή να είναι τεράστιο. Να είναι μεγάλο, αλλά να είναι κοντά στο αφτί του θεατή. Όλη μου η εμπειρία στην Επίδαυρο είναι ένα κέρδος, έχω πάρει πάρα πολλά πράγματα από τους συναδέλφους, σαν εφόδια για μετά. Αυτό που νιώθει κάποιος για τον χώρο εδώ είναι τεράστιο. Έχω μεγάλα παπούτσια να γεμίσω και μακάρι να καταφέρω να ταξιδέψω το κοινό και να παραδώσω το κείμενο όσο πιο σωστά γίνεται.

    08.07.2019, Κουρουπάκης Απόστολος «Μία διαχρονική και πάντα επίκαιρη ιστορία», Καθημερινή Κύπρου

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Ικέτιδες» στην Επίδαυρο – Ο θρίαμβος του απλού!

    Η εποχή μας αποδεικνύεται τελικά παιχνίδι στα χέρια της αρχαιότητας, όταν πασχίζει μάταια να μαντέψει την ατμόσφαιρα μιας θεατρικής παράστασης δυόμιση χιλιάδων χρόνων και βάλε.

    Η τραγωδία, αυτός ο άλυτος γρίφος, που δεν κατάφερε κανείς, ούτε καν οι φιλόλογοι, να ανασυστήσει πιστά, οφείλει σε αυτό ένα μεγάλο μέρος της αιώνιας γοητείας της. Από την άλλη ένα πνευματικό αγαθό τέτοιας σημασίας αποτελεί κτήμα εσαεί, όπερ σημαίνει πως κάθε εποχή έχει το δικαίωμα να επαναπροσδιορίσει τις συντεταγμένες του τραγικού στοιχείου.

    Οι παραστάσεις στην Επίδαυρο παραμένουν ένα στοίχημα με το χρόνο, με το χρόνο που σαρώνει τα πάντα εκτός ίσως από τη μεγάλη τέχνη. Οι καλοί σκηνοθέτες δεν ξεχνούν πως ακόμα κι η αρχαία τραγωδία υπακούει στη θεατρική γεωμετρία. Η πείρα έχει δείξει ότι ο απλός και ευθύγραμμος τρόπος είναι ο καλύτερος για να την προσεγγίσεις.

    Ο κανόνας αυτός επαληθεύτηκε για μια ακόμα φορά στις «Ικέτιδες» σε παράσταση του Στάθη Λιβαθινού. Η εύληπτη μετάφραση του Κοροπούλη, η μεστή μουσική του Τριανταφύλλου, η σκηνική και ενδυματολογική μονογραφία, ο διακριτικός φωτισμός, ο δυναμικός χορός των Ικετίδων, η επιβλητική Κάτια Δανδουλάκη, ο αρχικά αμήχανος και άστοχος Άκης Σακελλαρίου, ο σπαρακτικός Άδραστος, ο ανατρεπτικός Κήρυκας, ο γλαφυρός Ίφις, η κάπως υπερβολική Ευάδνη, οι παιδικές χορωδίες Ναυπλίου και Λυγουρίου, όλα αυτά μαζί δίνουν ένα θετικότατο άθροισμα.

    Κι η εξήγηση είναι μάλλον η απλότητα που διέπει το όλο εγχείρημα. Οι «Ικέτιδες» του Ευριπίδη αποτελούν τον αντικατοπτρισμό της ομώνυμης Αισχύλειας τραγωδίας με παραλλαγμένη υπόθεση για να στοχεύει και να σχολιάζει το ιστορικό επεισόδιο της μάχης στο Δήλιο το 424 π.χ. δύο χρόνια νωρίτερα. Η εν λόγω τραγωδία θα επιθυμούσε να είναι μια καινούργια «Αντιγόνη» χωρίς να το καταφέρνει. Έτσι κι αλλιώς ούτε ο Ευριπίδης είναι Σοφοκλής.

    Οι «Ικέτιδες» ωστόσο διαθέτουν ένα πιο πυκνό πυρήνα στην πλοκή τους, και η στιχουργική του Ευριπίδη είναι μάλλον πιο συμπαγής από ό,τι στα περισσότερα έργα του. Κατά τα άλλα ο Ευριπίδης χρησιμοποιεί τα κλασικά εργαλεία της τραγωδίας, την ευφάνταστη ρητορική (ειδικά στην λογομαχία Θησέα και Θηβαίου Κήρυκα) και τον τολμηρό σχολιασμό της πολιτικής επικαιρότητας, κάτι που εξηγεί και τον πολιτικό αναχρονισμό που επιχειρεί. Ο κεντρικός χορός των Ικετίδων είναι σαφώς ένα πρώιμο φεμινιστικό κάλεσμα, χωρίς να είναι και το πρώτο.

    Εν κατακλείδι, ο Στάθης Λιβαθινός εξέφρασε μια σοφή και ισορροπημένη άποψη εν ονόματι της εποχής του, ακολουθώντας τον σωτήριο δρόμο του μέτρου και της απλότητας. Η επίγευση που μας άφησε η παράσταση έχει κάτι από τη δική του μαστοριά.

    07.07.2019, Στεφανάκης Δ. «Ικέτιδες στην Επίδαυρο – Ο θρίαμβος του απλού!, www.fosonline.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Απόλαυση! 11.000 θεατές χειροκρότησαν τις «Ικέτιδες» του Εθνικού στην Επίδαυρο

    Η πρώτη συμμετοχή της Κάτιας Δανδουλάκη σε τραγωδία, την Παρασκευή και το Σάββατο, με το Εθνικό στην Επίδαυρο στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία.

    Σε ένα λιτό σκηνικό, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού και σκηνοθέτης της παράστασης, Στάθης Λιβαθινός κατάφερε να αποτυπώσει τον θρήνο των γυναικών που ικετεύουν για να πάρουν στα χέρια τους τα νεκρά κορμιά των αγοριών τους που έπεσαν στη μάχη και μένουν άταφα, να συγκινήσει και να προικίσει τους πρωταγωνιστές του με δυνατές ερμηνείες.

    Μία μελοποιημένη πρόταση με χορευτικές κινήσεις

    Μία παράσταση στους ρυθμούς της μουσικής του Άγγελου Τριανταφύλλου, ένα πένθιμο εμβατήριο που δεν σταματά λεπτό, παίζεται ζωντανά και δίνει ροή στην πλοκή του έργου που πολλές φορές οδηγεί και σε ραπάρισμα των πρωταγωνιστών.

    Ο εξαιρετικός Άκης Σακελαρίου, αρχικά ατσαλάκωτος με πόζες μαριονέτας, στα όρια της κωμωδίας και στη συνέχεια μία τραγική φιγούρα με υποκριτική δεινότητα, αιματοβαμμένος και ταλαιπωρημένος επιστρέφει ηγεμόνας από τον πόλεμο. Εξάρσεις, θρήνος και ένα απόλυτα ταιριαστό πάντρεμα του Εθνικού θεάτρου με το δυναμικό του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου.

    Η Κάτια Δανδουλάκη, πρώτη φορά στην καριέρα της σε τραγωδία, φινετσάτη με την στεντόρεια φωνή της και τα απλωμένα της χέρια, με χορευτικές μαλακές κινήσεις, πανταχού παρούσα σε όλο το σκηνικό.

    Η υποκριτική εμπειρία του Θοδωρή Κατσαφάδου καθηλώνει στα λίγα λεπτά της συμμετοχής του στην παράσταση, ενώ η δωρική εικόνα της Αγλαϊας Παππά ανατρέπει την παράσταση με την παρέμβασή της ως Αθηνά.

    11.000 θεατές στις πρώτες παραστάσεις του Εθνικού

    Μια παράσταση-πρόταση από τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Στάθη Λιβαθινό παρακολούθησαν 11.000 θεατές, στην Παρασκευή 5 και το Σάββατο 6 Ιουλίου, στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Πρόκειται για μια συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου και του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου σε μια εμβληματική τραγωδία του Ευριπίδη για τον πόλεμο, τους νεκρούς του, την υπαρξιακή αγωνία, την αξιοπρέπεια, την πίστη και τη γυναικεία αντοχή.

    Έργο εγκώμιο στη δημοκρατία και την οικογένεια

    Οι Ικέτιδες του Ευριπίδη είναι ένα έργο-εγκώμιο των Αθηνών, του δημοκρατικού πολιτεύματος και των χρηστών ηγετών και πολιτών, βαθιά ανθρώπινο και οξυδερκές μέσα στους αιώνες.

    53 χρόνια μετά το μοναδικό της ανέβασμα από το Εθνικό Θέατρο (1966) σε σκηνοθεσία του Τάκη Μουζενίδη και 39 χρόνια από την πρώτη παράσταση του ΘΟΚ στην Επίδαυρο (1980) σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους, η τραγωδία σκηνοθετείται από τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Στάθη Λιβαθινό, σε ένα εγχείρημα που στηρίζεται στη συνεργασία των καλλιτεχνών από την Ελλάδα και την Κύπρο.

    Για την παράσταση ανατέθηκε η μετάφραση στον ποιητή Γιώργο Κοροπούλη, ενώ τα σκηνικά και τα κοστούμια σχεδίασε ο διεθνώς διακεκριμένος Κύπριος σκηνογράφος Γιώργος Σουγλίδης. Τη μουσική σύνθεση ανέλαβε ο Άγγελος Τριανταφύλλου, τους φωτισμούς ο Αλέκος Αναστασίου, τη χορογραφία ο Φώτης Νικολάου και τη μουσική διδασκαλία η Μελίνα Παιονίδου.

    Ο χορός σηκώνει το βάρος σε μεγάλο μέρος της παράστασης

    Οι μητέρες των Αργείων στρατηγών που έχασαν τη ζωή τους στη Θήβα πολεμώντας στο πλάι του Πολυνείκη προσπέφτουν Ικέτιδες στον βωμό της Δήμητρας στην Ελευσίνα. Μαζί τους ο βασιλιάς του Άργους Άδραστος ο οποίος ήταν και αρχηγός της επίμαχης εκστρατείας. Ζητούν τη βοήθεια του βασιλιά της Αθήνας Θησέα γιατί οι Θηβαίοι κρατούν τους νεκρούς και δεν επιτρέπουν την ταφή τους παραβιάζοντας το έθος των Ελλήνων.

    Ο Θησέας ανταποκρινόμενος στο δίκαιο αίτημα ετοιμάζεται να στείλει μήνυμα στον βασιλιά της Θήβας Κρέοντα όμως τον προλαβαίνει η άφιξη Θηβαίου Κήρυκα που φέρνει το δικό του μήνυμα στον Αθηναίο βασιλιά: Του ζητά να διώξει τον Άδραστο και τις μητέρες διαφορετικά θα τους επιτεθούν.

    Ο Θησέας οδηγεί τον στρατό της Αθήνας ενάντια στους Θηβαίους και φέρνει στην Ελευσίνα τους νεκρούς στρατηγούς όπου και τους καίουν προσφέροντάς τους τις πρέπουσες τιμές. Η Ευάδνη σε ένα παραλήρημα ορμά στη φωτιά και καίγεται μαζί με τον άνδρα της Καπανέα. Μητέρες και παιδιά παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής με τις στάχτες των αγαπημένων τους. […]

    07.07.2019, Πουλοπούλου Κατερίνα «Απόλαυση! 11.000 θεατές χειροκρότησαν τις «Ικέτιδες» του Εθνικού στην Επίδαυρο», www.iefimerida.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Κριτική / «Ικέτιδες» του Ευριπίδη από τον Στάθη Λιβαθινό: Η αρμονία του μελοποιημένου θρήνου

    Αυτή και μόνο η τραγωδία, οι «Ικέτιδες», αρκεί για να αποτινάξει ο Ευριπίδης από πάνω του τον χαρακτηρισμό του μισογύνη που του έχει αποδοθεί.

    Είναι αυτή η τραγωδία, η σπάνια παιγμένη, που τοποθετεί τη γυναίκα, σε υψηλότερο ηθικό και πνευματικό επίπεδο από τον άντρα, τη γυναίκα αδιακρίτως ρόλου και θέσης.

    Οι μητέρες των σκοτωμένων Επτά επί Θήβας, προσέρχονται με τον βασιλιά του Άργους τον Άδραστο και με τα παιδιά των σκοτωμένων, στην Ελευσίνα, να προσεγγίσουν και να ικετεύσουν την Αίθρα, μητέρα του Θησέα, βασιλιά της Αθήνας, για την παρέμβασή της στον γιό της, ώστε να μεσολαβήσει και να παραλάβουν τα νεκρά σώματα των παιδιών τους, που ο Κρέοντας αρνείται να θάψει, ώστε να τους αποδοθούν οι απαιτούμενες νεκρικές τιμές. Συγκλονισμένη η Αίθρα, πείθει τελικά τον Θησέα που αμφιταλαντεύεται, ο οποίος έχει ήδη αρνηθεί τη συνδρομή του στον Άδραστο, και ο οποίος αμέσως μετά θα συγκρουστεί με τον Κήρυκα απεσταλμένο του Κρέοντα και θα ανακοινώσει την απόφασή του να εκστρατεύσει εναντίον της Θήβας και να γυρίσει με τις σορούς των σκοτωμένων. Ένας αγγελιοφόρος, πληροφορεί για τη μάχη, τη νικηφόρα έκβασή της και αναγγέλει την επιστροφή του βασιλιά με τα σώματα των αρχηγών, ενώ όταν ήδη έχει ανάψει η πυρά για να αποτεφρωθούν εμφανίζεται η Ευάδνη, γυναίκα του νεκρού Καπανέα, η οποία σαλεμένη από την απώλεια του άντρα της και αφοσιωμένη σε αυτόν ρίχνεται ζωντανή στην πυρά μαζί του, αγνοώντας τις εκκλήσεις του πατέρα της, Ίφη να μην το πράξει. Η Θεά Αθηνά παρεμβαίνει και αποσπά την υπόσχεση των Επιγόνων ότι δε θα κινηθούν ποτέ εναντίον της Αθήνας, συνάπτοντας ειρήνη μαζί τους σε αντάλλαγμα αυτής της παρέμβασής τους.

    Ο Ευριπίδης φτιάχνει αριστοτεχνικά μια τραγωδία και βάζει τη Γυναίκα ως μάνα και σύζυγο (με την παρουσία της Ευάδνης που αδίκως κρίνεται ως εμβόλιμη και ξένη παρουσία στο έργο) μπροστάρισσα και υπέρμαχο της ανθρωπιάς, της ειρηνικής συνύπαρξης, της αξιοπρέπειας, της γενναιοψυχίας. Σε μια τραγωδία που βρίθει πολιτικών σχολίων , που αναπτύσσει η ίδια ένα διάλογο για την πολιτική οργάνωση ενός κράτους (η σύγκρουση Κήρυκα-Θησέα για την τυραννία και την δημοκρατία, είναι αποκαλυπτικός επιχειρημάτων) ή ακόμα και για τις εκάστοτε «υπερδυνάμεις» και πως αυτές έτσι ή αλλιώς μπορούν να καθορίσουν τύχες, ο Ευριπίδης βρίσκει καταφύγιο στη συνεννόηση, τη συνύπαρξη, την Ειρήνη.

    Η παράσταση του Στάθη Λιβαθινού, δεν επένδυσε στην αυτονόητη πρόκληση συγκίνησης μέσω της κατάστασης των μανάδων που έχουν χάσει τα παιδιά τους, μιας συνθήκης που από μόνη της είναι ήδη συναισθηματικά φορτωμένη. Ακολουθώντας μια λέξη προς λέξη σκηνική αποτύπωση του Ευριπίδιου λόγου, «μελοποίησε» αυτό που ο Ευριπίδης έγραψε. Συντηρητική γενικότερα η σκηνοθεσία του, ίσως με κάποια κλισέ σκηνοθετικά ευρήματα να κυριαρχούν, που πολλάκις έχουμε συναντήσει να πρωταγωνιστούν στο αρχαίο δράμα (όπως πχ τα άρβυλα και τα σακάκια των νεκρών που φέρουν συνεχώς επάνω τους οι μανάδες, οι μεταλλικές στρατιωτικές ταυτότητες κλπ), έδωσε βάρος περισσότερο στη δημιουργία μιας μουσικής, απολύτως ρυθμικής και καταληπτικά τονικής παράστασης, αρνούμενος πολλές φορές την δύναμη της εικόνας.

    Παραδείγματος χάρη, η θεωρητικά πολύ ισχυρή κορύφωση της τραγωδίας με τη σκηνή της Ευάδνης να πέφτει στη φωτιά, μια σκηνή-πρόκληση για την ευκαιρία που δίνεται στον σκηνοθέτη να «μεγαλουργήσει» σκηνικά, από τον Στάθη Λιβαθινό αντιμετωπίστηκε μάλλον με μετριοπάθεια.

    Αντίθετα, ο Στάθης Λιβαθινός μεγαλούργησε προσδίδοντας ρυθμική αρμονία στον θαυμάσια μεταφρασμένο από τον Γιώργο Κοροπούλη λόγο του Ευριπίδη, με την ύψιστη και πραγματικά καθοριστική συμβολή της μουσικής του Άγγελου Τριανταφύλλου. Μια μουσική, η οποία παίζεται ζωντανά, με ατμόσφαιρα πένθιμου στρατιωτικού εμβατήριου, που αποτελεί ισχυρό πρόσημο και κύριο χαρακτηριστικό της παράστασης, που δεν την συνοδεύει απλά, αλλά την ορίζει και την κατευθύνει. Μουσική και λόγος, τόσο αρμονικά δεμένα, που εισβάλλουν στην κυριολεξία στο μυαλό σου, κάνοντας σε μέτοχο σε αυτόν τον ρυθμό λέξεων και φράσεων, σε αυτό το αυθόρμητο και συνάμα καλοσχεδιασμένο «ραπάρισμα» των υποκριτών.

    Σε αυτήν την «μουσική» κατεύθυνση της παράστασης, η συμμετοχή των παιδικών χορωδιών Ναυπλίου και Λυγουριού υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Γιάννη Νικολόπουλου στο ρόλο των «Επιγόνων» υπήρξε ένα από τα δυνατά χαρτιά της, το οποίο όμως δε γνωρίζουμε πως θα αποτυπωθεί στις επόμενες παραστάσεις που δεν θα είναι δυνατή η συμμετοχή τους.

    Το σκηνικό του Γιώργου Σουγλίδη, λιτό, με έξι καμμένα λιοδεντρα , το ένα εξ αυτών σε λοφίσκο (με εμφανή το συμβολισμό), τα κοστούμια του ίδιου σε πλήρη αρμονία και σύμπλευση με τις επιταγές της παράστασης με τα βαριά, μαύρα φουστάνια που «κουβαλούν» οι μανάδες, και τα λευκά Θησέα- Αίθρας. Στέρεη και ισορροπημένη στο χώρο, με εξάρσεις και ξαφνιάσματα η διδασκαλία της κίνησης από τον Φώτη Νικολάου. Τα φώτα του Αλέκου Αναστασίου, απολύτως καθοριστικά στη δημιουργία ατμόσφαιρων στη συνθήκη της λιτής και δωρικής σκηνοθετικής γραμμής.

    Το δεύτερο σημείο, μετά την τονικότητα της απόδοσης της τραγωδίας, για το οποίο χαρακτηρίζεται η παράσταση, είναι οι ερμηνείες.

    Με την Κάτια Δανδουλάκη να επιβάλλεται στο χώρο τόσο σκηνικά όσο ερμηνευτικά. Η φιγούρα της αποτυπώνεται στο μυαλό, και βρίσκεται εκεί πανταχού παρούσα, γύρω-γύρω και μέσα στην ορχήστρα. Ερμηνεύει την Αίθρα, με λόγο στιβαρό, απαλλαγμένο από ψεύτικη φόρτιση και εύκολη συγκίνηση. Έχει τα χέρια της απλωμένα, όχι σε ικεσία, ούτε σε παράκληση. Η Αίθρα της, θέλει να αγκαλιάσει όλον τον κόσμο, τις μανάδες, τα χαμένα παιδιά τους, τα παιδιά που πρόκειται στο μέλλον να χαθούν, τις μάνες που πρόκειται στο μέλλον να κλάψουν. Ερμηνεία που σε κάνει να αναρωτιέσαι για την απουσία της από την Αρχαία Ελληνική τραγωδία.

    Ο Θησέας του Άκη Σακελλαρίου, στέκεται επάξια στο ύψος του ρόλου, ισορροπώντας στο τραγικοκωμικό στοιχείο που ντύνει ο Ευριπίδης τον ρόλο του, μην ξεφεύγοντας από τον απλώς απαραίτητο σατυρικό χρωματισμό του ήρωα και αναδεικνύοντας την ηγεμονία του. Είναι πολύ σημαντικό και δείγμα ύψιστης τεχνικής και ικανότητας του ηθοποιού να μην υπερβαίνει τα όρια που ο συγγραφέας θέτει και ο Άκης Σακελλαρίου ανταποκρίνεται πλήρως σε αυτό.

    Ο Χρήστος Σουγάρης, αεικίνητος Άδραστος, ο μοχλός που κινεί την δράση της παράστασης, ένας εξαιρετικός Άγγελος με κρυστάλλινη φωνή από τον Ανδρέα Τσέλεπο και ένας πολύ δυνατός ερμηνευμένος Κήρυκας από τον Χάρη Χαραλάμπους, έναν υποδειγματικά συνεπή και σταθερό στις «γεμάτες» ερμηνείες του ηθοποιό.

    Αποκαλυπτική και δωρική η μειλίχια χροιά της Αγλαΐας Παππά που επαναφέρει με την παρέμβασή της ως Αθηνά στη ζωή, την κανονικότητα και την ευρυθμία . Από την άλλη, η ερμηνεία της Κατερίνας Λούρα στο ρόλο της Ευάδνης, ενώ αποτύπωσε το εύθραυστο του χαρακτήρα της δεν απέφυγε την παγίδα του μελοδραματισμού και της υπερβολής μιας και ομολογουμένως η σκηνή της δεν υποστηρίχτηκε αρκούντως τεχνικά.

    Ο Θοδωρής Κατσαφάδος ερμηνεύει τον Ίφι με τη σιγουριά της θεατρικής και υποκριτικής πείρας του. Λέξεις ολοκάθαρες, που εκφέρονται με δύναμη ψυχής, βήματα σταθερά και στέρεα, παρουσία που δε σε αφήνει να σηκώσεις βλέμμα από πάνω της.

    Αφήνω τελευταίο τον Χορό των μανάδων που υπηρέτησε συνολικά την τραγωδία και που βεβαίως είναι ουσιαστικά όπως μαρτυρά και ο τίτλος, τα πραγματικά τραγικά πρόσωπα. Θαυμάσιες ηθοποιοί με ερμηνευτική δεινότητα τόσο σωματική όσο βαθιά εσωτερική αλωνίζουν την ορχήστρα, άλλοτε σαν ανήμερα θεριά, άλλοτε τσακισμένες, άλλοτε με κοπετό, άλλοτε ανατριχιαστικά μελωδικές, κάθονται, κυλιούνται, έρπουν, αλαλάζουν, θρηνούν. Οι Άννα Γιαγκώζη, η Άνδρη Θεοδότου, η Κόρα Καρβούνη, η Τζίνη Παπαδοπούλου, η Αγλαΐα Παππά, η Μαρία Σαββίδου η Κωνσταντίνα Τάκαλου η Τάνια Τρύπη, η Νιόβη Χαραλάμπους, είναι όλες οι μάνες όλων των παιδιών που κείτονται σε χώματα πολέμου. Είναι αυτές που η μόνη σίγουρη αγκαλιά που θες να τους δώσεις, είναι αυτή η τελευταία υπόσχεση, πως δε θα χρειαστεί ποτέ ξανά να σκύψουν και να ικετετεύσουν. Αν μπορείς ποτέ να το υποσχεθείς αυτό.

    Ήταν πολύ σοφή η επιλογή του Στάθη Λιβαθινού, καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου να ανταποκριθεί θετικά στο κάλεσμα του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου και να σκηνοθετήσει αυτήν την παράσταση η οποία είναι αφιερωμένη στον Νίκο Χαραλάμπους και στο ιστορικό ανέβασμά της από τον ΘΟΚ το 1978. Σοφή, γιατί μετά από πάρα πολλά χρόνια, έφερε το κοινό σε επαφή με ένα τόσο σπουδαίο κείμενο του Ευριπίδη, σοφή γιατί το έντυσε και το απέδωσε με πλείστη μουσικότητα. Μια παράσταση που κυριολεκτικά ραπάρει.

    06.07.2019, Ζήσης Κώστας «Κριτική / «Ικέτιδες» του Ευριπίδη από τον Στάθη Λιβαθινό: Η αρμονία του μελοποιημένου θρήνου», tetragwno.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Άκης Σακελλαρίου: «Είμαστε όλοι «Ικέτιδες» απέναντι στο άγνωστο του θανάτου»

    Ένα δυναμικό επιτελείο ηθοποιών του Εθνικού Θεάτρου και του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου πρωταγωνιστεί στις «Ικέτιδες» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Ο Άκης Σακελλαρίου, ο οποίος κρατάει τον ρόλο του Θησέα, μίλησε στη Μαρία Κρύου για την πολλά υποσχόμενη παραγωγή λίγο πριν από την πρεμιέρα της στην Επίδαυρο.

    Ήταν έκπληξη για σένα η πρόταση του Στάθη Λιβαθινού να συμμετάσχεις στις «Ικέτιδες»;
    Δεν είχα συνεργαστεί ποτέ μαζί του και η πρόταση ήρθε την κατάλληλη στιγμή, λίγο μετά την περιπέτεια της υγείας μου. Όσο καιρό ήμουν στο νοσοκομείο, ο Στάθης Λιβαθινός ενδιαφέρθηκε πάρα πολύ, ρωτούσε τον Κώστα Ασπιώτη για την ανάρρωσή μου και όταν πέρασε η περιπέτεια, μιλώντας σε προσωπικό επίπεδο, μου είπε πως με σκέφτηκε για την παράσταση, καθώς είχε στο μυαλό του την αλλαγή στη ζωή του Θησέα, την πορεία προς την ενηλικίωση, και τα δικά μου νέα δεδομένα.

    Θα μπορούσες να φανταστείς τον εαυτό σου ως ικέτη;
    Όλοι είμαστε «Ικέτιδες» απέναντι στο άγνωστο του θανάτου. Η πορεία της ζωής μας προς αυτόν εμπεριέχει το στοιχείο της ικεσίας προς το άγνωστο και αυτό κάνει έναν κύκλο. Οι ικέτιδες στην τραγωδία του Ευριπίδη είναι οι μητέρες των Αργείων στρατηγών που σκοτώθηκαν στη Θήβα και ζητούν από την Αίθρα, μητέρα του Θησέα, του βασιλιά των Αθηνών, να μεσολαβήσει ώστε ο γιος της να βοηθήσει στην επιστροφή των νεκρών τους, την οποία οι Θηβαίοι αρνούνται. Σε συναισθηματικό επίπεδο αυτό το κενό που δημιουργεί ο θάνατος αφορά κάτι υπαρξιακό. Πρέπει να ολοκληρώνονται τα πράγματα μέσα μας. Ακούγεται θεωρητικό αυτό που λέω, αλλά έχει ουσία.

    Στο έργο υπάρχει ένα τελετουργικό κι ένα πολιτικό κομμάτι. Ποιο υπερισχύει κατά τη γνώμη σου;
    Το τελετουργικό κομμάτι, το πώς τιμάς τους νεκρούς, είναι για μένα ο άξονας. Το πολιτικό κομμάτι, η δημοκρατία και η τυραννία, έρχεται σε δεύτερο επίπεδο σε αυτήν τη τραγωδία. Άλλωστε, δεν υπάρχει τραγωδία που να μην υπηρετεί τον όρο της τελετουργίας, ο οποίος ουσιαστικά συνδέεται με το να ξορκίσουμε το θάνατο. Ο ρόλος του Θησέα που ερμηνεύω έχει σίγουρα μια πολιτική πτυχή –ο βασιλιάς πείθεται από τη μητέρα του να ετοιμάσει στρατό σε περίπτωση που οι Θηβαίοι δεν δεχτούν να επιστρέψουν ειρηνικά τους νεκρούς–, έχει όμως εντέλει και μια πιο προσωπική, που αφορά την πορεία του προς την ωριμότητα.

    Μπήκες δυναμικά στην τραγωδία ως νέος ηθοποιός τη δεκαετία του ’80 με τις «Βάκχες». Η παράσταση εκείνη άφησε θετικά σημάδια πάνω σου;
    Σαφέστατα οι «Βάκχες» του Ευριπίδη στην παράσταση του Θόδωρου Τερζόπουλου το 1986 μου έχουν αφήσει έντονα σημάδια. Κάναμε βουτιά στο τελετουργικό θέατρο κι έχω κρατήσει πάρα πολλά πράγματα που με καθόρισαν ως ηθοποιό. Η αγνή προσέγγιση ενός εικοσάρη είναι διαφορετική από αυτήν ενός πενηντάρη και σίγουρα τότε τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Υπήρχε άλλου είδους αγνότητα στον τρόπο προσέγγισης, οι ηθοποιοί μαζί με τον Θόδωρο ανακαλύπταμε πράγματα σιγά σιγά και αυτή η ανακάλυψη άφησε ισχυρό αποτύπωμα μέσα μας.

    Πώς είναι η πρώτη σου θεατρική συνάντηση με την Κάτια Δανδουλάκη;
    Εξαιρετική! Μου είχε ζητήσει να παίξω στο «Οριάν Εξπρές», αλλά δεν μπορούσα λόγω της περιπέτειας της υγείας μου. Θα δείτε την Κάτια όπως δεν την έχετε δει ποτέ και αυτό είναι προς τιμήν της, είναι ένα μάθημα για όλους. Πέρα από το υποκριτικό της μέγεθος διδάσκει στους νέους τι θα πει αφοσίωση σε αυτό που ονομάζουμε θέατρο. Δεν είναι ότι τα νέα παιδιά δεν έχουν ενθουσιασμό με αυτό που κάνουν, απλώς λείπει το στοιχείο της εμμονής, της αφοσίωσης. Η ευφυΐα της Κάτιας συνίσταται στο ότι αφήνεται στον σκηνοθέτη. Μπορεί να υπάρξουν αντιρρήσεις, ακόμη και συγκρούσεις, αλλά σε ένα δημιουργικό επίπεδο και όχι σε προσωπικό.

    Συμφωνείς ότι η ομάδα του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, παρότι πιο άγνωστη στο ευρύ ελλαδίτικο κοινό, είναι εξίσου δυναμική με την ερμηνευτική ομάδα του Εθνικού, με τους Αγλαΐα Παππά, Κόρα Καρβούνη, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Τάνια Τρύπη, Χρήστο Σουγάρη;
    Όλα τα παιδιά είναι εκπληκτικά, ιδιαίτερα οι Κύπριοι ηθοποιοί. Κουβαλούν τη μουσικότητα μέσα τους και αυτό είναι χρήσιμο στην παράσταση, που είναι σαν ορατόριο με τη μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου. Η μουσικότητά της κυπριακής διαλέκτου εναρμονίζεται με το συναισθηματικό μέγεθος που φέρουν οι ηθοποιοί και αυτό είναι πολύ όμορφο.

    04.07.2019, Κρύου Μαρία «Άκης Σακελλαρίου: «Eίμαστε όλοι «Ικέτιδες» απέναντι στο άγνωστο του θανάτου», Αθηνόραμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Χάρης Χαραλάμπους / Ο πολιτισμός ως όπλο

    Το Εθνικό Θέατρο σε συνεργασία με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, παρουσιάζει στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου την τραγωδία του Ευριπίδη, Ικέτιδες σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Ένας Χορός, μία ομάδα γυναικών προσπέφτουν ικέτιδες στον βωμό της Θεάς Δήμητρας στην Ελευσίνα, ζητώντας την βοήθεια του Θησέα στην προσπάθειά τους να καταφέρουν να θάψουν τους νεκρούς Αργείους στρατηγούς που έχασαν την ζωή του στην Θήβα, πολεμώντας μαζί με τον Πολυνείκη, πράγμα το οποίο έχει απαγορεύσει ρητά ο Κρέοντας και το επιβεβαιώνει η άφιξη του Κήρυκα που ζητά εκ μέρους του άρχοντά του να παραδοθούν οι γυναίκες. Παρόλα αυτά, ο Θησέας ανταποκρίνεται θετικά στο αίτημά τους, διεκδικεί αυτό που θεωρεί ορθό και χαρίζει στους νεκρούς στρατηγούς την ταφή που τους αξίζει σε ένα αντιπολεμικό έργο που επιμένει με σθένος στην διατήρηση του πολιτισμού μας σε καιρούς πολέμου, ανασφάλειας και φόβου. Ο Χάρης Χαραλάμπους που υποδύεται τον ενδιαφέροντα ρόλο του Κήρυκα μας μίλησε για την ιδιαίτερη αυτή τραγωδία που υμνεί τις σπουδαίες πράξεις, την δουλειά που μοιράστηκε με την ομάδα των συνεργατών του και τον ρόλο του μέσα σ΄αυτή.

    Τι σε συγκινεί σε αυτό το έργο;
    Η κινητήριος δύναμη σ΄ αυτό το έργο είναι οι γυναίκες σε όλα τα επίπεδα. Αυτές δίνουν τον τόνο για τη διαχείριση όλων των θέματων: της απώλειας, της απαίτησης των σωμάτων των νεκρών παιδιών τους, της αφοσίωσης σε πανανθρώπινες αξίες και ιδανικά, της ερωτικής αφοσίωσης, της στρατηγικής σε θέματα πολιτικής φύσεως. Η βασίλισσα της Αθήνας, Αίθρα, και οι μητέρες των Αργείων στρατηγών που χάθηκαν στη Θήβα έχουν στα χέρια τους τα ηνία της δράσης, ψυχικής και πρακτικής. Είναι βαθιά συγκινητικός ο τρόπος που σε αυτό το έργο ο Ευριπίδης εξυμνεί την γυναικεία δύναμη, πίστη και θέληση και το γεγονός ότι οι άντρες οφείλουν να παραδειγματιστούν από αυτά τα γυναικεία χαρακτηριστικά.

    Γιατί είναι τόσο δύσκολο να ανέβει; Έχει να κάνει με το ότι δεν πραγματεύεται τραγικές πράξεις, αλλά μία σπουδαία: την διεκδίκηση της ταφής των νεκρών;
    Εμείς αυτό τον καιρό βρισκόμαστε στη διαδικασία της έρευνας και του ανεβάσματος αυτού του έργου, έτσι δεν μπορώ να απαντήσω αντικειμενικά σε αυτό το ερώτημα. Όσο κι αν είναι δύσκολο να ανέβει είναι άλλο τόσο γοητευτική και ευεργετική η συνάντηση κι η αναμέτρηση με αυτή τη δυσκολία. Όπως συμβαίνει και με όλα τα σπουδαία κλασσικά κείμενα, ελληνικά και ξένα. Επίσης, η σπουδαία πράξη την οποία πραγματεύεται, η διεκδίκηση της ταφής των νεκρών, είναι κάτι το οποίο συμβαίνει ακόμα και σήμερα παντού σε όλες τις ταραγμένες περιοχές του πλανήτη. Ζούμε σε μια εποχή που υπάρχουν τόσοι νεκροί που ψάχνουν «πατρίδα» να ταφούν, όσοι και ζωντανοί. Μόλις προχτές μια γυναίκα, χωρίς τη μεσολάβηση κανενός άντρα αυτή τη φορά, η Carola Rackete, έσωσε από τον υγρό τάφο και προσπάθησε να δώσει «πατρίδα» σε ανθρώπους κατατρεγμένους από τον πόλεμο και την κοινωνική αδικία και σκόνταψε σε έναν σύγχρονο Κρέοντα, τον Mateo Salvini. Όσο κι αν είναι ή δεν είναι δύσκολο να ανέβει αυτό το έργο, λοιπόν, άλλο τόσο επιβάλλεται να ανέβει. Το επιβάλλει η εποχή και η ανάγκη που προκύπτει για επαφή των ανθρώπων με την πνευματικότητα που φέρουν αυτά τα κείμενα.

    Εσείς πως δουλέψατε για την παράστασή σας;
    Δουλέψαμε με απόλυτη πίστη στο κείμενο του Ευριπίδη, στο ρυθμό του κειμένου, χωρίς καμία διάθεση υπερβολής ή διαστρέβλωσης χάριν εντυπωσιασμού. Είναι μια λιτή προσέγγιση του κειμένου εκ μέρους της σκηνοθεσίας του κ. Λιβαθινού με κυρίαρχη την προσπάθεια της όσο το δυνατόν ξεκάθαρης απόδοσης του διαχρονικού του νοήματος. Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει η εργασία που έχει γίνει στο λόγο, σε σχέση με τον χειρισμό του ποιητικού κειμένου βάσει του ρυθμού του. Προκύπτει κάτι σαν ένα «ραπ ορατόριο» που καταφέρνει κατά τη γνώμη μου να φωτίσει με έναν ιδιαίτερα ελκυστικό τρόπο το κείμενο.

    Γιατί είναι τόσο σημαντικός ο Κήρυκας στην αρχαία τραγωδία; Έχει ευθύνη το πρόσωπο που μεταφέρει μία είδηση; Παίζει ρόλο ο τρόπος με τον οποίο θα το κάνει;
    Οι κήρυκες στην αρχαιότητα ήταν σεβαστοί διεθνώς και είχαν ως πρόσωπα το απαραβίαστο –ήταν παράνομο να τους συλλάβουν ή να τους τραυματίσουν πολίτες, είτε του ίδιου κράτους είτε άλλων. Χρειαζόταν να απομνημονεύουν σωστά όσα θα έπρεπε να μεταφέρουν αυτολεξεί. Έπρεπε επίσης να απομνημονεύουν εξίσου σωστά τις απαντήσεις που συχνά τους έδιναν οι παραλήπτες των μηνυμάτων. Εάν έσφαλλαν επίτηδες ή κατά λάθος, τιμωρούνταν αυστηρά. Στους κήρυκες δεν επιτρεπόταν καμία πρωτοβουλία προς διαπραγμάτευση και έπρεπε να περιορίζονται να μεταφέρουν κατά λέξη μηνύματα.

    Το ενδιαφέρον στον Κήρυκα, στις Ικέτιδες, είναι ότι είναι ο κήρυκας του εχθρού και επίσης ότι δεν ακολουθεί κανέναν από τους πιο πάνω κανόνες! Μεταφέρει το μήνυμα με έναν δικό του τρόπο και μπαίνει κανονικότατα σε συζήτηση με τον βασιλιά Θησέα σαν να είναι και ο ίδιος βασιλιάς. Ουσιαστικά είναι σαν να παρακολουθούμε έναν «αγώνα λόγων» μεταξύ Κρέοντα και Θησέα περί δημοκρατικού πολιτεύματος.

    Στο συγκεκριμένο έργο, ο Κήρυκας παραινεί τον Θησέα να ακολουθήσει τις βουλές του Κρέοντα, να αποφύγει τον πόλεμο και να προτιμήσει την ειρήνη. Είναι δική του γνώμη -έχει δικαίωμα να έχει γνώμη;- ή είναι πλήρως υποταγμένος στον άρχοντά του;
    Όπως είπαμε πριν δεν έχει κανένα δικαίωμα να εκφέρει τη δική του γνώμη. Αυτός, όμως, το κάνει και επιχειρηματολογεί ανοικτά απέναντι στον Θησέα για τα πλεονεκτήματα της μονοκρατορικής εξουσίας έναντι της δημοκρατίας. Είναι, πιστεύω, τόσο υποταγμένος και πιστός στον άρχοντά του, που έχει ταυτιστεί και έχει γίνει ένα με αυτόν χωρίς να λογαριάζει κανένα κόστος. Όλα αυτά τα στοιχεία τον καθιστούν, υποκριτικά, μια πολύ ισχυρή πρόκληση.

    Οι Ικέτιδες είναι ένα έργο που στηλιτεύει τον πόλεμο ως ¨την έσχατη πράξη βίας¨ και αναδεικνύει την σημασία της διατήρησης του πολιτισμού σε επώδυνους καιρούς. Γιατί μετά από τόσους αγώνες εξακολουθεί να υπάρχει το ίδιο αίτημα;
    Γιατί, τι έχει αλλάξει;

    Τι νέο έμαθες από αυτή τη δουλειά μέχρι τώρα; Ποιο ήταν το προσωπικό κέρδος;
    Εάν έχω γίνει έστω και στο ελάχιστο πιο πνευματικός άνθρωπος και πιο άνθρωπος μέσα από την ενασχόληση μου με το θέατρο, αυτό σίγουρα το καταγράφω ως προσωπικό κέρδος. […]

    01.07.2019, Βασιλείου Ήβη «Χάρης Χαραλάμπους / Ο πολιτισμός ως όπλο», www.cuemagazine.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Με ελλειμματική παιδεία, θριαμβεύει η βία που γεννάει ο φόβος

    Έναν απολογισμό της θητείας του κάνει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου που σκηνοθετεί τις «Ικέτιδες» και μας προσκαλεί στην Επίδαυρο, παραμονή των εκλογών, για να ψηφίσουμε με μεγαλύτερη έμπνευση ακούγοντας τα μηνύματα του Ευριπίδη.

    Οι μητέρες των επτά Αργείων στρατηγών που έχασαν τη ζωή τους στη Θήβα, πολεμώντας στο πλευρό του Πολυνείκη, προσπέφτουν ικέτιδες στον βωμό της Δήμητρας στην Ελευσίνα. Μαζί τους ο βασιλιάς του Άργους Άδραστος (Χρήστος Σουγάρης).

    Η Αίθρα (Κάτια Δανδουλάκη) μεσολαβεί για το δίκαιο αίτημά τους στον γιο της, Θησέα, βασιλιά της Αθήνας (Άκης Σακελλαρίου) καθώς οι Θηβαίοι αρνούνται να παραδώσουν τους νεκρούς για να ταφούν. Εκείνος οδηγεί τον στρατό της Αθήνας εναντίον των Θηβαίων και φέρνει τους νεκρούς στρατηγούς στην Ελευσίνα, όπου και τους καίνε. Η Ευάδνη (Κατερίνα Λούρα), σε παραλήρημα, ορμά στη φωτιά και καίγεται μαζί με τον άνδρα της. Μητέρες και παιδιά παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής με τις στάχτες των αγαπημένων τους.

    Ο Στάθης Λιβαθινός ανεβάζει τις «Ικέτιδες» του Ευριπίδη στην Επίδαυρο λίγες ώρες πριν ξεκινήσει η ψηφοφορία για τις εθνικές εκλογές. Μας μιλάει για την ενηλικίωσή του μέσα από τις δυσκολίες που αντιμετώπισε τα πρώτα χρόνια της θητείας του, για το έργο που πραγματοποίησε, την επιθυμία του να παραμείνει στην καλλιτεχνική διεύθυνση ώστε να ολοκληρώσει τα σχέδιά του για το Εθνικό Θέατρο.

    «Η παράσταση φέρει ένα στοίχημα, έναν πειραματισμό. Στη εξαιρετική μετάφραση που έκανε ο ποιητής Γιώργος Κοροπούλης -πρώτη φορά κι αυτός με κείμενό του στην Επίδαυρο- με απασχόλησε η μετρική με τρόπο σύγχρονο. Στο έργο το δώρο της ζωής και το τίμημα της ωρίμανσης παρουσιάζεται έντονα, σε βάθος.

    Στοιχεία του εαυτού μας αναγνωρίζουμε κι εδώ, μιλώντας για τη φάση της ενηλικίωσης -την πιο παρεξηγημένη και πιο σημαντική πορεία του ανθρώπου- ώσπου να φτάσουμε στα λόγια του Λιρ “ώριμος να ’σαι, αυτό είναι όλο”. Και η ενηλικίωση γίνεται πάντα με τη διαμεσολάβηση της γυναίκας στη ζωή μας. Πρέπει ο άνθρωπος, όχι ο άντρας, να συμφιλιωθεί με τη γυναικεία του υπόσταση, με τη σημασία της μητρικής παρουσίας στο σύμπαν. Το έργο είναι η αποθέωση της γυναικείας φύσης κι αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος που το θαυμάζω».

    Το έργο δεν παρουσιάζεται συχνά. Η πρώτη και τελευταία φορά που παίχτηκε από το Εθνικό Θέατρο ήταν πριν από 45 χρόνια. Η πρωτοποριακή σκηνοθεσία του Νίκου Χαραλάμπους στο ανέβασμα του έργου από τον ΘΟΚ το 1979 άφησε ισχυρό αποτύπωμα στην ιστορία του θεάτρου.
    Πράγματι και είναι πολύ ωραία συγκυρία που στην παράσταση παίζει η κόρη του, Νιόβη Χαραλάμπους. Οι «Ικέτιδες» ήταν πρόταση του καλλιτεχνικού διευθυντή του ΘΟΚ, Σάββα Κυριακίδη, και παρόλο που εκείνος περίμενε να αρνηθώ, συμφώνησα.

    Ο Ευριπίδης εδώ πειραματίζεται ολοφάνερα, ακολουθώντας μια πρωτόγνωρη φόρμα. Στην υπόθεση, τους χαρακτήρες, τους στίχους, τους ρυθμούς, τα μουσικά μέρη, τα εμβόλιμα στοιχεία. Είναι από τα πιο μοντέρνα ευρωπαϊκά έργα του. Ο μεγαλοφυής Ευριπίδης, ακόμα κι όταν πειραματίζεται, ξέρει τι κάνει. Πρωταγωνίστριες είναι ο χορός, οι μητέρες των Αργείων στρατηγών που έπεσαν στη Θήβα. Η γυναίκα, η μητέρα μ’ όλους τους τρόπους, κυριαρχεί. Και ναι, το μέλλον είναι γυναίκα.

    Η γυναίκα της εποχής μας έχει επίγνωση της δύναμής της;
    Στην Ελλάδα περισσεύει το στερεότυπο, το κλισέ. Μέσα σ’ έναν πολτό δήθεν ενημέρωσης κανένας ψίθυρος δεν μπορεί ν’ ακουστεί. Και η αλήθεια δεν φωνάζει, ψιθυρίζει. Γι’ αυτό η γυναίκα κινδυνεύει να χάνει τον εαυτό της, να μην αναδεικνύεται η δύναμή της, ούτε εκείνων των θηλυκών στοιχείων που μας περιβάλλουν -δεν είναι τυχαίο που πολλές σημαντικές λέξεις είναι γένους θηλυκού όπως η δύναμη. Με ελλειμματική Παιδεία, η βία που γεννάει ο φόβος θριαμβεύει. Και βία σημαίνει δειλία. Ο άνθρωπος που ξέρει πού βαδίζει δεν χρειάζεται να απειλήσει, να επιτεθεί.

    Παίζετε στην Επίδαυρο παραμονή των εκλογών. Είναι η παράσταση ένα είδος… ψηφοφορίας κι αυτή;
    Και βέβαια, την επομένη το κοινό θα ψηφίσει με μεγαλύτερη έμπνευση… Θα παίξουμε, και μάλιστα θριαμβευτικά, έχοντας την υποστήριξη του Σωματείου Εργαζομένων αλλά και του Σωματείου των Ηθοποιών. Υπάρχει μεγαλύτερο μάθημα δημοκρατίας από το θέατρο, από το μήνυμα των Ικέτιδων;

    Ο τρόπος που ο Ευριπίδης αντιμετωπίζει σε κάθε λέξη την έννοια του πολιτεύματος είναι λίγο πιο προχωρημένος απ’ ό,τι περιμένουμε. Έχοντας κατανοήσει το βαθύτερο νόημα της ύπαρξης, τη ματαιότητα της ζωής σε πολλά επίπεδα, μιλάει για τα καλά και τα κακά της τυραννίας αλλά και της δημοκρατίας.

    Μπροστά στον κόλακα, τον λαοπλάνο δημοκράτη αντιπαραθέτει τον ευγενή τύραννο. Συμβαίνει συχνά ο τύραννος να είναι προτιμότερος από τον δημαγωγό. Θέλω να πω ότι ο Ευριπίδης δεν βλέπει το σύστημα έξω από τον άνθρωπο και την ιδιοσυστασία του, γι’ αυτό και στα έργα του είναι κυρίαρχη η δύναμη της γυναίκας.

    Ελπίζετε σε κάτι καλύτερο με το εκλογικό αποτέλεσμα;
    Έχουμε ανάγκη μιας πολιτικής με καινούργιους, ανθρώπινους όρους. Όλοι κατά βάθος επιθυμούμε το ίδιο πράγμα: ένα σωστό νοσοκομείο, ένα καθαρό σχολείο, να μας χαμογελάσει ο διπλανός μας, να περπατάμε στον δρόμο χωρίς τον κίνδυνο να μας έρθει στο κεφάλι μια μολότοφ.

    Αυτό που θα φέρει την αληθινή αλλαγή είναι η εκπαίδευση, γι’ αυτό θεωρώ τόσο σημαντικό τον ρόλο του θεάτρου. Ξεκινώντας τη θητεία μου στο Εθνικό συμφωνήσαμε με τον φίλο Θ. Αμπαζή ότι προτεραιότητα στο πρόγραμμα θα έχει η εκπαίδευση με την πιο ουσιαστική έννοια. Του κοινού, των νέων, των εφήβων, των δασκάλων. Να είμαστε συντροφιά με το φωτεινό, το δημιουργικό, μακριά από το ευτελές, το εφήμερο.

    Είναι εύκολο νομίζετε ν’ αλλάξουμε νοοτροπία, να επαναπροσδιορίσουμε προτεραιότητες, να ενηλικιωθούμε πολιτικά;
    Απαιτείται μια ειλικρινής κουβέντα με τον εαυτό μας και με τους άλλους. Εγώ θεωρώ τη δουλειά μου στο θέατρο πολιτική πράξη και μέσα από τις δυσκολίες που συνάντησα ενηλικιώθηκα. Δεν υποτιμώ την αξία της πολιτικής, πρέπει να αναχαιτιστεί όλο αυτό το αλλοπρόσαλλο συμπούρμπουλο εθνικισμού, φασισμού, συντηρητισμού. Ο συντηρητισμός φοράει πολλούς μανδύες μεταμφίεσης.

    Τον βλέπεις πάνω στον φιλελεύθερο, αλλά και πάνω στον αριστερό. Κάθε άνθρωπος από μόνος του είναι μια ιδεολογία. Οι καλλιτέχνες ψάχνουμε σε άλλα βάθη. Προσπάθησα να κρατήσω το Εθνικό μακριά από πολιτικές επιρροές. Το θέατρο πρέπει να μένει στην αποστολή του, σε πράξεις, όχι λόγια. Μπορεί να είναι ομιλητικό με τον δικό του τρόπο, χωρίς πάρε-δώσε με όποια εξουσία.

    Τελικά, παρά τις δυσκολίες που είχατε, πραγματοποιήσατε τα σχέδιά σας για το Εθνικό Θέατρο;
    Το Εθνικό Θέατρο σήμερα δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό του 2015. Το «Ρεξ» είναι πλέον ένα κέντρο θεατρικού πολιτισμού, η Πειραματική Σκηνή βρήκε την ταυτότητά της με μόνιμη στέγη χάρη στη χορηγία του Ιδρύματος Νιάρχος, η Δραματική Σχολή είναι στεγασμένη σ’ έναν υπέροχο χώρο-κόσμημα στο «Σχολείον» χάρη στη χορηγία του Ιδρύματος Λάτση που ανέλαβε όλες τις εργασίες ανακατασκευών.

    Οι μαθητές εργάζονται σε περιβάλλον ιδανικό, έχει γίνει χώρος πρόβας, προσομοίωση της Επιδαύρου. Ναι, χαιρόμαστε για το αυτονόητο. Ζώντας στην Ελλάδα ξέρουμε πόσο δύσκολα γίνονται όλα. Ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα που αφορά τη σπορά ήταν η δημιουργία του Μικρού Εθνικού. Το παιδικό θέατρο έχει πια δική του στέγη, δικό του ΕΣΠΑ, εργαστήρια θεάτρου, σωματικού, μουσικού, ειδικής διαπαιδαγώγησης για εκπαιδευτικούς, για το θέατρο στα σχολεία.

    Σεμινάρια στα οποία συμμετέχουν 700 νέοι. Ένας μικρός σχεδόν αυτόνομος πυρήνας μέσα στο θέατρο, απολύτως προσανατολισμένος στα μωρά, τα παιδιά και τους εφήβους. Το Μικρό Εθνικό υπό την διεύθυνση της Σοφίας Βγενοπούλου έκανε βήματα μπροστά, παρενέβη στην καρδιά της ηλικίας εκείνης που έχει μεγάλη ανάγκη επαφής για τον πολιτισμό.

    Το Τμήμα Σκηνοθεσίας βρίσκεται στον δεύτερο χρόνο λειτουργίας του. Είστε ευχαριστημένος, είναι αυτό που είχατε στο μυαλό σας;
    Ήδη σπουδάζουν 11 παιδιά. Η αξία μιας σχολής, το εκτόπισμά της στην Παιδεία, αναδεικνύεται στο πέρασμα των χρόνων. Ιδρύοντας ένα σχολείο σημαίνει ότι δημιουργείς μια παράδοση. Έχει ένα εξαιρετικό πρόγραμμα σπουδών, είναι στελεχωμένη με σημαντικούς Έλληνες και ξένους σκηνοθέτες, από του χρόνου θα διδάσκει και ο Θωμάς Μοσχόπουλος.

    Το Ίδρυμα Λάτση μάς βοήθησε οικονομικά, όπως και τα Ελληνικά Πετρέλαια από φέτος -μην ξεχνάμε πως δεν υπήρχε ποτέ ειδικός κωδικός για τη Σχολή του Εθνικού. Τώρα είμαστε σ’ ένα βασικό σημείο του προγράμματος, καθώς τα Τμήματα Υποκριτικής και Σκηνοθεσίας θα συνυπάρχουν και ως ενιαίο τμήμα ώστε οι σκηνοθέτες να δουλεύουν με τους ηθοποιούς από την πρώτη μέρα και, πέρα από τη θεωρία, θα αποκτούν το métier πάνω στη σκηνή.

    Τίνος ήταν η ιδέα για το «Εθνικό Θέατρο απευθείας» σε συνεργασία με τη Βουλή των Ελλήνων, το πρόγραμμα που δίνει τη δυνατότητα σε πολίτες ακριτικών και παραμεθόριων περιοχών να παρακολουθούν σε κλειστούς χώρους παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου σε απευθείας σύνδεση;
    Ήταν μια δική μου πρόταση προς το Κανάλι της Βουλής που έμοιαζε όνειρο απραγματοποίητο. Όταν έριξα την ιδέα με αφορμή τις συζητήσεις για μια σειρά με θέμα την ιστορία του Εθνικού, ενώ περίμενα ένα τεράστιο όχι, μου είπαν «θα το κάνουμε». Μπήκαμε κατευθείαν στην πραγματοποίηση γρηγορότερα απ’ ό,τι περίμενα. Η επιχορήγηση μπορεί να είναι μικρή για τις ανάγκες του οργανισμού, ωστόσο αυτά τα έξι εκατομμύρια προέρχονται από τη φορολόγηση του ελληνικού λαού, πρέπει να υπάρχει ανταπόδοση.

    Οι κάτοικοι της παραμεθόριου έγιναν προσκεκλημένοι στις παραστάσεις μας. Αρκετοί μέσω τού «Απευθείας» είδαν για πρώτη φορά θέατρο. Προγραμματίζω σε βάθος χρόνου να διευκολυνθεί τεχνικά η διαδικασία ώστε οι παραστάσεις να προβάλλονται όχι μόνο σε 11 αλλά σε 50 πόλεις, πάντα ακριτικές, καθώς αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά του προγράμματος.

    Ιδρύσατε πριν από χρόνια την Πειραματική Σκηνή στο Εθνικό Θέατρο, ένα ζωντανό πυρήνα θεατρικής δημιουργίας που άφησε εποχή. Σήμερα δεν έχει την ίδια δυναμική. Είναι η αμηχανία μιας μεταβατικής καλλιτεχνικά εποχής, η τάση επιστροφής στο ασφαλές κλασικό ρεπερτόριο;
    Δεν πιστεύω ότι πρόκειται για επιστροφή στο κλασικό ρεπερτόριο, νομίζω πως διανύουμε την περίοδο που τελειώνει ο εφιάλτης της μεταμοντερνίλας… Το κλασικό έργο βρίσκεται διαχρονικά κοντά στην αλήθεια. Η ανάγκη των νέων να αποτυπώσουν στη σκηνή την υπαρξιακή και κοινωνική συνθήκη θα είναι πάντα έντονη, όμως ο σύγχρονος συγγραφέας χρειάζεται χρόνο για να διαπραγματευτεί και να καταγράψει τα θέματά του. Σαφώς έχουμε ανάγκη από ένα γερό «χτύπημα», από ένα καινούργιο ρεύμα πρωτοπορίας.

    Η κρίση αυτήν τη δύσκολη τετραετία πώς επηρέασε το Εθνικό Θέατρο;
    Δεν θα μπορούσα να φανταστώ περισσότερες δυσκολίες να συμπίπτουν σε μια περίοδο. Ανέλαβα μέσα στην κρίση σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο και ύστερα από μια βίαιη αλλαγή στη θέση καλλιτεχνικού διευθυντή. Έπρεπε οι παραγωγές του θεάτρου να πάνε στην Επίδαυρο αμέσως μετά την επιβολή των capital controls. Πήγαμε και ξαναπήγαμε. Είδα αρκετές φορές την αγωνία στα μάτια των ανθρώπων για τον μισθό τους, για το μέλλον. Εξαρχής με ενδιέφερε να ενώσω τους ανθρώπους στο θέατρο.

    Παρόλο που το Εθνικό είναι δημόσιος οργανισμός, το πώς προσεγγίζει ο διευθυντής τούς εργαζόμενους παίζει τεράστιο ρόλο. Αυτή η αόρατη πνευματική πραγματικότητα που διαχειριζόμαστε επηρεάζει και τις ψυχές των ανθρώπων που δουλεύουν σε όλα τα μέτωπα του θεάτρου.

    Τα καταφέραμε, περιορίζοντας κατά πολύ τα έξοδα από τους πρώτους μήνες. Δεν θα μπορούσα χωρίς την έμπρακτη συμπαράσταση της θεατρικής κοινότητας. Οι συνάδελφοι κατάλαβαν, στάθηκαν στο πλευρό μας. Η συντεχνία πάντα ξέρει. Ξέρει αυτά που δεν χρειάζεται να ειπωθούν, να γραφτούν, αλλά κυκλοφορούν μέσα από αόρατους αγωγούς, καθώς οι άνθρωποι του θεάτρου είναι στην πλειονότητά τους ευαίσθητοι, με αγάπη για την τέχνη τους. Η συντεχνία γνωρίζει τι επιθυμείς, για ποιο πράγμα αγωνίζεσαι, τι αξίζει να συμβεί.

    Πάντως η συγκρουσιακή σχέση σας με το προηγούμενο Δ.Σ. δημιούργησε δυσλειτουργίες, σύγχυση ρόλων.
    Κανένας διευθυντής να μην αντιμετωπίσει αυτές τις δυσκολίες. Ήταν άνθρωποι που συνειδητά ακολουθούσαν μια πορεία εντελώς αντίθετη με τη δική μου. Αλλά κι αυτά μέσα στη ζωή είναι, κατανοώ, συγχωρώ και σκέφτομαι πως ό,τι έγινε, σωστά έγινε. Να που τώρα πορευόμαστε μ’ ένα συμβούλιο όπου υπάρχει συνεννόηση, συνεργασία ώστε να γίνουν δέκα πράγματα. Δεν πιστεύω ότι τα μέλη εκείνου του Δ.Σ. είχαν σώνει και καλά κακές προθέσεις, απλώς διαφορετική προσέγγιση.

    Η πίεση σας έκανε κάποια στιγμή να υποχωρήσετε, να εγκαταλείψετε;
    Δεν θα μπορούσα να εγκαταλείψω ποτέ. Θα ήταν προδοσία απέναντι στον εαυτό μου και στους συνεργάτες που με εκτιμούν, που περιμένουν από μένα. Δεν ηρωοποιώ ούτε μεγεθύνω, αλλά ως άνθρωπος που έχει περάσει και από τη κουλτούρα του «Θιβέτ» πιστεύω ότι καλώς έγινε ό,τι έγινε. Αυτή ήταν η πρόκληση, η δοκιμασία των κακοτοπιών και των αντοχών, έτσι έπρεπε να γίνουν όλα. Για ν’ ανοίξει ένας δημιουργικός δρόμος.

    Θέλω να συνεχίσω στο Εθνικό Θέατρο

    Τι στοχεύετε σε μια επόμενη θητεία;
    Αν η δουλειά μου ήταν απλώς να κάνω ρεπερτόριο, ίσως να μην είχα να προσφέρω κάτι τρομερό. Οι δομές εκπαίδευσης απαιτούν συνεχή παρακολούθηση και βελτίωση. Σκέφτομαι τη δημιουργία ενός μηχανισμού που θα συντηρεί κάποιες καλές παραστάσεις στο ρεπερτόριο του Εθνικού. Παραγωγές καμωμένες με κόπο, χρήματα, δημιουργικότητα γιατί να πετιούνται στη λήθη;

    Επίσης γιατί να μην αξιοποιούνται στις συναντήσεις μας με το ευρωπαϊκό θέατρο; Τα διεθνή φεστιβάλ συνδέονται κυρίως με παραστάσεις ρεπερτορίου, σε προσκαλούν ένα ή δύο χρόνια μετά το ανέβασμα των παραγωγών. Φέτος θα επαναλάβουμε τον Πιραντέλο του Δ. Μαυρίκιου. Γιατί να μην είναι για τα επόμενα τρία, τέσσερα χρόνια, η «Γκόλφω», ο «Ηλίθιος» -μην παρεξηγηθώ επειδή είναι δική μου παράσταση. Αυτό είναι ένας από τους πρώτους στόχους μου, όχι εύκολος αλλά θα το παλέψω.

    Τι σκέψεις κάνετε στην προοπτική να μην είστε ξανά ο επόμενος καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου;
    Σ’ αυτή την περίπτωση δεν θέλω να πιστεύω ότι θα βρεθεί ανεγκέφαλος διευθυντής που θα αρχίσει να ξηλώνει, να καταστρέφει. Ένα ρεπερτόριο βρήκα όταν ανέλαβα και το υπηρέτησα όσο καλύτερα μπορούσα. Οι εποχές σιγά σιγά αλλάζουν, δεν ωφελούν εγωιστικές συμπεριφορές.

    Πρέπει να κρατάμε το καλύτερο και να διορθώνουμε ευγενικά το χειρότερο, χωρίς φωνές. Θα ήθελα να συνεχίσω παρά το μεγάλο ψυχικό κόστος που έχουν τέτοιες θέσεις. Δεν υπολογίζω την κούραση. Όποιος ασχολείται με την τέχνη σε τέτοιες θέσεις οφείλει να κάνει τον εαυτό του θύμα.

    Είμαι ευτυχής γιατί κάνω αυτό που αγαπώ, βλέπω μπροστά μου ό,τι οραματίστηκα να συμβαίνει, παρατηρώ γύρω μου ανθρώπους ικανοποιημένους. Είναι ένα κάποιο βήμα. Κανείς δεν είναι μοναδικός ούτε αιώνιος. Όμως είναι σημαντικό να καταθέτεις κάτι θετικό που ο επόμενος θα το συνεχίσει. Θα ήθελα να παραμείνω ώστε να ολοκληρωθούν πράγματα που είναι σε εξέλιξη, έχω πολλή δουλειά μπροστά μου. Θα δούμε.

    30.06.2019, Μαρίνου Έφη «Με ελλειμματική παιδεία, θριαμβεύει η βία που γεννάει ο φόβος», Εφημερίδα των Συντακτών

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο Άκης Σακελλαρίου και οι «Ικέτιδες»

    Ο Άκης Σακελλαρίου μιλά στην κάμερα του Culturenow για τις «Ικέτιδες» που παρουσιάζονται από το Εθνικό Θέατρο και τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Στάθη Λιβαθινού, σε διάφορους ελληνικούς και κυπριακούς σταθμούς.

    Το φετινό καλοκαίρι θα περιοδεύσει ανά την Ελλάδα μια μεγάλη συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου και του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, οι Ικέτιδες σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, που είναι μια εμβληματική τραγωδία για τον πόλεμο, τους νεκρούς του, την υπαρξιακή αγωνία, την πίστη και τη γυναικεία αντοχή.

    Ο Άκης Σακελλαρίου που υποδύεται τον Θησέα, τονίζει στον φακό του Culturenow σε σχέση με την παράσταση: «Οι Ικέτιδες πραγματεύονται το θέμα της ικεσίας. Η ικεσία ήταν μια ιερή πράξη που τελούνταν σε πολύ ιδιαίτερες στιγμές. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, μετά τη μάχη των Αργείων με τους Θηβαίους όπου ηττήθηκαν οι πρώτοι, οι Θηβαίοι δεν θάβουν τους νεκρούς των Αργείων με αποτέλεσμα οι μητέρες των Αργείων έρχονται στην Αθήνα για να ζητήσουν τη βοήθεια της μητέρας του Θησέα, αλλά και του ίδιου. Και εκεί ξεκινά η τραγωδία. Είναι έργο που δεν έχει παιχτεί πάρα πολύ και έχει μια αιχμηρή διαδρομή, γεμάτη κορυφώσεις.» […]

    21.06.2019, Μακαρονίδης Κυριάκος «Ο Άκης Σακελλαρίου και οι Ικέτιδες», www.culturenow.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Κάτια Δανδουλάκη: Η ζωή μου φέρθηκε πολύ καλά αλλά ήμουν κι εγώ πολύ ικανή να το εισπράξω

    Είτε ως ηθοποιός, είτε ως θιασάρχης και παραγωγός η Κάτια Δανδουλάκη πιστεύει πως έκανε πολύ καλή διαχείριση του εαυτού της. Μα η πιο πολύτιμη εμπειρία της ζωής της είναι πως τη μοιράστηκε με το Μάριο Πλωρίτη, έναν άνθρωπο που έγινε όλος ο κόσμος της.

    Μπορεί να γίνεται άνετα μούσα του Στάθη Λιβαθινού και να επιχειρεί μετά από 50 χρόνια καριέρας στο θέατρο την πρώτη της εμφάνιση στην αρχαία τραγωδία. Το μπορεί με την ίδια ευκολία που έγινε μούσα του Νίκου Φώσκολου κι έπαιξε στην επική «Λάμψη». Ας πούμε πως η Κάτια Δανδουλάκη δεν έχει κόμπλεξ. Αντιθέτως, την ορίζει ένας υπέροχος χαμαιλεοντισμός, που της επιτρέπει να κυκλοφορεί με ελευθερία, γούστο και χάρη ανάμεσα σε είδη, τέχνες, ιδιότητες, εποχές και να βγαίνει πάντα κερδισμένη.

    Σπάνιο είδος η Κάτια Δανδουλάκη. Και ως τέτοιο, επιστρέφει στο Εθνικό θέατρο. Για να υποδυθεί την Αίθρα, τη μάντισσα, παιδαγωγό και μάνα του Θησέα στις «Ικέτιδες» του Ευριπίδη. Ένα ρόλο, που παρά τη μικρή έκταση του, αδημονεί να συναντηθεί μαζί του. «Έχω τη λαχτάρα να ξαναβρώ τη χαρά της δουλειάς χωρίς να έχω το άγχος της παραγωγής. Κι αυτή είναι μια πολυτέλεια που έχω χάσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια» παραδέχεται.

    Άνετη, λυγερή, φορώντας λευκά σνίκερς κι ένα επίσης λευκό t-shirt με το μότο «Happy thoughts» σε αναγκάζει σε υπολογισμούς όταν λέει πως συμπληρώνει 50 χρόνια στο θέατρο. Ακούραστη, παρόλα αυτά, ετοιμάζεται για πρόβα, πλήρως αφοσιωμένη στην σκηνοθετική οδηγία του Στάθη Λιβαθινού. Πόσα πολλά δεδομένα για να σκεφτείς πως η Κάτια Δανδουλάκη είναι η ηθοποιός που έχει μάθει να κάνει buzz με τον πιο ήσυχο τρόπο – τον δικό της. Αυτόν που την οδήγησε, όπως ομολογεί, να γευτεί μια πολύ όμορφη ζωή.

    Κατεβαίνετε στην Επίδαυρο εν μέσω εθνικών εκλογών. Σήμερα που έχουν τελειώσει οι ιδεολογίες και οι περισσότεροι είναι απεγνωσμένοι με την κατάσταση στην Ελλάδα, εσείς που τοποθετείτε τον εαυτό σας;
    Είμαι άνθρωπος φύσει αισιόδοξος και πιστεύω ότι ο κόσμος πάει μπροστά – με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Διανύουμε μια περίοδο όπου πολλά πράγματα καταρρέουν∙ ωστόσο πιστεύω πως δεν θα είναι όλα για κακό. Οι αλλαγές είναι απρόσμενες, ανατρεπτικές. Και το μόνο που μας σώζει είναι να είμαστε πάνω στο κύμα και να το ακολουθούμε. Μέσα σε μια τέτοια περίοδο γκρεμίσματος, όπου γύρω μας έχει συντρίμμια, δεν μπορεί εύκολα να οικοδομηθεί κάτι. Πάμε σε μια καινούργια εποχή. Προσωπικά, δεν μπορώ να μην το κάνω με αισιοδοξία – πάντα θα κοιτάζω το φως που υπάρχει στην άκρη.

    Σε τι ελπίζετε;
    Να γίνει η καθημερινότητα μας ανθρώπινη, αξιοπρεπής, βιώσιμη και δημιουργική. Πώς να ακούσουμε στις μεγάλες ιδέες όταν η καθημερινότητα μας είναι μίζερη; Τότε δεν αναιρούνται όλα; Ως κοινωνία έχουμε χάσει την χαρά της καθημερινότητας. Εγώ προσωπικά βρίσκω στο θέατρο το όνειρο. Και το όνειρο τι είναι; Το «αχ και να ήταν έτσι ο κόσμος».

    Βεβαίως, έχετε προλάβει καλές εργασιακές εποχές…
    Ναι, ήμουν πολύ τυχερή γιατί έζησα τα χρόνια της ευημερίας και της χαράς. Από τη δεκαετία του ‘70 και μετά βίωσα μια πολύ δημιουργική περίοδο και ξέρω ότι μπορεί να συμβεί, ότι γίνεται. Ενώ τα παιδιά που δεν πρόλαβαν να την γνωρίσουν, είναι σαν να μην πιστεύουν ότι υπάρχει…

    Σας πρότειναν ποτέ την εμπλοκή στην πολιτική;
    Πολλές φορές. Μου πρότειναν από το να εμπλακώ ουσιαστικά στην πολιτική μέχρι να εμφανίζομαι σε πολιτικές εκπομπές και να διατυπώνω την άποψη μου. Αλλά είχα πάντα μια αρχή: Αυτό που σπούδασα και που ξέρω πάρα πολύ καλά, είναι αυτό που κάνω. Γι’ αυτό που κάνω μπορώ να βρεθώ σε οποιαδήποτε συζήτηση και να ηγηθώ αυτής. Από την άλλη, εκείνο που με αποπροσανατολίζει είναι να παρατηρώ ανθρώπους καλλιεργημένους να μπαίνουν στην πολιτική και να χάνουν το νόημα. Σε ό,τι με αφορά, λοιπόν, δεν έχω τα επιχειρήματα και προτιμώ να παραμείνω σε αυτό που ξέρω πολύ καλά από το να κάνω κάτι που δεν ξέρω, πολύ μέτρια.

    Η Επίδαυρος δεν ήταν ανάμεσα σε αυτά που ξέρετε; Το ρωτώ γιατί η αρχαία τραγωδία μοιάζει να άργησε πολύ στην πορεία σας.
    Άργησε αλλά όχι άδικα. Είχα δύο προτάσεις στο παρελθόν αλλά ήμουν πολύ νέα κι έτσι αρνήθηκα γιατί φοβήθηκα. Θεώρησα πως δεν είχα ακόμα την πείρα. Μετά από 15 χρόνια, δέχθηκα την πρόταση από τον Διαγόρα Χρονόπουλο για να κάνω τη «Λυσιστράτη». Αποφάσιζα ν’ αφήσω τη δέσμευση του δικού μου θεάτρου, αφού η Επίδαυρος ή μια συνεργασία με το Εθνικό δεν είναι μια αστεία κατάσταση. Το είχα αποτολμήσει μια φορά ακόμα, πάλι για το Εθνικό για να παίξω στο «Ένας μήνας στην εξοχή». Τώρα, λοιπόν, που μου έγινε η πρόταση αυτή τη δέχθηκα με πολλή μεγάλη χαρά. Γιατί αφενός το Εθνικό μου προσφέρει μιαν ασπίδα ασφάλειας. Κι αφετέρου για να επαναλάβουμε την συνεργασία με το Στάθη, τον οποίο εκτιμώ και πιστεύω.

    Είχατε συνεργαστεί ξανά το 2004, σωστά;
    Ναι. Ο Στάθης είναι φανατικός και πάρα πολύ απαιτητικός από τη δουλειά του. Την ίδια ώρα, όμως, δίνει πολύ χώρο στον ηθοποιό και είναι εξαιρετικά ευγενής μαζί του. Αγαπά τον ηθοποιό. Κι αυτό είναι ένα από τα σπάνια χαρίσματα των σκηνοθετών – δασκάλων.

    Θεωρείτε πως μια ηθοποιός της κλάσης σας θα έπρεπε να δουλεύει συχνότερα για το Εθνικό;
    Οι «Ικέτιδες» σηματοδοτούν την τρίτη συνεργασία μου. Με χαρά θα δεχόμουν κάθε άλλη πρόταση από το Εθνικό γιατί και με ανεβάζει ψυχολογικά και με χαλαρώνει από την άποψη ότι κάνω μόνο τη δουλειά μου. Πιστέψτε με, καταγίνομαι με όλα τα άλλα εκτός από την τέχνη μου.

    Τι κρατάτε από την πρώτη εμπειρία της «Λυσιστράτης»;
    Πηγαίνοντας στην Επίδαυρο, αν μπεις στη διαδικασία του πως θα αντιμετωπίσεις όλον αυτόν τον κόσμο και τούτο το θέατρο που σου προκαλεί δέος θα οδηγηθείς σε πανικό – και θα χάσεις την ουσία. Η ουσία, όμως, είναι να το απολαύσεις. Αποφάσισα τότε να κάνω μέσα μου μια μετατόπιση. Διάλεξα μέσα από τα βάθη της ψυχής μου τρεις – τέσσερις ανθρώπους στους οποίους θα απευθυνόμουν και θέλησα, ενστικτωδώς, να μιλήσω σ’ αυτούς. Ήταν μια εκμυστήρευση της ψυχής μου γι’ αυτούς τους λίγους ανθρώπους που θαυμάζω και λατρεύω.

    Επιτρέπεται να ρωτήσω ποιοι ήταν αυτοί;
    Οι γονείς μου, ο Μάριος (Πλωρίτης) και τέσσερις αγαπημένοι μου φίλοι που με ακολουθούν από τα παιδικά μου χρόνια. Αυτό με έσωσε, κυριολεκτικά. Φυσικά και το χτυποκάρδι υπήρχε. Τα πρώτα λεπτά στην Επίδαυρο είναι τα λεπτά μιας ταραχής. Αυτό δεν μπορεί να το κοντρολάρει κανείς όση συγκέντρωση κι αν έχει.

    Και τώρα πολύπειρη, περνάτε στην αρχαία τραγωδία. Πως προσέρχεστε σε αυτή την προσπάθεια;
    Με το σύμπλεγμα της μαθήτριας – το οποίο ποτέ δεν με εγκατέλειψε. Έχω ακόμα τετράδιο σε διάφορα χρώματα, μολύβια χρωματιστά, σβήνω, γράφω. Είμαι μαθήτρια στον τρόπο που ακούω. Και βάση αυτού του τρόπου δεν φέρνω αντίρρηση. Εννοείται πως έχω τη γνώμη μου αλλά από την άλλη θέλω να αφήνομαι σε ανθρώπους που με κάνουν να ακολουθώ το όραμα τους. Έτσι κι εδώ, με μεγάλη προσήλωση ενστερνίζομαι το όραμα του Στάθη.

    Υπήρξε βοηθητικό το ότι υπήρξατε… καλή μαθήτρια;
    Ναι έχω κερδίσει πράγματα ξεκινώντας με την πεποίθηση ότι δεν έχω μάθει τίποτα. Δεν είμαι καθόλου ξερόλας. Κι όταν συνειδητοποιώ ότι έχω πολύ δρόμο για να μάθω, δεν παθαίνω πανικό. Λέω μόνο «ας στρωθούμε στη δουλειά». Δεν ζω καμιά αγωνία να αποδείξω τι μπορώ να κάνω – και τολμώ να πω ότι δεν είχα ποτέ. Ίσως, να με βασάνιζε μόνο το ερώτημα στο πίσω μέρος του μυαλού μου «άραγε, μπορώ να το κάνω;». Διαφορετικά, δεν έγινε και τίποτα αν αποτύχω.

    Έχετε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις σας;
    Έχω εμπιστοσύνη – είτε επιτύχω είτε αποτύχω. Γιατί σίγουρα έχει μεσολαβήσει προσπάθεια. Γιατί μπορεί να έχει γίνει λάθος, γιατί μπορεί απλώς να μην τα κατάφερα. Επίσης, έχω κι ένα άλλο καλό: Δεν είμαι καθόλου ανταγωνιστική∙ ούτε με το συνάδελφο μου αλλά ούτε και με τον εαυτό μου. Δεν με επικρίνω. Σκέφτομαι πως δεν ήταν η στιγμή για να το κάνω. Δεν θεωρώ ότι επειδή δεν κατάφερα να πηδήξω σε δύο μέτρα ύψος και δεν θα τα καταφέρω και αύριο. Όχι. Όποιος έχει πέσει κι έχει γκρεμιστεί μπορεί άνετα να ξαναφτάσει στην κορυφή. ΄Ισα – ίσα εκείνος που βρίσκεται πιο συχνά κοντά στην κορυφή έχει μεγαλύτερο κίνδυνο να πέσει και να γκρεμιστεί από αλαζονεία κι από έπαρση.

    Ακούγοντας σας συνειδητοποιώ πως είστε πάντα έτοιμη για καινούργια πράγματα.
    Ναι, θέλω ανανέωση. Ένα κακό έχω: Έχω δουλέψει με μεγάλους σκηνοθέτες – και ο Στάθης ανήκει στη χορεία των σπουδαίων. Το οποίο σημαίνει πως – ενώ επιθυμώ πολύ να δουλέψω με νέους – θέλω ο άλλος να είναι ικανός να με πείσει. Έχοντας ανεβάσει τον πήχη μέσα από τόσες εμπειρίες χρειάζομαι μια τεκμηριωμένη άποψη.

    Δεν επιθυμήσατε ποτέ να αναλάβετε εσείς καθήκοντα σκηνοθεσίας; Εξάλλου, σας απορρόφησαν τόσα άλλα καθήκοντα στην πορεία σας.
    Δεν θέλησα ποτέ τη σκηνοθεσία. Δεν θεωρώ πως είναι μια δουλειά την οποία μπορώ να κάνω παράλληλα με την υποκριτική. Η σκηνοθεσία πρέπει να στρίψει το μάτι του θεατή για να καταλάβει τι βλέπει. Συνεπώς, το θέλω μου για εκείνον που αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία είναι συνυφασμένο με πολλές απαιτήσεις. Να με πάει παραπέρα και – ακόμα καλύτερα – να με πάει ψηλότερα. Αυτό δεν είναι πολύ εύκολο να μου συμβεί αλλά ψάχνομαι συνέχεια να βρω νέους συνεργάτες.

    Πόσα χρόνια συμπληρώνετε στο θέατρο;
    Κοντά 50.

    Χτίσατε ένα κοινό που σας παρακολουθεί με συνέπεια;
    Νιώθω ότι με αγαπούν με πλήρη συνείδηση. Κάνοντας πολλή τηλεόραση βρέθηκαν πολλοί άνθρωποι να μου πουν ότι μεγαλώσαμε μαζί. Κι αυτό είναι σπουδαία στήριξη. Με κάνει να πιστεύω ότι, τουλάχιστον, κάτι έκανα σωστά. Δεν έχω άλλη περιουσία πέραν από αυτή τη σχέση με το κοινό.

    Παρόλα αυτά, κινδύνευσε ποτέ το «Κάτια Δανδουλάκη»;
    Ναι, τρεις φορές βρέθηκα με μεγάλα χρέη. Και κατάφερα να ορθοποδήσω πόρτα – πόρτα, ζητώντας δανεικά από φίλους. Μόλις… ίσιωσα, ξαναμπήκα στο θέατρο. Δεν έχασα το κουράγιο μου, δεν είπα «αυτό θα με καταστρέψει» ή «άστο καλύτερα». Κι έτσι ζω μέχρι σήμερα. Γιατί δεν έχω άλλο τρόπο να ζήσω. Και το γεγονός ότι δεν έβαλα μυαλό σημαίνει ότι είμαι ταμένη γι’ αυτό.

    Έχετε διαθέσει την ενέργεια σας σε διαφορετικές θέσεις: Θιασάρχης, παραγωγός, ηθοποιός. Μετανιώσατε καθόλου γι’ αυτό το μοίρασμα;
    Δεν μετανιώνω για τίποτα. Έκανα πολύ καλή διαχείριση του εαυτού μου γιατί – όσο κι αν ακούγεται περίεργο – είμαι μαθηματικό μυαλό. Ξέρω πολύ καλά, ας πούμε, όταν ξεκινάει μια παραγωγή πόσα θα χάσω. Όταν δούλευα στην τηλεόραση ήξερα ότι ο μισθός μου θα καλύψει τα πιο πολλά έξοδα του θεάτρου. Είμαι πολύ περήφανη που οικοδόμησα τη θέση μου στα πράγματα με τον δικό μου τρόπο. Εγώ έστριβα το τιμόνι του εαυτού μου. Δεν με εκτόπισε καμιά από τις ιδιότητες μου. Το μόνο για το οποίο μετανιώνω είναι που καταπόνησα το σώμα μου: Με ελάχιστες ώρες ύπνου, με κατάθλιψη, με υπερκόπωση. Δεν έζησα ποτέ διακοπές, ρεπό. Κάποια στιγμή, δεν άντεξα. Ξέρετε έχω δουλέψει πάρα πολύ. Δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να ρωτήσει κανείς αν «κουράστηκε». Νόμιζα πάντα πως η κούραση είναι φυσιολογική κατάσταση. Από την άλλη, ήταν επιλογή μου ήταν να μην ξεκουραστώ. Να μην οργανώσω αλλιώς τη ζωή μου. Επέλεγα να βρίσκομαι, διαρκώς, στο χείλος του γκρεμού.

    Παίξατε περισσότερο από ό,τι ζήσατε;
    Όχι. Πρέπει να πω ότι έζησα μια πάρα πολύ όμορφη και πολύ γεμάτη ζωή. Γιατί τα 32 χρόνια από τη ζωή μου τα μοιράστηκα με έναν άνθρωπο που έγινε όλος ο κόσμος μου. Ήταν η μητέρα μου, ο πατέρας μου, το παιδί μου, ο άντρας μου∙ ήταν όλα. Οπότε ο προσωπικός μου χρόνος – που συμβάδιζε με το θέατρο – σχημάτιζε μια ευτυχισμένη και πλήρη ζωή. Έδωσα πολύ μεγάλη βαρύτητα στη σχέση μου με το Μάριο. Για τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που είχε αυτή η σχέση – όχι μόνο θυσιάστηκα και τις ανέχτηκα – αλλά τις αγάπησα, τις έκλεισα στην ψυχή μου ώστε στο τέλος πολλαπλασίαζαν την αγάπη μου. Ήταν μια ευλογημένη ζωή και νιώθω ευγνώμων στο Θεό γιατί ξέρω ότι έκανα το καλύτερο που μου δώρισε εκείνος.

    Στο παρελθόν χρειάστηκε χρόνος για να εξαρτηθείτε από την ταμπέλα της … συντρόφου Πλωρίτη;
    Οι φίλοι μας είχαν δεχθεί με χαρά την σχέση μας. Αλλά ακόμα κι αν αποσυνδέσω τον εαυτό μου από το Μάριο όλη η προηγούμενη γενιά, η Λαμπέτη, ο Μυράτ, η Ζουμπουλάκη, ο Μουσούρης μου είχαν όλοι δώσει το χέρι. Μου έκαναν προτάσεις να παίξουμε μαζί. Ήμουν, ήδη, αυτόνομη όταν σχετίστηκα με το Μάριο.

    Το κεφάλαιο Μάριος Πλωρίτης πως συνεχίζει να επιβάλλεται στη ζωή σας σήμερα, 12 χρόνια μετά το χαμό του;
    Δεν είναι εύκολο να τα βάλω σε λόγια. Τα πρώτα επτά χρόνια από το χαμό του Μάριου είχα χάσει όλο τον κόσμο όλον. Κόντεψα να χάσω και την ψυχή μου. Συμμετείχα σε ομάδες αυτογνωσίας, με παρακολουθούσε ψυχίατρος για να μπορέσω να ξαναβρώ το αλφάβητο μου. Με πολλή δουλειά και με πολλή πίστη – γιατί ξέρω πως κι εκείνος θα το ήθελε – κι επειδή ο Μάριος μ’ ευλόγησε με απίστευτη αγάπη, κατάλαβα πως αυτή την αγάπη πρέπει να την επιστρέψω. Κι είπα ότι πρέπει να δοθεί στους φίλους μου. Αλλά πήρε χρόνο δουλειάς μέσα μου. Αρρώστησα, το ξεπέρασα και τώρα ζω πιο υγιή κατάσταση ώστε να μπορώ να απολαμβάνω τη ζωή στο μέτρο που μπορώ.

    Το κενό της συντροφικότητας πως το γεμίζετε όλα αυτά τα χρόνια;
    Δεν αισθάνομαι μοναξιά επειδή είμαι μόνη μου. Μοναξιά αισθάνομαι όταν είμαι με κάποιον με τον οποίο δεν μπορώ να συνεννοηθώ. Κι επειδή είμαι πολύ απαιτητική στην αγάπη – είμαι αχόρταγη – δεν νομίζω ότι μπορεί να με αντέξει κάποιος αν δεν με αγαπάει κι αν δεν τον αγαπήσω πολύ. Οπότε επιλέγω την έντιμη επαφή της φιλίας όπου κανείς δεν έχει να κερδίσει τίποτα. Συνεπώς, δεν είναι μοναξιά αυτό που ζω αλλά μοναχικότητα – την οποία μάλιστα απολαμβάνω πολύ. Αλλά ακόμα κι όταν ζούσε ο Μάριος ο καθένας είχε το χώρο του ∙ ποτέ δεν ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλο. Ξέρετε, έχω πολύ ανάγκη την ατομικότητα. Ακόμα και ο Τύπος το σεβάστηκε αυτό και στις πιο δύσκολες στιγμές μου.

    Καταλαβαίνω, λοιπόν, πως η ζωή σας έχει φερθεί καλά.
    Ναι αλλά ήμουν κι εγώ πολύ ικανή για το εισπράξω. Δεν άφησα να πάει χαμένο κάτι. Έκανα τα πάντα για να αφομοιώσω τις εμπειρίες και να πάω παρακάτω. Είχα πάντα την πεποίθηση ότι ο καθένας μας στον κόσμο είναι μοναδικός. Άρα δεν είχα τίποτα να ζηλέψω.

    Πιστέψατε ότι είστε και μοναδική σε αυτό που κάνετε;
    Είμαι μοναδική γι’ αυτό που κάνω σαν Κάτια, ναι.

    Μιλάτε ως ένας άνθρωπος που κοιτάζετε μπροστά. Παρόλα αυτά, αν σας ζητήσω να γυρίσετε πίσω το βλέμμα θα σταθείτε σε αυτά που έχετε καταφέρει ή σε αυτά που έμειναν ανεκπλήρωτα;
    Νομίζω θα σταθώ και στα δύο με την ίδια βαρύτητα γιατί πάντα εμφανίζονται μπροστά μου εκείνα που δεν κατάφερα ώστε να με ερεθίσουν για να αποπειραθώ κάτι εξίσου δύσκολο.

    Διοχετεύσατε το ταλέντο σας σε γόνιμες περιοχές;
    Ναι, δεν έχασα χρόνο. Κι ακριβώς επειδή είμαι αχόρταγη δοκίμασα όλα τα είδη χωρίς κόμπλεξ – και στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο και στο θέατρο. Δεν καταλάβαινα, δηλαδή, γιατί το καθημερινό σίριαλ ήταν ταμπού. Δεν σνομπάρισα ποτέ και τίποτα γιατί πιστεύω ότι και η επιθεώρηση θέλει πολύ κόπο. Έχουμε μπερδέψει το τι είναι ποιοτικό και τι όχι. Έχουμε συνδέσει το ποιοτικό θέατρο με τους λίγους θεατές. Υπό αυτή, την έννοια, σκεφτείτε μια άδεια Επίδαυρο που είναι το πιο εμπορικό θέατρο της χώρας. Αν αποσυνδέσεις το ποιοτικό από την εμπορικότητα του, το ακυρώνεις.

    Πειραματικό θέατρο θα δοκιμάζατε ακριβώς λόγω αυτής της ανοιχτής βεντάλιας δραστηριοτήτων σας;
    Αν δεν το καταλάβω, δεν το κάνω. Το κενό σχήμα που βαπτίζεται πειραματικό με ενοχλεί. Αν πιστέψω ότι αυτό με οδηγεί κάπου – όπως κοιτάει κανείς ένα πίνακα που τον έλκει χωρίς να ξέρει γιατί – ναι, το ακολουθώ. Αν όμως συμμετέχω σε κάτι, απλώς για να πω ότι έκανα το πειραματικό – ενώ στην πραγματικότητα θέλω να φύγω με τρόπο – θα είμαι δυστυχής. Θέλω να καταλαβαίνω∙ γιατί πολλά από αυτά που βλέπω δεν τα καταλαβαίνω. Πιστεύω ότι έχω μια μέση νοημοσύνη. Ωστόσο, δεν θα υποδυθώ ότι κατάλαβα κάτι που δεν έχει νόημα μόνο και μόνο για να μην φανώ παλιακή.

    Μεγαλώνετε διατηρώντας μια προσωπική νεανικότητα. Πως το μεταφράζετε αυτό;
    Δώρο Θεού είναι, γονιδιακό χάρισμα. Το είχε και η μητέρα μου. Αλλά κι εγώ δούλεψα σκληρά γι’ αυτό. Μαστίγωσα τον εαυτό μου για τις εξαρτήσεις του – από τα γλυκά κυρίως – έλιωσα στη γυμναστική, αποφάσισα να μην χάσω την ενέργεια μου. Βέβαια, δεν είμαι υπεράνθρωπος.

    Ο χρόνος είναι φίλος σας λοιπόν.
    Πολύ. Αλλά κι εγώ δεν παριστάνω ότι είμαι κάτι άλλο. Μεγάλωσα και δεν υποκρίνομαι.

    Σας πειράζει παρόλα αυτά;
    Όχι, γιατί πέρασα πολύ όμορφα. Έζησα τόσα όμορφα πράγματα – θα είχα ζήσει πολύ λιγότερα αν δεν είχα μεγαλώσει.

    Αν κοιτάξετε πίσω για μια στιγμή πως θυμάστε το εαυτό σας;
    Νομίζω θα γυρίσω στα παιδικά μου χρόνια στη Θεσσαλονίκη, στο σπίτι μας με τη μητέρα μου και τον πατέρα μου∙ όπου εγώ είμαι-δεν είμαι τεσσάρων χρονών. Επίσης, θα γυρίσω στην πρώτη στιγμή που αντίκρισα το Μάριο. Τον πρωτοείδα σε μια διάλεξη λίγο πριν μπω στη δραματική σχολή, πρέπει να ήμουν 17 ετών. Ήταν καρμικό αυτό.

    Θα παίζετε όσο αντέχετε;
    Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν είχα την επιλογή να ζήσω χωρίς το θέατρο …. Νομίζω ότι θα διάλεγα να παίζω πολύ λιγότερο, να βλέπω θέατρο μέσα από τους άλλους και να γυρίζω τον κόσμο. Θα έκανα ταξίδια.

    18.06.2019, Χαραμή Στέλλα «Κάτια Δανδουλάκη: Η ζωή μου φέρθηκε πολύ καλά αλλά ήμουν κι εγώ πολύ ικανή να το εισπράξω», www.monopoli.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η Κάτια Δανδουλάκη αποκαλύπτει στο iefimerida γιατί δεν είχε παίξει αρχαία τραγωδία μέχρι σήμερα

    «Επίδαυρος! Τα πρώτα συναισθήματα που μου έρχονται στην ψυχή μου; Συγκίνηση βαθιά, σεβασμός, μία ιερή περηφάνια για τον τόπο μας» τονίζει η Κάτια Δανδουλάκη που αυτό το καλοκαίρι πρωταγωνιστεί για πρώτη φορά σε αρχαία τραγωδία στο Αργολικό θέατρο.

    «Αισθάνομαι ένα άνοιγμα της ψυχής μου σε άλλους κόσμους, με άλλο φως, άλλη ενέργεια, μεταφυσική. Και όλα αυτά ποτισμένα με χαρά που είναι και αυτή αλλιώτικη γιατί βγαίνει από πιο βαθιές πηγές» λέει η Κάτια Δανδουλάκη μιλώντας στο iefimerida για τη φετινή της παρουσία στο θίασο του Εθνικού θεάτρου σε μία μεγάλη συμπαραγωγή με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου.

    Η Κάτια Δανδουλάκη δηλώνει μαθήτρια στις πρόβες του σκηνοθέτη της και καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού θεάτρου Στάθη Λιβαθινού και ετοιμάζεται για την παράσταση της Επιδαύρου 5 και 6 Ιουλίου, σε ένα διήμερο που πέφτει πάνω στις εθνικές εκλογές. «Όντως μας έτυχαν οι εκλογές. Στην αρχή είπα τι κρίμα και μετά είπα, δεν έχει καμία σημασία. Η παράσταση έτσι κι αλλιώς θα δώσει το φως που προσφέραμε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας, και σίγουρα θα της επιστραφεί πολλαπλάσιο από όλες τις ψυχές που το αναζητήσανε».

    «Στο έργο με κέρδισε αυτή η ιδιαίτερη παρθενικότητά του. Παίχτηκε μόνο δύο φορές και είναι σαν να αναζητάει να το ανακαλύψουμε. Κάτι που το βρίσκω εξαιρετικά δελεαστικό και γοητευτικό».

    «Την πρώτη φορά που μου προτάθηκε τραγωδία φοβήθηκα την ευθύνη»

    «Τραγωδία τώρα, γιατί αυτό μου προτάθηκε τώρα και με εξέπληξε τόσο ευχάριστα. Ήταν ένα θετικό δώρο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα είχα την ανάλογη συγκίνηση αν επρόκειτο για μία αρχαία κωμωδία. Τώρα γιατί μετά από τόσα χρόνια, μοιάζει περίεργο αλλά πρακτικά δεν είναι».

    Μου είχαν γίνει δύο προτάσεις για αρχαία τραγωδία από το Εθνικό όταν ακόμα ήμουν πολύ νέα. Στα πρώτα μου βήματα. Την πρώτη φορά φοβήθηκα την τεράστια ευθύνη και το μέγεθος. Δεν αισθανόμουν έτοιμη ακόμα. Τη δεύτερη φορά, για κάποιον λόγο που δεν θυμάμαι πια, ίσως κάποιο πρόβλημα υγείας του σκηνοθέτη, ματαιώθηκε. Και οι δύο προτάσεις μου έγιναν μεταξύ 1979-1982. Μετά το 1997 ήρθε η πρόταση του Διαγόρα Χρονόπουλου για τη Λυσιστράτη που τη δέχτηκα άμεσα και με μεγάλο ενθουσιασμό, μεσολάβησε μία πρόταση δική μου στο Εθνικό που δυστυχώς συνέπεσε με μία ήδη προγραμματισμένη τους απόφαση για την ίδια τραγωδία και έτσι φτάσαμε στο σήμερα».

    «Δεν έχω πια το φόβο της ευθύνης που είχα πολύ νέα»

    «Θεωρώ πως με τις υποχρεώσεις που είχα αναλάβει από πολύ νέα ως προς το θέατρο, την τηλεόραση, τη δική μας ευθύνη παραγωγής, τη δημιουργία του θεάτρου ‘Κατιά Δανδουλάκη’ δεν έμενε άλλος χώρος για να αφοσιωθώ σε κάτι που για μένα είναι πραγματικά ιερό και έχει τεράστιες απαιτήσεις.

    Τώρα πια δεν έχω το φόβο της ευθύνης που είχα πολύ νέα, έχω δουλέψει όλα τα είδη στο θέατρο, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο. Έχω δουλέψει τη ψυχή μου πάρα πολύ, κι έτσι αυτό που αισθάνομαι είναι τιμή, για την πρόταση που μου έγινε από τον Στάθη Λιβαθινό, συγκίνηση βαθειά και χαρά. Ήταν ένα δώρο που το περίμενε η ψυχή μου και ήταν έτοιμη να το δεχτεί με σεβασμό και αφοσίωση».

    Η Επίδαυρος είναι ένα δώρο»

    «Η Επίδαυρος δεν μου δίνει βάρος, Είναι για μένα ένα μοναδικό δώρο, πολύτιμο, που δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα άλλο. Γιατί αυτή η ενέργεια που σου προσφέρει, έρχεται από άλλες σφαίρες, πλασμένες με άλλα υλικά ‘θεϊκά’» αναφέρει η Κάτια Δανδουλάκη και στέκεται στις «Ικέτιδες» το έργο που θα παρουσιάσουν, έναν ύμνο στη γυναικεία αντοχή. «Νομίζω πως χωρίς τη γυναικεία αντοχή θα μιλούσαμε για έναν άλλο κόσμο που δεν είχε καμία απολύτως σχέση με το δικό μας. Θα μιλούσαμε για έναν άλλο πλανήτη με άλλες διαδρομές. Πχ δεν θα υπήρχε σύγκριση ως προς το πόσο καλύτερος ή πόσο χειρότερος θα ήταν γιατί απλούστατα θα ήταν, ένας άλλος κόσμος».

    «Αναζητώ το δάσκαλο σε όλη μου τη ζωή»

    «Από τις πρόβες κρατάω σα φυλακτό την ευτυχία μου να ξαναγίνω μαθήτρια πλάι σε έναν σκηνοθέτη-δάσκαλο. Το σύνδρομο της μαθήτριας ποτέ δε με εγκατέλειψε, το αντίθετο. Αναζητώ το δάσκαλο σε όλη μου τη ζωή. Με γοητεύει να μου ανοίγει ορίζοντες, να μου δείχνει διαδρομές που δεν έχω ανακαλύψει, να μου ξαναγεννάει τη λαχτάρα να δουλεύω με πάθος και να το απολαμβάνω. Ζω μία ευτυχισμένη περίοδο της μακρόχρονης επαγγελματικής μου ζωής».

    «Το θέατρο ανανεώνει την ψυχή»

    «Αν ξεχωρίζω κάτι στην μέχρι τώρα πορεία μου; Είναι πάρα πολλά τα χρόνια και πολλές οι στιγμές που ξεχωρίζουν. Θα σας έλεγα τα έργα που σφράγισαν ιδιαίτερα την ψυχή μου: «Τζόρνταν», «Μάστερκλας» , «Υπηρέτης δύο αφεντάδων», «Γλάρος». Το θέατρο σίγουρα ανανέωνε την ψυχή και τη διάθεση για δημιουργία. Αλλά πιστεύω γενικά ότι ο χαρακτήρας παίζει τελικά πολύ μεγάλο ρόλο. Επίσης η εργατικότητα. Και τόσα μα τόσα άλλα ακόμα. Ίσως να συμπλήρωνα σαν τελευταίο την ταπεινότητα».

    «Ένα φυλαχτό δεν αποχωρίζομαι ποτέ»

    «Έχω ένα γούρι, ένα φυλακτό που δεν το αποχωρίζομαι ποτέ, και σίγουρα θα το φέρω μαζί μου στην Επίδαυρο. Δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ, ούτε να το χάσω γιατί είναι πολύ καλά φυλαγμένο βαθειά μεσ’ την καρδιά μου. Είναι η αγάπη και η ευλογία των ανθρώπων που λάτρεψα και με λατρέψανε, της μητέρας μου, του πατέρα μου και του Μάριου. Πάντα με γοήτευε στο θέατρο το απρόβλεπτο, το άπιαστο, το απατηλό, το οδυνηρά βαθύ και σπαραχτικά εφήμερο».

    «Φθινόπωρο επιστρέφω στην τηλεόραση»

    «Από Φθινόπωρο συνεχίζουμε στο θέατρο ‘Κάτια Δανδουλάκη’ την πολύ μεγάλη επιτυχία μας, της προηγούμενης σαιζόν, «Το έγκλημα στο ΟΡΙΕΝΤ ΕΞΠΡΕΣ» της λατρευτής Αγκάθα Κρίστι. Επίσης έχω συμφωνήσει να συμμετέχω σε μία καθημερινή σειρά εποχής στην τηλεόραση , τις «Άγριες Μέλισσες» παραγωγής του Γ. Καραγιάννη για τον ANT1».

    16.06.2019, Πουλοπούλου Κατερίνα «Η Κάτια Δανδουλάκη αποκαλύπτει στο iefimerida γιατί δεν είχε παίξει αρχαία τραγωδία μέχρι σήμερα», www.iefimerida.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ