Ο γάμος του Φίγκαρο – Πιερ Μπωμαρσαί

2015

Μέγαρο Μουσικής, αίθουσα Νίκος Σκαλκώτας

7 – 28 Φεβρουαρίου 2015

Συμπαραγωγή:

POLYPLANITY Productions/Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Η παράσταση επαναλήφθηκε από 30 Οκτωβρίου έως 29 Νοεμβρίου 2015.

 

Ο Στάθης Λιβαθινός και η ομάδα του μετά την επιτυχία της Ιλιάδας, μιας παράστασης που έτυχε διθυραμβικής υποδοχής, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό καταπιάνονται στο νέο τους εγχείρημα, με ένα εμβληματικό έργο του κλασικού γαλλικού θεάτρου, τον Γάμο του Φίγκαρο του Μπωμαρσαί σε νέα μετάφραση της Έλσας Ανδριανού.

Πρόκειται για ένα από τα πιο ενδιαφέροντα θεατρικά κείμενα του 18ου αιώνα, έργο απότοκο του Διαφωτισμού, το οποίο θεωρήθηκε προάγγελος της Γαλλικής Επανάστασης. Είναι ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου, στο οποίο βασίστηκε η διάσημη ομώνυμη όπερα του Μότσαρτ, και συγχρόνως μια φρενήρης κωμωδία με σπάνιες θεατρικές αρετές, η οποία θα αποτελέσει τη βάση για μια παράσταση συνόλου, βασισμένη στον αυτοσχεδιαστικό οίστρο, τη μουσική και το χορό.

Πηγή: polyplanity.com

Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Μετάφραση: Έλσα Ανδριανού
Δραματουργική επεξεργασία: Έλσα Ανδριανού | Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά – κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Χαράλαμπος Γωγιός
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Επιμέλεια κίνησης: Pauline Huguet
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρίνα Τσελεμπή
Βοηθός σκηνογράφου: Ξένια Παπατριανταφύλλου
Διεύθυνση παραγωγής: Γιολάντα Μαρκοπούλου | Ελίνα Φέσσα

Διανομή

Κόμης Αλμαβίβα: Άρης Τρουπάκης
Κόμισσα: Αντιγόνη Φρυδά
Φίγκαρο: Δημήτρης Ήμελλος
Σουζάνα: Αμαλία Τσεκούρα
Μαρσελίνα: Μαρία Σαββίδου
Αντόνιο: Γεράσιμος Μιχελής | Χρήστος Σουγάρης
Φανσέτα: Αργυρώ Ανανιάδου
Κερουμπίνο: Γιώργος Τσιαντούλας
Μπάρτολο: Χρήστος Σουγάρης | Γεράσιμος Μιχελής
Μπαζίλιο: Νίκος Καρδώνης
Ντον Γκουζμάν Μπριντ’ Ουαζόν: Διονύσης Μπουλάς
Ντουμπλ-Μαιν: Γιάννης Παναγόπουλος
Γκριπ-Σολειγ, Πεντρίγιο: Λευτέρης Αγγελάκης

Ζωντανή μουσική: AntArtes (Αλέξης Κωτσόπουλος, Νίκος Καρύδης)

 
  • Είδαμε τον «Γάμο του Φίγκαρο» στο Μέγαρο Μουσικής

    Η ουτοπική αναζήτηση της ευτυχίας ξαναρχίζει για δεύτερη σεζόν στη θεατρική σκηνή «Νίκος Σκαλκώτας».

    Όχι δεν είναι όπερα, όπως άκουσα ότι κάποιοι νομίζουν, ούτε ο θίασος απαρτίζεται από νέους ηθοποιούς. Ο Δημήτρης Ήμελλος, ο Άρης Τρουπάκης και ο Νίκος Καρδώνης, είναι οι ηθοποιοί που θαυμάζεις επί σκηνής, αλλά δεν θα τους βρεις να αναλώνονται ως τηλεοπτικό προϊόν, πιθανόν και γι’ αυτό οι κυρίες πίσω μου δεν τους γνώριζαν.

    Ο Φίγκαρο του Στάθη Λιβαθινού στο Μέγαρο Μουσικής είναι ένα ψυχαγωγικό θέαμα, ταξιδιάρικο, με στοιχεία commedia del arte που καθ όλη τη διάρκεια παρακολουθείς με χαμόγελο.

    Πιστός στην ομάδα του από τα πρώτα χρόνια ύπαρξης της πειραματικής σκηνής του Εθνικού θεάτρου, ο Στάθης Λιβαθινός και οι συνεργάτες του, θαρρείς και πλέον συνεννοούνται με τα μάτια. Ζωντανή μουσική από δυο καλλιτέχνες που υπογραμμίζουν την πλοκή του έργο, gipsy αισθητική και τα μοντέρνα στοιχεία ακροβατούν με τα κλασικά. Ο αγώνας για επιβίωση των πρωταγωνιστών του και η ανάγκη τους για έρωτα και αγάπη, συναντούν τη μάχη των δύο φύλων και τις κοινωνικές διαφορές δούλων και αφεντάδων. Διαφορές που εκλείπουν όταν στη μέση μπει ο έρωτας και το παιχνίδι του. Ο Άρης Τρουπάκης υπηρετεί με σθένος το ανάστημα του κόμη Αλμαβίβα, ο Δημήτρης Ήμελλος την ταπεινοφροσύνη και την πονηριά του υπηρέτη Φίγκαρο, η Αμαλία Τσεκούρα την τσαχπινιά που χαρακτηρίζει ένα αντικείμενο του πόθου, η Αντιγόνη Φρυδά τη θλίψη αλλά και τη δίψα για εκδίκηση της απατημένης συζύγου και ο Νίκος Καρδώνης, μεταμορφωμένος σε κάτι σαν τζίνι, επεμβαίνει και παρεμβαίνει με τον ρόλο του Μπαζίλιο.

    Είναι ένα κλείσιμο του ματιού στην καθημερινότητα. Ευφυής αναπαράσταση της εποχής, λιτά σκηνικά, τόσα όσα χρειάζονται για να γεμίζουν η σκηνή και το μάτι και γυμνασμένοι ηθοποιοί που πέφτουν, σηκώνονται, τρέχουν και σκαρφαλώνουν σε σκαλωσιές.

    Γραμμένο τις παραμονές της γαλλικής επανάστασης, της οποίας θεωρήθηκε προάγγελος, είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα θεατρικά κείμενα του 18ου αιώνα. Αποτελεί μέρος της περίφημης τριλογίας του Μπωμαρσαί, που πάνω της βασίστηκαν δύο από τις διασημότερες όπερες, «Οι γάμοι του Φίγκαρο» (Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρντ) και «Ο κουρέας της Σεβίλλης» (Τζοακίνο Ροσίνι).

    Η φημισμένη κωμωδία του κορυφαίου Γάλλου δραματουργού Πιέρ Μπωμαρσαί αποτελεί συμπαραγωγή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και της POLYPLANITY PRODUCTIONS.

    Μετά το τέλος του, σκεφτόμουν ότι θα το ήθελα λίγο πιο μικρό σε διάρκεια. Ίσως όμως και να ήμουν κουρασμένη τη βραδιά που το είδα.

    12.11.2015, Πουλοπούλου Κατερίνα «Είδαμε τον «Γάμο του Φίγκαρο» στο Μέγαρο Μουσικής», www.iefimerida.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Να μη δακρύζουμε άλλο…»

    Εμφανίστηκε στο ραντεβού μας, στο Μέγαρο Μουσικής, πιο ευδιάθετος και πιο εξωστρεφής από κάθε άλλη προηγούμενη συνάντησή μας, ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός. Λίγο πριν μπει στην πρόβα για το έργο που ξεκινάει τη διαδρομή του από σήμερα το βράδυ, τον κλασικό «Γάμο του Φίγκαρο» του Μπομαρσέ, στην αίθουσα «Νίκος Σκαλκώτας», ο Στάθης Λιβαθινός μάς μίλησε για πολλά. Πάντα με τον τρόπο του σκεπτόμενου καλλιτέχνη, που επηρεάζεται και συνομιλεί με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.

    Ο σφυγμός της εποχής

    Έχει αφήσει πίσω του το ρωσικό ρεπερτόριο, που μας έμαθε πολύ καλά; «Δεν σκέφτομαι ούτε εθνικά ρωσικά, ούτε αγγλικά, ούτε αμερικανικά. Σκέφτομαι με βάση αυτό που ζω. Νομίζω ότι κάθε ένας από εμάς, κάθε καλλιτέχνης, απαντάει με τον τρόπο του σε αυτό που συμβαίνει. Αυτή είναι η πολιτική μας, αυτή είναι η αισθητική μας, αυτή είναι η δουλειά μας. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη πολυτέλεια του θεάτρου, αλλιώς γίνεται θέαμα. Το θέατρο πρέπει να παίρνει υπόψη του πολύ σοβαρά τον σφυγμό μιας εποχής, και να προσπαθεί να συμπέσει μαζί της. Αν με ρωτούσε κανείς τι είναι το ταλέντο, θα απαντούσα “να συμπίπτεις με την εποχή σου”. Η δική μου απάντηση σε αυτό που συμβαίνει είχε δύο πλευρές, που παίζεται πια στα φεστιβάλ του κόσμου και η άλλη είναι η τραγική φάρσα που λέγεται “Γάμος του Φίγκαρο” ή μια τρελή μέρα».

    Γιατί «Γάμος του Φίγκαρο»; «Διότι ο Φίγκαρο έχει μερικές διαφορετικές πλευρές στη θεματολογία του. Κατ’ αρχάς η απόκτηση ταυτότητας. Άκουσα έναν πολύ ωραίο στίχο από ένα λαϊκό τραγούδι, του Βαρδή νομίζω, και τραγουδάει ο Καζαντζίδης: “Πατρίδα σερβιτόρα”. Εγώ Καζαντζίδη δεν ακούω και αυτή η μουσική δεν με αφορά άμεσα. Αλλά μ’ αρέσει να ανακαλύπτω. Ανακάλυψα τη λαϊκή μουσική τα τελευταία χρόνια, με τον δικό μου τρόπο και ανακάλυψα αυτόν τον στίχο. Η άλλη θεματολογία του έργου είναι η αναζήτηση της ευτυχίας μέσα από τον αυτοσχεδιασμό. Επειδή ο αυτοσχεδιασμός νομίζω ότι είναι το εθνικό μας προϊόν μαζί με τον πολιτισμό. Αυτοσχεδιάζουν, λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι στο έργο για ν’ αποκτήσουν ταυτότητα».

    Τη βρίσκουν; «Ναι, βέβαια», τονίζει ο Στάθης Λιβαθινός. Δηλαδή να αυτοσχεδιάζουμε; «Το δώρο του Θεού που δόθηκε στον άνθρωπο μαζί με τον λόγο είναι ο αυτοσχεδιασμός, ώστε να βρίσκεται σε οίστρο, να μη χάνει την ταυτότητά του και να βρίσκει την ευτυχία», απαντά με σιγουριά.

    Έχει συνείδηση ότι είναι δύο πολύ διαφορετικές στιγμές ρεπερτορίου η «Ιλιάδα» και «Ο γάμος του Φίγκαρο». «Το πρώτο είναι το έπος μιας ολόκληρης γενιάς, ενός λαού και μιας γλώσσας σε κρίση και σε πόλεμο. Ήθελα με αυτό να μιλήσω για την τραγική ουσία αυτού που λέμε ελληνική τραγωδία. Ο Φίγκαρο είναι ένας τρόπος να γελάσουμε πολύ και να χαρούμε την αναζήτηση ταυτότητας που ζούμε αυτή την εποχή και το πόσο βαθιά οσφυοκάμπτες έχουμε γίνει. Και βέβαια ήθελα κι εγώ ν’ αναζητήσω κάποιους καινούργιους κώδικες, να επιστρέψουμε πάνω στο πατάρι, στην κωμωδία, στο θέατρο, στις μεταμορφώσεις».

    Στέγη στο «Βασιλάκου»

    Είναι φανερό ότι ο Στάθης Λιβαθινός περνάει καλά με τον Φίγκαρο και παρά το άγχος της πρεμιέρας έχει διάθεση για κουβέντα και για ειδήσεις. Και μας χαρίζει μία είδηση πολύ σημαντική: «Δεν είχα ποτέ δικό μου χώρο. Από του χρόνου και για τα τρία επόμενα χρόνια πήραμε το θέατρο Βασιλάκου και θα στεγαστούν εκεί η εταιρεία παραγωγής, η Polyplanity, το “Συνεργείο” και οι δικές μου δουλειές. Θα κάνουμε κάποιες παρεμβάσεις στον χώρο, γιατί βρέθηκε με φθορές και με προβλήματα, αλλά έχουμε την τύχη να έχουμε πολύ καλούς ιδιοκτήτες, που νομίζω ότι θα σταθούν στο πλευρό μας. Ξέρεις, τα τελευταία χρόνια ήμουν λίγο σαν τον Φίγκαρο, περιπλανώμενος και τσιγγάνος. Γιατί ο “Φιγκαρο” είναι μια παράσταση με πολλά έθνικ στοιχεία. Μην ξεχνάμε ότι ο Φίγκαρο είναι Ρομά, είναι ένα περιφερόμενο τσιγγαναριό με απίστευτη δυνατότητα διεξόδου στις πιο δύσκολες και τις πιο εφιαλτικές στιγμές, ένα μείγμα αθωότητας, πονηριάς και κατεργαριάς, που για ποιον λόγο μού θυμίζει τον Έλληνα δεν μπορώ να καταλάβω…» λέει γελώντας. «Η απάντηση όλων μας σε αυτό που ζούμε τώρα είναι κατά κάποιον τρόπο η κωμωδία. Να μη δακρύζουμε άλλο…».

    Του επισημαίνω ότι διακρίνω μια διάθεση ελπίδας. «Μεγάλης. Πάντα. Είμαι ο πιο ενεργητικά απαισιόδοξος άνθρωπος που υπάρχει. Η φύση μας παίζει καμιά φορά παιχνίδια και μας κάνει αισιόδοξους. Είναι, νομίζω, η μεγαλύτερη μπανανόφλουδα που μας βάζει η μοίρα. Από τη φύση μου έχω κάποια αισιοδοξία, αλλά με τα χρόνια δικαιώνομαι, αφού αποδεικνύεται ότι η ζωή είναι ωραίο πράγμα».

    Όσο για την «Ιλιάδα», μόλις ήρθε από τη Χιλή, που είχε επίσης sold out παραστάσεις. «Είμαστε ομάδα που δεν παίρνουμε χρήματα από τους φορολογούμενους πολίτες. Είμαστε αυτοχρηματοδοτούμενοι. Είναι γεγονός ότι η Όλγα Κεφαλογιάννη μάς στήριξε μέσω του ΕΟΤ κάποια στιγμή, μια χειρονομία που δεν ξεχνώ. Είναι το αυτονόητο που θεωρείται εξαίρεση. Επίσης και ο Κώστας Τασούλας έδωσε μια ελάχιστη υποστήριξη στο ταξίδι της «Ιλιάδας» στον Καναδά και στη Χιλή. Έχω ακούσει τα καλύτερα λόγια για τον νέο υπουργό Πολιτισμού, που δεν τον γνωρίζω. Ελπίζω να δικαιώσει όλες τις προσδοκίες».

    07.02.15, Σελλά Όλγα «Να μη δακρύζουμε άλλο…», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο Στάθης Λιβαθινός στο onlytheater

    Ο Στάθης Λιβαθινός φέτος επέλεξε με την ομάδα του να ανεβάσει το «Γάμο του Φίγκαρο» του Μπωμαρσαί, ένα έργο που έγινε γνωστό περισσότερο μέσω της όπερας του Μότσαρτ. Μια τραγική φάρσα με πολιτικές διαστάσεις που θα μας θυμίσει πολλά… Παράλληλα ετοιμάζει με τη Γιολάντα Μαρκοπούλου το δικό του χώρο που θα στεγαστεί στο θέατρο Βασιλάκου.

    Τι σας κέντρισε στο «Γάμο του Φίγκαρο»;
    Προσπαθώ πάντα να δημιουργώ ένα ρεπερτόριο για την ομάδα μου, και θα ήθελα κάθε έργο που να έχει ένα ξάφνιασμα και για ‘μενα και γι’ αυτούς. Συνυπάρχουν πολλά στοιχεία σε αυτό το έργο, και σωματικά και πνευματικά, γιατί έχει τις ρίζες του στην Commedia del’ Arte. Νομίζω ότι περιέχει κώδικες που έχουν ενδιαφέρον και για ‘μενα και για τους συνεργάτες μου. Στην πραγματικότητα είναι διαφορετικό απ’ όσα έχω κάνει μέχρι στιγμής, είναι πολύ άμεση η σχέση του με το κοινό. Πρωταγωνιστής σε αυτό το έργο είναι το ίδιο το θέατρο. Βασικά είναι μια τραγική φάρσα. Από την άλλη είναι και αρκετά πολιτικό, γιατί καταπιάνεται με καυστικό τρόπο με όσα μας συμβαίνουν. Κάναμε και μια καινούργια μετάφραση που είδε το κείμενο μέσα από μια πολύ σύγχρονη ματιά και φώτισε, νομίζω, αυτά τα στοιχεία. « Ο γάμος του Φίγκαρο ή μια τρελή μέρα», όπως είναι ο πλήρης τίτλος μιας και όλα γίνονται μέσα σε μια μέρα, μας θυμίζει πολλά σε όλους εμάς που ζούμε υπό την απειλή του χρόνου.

    Χρησιμοποιείτε στοιχεία της Commedia del’ Arte στην παράσταση;
    Με αφορά ο τρόπος που εκπαιδεύονται οι ηθοποιοί για την παράσταση. Αυτός ο τρόπος όμως δεν χρειάζεται να είναι εμφανής στο θεατή. Δε λειτουργούν οι ηθοποιοί με τη φόρμα της Commedia del’ Arte, υπάρχουν όμως στοιχεία τέτοια που προϋποθέτουν μια πολύ πιο απογυμνωμένη και αυτοσχεδιαστική λειτουργιά, η οποία δημιουργεί μια πολύ άμεση σχέση με το κοινό.

    Ποια είναι η πολιτική διάσταση του έργου;
    Ο Μπωμαρσαί λέγεται ότι έφερε τη Γαλλική Επανάσταση. Όντως εκείνη την εποχή κατάφερε να μιλήσει για θέματα σε σχέση με τις κοινωνικές τάξεις που δε λέγονταν στο θέατρο και να εισαγάγει μια δημοκρατική σκέψη που δε σηκώνει το δάχτυλο και δεν ηθικολογεί. Όταν κάνω ένα έργο, εστιάζω στο να μπορέσω να πω την ιστορία, πράγμα καθόλου αυτονόητο. Προσπαθώ να κρύψω τη δική μου οπτική, όχι να τη φανερώνω. Πήξαμε στις οπτικές, στο φορμαλισμό… Για μενα είναι απαραίτητο να «συνεργαστείς» με το συγγραφέα. Η οπτική μου θα φανεί ούτως ή άλλως από τον τρόπο που ανεβάζω το έργο. Σε αυτό εδώ το συγκεκριμένο με ενδιέφερε πολύ το χιούμορ του.

    Η κωμικότητα της τραγωδίας;
    Ακριβώς. Είναι μια τραγική φάρσα αυτό το έργο. Το χιούμορ είναι ο τρόπος να πεις τα πιο σοβαρά πράγματα. Το κοινό έχει ανάγκη να γελάσει, ειδικά σήμερα. Αυτή η ρευστότητα της ζωής σε μια τόσο έντονα μελαγχολικά στιγμή μου κατέστησε αναγκαίο να ανεβάσω αυτό το έργο σήμερα. Το χιούμορ είναι τρόπος ζωής, δεν είναι μόνο το να γελάσει κανείς σε μια παράσταση. Επίσης υπάρχουν στοιχεία πολύ ενδιαφέροντα, βαλκανικά: η περιπέτεια του ανθρώπου να αποκτήσει ταυτότητα. Η ταυτότητα είναι απαραίτητη στον άνθρωπο για να επιβιώσει κι όμως ο Φίγκαρο ζει χωρίς αυτή, αποκτάει γονείς μέσα στο έργο, είναι, θα λέγαμε, ένας κωμικός Οιδίποδας.

    Η όπερα του Μότσαρτ είναι πιο γνωστή από το έργο… Χρησιμοποιείτε τη μουσική της;
    Όχι, αλλιώς θα έκανα την όπερα. Η αλήθεια είναι πως το έργο αυτό που είναι ένα αληθινό διαμάντι κάπως καπακώθηκε από την όπερα και το μεγάλο ταλέντο του Μότσαρτ. Κι ίσως αυτός είναι ένας από τους λόγους που ήθελα να το ανεβάσω. Αυτό που έγινε ότι οι δυο μεγαλοφυΐες συναντήθηκαν: ο Μότσαρτ ανακάλυψε τον Μπωμαρσαί και ο Μπωμαρσαί τον Μότσαρτ. Εύκολα καταλαβαίνεις γιατί, αν ξέρεις τη μουσική του Μότσαρτ. Και μάλιστα ο Μότσαρτ στο λιμπρέτο, κράτησε σχεδόν ατόφιο το έργο, πράγμα σπάνιο…

    Δουλεύετε συστηματικά τα τελευταία χρόνια με την ομάδα σας…
    Είναι μια ομάδα που δουλεύουμε μαζί από την εποχή της Πειραματικής, αλλά υπάρχει και δεύτερη γενιά ηθοποιών που ανανεώνεται συνεχώς και αυτό μου αρέσει. Έτσι η ομάδα πλουτίζεται από σκέψεις και ιδέες. Σε ένα θεατρικό σχήμα όπου οι άνθρωποι έχουν επιλέξει να είναι μαζί επειδή θέλουν, κι όχι λόγω ανεργίας, βοηθάει η εναλλαγή, η άσκηση και η παρακολούθηση της μιας γενιάς από την άλλη. Φυσικά όλοι μπορούν να δουλέψουν κι αλλού.

    Εσάς πλέον σας ενδιαφέρει να εργαστείτε και εκτός πλαισίων της ομάδας σας;
    Δεν το επιδιώκω, αλλά δεν είμαι αρνητικός. αν κάτι με ενδιαφέρει…

    Σας αφορά πολύ η διδασκαλία των ηθοποιών και εν γένει των καλλιτεχνών.
    Ναι, αλλά με την ομάδα μας η διδασκαλία και η εκπαίδευση γίνεται στην πρόβα. Εννοώ δε γίνονται εργαστήρια μεμονωμένα. Η εκπαίδευση είναι ένα θέμα πολύ σοβαρό και δε νομίζω ότι στη χώρα μας δεν είναι αντίστοιχη με αυτό που μας αξίζει, όχι μόνο στο θέατρο, αλλά γενικά. Δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν μονάδες που κάνουν καλά τη δουλειά τους, αλλά αυτό δεν αρκεί. Είμαι υπέρ της ανώτατης θεατρικής παιδείας, πανεπιστημιακού επιπέδου, όπου θα διδάσκονται όλα τα επαγγέλματα τα σχετικά με το θέατρο και πρωτίστως η σκηνοθεσία.

    Από του χρόνου θα έχετε ένα δικό σας χώρο για πρώτη φορά στο θέατρο Βασιλάκου.
    Για την ώρα ξεκινάμε να τον ετοιμάζουμε. Το Βασιλάκου είναι ένα από τα καλύτερα θέατρα που έχει η Αθηνά. Ελπίζουμε να δημιουργήσουμε ένα χώρο με το δικό του στίγμα. Είναι όντως η πρώτη φορά που θα έχω ένα δικό μου χώρο. Και αυτή η σκέψη και με τρομάζει και με ενθουσιάζει, αλλά καμία στιγμή δεν είναι η κατάλληλη για να ανοίξει κανείς θέατρο… Από οικονομικής άποψης η υπόθεση « θέατρο» είναι πάντα καταδικασμένη…

    Το θέατρο στην Ελλάδα σήμερα πώς σας φαίνεται;
    Όσο υπάρχουν παθιασμένοι και ταλαντούχοι άνθρωποι, το θέατρο θα συνεχίσει να υπάρχει. Είναι μια ενδιαφέρουσα στιγμή του θεάτρου αυτή που ζούμε και βλέπω ότι θα σύντομα θα αλλάξει η όλη εικόνα. Η αλλαγή είναι πάντα αλλαγή και μετάβαση σε κάτι καινούργιο. Αυτός είναι ένας φυσικός νόμος, και ένας από τους λόγους που υπερασπίζομαι τόσο την ανωτάτη μόρφωση είναι για να γίνει αυτή η αλλαγή. Γιατί οι άνθρωποι που θα αλλάξουν το θέατρο, την τέχνη γενικότερα, χρειάζονται εφόδια. Λατρεύω την παιδαγωγική, σε ανανεώνει και κρατάει σε επαφή με τη νέα γένια και δημιουργεί μια αλυσίδα και μια συνέχεια.

    Ένα μεγάλο σας όνειρο;
    Το ίδιο το θέατρο.

    Σας ευχαριστώ.
    Κι εγώ.

    Α.Κ. «Ο Στάθης Λιβαθινός στο onlytheater», www.onlytheater.gr

  • «Ο Γάμος του Φίγκαρο»: Ένας γάμος που θα σας μείνει αξέχαστος!

    Μετά την τεράστια επιτυχία της παράστασης «Ιλιάδα» που είχε ενταχθεί στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών 2013 και που συνεχίστηκε καθ’ όλη τη θεατρική χειμερινή σεζόν λαμβάνοντας μέρος σε σημαντικά Φεστιβάλ του εξωτερικού, όπως στο Φεστιβάλ της Μέριδα στην Ισπανία στο Εθνικό θέατρο Μαδρίτης, στη Διεθνή Βiennale Cinnars του Μόντρεαλ στον Καναδά, στο Εθνικό θέατρο Άμστερνταμ στην Ολλανδία και στο Φεστιβάλ του Santiago στη Χιλή, ο Στάθης Λιβαθινός αποφάσισε να πειραματιστεί σ’ ένα διαφορετικό είδος θεατρικού λόγου ανεβάζοντας την παράσταση «Ο Γάμος του Φίγκαρο» ή όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του έργου του Μπωμαρσαί «Μια τρελή μέρα».

    Μαζί με τη θεατρική του ομάδα ο Στάθης Λιβαθινός, της οποίας η συγκρότηση χρονολογείται απ’ το 2001 έως το 2007 στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου η οποία συστάθηκε επί εποχής καλλιτεχνικού διευθυντού Νίκου Κούρκουλου και υπήρξε ότι πιο καινοτόμο και ριζοσπαστικό για τα ελληνικά δεδομένα , δημιουργώντας παραστάσεις που έγραψαν ιστορία στα θεατρικά πράγματα της χώρας, λαμβάνοντας διθυραμβικές κριτικές απ’ τον τύπο, διαμορφώνοντας κοινό που τους ακολουθούσε πιστά στους αξιόλογους θεατρικούς πειραματισμούς καταχειροκροτώντας τους, μαζί και με ορισμένα καινούργια μέλη που προστέθηκαν σ’ αυτή τη συλλογική μορφή που κατέχει η ομάδα, εγκαινίασαν με τον καλύτερο και τον πιο ιδεώδη τρόπο θα μπορούσε να πει κανείς, τη νέα σειρά «Θέατρο στο Μέγαρο Μουσικής» στην αίθουσα «Νίκος Σκαλκώτας».

    Ο Πιέρ Ωγκυστέν Καρόν ντε Μπωμαρσαί όπως ήταν ολοκληρωμένο το όνομά του, υπήρξε μια ιδιόμορφη προσωπικότητα, ακόμη και το επίθετό του το απέκτησε από ένα δασάκι το bos Marchais το οποίο υπήρξε ιδιοκτησία της πρώτης του γυναίκας. Ο ίδιος είχε κάνει τρείς γάμους και αρκετά επαγγέλματα.

    Ξεκίνησε από ωρολογοποιός όπου το 1754 κέρδισε και το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για μια ανακάλυψή του πάνω στην κατασκευή των ρολογιών κι έτσι ο βασιλιάς του ανέθεσε τη δημιουργία ενός ρολογιού όμοιο με αυτό που είχε κατασκευάσει για τη Μαντάμ ντε Πομπαντούρ.

    Στη συνέχεια έγινε δάσκαλος μουσικής στις κόρες του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΕ’ διδάσκοντάς τους άρπα.

    Αργότερα ως μυστικός πράκτωρ, έδρασε πολύ, τόσο που δέχθηκε μέχρι και δολοφονική επίθεση σε δάσος της Βαυαρίας, έπειτα έγινε επιχειρηματίας με πολλές οικονομικές διακυμάνσεις τότε κατόρθωσε να αγοράσει τον τίτλο «Secretaire du Roi» και να γίνει και κληρονομικά αριστοκράτης.

    Μεγάλος θαυμαστής του Βολταίρου, όταν εκείνος πέθανε, o Mπωμαρσαί αγόρασε όλα τα απαγορευμένα βιβλία του εκδίδοντας έτσι την πρώτη πλήρη έκδοση των έργων του Βολταίρου κι αυτό βέβαια είχε ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική οικονομική του καταστροφή και το 1777 ίδρυσε μια οργάνωση η οποία προστάτευε τα δικαιώματα των συγγραφέων.

    Ο Γάλλος αυτός λοιπόν θεατρικός συγγραφέας ο Μπωμαρσαί, αν και δεν ήταν ιδιαίτερα άνθρωπος των γραμμάτων, ωστόσο έγραψε έξι θεατρικά έργα εκ των οποίων τα τέσσερα δεν αποτέλεσαν αξιόλογα λογοτεχνικά κείμενα, όμως οι κωμωδίες του «Ο κουρέας της Σεβίλλης» και «Ο γάμος του Φίγκαρο» ήταν αυτά που τον καθιέρωσαν και τον τοποθέτησαν στο βάθρο των μεγάλων θεατρικών συγγραφέων στη σφαίρα της αιωνιότητας.

    Η τριλογία λοιπόν του Φίγκαρο ήταν η εξής: «Trilogie de Figaro, ou le Roman de la Famille Almaviva», «Le Barbier de Seville ou la Precaution inutile» ( O Kουρέας της Σεβίλλης ή οι ανώφελες προφυλάξεις) το 1775, το 1784 «La Folle journee, ou le Mariage de Figaro» ( Η τρελλή μέρα ή οι γάμοι του Φίγκαρο) και τέλος το 1792 «L’autre Tartuffe, ou la Mere coupable» (O άλλος Ταρτούφος ή Η ένοχη μητέρα).

    Εκείνο που έκανε το έργο αυτό να ξεχωρίσει ήταν ο κεντρικός ήρωας ο Φίγκαρο τον οποίο είχε εμπνευστεί τόσο απ’ τους ραδιούργους και μηχανορράφους δούλους της αρχαίας ελληνικής κωμωδίας, όσο και απ’ τους πανούργους δούλους του Μολιέρου, του Μαριβώ, του Σαίξπηρ και άλλων.

    Μεγάλος υποστηρικτής των ιδεών του διαφωτισμού του Βολταίρου, του Ντιντερό, του Μοντεσκιέ, του Ρουσσώ, ο Μπωμαρσαί δημιουργεί έναν ήρωα στα έργα του τον Φίγκαρο που δεν δειλιάζει να στηλιτεύσει την εξουσία , τους έχοντες και κατέχοντες, τη διαφθορά, το ηθικό τέλμα της κοινωνίας της αριστοκρατίας, την πολιτική.

    Κατά την τρίτη πράξη του έργου σκηνή πέμπτη (5η) ο Φίγκαρο μιλά για την πολιτική: «Σιγά το πράμα. Κάνεις πως αγνοείς όσα ξέρεις και προσποιείσαι ότι γνωρίζεις αυτά που δεν ξέρεις. Παρακολουθείς προσεκτικά όσα δεν καταλαβαίνεις μέχρι να πάρει το αυτί σου κάτι που καταλαβαίνεις. Όλως ιδιαιτέρως, παριστάνεις πως καταφέρνεις ως κι αυτά που είναι υπεράνω των δυνάμεών σου! Κρατάς κρυφό ως μέγα μυστικό του κράτους ό,τι είναι παντελώς ασήμαντο.

    Κλειδαμπαρώνεσαι στο γραφείο και ξύνεις τα μολύβια, παριστάνοντας τον βαθυστόχαστο, ενώ στην πραγματικότητα το κεφάλι σου είναι άδειο. Σπέρνεις παντού χαφιέδες και μισθοδοτείς προδότες. Βουτάς ξένες επιστολές και …. εντέχνως τις ανοίγεις. Σύνθημά σου: ο σκοπός αγιάζει τα μέσα! Ιδού τα εργαλεία άσκησης πολιτικής! Κι αν δεν είναι έτσι, εγώ να πέσω ξερός!»

    Πόσο καλύτερα, πόσο πιο μεστά, πιο ουσιαστικά θα μπορούσε να καταδεικνύει με ύφος σκωπτικό, με λόγο καυστικό – σαρκαστικό, με άπλετα τα κωμικά στοιχεία και χλευασμό αλλά συνάμα και τόσο σύγχρονο και επίκαιρο το φιλοσοφικό ζήτημα τι είναι πολιτική! Ο Ντιντερό του οποίου ο Μπωμαρσαί ασπαζόταν τις ιδέες καθώς και των υπολοίπων διαφωτιστών της εποχής, δεν τόνιζε μόνο τον ηθικό χαρακτήρα της Τέχνης, διακήρυττε ταυτόχρονα πως «η Τέχνη πρέπει να καταδικάζει το ελάττωμα και την ψευτιά, να φοβερίζει τους τυράννους, κι ο καλλιτέχνης πρέπει υποχρεωτικά να ‘ ναι μυστικοσύμβουλος του ανθρώπινου γένους, διαλαλητής του καλού».

    Ο Μπωμαρσαί πραγματικά το κατάφερε μέσα απ’ τον θεατρικό του λόγο, να γίνει ένας «διαλαλητής του καλού», ο Φίγκαρο είναι ένας επαναστάτης, ιδεολόγος που μιλά για την ελευθερία της σκέψης του λόγου και της πράξης, που γελοιοποιεί την άρχουσα – αριστοκρατική τάξη διακηρύσσοντας άφοβα πως είναι φαιδροί οι αριστοκράτες, πως δεν κόπιασαν ποτέ για τίποτα άρα είναι περιττό να υφίστανται στις κοινωνικές δομές της χώρας που είναι ηθικά ευτελείς κι ενδιαφέρονται μόνο για τις υλικές αλλά και τις απολαύσεις της σάρκας απολύτως αναίσχυντα.

    Έτσι το έργο γίνεται σύμβολο, ο Φίγκαρο γίνεται η παντιέρα της επανάστασης πριν να ξεσπάσει η Γαλλική Επανάσταση , στο πρόσωπό του εκφράζεται όλη η επαναστατική κοσμοθεωρία των αστών που δυσφορούν , που αγωνίζονται, που παλεύουν για τα κοινωνικά τους δικαιώματα και για την αξιοπρέπειά τους.

    Για όλους αυτούς τους λόγους παρότι το έργο γράφτηκε το 1775, ωστόσο ανέβηκε εννέα χρόνια μετά κι αυτό συνέβη γιατί ο βασιλιάς δεν επέτρεπε την παρουσίασή του, διότι ένιωθε το επαναστατικό στοιχείο που υπέβοσκε μέσα στο λόγο του Μπωμαρσαί κι αισθανόταν τους κλυδωνισμούς της τάξης του απ’ τους αστούς . Παρόλα αυτά η παράσταση έτυχε μεγάλης αποδοχής και θαυμασμού, τόσο απ’ τους αστούς γιατί έβρισκαν δικαίωση του αγώνα τους στο πρόσωπό του Φίγκαρο, όσο και απ’ τους αριστοκράτες οι οποίοι γοητεύονταν απ’ τα στοιχεία του σκανδαλώδη βίου τους που έβγαιναν στην επιφάνεια με κωμικό τρόπο, καθώς επίσης παρωδούσε και περασμένα φεουδαρχικά δικαιώματά τους τα οποία ήταν παράδοξα ίσως και ανυπόστατα.

    Όμως το έργο του Μπωμαρσαί γοήτευσε και τον Μότσαρτ, ο οποίος μετά το έργο του «Απαγωγή από το σεράι» αναζητούσε ένα θέμα ιδιαιτέρως ευφυές, με κωμικά στοιχεία και αρκετές εναλλαγές. Τι καλύτερο λοιπόν απ’ τον «Γάμο του Φίγκαρο» για το οποίο μιλούσε όλη η Ευρώπη του Διαφωτισμού.

    Όμως ο Μότσαρτ, σε συνεργασία με τον Λορέντζο ντα Πόντε ο οποίος δημιούργησε το λιμπρέτο, αφαίρεσαν μέσα απ’ το κείμενο κάθε στοιχείο πολιτικής σάτιρας καταπνίγοντας κάθε ικμάδα επανάστασης από φόβο για τις συνέπειες που θα επισείονταν απ’ τις βιεννέζικες αρχές σε περίπτωση που θα είχαν κρατήσει αυτούσιο το έργο.

    Σαφώς δεν μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει ότι ο Μότσαρτ το 1786 συνέθεσε πραγματικά ένα μουσικό αριστούργημα «Le Nozze di Figaro» (Οι Γάμοι του Φίγκαρο) βασισμένοι στο έργο του Μπωμαρσαί, όπως και ο Τζοακίνο Ροσσίνι πολύ αργότερα το 1815 δημιούργησε την πασίγνωστη και περίφημη όπερα- μπούφα τον «Κουρέα της Σεβίλης».

    Ο Ντιντερό είχε πει πως «Η αντίληψη των αναλογιών είναι η βάση του ωραίου».

    Αυτές τις αναλογίες ο Μπωμαρσαί στο έργο του τις έχει σεβαστεί απόλυτα, μέσα σ’ ένα πλαίσιο αλλεπάλληλων εναλλαγών, όπου οι γρήγορες και έντονης δράσης σκηνές , διαδέχονται περιόδους νηνεμίας, περισυλλογής, συναισθηματικής – συγκινησιακής φόρτισης.

    Ο Στάθης Λιβαθινός έχοντας στα χέρια του την εξαιρετική μετάφραση της Έλσας Ανδριανού και σε συνεργασία μαζί της για την δραματουργική επεξεργασία του κειμένου, κατόρθωσε να αναδείξει το ασυμβίβαστο του Φίγκαρο μέσα απ’ το πεντάπρακτο έργο του Μπωμαρσαί. Χειρίστηκε με ιδιαίτερα ευρηματικό τρόπο, την ποιότητα του λόγου του Μπωμαρσαί, τα ευφυολογήματα με τα οποία είναι κατάφορτο το έργο, τα κωμικά στοιχεία που ρέουν εν αφθονία στην πλοκή και εκτυλίσσουν τη δράση αβίαστα, άφθαρτα, τελετουργικά δημιουργώντας έτσι έναν ύμνο στο μεγαλείο της θεατρικότητας.

    Η δυσκολία κάθε θεατρικού έργου, έγκειται στον τρόπο με τον οποίο θα γίνει παράσταση. Το εγχείρημα που εγκυμονεί κινδύνους, είναι η μεταφορά του θεατρικού-λογοτεχνικού έργου επί σκηνής και κυρίως στην κωμωδία όπου εκεί η εικόνα – η δράση – η κίνηση, προηγούνται του προβληματισμού ο οποίος έπεται. Ανάμεσα σ’ αυτή τη σχέση πρέπει να υπάρχει μια συμπόρευση, που να βασίζεται σε κάποιους κώδικες θέασης τους οποίους ο Στάθης Λιβαθινός ο ταλαντούχος και με βαθειά γνώση του θεάτρου σκηνοθέτης, γνωρίζει πολύ – καλά.

    Οι ιδιομορφίες της θεατρικής Τέχνης, απαιτούν απ’ τη δραματουργία ειδικές φόρμες που να προβάλλουν το περιεχόμενο, τη συναρπαστικότητα, την πυκνότητα, τη σαφήνεια, τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, τη βίαια σύγκρουση και τον πλούτο στα γλωσσικά χαρακτηριστικά των προσώπων, ζωντάνια, αληθοφάνεια και αμεσότητα πάνω στη σκηνή μπροστά στα όσα διαδραματίζονται.

    Έτσι ο Λιβαθινός, κατορθώνει εκμεταλλευόμενος όλα τα στοιχεία που θέτονται στη διάθεσή του απ’ τον Μπωμαρσαί να τα προβάλλει, να τα αναδείξει, να κατακλύσει τη σκηνή με τα θεατρικά του ευρήματα, με την πολυπλοκότητα των σκηνών, με τη γρήγορη δράση που δεν αφήνει περιθώρια κούρασης η δυσφορίας στο θεατή, με κινησιολογική προσέγγιση των προσώπων απ’ την Pauline Huguet ώστε να αναδείξει τα χαρακτηριστικά κάθε προσώπου – ήρωα σε όλη τους τη διάσταση και τέλος με την παραστατική του αρτιότητα ο Λιβαθινός επιτυγχάνει την κατάκτηση του θεατή, καθώς το κοινό αφομοιώνει το θέαμα την ώρα που αυτό πραγματώνεται ως έργο Τέχνης κι αυτή η αμφίδρομη σχέση, είναι μια λειτουργία τόσο ιερή, που δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά την απόλυτη θεατρική μέθεξη, όπου ο θεατής αποχωρεί απ’ το θέατρο πλήρης από ευφορία.

    Έλεγε ο Ντιντερό για τον ηθοποιό: «….αναλογιστείτε τί στο θέατρο ονομάζουνε να ‘σαι αληθινός. Τάχα αυτό σημαίνει να σαι πάνω στη σκηνή ό,τι και στη ζωή; Κάθε άλλο. Σ ‘ αυτή την έννοια η αληθινότητα θα μεταβάλλονταν σε χυδαιότητα. Και τι ‘ναι η θεατρική αληθινότητα; Aυτή είναι συμφωνία- στις ενέργειες, στο λόγο, στο πρόσωπο, στις κινήσεις, στις χειρονομίες- προς την ιδανική μορφή που έπλασε η φαντασία του ποιητή και που συχνά την εξυψώνει ο ηθοποιός. Να που βρίσκεται το θαύμα».

    Εμείς το θαύμα το είδαμε επί σκηνής στο πρόσωπο του Δημήτρη Ήμελλου που ενσάρκωσε το ρόλο του Φίγκαρο, με γοητευτικά παιγνιώδη τρόπο καθώς κατόρθωσε να αλλάζει με περισσή δεξιοτεχνία φωνή και ύφος ανάλογα με την κατάσταση και με ευφάνταστο και συνάμα κωμικό τρόπο να διαχέονται οι επαναστατικές του ιδέες με εφαλτήριο τη σκηνή προς την κατάμεστη θεατρική αίθουσα. Όλα παραπέμπουν σ’ έναν τσιγγάνο άλλωστε ο ίδιος ο Φίγκαρο λέει πως όταν ήταν μωρό ακόμη, τον είχαν απαγάγει και τον είχαν μεγαλώσει τσιγγάνοι, έτσι του Δημήτρη Ήμελλου το χτένισμα, τα ρούχα, οι μπότες, το περίτεχνο μούσι, η καδένα στο λαιμό από άποψη ενδυματολογική όπως αυτή διαμορφώθηκε απ’ την Ελένη Μανωλοπούλου, αλλά και κινησιολογικά, συγκροτούν την προσωπικότητα του ανένταχτου, του επαναστάτη, του ευφυούς, του αγωνιστή και παράλληλα του ευαίσθητου, του ρομαντικού που ξέρει να ζει και να γεύεται τον έρωτα.

    Ο απώτερος στόχος του Λιβαθινού δεν ήταν να δώσει μια παράσταση που να φωτίζει την απόλυτα ρεαλιστική πλευρά και πραγματικότητα της εποχής του 18ου αιώνα κι αυτό είναι έκδηλο και από τις ενδυματολογικές φόρμες που χρησιμοποιεί η Ελένη Μανωλοπούλου στα κοστούμια των ηθοποιών, τα οποία θα λέγαμε πως δεν ήταν τόσο κοστούμια εποχής όσο ότι κουβαλούν πάνω τους «άρωμα εποχής» όπως είχε δηλώσει σε συνέντευξή του ο Στάθης Λιβαθινός, στοιχεία χαράς, απλότητας, αθωότητας, ζωντάνιας, ευφορίας και ετερόκλιτων στοιχείων που συνδυάζονται αρμονικά μεταξύ τους.

    Πως να μην αναφέρει κανείς τον εξαιρετικό Άρη Τρουπάκη ως Κόμη Αλμαβίδα με έντονο ροκ στυλ τόσο ενδυματολογικά, όσο και κινησιολογικά αλλά και εκφραστικά προκειμένου να τονίσει το σκωπτικό και σαρκαστικό ύφος του Μπωμαρσαί με ιδιαίτερη επιτυχία και την Αμαλία Τσεκούρα ως Σουζάνα στον αντίποδα της αθωότητας, της ηθικής, της αγνότητας και της χαράς της ζωής να διασκεδάζει παντού το γοητευτικά-αέρινο στοιχείο του ρόλου της.

    Η Αντιγόνη Φρυδά ως κόμισσα, με μια ιδιότυπη σύγχρονη ματιά και η Μαρία Σαββίδου ως Μαρσελίνα, βοηθά τον Φίγκαρο να ξετυλίξει το επαναστατικό μανιφέστο του.

    Θα ήθελα ωστόσο να αναφερθώ και στην μοναδική ερμηνεία του Νίκου Καρδώνη ως Μπαζίλιο, με ενδυματολογική και υφολογική δομή καθαρά οριεντάλ ενσαρκώνοντας το ρόλο ενός Ινδού δασκάλου της μουσικής, εμπνευσμένος από το λαϊκό θέατρο, την παντομίμα, τη λειτουργία της μάσκας όπως σε αρκετά είδη θεάτρου και την κομέντια ντελ άρτε σε όλο της το Μεγαλείο.

    Δρώντας η μουσική του Χαράλαμπου Γωγιού όχι μόνο επικουρικά, αλλά και τονίζοντας σημειολογικά όλα αυτά τα ετερόκλιτα στοιχεία των ηρώων που συμπλέουν επί σκηνής εμφανίζει δυναμικά αντικρουόμενα μουσικά μοτίβα τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το χρώμα της παράστασης και απολύτως δικαιολογημένα.

    Αν σκεφτεί κανείς πως στην όπερα του Μότσαρτ «οι Γάμοι του Φίγκαρο» υπάρχουν μουσικά σύνολα όπως και μοτίβα μουσικά απ’ τη βαλκανική μουσική κυρίως των τσιγγάνων (αναφέρομαι στα χάλκινα), καθώς και στην εξίσου επιτυχημένη όπερα του «Η απαγωγή από το σεράι» είχε εντάξει στοιχεία οριεντάλ, θα αντιληφθεί πως τα φαινομενικά-αντίθετα) μουσικά συμπλέγματα του Γωγιού είναι απολύτως επιβεβλημένα να υφίστανται.

    Την ίδια περίοδο υπήρχε μια οριεντάλ διάθεση διάχυτη ως μόδα, όταν ακόμα και η Μαντάμ ντε Πομπαντούρ είχε ποζάρει ως Τουρκάλα στο έργο του Van Loo.

    Όπως τα κοστούμια λοιπόν, έτσι και τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου έχουν το ίδιο παιγνιώδες ύφος. Παράθυρα που άλλες φορές πατάνε στη σκηνή κι άλλες φορές κρέμονται από ψηλά σαν μετέωρα μέσα στο χρόνο, το ίδιο και το μπουντουάρ της Κόμισσας που ανάγεται σε μια σκαλωσιά που εγκυμονεί κινδύνους κατά την άνοδο αυτής το επεκτατικό σκηνικό προς την πλατεία του θεάτρου που προσδιορίζει τις επεκτατικές ιδέες του Φίγκαρο για τους αστούς, όλα σημειολογικά δηλώνουν το μεταίχμιο που βρίσκονταν οι κοινωνικοπολιτικές διεργασίες της εποχής και το εφαλτήριο της επανάστασης που δομείται, ανδρώνεται παίρνει σάρκα και οστά στο πρόσωπο του Φίγκαρο.

    Τις πολυποίκιλες εκφάνσεις όλης της παράστασης, ακολουθούν με συνέπεια και αισθητική αρτιότητα οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου.

    Τους υπόλοιπους ρόλους ενσαρκώνουν με απόλυτη επιτυχία οι ηθοποιοί: Γεράσιμος Μιχελής και Χρήστος Σουγάρης, η Αργυρώ Ανανιάδου, ο Γιώργος Τσιαντούλας, ο Διονύσης Μπουλάς, ο Γιάννης Παναγόπουλος και ο Λευτέρης Αγγελάκης, δημιουργώντας έναν δυναμικά αρμονικό θίασο.

    Ο Ευγένιος Ιονέσκο έλεγε πως «Ένα έργο Τέχνης είναι πάνω από όλα, μια περιπέτεια του μυαλού» μόνο που αυτή η παράσταση είναι και περιπέτεια των αισθήσεων, του λόγου, της μουσικής, της χαράς, του έρωτα, της επανάστασης, είναι μια εμπειρία πρωτόγνωρη που δεν έχετε ξανααισθανθεί.

    Πιστέψτε με είναι ο καλύτερος γάμος που έχετε πάει ποτέ στη ζωή σας και είστε όλοι καλεσμένοι…….!!

    28.03.2015, Ρηγοπούλου Μαριλιάνα «Ο Γάμος του Φίγκαρο: Ένας γάμος που θα σας μείνει αξέχαστος!», www.mcnews.gr

  • Ο γάμος του Φίγκαρο

    Το μεσαίο έργο της τριλογίας του Φίγκαρο με τίτλο «Ο Γάμος του Φίγκαρο» του Γάλλου Pierre-Augustin de Beaumarchais επέλεξε να σκηνοθετήσει ο Στάθης Λιβαθηνός στην αίθουσα «Νίκος Σκαλκώτας» του Μεγάρου Μουσικής.

    Γραμμένο στα τέλη του 18ου αιώνα λίγο πριν τη Γαλλική Επανάσταση, περιστρέφεται γύρω από το Φίγκαρο, ένα δαιμόνιο και λίγο μηχανορράφο υπηρέτη και επιστάτη του πύργου του κόμη Αλμαβίβα, ο οποίος πρόκειται να νυμφευθεί τη Σουζάνα, υπηρέτρια, αντίστοιχα, της κόμισσας Αλμαβίβα. Ο κόμης, γυναικάς και λάτρης του ποδόγυρου, θέλει ένα κομμάτι της επερχόμενης σαρκικής ευτυχίας του Φίγκαρο με τη Σουζάνα, ενώ τα πράγματα περιπλέκονται όταν η Μαρσελίνα, ερωτευμένη και αυτή με το Φίγκαρο, επιχειρεί να τους χωρίσει για ίδιο όφελος. Πρόσωπα και καταστάσεις μπερδεύονται γλυκά σε ένα κωμικά ερωτικό γαϊτανάκι, οι παρεξηγήσεις διαδέχονται η μία την άλλη, πριν ο έρωτας θριαμβεύσει με τη βούλα στην παράσταση. Η μετάφραση της Έλσας Ανδριανού στρωτή, προσιτή και έχοντας διατηρήσει όλα τα κωμικά στοιχεία του έργου αλλά και τους υπαινιγμούς και τις πολιτικές του προεκτάσεις, αποτελεί ένα πρώτο καλό εργαλείο στα χέρια του σκηνοθέτη.

    Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί μια κωμωδία καταστάσεων (με πολιτικές αναφορές και νύξεις) και με όπλο και οδηγό το χιούμορ και τη σάτιρα εισάγει έντονες πινελιές πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού στην παράσταση. Και βέβαια δε θα περίμενα ποτέ τον κύριο Λιβαθινό να σκηνοθετήσει μονοσήμαντα και μονοεπίπεδα ένα τέτοιο κείμενο. Μετά το αναγνωριστικό πρώτο εικοσάλεπτο της παράστασης, αρχίζει και υφαίνει έναν ιστό γύρω από το θεατή, τον κρατάει εκεί και σαν μέσα από την κλειδαρότρυπα παρακολουθούμε τις περιπέτειες του Φίγκαρο και των άλλων ηρώων με διάθεση συμμετοχική. Ο προβληματισμός δε λείπει και μάλιστα γίνεται αντιληπτός μέσα από μια παιχνιδιάρική διάθεση, καυστικό λόγο και χαριέσσα κίνηση, δείχνοντας ότι το κείμενο δεν είναι μια απλή διεκπεραιωτική κωμωδία, αλλά έχει και μια δεύτερη βαθύτερη ανάγνωση. Εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις δυνατότητες του πολυμορφικού και σουρεάλ σκηνικού και δημιουργεί κίνηση στο πλάτος, στο βάθος, αλλά και το ύψος της σκηνής, μην επιτρέποντας κανένα εφησυχασμό και με το πόδι σχεδόν διαρκώς στο γκάζι. Η αρμονία συνδυάστηκε επιτυχώς με το ρυθμό και έτσι παρά την τρίωρη διάρκεια της παράστασης, αυτή δεν εκτροχιάστηκε στιγμή και διατήρησε ένα σταθερό και σταθερά ανοδικό τέμπο. Οι υπαινιγμοί και κάποια ειρωνικά σχόλια είναι ίσως ενδεικτικά της εποχής και της πολιτικής κατάστασης που θα έλθει στη Γαλλία, αλλά δεν ακούγονται παλιά και κούφια, αλλά απόλυτα διαχρονικά και σημερινά. Θεωρώ δείγμα ευφυΐας από το σκηνοθέτη τον επιτυχή συνδυασμό της θέασης μιας κωμωδίας με το θεατή στη συντριπτική πλειοψηφία της παράστασης να διατηρεί μια ευφρόσυνη διάθεση εξαιτίας του λόγου, της κίνησης και των σκηνοθετικών ευρημάτων με τον παράπλευρο προβληματισμό. Στο παιχνίδι της γοητείας και της αποπλάνησης του θεατή η οριεντάλ παρουσία του Μπαζίλιο, η ζωντανά εκτελεσμένη μουσική με στοιχεία από Μότσαρτ μέχρι βαλκανική μουσική και η υπολογισμένα ελαφρώς παράταιρη εμφάνιση του Φίγκαρο με κούρεμα και καδένα Ρομά. Σχεδόν τίποτα λοιπόν δε δείχνει να έχει αφεθεί στην τύχη του και η σκηνική χαρά των ηθοποιών μεταγγίζεται σχεδόν αυτόματα στην πλατεία και τους θεατές.

    Ο Δημήτρης Ήμελλος είναι σχεδόν ο ιδανικός Φίγκαρο. Σε ώριμη ηλικία πλέον, αλλά και ξέροντας απόλυτα τα όρια της υφολογικής γκάμας που πρέπει να κινηθεί. Αλλάζει ήχο και ένταση στη φωνή του, έκφραση και ύφος, κινείται αέρινα και σε απόλυτη αρμονία με το λόγο του, έχει μια αμεσότητα, ένα μπρίο και μια μεταδοτικότητα που κερδίζει αμέσως το θεατή. Και γίνεται ένας απόλυτα επιτυχημένος Φίγκαρο. Ο Άρης Τρουπάκης, στο ρόλο του κόμη Αλμαβίβα, με ροκ εμφάνιση, αλλά διατηρώντας την αριστοκρατική αύρα του ήρωα που υποδύεται, ήταν και αυτός απολαυστικός. Γυναικάς και βολεψάκιας, έξυπνος αλλά και παιχνιδιάρης, αποτελεί το ιδανικό εργαλείο ώστε να συνειδητοποιηθεί η περιπαικτική και σαρκαστική πένα του Μπωμαρσαί. Έζησε το ρόλο του, έδειξε να τον απολαμβάνει και αυτό πέρασε και στην πλατεία. Η Αμαλία Τσεκούρα σα Σουζάννα, το ερωτικό μήλον της έριδος μεταξύ Φίγκαρο και κόμη, γλυκιά, θηλυκή, με παιγνιώδη διάθεση αποτέλεσε το ιδανικό αντίβαρο στην καταλυτική παρουσία του Φίγκαρο στη σκηνή. Η Μαρία Σαββίδου ως Μαρσελίνα, χυμώδης και με ωραίες κωμικές στιγμές, αναδιπλώθηκε ιδανικά και μας χάρισε με το μονόλογό της έντονη συγκίνηση. Ο Νίκος Καρδώνης, ήρεμη δύναμη στην παράσταση, με την εμπειρία και το χιούμορ του έδωσε ειδικό βάρος στον οριεντάλ ρόλο του και ένα κομψό, εναλλακτικό Μπαζίλιο. Ο Γιώργος Τσιαντούλας σαν Κερουμπίνο, με μία παιδική αφέλεια και αδεξιότητα στο ρόλο του, ίσως να τον τράβηξε ένα κλικ παραπάνω απ’ όσο χρειαζόταν, αλλά γενικά στάθηκε με αξιοπρέπεια και χιούμορ. Η Αντιγόνη Φρυδά στο ρόλο της κόμισσας Αλμαβίβα, υπήρξε το γήινο αντίβαρο του συζύγου της, μία ανασφαλής γυναίκα που εκμεταλλεύεται τις καταστάσεις προς όφελός της, έστω και με τυχαίο τρόπο. Ο Χρήστος Σουγάρης (Αντόνιο), η Αργυρώ Ανανιάδου (Φανσέτα), ο Γεράσιμος Μιχελής (Μπάρτολο), ο Διονύσης Μπουλάς (Ντον Γκουζμάν), ο Γιάννης Παναγόπουλος (Ντουμπλ Μάιν) και ο Λευτέρης Αγγελάκης (Πεντρίγιο) συμπληρώνουν τον πολυμελή θίασο με μικρούς ρόλους στους οποίους αποτελούν τον ορισμό του χορού, του ensemble. Άλλωστε και αυτή η παράσταση του κυρίου Λιβαθινού αποπνέει έντονη ομαδικότητα, αρμονία, καλλιτεχνική χημεία, ένταξη του ατόμου στο σύνολο και ανάδειξή του μέσα από αυτό.

    Τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου με μια σουρεάλ αισθητική, αλλά απόλυτα ενταγμένα στη λειτουργικότητά τους μέσα στην παράσταση. Πόρτες και παράθυρα που είτε πατούν στη γη, είτε κρέμονται στον αέρα δίνοντας μια αίσθηση ονείρου, μια μεταλλική σκαλωσιά υπέροχα μεταμορφωμένη σε μπουντουάρ της κόμισσας, δείχνουν σκέψη, πολλές ώρες επεξεργασίας των ιδεών ώστε να γίνουν λειτουργικές στην πράξη, αλλά και πλήρης ένταξή τους στο όραμα του σκηνοθέτη. Τα κοστούμια της ευφάνταστα και εξίσου λειτουργικά. Η μουσική του Χαράλαμπου Γωγιού εκτελεσμένη ζωντανά από τους AntArtes πολυμορφική, πολυσυλλεκτική, δεν περιορίστηκε σε μια στείρα μουσική αναπαράσταση της εποχής, αλλά προσέθεσε άποψη και πρωτοτυπία σε αυτή. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου ακολουθούν πιστά τη δράση και τη φωτίζουν εύστοχα και δυναμικά. Η επιμέλεια της κίνησης της Pauline Huguet σε πλήρη χημεία και αρμονία με τη σκηνοθετική και σκηνογραφική ματιά της παράστασης, αποτέλεσε άλλο ένα εργαλείο στα χέρια της ομάδας για την επίτευξη του ευτυχούς τελικού αποτελέσματος.

    Συμπερασματικά, πρόκειται για μια παράσταση, της οποίας οι αρετές είναι πολλές και ήδη αναλύθηκαν διεξοδικά. Ευφυής δραματουργία και σκηνοθεσία από ένα σκηνοθέτη με όραμα, ο οποίος ξέρει να το μεταφέρει στη σκηνή, ατμόσφαιρα ποπ και ρυθμός ευφρόσυνος, χωρίς δηθενιές και αχρείαστα τρυκ, μαγική σκηνογραφία και μια καλοκουρδισμένη και δεμένη ομάδα ηθοποιών, που συνολικά δίνει ρεσιτάλ και δείχνει να ζει και να απολαμβάνει την τρίωρη παρουσία της στη σκηνή του Μεγάρου. Από τις πολύ καλές θεατρικές προτάσεις της πρωτεύουσας.

    03.03.2015, Χριστόπουλος Γιώργος «Ο γάμος του Φίγκαρο», www.newsage.gr

  • Στάθης Λιβαθινός: Οι ήρωες επιζούν αυτοσχεδιάζοντας

    «Ο Γάμος του Φίγκαρο», η παράσταση με την οποία ο Στάθης Λιβαθινός εγκαινιάζει τον νέο θεσμό «Θέατρο στο Μέγαρο», ο δεύτερος τίτλος του έργου «Μια τρελή μέρα» τον οποίον προτιμά, «οι ήρωες που επιζούν αυτοσχεδιάζοντας», αλλά και η διαπίστωση «ο αυτοσχεδιασμός είναι ένας ελληνικός τρόπος ύπαρξης, ο Θεός έδωσε στον Άνθρωπο τον αυτοσχεδιασμό για να δημιουργεί και στους Έλληνες για να υπάρχουν…»

    Ο Στάθης Λιβαθινός εξηγεί ότι, διάλεξε τον Φίγκαρο επειδή «είναι μία εποχή δακρύων και είχαμε ανάγκη το γέλιο» και λέει, με αφορμή την ιστορία του Μπομαρσαί ότι «η ρευστότητα της ζωής είναι ωραίο μάθημα».

    Αναφερόμενος στην «Ιλιάδα», την επιτυχημένη, εντός, αλλά και εκτός Ελλάδας, παράσταση του, υπογραμμίζει ότι, δεν υμνεί τον πόλεμο, αλλά τον Άνθρωπο «… γι αυτό και οι άνθρωποι στην Ιλιάδα, την ώρα που πεθαίνουν αποκτούν το όνομα τους και το όνομα του πατέρα τους» και μιλά για την πρόσφατη εμπειρία του από τις παραστάσεις στο εξωτερικό: «Επειδή γίνονταν after talk, συζητήσεις μετά τις παραστάσεις, στο Άμστερνταμ για παράδειγμα, έπεφταν και κουβέντες του τύπου ‘Εσείς οι Έλληνες, που…» […]

    23.02.2015, Ορφανίδου Ειρήνη «Στάθης Λιβαθινός: Οι ήρωες επιζούν αυτοσχεδιάζοντας», www.thetoc.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Ο γάμος του Φίγκαρο» του Μπωμαρσαί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

    Το θέατρο του Πιερ Μπωμαρσαί (1732 – 1799) λειτουργεί δίκην μεγεθυντικού καθρέφτη, εντός του οποίου αντανακλάται κατά τρόπον ευσύνοπτο η εποχή του συγγραφέα, εγγεγραμμένη στον κατοπτρισμό των προεπαναστατικών ζυμώσεων. Ο Γάλλος δραματουργός προαναγγέλλει την καινούργια κοινωνία που θα προκύψει μετά την κατάληψη της Βαστίλης, αλλά και την κοινωνία που θα πάρει τη σκυτάλη από τον αιώνα του Διαφωτισμού.

    Η «φιγκαρική» τριλογία απαρτίζεται από τα έργα «Ο Κουρέας της Σεβίλλης ή Η άχρηστη προφύλαξη», «Ο Γάμος του Φίγκαρο ή Η τρελή ημέρα» και «Η Ένοχη Μητέρα ή ο άλλος Ταρτούφος». Ο Φίγκαρο συνιστά θεατρικό πρόσωπο το οποίο λειτουργεί ως βάση και ως καταλυτικής σημασίας ενοποιητικό στοιχείο, συνδέον τα τρία έργα κατά την δραματική ανάπτυξη του συστήματος των δρώντων, καθώς και κατά την εξελικτική πορεία της πλοκής.

    Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το δεύτερο έργο της τριλογίας, «Ο Γάμος του Φίγκαρο ή Η τρελή ημέρα» (1784), χαρακτηρίσθηκε ως «πρόβα της Επανάστασης». Ο Φίγκαρο ενσαρκώνει, χωρίς αμφιβολία, την αστική ανερχόμενη ιδεολογία της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Αδερφοσύνης, που θα γίνουν σε λίγο συνθήματα και λίγο αργότερα κεντρικό μοτίβο των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

    Το στοίχημα σε κάθε θεατρικό έργο είναι πώς παρουσιάζεται στη σκηνή, πώς δηλαδή περνά από την οριζόντια θέση του βιβλίου στην κάθετη, κινημένη της σκηνής. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως για την κωμωδία, όπου προέχει η θέαση και ακολουθεί ο προβληματισμός επί της ουσίας. Η θέαση όμως έχει τους νόμους της, όπως βέβαια τους κωδικοποιεί ένας ευφυής δημιουργός. Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός γνωρίζει αυτούς τους νόμους και έχει δημιουργήσει στην ιστορία της παραστασιολογίας τους δικούς του κώδικες. Ο κύριος Λιβαθινός με την οικεία σκηνική γραφή του, έστησε μια παράσταση της οποίας το θαυμαστό έγκειται στη σύμπνοια μορφής και περιεχομένου, αφού ένα συνεχές ρεύμα από ευρήματα – κινήσεις αναγωγικές του κειμένου, των προσώπων, των ρόλων, των επεισοδίων – κατακλύζει τη σκηνή δημιουργώντας ευφορία στον θεατή.

    Το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, που υπογράφει και τα παιγνιώδη κοστούμια, ανάγει το παράθυρο σε αντικείμενο – έκσταση ενώ η σκαλωσιά αποτελεί συνδήλωση ενός μετέωρου χρονικού διαστήματος, κατά το οποίο τίθενται τα θεμέλια της μεγάλης αλλαγής. Ένας νέος κόσμος είναι έτοιμος να χτιστεί. Η μουσική του Χαράλαμπου Γωγιού σχολιάζει υπαινικτικά λεπτές, μικρές λεπτομέρειες της δράσης που παρακολουθούν με συνέπεια οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου οδηγώντας σε ένα ενιαίας υφής αποτέλεσμα.

    Οι ηθοποιοί υποδύονται τους ρόλους με οίστρο αν και σε ορισμένες στιγμές άνισα. Ο Δημήτρης Ήμελλος ως Φίγκαρο αλλάζει ήχους, φωνή, ύφος ενσωματώνοντας και άλλους «απόντες» ρόλους στην πορεία του. Η Αμαλία Τσεκούρα ως Σουζάνα, η Μαρία Σαββίδου ως Μαρσελίνα και η Αντιγόνη Φρυδά ως Κόμισσα δημιουργούν με την ευελιξία τους όλα τα αντίβαρα για την επεισοδιακή επέλαση του Φίγκαρο. Διαφορετικό χρώμα διοχετεύει στην παράσταση ο Νίκος Καρδώνης ως Μπαζίλιο με ένα κομψότατο οριενταλίζον ύφος. Ο ροκ Κόμης Αλμαβίβα του Άρη Τρουπάκη υπογραμμίζει το περιπαικτικό και σαρκαστικό πνεύμα του συγγραφέα και την κριτική που ασκεί στα πρόσωπα. Τη διανομή συμπληρώνουν με χαρακτηριστικές ερμηνείες ο Χρήστος Σουγάρης (Αντόνιο), η Αργυρώ Ανανιάδου (Φανσέτα), ο Γιώργος Τσιαντούλας (Κερουμπίνο), ο Γεράσιμος Μιχελής (Μπάρτολο), ο Διονύσης Μπουλάς (Ντον Γκουζμάν), ο Γιάννης Παναγόπουλος(Ντουμπλ-Μαιν) και ο Λευτέρης Αγγελάκης (Γκριπ-Σολέιγ, Πεντρίγιο).

    Προσεγμένο το πρόγραμμα της παράστασης περιέχει ολόκληρη τη μετάφραση της Έλσας Ανδριανού καθώς και σημαντικές μελέτες για το έργο.

    Ο Νεκτάριος – Γεώργιος Κωνσταντινίδης είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, κριτικός και μεταφραστής θεάτρου.

    22.02.2015, Κωνσταντινίδης Νεκτάριος – Γεώργιος «Ο γάμος του Φίγκαρο του Μπωμαρσαί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών», tvxs.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Καιροσκοπισμός, ηθικές αρχές και το ένστικτο της επιβίωσης

    Η Αμαλία Τσεκούρα και ο Δημήτρης Ήμελλος, πρωταγωνιστές στο «Γάμο του Φίγκαρο» του Στάθη Λιβαθινού, σε μια συζήτηση που «εκτροχιάστηκε». Πρόσκληση στο θεατρικό «γάμο» της χρονιάς.

    Αμαλία Τσεκούρα:
    Ο «Γάμος του Φίγκαρο» ανήκει στη γνωστή τριλογία του Μπομαρσέ. Με τον «Κουρέα της Σεβίλης» ξεκινήσαμε τη δουλειά μας για τον «Φίγκαρο», καθώς η μελέτη μας άρχισε με το πρώτο έργο. Και αυτό γιατί παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το πώς εξελίσσονται τα πράγματα από το ένα έργο στο άλλο και πώς αλλάζουν οι άνθρωποι, οι σχέσεις και οι καταστάσεις.

    Δημήτρης Ήμελλος:
    Ο Μπομαρσέ είναι μια καλή αφετηρία, γιατί ανέτρεπε τα δεδομένα, έβαζε το δάχτυλο στην πληγή, αποκάλυπτε το παρασκήνιο που λειτουργούσε πίσω από την κυρίαρχη τάξη της εποχής, όπως και τη δηθενιά στη συμπεριφορά των ανθρώπων. Ο Φίγκαρο, ο ήρωας που διατρέχει τα δύο έργα του Μπομαρσέ είναι ένας βιοπαλαιστής που ξεκίνησε από το μηδέν, ένα παιδί χωρίς οικογένεια που μεγάλωσε με Τσιγγάνους, και προσπάθησε να αποκτήσει ηθικές αρχές, αλλά διαπιστώνει πως όλες οι καταστάσεις τον ωθούν στο αντίθετο, στον καιροσκοπισμό. Η ίδια η φτιαξιά των πραγμάτων, δηλαδή, αντί να βγάζει τους ανθρώπους από το βούρκο, τους σπρώχνει πιο μέσα, και αυτούς που, λόγω καταγωγής, είναι προορισμένοι για τα μεγάλα, κάνουν τα μεγάλα, είτε είναι ικανοί είτε όχι.

    Κι όμως, ακόμη και μέσα σε αυτό τον απίστευτο κοινωνικό ντετερμινισμό, αναπτύσσονται στον άνθρωπο τέτοιου είδους αντιστάσεις, τις οποίες συνήθως ο εφησυχασμός δεν επιτρέπει την ανάπτυξή τους. Ας πούμε, η παρατήρηση, ο αυτοσχεδιασμός, το να είσαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να ξεφύγεις από τον κίνδυνο. Μια στάση ζωής που αν δεν βλέπεις μόνο τις δυσκολίες της, αυτό προσφέρει μια ανάταση, γιατί σε φέρνει πολύ κοντά με την κάθε μέρα. Δεν υπάρχει η αντίληψη του «έχω αυτά, να κοιτάξω να μην τα χάσω».

    Αμαλία Τσεκούρα:
    Ο «Γάμος» παρουσιάζεται για πρώτη φορά το 1784, στη Γαλλία, και μοιάζει να αποτελεί προανάκρουσμα της μεγάλης των Γάλλων επανάσταση. Όπως οτιδήποτε εμφανίστηκε αυτήν την περίοδο. Δεν νομίζω ότι υπήρξε κάτι εκείνη την εποχή που δεν φώναζε «επανάσταση». Εξάλλου, η επανάσταση υπήρχε τότε παντού: όχι μόνο στην καθημερινότητα των ανθρώπων, αλλά και σε θεσμικό επίπεδο. Ο Μπομαρσέ χρησιμοποίησε δραματουργικά τα «καπρίτσια» της αριστοκρατίας, αλλά και άλλων τάξεων, προς ίδιον όφελος. Υπήρξε ένας εκπληκτικός οπορτουνιστής, αδίστακτος σε όλα τα επίπεδα, και αναλόγως της στιγμής λειτουργούσε διαφορετικά. Ήταν σαν τον Φίγκαρο – ο Μπομαρσέ ήταν «φιγκαρικός» στη ζωή του. Φίγκαρο και Μπομαρσέ διαθέτουν δυνατό το ένστικτο της επιβίωσης.

    Δημήτρης Ήμελλος:
    Στη συνθήκη που έχει στηρίξει το «Γάμο του Φίγκαρο» ο Μπομαρσέ, τη μέρα του γάμου, μία και μόνη μέρα, παίζονται όλα. Ενώ οι ήρωες έχουν προνοήσει για τα σχέδιά τους, είναι τέτοιες οι συνθήκες που κάθε στιγμή καλούνται να αυτοσχεδιάζουν, προκειμένου να καταφέρουν να επιβιώσουν. Ο αυτοσχεδιασμός κρατάει τον άνθρωπο ζωντανό. Ο «Γάμος του Φίγκαρο» έχει στοιχεία τραγωδίας, αλλά και στοιχεία φάρσας. Ο συνδυασμός της φάρσας με την τραγωδία λειτουργεί ευεργετικά προς την κατεύθυνση του να νιώσεις δέος και ταυτόχρονα σου παρέχει την ευκαιρία να κοιταχτείς στον καθρέφτη και να γελάσεις με τον εαυτό σου.

    Σημασία έχει το πώς γελάς και το πώς κλαις. Δεν είναι ίδια όλα τα δάκρυα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα γέλια. Όσο το γέλιο περιέχει το δάκρυ και τούμπαλιν τόσο πιο βαθύ και ουσιαστικό είναι το έργο. Για να το πω σχηματικά, δεν υπάρχει γάμος χωρίς κλάμα και κηδεία χωρίς γέλιο. Αυτά βρίσκονται μέσα στη ζωή, και ο Μπομαρσέ φαίνεται πόσο καλός παρατηρητής της ζωής υπήρξε. Δεν κάνει ένα απλό σκαρίφημα, ένα σκίτσο – δημιουργεί ολοκληρωμένους χαρακτήρες.

    Αμαλία Τσεκούρα:
    Το πρόσωπο του Φίγκαρο μοιάζει να είναι σύγχρονο και πολύ ελληνικό. Υπάρχουν στιγμές στο έργο που σε κάνουν να αναρωτιέσαι πώς συμβαίνει να αισθάνεσαι τόσο κοντά σε έναν ανθρωπότυπο που δημιουργήθηκε το 18o αι. Η κωμωδία αυτή είναι φτιαγμένη πάνω στους τύπους της comedia dell’arte –ο υπηρέτης, η υπηρέτρια, ο κόμης, ο γιατρός–, αλλά οι ήρωες δεν μένουν καρικατούρες, είναι ολοκληρωμένοι χαρακτήρες που εξελίσσονται, είναι χαρακτήρες που εμπεριέχουν ταυτόχρονα το μεγαλείο και τη μικρότητα. Είναι μαζί μεγαλειώδεις και ποταποί. Με μια λέξη: ανθρώπινοι.

    Αυτή, άλλωστε, δεν είναι η πραγματικότητα; Δεν είμαστε ούτε ιδανικά καλοί, ούτε ιδεατά αποτρόπαιοι. Και είναι ωραίο το να βλέπεις αυτούς τους τόσο ρεαλιστικούς ανθρώπινους τύπους στο θέατρο. Σε αυτό το σημείο έγκειται η επαναστατικότητα του Μπομαρσέ: απενοχοποίησε το να είσαι άνθρωπος και να κρύβεις μέσα σου τόσο τον άγιο όσο και το δαίμονα.

    Δημήτρης Ήμελλος:
    Ο ακρογωνιαίος λίθος της δραματουργίας του Μπομαρσέ είναι το παράδοξο. Θεωρεί ότι η ίδια η ζωή είναι παράδοξη, αντιφατική, μη προβλέψιμη. Στην πραγματική ζωή του ο Μπομαρσέ εμφανίζεται ως άνθρωπος που τα έχει κάνει όλα, έχει περάσει απ’ όλα, έχει πληγώσει κι έχει πληγωθεί, έχει σώσει κι έχει καταστρέψει και καταλήγει στο συμπέρασμα πως είναι μαγικό το γεγονός πως η ζωή είναι παράδοξη.

    Το έργο του δεν αποτελεί απλώς έναν προάγγελο της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά μια αληθινή προφητεία για το τι θα επακολουθούσε μετά την επικράτηση της κοινωνικής αλλαγής: αν ο άνθρωπος δεν σκύψει στη ζωή και δεν την αγαπήσει και δεν την εκτιμήσει και δεν συμπορευτεί με τους συνανθρώπους του, δεν θα βρει την ευτυχία. Δεν θα βρει την ευτυχία επειδή μια εξουσιαστική τάξη, η αριστοκρατική, παραχώρησε τη θέση της σε άλλη εξουσιαστική τάξη, την αστική.

    Αμαλία Τσεκούρα:
    Ο «Γάμος του Φίγκαρο» τελικά δεν είναι μια κωμωδία για τρανταχτά γέλια, αφού από την πρώτη στιγμή που κάποιος διαβάζει το έργο, αντιλαμβάνεται την τραγικότητα των προσώπων. Όπως λέει ο Στάθης Λιβαθινός, αν ρωτήσεις τους ήρωες του «Φίγκαρο» αν ζουν μια κωμωδία ή μια τραγωδία, θα σου απαντήσουν: μια τραγωδία. Γι’ αυτό υπόσχεται (ο Λιβαθινός) πως θα κάνει τους θεατές να γελάσουν μέχρι δακρύων. Δεν μπορεί να αφήσει το δάκρυ έξω από τον «Φίγκαρο». Θα ήταν αφελές αν το έκανε. Ο «Φίγκαρο» είναι όσο κωμωδία είναι η ζωή μας και όσο τραγωδία είναι η ζωή μας.

    Η δράση του θεατρικού ξεκινά και τελειώνει μέσα σε μία ημέρα, την ημέρα του γάμου, και στο τέλος μένεις με ένα πικρό χαμόγελο και μια απορία σχετικά με την επομένη. Ούτως ή άλλως, η κωμωδία βρίσκεται πολύ κοντά στην τραγωδία. Δεν ξέρω αν η ανθρώπινη συνθήκη είναι συνυφασμένη με το τραγικό στοιχείο. Αυτό που σίγουρα γνωρίζω είναι ότι ο αγώνας του ανθρώπου συνήθως προσλαμβάνει τραγικά χαρακτηριστικά. Ένας άνθρωπος που παλεύει να επιβιώσει και έρχεται αντιμέτωπος ή με το θηρίο της φύσης, ή με το θηρίο του ισχυρού, ή με το θηρίο του αντίθετου φύλου περνά από τη δοκιμασία του τραγικού.

    Αυτή είναι η ζωή όλων των ηρώων του «Φίγκαρο» – παλεύουν όλοι με τα θηρία. Κανείς δεν ησυχάζει έστω για μια στιγμή. Με έναν τρόπο αυτή είναι η ζωή μας. Μόνοι μας παλεύουμε. Τώρα αν κάποιοι παλεύουν δίπλα μας με κοινό στόχο, αυτό δεν σημαίνει πως σταματάμε να κάνουμε λόγο για ατομικότητα, ανασύροντας τη λέξη «συλλογικότητα». Ακόμη και οι κοινωνικοί αγώνες που στόχο έχουν τη ρήξη, την ανατροπή, την επανάσταση έχουν, κατά πρώτον, να κάνουν με την ατομικότητα. Η επανάσταση είναι αρχικά ατομική υπόθεση.

    Δημήτρης Ήμελλος:
    Μια φράση του πρώτου μου δασκάλου, του Βασίλη Διαμαντόπουλου, μου θυμίζει αυτό το θεατρικό: «Κι όμως στην Κατοχή ήμαστε ευτυχισμένοι». Τότε δεν μπορούσα να αντιληφθώ τι εννοούσε. Έπρεπε να κυλήσει ο χρόνος για να αντιληφθώ πως μέσα στη δύσκολη κατοχική κατάσταση που ζούσαν –μια κατάσταση που διεπόταν από τη λογική του σήμερα ζω, αύριο δεν ζω– αισθάνονταν μια παράξενη ευτυχία. Όπως στο σεισμό, όπου όταν κάποιος γλιτώσει, νιώθει ευτυχισμένος επειδή έζησε κάτι σημαντικό.

    Η μέρα που εξελίσσεται ο «Γάμος του Φίγκαρο» είναι μια ευτυχισμένη μέρα, διότι είναι μια μέρα που παίζονται όλα. Η ευτυχία κρατά όλο κι όλο μόνο ένα δευτερόλεπτο και δεν την καταλαβαίνεις τη στιγμή που τη ζεις. Είναι μια στιγμή, τόσο λογιάζεται στην ψυχή του ανθρώπου. Δεν είναι μια κατάσταση, αλλά μια λειτουργία. Δεν γίνεται να βαλτώνει. Η ευτυχία διακυβεύεται κάθε δευτερόλεπτο, δεν υπάρχει σε μορφή κατάστασης. Ακόμη και σε όλη τη ζωή σου να είσαι ευτυχισμένος, η ευτυχία κρατάει μέσα σου μόνο ένα δευτερόλεπτο. Έτσι, το κυνήγι της ευτυχίας μοιάζει με ψυχοφθόρα διαδικασία, αλλά ξέρεις κάτι που δεν είναι ψυχοφθόρο στη ζωή; Ζω ίσον φθείρομαι, δηλαδή επηρεάζομαι, δηλαδή αλλάζω.

    Το να αντιμετωπίζω τη στιγμή με το «εδώ και τώρα» δημιουργεί ευτυχία, η οποία, ως έννοια, βρίσκεται πολύ κοντά σε λέξεις, όπως «εξέλιξη», «προοπτική», «ροή». Να σου δώσω ένα παράδειγμα: βλέπω παιδιά από τη Γάζα και παρατηρώ ότι τα μάτια τους βγάζουν φλόγες· αυτά τα παιδιά είναι έτοιμα τόσο να σε σκοτώσουν όσο και να σε αγαπήσουν. Ενώ αν επισκεφτείς έναν παιδικό σταθμό στον τόπο μας, θα συναντήσεις παιδιά που πάσχουν από κατάθλιψη. Άρα η ευτυχία δεν βρίσκεται στο τι έχεις λύσει, αλλά στο τι δεν έχεις λύσει και είσαι σε διαδικασία, σε λειτουργία γι’ αυτό. Και όσο περισσότερο αυτοσχεδιάζει ο άνθρωπος και δεν καταφεύγει σε προμελετημένες κινήσεις τόσο πιο κοντά στην ευτυχία βρίσκεται.

    Οι επαναλαμβανόμενες καθημερινές πράξεις και ο φατικός λόγος δημιουργούν δυστυχία. Παρατηρώ αυτούς που μιλάνε κατ’ επάγγελμα, ας πούμε τους πολιτικούς, και αναρωτιέμαι κατά πόσο αυτοί οι άνθρωποι έχουν προκαθορίσει τον αποκλεισμό της μετατόπισής τους σε διαφορετικές θέσεις. Αν είχαν αυτό το ενδεχόμενο στο μυαλό τους πως μπορούν να αλλάξουν γνώμη, άποψη για τις μέχρι τότε βεβαιότητές τους, αυτό θα τους έκανε ευτυχισμένους. Ο μέσος όρος, βέβαια, έχει διδαχτεί να νομίζει πως θέλει μια ζωή γεμάτη από βεβαιότητες. Μαθαίνεις, λοιπόν, να ικανοποιείσαι με μια ψευδαίσθηση ασφάλειας. Αν συνηθίζεις να κάθεσαι, να απολαμβάνεις και να οχυρώνεσαι, αυτό θεωρείς ευτυχία. Όμως, στην πραγματικότητα αυτή η κατάσταση είναι η άρνηση της ζωής.

    Αμαλία Τσεκούρα:
    Ο Φίγκαρο θα έλεγα πως περνά μια βαθιά κρίση ταυτότητας, όταν αισθάνεται προδομένος από τη Σουζάνα, την οποία νιώθει ως ισχυρή σύμμαχο. Όλες οι υπόλοιπες συμμαχίες του αλλάζουν, εξελίσσονται, διαφοροποιούνται. Όταν, ωστόσο, αισθάνεται προδομένος από τη σύμμαχο-σύντροφό του, καταρρέει και αναθεωρεί. Αυτή είναι μια πραγματικά πολύ δυνατή στιγμή στο έργο, με την οποία ταυτίζομαι σήμερα. Ταυτίζομαι με την καθημερινή πάλη, με την ελπίδα, με την όρεξη για συνέχεια, παρά τα εμπόδια της δικής μας πραγματικότητας.

    Σήμερα, στην Ελλάδα βρισκόμαστε σε ένα τέτοιο σημείο, στο σημείο της αναθεώρησης μετά την αναρώτηση. Γι’ αυτό, άλλωστε, υπάρχει όλη αυτή η όρεξη για αλλαγή. Περπατάω στο δρόμο και αντιλαμβάνομαι πως κάτι έχει αλλάξει. Διαισθάνεσαι πως αυτός που περπατά δίπλα σου διακατέχεται από το αίσθημα του θάρρους, ενός δειλού θάρρους, που όμως υπάρχει. Δεν ξέρω πόσο θα διαρκέσει αυτό, δεν έχει σημασία. Αυτήν τη στιγμή είμαστε έτοιμοι να κάνουμε πολλά. Υπάρχει όρεξη για δουλειά, να πάμε παρακάτω, να κάνουμε τα πράγματα αλλιώς. Και επιτέλους, έπειτα από καιρό, γελάμε αντιμετωπίζοντας το «σήμερα».

    19.02.2015, Καϊμάκης Κ. – Φρούντζος Π. «Καιροσκοπισμός, ηθικές αρχές και το ένστικτο της επιβίωσης», www.andro.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Είδαμε τον Γάμο του Φίγκαρο [και πήραμε δόση… αισιοδοξίας]

    Τον πολυαναμενόμενο «Γάμο του Φίγκαρο» είδαμε στο Μέγαρο Μουσικής, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. «Ο Γάμος του Φίγκαρο» γράφτηκε από τον Μπωμαρσαί στα 1778 και είναι ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του κλασικού γαλλικού ρεπερτορίου, καθώς θεωρείται προάγγελος της Γαλλικής Επανάστασης.

    Αποτελεί μέρος της περίφημης τριλογίας του Μπωμαρσαί, στην οποία βασίστηκαν δύο από τις διασημότερες όπερες, Οι γάμοι του Φίγκαρο του Μότσαρτ και Ο Κουρέας της Σεβίλλης του Ροσσίνι.

    Η υπόθεση του έργου περιστρέφεται γύρω από τον Φίγκαρο υπηρέτη και επιστάτη του πύργου του Κόμη Αλμαβίβα και τον γάμο του με την υπηρέτρια Σουζάνα, υπηρέτρια της Κόμισσας Αλμαβίβα. Όταν όμως ο Κόμης εκδηλώνει το ερωτικό του ενδιαφέρον για τη Σουζάνα και μια άλλη γυναίκα, η Μαρσελίνα, είναι ερωτευμένη με τον Φίγκαρο, τότε όλα περιπλέκονται και εξελίσσονται σε μία φρενήρη κωμωδία με απρόβλεπτες συνέπειες…

    Η αλήθεια είναι πως πήγαμε στην παράσταση αυτή με απορία, καθώς η επιλογή αυτού του έργου από την ομάδα του Λιβαθινού αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη για εμάς. Το να επιλέγει μία τέτοια ομάδα να περάσει από την τετράωρη στιβαρή Ιλιάδα του Ομήρου, σε μία κλασική γαλλική κωμωδία του 18ου αιώνα, σίγουρα δεν είναι συνηθισμένο και σίγουρα δεν θα το έκανε αν δεν ήθελε κάτι να πει.

    Και όντως, μετά το πρώτο μισάωρο, όταν πλέον είχαμε μπει για τα καλά στο νόημα του έργου, συνειδητοποιήσαμε πως ο Στάθης Λιβαθινός δεν επέλεξε τυχαία το έργο αυτό. Το επέλεξε λόγω της διαχρονικότητάς του, του χιούμορ και της καυστικότητάς του πάνω στα πράγματα. Γιατί ο Γάμος του Φίγκαρο, πέρα από την κωμική του διάσταση, έχει και μια βαθιά πολιτική, την οποία ο Λιβαθινός, στηριζόμενος πάνω στην εξαιρετική μετάφραση της Έλσας Ανδριανού, κατάφερε να αποδομήσει σε τέτοιο βαθμό που πραγματικά μας ξάφνιασε με τις αντιστοιχίες του τότε και του σήμερα.

    Η σκηνοθεσία του ήταν ονειρική, καθώς έβαλε τους ηθοποιούς του να κινούνται αέρινα μέσα στο πανέμορφο, σχεδόν σουρεαλιστικό και απόλυτα λειτουργικό σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου. Μια σκηνοθεσία παιχνιδιάρικη, υπαινικτική, αρκούντως στιλιζαρισμένη, απόλυτα ισορροπημένη στα κρεσέντο της, πολυεπίπεδη, αλλά και ετερογενής, διάχυτη με ποικίλα πολυπολιτισμικά στοιχεία (η παράσταση έχει έντονο άρωμα Βαλκανίων), που έδινε έναν αρμονικό ρυθμό στην εξιστόρηση της πλοκής και συντηρούσε αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού παρά την τρίωρη περίπου διάρκεια της παράστασης.

    Πέρα, όμως, από τη σκηνοθετική δεινότητα του Λιβαθινού, αυτό που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, είναι η ξεχωριστή χημεία που δένει όλη αυτή τη θεατρική ομάδα. Όλοι ανεξαιρέτως οι ηθοποιοί, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο, τον πιο μικρό ρόλο, μας χάρισαν εξαιρετικές ερμηνείες και μας μετέδωσαν μία ξεχωριστή αίσθηση ομαδικότητας. Αυτή ακριβώς νιώσαμε πως ήταν και η μαγιά της παράστασης αυτής, ότι ο ένας στηρίζεται πάνω στον άλλον, χωρίς καμία προσπάθεια να αναδειχθεί ατομικά, με μοναδικό σκοπό να συνεισφέρει στο συνολικό αποτέλεσμα.

    Ο Δημήτρης Ήμελλος, στη συνέντευξη που μας είχε παραχωρήσει με αφορμή τον Φίγκαρο, μας είχε πει πως θέλει πολύ να δει το κοινό αυτήν την παράσταση, προκειμένου να συνειδητοποιήσει πως το επάγγελμα του ηθοποιού είναι το ωραιότερο επάγγελμα στον κόσμο. Πραγματικά βγαίνοντας από την παράσταση αυτή, νιώθεις έναν απεριόριστο σεβασμό και ένα μεγάλο δέος απέναντι στο επάγγελμα αυτών των ανθρώπων. Και τι να πει κανείς για την ερμηνεία του στο ρόλο του Φίγκαρο. Με αφοπλιστικό και άκρως συγκινητικό λόγο, ξεδίπλωσε όλες τι πτυχές του πολυεπίπεδου χαρακτήρα του και μάς κέρδισε ολοκληρωτικά με τους διαρκείς αυτοσχεδιασμούς του, το μπρίο και την ενέργειά του.

    Ο Άρης Τρουπάκης στο ρόλο του Κόμη, ήταν εύθραυστα επιβλητικός και άκρως απολαυστικός, το μήλον της έριδος, η Αμαλία Τσεκούρα στο ρόλο της Σουζάνας και μέλλουσας γυναίκας του Φίγκαρο μας εξέπληξε στις αναδιπλώσεις της. Εξαιρετική η Αντιγόνη Φρυδά στο ρόλο της Κόμισσας, ενώ η Μαρία Σαββίδου στο ρόλο της Μαρσελίνας μας χάρισε στο μονόλογό της μίας από τις δυνατότερες συγκινήσεις της βραδιάς.

    Τέλος, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στην εξαιρετική, ζωντανά εκτελεσμένη, μουσική του Χαράλαμπου Γώγιου, καθώς με τις ποικίλες χωροχρονικές αποχρώσεις της έδωσε ένα ακόμη πιο ιδιαίτερο στίγμα στην παράσταση.

    Αξίζει να δει κάποιος αυτήν την παράσταση τελικά; Εννοείται. Η δουλειά που έχει γίνει στο έργο αυτό του Μπωμαρσαί είναι τόσο βαθιά και ουσιαστική που θα καταφέρει όχι μόνο να σας συγκινήσει και να βρείτε κομμάτια του εαυτού σας μέσα σ’ αυτή, αλλά θα εγχύσει μέσα σας ισχυρές δόσεις αισιοδοξίας και ψυχικής ευτυχίας!

    15.02.2015, Οικονόμου Γεωργία «Είδαμε τον Γάμο του Φίγκαρο [και πήραμε δόση… αισιοδοξίας]», www.tff.gr

  • Για αυτό το γάμο θα μιλούν όλοι

    Δεν αναφερόμαστε στις μανάδες που έχουν ανύπαντρα παιδιά, αλλά στον «Γάμο του Φίγκαρο» του Στάθη Λιβαθινού

    «Εσείς οι αριστοκράτες! Όλα τα ’χετε και φουσκώνετε σαν διάνοι! Τι έκανες για να σου ανήκουν όλα αυτά; Μπήκες στον κόπο να γεννηθείς και έτερον ουδέν!» / «Όλοι τρέχουν, σπρώχνονται, ανταγωνίζονται, διαγκωνίζονται, πατάνε επί πτωμάτων, πάνε όπου φυσάει ο άνεμος, αρπάζουν ό,τι μπορούν κι οι άλλοι ας πάνε να πνιγούν!»/ «Σύνθημά σου: Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα! Ιδού τα εργαλεία άσκησης πολιτικής»/ «Μεγάλη επιείκεια για τα σοβαρά εγκλήματα και άτεγκτη σοβαρότητα για τα απλά παραπτώματα…» Είναι φράσεις του έργου, που κάτω από τη σάτιρα ηθών και τη γεύση σαμπάνιας καταλήγει σ’ ένα προεπαναστικό μανιφέστο (αφού είχε να αντιμετωπίσει την αυστηρή λογοκρισία, παρουσιάστηκε 5 χρόνια πριν τη Γαλλική Επανάσταση).

    Αυτά για το ιστορικό πλαίσιο, μπορείτε να πάρετε το πρόγραμμα και μια χαρά θα μάθετε τις λεπτομέρειες, όπως και στοιχεία για το συγγραφέα του, Μπομαρσέ. Το θέμα μας είναι η παράσταση. Πόση ευρηματικότητα επιφύλασσε ο σκηνοθέτης γι’ αυτό το κείμενο που μετράει 200+ χρόνια, ώστε να μοιάζει σύγχρονο χωρίς να προδίδει το ήθος του και τρομερά ενδιαφέρον παρά την «αφελή» ιστορία του. Αν και καθαρόαιμο θέατρο, απευθύνεται σε θεατές που μπορούν ακόμα να συμμετέχουν με σοβαρότητα σ’ ένα παιδικό παιχνίδι και να διασκεδάσουν.

    Με τη σύμπραξη των φωτισμών (Αλέκος Αναστασίου) και της ζωντανής μουσικής (Χαράλαμπος Γωγιός), σ’ ένα υπαινικτικό σκηνικό (πάντα ευρηματική η Ελένη Μανωλοπούλου) και διαχειριζόμενος μια λαγαρή μετάφραση (Έλσα Ανδριανού), ο θίασος (με προαξέρχοντες τους Δ. Ήμελλο, Αμ. Τσεκούρα, Άρ. Τρουπάκη, Γ. Τσιαντούλα, Αργ. Ανανιάδου, Μ. Σαββίδου, Ν. Καρδώνη) δημιούργησε παρά υποκρίθηκε. Και αν σε πολλές καλές παραστάσεις υπάρχει ένα «αλλά», εδώ το μόνο «αλλά» έχει να κάνει με το… «δεν ξέρω αν προλάβω να την ξαναδώ».

    11.02.2015, Μαστρογιαννίτης Δημήτρης «Για αυτό το γάμο θα μιλούν όλοι», www.athensvoice.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Συμπαθέστατη η παράσταση του Στάθη Λιβαθινού «Ο γάμος του Φίγκαρο»

    …είδαμε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και σχολιάζουμε…

    Βρεθήκαμε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με αφορμή την παράσταση «Ο γάμος του Φίγκαρο» του Μπωμαρσαί, σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού. Στις ερμηνείες ένας ολόκληρος θίασος αποτελούμενος από τους Λευτέρη Αγγελάκη, Αργυρώ Ανανιάδου, Δημήτρη Ήμελλο, Νίκο Καρδώνη, Γεράσιμο Μιχελή, Διονύση Μπουλά, Γιάννη Παναγόπουλο, Μαρία Σαββίδου, Χρήστο Σουγάρη, Αμαλία Τσεκούρα, Γιώργο Τσιαντούλα, Άρη Τρουπάκη, Αντιγόνη Φρυδά. Στη μετάφραση του έργου η Έλσα Αδριανού (και στη δραματουργική επεξεργασία μαζί με το σκηνοθέτη) ενώ τη ζώσα δράση πλαισιώνει και μια μικρή μπάντα με τη μουσική επιμέλεια του Χαράλαμπου Γωγιού.

    Το έργο «Η τρελή ημέρα ή Ο γάμος του Φίγκαρο» γράφτηκε στα 1778. Πρωτοανέβηκε στις 24 Απριλίου 1784 στο Θέατρο Odéon. Αποτελεί μέρος της περίφημης τριλογίας του Π. Μπωμαρσαί (1732-1799), στην οποία βασίστηκαν δύο από τις διασημότερες όπερες του λυρικού ρεπερτορίου, Οι γάμοι του Φίγκαρο του Μότσαρτ και Ο Κουρέας της Σεβίλλης του Ροσσίνι. Γραμμένο τις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης, της οποίας θεωρήθηκε προάγγελος, είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα θεατρικά κείμενα του 18ου αιώνα. Το έργο, πέρα από την πολιτική διάστασή του που συμπυκνώνει τους ιδεολογικούς προβληματισμούς του Διαφωτισμού, εξελίσσεται ως μια φρενήρης κωμωδία βασισμένη στον αυτοσχεδιαστικό οίστρο των ηθοποιών (Δελτίο τύπου).

    Και η υπόθεση φυσικά αναφέρεται στην ημέρα του γάμου του πολύπαθου Φίγκαρο που προσπαθεί να παντρευτεί την αγαπημένη της καρδιάς του και μόνο ο ουρανός δεν έχει πέσει στο κεφάλι του… αποτελώντας ένα ακόμα εμπόδιο στο πολυπόθητο στόχο του. Οι σκηνές του έργου είναι ξεκαρδιστικές και με όχημα την κωμωδία αποκαλύπτονται οι ταξικές διαφορές και οι όποιες αρετές οφείλει να έχει ή δεν έχει ένας υπήκοος ή ένας άρχοντας (εξουσιαστής και εξουσιαζόμενος), ενώ εύστοχα αποτυπώνεται και ο κοινωνικός περίγυρος της εποχής καθώς και η διαφορετικότητα των φύλων. Ωστόσο μη φανταστείτε ότι επί των ημερών μας έχουν αλλάξει και τόσα πολλά!

    Ο πολύπαθος Φίγκαρο, ως άλλος Οδυσσεύς επί ξηράς …και ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθέτησε ενορχηστρώνοντας το σύνολο του θιάσου σε ρυθμούς γρήγορους δίχως να αγνοεί και τα απαραίτητα “σολαρίσματα” έκαστου ηθοποιού/ρόλου. Συνεχείς μαζώξεις και αραιώσεις κατά το ξεδίπλωμα των σκηνών και την ερμηνείας της τόσης διαπλοκής (σε τόσο ανάκατους ρόλους), με μια “κινηματογραφική παράλληλη δράση” επί του βάθους της σκηνής. Ζωτικός ρυθμός στη δράση, συνεπικουρία και της ζώσας μουσικής που ωστόσο στο τόσο πολύ τρέξιμο και εξαιτίας της μεγάλης διάρκειας του έργου, εξασθένησε κατά πολύ τον εκφραστικό πλούτο των ηθοποιών.

    Και αν και είμαστε ακόμα επηρεασμένοι από την αριστουργηματική παράσταση «Ιλιάδα» του Στ. Λιβαθινού, σε τούτη τη θεατρική δράση, δεν μπορέσαμε να βρούμε την ίδια ποιότητα μιας θέασης που έμοιαζε περισσότερο ως ένωση σκηνών δίχως την προηγούμενη αρετή.

    Ο Φιγκαρό δεν είναι ο Θ. Βέγγος της ελληνικής σκηνής, στο πετσί του υπάρχει περισσότερο η φλέβα της Βόρειο-διαπλοκής, και παρά την προσπάθεια να μεταφερθεί κοντινότερα στο γεωγραφικό μας ταμπεραμέντο (μετάφραση και δραματουργική επεξεργασία), η ίδια η φλέβα του κειμένου το απωθεί.

    Εξαιρετικός στο ερμηνευτικό του τέμπο ο ηθοποιός Άρης Τρουπάκης (Κόμης Αλμαβίβα) που κατόρθωσε να ενσωματώσει το σύνολο της προσπάθειας και να γεφυρώσει μοναδικά το πνεύμα του κειμένου με το συγκεκριμένο σκηνοθετικό όραμα, δίχως προχειρότητα. Και η ερμηνεία του Α. Τρουπάκη σε ύφος, φλέγμα και αφήγηση ήταν ίσως ο ποθητός συγκερασμός που όφειλε να αναπαρασταθεί. Καλοί στις ερμηνείες τους και οι Δημήτρης Ήμελλος (Φίγκαρο) και ο Γιώργος Τσιαντούλας (Κερουμπίνο).

    Συνολικά

    Η προσπάθεια της μεταφοράς μια τέτοιας κωμωδία στη ελληνική σκηνή και με την πρόθεση της προσαρμογής της στο δικό μας ταπεραμέντο (και αυτοσχεδιαστικά) πάντα αποτελεί μια θεατρική ευκαιρία τόσο για το σύνολο των ερμηνευτών, όσο και για το θεατρόφιλο κοινό. Η συγκεκριμένη ομάδα μας συνήθισε στα αριστουργήματα και εκ τούτου θα επιθυμούσαμε έναν περισσότερο πολυεπίπεδο βασανισμό και την παρούσα θεατρική αναπαράσταση (εκτός σκηνικών & κουστουμιών).

    Εν κατακλείδι[=]

    η παράσταση «Ο γάμος του Φίγκαρο» είναι μια αφορμή για να γελάσετε σε μια συμπαθέστατη παράσταση που πλέον εγκαινιάζει και την προσπάθεια του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών να εφαρμόσει τον θεσμό των κυριακάτικων μεσημβρινών παραστάσεων (matinées).

    Βαθμολογία
    6 στα 10

    11.02.2015, Καναβάκη Αριάδνη «Συμπαθέστατη η παράσταση του Στάθη Λιβαθινού «Ο γάμος του Φίγκαρο», www.kulturosupa.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Αυτό τον «Γάμο του Φίγκαρο» μην τον χάσετε!

    H εμπνευσμένη παράσταση του Στάθη Λιβαθινού γοητεύει και προκαλεί ευφορία τόσο στους καλλιτέχνες της σκηνής όσο και στους θεατές.

    Αυτό που συνήθως συμβαίνει με την πλειονότητα των παραστάσεων είναι να βλέπεις προσπάθειες με κάποια καλά στοιχεία και περισσότερες αδυναμίες. Αν θεωρήσουμε ότι καρδιά της θεατρικής τέχνης είναι ο ηθοποιός, συχνά βρίσκεσαι στη δυσάρεστη θέση να παραδεχτείς ότι σε μια παράσταση ένας-δυο ηθοποιοί είναι καλοί και οι υπόλοιποι από μέτριοι έως κακοί. Και τότε αναρωτιέσαι τι να γράψεις. Η λογική υποδεικνύει ότι αν σε μια συλλογική δουλειά δεν είναι καλό το σύνολο των ερμηνευτών, η παράσταση δεν μπορεί να είναι καλή – ακόμη κι αν έχει κάποιες αρετές. Από την άλλη, μια τέτοια ισοπεδωτική στάση θέτει εαυτήν εν αμφιβόλω. Η απαίτηση του «τέλειου» καταλήγει παραλυτική τόσο για τη δημιουργία όσο και για την κριτική υποδοχή της.

    Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα, και τέτοια είναι η παράσταση του «Γάμου του Φίγκαρο» (1778) που σκηνοθέτησε στο Μέγαρο Μουσικής ο Στάθης Λιβαθινός. Η ευφορία που ένιωσα παρακολουθώντας το πεντάπρακτο έργο του τυχοδιώκτη Μπωμαρσαί εξηγείται: οι ιδιαίτερες ποιότητες και αρετές της δραματουργίας συνάντησαν τη στιβαρή γνώση και την εμπνευσμένη άποψη του σκηνοθέτη – και με τη συνδρομή των υπόλοιπων συντελεστών (ειδικά του συνθέτη Χαράλαμπου Γωγιού και της δουλειάς της Ελένης Μανωλοπούλου στα σκηνικά και στα κοστούμια) και του εξαίρετου θιάσου, η παράσταση αποτελεί έναν θρίαμβο της θεατρικότητας, του κατά Μέγιερχολντ (1874-1940) «θεάτρου της σύμβασης». Δεν ξέρω αν ο όρος αποδίδεται σωστά από τα ρωσικά (έτσι, πάντως, μεταφράζεται στην έκδοση με κείμενα του σπουδαίου Ρώσου σκηνοθέτη Κείμενα για το θέατρο, εκδ. Ιθάκη, 1982). Για παν ενδεχόμενο, ωστόσο, διευκρινίζω ότι εδώ η λέξη «σύμβαση» αφορά έναν θεατρικό τρόπο που «αντιπαλεύει» την ψευδαίσθηση, αδιαφορεί για τη ρεαλιστική αληθοφάνεια και δεν κρύβει τα υλικά της, αντλώντας πολύτιμα στοιχεία από το αρχαίο θέατρο και την ασιατική και σινοϊαπωνική παράδοση (όπως το Κατακάλι και το Καμπούκι, μορφές, δηλαδή, στις οποίες η λειτουργία της μάσκας είναι κρίσιμη), αλλά και από την πλούσια παρακαταθήκη του λαϊκού θεάτρου, από το πλανόδιο θέατρο των καμποτίνων, την Κομέντια ντελ άρτε, την παντομίμα, το κουκλοθέατρο, από τα καμπαρέ, ακόμη και τα μιούζικ-χολ.

    «Τα λόγια δεν τα λένε όλα» υποστήριζε ο Μέγιερχολντ κι επέμενε στην ανάδειξη της σκηνικής πλαστικότητας, έτσι ώστε τη συμμετοχή του θεατή να θέτει σε λειτουργία όχι μόνο ο λόγος, η ακουστική εντύπωση, αλλά και η οπτική (οι κινήσεις, οι χειρονομίες, οι στάσεις, τα βλέμματα κ.ο.κ.).

    Οι απόψεις του Μέγιερχολντ για ένα θέατρο στον αντίποδα του ρεαλιστικού / νατουραλιστικού «καθρέφτη της ζωής» και για τη «βιομηχανική» μέθοδό του (που θα εκπαίδευε ηθοποιούς ικανούς να ανταποκριθούν στις ανάγκες του θεάτρου της νέας εποχής) επηρέασαν βαθιά το σύγχρονο θέατρο και σήμερα πια αποτελούν βάση για την έννοια της θεατρικότητας και τη σκηνική υλοποίησή της. Είναι χαρακτηριστικό, ας πούμε, ότι το 1964 ο Ρολάν Μπαρτ έγραφε: «Τι είναι θεατρικότητα; Είναι το θέατρο πλην του κειμένου, μια πυκνότητα σημείων και αισθήσεων που οικοδομείται επί σκηνής με αφετηρία τη γραπτή αφορμή, είναι αυτό το είδος οικουμενικής αντίληψης των αισθησιακών τεχνασμάτων, χειρονομιών, τόνων, αποστάσεων, υποστάσεων, φωτισμών, που πλημμυρίζουν το κείμενο διά της πληρότητας της εξωτερικής του γλώσσας».

    Ο Στάθης Λιβαθινός, έχοντας σπουδάσει σκηνοθεσία στη Μόσχα, τα γνωρίζει καλά όλα αυτά. Ξέρει ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο ευφορικό από ένα θέατρο που επικεντρώνει στην ανάδειξη της σκηνικής τέχνης ως τέχνης του τεχνάσματος, της προσποίησης, της γοητείας και της αποπλάνησης. Προς τούτο υιοθετεί μια ευφάνταστη, cross-over αισθητική που εμπνέεται από ετερογενή (ως προς την εποχή, το ύφος, τα είδη) στοιχεία. Έτσι, δηλώνει εξαρχής ότι δεν τον ενδιαφέρει η δημιουργία μιας αληθοφανούς, ρεαλιστικής συνθήκης, ούτε η αναπαράσταση κάποιας πραγματικότητας (του 18ου ή του 21ου αι.), αλλά μόνο η παραστασιμότητα (performativity). Το παιχνίδι τον ενδιαφέρει. Και η χαρά του ως αυταξία, που είναι αμφίδρομη: ξεκινά από τους καλλιτέχνες της σκηνής και διαχέεται στους θεατές στην πλατεία.

    Δείτε, ας πούμε, πώς στη μουσική που έγραψε για την παράσταση ο Χαράλαμπος Γωγιός συνδυάζονται μόλις αναγνωρίσιμα μοτίβα από την ομότιτλη όπερα του Μότσαρτ, θέματα που παραπέμπουν στην ινδική μουσική αλλά και στη βαλκανική μουσική (τύπου «Ο καιρός των Τσιγγάνων»)!

    Παράταιρα; Διόλου, αν σκεφτείτε ότι το 1721 ο Μοντεσκιέ έγραψε τις Περσικές Επιστολές, το 1747 η Μαντάμ ντε Πομπαντούρ πόζαρε ως Τουρκάλα στον πίνακα του Van Loo, o δε Μότσαρτ –ακολουθώντας κι αυτός τη μόδα της turquerie– είχε γράψει το 1782 την πολύ επιτυχημένη όπερα «Η απαγωγή από το σεράι», εντάσσοντας μάλιστα στη σύνθεσή του μοτίβα από τη στρατιωτική μουσική των Γενίτσαρων. Αναζητώντας το σημερινό ανάλογο, τίποτα δεν θα ταίριαζε καλύτερα από ιδέες (όχι μόνο μουσικές, αλλά και στην κίνηση και στον χορό κάποιων ηθοποιών, κυρίως του σπουδαίου Νίκου Καρδώνη στον ρόλο ενός «ινδοτραφούς» δασκάλου της μουσικής) που παραπέμπουν στο Bollywood. Όσο για τα χάλκινα των Βαλκάνιων Τσιγγάνων, μην ξεχνάτε ότι τον δαιμόνιο Φίγκαρο είχαν απαγάγει όταν ήταν μωρό Τσιγγάνοι – γι’ αυτό κι ο έξοχος στον ρόλο Δημήτρης Ήμελλος έχει κούρεμα, εμφάνιση και χοντρή καδένα στον λαιμό που ανακαλεί ευθέως μια κωμική εκδοχή Ρομά.

    Η θεατρικότητα, ως στοιχείο που χαρακτηρίζει την καινούργια παράσταση του Λιβαθινού (τον ενδιαφέρει από παλιά, θυμίζω τη Φρεναπάτη του Τόνι Κούσνερ αλλά και τη Μασκαράτα του Λέρμοντοφ, έργο που είχε απασχολήσει τον Μέγιερχολντ), βρήκε στο έργο του Μπωμαρσαί το ιδανικό υλικό. Γιατί αυτή η τρελή φάρσα, με τις τολμηρές (για τον 18ο αι.) πολιτικές και φεμινιστικές καταγγελίες και τη μελαγχολική παραδοχή του τέλους (πλούσιοι και φτωχοί είναι εξίσου τέρατα της επιβίωσης), εκμεταλλεύεται όλα τα σχετικά τεχνάσματα από την εποχή της Νέας Κωμωδίας: εραστές που κρύβονται, μεταμφιέσεις, επιστολές που γράφονται για να παραπλανήσουν, σκηνοθετημένα ραντεβού, δικαστήρια (άλλο ένα «θέατρο εν θεάτρω»), απρόσμενες αποκαλύψεις και ανατροπές.

    Πόρτες κάθε λογής και παράθυρα που πατούν στη σκηνή ή κρέμονται από ψηλά, μια μεταλλική σκαλωσιά που έχει μεταμορφωθεί σε μπουντουάρ της Κόμισσας και το προωθημένο προς την πλατεία προσκήνιο αποτελούν βασικά στοιχεία της σκηνογραφίας (Ελένη Μανωλοπούλου), που υπηρετεί άψογα τις ανάγκες (και τις θεωρητικές αναφορές) της παράστασης. Οι ηθοποιοί (Άρης Τρουπάκης, Δημήτρης Ήμελλος, Αμαλία Τσεκούρα, Μαρία Σαββίδου, Αντιγόνη Φρυδά, Γεράσιμος Μιχελής, Χρήστος Σουγάρης, Αργυρώ Ανανιάδου, Γιώργος Τσιαντούλας, Νίκος Καρδώνης, Διονύσης Μπουλάς, Γιάννης Παναγόπουλος, Λευτέρης Αγγελάκης), οι περισσότεροι ασκημένοι στη συλλογικότητα από την Ιλιάδα, αποτελούν έναν μοναδικό (αυτή τη στιγμή) ως προς τις ερμηνευτικές του δυνατότητες θίασο, που επαναφέρει την ξεχασμένη, και βιασμένη από κακή χρήση, αξία του ensemble, της «ομάδας». Αυτό τον «Γάμο του Φίγκαρο» μην τον χάσετε.

    11.02.2015, Καλτάκη Ματίνα «Αυτό τον «Γάμο του Φίγκαρο» μην τον χάσετε!», www.lifo.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Ο γάμος του Φίγκαρο»: κριτική θεάτρου

    Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Ο γάμος του Φίγκαρο» που παρουσιάζεται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού.

    Πολλά έχουμε ακούσει τελευταία για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Το αίτημα, ως βασική προϋπόθεση ελευθερίας, δεν είναι καινούργιο.

    Ο Πιερ Μπομαρσέ είναι ένας από τους θεατράνθρωπους που το υπερασπίστηκαν λίγα χρόνια πριν από το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης. Στο έργο του «Ο γάμος του Φίγκαρο» ή «Η τρελή ημέρα» (1778), που ασπάζεται τις αρχές του Διαφωτισμού, χλευάζει την υποκρισία, την ανηθικότητα και τη σκληρότητα της άρχουσας τάξης που επιχειρεί να μετατρέψει τους ταξικά κατώτερους «υπηκόους» της σε υποχείρια του αλλοτριωτικού μηχανισμού της.

    Όμως ο ομώνυμος ήρωας -ένας υπηρέτης άνευ σημασίας- αντιστέκεται θαρραλέα και, παρότι αναγκάζεται να συμβιβαστεί με τους θλιβερούς κανόνες της επιβίωσης, κερδίζει τη μάχη ενάντια στον δόλιο εξουσιαστή του.

    Έχοντας ως όχημα την τρελή φάρσα, αυτή η πολιτική σάτιρα με «προγόνους την αρχαιοελληνική και ρωμαϊκή κωμωδία, την Commedia dell’ arte, τον Μολιέρο, τον Μαριβό, ακόμα και τους κλόουν του Σαίξπηρ», εκφράζει τη λαϊκή δυσφορία της εποχής της και όπως ήταν φυσικό απαγορεύτηκε το ανέβασμά της. Ο ίδιος ο συγγραφέας επεσήμανε στον πρόλογο του έργου πως τον κατηγορούσαν ότι «με τον “Κουρέα της Σεβίλλης” είχα απλώς τραντάξει το κράτος, με τον “Γάμο” το ανέτρεπα σύρριζα». Ωστόσο έξι χρόνια αργότερα, υπερπηδώντας τις δυσκολίες, παίχτηκε στην Κομεντί Φρανσέζ (1784).

    Ο Στάθης Λιβαθινός, βαθύς γνώστης της θεατρικότητας, στήνει μια παράσταση πολυεπίπεδη, υπαινικτική, με εξάρσεις σαρκασμού, λυτρωτικού χιούμορ και έμπλεη πολυπολιτισμικών στοιχείων. Δίχως την αναπαράσταση μιας συγκεκριμένης εποχής, χρησιμοποιώντας τους δικούς του κώδικες, την ευεργετική συνεισφορά των αυτοσχεδιασμών και πλήθος ευρημάτων, δημιουργεί ένα ευφρόσυνο, παιγνιώδες θέαμα που δεν αναιρεί την καταγγελτική ουσία του έργου.

    Καθοριστικό ρόλο παίζουν η εύστοχη μετάφραση της Έλσας Αδριανού, τα ευφάνταστα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου και η ποικιλόμορφη μουσική (από την ομότιτλη όπερα του Μότσαρτ μέχρι βαλκανικές και ινδικές αποχρώσεις) του Χαράλαμπου Γωγιού.

    Ένα ιδιαίτερα εκπαιδευμένο σύνολο ηθοποιών, με τον Δημήτρη Ήμελλο (Φίγκαρο) να ξεχωρίζει, συντονίζεται απόλυτα με το πνεύμα της σκηνοθεσίας προικίζοντάς την με εξαιρετικούς σωματικούς ρυθμούς. Ξεχωρίζουν, επίσης, ο γελοίος εξουσιαστής Άρης Τρουπάκης, η αντιστεκόμενη στις σεξουαλικές ορέξεις του κυρίου της Σουζάνα (Αμαλία Τσεκούρα), η Κόμισσα της Αντιγόνης Φρυδά, η Μαρσελίνα της Μαρίας Σαββίδου και ο απολαυστικός Μπαζίλιο του Νίκου Καρδώνη.

    10.03.2015, Πετάση Ελένη «Ο γάμος του Φίγκαρο: κριτική θεάτρου», www.clickatlife.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η φαντασία στην εξουσία

    Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί τον «Γάμο του Φίγκαρο» του Μπωμαρσαί στο Μέγαρο.

    Όλο και σπανιότερα πια απολαμβάνουμε παραστάσεις που φαίνεται να έχουν δημιουργηθεί με κίνητρο τη θεατρικότητα, τη χαρά του παιχνιδιού, τη δημιουργική φαντασία και ευρηματικότητα. Τη θεατρική πιάτσα κατακλύζουν έργα και παραστάσεις γεννημένα από τις σύγχρονες επιταγές, με κύρια χαρακτηριστικά την εγκεφαλικότητα, την απο-προσωποποίηση, την αποστασιοποίηση, την αυστηρή φόρμα, τον εκκωφαντικά φανερό πολιτικό/κοινωνικό στοχασμό. Η κωμωδία, δε, έχει σχεδόν εξοβελιστεί από το ρεπερτόριο, τουλάχιστον του μη «εμπορικού» θεάτρου· «επιτρέπεται» μονάχα αυτή του Αριστοφάνη, κατά την καθιερωμένη θερινή παράδοση. Αυτό το κενό αναπληρώνει στον ιδανικότερο βαθμό η σκηνοθετική παρουσία του Στάθη Λιβαθινού γενικά, αλλά και ειδικά φέτος, που ανεβάζει με την ομάδα του τον «Γάμο του Φίγκαρο» του Πιερ Μπωμαρσαί στο Μέγαρο Μουσικής.

    Τα παραπάνω δεν υπονοούν ούτε κατ’ ελάχιστον ότι οι επιλογές του σκηνοθέτη, και δη η συγκεκριμένη, εξαντλούνται σε θεατρικά τερτίπια και είναι «κενές νοήματος». Κάθε άλλο. Διατυπώνουν όμως τη διαπίστωση πως ο Στάθης Λιβαθινός φαίνεται να είναι -ή να έχει μείνει- η μοναδική ίσως περίπτωση σκηνοθέτη που ενδιαφέρεται τόσο πολύ για τη θεατρικότητα και που, έχοντας επίγνωση της δύναμής της, τη μεταχειρίζεται ως το πολυτιμότερο εργαλείο του. Η παράσταση που έστησε στη σκηνή του Μεγάρου είναι μια θεατρική γιορτή, ένα υπόδειγμα θεάτρου συνόλου, μια καλοκουρδισμένη μηχανή μελετημένη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.

    Λιβαθινός και Μπωμαρσαί φαίνεται να μοιράζονται την ίδια πίστη: μέσα από την πιο «τρελή» φόρμα μπορείς να πεις τα πιο σοβαρά πράγματα. Το έργο, γραμμένο ανάμεσα στο 1775-’78 και πολιτικά ριζοσπαστικό για την εποχή του, καθώς απηχούσε τις βασικές αρχές του Διαφωτισμού και καλλιεργούσε επί σκηνής τις συνθήκες που όλο και ωρίμαζαν, για να οδηγήσουν εντέλει στη Γαλλική Επανάσταση, δεν είναι γραμμένο ως πολιτικό μανιφέστο. Αντιθέτως. Ακολουθεί τη μεγάλη παράδοση του λαϊκού θεάτρου, αυτού των πλανόδιων θεατρίνων, της ιταλικής commedia, των σαιξπηρικών κωμωδιών. Βάζει στο επίκεντρό του τον Φίγκαρο, μια μετεξέλιξη του υπηρέτη του αναγεννησιακού θεάτρου, και στήνει την υπόθεσή του πάνω στη δοκιμασμένη -και κατεξοχήν θεατρικότατη- συνταγή των παρεξηγήσεων, της ερωτικής ίντριγκας, του δίδυμου αφέντη-δούλου, των χαμένων παιδιών, των συνεχών εκτροπών της πλοκής. Το ιδεολογικό κομμάτι του έργου, αυτό που το καταδίκασε σε αρκετά χρόνια λογοκρισίας μέχρις ότου παρασταθεί το 1784 (μόλις πέντε χρόνια πριν την έναρξη της Επανάστασης), προφανώς δεν έχει πια την ίδια, την τόσο ισχυρή, επίδραση. Μιλάει, όμως, για διαχρονικά αιτήματα, για την ανάγκη αντίστασης του ανθρώπου ενάντια στην ισχύ της εξουσίας, την ανάγκη του καλλιτέχνη για ελεύθερη δημιουργία, του πνευματικού ανθρώπου για απαλλαγή από τη λογοκρισία, ενώ η, έστω από σκηνής, «στα ίσια» αντιμετώπιση του ισχυρού από τον αδύναμο, συνεχίζει να προσφέρει ευφρόσυνη αγαλλίαση.

    Αυτή τη συνταγή εκμεταλλεύεται στο έπακρο ο σκηνοθέτης και την εμπλουτίζει με τη δημιουργική φαντασία του. Δεν είναι η αληθοφάνεια αυτή που τον ενδιαφέρει – χαρακτηριστικό παράδειγμα, το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου που δεν απεικονίζει τους χώρους του έργου, αλλά προσφέρεται απλόχερα στις σκηνικές ανάγκες με επίκεντρο ένα πατάρι, σημαίνον ανά τους αιώνες της θεατρικής τέχνης, και μια σκαλωσιά που αλλάζει χρήσεις (και νοερά μας συνδέει με το δημιουργικό αποκορύφωμα του ίδιου θιάσου, την «Ιλιάδα»)· είναι η όσο πιο ευφάνταστη σκηνική πραγμάτωση του έργου. Ο Λιβαθινός δεν αφήνει σχεδόν ατάκα του έργου που να μην την υπογραμμίσει με τη σκηνοθετική του παρουσία· μπορεί να είναι με μια νότα, ένα υπονοούμενο, μια κίνηση, έναν τονισμό. Στη σκηνή κυριαρχούν το χιούμορ, τα παιγνιώδη σκηνικά ευρήματα, η αβίαστη ενέργεια, οι τονισμένες ερμηνείες, η σχετική υπερβολή, ένας θεατρικός πλουραλισμός ανακατεμένος με χρώματα, μουσική και αισθητική ποικιλομορφία.

    Αυτό το θεατρικό πανδαιμόνιο υπηρετείται στην εντέλεια από τις, εκτελεσμένες ζωντανά, μουσικές του Χαράλαμπου Γωγιού, που εκτείνονται από αναφορές στην όπερα μέχρι βαλκανικά μοτίβα, και φυσικά από το σύνολο των ηθοποιών, που (έχει μάθει να) λειτουργεί σαν ένα σώμα, από τους οποίους, κυρίως λόγω του βάρους του ρόλου τους και όχι επειδή οι υπόλοιποι υστερούν, θα πρέπει να αναφερθούν χωριστά ο Δημήτρης Ήμελλος (Φίγκαρο) και ο Άρης Τρουπάκης (Κόμης Αλμαβίβα). Ως μόνo, ελάχιστo μειονέκτημα, θα διατύπωνα τη διάρκεια της παράστασης· θεωρώ ότι ένα δεύτερο μέρος κάπως μικρότερο θα βελτίωνε την ποιότητα της πρόσληψης.

    Μετά τη, συγκλονιστική για μένα προσωπικά, σκηνική πραγμάτωση της «Ιλιάδας», αναρωτιόμουν πώς θα μπορούσε ο Στάθης Λιβαθινός να την αφήσει πίσω του για να πάει παρακάτω. Αν και η συγκεκριμένη παράσταση ακόμη διατηρεί μέσα μου -αλλά και με αντικειμενικά, πιστεύω, κριτήρια, λόγω και του ειδικού βάρους του έργου- αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία σε σύγκριση με τον «Γάμο του Φίγκαρο», είμαι πλέον πεπεισμένη πως ο Λιβαθινός συνεχίζει με την ίδια δυναμική να αναμετριέται με τον πήχη που ο ίδιος έχει θέσει τόσο ψηλά.

    10.03.2015, Καράογλου Τώνια «Η φαντασία στην εξουσία», www.elculture.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο… Βαλκάνιος Φίγκαρο στο Μέγαρο

    Ένας στιβαρός σκηνοθέτης, μια δεμένη ομάδα, έξυπνα σκηνικά, σύγχρονη μετάφραση και φυσικά ένα διαχρονικό έργο, και το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι θετικό.

    Συστατικά που χάρισαν στο κοινό που παρακολούθησε την πρεμιέρα του έργου του Μπομαρσέ «Ο γάμος του Φίγκαρο» δύο και πλέον γεμάτες ώρες, το περασμένο Σάββατο, στην αίθουσα «Ν. Σκαλκώτας» του Μεγάρου Μουσικής. Παράσταση που σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθινός, με πρωταγωνιστές πολλούς από τους ηθοποιούς που τον συνοδεύουν από τα χρόνια της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού. Τη μετάφραση -εύστοχη, ευφυή, σύγχρονη- υπογράφει η Έλσα Ανδριανού, ενώ για τα αέρινα σκηνικά και τα κοστούμια «ευθύνεται» η Ελένη Μανωλοπούλου.

    Ένα έργο που έκανε πρεμιέρα στο Παλαί Ρουαγιάλ στις 27 Απριλίου του 1784, ελάχιστα χρόνια πριν από τη Γαλλική Επανάσταση. Για το έργο ο Μπομαρσέ χρειάστηκε να δώσει σκληρή μάχη με τη λογοκρισία, κι αυτό γιατί είναι ιδιαίτερα έντονη η πολιτική σάτιρα για τις παθογένειες και την υποκρισία της άρχουσας τάξης. Κι όλα αυτά κρυμμένα κάτω από μια κωμωδία, όπου κυριαρχούν το ευτράπελο, το μπέρδεμα, η παρεξήγηση.

    Τι καινούργιο έβαλε σ’ αυτή την παράσταση ο Στάθης Λιβαθινός και κατάφερε να ανατρέψει τα όποια αναμενόμενα;

    «Μετακίνησε» όλη εκείνη την εποχή και την περιοχή στα… Βαλκάνια, έντυσε τις χαρές και τις αγωνίες των ηρώων με μουσικές που παρέπεμπαν ευθέως στον Κουστουρίτσα και με τη βοήθεια της ευστοχίας της μετάφρασης, που ανέδειξε τα πιο πολιτικά στοιχεία στο έργο του Μπομαρσέ, έδειξε πόσα κοινά στοιχεία υπάρχουν στις κοινωνίες του 18ου και του 21ου αιώνα.

    Ο Δημήτρης Ήμελλος, από τους παλαιότερους της ομάδας, ήταν ο Φίγκαρο, ο παμπόνηρος και πολύ ερωτευμένος υπηρέτης που παθαίνει διάφορα, αλλά έχει επιχειρήματα, θέληση και πείσμα και πρόθεση να ξεσκεπάσει τις αδικίες του κακομαθημένου και αυταρχικού κόμη και αφεντικού του. Και του πήγαινε «γάντι» ο ρόλος. Αλώνισε, όχι μόνον το μικρό πατάρι που ήταν το κύριο σκηνικό της δράσης στην αίθουσα «Νίκος Σκαλκώτας», αλλά και όλη τη σκηνή. Δίπλα του, εξαιρετική Σουζάνα (η αγαπημένη του, υπηρέτρια επίσης, που παλεύει να απαλλαγεί από τις «θεσμοθετημένες» απαιτήσεις του κόμη προς το υπηρετικό προσωπικό) η Αμαλία Τσεκούρα.

    To φαιδρό πρόσωπο της εξουσίας ενσάρκωσε ο Άρης Τρουπάκης και την κόμισσα, που δεν είναι διόλου αλλοτριωμένη από τη θέση και τα πλούτη της, η Αντιγόνη Φρυδά. Απολαυστικός, όπως πάντα, και ο Νίκος Καρδώνης, ενώ έχει ήδη τους πιστούς θαυμαστές της η Μαρία Σαββίδου, σε κάθε παράσταση του Στάθη Λιβαθινού.

    Το συγκρότημα AntArtes συνόδευσε ζωντανά τον καταιγιστικό ρυθμό της παράστασης, και κάποιες στιγμές έμοιαζε σαν να καθοδηγεί τη δράση.

    Το κοινό το Σάββατο το βράδυ, πρεμιέρα της παράστασης στο Μέγαρο, γέμισε την αίθουσα «Νίκος Σκαλκώτας», γέλασε με την ψυχή του και χειροκρότησε θερμά την ευφρόσυνη παράσταση.

    Ο Στάθης Λιβαθινός δεν μας έχει συνηθίσει σε κωμωδίες. Είναι, όμως, ένας σκηνοθέτης που συνομιλεί βαθιά με κάθε έργο που σκηνοθετεί και που -όπως είπε και στη συνέντευξή του στην «Κ» το περασμένο Σάββατο- παρακολουθεί την εποχή του. Αυτή τη φορά επέλεξε ένα έργο που είναι βαθιά πολιτικό, που αναδεικνύει τα δίπολα της κοινωνίας, που είναι γοητευτικό και χαρούμενο και ακριβώς γι’ αυτό το επέλεξε. Επειδή ήθελε να προσφέρει στους σημερινούς θεατές όχι μόνο σκέψη, αλλά και γέλιο. Το κατάφερε.

    10.02.2015, Σελλά Όλγα «Ο… Βαλκάνιος Φίγκαρο στο Μέγαρο», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Στο βάθος του καθρέφτη

    Ο «Γάμος του Φίγκαρο» του Μπωμαρσαί (1784) δεν είναι απλώς μια λαμπερή πολιτική κωμωδία. Αποτέλεσε, μαζί με τα έργα του Μολιέρου, του άδικα ξεχασμένου Λεσάζ και άλλων, τη «μαμή» της κυοφορούμενης γαλλικής επανάστασης που έφερε «τα επάνω κάτω» στον τότε κόσμο, θεμελιώνοντας τις «νέες ιδέες» (ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα) και εξαπλώνοντας τον Διαφωτισμό στην Ευρώπη. Επειδή, σύμφωνα με τον Ιππόλυτο Ταιν, «έπεισαν τους Γάλλους ότι έπρεπε να αλλάξουν ήθη και καθεστώς».

    Οι ρίζες του «Γάμου» βυθίζονται στην Κομμέντια, στη μεσαιωνική φάρσα, στη Ρωμαϊκή και στη «Νέα» κωμωδία. Συνδυάζοντας όλα αυτά, ο ιδιοφυής Μπωμαρσαί γίνεται διαπρύσιος κήρυκας του αυθεντικού διαφωτισμού, που υπήρξε στην εποχή του κίνημα απελευθερωτικό. Το έργο του, ωστόσο, καταλύοντας την ψευτοηθική των εκάστοτε κρατούντων που είναι σε θέση να απονευρώσει κάθε ζωντανό κίνημα, διαθέτει μια δυναμική που ξεπερνάει την εποχή του. Απόδειξη ότι, ακόμη και πολύ μετά την επικράτηση της γαλλικής επανάστασης και των ιδεών της, εξακολουθεί να ταράζει κάποιους κύκλους. Ποιους; Τους νεόκοπους, τους «πουριτανούς» κάθε πλευράς και τους κατ’ επάγγελμα «διαφωτιστές». Ενοχλεί επειδή θητεύει σε μια αντίληψη σχετική, όχι απόλυτη, της ανθρώπινης ηθικής, επειδή δεν διαχωρίζει οργανικά το ψέμα από την αλήθεια και επειδή δεν απαξιώνει οντολογικά το φαίνεσθαι, αναγνωρίζοντάς του, αντίθετα, το δικαίωμα να είναι.

    Ο Μπωμαρσαί είναι σαν να τοποθετεί με το έργο του μπροστά στο «διαφωτισμένο» κοινό της εποχής του ένα στρεβλό κάτοπτρο, για να προλάβει τη νεωτερική παρέκβαση του διαφωτισμού, τη στιγμή ακριβώς που ανακηρύσσει, ενάντια στην ίδια την ιδεολογία του, αυτάρεσκα και ναρκισσιστικά, σε μοναδική και απόλυτη αξία τον εαυτό του… Θέλοντας, έτσι, να επανορθώσει, με κανόνα έναν υπαρξιακά «ραγισμένο» ορθό λόγο, την «ορθολογικά» διαστρεβλωμένη εικόνα του πραγματικού… Και να «συλλάβει», στο βάθος του καθρέφτη, την αληθινή συνείδηση του θεατή. Να την αναγορεύσει, από αναδιπλωμένη στον εαυτό της συνείδηση που αντανακλά παράλογα τον κόσμο, σε δημιουργό – συνείδηση. Αυτή είναι η «μαιευτική» μέθοδος του ορθολογιστή και γνώστη Μπωμαρσαί.

    Σε καλή και χρηστική μετάφραση της Έλσας Ανδριανού, σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, κίνηση της Pauline Huguet, όμορφα κοστούμια και αφαιρετικά σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου, αναγεννησιακή μουσική του Χαράλαμπου Γωγιού, λιτούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, παρακολουθήσαμε μια λαμπερή, και ουσιώδη μαζί, παράσταση του «Γάμου», στο «Μέγαρο Μουσικής».

    Ο σκηνοθέτης είδε το έργο, σωστά, σαν έναν αποδεικτικό σωρείτη, όχι σαν κλειστό κώδικα ή σύστημα σημείων. Σαν μια σπείρα συνεχούς, ιλιγγιώδους περιδίνησης που θέτει απανωτά ερωτήματα χωρίς να δίνει οριστικές απαντήσεις και οδηγεί, προεκτεινόμενη, στο άπειρο. Έτσι το έδωσε, ανοιχτά και ελεύθερα, όπως ταιριάζει στα μεγάλα έργα με ευρείς ορίζοντες που δεν χωρούν σε καλούπια. Ένα πολυδύναμο, πολύχρωμο, πολυδύναμο παίγνιο, γαϊτανάκι, πολύπλοκο σαν τη ζωή, με ζωντανές, αιωρούμενες ανθρώπινες κούκλες – φιγούρες που περνούν στο βάθος του καθρέφτη. Έργο ενός είρωνα, «άτακτου» ανήσυχου κουκλοπαίκτη – σκηνοθέτη χαρούμενα λυπημένο, με διαδοχικές περιόδους ηρεμίας και ξαφνικές εκρήξεις – ανατροπές, δοσμένο αριστοτεχνικά σε μεγεθυμένους ρυθμούς αληθινής ζωής.

    Βάση της ομάδας είναι η παλιά, καλή «Πειραματική Σκηνή» του Εθνικού, που φτιάχνει ένα δεμένο σύνολο. Προεξάρχων, ο έξοχος, αεικίνητος, ακούραστος, πανταχού παρών «υπηρέτης» και Αρλεκίνος Δημήτρης Ήμελλος (Φίγκαρο), που κάνει στη σκηνή τα πάντα. Ο «Κόμης Αλμαβίβα» βρίσκει έναν καλό ερμηνευτή στον αγέλαστο, ξύλινο, ζωχαδιακό «κλόουν» του Άρη Τρουπάκη. Η Αντιγόνη Φρυδά ενσαρκώνει με ζέση την «Κόμισσα» και η Αμαλία Τσεκούρα γίνεται μια χυμώδης, ζωντανή «Σουζάννα». Η κομίκα Μαρία Σαββίδου «χορεύει» σε ρυθμό μπουρλέσκο τη «Μαρσελίνα». Η Αργυρώ Ανανιάδου («Φανσέτα»), μια καλή σουμπρέτα. Χορταστικός ως «Κερουμπίνο» ο Γιώργος Τσιαντούλας. «Μπαζίλιο» – μπούφο ο Νίκος Καρδώνης. Ένα εναλλασσόμενο, διασκεδαστικό «δίδυμο» οι Γεράσιμος Μιχελής, Χρήστος Σουγάρης («Αντόνιο» και «Μπάρτολο»). Ο Γιάννης Παναγόπουλος οι Διονύσης Μπουλάς, Λευτέρης Αγγελάκης, σε διπλούς ρόλους, διακρίνονται.

    08.03.2015, Πολενάκης Λέανδρος «Στο βάθος του καθρέφτη», Η Αυγή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μια γοητευτική παράσταση

    Πιέρ Μπομαρσέ
    Ο γάμος του Φίγκαρο
    σκηνοθ: Στάθης Λιβαθινός
    θέατρο: Μέγαρο Μουσικής

    Οι χρονιές 1783-84 ήταν, ίσως, οι σημαντικότερες για το πολυσχιδές και δυσύνοπτο έργο που άφησε (και δεν άφησε) πίσω του ο πιο ετεροτάλαντος, πολυπράγμων και τυχοδιώκτης Γάλλος πολίτης του 18ου αιώνα. Το 1783, ξεκινά ο Μπομαρσέ την έκδοση των απάντων του Βολταίρου (ολοκληρώθηκε το 1789!) και το 1784, μετά έξι χρόνια απαγορεύσεων, είδε στη σκηνή τον θρίαμβο του «Γάμου του Φίγκαρο», που θεωρήθηκε προάγγελος της Γαλλικής Επανάστασης.

    Είτε ο συγγραφέας του προσδοκούσε την Επανάσταση (πράγμα απίθανο) είτε υπολόγιζε σ’ αυτήν για τις διεθνείς, κερδοσκοπικές κι αμφισβητούμενες δραστηριότητές του, έπλασε τον ομώνυμο ήρωα με το δικό του φιλόδοξο και αντιφατικό DNA και παρόμοια, μυθιστορηματικά βιώματα. Εκτός από κατήγορος του φαύλου καιρού του, ο πρώην εφευρέτης, επιστήμων, δημοσιογράφος, μπαρμπέρης Φίγκαρο, υπηρέτης πια ενός κόμη (ταξικού κι ερωτικού εχθρού του, αφού επιδιώκει να κοιμηθεί με τη μνηστή του, Σουζάνα, πριν από τη νύχτα του επικείμενου γάμου τους), αφήνει να διαφανούν στον μεγάλο μονόλογο πριν από το τέλος οι αιώνες που θα ακολουθήσουν: Της χειραγώγησης των πάντων από τις εξουσίες του σφετερισμένου ή κληρονομημένου χρήματος.

    Το έργο, που κινείται (α λα κομέντια) από ίντριγκες υπηρετών και ακολούθων έναντι μιας αργόσχολης, αλαφρόμυαλης, ανάλγητης αριστοκρατίας και φέρει σημάδια τελικής φάσης ενός πολιτισμού, θριάμβευσε στην όπερα (Μότσαρτ) μα παίζεται σπάνια στο θέατρο. Ο Στάθης Λιβαθινός και ο θαυμάσιος θίασος των ηθοποιών-συνεργατών του αποφάσισαν να το ανεβάσουν και πέτυχαν από κάθε άποψη. Με κοινή γλώσσα και κώδικες, γνωρίζοντας την επικίνδυνη μα καρποφόρα λειτουργία μιας πολυετούς ομάδας, ανταποκρίθηκαν δημιουργικά στο σκηνικό παιχνίδι χωρίς όρια, σε νέες υποκριτικές, μουσικο-χορευτικές και ακροβατικές προκλήσεις, ενσωμάτωσαν εύκολα άξιες, ομοειδείς μονάδες, παράγοντας και προάγοντας σπάνια θεατρικότητα, σ’ ένα έργο ακάθεκτης, πολυαξονικής δυναμικής και τρελής δράσης. Ο σκηνοθέτης-ενορχηστρωτής, γνώστης των κοινωνικο-ιστορικών πτυχών της εποχής, διέρρηξε με άνεση κι έμπνευση τα όριά της κεντώντας μιαν απολαυστική, πολυαναφορική παράσταση που συνεπαίρνει και ψυχαγωγεί το κοινό, ακόμη κι όταν ο σκηνικός καταιγισμός το υπερβαίνει.

    Η μετάφραση και δραματουργική συνεργασία της Έλσας Ανδριανού στάθηκε πρώτης τάξεως βάση για κάθε συντελεστή. Η Ελένη Μανωλοπούλου (σκηνικά- κοστούμια) εξασφάλισε με αιωρούμενα, τροχήλατα ή φορητά πορτοπαράθυρα ποικίλου ύφους την αίσθηση εσωτερικών χώρων και ιδιωτικότητας μέσα σε μιαν ανοιχτή σκηνή με τετράγωνη επιφάνεια στο κέντρο και μικρή «ποδιά»-καταπακτή στο προσκήνιο. Στο πίσω μέρος της σκηνής, τετράγωνη σκαλωσιά -γυμναστήριο- βεστιάριο τινάζει στον αέρα το απαραβίαστο ενός ροκοκό μπουντουάρ. Τα κοστούμια, γεμάτα γούστο και αναγωγές σε ιστορία, μόδες, τάξεις, καταγωγές.

    Η ζωντανή μουσική (AntArtes) του Χαράλαμπου Γωγιού ένα γλέντι σύλληψης, παιχνιδιού, γνώσης κι εκτέλεσης. Ψελλίσματα από Μότσαρτ, ινδικά ακούσματα (το 1761 χάνει η Γαλλία μετά έναν αιώνα την επιρροή της στις Ανατολικές Ινδίες), βαλκάνιες μελωδίες με χάλκινα (Τσιγγάνοι απήγαγαν τον μικρό Φίγκαρο) τουρκο- λαγνολικνίσματα (αναγωγή στη μόδα των τυρκερί), παιγνιώδεις και κωμικοί ήχοι, ορίζουν με χιούμορ την ακρίβεια της χορευτικής και ζογκλερικής δράσης (έξοχη επιμέλεια κίνησης της Pauline Huguet).

    Ο Άρης Τρουπάκης, με μαυροντυμένη… Αμλετική θωριά, «έγραψε» ως ιδιαίτερος κόμης Αλμαβίβα, άξιος εκπρόσωπος της κουρασμένης κι εκφυλισμένης τάξης του. Η Αντιγόνη Φρυδά σπουδαία, παραμελημένη κόμισσα. Με τη φιγούρα, κίνηση, έκφραση, τις αλλαγές διάθεσης καθόριζε σκηνές, καταστάσεις, ατμόσφαιρες. Ο Φίγκαρο του Ήμελλου εκρηκτικός, αεικίνητος, απρόβλεπτος, λίγο πιο λαϊκός από το βιογραφικό του, λίγο πιο βιαστικός στις πάνω νότες του για όσα ακατάπαυστα λέει και σκαρφίζεται, έφερε αναντίρρητα τη σφραγίδα του στοχαστή ηθοποιού, με κορύφωση τον αφοπλιστικό του μονόλογο. Ανεπανάληπτος ο Μπαζίλιο του Νίκου Καρδώνη, ως ινδοτραφής δάσκαλος μουσικής και αυτοκυριαρχίας. Η ακρίβεια χορευτικών και φωνητικών επιδόσεων, ο απολαυστικός «διάλογος» με τους μουσικούς και την υπεροψία του, διαρκής πηγή γέλιου και απόλαυσης. Έσκαγαν από τις «ραφές» των ρόλων τους, η Μαρσελίνα της Μαρίας Σαββίδου και η Σουζάνα της Αμαλίας Τσεκούρα. Δεν υπήρξε ρόλος που να μη βρήκε τον άξιο ηθοποιό του στη γοητευτική αυτή, πολυπρόσωπη παράσταση.

    05.04.2015, Κολτσιδοπούλου Άννυ «Μια γοητευτική παράσταση», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο γάμος του Φίγκαρο

    Γητεύουν, ρητορεύουν, επικρίνουν, σαρκάζουν οι ήρωες του Μπομαρσέ… Τους ενσαρκώνει ένα δυνατό υποκριτικό σχήμα σε μια εξαιρετική μεταφορά της κλασικής κωμωδίας, που χαρίζει γενναιόδωρα το γέλιο.

    Ο Πιέρ Μπομαρσέ κατέθεσε κάτι παραπάνω από μια δυναμική κωμωδία που αποθεώνει τους καλοσχηματισμένους χαρακτήρες-καρικατούρες. Το έργο γράφτηκε το 1778 και είναι έξοχο δείγμα της προβληματικής του Διαφωτισμού. Μέσα από τις καθημερινές τριβές των μελών μιας μικρής κοινωνίας, ο σύγχρονος θεατής ανακαλύπτει αναγνωρίσιμα ενσταντανέ της δικής του πραγματικότητας έξυπνα σχεδιασμένα.

    Μια ημέρα είναι αρκετή για να αποδειχτεί πως η υποκρισία και η απόλυτη αναλγησία συνθέτουν σε κάθε εποχή το τρίπτυχο της εξουσίας και όταν οι άλλοι κάνουν τη ζωή μας κόλαση λέγοντας ψέματα, με τη σιωπή μας δημιουργούμε ένα περιβάλλον για να ανθήσει μια ψευδής εικόνα, η οποία υπνωτίζει διά της αληθοφάνειάς της. Ο έξοχος Δ. Ήμελλος δίνει τη δική του μάχη ως επαναστάτης Φίγκαρο κάθε φορά που τίθεται το θέμα της χειραγώγησης των ασθενέστερων. Η δημοκρατική θέση από την οποία μιλά, χωρίς ηθικολογίες, ο συγγραφέας είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, αλλά ο Στ. Λιβαθινός την άφησε να γλιστρήσει και να βρει τη θέση της μέσα στην παράσταση δίχως να μας κουνά επιδεικτικά το δάχτυλο.

    Έχει μελετήσει την παραμικρή λεπτομέρεια κι έχει βρει τον ιδανικό τρόπο να παρουσιάσει ένα κλασικό έργο με στοιχεία commedia dell’arte χωρίς να μένει προσηλωμένος στους κώδικές της, χρησιμοποιώντας ωστόσο τον αυτοσχεδιασμό. Με το ίδιο σκεπτικό αντιμετώπισε ο Χαράλαμπος Γωγιός τη μουσική σύνθεση στην οποία παντρεύει, με λόγο κι αιτία, διάφορα στοιχεία ακόμη και ινδικά, βαλκανικά ηχοχρώματα. Μας εντυπωσίασε το νέο μέλος της ομάδας Αντ. Φρυδά, νιώσαμε για άλλη μία φορά αγαλλίαση με τη σκηνική συνέπεια των Άρη Τρουπάκη, Αμ. Τσεκούρα, Μ. Σαββίδου και Ν. Καρδώνη, που κρατούν ρόλους-κλειδιά, απολαύσαμε –όχι όλες τις στιγμές είναι η αλήθεια– το μπρίο των υπόλοιπων ηθοποιών, ενώ μας ξένισε ο στόμφος του Γ. Τσιαντούλα.

    05.03.2015, Κρύου Μαρία «Ο γάμος του Φίγκαρο», Αθηνόραμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Στάθης Λιβαθινός: 8 πράγματα που μας είπε για το «Γάμο του Φίγκαρο»

    Η κωμωδία του Μπομαρσέ «Ο Γάμος του Φίγκαρο» είναι η πρώτη, αμιγώς θεατρική παράσταση που εγκαινιάζει τη νέα σειρά «Θέατρο στο Μέγαρο Μουσικής». Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός μας λέει όσα πρέπει να ξέρουμε πριν μπούμε στην αίθουσα «Νίκος Σκαλκώτας».

    1. Εφευρέτης και πολύ δημιουργικό μυαλό, ο Μπομαρσέ δεν έζησε απλώς πολύ έντονη ζωή, φαίνεται ότι κατάλαβε κάτι απ’ αυτή. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ιδιοφυής Μότσαρτ έσκυψε πάνω στο έργο του για να συνθέσει τους «Γάμους του Φίγκαρο», χρησιμοποιώντας το σχεδόν αυτούσιο.

    2. Το έργο είναι μια αρκετά προχωρημένη κομέντια ντελ άρτε. Με ενδιαφέρει αυτή η δραματουργία διότι φέρνει κάτι από τις πηγές του σύγχρονου ευρωπαϊκού θεάτρου. Είναι ένα ερωτικό έργο με πολιτική χροιά κι ένα πολιτικό έργο με ερωτική χροιά. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι ένα ανάλαφρο θεατρικό είδος, ειρωνικό, ενδιαφέρον, σύγχρονο, που ζητάει ένα ιδιαίτερο υποκριτικό στιλ.

    3. Το πολιτικό στοιχείο στην αντιμετώπιση των αρχόντων από τους υπηρέτες έχει κάτι αρχετυπικό. Με ενδιέφερε να τονίσω αυτήν τη σχεδόν υπαρξιακή ματιά πάνω στο θέμα των ταξικών σχέσεων και της ρευστότητάς τους. Στο έργο ενυπάρχουν οι αρχές του Διαφωτισμού, όπως είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η προϋπόθεση της ελευθερίας.

    4. Ο Φίγκαρο θυμίζει έντονα τον σύγχρονο μέσο Έλληνα. Ο πρωτότυπος τίτλος του Μπομαρσέ είναι «Μια τρελή μέρα». Στην Ελλάδα όλες μας οι μέρες είναι τρελές… Ένα ακόμη στοιχείο που με ενδιαφέρει πολύ στο έργο είναι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αυτοσχεδιάζουν την ευτυχία τους. Ο συγγραφέας παρακολουθεί τους ήρωές του να διεκδικούν την ευτυχία, να προσπαθούν να δώσουν λύσεις και να κερδίσουν κάτι σήμερα.

    5. Προσπαθήσαμε να αντιμετωπίσουμε το έργο με χιούμορ. Το χιούμορ είναι λυτρωτικό, φέρνει στην επιφάνεια μια διαφορετική ματιά πάνω στη ζωή. Υποκριτικά ωστόσο είναι πολύ πιο δύσκολο, γιατί προϋποθέτει μια αντίδραση του κόσμου. Το χιούμορ μαζί με την αθωότητα είναι δύο ισχυρά στοιχεία στο έργο. Είναι δυο πράγματα που τα κυνηγώ κι εγώ στη ζωή μου. Το χιούμορ είναι το μόνο αντίδοτο στην ελληνική νοσταλγική κατάθλιψη και στο συντηρητισμό.

    6. Συμπέσαμε με το Μέγαρο Μουσικής. Εκείνοι ήθελαν να ξεκινήσουν κάτι θεατρικό, εγώ δεν έχω ακόμη χώρο κι όταν έγινε η συζήτηση για τη συμπαραγωγή με την ομάδα Polyplanity, είχα ήδη υπόψη μου το έργο. Αυτό που κάνουμε θα το ονόμαζα ζωντανό πείραμα γιατί δεν μπαίνουμε στο Μέγαρο Μουσικής ακαδημαϊκά, ούτε με τη σιγουριά ενός κοινού. Τι νόημα θα είχε άλλωστε ένας τέτοιος θεσμός αν δεν έθετε τέτοια στοιχήματα;

    7. Είναι μια μεγάλη παραγωγή με δεκατρείς ηθοποιούς. Τα κοστούμια έχουν μάλλον άρωμα ενός είδους θεάτρου παρά κάποιας εποχής. Για μένα είναι η στιγμή, μετά την «Ιλιάδα», ανανέωσης των κωδίκων αλλά και των συνεργατών μου με καινούργια πρόσωπα στην ομάδα.

    8. Η εξαιρετική Αμαλία Τσεκούρα είναι η Σουζάνα, ένας ρόλος που λάμπει, και μοναδικός Φίγκαρο, ο Δημήτρης Ήμελλος. Στην παράσταση θα δείτε και μια εξαιρετική νέα ηθοποιό, την Αντιγόνη Φρυδά, η οποία νομίζω ότι θα αφήσει θετικές εντυπώσεις.

    05.02.2015, Κρύου Μαρία «Στάθης Λιβαθινός: 8 πράγματα που μας είπε για το Γάμο του Φίγκαρο», Αθηνόραμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Στάθης Λιβαθινός: Ένας από τους πιο ταλαντούχους σκηνοθέτες μίλησε στην Α.V.

    Μια σύμπτωση. Στην κουβέντα πάνω μου εξομολογήθηκε πως σήμερα κλείνουν 30 χρόνια από το θάνατο του θείου του, Μάνου Κατράκη. Αν το ταλέντο περνάει με το DNA, πολλά εξηγούνται. Γατί είναι ένας από τους πιο ταλαντούχους σκηνοθέτες μας και μάλιστα αυτός θα εγκαινιάσει το θεσμό «Θέατρο στο Μέγαρο» ανεβάζοντας την παράσταση «Οι γάμοι του Φίγκαρο».

    Μια παράσταση προϋποθέτει πως στο μεταξύ έχετε ερωτευθεί το κείμενο;
    Πρέπει να είσαι έτοιμος για να υπάρξει ερωτική σχέση μ’ ένα κείμενο. Όπως και στον έρωτα, μετράει πολύ ποια στιγμή θα σε συναντήσει ένα έργο. Έχει συμβεί να με αγγίξει κείμενο, αλλά όταν στην πορεία φεύγει από το μυαλό μου, αντιλαμβάνομαι πως η αντίδραση ήταν επιδερμική. Η προσωπική επαφή δημιουργείται περισσότερο μέσω μιας υποσυνείδητης διαδικασίας. Προσωπικά δεν βλέπω τόσο έργα όσο θέματα. Την αφήγηση ενός έργου τη χρησιμοποιώ ως όχημα προκειμένου να τονίσω κάποιες φλέβες του, που νομίζω εκείνη τη στιγμή πρέπει να ακουστούν. Το πιο δύσκολο για ένα σκηνοθέτη είναι να συμπέσει με την εποχή του και ακόμα καλύτερα να την προβλέψει. Δεν είναι πάντοτε εύκολο. Επιπλέον, θέλω ένα έργο να δίνει την ευκαιρία να αναδειχθούν πλευρές των συνεργατών μου μ’ έναν καινούργιο τρόπο• να μου δίνει την ευκαιρία να πω με ωραίο τρόπο κάτι που έχει ανάγκη η εποχή – τότε μόνο γίνεται βαθύτερη η σχέση.

    Το γεγονός πως δεν έχετε δικό σας θέατρο επηρεάζει την επιλογή των έργων;
    Μπορεί να δούλεψα εξαιρετικά στο Πορεία, την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού και στο Οδού Κεφαλληνίας, αλλά δεν ήταν το δικό μου θέατρο και πιστεύω πολύ στο Θέατρο-Εστία. Ένα μέρος όπου οι άνθρωποι έχουν μια βαθύτερη συνομιλία και μπορούν να τολμήσουν, όπου ζουν γι’ αυτό, τους συνδέει ένα όραμα και μια ανάγκη και δεν είναι περιστασιακή η συνύπαρξή τους. Το περιστασιακό προσωπικά δεν με αντιπροσωπεύει. Οπότε μ’ αυτή την έννοια, ναι.

    Το Μέγαρο έχει μια συγκεκριμένη ταυτότητα ως χώρος. Επιδρά αυτό στον τρόπο που θα σκηνοθετήσετε;
    Δεν το λαμβάνω καθόλου υπόψη. Μ’ ενδιαφέρει το κοινό που έρχεται να δει τις δουλειές μου. Αυτό θα έρθει και θα εξακολουθήσει να έρχεται εάν και εφόσον έχω κάτι να του πω. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει όταν ανεβάζω μια παράσταση είναι να στείλω ένα μήνυμα προς το κοινό. Και έχει να κάνει με απλά πράγματα: τι να θυμούνται το πρωί, τι δεν πρέπει να ξεχνάνε, πώς πρέπει να είναι γενικότερα. Εσύ πρέπει να είσαι ένας καλός ενδιάμεσος. Ο χώρος παίζει δευτερεύοντα ρόλο.

    «Οι γάμοι του Φίγκαρο» πώς προέκυψαν;
    Ήταν μια πρόταση από το Μέγαρο να σκηνοθετήσω την πρώτη παράσταση που εγκαινιάζει το θεσμό «Θέατρο στο Μέγαρο». Το έργο ήταν καθαρά δική μου επιλογή. Βρίσκομαι σε μια διαδικασία επιστροφής στη σχετιζόμενη με τις απαρχές του σύγχρονου ευρωπαϊκού θεάτρου δραματουργία, με την οποία δεν έχω ασχοληθεί μέχρι σήμερα. Είναι ένα έργο που η όπερα έχει καθορίσει τη μοίρα του με τη θεϊκή μουσική του Μότσαρτ. Όμως και το ίδιο το έργο του Μπομαρσέ έχει τεράστια αξία. Μ’ ενδιαφέρει αυτό που δείχνει. Την επιμονή των ανθρώπων να κυνηγούν την προσωπική τους ευτυχία σε μια εποχή τόσο ταραγμένη από αντιθέσεις και επαναστάσεις. Είμαι σε μια φάση αναζητήσεων στο έργο.

    Τι κάνει ν’ αντέχει ένα έργο τόσο χρόνια;
    Είτε έχει ένα διαχρονικό θέμα είτε δίνει την ευκαιρία σε σκηνοθέτη και ηθοποιούς να αποκαλύψουν κάτι στο επάγγελμά τους. Το «μπορεί ν’ αντέξει στο χρόνο» με ιντριγκάρει γιατί έρχεται ενάντια στη θεατρική σύμβαση. Το θέατρο είναι κάτι το εφήμερο, οι παραστάσεις κάποτε τελειώνουν και χάνονται στο πέρασμα του χρόνου. Όταν επιλέγουμε έργα πιστεύουμε πως μας αρέσουν, αλλά πολλές φορές αποδεικνύεται πως δεν αφορούν κανέναν. Προσωπικά έχω αποφασίσει πως σε αυτή τη φάση της ζωής μου θέλω να ασχολούμαι με τα κλασικά κείμενα γιατί εκεί βρίσκω κάτι σημερινό και αυριανό ταυτόχρονα. Μπορείς εκεί να δοκιμάσεις πολλούς σύγχρονους τρόπος έκφρασης χωρίς να φοβηθείς.

    Ποιο είναι το σημείο που λέτε «τέλος», η παράσταση είναι έτοιμη να ανέβει;
    Μόλις έχω επιστρέψει από την Ισπανία, όπου παρουσίασα την Ιλιάδα. Εκεί είδα πάρα πολλή ζωγραφική μεταξύ αυτών και Πικάσο, που όσο και αν ακούγεται μπανάλ, είναι ο αγαπημένος μου. Είδα τι έκανε στα επτά του, στα δεκαεπτά του και στα εβδομήντα πέντε του. Κατάλαβα πόσα λίγα πράγματα πραγματοποιούμε σε σχέση με αυτά που θα μπορούσαμε να κάνουμε. Το τι σημαίνει να είναι κανείς μοναδικός στη δουλειά του. Τον αναφέρω γιατί θέλω να θαυμάζω και να μένω με το στόμα ανοιχτό μπροστά στο τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος. Αυτό είναι η μία πλευρά. Η άλλη έχει να κάνει με το ότι εγώ στη ζωή μου είχα την τύχη να έχω πάρα πολύ καλούς δασκάλους. Όλοι αυτοί μου έμαθαν να είμαι συγκρατημένος και να βλέπω μέχρι πού μπορεί να φτάσει κανείς. Μου έμαθαν το μέτρο σύγκρισης. Το θέμα είναι όμως πως παρακολουθώντας καθημερινά τη δουλειά μου βλέπω μόνο λάθη, και εξαιτίας της τελειομανίας χάνεις το καθαρό βλέμμα. Ο σκηνοθέτης πρέπει να έχει πολύ κρύα μύτη και πολύ ζεστή καρδιά. Γενικά δεν ευχαριστιέμαι εύκολα και προσπαθώ απλά να γίνω μέρος ενός ατελούς πράγματος μαζί με ανθρώπους που πίστεψαν σ’ εμένα και ανεβαίνουν στη σκηνή να κάνουν κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο. Έτσι, συνεχώς νομίζω πως μπορώ να βελτιώσω κάτι, όμως στην τελική μπορεί να πρόκειται για ψευδαίσθηση.

    Μήπως χαϊδεύετε έτσι το ναρκισσισμό σας;
    Μπορεί. Υπάρχουν όμως στιγμές που νιώθω πως αυτό που βλέπω είναι πάρα πολύ κοντά σ’ αυτό που είχα στο μυαλό μου ή ακόμα καλύτερα πως το κοινό το εισπράττει. Η πραγματική μαεστρία του σκηνοθέτη είναι να συμβαίνει στην πλατεία ό,τι αυτός ήθελε να συμβεί στην πρόβα. Πολλές φορές αυτό που συμβαίνει κάτω δεν συμφωνεί με τις προθέσεις μας. Φανταστείτε το κοινό να κλαίει εκεί που ήθελες να γελάει ή και το αντίστροφο. Προσωπικά ερήμην κοινού, αυτού του πολυκέφαλου τέρατος όπως το έλεγε η Ελεονώρα Ντούζε, μέχρι σήμερα δεν δουλεύω. Δουλεύω μόνο γι’ αυτό.

    Αν την προηγούμενη ημέρα δηλαδή μείνετε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα, και την επομένη το κοινό δεν αντιδράσει με τον τρόπο που θα θέλατε, αλλάζει η γνώμη σας;
    Όλη μας η ζωή περνάει στο «πρόβα, αγάπη μου». Όταν τελειώσουν οι πρόβες και αρχίζει η παράσταση στη θέση μου κάθεται ένας άγνωστος ή μια άγνωστη κυρία. Εγώ κρύβομαι και παρακολουθώ τις αντιδράσεις στο πρόσωπό του, στο πρόσωπο κάθε θεατή. Εκεί είναι η παράσταση, στο βλέμμα του κοινού. Αρχίζοντας η παράσταση μ’ έναν τρόπο ο σκηνοθέτης έχει αποχωρήσει και δεν μπορεί πια να τη σταματήσει – είναι η κατάρα και το μεγαλείο του θεάτρου. Εκεί καταλαβαίνεις πραγματικά τι και πώς το έκανες, αλλά και παρακολουθείς να συμβαίνουν μερικά θαύματα που φυτρώνουν από τη σπορά που έχεις ρίξει στην ψυχή των ηθοποιών σου. Παρουσία του κοινού παρακολουθείς μια μεταμόρφωση του ηθοποιού: αλλάζουν οι παλμοί της καρδιάς του, το χρώμα του… μια ουσιαστική αλλαγή συμβαίνει που μέχρι ενός σημείου εσύ είσαι ο υπεύθυνος γι’ αυτή, αλλά δεν ξέρεις και πού θα καταλήξει. Πάντως, σε σχέση με το κοινό, μπορεί να νομίζεις πως έχεις προβλέψει τις αντιδράσεις του, μπορεί να τις έχεις ευχηθεί, αλλά να ξέρεις εκ των προτέρων τις αντιδράσεις του δεν γίνεται. Ποιος ξέρει, ίσως το κατορθώσει μια μελλοντική επιστήμη, αυτή της κοινολογίας. (γελάει)

    Οι συνεργάτες σας ποιο θεωρούν το μεγαλύτερο ελάττωμά σας ως σκηνοθέτη; Φωνάζετε; Είστε ένα μικρός δικτάτορας;
    Όχι, δεν φωνάζω, αλλά και οι συνεργάτες μου δεν έτυχε να μου επισημάνουν κάτι. Ο σκηνοθέτης είναι ένα ον που χρειάζεται τεράστια βούληση και ακόμα περισσότερο υπομονή. Προσωπικά θέλω οι άνθρωποι που δουλεύουν μαζί μου να πείθονται γι’ αυτό που κάνουν και να το υιοθετούν σαν να είναι πραγματικά δικό τους.

    Δεν εμπεριέχει τους κινδύνους της «επανάληψης» το να έχεις μόνιμους συνεργάτες;
    Ισχύει και έχει τις δυσκολίες του. Δουλεύοντας όμως με μια δημιουργική ομάδα έχεις την πρόκληση να φέρνεις συνεχώς καινούργιες ιδέες προκειμένου αυτό το θηρίο να μη σε καταπιεί, αλλά και να γλιτώσεις από την πλήξη. Είναι ένα ορυχείο που πρέπει συνεχώς βαθύτερα να σκάβεις, γιατί ήδη έχεις βγάλει στην επιφάνεια πολλούς από τους θησαυρούς που κρύβει. Όταν συνεργάζομαι με περιστασιακούς ηθοποιούς αφιερώνω χρόνο της δουλειάς μου προκειμένου να τους γνωρίσω καλύτερα ως ανθρώπους. Πρώτα μ’ ενδιαφέρει με ποιους δουλεύω και έπειτα τι θα κάνω μαζί τους. Προσπαθώ πάντα να συνδυάσω την προσωπικότητα ενός ηθοποιού με την ερμηνεία.

    Παίξατε την «Ιλιάδα» έξω και μάλιστα με τεράστια επιτυχία. Πώς ξεπερνιέται το πρόβλημα της γλώσσας;
    Η θεατρική γλώσσα είναι διεθνής και μπορείς να καταλάβεις πότε υπάρχει ψέμα στη σκηνή και πότε αλήθεια. Γιατί υπάρχει η ανθρώπινη συμπεριφορά και ευτυχώς μπορείς να την κατανοήσεις κι ας μη γνωρίζεις τη γλώσσα. Πονάει, λυπάται, απελπίζεται, χαίρεται, πεθαίνει ο άνθρωπος με τον ίδιο τρόπο. Βέβαια, στην περίπτωση της Ιλιάδας οι θεατές γνώριζαν το μύθο. Πρέπει πάντως να διευκρινίσω πως ο Τρωικός μύθος μπερδεύεται συχνά με τον Ιλιαδικό πόλεμο, όπως τον λέει εύστοχα ο Μαρωνίτης. Ο Τρωικός πόλεμος κράτησε 10 χρόνια και ο Ιλιαδικός πόλεμος 4 ημέρες.

    Πόσο εύκολο είναι να περάσετε από την Ιλιάδα στους Γάμους;
    Χρειάζεται μεγάλη εσωτερική προσπάθεια. Γιατί δεν μπορείς να βγεις από τα έργα του Ομήρου, ή όποιου τα σκάρωσε – μόνο τα έργα του Σέξπιρ μπορώ να τα συγκρίνω με αυτά. Μπαίνεις μέσα στα έργα και μένεις μια ολόκληρη ζωή! Η Ιλιάδα περιλαμβάνει 250 θανάτους – το πιο αμερικάνικο σπλάτερ είναι παιδική χαρά μπροστά της. Σου περιγράφει το πώς συνέβη κάθε θάνατος, αλλά ένα από τα πιο συγκλονιστικά στοιχεία της είναι πως κάθε ανώνυμος στρατιώτης αποκτάει την ώρα του θανάτου του όνομα. Όταν κάποιος εκτιμάει τη ζωή και το δείχνει έτσι, αποκλείεται να μη σου αλλάξει τη ζωή και τον τρόπο που έχεις μάθει να βλέπεις. Αν όχι τη ζωή, τουλάχιστον την τέχνη. Το μεγάλο προσόν του Ομήρου είναι πως είναι μεγαλειώδης ακόμα και από την πρώτη ανάγνωση – από το πρώτο επίπεδο. Επιπλέον είναι πάρα πολύ ρεαλιστής, πέρα απ’ ό,τι πρόβλεψε και την εξέλιξη του ελληνισμού…

    Και την κρίση;
    Απόλυτα. Πρόβλεψε πως αυτοί που ζουν εδώ θα ζουν σε εμφυλιακή κατάσταση στο διηνεκές! Διότι ξεκινάει την Ιλιάδα με τη σύγκρουση δύο ανδρών για μια γυναίκα, και μάλιστα σταματάει ο πόλεμος για να αρχίσει μια εμφυλιακή σύγκρουση.

    04.11.2015, Μαστρογιαννίτης Δημήτρης «Στάθης Λιβαθινός: Ένας από τους πιο ταλαντούχους σκηνοθέτες μίλησε στην Α.V.», www.athensvoice.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Στάθης Λιβαθινός: Ο «Γάμος του Φίγκαρο» είναι μια απίστευτα τραγική φάρσα, ένα χαμόγελο στην εποχή των δακρύων

    Θα ήταν εύκολο όσο και πέρα για πέρα αληθινό να αποδώσεις στον Στάθη Λιβαθινό μια από τις παραστάσεις της χρονιάς. Συνηγορούν σε αυτό η καθημερινά γεμάτη αίθουσα Σκαλκώτα στο Μέγαρο Μουσικής καθώς και τα εγκωμιαστικά σχόλια των θεατών που πλειοψηφούν. «Ο γάμος του Φίγκαρο» του Μπωμαρσαί είναι το μέσον με το οποίο ο σκηνοθέτης επανακάμπτει στην ελληνική σκηνή, μετά τη μίνι παγκόσμια περιοδεία της «Ιλιάδας» – επόμενος σταθμός της οποίας θα είναι το φημισμένο φεστιβάλ της ρουμανικής πόλης Σιμπίου, στην καρδιά της Τρανσυλβανίας.

    Ο Στάθης Λιβαθινός βρέθηκε να αναζητά τρόπο προκειμένου να εκτονώσει δημιουργικά την ενέργεια που είχε συλλέξει η ομάδα του από τα ταξίδια της. Και μολονότι, όπως λέει, «η Ιλιάδα αποδείχθηκε ένα πολύ γνήσιο μέσον για να συγκινήσει διαφορετικούς λαούς και διαφορετικές γλώσσες» ο ίδιος αναζήτησε μια νέα δραματουργική αφορμή για να δοκιμάσει καινούργια πράγματα και να επιχειρήσει νέα όρια στο θέατρο του.

    Έβαλε, τρόπον τινά, τρικλοποδιά στον εαυτό του, κάνοντας το «εύκολο» (που λέγαμε νωρίτερα) «δύσκολο». Κι επέλεξε ένα κείμενο ζωηρής, φαρσικής ιλαρότητας του 18ου αιώνα που απαιτεί από τους ηθοποιούς του τεράστια αποθέματα χιούμορ, ενέργειας και συγκρότησης. «Αναζητάει κανείς παράθυρα και δρόμους. Κι από την στιγμή που δεν έχω μια βάση, μια δική μου θεατρική σκηνή, το θέμα ρεπερτορίου της ομάδας γίνεται από μόνο του ένα ζήτημα κρίσιμο. Δεν έχω δηλαδή την πολυτέλεια να μιλάω με έργα στο κοινό, αλλά με θέματα. Επιπλέον, ήθελα το επόμενο βήμα μας, μετά την ‘Ιλιάδα’ να έχει μια ελαφράδα, μια χαρά. Και για να μοιράσεις χαρά στον κόσμο πρέπει να την νιώσεις πρώτα ο ίδιος» εξηγεί.

    Ο «Γάμος του Φίγκαρο» είναι, κατά τον Λιβαθινό, «μια απίστευτα τραγική φάρσα, ένα χαμόγελο στην εποχή των δακρύων. Παρόλο που ντυνόμαστε τα ρούχα μιας άλλης εποχής, έχω την υποψία ότι μιλάμε πολύ για την δική μας. Και νομίζω πως η εποχή μας προσφέρεται για πολύ σοβαρές, τραγικές σκέψεις – γι’ αυτό διάλεξα μια κωμωδία».

    Η νέα, κατά παραγγελία, μετάφραση της Έλσας Ανδριανού στο κείμενο του Μπωμαρσαί αφηγείται το χρονικό μιας ιλιγγιώδους μέρας: Ένας παμπόνηρος και κατεργάρης υπηρέτης με το ψευδώνυμο Φίγκαρο θέλει να παντρευτεί διακαώς την, από καιρό, αγαπημένη του Σουζάνα, αφού προηγουμένως ξεπεράσει τα φοβερά εμπόδια που του υψώνει ο αφέντης του, ο οποίος και ορέγεται την Σουζάνα για τον εαυτό του. Ένα γαϊτανάκι αδιάκοπων παρεξηγήσεων και ανατροπών γεννάει μια γνήσια μα και μελαγχολική κωμωδία όπου αντιπαρατίθενται αρχετυπικές φιγούρες· ο αφέντης με τον δούλο, η γυναίκα με τον άνδρα, το Καλό με το Κακό.

    Η συμπεριφορά του Φίγκαρο είναι οικεία στο ελληνικό στοιχείο;
    Ο Φίγκαρο είναι το πρότυπο ενός ανθρώπου που επιβιώνει κάτω από όλες τις συνθήκες. Δεν είναι τυχαίο πως δεν είναι Γάλλος, είναι Ρομά, αναθρεμμένος από τσιγγάνους. Είναι Άλλος, φευγάτος. Όπως και ο σύγχρονος Έλληνας δεν πιάνεται από πουθενά.

    Τον κατανοείτε για τον απελπισμένο τρόπο με τον οποία κυνηγά την ευτυχία του;
    Ναι, είναι μια τραγική κατάσταση αυτή. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν ένα άδειο κρεβάτι, μια άδεια θέση στην ψυχή τους κι όλοι κυνηγούν την ευτυχία με έναν τρόπο απεγνωσμένο. Επίσης, εκείνο που με τρελαίνει είναι ο αυτοσχεδιασμός τους. Αυτοσχεδιάζουν κάθε δευτερόλεπτο αναζητώντας μια διέξοδο για να μπορούν να σταθούν όρθιοι, να βρουν κάτι που μπορεί να μοιάζει με ευτυχία στη ζωή τους, να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Είναι άνθρωποι σε κατάσταση αυτοσχεδιαστικού οίστρου.

    Υπάρχει λοιπόν περίπτωση ο άνθρωπος να παραιτηθεί από το κυνήγι της ευτυχίας ακόμα κι αν καταπιέζεται βαθιά, όπως οι άνθρωποι της δικής μας εποχής;
    Όχι. Ακόμα κι όταν ένας άνθρωπος είναι στη γωνία, εκεί που όλοι περιμένουν ότι έχει τελειώσει μπορεί να βγάλει από το μαγικό καπέλο ένα κουνέλι. Αυτό τα λέει όλα· είναι μια μαγική συνωμοσία της φύσης, των αστεριών, του DNA ενός λαού που αντιδρά την τελευταία στιγμή για να βρει ένα τρόπο να συνεχίσει να υπάρχει και για να αποκτήσει μια ταυτότητα.

    Άρα η ζωή είναι μια διαδικασία ρευστότητας.
    Ένας από τους λόγους που επέλεξα το έργο είναι ακριβώς αυτός: για να πω ότι η ζωή είναι ρευστή. Με ενδιαφέρει το πόσο ευάλωτοι είμαστε και πόσο εύκολα γλιστράμε από καταστάσεις. Στη ζωή όλα είναι μη αναστρέψιμα κι όλα ανατρέπονται.

    Αυτό είναι και μια πολιτική διαπίστωση…
    Η δική μου πολιτική είναι η δουλειά μου. Το θέατρο είναι το πιο ανοιχτό όργανο για να εκφράσεις τις πιο γνήσιες και δημοκρατικές σκέψεις. Η πολιτική αλλοιώνει την αξία των σκέψεων από την πολύ χρήση αφού οι λέξεις περνούν μέσα από πολλά στόματα. Ευτυχώς λοιπόν που το θέατρο είναι ένα μέρος όπου πολλοί Έλληνες συνυπάρχουν εν σιωπή…

    Κάνετε δημοκρατικό θέατρο;
    Το θέατρο είναι μια εστία και όσα θέατρα πέτυχαν στον προορισμό τους διέθεταν την φλόγα, την στοργή μιας εστίας ομοϊδεατών. Αυτό δεν σημαίνει ότι μιλάμε για ανθρώπους ακυρωμένους που εκτελούν το όραμα κάποιου μεγαλοφυούς ηγέτη, όχι. Μιλάμε για ανθρώπους που έχουν λόγο στα πράγματα κι αυτό λείπει από το ελληνικό θέατρο. Κακώς φυσικά γιατί αυτού του είδους το σύνολο αξιοποιεί και το ταλέντο των ανθρώπων.

    Και ο σκηνοθέτης μιας ομάδας τι ρόλο παίζει σε μια θεατρική εστία;
    Ο σκηνοθέτης μιας ομάδας είναι και πατέρας της, πατέρας με ‘Π’ κεφαλαίο. Ένας γονιός που οφείλει να καθοδηγεί και να δίνει ευκαιρίες στους συνεργάτες του. Κι αν πραγματικά πιστεύει στο ταλέντο και στην αξιοσύνη τους, δεν έχει παρά να χαίρεται με ότι κάνουν. Έτσι κι εγώ ταυτίζομαι με τις μοίρες των ανθρώπων που αγαπώ, με τους οποίους συνεργάζομαι. Από την άλλη πλευρά, για να υπάρξει πατέρας πρέπει να υπάρξει και σπίτι.

    … Το οποίο φαίνεται πως, από την επόμενη σεζόν, θα βρείτε στο θέατρο Βασιλάκου.
    Εκεί θα έχει την έδρα της η εταιρία παραγωγής Polyplanity κι εκεί κατά πάσα πιθανότητα θα εργαστώ κι εγώ.

    04.03.2015, Χαραμή Στέλλα «Στάθης Λιβαθινός: Ο «Γάμος του Φίγκαρο» είναι μια απίστευτα τραγική φάρσα, ένα χαμόγελο στην εποχή των δακρύων», www.monopoli.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Είδα: τον «Γάμο του Φίγκαρο» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού

    Κωμική ευδαιμονία δουλεμένη στην εντέλεια

    Κι εκεί που η χειμερινή περίοδος είχε φτάσει και ξεπεράσει τα μισά, και όπως όλα έδειχναν χωρίς καμιά αξιόλογη κωμωδία στο ρεπερτόριό της, ήρθε η νέα σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού πάνω στον «Γάμο του Φίγκαρο» για να αποδώσει, τρόπον τινά, δικαιοσύνη. Η επιστροφή του σε ένα είδος με το οποίο πολύ καιρό είχε να αναμετρηθεί, αποκάλυψε ένα φίνο, ακτινοβόλο ανέβασμα, μια μεθυστική θεατρική γιορτή με κυρίαρχο μοτίβο το κωμικό στοιχείο. Και λέμε κυρίαρχο αφού το κλασικό έργο του Μπωμαρσαί είναι μια κορυφαία στιγμή καταγραφής για τη μοίρα του ανθρωπίσκου, μια σπουδή πάνω στον ασυγκράτητο αγώνα για επιβίωση όπου το ιλαρό συνυπάρχει ανά πάσα στιγμή με το τραγικό και το κυνηγητό ανάμεσά τους μοιάζει ατέρμονο.

    Μέσα από την πυκνή, χυμώδη μετάφραση της Έλσας Ανδριανού, παρακολουθούμε τις κεφάτες περιπέτειες που ζει ένας γοητευτικός κατεργάρης με το παρατσούκλι «Φίγκαρο» παραμονή του γάμου του. Τα εμπόδια που υψώνονται μπροστά του μέχρι να ευτυχήσει και να ντυθεί γαμπρός, οι παρεξηγήσεις, οι ανατροπές, οι καταστάσεις και η αναλλοίωτη παλέτα των ερωτικών ηθών πλέκουν ένα εξωφρενικό, ευδαιμονικό γαϊτανάκι – που όπως αναφέραμε και νωρίτερα έχει και τη σκοτεινή πλευρά του. Μέσα από μια κλασική δομή, με αναγωγές ακόμα και στην ελληνική τραγωδία, ο Μπωμαρσαί προλαβαίνει να ασχοληθεί με ένα σωρό αρχετυπικά μοτίβα: Από τη σχέση υπηρέτη και αφέντη, σε αυτήν του προλετάριου και του ευγενή, στην αιώνια μάχη θηλυκού κι αρσενικού, στη θέση της γυναίκας έναντι του ανδρός, στο Καλό και το Κακό.

    Η σκηνοθεσία του Λιβαθινού εντοπίζει ένα μακρινό συγγενή του Οιδίποδα, αφού, όπως κι ο ήρωας του Αισχύλου, έτσι κι ο Φίγκαρο έχει μεγαλώσει ορφανός, αγνοεί τις αριστοκρατικές ρίζες του, παρολίγον να παντρευτεί τη μητέρα του εξαιτίας ενός συμβολαίου κ.ο.κ. – όλα αυτά ιδωμένα φυσικά στην ανάλαφρη πλευρά τους. Εξάλλου, ο Φίγκαρο αυτοσυστήνεται ως «διπλωματικός μπακαλόγατος» βάζοντας τους όρους ενός ευφάνταστου παιγνίου στο όλον.

    Η επιτυχία του Στάθη Λιβαθινού, εφόσον αναγνωρίζει τις ποικίλες αξίες του κειμένου, έγκειται στη σκέψη να τους δώσει χώρο και ανάσες σε μια σχεδόν ισότιμη σχέση. Έτσι, γεννιέται μια απόλυτα ισορροπημένη παράσταση -με ζητούμενο πάντα την κωμική ανισορροπία και το φαρσικό ευτράπελο- αφού όλο το οικοδόμημά της είναι ρυθμισμένο και δουλεμένο στην παραμικρή λεπτομέρεια. Η γενική εικόνα της παράστασης που θα μπορούσε να συνοψιστεί στην αποθέωση ενός καλοκουρδισμένου παιχνιδιού, κρύβει υψηλό επαγγελματισμό και άψογο συντονισμό από κάθε συντελεστή της παράστασης.

    Ας πάρουμε την όψη της, στα σκηνικά και στα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου. Από τις ωραιότερες δουλειές της τα τελευταία χρόνια, με μινιμαλιστική προσέγγιση και ποικίλα αισθητικά δάνεια υπογράφει για τη φινέτσα και τη φρεσκάδα της παράστασης. Επίσης, η μουσική του Χαράλαμπου Γωγιού που απομακρύνεται -συνειδητά προφανώς- από τα απολύτως αναγνωρίσιμα μουσικά μοτίβα του Μότσαρτ και ανατρέχει για την έμπνευσή του στην ίδια τη δραματουργία. Ενθέτει δηλαδή τσιγγάνικη μουσική από τα Βαλκάνια, όπως τσιγγάνος φέρεται ότι είναι ο Φίγκαρο, και διατρέχει με αυτό το όχημα κι άλλους πολιτισμούς που σχετίζονται με τους Ρομά, όπως η Ινδία. Η μουσική δε, βρίσκεται σε απευθείας διάλογο με τις ερμηνείες των ηθοποιών τονώνοντας δραστικά τον ρυθμό της παράστασης.

    Όσο για την πρωταγωνιστική ομάδα, δικαιώνει την επιμονή πολλών σκηνοθετών -μεταξύ αυτών και του Στάθη Λιβαθινού- να δουλεύουν με συγκεκριμένους πρωταγωνιστές, προς κέρδος χρόνου. Εδώ φυσικά, διαπιστώνουμε πολλά επιπλέον ευεργετήματα μιας τέτοιας επιλογής, αφού οι ηθοποιοί αναπτύσσουν μεταξύ τους άψογη επικοινωνία, εκπέμπουν τις ίδιες ατμόσφαιρες και «επιτρέπουν» στον σκηνοθέτη τους να εντοπίσει κι άλλα στοιχεία των δυνατοτήτων τους. Ο Δημήτρης Ήμελλος, αεικίνητος κι ευρηματικός, δίνει ρεσιτάλ στο ρόλο του ταλαίπωρου κολπατζή Φίγκαρο, επιβεβαιώνοντας πόσο πολύ του πάει η κωμωδία. Με κέφι και μπρίο ζωντανεύει η Σουζάνα της Αμαλίας Τσεκούρα, αλλά και η κόμισσα της Αντιγόνης Φρυδά, ενώ ο Άρης Τρουπάκης δίνει ανάστημα στον κόμη Αλμαβίβα. Έξω από το βασικό τετράπτυχο, την πλέον κωμική ερμηνεία της παράστασης αποσπά ο Νίκος Καρδώνης σε μια απολαυστική μεταμόρφωση. Αλλά και ο υπόλοιπος θίασος (Μαρία Σαββίδου, Γεράσιμος Μιχελής, Χρήστος Σούγαρης, Γιώργος Τσιαντούλας, Διονύσης Μπουλάς, Γιάννης Παναγόπουλος, Λευτέρης Αγγελάκης, Αργυρώ Ανανιάδου) δεν κάνει ούτε μια ερμηνευτική απόκλιση τηρώντας πιστά τους κανόνες της ομάδας – ακόμα και στη λεπτομέρεια της υπόκλισης.

    04.03.2015, Χαραμή Στέλλα «Είδα: τον «Γάμο του Φίγκαρο» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού», tospirto.net

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί το «Γάμο του Φίγκαρο» στο Μέγαρο Μουσικής

    Μετά από τη μίνι παγκόσμια περιοδεία της «Ιλιάδας» -επόμενος σταθμός της οποίας θα είναι το φεστιβάλ της ρουμανικής πόλης Σιμπίου– ο Στάθης Λιβαθινός βρέθηκε να αναζητά τρόπο ώστε να εκτονώσει την ενέργεια που είχε συλλέξει η ομάδα του από τα ταξίδια της.

    Μολονότι «η “Ιλιάδα” αποδείχθηκε ένα γνήσιο μέσον για να συγκινήσει διαφορετικούς λαούς», ο σκηνοθέτης αναζήτησε μια νέα δραματουργική αφορμή για να επιχειρήσει νέα όρια στο θέατρό του.

    «Αναζητάει κανείς παράθυρα και δρόμους. Κι από τη στιγμή που δεν έχω μια βάση, μια δική μου σκηνή, το θέμα ρεπερτορίου της ομάδας γίνεται από μόνο του ένα ζήτημα κρίσιμο. Δεν έχω δηλαδή την πολυτέλεια να μιλάω με έργα στο κοινό, αλλά με θέματα.

    Επιπλέον, ήθελα το επόμενο βήμα μας μετά την “Ιλιάδα” να έχει μια ελαφράδα. Και για να μοιράσεις χαρά στον κόσμο πρέπει να τη νιώσεις πρώτα ο ίδιος» εξηγεί για την απόφασή του να επιλέξει την εξωφρενική φάρσα του Μπομαρσέ «Ο Γάμος του Φίγκαρο».

    Η παράσταση που ήδη γεμίζει ασφυκτικά την αίθουσα «Σκαλκώτα» στο Μέγαρο Μουσικής χάρη στον ευφορικό χαρακτήρα της είναι, όπως λέει ο σκηνοθέτης, «μια απίστευτα τραγική φάρσα, ένα χαμόγελο στην εποχή των δακρύων. Παρόλο που ντυνόμαστε τα ρούχα μιας άλλης εποχής, έχω την υποψία ότι μιλάμε πολύ για τη δική μας.

    Και νομίζω πως η εποχή μας προσφέρεται για πολύ σοβαρές, τραγικές σκέψεις, γι’ αυτό διάλεξα μια κωμωδία».

    Σε καινούργια, χυμώδη μετάφραση της Έλσας Ανδριανού, ο «Γάμος του Φίγκαρο» αφηγείται το χρονικό μιας ιλιγγιώδους μέρας: Στο επίκεντρο ένας παμπόνηρος υπηρέτης με το ψευδώνυμο Φίγκαρο που θέλει να παντρευτεί διακαώς την αγαπημένη του Σουζάνα, αφού προηγουμένως ξεπεράσει τα φοβερά εμπόδια που του υψώνει ο αφέντης του, μια και ορέγεται τη Σουζάνα για τον εαυτό του.

    Ένα γαϊτανάκι παρεξηγήσεων και ανατροπών γεννάει μια γνήσια μα και μελαγχολική κωμωδία όπου αντιπαρατίθενται αρχετυπικές φιγούρες· ο αφέντης με το δούλο, η γυναίκα με τον άνδρα, το Καλό με το Κακό.

    Ο Στάθης Λιβαθινός επιλέγει να υπηρετήσει ένα θέατρο με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο: Ικανό να ακουμπήσει τον αριστοκράτη και το φτωχό της πλατείας και παράλληλα ένα θέατρο που απαιτεί από τους ηθοποιούς του τεράστια αποθέματα χιούμορ, ενέργειας και συγκρότησης.

    «Ο σκηνοθέτης μιας ομάδας είναι και πατέρας της, πατέρας με “Π” κεφαλαίο. Ένας γονιός που οφείλει να καθοδηγεί και να δίνει ευκαιρίες στους συνεργάτες του. Κι αν πραγματικά πιστεύει στο ταλέντο και στην αξιοσύνη τους, δεν έχει παρά να χαίρεται με ό,τι κάνουν».

    Πώς θα περιγράφατε το ρόλο της καλλιτεχνικής σας πατρότητας;
    Ταυτίζομαι με τις μοίρες των ανθρώπων που αγαπώ, με τους οποίους συνεργάζομαι. Από την άλλη πλευρά, για να υπάρξει πατέρας πρέπει να υπάρξει σπίτι. Το θέατρο είναι μια εστία και όσα θέατρα πέτυχαν στον προορισμό τους διέθεταν τη φλόγα, τη στοργή μιας εστίας ομοϊδεατών. Αυτό δεν σημαίνει ότι μιλάμε για ανθρώπους ακυρωμένους που εκτελούν το όραμα κάποιου μεγαλοφυούς ηγέτη, όχι. Μιλάμε για ανθρώπους που έχουν λόγο στα πράγματα κι αυτό λείπει από το ελληνικό θέατρο.

    Υποστηρίζετε λοιπόν ένα δημοκρατικής λειτουργίας θέατρο, την ώρα που η νέα σας παράσταση καταπιάνεται, μεταξύ άλλων, με τον παραλογισμό της άρχουσας τάξης…
    Η δική μου πολιτική είναι η δουλειά μου. Το θέατρο είναι το πιο ανοιχτό όργανο για να εκφράσεις τις πιο δημοκρατικές σκέψεις. Η πολιτική αλλοιώνει την αξία των σκέψεων από την πολύ χρήση αφού οι λέξεις περνούν μέσα από πολλά στόματα. Ευτυχώς λοιπόν που το θέατρο είναι ένα μέρος όπου πολλοί Έλληνες συνυπάρχουν εν σιωπή.

    Η διαρκής εναλλαγή μεταξύ αφέντη και υπηρέτη, αυτή η ρευστότητα ρόλων στον «Φίγκαρο», τι σας λέει;
    Με ενδιαφέρει το πόσο ευάλωτοι είμαστε και πόσο εύκολα γλιστράμε από καταστάσεις. Στη ζωή όλα είναι μη αναστρέψιμα κι όλα ανατρέπονται.

    Ο Φίγκαρο είναι η επιβεβαίωση αυτής της συνθήκης. Η συμπεριφορά του είναι οικεία στο ελληνικό στοιχείο;
    Ο Φίγκαρο είναι το πρότυπο ενός ανθρώπου που επιβιώνει κάτω από όλες τις συνθήκες. Δεν είναι τυχαίο πως δεν είναι Γάλλος, είναι Ρομά, αναθρεμμένος από Tσιγγάνους. Είναι άλλος, φευγάτος. Όπως και ο σύγχρονος Έλληνας δεν πιάνεται από πουθενά.

    Τον συμπαθείτε για την απελπισία με την οποία κυνηγά την ευτυχία του;
    Ναι, είναι μια τραγική κατάσταση αυτή. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν ένα άδειο κρεβάτι, μια άδεια θέση στην ψυχή τους κι όλοι κυνηγούν την ευτυχία με έναν τρόπο απεγνωσμένο. Επίσης, με τρελαίνει ο αυτοσχεδιασμός τους. Αυτοσχεδιάζουν κάθε δευτερόλεπτο αναζητώντας μια διέξοδο για να βρουν κάτι που μπορεί να μοιάζει με ευτυχία στη ζωή τους, να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Είναι άνθρωποι σε κατάσταση αυτοσχεδιαστικού οίστρου.

    Υπάρχει λοιπόν περίπτωση ο άνθρωπος να παραιτηθεί από το κυνήγι της ευτυχίας ακόμα κι αν καταπιέζεται βαθιά;
    Ακριβώς αυτό! Όχι. Ακόμα κι όταν ένας άνθρωπος είναι στη γωνία, εκεί που όλοι περιμένουν ότι έχει τελειώσει, μπορεί να βγάλει από το μαγικό καπέλο ένα κουνέλι. Αυτό τα λέει όλα· είναι μια μαγική συνωμοσία της φύσης, των αστεριών, του DNA ενός λαού που αντιδρά την τελευταία στιγμή για να βρει ένα τρόπο να συνεχίσει να υπάρχει και για να αποκτήσει μια ταυτότητα.

    28.02.2015, Χαραμή Στέλλα «Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί το «Γάμο του Φίγκαρο» στο Μέγαρο Μουσικής», www.e-typos.com

  • Στάθης Λιβαθινός: Η σιωπή μας είναι το χειρότερο έγκλημα

    Ο σκηνοθέτης μιλάει για τον «Γάμο του Φίγκαρο» που ανοίγει τον Κύκλο Θεάτρου στο Μέγαρο και τονίζει ότι «σήμερα οι καλλιτέχνες θέλουν να μιλήσουν για τη γη που ανοίγει κάτω από τα πόδια τους»

    Δεν είναι λίγο αυτό που συνέβη στον Πιερ Μπομαρσέ και στον «Γάμο του Φίγκαρο»: λίγο μετά το πρώτο θεατρικό ανέβασμα (1784) ο Μότσαρτ βασίστηκε στην πλοκή του για μία από τις διασημότερες όπερες που έγραψε. Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός μαζί με την ομάδα του το επέλεξε για να εγκαινιάσει τον Κύκλο Θεάτρου στο Μέγαρο. Στόχος του να μας κάνει να γελάσουμε, ακόμη και αν για αυτό χρειάζεται να δούμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη.

    Κύριε Λιβαθινέ, στο θέατρο παρατηρείται μια επιστροφή στο κλασικό. Συμφωνείτε;
    «Πιστεύω στη δύναμη του κλασικού. Τα κλασικά έργα δεν είναι παλιά αλλά μοντέρνα, σημερινά. Τις πιο μοντέρνες ιδέες τις βρίσκεις μέσα στο κλασικά έργα, ιδωμένες με έναν πολύ στέρεο τρόπο. Και αυτό το λέω γιατί μοντέρνες ιδέες υπάρχουν και σε σύγχρονα έργα, απλώς δεν στέκουν. Τα θέματα είναι που μετράνε».

    Για ποια θέματα μιλάμε σήμερα;
    «Σήμερα οι καλλιτέχνες θέλουν να μιλήσουν για τη γη που ανοίγει κάτω από τα πόδια τους, αλλά πολλές φορές αυτό γίνεται με τρόπους που αφήνουν τα θέματα μετέωρα. Και γι’ αυτό γυρνάμε στο κλασικό. Παράλληλα όμως πιστεύω ότι δεν φροντίζουμε τα δικά μας, τα σύγχρονα ελληνικά έργα, δεν τα προβάλλουμε σωστά και βαθιά. Μένουν στα συρτάρια».

    Υπάρχει, δηλαδή, υλικό;
    «Ναι, έτσι πιστεύω. Έχουμε και τις προϋποθέσεις και τους συγγραφείς. Αλλά αν δεν διαθέτει η χώρα μια ευρύτερη πολιτική επάνω σε αυτό το θέμα, τι να κάνει ο συγγραφέας από μόνος του;».

    Θεωρείτε, δηλαδή, ότι υπάρχουν αδικημένοι;
    «Υπάρχουν ταλαντούχοι συγγραφείς, κάπου χαμένοι, όπως και ταλαντούχοι αυριανοί σκηνοθέτες και ηθοποιοί κάπου χαμένοι. Μια ολόκληρη ελληνική γενιά είναι κάπου χαμένη. Και αυτό είναι το βαθύτερο πρόβλημα της εποχής μας: μια ολόκληρη στρατιά νέων ανθρώπων κινδυνεύει χωρίς ευκαιρίες. Το ταλέντο δεν είναι κάτι που φαίνεται με την πρώτη ματιά. Από την άλλη, υπάρχει και ταλέντο που υπερεκτιμήθηκε».

    Μιλάτε για διάττοντες αστέρες;
    «Μα το θέατρο δεν είναι μια κι έξω… Οι ανερχοκατερχόμενοι, όπως τους λέω εγώ, είναι ένα σύμπτωμα. Το θέατρο θέλει καλλιέργεια και διαδρομή. Να βρεις και να ανεβάσεις έναν συγγραφέα δίνοντάς του την ευκαιρία που χρειάζεται τη στιγμή που τη χρειάζεται και με φροντίδα. Δεν έχουμε φτώχεια ιδεών αλλά μας λείπει η καλή επαφή με την ίδια την πράξη του θεάτρου».

    Τι ξεχωρίζει σήμερα;
    «Σήμερα αναδεικνύεται ό,τι πρωτοέρθει στον αφρό. Και αυτό είναι ένα σύμπτωμα της εποχής, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. Έχουν πέραση είδη μιας χρήσεως, που μιλούν στον αφρό των ημερών, με έναν εντυπωσιακό τρόπο και μετά εξαφανίζονται. Ζούμε μια αποσπασματική εκδοχή».

    Δεν δώσαμε πολύ χώρο στο αποσπασματικό, στο λεγόμενο θέατρο device;
    «Το καταλαβαίνω και αυτό ως σύμπτωμα εποχής. Κάθε τόσο χρειάζεται να καταστρέψεις και κάτι».

    Ναι, αλλά δεν προηγείται η δημιουργία της καταστροφής;
    «Προφανώς. Στα μεγάλα και στα κλασικά, που αποτελούν ένα ολόκληρο σύμπαν, δοκιμάζονται οι αντοχές, το βάθος της σκέψης και τα εργαλεία του καθενός. Δεν είναι απλό να ανεβάσεις ένα κλασικό έργο. Πολλές φορές μπορείς να το καταλάβεις αυτό στο επίπεδο της πλοκής. Η αξία του να λέει κανείς ένα παραμύθι, με αρχή, μέση και τέλος, παραμένει για μένα ένα από τα σημαντικότερα ζητούμενα».

    Πώς λέγεται σήμερα ένα παραμύθι;
    «Το θέμα δεν είναι να πεις μόνο την ιδέα σου με αφορμή ένα κλασικό έργο ούτε να πεις μόνο τα λόγια του. Γιατί αυτό είναι αφήγηση. Το ζήτημα είναι να μεταφέρεις ζωντανά τα γεγονότα ενός έργου πάντα με αφορμή τον λόγο που το διάλεξες τώρα. Τελικά το σημαντικότερο είναι το γράμμα. Κάθε φορά που ανεβάζεις κάτι είναι σαν να γράφεις ένα γράμμα και να το στέλνεις από τη σκηνή στην πλατεία για να το πάρουν μαζί τους οι θεατές. Αλλιώς τι αξία έχει;».

    Το θέατρο τελικά επηρεάζει, επιδρά;
    «Δεν τρυπάς με λέξεις πια το ανθρώπινο δέρμα. Με άλλα μέσα. Κυρίως με μεγάλα συναισθήματα και γενναιόδωρες πράξεις, με αποκαλύψεις της ανθρώπινης ψυχής. Ελάχιστα με λέξεις πια. Έχουν ειπωθεί και ιδωθεί όλα σε εικόνες. Φρικτότερα πράγματα από όσα βλέπει κανείς στην τηλεόραση αποκλείεται να φτιάξεις. Μπορείς μόνο να του θυμίσεις κάτι πολύ προσωπικό, να τον αγγίξεις, να τον εκπλήξεις».

    Τι σας προβληματίζει, τι σας φοβίζει σήμερα;
    «Αναρωτιέμαι αν έχουμε ελευθερία του λόγου. Γιατί το θέμα δεν είναι μόνο να λέω ό,τι θέλω. Έχουμε ανελευθερία γιατί γύρω μας υπάρχει σιωπή. Πολλές φορές σωπαίνουμε για πράγματα που δεν θα έπρεπε. Η σιωπή μας είναι το χειρότερο έγκλημα.

    Πράγματι υπάρχει σήμερα αυτολογοκρισία. Έχουμε έλλειψη κριτηρίου. Και μιλάω κυρίως για τα καλλιτεχνικά μας πράγματα».

    «Ήθελα να δακρύσουμε από τα γέλια»

    Γιατί διαλέξατε τον «Γάμο του Φίγκαρο»;
    «Ήθελα να γελάσουμε λίγο. Όσο κι αν φαίνεται φτωχός και ταπεινός στόχος, επειδή είναι η εποχή των δακρύων, ήθελα να δακρύσουμε από τα γέλια. Ήθελα να αλλάξω εντελώς κλίμα και να μπω σε ένα είδος θεάτρου που έχει μεγάλη σχέση με το πατάρι, τον αυτοσχεδιασμό των ηθοποιών, σε μια εποχή που το έχει απόλυτη ανάγκη. Αναζητούσα μια αλλαγή κλίματος, ατμόσφαιρας και διάθεσης. Ακόμα κι αν μέσα κρύβεται κάτι σοβαρό…».

    Ποιο είναι το σοβαρό που κρύβεται;
    «Το κυνήγι της ευτυχίας. Με τράβηξε πολύ η λαμπερή του ματιά πάνω στη ζωή των ανθρώπων που την κυνηγούν με τους πιο απεγνωσμένους τρόπους – είτε γιατί έχουν άδειο το κρεβάτι τους, είτε γιατί έχουν άδεια τη ζωή τους, είτε γιατί ταυτίζουν την ευτυχία με τον γάμο, με ένα πρόσωπο, με έναν έρωτα. Αυτή η τρεχάλα όλων μας να γεμίσουμε τη ζωή μας με κάτι μας κάνει πολλές φορές αστείους. Πρέπει να βλέπουμε, κάπου-κάπου, τον εαυτό μας στον καθρέφτη ακόμα κι αν, όπως λέει κι ο Γκόγκολ, γκρινιάζουμε επειδή η μούρη μας είναι στραβή. Το γέλιο είναι λύτρωση».

    Το έργο εξελίσσεται μέσα σε μια ημέρα…
    «Νιώθω ότι η αξία μιας μέρας επίσης πάει να χαθεί στη ζωή μας, γι’ αυτό και ήθελα πολύ να μιλήσω για μια ολόκληρη μέρα που ξεκινάει με την προσδοκία της απόλυτης ευτυχίας, και τελειώνει, τουλάχιστον στη δική μας εκδοχή, λίγο πιο πικρά από όσο θα περίμενε κανείς. Ο θεατής θα δει τον εαυτό του επί σκηνής να κυνηγάει την ευτυχία».

    Πώς συνδέεται με την εποχή που γράφτηκε, λίγο πριν από τη Γαλλική Επανάσταση;
    «Ο Μπομαρσέ ήταν αυθάδης και τόλμησε να πρωτοπετάξει στη σκηνή πράγματα που δεν είχαν γραφτεί με αυτόν τον τρόπο ποτέ. Δεν είχαν ως τότε κρυφοκοιτάξει τις αδυναμίες και τις ζωές ευγενών και απλών ανθρώπων με έναν τόσο ειλικρινή και σαρκαστικό τρόπο. Είναι ένα αφοπλιστικό χιούμορ αυτό, χωρίς να στερείται του μαύρου και ρεαλιστικού στοιχείου. Κατάφερε να μιλήσει και να χτυπήσει μια εποχή κάτω από τη μέση. Και αυτό λέει πολλά. Όπως και οι εξαιρετικοί χαρακτήρες που φτιάχνει».

    Ταξιδεύοντας με την «Ιλιάδα»

    Μαζί με την ομάδα του ο Στάθης Λιβαθινός παρουσιάζει την «Ιλιάδα» στα φεστιβάλ της Ευρώπης αλλά και του κόσμου.

    Το ομηρικό έπος στη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, που ξεκίνησε από το Φεστιβάλ Αθηνών (καλοκαίρι 2013), πρόσφατα συμμετείχε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Σαντιάγο Α Μιλ, στη Χιλή (3-6/1/2015).

    Έχουν προηγηθεί συμμετοχές της παράστασης, έπειτα από πρόσκληση, στο Εθνικό Θέατρο του Άμστερνταμ (Οκτώβριος 2013), στο Διεθνές Φεστιβάλ της Μέριδα στην Ισπανία (Ιούλιος 2014), στο Εθνικό Θέατρο της Μαδρίτης (17-19 Σεπτεμβρίου) και στο Cinars Biennale στον Καναδά (20 Νοεμβρίου).

    Ενδιαμέσως παίχτηκε στην Κύπρο, στα ανοιχτά και αρχαία θέατρα της Πάτρας, των Φιλίππων και του Ηρακλείου.

    Παράλληλα εγκαινίασε το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά ενώ την άνοιξη του 2014 δόθηκε σειρά παραστάσεων στο θέατρο Χώρα.

    Και όλα αυτά, όπως επισημαίνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, «ενώ είμαστε μια αυτοσυντηρούμενη ομάδα, από τις μοναδικές στην Ευρώπη». […]

    24.01.2015, Λοβέρδου Μυρτώ «Στάθης Λιβαθινός: Η σιωπή μας είναι το χειρότερο έγκλημα», το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο ανατρεπτικός γάμος του Φίγκαρο

    Πώς να χαρακτηρίσει κανείς τα δύο έργα, «Ο κουρέας της Σεβίλλης» και «ο Γάμος του Φίγκαρο», με τα οποία πέρασε στην αθανασία ο κύριος Πιερ-Ωγκύστ Καρόν [1732-1799] ο γνωστός ως ντε Μπωμαρσαί [το παρανόμι αυτό το χρωστάει στο δασάκι Beaux Marchais, ιδιοκτησίας μιας από τις τρεις πρώην συζύγους του!]; Κομέντια ντελ Άρτε, «Θέατρο των παρεξηγήσεων», «Κοινωνικό θέατρο», «Ανατρεπτικό θέατρο» ή ένα αρμονικό μείγμα όλων παραπάνω; Όπως και να το ονομάσουμε ο κύριος Πιερ ντε Μπωμαρσαί κληροδότησε στο ευρωπαϊκό θέατρο έναν ευφυέστατο, επινοητικότατο και βεβαίως καταφερτζή αντιήρωα, τον περίφημο κουρέα Φίγκαρο, ο οποίος αφού η κοινωνική του θέση δεν του επιτρέπει να δρα ευθέως, επινοεί διάφορους τρόπους για να ανατρέπει τις αυθαιρεσίες της εξουσίας των αφεντικών του προς όφελός του. Το είδαμε και κυριολεκτικά το απολαύσαμε όσοι και όσες παρακολουθήσαμε την εξαιρετική παράσταση, «Ο γάμος του Φίγκαρο», που έστησε ο Στάθης Λιβαθινός και έχει ανέβει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

    Οι περισσότεροι/ες γνωρίζουμε τον «Γάμο του Φίγκαρο» από την ομώνυμη όπερα του Μότσαρτ ο οποίος μόλις είδε την παράσταση του έργου του Μπωμαρσαί στη Βιέννη, την 1η Μαίου 1786, αντέδρασε αστραπιαία και συνάντησε τον συγγραφέα για τα γνωστά περαιτέρω, όχι όμως λιγότερο περιπετειώδη από εκείνα της θεατρικής πορείας του Φίγκαρο. Δηλαδή; Ο κύριος Πιερ-Ωγκύστ Καρόν, επονομαζόμενος ντε Μπωμαρσαί, ήταν ένας πολυτεχνίτης και παμπόνηρος τύπος σαν τον ήρωά του, που πλούτιζε, καταστρεφόταν, φυλακιζόταν, πουλούσε υπηρεσίες στο Βασιλιά, μπερδευόταν με τους Διαφωτιστές και γενικώς δεν είχε τα εχέγγυα ενός αξιοσέβαστου γραμματιζούμενου. Και σίγουρα ήταν μακράν από το να θεωρείται άνθρωπος της εξουσίας ή της αριστοκρατίας και του κόσμου της. Παρόλα αυτά μπαίνει ορμητικά – η τόλμη και το θράσος δεν του έλειπαν όπως και του ήρωα του άλλωστε- στον θεατρικό χώρο συγγράφοντας έξη θεατρικά έργα, εκ των οποίων δύο τον κάνουν αξέχαστο και αείμνηστο: «Τον κουρέα της Σεβίλλης» και τον «Γάμο του Φίγκαρο» με κοινό ήρωα τον ευφυέστατο υπηρέτη-κουρέα του κόμη Αλμαβίβα. Ωστόσο η διαφορά ανάμεσα στα δύο έργα και αυτό που προσδίδει στο δεύτερο την ανατρεπτικότητα – επαναστατικότητα την είπαν- είναι ότι στον «Γάμο» ο Φίγκαρο δεν είναι απλώς ένας σκανταλιάρης αλλά υπάκουος υπηρέτης που σκαρφίζεται χίλια δυο για τις γυναικοδουλειές του αφεντικού του, αλλά εκείνος που σηκώνει κεφάλι, εναντιώνεται ανοιχτά στην προσπάθεια του Κόμη να εκμεταλλευτεί το φεουδαρχικό δικαίωμα της πρώτης νύχτας για να πάει με τη μέλλουσα σύζυγο του Φίγκαρο, την νεαρή και όμορφη Σουζάνα, υπηρέτρια της Κόμισσας. Ο Φίγκαρο αμφισβητεί με λόγια και με πράξεις την εξουσία του Κόμη, στήνει και ξεστήνει ίντριγκες σε βάρος του και στο τέλος τον γελοιοποιεί. Φυσικά ούτε λόγος να του χαριστεί η Σουζάνα. Τα λόγια που λέει για την ελευθερία, την λογοκρισία και την πολιτική ακούγονται σαν καταπέλτης στα αυτάκια των αριστοκρατών, που γίνονται έξαλλοι, αν σκεφτούμε ότι όλα αυτά διαδραματίζονται όταν όλα βράζουν στην προεπαναστατική Γαλλία και οι ιδέες των Διαφωτιστών έχουν ξεπεράσει τους τοίχους των γραφείων τους. «Όπου μόνον ο λίβελος είναι ελεύθερος έχει αξία το εγκώμιο και ο έπαινος» λέει σε μια στιγμή ο Φίγκαρο. Και για την λογοκρισία; Ακόμα χειρότερα: «…Κι ως εκ τούτου, υπό τον όρο ότι τα γραπτά μου δεν θα έθιγαν την εξουσία, τη θρησκεία, την ηθική, τους θεσμούς και τους έχοντες θεσμικά αξιώματα, την όπερα και τα λοιπά θεάματα, μπορούσα να δημοσιεύσω ελευθέρως οτιδήποτε-φυσικά κατόπιν εγκρίσεως δύο, ή το πολύ, τριών λογοκριτών». Όσο για την πολιτική; Ούτε λίγο, ούτε πολύ ο Φίγκαρο την παρομοιάζει με την…μηχανοραφία.

    Αυτά τα ανατρεπτικά και επικίνδυνα για την εξουσία λόγια του Φίγκαρο έκαναν τον βασιλιά της Γαλλίας, τον Λουδοβίκο 16ο, να μην επιτρέψει το ανέβασμα του έργου. Στο μεταξύ το έργο είχε διαβαστεί στο παλάτι, στα αριστοκρατικά σαλόνια και συζητιόταν σε όλους τους αριστοκρατικούς κύκλους έτσι ώστε μετά και από τα παρακάλια της ίδιας της Μαρίας Αντουανέτας, ο Λουδοβίκος υποχωρεί και «Ο Γάμος του Φίγκαρο ή μια τρελή μέρα» όπως είναι ο πλήρης τίτλος, κάνει πρεμιέρα στις 27 Απριλίου 1784, πέντε μόλις χρόνια πριν ξεσπάσει η Γαλλική Επανάσταση, και γνωρίζει τεράστια επιτυχία. Έναν σχεδόν χρόνο αργότερα στις 3 Φεβρουαρίου 1785 το έργο, μεταφρασμένο στα γερμανικά, ετοιμάζεται να ανέβει στο Εθνικό Θέατρο της Βιέννης. Ο αυτοκράτορας Ιωσήφ Β΄ το απαγορεύει επίσης. Όπως σημείωνε η θεατρολόγος Μαρίκα Θωμαδάκη στο ΔΙΑΒΑΖΩ [Ιούνιος 1989] «Ο βασιλιάς ένοιωθε τον κίνδυνο που εγκυμονούσε μια παράσταση του έργου του Μπωμαρσαί, όπου η επαναστατική διαδικασία φαινόταν να έχει δρομολογηθεί κατά τρόπο καθοριστικό και αμετάκλητο. «Ο Γάμος του Φίγκαρο» παρουσιάζει έναν επαναστατημένο κόσμο, είναι ήδη ο κόσμος της Επανάστασης σε μικρογραφία. Ο Μπωμαρσαί» συνεχίζει η Θωμαδάκη « έγραψε το «Γάμο του Φίγκαρο» για να διασκεδάσει το παλάτι και την τάξη που το στήριζε, χωρίς να υποψιάζεται την ασυγκράτητη πορεία του έργου. Γράφοντάς το δεν είχε την πρόθεση να στρατευτεί ο ίδιος και οι θεατρικοί του ήρωες στην υπόθεση της προετοιμασίας ενός κοινωνικού μετασχηματισμού με όπλο το ανατρεπτικό του κήρυγμα. Μολαταύτα, ο «Γάμος του Φίγκαρο» έγινε σύμβολο και συνώνυμο της πρόβας της Επανάστασης. Τα λόγια του κεντρικού ήρωα έγιναν επαναστατικά συνθήματα και ο ίδιος ο Φίγκαρο έφτασε να είναι εκφραστής και ενσαρκωτής της επαναστατικής θεωρίας ενός λαού ο οποίος απαιτεί τα κοινωνικά του δικαιώματα και την ηθική του αξιοπρέπεια».

    Για τον αντιήρωα του Μπωμαρσαί, ο Μάριος Πλωρίτης σημείωνε στο «Βήμα» στις 8/2/2004, ότι δεν επρόκειτο για εφεύρεση του Γάλλου συγγραφέα αλλά για έναν αυθεντικό απόγονο των πανούργων δούλων της αρχαιοελληνικής και ρωμαϊκής κωμωδίας, των πονηρών παρατρεχάμενων της Κομέντια ντελ Άρτε, του Μολιέρου, του Μαριβώ, αλλά και των κλόουν του Σαίξπηρ με τη διαφορά ότι αυτός τολμά να σαρκάζει ανελέητα τους κρατούντες. Είχε λοιπόν πολύ υλικό για να πατήσει επάνω του ο Στάθης Λιβαθινός και να στήσει την έξοχη παράσταση που είδαμε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά που ο άξιος σκηνοθέτης ιντριγκάρεται από ένα θεατρικό έργο η λογοτεχνικό κείμενο με απαιτήσεις. Να θυμηθούμε, παραδειγματικά, τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι, τον «Ερωτόκριτο», την «Φόνισσα» , την «Ιλιάδα». Έχοντας βαθιά αφομοιώσει τις θεατρικές παραδόσεις του ρωσικού θεάτρου του 20ου αιώνα [Στανισλάφσκι, Μέγιερχολντ και άλλοι] με ό,τι κι αν καταπιαστεί, δεν ξεχνά κάτι θεμελιώδες: Ότι χωρίς θεατρικότητα το θέατρο δεν είναι θέατρο. Ακόμα και όταν πρόκειται για κορυφαία λογοτεχνικά κείμενα, τα οποία σέβεται απολύτως, δεν προσφεύγει μόνον στην εύκολη λύση του Αναλόγιου, όπως κάνουν άλλοι σκηνοθέτες, αλλά επιμένει να τα θεατρικοποιεί όσο αυτά το επιτρέπουν. Πολύ περισσότερο για ένα έργο όπως «Ο Γάμος του Φίγκαρο» που από μόνο του ξεχειλίζει από θεατρικότητα, περικλείοντας εντός του όλες αυτές τις μπουφόνικες παραδόσεις που κληροδοτούνται από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη έως σήμερα, στο παγκόσμιο θέατρο, συν εκείνες που έρχονται από το πλούσιο σε μεταμφιέσεις και εναλλαγές ρόλων θέατρο της Άπω Ανατολής.

    Χαρήκαμε λοιπόν ένα τρίωρο γεμάτο νεύρο, κέφι, ευρηματικότητα, εξαιρετικές ερμηνείες –δεν ξεχωρίζω κάποιον γιατί ο κάθε ηθοποιός στον μεγάλο ή στον μικρό του ρόλο ήταν εξαιρετικός. Το βάρος βέβαια τον φέρει ο Δημήτρης Ήμελλος ως Φίγκαρο αλλά όλη η ομάδα είναι τόσο δεμένη, λειτουργεί με τόση σπιρτάδα και έχει τόσο καλή επικοινωνία ώστε το αποτέλεσμα να εκπέμπει υψηλότατη θεατρική και ερμηνευτική θερμοκρασία. Άλλωστε δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε θεατρική ομάδα αλλά-να υπενθυμίσουμε- για εκείνη που ο Στάθης Λιβαθινός συγκρότησε όταν είχε την ευθύνη –και την ιδέα δημιουργίας – της «Πειραματικής Σκηνής» και του αντίστοιχου Εργαστηριού του Εθνικού Θεάτρου, από το 2001 έως το 2007. Ο πρώτος εκείνος πυρήνας, μαζί με νεώτερους συνεργάτες που προστέθηκαν στην πορεία, εξακολουθεί να πορεύεται μαζί με τον Λιβαθινό έως σήμερα.

    Στον κατά Λιβαθινό «Γάμο του Φίγκαρο» σπουδαίο ρόλο παίζει η κίνηση των ηθοποιών, ο τονισμός του εκφερόμενου λόγου, τα χορευτικά στιγμιότυπα, η εκφραστικότητα των προσώπων ανάλογη με τα όσα λένε ή πράττουν, και βέβαια τα αφαιρετικά σκηνικά που χωρίς να υποκύπτουν στη παγίδα της εύκολης αληθοφάνειας εξυπηρετούν τις κινήσεις των ηθοποιών και την ίδια την πλοκή του έργου. Το ίδιο ενταγμένη στην όλη υπόθεση της θεατρικότητας είναι και η μουσική που έγραψε ο Χαράλαμπος Γωγιός και ερμηνεύουν, καθήμενοι παραπλεύρως της σκηνής, οι μουσικοί των …AntArtes. Η μετάφραση είναι της Έλσας Ανδριανού, η δραματουργική επεξεργασία των Ανδριανού-Λιβαθινού, τα σκηνικά-κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου και η επιμέλεια κίνησης της Pauline Huguet. Με τους, Δημήτρη Ήμελλο, Άρη Τρουπάκη, Αμαλία Τσεκούρα, Αντιγόνη Φρυδά, Μαρία Σαββίδου, Νίκο Καρδώνη, Αργυρώ Ανανιάδου, Γιώργο Τσιαντούλα και άλλους.

    Oι παραστάσεις θα συνεχιστούν μέχρι και την Μεγάλη Δευτέρα, 7 Απριλίου, στην πολύ ωραία –ό,τι πρέπει για θέατρο και χορό- αίθουσα «Νίκος Σκαλκώτας», του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, ώρα έναρξης 7μμ.

    31.03.2015, Χουζούρη Έλενα «Ο ανατρεπτικός γάμος του Φίγκαρο», www.oanagnostis.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μπήκαμε στην πρόβα του «Γάμου του Φίγκαρο»

    Το Life.gr μπήκε στις πρόβες του πολυαναμενόμενου «Γάμου του Φίγκαρο» και λίγο πριν την πρεμιέρα του Σαββάτου 7 Φεβρουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής, μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινό και τους πρωταγωνιστές της παράστασης και τους φωτογραφήσαμε στα παρασκήνια.

    Ο Στάθης Λιβαθινός μάς εξήγησε γιατί επέλεξε αυτό το έργο να παρουσιάσει..

    Το έργο αυτό με συγκλονίζει για το χιούμορ του και την καυστική του ματιά πάνω στα πράγματα. Φτιάχνουμε σιγά σιγά το ρεπερτόριο αυτής της ομάδας που δουλεύουμε. Δεν πρόκειται για ένα τυχαίο θίασο, είναι ένας θίασος με τον οποίο εργάζομαι πάρα πολλά χρόνια, από την εποχή της Πειραματικής του Εθνικού. Μετά την Ιλιάδα με ενδιέφερε να αλλάξουμε εντελώς κλίμα και να ασκηθούμε πάνω στους κώδικες ενός αυτοσχεδιαστικού θεάτρου, το οποίο λέει σοβαρά πράγματα με πολύ χιουμοριστικό και αθώο τρόπο. Ταυτόχρονα το έργο αυτό αποτελεί και μία εξαιρετική δραματουργία των μέσων του 18ου αιώνα που αναδεικνύει το πνεύμα του ανθρώπου, την εξυπνάδα του, την αυτοσχεδιαστική του δεινότητα και τις δυνατότητες του να επιβιώσει. Και επειδή είμαστε σε μια φάση γενικότερης ανάγκης για επιβίωση θεωρώ πως είναι μία από τις καλύτερες επιλογές που έχω κάνει μέχρι σήμερα…

    Η υπόθεση του Φίγκαρο με τα λόγια του ίδιου του Φίγκαρο/ Δημήτρη Ήμελλου

    Ο Φίγκαρο είναι ένας κανονικός survivor. Προσπαθεί να επιβιώσει μέσα σε όλα, είναι απολεσθέν παιδί, έχει μεγαλώσει μέσα σε τσιγγάνους και προσπαθεί να βρει τη θέση του στον κόσμο. Το έργο ξεκινά από τη στιγμή που βρίσκεται στον πύργο του Κόμη -τον οποίο έχει βοηθήσει να παντρευτεί τη γυναίκα του- και πιο συγκεκριμένα τη στιγμή που παντρεύεται ο Φίγκαρο, τη στιγμή δηλαδή που είναι έτοιμος να κατακτήσει την ευτυχία ύστερα από πολλά δύσκολα χρόνια… Όμως και πάλι σ΄ αυτήν την ευτυχισμένη στιγμή, υπάρχει εμπόδιο. Ο Κόμης θέλει να κλείσει κρυφό ραντεβού με τη γυναίκα του, γιατί βάσει ενός αρχαίου ρητού, οι αφέντες πρέπει να πηγαίνουν με τις κοπέλες που «δίνουν» για γάμο. Εδώ αρχίζει η τρελή ημέρα του Φίγκαρο, όχι μόνο η δική του, αλλά και όλων μέσα στον πύργο, καθώς άπαντες προσπαθούν να καρπωθούν το οτιδήποτε γίνεται και να πάρουν το μερτικό τους…

    Η μεγάλη ανατροπή του έργου…

    Σε μία δίκη και ενώ τον διεκδικεί η Μαρσελίνα, μία άλλη γυναίκα μεγαλύτερη του που της είχε δανειστεί χρήματα και της υποσχέθηκε γάμο, αποδεικνύεται πως είναι η μητέρα του. Έτσι τελικά αποκτά και την γυναίκα του, αλλά και τους γονείς του, βρίσκοντας πια τη δική του ταυτότητα και έχοντας ή νομίζοντας ότι πια έχει κατακτήσει τα πάντα. Εκεί, όμως που έχει φτάσει στο τέλος, η γυναίκα του με την Κόμισσα σχεδιάζουν ένα σχέδιο προκειμένου να πιάσουν τον Κόμη στα πράσα, εν αγνοία του Φίγκαρο. Ο Φίγκαρο πιστεύει ότι η γυναίκα του τον προδίδει μέχρι τη στιγμή που τελικά λύεται το έργο με την αποκάλυψη όλης της πλάνης του ανδρικού πληθυσμού και της δόξας του γυναικείου πληθυσμού, ο οποίος κατάφερε να αποκαλύψει όλα τα ανδρικά ελαττώματα.

    Τι γοητεύει ιδιαίτερα τον Δημήτρη Ήμελλο; Αυτή η τρέλα και ότι οι ήρωες αυτοσχεδιάζουν ανά πάσα στιγμή, γιατί τα γεγονότα τρέχουν ταχύτερα και από την ταχύτητα του φωτός. Έτσι, τη στιγμή που όλα μοιάζουν να έχουν χαθεί ξαφνικά επεμβαίνει στον άνθρωπο το θέμα έμπνευση. Με γοητεύει αφάνταστα το ζητούμενο της έμπνευσης και πως αυτό προκύπτει. Προκύπτει μέσα από την απόλυτη απελπισία των ηρώων….

    H Μαρία Σαββίδου που υποδύεται την Μαρσελίνα συνδέει πολύ εύστοχα το έργο αυτό του Μπωμαρσαί με το σήμερα λέγοντας πως “Έχω την εντύπωση πως ζούμε σε μία εποχή και κυρίως σε μια χώρα που οι άνθρωποι έρχονται λίγο πιο έντονα αντιμέτωποι με το γεγονός του να κυνηγούν την προσωπική τους ευτυχία μπαίνοντας πολλές φορές στη διαδικασία του να αυτοσχεδιάσουν προκειμένου να τα καταφέρουν, αλλάζοντας ζωή, επαγγέλματα, προσπαθώντας πολλές φορές δυστυχώς να υποθάλψουν ζωές άλλων. Και όλα αυτά στο όνομα μίας προσπάθειας να γίνει η δική τους ζωή καλύτερη.

    Ένα από τα θέματα του έργου αυτού είναι ακριβώς το πως εξελίσσονται οι ζωές των ηρώων του Φίγκαρο, καθώς κάποια στιγμή η τοποθέτηση της ευτυχίας τους αλλάζει λίγο πλαίσιο. Ωστόσο, ο Φίγκαρο, στο πρόσωπο του οποίου συμπυκνώνονται όλοι οι χαρακτήρες του έργου, προσεγγίζει την ευτυχία και ακόμη και στις πιο δύσκολες καταστάσεις δεν χάνει ποτέ το κέφι του. Προτιμά πάντα το να κάνει από το να κλαίει. Νομίζω πως αυτό είναι ένα θέμα που σαφώς μας αφορά. Το να κοιτάς μπροστά και όχι απλώς να κλαις για όσα έχεις χάσει ή για τα δύσκολα που έρχονται. Η ζωή του Φίγκαρο μοιάζει πολύ με τη ζωή του σύγχρονου Έλληνα, νομίζω πως έχει πολλά να ακουμπήσει ο κόσμος στο βλέμμα του.”

    Αγαπημένη Φράση; Είναι μία που συμβαίνει να λέει η Μαρσελίνα. Κάποια στιγμή που αποκαλύπτεται πως η γυναίκα που λυσσαλέα κυνηγά τον Φίγκαρο, θεωρώντας πως αυτός μπορεί να της δώσει τη δικιά της ευτυχία, και αποκαλύπτεται πως αυτό δεν μπορεί να συμβεί, αυτή μετατρέπεται σε έναν εντελώς διαφορετικό άνθρωπο και του λέει «να είσαι καλός με τους ανθρώπους, να είσαι ελεύθερος άνθρωπος»

    Τον Γιάννη Παναγόπουλο (που υποδύεται τον Ντουμπλ- Μάιν) τον γοήτευσε ιδιαίτερα το ταξίδι μέχρι την… παράσταση. «Πρόκειται για μία διαδικασία διαρκούς έρευνας. Το γεγονός πως σταδιακά μέσα από τη διαδικασία των προβών όλοι ανακαλύπτουμε σιγά σιγά κομμάτια που μπορούν να μας ενθουσιάσουν, βρίσκουμε καινούριους κώδικες, εξερευνούμε τα δικά μας μέσα…»

    Παράλληλα σημειώνει πως «το έργο αποτελεί έργο – ορόσημο, είναι προάγγελος της γαλλικής επανάστασης και αυτό που στα μάτια μας μπορεί αρχικά να φαίνεται μια απλή κωμωδία καταστάσεων, κρύβει βαθιά μέσα του μια μεγάλη πολιτική διάσταση. Στις μέρες μας μπορεί να θεωρούνται αυτονόητα τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά είναι τρομακτικό να δει κανείς το έργο υπό το πρίσμα εκείνης της εποχής και ανακαλύψει πόσο φοβερό είναι να είναι κανείς αυτεξούσιος και να θέλει να διεκδικήσει την προσωπική του ύπαρξη».

    Αγαπημένη φράση; Από το ρόλο της Μαρσελίνας στη δίκη: «Μη κοιτάς από πού έρχεσαι, να κοιτάς που πηγαίνεις.

    Ο Λευτέρης Αγγελάκης που ενσαρκώνει τους ρόλους των Γκριπ- Σολέιγ και Πεντρίγιο σημειώνει πως η παράσταση συνδέεται άμεσα με το σήμερα καθώς είναι ένας οδηγός επιβίωσης για το πως μπορεί ένας άνθρωπος μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες να παίρνει τελικά αυτό που θέλει.

    Τι τον γοήτευσε; Το γεγονός ότι ο αγώνας του Φίγκαρο για την επιβίωση, αλλά και όλων των υπολοίπων για ότι επιθυμούν δεν γίνεται με μίζερο τρόπο, γίνεται μέσα από πράξεις, μέσα από έναν αυτοσχεδιαστικό οίστρο μέσα από …παιχνίδι, κέφι , ζωντάνια. Παράλληλα, το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού, καθώς απαιτείται να αυτοσχεδιάσεις για να επιβιώσεις. Στην παράσταση αυτοσχεδιάζουν και οι χαρακτήρες μας και εμείς ως ηθοποιοί… και αυτό είναι που με μαγεύει.

    Αγαπημένη Φράση; Ή θα ανεβάσετε κανένα έργο της προκοπής ή θα σας κράζει ο κάθε άσχετος….

    03.02.2015, Οικονόμου Γεωργία «Μπήκαμε στην πρόβα του Γάμου του Φίγκαρο», www.life.gr

     

  • «Ο Γάμος του Φίγκαρο» εγκαινιάζει την αυλαία του Μεγάρου

    Η φημισμένη κωμωδία του κορυφαίου γάλλου δραματουργού Πιερ Μπωμαρσαί, σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών από τις 7 Φεβρουαρίου και για όλο τον Απρίλιο.

    Με την πολυαναμενόμενη παράσταση «Ο Γάμος του Φίγκαρο» σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού εγκαινιάζεται η θεατρική σκηνή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.

    Η αυλαία ανοίγει το Σάββατο 7 Φεβρουαρίου (ώρα έναρξης 21:00) στην Αίθουσα Νίκος Σκαλκώτας.

    Η νέα παρουσίαση της φημισμένης κωμωδίας του κορυφαίου γάλλου δραματουργού Πιερ Μπωμαρσαί (1732-1799) αποτελεί συμπαραγωγή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και της POLYPLANITY Productions και εντάσσεται στο πλαίσιο του Κύκλου Θέατρο στο Μέγαρο.

    Ο Στάθης Λιβαθινός και η πολυβραβευμένη ομάδα του μετά τη μεγάλη επιτυχία της «Ιλιάδας», που απέσπασε διθυραμβικές κριτικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, παρουσιάζουν στο Μέγαρο το νέο τους εγχείρημα. Πρόκειται για το εμβληματικό έργο του κλασικού γαλλικού ρεπερτορίου «Ο γάμος του Φίγκαρο» σε νέα μετάφραση από τα γαλλικά της Έλσας Ανδριανού.

    Η «Τρελή ημέρα» ή «Ο γάμος του Φίγκαρο» γράφτηκε στα 1778. Πρωτοπαρουσιάστηκε στις 24 Απριλίου 1784 στο Θέατρο Odéon. Aποτελεί μέρος της περίφημης τριλογίας του Μπωμαρσαί, στην οποία βασίστηκαν δύο από τις διασημότερες όπερες του λυρικού ρεπερτορίου, «Οι γάμοι του Φίγκαρο» του Μότσαρτ και «Ο Κουρέας της Σεβίλλης» του Ροσσίνι.

    Γραμμένο τις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης, της οποίας θεωρήθηκε προάγγελος, είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα θεατρικά κείμενα του 18ου αιώνα. Το έργο, πέρα από την πολιτική διάστασή του που συμπυκνώνει τους ιδεολογικούς προβληματισμούς του.

    05.02.2015, Χ.Σ «Ο Γάμος του Φίγκαρο εγκαινιάζει την αυλαία του Μεγάρου», www.pepper966.gr