Φρεναπάτη – Τόνι Κούσνερ

2000

Εταιρία θεάτρου Δόλιχος.

Από 19 Απριλίου έως 28 Μαΐου 2000 στο Από Μηχανής Θέατρο.

Από 6 Δεκεμβρίου 2000 έως 28 Ιανουαρίου 2001 στο θέατρο Πορεία.

 

[…] Ο δικηγόρος από την Αβινιόν Πρινταμώντ στην αναζήτηση του από 15ετίας χαμένου γιου του, φτάνει στον μάγο Αλκάντρ, ο οποίος ζει σε μια σπηλιά μαζί με τον υπηρέτη του Αμανουένση. Ο Αλκάντρ «ζωντανεύει» μπροστά στα μάτια του έκπληκτου Πρινταμώντ τρεις οπτασίες από τρεις διαφορετικές ερωτικές σχέσεις του γιου του, πάντοτε με τις ίδιες δύο γυναίκες μία κυρία και την υπηρέτριά της, πάντοτε με τον ίδιο «μοχθηρό» αντεραστή του και τον ίδιο ερωτοχτυπημένο αντίπαλό του. Η εικόνα του κόσμου στις τρεις οπτασίες γίνονται προοδευτικά πιο σκοτεινή. Κατά έναν μυστήριο τρόπο, τα ονόματα των δύο γυναικών και των τριών αντρών που παίρνουν μέρος στις οπτασίες, καθώς και το σκηνικό, αλλάζουν από οπτασία σε οπτασία, ενώ ο γιος ποτέ δεν αποκαλείται με το πραγματικό του όνομα ούτε καν εκτός οπτασίας από τον ίδιο τον πατέρα του.

Στην πρώτη οπτασία, που αποτελεί εξολοκλήρου σύλληψη του Κούσνερ, ο γιος είναι ένας απένταρος εραστής, ερωτευμένος με τη Μελιμπέα. Με τη βοήθεια της υπηρέτριάς της, ο Κάλλιστος πετυχαίνει μία συνάντηση με την αγαπημένη του στον κήπο της.

Η ροή διακόπτεται βίαια από τη δεύτερη οπτασία, στην οποία ο γιος που πλέον ονομάζεται Κλεντόρ, είναι ο υπηρέτης του Ματαμόρ, ενός καυχησιάρη στρατιώτη, απευθείας προερχόμενου από τη μακρά παράδοση της ρωμαϊκής κωμωδίας και της comedia dell’ arte. Εδώ μπλέκεται ο έρωτας με το οικονομικό συμφέρον αλλά και η πραγματική ζωή με την ονειροφαντασία, αφού ο Αμανουένσης «μεταφέρεται» στη διάσταση της οπτασίας, προκειμένου να ενσαρκώσει το “ρόλο” του άκαρδου πατέρατης Ιζαμπέλ, Ζερόντ.

Ο Κλεντόρ φυλακίζεται για το φόνο του αντεραστή του Άδραστου, δραπετεύει όμως χάρη στην υπηρέτρια της Ιζαμπέλ και πρώην ερωμένη του Λίζα, και φεύγει με την Ιζαμπέλ. Στην τρίτη οπτασία,τη γεμάτη συμβολισμούς, ο αθεράπευτα ερωτύλος γιος είναι παντρεμένος με την Ιππολύτη, εμπλέκεται όμως συναισθηματικά με την πριγκίπισσα, και για το λόγο αυτό δολοφονείται από τον σύζυγό της. Η Ιππολύτη, πιστή στον νεανικό της έρωτα, ξεψυχά μαζί του.

Ο Πρινταμώντ πληροφορείται τότε ότι όλα, όσων υπήρξε μάρτυρας δεν είναι παρά μια θεατρική παράσταση, ένα ψέμα, μια φρεναπάτη ο γιος του είναι ηθοποιός στο Παρίσι. Μετά από έναν σπαρακτικό και αριστοτεχνικά δομημένο μονόλογο του Αλκάντρ για τον έρωτα και έναν άλλον στον οποίο ο Πρινταμώντ μιλάει για την απατηλότητα της τέχνης του θεάτρου, στην πραγματικότητα όμως αναφέρεται στο φευγαλέο της ύπαρξης, ο δικηγόρος φεύγει από τη σπηλιά, ανακουφισμένος αλλά καθόλου σίγουρος ότι θα συναντήσει ποτέ ξανά το γιο του. Το έργο κλείνει με τον Ματαμόρ, που έχοντας δραπετεύσει από το χώρο της ονειροφαντασίας, περιπλανάται στο έρημο πια σκηνικό ψάχνοντας το δρόμο για το φεγγάρι, φανερώνοντας έτσι τη ρευστότητα των ορίων μεταξύ θεάτρου και πραγματικότητας, όπου η μεγαλύτερη φρεναπάτη είναι ο έρωτας και όπου το πιο πολύτιμο κόσμημα είναι το δάκρυ ενός δεκτικού θεατή. […]

Πηγή: Θέατρο Πορεία

Μετάφραση: Στρατής Πασχάλης
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Haig Yazdjian
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Ξιφογραφία: Θάνος Δερμάτης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Έρι Κύργια

Διανομή

Πριναμώντ: (δικηγόρος από την Αβινιόν): Γιάννης Νταλιάνης
Αμανουένσης | Ζερόντ (υπηρέτης του Αλκάντρ | πατέρας της Ιζαμπέλ): Νίκος Καρδώνης
Αλκάντρ | Μάγος: Νίκος Χατζόπουλος
Κάλλιστος | Κλεντόρ | Θεογένης (γιος του Πρινταμόντ): Δημήτρης Τάρλοου
Μελιμπέα | Ιζαμπέλ | Ιππολύτη (αγαπημένη- σύζυγος του Κ | Κ | Θ): Αγγελική Παπαθεμελή
Ελίσια | Λίζα | Κλαρίνα (Υπηρέτρια- φίλη της Μ | Ι | Ι): Ναταλία Στυλιανού
Πλεριμπό | Άδραστος |  Πρίγκηπας Φλοριλάμ (Αντίζηλος του Κ | Κ | Θ) : Άκις Βλουτής
Ματαμόρ (ένας αλαφροϊσκιωτος): Δημήτρης Ήμελλος

 
  • Δημήτρης Ήμελλος

    Ο ηθοποιός μιλάει για τον Ματαμόρ, τον ρόλο του στη «Φρεναπάτη» του Τόνι Κούσνερ, που του χάρισε το βραβείο «Δημήτρης Χορν»

    «Έζησα μια μαγική στιγμή »

    «Ήταν πολύ μεγάλη για μένα η στιγμή που ανέβηκα να παραλάβω το βραβείο “Δημήτρης Χορν”. Όσο προχωρούσε η εκδήλωση και έβλεπα όλον αυτόν τον κόσμο που είχε έρθει για τον Χορν τόσο μεγάλωνε η αγωνία μου. Και επιπλέον σκεφτόμουν ότι εκείνο το βράδυ γεννιόταν ένας νέος θεσμός. Και μόνο ως υποψήφιος ένιωθα έντονα συναισθήματα. Οπότε, όταν άκουσα το όνομά μου, όλα αυτά μαζί μου προκάλεσαν μεγάλη αγωνία, την οποία ούτε μπόρεσα ούτε ήθελα να κρύψω. Το θυμικό και ο νους μου λειτουργούσαν παράλληλα. Ήταν μια μαγική στιγμή που ήθελα να απολαύσω, να τη ζήσω ως το τέλος». Ο Δημήτρης Ήμελλος, ο πρώτος ηθοποιός που έλαβε το βραβείο «Δημήτρης Χορν» στη βραδιά μνήμης που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Δευτέρα στο θέατρο της οδού Αμερικής, δεν έχει ακόμη ξεπεράσει την ταραχή του.

    «Ο Χορν λειτουργεί για μένα ως μύθος. Δεν τον γνώρισα, δυστυχώς δεν τον είδα ποτέ στο σανίδι, αλλά το να μου απονεμηθεί το βραβείο που φέρει το όνομά του σημαίνει πολλά. Με συγκινεί η παράδοση και ό,τι εκφράζει ο ίδιος. Βέβαια ξέρω ότι τα βραβεία δεν κρατούν πολύ και κάπου αισθάνομαι ότι πρέπει να το ξεχάσω σύντομα. Γιατί, όπως έλεγε και ο Χορν, είναι τόσο θνησιγενές το θέατρο και η δουλειά που κάνουμε εκεί. Επιπλέον είναι σημαντικό που πήρα το βραβείο για τον Ματαμόρ, τον πρώτο ουσιαστικά ρόλο στη θεατρική μου πορεία». Η ως τώρα θεατρική διαδρομή του περιλαμβάνει μια σειρά λίγων ¬ και μικρών ¬ εμφανίσεων: ήταν Αγγελιοφόρος στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις» της Άννας Κοκκίνου, μέλος του Χορού στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» που ανέβασε ο Σωτήρης Χατζάκης, συμμετείχε στον «Υπέροχο κερατά» του Κρόμελινκ του ιδίου σκηνοθέτη, ενώ πήρε μέρος και στον Χορό των «Περσών» που παίχθηκαν πριν από δύο χρόνια στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή. Μόλις πέρυσι ήρθε ο Ματαμόρ στο έργο του Τόνι Κούσνερ «Φρεναπάτη» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού.

    Γεννημένος στην Αθήνα πριν από 33 χρόνια, χρωστά το επώνυμό του στη ναξιώτικη καταγωγή των γονιών του. Ήδη παντρεμένος και πατέρας ενός δίχρονου αγοριού, ο Δημήτρης Ήμελλος εγκατέλειψε τη Νομική για το θέατρο όταν τα ερασιτεχνικά του βήματα στον χώρο τον οδήγησαν στον Βασίλη Διαμαντόπουλο, έναν καλλιτέχνη και έναν άνθρωπο που θαύμαζε ιδιαίτερα.

    Για το μέλλον του ακόμη δεν ξέρει τίποτε ούτε προγραμματίζει. Η διαδρομή του μετά τη «Φρεναπάτη» (οι παραστάσεις της ολοκληρώνονται την επόμενη εβδομάδα στο θέατρο «Πορεία» ) θα συνεχιστεί στον Τεχνοχώρο Υπό Σκιάν, όπου και πάλι με τον Στάθη Λιβαθινό και με μαθητές του σκηνοθέτη θα πάρει μέρος σε μια παράσταση βασισμένη στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Με μια διαφορά: ο σταυρός του Δημήτρη Χορν θα είναι κρεμασμένος στον λαιμό του.

    21.01.2001, Λοβέρδου Μυρτώ «Δημήτρης Ήμελλος», Το Βήμα.

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Στα βρόχια της πεποιημένης πραγματικότητας

    Φαινομενικά το έργο είναι μια απλοϊκή σύνθεση. Μια αφελής ίντριγκα. Ένα σεναριακό πλαίσιο που συσκευάζει θεατρικά αποσπάσματα επιχειρώντας το οξύμωρο∙ να δραματοποιεί το θέατρο. Το εγχείρημα ωστόσο δεν είναι διόλου άστοχο και πολύ περισσότερο δεν είναι σε κανένα σημείο της διεξαγωγής του αδιάφορο. Τουναντίον. Η βασική αρετή της «Φρεναπάτης» ως έργο είναι πως τραβάει την προσοχή του θεατή να σκεφτεί πάνω σ’ αυτήν την περίεργη, την ολίγον σχιζοφρενική, την ξεχωριστή απ’ όλη την άλλη ανθρώπινη συμπεριφορά, την όντως μαγική συμμετοχή σε μια εξvπραγματική κατάσταση. Στην ψευδαίσθηση του θεάτρου.

    Η μυστικιστική τελετουργία της θεατρικής πράξης όπου οι συμμετέχοντες, ηθοποιοί και θεατές, βιώνουν ως πραγματική μια πεποιημένη πραγματικότητα είναι ένα «ξένο σώμα» στη ρεαλιστική εποχή μας. Είναι κοινό συμπέρασμα πως το θέατρο, ό,τι κι αν σημαίνει για τον καθένα αυτή η λέξη, είναι κάτι που κάποιοι πολύ παλαιοί, άλλου είδους άνθρωποι σε ασύλληπτα διαφορετικούς καιρούς, το άφησαν πίσω τους και μεις στους πρόσφατους αιώνες προσπαθούμε να το προσαρμόσουμε στην ψυχαγωγία μας, όπως άλλωστε προσαρμόσαμε κι αυτή τη λέξη στα μέτρα της διασκέδασής μας. Έτσι σήμερα «χωνέψαμε» το θέατρο, πράξη παγανιστική του παρελθόντος, στα σύγχρονα δεδομένα των κοινωνιών μας ευτελίζοντάς το στα τρέχοντα μεγέθη των συμπεριφορών μας. Η «Φρεναπάτη» είναι ένα κτύπημα στον ώμο, μια υπενθυμιστική νύξη πως αυτό που σήμερα θεωρούμε μια συνηθισμένη, κοινή, τυπική λειτουργία, κοσμική και κάποτε σκανδαλιστική, στη ρίζα της είναι μια άλλη κατάσταση, βαθιά υπαρξιακή, εγκατιαία. Μια λειτουργία που αποκαλύπτει πως ο άνθρωπος, πριν μεταβληθεί σε παραγωγική μονάδα και καταναλωτικό ον, είχε ικανότητες που του επέτρεπαν να μεθέξει, να εκστασιαστεί.

    Το έργο λοιπόν είναι ακριβώς αυτό. Ο δικηγόρος Πρινταμώντ φτάνει στη σπηλιά του μάγου Αλκάντρ για να του ζητήσει να του βρει τον χαμένο του γιο. Γεμάτος προκαταλήψεις, επιφυλάξεις, φόβους και ανησυχίες ο πατέρας δεν θα καταλάβει πως αυτά που γίνονται μπροστά στα μάτια του με ήρωα το γιο του, είναι θεατρικές σκηνές. Έτσι, χωρίς προϊδέαση θα συνεπαρθεί και θα μεθέξει και το χάσμα ανάμεσα σ’ αυτόν τον αλλοτριωμένο ορθολογιστή και στο θεατρίνο γιο του θα γεφυρωθεί. Δύο κόσμοι θα πλησιαστούν. Το θέατρο δεν είναι λοιπόν ολότελα χαμένο για τον σημερινό άνθρωπο. Ή πιο σωστά θα είναι να πούμε πως ο σημερινός άνθρωπος δεν είναι ολότελα χαμένος μέσα σ’ έναν κόσμο γεμάτον υπολογισμούς. Υπάρχει πάντα το θέατρο σαν μια πιθανότητα, μια ρωγμή για να περάσει κάποιος απέναντι.

    Δεν έχω υπόψη μου το πρωτότυπο Illusion Comique του Κορνέιγ για να κρίνω την αξία της ελεύθερης διασκευής του Αμερικανού Τόνυ Κούσνερ, ωστόσο το κείμενο που παρακολουθήσαμε να παρασταίνεται έχει μια άρτια δραματουργική δόμηση και μια μετάφραση ωραίου ποιητικού λόγου του Στρατή Πασχάλη. Δημιουργικός συντελεστής ωστόσο και κύριος υπεύθυνος του ωραίου συνόλου ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός που η επιμέλειά του διακρίνεται στην όλη σύλληψη καθώς και στα παραμικρά επιμέρους. Διαχειρίστηκε τις σκηνές και την αλληλουχία τους με βαθιά θεατρική αίσθηση που μεταδίδεται και στους θεατές. Σε συνεργασία με τους ηθοποιούς χαρακτήρισε τις διαφορές ανάμεσα στο θεατρικό – θεατρικό και στο θεατρικό – ρεαλιστικό. Διατήρησε εξάλλου τις ισορροπίες απ’ τη μια κατάσταση και στην άλλη. Ο κίνδυνος να υπερτονισθεί το «θεατρικό» τις βάρος του «πραγματικού» είναι συνεχής, η φανερή — και επιτυχής — προσπάθεια ήταν να μην αναστέλλεται το δεύτερο όταν λειτουργεί το πρώτο. Κι αυτό για να μην αποσπάται ο θεατής απ’ το ότι οι παιζόμενες θεατρικές σκηνές αποσκοπούν να αποσπάσουν τον «πατέρα». Εδώ η αναλυτικολογία μπορεί να επεκταθεί σε βάθη και μήκη χαώδη.

    Όλοι οι ηθοποιοί της παράστασης πετυχαίνουν υψηλές επιδόσεις. Οι ερμηνείες όλων κλιμακώνονται από ένα ποιοτικό στάνταρ και πάνω. Αποτέλεσμα που οπωσδήποτε προϋποθέτει πολλή δουλειά με το σκηνοθέτη, του οποίου η συμβολή είναι, άλλωστε, ευδιάκριτη στου καθενός το παίξιμο. Περισσότερο σύνθετη μου φάνηκε η ερμηνεία του Δημήτρη Τάρλοου που έδειξε μια υποκριτική γλαφυρότητα, μια ευστροφία, ταιριαστές με τους «θεατρικούς» ρόλους που υποδύεται. Η διαφοροποίησή του είναι αξιοσημείωτη. Στον «Βούβαλο» είχε στοιχεία ηθογραφικά, στο «Κτήνος στο φεγγάρι» είχε μια συνεχή υποδόρια δραματικότητα, εδώ ντύθηκε το πεταχτό και ανέμελο της κλασικής κωμωδίας. Η Αγγελική Παπαθεμελή συνεπέστατα προσδιορισμένη στα χνάρια του ρόλου, αψεγάδιαστα συντονισμένη σ’ αυτό που έπρεπε, της έλειπε όμως το χαριτόβρυτο και το ελκυστικό. Νομίζω πως κλίνει περισσότερο προς ρόλους δραματικής ενζενύ. Σουμπρετοειδής μάς εμφανίζεται στην παράσταση αυτή, η Ναταλία Στυλιανού. Θα ‘λεγε κανείς πως αυτή η ηθοποιός μεταμορφώνεται ακόμα και σωματικά. Κατορθώνει από σύγχρονο κοριτσόπουλο ή στυλιζαρισμένη ρολίστα μοντέρνου ρεπερτορίου να γίνεται χυμώδης υπηρέτρια εξωφρενικής φάρσας, εκπληκτικής υποκριτικής πολυμέρειας και δεξιοτεχνίας. Τω όντι απολαυστική. Εκρηκτικός κωμικός ο Δημήτρης Ήμελος. Έφτιαξε τον Ματαμόρ με υλικά απ’ τους «Πολέμωνες» του Μένανδρου και του Πλούτου και τους «Καπιτάνο» της Κομέντια μεταγγίζοντάς τους ωστόσο το δικό του δαιμόνιο. Ο Πρινταμώντ του Γιάννη Νταλιάνη πειστικά σχεδιασμένος, «γεμάτος» με συνεχείς αντιδράσεις, συνδετήρας στις σελίδες του αληθούς και του πλαστού. Ο ρόλος του Αλκάντρ δεν είχε τον φαμφαρονισμό που του πρέπει. Δόθηκε απ’ το Νίκο Χατζόπουλο σαν ξεναγός περισσότερο και σχεδόν καθόλου σαν θαυματοποιός. Σίγουρα είναι μια άποψη να μένει αδιευκρίνιστο απ’ την αρχή το ποιόν του μάγου» αλλά πάλι ο κομπέρ ενός θιάσου να εμφανίζεται με την ψυχραιμία στελέχους πολυεθνικής; Τουλάχιστον ας φανερωνόταν στο τέλος πως κι αυτός έπαιζε το ρόλο του. Πολύ καλοί στους ρόλους τους ο Νίκος Καρδώνης και ο Άκις Βλουτής.

    Το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου μάλλον αψυχολόγητο, πολύ γαρ της τεχνολογίας. Η αίσθηση του μετάλλου, οι ράγες και όλα τα μηχανιστικά κόλπα σαν να έσπαζαν το κλίμα που κινούσε την παράσταση ο σκηνοθέτης. Θα μου πείτε πως οι μεταλλοκατασκευές φοριούνται πολύ φέτος. Άλλο αυτό. Τα κοστούμια, ωστόσο, της Ελένης Μανωλοπούλου επίσης, συνεπή στην εποχή, στη σκηνοθεσία και στο παίξιμο και καλαίσθητα. Πολύ καλή η μουσική του Haioj Yazdzian.

    11.01.2001, Γεωργίου Αδριανός «Στα βρόχια της πεποιημένης πραγματικότητας», Ραδιοτηλεόραση

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μεικτό νόμιμο είδος

    Η «Θεατρική ψευδαίσθηση» είναι η μοναδική κωμωδία του Κορνέιγ και ένα «παράξενο τέρας» όπως χαρακτήρισε το έργο του ο μεγάλος αυτός ποιητής του Μπαρόκ. Όπως και να έχει το πράγμα, το κείμενο αυτό είναι από τη σύλληψή του ώς την αισθητική του ολοκλήρωση σε στίχους ομοιοκατάληκτους αλεξανδρινούς ένα αριστούργημα.

    Ο μεταμοντέρνος, σοβαρός εκλεπτικιστής και «είρων» Αμερικανός συγγραφέας Τόνυ Κούσνερ διείδε πως στο έργο αυτό του 1636 υπήρχαν τα σπέρματα του Πιραντέλο αλλά και του Μπρεχτ και αποφάσισε να το διασκευάσει χωρίς να αγγίξει στο παραμικρό τη φιλοσοφία του και την πυρηνική του σύλληψη. Πήγε προς τη μεριά του με τη σχετικοκρατική ματιά του Πιραντέλο, τη σοφιστική ειρωνεία την αμφιβολία και τη λογική των «δισσών λόγων» και από την άλλη μεριά κράτησε τη διαλεκτική επιφύλαξη της μπρεχτικής απόστασης. Οι δύο βασικοί οδηγοί του Κούσνερ είδαν τα «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» και «Ο κύκλος με την κιμωλία».

    Και τα δύο είναι εξελίξεις του ευρήματος του Κορνέιγ, θέατρο εν θεάτρω. Ένας πατέρας έχει χάσει τον γιο του και καταφεύγει σε ένα μάγο ο οποίος του αφηγείται τη ζωή του γιου του μέσα από τρεις ιστορίες πάθους ερωτικού έως τον θάνατό του σε μονομαχία, για να αποδειχτεί τελικά πως ο γιος είναι ζωντανός και πως οι περιπέτειες που αναπαραστήθηκαν ήταν ρόλοι του θεατρικοί. Στον Μπρεχτ το θέατρο εν θεάτρω λειτουργεί ως παραστατικό μοντέλο μιας μαρξιστικής αξιωματικής αρχής. Στον Πιραντέλο ως παράδειγμα της θεωρίας της σχετικότητας. Το καθετί είναι αυτό που βλέπει ο καθένας ανάλογα με τη θέση ή τις παρωπίδες του. Ο Κούσνερ εφαρμόζοντας μια μείξη των δύο δραματουργιών διαβάζει τον Κορνέιγ με τιμιότητα, αφού ήδη είναι ένας άνθρωπος του καιρού του διαμορφωμένος αισθητικά και ιδεολογικά με την προίκα που του δώρισε η απόσταση από τον 17ο αιώνα έως το τέλος του 20ού. Δεν χρειαζόταν παρά να αφαιρέσει από τον Κορνέιγ τα στολίδια, τη φλυαρία (για μας σήμερα) του μπαρόκ, τη χειρονομία μιας κωδικοποιημένης μακιγιαρισμένης κοινωνίας. Και ξαφνικά το έργο του Γάλλου κλασικού άστραψε και αιφνιδίασε. Προβλήθηκαν με γούστο τα σύμβολά του και ολόκληρο λειτούργησε ως εργαλείο σκέψης, ως διδακτικός σωρείτης και ως ανήσυχη παραβολή της αμφιβολίας των πάντων. Ως μοντέλο, απεικόνιση της αβέβαιης, αμφίβολης, αμφισβητήσιμης πραγματικότητας. 0 κόσμος είναι θέατρο, όνειρο (όπως στο ισπανικό ανάλογο του Κορνέιγ η «Ζωή είναι όνειρο» του Καλντερόν). Το ζώον άνθρωπος ενδυόμενο τη δορά της γλώσσας υποδύεται ρόλους. Η γλώσσα και η συναισθηματική της φόρτιση δημιουργούν φαντασιακές καταστάσεις, μετατρέπουν το φυσικό σε ουτοπία, μια ψευδαίσθηση, μιαν αυταπάτη, μιαν άλλη πραγματικότητα, μια μετα-φυσική. Ο φυσικός άνθρωπος γίνεται αλλότριος και η αλλοτρίωσή του μεταθέτει τον άξονα από το σημαινόμενο στο σημαίνον. 0 άνθρωπος είναι πλέον ο ρόλος του, η γλώσσα του, η ιδεολογία του, δηλαδή η ψευδής του συνείδηση, ό,τι γλώσσα, κείμενο που εκφωνεί του υπαγορεύει να λέει ό,τι είναι. Στη φύση υπάρχει η παρόρμηση του σεξ. 0 έρωτας είναι ένας θεατρικός μανδύας που μετατρέπει το σεξ σε φαντασίωση, προσδοκία ευτυχίας ή ματαίωση, λύπη και απελπισία. Στη φύση δεν υπάρχει μελόδραμα, τραγωδία και λυρισμός. Ο Κούσνερ εν τέλει αν το καλοσκεφτεί κανείς μάλλον πλατωνίζει και φαίνεται να αποδέχεται τη θέση του μεγάλου φιλοσόφου πως η τέχνη είναι από τρίτου μίμησις, μίμησις μιμήσεων ή μάλλον μίμησις σειράς μιμήσεως∙ ένα ζώο που υποδύεται τον άνθρωπο είναι ηθοποιός που υποδύεται έναν πατέρα που παρακολουθεί ένα ζώο που υποδύεται τον άνθρωπο που υποδύεται έναν ηθοποιό που παίζει τον ρόλο του γιου του «πατέρα» που απατάται νομίζοντας πως ο ρόλος είναι η ζωή του γιου του!

    Αυτό το γοητευτικό παιχνίδι της μιμήσεως, της μεταμόρφωσης, της συνεχούς αλλοτρίωσης, ετερότητας και ψευδαίσθησης, όπου η «πραγματικότητα» δεν υπάρχει, όπου το φαίνεσθαι κρύπτει το είναι, και ηρακλείτεια η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί, αφού ούτε λέγει εντέλει, ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει∙ αλλά και παρμενιδικώς αφού το είναι, η πραγματικότητα, είναι ταυτόσημο με το νοείν, τη σκέψη και πάλι, όπως στον Βιντγκενστάιν, ο κόσμος μου είναι η γλώσσα μου. Η μόνη αλήθεια μου οι ρόλοι που παίζω.

    Ο θίασος «Δόλιχος» πέτυχε διάνα. Έδωσε μια παράσταση υψηλών προδιαγραφών, ποιότητας, γούστου, μέτρου και αισθητικής ακρίβειας.

    O Στάθης Λιθαθινός αποδεικνύεται συνεχώς και σταθερά σκηνοθέτης βαθιάς θεατρικής καλλιέργειας, δάσκαλος ηθοποιών με ασφαλή μέθοδο και ευαισθησία, εγγυητής πλέον μιας ασυμβίβαστης προσφοράς θεατρικού πολιτισμού. Καθοδήγησε σε μια παράσταση ευαίσθητων ισορροπιών ηθοποιούς με διαφορετική αγωγή και πείρα.

    Ο Γιάννης Νταλιάνης έπλασε με εξέχουσα ειρωνική υπόκριση, με λοξό κτύπημα της στέκας τον Πρινταμώντ. Ο Καρδώνης ιδιαίτερα στον Αμανουένση τον μουγγό (ψευδομουγγό) υπηρέτη του Μάγου – Σκηνοθέτη Αλκάντρ έξοχος. Ο Αλκάντρ του Νίκου Χατζόπουλου αινιγματώδης, ειρωνικός, χλευαστής και μεταμορφωμένος μεταμορφωτής έπλεε στο χιούμορ. Ο Τάρλοου κατακτά μια θαυμάσια τεχνική συνδυασμένη με εσωτερική συναισθηματική πλήρωση. Η Αγγελική Παπαθεμελή έχει θαυμάσια προσόντα και στην κωμική τεχνική. Παίζει έξοχα σε δύο ταμπλό.

    Η Στυλιανού είναι μια ανερχόμενη σουμπρέζα με χυμούς πλούσιους.

    Ο Βλουτής ασθενέστερος της διανομής με λιγότερη πείρα, μπορεί να βελτιωθεί στην επανάληψη της χειμερινής σεζόν. Να δαμάσει την πόζα του, το κάμωμά του.

    Η έκπληξη της παράστασης ο Δημήτρης Ήμελλος, κρατήστε αυτό το όνομα. Εκκολάπτεται ηθοποιός, μεγάλων δυνατοτήτων, τερατώδους τεχνικής, αισθητικού μέτρου, με χιούμορ και γνώση της ιστορίας και της εξέλιξης των θεατρικών τύπων και μορφών. Ο Ματαμόρ του διασχίζει με γλαφυρή ειρωνεία τον τύπο του Καπιτάνο από τον Πλούτο ώς τον Συρανό και ακόμα πιο πέρα, τον Δον Κιχώτη. Η εικαστική δουλειά της Μανωλοπούλου νομίζω θα θριαμβεύσει στην προσεχή μεγαλύτερη και προσφορότερη σκηνή του θεάτρου «Πορεία».

    Η μετάφραση του Στρατή Πασχάλη αριστουργηματική.

    05.06.2000, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Μεικτό νόμιμο είδος», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Εν αναμονή καλοκαιριού: Οι παραστάσεις «Ιφιγένεια εν Ταύροις» και «Φρεναπάτη»

    Σήμερα γράφουμε τις τελευταίες μας κρίσεις για τον θεατρικό χειμώνα που μόλις έκλεισε. Και η στήλη θεωρεί καλή τύχη, που οι κρίσεις αυτές θα γίνουν για δύο παραστάσεις από τις καλύτερες που είδαμε φέτος. Η μία ήρθε από την Καλαμάτα και η άλλη παίχτηκε σ’ ένα θεατράκι έκτος κέντρου.

    Στην Καλαμάτα οργανώθηκε και δουλεύτηκε -με εξαιρετική επιμέλεια, προσοχή και έμπνευση – μια παράσταση πάνω στο «σατανικά» ευφυές έργο ταυ Ευριπίδη, την «Ιφιγένεια εν Ταύροις». Και κει, κάπου στην περιοχή του υποβαθμισμένου Μεταξουργείου -και σήμερα δραστήριου θεατρικού κέντρου- με σπάνια λεπτότητα ετοιμάστηκε μια παράσταση πάνω σε μια ελεύθερη διασκευή της Illusion Comique του Πιέρ Κορνέιγ από τον Ρον Κούσνερ και με την ελληνική απόδοση του τίτλου σε «Φρεναπάτη».

    Το ιδιαίτερο -και κατά κάποιον τρόπο κοινό – χαρακτηριστικό των δύο παραστάσεων ήταν η λεπτότητα και η καθαρότητα της εκτέλεσης των αρχικών ιδεών που είχαν οι δυο σκηνοθέτες. Ήξεραν τι ήθελαν να κάνουν. Και το σημαντικό είναι, πως μπορούσαν και να το κάνουν. […]

    Μια εξίσου γοητευτική παράσταση είχαμε και με τη «Φρεναπάτη» του Κούσνερ. Μια διασκευή δηλαδή του έργου του Πιέρ Κορνέιγ, «Illusion Comique», (έργον του 1636), όπου η τρέλα, η φαντασία της ζωής, παίρνει την πιο «πραγματική» της όψη: γίνεται μια μορφή θεάτρου.

    Ένα θεατρικό παιχνίδι είναι το έργο του Κορνέιγ και το ακολουθεί έξυπνα και ευρηματικά η διασκευή του Κούσνερ.

    Η παράσταση, που σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθινός, στηρίχτηκε στη μετάφραση του Στράτη Πασχάλη, στη θελκτική όψη που έδωσαν τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου και η μουσική του Haig Yazdjian.

    Τη μεγάλη βοήθειά του όμως ο σκηνοθέτης, για να πραγματοποιήσει τις ιδέες του, την πήρε από τους ηθοποιούς του. Μια εξαιρετική ομάδα ταλαντούχων ηθοποιών. Τον Γιάννη Νταλιάνη, τον Νίκο Χατζόπουλο, τον Δημήτρη Τάρλοου, την Αγγελική Παπαθεμελή, τον Δημήτρη Ήμελλο (μια δυνατή είσοδος στο θέατρο), τη Ναταλία Στυλιανού, τον Άκη Βλουτή, τον Νίκο Καρδώνη.

    Αξίζει εδώ να σημειώσουμε την πρόοδο, που έχουμε παρατηρήσει τα τελευταία χρόνια, στα έντυπα προγράμματα που συνοδεύουν τις παραστάσεις. Στο πρόγραμμα της «Φρεναπάτης» τη σπουδαία επιμέλεια έκανε η Εύα Γεωργουσοπούλου.

    Και τις δύο παραστάσεις κάπου, κάποτε, μπορεί να συναντήσουν οι θεατές προσεχώς. Να μην τις χάσουν. Εμάς, εν τω μεταξύ, μας περιμένει, σύντομα, το θεατρικό καλοκαίρι. Με τις πιθανές -καλές ή κακές- εκπλήξεις του…

    03.06.2000, Χρηστίδης Μηνάς «Εν αναμονή καλοκαιριού: Οι παραστάσεις «Ιφιγένεια εν Ταύροις» και Φρεναπάτη», Ελευθεροτυπία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Φρεναπάτη» της εξαθλίωσης και της ελπίδας

    Ο Δημήτρης Τάρλοου μιλάει για τον ρόλο του στο έργο του Τόνι Κούσνερ που βασίζεται στην «Illusion Comique» του Κορνέιγ.

    Το θέατρο εν θεάτρω. Ή, ακόμη καλύτερα, η ζωή εν θεάτρω. Στη «Φρεναπάτη», τη διασκευή που έκανε ο Τόνι Κούσνερ στο έργο του Κορνέιγ «Illusion Comique», αποδεικνύεται ότι η σκηνική πραγματικότητα και προσέγγιση των καταστάσεων θυμίζει αλλά και κάποιες φορές ταυτίζεται με την αλήθεια της ζωής.

    «Έργο περίεργο, μαγικό, μαγευτικό και δύσκολο στην ερμηνεία του» το χαρακτηρίζει ο Δημήτρης Τάρλοου, πρωταγωνιστής στην εν λόγω παράσταση που ανεβαίνει στο Από Μηχανής Θέατρο. Και συνεχίζει: «Είναι σαν χέλι που ξεγλιστράει και κινείται ανάμεσα σε διάφορα είδη θεάτρου ¬ την κωμωδία, το δράμα, την τραγωδία ¬ και γι’ αυτό οι ηθοποιοί πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να παίξουν όλα αυτά τα είδη».

    Η ιστορία εκτυλίσσεται στη Γαλλία. Ο Πρινταμόντ, δικηγόρος από την Αβινιόν, αναζητεί τον γιο του τον οποίο έδιωξε πριν από δεκαπέντε χρόνια. Αναγκάζεται να καταφύγει στη σπηλιά ενός ονομαστού μάγου, του Αλκάντρ. Ο μάγος καλεί τον ορθολογιστή πατέρα να παρακολουθήσει κάποια περιστατικά από τη ζωή του γιου του. Περιστατικά που εκτυλίσσονται σε ένα υπερφυσικό δάπεδο, άβατο για τους κοινούς θνητούς, και αφηγούνται ερωτικές ιστορίες. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τρία συναπτά επεισόδια που δεν φαίνεται να έχουν χρονική αλληλουχία και οι χαρακτήρες, παρά το γεγονός ότι παραμένουν οι ίδιοι, είναι διαφορετικοί. «Ουσιαστικά πρόκειται για ένα βαθύτατο σχόλιο στη δραματικότητα και στην ανημποριά της ανθρώπινης ύπαρξης. Άνθρωποι οι οποίοι κινούνται από αόρατα νήματα, από τη μοίρα και τον έρωτα, και προσπαθούν απλώς να ζήσουν» σχολιάζει ο πρωταγωνιστής. «Ο ρόλος τον οποίο υποδύομαι αφορά έναν άνθρωπο που εξαιτίας του τραύματος που του άφησε ο πατέρας του συμπεριφέρεται σαν αδηφάγο ζώο. Όταν ανακαλύπτει τα προσόντα και τις δυνατότητές του, ερωτεύεται τον ίδιο τον έρωτα. Όταν όμως το τραπουλόχαρτο γυρίζει, όπως στα ταρό, εμφανίζεται ο θάνατος, ο οποίος είναι ταυτόσημος με τον έρωτα. Χαρακτηριστικό άλλωστε όλων των ηρώων είναι το ότι ζουν παθιασμένα και επίσης το ότι όλοι τους αναγκάζονται να αγγίξουν τη λάσπη προκειμένου να δουν φως και ελπίδα» εξομολογείται ο Δ. Τάρλοου.

    Όσον αφορά τις δυσκολίες που συνάντησε στην προσπάθεια προσέγγισης του ρόλου του, αυτές αφορούν κυρίως το ότι ο ήρωας «μπαίνει άλλος και βγαίνει άλλος. Αρχίζει συμμετέχοντας σ’ ένα σαιξπηρικό επεισόδιο ελαφρύ, γλυκό και κωμικό, και φθάνει στο να βρίσκεται ήρωας σε ένα σύγχρονο δράμα. Αρχίζει με εφηβική διάθεση και καταλήγει σε σύγχρονου τύπου παίξιμο. Η πιο σημαντική αποκάλυψη γίνεται στο τέλος, όπου τα προσωπεία πέφτουν και αυτός ο άνθρωπος έχει εξευτελίσει όλα αυτά που ήθελε και πίστευε. Μέσα από την εξαθλίωσή του εμφανίζεται η μοναδική ηλιαχτίδα φωτός. Μια άλλη δυσκολία που συνάντησα ήταν ο στίχος που υπάρχει στον λόγο, και αυτό γιατί πρέπει να δέσει με τον πεζό λόγο και ο στίχος να μην ακούγεται σαν στίχος» λέει ο ηθοποιός.

    Η «Φρεναπάτη» θα συνεχισθεί και την επόμενη χρονιά αλλά στο νέο θέατρο της θεατρικής εταιρείας «Δόλιχος», την οποία ίδρυσε ο Δ. Τάρλοου, στο θέατρο «Πορεία». Ο πειραματισμός και η αναζήτηση είναι βασικά «συστατικά» της επιτυχίας. Για τον πρωταγωνιστή στο σύνολο των αναζητήσεών του έρχεται να προστεθεί και «η συνεργασία ανθρώπων που έχουν το ίδιο πάθος για τον άνθρωπο, την ίδια όρεξη για τέτοιου τύπου δουλειά, έτσι ώστε να βιώσουμε όλοι την ίδια θεατρική ηδονή. Με ενδιαφέρει η καλή συνεργασία και η “διαδρομή”. Πολλές φορές η διαδρομή είναι οδυνηρή και άλλοτε ευχάριστη, το αποτέλεσμα δικαιώνει ή δεν δικαιώνει τον ηθοποιό, αλλά δεν είναι αυτό που έχει σημασία» κατέληξε ο ηθοποιός.

    Η ταυτότητα

    Η «Φρεναπάτη» του Τόνι Κούσνερ παίζεται στο Από Μηχανής Θέατρο (Ακαδήμου 13, Κεραμεικός, τηλ. 5235.716). Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Στάθης Λιβαθινός και τη μετάφραση ο Στρατής Πασχάλης. Εκτός από τον Δ. Τάρλοου παίζουν: Γιώργος Νταλιάνης, Νίκος Καρδώνης, Νίκος Χατζόπουλος, Αγγελική Παπαθεμελή, Ναταλία Στυλιανού, Άκις Βλουτής και Δημήτρης Ήμελλος.

    14.05.2000, Γραμμέλη Αφροδίτη «Φρεναπάτη της εξαθλίωσης και της ελπίδας», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Παιχνίδι της ζωής και της αναπαράστασης

    Ενώ έχουμε ήδη αρχίσει να συζητάμε για τις παραγωγές του καλοκαιριού, τα τελευταία χρόνια συμβαίνει μία, τουλάχιστον, από τις ανοιξιάτικες παραστάσεις να κεντρίσει έντονα το ενδιαφέρον μας. Αυτή είναι η περίπτωση της «Φρεναπάτης», που παρουσιάζει στο Από Μηχανής Θέατρο η Εταιρεία Θεάτρου Δόλιχος.

    Ο Δημήτρης Τάρλοου είναι ο ιθύνων νους της και η πρώτη παράστασή της ήταν του έργου «Κτήνος στο Φεγγάρι» του Ρ. Καλινόβσκι σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθηνού – εξαιρετικά επιτυχημένη, όπως επιτρέπουν να συμπεράνουμε οι κριτικές που γράφτηκαν γι’ αυτήν. Η νεοσύστατη ομάδα το ερχόμενο φθινόπωρο θα εγκατασταθεί μονίμως στο υπό ριζική ανακαίνιση θέατρο «Πορεία» (Τρικόρφων και 3ης Σεπτεμβρίου). Άλλο ένα θέατρο περνάει στη νεότερη γενιά ηθοποιών κι αυτό μολονότι μπορεί να μην εντυπωσιάζει πλέον κανέναν, στην πληθώρα νέων θεάτρων που δημιουργήθηκαν εξαρχής ή παλαιών που ανακαινίστηκαν εκ βάθρων, αλλά εντείνει τα αισθήματα αισιοδοξίας. Ως σημείο δυναμικής του χώρου, κατά πρώτον, αλλά κι επειδή οι δύο πρώτες επιλογές της ομάδας μαρτυρούν, πέραν των σοβαρών προθέσεων, αξιόλογες δυνατότητες που το ελληνικό θέατρο έχει πάντα ανάγκη.

    Η «Φρεναπάτη» του σαραντατετράχρονου Νεοϋορκέζου συγγραφέα Τόνι Κούσνερ είναι μια ελεύθερη διασκευή ενός πολύ παλιού, περίεργου έργου, του «L’ Illusion Comique» που ο Γάλλος Πιερ Κορνέιγ (1606-1684) έγραψε μεταξύ 1635 και 1636. Η οριακή θέση του Κορνέιγ στο γαλλικό θέατρο είναι γνωστή: έγραψε τις τραγωδίες και τις κωμωδίες ακολουθώντας μια πορεία μοναχική – δεν είχε παλαιότερους Γάλλου δραματουργούς επιπέδου για να βασιστεί ή να συγκριθεί. Ο ίδιος απετέλεσε την αφετηρία, έδωσε με τη δραματουργία του την αρχή και το μέτρο σύγκρισης για τους νεότερους δημιουργούς. Σ’ αυτόν δεν μπορούσαν παρά να αναφέρονται, ακόμη και για να διαφοροποιηθούν, οι δύο, νεότεροι του, σπουδαίοι δημιουργοί του γαλλικού 17ου – 18ου αι.: ο Ρακίνας κι ο Μολιέρος. Άνθρωπος που υπηρέτησε με αφοσίωση το μονάρχη του αλλά, την ίδια στιγμή, κακός αυλικός και ανταγωνιστικός προς τους νεότερους, ταλαντούχους συγγραφείς, ο Κορνέιγ υπήρξε κάτι σαν πρωταγωνιστής, την αξία του οποίου όλοι αναγνωρίζουν, που δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει απόλυτα δημοφιλής. Η επιρροή του υπήρξε βαθιά, αλλά δεν δημιούργησε σχολή. Τα έργα του, λόγω της ιδιαιτερότητας γλώσσας, στιχουργίας και ύφους, σπανίως ανεβαίνουν στις θεατρικές σκηνές εκτός Γαλλίας.

    Ο Κορνέιγ, λοιπόν, λίγο προτού στραφεί στις ηρωικές τραγωδίες του έγραψε την «Illusion» του, ένα έργο που και ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει «παράδοξη κι αλλόκοτη επινόηση». Γραμμένη για ένα θίασο και ηθοποιούς με συγκεκριμένες ανάγκες, κάνει το ίδιο το θέατρο θέμα του θεατρικού έργου του. Η αξία της ιδέας του έγκειται στο ότι δεν παρουσιάζει θέατρο εν θεάτρω, αλλά παίζει με την ιδέα της θεατρικότητας της «πραγματικότητας». Η ιστορία έχει ως εξής: Ένας πατέρας φτάνει στη σπηλιά του μάγου Αλκάντρ, επιδιώκοντας, με τη βοήθειά του, να εντοπίσει το ίχνη του γιου του, που το ‘σκασε από την πατρική στέγη δεκαπέντε χρόνια πίσω. Ο μάγος, πρόσωπο που ταυτίζεται με τον καλλιτέχνη-δημιουργό, τον μεταφέρει στο παρελθόν, στο μη-χώρο όπου «η μνήμη δεν πονάει». Ο πατέρας γίνεται θεατής: τρία επεισόδια από τη ζωή του άσωτου υιού ξεδιπλώνονται μαγικά μπροστά στα μάτια του. Στο τέλος της τρίτης ο νέος σκοτώνεται. Τότε, κι ενώ ο πατέρας θρηνεί, μαθαίνει ότι ο γιος του δεν έζησε αλλά έπαιξε στο θέατρο, όντας ηθοποιός, τις ιστορίες που προηγήθηκαν. Έτσι μαζί με τον πατέρα (και τον μάγο) οι θεατές παρακολουθούν εν είδει θεάματος αποσπάσματα ζωής, για να αποδειχθεί στο τέλος ότι ήταν όντως θέαμα, επεισόδια θεατρικών έργων. Οι θεατές γίνονται διπλά θεατές και οι ηθοποιοί διπλά ηθοποιοί (για την ακρίβεια, πολλαπλά), ενώ συστατικές έννοιες της θεατρικής τέχνης (μίμηση, σύμβαση, ψευδαίσθηση, απάτη και προσποίηση) μεταφέρονται ακέραιες στην προβληματική όχι πια των ψεύτικων ανθρώπων της σκηνής, αλλά των πραγματικών τής πλατείας.

    Ο Τόνι Κούσνερ, συγγραφέας που έχει δηλώσει τη σχέση του με τη μεταμοντέρνα εποχή μας και τους κώδικες του θεάτρου στη σύγχρονη κοινωνία του θεάματος, γοητεύθηκε από τη ζωντάνια αυτή της περίπλοκης κατασκευής που αναδεικνύει στο έπακρο τη λογική του τεχνάσματος αλλά και τον προβληματισμό της προσομοιωμένης πραγματικότητας. Ανέδειξε γλωσσικά και θεατρικά το παιγνιώδες βλέμμα του Κορνέιγ στα εσωτερικά της τέχνης του. Στους τύπους από άλλα λογοτεχνικά και θεατρικά είδη (το μάγο, το miles gloriosus και την υπηρέτρια από την Κομέντια ντελ’ Άρτε) που χρησιμοποίησε ο Κορνέιγ, πρόσθεσε σκηνές από ξένες δραματουργίες, ανακάτεψε ύφη και ευρήματα τόσο από το κλασικό, σοβαρό θέατρο όσο και από λαϊκότερα είδη, συνέδεσε κομμάτια πρόζας με ομοιώματα υψηλής ποίησης και φθηνών στιχουργημάτων.

    Είναι φανερό πως τόσο το πρωτότυπο του Κορνέιγ όσο και η διασκευή του Κούσνερ είναι έργα σύνθετα, που απαιτούν από το σκηνοθέτη πρόταση συγκεκριμένη, διατηρώντας την ίδια στιγμή το προνόμιο να κρατούν κρυφές χάρες που νέες παραστάσεις μπορεί να αναδείξουν. Ο Στάθης Λιβαθινός δεν θέλησε να υιοθετήσει την άποψη που ταιριάζει στην εγγενώς μεταμοντέρνα γλώσσα της διασκευής, δηλαδή να σκηνοθετήσει μια παράσταση που να «δείχνεται» και όχι να «παίζεται». Δούλεψε καλά με τους ηθοποιούς και στήριξε σ’ αυτούς και όχι σε εξωγενή τεχνάσματα (π.χ. πολυμέσα) ή φορμαλιστικές ακρότητες την εκδοχή του. Έτσι κατόρθωσε να αποσπάσει εξαιρετικές ερμηνείες από το σύνολο των ηθοποιών: τον Νίκο Χατζόπουλο (μάγος Αλκάντρ), τον Γιάννη Νταλιάνη (πατήρ Πρινταμόντ), τον Δημήτρη Τάρλοου (Κάλλιστος, Κλεντόρ, Θεογένης), την Αγγελική Παπαθεμελή (Μελιμπέα, Ιζαμπέλ, Ιππολύτη), τον Ακι Βλουτή (Πλεριμπό, Άδραστος, πρίγκιπας). Η Ναταλία Στυλιανού ήταν εξαιρετική στους ρόλους της υπηρέτριας, αποδεικνύοντας ιδιότητες και ικανότητες μέχρι τώρα αφανείς. Ο Δημήτρης Ήμελλος ήταν απολαυστικός στο ρόλο του Ματαμόρ, του παλικαριού της φακής, ενώ και Νίκος Καρδώνης φώτισε δεξιοτεχνικά κυρίως τον πατέρα της Ιζαμπέλ. Έχουμε την εντύπωση, ωστόσο, ότι στη σκηνή επικρατεί περισσότερο βαριά ατμόσφαιρα απ’ όσο το έργο δικαιολογεί (σαν να λείπει η ελαφράδα, το χιούμορ που το κείμενο υποδεικνύει σε αρκετά σημεία) και ότι χρειάζεται μάζεμα ως προς τη διάρκεια της παράστασης (για παράδειγμα, η σκηνή που το ζευγάρι των εραστών χορεύει δεν προσφέρει τίποτε, αλλά θα χρειαστεί λίγος χρόνος για να λυθεί η παράσταση και να βρει τους ρυθμούς της).

    Η μεγέθυνση ενός παλαιού παγκόσμιου χάρτη που καλύπτει το δάπεδο τη σκηνής, περνάει εύστοχα την ιδέα του Θεάτρου που είναι ο Κόσμος. Η Ελένη Μανωλοπούλου φρόντισε να τονίσει το παιχνίδι της θεατρικότητας δίνοντας στο χώρο του μάγου τη μορφή μικρής σκηνής, ενώ και ο χώρος του ανακληθέντος παρελθόντος κάποτε σκεπάζεται με κόκκινη αυλαία. Είναι εμφανής η προσπάθεια η θεαματικότητα να ενισχυθεί με «μηχανικές» λύσεις (αναφορά στο πολυμήχανο θέατρο του μπαρόκ), αλλά η τελευταία σκηνή με τη βροχή ήταν εκ του περισσού. Τη μουσική της παράστασης έγραφε ο Haig Yazdjian. Σπουδαία υπήρξε και πάλι η μεταφραστική δουλειά του Στρατή Πασχάλη.

    13.05.2000, Καλτάκη Ματίνα «Παιχνίδι της ζωής και της αναπαράστασης», Επενδυτής

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ένα «παράξενο τέρας» στο Από Μηχανής Θέατρο

    Φάρσα ή κωμωδία; Παρωδία ή τραγωδία; Τι είναι η «Φρεναπάτη»; Ο Τόνι Κούσνερ διασκεύασε το έργο του Πιέρ Κορνέιγ “Illusion comique” (“Κωμική ψευδαίσθηση”). Ο ίδιος ο δραματουργός του γαλλικού μπαρόκ χαρακτήρισε το έργο του, σε επιστολή του 1636, ‘παράξενο τέρας’.

    Η θεατρική περιπέτεια του Κορνέιγ αποκαλύπτει, ισορροπώντας ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα, πως η λύτρωση απαιτεί πόνο, βάσανα. Το έργο παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα από την Εταιρεία Θεάτρου «ΔΟΛΙΧΟΣ», στο «Από Μηχανής Θέατρο», σε μετάφραση του ποιητή Στρατή Πασχάλη.

    Ήρωες του έργου είναι ο άκαρδος πατέρας και ο γιος του. Ο άδικος και σκληρός χαρακτήρας του πρώτου, οδηγεί τον νεαρό να εγκαταλείψει το πατρικό του. Μάταια τον αναζητά ο πατέρας. Ύστερα από δέκα χρόνια, αποφασίζει να ζητήσει τη βοήθεια του μάγου Αλκάντρ. Εκείνος, πάνω στη μαγική επιφάνεια, δείχνει στον άκαρδο άντρα όλες τις περιπέτειες του γιου του από τη στιγμή που έφυγε κοντά του.

    Η ανατροπή

    Ο πατέρας, ως θεατής (μαζί με τους θεατές) παρακολουθεί την περιπλάνηση του παιδιού του. Η ανατροπή θα έρθει λίγο πριν το τέλος. Η θανάσιμη έκβαση του πλαστού θεάματος θα μεταλλαχθεί σε χάπι εντ, εξαναγκάζοντας τον πατέρα σε ηθική μεταστροφή και κάθαρση.

    Με χιούμορ, λόγιο στυλ, αλλά και γλώσσα του ‘δρόμου’, κυνισμό και σκόρπιες ρύμες, ο Κορνέιγ ‘έπλασε’ τη δική του ‘Φρεναπάτη’. Ο Κούσνερ δούλεψε πάνω στο πρωτότυπο, ανασύνθεσε την αλληλουχία των σκηνών του, δημιουργώντας το δικό του ‘παράξενο τέρας’.

    Η σκηνοθεσία είναι του Στάθη Λιβαθινού. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου. Η μουσική είναι του Χάιγκ Γιαζιτζιάν. Πρωταγωνιστούν, μεταξύ άλλων, οι Γιάννης Νταλιάνης, Νίκος Κορδώνης, Νίκος Χατζόπουλος, Αγγελική Παπαθεμελή, Ναταλία Στυλιανού και Δημήτρης Τάρλοου.

    18.04.2000, Νικολοπούλου Δήμητρα «Ένα παράξενο τέρας στο Από Μηχανής Θέατρο», Αδέσμευτος Τύπος (Μήτση) .

  • Η «Φρεναπάτη» από τον Τόνι Κούσνερ

    Διασκευή του αριστουργήματος του Πιερ Κορνέιγ «Illusion Comique» είναι το έργο «Φρεναπάτη» του Τόνι Κούσνερ που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό. Έως τα τέλη Μαΐου στο Από Μηχανής Θέατρο θα δείτε ένα περίεργο έργο μεταξύ φάρσας, παρωδίας και τραγωδίας, που καταπιάνεται με τη γλώσσα του θεάματος στις διαφορετικές εκδοχές του, ανασυνθέτοντας τις σκηνές του έργου στη μορφή ενός «υπέροχου εφιάλτη». Την παράσταση σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθηνός, η μετάφραση είναι του Στρατή Πασχάλη, τα σκηνικά και κι κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, η μουσική του Χάιγκ Γιαζιτζιάν. Παίζουν οι Γιάννης Νταλιάνης, Νίκος Χατζόπουλος, Δημήτρης Τάρλου, Αγγελική Παπαθεμελή, Ακις Βλουτής, Ναταλία Στυλιανού κ.ά.

    22.04.2000, Καλτάκη Ματίνα «Η Φρεναπάτη από τον Τόνι Κούσνερ», Επενδυτής

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Φρεναπάτη γεμάτη υπερθέαμα

    Σκηνογραφικές πρωτοτυπίες στο έργο του Τ. Κούσνερ.

    Δεκαπέντε χρόνια ζωής συμπυκνωμένα σε τρεις ώρες θεατρικού χρόνου. Ώρες μαγείας, παιχνιδιού ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, θεάτρου μέσα στο θέατρο, κομμάτια ζωής μέσα στο πλαίσιο μιας τσιρκολόνικης παρωδίας που συχνά έχει πικρή γεύση. Αυτήν την αίσθηση δίνει στο θεατή η «Φρεναπάτη» του Τόνι Κούσνερ ελεύθερη διασκευή του αριστουργήματος του Κορνέιγ «Illusion comique» (Κωμική Φρεναπάτη – 1636) που θα παίζεται από την επόμενη Πέμπτη στο «Από Μηχανής Θέατρο» στο Μεταξουργείο (Ακαδήμου 13 πίσω από το ΙΚΑ στην Πειραιώς) από τη Θεατρική Εταιρεία «Δόλιχος» που πρωτοεμφανίστηκε με την εξαιρετική παράσταση «Το κτήνος στο φεγγάρι» του Καλινόσκι, που έκανε ξεχωριστή διαδρομή, με ατελείωτες ουρές θεατών. Θα ήταν παράληψη να μην αναφερθεί το ισχυρό δίδυμο που κρύβεται πίσω από αυτές τις δουλειές: ο ηθοποιός Δημήτρης Τάρλοου και ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός.

    Σκηνογραφικές πρωτοτυπίες, ενδυματολογικές προτάσεις που συνδέουν το παρελθόν με το σήμερα, στοιχεία που επιδιώκουν τη χρυσή τομή ανάμεσα στο υπερθέαμα και το θέαμα που συνεπάγεται μια καλόγουστη παράσταση, είναι τα πρώτα που παρατηρείς.

    Οι τετράμηνες πρόβες φαίνεται ότι έδωσαν τον απαραίτητο χρόνο να προσεχθεί κάθε λεπτομέρεια. Κι έπειτα έρχεται το κείμενο. Το «παράξενο τέρας» όπως το αποκαλούσε ο συγγραφέας του Κορνέιγ σε επιστολή του το 1636, γράφτηκε ένα χρόνο πριν από το «Σιντ» που του έδωσε τον τίτλο του σημαντικότερου δραματουργού του γαλλικού μπαρόκ.

    Προς τι ο χαρακτηρισμός «παράξενο τέρας»; Πρόκειται για ένα συνονθύλευμα φάρσας· παρωδίας και τραγωδίας· μια τρέλα που συνοψίζει το πανδαιμόνιο της θεατρικής περιπέτειας· βασίζεται στην απάτη και την αλήθεια· στο θέατρο που ψυχαγωγεί αλλά και διδάσκει· εμπλέκει την τέχνη με τη ζωή.

    Η «Φρεναπάτη» από μια περίεργη συγκυρία παρουσιάζεται σε διασκευή του διάσημου Αμερικανού Τόνι Κούσνερ, που έχει αποσπάσει βραβείο Τόνι αλλά και Πούλιτζερ. Ξεχωριστά έργα του, οι «Άγγελοι στην Αμερική», «Ένα Gay φαντασμαγορικό θέαμα γύρω από θέματα Εθνικά, Μέρη Ένα και Δύο» που αποθεώθηκε από τους κριτικούς και ο Χάρολντ Μπλουμ το περιέβαλε στο περίφημο βιβλίο του «Ο κανόνας της δυτικής λογοτεχνίας» (1994).

    Το ενδιαφέρον στον Κούσνερ είναι ότι αν και ταυτισμένος κυρίως με τις περιθωριοποιημένες ομάδες, ομοφυλόφιλους άντρες και γυναίκες, Εβραίους, σοσιαλιστές αλλά και πολιτικούς ακτιβιστές, επέλεξε να διασκευάσει και άλλα κλασικά έργα εκτός από την Illusion Comique, τη «Στέλλα» του Γκαίτε, τον «Καλό άνθρωπο Σετζουάν» του Μπρεχτ, αποδεικνύοντας ότι πατάει γερά στα πόδια του και δεν είναι δημιούργημα των Αμερικανικών Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, όπως κάποιοι πιστεύουν.

    Ποιές είναι οι παρεμβάσεις του Κούσνερ στο Illusion Comique; Κατ’ αρχήν το συντόμευσε κάνοντάς το τρεις πράξεις – όπως παρατηρεί ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός. Κατάφερε να παντρέψει τον ομοιοκατάληκτο στίχο με τον ελεύθερο, με τη γλώσσα του δρόμου, να το διαποτίσει με το οξύ χιούμορ. Πρόσθεσε ακόμη ένα πρόσωπο, το οποίο, όμως, διευκολύνει την πλοκή χωρίς να αλλάζει σε τίποτε τις προθέσεις του Κορνέιγ.

    Όσο για το μύθο του έργου; Θα μπορούσε να θεωρηθεί απλοϊκός. Ένας πατέρας εξαιτίας του άδικου και σκληρού χαρακτήρα του κάνει το γιο του να φύγει από το σπίτι. Ύστερα από απελπισμένη και πολύχρονη αναζήτηση θα καταφύγει στο μάγο Αλκάντρ.

    Ο μάγος (δημιουργός) δείχνει πάνω σε μια επιφάνεια με υπερφυσικές ιδιότητες όλες τις περιπέτειες του νεαρού, ενώ ο πατέρας (θεατής) με αγωνία παρακολουθεί την περιπλάνηση του γιο του στα απρόοπτα της τύχης και του έρωτα. Μια ξαφνική ανατροπή μεταλλάσει τη θανάσιμη έκβαση αυτού του πλαστού θεάματος σε χάπι έντ. Ο πατέρας εξαναγκάζεται σε ηθική μεταστροφή και κάθαρση. Παρεμβαίνει ο σκηνοθέτης: «Η κάθαρση είναι ίσως από τα πιο σημαντικά στοιχεία στο συγκεκριμένο έργο.

    Ο πατέρας αναζητώντας το γιο του έχει έντονο το αίσθημα του θανάτου. Φθάνοντας στη σπηλιά του μάγου είναι αποφασισμένος είτε να συνεχίσει να ζει, μέσα σ’ ότι έχει γνωρίσει μέχρι τότε, είτε να βιώσει το διαφορετικό με τη βοήθεια του μάγου. Η συνάντησή τους όμως μοιραία θα σημάνει την κάθαρση. Αυτή η έννοια δεν ξεπεράστηκε ποτέ από το θέατρο και αφορά αποκλειστικά τον θεατή. Στην προκειμένη περίπτωση ο πατέρας είναι και θεατής αφού ζει μια κατάσταση θεάτρου μέσα στο θέατρο. Κι αυτό γίνεται ταυτόχρονα και με τους θεατές. Πρόκειται για μία μέθεξη που μόνο το θέατρο μπορεί να προσφέρει και ποτέ η τηλεόραση. Και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνούν οι άνθρωποι του θεάτρου».

    Από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του έργου είναι η ανάδειξη της σχέσης του θεάτρου και ζωής, «έτσι που συχνά να αναρωτιέσαι ποιος ακολουθεί ποιον. Αποδεικνύεται ότι η δύναμη της αλήθειας στο θέατρο δεν συγκρίνεται μ’ αυτήν της ζωής.

    Η τέχνη είναι μια πράξη ελευθερίας, γενναιοδωρίας και μεγαλοψυχίας. Σ’ αυτήν δεν υπάρχει χρόνος για γοητευτικά μικροπράγματα, αντίθετα στη ζωή υπάρχει πάντα κάποιος χρόνος. Το έργο προσπαθεί να δείξει ότι η έλλειψη αγάπης δημιουργεί τέρατα. Στην προκειμένη περίπτωση δεν περιορίζεται μόνο στη σχέση πατέρα – γιου, αλλά επεκτείνετε και στον κοινωνικό χώρο», συμπληρώνει ο Λιβαθινός.

    Η «Φρεναπάτη» παρουσιάζεται σε μετάφραση Στρατή Πασχάλη, σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού (βοηθός Έρι Κύργια), σκηνικά – κοστούμια Ελένης Μανωλοπούλου, πρωτότυπη μουσική Χάιγκ Γιαζιτζιάν, ξιφογραφία Θάνου Δερμάτη και φωτισμούς Αλέκου Αναστασίου. Παίζουν οι: Γιάννης Νταλιάνης, Νίκος Καρδώνης, Νίκος Χατζόπουλος, Δημήτρης Τάρλοου, Αγγελική Παπαθεμελή, Ναταλία Στυλιανού, Άκις Βλουτής και Δημήτρης Ήμελλος.

    09.04.2000, Κουνενάκη Πέγκυ «Φρεναπάτη γεμάτη υπερθέαμα», Η Καθημερινή

  • Το ερωτικό «παιχνίδι» της «Φρεναπάτης»

    Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός μιλάει στο «Βήμα» για το έργο του Πιερ Κορνέιγ που σε διασκευή του Τόνι Κούσνερ θα ανεβάσει η Εταιρία Θεάτρου «Δόλιχος» στα μέσα Απριλίου.

    Ο πατέρας, δικηγόρος επιτυχημένος από την Αβινιόν, αναγκάζει το γιο του να φύγει από το σπίτι για να γλιτώσει από την τυραννία του. Χρόνια αργότερα, όταν έρχεται η ώρα του απολογισμού και σχεδόν του θανάτου, αποφασίζει να τον αναζητήσει. Ο γιος του όμως είναι εξαφανισμένος. Όποιο τρόπο και αν μεταχειρίζεται ο πατέρας του για να τον ξαναβρεί αποδεικνύεται μάταιος. Ώσπου φτάνει στη σπηλιά του μάγου Αλκάντρ. Ο μάγος τον υποδέχεται στο «εργαστήριό» του και αφού τον δοκιμάζει αποφασίζει να του δείξει τη ζωή του γιου του όπως την έζησε από την ημέρα που έφυγε από το σπίτι. Μια ζωή γεμάτη από ερωτικές περιπέτειες, «καταστροφικές, αυτοκαταστροφικές, υπέροχες γεμάτες ποίηση, πόνο και μια ιλιγγιώδη αναζήτηση της αγάπης. Όλες όμως τελειώνουν με φρικτό θάνατο». Κάποια στιγμή ο πατέρας θα δει το γιο του να πεθαίνει μπροστά στα μάτια του και τότε θα χιμήξει κλαίγοντας, για πρώτη ίσως φορά στη ζωή του, στο χώρο όπου «εκτυλίχθηκε» η ζωή του. Παραβιάζει τον όρο που του είχε βάλει ο μάγος να μην μπει ποτέ στον «μαγικό» κύκλο, η υπόθεση όμως δεν σταματά εκεί.

    Ελεύθερα διασκευασμένο από τον αμερικανό συγγραφέα Τόνι Κούσνερ με τον τίτλο «Φρεναπάτη», το κλασικό έργο του Πιερ Κορνέιγ «Κωμική Ψευδαίσθηση» ανεβαίνει από την Εταιρεία Θεάτρου «Δόλιχος» που επανέρχεται στο «Από Μηχανής Θέατρο» έπειτα από την εξαιρετικά επιτυχημένη πρώτη «διαδρομή» με το έργο του επίσης Αμερικανού Ρίτσαρντ Καλινόσκι «Το κτήνος στο φεγγάρι» το οποίο ολοκλήρωσε πριν από λίγους μήνες τον δεύτερο κύκλο παραστάσεών του. «Ο Τόνι Κούσνερ διασκεύασε το πρωτότυπο έργο αλλά την ποίηση που βρήκε στον Κορνέιγ την άφησε ανέγγιχτη. Επενέβη μόνο στο ‘χειρισμό’ της εποχή του έργου, στο χιούμορ και στη συντομία του συρρικνώνοντας τις πέντε πράξεις σε δύο» εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» ο Στάθης Λιβαθινός, σκηνοθέτης της παράστασης, η οποία θα αποτελέσει και την εναρκτήρια του «Δόλιχου» την ερχόμενη σεζόν στη μόνιμη πλέον στέγη του στο θέατρο «Πορεία». Και προσθέτει: «Με εντυπωσίασε ο Κούσνερ. Τον ανακαλύψαμε με τον Δημήτρη Τάρλοου αφού είχαμε αρχίσει να μελετάμε τον Κορνέιγ. Τον βρήκαμε στο “δρόμο” ή μας βρήκε εκείνος. Στη διασκευή του Κούσνερ είδα τον Κορνέιγ πιο σύγχρονο και πιο συμπυκνωμένο, γεγονός που τον έκανε πιο προσιτό. Αυτό δε σημαίνει ότι εγκατέλειψα την επιθυμία μου να “αγγίξω” κάποια στιγμή τη δημιουργία του παρά τις μεγάλες δυσκολίες που ελλοχεύουν σε ένα τέτοιο εγχείρημα».

    Γεννημένος στο Μανχάταν το 1956, ο Τόνι Κούσνερ οφείλει τη φήμη του κυρίως στο πολυβραβευμένο έργο του επτάωρης διάρκειας με τίτλο «Άγγελοι στην Αμερική», που γνώρισε τεράστια επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Η διασκευή του αριστουργήματος του Κορνέιγ δεν είναι η πρώτη στο ενεργητικό του, αφού έχει μεταξύ άλλων διασκευάσει τη «Στέλλα» του Γκαίτε και τον «Καλό άνθρωπο του Σε-Τσουάν» του Μπρεχτ. «Αριστερός και γνωστός ομοφυλόφιλος, ο Κούσνερ είναι σήμερα ένας μαχόμενος συγγραφέας. Στη “Φρεναπάτη” στηρίζει ένα παιχνίδι ψευδαισθήσεων “παίζοντας” μέσα από ένα οξύτατο χιούμορ που διακρίνει και τον ίδιο ως άνθρωπο, με ζητήματα όπως ο χρόνος και η ταυτότητα» εξηγεί ο σκηνοθέτης και προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά του: χιούμορ, σκόρπιες ρίμες, «κομμάτια» φθηνού και υψηλού θεάτρου, λόγιο στυλ αλλά και γλώσσα αργκό, μεταφυσική και αλχημεία, ψυχανάλυση και παραποίηση, τυχαιότητα, κυνισμός και αναρχία. Και όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα πιο βίαιο, πιο σπαρακτικό και πιο επικίνδυνο από εκείνο πρωτότυπου, το οποίο δίνει στο έργο τη συγκεχυμένη μορφή ενός «υπέροχου εφιάλτη».

    Σαιξπηρικού μεγέθους ο κόσμος του Κορνέιγ δεν στερείται της πολιτικής τους διάστασης. «Είναι ένα έργο πολιτικό με την έννοια ότι ανοίγει λογαριασμούς σε σχέση με το ίδιο το φαινόμενο της ποίησης και της τέχνης και γενικότερα στη ζωή» παρατηρεί ο Στάθης Λιβαθινός. Πολιτικά έργα, με την ευρύτερη πάντα έννοια του όρου, ήταν και οι δύο προηγούμενες δουλείες του, το «Κτήνος στο φεγγάρι» και το έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ «Πριν την αποχώρηση» που παρουσιάζεται αυτόν τον καιρό στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας, μια παράσταση η οποία θα επαναληφθεί την ερχόμενη θεατρική περίοδο ενώ τον Μάιο θα ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο της Θεατρικής Άνοιξης. «Δεν την περίμενα την επιτυχία του έργου. Η επιτυχία, βλέπετε, είναι κάτι που θέλεις πάντα αλλά που δεν πρέπει να σκέφτεσαι ποτέ. Γιατί αν τη σκέφτεσαι σε καταστρέφει… προτού έρθει! Στη συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση η άνοδος του Γεργκ Χάιντερ και του ακροδεξιού κόμματός του στην Αυστρία επαλήθευσε την πολιτική πλευρά του έργου, που θα μπορούσε να συνοψιστεί σε μία φράση: ‘Ο φασισμός ήταν αύριο’» σχολιάζει ο σκηνοθέτης και αναφέρεται στην απόρριψη της πρότασής του να παρουσιάσει τη σοφόκλεια «Ηλέκτρα» στα εφετινά Επιδαύρια: «Δεν αισθάνομαι καμιά πικρία για την απόφαση της επιτροπής. Δε συνέβη τώρα, θα συμβεί μια άλλη φορά. Η τραγωδία είναι ένα είδος θεάτρου με το οποίο ακόμη δεν έχω ασχοληθεί. Θέλω όμως πολύ να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου. Η προετοιμασία ωστόσο μιας αρχαίας τραγωδίας είναι τόσο μεγάλη που σκέφτομαι ότι ίσως τελικά να είναι κέρδος για μένα που δε θα κατεβώ εφέτος στην Επίδαυρο». […]

    09.04.2000, Αρφαρά Κάτια «Το ερωτικό παιχνίδι της Φρεναπάτης», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

Βραβείο σκηνοθεσίας νέου δημιουργού από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών, στον Στάθη Λιβαθινό.

Βραβείο “Φώτος Πολίτης” καλύτερου σκηνοθέτη για τη διετία 2000 – 2002, στον Στάθη Λιβαθινό.

Βραβείο “Δημήτρης Χορν” νέου ηθοποιού στον Δημήτρη Ήμελλο.

3ο βραβείο προγράμματος από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών.