Η φόνισσα – Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

2011

Θεατρική Εταιρία Πράξη, Α΄ Σκηνή

Πρώτη παράσταση: 9 Νοεμβρίου 2011.

Η παράσταση επαναλήφθηκε και την περίοδο 2012-2013

Πρώτη παράσταση: 17 Οκτωβρίου 2012.

 

Έργο οριακό. Ψυχογράφημα και καταγγελία. Συγκαλυμμένη εξομολόγηση. Βιωματική κατάθεση κάτω από το προσωπείο του «κοινωνικού» αφηγήματος. Εδώ, η έκφραση του Παπαδιαμάντη στη σημαντικότερη στιγμή της. Με συγκρατημένη την ατμοσφαιρική διάθεση και την υποβολή, εστιάζει στην ουσία, ειρωνικά, σαρκαστικά, απεγνωσμένα, σκληρά, βαθιά ανθρώπινα. Η «θεατρικότητά» του ( γλώσσα-ομιλία, γλώσσα-δράση ) ενσαρκώνει τον πιο αινιγματικό αλλά και εμβληματικό ψυχικό χαρακτήρα των ελληνικών γραμμάτων : την Φραγκογιαννού, πρόσωπο διόλου γραφικό, ανοιχτό σε πολλές, ακόμα και ακραίες, σκηνικές και μη, αναγνώσεις. Πρόσωπο που κινείται ανάμεσα στα γυναικεία αρχέτυπα των φονικών γυναικών της αρχαίας τραγωδίας αλλά και τις αβυσσαλέες «αγιογραφίες της πτώσης» του Φ. Ντοστογιέφσκι.

Μια σκηνική μεταφορά αυτού του λόγου, σήμερα, απαιτεί απογύμνωση από την περιττή γραφικότητα και ανάδειξη της ωμής ουσίας που μιλά για την περιθωριοποίηση της αληθινής επιθυμίας του ατόμου στο όνομα κάποιας νόρμας, κάποιου κοινωνικού στερεότυπου, κάτι που οδηγεί σε απωθήσεις οι οποίες στην έκρηξή τους μεταβάλλονται σε αντικοινωνικές, αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, αποτρόπαιες όσο και σπαρακτικές. Η διεκδίκηση της ελευθερίας, άκαιρα εκδηλωμένη, εξωτερικεύεται πια μέσα από την αυτοκαταστροφική ανελευθερία του εγκλήματος. Η αγανάκτηση γίνεται θηλιά και πνιγμός. Ωστόσο, η Φόνισσα διατηρεί πάντα το δικαίωμα να είναι ένα σύμβολο γυναικείας, έστω αρνητικής χειραφέτησης.

Πηγή: elculture.gr

Διασκευή: Στρατής Πασχάλης
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά-κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Τηλέμαχος Μουσάς
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μάρκος Τσούμας
Βοηθός σκηνογράφου: Τίνα Τζόκα

Ερμηνεύουν

Μπέττυ Αρβανίτη
Λίλλυ Μελεμέ
Λουκία Μιχαλοπούλου
Παναγιώτης Παναγόπουλος
Τζίνη Παπαδοπούλου
Χάρης Χαραλάμπους

 
  • «Μόνη μας περιουσία πια ο άνθρωπος»

    Η «Φόνισσα» χάρισε στην Μπέτυ Αρβανίτη δύο βραβεία και δύο φουλ σεζόν

    Ο ρόλος της Φραγκογιαννούς της άνοιξε νέους ερμηνευτικούς δρόμους, όπως λέει. Ύστερα από είκοσι έξι χρόνια σκληρής δουλειάς και σημαντικών παραστάσεων στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, αντιμετωπίζει την κρίση με όπλα της την τέχνη, το ξαλάφρωμα από τα περιττά και τη στροφή στον διπλανό της

    Όλοι λένε ότι η «Φόνισσα» του Αλ. Παπαδιαμάντη ήταν ο ρόλος της καριέρας της. Για την ερμηνεία της απέσπασε δύο βραβεία: το Βραβείο Κοινού του «Αθηνοράματος» και το «Κάρολος Κουν». Εκείνη λέει ότι η «Φόνισσα» της χάρισε κάτι μοναδικό: μια πρωτόγνωρη ερμηνευτική ελευθερία, που θα την ακολουθεί. Η Μπέτυ Αρβανίτη αργά αλλά σταθερά βρήκε τον βηματισμό της στο θεατράκι της Οδού Κεφαλληνίας. Χαρούμενη, αλλά συγκρατημένη, μας μίλησε γι’ αυτή τη διαδρομή, τη σχέση της με τον Στάθη Λιβαθινό, το πώς αντιλαμβάνεται την κρίση που διανύουμε.

    «Με ρωτούσαν συχνά για σταθμούς στην καριέρα μου κ.λπ. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Τώρα ξέρω. Μετά τη «Φόνισσα» κάτι άλλαξε. Άνοιξε ένα καινούργιο, αλλιώτικο ερμηνευτικό παράθυρο. Βρήκα μια πολύ μεγάλη προσωπική ελευθερία. Κι αν αυτά ακούγονται κλισέ ή εξεζητημένα, είναι η αλήθεια. Ότι προσπαθούσα να βρω σε ρόλους και έργα τόσα χρόνια, προέκυψε μέσα απ’ αυτή τη δουλειά».

    – Τι σας βοήθησε; Η δύναμη της λογοτεχνίας, ο ρόλος, το στήσιμο της παράστασης;
    Σίγουρα το κείμενο, αλλά και ο τρόπος που στήθηκε η παράσταση από τον σκηνοθέτη ως αφήγηση-δράση. Συνηθισμένοι στον καθημερινό προφορικό λόγο, έχουμε χάσει τη βαθύτερη αίσθηση των λέξεων. Σ’ ένα κείμενο πια ανοίκειο, ανανεώθηκε η σχέση με λέξεις και νοήματα. Το εντυπωσιακό είναι ότι η γλώσσα συνεπήρε τους νέους κυρίως παρά τους «κουρασμένους» και ειδήμονες. Κι αυτό με κάνει ευτυχή.

    -Δύο βραβεία για την ίδια παράσταση μέσα σ’ έναν χρόνο.
    Κι ενώ πέρσι έλεγα «ωραία, πέτυχε», φέτος η επανάληψη, παρά την κούραση, με προχώρησε κι άλλο. Νιώθω ακόμα ωριμότερη, πιο ελεύθερη. Ρισκάροντας να ακουστώ υπερφίαλη, λέω ότι για πρώτη φορά με εξέπληξε ο εαυτός μου. Δεν πιστεύω στα βραβεία. Όμως στην περίπτωση της «Φόνισσας» συνέβησαν δύο σημαντικά πράγματα. Το βραβείο του «Αθηνοράματος» ήταν ένα αισιόδοξο μήνυμα. Δεν είναι τρέχον να υπερψηφίζεται ελληνική λογοτεχνία. Κι όμως προτίμησαν έργο ούτε οικείο ούτε διασκεδαστικό. Μια ωραία απάντηση σε όσους υποστηρίζουν ότι το κοινό θέλει τα εύπεπτα. Το κοινό θέλει το καλύτερο που μπορείς να του δώσεις. Στο δεύτερο βραβείο ομολογώ ότι την πάτησα συναισθηματικά. Και μόνο η προφορά των λέξεων Βραβείο «Κάρολος Κουν» με συγκίνησε, με πήγε πίσω στα χρόνια της σχολής. Ένιωσα λες και με βράβευε ο δάσκαλός μου. Το άλλο εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι αυτά τα βραβεία είναι ζωντανά. Συνήθως οι βραβευμένοι τα παίρνουν κατόπιν εορτής, τα τοποθετούν στο ράφι και ησυχάζουν. Εδώ όμως το βραβείο «εκτιμάται» κάθε βράδυ στην παράσταση. Νιώθω ότι ο θεατής έρχεται με μια επιπλέον προσδοκία και μοιραία ανεβαίνει ο πήχης από μεριάς μου. Πρέπει να είμαι σε εγρήγορση – κι όπως ξέρεις, το θέατρο συμβαίνει τώρα. Μόλις πέσει η αυλαία σβήνει για πάντα.

    – Ο Στάθης Λιβαθινός είναι πια ο σκηνοθέτης σας;
    Μετά τον Μίνω Βολανάκη, η δεύτερη μεγάλη θεατρική σχέση είναι με τον Στάθη. Πρωτοσκηνοθέτησε στη Β΄ Σκηνή του θεάτρου μας το «Πεθαίνω σαν χώρα» του Δ. Δημητριάδη. Μετά μου πρότεινε το «Πριν από την αποχώρηση» του Τ. Μπέρνχαρντ. Τότε πήρα το βραβείο «Κοτοπούλη». Τον εμπιστεύτηκα, του οφείλω πολλά. Είναι σκηνοθέτης της πράξης, όχι από καθέδρας. Αγαπά τον ηθοποιό, του προσφέρει κλειδιά, του ανοίγει δρόμους, τον σπρώχνει στον αυτοσχεδιασμό, στην ανακάλυψη πραγμάτων κάνοντάς τον συνένοχο. Δεν είναι επηρμένος, δεν επιβάλλει. Για μένα είναι η ιδανική καλλιτεχνική συνεργασία. Κι επειδή το θέατρο είναι πράγματι «πληθυντικού αριθμού», δουλεύει συλλογικά. Δίνει και παίρνει.

    – Το όνομά του παίζει στην κούρσα διαδοχής του Γιάννη Χουβαρδά στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου. Πώς το βλέπετε;
    Νομίζω ότι είναι ιδανική επιλογή. Διαθέτει σπουδές, γνώσεις, ταλέντο, εμπειρία, όραμα. Κυρίως είναι αφοσιωμένος στο θέατρο, το έχει αποδείξει τόσο στο ελεύθερο θέατρο όσο και με τη δουλειά του στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού. Προσωπικά δεν με συμφέρει γιατί θα τον χάσω από το θέατρο. Και η αποχώρησή του, πραγματικά, θα μου στοιχίσει.

    – Δηλαδή δεν έχετε αποφασίσει το έργο της επόμενης σεζόν. Κάτι άκουσα για τους «Βρικόλακες» του Ίψεν.
    Τίποτα ακόμα δεν ισχύει. Προς το παρόν παραγγέλνω και διαβάζω συνεχώς έργα. Μετά τη «Φόνισσα» είναι δύσκολη η μετάβαση σε άλλο έργο. Αλλά πρέπει να βρεθεί και μάλιστα γρήγορα.

    – Το θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας διανύει τον 26ο χρόνο ζωής του. Αλήθεια, πριν πού ήσασταν;
    Στο θέατρο… Αλλά αυτό κατοικεί στη μνήμη, όχι στην εικόνα που ζει εσαεί όπως στο σινεμά. Ο κόσμος με θυμάται σταρ του Φίνου, αλλά από τότε που αποφοίτησα από το Τέχνης δούλεψα στο θέατρο, προσπαθώντας μάλιστα να παίζω σ’ αυτές που λέμε «ποιοτικές παραστάσεις». Με τον Τριβιζά, πρώτα στο Κυκλικό Θέατρο και μετά στο Λαϊκό Πειραματικό. Έκανα ενδιαφέροντες ρόλους, συνεργάστηκα με τον Σεβαστίκογλου, έπαιξα με τον Δ. Παπαμιχαήλ στον «Θείο Βάνια». Δύο χρόνια πριν ιδρυθεί το θέατρό μας, πέρασα μια κρίση. Ασφυκτιούσα να επαναλαμβάνω την εικόνα μου, να μπαίνω στο όνειρο κάποιου άλλου. Ήθελα να εκτεθώ, εκθέτοντας και τις επιλογές μου. Κι επειδή συνεχώς μιλάμε περί «ποιότητας» άρχισα να παιδεύομαι. Όταν ο Βασίλης Πουλατζάς με παρότρυνε να επιχειρήσουμε την ίδρυση του θεάτρου είπα: «Πάμε». Εκείνος ανέλαβε την οργάνωση –εγώ δεν θα μπορούσα με τίποτα να ανακατευτώ σ’ αυτά- και ξεκινήσαμε. Συνήθως τέτοια θέατρα γίνονται από σκηνοθέτη και ηθοποιό ή θιασαρχικά ζευγάρια. Ο Βασίλης το πήρε πάνω του. Από φοιτητής ακόμα στη Γερμανία ανακατευόταν με το θέατρο, το αγαπούσε. Είναι μικρό, δεν καθορίζεται από το ταμείο, αλλά ρισκάρει, δεν κάνει εκπτώσεις.

    – Ξεκινήσατε κάνοντας μια μεγάλη επιτυχία, την «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ».
    Κανείς δεν μπορούσε να με φανταστεί στον ρόλο. Ηθοποιός του Φίνου, λεσβία σε έργο του Φασμπίντερ; Έμοιαζε αλλόκοτο. Φίλοι και συνάδελφοι με απέτρεπαν. Ήταν ρίσκο, αλλά το ένστικτό μου με ενθάρρυνε. Και πέτυχε. Ουρές για μια θέση, τα σκαλάκια γεμάτα. Το θέατρο έγινε αμέσως γνωστό, άνοιξε δρόμους.

    – Πώς ήταν η περίοδος της Φίνος Φιλμ;
    Δεν πήρα ποτέ στα σοβαρά εκείνη την εποχή. Καλώς έπαιξα κι έβγαλα κάποια χρήματα. Αλλά δεν αισθάνθηκα σταρ, ταυτισμένη μ’ όλο αυτό. Κρατούσα πάντα μια απόσταση. Από νωρίς κατάλαβα ότι «δεν τρέχει τίποτα». Ίσως, από τότε, να ήμουν περισσότερο φιλόδοξη. Όλα γίνονταν πολύ εύκολα και πολύ γρήγορα για να με πείσουν ότι είναι και σημαντικά. Αξιολογώ μόνο ό,τι με κάνει να πασχίζω. Είμαι περίεργη, θέλω να καταλάβω χωρίς να με συνεπαίρνει ο εαυτός μου.

    – Προσωπικά πώς σας αγγίζει η κρίση;
    Όπως όλους. Στα δύσκολα νιώθεις την ανάγκη να ακουμπάς στον άλλον. Ειδικά τώρα δεν πρέπει να χάσουμε τη σύνδεση με την τέχνη, τον πολιτισμό, την παιδεία. Το πράγμα έχει αγριέψει. Δεν έχω ζήσει ξανά τέτοια κατάσταση. Στη δικτατορία ο εχθρός ήταν απόλυτα συγκεκριμένος. Και ήμασταν όλοι μαζί. Η κρίση δεν αφορά την Ελλάδα ούτε την Ευρώπη αλλά τον πλανήτη. Άρα τη μοίρα του ανθρώπου.

    – Εννοείτε ότι βρισκόμαστε ενώπιος ενωπίω.
    Με την ίδια την ύπαρξή μας. Το «ποιος είμαι, πού πάω», που λέμε κοροϊδευτικά, είναι απτά ερωτήματα. Εκ φύσεως αισιόδοξη, πλέον φοβάμαι. Πώς γίνεται να έχουμε ξεχάσει την κοινή κατάληξη όλων; Ναι, τον θάνατο. Και δεν το λέω μοιρολατρικά. Έχοντας επίγνωση του τέλους πρέπει η ζωή να επικεντρώνεται στα ωραιότερα και δημιουργικότερα. Κι όμως, κράτη, κοινωνίες, λαοί μιλούν συνεχώς για τράπεζες, οίκους αξιολόγησης, οικονομικές ζώνες. Μα είναι αυτή η μοίρα λαών που γνώρισαν τη μεγάλη τέχνη, την ποίηση, τη φιλοσοφία; Φτιάξαμε το τέρας, τον σύγχρονο Φρανκενστάιν. Το απρόσωπο χρήμα, που αυτονομήθηκε, βαφτίστηκε «αγορά» και κυριαρχεί ερήμην μας. Δεν κουλαντρίζεται πια.

    – Τι έχει αλλάξει στη ζωή σας;
    Όχι σπουδαία πράγματα. Ποτέ δεν ήμουν κοσμική, ούτε της Louis Vuitton… Τώρα πια δεν έχουν νόημα ούτε οι καταθέσεις ούτε ακίνητη ή κινητή περιουσία. Νόημα έχει ο άνθρωπος, όσο ποτέ άλλοτε. Αριστερή εν συγχύσει, όπως και οι φίλοι μου, επιμένω στο μόνο καθαρό που βλέπω γύρω μου: να αγωνιστεί ο καθένας στο τερέν του. Οι επιθυμίες μου μεγαλώνοντας γίνονται λιγότερες, αλλά ουσιαστικότερες. Αλλάζω προτεραιότητες. Ξεφορτώνομαι πράγματα.

    – Πώς φτιάχνει κανείς τον μύθο του στο θέατρο;
    Αν εννοείς να «δουλέψει» ειδικά γι’ αυτό, δεν έχω ιδέα. Ηθοποιός που αντέχει να παίζει θέατρο και στη ζωή, έχει πρόβλημα. Αγγίζει τα όρια του γελοίου, της ψυχοπαθολογίας, μέχρι και της παραφροσύνης. Εγώ μετά τη «Φόνισσα» βγάζω την περούκα, στεγνώνω τα μαλλιά μου, βάφομαι λίγο για να με ξαναβρώ. Για να συνέλθω θέλω περίπου μιάμιση ώρα. Ήδη η δουλειά μάς αποσπά μεγάλο κομμάτι από το 24ωρο. Αν εξαιρέσουμε τον ύπνο και κάποια βασικά, τον υπόλοιπο χρόνο τρέχεις για το θέατρο. Πόσο ακόμα να «παίξεις»;.

    30.03.2013, Μαρίνου Έφη «Μόνη μας περιουσία πια ο άνθρωπος», Εφημερίδα των Συντακτών

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

    Το θέατρο της οδού Κεφαλληνίας παρουσιάζει για δεύτερη χρονιά την «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη σε δραματουργική επεξεργασία Στρατή Πασχάλη και σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού. Είναι η ιστορία της Χαδούλας ή αλλιώς Φραγκογιαννούς η οποία έπνιγε μικρά κορίτσια επειδή πίστευε ότι έτσι απαλλάσσει τις οικογένειες τους από τα βάσανα που θα τους προκαλούσαν κι από τα βάρη που θα έφερναν επειδή έπρεπε να τα προικίσουν αλλά κυρίως απάλλασσε τα ίδια τα κοριτσάκια από την προδιαγεγραμμένη, κακή τους μοίρα.

    Ο Στάθης Λιβαθινός μας προσφέρει μια εκσυγχρονισμένη σκηνικά εκδοχή του διηγήματος του Παπαδιαμάντη, διατηρώντας όμως ανέπαφο το γλωσσικό ύφος του έργου και αποφεύγοντας πανέξυπνα τις παγίδες που θα του δημιουργούσε ένα ηθογραφικό σκηνικό πλαίσιο. Κυρίαρχο στοιχείο της παράστασης του είναι η αφηγηματική γλώσσα όπου μια ομάδα νέων ηθοποιών αφηγούνται την ιστορία, με ευρηματικό και έξοχα δομημένο σκηνοθετικά τρόπο. Ο Λιβαθινός εναλλάσει το αφηγηματικό με το παραστατικό με σκηνική ευφυϊα χρησιμοποιώντας εξαιρετικούς αυτοσχεδιασμούς και όμορφα και χρηστικά ευρήματα. Στο κέντρο της σκηνής αλλά και στο επίκεντρο της προσοχής μας βρίσκεται η Μπέτυ Αρβανίτη, σε ένα δάπεδο πλημμυρισμένο με άμμο, έξοχο το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, όπου θα εκτυλιχθεί μπροστά στα μάτια μας η ιστορία της Χαδούλας. Μια σπουδαία ερμηνεία από μια ηθοποιό που δεν εφησυχάζει και διαρκώς «ψάχνεται» για το καλύτερο. Διαθέτει εξαίρετη αίσθηση του σκηνικού ρυθμού και χτίζει μια ερμηνεία που είναι εσωτερική και λεπτομερής αλλά ταυτόχρονα πλουραλιστική και υποδειγματικά καίρια. Εξίσου θαυμάσιοι και οι ηθοποιοί που την περιβάλλουν. Ξεχώρισα ιδιαίτερα την έξοχη Τζίνη Παπαδοπούλου. Ανατρεπτικές αλλά απόλυτα ταιριαστές οι μουσικές του Τηλέμαχου Μούσα. Η Φόνισσα του Λιβαθινού είναι μια σπουδαία στιγμή για το ελληνικό θέατρο και μια παράσταση-σταθμός για την ίδια την Μπέτυ Αρβανίτη. Απέσπασε τα πρώτα βραβεία παράστασης, σκηνοθεσίας και α΄γυναικείου ρόλου στα Θεατρικά Βραβεία Κοινού του «Αθηνοράματος». […]

    17.02.2013, Παϊτάρης Μάριος «Η Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη», episkinis.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας

    Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911) είναι ένας σπουδαίος Έλληνας διηγηματογράφος, «η κορυφή των κορυφών» κατά τον Κ. Π. Καβάφη. Μ’ εξαίρεση κάποιες μικρές παραμονές στη Χαλκίδα, στον Πειραιά και στο Άγιο Όρος, πέρασε τη ζωή του πότε στον αγαπημένο τόπο καταγωγής του, τη φτωχική αλλά όμορφη Σκιάθο, «τον τόπο της δοκιμασίας και της μικρής αναψυχής» όπως τη χαρακτήριζε ο ίδιος, και πότε στην Αθήνα, «τον τόπο της καταδίκης του … την πόλη της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών».

    Γεννήθηκε, έζησε και πέθανε φτωχός. Ο κόσμος του είναι αυτός των πονεμένων, όχι των πλουσίων ή των εξευρωπαϊσμένων που έχουν ως κύρια φιλοδοξία τις ανέσεις, τη σταδιοδρομία και την κοινωνική προβολή. Χαρίσματα που τον μάγευαν ήταν η απλότητα, η ευσέβεια, η ανυπόκριτη συμπεριφορά. Θεωρούσε τον απλό άνθρωπο υγιή σ’ αντίθεση με τον πολιτισμένο της Δύσης που μυρίζει ψευτιά, σκηνοθεσία και αρρωστημένη φύση. Ο ίδιος φρόντισε να κρατηθεί αμόλυντος από τη δυτική επιρροή, «τον Λατινικό δόλο». Εσωστρεφής, μοναχικός και εμπράκτως αντισυμβατικός. Την ώρα που η κοσμική και διανοούμενη Αθήνα τον γιόρταζε στον Παρνασσό, αυτός κατέφευγε στο σπίτι ενός ταπεινού μανάβη. Επικεφαλής της τιμητικής του στον Παρνασσό είχε ορισθεί η πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη, σύζυγος του πρίγκιπα Γεωργίου· γι’ αυτόν μίλησαν ο Παύλος Νιρβάνας, ο Φώτης Πολίτης, ο Αριστομένης Προβελέγγιος, η Μυρτιώτισσα, κ.ά. Όλοι ήταν εκεί εκτός από τον ίδιο που απέφυγε το χειροκρότημα και τον λιβανωτό τους. Την ίδια ώρα περνούσε όμορφα ψέλνοντας στο σπίτι του φτωχού Νικόλα Μπούκη, ενώ η μικρή κόρη του νοικοκύρη τον άκουγε με κατάνυξη.

    Ο Παπαδιαμάντης υπήρξε ταπεινός, αλλά η ταπεινότητά του έκρυβε μεγαλείο. Στα 23 του χρόνια «σάλευε» μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας όπως ομολογεί σ’ ένα γράμμα στον πατέρα του. Τελικά κατάλαβε ότι ο προορισμός του ήταν να γίνει λογοτέχνης. «Θα γίνω συγγραφέας, θα διαβάζω, θα γράφω. Άλλο τίποτε δεν μπορώ να κάνω». Δεν ήθελε διπλώματα, δεν επεδίωξε να γίνει υπάλληλος, δεν εκμεταλλεύθηκε καμιά ευκαιρία για να βγάλει λεφτά. Όσες φορές κέρδιζε χρήματα, τα σπαταλούσε χωρίς σκέψη για την αυριανή μέρα. Ήταν ο άνθρωπος των ελαχίστων. Μια φτωχική κάμαρα, ένα μπαλωμένο πανωφόρι, κρασί, ελιές.

    Το έργο του θεωρείται ως το μεγάλο χρονικό της ελληνικής φτωχολογιάς. Οι ήρωές του αγαπούν, πονούν, σφάλλουν, ενδεχομένως μετανοούν, και πεθαίνουν. Αγρότες, τσοπάνηδες, εφημέριοι του χωριού, ψαράδες, ναυτικοί, μετανάστες, γυναίκες και κορίτσια του νησιού του, αγύρτισσες, μάγισσες, χήρες, ανεπρόκοποι, καταφρονεμένα ορφανά, δυστυχισμένοι απόκληροι. Είχε το δικαίωμα να γράφει γι’ αυτούς, καθώς ζούσε ανάμεσά τους. Όταν οι φίλοι του τον εξίσωναν με τον Dickens ή τον Poe, αυτός διαμαρτυρόταν: «Δεν μοιάζω με κανέναν απ’ αυτούς, ομοιάζω με τον εαυτόν μου· τούτο δεν αρκεί;»

    Μετά από κάποια ιστορικά μυθιστορήματα καλλιεργεί το ηθογραφικό διήγημα. Τα διηγήματά του ξεπερνούν τα 200, αλλά δεν έχουν όλα την ίδια αξία. Ορισμένα μπορούν να χαρακτηρισθούν χρονογραφήματα. Η χριστιανική ευλάβεια, η ελληνοπρέπεια, η λατρεία προς τη φύση και ένα αίσθημα νοσταλγίας διατρέχει την αφήγηση. Γλώσσα του είναι η καθαρεύουσα, διάσπαρτη από φράσεις των εκκλησιαστικών βιβλίων. Οι διάλογοι είναι γραμμένοι στη δημοτική, και προκειμένου για τα σκιαθίτικα διηγήματα στο τοπικό ιδίωμα. Ο λόγος του υποβάλλει συναισθήματα, αναδύει γλυκύτητα και ζεστασιά. Η αρνητική κριτική επεσήμανε τη χαλαρή σύνθεση των διηγημάτων που πολλές φορές οφείλεται στη διάθεση νοσταλγίας και ρεμβασμού.

    Ο Κωστής Μπαστιάς στο δοκίμιό του για τον συγγραφέα (1962, σ. 288) γράφει το εξής εύστοχο: «Ο Παπαδιαμάντης ήταν αληθινός απέναντι στον εαυτό του, αληθινός απέναντι στους άλλους κι αληθινός απέναντι στο Θεό».

    Το έργο – Η παράσταση

    Η Φόνισσα αποτελεί ένα εκτενές διήγημα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Παναθήναια το 1903 με τον υπότιτλο: «Κοινωνικόν μυθιστόρημα». Ο Γιώργος Θεοτοκάς στη μελέτη του «Η τέχνη του μυθιστορήματος» (1964, σ. 10) λέει: «Από τη νεοελληνική πεζογραφία θ’ αναφέρω τέσσερα πρόσωπα που δεν ξεχνιούνται: τη Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη, τον Πατούχα του Κονδυλάκη, τον Τουρκόγιαννο του Θεοτόκη, τον Αλέξη Ζορμπά του Καζαντζάκη. Δεν έχουμε ανάγκη να πιάσουμε πάλι τα βιβλία στα χέρια μας για να ξαναζωντανέψουν οι μορφές τους. Απόκτησαν αυθυπαρξία στη μνήμη μας, ζουν έξω από τα βιβλία».

    Η θειά Χαδούλα ή αλλιώς Φραγκογιαννού ήταν μια γυναίκα 60 χρονών, καλοκαμωμένη, με αδρά χαρακτηριστικά και αντρίκιο χαρακτήρα. Πονηρή, ετοιμόλογη, δυναμική, πολυπράγμων, δουλευταρού, οικονόμα, όλη της η ζωή ήταν ένας αγώνας για την επιβίωση. Από μικρή υπηρετούσε τους άλλους: ως παιδούλα τους γονείς της, ως παντρεμένη τον άνδρα της (ήταν σκλάβα και ταυτόχρονα ο κηδεμόνας του), ως μητέρα έγινε δούλα των παιδιών της, ως γιαγιά των εγγονών της. Οι γονείς της ήθελαν να την κουκουλώσουν όπως-όπως. Η μάνα της (φθονερή και κακιά, μια στρίγγλα που ήξερε μάγια) παραφύλαγε μήπως ο “γαμπρός” σκαρώσει στην κόρη της κανα πρώιμο παιδί και μετά ζητά μεγαλύτερη προίκα. Τελικά, της έδωσαν ως προίκα το χειρότερο μερίδιο, ενώ ο πατέρας της κράτησε τα καλύτερα για τον εαυτό του και τον γιο του.

    Ο άνδρας της περιγράφεται ως άβουλος, αφελής, εύκολα μπορούσε κανείς να τον γελάσει στο λογαριασμό· γι’ αυτό κι εκείνη τον αποκαλούσε ειρωνικά «ο Λογαριασμός». Από τους γιους της δύο ξενιτεύθηκαν στην Αμερική χωρίς να δώσουν σημεία ζωής («βρήκαν μέλι και κόλλησαν»), ενώ ο τελευταίος «το σκυλί τ’ Αγαρηνό», νταής και βίαιος, κατάφερε να τον κλείσουν στη φυλακή. Έτσι, όλοι οι άνδρες της ζωής της αποδείχθηκαν ανώφελοι ή άχρηστοι. Κι έμεινε μόνη με τα “προβλήματα”, δηλ. τις θυγατέρες που έπρεπε να φροντίσει σα μάνα και πατέρας. Έπρεπε να τις προικίσει (να τους δώσει σπίτι, αμπέλι, αγρό, μετρητά, ρουχισμό) και να ψάξει να βρει τους κατάλληλους γαμπρούς.

    Ξενοδούλευε, έκανε τη μαμμή, την ψευτογιάτρισσα, γνώριζε βότανα, έφτιαχνε μαντζούνια και τα πούλαγε ως αλάνθαστα γιατρικά κατά διαφόρων παθήσεων. Έτσι, μαζί μ’ ένα ποσό που είχε κλέψει από τις οικονομίες του πατέρα της και από το κρυφό κομπόδεμα της μάνας της, κατάφερε να χτίσει δυο καλύβια· το ένα γι’ αυτή και την οικογένειά της, το δεύτερο (μικρότερο και φτωχότερο από το πρώτο) για τη μεγαλύτερη κόρη της όταν παντρεύτηκε. Πίστευε ότι η καλύτερη δούλεψη που θα μπορούσε να προσφέρει στη φτωχολογιά, ήταν το στερφοβότανο ή έστω το παλληκαροβότανο. Όμως το πρώτο απαγορεύει η εκκλησία και το δεύτερο δεν πιάνει πάντα. Κάθε που γεννιόταν ένα κορίτσι, ευχόταν να μη σώσει να πάει παραπάνω διότι θα φέρει βάσανα στους άλλους και θα υποφέρει το ίδιο αν ζήσει. Κάθε που πέθαινε ένα κορίτσι, ένιωθε ανακούφιση και χαρά επειδή ο θάνατός του έφερνε το ίδιο στην αιώνια ζωή, και στους γονείς του μια καλύτερη επίγεια ζωή απαλλαγμένη από μαρτύρια. Είχε πάθει τέτοια παράκρουση ώστε ενδομύχως πίστευε ότι οι καλοί χριστιανοί πρέπει να βοηθούν το έργο των Αγγέλων που χαίρονται, όταν υποδέχονται ψυχές νηπίων στον ουρανό! Κατ’ αυτήν το καλύτερο ήταν να μένει μια κοπέλα ανύπαντρη. Η Χαδούλα έβρισκε τη ζωή της βαριά και μάταια. Όταν έδωσαν τ’ όνομά της σε μια εγγονή, κούνησε το κεφάλι και με πικρή ειρωνεία είπε: «Μη τύχει και χαθεί τ’ όνομα»! Η σκληρή ζωή γέμισε την ψυχή της με πίκρα και η πίκρα την εξώθησε σε παραλογισμό. Ψυχρά και αποφασιστικά δολοφονεί νεογέννητα και μικρά κορίτσια. Οι τύψεις που νιώθει δεν την αποτρέπουν από τη συνέχιση των εγκλημάτων. Ξέρει να λέει ψέματα και να υποκρίνεται για να μη γίνει αντιληπτή. Έχει πείσει τον εαυτό της ότι πράττει θεάρεστο έργο και κάποιες σατανικές συμπτώσεις την κάνουν να πιστεύει ότι έχει τη θεϊκή έγκριση! Η Φραγκογιαννού αποτελεί μια από τις δαιμονικές μορφές στο έργο του Παπαδιαμάντη που ανήκει στο Πάνθεον του Κακού. Πρόκειται για ένα ψυχοπαθές άτομο με αβυσσαλέα ψυχολογία και διεστραμμένη σκέψη.

    Ο συγγραφέας συμπαθεί μέχρι παρεξηγήσεως τη βασανισμένη γυναίκα, και το αίσθημα της συμπάθειας μεταφέρει στον αναγνώστη. Δεν τον απασχολούν τα νήπια που δολοφονούνται, αλλά η δολοφόνος· εκεί στρέφει όλο το ενδιαφέρον. Με νηφάλιο τρόπο περιγράφει τα «πάθια» της, διεισδύει στον ψυχικό κόσμο και στους βασανιστικούς διαλογισμούς της. Όμως, δεν την δικαιώνει. Στην προσπάθειά της να φτάσει στο ερημητήριο του Άϊ-Σώστη όπου θα εξομολογηθεί τα κρίματά της («καιρός μετανοίας πλέον…»), και ενώ οι διώκτες την πλησιάζουν, πνίγεται σε μια θάλασσα φουσκωμένη από άγρια κύματα (αν το δούμε μεταφορικά σε μια θάλασσα φουσκωμένη από κρίματα). Το κράτος δεν προλαβαίνει να την πιάσει και να τη δικάσει, αλλά και κείνη δεν προλαβαίνει να φτάσει στον τόπο της μετανοίας της. Η ίδια η φύση με τους νομοτελειακούς κανόνες την τιμωρεί: όπως έπνιξε τόσα αθώα πλάσματα είτε στραγγαλίζοντάς τα είτε ρίχνοντάς τα σε στέρνες γεμάτες από νερό είτε αφήνοντάς τα αβοήθητα να σπαρταρούν σε πηγάδια έτσι πνίγηκε κι αυτή στ’ αγριεμένα κύματα. «Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον … εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης». Σημαντικό είναι ότι πριν το τέλος της, ο συγγραφέας μας γυρίζει πίσω στον γάμο όταν οι γονείς της ήθελαν να την ξεφορτωθούν και της έδωσαν ό,τι χειρότερο είχαν. Το τελευταίο πράγμα που η Φραγκογιαννού αντίκρισε στον απάνω κόσμο ήταν το χέρσο Μποστάνι στην άγρια κι ερημική βόρεια εσχατιά του νησιού, και οι τελευταίες λέξεις που πρόφερε : «Ω! να το προικιό μου!» Έτσι κατανοούμε για τελευταία φορά ότι από κει ξεκίνησαν όλα…

    Η παράσταση αποτελεί μια απόπειρα δραματοποίησης του διηγήματος. Όμως, η αφήγηση κυριαρχεί έναντι της δραματικής πράξης μ’ αποτέλεσμα ο θεατής να εξέρχεται με τη σκέψη: «Δεν είναι έτσι το θέατρο!» Το θέατρο είναι πρωτίστως δραματική πράξη, και η αφήγηση πρέπει να υποβοηθεί. Η συχνότατη εναλλαγή 5-6 αφηγητών που ο καθένας τους λέει μια φράση ή μισή ή μόνο μια λέξη ενώ τρέχουν πέρα – δώθε στον χώρο, ζαλίζει τον θεατή που υποχρεώνεται να στρέφει το πρόσωπο πότε δεξιά, πότε αριστερά, πότε απέναντι και πότε πίσω. Ο τμηματικά δοσμένος παπαδιαμαντικός λόγος έχει κερδίσει σ’ ένταση και εγρήγορση, αλλά έχει χάσει την κατάνυξη και τη γλυκύτητα που νιώθει κανείς όταν τον διαβάζει. Η τελευταία σκηνή του έργου χάνει ως προς τη δραματικότητα. Δεν μπορεί η Φραγκογιαννού να κάθεται μισοξαπλωμένη και ν’ αναπολεί, ενώ οι αφηγητές περιγράφουν το τραγικό τέλος της που είναι όλο κίνηση και ένταση. Κατ’ εμέ η άνοδος και η ισορροπία στη σανίδα πρέπει ν’ αρχίσει, όταν λέγεται: «εύρε τον θάνατον εις το πέραμα του Αγίου Σώστη…».

    Η κα Μπέττυ Αρβανίτη έχει καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να υποδυθεί τον πραγματικά δύσκολο ρόλο της Φόνισσας και η ερμηνεία της είναι σε ορισμένα σημεία εξαιρετική. Είναι όμως πολύ αστή και αρκετά ευαίσθητη για ν’ αποδώσει αυτό τον χωριάτικο και σκληρό ρόλο. Δεν μπορεί από τη μια να ενσαρκώνει μιαν αμόρφωτη γυναίκα του χωριού όπου η σκληρή και ανελέητη ζωή την έχει κάνει ν’ αλλοφρονήσει, και από την άλλη ν’ αφηγείται τα «πάθια» της στην άψογη παπαδιαμαντική καθαρεύουσα. Ο ρόλος καταστρέφεται. Το «Σα σ’ ακούω, δυχατέρα» πρέπει να συνοδευθεί μ’ ελαφρό κούνημα του κεφαλιού, στρυφνό μειδίαμα και υπαινιγμό που φοβίζει απροσδιόριστα. Ο χαρακτηρισμός «Φόνισσα!… Φόνισσα!…» πρέπει να ειπωθεί βαθιά, αλλόκοτα και η ηθοποιός να δείξει ότι της προξενεί επίγνωση και τρόμο.

    Καλοί έως εξαιρετικοί είναι οι νεαροί ηθοποιοί που την πλαισιώνουν· ζωντανεύουν με θέρμη το διήγημα.

    Συγχαρητήρια στον Στρατή Πασχάλη για την πολύ καλή διασκευή· έχει σκύψει με αγάπη και σεβασμό στο παπαδιαμαντικό κείμενο. Επιτυχημένα τα πρόσθετα σχόλια και οι επεξηγηματικές πληροφορίες.

    Το σκηνικό είναι αφηρημένο και υπέρ το δέον λιτό. Όλο το βάρος πέφτει σ’ ένα σκάμμα με γκρίζα άμμο που λειτουργεί ως χώμα / στάχτη / τέφρα. Εκεί κάθεται, στρέφεται, κυλιέται και σηκώνεται όρθια η τυραγνισμένη Φόνισσα. Το δάπεδο και οι κολόνες γύρω από το σκάμμα έχουν καλυφθεί με ασπρόμαυρες φωτογραφίες προσώπων από περασμένες δεκαετίες. Έξυπνη η επιλογή των λοιπών ευτελών αντικειμένων. Το ρούχο της Φραγκογιαννούς με τις πολλές τσέπες σε μπεζ και χακί χρώμα παραπέμπει σε στρατιωτικό ή κυνηγετικό αμπέχονο· γι’ αυτό το θεωρώ άστοχο.

    Πολύ καλές οι μουσικές επιλογές του Τηλέμαχου Μούσα, δένουν με την υπόθεση. Ήχοι από μεικτά ακούσματα (ηλεκτρονική μουσική, ψαλμωδίες, δημοτικά τραγούδια) προξενούν αγωνία, ένταση, συγκίνηση και τρόμο. […]

    21.02.12, Ροζοκόκη Αλεξάνδρα «Η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας», www.critique.gr

  • Η Φόνισσα στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας

    Ναι, η φίρμα, η γνωστή, η σωστή η άρρωστη η κορασιδοκτόνα η πηγαδοπνίχτρα η Φραγκογιαννού με το όνομα. Η διάσημη γριά ηρωίδα του Παπαδιαμάντη, η περίφημη Φόνισσα, σύμβολο του κοινωνικά κυρίαρχου μισογυνισμού μιας ολόκληρης εποχής, όπου η γέννηση μιας κόρης (αντί ενός “παιδιού”= αγοριού) ήταν κατάρα και τιμωρία, σήμαινε έξοδα και προίκες και υποχρεώσεις και βάσανα για τους γονιούς και τα αδέλφια. Γι’ αυτό και στα μάτια αυτής εδώ της γριάς, ο φόνος των μικρών κοριτσιών όσο είναι ακόμα στην κούνια αν είναι δυνατόν, είναι δώρο και εξυπηρέτηση, όπως οι κατ’ οίκον αμβλώσεις που εκτελεί διακριτικά και τα δήθεν γιατροσόφια της. Και όταν κάνει την αρχή, μετά ποιος την σταματάει.

    Παγιδευμένη μέσα στην άμμο της ιστορίας της, σε ένα στενό τετράγωνο σκαμμένο παιδότοπο, αναβιώνει ξανά και ξανά την ιστορία της δράσης της και του τέλους της, περιστοιχισμένη από αναμνήσεις, φωτογραφίες, πρόσωπα της ζωής της και του περίγυρου της εποχής της σε ξεθωριασμένες φωτογραφίες που καλύπτουν κάθε σπιθαμή του χώρου γύρω της, το πάτωμα, τους τοίχους, τις κολώνες αυτές που είναι το υγρό όνειρο κάθε σκηνογράφου που δουλεύει στην κεντρική σκηνή του θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας.

    Ο Στάθης Λιβαθινός τολμάει ένα εξαιρετικά μοντέρνο ανέβασμα του κλασσικού έργου, κρατώντας όμως απείραχτη την ιδιότυπη, δύσκολη για μας σήμερα (και απαιτώντας σε σημεία ιδιαίτερη προσοχή) αλλά τόσο άρρηκτα σημαντική για την τελετουργία και την εντύπωση της ατμόσφαιρας αυτής της εποχής που εκτυλίσσεται το έργο, γλώσσα του Παπαδιαμάντη. Χρησιμοποιεί πέντε νέους ηθοποιούς ως στρώμα ρυθμιστή ανάμεσα στο σήμερα των θεατών και το τότε της Μπέτυς Αρβανίτη. Αυτοί περιδιαβαίνουν στο σήμερα τις αναμνήσεις της, προσέχοντας να μένουν πάντα στο περιθώριο του σκάμματος της για να μην βουλιάξουν και αυτοί στην κινούμενη άμμο, διαβάζουν τις αφηγήσεις του Παπαδιαμάντη, ανασύρουν ντοκουμέντα της εποχής και αναλαμβάνουν εναλλάξ τους δραματικούς ρόλους της ιστορίας της, και όσο προχωρούν σαν να καλούν τελετουργικά το πνεύμα της Φραγκογιαννούς να έρθει να στοιχειώσει την πρωταγωνίστρια σε μια υπέροχη εκ βάθους ερμηνεία. […]

    01.02.2012, Βαμβούνης Μανώλης «Η Φόνισσα στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας», www.mixtape.gr

  • Γυναίκες δολοφόνοι, ενδιαφέρουσες παραστάσεις. Από τη Φόνισσα στις Κακούργες

    Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί για τους λόγους που ένα πλάσμα γένους θηλυκού φτάνει στο φόνο. Εγκληματολόγοι, μέχρι και τα μέσα του εικοστού αιώνα, προσέδιδαν στις γυναίκες εγκληματίες μια «ανωμαλία» αταίριαστη προς το φύλο τους.

    Μετά τη δεκαετία του 1970, με την ανάπτυξη της φεμινιστικής εγκληματολογίας, άρχισαν να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες κοινωνικοί, ιστορικοί και πολιτιστικοί. Και είναι με αυτούς τους παράγοντες που μπορούμε να κατανοήσουμε τις γυναίκες των κλειστών κοινωνιών, που οι διέξοδοι τους είναι περιορισμένες, που είναι παγιδευμένες στα σπίτια τους, στα χωριά του, στις μικρές τους πόλεις. Αυτές οι γυναίκες τείνουν να διαπράττουν εγκλήματα που συμβαίνουν κατά κύριο λόγο στην ιδιωτική σφαίρα της κοινωνικής ζωής και να έχουν ως θύματα οικείους, συγγενείς ή άτομα που εξαρτώνται για την επιβίωσή τους από αυτές τις ίδιες. Γι’ αυτές τις γυναίκες λοιπόν που φτάνουν στο φόνο από απόγνωση και την πίεση μιας κοινωνικής δομής που τις συνθλίβει μιλάει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στην Φόνισσα και η Μαριέλλη Σφακιανάκη-Μανωλίδου στα διηγήματά της Οι Κακούργες, δυο κείμενα που διασκευάστηκαν και παρουσιάζονται σε αθηναϊκές σκηνές.

    Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού – Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας

    Ο Παπαδιαμάντης στη Φόνισσα, γραμμένη στην αυγή του εικοστού αιώνα, με την λογοτεχνική και πνευματική του οξύτητα γράφει ένα πολυσύνθετο κείμενο που ανατέμνει την κοινωνία του. Ο συγγραφέας μιλά για μια κοινωνία σκληρή που είναι ικανή να οδηγήσει τους ανθρώπους της στην εξαθλίωση, στην καταστροφή, στον φόνο. Αφηγείται την ιστορία του με μια καθαρεύουσα ποιητική, ατμοσφαιρική, μα ταυτόχρονα ανοίκεια για τον σύγχρονο αναγνώστη και πολύ περισσότερο για τον σύγχρονο θεατή. Αυτός είναι ο λόγος που ένα μεγάλο ποσοστό της επιτυχίας της παράστασης οφείλεται στην διασκευή αυτού του κειμένου. Ο Στρατής Πασχάλης, σ’ αυτό το δύσκολο και απαιτητικό εγχείρημα, καταφέρνει να ανασκευάσει το κείμενο θέτοντάς το απέναντι στην εποχή μας. Διατηρεί την πλούσια και περίτεχνη γλώσσα του συγγραφέα, ενώ ταυτόχρονα την κάνει καθημερινή και κατανοητή. Μοιράζει το κείμενο σε ατάκες στους ηθοποιούς, διευκολύνοντας την αμεσότητα και κάνοντας τον μυθιστορηματικό λόγο θέατρο.

    Ο Στάθης Λιβαθινός, με τη σειρά του, χρησιμοποιεί το κείμενο για να δομήσει μια μεστή παράσταση. Θέτει στο κέντρο της δράσης την ηρωίδα και κινεί γύρω της τους υπόλοιπους ηθοποιούς που είναι ταυτόχρονα παρατηρητές, αφηγητές, σχολιαστές και υποκριτές της ιστορίας της Φραγκογιαννούς. Τοποθετημένοι τριγύρω από το ανάχωμα, όπου είναι «θαμμένη», ριζωμένη, καταδικασμένη να μην απελευθερωθεί παρά μόνο μετά το θάνατό της η Φόνισσα, συνδιαλέγονται μαζί της, πλέκοντας την ιστορία της. Αφηγούνται με λιτά σκηνικά μέσα, που αφήνουν την φαντασία του θεατή ελεύθερη, μια ιστορία σκληρή και ανθρώπινη.

    Η Ελένη Μανωλοπούλου ντύνει τον σκηνικό χώρο με ένα μωσαϊκό από φωτογραφίες ανθρώπων, κάνοντας την μικρή σκηνή του θεάτρου χώρο πανελλαδικό και πανανθρώπινο. Το γεμάτο άμμο ανάχωμα φέρνει στο μυαλό παιδική χαρά και οι μικρές καρεκλίτσες θυμίζουν δωμάτιο παιδιού, δίνοντας μια περαιτέρω διάσταση στην θεματική του έργου. Τα γκριζομαύρα κοστούμια βοηθούν τους ηθοποιούς να αλλάζουν ρόλους και οι φωτισμοί αφηγούνται γλαφυρά τις εναλλαγές σκηνών. Η μουσική και το a cappela τραγούδι των ηθοποιών που κινείται μεταξύ της ψαλμωδίας, του θρήνου και του νανουρίσματος υποβάλλει τον θεατή.

    Οι ηθοποιοί δημιουργούν ένα ομοιογενές σύνολο. Ο Χάρης Χαραλάμπους εμφανίζει την σκληρότητα των χαρακτήρων του. Ο Παναγιώτης Παναγόπουλος παρουσιάζει με ένταση τις εναλλασσόμενες καταστάσεις. Η Λίλλυ Μελεμέ φέρει μια έντονη δραματικότητα. Η Λουκία Μιχαλοπούλου ξεχειλίζει από αθωότητα και λάμπει ως η «άτεκνη» γυναίκα του θιάσου. Η Τζίνη Παπαδοπούλου ερμηνεύει με χιούμορ, σαρκασμό, απλότητα και αμεσότητα. Και η Μπέττυ Αρβανίτη ως Φραγκογιαννού περνά από την παθητικότητα στην δράση και από την τρέλα στην απόγνωση με ευκολία και σκηνική δύναμη.

    Μια παράσταση που δεν θα άλλαζες τίποτα. […]

    18.11.2012, Αντωνίου Μιχαέλα «Γυναίκες δολοφόνοι, ενδιαφέρουσες παραστάσεις. Από τη Φόνισσα στις Κακούργες», www.avecnews.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Σάρωσε στα βραβεία κοινού η «Φόνισσα»

    Το κοινό έδειξε να επιβραβεύει και πάλι τη «Φόνισσα». Κατά την χθεσινή απονομή βραβείων κοινού 2012 που οργάνωσε το περιοδικό Αθηνόραμα, η «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού απέσπασε:

    Α΄βραβείο παράστασης
    Α΄βραβείο Α΄γυναικείου ρόλου για την Μπέττυ Αρβανίτη
    Α΄βραβείο σκηνοθεσίας για τον Στάθη Λιβαθινό
    Γ΄βραβείο φωτισμών για τον Αλέκο Αναστασίου

    Επίσης η «Φόνισσα» ήταν υποψήφια και στις κατηγορίες των σκηνικών και των κοστουμιών για την δουλειά της Ελένης Μανωλοπούλου.

    Η παράσταση -που είναι υποψήφια και στα βραβεία κριτικών, που θα απονεμηθούν 3 Δεκεμβρίου- επαναλαμβάνεται φέτος με επιτυχία στο θέατρο «Οδού Κεφαλληνίας» σε νέες ώρες για το κοινό που δεν κατάφερε να την παρακολουθήσει κατά την περυσινή περίοδο.

    Κάθε Τετάρτη στις 7.00μμ, κάθε Πέμπτη, Παρασκευή & Σάββατο στις 9.00μμ και
    κάθε Κυριακή στις 8.00μμ

    Τη «Φόνισσα» έργο οριακό, μοναδικό στα ελληνικά γράμματα, ψυχογράφημα και καταγγελία μαζί, συγκαλυμμένη εξομολόγηση, βιωματική κατάθεση κάτω από το προσωπείο του “κοινωνικού” αφηγήματος, με την έκφραση του Παπαδιαμάντη στη σημαντικότερη στιγμή της, δραματουργικά επεξεργάστηκε ο Στρατής Πασχάλης σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη.

    Τη σκηνική μεταφορά αυτού του έργου που ο λόγος του σήμερα, απαιτεί απογύμνωση από την περιττή γραφικότητα και ανάδειξη της ωμής ουσίας ανέλαβε ο Στάθης Λιβαθινός, επί χρόνια συνεργάτης και συμπορευόμενος της Μπέττυς Αρβανίτη.

    15.11.2012, Αρώνης Νικόλας «Σάρωσε στα βραβεία κοινού η Φόνισσα», zougla.gr

  • Τιμή στον Παπαδιαμάντη

    Παράσταση – μαθητεία πέρα από στερεότυπα, περιγραφές και απεικονίσεις

    Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Η Φόνισσα

    σκην.: Στάθης Λιβαθινός
    Θέατρο: Οδού Κεφαλληνίας

    Δεν ήταν τυχαίο, που αμέσως μετά τον «Ερωτόκριτο» έσπευσα να δω τη «Φόνισσα», την άλλη σκηνοθετική δουλειά συνόλου του Στάθη Λιβαθινού πάνω σε κείμενο απαιτητικού ή και ξενίζοντος λόγου. Έψαχνα για κοινά κουμπιά. Ένα από τα μυστικά της επιτυχίας είναι η μέχρις εξαντλήσεως αφομοίωση – οικειοποίηση αυτού του λόγου σε ύφος ρέουσας, κυματώδους, ολοζώντανης, μουσικής, ωστόσο «καθημερινής» διήγησης από ενθουσιώδεις ηθοποιούς.

    Παρακολουθούσα στην απέναντι «εξέδρα» του κυκλικά διαμορφωμένου χώρου ολόκληρη σχολική τάξη συνεπαρμένη από μια παράσταση σε τρίτο πρόσωπο, να αφήνεται σε γλώσσα τόσο ξένη προς το κοινόχρηστο, πόσο μάλλον νεανικό ιδίωμα, να γίνεται δική της με όλες τις παπαδιαμαντικές ιδιαιτερότητες, να μη σκοντάφτει στις άγνωστες λέξεις, στο παράξενο συντακτικό, στα «ράκη φράσεων και κραυγές νηφάλιας μέθης», να γοητεύεται από την περιγραφική δύναμη, την ψυχολογική ευστοχία, τις κοινωνικοπολιτικές πτυχές, το αστυνομικό και καταδιωκτικό εν τέλει σασπένς στα κρημνά και τ’ ακρογιάλια της Σκιάθου. Οι πιο υποψιασμένοι κι εξοικειωμένοι με το κείμενο του Παπαδιαμάντη είχαν τη χαρά να παρακολουθούν παράλληλα την τόσο διακριτικά αποφασιστική, δραματουργικά προωθητική, ακόμη και σκηνοθετικά καθοδηγητική διασκευή του Στρατή Πασχάλη όπως και την ιλιγγιωδών ρυθμών, χιουμοριστικών υπαινιγμών, σημερινών παραπομπών σκηνοθετική διδασκαλία του Στάθη Λιβαθινού.

    Σε μια ζώνη δαπέδου ελάχιστη, γύρω από ένα σκάμμα με γκρίζα άμμο, πάνω σε πάγκους, σκαλοπάτια, πίσω από κολώνες, πάνω σε κάγκελα πέντε αεικίνητοι ηθοποιοί με…πολιτικά, στρατευμένοι ωστόσο μέχρι το μεδούλι στην τέχνη τους, ζωντανεύουν εκτός από τον εαυτό τους, όλα τα περιφερειακά αλλά σημαντικά πρόσωπα της διήγησης μαζί και τον αφηγητή – ποιητή, μαζί και τις μετακινήσεις της πρωταγωνίστριας. Μέσα στο σκάμμα με την γκρίζα, απροσδιόριστης υφής άμμο που το μετατρέπει σε βάλτο ή σε τεφρόλουτρο, η Μπέττυ Αρβανίτη ως Φραγκογιαννού, γίνεται ένα μ’ αυτήν την ύλη-χώμα-τέφρα και «μισοπλαγιασμένη» (όπως τη θέλει η πρώτη πρώτη λέξη του διηγήματος) δίνει ένα ματς-ρεσιτάλ με τη θαυμαστά καλπάζουσα «ακινησία», που είναι και η κεντρική ιδέα της δυνατής παράστασης. Το κύλισμα μέσα σ’ αυτόν τον βάλτο-σκάμμα του αβίωτου βίου της όπου τρεις και τέσσερις φορές θα «ψηλώσει» ο νους της ως φόνισσα μικρών κορασίδων, σταματάει μόνο στο τέλος. Όταν ακροπατώντας σε μια σανίδα οικοδομής, χάνεται στα κύματα, δέκα βήματα από τον Αϊ-Σώστη… «εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».

    Μια επίμονη ηθοποιός, έπειτα από έτη στοχευμένης δουλειάς, μαθητείας και άσκησης πάνω στην ποιότητα, τη συνέπεια, τη συνέχεια, ζωντανεύει τραγικά και χιουμοριστικά, τελετουργικά και μοντέρνα, ζοφερά και περιπαιχτικά, επικά και αφρισμένα τη μεγάλη στιγμή ενός ιδιοφυούς, συχνά συκοφαντημένου πεζογράφου διεθνούς εμβέλειας, εκατό χρόνια από τον θάνατό του. Και πλάι στους προσωπικούς εφιάλτες της Φόνισσας κάνει χώρο για τους κοινωνικοπολιτικούς εφιάλτες του παρελθόντος που μοιάζουν να πλησιάζουν επικίνδυνα τα σκάμματα του παρόντος και του μέλλοντος. «Την πλιατσικολογίαν διεδέχθη η φορολογία» λέει ο Παπαδιαμάντης στη Φόνισσα «και έκτοτε όλος ο περιούσιος λαός εξακολουθεί να δουλεύη διά την μεγάλην κεντρικήν γαστέρα, την “ώτα ουκ έχουσαν”».

    Οι διακεκριμένες ηθοποιοί Λίλλυ Μελεμέ, Τζίνη Παπαδοπούλου, Λουκία Μιχαλοπούλου, δίνουν μαθήματα ακριβέστατης, ευαίσθητης, συναρπαστικής, αφηγηματικής σκυταλοδρομίας. Λαμπρά παραδείγματα σκηνικής προσωπικότητας μέσα στη συλλογικότητα, μια από τις σκηνοθετικές αρχές του Λιβαθινού. Κοντά τους ο Παναγιώτης Παναγόπουλος (που χειρίζεται και τα ηλεκτρονικά ακούσματα από τη μεικτή με ήχους, ψαλμούς και μοιρολόγια μουσική του Τηλέμαχου Μούσα) και ο Χάρης Χαραλάμπους τις συναγωνίζονται στις ακαριαίες εναλλαγές ρόλων, λειτουργιών και ύφους.

    Τα σκηνικά, τα κοστούμια και τα επιλεγμένα ευτελή αλλά και σημαίνοντα αντικείμενα, είναι της Ελένης Μανωλοπούλου, που άλλη μια φορά διέπρεψε στην απογείωση του αδιαχώρητου και στον θρίαμβο της αφανούς λεπτομέρειας. Όλο το δάπεδο γύρω από το σκάμμα όπως και οι επιφάνειες στις κολώνες του θεάτρου είναι καλυμμένες με θαμπές, κιτρινισμένες φωτογραφίες του παπαδιαμαντικού, νεοελληνικού τότε. Που αν και «τότε» δεν παύει να είναι μέρος ενός ιστορικού, συνειδησιακού κορμού με ρίζωμα κι απρόβλεπτες παραφυάδες.

    31.12.2011, Κολτσιδοπούλου Άννυ «Τιμή στον Παπαδιαμάντη», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ 

  • Κριτική θεάτρου: «Η Φόνισσα», με την Μπέττυ Αρβανίτη

    Η Ελένη Πετάση μας μεταφέρει τις εντυπώσεις της από την παράσταση «Η Φόνισσα», που βασίζεται στο ομώνυμο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Η Μπέττυ Αρβανίτη εμφανίζεται στον πρωταγωνιστικό ρόλο, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Στάθη Λιβαθινού στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας

    «Η Χαδούλα, η λεγόμενη Φράγκισσα, ή άλλως Φραγκογιαννού, ήτο γυνή εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρες, με ήθος ανδρικόν και με δύο άκρας μύστακος άνω των χειλέων της. Εις τους λογισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωή της, έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάμει τίποτα ειμή να υπηρετεί τους άλλους…».

    Με αυτά τα λόγια, δημοσιευμένα το 1903 στην ιδιάζουσα γλώσσα του, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αρχίζει την περιγραφή του για τη Φραγκογιαννού, μια γυναίκα που υπέφερε ποικίλες ταπεινώσεις και έφθασε να πιστεύει ότι, σκοτώνοντας μικρά κορίτσια, τα απαλλάσσει από τη φρικτή τους μοίρα. Ανάμεσα στην κατακριτέα αποδοχή των πράξεών της και στη «δικαιολογία» ενός «ανθρωπιστικού ιδανικού», την ενοχή και την αθωότητα, η τραγική περσόνα της κορυφαίας νουβέλας του μεγάλου Έλληνα λογοτέχνη, που ενδεικτικά φέρει τον τίτλο «Φόνισσα», βρίθει αντικρουόμενων αναλύσεων: δημιούργημα απάνθρωπων κοινωνικών συνθηκών, αντανάκλαση των παθών του συγγραφέα της, φύση εγκληματική, πρόδρομος φεμινισμού, επαναστάτρια, άτομο σατανικό, υπόδειγμα υπεροψίας, καθώς επωμίζεται θεϊκές δυνάμεις ή ακόμα και αντικείμενο ψυχιατρικής περίπτωσης, αφού κάποια στιγμή «άρχισε να ψηλώνει ο νους της».

    Ωστόσο η Φόνισσα αντιστέκεται στις τακτοποιημένες ερμηνείες, οι οποίες εν τέλει αδυνατούν να την εντάξουν σε μία και μόνο κατηγορία. Συγγενεύει περισσότερο με τις ηρωίδες των αρχαίων τραγικών, που εκδιώκονται στο χώρο της ύβρεως, αλλά και με αρχετυπικές μορφές των μεγάλων κλασικών κειμένων, όπως είναι ο Ρασκόλνικοφ στο «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι. Και, από την άλλη, προτάσσει, στην πιο ακραία της μορφή, τη νεοελληνική κοινωνικοπολιτική παθογένεια, που διαιωνίζει ανισότητες και πυροδοτεί εγκλήματα.

    Αυτήν τη σύνθετη ύπαρξη υποδύεται η Μπέττυ Αρβανίτη, χτίζοντας το σημαντικότερο, ίσως, ρόλο της καριέρας της. Με εσωτερικό ρυθμό, συγκροτημένο πάθος, εκφραστική ευλυγισία και αυστηρό έλεγχο των μέσων, ξεδιπλώνει τον δύσκολα παραστάσιμο ίλιγγο της ανθρώπινης ενδοχώρας. Κουλουριασμένη μέσα σε μία αμμώδη τάφρο, στο κέντρο της σκηνής, εγκαθιδρύει από την πρώτη στιγμή την ερεβώδη ατμόσφαιρα του δραματοποιημένου διηγήματος, ενώ με μαθηματική ακρίβεια υπερασπίζεται τη διττή του υπόσταση, γλιστρώντας από τη σπαρακτική εξομολόγηση στον αποστασιοποιημένο σχολιασμό.

    Δίπλα της οι υπόλοιποι καλοί ηθοποιοί του θιάσου, ευθύβολοι και ενεργειακά φορτισμένοι (Λίλλυ Μελεμέ, Λουκία Μιχαλοπούλου, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Τζίνη Παπαδοπούλου, Χάρης Χαραλάμπους), αρχικά συστήνονται με τα ονόματά τους και, «παίζοντας» τους εαυτούς τους, απευθύνουν στο κοινό πληροφορίες, απόψεις, θεωρητικές εκτιμήσεις. Στη συνέχεια, ως ένας άλλος «Χορός» τραγωδίας, ενσαρκώνουν τη συλλογική συνείδηση, μετέχουν στα δρώμενα, προσωποποιούν τους χαρακτήρες της αφήγησης.

    Ο Στάθης Λιβαθινός, με την επικουρία της γόνιμης διασκευής του Στρατή Πασχάλη, το αφαιρετικό σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου και την σμίξη ψαλμών και ηλεκτρονικής μουσικής του Τηλέμαχου Μούσα, βυθίζεται σταδιακά στη βαθύτερη ουσία του έργου. Η εξαιρετικά ρυθμισμένη σκηνοθεσία του, λοξοδρομώντας από την ηθογραφία και πλησιάζοντας την αίσθηση ενός σύγχρονου δράματος, δίνει το παράδειγμα για το πώς μπορεί να αποδοθεί θεατρικά ένα λογοτεχνικό κείμενο μιας άλλης εποχής, χωρίς να χάσει τίποτα από την πρωταρχική αξία του.

    27.12.2011, Πετάση Ελένη «Κριτική θεάτρου: «Η Φόνισσα», με την Μπέττυ Αρβανίτη», www.clickatlife.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Να το προικιό μας!

    Είναι ένα κείμενο που έχει καθορίσει, μέσα μου τουλάχιστον, τον Παπαδιαμάντη: «Η φόνισσα». Θα ήθελα να πω «το σημαντικότερό του» αλλά δεν τολμώ. Η γριά Φραγκογιαννού, που σκοτώνει – ή αποπειράται ή σκέφτεται να σκοτώσει – κοριτσάκια ή εύχεται το θάνατό τους και η ευχή της εισακούεται, εκφράζει βίαια μία κοινωνική πραγματικότητα του τόπου και της εποχής της – Ελλάδα, 1903. Αλλά δεν άντεξε στο χρόνο γι αυτό το λόγο.

    Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης άφησε ένα κείμενο, ντοστογιεφσκικών αποχρώσεων, με ηρωίδα άλλη μια ταπεινή και καταφρονεμένη, δεμένο όμως με τη γη του, ένα κείμενο που ανασαίνει, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της πεζογραφίας του, μέσα από τους πόρους της. Ένα κείμενο εξαιρετικά ισορροπημένο και αναπτυγμένο. Και, πάνω απ’ όλα, με μια «αυθαίρετη» αλλά απόλυτα γοητευτική γλώσσα που το ανάγει σε ποιητικό γεγονός. Ένα κείμενο που αποτελεί ένα βασικό μας «προικιό» – και καθόλου με την ειρωνική, πικρή διάσταση που δίνει στη λέξη η καταδιωκόμενη Φραγκογιαννού στις τελευταίες κουβέντες της πριν την καταπιεί και της προσφέρει την εξιλέωση η παλίρροια.

    Ο Στρατής Πασχάλης σεβάστηκε στη διασκευή του για το θέατρο απόλυτα το κείμενο αυτό χωρίς να το «εκσυγχρονίσει» με τρόπο άγονο: μία ομάδα ηθοποιών αναλαμβάνει να το κατανοήσει και να μας το κατεβάσει, να το κάνει κατανοητό και σε μας μέσα από τις σημερινές κοινωνικές συνθήκες. Και ο Στάθης Λιβαθινός, που έχει ήδη δοκιμάσει πάνω στον Παπαδιαμάντη πριν από αρκετά χρόνια με την «Νοσταλγό» του δίνοντας μία εξαίρετη, μουσικότατη παράσταση, στη μουσική του λόγου επέμεινε και τώρα. Η σκηνοθεσία του, με την αέναη κίνηση των ηθοποιών του και με την καθήλωση της γριάς Χαδούλας στο σκάμμα με την άμμο – την άμμο που θα βυθιστεί μέσα της στο τέλος αλλά και στην οποία σαν να είναι βυθισμένη ολόκληρη η ζωή της – μουσικήν ποιεί – έστω κι αν άκουσα κάποιους λανθασμένους τονισμούς.

    Η συμβολή της μουσικής του Τηλέμαχου Μούσια, αποφασιστικότατη χωρίς οι ήχοι να καπελώνουν το λόγο.

    Η Ελένη Μανωλοπούλου με την ιδιαίτερα διακριτική δουλειά της στα σκηνικά και τα κοστούμια, υποστηριγμένη από τους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, δίνει τη δική της χείρα βοηθείας στην σφιχτή, παλλόμενη από ρυθμούς παράσταση που κορυφώνεται προοδευτικά – σαν οι ηθοποιοί να ξεκινούν «διστακτικά» και να κατακτούν βαθμιαία το κείμενο.

    Το αποτέλεσμα στηρίζει σθεναρά όλη η διανομή – Λουκία Μιχαλοπούλου, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Τζίνη Παπαδοπούλου, Χάρης Χαραλάμπους – ο πιο αδύναμος -, με πρώτη τη τάξει την Λίλλυ Μελεμέ, ηθοποιό ώριμη πια και με μέγεθος όχι συνηθισμένο.

    Η Μπέττυ Αρβανίτη, εκπληκτικά μακιγιαρισμένη από τον Γιάννη Παμούκη, είναι, πάντως, παρά κάποιες στιγμιαίες αδυναμίες της, ο γερός άξονας γύρω από τον οποίο κινείται άψογα η παράσταση. Και κάποιες στιγμές της είναι συγκλονιστικές – για παράδειγμα ο μονόλογος πριν η Φραγκογιαννού στραγγαλίσει το εγγόνι της, που δίνει το στίγμα της σκηνοθεσίας εν είδει φεμινιστικού μανιφέστου. Είναι η δεύτερη φορά στην καριέρα της, μετά την Σολάνζ της στις «Δούλες» του Ζενέ στο έξοχο ανέβασμα του Λευτέρη Βογιατζή, που την βλέπω να βγαίνει από τον εαυτό της και να απογειώνεται.

    Μια παράσταση που ΟΦΕΙΛΕΤΕ να τη δείτε.

    24.12.2011, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Να το προικιό μας», totetartokoudouni.blogspot.com

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Παπαδιαμαντικά

    Για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι αναμφίβολο ο πρώτος κοινωνικός πεζογράφος μας, πέρα από όποιες ευκαιριακές “ταμπέλες” που του “φορούν” οι εκάστοτε “ειδικοί”. Και ο πιο συγκλονιστικός ρεαλιστής – ονειρικός τοπιογράφος της θηλυκής ψυχής, που ανεβάζει την ταπεινωμένη, παραγκωνισμένη γυναίκα, ιδιαίτερα του τόπου μας, στα αληθινά, δυσθεώρητα ύψη της.

    Είναι ένα πολύ κρίσιμο θέμα, σήμερα μάλιστα που βλέπουμε να αναβιώνει δραματικά ο πόλεμος κατά της γυναίκας, σε μεγάλες περιοχές του πλανήτη.

    Χρειάζεται μια αληθινή επανάσταση στον τρόπο σκέψης, ώστε να μπορέσουμε να δούμε τον Παπαδιαμάντη όπως πράγματι είναι: όχι ως “φύλακα” μιας δοσμένης, ακίνητης, αναλλοίωτης “παράδοσης”, και μοναδικό κλειδοκράτορα ενός “άδειου κάστρου” -η έκφραση δική του. Ούτε ως απλό “ηθογράφο” της πόλης και της υπαίθρου, μια έννοια τραγικά παρεξηγημένη στα ελληνικά φιλολογικά “σαλόνια”. Όχι μέσα από τις διόπτρες της εφαρμοσμένης θύραθεν, ψυχανάλυσης, ούτε μέσα από τη μονομέρεια ενός “γυναικείου” κινήματος, που κατέληξε να γίνει ένας ακόμη “…ισμός”, ανάμεσα σε τόσους άλλους. Ούτε σαν έναν “κοινωνικό ριζοσπάστη – αναμορφωτή”, που αστόχησε να δει την ‘αλήθεια’.

    Ο Παπαδιαμάντης είναι εν τέλει όλα όσα έχουμε: Η πληρέστερη έκφραση του νεοελληνικού προσώπου μας και η “αλήθεια” μας, που κάποτε δεν αντέχουμε να αντικρύσουμε κατάματα. Στο έργο του περικλείει τα πάντα: το λυρισμό της ποίησης, το έπος της πεζογραφίας, την οξύτητα της εικαστικής ματιάς, ακόμη και το θέατρο (…”νέος εδοκίμασα να συντάξω κωμωδίας…”) που δεν έγραψε.

    Δεν το έγραψε όμως; Και αν μένει άγραφο, πού άραγε να κοιμάται ως τέτοιο; Στην “κόψη” της γραφής του, θα τολμούσα σήμερα να πω, που είναι τόσο θεατρική, με τους ζωντανούς διαλόγους της, ώστε να “μεταπηδά” φυσικά και αβίαστα ως “έργο” στη σκηνή και να έχουμε έτσι, τα τελευταία δύο ή τρία χρόνια, μια έκρηξη αληθινή “παπαδιαμαντικών” παραστάσεων.

    Σημειώνω με την ευκαιρία και μια άκρως ενδιαφέρουσα έκθεση εικαστικών γνωστών ζωγράφων, εμπνευσμένων από αφηγήματα του Παπαδιαμάντη, που παρουσιάζεται αυτές τις ημέρες στο Πολιτιστικό Κέντρο “Μελίνα Μερκούρη” στο Θησείο, μια πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων.

    Η “Φόνισσα”, το κορυφαίο παπαδιαμαντικό έργο, έχει ξανανέβει πριν από δώδεκα περίπου χρόνια στη σκηνή, σε σκηνοθεσία του Σωτήρη Χατζάκη, με τη σπουδαία Λυδία Κονιόρδου στον κεντρικό ρόλο. Είχα μάλιστα την τιμή να παρακολουθήσω αυτήν την παράσταση στην Αβάνα της Κούβας, στο πλαίσιο ενός δεκαπενθήμερου εκδηλώσεων “Ελληνικού Πολιτισμού” που είχε οργανώσει τότε η ελληνική πρεσβεία σε συνεργασία με το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών. Παράσταση που αγκαλιάστηκε από το κοινό και σημείωσε αληθινό θρίαμβο -ακόμη μια απόδειξη της διατοπικής και διαχρονικής εμβέλειας του μεγάλου αυτού έργου.

    Είχα επισημάνει τότε στην κριτική μου, της “Αυγής”, αλλά και σε μια συνέντευξή μου στο κρατικό ραδιόφωνο της Αβάνας, πέρα από την επικαιρότητα του κειμένου, το γεγονός ότι η σκηνοθεσία του Χατζάκη ενδιαφερόταν κυρίως ώστε να δώσει μία εμπεριστατωμένη “σπουδή” στο μοιρολόι και στις ελληνικές λαϊκές πενθητήριες τελετές, βασισμένη στο έργο του Παπαδιαμάντη.

    Στη φετινή παράσταση της “Φόνισσας” με τη θεατρική Εταιρεία “Πράξη” στο “Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας” σε γεωμετρημένη διασκευή του ποιητή Στρατή Πασχάλη και σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, το πράγμα σαφώς διαφέρει. Τόσο η θεατρική διασκευή όσο και η σκηνοθεσία στοχεύουν κατ’ ευθείαν στην καρδιά, στον σκοτεινό πυρήνα του έργου που βλέπουν, σωστά, ως μια αρχαϊκή και σύγχρονη μαζί, κοινωνική και υπαρξιακή τραγωδία. Για να την αποδώσουν ως τέτοια, σε αλλεπάλληλα ζεύγη “συναμφότερων” με όλα τα χώματα – χρώματα και με όλες τις κρημνώδεις μεταπτώσεις του φυσικού και ψυχικού τοπίου της: από την αθωότητα ως την ενοχή, από τη ζωή ως τον θάνατο, από το έγκλημα ως την τιμωρία και από την ενοχή ως τη λύτρωση: με τον έλεο και με τον φόβο.

    Μέγα προσόν της παράστασης είναι ότι δεν επιχειρεί να παραστήσει αυτό που δεν παριστάνεται. Περιορίζεται μόνο να το δείξει: με έναν άτυπο “χορό” τραγωδίας τοποθετημένο στρατηγικά πλάγια, λοξά σε μια ατμόσφαιρα γήινη – ονειρική, να ψάλλει σε “μινόρε”. Φορώντας τα απλά καθημερινά του ενδύματα – αισθήματα, αντιστικτικά σε μια γλώσσα παπαδιαμαντική και “ιερατική”, απαντώντας με “όνειρο ημερόφαντο” στη νύκτια λογική των “τεράτων”: “σαν να είχαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου!”. Που είναι ένας κοντινός, διπλανός, δικός μας κόσμος είναι εν τέλει, με όλους τους σπαραγμούς του, ο κόσμος μας.

    Η Μπέττυ Αρβανίτη ως “Φόνισσα”, χωρίς τίποτα περιττό, δίνει βορά στον τρομερό ρόλο τον εαυτό της. Η Λίλυ Μελεμέ αριστεύει δίπλα της και η Λουκία Μιχαλοπούλου με το αρχαϊκό αινιγματικό της μειδίαμα είναι από μόνη της ένας “κόσμος”. Ο Παναγιώτης Παναγόπουλος “μιλά” με το σώμα, η Τζίνη Παπαδοπούλου είναι ολόκληρη μέσα στην κίνησή της και ο Χάρης Χαραλάμπους έχει τη σκληράδα και τη σκοτεινή λάμψη ενός ορυκτού. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου “μιλάνε”, η μουσική του Τηλέμαχου Μούσα είναι καίρια, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου υπαινίσσονται.

    11.12.2011, Πολενάκης Λέανδρος «Παπαδιαμαντικά», Αυγή

  • Η διαλεκτική της Φόνισσας

    «Η Φόνισσα» Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας.

    Από την παλιά εκείνη επιτυχία της «Φόνισσας» του Σωτήρη Χατζάκη και της Λυδίας Κονιόρδου στα 1998, μέχρι την τελευταία στην Οδό Κεφαλληνίας με την Μπέττυ Αρβανίτη στο ρόλο της Φραγκογιαννούς, έχει κυλήσει νερό στο αυλάκι του θεάτρου μας. Το πρόσφατο μάλιστα ανέβασμα στη Στέγη του Ωνασείου των «Εμπόρων των Εθνών» από τον Θόδωρο Αμπαζή έδειξε ότι τα πράγματα έχουν ριζικά αλλάξει. Το θέατρό μας αναζητεί πια στον κοσμοκαλόγερο των γραμμάτων μας όχι την ηθογραφική του συστολή, τη λογιοσύνη ή την «αγιοσύνη» του, αλλά μια αμφίδρομη συνεύρεση, στην οποία ο Παπαδιαμάντης αντί να προσχωρεί στη σκηνή, όπως παλιά με το επιχείρημα της διασκευής, το βοηθάει να ανακαλύψει τρόπους, τεχνικές και νοήματα ικανά να μεταδώσουν τον πολύσημο χαρακτήρα του.

    Αυτό είναι νομίζω και το κέντρο βάρους της απόπειρας στην οδό Κεφαλληνίας. Η πρόταση του σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινού όφειλε να αντιπαραβληθεί με το κείμενο, με την παλιότερη κατάθεση του ίδιου (στη «Νοσταλγό») και ακόμα με όλο το πλήθος των νεότερων μεταφορών του πεζογράφου μας. Η διδασκαλία του δεν αφορά μια ακόμη απόδοση της «Φόνισσας», όσο την ίδια την εξέλιξη του ελληνικού σκηνικού λόγου τα τελευταία χρόνια. Αποδεικνύει πως το τελευταίο είναι σε θέση πια να συμπεριλάβει μαζί με το φανερό και πλάγιο δραματικό στοιχείο του λογοτέχνη, τον αφηγηματικό, επικό και διαλεκτικό νου του.

    Αυτό παλιότερα, όπως στη διασκευή του 1998, γινόταν με την τεχνική τού αφηγητή. Τυπικό εύρημα του αμερικανικού κυρίως μοντερνισμού, με τις πολλές αρετές και τα ακόμα περισσότερα βάρη μιας παρείσακτα μυθιστορηματικής παρουσίας στα δρώμενα. Εδώ όμως ο αφηγητής καταργείται. Διαλύεται, μάλλον, στη συλλογική έκφραση της μεταδραματικότητας: Αυτό που βλέπουμε στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας είναι η απόπειρα ανεβάσματος του έργου από μια ομάδα ηθοποιών, σε ένα εργαστηριακό πεδίο διάστικτο από θεωρητικές παρεμβάσεις, αναλύσεις, πληροφορίες και διευκρινίσεις. Κάτι σαν να ενσωματώνεις το πρόγραμμα της παράστασης στην ίδια την παράσταση.

    Ωραία πράγματα. Και κάπως ψυχρά. Αν κάποιος στάθμευε εδώ θα είχαμε στην καλύτερη περίπτωση ένα ανιμασιόν με μπόλικη νεωτεριστική οίηση και λίγη ψυχή. Το παιχνίδι ωστόσο για τον Λιβαθινό ξεκινά από εδώ, από την εργαστηριακή ανάλυση και την «ερμηνεία» της «Φόνισσας» -ερμηνεία όχι μόνο κοινωνιολογική ή φεμινιστική, αλλά και θεατρολογική και λογοτεχνική. Από εδώ και έπειτα απλώνεται η άβυσσός της. Καθώς βλέπουμε την εγκλωβισμένη μέσα σε ένα χαντάκι άμμου Φόνισσα της Μπέττυς Αρβανίτη να απολογείται και να αναβιώνει το έγκλημά της πριν τελικά χαθεί σε μια αβέβαιη ανάληψη, νιώθουμε ότι παρακολουθούμε κάτι περισσότερο από το άγχος της «ερμηνείας» της. Πρόκειται για την αγωνία εξιλασμού της. Μια παράξενη αίσθηση ότι βρισκόμαστε μάρτυρες στον εξορκισμό μιας αιώνια δαιμονισμένης.

    Είναι γεγονός ότι η Φραγκογιαννού καταλαμβάνεται από τον οίστρο του θανάτου, από τη σκοτεινή θέληση να επέμβει στον κόσμο και να ενεργήσει πάνω του. Σε αυτή την κατάληψη της επιθυμίας που την κατέχει, οι όποιες ευλογοφανείς ερμηνείες έρχονται εκ των υστέρων και μοιάζουν με πρόδηλες δικαιολογίες. Μόνο ελάχιστοι συγγραφείς κάποτε, ο Ευριπίδης, ο Σαίξπηρ, ο Ντοστογιέφσκι, μπόρεσαν να αποδώσουν τη φύση του Κακού με αυτό τον τρόπο, σαν μια αδιάλυτη και ερεβώδη δύναμη, ικανή να ανακαλύπτει εξόδους στα ανθρώπινα επιχειρήματα.

    Μετά από αυτά δεν χρειάζεται να τονίσω την ιδιαιτερότητα και τη σημασία της παράστασης. Θαυμάσιοι οι ηθοποιοί της, χαρακτηρολογούν στα αφηγηματικά μέρη και προσωποποιούν τις περιγραφές της. Η Τζίνη Παπαδοπούλου, η Λίλη Μελεμέ, η Λουκία Μιχαλοπούλου, ο Παναγιώτης Παναγόπουλος και ο Χάρης Χαραλάμπους τοποθετούν τον εαυτό τους όχι πέραν του έργου, αλλά ενώπιόν του, διατηρώντας το δικαίωμα της αυτοτελούς προσωπικότητας.

    Στο μέσον της σκηνής η Μπέττυ Αρβανίτη -ίσως στην πιο δυνατή στιγμή της πρόσφατης καριέρας της- κουβαλά τα ράκη της μαρτυρικής Φραγκογιαννούς (το κοστούμι της Ελένης Μανωλοπούλου με τις πολλές τσέπες παραπέμπει εννοιολογικά σε ράσο, αλλά και σε αμπέχονο στρατευμένης). Το σημαντικό: Η παρουσία της δίνει στο πρόσωπο του Παπαδιαμάντη την υφή ενός πλάσματος που ξεστράτισε στο δικό μας κόσμο και του οποίου η ηθική κρίση ανήκει στη δικαιοδοσία μιας μελλοντικής ανθρωπότητας. Κρατούμε αυτή την παρουσία σαν σπάνιο κτέρισμα.

    Για το τέλος, μια καθ’ όλα πεζή μα διόλου ασήμαντη παρατήρηση. Η διδασκαλία του έργου αδικεί όσους θεατές κάθονται απέναντι από μια συγκεκριμένη πλευρά της κυκλικής σκηνής. Τους έχει καταδικάσει να βλέπουν ελάχιστα από την ερμηνεία της πρωταγωνίστριας. Ας το λάβει αυτό υπόψη της η ταξιθεσία, τουλάχιστον στη (μάλλον απίθανη) περίπτωση που το θέατρο δεν θα είναι πλήρες.

    10.12.2011, Ιωαννίδης Γρηγόρης «Η διαλεκτική της Φόνισσας», Ελευθεροτυπία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Στάθης Λιβαθινός: Σε πρώτο πρόσωπο

    Με τη «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που μόλις ξεκίνησε τις παραστάσεις της στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, και τον «Ερωτόκριτο» του Βιτσέντζου Κορνάρου, που θα κάνει πρεμιέρα την προσεχή Παρασκευή στο ανακαινισμένο Ακροπόλ, επιστρέφει, όπως λέει, στα ουσιώδη της ζωής και της τέχνης. Εφέτος ο Στάθης Λιβαθινός, ο οποίος συνεχίζει τη συνεργασία του με την Μπέτυ Αρβανίτη, προτείνει παράλληλα με την ομάδα του ένα από τα μεγάλα έργα της νεοελληνικής δραματουργίας. Και την άνοιξη σχεδιάζει να επανέλθει με τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι.

    Επιλέγω δύο παρηγορητές της ανθρωπότητας και της ελληνικής ζωής, τον Βιτσέντζο Κορνάρο και τον Παπαδιαµάντη, γιατί η παρηγοριά στη συγκεκριµένη φάση που ζούµε είναι σηµαντική πράξη. Αυτή τη στιγµή δεν µε ενδιαφέρει να μιλήσω γι’ αυτό που βλέπω γύρω µου. Παράλληλα ήθελα η εφετινή χρονιά να έχει ένα κοινό θέµα: το αφηγηµατικό θέατρο, το οποίο µε αφορά από την εποχή που έκανα τη «Νοσταλγό» του Παπαδιαµάντη στο Υπόγειο του Τεχνοχώρου (σ.σ.: ακολούθησαν οι παραστάσεις «Αυτό που δεν τελειώνει» και «Ο Ηλίθιος»). Τα δύο εφετινά έργα οδηγούν στις απαρχές του θεάτρου όπου ο ηθοποιός είναι και αφηγητής. Περιέχει και το τρίτο πρόσωπο. Και αυτός είναι ο βαθύτερος προβληµατισµός της εποχής µας, ο άλλος.

    Θέλω να µιλήσω για Αναγέννηση. Γι’ αυτό επιλέξαµε τον «Ερωτόκριτο». Με θέµατα όπως η πίστη, η ακατανίκητη ορµή του έρωτα και η γλώσσα, η µεγαλύτερη περιπέτεια του έργου, την οποία και θα χρησιµοποιήσουµε, όπως και στη «Φόνισσα». Μια γυναίκα που σκοτώνει τα παιδιά της, µήπως σας θυµίζει κάτι; Ξέρετε καµιά χώρα που να το κάνει αυτό; Και αν είναι τα παιδιά των άλλων, ένας λόγος παραπάνω. Η συµπόνια και η συγχώρεση είναι επίσης θέµατα του έργου. Χωρίς συµπόνια και συγχώρεση η δική µας κοινωνία δεν θα πάει µπροστά σε τίποτα.

    Χρησιµοποιώ δύο γλώσσες: του Βιτσέντζου Κορνάρου και του Παπαδιαµάντη. Για τον «Ερωτόκριτο» ετοιµάζοµαι από πολύ µικρός. Ήταν ο πρώτος δίσκος που άκουσα στη ζωή µου µε τη θεϊκή φωνή του θείου µου, του Μάνου Κατράκη, σε µουσική του Νίκου Μαµαγκάκη. Νοµίζω ότι ο «Ερωτόκριτος» µε σηµάδεψε πάρα πολύ νωρίς. Για να το κάνεις στο θέατρο χρειάζεται προετοιμασία. Έχεις έναν φόβο για το αν επαρκούν τα µέσα που διαθέτεις. Πρέπει να κρύψεις τη λογοτεχνία στο θέατρο, ώστε να µπορεί πάντα ο θεατής να φαντάζεται κάτι περισσότερο από αυτό που θα µπορούσε να διαβάζει αν το διάβαζε µόνος του. Το ένα έργο περιέχει το αρχέτυπο της ελληνικής λογοτεχνίας και της ποίησης και το άλλο είναι η αρχή του αιώνα, µέσα στον οποίο συνέβησαν τα πιο σηµαντικά γεγονότα της ελληνικής ζωής.

    Θεωρώ ότι η γλώσσα είναι ίσως ο πιο ισχυρός αγωγός πετρελαίου που έχουµε. ∆ιαπερνά τις εποχές και φαίνεται να µην εξαντλείται.

    Η ελληνική γλώσσα είναι το µόνο πράγµα που δεν µπορεί να εκποιηθεί, να πουληθεί, να δανειστεί. Κρίµα. Αν µπορούσαµε να τη δανείσουµε, θα είχαµε ξεπληρώσει όλα µας τα χρέη προς όλους. Μπορεί να πτωχαίνει µε τον χρόνο, αλλά µόνον ως προς τη χρήση που της κάνουµε, όχι ως προς την ουσία της.

    Ονειρεύοµαι αυτό που µας λείπει, αυτό που θα θέλαµε να είµαστε, αυτό που πρέπει να είµαστε και δεν είµαστε. Η βαθύτερη ανάγκη µας είναι να ακούσουµε το ουσιώδες. Μαζί µε τα χρήµατα χάνεται κυρίως το ουσιώδες. Για όσους ανθρώπους υπάρχει µια αληθινή αναζήτηση, νοµίζω ότι τέτοια ερωτήµατα έχεις και στον ύπνο σου. Το ότι ζούµε σε µια εποχή απόλυτης µετριότητας, αυτό δεν σηµαίνει ότι δεν υπάρχει χώρος για τα άλλα.

    Aγανακτώ και πιστεύω ότι θα έπρεπε όλοι να αγανακτούµε για την έλλειψη οµορφιάς, τη µετριότητα, την έλλειψη διαλόγου στην πραγµατική µας ζωή – νοµίζω ότι είναι λόγοι για να αγανακτούµε. ∆εν ξέρω αν έχουµε ξυπνήσει ή όχι. Αυτό θα φανεί από τη συνέχεια. Γιατί νοµίζω ότι η φασαρία δεν είναι πάντοτε δείγµα ότι ένας λαός ξύπνησε. Χρειάζεται ψυχραιµία, ώριµη σκέψη και αυτογνωσία για να πεις ότι κάποιος είναι πραγµατικά ξύπνιος. Η έννοια του ξυπνάω παραπέµπει άλλωστε στη θρησκεία και στη φιλοσοφία. Οτι πολλοί άνθρωποι βγαίνουν και ουρλιάζουν όλοι µαζί δεν σηµαίνει ότι δεν θα κοιµηθούν και όλοι µαζί. Το ξύπνηµα είναι κάτι βαθύτερο και δεν έχει να κάνει µε την ένταση της φωνής, αλλά µε την παιδεία.

    Πιστεύω στην παιδεία. Είναι το πρώτο και απαραίτητο στοιχείο. Αλλά οι άνθρωποι που ασχολούνται µε την παιδεία, και δη µε τη θεατρική, λιγοστεύουν. Γνωρίζω νέους σκηνοθέτες 45 χρόνων και ακόµη πιο νέους, 60 χρόνων. Το τι σηµαίνει νέος δηµιουργός δεν έχει να κάνει µε την ηµεροµηνία γέννησης. Και όλα αυτά δεν µπορεί να τα διαπραγµατευθεί κανείς αν δεν έχει µια στουντιακή αρχή στη ζωή του: δηλαδή µια τέχνη που γεννιέται σαν µέσα σε στούντιο και να δηµιουργείται µαζί, µε ανθρώπους που σπουδάζουν και αναρωτιούνται, που επεξεργάζονται τα µεγάλα ερωτήµατα της ζωής. Και όχι πηγαίνοντας κατευθείαν στην παραγωγή, αναλαµβάνοντας σκηνοθεσίες εδώ κι εκεί, για να µπούνε µέσα στο σύστηµα. Το να µπεις στο σύστηµα δεν είναι κακό, θα το πάθεις κάποια στιγµή, αλλά το θέµα είναι πώς θα µπεις και τι ρόλο θα παίξεις…

    Επιστρέφω στο συλλογικό θέατρο και πιστεύω ότι αυτό είναι το µέλλον του θεάτρου, κρατικού και ιδιωτικού. Το µη συλλογικό θέατρο θα έπρεπε να είναι η εξαίρεση. Προσωπικά δεν αισθάνοµαι µοναξιά, γιατί δεν µε αφήνει η συντεχνία. Νοµίζω ότι πολλοί άνθρωποι παρακολουθούν από πολύ κοντά όλα αυτά που κάνω και συζητώ. Το ότι όλοι στην τέχνη είναι απασχοληµένοι και δεν έχουν χρόνο για διάλογο, δεν σηµαίνει ότι δεν έχουν ούτε διάθεση. Γι’ αυτό και δηµιουργήθηκε το Forum Σκηνοθετών, το οποίο προχωρεί αργά, αλλά συνεχίζει να υπάρχει.

    ∆εν χωρίζω τους ανθρώπους σε πολιτικούς και µη. Για µένα υπάρχουν άνθρωποι που βυθίζονται στο σκοτάδι της πλατείας και συγκινούνται. Ποτέ µου δεν πίστεψα, ούτε και τώρα, ότι το πρόβληµα της εποχής µας είναι οι πολιτικοί. ∆ιαφωνώ απόλυτα µε αυτή την επικινδυνότατη σκέψη. Πιστεύω ότι οι πολιτικοί είναι αυτοί στους οποίους ρίχνουµε τα δικά µας ελαττώµατα επειδή – σαν άνθρωποι – µας λείπει η αυτογνωσία και η αυτοκριτική. ∆εν χρειάζεται ένας πολιτικός για να µας πει ότι πρέπει να κρατάµε τους δρόµους µας καθαρούς.

    Αισιοδοξώ, µε µια αισιοδοξία που εµπεριέχει πόνο και δεν είναι στο κενό. Θα ήµουν βλάκας αν έλεγα ότι αυτά που βλέπω µε ενθουσιάζουν. Με ενθουσιάζει το πού θα µπορέσει να πάει η ζωή µας κάποια στιγµή, αν αρχίσουµε να έχουµε τα µάτια µας ανοιχτά. Και η τέχνη είναι αναγκαία σήµερα όσο ποτέ.

    «Η Φόνισσα» σε διασκευή – δραματουργική εργασία των Στρατή Πασχάλη και Στάθη Λιβαθινού, σκηνογραφία Ελένης Μανωλοπούλου, φωτισμούς Αλέκου Αναστασίου. Παίζουν: Μπέτυ Αρβανίτη, Τζίνη Παπαδοπούλου, Λουκία Μιχαλοπούλου, Λίλη Μελεμέ κ.ά. Οι παραστάσεις άρχισαν στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας.

    «Ερωτόκριτος» σε σκηνογραφία Ελένης Μανωλοπούλου και μουσική Δημήτρη Μαραμή. Παίζουν: Δημήτρης Ήμελλος, Μαρία Ναυπλιώτου, Νίκος Καρδώνης, Μαρία Σαββίδου, Κόρα Καρβούνη κ.ά. Πρεμιέρα στις 18/11 στο Ακροπόλ.

    13.11.2011, Λοβέρδου Μυρτώ «Στάθης Λιβαθινός: Σε πρώτο πρόσωπο», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η «Φόνισσα» Μπέτυ Αρβανίτη σε πρώτο πρόσωπο

    Η πρωταγωνίστρια στο έργο του Παπαδιαμάντη μιλάει για τον ρόλο της

    «Νομίζω ότι υπάρχει ένας διάλογος ανάμεσα στο τότε και το σήμερα. Το παρελθόν είναι η “Φόνισσα” και οι σημερινοί άνθρωποι πλησιάζουν τον χώρο της μέσα από τη γλώσσα. Η παράσταση είναι μια ματιά του σήμερα στο τότε… Βλέπω αυτή τη γυναίκα, την τόσο ακραία, και αναρωτιέμαι πώς μπορεί να κάνει κανείς κάτι τόσο ακραίο, τόσο ανοίκειο. Και όμως σιγά-σιγά, παρακολουθώντας την εξέλιξη του έργου, φθάνει κανείς στο ρήμα “συμπονώ”. Και αυτό με αφορά. Ομολογώ ότι ενώ η γλώσσα με δυσκόλεψε, προφανώς πολύ, μου έκανε εντύπωση το πόσο τελικά είναι δική μου, δική μας. Πρακτικά χρειάσθηκα μια βαθειά μελέτη. Διαθέτει όμως τέτοια μουσική η γλώσσα του Παπαδιαμάντη που σε βοηθά να την ακολουθήσεις και να τη μάθεις τελικά. Γιατί ανασκαλεύει πράγματα που έχουμε μέσα μας. Πρώτη φορά έχω παρασυρθεί τόσο πολύ, πρώτη φορά με έχει εκπλήξει ο εαυτός μου.

    »Αν δεν κατανοήσεις τη “Φόνισσα”, όπως συμβαίνει σε όλους τους ρόλους, δεν μπορείς να την υπερασπισθείς, να την νιώσεις, να τη συμπονέσεις. Και είναι απαραίτητο για να την ερμηνεύσεις… Ποια είναι αυτή η γυναίκα; Μέσα της υπάρχουν τα πάντα, από τον κατά συρροή δολοφόνο ως την απλή γυναίκα…. Η ίδια μπαινοβγαίνει στην τρέλα, έχει μια πορεία προς την τρέλα. Είναι συγχρόνως πονηρή κι έχει χιούμορ, είναι αυτοκαταστροφική, αυτοσαρκαστική, με ένα βαθύ ανικανοποίητο στοιχείο μέσα της…. Διαθέτει την ποικιλία της ανθρώπινης φύσης…

    »Ναι, είναι ό,τι πιο δύσκολο έχω κάνει ως τώρα στο θέατρο. Παράλληλα είναι από τα πιο ελκυστικά και τρομακτικά πλάσματα, ένας ρόλος, μια ηρωίδα ή καλύτερα μια αντι-ηρωίδα που κινείται στην κόψη του ξυραφιού. Και προσωπικά μου έχει κάνει μεγάλη εντύπωση πως ταυτίστηκα με αυτή τη γυναίκα με την οποία δεν με ενώνει τίποτα… Δεν είμαι καν από χωριό. Και όμως…. Θυμάμαι πόσο τρόμαξα όταν μου το πρότεινε ο Στάθης Λιβαθινός και του ζήτησα λίγο χρόνο για να το σκεφθώ…. Και πολύ σύντομα ένοιωσα να με έλκει η Φόνισσα. Την αντιμετώπισα με περιέργεια και φόβο ή καλύτερα με “τρομώδη αγωνία” που λέει και ο Παπαδιαμάντης». […]

    10.11.2011, Λοβέρδου Μυρτώ «Η «Φόνισσα» Μπέτυ Αρβανίτη σε πρώτο πρόσωπο», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μπέττυ Αρβανίτη: «η Φόνισσα βρίσκεται κοντά στην αρχαία τραγωδία»

    Η Μπέττυ Αρβανίτη αποκαλύπτει στο click@Life την περιπέτειά της, με τον πιο δύσκολο ρόλο της καριέρας της, τη «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

    Για την Μπέττυ Αρβανίτη η ιδιότυπη γλώσσα του Παπαδιαμάντη αποτελεί ασφαλές καταφύγιο σε δύσκολους καιρούς, ένα σημείο αναφοράς της ταυτότητάς μας. Η θεατρική δραστηριότητα των τελευταίων χρόνων αποδεικνύει ότι ο λόγος του σκιαθίτη συγγραφέα, παραμένει ζωντανός, καθώς νέες διασκευές των έργων του παρουσιάζονται επί σκηνής.

    Η Μπέττυ Αρβανίτη σε μια ακόμη συνεργασία της με τον σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινό, αναμετριέται με τον πιο δύσκολο ρόλο της καριέρας της, καταδυόμενη στον σκοτεινό ψυχισμό της «Φόνισσας». Τερατώδες δημιούργημα μιας πατριαρχικής, καταπιεστικής κοινωνίας, η Φραγκογιαννού οδηγείται στην τρέλα και το φόνο, ενώ το τέλος της τη βρίσκει μετέωρη ανάμεσα στη «θεία και την ανθρώπινη δίκη». Η πρεμιέρα της παράστασης έχει προγραμματιστεί για τις 9 Νοεμβρίου.

    Από την Μπερνάντα Άλμπα του Λόρκα, στην Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη: πώς προσεγγίζετε ερμηνευτικά το κακό στους χαρακτήρες που υποδύεστε;
    Καταρχήν η Μπερνάντα Άλμπα και η «Φόνισσα» δεν έχουν απόλυτη σχέση, αν και πράγματι θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε «κακές γυναίκες». Αυτό που με απασχολεί στη «Φόνισσα» είναι η πορεία της προς την τρέλα. Στην Μπερνάντα Άλμπα πράγματι υπάρχουν εμμονές αλλά δεν «ψηλώνει ο νους της», όπως στην ηρωίδα του Παπαδιαμάντη. Η φοβερή πολυπλοκότητα του ψυχισμού της Φραγκογιαννούς παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αλλά και δυσκολίες. Θα έλεγα ότι υπάρχει μια σχέση έλξης-απώθησης με αυτόν τον χαρακτήρα. Εν δυνάμει μπορεί όλοι να έχουμε σκεφτεί τα φοβερότερα πράγματα. Αυτό που διαφοροποιεί την τρέλα, το «πέρασμα στην άλλη όχθη» είναι ακριβώς εκείνο το σημείο στο οποίο η σκέψη γίνεται πράξη. Βέβαια η «Φόνισσα» μπαινοβγαίνει στην τρέλα. Υπάρχουν και στιγμές στις οποίες συνειδητοποιεί τι έχει κάνει και την κυνηγούν οι ενοχές, δεν είναι μόνιμα στο ένα άκρο. Έχει πολλές πλευρές και δεν μπορώ να φανταστώ ηθοποιό που να μην τον ερεθίζει η ιδέα να ασχοληθεί με αυτό το πρόσωπο. Θα έλεγα ότι η Φόνισσα βρίσκεται κοντά στην αρχαία τραγωδία.

    Θα μπορούσε να διακρίνει κανείς και κοινά σημεία με τη Μήδεια;
    Ναι και αναμφίβολα, είναι πολύ σπουδαίος ρόλος. Θα ήθελα μάλιστα να τονίσω ότι είναι ίσως ο πιο δύσκολος ρόλος που έχω ποτέ μου καταπιαστεί. Έχει μια τρομακτική ποικιλία στις αποχρώσεις του.

    Ποια σημεία στο έργο του Παπαδιαμάντη ενδιαφέρουν εσάς και τον σκηνοθέτη, τον κύριο Λιβαθινό, να υπογραμμίσετε περισσότερο;
    Έχουμε αφαιρέσει όλο το φολκλόρ, κρατώντας όμως την ουσία του Παπαδιαμάντη. Προσπαθούμε να αναπτύξουμε έναν διάλογο ανάμεσα στο χθες και το σήμερα. Άλλωστε το διαβάζουμε με σύγχρονη ματιά, αφού ζούμε σε άλλη εποχή. Στο επίκεντρο βρίσκεται φυσικά η γλώσσα του κειμένου που είναι εκπληκτική. Ειδικά στις μέρες που διανύουμε απαιτείται νομίζω μια εκ νέου ματιά σε αυτές τις σταθερές, όπως είναι η γλώσσα μας. Στο παπαδιαμαντικό έργο υπάρχει μια ποικιλία, μια πολυχρωμία και ένα βάθος που το έχουμε ανάγκη. Γιατί με ένα περίεργο τρόπο, ενώ στην αρχή η γλώσσα του μπορεί να μας φαίνεται λίγο μακρινή, ξυπνάει κάτι μέσα μας, αισθανόμαστε τη ρίζα της. Και δεν μιλάω μόνο για μένα που εν τέλει στο σχολείο τη διδάχτηκα ως ένα βαθμό, αναφέρομαι και στα νεότερα παιδιά.

    Πιστεύετε δηλαδή ότι η γλώσσα του Παπαδιαμάντη μπορεί να αγγίξει τον σύγχρονο θεατή;
    Απόλυτα! Είναι σαν να πέφτει πάνω σου μια καταπληκτική βροχή που σε ξεπλένει και σε ανεβάζει. Είναι θαυμάσιο το πώς λειτουργεί. Αρχικά και εγώ είχα αμφιβολίες, σκεφτόμαστε το θέμα της γλώσσας και πώς θα την προσλάβει ο θεατής. Όμως αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει καμία δυσκολία, αντίθετα, είναι πραγματικά κάτι πάρα πολύ όμορφο, ευχάριστο και βαθύ.

    Ποια ήταν η δική σας αναγνωστική περιπέτεια με το κείμενο αυτό; Γιατί ορισμένα έργα όταν τα διαβάζουμε σε διαφορετικές ηλικίες, ανακαλύπτουμε νέα πράγματα.
    Είχα ανακαλύψει το έργο και παλαιότερα, χωρίς να έχει συμβεί αυτό συνειδητά. Ένιωθα μια περίεργη έλξη για τον Παπαδιαμάντη. Δεν τον έβλεπα φολκλορικά ή «γραφικά». Αντίθετα, παρότι ήμουν μικρότερη, είχα «μυριστεί» ότι εδώ υπάρχει πολύ βάθος. Βεβαίως όταν το ξαναδιαβάζω τώρα, ανακαλύπτω καινούργια πράγματα και το ίδιο μου συμβαίνει και με τον Ντοστογιέφσκι. Στην παράστασή μας με ενδιαφέρει η «εωσφορική» πλευρά του Παπαδιαμάντη και όχι εκείνη του «κοσμοκαλόγερου». Υπάρχει μια σκοτεινή ατμόσφαιρα. Ειδικά στη «Φόνισσα» διακρίνουμε κάτι το παγανιστικό. Δηλαδή, το γεγονός ότι η Φραγκογιαννού είναι κόρη μάγισσας και έχει μια ξεχωριστή σχέση με τη φύση, αυτό και πολλά άλλα στοιχεία φανερώνουν μια παγανιστική, σκοτεινή πλευρά.

    Η Φραγκογιαννού πεθαίνει ανάμεσα στην ανθρώπινη και τη θεία δίκη. Πώς σχολιάζετε το τέλος της;
    Η «Φόνισσα» παλεύει με την ίδια τη φύση. Κάποια στιγμή λέει ο Παπαδιαμάντης ότι πέφτουν με ορμή και κακία οι πέτρες στο πρόσωπο ή στα πόδια της, κατά τη διάρκεια της φοβερής καταδίωξής της, μέχρι να πεθάνει. Τελικά δεν την πιάνει κανείς, δεν τη συλλαμβάνουν. Είναι μια πορεία αυτοκαταστροφική και αυτοκτονική, στην οποία επανεμφανίζεται αυτή η εμμονή του Παπαδιαμάντη, με το νερό, τη θάλασσα. Αν κάποιος θέλει να το ψάξει θα μπορούσε να κάνει άπειρες αναγνώσεις της σκηνής, εφόσον το νερό σε συμβολικό επίπεδο σχετίζεται με το θηλυκό στοιχείο. Προσωπικά πιστεύω ότι το γεγονός ότι δεν συλλαμβάνουν τη Φραγκογιαννού στο τέλος, σημαίνει ότι κάπου ο Παπαδιαμάντης συμπονά το πρόσωπο.

    Πώς βλέπετε τα τελευταία χρόνια αυτή την προσπάθεια πολλών σκηνοθετών να μεταφέρουν τα έργα του Παπαδιαμάντη στο θέατρο;
    Η ελληνική λογοτεχνία έχει μεγάλο πλούτο θεμάτων και συγγραφέων. Ειδικά από τον Παπαδιαμάντη μπορεί να αντλήσει κανείς πολλά πράγματα για το θέατρο. Δεν είναι τυχαίο που βλέπουμε σήμερα να παίζονται ξανά και ξανά κλασικά έργα. Δεν έχουμε αρκετούς νέους συγγραφείς για να τροφοδοτήσουν το θέατρο και νομίζω ότι αυτή η προσπάθεια που γίνεται με τη λογοτεχνία είναι αρκετά γόνιμη.

    Υπάρχουν κατά τη γνώμη σας κάποιες προϋποθέσεις για το θεατρικό ανέβασμα του Παπαδιαμάντη; Ιδιαίτερα σε ό,τι έχει σχέση με τη γλώσσα του;
    Αλίμονο, δεν ανεβάζεις Παπαδιαμάντη από μετάφραση, κάτι τέτοιο θα μου φαινόταν γελοίο. Μπορώ να μιλήσω περισσότερο για εμάς. Μας ενδιέφερε πάρα πολύ να είναι μια σημαντική και ενδιαφέρουσα διασκευή του έργου γι’ αυτό και το αναθέσαμε στον Στρατή Πασχάλη που είναι σημαντικός ποιητής αλλά και βαθύς γνώστης του Παπαδιαμάντη. Οι βασικές προϋποθέσεις είναι να προσεγγίσει κανείς το έργο με τρυφερότητα και σεβασμό. Όχι όμως στείρο σεβασμό. Γιατί διακρίνεις ακόμη και ένα περίεργο χιούμορ, υπάρχει ένα κλείσιμο του ματιού στον Παπαδιαμάντη, δεν είναι καθόλου σοβαροφανής.

    Είχατε δει την αντίστοιχη παράσταση της «Φόνισσας», όταν έπαιζε η Λυδία Κονιόρδου;
    Δυστυχώς όχι, δεν την είχα προλάβει γιατί ταυτόχρονα έπαιζα κι εγώ στο θέατρο. Είχα μιλήσει όμως μαζί της μια φορά για το ρόλο και μου είχε αποκαλύψει ότι πέρασε πολύ καλά όταν έπαιζε, όμως δεν μπορούσε να κοιμηθεί το βράδυ! Δεν ξέρω αν θα της μοιάσω, πάντως αναμφίβολα πρόκειται για δύσκολο και γοητευτικό έργο. Και για να χρησιμοποιήσω μια φράση του Παπαδιαμάντη, έχω μπει μέσα στον κόσμο του με μια «τρομώδη συγκίνηση». Σου δημιουργεί όμορφες παγίδες για να σε εκπλήξει και υπάρχουν περιθώρια να σε εκπλήξει ακόμη και ο ίδιος σου ο εαυτός, αν τα καταφέρεις.

    Το κλασικό ρεπερτόριο αποτελεί και ένα είδος εγγύησης ενάντια στην κρίση που βιώνουμε; Το κοινό του θεάτρου βρίσκεται κι αυτό αντιμέτωπο με οικονομικά προβλήματα.
    Ασφαλώς και αποτελεί ένα είδος εγγύησης. Νομίζω ότι θα γίνει πολύ μεγάλο ξεσκαρτάρισμα, γιατί εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων οι θεατές θα επιλέγουν ό,τι έχει ουσία. Γιατί ορισμένα έργα έχουν κερδίσει τον τίτλο του κλασικού; Επειδή βάζουν στο επίκεντρο τον άνθρωπο. Και τα προβλήματά του ή η ψυχή του δεν έχουν αλλάξει, ούτε πρόκειται να αλλάξουν. Μπορεί η φόρμα τους, το ένδυμά τους να αλλάζει, όμως ο πυρήνας παραμένει ο ίδιος. Οι μεγάλοι συγγραφείς αυτό κάνουν: μια βαθιά τομή στην ανθρώπινη φύση.

    Στη δεύτερη σκηνή του Θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας θα ανέβει τον Ιανουάριο το έργο του Αλέξη Σταμάτη «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημά του. Πρόκειται για τη δεύτερη εμφάνισή του ως θεατρικού συγγραφέα, μετά τα «Δακρυγόνα».Πώς αντιμετωπίζετε τη στροφή του γιου σας στο θέατρο και κατά πόσο υπάρχει υποστήριξη αλλά και κριτική ματιά ανάμεσά σας;
    Υπάρχει αλληλοϋποστήριξη και τεράστια κριτική. Δεν του κάνω μόνο εγώ κριτική αλλά και εκείνος. Έπαιξε ρόλο ότι και η προηγούμενη εμφάνισή του με τα «Δακρυγόνα» αποδείχτηκε ένα πετυχημένο εγχείρημα. Πήρε καλές κριτικές και νομίζω ότι αξίζει να προχωρήσει. Αν δεν τα κατάφερνε, δεν ξέρω αν θα υπήρχε αυτή η δεύτερη προσπάθεια που κατά τη γνώμη μου θα είναι πολύ καλύτερη. Όμως γενικά η δεύτερη σκηνή δεν υποστηρίζει μόνο το παιδί μου αλλά και κάθε φρέσκια ματιά. Λειτούργησε ως φυτώριο για πολλούς νέους σκηνοθέτες, συγγραφείς και ηθοποιούς και αυτό με κάνει ιδιαίτερα περήφανη. Πέρασαν από εκεί, μεταξύ άλλων, ο Στάθης Λιβαθινός, ο Νίκος Μαστοράκης, ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης κ.α.

    Πληροφορίες: «Η φόνισσα», πρεμιέρα 9 Νοεμβρίου, στην πρώτη σκηνή του θεάτρου Κεφαλληνίας. Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός. Διασκευή και δραματουργική επεξεργασία: Στρατής Πασχάλης και Στάθης Λιβαθινός. Σκηνικά και κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου. Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου. Κίνηση: Μαρία Αλαβάνου, μουσική: Τηλέμαχος Μούσας. Παίζουν οι : Μπέττυ Αρβανίτη, Τζίνη Παπαδοπούλου, Λουκία Μιχαλοπούλου, Λίλη Μέλεμε, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Χάρης Χαραλάμπους.

    08.11.2011, Στάϊκου Μάνια «Μπέττυ Αρβανίτη: «η Φόνισσα βρίσκεται κοντά στην αρχαία τραγωδία»», clickatlife.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Θέλω να ξαφνιάζω το κοινό κάθε φορά

    Ο Στάθης Λιβαθινός ανεβάζει ταυτόχρονα Φόνισσα και Ερωτόκριτο

    Ο Στάθης Λιβαθινός κάθεται απέναντί μου και αναλαμβάνει να γεμίσει με τσάι το φλιτζάνι μου. Μου αρέσει ο τρόπος που τονίζει τα δύο πρώτα σύμφωνα της λέξης τσάι με ρώσικη προφορά και σκέφτομαι πόσα θα ήθελα να τον ρωτήσω εάν είχαμε τον χρόνο, για την εποχή της Ρωσίας. Συναντώ το βλέμμα του και επιμένω πως θέλω να δω πρόβα της πολυαναμενόμενης παράστασης της Φόνισσας του Παπαδιαμάντη που ανεβαίνει στις αρχές Νοεμβρίου στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας με πρωταγωνίστρια την Μπέττυ Αρβανίτη. Δεν είναι η μοναδική του πρεμιέρα, αφού λίγες μέρες αργότερα στο Ακροπόλ, στον καινούργιο χώρο όπου έχει εγκατασταθεί o σκηνοθέτης ανεβαίνει ο Ερωτόκριτος, ενώ το σχέδιο λέει ότι πρόκειται να δούμε και τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, τριλογία που αν ευδοκιμήσει να παρουσιαστεί τη φετινή χρονιά θα ολοκληρώσει ένα σημαντικό νέο κύκλο έργων του Στάθη Λιβαθινού.

    «Δεν επιτρέπω σε κανέναν να έρθει σε πρόβα παρά μόνο στην τελική ανοιχτή πρόβα. Ξέρετε το βλέμμα του θεατή είναι πάντα επικριτικό κι εγώ θέλω οι ηθοποιοί μου να εκτεθούν, να βγάλουν ό,τι έχουν την ώρα της πρόβας…». Απέναντί μου βρίσκεται ένας από τους πιο αξιόλογους Έλληνες σκηνοθέτες. Ο δημιουργός της ιστορικής πλέον Νοσταλγού, πρώτης του παράστασης που είχε τραβήξει την προσοχή, ο διευθυντής της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού όταν επρόκειτο να υλοποιηθεί το όνειρο του για μια κρατική σχολή σκηνοθεσίας που έμελλε να διαλυθεί από το ίδιο το Εθνικό. Ο Στάθης Λιβαθινός ένας καλλιτέχνης ο οποίος από τότε έχει δημιουργήσει πολλές παραστάσεις μη φοβούμενος να δοκιμαστεί, να κριθεί ή να αποτύχει. Σε μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης μίλησε στην «Κ».

    Γεμάτη ζωή

    Πώς γίνεται δύο τόσο δύσκολα έργα, τον Ερωτόκριτο και τη Φόνισσα, να τα ανεβάζετε ταυτόχρονα, ποια είναι η αίσθηση;
    Ζω μια γεμάτη ζωή την οποία εύχομαι στον καθένα. Ο μεγαλύτερος χρόνος ζωής ενός καλλιτέχνη περνάει στην πρόβα. Το αποτέλεσμα είναι dust in the wind όπως λέει και το τραγούδι, δεν υπάρχει, δεν το βλέπεις, δεν το ακουμπάς, ανήκει σε άλλους, πακετάρουμε μια ζωή δώρα που ανήκουν σε άλλους. Εμένα ο προβληματισμός μου, η δουλειά μου με τους ηθοποιούς, η φιλοσοφία μου, ο κόπος μου, η ανάσα μου είναι ο καιρός της πρόβας.

    Είναι καθαρά χρονική σύμπτωση να συμπίπτουν την ίδια περίοδο δύο εντελώς διαφορετικά πρότζεκτ που ετοιμάζονται από τον Απρίλιο. Το ένα ο Ερωτόκριτος έγινε γιατί δέχτηκα τη γενναιόδωρη πρόταση του Φάνη Κιρκινέζου να βρεθώ και να εγκατασταθώ κατά κάποιο τρόπο στο θέατρο Ακροπόλ μαζί με μια ομάδα ηθοποιών που μας συνδέουν πολλά πράγματα και το άλλο ήταν να συνεχίσω τη δουλειά μου στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας το οποίο είχα αναλάβει πριν δεχτώ την πρόταση του Ακροπόλ.

    Η πρόταση του Κεφαλληνίας ήταν ως συνήθως τι θα κάνουμε του χρόνου κι έπρεπε να πάει το ρεπερτόριό μας κάπου. Να ανεβάζω πλέον παραστάσεις, θεατρικούς συγγραφείς δεν με αφορά και δεν με ενδιαφέρει. Δεν με εκφράζει σ’ αυτή τη φάση της δουλειάς μου κάτι τέτοιο, γι’ αυτό και δεν επιλέγω έργα, επιλέγω θέματα. Η Φόνισσα είναι θέμα δεν είναι έργο, το ίδιο και ο Ερωτόκριτος, δύο θέματα που με εκφράζουν απόλυτα στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, θέλουν πάρα πολύ έρευνα, απαιτούν συγκεκριμένη στροφή και δική μου και των ηθοποιών προς καινούργιους τρόπους δουλειάς και αυτός είναι ένας από τους λόγους που μπορεί να σε κρατήσει ζωντανό στο θέατρο και να έχεις λόγο ύπαρξης μέσα σε αυτό, γιατί παραστάσεις ανεβαίνουν μερικές χιλιάδες κάθε χρόνο, δεν χρειάζεται να προσθέσω άλλες δύο. Προσπαθώ να ανανεώνω τη δουλειά μου και να προτείνω κάτι που να έχω ανάγκη πρώτα εγώ, μετά οι ηθοποιοί μου και ύστερα το κοινό.

    Ποιες είναι οι σκηνοθετικές γραμμές που ακολουθείτε;

    Ένα από τα ερευνητικά στοιχεία που έχουν οι δύο αυτές παραστάσεις με εντελώς διαφορετικό τρόπο είναι πως ανήκουν σε ένα άλλο είδος θεάτρου που εμένα με αφορά άμεσα και το οποίο το πρωτοάγγιξα πολύ βαθιά και στο «Πεθαίνω σαν χώρα» που έκανα στο Κεφαλληνίας αλλά περισσότερο με τη Νοσταλγό που έκανα με μια ομάδα ηθοποιών/φυτώριο στον Τεχνοχώρο του Κακλέα, μια παράσταση που είχε προξενήσει τότε συζητήσεις. Είναι αυτό που ονομάζω αφηγηματικό θέατρο, έχει να κάνει με την επιστροφή του θεάτρου στις ρίζες του που είναι η υπόσταση του ηθοποιού σαν υποκριτή, σαν αφηγητή αλλά και σαν ποιητή και παραμυθά. Ένας ηθοποιός που λέει ιστορίες. Φυσικά δεν είναι καινοτομία αυτό και δεν είμαι ο πρώτος που το ψάχνω, εμένα όμως με ενδιαφέρει αυτό το σημείο που ο αφηγηματικός λόγος ενώνεται με τη θεατρική πράξη, με ενδιαφέρει ο τρόπος που απευθύνεται απευθείας κανείς στο κοινό, με ενδιαφέρει απόλυτα κι όταν το πρότεινα στη Νοσταλγό η εφαρμογή του τρίτου προσώπου σαν πρώτο ήταν μια σημαντική φιλοσοφική κίνηση του πώς χρησιμοποιείς στη ζωή το τρίτο πρόσωπο σαν πρώτο το πώς αυτός είσαι εσύ στο στόμα ενός άλλου και το πώς ταυτίζεσαι με κάποιον άλλο γενικότερα στη ζωή. Αυτό είναι ένα από τα κλειδιά του αφηγηματικού θεάτρου καθώς ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας μιλάει σε τρίτο πρόσωπο αλλά τι σημαίνει τελικά τρίτο πρόσωπο στη ζωή μας; Εμείς είμαστε αυτός και αυτός μιλάει για μας.

    Η δουλειά στη Φόνισσα έχει καθαρά ερευνητικό χαρακτήρα, πέντε νέοι ηθοποιοί και η Μπέττυ Αρβανίτη. Μια δουλειά τεράστιου ρίσκου σε όλα τα επίπεδα. Με τον Στρατή Πασχάλη προσπαθούμε να δούμε τον Παπαδιαμάντη και τη Φόνισσα με μια καινούργια ματιά.

    Πρέπει να ξαφνιάζουμε το κοινό να μην ξέρει τι να περιμένει κάθε φορά, να αναδεικνύουμε τέτοια κείμενα που χωρίς αυτά δεν υφίσταται ελληνικός θεατρικός πολιτισμός.

    Στοίχημα

    Πώς καταφέρατε μια αστή, την Μπέττυ Αρβανίτη να τη μετατρέψετε σε χωριάτισσα Φραγκογιανού;
    Νομίζω πως αυτό ήταν και το στοίχημα. Εμένα με ενδιαφέρει η Μπέττυ Αρβανίτη καταρχήν σαν άνθρωπος και με ενδιαφέρει σαν ηθοποιός, πρώτα γιατί σ’ αυτό το θέατρο ανέχονται τις ιδιαιτερότητες και τις απαιτήσεις μου. Είναι ένα από τα τελευταία θέατρα που στέκονται όρθια σε δύσκολους καιρούς. Στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας έχω τη δυνατότητα να προτείνω το ρεπερτόριο και αυτά που με αφορούν. Πέρασε ένας μήνας να καταλάβουν κι εκείνοι γιατί προτείνω τη Φόνισσα. Νομίζω πως η Φόνισσα είναι ο φλοιός κάτω από τον οποίο κρύβονται όλοι οι τελευταίοι ρόλοι της Μπέττυς Αρβανίτη, ο τρόπος που βλέπει το θέατρο. Είναι και η εμμονή η δική μου να δω τους ηθοποιούς πάντα από μια καινούργια πλευρά γιατί εκεί ξοδεύεται η δουλειά ενός σκηνοθέτη να ανανεώσει το δυναμικό των ηθοποιών του, να ανασύρει χαμένες τους πλευρές να αναδείξει καινούργιες ή να τις δημιουργήσει. Είμαστε οι ηθοποιοί μας εμείς οι σκηνοθέτες γι’ αυτό τον λόγο πολλές φορές επιμένω στο να εργάζομαι με ηθοποιούς που έχω ξαναδουλέψει γιατί έτσι ουσιαστικά κατεργάζεσαι ένα πολύτιμο υλικό που δεν το βλέπεις για πρώτη φορά αλλά πρέπει να το αναδεικνύεις με έναν καινούργιο τρόπο κάθε φορά.

    «Nα εισάγουμε δασκάλους θεάτρου»

    Έχετε ακόμη το όνειρο να δημιουργήσετε μια σχολή σκηνοθεσίας;
    Πιστεύω ότι το μέλλον του ελληνικού θεάτρου κρίνεται από τη δημιουργία μιας κρατικής σχολής θεάτρου, καθόλου ακαδημίας, δεν πιστεύω ότι κάτι πρέπει να ακαδημακοποιηθεί για να υπάρξει. Η Σχολή Καλών Τεχνών κάνει υπέροχα τη δουλειά της κι όμως δεν ανήκει σε καμιά ακαδημία, το ίδιο θα μπορούσε μεθαύριο να κάνει μια Ανώτατη (το τονίζω Ανώτατη) Κρατική Σχολή Θεάτρου, ευέλικτη, στην οποία θα διδάσκεται η σκηνοθεσία ως επιστήμη, ως ανώτατο επάγγελμα που καθορίζει πλέον το θέατρο και την εξέλιξή του αλλά και η υποκριτική που θα τη διαφοροποιούν από τις σύγχρονες δραματικές σχολές. Όλοι γνωρίζουμε πως η θεατρική παιδεία στη χώρα μας έχει πρόβλημα, ότι στέκεται πολύ πιο πίσω από τον μέσο όρο της ευρωπαϊκής παιδείας. Πιστεύω ότι πρέπει να αρχίσουν να διδάσκονται μαθήματα χωρίς τα οποία η θεατρική πρακτική δεν υφίσταται όπως το μάθημα του φωτιστή, του σκηνογράφου, του παραγωγού, του θεατρικού συγγραφέα, δηλαδή να δημιουργηθεί ένα ζωντανό στούντιο ταλαντούχων θεατρικών ανθρώπων που παίρνουν το χρίσμα από μια πανεπιστημιακού επιπέδου σχολή και είναι διαπιστωμένα ικανοί να υπηρετήσουν το θέατρο χωρίς να φορτώνουν ανέργους την ελληνική θεατρική πραγματικότητα. Αυτό που προέχει είναι να εργαστούμε για μια σύγχρονη θεατρική παιδεία στον τόπο μας εισάγοντας δασκάλους από το εξωτερικό και όχι σκηνοθέτες και έτερες παραστάσεις.

    Δεν χρειάζονται πεντακόσιες ομάδες σε μια πόλη για να εξελιχθεί το θέατρο. Πρόκειται για μια ψευδαίσθηση που περισσότερο δημιουργεί ανεργία και ίσως καταπολεμά τον ελεύθερο χρόνο κάποιων νέων ανθρώπων, όμως δεν εξασφαλίζει το μέλλον του θεάτρου.

    29.10.2011, Βούλγαρη Σάντρα «Θέλω να ξαφνιάζω το κοινό κάθε φορά», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μπέττυ Αρβανίτη: «Η Φόνισσα με φοβίζει, αλλά με ελκύει ταυτόχρονα»

    Η «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη είναι ένα έργο μοναδικό στα ελληνικά γράμματα. Τόσο για το ψυχογράφημα μιας γυναίκας οριακής, της Φραγκογιαννούς, όσο και για την ιδιότυπη γλώσσα και την ατμοσφαιρικότητα του δράματος. Αυτό το δύσκολο εγχείρημα, της μεταφοράς του έργου του Παπαδιαμάντη στη γλώσσα του, επιχειρείται φέτος στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας από έμπειρους, ξεχωριστούς και αναγνωρισμένους θεατρικούς συντελεστές. Τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο Στάθης Λιβαθινός, τη διασκευή και τη δραματουργική επεξεργασία από κοινού με τον Στρατή Πασχάλη, ενώ στον δύσκολο ρόλο της Φόνισσας βρίσκεται η Μπέττυ Αρβανίτη. Η «F.S.» συνάντησε την πρωταγωνίστρια ένα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας, στην παρουσίαση του προγράμματος του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας για τη νέα σεζόν.

    Πέρυσι είχατε υποδυθεί μια πολύ καταπιεστική μητέρα στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», φέτος κάνετε τη «Φόνισσα», τη γιαγιά που σκοτώνει τις εγγονές της. Πού ανατρέχετε για να βρείτε τα στοιχεία των ηρωίδων σας;
    Δεν θεωρώ ότι τα δύο πρόσωπα έχουν κοινά στοιχεία. Μπορεί στην «Μπερνάρντα Άλμπα» να υπήρχε καταπίεση, αλλά εδώ, στη «Φόνισσα», έχουμε μια ηρωίδα που περνάει στην άλλη όχθη. Αυτή η διαδρομή ενός προσώπου σαν κι εμάς που περνάει απέναντι είναι ένα θέμα που με απασχολεί και με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Εν δυνάμει όλοι μας θα μπορούσαμε να περάσουμε – ευτυχώς, δεν το κάνουμε. Όλοι μπορεί να σκεφτόμαστε εγκλήματα, διαστροφές, αλλά είναι τελείως διαφορετικό πράγμα να περάσεις στην πράξη. Το γιατί με ενδιαφέρει τόσο πολύ δεν το γνωρίζω, είναι κάτι που πρέπει να ψάξουμε από άλλες οδούς, ψυχαναλυτικές κτλ. Να φανταστείτε ότι η μοναδική φορά που επιχείρησα να σκηνοθετήσω ήταν για την περίπτωση ενός serial killer.

    Είναι ο φόνος αυτός καθ’ αυτόν που μας συγκλονίζει στην περίπτωση της Φόνισσας ή τα αναμεμειγμένα συναισθήματα που μας δημιουργεί η σωτηρία μέσω του αφανισμού;
    Η Φόνισσα βεβαίως νομίζει ότι σώζει. Μέσα από τον παραμορφωτικό καθρέφτη της Φόνισσας, μέσα από την τρέλα της, αισθάνεται ότι προικίζει. Προικίζει με το θάνατο. Βέβαια αυτή η γυναίκα έχει τεράστια κενά, ένα φοβερό ανικανοποίητο, ποτέ δεν πήρε τη ζωή της στα χέρια της. Και νομίζω ότι με την πράξη του φόνου παίρνει κάτι στα χέρια της, γίνεται για λίγο θεός. Γεννάει και σκοτώνει, για πρώτη φορά ορίζει. Βέβαια, με βρίσκετε σε διαδικασία προβών και όλα αυτά τα επεξεργάζομαι μέσα μου, δεν ξέρω εάν ύστερα από ένα μήνα καταλήξω σε άλλα συμπεράσματα. Μετά την εμπειρία του πρώτου φόνου, το ίδιο το γεγονός δημιουργεί μια έλξη, σαν το ναρκωτικό, εθίζει. Μια έλξη και μια ανάγκη επανάληψης. Όταν λέει το κείμενο «ησθάνθη αγρίαν χαρά», συγκλονίζεσαι όταν συνειδητοποιείς ότι αυτή η φράση λέγεται για φόνο. Ίσως είναι η μοναδική ηρωίδα που μπαίνει και βγαίνει στην τρέλα. Έχει ανάγκη να βεβαιωθεί ότι έχει δίκιο, εκλογικεύει την πράξη, αλλά μια τέτοια πράξη φυσικά δεν εκλογικεύεται.

    Πόσο δύσκολο είναι για σας να κατανοήσετε την ηρωίδα σας και πόσο δύσκολο είναι να κάνετε τους θεατές σας να ταυτιστούν με μια τόσο ακραία περίπτωση;
    Για να μπορέσεις να ερμηνεύσεις μια ηρωίδα στο βαθμό που μπορείς, πρέπει πρώτα να την κατανοήσεις και μετά να την υπερασπιστείς. Όλοι οι άνθρωποι έχουν δύσκολες πλευρές, σε κάποιες από τις οποίες κάποιοι μπορεί να νιώθουν κοντά. Όταν πλησιάζεις ένα τόσο ανοίκειο πράγμα, ξαφνικά γίνεται προσεγγίσιμο και κατανοητό.

    Με ποιες πλευρές της αισθάνεστε οικεία;
    Προς Θεού, δεν αισθάνομαι οικεία στο να πνίγω παιδάκια, ήδη η διαδικασία μού έχει ξυπνήσει κάτι φοβερά όνειρα. Νιώθω όμως ότι η πορεία της προς το θάνατο είναι και αυτοκτονική. Σκοτώνει την εγγονή της, που τη λένε Χαδούλα σαν κι εκείνη, σαν να σκοτώνει τον εαυτό της. Έχει όμως κι ένα τρομερό ένστικτο αυτοσυντήρησης, πράγμα που σημαίνει ότι κάτι της αρέσει, κάτι την κρατάει. Έπειτα από κάθε φόνο αδειάζει. Αλλά το ανικανοποίητό της δεν γεμίζει με τίποτα.

    Εάν βγάζαμε το φόνο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η διαδικασία του θεάτρου είναι μια διαδικασία αδειάσματος και γεμίσματος; Ένα συνεχές ανικανοποίητο;
    Οπωσδήποτε. Είναι μια θνησιγενής τέχνη. Είναι του εδώ και του τώρα, κι αυτή είναι για μένα η μεγάλη γοητεία του θεάτρου. Το κάθε κοινό βλέπει και μια άλλη παράσταση. Μου έχει τύχει κάποιο βράδυ, για παράδειγμα, να μη θέλω καθόλου να παίξω και τελικά να βγαίνω στη σκηνή κάνοντας μια παράσταση που δεν την είχα φανταστεί. Συμβαίνει σ’ εμάς τους ηθοποιούς να έχουμε κάποια στοιχεία που μας σταματάνε, και μόνο στη σκηνή να μη μας σταματάει τίποτα. Και μετά, όταν τελειώνει η παράσταση, να βγαίνει μια τρομερή ανακούφιση, ένα άδειασμα ή ακόμα και αγωνία, γιατί κάτι καινούργιο κατάλαβες. Ο κάθε ηθοποιός δουλεύει με το υλικό του, δεν είναι κάτι έξω από αυτόν, μόνο που κάθε ρόλος δημιουργεί με τα ήδη υπάρχοντα στοιχεία μια καινούργια χημική ένωση. Και φτιάχνουν ένα άλλο αποτέλεσμα. Για τον συγκεκριμένο ρόλο από ποιο βάθος του εαυτού μου αντλώ υλικό δεν το ξέρω και, μεταξύ μας, δεν θέλω να το μάθω.

    Φοβάστε αυτόν το ρόλο;
    Ναι. Είναι ένας ρόλος που ο ηθοποιός πρέπει να ανασύρει όλες του τις εμπειρίες, όλα του τα συναισθήματα, όλες τις ιδιότητες για να μπορέσει να τον ερμηνεύσει. Έχει διαστάσεις αρχέγονες, είναι εφάμιλλος της αρχαίας τραγωδίας. Το να αναμετρηθείς με τέτοια πράγματα δεν είναι απλό, τον φοβάμαι πάρα πολύ, αλλά με ελκύει την ίδια στιγμή. Είναι και η γλώσσα του Παπαδιαμάντη που από τη μια μας ξενίζει και από την άλλη αντλεί από μέσα μας κάτι πολύ βαθύ. Είναι πολύτιμο να θυμηθούμε τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη, ειδικά αυτή την εποχή.

    Η «Φόνισσα» περνάει το μήνυμα της γυναικείας καταπίεσης. Εσείς νιώσατε ποτέ καταπιεσμένη λόγω φύλου;
    Εγώ όχι. Μεγάλωσα με προοδευτικούς γονείς και πήγα σε μεικτά σχολεία, οπότε από προσωπική άποψη δεν μπορώ να μιλήσω, μπορώ να μιλήσω από καταστάσεις άλλων γυναικών που γνώρισα. Από αυτή την άποψη, μπορείς να δεις κοινά ακόμα και σήμερα με την κατάσταση της Φόνισσας. Ο κόσμος κοινωνικά καθορίστηκε από άντρες, γι’ αυτό φτιάχτηκε έτσι. Δεν υπάρχει όμως περίπτωση να μην αλλάξει. Είμαστε ίσοι, αλλά δεν είμαστε ίδιοι. Κάθε εποχή έχει διαφορετικές ανάγκες.

    Εάν δεν ήσασταν μητέρα, θα καταπιανόσασταν με αυτόν το ρόλο;
    Ως ηθοποιός ναι, θα ήθελα να τον υποδυθώ, δεν ξέρω όμως πόσο θα βάθαινα. Χωρίζω τους ανθρώπους σε αυτούς που έχουν παιδιά και σε αυτούς που δεν έχουν. Ξέρω ότι ακούγεται τρομερό αυτό, αλλά το πιστεύω. Όσοι έχουν παιδιά είναι αρκετά διαφορετικοί. Εάν δεν έχεις βιώσει τη μητρότητα και την πατρότητα, δεν μπορείς να αισθανθείς ότι ένα άλλο πλάσμα είναι πάνω από σένα. Γίνεσαι πάρα πολύ πλούσιος άνθρωπος. Εγώ μπορεί να παίζω τη Φόνισσα, αλλά εύχομαι πάντα να γεννιούνται παιδιά.

    28.10.2011, Σπυροπούλου Μαρία – Ελένη «Μπέττυ Αρβανίτη: Η Φόνισσα με φοβίζει, αλλά με ελκύει ταυτόχρονα», Free Sunday

  • Στάθης Λιβαθινός: “Στην βιβλιοθήκη τα βιβλία ξεκουράζονται, στην σκηνή τα πράγματα είναι διαφορετικά”

    Αποσπάσματα από την Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, όπως θα παρουσιάζεται από τις 9 Νοεμβρίου, πλημμύρισαν σήμερα το καφέ του βιβλιοπωλείου Ιανός, σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε από το Θέατρο Κεφαλληνίας με αφορμή την παρουσίαση του φετινού ρεπερτορίου. Ομιλητές στην εκδήλωση ήταν ο ποιητής και υπεύθυνος για την δραματουργική επεξεργασία της “Φόνισσας” , Στρατής Πασχάλης, ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός, ο ηθοποιός Δημήτρης Καταλειφός και ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης.

    Μιλώντας για την δραματουργική επεξεργασία του έργου ο ποιητής Στρατής Πασχάλης αναφέρθηκε στο πηγαίο γλωσσικό ρεύμα του Παπαδιαμάντη που διατρέχει όλη την αφήγηση της Φόνισσας, το οποίο αναδεικνύεται στην παράσταση ενώ ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός μίλησε για τον ερευνητικό χαρακτήρα και τις ιδιαιτερότητες αυτής της μεταφοράς καθώς και για την συνεργασία του με το Θέατρο Κεφαλληνίας: “Στην βιβλιοθήκη, τα βιβλία ξεκουράζονται. Στην σκηνή τα πράγματα είναι διαφορετικά. Όλα μεταφράζονται σε μια άλλη γλώσσα. Στο θέατρο Κεφαλληνίας , όπου είχα την χαρά και την τιμή να εργαστώ τα τελευταία χρόνια παρέχονται οι δυνατότητες όλες οι δουλειές να έχουν έναν ερευνητικό χαρακτήρα, είτε πρόκειται για Ντύρενματ, είτε για Τσέχωφ, είτε οτιδήποτε άλλο. Αυτή την φορά αποφασίσαμε η δουλειά μας να μην έχει κανένα δίχτυ ασφαλείας ως προς το οτιδήποτε, άρα πρόκειται για μια απευθείας θεατρική δουλειά , η οποία ξεκίνησε από τον Απρίλιο, πάνω στο έργο ενός συγγραφέα που δεν εγγυάται κανένα σίγουρο αποτέλεσμα, ειδικά από την στιγμή που δεν πρόκειται καν για θέατρο αλλά για λογοτεχνία και στον Παπαδιαμάντη δεν υπάρχει τίποτα αυτονόητο”.

    Όσο για τους λόγους της επιλογής του συγκεκριμένου συγγραφέα ο ίδιος είπε: “Αποφασίσαμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το κείμενο σαν σύγχρονοι άνθρωποι και έχω την πεποίθηση ότι η γλώσσα του θα στάξει σαν βάλσαμο στα αυτιά του σύγχρονου θεατή μέσα σε αυτό το σύγχρονο περιβάλλον της βρωμιάς. Ο Παπαδιαμάντης είναι πάντα ανάπαυση ιδιαίτερα μέσα από τον επικίνδυνο προβληματισμό που αναπτύσσει στην Φόνισσα, έχοντας να περιγράψει σκοτεινά σημεία με τόση αγάπη και καλοσύνη προς τον άνθρωπο και έχει σημασία να καταλάβουμε ότι αυτός ο άνθρωπος που περιγράφει με τόση συμπόνια στο ενδιάμεσο ανάμεσα στην ανθρώπινη και στην θεία δικαιοσύνη, πριν από λίγες σελίδες έχει σκοτώσει πέντε παιδιά. Αυτός ο τρόπος σκέψης και η καινοτόμα για την εποχή του ματιά είναι κάποιες από τις αιτίες που μας έκαναν όλους και εμένα προσωπικά να απευθυνθούμε σήμερα σε έναν τέτοιο συγγραφέα και μάλιστα μιλώντας για ένα πρόσωπο που ζητάει μετάνοια και κατανόηση στο τέλος της επίγειας ζωής του”.

    Αμέσως μετά ακολούθησε ολιγόλεπτο τρέιλερ της παράστασης σε σκηνοθεσία Χρήστου Δήμα και μοντάζ Γιώργου Δεβινιώτη, τα γυρίσματα του οποίου διήρκεσαν δύο ημέρες και πραγματοποιήθηκαν στην Τζιά.

    Για τα έργα “Σόλο Ντουέτο”, “Λευκές Νύχτες” και “Σκότωσε ότι αγαπάς”, τα οποία θα παρουσιαστούν στην Β’ σκηνή του Θεάτρου Κεφαλληνίας, μίλησαν αντίστοιχα οι ηθοποιοί Νίκος Αρβανίτης, Δημήτρης Καταλειφός και ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης.

    Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με την παρουσίαση του νέου site του Θεάτρου.

    03.10.2011, Ρανμαντάνη Δέσποινα «Στάθης Λιβαθινός: Στην βιβλιοθήκη τα βιβλία ξεκουράζονται, στην σκηνή τα πράγματα είναι διαφορετικά», theaterviewsite.blogspot.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η «Φόνισσα» στο Θέατρο Κεφαλληνίας- Συνέντευξη τύπου: «Στην περίπτωση του Παπαδιαμάντη τίποτα δεν είναι αυτονόητο!»

    Κανένα “δίκτυ ασφαλείας” δεν θα υπάρχει στη μεταφορά του λογοτεχνικού αριστουργήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη “η Φόνισσα”, όπως δήλωσε ο σκηνοθέτης της παράστασης, που θα ανέβει στην Α Σκηνή του θεάτρου Κεφαλληνίας, Στάθης Λιβαθινός, σε συνέντευξη τύπου που πραγματοποιήθηκε στο βιβλιοπωλείο Ιανός.

    Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, το θέατρο Κεφαλληνίας είναι ένας πειραματικός, ερευνητικός χώρος τα τελευταία χρόνια, τα οποία υπάρχει η συνεργασία. Και αυτό θα γίνει ακόμα περισσότερο εμφανές στην συγκεκριμένη παράσταση – μεταφορά στο θέατρο ενός λογοτεχνικού έργου.

    Ο κ. Λιβαθινός έκανε μια αναφορά στις δυσκολίες του μυθιστορήματος στην σκηνή. Όπως τόνισε, το μυθιστόρημα έχει μεγαλύτερη σχέση με τον κινηματογράφο, ως τέχνη, παρά με το θέατρο. Δήλωσε ότι δεν αντιμετωπίζει έναν καταξιωμένο λογοτέχνη σαν νέο ή γηραιό θεατρικό συγγραφέα, ενώ έκανε και την αυτοκριτική του εκ μέρους του ελληνικού θεάτρου για το γεγονός ότι μεγάλα έργα της ελληνικής λογοτεχνίας δεν μεταφέρονται στην σκηνή συχνότερα, όπως γίνεται, για παράδειγμα στη Ρωσία με τον Ντοστογιέφσκι.

    Ο σκηνοθέτης δήλωσε, ακόμα, ότι η λογοτεχνία σε προσκαλεί να επινοήσεις μία νέα θεατρική γλώσσα. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο στην περίπτωση του Παπαδιαμάντη, το περίπλοκο συγγραφικό έργο του οποίου έχει ως αποτέλεσμα τίποτα να μην μπορεί να θεωρηθεί αυτονόητο. Στο έργο του μεγάλου Σκιαθίτη συγγραφέα, ο σκηνοθέτης εντοπίζει αγάπη και καλοσύνη από τη μία, αλλά και μία διεισδυτικότητα που αναλύει και φωτίζει σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης.

    Ευχήθηκε, ακόμα, η γλώσσα του Παπαδιαμάντη να στάξει σαν βάλσαμο και όχι σαν δηλητήριο στα αυτιά του θεατή. Τέλος, δεσμεύθηκε ότι η θεατρική του παράσταση δεν θα κρύβει ότι πρόκειται για μεταφορά ενός λογοτεχνικού έργου, αλλά αντίθετα θα το αναδεικνύει.

    Για το μείζον θέμα της γλώσσας του Παπαδιαμάντη μίλησε και ο Στρατής Πασχάλης, ο οποίος έχει αναλάβει την διασκευή- δραματουργική επεξεργασία της θεατρικής “Φόνισσας”. Ο κ. Πασχάλης εντόπισε στα κείμενα του Παπαδιαμάντη έναν εξομολογητικό, αυτοβιογραφικό λόγο πίσω από το τρίτο πρόσωπο που χρησιμοποιούσε. Τεχνοτροπικά επικοινωνούσε με πολλά μοντέρνα ρεύματα, καθώς χρησιμοποιούσε μια γλώσσα αναρχούμενη , με ενστικτώδη επιλογή της λέξης ανάλογα με την στιγμή και ερχόμενη σε επαφή με το ασυνείδητο.

    Η πρωτοτυπία του λόγου του Παπαδιαμάντη είχε ως αποτέλεσμα να θεωρηθεί από πολλούς μελετητές αμφιλεγόμενος συγγραφέας, ενώ, σύμφωνα με τον κ. Πασχάλη οι δημιουργοί (όπως ο Γρ. Ξενόπουλος) κατάλαβαν πρώτοι την αξία του, παρά οι μελετητές – φιλόλογοι.

    Στο έργο, το οποίο κάνει πρεμιέρα στις 9 Νοεμβρίου, συμμετέχουν ακόμα οι ηθοποιοί: Μπέττυ Αρβανίτη, Τζίνη Παπαδοπούλου, Λουκία Μιχαλοπούλου, Λίλη Μάλεμε, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Χάρης Χαραλάμπους. Οι φωτισμοί είναι του Αλέκου Αναστασίου, την κίνηση επιμελήθηκε η Μαρία Αλαβάνου και τη μουσική ο Τηλέμαχος Μούσας. […]

    03.10.2011, Σμυρνής Γιώργος «Η «Φόνισσα» στο Θέατρο Κεφαλληνίας- Συνέντευξη τύπου: Στην περίπτωση του Παπαδιαμάντη τίποτα δεν είναι αυτονόητο!», www.monopoli.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

Βραβεία Κοινού Αθηνοράματος 2012

Α’ βραβείο παράστασης
Α’ βραβείο Α΄γυναικείου ρόλου για την Μπέττυ Αρβανίτη
Α΄ βραβείο σκηνοθεσίας για τον Στάθη Λιβαθινό
Γ΄ βραβείο φωτισμών για τον Αλέκο Αναστασίου

Βραβείο «Κάρολος Κουν» ερμηνείας ηθοποιού σε ελληνικό έργο στην Μπέτυ Αρβανίτη για την ερμηνεία του επώνυμου ρόλου.