Ερωτόκριτος – Βιτσέντζος Κορνάρος

2011

Πρώτη παράσταση 18 Νοεμβρίου 2011

 

Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός, επέλεξε ένα εμβληματικό έργο, ένα έργο που ο ποιητής συνέθεσε επηρεασμένος από το γαλλικό μεσαιωνικό μυθιστόρημα Paris et Vienne, αλλά και από τα έργα της ιταλικής Αναγέννησης, δίνοντάς του αναμφισβήτητη ελληνική πνοή.

Το έργο χωρίζεται σε πέντε μέρη.

Το πρώτο μέρος αναφέρεται στον έρωτα της Αρετούσας, κόρης του βασιλιά της αρχαίας Αθήνας Ηρακλή και του Ερωτόκριτου, γιού του πιο πιστού συμβούλου του βασιλιά. Ο βασιλιάς για να διασκεδάσει την θλιμμένη κόρη του Αρετούσα, διοργανώνει στο παλάτι αγώνες κονταροχτηπήματος, στους οποίους κερδίζει ο Ερωτόκριτος (δεύτερο μέρος).

Στη συνέχεια ο νικητής με την προτροπή της αγαπημένης του Αρετούσας, τη ζητά σε γάμο από τον βασιλιά πατέρα της. Εκείνος όμως οργίζεται, εξορίζει τον Ερωτόκριτο και φυλακίζει την κόρη του, ύστερα από την άρνησή της να παντρευτεί άλλο βασιλόπουλο του Βυζαντίου (τρίτο μέρος).

Στο μεταξύ ξεσπάει πόλεμος, ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Βλάχους, στον οποίο πολεμά και ο Ερωτόκριτος μεταμφιεσμένος σε Σαρακηνό. Νικά δίνοντας την τελική νίκη στον βασιλιά Ηρακλή ύστερα από κρίσιμη μονομαχία (τέταρτο μέρος).

Στο τέλος, ο βασιλιάς προσφέρει στον άγνωστο σωτήρα ολόκληρο το βασίλειό του, σε έκφραση ευγνωμοσύνης. Όμως το παληκάρι, ο Ερωτόκριτος, αρνείται, αλλά ζητά σε γάμο την φυλακισμένη Αρετούσα, που αποκρούει την πρόταση μέχρι να αναγνωρίσει τον αγαπημένο της.

Τελικά γίνεται ο γάμος και ο Ερωτόκριτος αναγορεύεται βασιλιάς (πέμπτο μέρος).

Πηγή: elculture.gr

 

Δραματουργική επεξεργασία: Στάθης Λιβαθινός | Έλσα Ανδριανού
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Δημήτρης Μαραμής
Κίνηση: Ζωή Χατζηαντωνίου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Λαμπρίνα Καραγιαννίδου
Βοηθός Σκηνογράφου – Ενδυματολόγου: Τίνα Τζόκα | Βάσω Παπαδοπούλου

Εμφανίζονται οι ηθοποιοί:

Μελέτης Ηλίας
Δημήτρης Ήμελλος
Στέλιος Ιακωβίδης
Νίκος Καρδώνης
Νεφέλη Κουρή
Πηνελόπη Μαρκοπούλου  
Μαρία Ναυπλιώτου
Χρήστος Σουγάρης
Μαρία Σαββίδου
Άρης Τρουπάκης
Σπύρος Τσεκούρας
Γιώργος Χριστοδούλου
Γιώτα Φέστα

Παίζουν οι μουσικοί:

Ευαγγελία Αραχωβίτη πιάνο

Αργύρης Παρασκευάς βιολί

Θεοχάρης Παρασκευάς κρουστά

 
  • Στάθης Λιβαθινός

    H σχέση του Στάθη Λιβαθινού με την θεατρική διασκευή και σκηνοθεσία μεγάλων έργων της λογοτεχνίας δεν είναι καινούργια και ανανεώνεται συνεχώς. Η σκηνοθεσία δύο εμβληματικών έργων της ελληνικής γραμματείας, της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη και του «Ερωτόκριτου» του Β. Κορνάρου που παίζονται στο «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας και στο «Ακροπόλ» αντίστοιχα, είναι χαρακτηριστική.

    Ταυτόχρονα ο γνωστός σκηνοθέτης ετοιμάζεται να ανεβάσει και πάλι τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι, μια παλαιότερη επιτυχημένη παράστασή του στο Εθνικό Θέατρο. Πώς επιτυγχάνεται όμως η «συνάντηση» θεάτρου και λογοτεχνίας όταν μάλιστα πρόκειται για έργα όπως η «Φόνισσα» ή ο «Ερωτόκριτος» και ποιες δυσκολίες κρύβει; Ο Στάθης Λιβαθινός καταθέτει την προσωπική του εμπειρία.

    Κύριε Λιβαθινέ παρατηρώ μια ιδιαίτερη αγάπη σας προς τη λογοτεχνία, την διασκευή και μεταφορά λογοτεχνικών έργων στην θεατρική σκηνή. Από ποιες υπόγειες διαδρομές πιστεύετε ότι επικοινωνεί το θέατρο με τη λογοτεχνία και ποιοι είναι οι κοινοί τους κώδικες;
    Δεν έχουν ακριβώς κοινούς κώδικες. Το καλό θέατρο περιέχει πάντοτε καλή λογοτεχνία, αλλά και η λογοτεχνία συμβαίνει να περιέχει θεατρικότητα. Οι μορφές θεάτρου αλλάζουν, μπαίνουμε σε καινούργια εποχή, το θέατρο για να ανανεώσει τα μέσα του δανείζεται από παντού. Άλλωστε τα μεγάλα θέματα είναι κοινά. Η καλή λογοτεχνία εμπλουτίζει το θέατρο αρκεί βέβαια να την προσεγγίσει κανείς ερευνητικά.

    H λογοτεχνία ίσον αφήγηση, περιγραφή, κρυφά νοήματα, αφηγηματικά παιχνίδια. Το θέατρο ίσον διάλογος, ατμόσφαιρα, δράση. Πώς μεταφράζονται τα πρώτα στα δεύτερα; Δεν ελλοχεύει ο κίνδυνος παράφρασης, κακής μετάφρασης, παρανόησης άρα αλλοίωσης του λογοτεχνικού κειμένου;
    Φυσικά. Αλλά ο σκοπός της λογοτεχνίας ολοκληρώνεται στην τελευταία σελίδα ενός βιβλίου. Το θέατρο πρέπει να έχει ισχυρό λόγο για να απευθυνθεί σε λογοτεχνικό έργο και αναγκαστικά θα το αλλοιώσει, κι έτσι πρέπει, αλλιώς διάβασμα στο σπίτι και όχι θέατρο.

    Τι σας οδηγεί στο ένα η στο άλλο λογοτεχνικό έργο;
    Ένα προαίσθημα, η στιγμή, η ανάγκη, μπορεί και το Θέμα.

    Ενυπάρχει καθόλου το στοιχείο της πρόκλησης στα λογοτεχνικά έργα που επιλέγετε να ανεβάσετε στη θεατρική σκηνή;
    Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι η πρόκληση, δεν το σκέφτομαι. Η μόνη πρόκληση είναι να έχει η μεταφορά της λογοτεχνικής γλώσσας στην θεατρική μία αυθεντικότητα.

    Ντοστογιέφσκι, Παπαδιαμάντης: Δύο εμφανώς μεγάλες σας αγάπες. Ζόρικες όμως πολύ έτσι δεν είναι; Και με κοινά στοιχεία, έχω την πεποίθηση. Ποια είναι η δική σας γνώμη.
    Ζόρικες, φυσικά αλλά και τρυφερές, μεγαλοφυείς, πάντα σύγχρονες. Όχι δεν βλέπω κοινά στοιχεία, το μόνο κοινό στοιχείο είμαι εγώ που στέκομαι ανάμεσα τους. Και στέκομαι με φόβο και δέος. Αλλά και πείσμα.

    Να μείνουμε στον Παπαδιαμάντη. Συγκεκριμένα στην «Φόνισσα» ένα εμβληματικό, κατά γενική παραδοχή, έργο της νεοελληνικής πεζογραφίας. Πολυεπίπεδο, τολμηρότατο στο βύθισμά του στις πιο σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ψυχής, τολμηρότατο επίσης κοινωνικά έως ανατρεπτικό θα το χαρακτήριζα, εξαιρετικά… ντοστογιεφσκικό. Πώς λοιπόν ένα τέτοιο έργο ενδύεται την θεατρική λιτότητα και πυκνότητα; Πώς γίνεται δράση η περιγραφή, πώς αναδύεται ο ταραγμένος και ψιλωμένος νους της Φραγκογιαννούς;
    Το πώς είναι αδύνατον να περιγραφεί γιατί η προσέγγιση μου είναι καθαρά πρακτική και επαληθεύεται μέσω της πρόβας στη σκηνή. Στη δράση σαφώς με αφορά η προσωποποίηση του τρίτου προσώπου. Δεν μπορεί κανείς να τ’ αγγίξει όλα μεμιάς. Επίσης με αφορά να…πω την ιστορία. Τίποτα δεν είναι αυτονόητο.

    Ποιο ήταν για σας το πιο προκλητικό θεατρικά στοιχείο της «Φόνισσας»;
    Μάλλον η αφήγηση.

    Το ότι «παίζεται» ολόκληρο το κείμενο της «Φόνισσας» επί σκηνής δίκην αφήγησης ήταν μια επιλογή σεβασμού προς τη λογοτεχνία και τους ρυθμούς της, πολύ περισσότερο στο έργο του Παπαδιαμάντη;
    Ο πολύς σεβασμός βλάπτει σοβαρά την υγεία του σύγχρονου θεατή και σημαίνει καμιά φορά απόλυτη βαρεμάρα, αν δεν συνοδεύεται από έντονες και σκόπιμες παρεμβάσεις που έχουν σαν σκοπό να αναδείξουν κάτι βαθύτερο. Ο σεβασμός δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο και μάλιστα κρυφό.

    Στην παράσταση της δικής σας σκηνοθετικά «Φόνισσας» είδα μια άλλη Μπέτυ Αρβανίτη, κυριολεκτικά αγνώριστη. Εξαιρετική ως Φραγκογιαννού. Πώς καταφέρατε να αλλάξετε τόσο πολύ μια ηθοποιό με δική της αναγνωρίσιμη θεατρική ταυτότητα και προσωπικότητα;
    Σας ευχαριστώ…Εγώ δεν κατάφερα μόνος μου τίποτα. Με την Μπέτυ πλησιάσαμε κάτι κι εκείνη αποφάσισε να αφεθεί απόλυτα. Αν ο ηθοποιός θέλει πραγματικά, τότε υπάρχει ανταπόδοση. Σε αυτό έπαιξε τεράστιο ρόλο και ο περίγυρος των εξαιρετικών παιδιών.

    Να πάμε τώρα σ ένα άλλο μεγάλο κλασικό ποιητικό κείμενο της αναγεννησιακής ελληνοκρητικής δημιουργίας. Τον «Ερωτόκριτο» του Βιντσέντζου Κορνάρου. Τι σας προκάλεσε στον Ερωτόκριτο ώστε να κονταροχτυπηθείτε μαζί του;
    Μία παιδική ανάμνηση. Τον άκουγα από μικρός…

    Πώς ένα εμβληματικό αφηγηματικό θέατρο του 17ου αιώνα με τόσες εικόνες, τόσες εναλλαγές, τόση δράση, τόσα πρόσωπα μεταφέρεται στη θεατρική σκηνή του 21ου αιώνα έτσι ώστε να μην κουράσει αλλά να γοητεύσει τον σημερινό θεατή;
    Δεν ξέρω πως. Προσπάθησα να το ανακαλύψω δουλεύοντας επίπονα με την ομάδα μου.

    Και με τον ποιητικό έμμετρο λόγο τι γίνεται;
    Άσκηση, συσχετισμός, αφομοίωση και πάλι άσκηση, και πάλι και πάλι.

    Η παράσταση του «Ερωτόκριτου» διαρκεί τρεις ώρες και κάτι. Έχετε και στο παρελθόν δοκιμαστεί σε πολύωρες παραστάσεις. Δεν σας φοβίζει μια πολύωρη παράσταση δεν ενέχει ένα τέτοιο εγχείρημα περισσότερους κινδύνους από μια μικρότερης διάρκειας παράσταση. Αναφέρομαι βεβαίως στη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στην παράσταση και τους θεατές.
    Όχι. Το θέατρο δεν μπορεί να λάβει υπ’ όψιν του υποχρεωτικά κάτι τέτοιο. Έχω πλήξει και με μισάωρες παραστάσεις. Ο χρόνος είναι περιεχόμενο.

    «Ο Ερωτόκριτος» εμφορείται από τις ιπποτικές αξίες της εποχής του. Σε μια εποχή όπως αυτή που ζούμε όλοι σήμερα πιστεύετε ότι οι αξίες αυτές που έρχονται από το βαθύ παρελθόν της ανθρωπότητας θα είχαν να πουν κάτι στον σημερινό θεατή, τον σημερινό συμπατριώτη μας;
    Νομίζω μόνο αυτές έχουν κάτι να πουν.

    Σας ευχαριστώ
    Κι εγώ.

    19.02.2012, Χουζούρη Ελένη «Στάθης Λιβαθινός», www.bookpress.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ιδού οι νικητές των θεατρικών βραβείων 2012

    Ο Γιάννης Κακλέας και ο Στάθης Λιβαθινός μοιράστηκαν το βραβείο «Κάρολος Κουν» σκηνοθεσίας ελληνικού έργου, ο πρώτος για την σύγχρονη και δυναμική σκηνοθεσία του έργου «Αυλή των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, που παρουσιάσθηκε στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και ο δεύτερος για την ευφάνταστη σκηνοθεσία του έργου «Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορνάρου, που παρουσιάσθηκε στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου «Ακροπόλ». […]

    Βραβείο «Κάρολος Κουν» σκηνοθεσίας ελληνικού έργου, ισοτίμως στους (αλφαβητικά):

    Γιάννη Κακλέα για την σύγχρονη και δυναμική σκηνοθεσία του έργου «Αυλή των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, που παρουσιάσθηκε στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου
    και Στάθη Λιβαθινό για την ευφάνταστη και πολυεπίπεδη σκηνοθεσία του έργου «Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορνάρου, που παρουσιάσθηκε στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου «Ακροπόλ».

    18.02.2012, Χ.Σ. «Ιδού οι νικητές των θεατρικών βραβείων 2012», www.tff.gr

  • Ενδιαφέροντα σκηνικά εγχειρήματα

    «Ερωτόκριτος» στο «Ακροπόλ»

    Μετά την αλησμόνητης σκηνοθετικής, σκηνογραφικής – ενδυματολογικής και υποκριτικής ομορφιάς παράσταση του Σπύρου Ευαγγελάτου, με το νεοσύστατο τότε «Αμφι-Θέατρό» του, η πιο ενδιαφέρουσα – έκτοτε – «πρόταση» σκηνικής μεταφοράς του «Ερωτόκριτου», (του αριστουργηματικά στιχουργημένου και μυθοπλασμένου, 10.052 δεκαπεντασύλλαβων στίχων, αφηγηματικού ποιήματος του Βιτσέντζου Κορνάρου, που αποτέλεσε το δημοφιλέστερο και μαζικότερο λαϊκό ανάγνωσμα του κρητικού λαού επί τέσσερις αιώνες περίπου), «κατατίθεται» με την παράσταση του Στάθη Λιβαθινού στο ανακαινισμένο θέατρο «Ακροπόλ». Ο σκηνοθέτης δεν προσέφυγε στη συνήθη «λύση» – δηλαδή σε διασκευαστική παρέμβαση, τη μετατροπή του σε θεατρικό κείμενο, με απόσπαση των αφηγούμενων από τον ποιητή διαλόγων μεταξύ διαφόρων προσώπων και τη διατήρηση ελάχιστων αφηγηματικών μερών (του προλόγου, του επιλόγου και μικρών άλλων αφηγηματικών κομματιών) του εκτενέστατου ποιήματος. Αντίθετα, σεβάστηκε και κατέδειξε τον αφηγηματικό χαρακτήρα του πρωτοτύπου. Με τη συνεργασία της Έλσας Ανδριανού (δραματουργική επεξεργασία) και τους διαλόγους αξιοποίησε, αλλά και τη συνεχή παρουσία του ποιητή – αφηγητή, που μιλά και ως αυτοτελές πρόσωπο, ενταγμένο και αυτό στη σκηνική δράση, αλλά και μέσω των προσώπων του μύθου. Η σκηνοθεσία, για να υπογραμμίσει τον αφηγηματικό χαρακτήρα του έργου, κατέστησε αφηγητές όλους, ανεξαιρέτως, τους ηθοποιούς, οι οποίοι εναλλασσόμενοι και στους κύριους και σε πολλούς μικρούς ρόλους «αφηγούνται», «παριστάνουν», δεν ενσαρκώνουν ρεαλιστικά το χαρακτήρα, τα συναισθήματα, την κατάσταση, τις πράξεις των προσώπων. Εμπνεόμενος από τις λαϊκές, ερασιτεχνικές παραστάσεις του «Ερωτόκριτου» σε χωριά της Κρήτης, ο Στάθης Λιβαθινός έστησε μια χυμώδη, ευφρόσυνη, νεανικής φρεσκάδας παράσταση ως παιγνιώδες «παραμύθι», στηριζόμενος τα μέγιστα από τα ευφάνταστα, καλαίσθητα, πολύχρωμα κοστούμια και το ευφυές σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, τους εξαιρετικούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, τη σφριγηλή κινησιολογία της Ζωής Χατζηαντωνίου και τη μουσική του Δημήτρη Μαραμή. Με τις μιμήσεις και το σκηνικό παιχνίδι τους ευφραίνονται οι ίδιοι και ευφραίνουν το θεατή και οι δεκατρείς ταλαντούχοι ηθοποιοί: Μελέτης Ηλίας, Δημήτρης Ήμελλος, Στέλιος Ιακωβίδης, Νίκος Καρδώνης, Νεφέλη Κουρή, Πηνελόπη Μαρκοπούλου, Μαρία Ναυπλιώτου, Μαρία Σαββίδου, Χρήστος Σουγάρης, Άρης Τρουπάκης, Σπύρος Τσεκούρας, Γιώτα Φέστα, Γιώργος Χριστοδούλου. […]

    08.02.2012, Θυμέλη «Ενδιαφέροντα σκηνικά εγχειρήματα», Ριζοσπάστης

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Eρωτόκριτος ludens

    Ο Στάθης Λιβαθινός μετατρέπει το αριστούργημα του Βιτσέντζου Κορνάρου σε πολιτική πράξη.

    Η γλώσσα και το παιχνίδι είναι οι δυο βασικές έννοιες που ξεκλειδώνουν την παράσταση του Ερωτόκριτου στη σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού. Η γλώσσα ως μέσο και αντικείμενο εθνικού στοχασμού και το παιχνίδι ως μια φυσική εκδήλωση του ανθρώπινου είδους και του πολιτισμού του, αδιαχώριστη από την (θρησκευτική/πολιτική) τελετουργία και βασική στην τέχνη της αναπαράστασης, το θέατρο.

    «Μα καλά, τώρα που καταρρέει το σύμπαν, τι μπορεί να πει στο κοινό η παλιά, έμμετρη μυθιστορία του Βιτσέντζου Κορνάρου, με τις περιπέτειες δυο ερωτευμένων νέων, του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας;». Μην κάνετε αυτήν τη σκέψη. Δεν είναι πολιτικό θέατρο, βέβαια, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ πιο πολιτική επιλογή από τη σκηνική απόδοση, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, ενός εμβληματικού κειμένου του νεότερου ελληνικού πολιτισμού, που γονιμοποίησε με το πιο βαθύ τρόπο την ομιλούμενη ελληνική γλώσσα και το λαϊκό φαντασιακό, σχετικά με τα δεινά αλλά και την απαράμιλλη δύναμη του έρωτα.

    Γραμμένος στα μέσα περίπου του 17ου αιώνα, λίγο πριν από την κατάκτηση της επί 4 αιώνες βενετοκρατούμενης Κρήτης από τους Τούρκους, ο Ερωτόκριτος μιλά τη γλώσσα την ελληνική με τόσο σίγουρο τρόπο που εκπλήσσει – και ταυτόχρονα συγκινεί. «Γιατί δεν είναι απλώς ένας φραστικός, είναι συνάμα ένα ψυχικός και σωματικός τρόπος, που μας φέρνει σύρριζα κοντά στον εαυτό μας», γράφει ο Σεφέρης στις Δοκιμές του. Έχει δίκιο.

    H γλώσσα του Ερωτόκριτου καθιστά την επιλογή της σκηνικής μεταφοράς του πράξη πολιτική. Σε μια στιγμή της ιστορίας μας που όλα μοιάζουν υπό κατάρρευση, διασυρμένα και ταπεινωμένα, χωρίς προοπτική κι ελπίδα, τα δίστιχα του Ερωτόκριτου έρχονται να ζωντανέψουν την πιο βαθιά μνήμη, το αίσθημα του ανήκειν, την ελληνική συνείδηση. Θα έγραφα «εθνική» αντί για ελληνική, αλλά σήμερα που οι πολιτικοί -από τους γνωστούς μειοδότες έως τους καινούργιους «προφήτες»- επαναφέρουν στο λεξιλόγιό τους τη λέξη «πατρίδα» για να προσεγγίσουν ψηφοφόρους, η λέξη μοιάζει πρόσφορη σε παρανοήσεις. Η ελληνική γλώσσα, πάντως, είναι ο θησαυρός μας, είναι η Ακρόπολή μας, όπλο και φάρμακο μαζί, ό,τι μας διασώζει από τη διαλυτική δυναμική της εποχής.

    Αυτό που συμβαίνει, λοιπόν, στο Ακροπόλ θα μπορούσε ν’ αποτυπωθεί ως εξής: ένα σύνολο ηθοποιών ζωντανεύει με την ανάσα και το σώμα του το γλωσσικό σύμπαν του Κορνάρου. Ο Λιβαθινός προφανώς δεν θέλησε μια φιλολογική σκηνική ανάγνωση, αλλά επεδίωξε να σωματοποιήσει τον λόγο, δείχνοντας ότι ο κρητικός δεκαπεντασύλλαβος δεν απέχει πολύ από τον τρόπο που μιλούν/τραγουδούν για τη ζωή τους οι ράπερ στα σύγχρονα γκέτο των δυτικών μεγαλουπόλεων. Από κάποια τραγούδια που εντάχθηκαν στην παράσταση (η μουσική του Δημήτρη Μαραμή δεν έκρυβε τις τζαζ αναφορές της), ξεκουράζοντας το κοινό από το μετρικό απαρέγκλιτο της ζευγαρωτής ομοιοκαταληξίας, φάνηκε πόσο καλά μπορεί να λειτουργούσε ο Ερωτόκριτος, αν μεταγράφονταν στη φόρμα του μιούζικαλ.

    Το δεύτερο στοιχείο που χαρακτηρίζει, νομίζω, τον Ερωτόκριτο του Λιβαθινού έχει να κάνει με το παιχνίδι, έννοια που διατρέχει την τέχνη του θεάτρου από τις απαρχές της ιστορίας, όπως η μίμηση και η αναπαράσταση είναι συνυφασμένες με τον άνθρωπο ήδη από τα πρώτα του βήματα. Από το ξεκίνημά της κιόλας (τα 45 πρώτα λεπτά παίζονται στο προσκήνιο του Ακροπόλ, μπροστά από τη βαριά, βυσσινί, βελούδινη αυλαία) η παράσταση αποκαλύπτει τις προθέσεις της: όλοι οι ηθοποιοί συμμετέχουν στην παρουσίαση των προσώπων της ιστορίας, συστήνουν και συστήνονται μετωπικά προς το κοινό και με παιγνιώδη τρόπο παρουσιάζουν τη γέννηση του έρωτα των δυο νέων, τις περιπέτειες του οποίου θα ξετυλίξουν στη συνέχεια.

    Στην κατεύθυνση του αφηγηματικού θεάτρου, όπου ο ρόλος του αφηγητή (Ποιητής) εμπεριέχεται στους άλλους ρόλους και η τριτοπρόσωπη αφήγησή του διαχέεται στον ευθύ λόγο, οι ηθοποιοί της παράστασης θα υποδυθούν συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά θα αναλάβουν να ζωντανέψουν και αρκετά ακόμη δευτερεύοντα με την ελευθερία και την αφαίρεση που χαρακτηρίζει τα παιχνίδια των παιδιών. Ίσως η σκηνή που αποκαλύπτει πιο καθαρά την πρόθεση της σκηνοθεσίας είναι αυτή της γκιόστρας, της κονταρομαχίας των 14 βασιλόπουλων, την οποία οι ηθοποιοί ζωντάνεψαν με μια σειρά απολαυστικών αυτοσχεδιασμών, κωμικών και πέρα από κάθε αίτημα ρεαλιστικής αληθοφάνειας.

    Διατηρώ σοβαρές επιφυλάξεις σχετικά με τον τριπλασιασμό του ζεύγους Ερωτόκριτου-Αρετούσας. Από τη στιγμή που είχε τη Νεφέλη Κουρή (μια ηθοποιό που με εξέπληξε με τα προσόντα της, τη φλόγα της ερμηνείας της κι ένα πάθος υπέροχο όσο κι ανοικονόμητο στη νεότητά του) και τον Γιώργο Χριστοδούλου, γιατί από ένα σημείο και μετά αναθέτει τους ρόλους στη Μαρία Ναυπλιώτου και τον Ηλία Μελέτη, και προς το τέλος στη Γιώτα Φέστα και στον Δημήτρη Ήμελλο; Φάνηκε σαν να ήθελε να κρατήσει (πρωταγωνιστικές) ισορροπίες ως προς τους παλαιότερους ηθοποιούς της ομάδας του, εις βάρος της ροής της παράστασης.

    Η οποία, επανέρχομαι, στηρίζεται σε βασικά κεφάλαια της ιστορίας του θεάτρου (λαϊκό αυτοσχεδιαστικό θέατρο), σε κεντρικές ιδέες της «βιομηχανικής» μεθόδου του Μέγερχολντ αλλά και στη σκέψη του Γιόχαν Χουιζίνγκα περί του hοmo ludens (του Ανθρώπου που παίζει). Την έννοια του παιχνιδιού υπηρετεί και το καρουζέλ που έστησε ως μοναδικό σκηνικό η Ελένη Μανωλοπούλου, ένα «αντικείμενο» που ακαριαία σε μεταφέρει στον μαγικό κύκλο της λογοτεχνίας («του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου» είναι ο πρώτος στίχος του Ερωτόκριτου, που παραπέμπει στον περίφημο τροχό της τύχης του ελισαβετιανού θεάτρου), της απολεσθείσας αθωότητας των παιδικών παιχνιδιών και του θεάτρου που την ξανακαινουργιώνει.

    18.01.2012, Καλτάκη Ματίνα «Eρωτόκριτος ludens», www.lifo.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ερωτόκριτος @ Θέατρο Ακροπόλ

    Σπουδαία θεατρική εμπειρία η παράσταση του Στάθη Λιβαθινού. Ακόμη και ο λιγότερο μυημένος αντιλαμβάνεται βγαίνοντας από το θέατρο, την καλλιτεχνική ιδιοφυΐα του σκηνοθέτη που έστησε ένα έργο υπερθέαμα συναισθημάτων, εικόνων και ερμηνειών. Αν χρονικά μάλιστα διαρκούσε λιγότερο, δεν θα υπήρχε κανένα ψεγάδι.

    Το κλασικό ποίημα των 10.052 στίχων του Βιντσέντζου Κορνάρου, ξετυλίγει με μια πρώτη ανάγνωση τον γεμάτο εμπόδια και άνισο κοινωνικά έρωτα της μοναχοκόρης του βασιλιά της Αθήνας, Αρετούσας με τον γιο του πιστού συμβούλου του βασιλιά, Ερωτόκριτου. Ιστορικά το γραμμένο στη Κρητική διάλεκτο έργο έχει διχάσει για την σημαντικότητα του, η δεξιοτεχνική του όμως αναπαράσταση από τον Στάθη Λιβαθινό το αναγάγει στο βαθμό του αριστουργήματος. Ένα παραμύθι που ξεχειλίζει συναίσθημα και υμνεί τον έρωτα. Με την λεπτομερειακή προσοχή και φροντίδα που απαιτεί ένα παραδοσιακό εργόχειρο, ο Λιβαθινός συνθέτει το σκηνικό χωροχρόνο του Κορνάρου, πιο πειστικό ακόμη και από το πρωτότυπο, προσδίδοντας παράλληλα με εντυπωσιακούς χειρισμούς σύγχρονα στοιχεία που απογειώνουν την παράσταση. Στιγμές σπουδαίων εμπνεύσεων τα jazz λυρικά μέρη και φυσικά η αποθεωτική σκηνή της κονταρομαχίας. Η λεπτοδουλεμένη δουλειά της Ζωής Χατζηαντωνίου που ανέλαβε την ανατρεπτική συχνά κινησιολογία ξεχωρίζει όπως και η υλοποίηση του σκηνικού από την Ελένη Μανωλοπούλου (έχει κάνει και τα κοστούμια)πάνω στην βαθιά ανατρεπτική αλλά τόσο ατμοσφαιρική ιδέα του τεράστιου καρουζέλ πάνω στην σκηνή. Δεμένος υποκριτικά, ο θίασος ανταποκρίνεται στην αριστουργηματική σκηνοθεσία και λειτουργεί σαν καλοκουρδισμένο ρολόι, όπου κάθε δείκτης παρακινεί με την προσεγμένη ερμηνεία του τον άλλο, για τον επόμενο κτύπο. Αριστοτεχνικός, επιβλητικός και απίστευτα πλαστικός ο Χρήστος Σουγάρης κλέβει τις εντυπώσεις στο ρόλο του Ρήγα, η νεαρή Νεφέλη Κουρή ντύνει την Αρετούσα με την εξαίσια αθώα αλλά και επαναστατική αύρα της και ο Νίκος Καρδώνης σπινθηροβόλος και ποιοτικά κωμικός ως φίλος του Ερωτόκριτου. Όλοι οι ηθοποιοί γενικότερα, εκτός από την Γιώτα Φέστα, που βαριέται ανυπόφορα. Και είναι τόσο εξόφθαλμη η αδυναμία της σε ένα τόσο άριστα ενορχηστρωμένο σύνολο, που μαζί με την αναγκαιότητα για μια μικρότερη σε διάρκεια παράσταση, στερούν στον “Ερωτόκριτο” του Λιβαθινού, τον τίτλο μιας από τις καλύτερες παραστάσεις που έχουν ανεβεί τα τελευταία χρόνια.

    O Χρήστος Σουγάρης μίλησε στο REVma -/+:

    Πόσο επίκαιρη πιστεύετε ότι μπορεί να είναι σήμερα μια ιστορία αγάπης παρμένη από την παραδοσιακή ελληνική λογοτεχνία και τί έχει να προσφέρει στο κοινό;
    Έχει πολύ ενδιαφέρον, ειδικά σήμερα, να αφηγείσαι ένα παραμύθι, το οποίο τονίζει πως όποιες και αν είναι οι δυσκολίες, αν υπάρχει θέληση, υπομονή και πείσμα, όλα μπορούν να συμβούν. Πως ακόμη και το πολίτευμα μπορεί να αλλάξει, φτάνει να πιστέψεις σε αυτό πάρα πολύ. Το ότι ο Ερωτόκριτος δηλαδή χωρίς να έχει δικαίωμα στον θρόνο, γίνεται βασιλιάς στο τέλος του έργου, σημαίνει ότι το πολίτευμα γίνεται δημοκρατικό υπό μια έννοια. Δεν υπάρχει λοιπόν μεγαλύτερο καλλιτεχνικό αντίδοτο για την εποχή μας και καταλληλότερη περίοδος για να αφηγηθείς παραμύθια, αν και ο Ερωτόκριτος δεν είναι μόνο παραμύθι.

    Το έργο τέθηκε υπό μεγάλη αμφισβήτηση από τους λόγιους της εποχής ενώ η σημαντικότητα του αμφισβητείται μέχρι σήμερα. Είναι η μοίρα ενός σπουδαίου έργου ή μια πλευρά της πραγματικότητας;
    Αυτό που μου αρέσει πολύ στο κείμενο, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Κορνάρος γράφει δέκα χιλιάδες στίχους και καταφέρνει να είναι σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό γοητευτικός από κάθε άποψη. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί, τα ρήματα και οι λέξεις με γοητεύουν αφάνταστα. Προσωπικά λοιπόν, το βρίσκω ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό κείμενο. Ως ιστορία είναι πάρα πολύ απλή και μπορεί να είναι δάνειο (παρμένη από γαλλικό κείμενο), αλλά δάνεια υπάρχουν πολλά. Το θέμα δεν είναι εκεί, άλλωστε ακόμη και ο Σέξπιρ δανείζεται και η περαιτέρω ανάλυση αυτού του θέματος έχει περισσότερο φιλολογικό ενδιαφέρον.

    Στο κλίμα του ιστορίας, ας υποθέσουμε πως αποφασίζεται αιφνιδιαστικά η δική σας εξόριση. Τι θα κάνατε οπωσδήποτε μέχρι να φύγετε;
    Το μόνο που μπορώ να σας πω με σιγουριά είναι πως θα ήμουν δίπλα στην εξάχρονη κόρη μου. Από εκεί και έπειτα θα μετρούσε τόσο διαφορετικά ο χρόνος. Κάθε δευτερόλεπτο, κάθε δέκατο του δευτερολέπτου, που δεν έχω ιδέα τί ιδέες θα μου γεννούσε. Δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο, οι σκέψεις μου θα ήταν τόσες πολλές και τόσο βαριές, που το κορμί μου θα ήταν ανίκανο να κάνει το παραμικρό.

    Πόσο σας επηρεάζει η δύσκολη κοινωνικοπολιτική κατάσταση που περνάμε, καλλιτεχνικά, συναισθηματικά, ερμηνευτικά; Σας αγχώνει αν το θέατρο θα μπορέσει να έχει κόσμο; Είστε αισιόδοξος;
    Με επηρεάζει σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό, αρχικά γιατί είμαι πολίτης και αισθάνομαι πως μερίδιο ευθύνης σε αυτό που ζούμε έχουμε όλοι, χωρίς το μερίδιο ευθύνης όμως να είναι ίδιο για όλους. Σαφώς και έχω την έγνοια της απήχησης της δουλειάς μου, καθώς αυτός είναι ο σκοπός και ο προορισμός της. Ο κόσμος δηλαδή. Όσο για το αν είμαι αισιόδοξος, αισθάνομαι πως όσο μεγάλη και αν είναι η δυσκολία, έχουμε αρχίσει να γινόμαστε περισσότερο εξωστρεφείς ως πολίτες. Περισσότερο από ποτέ συνομιλούμε. Περισσότερο από ποτέ δηλώνουμε την διαφωνία μας. Ο Μπρέχτ έλεγε πως το να φωνάζεις είναι πρόοδος. Είναι ένα βήμα λοιπόν. Μιλάμε πια περισσότερο, ακούμε ο ένας τον άλλο, ζούμε το πρόβλημα του δίπλα, και περισσότερο από ποτέ κατανοούμε πως αυτό που τον αφορά σήμερα, ενδεχομένως να αφορά και εμάς αύριο. Παλαιότερα δεν ήταν έτσι. Δεν πιστεύω ωστόσο πως όλη αυτή η κατάσταση θα έχει ένα τέλος, μια έκβαση. Και αυτό γιατί ζούμε μια καμπή, μια περίοδος που το ίδιο το σύστημα χρειάζεται για να δημιουργήσει ένα περιθώριο κέρδους. Μια κατάσταση δηλαδή απόλυτα ελεγχόμενη. Ας μην τρέφουμε άλλωστε αυταπάτες. Δεν είμαστε γαλάτες. Δεν έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι μας, όσο και αν θέλουν να το παρουσιάζουν έτσι αυτοί που μας διοικούν, και δικαίως άλλωστε, αφού έκαναν τα πάντα για να φτάσουμε σε αυτό το επίπεδο της βλακείας.

    07.01.2012, Γ.Ε. «Ερωτόκριτος @ Θέατρο Ακροπόλ», rev-ma.com

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η δύναμη και η σαγήνη του λόγου

    Τρεις ώρες θεατρικού σφρίγους και γλωσσικής ανάτασης με Κορνάρο στο θέατρο Ακροπόλ

    Βιτσέντζος Κορνάρος “Ερωτόκριτος”

    σκην.: Στάθης Λιβαθινός

    Θέατρο Ακροπόλ

    Την άνοιξη που ο Βιτσέντζος Κορνάρος, αρχοντόπουλο από τη Σητεία της Κρήτης, γινόταν 11 χρόνων, στην άλλη άκρη της Ευρώπης, στο Στράντφορντ της Αγγλίας λέγεται πως γεννιόταν ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Πιθανόν να διάβασαν τα ίδια παραμύθια, τα ίδια ιπποτικά ρομάντζα από τις λαϊκές φυλλάδες, τα ίδια αυλικά, μεσαιωνικά ή πρωτο-αναγεννησιακά έργα. Αυτά που η ορμητική Αναγέννηση ταξίδευε, μετέφραζε, παράφραζε, έκλεβε, διασκεύαζε, κορφολογούσε, διασταύρωνε οριζοντίως και καθέτως, κατά πλάτος και κατά μήκος του μεσογειακού και του αραβο-ευρωπαϊκού, κυρίως, κόσμου.

    Όποιος πάρει στα χέρια του το μεσαιωνικό ρομάντσο «του Παρίση και της Βιέννας» κάποιου Πιερ ντε λα Σιπέντ δυσκολεύεται να πιστέψει πως στάθηκε -μεταξύ άλλων- το πρότυπο για τον Ερωτόκριτο. Γι’ αυτόν τον γόη-ποταμό των 10.052 στίχων, που αν λουστείς στους ιαμβικούς του δεκαπεντασύλλαβους στοιχειώνει για πολύ εντός σου.

    Καθισμένη στην πέμπτη σειρά του ανακαινισμένου θεάτρου Ακροπόλ λούστηκα πράγματι σ’ αυτόν τον ποταμό της κρητικής Αναγέννησης, αλλά και στους σκηνικούς χυμούς ενός ορμητικού, ενθουσιώδους, νεαρού -ασχέτως ηλικίας- θιάσου. Πρόκειται για τον πυρήνα της πρώην Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού, που υπό τον Στάθη Λιβαθινό συνεχίζει εκτός Εθνικού τη δυναμική της πορεία. Τα δύο επόμενα χρόνια, στο Ακροπόλ.

    Για αρκετή ώρα δεν συνειδητοποιείς πως το έργο παίζεται στο περιορισμένο προσκήνιο μπροστά από την κλειστή αυλαία και σε δύο σκάλες, δεξιά κι αριστερά της σκηνής. Τέτοια είναι η δύναμη και η σαγήνη του λόγου, τέτοια η φυσικότητα, η πλαστικότητα, το χιούμορ, οι περιπέτειες της εκφοράς του, που δίνουν χιλιόμετρα σε μια λουρίδα σανιδιού και τριάντα σκαλοπάτια. Τέτοια η μουσική και μουσικότητα της αφήγησης, το πάθος των αποστροφών που τραγουδιούνται σε ύφος τζαζ (τι έξοχη δουλειά του Δημήτρη Μαραμή!) που θαρρείς ότι έχουν προσαρμοστεί ακόμα και τα λαούτα της παράδοσης δίχως καμία παραχώρηση. Όταν πια ανοίξει η σκηνή και εμφανιστεί ένα αστείο καρουζέλ με αλογάκια, ένας παν-τόπος που γυρίζει και σημαίνει τα πάντα -παλάτια, πεδία μάχης, φυλακές- τότε συνδέεις αυτόματα την αρχή του έργου και των περιπετειών του:.. «του κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνου/ και του τροχού που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου/..» και υποκλίνεσαι στην ιδέα της Ελένης Μανωλοπούλου. Ανάλαφρη και πολυσήμαντη. Το ίδιο υποκλίνεσαι και στα παιγνιώδη, τολμηρά στη σύνθεση υλικών, ύφους, καταγωγών, πανσπερμικά κοστούμια της, τόσο συμβατά με τη φιλοσοφία της σκηνοθεσίας.

    Πολλοί με ρωτούν ποιος έπαιζε ποιον στην παράσταση που είδαν, καθώς δεν γνώριζαν παρά τον Ήμελλο, τη Ναυπλιώτου και τη Φέστα από τον θίασο των δεκατριών ηθοποιών. Αναφορά σε ρόλους δεν υπάρχει στο πρόγραμμα ή σε δημοσιεύματα. Όλοι παίζουν σχεδόν όλους και με αφοπλιστική αμεσότητα, ταχύτητα και καθαρότητα μπαινοβγαίνουν σε ρόλους, μεταμορφώσεις, σχολιασμούς και αφηγήσεις. Είναι ένας θίασος θαυμαστά δουλεμένος και αλληλοσυμπληρούμενος στις υπηρεσίες ενός σύγχρονου αφηγηματικού τρόπου, τόπου και ήθους. Θα έπρεπε ίσως να σεβαστεί κανείς τις προθέσεις του (ακόμη και συμβολικές για τις μέρες μας) και να κρίνει συνολικά ομοψυχία, συλλογικότητα, ομοιογένεια, όμως μαζί κι ελευθερία και άπλα του κάθε ηθοποιού στο τελικό αποτέλεσμα.

    Έλα όμως που το θέατρο δεν αφήνει ν’ αγιάσουν οι ανωνυμίες! Έχει στο DNA του τον «πρωταγωνιστή». Τολμώ λοιπόν κι εγώ να ξεχωρίσω εκτός των σαρωτικών, ευαίσθητων, ψαγμένων και σκηνικά πανέξυπνων: Ηλία Μελέτη, Δημήτρη Ήμελλο, Στέλιο Ιακωβίδη, Νίκο Καρδώνη, Πηνελόπη Μαρκοπούλου, Μαρία Ναυπλιώτου, Χρήστο Σουγάρη, Άρη Τρουπάκη, Σπύρο Τσεκούρα, Γιώτα Φέστα, την ανεξάντλητης δύναμης και αυταπάρνησης παραμάνα Φροσύνη της Μαρίας Σαββίδου. Μου θύμισε, με όλες τις αρετές της αλλά και με το σκηνικό της εκτόπισμα, σοφή, δροσερή, πανάρχαια βελανιδιά που μάζεψε στον ίσκιο της όλες τις Ιουλιέτες, τις Μελιμπέες, τις Αρετούσες των αιώνων. Άλλη μια αναφορά στο νεαρό, πρώτο ζευγάρι Ερωτόκριτου – Αρετούσας: Στη Νεφέλη Κουρή, αεικίνητο, νευρώδες αγριοκάτσικο, δεν το κάνεις πάνω από 13-14, κεραυνοβολημένο απ’ τα δεινά του έρωτα, δοσμένο γι’ αυτό στης μουσικής το πάθος, και στον άγουρο Ερωτόκριτο του Γιώργου Χριστοδούλου, φλεγόμενο, ικέτη, μαχητή, πλάνητα κι εξόριστο, υπέροχα αθώο, δυναμικό και ασυγκράτητο.

    18.12.2011, Κολτσιδοπούλου Άννυ «Η δύναμη και η σαγήνη του λόγου», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Είδαμε τον Ερωτόκριτο σε… καρουζέλ (****)

    Τον Ερωτόκριτο, το πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα του 16ου αιώνα, το αριστούργημα του σημαντικότερου εκπροσώπου της Κρητικής λογοτεχνίας, του Βιτσέντζου Κορνάρου, επέλεξε να μας παρουσιάσει φέτος ο Στάθης Λιβαθινός εγκαινιάζοντας με τον τρόπο αυτό το ανακαινισμένο Ακροπόλ.

    Πρόκειται για ένα εμβληματικό έργο, για μία ίσως από τις καλύτερες στιγμές της λογοτεχνίας του 17ου αιώνα, ένα έργο που ο κρητικός ποιητής συνέθεσε επηρεασμένος από το γαλλικό μεσαιωνικό μυθιστόρημα Paris et Vienne, αλλά και από τα έργα της ιταλικής Αναγέννησης, δίνοντάς του ωστόσο μία πνοή αναμφισβήτητα ελληνική.

    Η έμμετρη αυτή μυθιστορία αποτελείται από 10.012 (οι τελευταίοι δώδεκα αναφέρονται στον ποιητή) ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους και είναι γραμμένος στην Κρητική διάλεκτο. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι σώθηκε σε ένα μόνο αντίγραφο κι εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1713.

    Η υπόθεση του έργου – που χωρίζεται σε πέντε μέρη – εκτυλίσσεται στην Αθήνα, σε μια μάλλον μυθική εποχή. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στον έρωτα της Αρετούσας, κόρης του βασιλιά της αρχαίας Αθήνας Ηρακλή και του Ερωτόκριτου, γιού του πιο πιστού συμβούλου του βασιλιά. Ο βασιλιάς για να διασκεδάσει την θλιμμένη κόρη του Αρετούσα, διοργανώνει στο παλάτι αγώνες κονταροχτυπήματος, στους οποίους κερδίζει ο Ερωτόκριτος (δεύτερο μέρος). Στη συνέχεια ο νικητής με την προτροπή της αγαπημένης του Αρετούσας, τη ζητά σε γάμο από τον βασιλιά πατέρα της. Εκείνος όμως οργίζεται, εξορίζει τον Ερωτόκριτο και φυλακίζει την κόρη του, ύστερα από την άρνησή της να παντρευτεί άλλο βασιλόπουλο του Βυζαντίου (τρίτο μέρος). Στο μεταξύ ξεσπάει πόλεμος, ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Βλάχους, στον οποίο πολεμά και ο Ερωτόκριτος μεταμφιεσμένος σε Σαρακηνό. Νικά δίνοντας την τελική νίκη στον βασιλιά Ηρακλή ύστερα από κρίσιμη μονομαχία (τέταρτο μέρος).

    Στο τέλος, ο βασιλιάς προσφέρει στον άγνωστο σωτήρα ολόκληρο το βασίλειό του, σε έκφραση ευγνωμοσύνης. Όμως το παλικάρι, ο Ερωτόκριτος, αρνείται, αλλά ζητά σε γάμο την φυλακισμένη Αρετούσα, που αποκρούει την πρόταση μέχρι να αναγνωρίσει τον αγαπημένο της. Τελικά γίνεται ο γάμος και ο Ερωτόκριτος αναγορεύεται βασιλιάς (πέμπτο μέρος).

    Ευρηματική και πραγματικά εμπνευσμένη η σκηνοθετική σύλληψη του Στάθη Λιβαθινού, έδωσε νέα πνοή στο κείμενο και το έκανε να πάλλεται με επικό λυρισμό από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό της παράστασης, σαν τη ρυθμική ηχηρή ανάσα των πρωταγωνιστών του. Πραγματική έκπληξη – ακόμη δεν έχουμε ξεκάθαρα θετικά ή αρνητικά συναισθήματα για το εύρημα αυτό- το πρώτο μισάωρο της παράστασης, καθώς διαδραματίστηκε με την αυλαία κατεβασμένη και τους ηθοποιούς να βγαίνουν σταδιακά από πίσω της, να συστήνονται και να μας εισάγουν στην ιστορία του Ερωτόκριτου σαν να τρέχουν σε μία σκυταλοδρομία, δίνοντας δηλαδή ο ένας τη σκυτάλη/ ανάσα του αφηγητή στον άλλον και μοιραζόμενοι ισοσκελώς τη μακροσκελή αφήγηση του Κορνάρου.
    Και έπειτα η αυλαία ανοίγει και εκπλησσόμαστε για δεύτερη φορά, καθώς ένα τεράστιο καρουζέλ έχει καταλάβει τη σκηνή. Και σ’ αυτό το άκρως ανατρεπτικό και πρωτότυπο για ένα αναγεννησιακό έργο σκηνικό, λαμβάνει χώρα το υπόλοιπο έργο. Πάνω στο καρουζέλ, που άλλοτε συμβολίζει το παλάτι, άλλοτε το παρατηρητήριο και άλλοτε τη φυλακή της Αρετούσας, οι ήρωες ιππεύουν, μονολογούν, πολεμούν, μέχρι και που αποχαιρετούν τα εγκόσμια, σ’ ένα ευφάνταστο παιχνίδι παθών, αλλά και αξιών.

    Ο Λιβαθινός τοποθετεί τρεις Ερωτόκριτους και τρεις Αρετούσες να περιδιαβαίνουν στη σκηνή, σταδιακά, ακόμη και ταυτόχρονα – εξαιρετική η σκηνή με τα τρία ζευγάρια διαφορετικής ηλικίας επάνω στα άλογα του καρουζέλ- και να μάχονται προκειμένου να επικρατήσει ο αιώνιος και παντοτινός έρωτάς τους. Πραγματικά αριστουργηματική σκηνοθετικά και σπάνια θεατρικά η σκηνή του κονταροχτυπήματος στο δεύτερο μέρος του έργου, όπου οι ίδιοι οι ηθοποιοί «μεταμορφώνονται» σε περήφανα άτια και… χλιμιντρίζουν.

    Μιλώντας τώρα– προσωπικά- από τη σκοπιά ενός κλασικού φιλολόγου, η παράσταση είναι πραγματικά εξαιρετική όχι μόνο στο φαίνεσθαι (σκηνοθεσία- σκηνικά- κοστούμια), αλλά και στο είναι. Και όταν λέμε «είναι» εννοούμε τη γλώσσα της, που δεν είναι άλλη από την καθάρια και απόλυτα όμορφη γλώσσα του Κορνάρου, αυτό το κρητικό ιδίωμα που μοιάζει πολύ με την αρχαία ελληνική και ηχεί σε ομοιοκατάληκτους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους σαν γάργαρο νερό. Ο Λιβαθινός πήρε το ρίσκο και έθεσε τους ηθοποιούς του αντιμέτωπους με το γλωσσικό αυτό «τέρας» του Κορνάρου και αυτοί όχι μόνο δεν το τρύπησαν διαμπερώς με τα κονταροχτυπήματά τους, όχι μόνο δεν το πετσόκοψαν με τα σπαθιά τους, αλλά κατάφεραν να συμπορευτούν μαζί του, να βγουν αλώβητοι από την αναμέτρηση αυτή και να το απογειώσουν με την καθαρή τους άρθρωση – δεν ακούσαμε ούτε ένα σαρδάμ, ούτε ένα κόμπιασμα της γλώσσας – και τη μουσικότητα όχι μόνο των λόγων, αλλά και του κορμιού τους συνάμα.

    Αυτό, ωστόσο, που για τους φλογερούς εραστές της ελληνικής, είναι το μεγάλο ατού της παράστασης, είναι το στοιχείο που θα κουράσει, θα ζαλίσει και θα εκνευρίσει το μέσο κοινό (αυτά τα λέμε κρίνοντας από τα περιρρέοντα σχόλια του κοινού την ώρα, στο διάλειμμα και στο τέλος της παράστασης). Είναι λοιπόν λάθος ότι δεν υπάρχει πουθενά καμία σημείωση πως η παράσταση δεν είναι στη νεοελληνική γλώσσα.

    Εκπληκτικές ερμηνείες δίνει το σύνολο των πρωταγωνιστών της παράστασης. Για ποιον και τι να πρωτοσχολιάσει κανείς κάτι. Για το πραγματικά ανεξάντλητο ταλέντο της Μαρίας Ναυπλιώτου που δε σταματά να μας εκπλήσσει; Εξαιρετική όχι μόνο ως ενήλικη Αρετούσα, αλλά και στους εναλλασσόμενους ρόλους του πρώτου μέρους μαγνήτιζε το βλέμμα μας ακόμη και στις σιωπηλές στιγμές της. Για τον Δημήτρη Ήμελλο και τη Γιώτα Φέστα που υποδύθηκαν τόσο απλά και φυσικά όλους τους ρόλους τους; Για τη Μαρία Σαββίδου και τον Χρήστο Σούγαρη που απέδωσαν τόσο στιβαρά και πειστικά τους ρόλους της Φροσύνης, παραμάνας της Αρετούσας και του Ρήγα αντίστοιχα; Για τον Γιώργο Χριστοδούλου που μας γοήτευσε ως έφηβος Ερωτόκριτος με την αγνότητα των συναισθημάτων του και το τρέμουλο του κορμιού του όταν αντίκριζε την Αρετούσα;

    Μοναδική μας ένσταση η υπερβολική κάποιες φορές υπερκινητικότητα και αγαρμποσύνη της ανήλικης Αρετούσας, Νεφέλης Κουρή, καθώς εξαιτίας αυτού χανόταν η μοναδική «χημεία» της με τον Ερωτόκριτο. Τις δίνουμε πάντως τα εύσημα στον τελευταίο ερωτικό της μονόλογό, εκεί ήταν συγκλονιστική.

    Δεν θα πρέπει να παραληφθεί να αναφερθεί τέλος, πως βασικό, σχεδόν πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση παίζει η σε τζαζ αποχρώσεις μουσική του Δημήτρη Μαραμή, που ακούγεται ζωντανά και δένει αρμονικά με όλη την ατμόσφαιρα του κατά Λιβαθινόν Ερωτόκριτο.

    12.12.2011, Οικονόμου Γεωργία «Είδαμε τον Ερωτόκριτο σε… καρουζέλ (****)», www.tff.gr

  • Ερωτόκριτος, Αρετούσα και καρουζέλ

    Η παλιά αρχοντιά σε συνδυασμό με τις σύγχρονες παρεμβάσεις στον εξοπλισμό και στη διακόσμηση έκανε το ιστορικό θέατρο «Ακροπόλ», στη νέα του εποχή, έναν ζηλευτό χώρο. Μαύρο και κόκκινο στους τοίχους, ξύλο στο φουαγιέ, άνετες πολυθρόνες για τους θεατές και έναρξη με μια παράσταση που γοήτευσε. Ο «Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορνάρου εγκαινίασε το ανακαινισμένο «Ακροπόλ», το πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα που γράφτηκε τον 16ο αιώνα, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Ο οποίος διάλεξε για την αναβίωση του ερωτικού δράματος του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας την παλιά του ομάδα, οι περισσότεροι από τους οποίους ξεκίνησαν μαζί του στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού και τον συνοδεύουν σε πολλές από τις επιλογές του.

    Επί περίπου τρεις ώρες, απολαύσαμε τη μουσικότητα και τον λυρισμό της γλώσσας του Βιτσέντζου Κορνάρου και θαυμάσαμε τη «γυμνή» αναπαράσταση του κόσμου εκείνου από τους ηθοποιούς της παράστασης (Δημήτρη Ήμελλο, Μαρία Ναυπλιώτου, Νίκο Καρδώνη, Μαρία Σαββίδου, Πηνελόπη Μαρκοπούλου, Νεφέλη Κουρή, Στέλιο Ιακωβίδη, Άρη Τρουπάκη, Γιώργο Χριστοδούλου, Σπύρο Τσεκούρα, Ηλία Μελέτη, Χρήστο Σουγάρη, Γιώτα Φέστα). Γυμνή, γιατί σχεδόν όλο το πρώτο μέρος παίζεται μπροστά από το κόκκινο βελούδο της αυλαίας, με συμπρωταγωνιστή, αλλά βασικό συντελεστή στη σύγχρονη απόδοσή του, τη μουσική του Δημήτρη Μαραμή, που δίνει στοιχεία ροκ και τζαζ στον «Ερωτόκριτο». Και όταν η αυλαία ανοίγει, ένα τεράστιο καρουζέλ στη μέση της σκηνής γίνεται το παλάτι, η φυλακή, ο τόπος του πόνου και της τιμωρίας, αλλά και ο τόπος της συνάντησης, της αναγνώρισης και της ευτυχίας των δύο ερωτευμένων παιδιών.

    Οι θεατές είχαν γεμίσει την πλατεία και τον εξώστη του «Ακροπόλ» και επί σχεδόν τρεις ώρες δεν κουνήθηκαν. Παρακολούθησαν μιαν ευφυή και εύστοχη ανάγνωση ενός εμβληματικού έργου, που σημάδεψε τη λογοτεχνία της Κρητικής Αναγέννησης, μελοποιήθηκε, έγινε σύμβολο και αναφορά. Ένα από τα πιο μακροσκελή αφηγηματικά ποιήματα παρουσιάστηκε στην Αθήνα το 2011 σε δραματουργική επεξεργασία Έλσας Ανδριανού, που έκανε όντως δύσκολη και αφανή δουλειά.

    30.11.2011, Σελλά Όλγα «Ερωτόκριτος, Αρετούσα και καρουζέλ», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο Στάθης Λιβαθινός μιλά στο «α»: «Το θέατρο είναι η ανθρώπινη ψυχή και όχι η φόρμα»

    Ανεβάζοντας δύο εμβληματικά για την ελληνική παράδοση έργα, τα οποία πιστεύει ότι έχουν να πουν πολλά για το σήμερα, τον «Ερωτόκριτο» στο ανακαινισμένο Ακροπόλ και τη «Φόνισσα» στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας, ο Στάθης Λιβαθινός στοχεύει σε ένα θέατρο που επιστρέφει στο ουσιώδες.

    Συναντηθήκαμε Δευτέρα πρωί σ’ έναν από τους πιο όμορφους πεζόδρομους της Αθήνας, στην οδό Μακρυγιάννη, υπολογίζοντας ότι θα βρίσκαμε ένα ήσυχο καφέ για να συζητήσουμε. Το ίδιο χαλαρό περιβάλλον φαίνονταν να αναζητούν και κάποιοι τουρίστες για να διαβάσουν –χωρίς μουσική η οποία έπαιζε παντού στη διαπασών– την εφημερίδα και τα βιβλία τους. Βλέποντας με ανακούφιση τον Στάθη Λιβαθινό να ζητά από τον υπεύθυνο του καφέ να χαμηλώσει τις ροκιές, μιας και ήταν πρωί και ήμασταν μόνοι, η συζήτηση για τη ζωή στην πόλη ξεκίνησε αβίαστα. «Στη γενικότερη αταξία που υπάρχει στην εποχή μας όλα γίνονται ή πάρα πολύ μεγάλα ή πάρα πολύ μικρά», μου είπε ο Στάθης Λιβαθινός. «Το σίγουρο είναι ότι η υπερβολή δεν βοηθά και οι πόλεις έχουν γίνει υπερβολικές στα πάντα. Υπάρχουν πολλές αντιθέσεις, κακογουστιά και μετριότητα. Πλέον είναι δύσκολο να μιλήσεις για ομορφιά στην Αθήνα και αυτό δεν είναι μόνο δική μου άποψη. επαναλαμβάνω κάτι που ακούγεται πολύ συχνά τώρα τελευταία».

    Υπάρχουν στιγμές που αναζητάτε την ηρεμία στην επαφή με τη φύση;
    Πιστεύω ότι ο άνθρωπος χρειάζεται πολλά κέντρα στη ζωή του. Η ζωή στην πόλη μπορεί να είναι υπέροχη και φυσική – και η ζωή στη φύση μπορεί πολλές φορές να είναι εντελώς ανθυγιεινή. εμείς φτιάχνουμε το περιβάλλον. Ο άνθρωπος που δημιουργεί χρειάζεται κάθε τόσο μια πηγή στη ζωή του και πιστεύω ότι η επαφή με τη φύση μπορεί να παίξει ρόλο ακόμα και στην αλλαγή της καλλιτεχνικής γλώσσας.

    Η Αθήνα σας πληγώνει;
    Στη ζωή μου παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο οι λεπτομέρειες. Γεννήθηκα στα Εξάρχεια. Η πολυκατοικία στην οποία μεγάλωσα υπάρχει ακόμα, αλλά δεν περνώ από κει γιατί το μέρος έχει ρημάξει. Πρόσφατα άκουσα για τους Atenistas και σκέφτομαι ότι ανήκω σε αυτήν την κατηγορία από τη στιγμή που γεννήθηκα γιατί έχω μια έμφυτη αγάπη για την πόλη. Μαζί με όλους όσοι ζουν και αγαπούν πολύ αυτήν την πόλη βλέπουμε τον αργό θάνατό της. Θα μπορούσα να είχα φύγει, όμως θα καθίσω εδώ και θα προσπαθήσω να της συμπαρασταθώ μέχρι τέλους.

    Ο διάλογος είναι ο δρόμος για να αντιμετωπίσουμε ό,τι μας πληγώνει;
    Ναι και μόλις ξεκινήσαμε κάτι τέτοιο, ένα φόρουμ, με μια ομάδα σκηνοθετών. Είναι μια πρωτοβουλία που βασίζεται στην ανταλλαγή απόψεων και γίνεται για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου – όπως γνωρίζετε δεν είναι καθόλου απλό να συμβεί αυτό στο χώρο μας, όπου η εκτίμηση και ο αλληλοσεβασμός δεν είναι διόλου αυτονόητα πράγματα. Με πρωτοβουλία δική μου και του Μιχαήλ Μαρμαρινού προσκαλέσαμε είκοσι σκηνοθέτες, μια πρώτη ευέλικτη ομάδα, για να συζητήσουμε αρχικά πόσο διαφορετικοί είμαστε. Αυτό πιστεύω ότι είναι ένα πρώτο βήμα το οποίο θα αφορά, ελπίζω, αύριο και τις νεότερες γενιές. Θέλουμε να μιλήσουμε για τα όσα πραγματικά μας απασχολούν, από τα συνδικαλιστικά μέχρι τα καλλιτεχνικά. Σταδιακά θα πάρουμε κάποιες πρωτοβουλίες –ίσως με δημόσιες παρεμβάσεις– επιδιώκοντας να αλλάξει η σχέση της πολιτείας με το θέατρο. Όχι από την αρχή πάντως. Χρειάζεται να αφιερώσουμε κάποιο χρόνο ώστε να αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλον αλλά και πόσο διαφορετικοί είμαστε. Είμαι υπέρ της νηφάλιας σκέψης, η οποία λείπει αυτήν τη στιγμή από τον τόπο μας. Ας την κατακτήσουμε πρώτα και στη συνέχεια μουτζουρώνουμε και τους τοίχους… Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πού βρισκόμαστε. Συγκεκριμένα η τέχνη πρέπει να βαθύνει, να αποκτήσει συνείδηση του προορισμού της για να παίξει πραγματικά σημαντικό ρόλο στο αδιέξοδο που βιώνουμε.

    Ένας στόχος σας είναι η αλλαγή της νοοτροπίας στο ελληνικό θέατρο;
    Είναι απίστευτο ότι ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει μια σύγχρονη σχολή σκηνοθεσίας, μια σύγχρονη κρατική σχολή θεάτρου στην Ελλάδα. Στη Ρωσία, στη Γερμανία, στη Γαλλία και αλλού ορισμένα πράγματα είναι αυτονόητα, ενώ εδώ απλώς δεν υφίστανται. Είδα ότι το θέμα αυτό απασχολεί και άλλους σκηνοθέτες, γιατί όλοι ήρθαμε αντιμέτωποι με την έλλειψη θεατρικής παιδείας των ηθοποιών. Πιστεύω ότι ο πολιτικός που θα συνδέσει το όνομά του με τη δημιουργία μιας τέτοιας σχολής θα μείνει στην ιστορία. σίγουρα δεν θα τον θυμόμαστε για κάποιο νομοσχέδιο. Με τον παλιότερο καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, τον Νίκο Κούρκουλο, όταν δημιουργήσαμε την Πειραματική Σκηνή, κάναμε και σκέψεις για τη σωστή εκπαίδευση. Κι αν δεν καταφέραμε να προχωρήσουμε, ήταν γιατί ο Νίκος αρρώστησε. Ως φόρουμ, θέλουμε να τεθούν κάποια πράγματα σε σωστή βάση.

    Έχω την αίσθηση ότι βρίσκεστε σε μια διαδικασία ενδοσκόπησης. Η επιλογή του «Ερωτόκριτου» έχει να κάνει με αυτήν την αναζήτηση;
    Είναι μια παιδική μου ανάμνηση ο «Ερωτόκριτος», γιατί τον έχω γνωρίσει μέσα από τη φωνή ενός ανθρώπου που ήταν μέσα στην οικογένειά μου, του Μάνου Κατράκη. Νομίζω ότι τώρα είναι η στιγμή για πολύ μεγάλα πράγματα και για εθνικά παραμύθια, αν μπορώ να το πω έτσι. Ο «Ερωτόκριτος» μιλά για την έννοια της αναγέννησης. Επειδή, λοιπόν, η αναγέννηση σήμερα σημαίνει το μεγάλο ξεκίνημα, σκέφτηκα να μιλήσω όχι γι’ αυτό που βλέπουμε, αλλά γι’ αυτό που θα θέλαμε. Δεν μπορώ να μιλήσω για το πώς ζούμε τώρα, αυτό το κάνει καλύτερα και η τελευταία σελίδα της εφημερίδας. Θέλω να μιλήσω γι’ αυτό που πρέπει να φανταστούμε τώρα για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε ως άνθρωποι και ως λαός. Ο «Ερωτόκριτος» πέρασε δικαίως στο στόμα του λαού, αλλά εγώ δεν το προσεγγίζω μέσα από τη λαϊκή σκέψη – και ο Σαίξπηρ πέρασε στον λαό, αλλά παραμένει η ελίτ του θεάτρου. Για μένα ο «Ερωτόκριτος» ταιριάζει περισσότερο στην τζαζ μουσική παρά στη λύρα. Τον αντιμετωπίζω περισσότερο σαν ένα είδος αφηγηματικού θεάτρου, με το οποίο πειραματίζομαι τα τελευταία δέκα χρόνια. Ξεκίνησα με τη «Νοσταλγό» του Παπαδιαμάντη το 2001, συνέχισα με την παράσταση «Αυτό που δεν τελειώνει» το 2003 στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, μια δραματουργική σύνθεση πάνω στην ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα, με τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι το 2007 και τώρα με τον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου και τη «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Με αφορά πολύ αυτό το είδος όπου ο υποκριτής είναι και αφηγητής. Πιστεύω ότι στη λογοτεχνία, παράλληλα με τα σύγχρονα έργα, βρίσκεται το μέλλον.

    Έχετε διασκευάσει τον «Ερωτόκριτο»;
    Έχουμε διασκευάσει κάποια κομμάτια, αλλά το κείμενο ακούγεται στη γλώσσα του πρωτοτύπου. Προσπαθήσαμε να μη μεταφέρουμε απλώς την υπόθεση αλλά και το άρωμα του έργου, που είναι οι εικόνες του.

    Τι πρέπει να περιμένουν οι θεατές από τις παραστάσεις σας;
    Είναι γνωστό πως δεν με ενδιαφέρουν οι πρωταγωνιστές, αλλά το θέατρο συνόλου. Η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού το διάστημα 2001-2007 αυτό προσπάθησε να περάσει ως νοοτροπία. Και στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας, με το οποίο συνεργάζομαι τα τελευταία χρόνια, όλοι οι ηθοποιοί έχουν την ίδια αξία. Όταν ξεκινήσαμε τις πρόβες του «Ερωτόκριτου» κανείς δεν ήξερε ποιος θα παίξει τι. Στο αφηγηματικό θέατρο σημασία δεν έχει τι είσαι αλλά τι κάνεις. Όλοι βρισκόμαστε εκεί από αγάπη και πάθος για τη δουλειά και όχι γιατί κάποιοι θα μας ξεχωρίσουν με βάση το ρόλο. Το μικρότερο πράγμα στη σκηνή μπορεί να έχει τη μεγαλύτερη αξία. σημασία έχει πώς το κάνει κανείς. Στον «Ερωτόκριτο» θα βρεθείτε προ εκπλήξεων. Η παράσταση έχει μια ευρύτερη λογική, μια δική της γλώσσα. δεν την ενδιαφέρει ποιος κάνει την Αρετούσα και ποιος τον Ερωτόκριτο. Στην περίπτωση της «Φόνισσας» η Μπέττυ Αρβανίτη –εξαιρετικός άνθρωπος αλλά και μια καλλιτέχνις που μοιράζεται το παιχνίδι επί ίσοις όροις– ήταν ώριμη να αναμετρηθεί με το έργο και να ερμηνεύσει τον κεντρικό ρόλο. Είναι επιλογή μου να κάνουμε κάτι λιτό, όχι φτηνό. Η αφαίρεση είναι δύσκολη, αλλά σε βοηθά να επικεντρώνεσαι σε σπουδαιότερα πράγματα. Κι ο θεατής σήμερα θέλει μόνο το ουσιώδες, τίποτε άλλο. Αν μας κάνει, λοιπόν, την τιμή το κοινό να έρθει στο θέατρο φέτος, θα έρθει αναζητώντας την ουσία. Κάναμε μια διασκευή με τον Στρατή Πασχάλη στον Παπαδιαμάντη. Κι επειδή και οι δύο ασχολούμαστε θεατρικά με το έργο για πρώτη φορά, προσπαθήσαμε να απογυμνώσουμε το κείμενο από οτιδήποτε αφορά την εποχή και να κρατήσουμε τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν την τραγωδία: πώς μια γυναίκα σκοτώνει τα παιδιά της. Σας θυμίζει κάτι αυτό; Εγώ θα έλεγα τη χώρα μας! Και τα δυο έργα έχουν να πουν πολλά σήμερα. Σε μια εποχή που έχουμε ξεχάσει να ακούμε, ο «Ερωτόκριτος» μας προτρέπει: «Αφουγκραστείτε το λοιπόν!» Ο Παπαδιαμάντης, από την άλλη, είναι η παρηγοριά των αιώνων. Η Ελλάδα χρειάζεται αυτήν τη στιγμή παρηγοριά και αυτογνωσία και ο Παπαδιαμάντης παρέχει και τα δύο γενναιόδωρα. Στη θεατρική μου γλώσσα ο δεύτερος τίτλος της «Φόνισσας» θα μπορούσε να είναι «Έγκλημα και τιμωρία».

    Έχει μέλλον η ελληνική δραματουργία;
    Υπάρχουν πολλά ελληνικά κείμενα, αλλά λίγα είναι θεατρικά. Έρχεται πάντως μια νέα γενιά που θα αλλάξει πάρα πολλά πράγματα. Πρέπει να κάνουμε λίγη υπομονή και να τους δώσουμε χρόνο και χώρο να τολμήσουν και να κάνουν λάθη, γιατί οι συγγραφείς πρέπει να παίζονται και σε μεγάλες και σε μικρές σκηνές. Χρειάζονται εργαστήρια και στούντιο. Οι Έλληνες συγγραφείς γράφουν ένα έργο, αλλά δεν ζουν από αυτό. κάνουν άλλες δέκα δουλειές για να επιβιώσουν. Οι ξένοι δεν δουλεύουν έτσι. Αν και για μένα αυτό που πρέπει επειγόντως να εισάγουμε είναι η παιδεία, τίποτε άλλο. Να εξάγουμε ταλέντο και να εισάγουμε παιδεία.

    Στην πρόσφατη ημερίδα που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Θεάτρου, η καλλιτεχνική κοινότητα συζήτησε έντονα την απουσία της ελληνικής δημιουργίας στο εξωτερικό κι όλοι αποφάνθηκαν ότι χωρίς κρατική στήριξη δεν μπορεί να επιτευχθεί. Εσείς τι πιστεύετε;
    Από προσωπική εμπειρία μπορώ να σας πω ότι πέρυσι ο «Θάνατος του Δαντόν» προτάθηκε να ταξιδέψει στο εξωτερικό, αλλά τα πρακτικά και τα οικονομικά θέματα ήταν τεράστια. Φτωχύναμε πολύ ως κράτος! Θα φτάσει όμως η ώρα που θα φανεί κάποιος μαικήνας ο οποίος θα θελήσει να ρισκάρει για τον πολιτισμό και θα βγάλει εκτός συνόρων την ελληνική δημιουργία, όπως συνέβη στη δεκαετία του ’60 με τον Κρίτα.

    Τι βλέπετε να αλλάζει στο παγκόσμιο θέατρο;
    Σιγά σιγά νιώθω ότι πεθαίνει ο φορμαλισμός, ο οποίος «ξετρέλανε» με τη βολική και εύκολη πρόσληψή του τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά μυαλά τις προηγούμενες δεκαετίες. Το θέατρο επιστρέφει στο ουσιώδες. Η φύση του θεάτρου είναι η ανθρώπινη ψυχή και όχι η φόρμα. Ο θεατής σήμερα ψάχνει άλλου είδους αλήθειες, καθαρά ανθρώπινες και ανεπιτήδευτες. Η αυταπάτη του φορμαλισμού τελειώνει. Ακόμα και στην Ελλάδα, που τον ακολουθούμε πολύ, φαίνεται ότι αρχίζει να πιάνει τόπο η νέα τάση. Το θέατρο, άλλωστε, δεν είναι κινητή τηλεφωνία για να λειτουργεί παντού με τον ίδιο τρόπο, κάθε έθνος έχει τους δικούς του ρυθμούς και το θέατρο είναι καθαρά εθνικό προϊόν.

    21.11.2011, Κρύου Μαρία «Ο Στάθης Λιβαθινός μιλά στο “α”: Το θέατρο είναι η ανθρώπινη ψυχή και όχι η φόρμα», Aθηνόραμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ερωτόκριτος με νέα γλώσσα

    “Το ερεθιστικό κείμενο τη Κρητικής Αναγέννησης προσφέρεται ως όχημα για την ανάδειξη ενός είδους αφηγηματικού θεάτρου”, λέει ο Στάθης Λιβαθινός που σκηνοθετεί το έργο του Βιτσέντζου Κορνάρου

    Η παράσταση θα επιχειρήσει να «εφεύρει» μια νέα θεατρική γλώσσα, προκειμένου να αφηγηθεί αυτό το γοητευτικό παραμύθι.

    Ο “Ερωτόκριτος”, το πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα του 16ου αιώνα, το αριστούργημα του σημαντικότερου εκπροσώπου της κρητικής λογοτεχνίας, του Βιτσέντζου Κορνάρου (Σητεία 1553-1613), αποτελεί την πρώτη μεγάλη θεατρική παραγωγή του θεάτρου “Ακροπόλ” στη “νέα” εποχή του.

    Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός, ο οποίος σκηνοθετεί την παράσταση που παρουσιάζεται ήδη, επέλεξε ένα εμβληματικό έργο, ένα από τα καταγωγικά κείμενα του νεότερου ελληνικού πολιτισμού και από τα σημαντικά πεδία δοκιμασίας και ζύμωσης της νεοελληνικής ως ποιητικής λογοτεχνικής γλώσσας, ένα έργο που ο ποιητής συνέθεσε επηρεασμένος από το γαλλικό μεσαιωνικό μυθιστόρημα “Paris et Vienne”, αλλά και από τα έργα της ιταλικής Αναγέννησης, δίνοντάς του αναμφισβήτητη ελληνική πνοή.

    “Ο ”Ερωτόκριτος” πάλλεται από επική δύναμη και λυρισμό, ενώ σίγουρα απηχεί την καλύτερη στιγμή στη λογοτεχνία του 17ου αιώνα”, σημειώνει ο Στάθης Λιβαθινός. Η παράσταση θα επιχειρήσει να “εφεύρει” μια νέα -αρμόζουσα και συμβατή- θεατρική γλώσσα, προκειμένου να αφηγηθεί σκηνικά αυτό το γοητευτικό παραμύθι, που αν και δεν αποτελεί καθαρό θεατρικό υλικό με τη συμβατική έννοια, εντούτοις εμπεριέχει ενδιαφέροντα στοιχεία θεατρικότητας.

    “Το ερεθιστικό αυτό κείμενο της Κρητικής Αναγέννησης προσφέρεται ως όχημα για την ανάδειξη ενός είδους αφηγηματικού θεάτρου. Το εγχείρημα αφορά στην ανακάλυψη μιας εκπλήσσουσας γλωσσικής ευφορίας, μιας ιδιάζουσας μουσικότητας και μιας ισχυρής και γλαφυρότατης εικονοποιίας που ενυπάρχουν σ’ αυτόν τον ποιητικό χείμαρρο των 10.000 ιαμβικών δεκαπεντασύλλαβων στίχων”.

    Θέτει αναμφίβολες προκλήσεις ως προς “την κατασκευή μιας θεατρικής παρτιτούρας με αφετηρία αυτό το επιβλητικό αφηγηματικό υλικό”.

    Συγχρόνως, “αποτυπώνει με τόλμη και ένταση έναν κόσμο πολύχρωμο και σκοτεινό, πολύχυμο και ακραίο, μυθικό και πραγματικό, λυρικό και άγριο, μέσα στον οποίο εξελίσσεται όχι μόνο μια ρομαντική ερωτική ιστορία, αλλά και μια ανελέητη δοκιμασία κρίσης και ενηλικίωσης, τόσο των προσώπων όσο και ενός πλήρους κόσμου και ενός ρωμαλέου ποιητικού σύμπαντος”.

    Μυθική εποχή

    Η υπόθεση εκτυλίσσεται στην Αθήνα, σε μια μάλλον μυθική εποχή. Το έργο χωρίζεται σε πέντε μέρη. Το πλέον μακροσκελές αφηγηματικό ποίημα σώθηκε σε ένα μόνο αντίγραφο κι εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1713. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στον έρωτα της Αρετούσας, κόρης του βασιλιά της αρχαίας Αθήνας Ηρακλή και του Ερωτόκριτου, γιου του πιο πιστού συμβούλου του βασιλιά. Ο βασιλιάς για να διασκεδάσει τη θλιμμένη κόρη του Αρετούσα, διοργανώνει στο παλάτι αγώνες κονταροχτυπήματος, στους οποίους κερδίζει ο Ερωτόκριτος.
    Στη συνέχεια ο νικητής με την προτροπή της αγαπημένης του Αρετούσας, τη ζητά σε γάμο από τον βασιλιά πατέρα της. Εκείνος όμως οργίζεται, εξορίζει τον Ερωτόκριτο και φυλακίζει την κόρη του, ύστερα από την άρνησή της να παντρευτεί άλλο βασιλόπουλο. Στο μεταξύ ξεσπάει πόλεμος, ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Βλάχους, στον οποίο πολεμά και ο Ερωτόκριτος μεταμφιεσμένος σε Σαρακηνό. Νικά δίνοντας την νίκη στον βασιλιά Ηρακλή ύστερα από κρίσιμη μονομαχία. Στο τέλος, ο βασιλιάς προσφέρει στον άγνωστο σωτήρα ολόκληρο το βασίλειό του, σε έκφραση ευγνωμοσύνης. Όμως, ο Ερωτόκριτος, αρνείται, αλλά ζητά σε γάμο τη φυλακισμένη Αρετούσα, που αποκρούει την πρόταση μέχρι να αναγνωρίσει τον αγαπημένο της. Τελικά γίνεται ο γάμος και ο Ερωτόκριτος αναγορεύεται βασιλιάς.

    Οι συντελεστές της παράστασης

    Δραματουργικά, για την παρουσίασή του στη σκηνή του “Ακροπόλ”, τον “Ερωτόκριτο” επεξεργάζεται η Έλσα Ανδριανού. Ο Στάθης Λιβαθινός συνεργάζεται επί σκηνής με τον Δημήτρη Ήμελλο, τη Μαρία Ναυπλιώτου, τον Νίκο Καρδώνη, τη Μαρία Σαββίδου, την Πηνελόπη Μαρκοπούλου, τη Νεφέλη Κουρή, τον Στέλιο Ιακωβίδη, τον Άρη Τρουπάκη, τον Γιώργο Χριστοδούλου, τον Σπύρο Τσεκούρα, τον Ηλία Μελέτη, τον Χρήστο Σουγάρη και τη Γιώτα Φέστα. Τα κοστούμια καθώς και τα σκηνικά του “Ερωτόκριτου” φιλοτέχνησε η Ελένη Μανωλοπούλου και την πρωτότυπη μουσική συνέθεσε ο Δημήτρης Μαραμής.

    20.11.2011, Καράλη Αντιγόνη «Ερωτόκριτος με νέα γλώσσα», filologikosoikos.blogspot.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο «Ερωτόκριτος» με τη σκηνοθετική σφραγίδα του Στάθη Λιβαθινού

    Ο «Ερωτόκριτος», σε νέα ανάγνωση του Στάθη Λιβαθινού παρουσιάζεται σήμερα στην ανακαινισμένη σκηνή του Ακροπόλ

    Στη μια σκηνή, στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, με την Μπέττυ Αρβανίτη στο ρόλο της Φραγκογιαννούς, τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ο ιδιότυπος λόγος του Παπαδιαμάντη στο πιο σκοτεινό έργο του, τη «Φόνισσα».
    Από την άλλη πλευρά, στο προσφάτως ανακαινισμένο «Ακροπόλ», ανεβαίνει ο «Ερωτόκριτος», το μεγάλο αφηγηματικό ποίημα του Βιτσέντζου Κορνάρου.

    Πίσω από τις δύο αυτές παραστάσεις βρίσκεται η ιδιαίτερη σκηνοθετική σφραγίδα του Στάθη Λιβαθινού, ο οποίος για μια ακόμη χρονιά μας συστήνει με ανατρεπτική ματιά, δύο κλασικά έργα. Κοινό σημείο αναφοράς και πρόκληση για το σκηνικό ανέβασμά τους, ο γλωσσικός πλούτος που κρύβουν.

    Στη νέα θεατρική του στέγη στο Ακροπόλ, ο Λιβαθινός ξανασυναντά ορισμένους από τους παλαιότερους συνεργάτες του, όπως τη Μαρία Ναυπλιώτου. Για την παράσταση του «Ερωτόκριτου» καθοριστική ήταν η συμβολή της Έλσας Ανδριανού, η οποία υπογράφει τη δραματουργική επεξεργασία του έργου.

    Η σημερινή πρεμιέρα του «Ερωτόκριτου» σηματοδοτεί τη «νέα εποχή» στο Ακροπόλ με απαιτητικές θεατρικές παραγωγές για τη φετινή σεζόν, ενώ θα πρέπει να αναμένουμε και νέες τολμηρές προσπάθειες του Λιβαθινού που να βάζουν σε θεατρικά μονοπάτια γνωστά λογοτεχνικά έργα. Η πολυτραγουδισμένη ερωτική ιστορία της Αρετούσας και του Ερωτόκριτου, επενδύεται μουσικά από την πρωτότυπη σύνθεση του Δημήτρη Μαραμή.

    Παίζουν οι : Δημήτρης Ήμελλος, Μαρία Ναυπλιώτου, Νίκος Κορδώνης, Μαρία Σαββίδου, Πηνελόπη Μαρκοπούλου, Νεφέλη Κουρή, Στέλιος Ιακωβίδης, Άρης Τρουπάκης, Γιώργος Χριστοδούλου, Σπύρος Τσεκούρας, Ηλίας Μελέτης, Χρήστος Σουγάρης, Γιώτα Φέστα. Κοστούμια-σκηνικά: Ελένη Μανωλοπούλου. Μουσική σύνθεση: Δημήτρης Μαραμής. Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός. Δραματουργική επεξεργασία: Έλσα Ανδριανού. […]

    18.11.2011, Χ.Σ «Ο «Ερωτόκριτος» με τη σκηνοθετική σφραγίδα του Στάθη Λιβαθινού», www.clickatlife.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Stage Voice: Η αναγέννηση του Ακροπόλ

    Το θέατρο Ακροπόλ μπαίνει δυναμικά στον πολιτιστικό χάρτη της πόλης. Ο Φάνης Κιρκινέζος, ιδιοκτήτης του, και ο Στάθης Λιβαθινός, σκηνοθέτης του «Ερωτόκριτου», μιλούν για τα σχέδιά τους.

    Φάνης Κιρκινέζος

    «Αγαπώντας από μικρό παιδί το θέατρο, ήταν σχεδόν αυτονόητο κάποια στιγμή στην καριέρα μου ως παραγωγού-επιχειρηματία στο χώρο της μουσικής να “τρύπωνα” και στο χώρο του θεάτρου. Το θέατρο Ακροπόλ αισιοδοξώ να γίνει ένας πολυχώρος πολιτισμού, καλών τεχνών, καλού θεάτρου, καλής μουσικής, χορού…
    Δημιουργήσαμε δύο σκηνές: την Κεντρική και την Παιδική. Στην πρώτη θ’ ανέβουν τρεις μεγάλες θεατρικές παραγωγές: ο “Ερωτόκριτος”, το “Μεγάλο μας Τσίρκο” και ο “Ηλίθιος” του Ντοστογιέφσκι – μία είναι συμπαραγωγή με το Κρατικό Βορείου Ελλάδας και μία με το Εθνικό Θέατρο. Εδώ θα φιλοξενούμε και ενδιαφέροντα μουσικά σχήματα. Η Παιδική θα ανεβάσει δύο παραγωγές: μία βασισμένη σε παραμύθι των αδελφών Γκριμ και μία στο έργο του Προκόφιεφ “Ο Πέτρος και ο λύκος”. Προγραμματίζουμε και τη δημιουργία Πειραματικής σκηνής, ενός φυτώριου που θα τροφοδοτεί με καλά στελέχη τη θεατρική τέχνη, αλλά και θα τροφοδοτείται από το πλούσιο υλικό που διαθέτει σήμερα η θεατρική οικογένεια. Οραματίζομαι να μπορέσουμε με τους συνεργάτες μου –φυσικά και μέσα από τον επιχειρηματικό χαρακτήρα της δουλειάς μας, δεν το κρύβω–, να παρουσιάσουμε στο Ακροπόλ παραγωγές που θα προκαλέσουν διάλογο. Σ’ αυτόν το διάλογο προσκαλούμε όλους… Κοινό, δάσκαλους, κριτικούς, καλλιτέχνες…»

    Στάθης Λιβαθινός

    «Ο “Ερωτόκριτος” μιλάει για το ανίκητο πάθος του έρωτα, την ανίκητη δύναμή του, αλλά δεν θα άξιζε καθόλου αν ήταν γραμμένο σε μια οποιαδήποτε καθημερινή γλώσσα και σε έναν οποιονδήποτε ρυθμό. Το πάθος της γλώσσας, η αξία της, οι εικόνες της, ο ρυθμός της και οι ήχοι της ενηλικιώνουν τον άνθρωπο αλλά και έναν ολόκληρο λαό. Πρόκειται για ένα φαινόμενο της “ελληνικής αναγέννησης” και νομίζω πως μάλλον… τώρα είναι η στιγμή του. Είναι το έπος της ενηλικίωσής μας. Η ξενιτιά, ο έρωτας, ο ρυθμός, η μουσική, οι εικόνες είναι αλάνθαστα κριτήρια, αλλά και οι αξίες που μπορούν να μας κρατήσουν ζωντανούς, ακόμα και σε δύσκολες στιγμές. Εκτός αυτού, η Κρητική Αναγέννηση και τα μοναδικά της ελληνικά είναι ένα πολύ ενδιαφέρον πεδίο για έρευνα του σύγχρονου θεάτρου, ειδικά όταν πρόκειται για ένα είδος που εγώ ονομάζω “Αφηγηματικό θέατρο”. Σαν ερωτικό ποίημα που είναι, όπως όλα τα μεγάλα έργα, έχει έντονη θεατρικότητα και αξεπέραστες δυνατότητες. Η γλώσσα που τις μεταφέρει είναι το πολυτιμότερο υλικό που μπορεί να διαθέτει μία ομάδα σαν τη δική μας, για να το μετατρέψει σε θέατρο συνόλου.»

    Info: Ιπποκράτους 9-11, 210 3643.700. Ήδη παίζεται η παιδική παράσταση «Οι τρεις βασιλοπούλες που λιώναν τα γοβάκια τους». Ο «Ερωτόκριτος» κάνει πρεμιέρα στις 10/11.

    26.10.2011, Δημητρακόπουλος Γιώργος «Stage Voice: Η αναγέννηση του Ακροπόλ», www.athensvoice.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

Βραβείο σκηνοθεσίας ελληνικού έργου «Κάρολος Κουν» 2012 (πρωτιά που μοιράστηκε με τον Γιάννη Κακλέα για την δουλειά του στην Αυλή των θαυμάτων).