Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας – Φρίντριχ Ντύρρενματ

2008

Θέατρο Κεφαλληνίας, Α΄ Σκηνή

Πρώτη Παράσταση 18 Νοεμβρίου 2008

 

Αλληγορία της παντοδυναμίας του χρήματος

Σε μια μικρή, πάμπτωχη, «ετοιμοθάνατη» πόλη, φτάνει η Κλαίρη Ζαχανασιάν, μια εκκεντρική, πάμπλουτη γριά. Έχει γεννηθεί και μεγαλώσει εκεί, κι όλοι ελπίζουν πως θα βοηθήσει την εξαθλιωμένη γενέτειρά της. Η γριά προσφέρεται να τους δώσει ένα τεράστιο ποσό -αλλά μ’ έναν όρο: να σκοτώσουν ένα συμπολίτη τους, τον Ιλ, που, στα 17 της χρόνια, την άφησε μ’ ένα παιδί στα χέρια κι έγινε αιτία να διωχτεί επαίσχυντα απ’ την πατρίδα της. Φεύγοντας, είχε ορκιστεί να ξαναγυρίσει και να εκδικηθεί. Και ήρθε η ώρα της… Στην αρχή, όλοι αρνιούνται, αποτροπιασμένοι, την προσφορά· λίγο-λίγο όμως το συμφέρον υπονομεύει και διαβρώνει την «αρετή» τους. Διαμαρτύρονται φωναχτά, αλλά παζαρεύουν με τη συνείδησή τους ψιθυριστά. Κι η απληστία μεταμορφώνει σιγά-σιγά όλ’ αυτά τα ανθρωπάκια σε πρόθυμους φονιάδες. Στο τέλος, ολόκληρη η πόλη έχει «μολυνθεί», κι ο «πλάνος» (ένα ανθρωπάκι κι αυτός, που δέχεται στωικά τη μοίρα του) σκοτώνεται άγρια…

Παρασταίνω ανθρώπους, όχι μαριονέττες -μια πράξη, όχι μιαν αλληγορία-παρουσιάζω έναν κόσμο κι όχι ένα ηθικό δίδαγμα», λέει ο Ντύρρενματ στα «Επιλεγόμενα» του έργου του. Σαν συνεχιστής της «Νέας Αντικειμενικότητας» της γερμανικής λογοτεχνίας ο συγγραφέας αρνιέται πως η Επίσκεψη έχει οποιονδήποτε συμβολισμό. Ωστόσο, ο συμβολισμός προβαίνει από μόνος του, είτε το θέλει ο συγγραφέας είτε όχι. Η Επίσκεψη γίνεται μια «τερατώδης» αλληγορία της παντοδυναμίας του χρήματος, που διαφθείρει τις συνειδήσεις, ξεθεμελιώνει τις «ηθικές αρχές», εκπορνεύει τα αισθήματα και δημιουργεί «μια καινούργια παγκόσμια τάξη πραγμάτων». […]

Πλωρίτης Μ., Πρόσωπα του Νεώτερου Δράματος, εκδ. Γαλαξία, Αθήνα, 1965. Από το πρόγραμμα της παράστασης. Επιμέλεια προγράμματος: Ιωσήφ Βιβιλάκης

Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Φωτισμοί : Αλέκος Αναστασίου
Μουσική : Θοδωρής Αμπαζής
Επιμέλεια Κίνησης: Μαρία Γοργία
Μακιγιάζ: Γιάννης Παμούκης
Βοηθοί σκηνοθέτη: Ελένη Καλαρά | Ναταλία Κάτσου
Βοηθοί σκηνογράφου : Δήμητρα Χίου | Ελένη Καραμέρου

Διανομή:

Πρώτος πολίτης | Δήμαρχος: Νίκος Αλεξίου
Δεύτερος πολίτης | Αστυνόμος: Μπάμπης Σαρηγιαννίδης
Τρίτος πολίτης | Δάσκαλος: Βασίλης Καραμπούλας
Τέταρτος πολίτης | Πάστορας: Θανάσης Δήμου
Άλφρεντ Ιλ : Γιάννης Φέρτης
Κλαιρ Τσαχανασιάν: Μπέττυ Αρβανίτη
Μπόμπυ: Κώστας Γαλανάκης
Σύζυγος 7 | Σύζυγος 8 | Σύζυγος 9 | Δημοσιογράφος: Δημήτρης Μυλωνάς
Μηχανοδηγός |Δικαστ. Κλητήρας | Καρλ: Παναγιώτης Παναγόπουλος
Κυρία Ιλ | Παρουσιάστρια: Τζίνη Παπαδοπούλου
Οτίλε: Ελένη Ουζουνίδου
Κόμπυ: Άκης Λυρής
Λόμπυ: Ηλίας Κουνέλας

  • Κριτική θεάτρου – Η «επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» από την «Πράξη»

    Επιμένοντας στην ποιοτική ρεπερτοριακή κατεύθυνσή του, ο θίασος «Πράξη» ανέβασε στο «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας» ένα έργο «σταθμό» του γερμανόφωνου μεταπολεμικού θεάτρου, την «Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» του Φρίντριχ Ντίρενματ, σε νέα, νοηματικά και θεατρικά δραστική μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα. Ιδεολογικά και δραματουργικά επηρεασμένος από τον Μπρεχτ, ο σπουδαίος Ελβετός δραματουργός και πεζογράφος Ντίρενματ με το έργο αυτό (1956), χρησιμοποιώντας το συνηθέστατο, οικουμενικό, από γενέσεως ανθρώπου, φαινόμενο της ερωτικής προδοσίας, αλληγορικά αποκαλύπτει τη δύναμη του κεφαλαιοκρατικού χρήματος. Το χρήμα εκπορνεύει. Είναι αδυσώπητο, απάνθρωπο. Χάριν της εξουσίας του, χρησιμοποιεί όλες τις μεθόδους για να εκβιάζει, να διαβρώνει και να εξαγοράζει συνειδήσεις. Όχι μόνο του ατόμου, αλλά και τη συλλογική συνείδηση μιας κοινωνίας. Εκμεταλλεύεται τα πάντα. Τα προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα, την αδυναμία, τις προσωπικές φιλοδοξίες, την επαγγελματική ή κοινωνικοθεσμική θέση και εργασία του ανθρώπου, κυρίως τη φτώχεια του ανθρώπου της ανάγκης. Εκμεταλλεύεται προπαντός την εκτεταμένη οικονομική κρίση και ανέχεια της κοινωνίας. Αυτό «διαμήνυσε» στην εποχή του και στην εποχή μας ο Ντίρενματ. Όπως ο Μπρεχτ, ο Ντίρενματ πίστευε ότι ο άνθρωπος αλλάζει. Ότι οι συνθήκες, η ταξική θέση και στάση του, η κοινωνική ή μη συνειδητοποίησή του τον αλλάζουν. Τον ωθούν – αναλόγως – είτε στο καλό είτε στο κακό. Και με αυτή την πεποίθηση έπλασε όλα, ανεξαιρέτως, τα πρόσωπα του έργου αυτού. Ο Ντίρενματ γράφει τη «Γηραιά κυρία» σε μια κρίσιμη εποχή. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει τελειώσει. Το μεγάλο κεφάλαιο ανακατανέμεται, ανασυντάσσεται και σωρεύεται «καταβροχθίζοντας», σιωπηλώς και εν μια νυκτί, τον εθνικό πλούτο ανίσχυρων, πασχόντων εξαθλιωμένων κοινωνιών και χωρών (εκτάσεις, υποδομές, εργοστάσια, άλλες επιχειρήσεις κλπ.) και παριστάνοντας τον κοινωνικό «ευεργέτη» αλώνει τις ανθρώπινες συνειδήσεις. Το κεντρικό πρόσωπο του έργου, η Κλαιρ Τσακανασιάν, γηραιά ιδιοκτήτρια πολλών μεγάλων επιχειρήσεων και εκτάσεων σε διάφορες χώρες, κληρονόμος των οκτώ αθλίων, αλλά ζάμπλουτων που παντρεύτηκε, η οποία εν κρυπτώ αγόρασε και τη δημόσια περιουσία (εκτάσεις, δάση, εργοστάσια) της γενέτειράς της, μετά από πενήντα χρόνια απουσίας επιστρέφει σ’ αυτήν, με ένα μόνο σκοπό. Σκοπό που είχε σε όλη τη ζωή της. Με την ισχύ του πλούτου της να εξαγοράσει, ως «ευεργέτις» όλες τις συνειδήσεις στον εξαθλιωμένο οικονομικά και παραγωγικά τόπο της, προκειμένου να τιμωρήσει – έως θανάτου – τον άντρα που ερωτεύτηκε στη νιότη της, τον Αλφρεντ, ο οποίος την εγκατέλειψε, αν και έγκυο, για μια άλλη, εξαιτίας του οποίου ξενιτεύτηκε, έγινε πόρνη για να ζήσει και έχασε το εγκαταλειμμένο, λόγω της ανέχειάς της, μωρό της, αλλά και τη γενέτειρά της (κατοίκους και θεσμούς) που, αντιμετωπίζοντάς την ως πορνίδιο, απάλλαξαν από τις ευθύνες του τον άντρα που την άφησε έγκυο. Ο σκοπός της υπηρετείται από όλα τα πρόσωπα. Όλα εξαγοράζονται, όλα γίνονται συνένοχα. Ο συμπατριώτης της δικαστής, που τον εξαγόρασε για να υπηρετεί όλες τις υποθέσεις της. Ολα τα θεσμικά όργανα – λ.χ. δήμαρχος, αστυνόμος, παπάς, δημοσιογράφοι, πολίτες. Ακόμα και η γυναίκα και τα παιδιά του ηλικιωμένου μικρομαγαζάτορα, αγαπημένου της νιότης της. Μόνο ο δάσκαλος αντιστέκεται στο κακό, αλλά τελικά και αυτός υποκύπτει στην απαίτηση της «ευεργέτιδος»: Κάποιος από όλους να δολοφονήσει τον προδότη του νεανικού έρωτά της. Ο Αλφρεντ, εν μέσω μιας κοινωνικής «ζούγκλας», αναγνωρίζοντας ότι υπήρξε υπαίτιος ενός κακού, αυτοκαθαιρείται αυτοκτονώντας. Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού αναδεικνύει, τα μέγιστα, τη διαχρονική και επίκαιρη αξία του έργου, αλλά και τις μπρεχτικές επιρροές του. Κράμα ρεαλισμού, αλλά και συμβολικού εξπρεσιονισμού, αποστασιοποίησης και σαρκαστικού σχολιασμού, η σκηνοθεσία υπογραμμίζει το «γκέστους», τη θέση – στάση (κοινωνική, ταξική, ηθική, συνειδησιακή, ψυχοδιανοητική, συναισθηματική) του κάθε προσώπου. Την ενδιαφέρουσα, πολύ δραστική σκηνοθετική «ανάγνωση» στηρίζουν το λιτά συμβολικό σκηνικό και τα επίσης συμβολικά κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, οι «ζοφώδεις» φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, η αρμόζουσα στο «γκέστους» κάθε προσώπου κινησιολογία της Μαρίας Γοργία και η «σκοτεινή» μουσική του Θόδωρου Αμπαζή. Η κυρίαρχη ερμηνεία της παράστασης ανήκει στην Μπέτυ Αρβανίτη (γηραιά κυρία), που πλάθει ένα κυνικά απάνθρωπο και εκδικητικό, ανθρωπόμορφο «τοτέμ» της μεγαλοαστικής τάξης. Λιτά ρεαλιστική η ερμηνεία του Γιάννη Φέρτη. Άξιοι ονομαστικής αναφοράς για τις συνολικά αξιόλογες ερμηνείες τους είναι και οι άλλοι ηθοποιοί της παράστασης: Κώστας Γαλανάκης, Μπάμπης Σαρηγιαννίδης, Θανάσης Δήμου, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Βασίλης Καραμπούλας, Τζίνη Παπαδοπούλου, Ελένη Ουζουνίδου, Ακης Λυρής, Ηλίας Κουνέλας, Δημήτρης Μυλωνάς.

    24.12.2008, Θυμέλη «Κριτική θεάτρου – «Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» από την Πράξη», Ριζοσπάστης

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μια «γηραιά κυρία» επιστρέφει ακμαία

    «Η επίσκεψη…» του Ντίρενματ στο «Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας»/ Ηθοποιός Μπέττυ Αρβανίτη

    «Η επιστροφή της γηραιάς κυρίας» είναι το γνωστότερο στην Ελλάδα δράμα του Ελβετού Φρίντριχ Ντύρενματ (1921-1990), και ο τίτλος του έχει γίνει σχεδόν παροιμιακή φράση στη γλώσσα μας, μετά τη θρυλική παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, σε μετάφραση του Γ.Ν. Πολίτη, με τη μεγάλη Παξινού στον κεντρικό ρόλο πριν μισό σχεδόν αιώνα (1961), σε σκηνοθεσία του Μινωτή όταν ακόμη η πρώτη Κρατική Σκηνή «επαίδευε» θεατρικά την Ελλάδα. Το πολυπρόσωπο και απαιτητικό αυτό έργο παίχτηκε από τότε στην ελληνική σκηνή άλλες πέντε φορές, πάντοτε στα Κρατικά Θέατρα, με μια μόνο παρουσίαση από ιδιωτικό θίασο του Αλεξανδράκη και της Γαληνέα το 1991. Έχει άρα, ιδιαίτερη σημασία που σήμερα το παρουσιάζει η Θεατρική Εταιρεία «Πράξη», σε καλή μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού (επιμέλεια κίνησης Μαρία Γοργία), με πρωταγωνίστρια τη Μπέττυ Αρβανίτη.

    Τα αδυσώπητα σκληρό και αμείλικτο, αυτό έργο, «κουρδισμένο» σαν ελβετικό ρολόι, σήμερα πράγματι «χτυπάει» την ώρα της Ευρώπης, όταν όλοι οι μεγάλοι μύθοι, μεγάλες αφηγήσεις και μεγάλες παραστάσεις που έφτιαξαν τον πολιτισμό της, κατέληξαν και καταλήγουν ξανά στην ανελευθερία της βίας. Δεν είναι η στιγμή ν’ αναλύσουμε το γιατί και το πώς αυτής της παταγώδους αποτυχίας του πολιτισμού των φώτων και του ορθού λόγου, να κρατήσει όρθιο το οικοδόμημα του ανθρωπισμού, στο όνομα του οποίου εξακολουθεί να ασκεί την παγκόσμια κυριαρχία του. Απ’ την άλλη όμως μεριά θα ήταν λάθος ν’ αποδώσουμε στον Ελβετό συγγραφέα μια διαλεκτική σύλληψη του κόσμου και της ιστορίας, που δεν διαθέτει. Η «Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» αντανακλά, τουλάχιστον εν μέρει, έναν σκληροπυρηνικό, μεταφυσικό, προτεσταντικό, κλειστό πυρήνα σκέψης, όπου ο άνθρωπος, είναι φύσει αμαρτωλός ή θέσει αδύναμος να επιλέξει το καλό, έχοντας ξεφύγει από τον άνωθεν προορισμό του, και θα έρθει εξάπαντος η ημέρα της τιμωρίας. «Έσεται Ήμαρ». Η γραφή του Ελβετού δραματουργού συγγενεύει, με αυτόν τον τρόπο, με τις κινηματογραφικές «Dies irae» του Καρλ Ντράγιερ, και ως επιγόνους της έχει τις ομόλογες ταινίες του Λαρς Φον Τρίερ, με αποκορύφωνα το αμφιλεγόμενο «Ντόγκβιλ».

    Η «Επίσκεψη…» δεν είναι μια αληθινή τραγωδία είναι μία, βιβλικής φύσης, ρωμαλέα αλληγορία, κάτω απ’ το πρόσχημα της τραγωδίας. Δεν μας μιλά για το σύγχρονο οικονομικό χάος, αποτέλεσμα εγκληματικών πολιτικών επιλογών, αλλά για τα «θανάσιμα αμαρτήματα» που το προκάλεσαν ως «οργή του Θεού». Σε αυτήν, η μόνη πράξη που έχει νόημα είναι η πράξη προς την ελευθερία. Την πράττει στο τέλος ο κεντρικός ήρως, Ιλ, αποδεχόμενος την ενοχή και την τιμωρία του, αλλά όχι ελεύθερα· είναι μια πράξη ελευθερίας από αδήριτη ανάγκη. Όχι από ελευθερία.

    Με αυτήν την έννοια νομίζω ότι ήταν λάθος επιλογή του σκηνοθέτη να «διαβάσει» το έργο διαλεκτικά και να θελήσει να το αποδώσει έμμεσα, «μπρεχτικά», περι-γραφικά, σαν «τραγωδία από απόσταση» και «θέατρο μέσα στο θέατρο». Απομακρύνοντας το έργο από τον συμπαγή κεντρικό πυρήνα της σκέψης που το γέννησε, δεν αντιλαμβάνεται, ίσως, ότι έτσι του αφαιρεί το αρχετυπικό προφίλ, το αδυνατίζει. Το έργο είναι αυτό που είναι ριζικό, φέρει το υπερβατικό φορτίο που φέρει, κάθε «διαλεκτική» «μοντέρνα» προσέγγιση για να  το «ελαφρύνει» τάχα, του έρχεται «ξένο ρούχο».

    Ευτυχώς, κόντρα σχεδόν στη σκηνοθεσία, οι κεντρικοί και δεύτεροι ρόλοι βρίσκουν τη θέση, τον άξονα και την ιστορία τους. Η Μπέττυ Αρβανίτη (Κλαίρ Τσαχανασιάν), με έξοχα μέσα, ως αντι – Παξινού, βυθίζεται στο σκοτεινό, το εσώτερο, το απρόσιτο, για να αναδυθεί στο φως ξανά, σύμβολο διπλό, μιας πληγωμένης γυναίκας και μιας απρόσωπης τυφλής μοίρας. Ένα κατόρθωμα υποκριτικής σύνθεσης.

    Ο Γιάννης Φέρτης (Ιλ) είναι μεστός, μια πλήρης εικόνα «χαρμολύπης» και αποδοχής της μοίρας στον καλύτερο ίσως ρόλο του των τελευταίων ετών.

    Ο Κώστας Γαλανάκης, ένας εργάτης του θεάτρου, ηθοποιός «για όλες τις εποχές», στον βουβό του ρόλο (Μπόμπυ) διαθέτει, όπως πάντα, μέγεθος, όγκο και ουσία.

    Ο Βασίλης Καράμπουλας (Δάσκαλος και τρίτος πολίτης) με υποκριτικό προφίλ που «κόβει» από μακριά.

    Ωραία και ομαδικά, δημιουργικά, κινούνται, στο πλαίσιο μιας τραγικωμωδίας οι Νίκος Αλεξίου (απορητικός δήμαρχος), Μπάμπης Σαρηγιαννίδης, Θανάσης Δήμου, Δημήτρης Μυλωνάς, Παναγιώτης Παναγόπουλος, η Τζίνη Παπαδοπούλου με πολύ ωραία φωνή και κίνηση, Ελένη Ουζουνίδου (ταλέντο «μπούφο»), Άκης Λυρής και Ηλίας Κουνέλας, «Μπεκετικές» φιγούρες. Μια παράσταση κυρίως των ηθοποιών, που σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος της.

    Θετική γνώμη έχω για τα σκηνικά και τα κοστούμια (Ελένη Μανωλοπούλου), τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς (Αλέκος Αναστασίου) και την ωραία μουσική (Θοδωρής Αμπαζής).

    21.12.2008, Πολενάκης Λέανδρος «Μια «γηραιά κυρία» επιστρέφει ακμαία», Η Αυγή. Αναδημοσίευση από το theatreworld.wordpress.com

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Κριτική: Η Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας – Το τέλος του ανθρωπισμού

    «Ο κόσμος μ’ έκανε πόρνη, εγώ τον κάνω μπορντέλο» λέει η Κλαιρ Τσαχανασιάν, επιστρέφοντας μ’ όλα τα δισεκατομμύριά της στη φτωχή γενέτειρά της για να πάρει το αίμα της πίσω. Ένα υπέροχο έργο, τρομακτικό επίσης, σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας.

    Ο Φρίντριχ Ντίρενματ (1921-1990) έγραψε την Eπίσκεψη της Γηραίας Κυρίας το 1956, όταν η διαλυμένη μετά το πόλεμο Ευρώπη είχε μπει πια για τα καλά σε τροχιά ανάπτυξης. Μία νέα εποχή ευημερίας είχε αρχίσει, το όνειρο μιας καλής ζωής έμοιαζε πλέον χειροπιαστό. Στη λογική του τρομακτικού, αν το καλοσκεφτείς, «η ζωή συνεχίζεται». Τα εγκλήματα, την οδύνη, την απώλεια εκατομμυρίων ανθρώπων είχε καλύψει ήδη μία ευεργετική λήθη.

    Αυτή την ανατριχιαστική αντίφαση αποτυπώνει ο Ντίρενματ στη Γηραιά Κυρία. Κατά το μπρεχτικό παράδειγμα (θυμηθείτε πώς λειτουργεί το παραμύθι στον Κύκλο με την κιμωλία), στήνει μια ιστορία ερωτικής εκδίκησης κάτω από την οποία ανελέητα ερωτήματα ζητούν την απάντησή μας. Υπάρχει τιμή εξαγοράς για τα πάντα, ακόμη και για τη συνείδηση; Μπορεί να παραγραφεί ένα έγκλημα και τι σημαίνει να επιβιώνεις πάνω στο θάνατο (πραγματικό ή ψυχολογικό) του άλλου;

    Μικρή, η Κλαιρ Τσαχανασιάν, από τη μικρή πόλη του Γκίλεν, γνώρισε τον έρωτα στο πρόσωπο ενός νέου, του Άλφρεντ Ιλλ. Πλην όμως, όταν έμεινε έγκυος, ο Ιλλ αρνήθηκε την ευθύνη και με μια δίκη που βασίστηκε σε δύο ψευδομάρτυρες, απαλλάχθηκε και επισήμως από το άχθος της πατρότητας. Η Κλαιρ εγκαταλείπει το Γκίλεν, καταλήγει πόρνη, αλλά στο μπορντέλο τη βρίσκει και την κάνει γυναίκα του ο μεγιστάνας Τσαχανασιάν.

    Περισσότερα από σαράντα χρόνια αργότερα, και μετά από επτά γάμους, η Κλαιρ επιστρέφει στη λιμοκτονούσα γενέτειρά της και χωρίς περιστροφές προσφέρει ένα αμύθητο ποσό στους κατοίκους, αν σκοτώσουν τον Ιλλ. Από το σημείο αυτό ξεκινά το έργο του ο Ντίρενματ και μέχρι να φτάσει στο τέλος του, εκθέτει αριστοτεχνικά το process που μεταμορφώνει την οικονομική εξαθλίωση σε ηθική. Η αρχική απόρριψη του εκβιαστικού διλήμματος σταδιακά χαλαρώνει και ο Ιλλ προσφέρεται στην Τσαχανασιάν.

    Ο Ντίρενματ εξελίσσει την ιστορία του σε δύο κατευθύνσεις: από τη μία κινεί το συλλογικό υποκείμενο, την πόλη, και από την άλλη την ατομική συνείδηση (στο πρόσωπο του Ιλλ). Όσο η πόλη χάνει την ταυτότητά της, βυθιζόμενη στον ίλιγγο της υλικής ευημερίας και της κατανάλωσης, τόσο ο Ιλλ πλησιάζει στην έσχατη γνώση, αυτή που εντέλει δικαιώνει την ύπαρξη του ανθρώπου.

    Πενήντα χρόνων πια, η Γηραιά κυρία εκπλήσσει ευχάριστα για την οξύτητα της κριτικής της, για την οξυδέρκεια με την οποία αντιμετωπίζει φαινόμενα απολύτως σύγχρονα (λ.χ. την κατανάλωση ανθρωπίνων ζωών από τα ΜΜΕ), για την ψυχολογική ακρίβεια με την οποία παρακολουθεί τη διαδικασία ηθικής εξαχρείωσης της πόλης. Στην ακρίβεια αυτή ο σημερινός θεατής μπορεί να διακρίνει ανεπαίσθητα σημάδια γήρατος, τα οποία ωστόσο δεν ενοχλούν, γιατί η ιδεολογική φιλοδοξία του έργου συνδέεται οργανικά με μια σκηνική οπτική όπου το βάρος πέφτει στη γλώσσα και στον ηθοποιό, επιτρέποντας ελεύθερες, ποιητικής διαχείρισης των πραγματολογικών στοιχείων της ιστορίας, σκηνικές προσεγγίσεις.

    Σ’ αυτήν τη γραμμή κινείται η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, επιβεβλημένη άλλωστε από τη μικρή σκηνή του θεάτρου. Ό,τι χρειάζεται η παράσταση το παρέχουν οι ηθοποιοί και το ίδιο το έργο. Ας πούμε, οι σκηνικές οδηγίες γίνονται μέρος της πρόζας, οι ηθοποιοί τις εντάσσουν στο ρόλο τους κι έτσι παρέχονται στους θεατές οι πληροφορίες που διαφορετικά έπρεπε να δίνει το -εδώ απόν- σκηνικό. Με εντυπωσίασε το αποτέλεσμα που πέτυχε δουλεύοντας με τους ηθοποιούς. Γιατί δεν είναι σύνηθες ώριμοι ηθοποιοί να επιστρέφουν σ‘ έναν τρόπο ερμηνείας που στηρίζεται, σε μεγάλο βαθμό, σε αυτοσχεδιασμούς (Μπάμπης Σαρηγιαννίδης, Βασίλης Καραμπούλας, Νίκος Αλεξίου και ο Γιάννης Φέρτης στις πρώτες σκηνές). Στους στυλιζαρισμένους ρόλους του έργου (του Μπάτλερ και των δύο Ευνούχων) ο σκηνοθέτης πρόσθεσε και μερικούς ακόμη, ώστε να μπορεί να δείξει, με μικρές αλλαγές στην εμφάνιση και στη σκηνική συμπεριφορά, την αλλαγή τους από το πρώτο στο δεύτερο μέρος του έργου (π.χ. η σύζυγος Ιλλ της Τζίνης Παπαδοπούλου, ο γιος Ιλλ του Παναγιώτη Παναγόπουλου και η κόρη Ιλλ της Ελένης Ουζουνίδου).

    Η Μπέττυ Αρβανίτη στο ρόλο της Κλαιρ Τσαχανασιάν έρχεται, θαρρείς, κατευθείαν μέσα από το μυαλό του συγγραφέα – που λέει γι’ αυτήν ότι, επειδή κινείται έξω από τις «αξίες» που συνέχουν το κοινωνικό συμβόλαιο, «έχει κάτι το αμετάβλητο, το άκαμπτο, το χωρίς εξέλιξη πια, είναι κάτι που τείνει να απολιθωθεί, να γίνει είδωλο», μία καθαρά ποιητική μορφή. Εξαιρετική, εσωτερικά βιωμένη η ερμηνεία του Γιάννη Φέρτη στον ρόλο του Ιλλ, θαυμάσιες ερμηνείες από τον Βασίλη Καραμπούλα, τον Νίκο Αλεξιου, τον Μπάμπη Σαρηγιαννίδη, τον Κώστα Γαλανάκη, την Τζίνη Παπαδοπούλου, τον Παναγιώτη Παναγόπουλο, την Ελένη Ουζουνίδου, τον Θανάση Δήμου, τον Δημήτρη Μυλωνά, τον Ηλία Κουνέλα, τον Άκι Λυρή. Σημαντική στο σκοτεινό σύμπαν του Γκίλεν η συμβολή των μουσικών υπογραμμίσεων του Θοδωρή Αμπαζή και των φωτισμών του Αλέκου Αναστασίου.

    11.12.2018, Καλτάκη Ματίνα «Κριτική: Η Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας – Το τέλος του ανθρωπισμού», www.lifo.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ψυχρή εκδίκηση – Η δύναμη του χρήματος

    Πόσα χρόνια μπορεί να διατηρηθεί το μίσος; Και κατά πόσο ο συνδυασμός του με το χρήμα μπορεί να αφανίσει;

    Ας πούμε πόσο περισσότερο το μίσος και το χρήμα μπορούν να αφανίσουν μια πόλη όπως το Γκίλεν, χαμένη στην καρδιά της Ευρώπης που μαστίζεται από την ανέχεια;

    Ολοσχερώς, είναι η απάντηση του Ελβετού συγγραφέα Φρίντριχ Ντίρενματ, που έγραψε το 1956 αυτό το έργο, από τα κορυφαία της παγκόσμιας δραματουργίας.

    Ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή. Η Κλαίρη Ζαχανασιάν αγαπούσε κάποτε τον Ιλ. Το σημερινό μπακάλη του χωριού. Του έρωτά τους ακολουθεί η προδοσία και το κορίτσι παίρνει ντροπιασμένο το δρόμο της ξενιτιάς. Η ζωή αργοκυλά, συνεχίζεται, οι παλιές ιστορίες ξεχνιούνται, ή έτσι δείχνουν. Το Γκίλεν καταρρέει μέσα σε φτώχεια και εξαθλίωση. Μέσα στην τραγική συνθήκη, εμφανίζεται ο από μηχανής θεός. Δίνει ένα δις δολάρια, σώζει το χωριό και ζητά για αντάλλαγμα το κεφάλι του Ιλ. Μια ανθρώπινη ζωή για ένα δις. Τίποτα ε; Αυτός ο από μηχανής θεός, η πάμπλουτη πια Κλαίρη Ζαχανασιάν, ανάπηρη, υπέργηρη, διψασμένη για εκδίκηση εφιαλτική σκύλα, ζητάει αυτό που υποτίθεται θα τη λυτρώσει. Και αυτήν και το χωριό της. Γιατί αυτός ο εκδικητικός χαρακτήρας, ο δαίμονας, ξέρει πολύ καλά τον κανόνα που έχει κάποτε πληρώσει. Ότι όλα μπορεί να αλλάξουν, να καταρρεύσουν, να ματαιωθούν μπροστά στη δύναμη του χρήματος. Τους βάζει όλους να ζήσουν μέσα σε έναν εφιάλτη, με την υποσχετική του παραδείσου.

    Η παγίδα της γηραιάς κυρίας ξεπερνάει την απάτη, γι’ αυτό και έχει όλα τα στοιχεία του κωμικού, του τραγικού και του γκροτέσκου. Η υπόσχεση δεν είναι για μια βελτίωση, αλλά για μια ριζική αλλαγή, για μια μεταμόρφωση της ζωής όλων. Αυτό το άχαρο περιβάλλον μέσα στο οποίο έχουν όλοι συνηθίσει να ζουν υποταγμένα, μέσα στο μυαλό τους αλλάζει ριζικά. Το παντοδύναμο χρήμα τούς κάνει να νιώθουν αυτάρκεις και αυτή η ανοησία δεν έχει όρια, δεν γνωρίζει την ταπεινότητα, την αγάπη, την αλήθεια. Η απληστία τους, αν δεν ήταν τόσο τερατώδης, θα μπορούσε να είναι διασκεδαστική. Αν δεν περιείχε ένα φόνο, θα μπορούσε να είναι απλά ειρωνική, για το πόσο εύκολα ο ανθρωπισμός μπορεί να καταρρεύσει μπροστά στην υπόσχεση μιας ακριβής μπίρας ή ενός ακριβού πούρου.

    Ιδανικός ρόλος για την Μπέτυ Αρβανίτη, που αστράφτει και υποκριτικά ανάμεσα στους υπόλοιπους ρόλους και στις άνευρες ερμηνείες των συμπρωταγωνιστών της που δεν καταφέρνουν να ζωντανέψουν στο μονότονο ρυθμό της παράστασης του Στάθη Λιβαθινού την ένταση, την αγωνία και την ηθική κατάπτωση.

    10.12.2008, Αναγνώστου Δήμητρα «Ψυχρή εκδίκηση – Η δύναμη του χρήματος», www.athensvoice.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ένας ποταμός σε σκηνή δωματίου

    Ο Φρίντριχ Ντίρενματ ανήκει στο Ηρώον των συγγραφέων μιας περασμένης γενιάς, της πρώτης ουσιαστικά γενιάς που έπρεπε να διαχειριστεί πολιτικά, ιδεολογικά και αισθητικά το βάρος του Β’ Παγκοσμίου Πόλεμου. Έχοντας ισχυρή πολιτική συνείδηση, χωρίς να είναι ένας ακριβώς πολιτικός συγγραφέας, όπως ο Μπρεχτ, με σατιρική διάθεση, αν και δύσκολα θα τον χαρακτηρίζαμε σατιρικό όπως τον Μαγιακόφσκι, εξπρεσιονιστής χωρίς να είναι ο Βέντεκιντ και παράλογος χωρίς να είναι ο Ιονέσκο, ο Ντίρενματ είναι τελικά ένας ποταμός συνείδησης πάνω στο ανθρώπινο και κοινωνικό μεταπολεμικό γίγνεσθαι. Το σπουδαιότερο έργο του «Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» όμως, εκτός από όλα αυτά, είναι μαζί και καθαρό θέατρο: θέατρο δηλαδή που χαίρεται αυτόματα, άτακτα και αυθόρμητα τον εαυτό του. Εδώ βρίσκεται ίσως και το μεγάλο πρόβλημα με την «Επίσκεψη» για τον κάθε σκηνοθέτη. Μια πηγή λαϊκού, αυθόρμητου και ζωντανού θεάτρου πρέπει να συνδυαστεί με τη λελογισμένη, συντεταγμένη και δομημένη προοπτική της ερμηνείας του.

    Είναι βέβαια θέατρο κατάλληλο για κρατική σκηνή, που διαθέτει τους κατάλληλους ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους. Στο μικρό και στενό θέατρο της Κεφαλληνίας το εγχείρημα μοιάζει φιλόδοξο, ακόμα και για έναν έμπειρο σκηνοθέτη όπως ο Στάθης Λιβαθινός. Ο τελευταίος στρέφεται -και είναι αυτό πολύ ευχάριστο- σε ένα θέατρο άλλης υφολογίας από το ρωσικό. Με κάποια αμηχανία και θέλοντας να χωρέσει πολλά πράγματα στο ίδιο -και μικρό- καλάθι, καταλήγει σε μια ιμπρεσιονιστική παράσταση, μαυρόασπρη σαν κόμικς, όπου με μπρεχτικές, διδακτικές παρεμβάσεις το αρχικό κείμενο εισάγεται στη χοάνη του μεταδραματικού θεάτρου. Αυτά είναι στοιχεία που μπορούν ίσως να περιγράψουν, αλλά όχι και να χαρακτηρίσουν μια παράσταση. Ακόμα περισσότερο δεν μπορούν να πείσουν. Η προσπάθεια του σκηνοθέτη να χωρέσει το έργο στη μικρή και στρογγυλή σκηνή της Κεφαλληνίας, που αφήνει ακάλυπτα τα νώτα και διαχέει τη δυναμική σε όλες τις κατευθύνσεις, τον παρέσυρε σε ένα υπερβολικό ντάμπλινγκ (ηθοποιοί που εμφανίζονται σε παραπάνω από έναν ρόλους) και σκόρπισε τη διασκευή και το στήσιμο της παράστασης στην ασάφεια.

    Από την άλλη, η δομή της παράστασης μοιάζει στενή για να επιτρέψει στους ηθοποιούς μια αληθινά αυθόρμητη δημιουργία. Η «Επίσκεψη» βυθίζεται σε ένα κλίμα μελαγχολίας και βαρύθυμης διαπίστωσης που δεν διακόπτεται και δεν αναιρείται από τη χαρά του θεάτρου.

    Έτσι, στο χωριό του Γκίλεν, όπου οι κάτοικοι περιμένουν στην αγορά συναθροισμένοι την έλευση της σωτηρίας, στο πρόσωπο της βαθύπλουτης γηραιάς Νέμεσης, το γκροτέσκο στοιχείο γίνεται βαρύ στολίδι και άγριο κόσμημα. Στο πρόσωπο της Μπέττυς Αρβανίτη κάτι τέτοιο λειτουργεί. Η ηθοποιός έχει να επιδείξει τα τελευταία χρόνια μια ολόκληρη σειρά πορτρέτων γυναικών μοιραίων και αυτοσαρκαζόμενων, ώστε να μπορεί να χτίζει τώρα με ευκολία τον ρόλο και το στιλ της Κλαίρης Ζαχανασιάν. Με την ίδια άνεση ο θαυμαστά θαλερός Γιάννης Φέρτης σηκώνει τον απαιτητικό ρόλο του Ιλ, του μόνου στο έργο που σηκώνεται έστω και λίγο ψηλότερα από το ανάστημά του, έστω και λίγο πριν από την τελική πτώση.

    Παρόμοια θετικές είναι οι παρατηρήσεις που αφορούν τους υπόλοιπους ηθοποιούς (Κώστας Γαλανάκης, Νίκος Αλεξίου, Μπάμπης Σαρηγιαννίδης, Βασίλης Καραμπούλας, Τζίνη Παπαδοπούλου, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Θανάσης Δήμου, Ελένη Ουζουνίδου, Ηλίας Κουνέλας και Ακις Λυρής). Το σύνολο όμως εδώ είναι κατώτερο των μερών του. Το έργο από κάποια στιγμή και μετά κουράζει, και μάλιστα στο σημείο που θα έπρεπε κανονικά να υψώνεται σε μια καυστική αλληγορία της σημερινής πιστωτικής και οικονομικής μας κρίσης.

    13.12.2008, Ιωαννίδης Γρηγόρης «Ένας ποταμός σε σκηνή δωματίου», Ελευθεροτυπία. Αναδημοσίευση από το theatreworld.wordpress.com

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η ιστορία ως τραγική φάρσα

    Όταν ο Λιβαθινός και η Αρβανίτη σχεδίαζαν να ανεβάσουν την «Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» δεν είχε ξεσπάσει η μεγάλη διεθνής κρίση

    Αρχίζω την προσέγγισή μου στο οριακό για την ευρωπαϊκή δραματουργία έργο του Ντύρρενματτ «Η επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» με δύο-τρεις αναφορές μου στη δραματουργία του, όταν αντιμετώπισα πριν από τριάντα πέντε χρόνια άλλα έργα του. Περισσότερο για να δείξω αυτή τη φορά ότι σε μια δύσκολη για τα πολιτικά μας πράγματα εποχή είχα απολυτοποιήσει τα κριτήριά μου και είχα εκτιμήσει ιδεολογικά αυστηρά το κουκούτσι του έργου του, διότι ποτέ κανείς δεν αμφισβήτησε τον θεατράνθρωπο και μάστορα συγγραφέα.

    «Ο Ντύρρενματτ είναι ίσως ο τελευταίος καρτεσιανός του θεάτρου στη σύγχρονη Ευρώπη. Τα θεατρικά του έργα είναι αριστουργήματα μιας “σοφιστεμένης” κατασκευής που τολμούν στις δύσκολες μέρες μας να προβάλλουν ακόμη και τον διδακτισμό τους. Η αναμφισβήτητη μαστορική του, που μπορεί να χρησιμοποιεί την παράδοση μεταμφιέζοντάς τη σύμφωνα με τα γούστα της εποχής, μπορεί να παρασύρει ένα απληροφόρητο κοινό, ανύποπτο και καθόλου καχύποπτο, στην εύκολη λύση που προτείνει η βαθιά πουριτανική του ιδεολογία. Η δραματουργία του είναι δευτερογενής. Τίποτα δεν εφηύρε. Εκμεταλλεύτηκε τα πάντα: την οικεία και εύκολη φόρμα που κατεβαίνει άνετα στο κοινό, την μπρεχτική ανατροπή των δραματικών σχέσεων, τη “διαλεκτική” επιφάνεια του Ανούιγ και τον επίπλαστο κυνισμό του, την εξπρεσιονιστική παράδοση του γερμανόφωνου θεάτρου. Στην ουσία σκέπτεται σαν τον Καρτέσιο, μάχεται σαν Ιησουίτης και ηθικολογεί σαν τον Καλβίνο. Τυπικός Ελβετός (1973)».
    «Ο Ντύρρενματτ είναι ένας σπουδαίος μάστορας του θεάτρου, αλλά πέρα για πέρα αδιέξοδος. Βουτηγμένος ως το λαιμό στον γερμανικό ιδεαλισμό, μεταφυσικός και ρομαντικός, έμπειρος εξπρεσιονιστής και “κυνικός” “διανοούμενος” από τη μια και από την άλλη καρτεσιανός και πουρίστας ηθικολόγος.

    Κάθε έργο του είναι μια τέλεια μαθητικά κατασκευή. Διακρίνεις παντού μια γεωμετρία που προβάλλει απαιτητικά την αυθεντία των αξιωμάτων. Ο Ντύρρενματτ απολυτοποιεί τον κόσμο, τον εντάσσει σε φόρμουλες και έχοντας αξιωματικά δεχτεί τις αρχές του λύνει προβλήματα του κόσμου με το βολικό εργαλείο του. Τα βασικά αξιώματα είναι δύο: “Η βία είναι η αιτία του πολιτισμού” και “Σκοπός του πολιτισμού είναι το χρήμα”. Μεταξύ ενός αναγκαστικού και ενός τελικού αιτίου ο άνθρωπος συνθλίβεται και οι πράξεις του υπακούουν σ’ έναν αυστηρό ντετερμινισμό. Ο άνθρωπος του Ντύρρενματτ ενέχει το σπέρμα της καταστροφής. Οι επιμέρους κινήσεις του είναι σπασμωδικές απόπειρες εξόδου από το δεδομένο αδιέξοδο. Αφαιρεί τον θεό από το έργο του και έτσι σχεδιάζει έναν κόσμο ορφανό, αλλά άτεγκτα και λογικά διαρθρωμένο. Στη θέση του θεού του αρχαίου θεάτρου βάζει μια εξίσου απρόσιτη και αόρατη αρχή, μηχανιστική και πανταχού παρούσα (1974)».

    Σήμερα είμαι κι εγώ απαισιόδοξος για τον κόσμο μας, τα συστήματα βίου και ηθικής και υπόκειμαι στον πειρασμό να πιστέψω πλέον πως μας κυβερνά ένας μοιραίος μηχανιστικός οργανωμένος κόσμος μεταφυσικού μηχανισμού.

    Έτσι πέρα από τον σπουδαίο θεατράνθρωπο Ντύρρενματτ που γνωρίζει όσο λίγοι να φτιάχνει θεατρικούς «μύθους» και μέσω αυτών δραματικές διαλεκτικές και αμφιλεγόμενες σχέσεις υπάρχει και ένας απελπισμένος διανοούμενος που χρησιμοποιεί με ευφυή τρόπο και ειρωνικά και την καρτεσιανή λογική και τον προτεσταντικό πουριτανισμό. Όταν ο Λιβαθινός και η Αρβανίτη σχεδίαζαν να ανεβάσουν το κωμικοτραγικά ειρωνικό και διαλεκτικό του «παρατραγώδημα» δεν είχε ξεσπάσει η μεγάλη διεθνής κρίση. Τώρα που τη διαπλέουμε, η παράσταση της «Επίσκεψης της Γηραιάς Κυρίας» είναι το αυθεντικό ερμήνευμα.

    Το χρήμα ως όπλο και η τρομοκρατία και η δικαιοσύνη ως εκδίκηση είναι ο εφιάλτης ενός κόσμου που πρόδωσε το αίτημα της αλληλεγγύης, της ανοχής, και της αγάπης κυρίως. Κι όταν ο κόσμος παύει να είναι αλληλέγγυος και ερωτικός, κυριαρχεί η βία, η εξαγορά συνειδήσεων, η τυφλή εκδίκηση και ο ανεξαγόραστος χρόνος. Ο Λιβαθινός με την παράσταση αυτή, εκτός των άλλων, επέδειξε πως δεν είναι ο τάχα ειδικευμένος στον ποιητικό ρεαλισμό και τον νατουραλισμό της ρωσικής σχολής. Γνωρίζει άριστα και τον εξπρεσιονισμό και την μπρεχτική ειρωνεία. Ο τρόπος που ένα έργο γραμμένο για μεγάλη και πολυάριθμη σκηνή χώρισε και μάλιστα περίσσεψε σε ένα κυκλικό θέατρο, όπου το κοινό από όλα τα τέσσερα σημεία του σκηνικού ορίζοντα ταυτίστηκε με το «έξοχο» Γκύλεν του μύθου, έδειξε πως το αυθεντικό θέατρο μιλάει ακόμη επάνω στο απλό πατάρι των μεσαιωνικών μίμων. Το έργο παίχτηκε σαν μια μεσαιωνική φάρσα, σαν τραγικοκωμωδία από λαϊκούς μίμους στις μεγάλες ανοιχτές αγορές του Μεσαίωνα. Σήμερα στον σύγχρονο και πλέον αδιέξοδο μεσαίωνα του αρχόμενου 21ου αιώνα.

    Η μετάφραση του Δεπάστα καίρια, τα σκηνικά αντικείμενα και τα διαχρονικά κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου εξαίσια και η μουσική ιδιοφυΐα του Αμπαζή άλλη μια φορά εντάχθηκε ως αναπόσπαστο στοιχείο της δραματουργίας.

    Φωτισμοί (Αναστασίου), κίνηση (Γοργία) και μακιγιάζ (Παμούκης) σύμφυτα με τον σκηνοθετικό σχεδιασμό.

    Υπερβάλλουσα παραβολή

    Από το 1961, που είδαμε έκπληκτοι την αριστουργηματική παράσταση της «Γηραιάς Κυρίας» του Μινωτή στο Εθνικό, έχει κυλήσει πολύ νερό στον αδιέξοδο κόσμο μας. Τότε βλέπαμε πέρα απ’ την ωραία θεατρική ιστορία μία υπερβάλλουσα παραβολή με φανερά τα σύνδρομα της προτεσταντικής ηθικής όπως την ερμήνευσε ως καπιταλιστικό σπέρμα ο Μαξ Βέμπερ. Τώρα βλέποντας τη σαφέστατη, καίρια και πεντακάθαρη ανάγνωση του Στάθη Λιβαθινού στο θέατρο της «Οδού Κεφαλληνίας» και του θιάσου Πράξη είδα μια παρωδία τραγωδίας, μια ρεαλιστική παράτα πραγματικής ζωής ιδωμένη μέσα από τα παραμορφωτικά κάτοπτρα που μας κληροδότησε ο απερχόμενος 20ος αιώνας ως κανόνα βίου και τρόπου ηθικού προορισμού.

    Ειρωνική υποδομή και τραγικό βάθος

    Μια ομάδα ηθοποιών χωρίς ρωγμές στο ύφος, χωρίς κενά, χωρίς παρεκκλίσεις από το σκεπτικό: αδρές γραμμές, ελεγχόμενο γκροτέσκο, ειρωνική υποδομή και τραγικό βάθος. Ο Νίκος Αλεξίου στην καλύτερη έως τώρα ερμηνεία του, ο Σαρηγιαννίδης έξοχη καρικατούρα καρτούν, ο Καραμπούλας (δάσκαλος) η δραματικότερη εκδοχή της ενοχικής ιδεολογίας, ο Θανάσης Δήμου (πάστορας) ρητορικός του θεομπαιχτισμού. Ο Κώστας Γαλανάκης (Μπόμπι) λαλίστατος στη σιωπή του. ο Δ. Μυλωνάς, ο Π. Παναγόπουλος, η Ουζουνίδου άψογη στους πολλούς ρόλους τους. Η Τζίνη Παπαδοπούλου (κυρία Ιλ) αξέχαστη φιγούρα στην αλλοτριωμένη υποταγή. Το ζευγάρι των μίμων-τυφλών (Λόμπι-Κόμπι) Άκις Λυρής και Ηλίας Κουνέλας συνταρακτικό. Η Μπέττυ Αρβανίτη έπλασε μία Κλαίρη Τσαχανασιάν γεμάτη απελπισμένη και προδομένη αγάπη και ανελέητη σχεδόν ηδονική εκδίκηση. Μια ανάστροφη Μήδεια που εκδικείται μετατρέποντας την ηδονή της ερωτικής παράδοσης σε ηδονή της προδομένης μήτρας. Ο Γιάννης Φέρτης στον πληρέστερο, λιτότερο και βαθύτερο ρόλο της καριέρας του. Αξέχαστες υποκριτικές στιγμές, τα γεμάτα υπαρξιακό τρόμο μάτια του πανικόβλητα και συνάμα ικετευτικά για ένα λυτρωτικό τέλος.

    19.01.2009, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Η Ιστορία ως τραγική φάρσα», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί την Μπέττυ Αρβανίτη – Γηραιά κυρία σώζει από το κραχ

    Το κλασικό αλλά και ιδιαίτερα επίκαιρο έργο του Ντίρενματ παρουσιάζουν η Μπέττυ Αρβανίτη και ο Γιάννης Φέρτης σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού

    Το Γκούλεν- μία μικρή πόλη. Μία οικονομική καταστροφή έχει οδηγήσει τους κατοίκους του στην εξαθλίωση. Το μόνο που έχουν να περιμένουν είναι ένα θαύμα. Το θαύμα συμβαίνει: η Κλερ Τσαχανασιάν, μία διεθνούς φήμης εκκεντρική δισεκατομμυριούχος, γέννημα- θρέμμα του Γκούλεν, επιστρέφει ύστερα από σαράντα πέντε χρόνια στην άσημη γενέτειρά της. Όλοι πια εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε μία σωτήρια δωρεά της. Η γηραιά κυρία πείθεται. Και αποφασίζει να δωρίσει ένα δισ. δολάρια στην πόλη. Κάθε θαύμα όμως, την σήμερον ημέρα, και κάθε δωρεά απαιτεί και μία αντίχαρη. Η γηραιά κυρία Τσαχανασιάν θέτει έναν όρο. Πολύ σκληρό. Που εγείρει ένα μεγάλο δίλημμα.

    Οικονομικό κραχ, «σωτήρες», διλήμματα… Η πολιτική αλληγορία του Φρίντριχ Ντίρενματ (1921- 1990) «Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας», έργο γραμμένο το 1956, πενήντα δύο χρόνια μετά, στις μέρες που ζούμε, πιο επίκαιρο δεν θα μπορούσε να είναι. Και είναι φυσικό το ανέβασμά του από τον Στάθη Λιβαθινό για την «Πράξη» της Μπέττυς Αρβανίτη με την ίδια στον επώνυμο ρόλο και συμπρωταγωνιστή τον Γιάννη Φέρτη- ένας θίασος δεκατριών ηθοποιών- να αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

    «Είναι ανατριχιαστικά επίκαιρο αυτό το έργο. Προφητικό!» λέει η Μπέττυ Αρβανίτη. «Δείχνει ανάγλυφα πώς διαβρώνονται και αλλοτριώνονται οι άνθρωποι μέσα από το χρήμα. Πώς το σύστημα αυτό δημιουργεί στους ανθρώπους επιθυμίες που ίσως και να μην είναι αληθινές- ίσως και να μην τις είχαν ποτέ. Ανοίγεις και το βλέπεις στην τηλεόραση: γάμοι χολιγουντιανοί εν μέσω της οικονομικής κρίσης που ζούμε…».

    «Δεν είναι απλώς επίκαιρο» συμπληρώνει ο Στάθης Λιβαθινός. «Είναι η Κυψέλη (σ.σ.: όπου βρίσκεται το θέατρο) του 2008. Θα έλεγα πως έχει μία προφητική δύναμη. Σαν να ήξερε ο Ντίρενματ προς τα πού θα κινηθεί ο σύγχρονος κόσμος…

    Δεν είναι όμως μόνο επίκαιρο το έργο. Ανήκει πια στο κλασικό ρεπερτόριο. Έχει βέβαια κάποια στοιχεία πολύ δεμένα με το θέατρο “της μόδας” της εποχής του, που μπορεί, όμως, πολύ εύκολα να τα ξεπεράσει κανείς. Γιατί, πέρα από αυτά, ο Ντίρενματ διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά του κλασικού συγγραφέα: έχει τραγική σκέψη και τρομερό σασπένς, ανθρώπινους χαρακτήρες, στέρεη δομή και, πάνω απ’ όλα, ποιητική φλέβα. Ναι, το έργο είναι πολιτική αλληγορία αλλά δεν το ανεβάζω μόνο ως πολιτικό θέατρο. Το καθαρά πολιτικό θέατρο είναι στεγνό».

    «Ο Ντίρενματ γράφει ένα τρομερά ενδιαφέρον θέατρο. Ένα μείγμα παραλόγου και παράλογο σημαίνει φιλοσοφία με χιούμορ – και τραγωδίας (σ.σ.: “τραγικωμωδία”, άλλωστε, χαρακτηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας το έργο του).

    Αυτό είναι το σύμπαν του. Ο Θεός σιωπά και μιλάει η συνείδηση. Αλλά όταν οι άνθρωποι είναι “μικροί” είναι “μικρές” και οι συνειδήσεις έτοιμες να πουληθούν με το φύσημα του αέρα. Ο Ντίρενματ, με τον οποίο πρώτη φορά ασχολούμαι, μιλάει για έναν άνθρωπο πολύ εύθραυστο και ευάλωτο κι αυτό μου αρέσει.

    Πρότεινα το έργο στην Μπέττυ μαζί με τη “Βάσα” (σ.σ.: που παρουσιάστηκε πέρσι με επιτυχία) πριν από πέντε χρόνια. Και το πρότεινα γιατί, εκτός από τον ρόλο που είναι οριακός για ‘κείνη η οποία έχει την τόλμη να αγγίζει ρόλους χωρίς να τους φοβάται, ούτε σαν ηλικία ούτε σαν περιεχόμενο, είναι ένα έργο μέσα από το οποίο μπορεί κανείς να μιλήσει με την εποχή του. Είναι έτσι δομημένη η αφήγηση που δεν σου επιτρέπει καμία στιγμή να αισθανθείς πως εσύ είσαι απ’ έξω και αθώος και οι ένοχοι- είτε η Κλερ είτε οι κάτοικοι- είναι στη σκηνή». «Ήθελα μία πολύ αφαιρετική και ακραία ως προς τη σύλληψή της παράσταση» λέει για τη δουλειά του. «Δεν ξέρω αν θα το πετύχω. Αλλά σε παρακινεί ο Ντίρενματ σ’ αυτό. Το έργο είναι μία συνάντηση του καθαρά ψυχολογικού, δραματικού χαρακτήρα των προσώπων με ένα ιδιαίτερο μαύρο, παράλογο χιούμορ. Και συνεργαζόμαστε άριστα με τους ηθοποιούς. Με την Μπέττυ δεν είναι η πρώτη φορά. Αλλά με τον Γιάννη Φέρτη είναι. Και με έχει εντυπωσιάσει το ήθος και η δοτικότητά του». Και η όψη της παράστασης θα είναι σημερινή;

    «Υπερβολικά σημερινή…».

    Η Μήδεια και το κεφάλαιο

    «Είναι ένας πολύ σύνθετος ρόλος» εξηγεί η Μπέττυ Αρβανίτη για τον ρόλο της κ. Τσαχανασιάν. «Αν έλεγα πως συμβολίζει το μεγάλο κεφάλαιο θα ήταν απλοϊκό. Δεν είναι μόνο αυτό. Η Κλερ ξέρει να δημιουργεί πιόνια αλλά υπάρχει και η πλευρά της εκδίκησης της ερωτευμένης γυναίκας- δεν το ξεχνάω αυτό. Θα μπορούσε να είναι η Μήδεια. Είναι η ακραία έκφραση της προδομένης γυναίκας, Έχει συντηρήσει τη μνήμη της προδοσίας αυτής για σαράντα πέντε ολόκληρα χρόνια. Τερατώδες!».

    «Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» ανεβαίνει σε μετάφραση Γιώργου Δεπάστα, με σκηνικά και κοστούμια Ελένης Μανωλοπούλου, μουσική και ήχο Θοδωρή Αμπαζή και θίασο 13 ηθοποιών.

    17.11.2008, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί την Μπέττυ Αρβανίτη – Γηραιά κυρία σώζει από το κραχ», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η γηραιά κυρία…

    Η Μπέτυ Αρβανίτη συναρπάζει ως Κλερ Τσαχανασιάν στην «Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας.

    Το χρήμα όλα τα αγοράζει, ακόμα και συνειδήσεις… Και αυτή η αλήθεια «πρωταγωνιστεί» στο αριστούργημα του Φρίντριχ Ντίρενματ «Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας», που παρουσιάζεται στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας με τη «σφραγίδα» του Στάθη Λιβαθινού.

    Στο Γκίλεν, μια μικρή πόλη, οι κάτοικοι μετά από μια οικονομική καταστροφή ζουν εξαθλιωμένοι, περιμένοντας ένα θαύμα. Η είδηση ότι η Κλερ Τσαχανασιάν, μια δισεκατομμυριούχος διεθνούς φήμης, επιστρέφει μετά από σαράντα πέντε χρόνια στην άσημη γενέτειρά της, τους γεμίζει ελπίδα και προσδοκία για καλύτερες μέρες με την πιθανότητα μιας σωτήριας δωρεάς. Εκείνη όμως δεν έχει γυρίσει με καλό σκοπό. Αποκαλύπτει ένα ένοχο μυστικό που την έχει «κομματιάσει» εδώ και χρόνια και προσφέρει ένα δισεκατομμύριο δολάρια για να πάρει την εκδίκησή της…

    Το συνταρακτικό έργο έχει μεταφραστεί με δεξιοτεχνικό τρόπο από τον Γιώργο Δεπάστα και σκηνοθετηθεί με μαεστρία από τον Στάθη Λιβαθινό. Η παράστασή του, λιτών και καθαρών γραμμών, φωτίζει μοναδικά τα μηνύματα του έργου, είναι ατμοσφαιρική, έχει ρυθμούς ζηλευτούς. Αρωγοί του η Ελένη Μανωλοπούλου -σκηνικά και κοστούμια-, ο Θόδωρος Αμπαζής -μουσική-, ο Αλέκος Αναστασίου – φωτισμοί. Η Μπέτυ Αρβανίτη συναρπάζει στην Κλερ Τσαχανασιάν της.

    Πρέπει να πάρει την εκδίκησή της απ’ τον άντρα που τη σακάτεψε μεταφορικά και κυριολεκτικά και πληρώνει για αυτό. Διαθέτει εσωτερικότητα, ακρίβεια και αλήθεια. Δίπλα της ο Γιάννης Φέρτης «κεντά» παίζοντας τον Αλφρεντ Ιλ, τον πρώτο της έρωτα. Μαζί τους σε εξαιρετικές επιδόσεις οι Γαλανάκης, Αλεξίου, Σαρηγιαννίδης, Καραμπούλας, Παπαδοπούλου, Παναγόπουλος, Δήμου, Ουζουνίδου, Μυλωνάς, Κουνέλας και Λυρής.

    11.02.2009, Μπουζιώτης Βασίλης «Η γηραιά κυρία…», Έθνος

  • Κάνω τη δουλειά μου όσο καλύτερα μπορώ, αλλά με το ένα πόδι στη ζωή – Με τον Λιβαθινό ξανάγινα 25 χρόνων

    Θα έλεγε κανείς ότι φέτος είναι η χρονιά του.

    Ως Αλφρεντ Ιλ στην «Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» του Φρίντριχ Ντίρενματ, που σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας, ο Γιάννης Φέρτης αποθεώνει έναν λαϊκό ρόλο με ευτελέστατα στοιχεία, κόντρα στο προφίλ του. Ως Κόντε Θεομάχος στην ταινία του Τώνη Λυκουρέση «Σκλάβοι στα δεσμά τους» (αρχές Φεβρουαρίου στις αίθουσες), δίνει μαθήματα ερμηνείας. Ο ρόλος τού χάρισε, άλλωστε, το Κρατικό Κινηματογραφικό Βραβείο α’ ανδρικής ερμηνείας. Σχεδόν πενήντα χρόνια ηθοποιός, ο Γιάννης Φέρτης παραμένει πρωταγωνιστής με όραμα, γοητευτικός, κλασικός και, όταν χρειαστεί, μοντέρνος.

    Με εξαίρεση την ταινία του Παντελή Παγουλάτου «Όνειρα γλυκά» (2002), είχατε πολλά χρόνια να παίξετε στο σινεμά. Δεν τύχαινε ή το αποφεύγατε;
    Δεν έτυχε. Γενικώς, είμαι εκτός όσον αφορά και το σινεμά αλλά και το θέατρο. Εννοώ ότι δεν κουνάω το δαχτυλάκι μου. Μου έρχονται προτάσεις και αποφασίζω ποιες θα δεχτώ και ποιες θα απορρίψω. Μου είχαν κάνει ορισμένες προτάσεις για ταινίες, αλλά είτε δεν μπορούσα γιατί έπαιζα στο θέατρο είτε δεν μου άρεσε το σενάριο. Δεν ήταν όμως πολλές.

    Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να πείτε το «ναι» σε μια πρόταση;
    Στο θέατρο παίζει ρόλο το έργο και ο σκηνοθέτης. Στο σινεμά νομίζω ότι λειτουργώ πιο πολύ στην τύχη και ακολουθώ το ένστικτό μου. Υπάρχουν παράγοντες που δεν μπορείς να ελέγξεις: η παραγωγή ή ακόμα και ο σκηνοθέτης, σε περίπτωση που δεν έχεις ξαναδουλέψει μαζί του. Ενώ οι ηθοποιοί τού θεάτρου, λίγο-πολύ, γνωρίζουμε τους σκηνοθέτες. Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι δεν παρακολουθώ πολύ τον ελληνικό κινηματογράφο. Γενικά δεν βλέπω ιδιαίτερα σινεμά, και όταν αποφασίσω να το κάνω προτιμώ τις ξένες ταινίες. Συνήθως έχουν περισσότερο ενδιαφέρον. Οι ελληνικές ταινίες έχουν και μικρά μπάτζετ. Όταν γυρίζαμε τα “Όνειρα γλυκά” είχα το μυαλό μου μέχρι και στα οικονομικά και προσπαθούσαμε να τελειώνουμε γρήγορα τις σκηνές για να κερδίσουμε χρόνο.

    Υπάρχουν σκηνοθέτες του σινεμά με τους οποίους θα θέλατε να δουλέψετε;
    Δεν το έχω σκεφτεί έτσι ακριβώς, ότι δηλαδή θα ήθελα να δουλέψω με κάποιους οπωσδήποτε. Αλλά οι πρώτοι που μου έρχονται στο μυαλό είναι φυσικά ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και ο Παντελής Βούλγαρης. Υπάρχουν και άλλοι ταλαντούχοι.

    Πιστεύετε ότι ένας κακός ρόλος σώζεται από έναν καλό σκηνοθέτη και το ανάποδο;
    Στο θέατρο ένας καλός ηθοποιός σώζεται και ένας κακός καταστρέφεται. Είσαι εκτεθειμένος, δεν μπορείς να κρυφτείς. Στο σινεμά ένας μέτριος ηθοποιός, αν φωτιστεί κατάλληλα, μπορεί να σε πείσει ακόμα και σε μια δραματική σκηνή. Στον χώρο του κινηματογράφου, βέβαια, έχουν πολλά κολλήματα. Είναι πιθανόν να κοπεί μια σκηνή στο μοντάζ, επειδή ο φωτισμός στο τάδε αριστερό σημείο του πλάνου δεν ήταν καλός ή γιατί κουνήθηκε η κάμερα, παρ’ όλο που η ερμηνεία ήταν καλή. Η σκηνή θα αντικατασταθεί με άλλη, στην οποία μπορεί να είναι μέτριος ο ηθοποιός. Το ίδιο ισχύει και στην τηλεόραση.

    Λέγατε πριν ότι δεν κουνήσατε το δαχτυλάκι σας και ότι δεν είχατε στρατηγική καριέρας ή ρόλων. Τα αφήνατε όλα στην τύχη;
    Το σίγουρο είναι ότι με ενδιέφερε το θέατρο. Έπαιξα βέβαια αρκετές φορές στο σινεμά το ’60-’70 για να βγάλω χρήματα και να τα επενδύσω στο θέατρο που είχαμε με την Ξένια Καλογεροπούλου. Μια χρονιά είχα τρεις ταινίες, χωρίς καν να διαβάσω τα σενάρια. Ήξερα ότι επρόκειτο για κάτι μελό και ότι αν τα διάβαζα, μπορεί και να μην ήθελα να τις κάνω. Δεν με ενδιέφερε όμως, έπρεπε να βάζουμε χρήματα στην μπάντα, ώστε να πληρώνουμε τους πάντες, ακόμα και όταν το θέατρο δεν θα πήγαινε καλά. Έχω, φυσικά, παίξει και σε ταινίες με ενδιαφέρον. Η αλήθεια είναι ότι τον κινηματογράφο δεν τον κυνήγησα ποτέ. Ούτε το θέατρο, αλλά μου ήρθαν εύκολα τα πράγματα. Στο δεύτερο έτος της σχολής, με έβγαλε ο Κουν κατ’ ευθείαν πρωταγωνιστή. Το ίδιο έκανε και με τη Μάγια Λυμπεροπούλου και τη Λήδα Πρωτοψάλτη, με τις οποίες ήμουν συμμαθητής. Άρχισα αμέσως να παίζω πρωταγωνιστικούς ρόλους. Είμαι από τους τυχερούς. Είχα πάντα προτάσεις. Δεν ένιωσα την αγωνία πώς θα ζήσω, κάτι που συμβαίνει σε πολλούς καλλιτέχνες και αναγκάζονται να κάνουν και επιλογές τις οποίες δεν θα έκαναν σε άλλη περίπτωση.

    Οι δικοί σας συμβιβασμοί περιορίζονται σε αυτούς που κάνατε αναγκαστικά ως θιασάρχης;
    Τότε έκανα τους περισσότερους. Συμβιβασμούς, όμως, κάνουμε πάντα. Υπάρχουν πολλές μορφές συμβιβασμού στην τέχνη: το να παίζεις με έναν ηθοποιό που δεν σου πολυαρέσει ή να μην καταφέρνεις μια σκηνή και να αρκείσαι να την παίζεις συμπαθητικά. Φαντάζομαι ότι γίνεται και χωρίς συμβιβασμούς. Αλλά εγώ δεν είμαι μαθημένος να μην κάνω. Δεν είμαι αφοσιωμένος μόνο στην τέχνη. Ίσως τότε να μην έκανα συμβιβασμούς. Κάνω τη δουλειά μου όσο μπορώ καλύτερα, αλλά έχω το ένα πόδι στη ζωή. Νομίζω ότι αν είσαι αφοσιωμένος μόνο στην τέχνη, αφήνεις ένα άλλο κομμάτι κενό.

    Στο κομμάτι της ζωής είστε πλήρης, όπως και στο θέατρο;
    Είμαι ευχαριστημένος. Έκανα ό,τι ήθελα. Πήγαινα και έβλεπα τον Παναθηναϊκό στο γήπεδο και μετά έτρεχα στην παράσταση. Τώρα δεν μπορώ να το κάνω. Ξενυχτούσα πολύ, έπαιζα χαρτιά. Θυμάμαι μια φορά τελειώσαμε από μια παράσταση και πήγαμε με τους συναδέλφους για χαρτί. Παίζαμε όλο το βράδυ και την επόμενη μέρα πήγαμε κατ’ ευθείαν για παράσταση. Με λίγα λόγια, εκτός από την τέχνη, γούσταρα και όλα τ’ άλλα.

    Λέγατε πριν ότι σας ήρθαν εύκολα. Δεν νιώθετε ότι τα οφείλετε στο ταλέντο σας ή στη μεγάλη προσπάθεια που κάνατε;
    Ξέρετε πόσα ταλέντα δεν είχαν ευκαιρίες; Εγώ έτυχε να πάω στο Θέατρο Τέχνης. Υπήρχε νέος ηθοποιός, ο οποίος έφυγε για την Αμερική. Ο Κουν διάλεξε τότε εμένα. Εντάξει, προφανώς κάτι είδε. Δεν ήταν, όμως, τύχη που το τρίτο έργο που έπαιξα ήταν το “Γλυκό πουλί της νιότης” με τη Μελίνα Μερκούρη; Σε κάποιες περιπτώσεις έχω προσπαθήσει, σε άλλες όχι. Έχασα και ευκαιρίες. Δεν το λέω με παράπονο. Έκανα πολύ καλά. Πιθανόν να ήμουν ερωτευμένος. Έκανα τη δουλειά μου αλλά μερικές φορές τα μυαλά μου ήταν αλλού, όπως στο πώς θα ανεβώ σε ένα βουνό να κόψω λουλουδάκια.

    Για το «Σκλάβοι στα δεσμά τους» δουλέψατε με έναν σκηνοθέτη της γενιάς σας. Σας ενδιαφέρουν συνεργασίες και με νεότερους δημιουργούς, να μπαίνετε σε βαθιά νερά;
    Ο Παγουλάτος ήταν περίπτωση νέου σκηνοθέτη. Είχε κάνει μόνο δύο μικρού μήκους. Δεν έχω κανένα θέμα με το αν ένας σκηνοθέτης είναι νέος ή παλιότερος. Όσον αφορά τον Λυκουρέση, δεν είχα δει άλλη ταινία του. Είχα διαβάσει το βιβλίο και με κέντρισε το σενάριο, ο ρόλος και η συζήτηση που κάναμε. Δούλευε την ιδέα χρόνια και πείστηκα ότι μπορεί να έχει ενδιαφέρον. Όταν ξεκινάς μια δουλειά, παίρνεις ούτως ή άλλως το ρίσκο της αποτυχίας.

    Η συγκεκριμένη ταινία, βέβαια, σας χάρισε το βραβείο α’ αντρικού ρόλου.
    Αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Μπορεί η ερμηνεία μου να ήταν μέτρια και να το πήρα επειδή δεν υπήρχαν άλλες καλύτερες. Ή για άλλους λόγους που δεν γνωρίζω. Δεν αντιμετωπίζω ένα βραβείο ως επιβράβευση.

    Ποια είναι η μεγαλύτερη επιβράβευση για σας;
    Όταν μου λέει “μπράβο” ένας συνάδελφος. Και εγώ όταν πηγαίνω στο θέατρο, πηγαίνω ως απλός θεατής, όχι ως κριτής. Νομίζω ότι δεν έχω και τα κότσια να γίνω αληθινός κριτής. Θέλω να παρακολουθώ μια παράσταση με το συναίσθημα που είχα όταν ήμουν νέος και ξετρελαμένος με το θέατρο.

    Έχετε χάσει αυτή την τρέλα;
    Όταν ήμουν 15, 16 και 17 χρόνων ήμουν σε κατάσταση τρέλας όταν πήγαινα στο θέατρο. Όταν μπήκα στον χώρο, χάθηκε κατά κάποιο τρόπο η μαγεία. Πιθανόν, όμως, ένα κομμάτι της διατηρείται μέχρι σήμερα.

    Να γυρίσουμε στην ταινία τού Λυκουρέση. Ποιο κοινό αφορά μια ταινία εποχής; Ποιο είναι το διαχρονικό της μήνυμα;
    Το θέμα είναι αν η ταινία και η ιστορία της θα λειτουργήσουν στο κοινό. Μιλάμε για την εποχή όπου άλλαζαν οι τάξεις. Οι καημένοι κόντηδες ξέπεφταν χωρίς να το πάρουν είδηση και ανέβαινε η αστική τάξη. Ο Κόντε Θεομάχος, που υποδύομαι, δεν θέλει να το καταλάβει. Είναι χρεοκοπημένος και αναγκάζεται να παντρέψει την κόρη του με έναν ανερχόμενο γιατρό. Τον σνόμπαραν γιατί ο πατέρας του γυρνούσε στις γειτονιές και πουλούσε γιαούρτια για να σταθεί στα πόδια του. Μπορούν να βρεθούν αντιστοιχίες με τη σημερινή εποχή. Το ίδιο ισχύει και για τη “Γηραιά κυρία” που παίζουμε στο θέατρο με την Μπέτυ Αρβανίτη. Γραμμένο το ’55, μιλάει για καταπιεσμένους ανθρώπους που μπορούν να φτάσουν μέχρι το φόνο για τα χρήματα.

    Με τον Λιβαθινό ξανάγινα 25 χρόνων

    Πώς δεχτήκατε να παίξετε στην «Επιστροφή της γηραιάς κυρίας» έναν τόσο κόντρα ρόλο, έναν 65άρη μπακάλη, λαϊκό χαρακτήρα με ευτελή στοιχεία;
    Τις περισσότερες φορές που διαβάζω έναν ρόλο, αναρωτιέμαι, αν μπορώ να τον παίξω. Και οι άλλοι μου λένε “μα γιατί να μην μπορείς; Είσαι τρελός;”. Το ίδιο συνέβη και σε αυτή την περίπτωση. Έχω φοβερές ανασφάλειες.

    Έπειτα από τόσα χρόνια λαμπρής καριέρας δεν έχετε καταφέρει να τις καταπολεμήσετε;
    Δεν σταματούν ποτέ. Ίσως και να είναι καλό που συμβαίνει. Αυτό δεν σημαίνει ότι διατηρώ τις ανασφάλειές μου, επειδή μου κάνουν καλό. Τι να κάνω, όμως, αφού υπάρχουν; Μπορεί να μου πουν πέντε άνθρωποι ότι είμαι καλός σε έναν ρόλο, κι ένας έκτος να θεωρεί ότι είμαι κακός. Ε, θα πάω με το μέρος του.

    Η συνεργασία με τον Στάθη Λιβαθινό πώς ήταν;
    Είχα δει παραστάσεις του που μου άρεσαν πολύ. Είναι ένας πάρα πολύ καλός σκηνοθέτης. Εξακολουθώ να το πιστεύω και τώρα που δουλέψαμε μαζί. Όταν κάναμε πρόβες ξανάγινα 25 χρόνων. Δουλεύαμε με ανατροπές, χωρίς να θεωρούμε τίποτα δεδομένο. Κάναμε αυτοσχεδιασμούς και δεν ξέραμε τι θα κρατήσουμε και τι θα αλλάξουμε. Μέχρι σωματικές ασκήσεις για να λυθεί το σώμα κάναμε πριν από την πρόβα. Δεν είχα κάνει ασκήσεις ούτε στο θέατρο ούτε στη ζωή. Δουλέψαμε πολύ και διαπίστωσα για άλλη μια φορά ότι δεν μπορείς να ξέρεις πώς είναι ένας άνθρωπος, αν δεν τον γνωρίσεις. Γιατί ακούγονται τρέλες, κουταμάρες και ψέματα από ανθρώπους του χώρου μας που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα.

    Είστε άνθρωπος με χιούμορ, ωστόσο δεν έχετε παίξει πολλούς αστείους ρόλους.
    Έχω παίξει τέτοιους ρόλους παλιότερα. Στην παράσταση του Λεωνίδα Τριβιζά “Καπετάν Σελ Καπιτάν Εσο”, δεκαετία τού ’70, έκανα μια τρελή αδερφή της καλής κοινωνίας. Έχω παίξει κι έναν ακόμα ρόλο πολύ κωμικό και ιδιόρρυθμο. Για να καταλάβετε, προοριζόταν για τον Χρόνη Εξαρχάκο. Όταν ξεκινήσαμε τις πρόβες αυτός έπαθε πανικό. Ξεμείναμε, λοιπόν, και ζήτησε ο σκηνοθέτης να τον αντικαταστήσω. Είχε κάνει τρομακτική επιτυχία. Ούτε εγώ δεν είχα καταλάβει γιατί. Αισθανόμουν ότι κρατάω το κοινό στα χέρια μου. Ίσως επειδή ήταν κόντρα σε μένα.

    Είστε χορτασμένος από χειροκροτήματα και ρόλους ή οι φιλοδοξίες δεν τελειώνουν ποτέ;
    Η φιλοδοξία μου να είναι να παίζω σε καλή παράσταση και να είμαι καλός. Αν είμαι κιόλας ο καλύτερος… ακόμα καλύτερα. Αν όχι, δεν πειράζει. Όχι ότι το επιδιώκω. Γιατί αν το μυαλό σου είναι κολλημένο στη σκέψη να είσαι ο καλύτερος, κάτι θα πάει στραβά στη σκηνή ή στη σχέση με τους άλλους ηθοποιούς.

    Έχετε απωθημένα; Ρόλους ή συνεργασίες;
    «Όχι, από τότε που, δεκαπέντε χρόνια πριν, έπαιξα τον Άμλετ στο “Αμφι-θέατρο” του Σπύρου Ευαγγελάτου. Ήταν το όνειρό μου. Από παιδί, τα μεσημέρια, μετά το σχολείο και το φαγητό, ανέβαινα στον Λυκαβηττό και διάβαζα τον μονόλογό του. Αυτό δείχνει ότι υπήρχε πάντα στο μυαλό μου. Τον έπαιξα συμπαθητικά. Αλλά αργότερα σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να μην τον είχα παίξει. Γιατί θα μπορούσα να λέω “αν κάνω τον Άμλετ, θα είμαι καταπληκτικός”».

    10.01.2009, Παπαϊωάννου Χρυσούλα «Κάνω τη δουλειά μου όσο καλύτερα μπορώ, αλλά με το ένα πόδι στη ζωή – Με τον Λιβαθινό ξανάγινα 25 χρόνων», Ελευθεροτυπία

     

    Για τα link πατήστε εδώ και εδώ

  • «Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» από την «Πράξη»

    Επιμένοντας στην ποιοτική ρεπερτοριακή κατεύθυνσή του, ο θίασος «Πράξη» ανέβασε στο «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας» ένα έργο «σταθμό» του γερμανόφωνου μεταπολεμικού θεάτρου, την «Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» του Φρίντριχ Ντίρενματ, σε νέα, νοηματικά και θεατρικά δραστική μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα. Ιδεολογικά και δραματουργικά επηρεασμένος από τον Μπρεχτ, ο σπουδαίος Ελβετός δραματουργός και πεζογράφος Ντίρενματ με το έργο αυτό (1956), χρησιμοποιώντας το συνηθέστατο, οικουμενικό, από γενέσεως ανθρώπου, φαινόμενο της ερωτικής προδοσίας, αλληγορικά αποκαλύπτει τη δύναμη του κεφαλαιοκρατικού χρήματος. Το χρήμα εκπορνεύει. Είναι αδυσώπητο, απάνθρωπο. Χάριν της εξουσίας του, χρησιμοποιεί όλες τις μεθόδους για να εκβιάζει, να διαβρώνει και να εξαγοράζει συνειδήσεις. Όχι μόνο του ατόμου, αλλά και τη συλλογική συνείδηση μιας κοινωνίας. Εκμεταλλεύεται τα πάντα. Τα προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα, την αδυναμία, τις προσωπικές φιλοδοξίες, την επαγγελματική ή κοινωνικοθεσμική θέση και εργασία του ανθρώπου, κυρίως τη φτώχεια του ανθρώπου της ανάγκης. Εκμεταλλεύεται προπαντός την εκτεταμένη οικονομική κρίση και ανέχεια της κοινωνίας. Αυτό «διαμήνυσε» στην εποχή του και στην εποχή μας ο Ντίρενματ. Όπως ο Μπρεχτ, ο Ντίρενματ πίστευε ότι ο άνθρωπος αλλάζει. Ότι οι συνθήκες, η ταξική θέση και στάση του, η κοινωνική ή μη συνειδητοποίησή του τον αλλάζουν. Τον ωθούν – αναλόγως – είτε στο καλό είτε στο κακό. Και με αυτή την πεποίθηση έπλασε όλα, ανεξαιρέτως, τα πρόσωπα του έργου αυτού. Ο Ντίρενματ γράφει τη «Γηραιά κυρία» σε μια κρίσιμη εποχή. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει τελειώσει. Το μεγάλο κεφάλαιο ανακατανέμεται, ανασυντάσσεται και σωρεύεται «καταβροχθίζοντας», σιωπηλώς και εν μια νυκτί, τον εθνικό πλούτο ανίσχυρων, πασχόντων εξαθλιωμένων κοινωνιών και χωρών (εκτάσεις, υποδομές, εργοστάσια, άλλες επιχειρήσεις κλπ.) και παριστάνοντας τον κοινωνικό «ευεργέτη» αλώνει τις ανθρώπινες συνειδήσεις. Το κεντρικό πρόσωπο του έργου, η Κλαιρ Τσακανασιάν, γηραιά ιδιοκτήτρια πολλών μεγάλων επιχειρήσεων και εκτάσεων σε διάφορες χώρες, κληρονόμος των οκτώ αθλίων, αλλά ζάμπλουτων που παντρεύτηκε, η οποία εν κρυπτώ αγόρασε και τη δημόσια περιουσία (εκτάσεις, δάση, εργοστάσια) της γενέτειράς της, μετά από πενήντα χρόνια απουσίας επιστρέφει σ’ αυτήν, με ένα μόνο σκοπό. Σκοπό που είχε σε όλη τη ζωή της. Με την ισχύ του πλούτου της να εξαγοράσει, ως «ευεργέτις» όλες τις συνειδήσεις στον εξαθλιωμένο οικονομικά και παραγωγικά τόπο της, προκειμένου να τιμωρήσει – έως θανάτου – τον άντρα που ερωτεύτηκε στη νιότη της, τον Αλφρεντ, ο οποίος την εγκατέλειψε, αν και έγκυο, για μια άλλη, εξαιτίας του οποίου ξενιτεύτηκε, έγινε πόρνη για να ζήσει και έχασε το εγκαταλειμμένο, λόγω της ανέχειάς της, μωρό της, αλλά και τη γενέτειρά της (κατοίκους και θεσμούς) που, αντιμετωπίζοντάς την ως πορνίδιο, απάλλαξαν από τις ευθύνες του τον άντρα που την άφησε έγκυο. Ο σκοπός της υπηρετείται από όλα τα πρόσωπα. Όλα εξαγοράζονται, όλα γίνονται συνένοχα. Ο συμπατριώτης της δικαστής, που τον εξαγόρασε για να υπηρετεί όλες τις υποθέσεις της. Όλα τα θεσμικά όργανα – λ.χ. δήμαρχος, αστυνόμος, παπάς, δημοσιογράφοι, πολίτες. Ακόμα και η γυναίκα και τα παιδιά του ηλικιωμένου μικρομαγαζάτορα, αγαπημένου της νιότης της. Μόνο ο δάσκαλος αντιστέκεται στο κακό, αλλά τελικά και αυτός υποκύπτει στην απαίτηση της «ευεργέτιδος»: Κάποιος από όλους να δολοφονήσει τον προδότη του νεανικού έρωτά της. Ο Αλφρεντ, εν μέσω μιας κοινωνικής «ζούγκλας», αναγνωρίζοντας ότι υπήρξε υπαίτιος ενός κακού, αυτοκαθαιρείται αυτοκτονώντας. Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού αναδεικνύει, τα μέγιστα, τη διαχρονική και επίκαιρη αξία του έργου, αλλά και τις μπρεχτικές επιρροές του. Κράμα ρεαλισμού, αλλά και συμβολικού εξπρεσιονισμού, αποστασιοποίησης και σαρκαστικού σχολιασμού, η σκηνοθεσία υπογραμμίζει το «γκέστους», τη θέση – στάση (κοινωνική, ταξική, ηθική, συνειδησιακή, ψυχοδιανοητική, συναισθηματική) του κάθε προσώπου. Την ενδιαφέρουσα, πολύ δραστική σκηνοθετική «ανάγνωση» στηρίζουν το λιτά συμβολικό σκηνικό και τα επίσης συμβολικά κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, οι «ζοφώδεις» φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, η αρμόζουσα στο «γκέστους» κάθε προσώπου κινησιολογία της Μαρίας Γοργία και η «σκοτεινή» μουσική του Θόδωρου Αμπαζή. Η κυρίαρχη ερμηνεία της παράστασης ανήκει στην Μπέτυ Αρβανίτη (γηραιά κυρία), που πλάθει ένα κυνικά απάνθρωπο και εκδικητικό, ανθρωπόμορφο «τοτέμ» της μεγαλοαστικής τάξης. Λιτά ρεαλιστική η ερμηνεία του Γιάννη Φέρτη. Άξιοι ονομαστικής αναφοράς για τις συνολικά αξιόλογες ερμηνείες τους είναι και οι άλλοι ηθοποιοί της παράστασης: Κώστας Γαλανάκης, Μπάμπης Σαρηγιαννίδης, Θανάσης Δήμου, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Βασίλης Καραμπούλας, Τζίνη Παπαδοπούλου, Ελένη Ουζουνίδου, Άκης Λυρής, Ηλίας Κουνέλας, Δημήτρης Μυλωνάς.

    24.12.2008, Θυμέλη «Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας από την Πράξη», Ριζοσπάστης

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η «Γηραιά Κυρία» και το… λίφτινγκ

    Μια δουλειά που φλερτάρει με το εξωπραγματικό και τον ρεαλισμό

    Φρίντριχ Ντίρενματ
    Η Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας
    σκην.: Στάθης Λιβαθινός
    Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας

    Δεν ξεχνά τίποτα αυτή η γηραιά κυρία. Κι ας πέρασε σχεδόν μισός αιώνας. Και δεν εννοώ βέβαια την παγκοσμίως γνωστή ως «Γηραιά Κυρία» του ποδοσφαίρου, δηλαδή την ιταλική FC Juventus. Όχι. Εννοώ την Κλαίρη Τσαχανασιάν η οποία μη ξεχνώντας το άδικο που της έγινε στα νιάτα της στη μικρή –ελβετική– πόλη Γκίλεν όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, επιστρέφει τώρα –πάμπλουτη μετά από εννέα πλούσιους γάμους κι οκτώ διαζύγια– αποφασισμένη να πάρει την εκδίκησή της. Εκδίκηση με όρους: να γίνει μεν «Μέγας Δωρητής» με την προϋπόθεση όμως ότι κάποιος από τους κατοίκους θα σκοτώσει τον πρώτο της εραστή. Αυτόν που την ανάγκασε να φύγει μ’ ένα παιδί στην κοιλιά – και να εξοκείλει. Πάνω από πενήντα χρόνια πέρασαν από τότε –στις 29 Ιανουαρίου 1956– που η μεγάλη γερμανόφωνη ηθοποιός Τερέζε Γκίζε πρωτοεμφανίστηκε στο ρόλο της γηραιάς Κλαίρης, στο γνωστότερο θεατρικό του Ελβετού Φρίντριχ Ντίρενματ. Ένα έργο που ο συγγραφέας του το χαρακτήριζε «κωμωδία», παρόλο που οι περισσότεροι σκηνοθέτες επέλεγαν σχεδόν μόνιμα να το παρουσιάζουν ψυχο-δραματικά, τονίζοντας κυρίως τις μαύρες σκιές που υπάρχουν γύρω απ’ όλους τους χαρακτήρες του.

    Ο ρόλος του χρήματος

    Κεντρική σκιά του ζόφου είναι αυτή που φέρει το σύνθημα πως το χρήμα έχει τη δύναμη να αμαυρώνει ανενόχλητα προσωπικότητες και συνειδήσεις. Σύμφωνοι. Είναι κάτι το οποίο βλέπουμε πάντα. Ειδικά στην σύγχρονη υλιστική εποχή το χρήμα είναι ενδεχομένως ακόμα πιο υπολογίσιμο παρά πριν από πενήντα χρόνια. Κι αναρωτιέμαι αν σήμερα οι διάφοροι χαμένοι του χρηματιστηρίου βρισκόταν μπροστά σ’ ένα ανάλογο ερώτημα μ’ αυτό των κατοίκων του Γκίλεν ώστε να πάρουν πίσω τα χαμένα πως θ’ απαντούσαν. Σίγουρα με ελάχιστες επιφυλάξεις!

    Και η μεν ποδοσφαιρική Juventus διατήρησε το κεφάλι της ψηλά ως «Γηραιά Κυρία», όμως τούτοι οι κυρτωμένοι ώμοι ενός έργου το οποίο δικαίως θεωρείται φλύαρο και αυτοεπαναλαμβανόμενο αντέχουν άραγε πάντα να κουβαλάνε πέντε δεκαετίες; Είναι μεγάλη η εξέλιξη στο θέατρο. Όχι, δεν το αντέχουν κι αυτό φάνηκε στην πάνω από τρεις ώρες «ορθόδοξη» παράσταση που σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθινός σεβόμενος –φευ!– απόλυτα το κείμενο, στο «Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας» με την Μπέττυ Αρβανίτη στον κεντρικό ρόλο. Ενδεχομένως να είμαι και προκατειλημμένος. Είδα πέρυσι μία μοναδική και πέρα για πέρα «ανορθόδοξη» γερμανική παράσταση του ίδιου έργου από την ανατρεπτική σκηνοθετική ομάδα της Rimini Protokoll (Πρωτόκολλο Ρίμινι) όπου οι βασικοί προβληματισμοί του έργου –τιμωρία, απληστία, εκδίκηση, συνειδησιακά προβλήματα– γίνονται απόλυτα κατανοητοί παρ’ όλο που το έργο ήταν «πειραγμένο».

    Πρωτοτυπία

    Οι τρεις συν-σκηνοθέτες (Χέλγκαρντ Χάουγκ, Στέφαν Κέγκι και Ντάνιελ Βέτσελ) στήριξαν την πρωτοτυπία τους παρουσιάζοντας ως ντοκουμέντο το πώς έγινε η πρώτη, η προ πενηκονταετίας, παράσταση. Εκείνη στη Ζυρίχη με την Τερέζε Γκίζε. Τέλος πάντων. Το δικό μας θέμα μας σήμερα είναι η αθηναϊκή παράσταση. Μία παράσταση η οποία έρχεται τώρα 47 χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση του έργου στη χώρα μας, στο Εθνικό Θέατρο με την Κατίνα Παξινού και τον Αλέξη Μινωτή, σε σκηνοθεσία –τότε– του τελευταίου.

    Βιώνουμε τις τελευταίες εβδομάδες μία περίοδο εύλογης και έντονης αμφισβήτησης. Γνωρίζουμε ήδη ότι τίποτα δεν θα είναι πλέον όπως χθες. Τουλάχιστον τίποτα δεν θα παραμείνει τόσο εύκολα αποδεκτό όπως γινόταν μέχρι τώρα. Η εποχή της γαλαζομάτικης αθωότητας έχει παρέλθει. Στο θέατρο η αλλαγή έχει ήδη γίνει πλατιά αντιληπτή τα τελευταία χρόνια. Τουλάχιστον σε άλλες, σε ξένες θεατρικές πιάτσες. Δύσκολα θα δει κανείς πλέον έργα τα οποία παρουσιάζονται «απείραχτα». Όχι, βέβαια, ότι τα πειράματα έχουν πάντα αίσιο τέλος. Ακριβώς όπως και στην «Επίσκεψη» όπου η συνείδηση πάει περίπατο δίνοντας τη θέση της στον πονηρό υπολογισμό.

    Μάλλον το αντίθετο. Ελάχιστες είναι οι σκηνοθετικές «παραξενιές» που πετυχαίνουν. Ακριβώς όπως και στην «Επίσκεψη» η θεμελιωμένη σκηνοθετική άποψη συχνά πάει περίπατο δίνοντας τη θέση της στον πονηρό υπολογισμό. Ο Στάθης Λιβαθινός είναι ανάμεσα στους καλούς –επειδή αποτελεσματικά πειραματιζόμενους– σκηνοθέτες που διαθέτουμε. Στο μεταίχμιο ανάμεσα στην παράδοση και το λεγόμενο μοντέρνο έχει βρει μια ικανοποιητική ισορροπία. Φλερτάροντας με το εξωπραγματικό και με τον ρεαλισμό στην «Επίσκεψη» παρουσίασε μια ενδιαφέρουσα δουλειά. Περιορισμένος από τον τετραγωνικό χώρο του συγκεκριμένου θεάτρου, υποχρεώθηκε σε μια σκηνική αφαίρεση η οποία συχνά υπέφερε από την πολυλογία του –δυστυχώς απείραχτου– κειμένου. Καλύτερο στοιχείο της παράστασης οι πρωταγωνιστές της, Γιάννης Φέρτης και Μπέττυ Αρβανίτη.

    Συγκλονιστικοί

    Η εξέλιξη του χαρακτήρα του Αλφρεντ Ιλ (Γ. Φέρτης) στις λίγες μέρες που διαρκεί η Επίσκεψη –από το «την-έχω-στο-τσεπάκι-μου» μέχρι την συνειδητοποίηση της απόλυτης εγκατάλειψής του– μιλάει από μόνη της τόμους. Από τις χαμηλόφωνες αλλά καλύτερες ερμηνείες που δύσκολα ξεχνιούνται. Συγκλονιστική η Κλαίρη της Μπέττυς Αρβανίτη. Συγκλονιστική γιατί ανακαλύπτεις μία «μοχθηρή εκδικήτρια», ένα αδίστακτο, σκληρό χαρακτήρα ο οποίος όμως εξακολουθεί –πάνω απ’ όλα– να είναι ουσιαστικά ερωτευμένη με την πρώτη της αγάπη.

    Ακριβώς όπως το θέλει και «Η επίσκεψη» όπου η γηραιά κυρία έχει προ-κατασκευάσει ένα υπέρλαμπρο μαυσωλείο στο Κάπρι για ν’ αποσυρθεί εκεί με το λείψανο του παλιού (;) αγαπημένου της. Είναι ακριβώς αυτή η αμφισημία, αυτές οι σχέσεις αγάπης–μίσους, ανιδιοτέλειας–συμφέροντος που είναι ανάμεσα στις μεγάλες αρετές του συγκεκριμένου έργου του Ντίρενματ. Υπάρχουν ήδη τρεις ή τέσσερις ελληνικές μεταφράσεις του έργου. Όπως τα πάντα, έτσι και η γλώσσα καλπάζει τα τελευταία χρόνια. Αναγκαία λοιπόν η τωρινή καλή μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα. Το φόρτε της Ελένης Μανωλοπούλου είναι εμφανέστατα τα κοστούμια. Εκεί το θεατρικό της αισθητήριο μπορεί να κάνει τις ενδιαφέρουσες εικαστικές υπερβάσεις δίχως να την εκθέσει. Και δεν εννοώ μόνο τις ενδυματολογικές εκκεντρικότητες της Μαντάμ Τσαχαναζιάν.

    ΥΓ.: Τον περασμένο Απρίλιο το 12ο Ευρωπαϊκό Βραβείο Θεάτρου που είχε φιλοξενηθεί για δύο συνεχείς χρονιές στις εγκαταστάσεις του ΚΘΒΕ (το 2009 πηγαίνει στην Πολωνία) δόθηκε στον Γάλλο σκηνοθέτη Πατρίς Σερό. Παράλληλα, το 10ο Βραβείο «Νέες Θεατρικές Πραγματικότητες» που προβάλλει τη δουλειά νέων πρωτοπόρων καλλιτεχνών μοιράστηκε στα τρία: Στη Γερμανίδα χορογράφο Σάσα Βαλτς, στον Πολωνό σκηνοθέτη Κρίστοφ Βαρλικόφσκι και στην σκηνοθετική ομάδα της Γερμανίας «Πρωτόκολλο Ρίμινι» που πειραματίζεται πάνω στις θεατρικές συμβάσεις. Ο πειραματισμός της ομάδας με την «Επίσκεψη» ήταν από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που έχω δει τα τελευταία χρόνια.

    21.12.2008, Παγιατάκης Σπύρος «Η Γηραιά Κυρία και το… λίφτινγκ», H Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η… εκδίκηση της γηραιάς κυρίας

    Εξαιρετική η Μπέτυ Αρβανίτη στον ρόλο της Κλερ Τσαχανασιάν, σε μια παράσταση που δείχνει πώς η απληστία μπορεί να «μεταμορφώσει» τον άνθρωπο σε δολοφόνο

    Πόσο τιμάται η Δικαιοσύνη; Ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Τόσα δίνει για να την αγοράσει στους κατοίκους του φτωχικού «ετοιμοθάνατου» Γκίλεν η δισεκατομμυριούχος Κλερ Τσαχανασιάν, αποδεικνύοντας ότι όλα, ακόμη και οι συνειδήσεις, έχουν την τιμή τους.

    Στη μικρή πάμπτωχη πόλη της κεντρικής Ευρώπης, οι κάτοικοι ύστερα από μία οικονομική καταστροφή ζουν εξαθλιωμένοι, περιμένοντας ένα θαύμα.

    Η είδηση ότι η διεθνούς φήμης ζάπλουτη εκκεντρική κυρία επιστρέφει έπειτα από 45 χρόνια στην άσημη γενέτειρά της, τους γεμίζει ελπίδα και προσδοκία για καλύτερες μέρες, με την πιθανότητα μιας σωτήριας δωρεάς.

    Αυτή είναι μόλις η αρχή του έργου «Η Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» του Φρίντριχ Ντίρενματ, μία μαύρη, τραγική κωμωδία στο θέατρο της «Οδού Κεφαλληνίας».

    Η παράσταση που έστησε ο Στάθης Λιβαθινός προσπάθησε να μην προδώσει το κείμενο στο ελάχιστο, αλλά και να διατηρήσει τις ευαίσθητες ισορροπίες του. Πυκνότητα σκηνών, ομαδικότητα προσώπων, ποιητικές προεκτάσεις, σαρκασμός, ρεαλισμός και συμβολισμός, λογικό και παράλογο, τραγική φάρσα και ειρωνεία. Οι προθέσεις του δεν έφταναν πάντοτε στον επιθυμητό στόχο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το θέαμα «έμπαζε» νερά ή «μπάταρε» προς μία κατεύθυνση.

    Βέβαια, τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο εάν δεν υπήρχε μία εξαιρετική Μπέτυ Αρβανίτη στον ρόλο της Κλερ Τσαχανασιάν. Υπέροχη. Καθισμένη στο αναπηρικό καροτσάκι της με τα μπριγιάν στις ρόδες, με φαλακρό κεφάλι και κατακόκκινη περούκα, με μαύρο βινίλ φόρεμα και φλούο βλεφαρίδες, με ψεύτικα μέλη κι εντυπωσιακά καπέλα, να τρώει πατατάκια και να ακολουθείται από έναν «θίασο» ανθρωπάριων.

    Η πρωταγωνίστρια έφτιαξε μία ηρωίδα τόσο σύνθετη, αλλά και τόσο ξεκάθαρη. Είναι η πλουσιότερη γυναίκα του κόσμου και με την περιουσία της είναι σε θέση να δρα απόλυτα, σκληρά. Διαθέτει χιούμορ, κρατά απόσταση από τους ανθρώπους, απόσταση κι από τον ίδιο της τον εαυτό. Έχει μια αλλόκοτη χάρη, μια υπεροψία, μια δαιμονική γοητεία.

    Ο παλιός νεανικός της έρωτας, ο Αλφρεντ Ιλ, αναλαμβάνει να ξυπνήσει τη γενναιοδωρία της Γηραιάς Κυρίας. Εκείνη αποφασίζει να δωρίσει ένα δισεκατομμύριο δολάρια στην πόλη, αλλά υπό έναν όρο: να σκοτώσουν τον Ιλ που, στα 17 της χρόνια, την άφησε με ένα παιδί κι έγινε η αιτία να διωχθεί επαίσχυντα από την πατρίδα της. Φεύγοντας είχε ορκιστεί να ξαναγυρίσει και να εκδικηθεί… Τώρα η πόλη βρίσκεται μπροστά σ’ ένα μεγάλο δίλημμα και το παιχνίδι αρχίζει…

    Στην αρχή όλοι αρνιούνται, αποτροπιασμένοι, την προσφορά. Σε λίγο όμως το συμφέρον υπονομεύει και διαβρώνει την «αρετή» τους. Διαμαρτύρονται φωναχτά αλλά παζαρεύουν με τη συνείδησή τους ψιθυριστά. Κι η απληστία μεταμορφώνει σταδιακά όλα αυτά τα ανθρωπάκια σε πρόθυμους φονιάδες.

    Στο τέλος ολόκληρη η πόλη έχει «μολυνθεί» -ο δήμαρχος Νίκος Αλεξίου, ο δάσκαλος Βασίλης Καραμπούλας, η κ. Ιλ Τζίνη Παπαδοπούλου, ο πάστορας Θανάσης Δήμου, ο αστυνόμος Μπάμπης Σαρηγιαννίδης, τα παιδιά του Ιλ, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Ελένη Ουζουνίδου, και ο «πλάνος» (ένα ανθρωπάκι κι αυτός που πέφτει θύμα της χωρίς να το καταλάβει δέχεται τη μοίρα του) σκοτώνεται άγρια.

    Άνθρωπος απλός που σιγά σιγά τον κυριεύει ο φόβος και η τρομάρα, ο Ιλ του Γιάννη Φέρτη στέκεται επάξια στον αντίποδα της Γηραιάς Κυρίας. Μέσα από μια προσωπική διαδρομή φτάνει στην αντίληψη της δικαιοσύνης, αναγνωρίζει το φταίξιμό του και σχεδόν «θυσιάζεται».

    Οι υπόλοιποι ηθοποιοί

    Ο Κώστας Γαλανάκης σκιαγραφεί απολαυστικά τον μπάτλερ Μπόμπι, ο Ηλίας Κουνέλας και ο Άκις Λυρής αποτελούν το δίδυμο Κόμπι και Λόμπι, ενώ ο Δημήτρης Μυλωνάς υποδύεται τρεις διαφορετικούς ρόλους, τους τρεις τελευταίους από τους οκτώ συζύγους της Κλερ Τσαχανασιάν.

    15.12.2008, Καράλη Αντιγόνη «Η… εκδίκηση της γηραιάς κυρίας», Έθνος. Αναδημοσίευση από το theatreworld.wordpress.com

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η Δευτέρα Παρουσία

    «Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» του Φρίντριχ Ντύρενματ στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού

    Την ημέρα της εκτέλεσης του Ιλ, όλοι είναι ντυμένοι με καινούργια, γιορτινά ρούχα- οι άνδρες με φράκο. Παντού φωτογράφοι, δημοσιογράφοι, κινηματογραφικές κάμερες. Το θέατρο του ξενοδοχείου «Χρυσός Απόστολος» είναι κατάμεστο. Είναι το ξενοδοχείο όπου διανυκτέρευσε ο Γκέτε. Ανυπομονησία άνευ προηγουμένου. Σε λίγα λεπτά θα συντελεστεί «ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά πειράματα της εποχής μας», όπως το περιγράφει στους ακροατές του ο ραδιοφωνικός ανταποκριτής. Σε όλα τα πρόσωπα είναι ζωγραφισμένη η πιο δυνατή συγκίνηση. Ο γυμνασιάρχης του Γκύλεν παίρνει το μικρόφωνο: « Θα πρέπει, για τ’ όνομα του Θεού, να πάρουμε επιτέλους στα σοβαρά τα ιδανικά μας. Πάρα πολύ στα σοβαρά. Είναι τα ιδανικά τα οποία αποτελούν τη βάση του δυτικού πολιτισμού μας » διακηρύσσει ενώπιον των κατοίκων της αδημονούσας κωμόπολης, εκφωνώντας έναν από τους ειρωνικότερους λόγους που έχουν γραφτεί ποτέ στην ιστορία του θεάτρου.

    Μια τοπική κοινωνία έρχεται αντιμέτωπη με την πιο δελεαστική πρόταση που της έχει γίνει ποτέ: ένα δισεκατομμύριο δολάρια για ένα πτώμα. Σαν μεταδοτική ασθένεια εξαπλώνεται στις ψυχές των φτωχών κατοίκων η λαχτάρα για την παντοδυναμία του χρήματος. Δεν είναι κάτι που το συζητούν ανοιχτά, δεν είναι κάτι που το παραδέχονται- ούτε στον ίδιο τους τον εαυτό. Κατά βάθος όμως ξέρουν πως, έπειτα από χρόνια στέρησης, θα έκαναν οτιδήποτε προκειμένου να είναι σε θέση και πάλι να πίνουν την ακριβή μπίρα, να αγοράζουν τα ακριβά τσιγάρα και να φορούν καινούργια δερμάτινα παπούτσια. Θα έφταναν ως τον φόνο; Θα δέχονταν να θυσιάσουν τον συμπολίτη τους, τον μπακάλη Αλφρεντ Ιλ; Αυτόν που πριν από σαράντα πέντε χρόνια αδίκησε κατάφορα τη νεαρή αγαπημένη του και αυτή τώρα επιστρέφει, γηραιά κυρία πλέον, δισεκατομμυριούχος, ζητώντας «την κεφαλή του επί πίνακι»;

    Αν δεν είναι αυτό κόλαση, τότε τι είναι; Να διαβάζεις σε κάθε πρόσωπο την επιθυμία για τον θάνατό σου. Να αισθάνεσαι σε κάθε φράση μια ευχή για τον αφανισμό σου. Να αντικρίζεις σε κάθε περαστικό, σε κάθε γνωστό, ακόμη και στα μέλη της ίδιας σου της οικογένειας, τον υποψήφιο δολοφόνο σου.

    Τι συμβαίνει όταν οι αξίες της ανθρωπιστικής παράδοσης αδυνατούν να υπερασπιστούν τη βασικότερη προϋπόθεσή τους, τον σεβασμό για την ανθρώπινη ζωή;

    «Τhings fall apart· the center can not hold» γράφει ο Γέιτς στο ποίημά του Τhe Second Coming (Η Δευτέρα Παρουσία). « Το κέντρο δεν μπορεί να κρατήσει»: ο πυρήνας των ιδανικών, οι υψηλές ηθικές επιταγές στις οποίες απέβλεπε ο δυτικός πολιτισμός, οι αρχές του Διαφωτισμού, τα όνειρα της προόδου, της ανέλιξης και της πνευματικής εξύψωσης, ο πυρήνας αυτός αποδεικνύεται ανίσχυρος. Στη μεσοευρωπαϊκή αυτή πόλη όπου διανυκτέρευσε ο Γκέτε, ο Μπραμς συνέθεσε ένα κουαρτέτο και ο Σβαρτς ανακάλυψε την πυρίτιδα, σε αυτή τη μικρή, κάποτε ζηλευτή «θέση κάτω από τον ήλιο», όπως ήταν γνωστό το Γκύλεν, τα πράγματα καταρρέουν. « Οι καλύτεροι έχουν χάσει κάθε πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι/ είναι γεμάτοι παθιασμένη ένταση » συνεχίζει ο Γέιτς. « Το νιώθω, το νιώθω σιγά σιγά, όλο και πιο πολύ πως γίνομαι δολοφόνος » εκμυστηρεύεται ο μεθυσμένος γυμνασιάρχης στον απελπισμένο Ιλ.

    «Οι ελπίδες σας ήταν μια ψευδαίσθηση, η καρτερία σας χωρίς νόημα, η θυσία σας μια βλακεία, ολόκληρη η ζωή σας σπαταλήθηκε άχρηστη » καγχάζει η Κλαίρη Τσαχανασιάν, η γηραιά κυρία, η πλουσιότερη γυναίκα στον κόσμο, η σιδηρά Ερινύα που παρακολουθεί τα θύματά της να τυφλώνονται αργά αλλά σταθερά μπροστά στη λαμπερή υπόσχεση του πλούτου της. Η εκδίκηση είναι ο μόνος σκοπός της ύπαρξής της: ο οίκτος, η συγχώρεση, η συμφιλίωση, έννοιες που έχουν διαγραφεί από το λεξιλόγιό της εδώ και σαράντα πέντε χρόνια. « Η ανθρωπιά, φίλοι μου, είναι φτιαγμένη για το πορτοφόλι των εκατομμυριούχων. Αξιοπρεπής είναι μονάχα όποιος πληρώνει• κι εγώ πληρώνω »: η Δευτέρα Παρουσία είναι τελικά ίσως κάτι τόσο απλό όσο μια εβδομηντάχρονη ημιανάπηρη σκύλα που θέλει να καταστρέψει αυτόν που την κατέστρεψε.

    Που φοράει μαύρο βινίλ σύνολο, ιριδίζουσες ψεύτικες βλεφαρίδες και μασάει βαριεστημένα πατατάκια, ενώ ανεμίζει αδιάφορη τα χαρτονομίσματά της μπροστά στα μάτια μας. Έτσι την ενσαρκώνει η Μπέτυ Αρβανίτη και από την πρώτη στιγμή δεν αφήνει αμφιβολία ότι ο ρόλος είναι κομμένος στα μέτρα της. Ψυχρή, παγερή, απρόσιτη, ανέκφραστη, η μοναδική αστραφτερή παρουσία μέσα στον γκρίζο ορίζοντα του Γκύλεν, σαν ατσάλι που αστράφτει λίγο προτού προσγειωθεί στον αυχένα.

    Όσο δυνατή κι αν είναι η εικόνα της όμως δεν αρκεί να συντηρήσει μια ολόκληρη παράσταση. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε άλλο από όπου να κρατηθούμε: και εμείς, όπως και οι κάτοικοι του Γκύλεν, κρεμόμαστε πάνω της. Τόσο το χειρότερο για τον σκηνοθέτη, όμως, που εξαντλεί την έμπνευσή του στην Κλαίρη.

    Δεν είναι ότι ο Λιβαθινός δεν έχει συναίσθηση του κειμένου και των προθέσεών του. Αδυνατεί όμως να τις αναδείξει με θεατρικό τρόπο, τις συρρικνώνει, τις αφυδατώνει. Δεν υπάρχει καμία αίσθηση αγωνίας, έντασης, επικείμενου κακού: κανένα ρίγος δεν προκαλεί ο λόγος του γυμνασιάρχη ή η επίκληση του δημάρχου προς τον Ιλ να αφαιρέσει μόνος του τη ζωή του. Αν η πόλη αυτή παραπαίει ηθικά στο χείλος της αβύσσου, δεν το αισθανόμαστε ποτέ. Η μονοτονία ρυθμού, υποκριτικής και συναισθημάτων αποδυναμώνει οποιαδήποτε αίσθηση ότι όσα διακυβεύονται- μέσα στην τραγελαφικότητά τους- είναι εξαιρετικά σοβαρά. Οι ασθενείς ερμηνείες δεν βοηθούν την κατάσταση: ο Νίκος Αλεξίου (δήμαρχος), ο Βασίλης Καράμπουλας (δάσκαλος), ο Θανάσης Δήμου (πάστορας), ο Μπάμπης Σαρηγιαννίδης (αστυνόμος), μοιράζονται τέσσερις ρόλους-«κλειδιά» με περισσή έλλειψη πειθούς, σαφήνειας και φαντασίας. Όσο για τον Γιάννη Φέρτη στον ρόλο του Αλφρεντ Ιλ αποδεικνύεται μια σαφώς αξιοπρεπής παρουσία που φέρει με καρτερία τα δεινά του, δεν προχωράει όμως παραπέρα, ως τον υπαρξιακό πανικό.

    30.11.2008, Αρκουμανέα Λουίζα «Η Δευτέρα Παρουσία», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η φαλακρή Κυρία

    Η Μπέττυ Αρβανίτη και ο Στάθης Λιβαθινός στην τρίτη συνεργασία τους παρουσιάζουν την «Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» του Φρίντριχ Ντύρενματ στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας

    Την πρώτη συνεργασία του Στάθη Λιβαθινού με την Μπέττυ Αρβανίτη (ήταν το 2000 με το έργο «Πριν την αποχώρηση», του Τόμας Μπέρνχαρντ) ακολούθησε μια δεύτερη, πέρυσι, με τη «Βάσα» του Γκόρκι, ενώ τώρα ήρθε η σειρά της τρίτης, με την «Επιστροφή της Γηραιάς Κυρίας» του Φρίντριχ Ντύρενματ, που ανεβαίνει στις 18 Νοεμβρίου στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Σήμερα οι δυο τους, έχοντας αναπτύξει ένα κοινό κώδικα επικοινωνίας που κάνει, όπως λέει χαρακτηριστικά η ηθοποιός, «δύσκολα εύκολη τη ζωή μας», συνεχίζουν με ένα από τα πιο σημαντικά έργα του 20ου αιώνα που δεν παίζεται συχνά. Έχει ανέβει το 1961 με το Εθνικό Θέατρο και την Κατίνα Παξινού, στη σκηνοθεσία του Αλέξη Μινωτή, τριάντα χρόνια αργότερα στο Ιλίσια, με τη Νόνικα Γαληνέα και τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Το 1979 σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου με την Αντιγόνη Βαλάκου, το 1999 με την Τζένη Γαΐτανοπούλου σε σκηνοθεσία Εύη Γαβριηλίδη και τα δύο από το ΚΘΒΕ.

    Τρίτη φορά

    Όπως συνέβη με τη «Βάσα», έτσι συνέβη και με τη Γηραιά Κυρία: και τα δύο τα πρότεινε ο σκηνοθέτης στην ηθοποιό. Μαζί περίμεναν την κατάλληλη στιγμή και τις κατάλληλες συνθήκες. Να σκεφθεί κανείς ότι η πλήρης διανομή φτάνει τα 40 πρόσωπα – στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας οι ηθοποιοί του θιάσου είναι 15!

    «Ο Λιβαθινός», λέει η πρωταγωνίστρια «έχει την ικανότητα να δημιουργεί ομάδα – που για μένα είναι το άλφα και το ωμέγα – αλλά και την ικανότητα να σε κάνει συνένοχο, συνδημιουργό. Ως ηθοποιός δεν νιώθεις πιόνι, νιώθεις να συμμετέχεις, και αυτό σε απελευθερώνει δημιουργικά». Από τη μεριά του ο σκηνοθέτης τονίζει: «Η εξέλιξη ενός ηθοποιού είναι μια γοητευτική υπόθεση, γι’ αυτό το να συνεργάζεσαι ξανά και ξανά με έναν ηθοποιό είναι σημαντικό. Η Μπέττυ δεν έχει καμία σχέση με την ηθοποιό που γνώρισα στο παρελθόν. Έχει αλλάξει, έχει τολμήσει έχει θυσιάσει, έχει ωριμάσει, έχει κερδίσει». «Μα αλλιώς βαριέται κανείς» προσθέτει. «Τότε γνώρισα έναν άνθρωπο που μπορεί να είχε απορίες στην προσέγγιση του τρόπου δουλειάς μου αλλά ταυτόχρονα είχε την απόλυτη διαθεσιμότητα απέναντι σε ένα νέο σκηνοθέτη όπως ήμουν τότε – και σήμερα νέος είμαι με 30 σκηνοθεσίες». «Εδώ εγώ αισθάνομαι νέα και ας παίζω τη Γηραιά Κυρία» σχολίασε με χιούμορ η Μπέττυ Αρβανίτη. «Ναι αλλά εσύ σκέφτεσαι και δουλεύεις σαν νέα. Μας ενώνει ένα κοινό πείσμα και μια κοινή πίστη σε αυτό το επάγγελμα», όπως και η κοινή άποψη ότι δεν αρκεί ένας ρόλος – πάνω απ΄ όλα η παράσταση.

    Ψυχή ή χρήμα

    Γραμμένη πριν από 50 χρόνια – το 1956 συγκεκριμένα -, τραγική κωμωδία «είναι κατ’ αρχάς ένα από τα κορυφαία έργα του 20ου αιώνα και ως δραματουργία και ως φιλοσοφία και ως λογοτεχνία» λέει ο Λιβαθινός. «Ο Ντύρενματ είναι ένα κοφτερό μυαλό και του βγάζουμε το καπέλο. Είναι ένας υπέροχος επίγονος του Μπέκετ. Παράλληλα παραπέμπει στον Ευριπίδη, στους μεγάλους τραγικούς. Η χώρα του είναι μια χώρα του παραλόγου – αλλά τι πιο παράλογο απ’ την πραγματικότητα, που λέει και ο Ντοστογιέφσκι. Οι ήρωες δεν πιστεύουν σε τίποτα, δεν περιμένουν – εκτός ίσως από έναν Γκοντό. Όλα είναι έτοιμα για την καταστροφή. Και αν χρησιμοποιεί φανταστικά στοιχεία, ο κόσμος του είναι πραγματικός. Κι εμένα μου δίνει το δικαίωμα να μιλήσω με τους ανθρώπους και την εποχή μου για τα μεγάλα θέματα της ζωής»: για την ανθρώπινη συνείδηση και από τι είναι φτιαγμένη, για τον έρωτα και τις πληγές του, για την καταστροφή που μπορεί να επιφέρει.

    «Οι άνθρωποι είναι μπροστά στο μεγάλο δίλημμα του αιώνα ίσως: Ψυχή ή χρήμα, συνείδηση ή χρήμα; Το ερώτημα που ετέθη το 1956 είναι το ίδιο και σήμερα» εξηγεί ο Στάθης Λιβαθινός. «Στο μεταίχμιο ανάμεσα στο κλασικό και στο σύγχρονο ο Ντύρενματ θέτει ερωτήματα μέσα σε από ένα θεατρικό έργο με ρόλους – γιατί ξέρει να γράφει ρόλους». Καθώς «συνδυάζει πολλά είδη θεάτρου, τη φάρσα, τη κωμωδία, το μαύρο χιούμορ, την τραγωδία, κάτι που είναι ευεργετικό για τον ηθοποιό, θέλει να κάνει τον θεατή να γελάσει πικρά».

    Η Κλαίρη

    «Ξέρετε ότι το επώνυμο της είναι φτιαγμένο από τρία γνωστά επώνυμα» ρωτά και απαντά ο Λιβαθινός: «Το Ζαχανασιάν είναι κολάζ από τα επώνυμα Ζαχάροφ – Ωνάσης – Γκιουλμπεκιάν»!

    Μία επίσκεψη που είναι παράλληλα και μια μεγάλη επιστροφή στο παρελθόν, το οποίο και επιμένει να αλλάξει, επιχειρεί η Γηραιά Κυρία Κλαίρη Ζαχανασιάν στο φτωχικό Γκίλεμ, τη γενέτειρά της. Από εκεί έφυγε νέα και ντροπιασμένη εξαιτίας ενός έρωτα που την πρόδωσε. Εκεί επιστρέφει, γηραιά, πάμπλουτη και δοξασμένη, έτοιμη να προσφέρει πλούτο για να αλλάξει τη μοίρα του Γκίλεμ. Υπό τον όρο, που (προ)καλεί τους ανθρώπους να πάρουν θέση και να απαντήσουν σε ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα της ζωής.

    Με τη διάθεση να μεταμορφωθεί η Μπέττυ Αρβανίτη («είναι εξαιρετικά βαρετό να μένεις εγκλωβισμένος στην εικόνα σου»), βουτά στον κόσμο της Γηραιάς Κυρίας: καραφλή, σε αναπηρικό καροτσάκι που χρησιμοποιεί όποτε θέλει, η Κλαίρη είναι ένας φωνακλάς: «Τι να πω για αυτή τη γυναίκα; Είναι ακραία». Ένα τέρας; «Αν μια τόσο ερωτευμένη γυναίκα γίνεται τέρας, τότε, ναι, είναι τέρας. Αν η προδοσία τη μετατρέπει σε τέρας, ναι. Άλλωστε δεν μπορώ να μιλήσω ψυχολογικά γι’ αυτόν το ρόλο – παράλληλα είναι και φορέας ιδεών. Γι’ αυτό πατάω πρώτα στα κλασικά και μετά προχωρώ. Είναι ένας πολύ δύσκολος ρόλος, βαθιά τραγικός, κυνικός και αστείος. Υπάρχει και μια γελοιότητα. Και ‘γω νιώθω σαν να είμαι πάνω σε τεντωμένο σκοινί. Υπάρχει μια γελοιότητα». «Το καλό με την Κλαίρη» παρεμβαίνει ο σκηνοθέτης «είναι ότι δεν παίρνει τον εαυτό της σοβαρά. Έχει μια δόση αυτοσαρκασμού – χαρακτηριστικό που μοιράζεται με την Μπέττυ… Η Κλαίρη είναι ένα τραυματισμένο τέρας, ευάλωτο, η απόλυτη αποθέωση του κυνισμού, της καταστροφής και της εκδίκησης. Και η εκδίκηση είναι σαν τη γεννήτρια , κινεί πυρηνικό εργοστάσιο». «Έχει εν σπέρματι» λέει τώρα η ηθοποιός «χαρακτηριστικά που συναντάμε σε όλες τις γυναίκες – μόνο που εκείνη τα έχει όλα μαζί. Και φθάνει στο γκροτέσκο». Και καταλήγει: «Κι όμως ο Ντύρενματ, και γι’ αυτό είναι μεγάλος, καταφέρνει να δώσει σε όλους τα δίκια τους. Ακόμη και στην Κλαίρη, σε αυτό το τέρας…».

    Τον ρόλο του Αλφρεντ Ιλ, του νεανικού έρωτα της Γηραιάς Κυρίας, ερμηνεύει ο Γιάννης Φέρτης διότι «υπάρχει ένας ανάλογος άνδρας σε αυτή την ιστορία», όπως λέει ο σκηνοθέτης. «Συνδέεται μαζί της με μια χημεία, μια προϊστορία, μια γεωγραφία». Και στο πρόσωπο του Γιάννη Φέρτη η Μπέττυ Αρβανίτη βρήκε παράλληλες πορείες που τώρα τέμνονται.

    No man’s land

    Θέλοντας η παράσταση να κινηθεί κοντά στην πραγματικότητα και μέσα στον απειλητικό ρεαλισμό που τη χαρακτηρίζει ο Λιβαθινός παρουσιάζει ένα απόλυτο τοπίο, ένα no man’s land, όπου οι άνθρωποι και κυρίως οι συνειδήσεις τους αποκτούν πρόσωπο, μορφή και φωνή. Εκεί μέσα ζει και κινείται, από τον περασμένο Αύγουστο, όλος ο θίασος. Η περιπέτεια της προετοιμασίας οδεύει πια προς την πρεμιέρα. Και μέσα από αυτή τη βιωματική εμπειρία του θεάτρου η Μπέττυ Αρβανίτη και ο Στάθης Λιβαθινός θα οδηγηθούν στο επόμενο βήμα – μαζί ή χώρια…

    09.11.2008, Λοβέρδου Μυρτώ «Η φαλακρή Κυρία», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ο Γιάννης Φέρτης παίζει έναν μπακάλη και υπερασπίζεται τη φτώχεια του: «Η διαφθορά βρίσκει έδαφος στη φτώχεια»

    Ο Γιάννης Φέρρης ανανεώνεται φέτος με τον πιο κόντρα ρόλο της καριέρας του. Θα το διαπιστώσουμε στην παράσταση του έργου του Φρίντριχ Ντίρενματ «Η επιστροφή της γηραιάς κυρίας» στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας.

    Γεννημένος στην Αθήνα, φοίτησε στη σχολή του «Θεάτρου Τέχνης» κι αμέσως ο Κουν τον έχρισε πρωταγωνιστή δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη, στο «Γλυκό πουλί της νιότης». Σαράντα οκτώ χρόνια μετά, παραμένει αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής του ελληνικού θεάτρου. Ένα φαινόμενο αντοχής και φρεσκάδας. Γοητευτικός, με προσωπικό στυλ και ύφος, με ωραίο φιζίκ και φωνή ιδιαίτερη, συγκαταλέγεται στους ελάχιστους μοντέρνους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Είναι εκλεκτικός σε όλες τις εκφάνσεις της δουλειάς του. Εμφανίζεται σε σίριαλ, παίζει στο σινεμά (μόλις τελείωσε τα γυρίσματα της ταινίας του Τώνη Λυκουρέση «Σκλάβοι στα δεσμά τους», βασισμένη στο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη) και ανανεώνεται μέσα από τους θεατρικούς ρόλους του.

    «Θέλω να αισθάνομαι ότι οι δουλειές που επιλέγω μου λειτουργούν. Να μιλάμε την ίδια γλώσσα με τον σκηνοθέτη και τον θίασο. Να μ’ αρέσει το έργο και ο ρόλος που θα παίξω. Η φετινή συνεργασία με την Μπέτυ Αρβανίτη, τον Στάθη Λιβαθινό και τους συναδέλφους τα έχει όλα αυτά. Σ΄ ένα έργο εξαιρετικό και μ’ έναν ρόλο που, παρ’ ότι αρχικά έδειχνε ότι δεν μου πάει και πολύ, με ενδιέφερε. Κάνω έναν εξηνταπεντάρη μπακάλη, έναν πρώην λαϊκό γκόμενο, τον Άλφρεντ Ιλ. Στα νιάτα του είχε σχέση με την Κυρία, η οποία επιστρέφει στην άσημη κωμόπολη, έπειτα από 45 χρόνια. Ο τόπος τους βρίσκεται σε κατάπτωση. Ανεργία, φτώχεια, κατάντια. Η επιστροφή της δισεκατομμυριούχου “Γηραιάς Κυρίας” τους δίνει ελπίδα. Μοιάζει να είναι η λύση στη φτώχεια τους. Αγοράζουν με πίστωση, προσβλέποντας στη γενναιοδωρία της. Κατά τη διάρκεια του έργου, αποκαλύπτεται πως τα έχει αγοράσει όλα. Προσδοκώντας στα λεφτά της, περιμένουν από τον Ιλ να ξυπνήσει τον παλιό της έρωτα και να την επηρεάσει ώστε να κάνει μια μεγάλη δωρεά στον τόπο τους. Με τη διαφορά ότι εκείνη, για τους δικούς της λόγους, βάζει όρους. Θα τους ξελασπώσει, με την προϋπόθεση να σκοτώσουν τον Ιλ. Μια τραγικοκωμωδία, αφού οι αντιστάσεις, ακόμα και των δικών του, κάμπτονται. Φτάνουν στο σημείο να τον παρακαλούν να αυτοκτονήσει. Του δίνουν και το πιστόλι!».

    Το πολιτικοοικονομικό μομέντουμ της εποχής, όπου η πίεση σε χαμηλά εισοδήματα είναι μεγάλη, κάνει αυτή τη θεατρική παραβολή, γραμμένη το 1952, εξαιρετικά επίκαιρη.

    «Το έργο μιλάει για την ηθική διαφθορά σε σχέση με το χρήμα. Όταν μάλιστα ζεις στην απόλυτη φτώχεια, αυτή βρίσκει έδαφος να εισχωρήσει. Τα οικονομικά προβλήματα πιέζουν, με σχεδόν κυνικό τρόπο, τους ανθρώπους που έχουν σκύψει το κεφάλι. Ο Ντίρενματ αντιμετωπίζει αυτό το θέμα με κοφτερό χιούμορ, πικρή ειρωνεία και γκροτέσκ στοιχεία». Παγκόσμια ύφεση, υπουργικές μπίζνες, σκάνδαλα και ιερές συναλλαγές, golden boys, τραπεζική κρίση στα πρόθυρα του πανικού. Πώς αντιδρά σε όλα αυτά;

    «Σαν φαύλος κύκλος είναι που δεν έχει τέλος, αφού δεν πρόκειται να σταματήσουν ποτέ.

    Υπάρχουν εποχές, που ακόμα κι όταν δεν παίρνουμε είδηση του τι γίνεται, συμβαίνουν τέρατα. Μπορεί να βρίσκονται κάποιες λύσεις. Αλλά εν τω μεταξύ, ο κόσμος παρασύρεται, πανικοβάλλεται. Σιγά σιγά σταματάει να ελπίζει. Αυτό είναι το χειρότερο. Στην τωρινή κρίση, ο μεσαίος άνθρωπος ανησυχεί βασικά για τις όποιες καταθέσεις του. Τι και πόσο θα χάσει. Προσωπικά, δεν με απασχολεί. Αν είναι να γίνει το κραχ, θα γίνει. Έχω μια απλοϊκή φιλοσοφία ζωής, που ναι μεν δεν γίνεται αβασάνιστα, αλλά μη νομίζεις ότι είναι και έπειτα από ώριμη σκέψη και διαβάσματα. Βάζω τον εαυτό μου στη θέση των άλλων. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν περάσει τα πάνδεινα. Ας τα περάσω κι εγώ. Κι αν έρθει κάτι ανάποδα, το αποδέχομαι. Σχεδόν μοιρολατρικά. Γενικά, δεν μπαίνω σε διαδικασίες ψυχανάλυσης. Ώσπου να ψάξω απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα, θα ‘χω πεθάνει. Λειτουργώ όπως είμαι. Θέλω να μη χαλάσει αυτή η απλή αντίληψη που έχω για τη ζωή. Δεν είμαι αδιάφορος, αλλά δεν μ’ αρέσει να πιέζω τα πράγματα». […]

    25.10.2008, Χατζηιωάννου Έλενα Δ. «Ο Γιάννης Φέρτης παίζει έναν μπακάλη και υπερασπίζεται τη φτώχεια του: Η διαφθορά βρίσκει έδαφος στη φτώχεια», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ