Ένας ήρωας, το καμάρι της Δύσης – Τζον Μίλινγκτον Συνγκ

2008

Έναρξη: 12 Νοεμβρίου 2008

Λήξη: 29 Μαρτίου 2009

 

Το έργο γράφτηκε 100 χρόνια πριν, το 1907, και θα μπορούσε να έχει βγει από το εργαστήριο οποιουδήποτε από τους μεγάλους κωμωδιογράφους των δύο τελευταίων αιώνων. Στο χωριό της περιφέρειας Μεγιό, στην άκρη του δυτικού κόσμου, στις απότομες όχθες της Καθολικής Ιρλανδίας τίποτα δεν αλλάζει και όλοι ζουν στο δικό τους ρυθμό αποκομμένοι από τον πολιτισμό και την κοινωνία, ώσπου να εμφανιστεί στο ταβερνείο του Μάικ και της κόρης του, Πέγκιν, ένας ξένος, ένας νεαρός, που γρήγορα θα αναδειχτεί σε ήρωα του χωρίου και ίνδαλμα των γυναικών, που θα του χαρίσουν την προσοχή, την περιποίηση και την καρδιά τους. Πολύ σύντομα αλλάζουν όλα, γιατί στο θέατρο του Σίνγκ οι εναλλαγές και οι ανατροπές γίνονται στιγμιαία. Ο John Millington Synge έζησε μόνο 38 χρόνια (1871 – 1909) και έγραψε τον «Ήρωα – Το Καμάρι Της Δύσης» δύο χρόνια πριν πεθάνει. Σπούδασε το Τρίνιτι Κόλετζ του Δουβλίνου, όπου αργότερα θα σπουδάσει και ο Σάμουελ Μπέκετ, του οποίου θεωρείται και δάσκαλος στη θεατρική γραφή. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του γνώρισε στο Παρίσι τον μελλοντικό νομπελίστα, Ιρλανδό ποιητή Γέιτς. Με την προτροπή του, ο Σινγκ θα γυρίσει πίσω για να ζήσει ανάμεσα στους Ιρλανδούς αγρότες και να ασχοληθεί με τη ζωή του Ιρλανδικού χωρίου. Η φιλία και η συνεργασία των δύο πνευματικών Ιρλανδών θα αλλάξει ριζικά όλη τη ροή του Ιρλανδικού θεάτρου αλλά και της Ιρλανδικής λογοτεχνίας. Ο «Ήρωας» που είναι ένα από τα τελευταία έργα του Σίνγκ και θεωρείται το αριστούργημά του, γνώρισε τεράστια επιτυχία, όπου και αν παίχτηκε και συνεχίζει να τη γνωρίζει χάρις στη ζωντανή, φρέσκια γλώσσα του, το μοναδικό, παράλογο χιούμορ του και την ιδιαίτερη ακρίβεια και λεπτομέρεια στην περιγραφή των ηρώων του.

Πηγή: theatreworld.wordpress.com

Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Συνεργάτης: Δημήτρης Ήμελλος
Μετάφραση: Γιώργιος Δεπάστας | Ζένια Κριτσέφσκαγια
Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Κώστας Μαγγίνας
Χορογραφία – Κινησιολογία: Κωνσταντίνος Μίχος
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Μάγια Μοσχανδρέου
Βοηθός σκηνογράφου: Δήμητρα Χίου

Παίζουν οι ηθοποιοί:

Τζίμη: Γιώργος Δάμπασης
Σον: Στέλιος Ιακωβίδης
Κρίστι: Νίκος Καρδώνης
Φίλι: Βασίλης Κουκαλάνι
Πέγκιν: Άννα Κουτσαφτίκη
Χήρα Κουίν: Μαρία Ναυπλιώτου
Γερο- Μαχόουν: Δημήτρης Παπανικολάου
Σούζαν: Μαρία Σαββίδου
Όνορ: Καλλιόπη Σίμου
Μάικλ Τζέημς: Άρης Τρουπάκης
Σάρα: Σοφία Τσινάρη

Στην παράσταση μουσική παίζει ζωντανά ο Κώστας Μαγγίνας.

Από Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου το ρόλο της Χήρας Κουίν ερμηνεύει η Μαρία Σαββίδου, σε αντικατάσταση της Μαρίας Ναυπλιώτου. Το ρόλο της Σούζαν ερμηνεύει η Μαρία Παρασύρη, σε αντικατάσταση της Μαρίας Σαββίδου.

  • Τζον Μίλινγκτον Σινγκ «Ένας ήρωας, το καμάρι της Δύσης», Θέατρο «Μεταξουργείο»

    Ο αγαθός Κρίστι, νομίζοντας πως πάνω στον καβγά σκότωσε τον πατέρα του με μια φτυαριά, το βάζει στα πόδια και βρίσκει καταφύγιο σε ένα καπηλειό. Ο λιγομίλητος, τρομαγμένος νεαρός κεντρίζει την περιέργεια της σκληροτράχηλης αντροπαρέας, που τον ωθεί να ομολογήσει τον λόγο της περιπλάνησής του νυχτιάτικα. «Αποπλάνησες μικρή;», «πολέμησες στη λάθος μεριά;», «έκλεψες;», «σκότωσες;». «Ναι». «Ποιον, πώς;».

    Από τη μια στιγμή στην άλλη, στην ομήγυρη γιγαντώνεται ένας χειμαρρώδης θαυμασμός για τον «κτηνώδη πατροκτόνο», που μετατρέπει τον τσευδίζοντα φουκαρά με το γουρλωμένο βλέμμα και το κολλημένο μαλλί/χωρίστρα (Νίκος Καρδώνης) σε ήρωα του χωριού. Ακόμη και η ρωμαλέα αυταρχική κόρη του ταβερνιάρη Πέγκιν (Αννα Κουτσαφτίκη) ενδίδει στο καχεκτικό πλην γενναίο αντράκι, που έχει ενθουσιάσει και την πανέμορφη χήρα Κουίν (Μαρία Ναυπλιώτου) («ένας πατροκτόνος είναι μεγάλος πειρασμός»), αλλά και τον ταβερνιάρη (Αρης Τρουπάκης), που του προσφέρει θέση παραγιού («κάποιος που σκοτώνει τον πατέρα του, θα μου προστατεύει και το μαγαζί»).Το ηρωικό στάτους του Κρίστι, που για πρώτη φορά στη ζωή του αισθάνεται σπουδαίος και μεθυσμένος από τον εαυτό του αφηγείται την ιστορία του ξανά και ξανά, τορπιλίζει η εμφάνιση του τυραννικού γεννήτορά του (Δημήτρης Παπανικολάου), που ξέφυγε τον κίνδυνο και τον αναζητάει παντού. Ο λεπτόφλουδος παλικαρισμός του ξεφλουδίζει σε δευτερόλεπτα. Μολαταύτα, επιχειρεί μια δεύτερη φτυαριά (ο γέρος δεν σκοτώνεται με τίποτα), που αυτή τη φορά στρέφει το χωριό εναντίον του, διότι «άλλο μια ηρωική ιστορία κι άλλο η βρώμικη πραγματικότητα». Κι ο γερο-Μαχόουν μόλις προλαβαίνει να σώσει το ξεπουπουλιασμένο καμάρι του από τα νύχια του οργισμένου πλήθους.

    Αυτή η αθώα κωμωδία του Σινγκ (1871-1909) ξεσήκωσε στη δουβλινέζικη πρεμιέρα της το 1907 θυελλώδεις αντιδράσεις, που έμειναν στη θεατρική ιστορία του τόπου ως τα διαβόητα «επεισόδια του «Ηρωα»». Είναι τα χρόνια που η ιδανική αγροτική Ιρλανδία έχει σχεδόν θρησκευτική σημασία για τους ρομαντικούς εθνικιστές, που βλέπουν τους χαρακτήρες του Σινγκ να συμμαχούν με τα στερεότυπα των εγγλέζικων γελοιογραφιών της εποχής: μέθυσοι, καυχησιάρηδες Ιρλανδοί, λάτρεις κάθε παραβατικότητας.

    Στον αιώνα που ακολούθησε, ο «Ηρωας» διατήρησε σταθερή θέση στα ρεπερτόρια των αγγλόφωνων σκηνών, ως πολύτιμος φόρος τιμής στη ρωμαλέα τρυφερή ενέργεια, το χιούμορ, την ποίηση και, κυρίως, τη γλώσσα των απλών ανθρώπων της πρωτόγονης και απομονωμένης ιρλανδικής υπαίθρου. Τα θέατρα του υπόλοιπου κόσμου, ωστόσο, σπάνια θυμούνται αυτό τον ατσούμπαλο αντι-ήρωα ενός τελεσίδικα χαμένου κέλτικου παρελθόντος.
    Για το ελληνικό κοινό, το έργο παρουσιάζει μάλλον πολύ μικρό ενδιαφέρον, είτε ως περίπτωση εξέγερσης στην αυταρχική εξουσία -με τη φροϊδική ή την πολιτική έννοια- είτε ως αναφορά στην παραδοσιακή αδυναμία των Ιρλανδών στους μύθους και στα παραμύθια, αλλά και ως συναπάντημα με το γαιώδες σπινθηροβόλο χιούμορ και τη μελωδική αγγλο-κέλτικη γλώσσα του Σινγκ, στην οποία δεν δύναται να ανταποκριθεί ουσιαστικά καμία μετάφραση (Γιώργος Δεπάστας, Ζένια Κριτσέφσκαγια).

    Μια παρακινδυνευμένη και δυσνόητη επιλογή του ταλαντούχου Στάθη Λιβαθινού, η οποία, παρά τον ενθουσιασμό των φωτεινών συνεργατών του για μια αναπαράσταση της αδάμαστης ζωτικής ενέργειας και της τραχύτητας της αγροτικής Ιρλανδίας του 1900 (πράγματι, το ρουστίκ σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου θαρρείς πως μύριζε άχυρο, ιδρώτα και μπίρα και η ζωντανή αναβίωση κέλτικων τραγουδιών του Κώστα Μαγγίνα προσμετρούσαν στα ωραιότερα στοιχεία της βραδιάς), η παράσταση παρέμεινε μια καλότεχνη απομίμηση, όπως τα γένια του γερο-Μαχόουν.

    Υπόλοιποι ρόλοι: Γ. Δάμπασης, Β. Κουκαλάνι, Κ. Σίμου, Σ. Ιακωβίδης, Σ. Τσινάρη, Μ. Σαββίδου.

    03.01.2009, Ματζίρη Σωτηρία, «Τζον Μίλινγκτον Σινγκ «Ένας ήρωας, το καμάρι της Δύσης», Θέατρο Μεταξουργείο», Ελευθεροτυπία. Αναδημοσίευση από το reviewtheatre.wordpress.com

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Συνέντευξη Στάθη Λιβαθινού στο ελculture.gr

  • Συγγενής ανθρωπολογία

    Το ιρλανδικό θέατρο, όχι όσο θα έπρεπε γνωστό στην Ελλάδα,παρ’ όλο που υπάρχει μια δυσερμήνευτη, συγγένεια με τα ελληνικά ήθη, είναι σπάνια παιζόμενο. Είναι δυσερμήνευτη η συγγένεια, γιατί εκτός από το γεωγραφικό κενό που μεσολαβεί ανάμεσα στις δύο χώρες, υπάρχει και η βασική διαφορά του θρησκευτικού υπεδάφους, η τελείως διαφορετική ηθική ματιά ανάμεσα στον καθολικισμό και την ορθοδοξία. Για λαούς μάλιστα που χρόνια συνδύασαν τη σκλαβιά τους με τη θρησκευτική λαϊκή ευσέβεια, το θρησκευτικό ήθος καθορίζει την όλη ποιότητα και το ύφος ακόμη του βίου.

    Κι όμως, η λατρεία προς τον παγανισμό που εντάσσεται και στους δύο λαούς μέσα στο χριστιανικό αλλότριο καθαυτό ήθος, η λατρεία προς την υπαίθρια ζωή, παρ’ όλες τις κλιματικές διαφορές, η λατρεία προς το γλέντι και τους ομαδικούς χορούς, η λαϊκή θυμοσοφία αλλά και η απόλαυση και, θα έλεγα, η γεύση της γλώσσας και της αφήγησης, ακόμη και η σύμφυτη με την καθημερινή χρήση της γλώσσας ελευθεροστομία, κάνουν τους Έλληνες και τους Ιρλανδούς ξαδέλφια. Σημειώνω επίσης το μυστήριο να συναντώνται και στις ρίζες της μουσικής δομής, αφού η λαϊκή ιρλανδέζικη μουσική μαζί με την ηπειρωτική και την κινέζικη (!) είναι πεντάτονες!

    Γι’ αυτό δεν μπορεί να εξηγήσει κανείς τη σπάνια παραστασιοπαρουσία του ιρλανδέζικου θεάτρου στην Ελλάδα. Από την άλλη κάθε φορά που ανέβηκε αυθεντικό ιρλανδέζικο θεματικά θέατρο (δεν αναφέρω τον Μπέρναρ Σο, τον Όσκαρ Ουάιλντ, τον Μπέκετ, που αποστασιοποιήθηκαν από τις ιρλανδικές ρίζες) είχε πάντα επιτυχία και ένιωθες πως αυτό που συνέβαινε πάνω στη σκηνή, ενώ είχε πράγματι αυθεντικό δικό του, σε αφορούσε σαν να ήταν και δικό σου.

    Ένα άλλο υπόγειο ρεύμα που μας συνδέει με τον ιρλανδικό πολιτισμό, πράγμα που συμβαίνει και με τον ισπανικό και τον ιταλικό, είναι ο τρόπος που μαζί και συγχρόνως ανακαλύψαμε και αξιοποιήσαμε τα λαϊκά μας δρώμενα και την λαϊκή μουσική, αφηγηματική και ορχηστική τέχνη. Αυτό που στους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς παρέμεινε στο επίπεδο της έρευνας και της επιστήμης, στις μεσογειακές χώρες και στον ψυχρό ιρλανδικό Βορρά έγινε πηγή έμπνευσης μουσουργών, ποιητών, θεατρικών συγγραφέων κ.λπ. Ό,τι έκανε σε μας εδώ το κίνημα του λαογραφισμού με ηγέτη και εμπνευστή του τον Νικόλαο Πολίτη, στην Ισπανία κινητοποίησε το φιλόσοφο Ουναμούνο, τον συνθέτη Ντε Φάλια, τον Λόρκα, στην Ιταλία τον Ντ’ Ανούτσιο και τον Βάργκα και στην Ιρλανδία την ομάδα γύρω από τον μεγάλο ποιητή Γέιτς, τη Λαίδη Γκρέγκορι, τον Σινγκ, τον Ο΄ Κέιζι, τον Ντίλαν Τόμας (παράπλευρα). Με σημερινούς απόηχους τον Χιου Λέοναρντ («Ντα») τον Μέρφι και τον σπουδαίο Φρίελ («Ξεριζωμός» και τόσα άλλα στην Ελλάδα δημοφιλή).

    Πέρα από μια λογοτεχνική μόδα για την οποία θα μπορούσε να συζητήσει κανείς, αφού σε ανάλογο κλίμα κινούνται και σύγχρονα έργα του Γκόρκι, του Τολστόι, αλλά ακόμα και η «Δεσποινίς Τζούλια» του Στρίντμπεργκ, η εποχή τέλη του 19ου και αρχές έως και τα μέσα του 20ου αιώνα σημαδεύεται από τη διερεύνηση αυτού που ονομάστηκε στον τόπο μας (και τόσο εύκολα παρεξηγήθηκε) Ηθογραφία.

    Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα σοβαροί άνθρωποι συνεχίζουν να ταυτίζουν την Ηθογραφία με τη γραφικότητα. Από την άλλη, λόγω μιας μοντερνιστικής αφαίρεσης, ενοχλούνται όταν η θεατρική σκηνή αναπαριστά με πιστότητα τελετουργίες, χειρονομίες, γλεντοκόπια και τραγούδια της παρέας των λαών. Και είναι περίεργο να είναι οι ίδιοι, ιδεολογικά, άνθρωποι που αφιερώνουν ώρες και ύμνους, δικαίως, στη νέγρικη θρησκευτική μουσική ή στην αμερικάνικη κάντρι, αλλά ανατριχιάζουν όταν βλέπουν καλαματιανό, κλαρίνο, ιρλανδέζικη άρπα ή σκοτσέζικη γκάιντα. Αφού, σκεφτείτε, «ανακάλυψαν» στον Μπρέγκοβιτς την ορχήστρα των χάλκινων, ενώ τα χάλκινα της Φλώρινας π.χ. δεν εύρισκαν τόσα χρόνια δίοδο στ’ αυτιά τους.

    Αν επιμένω σε αυτονόητα, είναι για να θαυμάσω άλλη μία φορά την τόλμη του Στάθη Λιβαθινού να επαναφέρει στην τροχιά της σοβαρής συζήτησης το θέμα της θεατρικής Ηθογραφίας (που είναι σαφής ανάλυση ψυχικού τοπίου συναρτήσει του φυσικού τοπίου) ανεβάζοντας ένα έξοχο δείγμα της ιρλανδικής δραματουργίας.

    Στο θέατρο «Μεταξουργείο» που, προς μέγιστο έπαινό της, παραχώρησε η Άννα Βαγενά στην ομάδα που εκπαίδευσε στην Πειραματική του Εθνικού Θεάτρου ο Λιβαθινός, παίζεται ως μάθημα και πρόταση αισθητική το έργο του Τζον Μίλινγκτον Σινγκ «Ένας ήρωας – το καμάρι της Δύσης». Το έργο είχε εγκαινιάσει το 1971 την ίδρυση της «Νέας Σκηνής» του Εθνικού με σκηνοθέτη τον Μουζενίδη με τον τίτλο το «Λεβεντόπαιδο» (λάθος επιλογή, τουλάχιστον γλωσσικά, τίτλου, αφού ο ήρωας στη Δύση δεν μπορεί να είναι Λεβεντόπαιδο, δηλαδή παιδί του Λεβάντε, της Ανατολής). Βέβαια ο αυθεντικός τίτλος Ρlayboy σήμερα στην Ελλάδα είναι παρεξηγήσιμος, αν και νομίζω πως στα ακριτικά έπη υπάρχει η λέξη «παιχνιδιάτορας», με την έννοια τουλάχιστον εκείνου που παίζει με τον έρωτα!

    Γλεντοκόπα παράσταση

    Ο Λιβαθινός, έχοντας στη διάθεσή του μια χειμαρρώδη μετάφραση των Γιώργου Δεπάστα, Ζένιας Κριτσέφσκαγια, ένα έξοχο περιβάλλον (που θυμίζει στάβλο, αλκοόλ και βαρβατίλα) της Μανωλοπούλου, την προσεγμένη κινησιολογία του Μίχου, τους λεπτούς, αλλά όχι αισθητικούς φωτισμούς του Αναστασίου, έστησε μια παράσταση φωνακλάδικα λαϊκή, γλεντοκόπα, παραμυθάδικη, θυμόσοφη και βωμολόχα παγανιστική με κέντρο τον φαντασιόκοπο, ψευταρά, δειλό, αλλά συνάμα καταπιεσμένο αντι-ήρωα, ερωτόληπτο Κρίστι. Υπάρχουν σκηνές όπου ο κεντρικός χαρακτήρας συμπεριφέρεται, ψευδολογεί, καυχιέται κ.λ.π. όπως ο δικός μας «Χάσης» του Γουζέλη (1795).

    Ευφορία και ξέφρενος ρυθμός

    Ο Λιβαθινός χωρίς άμεσες αναφορές, περιττές άλλωστε, καθοδήγησε στη σκηνή την ομάδα να μιμηθεί ένα τυποποιημένο λαϊκό μπουλούκι ή τον θίασο σκιών. Διακρίνει κανείς Μπαρμπαγιώργους, Σταύρακες, Σιορ Διονύσιους, Χατζηαβάτες κι έναν αρχιψεύταρο Καραγκιόζη, που παίζει τα πάντα για την επιβίωση. Και οι ηθοποιοί του θιάσου φαίνονται να το γλεντάνε, γιατί τόση ευφορία, τόσος ξέφρενος ρυθμός, τόσος υποκριτικός οίστρος σπάνια μας συμβαίνει στο θέατρο. Γιατί σ’ αυτή τη παράσταση δεν υπάρχουν υστερήσεις, όπως δεν υπάρχει και θεατρινίστικη υστερία, προβολή του εγώ και ναρκισσισμοί.

    Ο Νίκος Καρδώνης (Κρίστι) και μόνο για το πανικόβλητο βλέμμα του που απευθύνεται σαν περισκόπιο στην ομήγυρη των θεατών, ζητώντας τη συνδρομή τους για να επιβιώσει κάτι χουφτιάζοντας, αρκούσε για να μιλήσει κανείς για υποκριτικό διαμαντάκι. Η Άννα Κουτσαφτίκη είναι υπέροχη. Ο συνδυασμός της λαϊκής απλότητας με την κρυμμένη θηλυκή ερωτική βουλιμία είναι έξοχα σχεδιασμένα. Η Μαρία Ναυπλιώτη κατόρθωσε να εντάξει τη σκηνική της καλλονή στην πορνική αλιευτική τέχνη τής πανούργας χήρας με τρόπο απολαυστικό. Ο Δημήτρης Παπανικολάου (Πατέρας) σχολιάζει τις υπόγειες αναφορές που υπαινίχτηκα με γελοιογραφικό οίστρο. Ο Άρης Τρουπάκης (Μάικλ Τζέιμς), αιώνιος μεθυσμένος Ιρλανδός, σχεδίασε έναν αφελή καπιτάνο. Ο Στέλιος Ιακωβίδης, καραγκιοζίστικος Ομορφονιός. Το δίδυμο Δάμπασης, Κουκαλάνι (μού θύμισαν το λαϊκό δίδυμο στους «Κλέφτες» του Βασιλικού στο ομώνυμο έργο του Αντωνίου Μάτεσι) χαριτωμένα ιντερμέτζα και το τρίο Σαββίδου, Σίμου, Τσινάρη, απολαυστικότατος «χορός».

    Η παράσταση διαθέτει και ζωντανή μουσική από τον συνθέτη Κώστα Μαγγίνα που βρήκε αυθεντικούς τόνους ιρλανδικού οίστρου να τραγουδήσει και να συνοδεύσει.

    02.02.2009, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Συγγενής ανθρωπολογία», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Σαν το παλιό, καλό «κρασί» – «Ένας ήρωας, το καμάρι της δύσης», στο «Μεταξουργείο»

    «Ένας ήρωας, το καμάρι της δύσης», στο «Μεταξουργείο»

    Αιώνες βασανισμένος από την αγγλοκρατία ο ιρλανδικός λαός γέννησε ουκ ολίγους μεγάλους ποιητές, πεζογράφους, δραματουργούς, που με το έργο τους, άλλοι υπερασπίστηκαν τους αγώνες κι άλλοι τις λαϊκές παραδόσεις και την πολιτιστική «ταυτότητα» του λαού τους. Μεταξύ των πρωτεργατών – διαμορφωτών της εθνικής «ταυτότητας» του ιρλανδικού θεάτρου ήταν και ο (πεθαμένος στα 38 του χρόνια) ποιητής και πεζογράφος Τζον Μίλινγκτον Σινγκ (1871-1909), ο οποίος, παρακινημένος από τον φίλο του και κορυφαίο Ιρλανδό ποιητή Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, ασχολήθηκε με τη δραματουργία. Το ελληνικό κοινό από πολλά χρόνια πριν γνώρισε τον Σινγκ από τα έργα του «Καβαλάρηδες της θάλασσας» και «Η Ντίαρντρη των θλίψεων» και το έργο του «Λεβεντόπαιδο απ’ τη δύση» (1906, η παρουσίασή του το 1907, στο Δουβλίνο, και το 1911 στις ΗΠΑ, ενόχλησε τους στενόμυαλους υπερεθνικιστές Ιρλανδούς). Αυτό το έργο με τίτλο «Ένας ήρωας, το καμάρι της δύσης», επανέφερε στο φως της σκηνής, στο «Μεταξουργείο», ο σκηνοθέτης που συνηθίζει να ανεβάζει έργα παλιών σπουδαίων δραματουργών Στάθης Λιβαθινός, σε μια ελκυστική, χυμώδη θεατρικά παράσταση, από τις καλύτερες, μέχρι τώρα, του θεατρικού χειμώνα. Στο έργο προβάλλει η αγάπη του Σινγκ για την πάτρια γη και τις παραδόσεις της, η εκτίμησή του για το μόχθο του λαού του, η ικανότητά του να ηθογραφεί και ψυχογραφεί χαρακτηριστικούς λαϊκούς τύπους, αλλά και η τόλμη του να σατιρίσει στραβά κι ανάποδα, στενομυαλιές, κουταμάρες, συνήθειες (όπως το πιοτό) του λαού του. Κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι ένας ορφανεμένος από μάνα, καλοκάγαθος, μισοχαζούλης νεαρός αγρότης, που «σκότωσε» τον μέθυσο πατέρα του επειδή τον ξυλοφόρτωνε για να δουλεύει ασταμάτητα. Ο «πατροκτόνος» το σκάει από το σπίτι, κρύβεται μέρες και πεινασμένος καταλήγει στο καπηλειό του χωριού. Ζητώντας εκεί καταφύγιο, ομολογεί πως σκότωσε τον αυταρχικό πατέρα του. Η κόρη του κάπελα, που ο πατέρας της την παντρολογεί με έναν δειλό και ασχημούλη, θεωρώντας «ήρωα» τον «φονιά», ερωτοχτυπιέται μαζί του, όπως κι εκείνος. Ενώ οι δειλοί και οι πιωμένοι τον τρέμουν, μέχρι να εμφανιστεί ο «νεκραναστημένος» πατέρας, οπότε όλοι, και η αγαπημένη του, στρέφονται εναντίον του, αλλά και η πλοκή στρέφεται σε κωμωδιογραφικό αίσιο τέλος.

    Με τη χυμώδη γλωσσικά μετάφραση (Γιώργος Δεπάστας – Ζένια Κριτσέφσκαγια), το ευρηματικά λιτό σκηνικό και τα όμορφα (από γεώδη χρωματικά λινάτσα) κοστούμια (Ελένη Μανωλοπούλου), τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς (Αλέκος Αναστασίου), την ψυχοσωματοποιημένη κινησιολογία και χορογραφία (Κωνσταντίνος Μίχος), τη ζωντανά εκτελεσμένη μουσική (Κώστας Μαγγίνας), τις ενιαίου υποκριτικού ήθους ερμηνείες όλων των ηθοποιών- παλιών συνεργατών του Στ. Λιβαθινού (από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου), υπό τη λεπτομερειακά δουλεμένη, γοργόρυθμη, με αίσθηση του χιούμορ, σκηνοθετική καθοδήγηση, αναδύεται το ύφος ενός έργου που θυμίζει την τσεχοφική δραματουργία, αλλά και το ήθος και η ψυχή ενός λαού που θυμίζει πολύ το δικό μας λαό.

    Έπαινο αξίζουν όλοι οι ηθοποιοί για την ομόψυχη ερμηνευτική τους κατάθεση, από την οποία ιδιαιτέρως ξεχωρίζουν οι ερμηνείες των Νίκου Καρδώνη, Άννας Κουτσαφτίκη (στους πρωταγωνιστικούς ρόλους των δύο ερωτευμένων νέων) και της Μαρίας Ναυπλιώτου. Μια παρατήρηση, που λίγο – πολύ αφορά όλες τις ερμηνείες, παρατήρηση που, ίσως, πρέπει να απασχολήσει τους αναμφίβολα ταλαντούχους ηθοποιούς, αλλά πρωτίστως τον σκηνοθέτη, καθώς εκείνος, από χρόνια, έγινε ο «μέντορας» και διαμορφωτής της υποκριτικής τους. Μιας – υπεράνω του μέτρου – καθ’ υπερβολήν εκφραστικής υποκριτικής, ενός περιγραφικού υπερπαιξίματος, που χρόνο το χρόνο, παράσταση την παράσταση, δείχνει να τείνει προς τη σχηματοποίηση, την επιτηδευμένη, την επιδεικτική πόζα. […]

    21.01.2009, Θυμέλη «Σαν το παλιό καλό «κρασί» – «Ένας ήρωας, το καμάρι της Δύσης» στο Μεταξουργείο», Ριζοσπάστης

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Το τέταρτο κουδούνι

    […] Ποια «ειδίκευση» – η ετικέτα που του ‘χουμε κολλήσει – στο ρώσικο θέατρο; Ο Στάθης Λιβαθινός με το έργο του Τζον Μίλινγκτον Σινγκ «Ένας ήρωας, το καμάρι της Δύσης» – αμήχανο βρίσκω τον ελληνικό τίτλο – που ‘ρχεται απ’ το σωτήριον έτος 1907 – ετών εκατόν και δύο παρακαλώ χωρίς καθόλου να τα δείχνει – και που μυρίζει από μίλια μακριά Ιρλανδία και ουίσκι και άχυρο, αποδεικνύει πως ένας ικανός σκηνοθέτης μπορεί να μυριστεί το οιασδήποτε «υπηκοότητας» καλό κείμενο, να το εισπνεύσει βαθιά και να το εκπνεύσει με μια ανάσα που μυρίζει καθαρό θέατρο.

    Είδα στο «Μεταξουργείο» της Άννας Βαγενά (πολύ ξύπνια και τολμηρή η Λαρισαία που άρπαξε τον Λιβαθινό και την εκλεκτή και δεμένη ομάδα του της πρώην «Πειραματικής» του Εθνικού απ’ το απέναντι «Από Μηχανής» το οποίο τους φιλοξενούσε μέχρι πέρσι και τους «σπίτωσε» στο δικό της θέατρο) μια παράσταση που την κατατάσσω – γνώμη μου – στις εντελώς πρώτες της σεζόν. Ίσως η καλύτερη ως σύνολο που είδα μέχρι τώρα φέτος στην Αθήνα. Δείτε την! […]

    08.01.2009, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Το τέταρτο κουδούνι», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ένας ήρωας – το καμάρι της Δύσης στο θέατρο «Μεταξουργείο»

    Είναι ωραίο το συναίσθημα να παρακολουθείς έναν καλλιτέχνη στην εξέλιξη της πορείας του, ιδιαίτερα μάλιστα όταν διαπιστώνεις ότι πράγματι υπάρχει αυτή η εξέλιξη ως προς το καλύτερο. Στην περίπτωση της πρώην ομάδας της πάλαι ποτέ Πειραματικής σκηνής του Εθνικού θεάτρου με τιμονιέρη τον Στάθη Λιβαθινό, αυτό είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο.

    Ο John Millington Synge δεν είναι πολύ γνωστός στην ελληνική θεατρική πραγματικότητα. Αυτό μπορεί να οφείλεται απ’ τη μια στην όχι και τόσο έντονη δημοφιλία του ιρλανδικού θεάτρου στη χώρα μας, απ’ την άλλη όμως και στο γεγονός ότι ο συγγραφέας πέθανε νωρίς και δεν πρόλαβε ν’ αφήσει ικανό δείγμα δημιουργίας. Το έργο «Ένας ήρωας – το καμάρι της Δύσης» («The playboy of the western world») γράφτηκε το 1907, δυο χρόνια πριν πεθάνει ο συγγραφέας.

    Ο Synge σπούδασε στο Trinity College του Δουβλίνου και κατόπιν πήγε στο Παρίσι όπου και γνώρισε τον μελλοντικό νομπελίστα, Ιρλανδό ποιητή Yates. Με την προτροπή μάλιστα του Yates, ο Synge επέστρεψε στην πατρίδα του για να ζήσει ανάμεσα στους Ιρλανδούς αγρότες και να ασχοληθεί με τη ζωή του Ιρλανδικού χωριού.
    Αν παραθέτω αυτό το σύντομο βιογραφικό του είναι για να τονίσω πόσο εξοικειωμένος ήταν ο Synge με την ζωή της υπαίθρου στην πατρίδα του και βασικά με την ψυχοσύνθεση των Ιρλανδών χωρικών. Αυτή την ατμόσφαιρα μεταφέρει και στον «Ήρωα της Δύσης». Το έργο έχει τις ρίζες του σ’έναν λαϊκό θρύλλο της Ιρλανδίας διανθισμένο με μερικούς υπαινιγμούς που καυτηριάζουν τη λατρεία των ηρώων και την κατασκευή της φήμης.

    Σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό της Ιρλανδίας, η ζωή κυλάει αργά και πληκτικά. Σχεδόν όλα είναι προβλέψιμα. Οι άντρες πίνουν μέχρι τελικής πτώσης, η παμπ είναι ο τόπος συνάντησης του χωριού και άρα πρόσφορος χώρος για κουτσομπολιά, κι ο ιερέας συντηρεί τη σχέση φόβου κι εξάρτησης των πιστών με τον Πάπα. Η εμφάνιση ενός τρομαγμένου νεαρού άνδρα θ’ αλλάξει ξαφνικά τις ισορροπίες. Στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις των χωρικών, ο νεαρός τους αποκαλύπτει ότι σκότωσε τον πατέρα του και τον έθαψε στο χώμα που φύτευε τις πατάτες. Το χωριό βλέπει στο πρόσωπο του τρομαγμένου νέου τον άνθρωπο που ήρθε να σπάσει τη μονοτονία τους και αποφασίζουν να τον προστατεύσουν. Η παραμονή του εκεί εξυπηρετεί τον καθένα με διαφορετικό τρόπο. Η κόρη του ιδιοκτήτη της παμπ τον ερωτεύεται κεραυνοβόλα, ο αρραβωνιαστικός της θορυβείται και τρέχει στον ιερέα για βοήθεια, η χήρα τον φλερτάρει απροκάλυπτα. Τα νεαρά κορίτσια ξυπνούν χαράματα και φορτωμένες καλούδια τρέχουν να τον γνωρίσουν. Οι άντρες τον αντιμετωπίζουν με δέος. Ένας «ήρωας» γεννιέται. Εκείνος, έκπληκτος μέσα στην αφέλεια του στην αρχή, αλλά κολακευμένος στη συνέχεια αρχίζει να αποκτά αυτοπεποίθηση, να αντιμετωπίζει τους γύρω του σιγά σιγά με συγκρατημένη αυταρέσκεια και να κάνει όνειρα. Ξαφνικά, οι ισορροπίες θα ανατραπούν για μια ακόμη φορά. Η ανατροπή θα σημάνει απότομη προσγείωση και στο τέλος της μέρας τίποτα δεν θα είναι πια ίδιο.

    «Ο Ήρωας» είναι ένα βαθιά δραματικό έργο στη μεγαλύτερη έκταση του οποίου όμως ξεκαρδίζεσαι στα γέλια. Ο Μάξιμ Γκόργκι όταν διάβασε το έργο, σχολίασε σχετικά: «Το κωμικό στοιχείο περνάει με πολύ φυσικότητα στο τρομακτικό, ενώ με τη ίδια ευκολία το τρομακτικό γίνεται κωμικό». Αυτό το χαρακτηριστικό το κάνει ακόμα πιο αυθεντικό με την έννοια της συνύπαρξης της χαράς και της λύπης στην πραγματική ζωή και της απότομης συχνά εναλλαγής τους. Ο Ήρωας είναι ουσιαστικά αντι- ήρωας αν σκεφτεί κανείς ότι ηρωοποιείται ένας άνθρωπος που έχει διαπράξει φόνο. Ο Synge κλείνει το μάτι στις ανθρώπινες αδυναμίες. Χλευάζει και συγχρόνως δείχνει ότι κατανοεί την ανθρώπινη ικανότητα να παρακάμπτει ηθικούς φραγμούς χάριν ιδιοτέλειας. Κατά βάθος συμπαθεί αυτούς τους χωρικούς. Δεν θα διστάσει όμως να τους τιμωρήσει όταν ξεσκεπάσει την αφέλεια και την μωρία τους.

    Η παράσταση υπήρξε πετυχημένη από κάθε άποψη. Ο χώρος, χάρη στην Ελένη Μανωλοπούλου, θύμιζε ιρλανδική παμπ με έντονη τη μυρωδιά του ξύλου, του άχυρου και του αλκοόλ. Η μουσική ήταν ζωντανή από τον συνθέτη Κώστα Μαγγίνα και μας ταξίδευε στην Ιρλανδία. Κάποιοι απ’ τους ηθοποιούς μάλιστα τραγούδησαν ζωντανά.

    Ο Νίκος Καρδώνης ήταν απολαυστικός σαν Ήρωας. Έπλασε με ουσιαστικό τρόπο τον ρόλο του και ήταν ξεκαρδιστικός στις κωμικές σκηνές και σπαρακτικός στην τραγική κορύφωση. Η Άννα Κουτσαφτίκη ήταν αποκάλυψη. Νιώθει κανείς βλέποντας την ότι ξεπροβάλλει κατευθείαν απ’ τον πάγκο μιας ιρλανδικής επαρχιώτικης παμπ. Το τελευταίο βλέμμα της στην τελική σκηνή κι ενώ όλοι οι υπόλοιποι είναι πλάτη γυρισμένοι στο κοινό, μίλαγε από μόνο του κι αυτό και μόνο αρκεί για να τη θυμάμαι. Η Μαρία Σαββίδου (αντικατέστησε τη Μαρία Ναυπλιώτου από τις 6/2) είναι μια εκπληκτική καρατερίστα. Έπαιξε την πανούργα χήρα με χαρακτηριστική άνεση. Ήταν ο ρόλος και δεν τον υποδύθηκε. Ο Άρης Τρουπάκης ένιωθες ότι πραγματικά είχε καταναλώσει τόνους αλκοόλ. Απολαυστικός στη σκηνή με την κόρη του και τον ήρωα όταν είναι έτοιμος να καταρρεύσει απ’ το μεθύσι και καλείται να τους δώσει την πατρική ευχή του. Ο Δημήτρης Παπανικολάου είναι αξιόλογος ηθοποιός. Ωστόσο, μου έδωσε την αίσθηση ότι απέχει ελάχιστα απ’ το να υιοθετήσει μια μανιέρα κι αυτή η τυποποίηση μπορεί να του κοστίσει στο μέλλον. Ο Στέλιος Ιακωβίδης ήταν ένα ανθρωπάκι –καρικατούρα απόλυτα ταιριαστό στον τρόπο που ο συγγραφέας πλάθει τον ρόλο του υποταγμένου-θρησκόληπτου- κουτοπόνηρου αλλά και θρασύδειλου αρραβωνιαστικού. Οι Δάμπασης και Κουκαλάνι αλλά και το τρίο των κοριτσιών Σίμου, Τσινάρη είχαν ρυθμό και ζωηράδα και θύμιζαν χαριτωμένα ιντερμέδια.

    Όπως έγραψα και στην αρχή, ο Στάθης Λιβαθινός και η ομάδα του, μου θύμισαν ξανά πόσο σημαντικό είναι να δουλεύει μαζί μια ομάδα που έχει ζυμωθεί με τους ίδιους υποκριτικούς κώδικες. Οι ηθοποιοί μιλούν πια την ίδια γλώσσα πάνω στη σκηνή και το αποτέλεσμα τους δικαιώνει. Ο σκηνοθέτης εκπλήσσει ευχάριστα με την επιλογή και την πραγμάτωση ενός έργου που δεν ανήκει στην κατηγορία αυτών που μας είχε συνηθίσει ως τώρα. Αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο το έργο του Synge που αν και παλιό ηλικιακά, είναι φρέσκο, ζωντανό και διαχρονικό, ιδιαίτερα μάλιστα αν το εξετάσει κανείς απ’ την πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Ο Λιβαθινός έχει στόχο και όραμα και ξέρει πώς να τα πραγματοποιήσει.

    Το έργο ανεβαίνει για δεύτερη φορά στην Ελλάδα. Μ’ αυτό είχε εγκαινιαστεί η «Νέα Σκηνή του Εθνικού θεάτρου το 1971. Τότε, είχε μεταφραστεί «Το Λεβεντόπαιδο» και τη σκηνοθεσία είχε κάνει ο Τάκης Μουζενίδης. […]

    15.02.2009, Χ.Σ «Ένας ήρωας – το καμάρι της Δύσης στο θέατρο Μεταξουργείο», theatro.wordpress.com

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Στη μπούκα

    […] Την προσεχή Παρασκευή η ομάδα του Στάθη Λιβαθινού θα κάνει πρεμιέρα με το έργο του Ιρλανδού Τζον Μίλιγκτον Σίνγκ «Ένας ήρωας: το καμάρι της Δύσης» στο θέατρο Μεταξουργείο της Άννας Βαγενά, η οποία και ανέλαβε την παραγωγή – και μπράβο της.

    «Μας ωρίμασαν πολύ όλες οι εμπειρίες των τελευταίων δύο χρόνων» λέει ο σκηνοθέτης. «Επιμένουμε να ονειρευόμαστε ότι ορισμένα πράγματα αξίζει να τα δοκιμάσουμε. Πιστεύουμε στη συνύπαρξη των ανθρώπων που έχουν προσδοκίες από το επάγγελμα τους και υψηλές απαιτήσεις ο ένας από τον άλλον. Για πρώτη φορά έπρεπε να κινηθούμε γρήγορα για να προλάβουμε τη σεζόν».

    Διάλεξαν μια κωμωδία – η ομάδα είχε καιρό να κάνει κωμωδία, ίσως από το «Αγάπης αγώνας άγονος» – επάνω σε ένα κλασικό συγγραφέα του 20ου αιώνα, τον εθνικό συγγραφέα της Ιρλανδίας.

    «Οι συνθήκες της δουλειάς δεν άλλαξαν. Μάθαμε να κατοικούμε μέσα στο θέατρο και πάνω απ’ όλα να αφιερωνόμαστε σε αυτό που κάνουμε. Και δεν είμαστε παιδιά ούτε έχουμε χρόνο να χάσουμε. Είναι ένα καινούργιο ξεκίνημα, μια συνάντηση εκ νέου, με ωριμότητα. Περιμένουμε να δούμε τη συνέχεια. Η ομάδα γεννήθηκε για να συνεχίσει, και το θέλουμε».

    Και εμείς το ελπίζουμε πάρα πολύ….

    Για τον Στάθη Λιβαθινό η σεζόν έχει προ πολλού μπει σε έντονους ρυθμούς: Μετά τον Σινγκ ανεβαίνει η «Γηραιά Κυρία». Ακολουθεί ο «Βασιλιάς Λιρ» στο ΚΘΒΕ με τον Νικήτα Τσακίρογλου και, επιστρέφοντας από τη Θεσσαλονίκη, το δεύτερο έργο με την ομάδα του στο Μεταξουργείο. […]

    09.11.2008, Λοβέρδου Μυρτώ «Στη μπούκα», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

     

  • Από το Εθνικό σε έναν ανεξάρτητο «ήρωα»

    Ο Στάθης Λιβαθινός και η ομάδα του θα παρουσιάσουν στο θέατρο «Μεταξουργείο» το έργο του John Millington Synge «Ένας ήρωας – το καμάρι της Δύσης».

    Αντίδοτο στη μελαγχολία του πανομοιότυπου και της κοινοτοπίας είναι η ανασύσταση της ομάδας των ηθοποιών της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, γύρω από τον Στάθη Λιβαθινό. «Η κοινή μας περιπέτεια είναι ένα ταξίδι στα όνειρα των ανθρώπων κι όχι στο δράμα των ονείρων», λέει ο σκηνοθέτης.

    Όταν υποχωρούν οι βεβαιότητες, αναπτύσσονται δυναμικές που λειτουργούν αντισταθμικά. Η Πειραματική Σκηνή που οργάνωσε και ανέπτυξε επί εξαετία ο Στάθης Λιβαθινός στο Εθνικό Θέατρο, σταμάτησε με την απώλεια του Νίκου Κούρκουλου… Αλλά φαίνεται η ομάδα δεν διαλύθηκε. Δύο χρόνια μετά ανασυγκροτήθηκε, γύρω από το όραμα, την πίστη, το πείσμα και την εργατικότητα του Λιβαθινού. Και φέτος ανοίγει νέο κύκλο δράσης. Χωρίς χρήματα, χωρίς επιχορήγηση, με μόνη στήριξη της Άννα Βαγενά και τον Λουκιανό Κηλαηδόνη που παραχωρεί το θέατρο «Μεταξουργείο» και αναλαμβάνει την παραγωγή, η νεοσυσταθείσα παλιά ομάδα, με αρχηγό και εμψυχωτή τον Στάθη Λιβαθινό, ετοιμάζεται για νέες περιπέτειες.

    Στον προγραμματισμό έχουν συμπεριλάβει δύο έργα, σε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο το οποίο θα αναπτυχθεί ως το τέλος της σεζόν. Αρχικά θα ξεκινήσουν με το άγνωστο μας «Ένας ήρωας – το καμάρι της Δύσης» («The playboy of the Western World») του John Millington Synge. Ο Ιρλανδός συγγραφέας (1871-1909) έγραψε τον «Ήρωα», που θεωρείται το αριστούργημά του, δύο χρόνια πριν πεθάνει. Τα εκατό χρόνια που μεσολάβησαν δεν πάλιωσαν το έργο, που θεωρείται φρέσκο, ζωντανό.

    «Θα μπορούσε να είχε βγει από το εργοστάσιο οπουδήποτε από τους μεγάλους κωμωδιογράφους των δύο τελευταίων αιώνων», σχολιάζει ο Στάθης Λιβαθινός, συνεκτιμώντας το μοναδικό, παράλογο χιούμορ, τη λεπτότητα και την ακρίβεια της γλώσσας και των χαρακτήρων που συνθέτουν θεατρικά έναν κόσμο αληθινό, αλλά και ιδιαίτερο.

    Έντεκα ηθοποιοί (Νίκος Καρδώνης, Δημήτρης Παπανικολάου, Μαρία Ναυπλιώτου, Άρης Τρουπάκης, Μαρία Σαββίδου, Στέλιος Ιακωβίδης, Άννα Κουτσαφτίκη, Βασίλης Κουκαλάνι, Όθων Μεταξάς, Καλλιόπη Σίμου, Σοφία Τσινάρη) θα δώσουν σάρκα και πνεύμα στον κόσμο του Σινγκ, που ξετυλίγει την ιστορία του σ’ ένα χωριό, στην άκρη του δυτικού κόσμου. Εκεί, στις απότομες ακτές της καθολικής Ιρλανδίας τίποτα δεν αλλάζει και όλοι ζουν στο δικό τους ρυθμό, αποκομμένοι από τον πολιτισμό και την κοινωνία.

    Ώσπου θα εμφανιστεί στο ταβερνείο του Μάικ και της κόρης του Πέγκιν, ένας ξένος, ένας νεαρός, που γρήγορα θα αναδειχθεί ήρωας του χωριού και ίνδαλμα των γυναικών. Γρήγορα, ο ρυθμός του χωρισμού και των ανθρώπων του θα αλλάξει. Άλλωστε «στο θέατρο του Σινγκ οι εναλλαγές και οι ανατροπές γίνονται στιγμιαία».

    Η μετάφραση έγινε από το Γιώργο Δεπάστα και τη Ζένια Κριτσέφσκαγια. Τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι της Ελένης Μανωλοπούλου. Η μουσική του Κώστα Μαγγίνα. Η κίνηση του Κωνσταντίνου Μίχου και οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου. Ο Δημήτρης Ήμελλος, σταθερός συνεργάτης της Πειραματικής Σκηνής, αν και δε παίζει στην παράσταση ως ηθοποιός, συμμετέχει ενεργά στην ομάδα, ως βοηθός – σκηνοθέτης, στο υπερφορτωμένο πρόγραμμα του Στάθη Λιβαθινού.

    Η Κυρία, ο Ληρ κι ο θείος Μάνος (Κατράκης)

    Ο Στάθης Λιβαθινός παράλληλα κάνει πρόβες με την Μπέττυ Αρβανίτη και τον Γιάννη Φέρτη για το ανέβασμα του έργου του Ντίρενμαντ «Η επιστροφή της γηραιάς κυρίας», που θα ανέβει τον Νοέμβριο στο Θέατρο της «Οδού Κεφαλληνίας». Στη συνέχεια θα σκηνοθετήσει τον «Βασιλιά Ληρ» στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, με πρωταγωνιστή το Νικήτα Τσακίρογλου και παράλληλα θα προετοιμάσει το δεύτερο έργο της ομάδας του στο «Μεταξουργείο». Ο σκηνοθέτης σπούδασε έξι χρόνια στο Κρατικό Ινστιτούτο Θεάτρου Μόσχας (1984-1990), χάρη στο θείο του Μάνο Κατράκη, ο οποίος του εξασφάλισε υποτροφία. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, δούλεψε ως ηθοποιός και δοκιμάστηκε ως σκηνοθέτης, αρχικά στο «Αμόρε», στο θέατρο της «Οδού Κεφαλληνίας», στο θέατρο «Δόχιλος», στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας. Το αισθητήριο του Νίκου Κούρκουλου του εμπιστεύτηκε την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, από το 2000 ώς το 2006.

    24.09.2008, Χατζηιωάννου Έλενα Δ. «Από το Εθνικό σε έναν ανεξάρτητο ήρωα», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ