Ελεωνόρα Ντούζε: Τελευταία νύχτα – Γκίγκο ντε Κιάρα

1998

Θεατρικός Οργανισμός «Θέατρο»

Πρώτη παράσταση: 4 Μαρτίου 1998

Τελευταία παράσταση: 11 Μαρτίου 1998

Η παράσταση επαναλήφθηκε στις 8 Μαΐου 1998 στο φεστιβάλ «Σολίστες και Πρωταγωνιστές» στη Λαμία, υπό την αιγίδα του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Ρούμελης.

 

Η Ελεωνόρα Ντούζε ζει την τελευταία μέρα της ζωής της. Είναι βαριά άρρωστη, σ’ ένα ξενοδοχείο β’ κατηγορίας.

Ο θάνατος πλησιάζει.

Προσπαθεί με όλη της τη δύναμη να κρατηθεί, θέλει να ξαναπαίξει, να επέμβει στη μοίρα της.

Άρρωστη, με πυρετό, πότε πέφτει σε παραλογισμό, πότε θυμάται, πότε ζει το παρόν, πότε παίζει διάφορα αποσπάσματα ρόλων που έχει ερμηνεύσει. Παρών στη μνήμη της συχνότερα ο μεγάλος της έρωτας, ο Ιταλός συγγραφέας Γκαμπριέλε ντ Ανούτσιο. Τέλος χωρίς να καταφέρει να ξαναβγεί στη σκηνή, χωρίς να ξαναμεθύσει με την τέχνη της αφήνει την τελευταία της πνοή στις 21 Απριλίου 1924 σε ηλικία 66 ετών.

Η Ελεωνόρα Ντουζε ποθεί να ξαναδεί τον ανθισμένο Απρίλη της πατρίδας της. Πεθαίνει όμως μία βροχερή σκοτεινή νύχτα στο Πίτσμπουργκ, σε μια πόλη γεμάτη καπνούς και με τον αέρα σκουριασμένο σίδερο, όπως λέει.

Από το πρόγραμμα της παράστασης. Καλλιτεχνική επιμέλεια: Βουβούλα Σκούρα.

Μετάφραση: Άννα Βαρβαρέσου
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά – Κοστούμια: Άγγελος Αγγελής
Μουσική: Γιώργος Μπουντουβής
Φωτιστής: Αλέκος Αναστασίου

Διανομή

Ελεωνόρα Ντούζε: Ασπασία Παπαθανασίου
Γραμματέας – Νοσοκόμα: Βαλίτα Ψαρρού

  • Η υποκριτική ως μουσική

    Ο μεγάλος μας δάσκαλος Δημήτρης Ροντήρης, που όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο υψώνεται μπροστά μας σαν το μέγα κριτήριο της υποκριτικής τέχνης και ο μέγας τροχός στον οποίο ακονίζεται η προφορική μας γλώσσα, έλεγε συχνά πως η υποκριτική είναι η μουσική έκφραση των συναισθημάτων.

    Αυτός ο ορισμός ορθώθηκε προχθές το βράδυ ολοκληρωμένος, πραγματωμένος, βλέποντας και κυρίως ακούγοντας την Ασπασία Παπαθανασίου στο μονόλογο «Ελεονώρα Ντούζε, η τελευταία νύχτα», που για λίγες, προς το παρόν, ημέρες ερμηνεύει στο θέατρο «Ιλίσια».

    Η Ασπασία Παπαθανασίου ευτύχισε να είναι εκλεκτή μαθήτρια και εν συνέχεια πρωταγωνίστρια του Ροντήρη στις μεγάλες περιοδείες του δασκάλου σ’ όλο τον κόσμο. Υπήρξε η ηθοποιός εν η ευδόκησε, διότι η Παπαθανασίου εξελίχθηκε με καιρό και το κόπο σ’ ένα τέλειο όργανο, ένα Σραντιβάριους της υποκριτικής. Αυτό σημαίνει ένα σώμα – ηχείο και μια φωνή καλλιεργημένη, ώστε να κινείται με ευχέρεια σε δύο και μισή οκτάβες. Ένα τέτοιο μπορεί ανά πάσα στιγμή να παραγάγει τον απαιτούμενο ήχο, ο οποίος αντιστοιχεί σε ένα συναίσθημα ή σε ένα σύνολο συναισθημάτων, σε ένα σύμπλεγμα, οπότε το όργανο παράγει συγχορδίες.

    Η Παπαθανασίου ευδοκίμησε στους μεγάλους τραγικούς ρόλους, έπαιξε Ηλέκτρα, Κλυταιμνήστρα στην «Ορέστεια», Μήδεια, Εκάβη και Εκάβη στις «Τρωάδες», Ιοκάστη στις «Φοίνισσες», Ιοκάστη στον «Οιδίποδα Τύραννο» με Οιδίποδα τον μεγάλο Ιάπωνα ηθοποιό Χίρα. Έπαιξε Κλυταιμνήστρα στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή και Κλυταιμνήστρα στην Ιφιγένεια την εν Αυλίδι, έπαιξε πρόσφατα κορυφαία στις «Ικέτιδες» του Αισχύλου, όπως έπαιξε παλιότερα την Άτοσσα στους «Πέρσες». Μια πλήρης ηθοποιός.

    Τώρα διάλεξε να παρουσιαστεί ενώπιον του αθηναϊκού λαού με ένα συναισθηματικά φορτωμένο μονόλογο του Ντε Κιάρα, που αναφέρετε στην έσχατη νύχτα της μεγάλης Ντούζε, άρρωστης και ξεχασμένης, σε ένα ξενοδοχείο τρίτης κατηγορίας , στο Πίτσμπουργκ των ΗΠΑ.

    Ο Κιάρα έχει γράψει έναν ευφυή και απλό μονόλογο. Ένα παραλήρημα, όπου η Ντίβα αναθυμάται ένα ένδοξο καλλιτεχνικό και ερωτικό της παρελθόν, συγχέοντας τη ζωή της με τους ρόλους της. Η μεγάλη εκείνη ρεαλίστρια ηθοποιός, η αρτίστα που θαύμαζε ο νατουραλίστας Στανισλάβσκι, έφθανε σε ταυτιστικές υποκριτικές καταστάσεις εν όσω έπαιζε. Δεν υποκρινόταν, ενσάρκωνε. Έτσι στη μοναξιά της, μακριά από τον Ιταλικό ήλιο, μακριά από την κόρη της, μακριά από τη σκηνή, στη ξενιτιά και στην εξορία μιας βιομηχανικής πόλης του Νέου Κόσμου, σβήνει με αξιοπρέπεια, αλλά και βαθύ παράπονο ανολοκλήρωτη, αξεδίψαστη και διαψευσμένη από τις ψευδαισθήσεις της πρόσκαιρης δόξας και τις φαντασιώσεις της καλλιτεχνικής ουτοπίας.

    Η Παπαθανασίου δίνει ένα μοναδικό ρεσιτάλ∙ το υπέροχο και αναλλοίωτο μέταλλο της φωνής της πάλλεται από την ταραγμένη της ψυχή, αλλά η κομψότητα του ταμπεραμέντου και η αξιοπρέπεια της κυρίας δεν αφήνουν να φανούν οι τραγικές ρωγμές που ο χρόνος και η απελπισία άφησαν πάνω στο κορμί της Ντούζε. Το μεγάλο μάθημα απλότητας είναι αυτή η ώριμη στιγμή της Παπαθανασίου. Διδάσκει, για όσους ακόμη πιστεύουν πως η τέχνη του θεάτρου είναι μύηση στη μουσική, ότι ο ανθρώπινος πόνος, η χαρά, η μνήμη, η ρέμβη, η απελπισία, η ελπίδα, οι εφιάλτες είναι μουσικές σελίδες που αναδεύονται από το σώμα και τις φωνητικές χορδές ως ένα υλικό φανέρωμα της άυλης ψυχής. Η αφανής αρμονία που είναι κρείττων μιας φανεράς, όπως έλεγε ο Ηράκλειτος.

    Η Παπαθανασίου επαναλαμβάνει τον άθλο της Ντούζε. Είναι η Ντούζε, άρρωστη, παραγκωνισμένη, αλλά θείον τέρας, μυθικό όργανο παραγωγής συγκίνησης. Με άνεση βιρτουόζου περνάει από τις πλέον χαμηλές νότες, στις μεσαίες και στις ψηλές, κάνει αυτοσχεδιασμούς, καντέντζες, δονείται ολόκληρη και μελωδεί. Θα έλεγε κανείς ότι η τεχνική της, συγκροτημένη πριν από χρόνια, θα φαίνεται παλιά, πιθανόν γοητευτική αλλά μια γοητευτική πατέντα. Όχι η αφαίρεσή της, η πυκνότητα, το ακαριαίο, καθιστούν την ερμηνεία της μοντέρνα, καμιά φλυαρία, πουθενά στόμφος, απουσία πόζας. Μια καθημερινότητα αλλά με μέγεθος, ένας οικείος τόνος αλλά όχι φέτα ζωής, όχι ωμός αντικατοπτρισμός της πραγματικότητας, αλλά μια νέα ποιητική πραγματικότητα.

    Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός, ο νέος αυτός σεμνός τελειοθήρας καλλιτέχνης, εγκρατής της ρωσικής υποκριτικής σχολής, λειτούργησε σαν φίλτρο, σαν τρίτο ελεγκτικό μάτι και κράτησε την Παπαθανασίου στην περιωπή του ουσιώδους.

    Ο Άγγελος Αγγελής σχεδίασε ένα λιτό σκηνικό χώρο, κάτι μεταξύ ρεαλισμού και υπερρεαλισμού, μία σημειολογική αναφορά στη θεατρική σκηνή, τον χώρο της Ντουζέ, της Παπαθανασίου και του θεάτρου «Ιλίσια».

    Ο Γιώργος Μπουντουβής έγραψε τέσσερις πέντε έξοχες, σύντομες, αλλά καίριες μουσικές παρεμβάσεις, όχι υπογραμμίσεις των ψυχικών κραδασμών, αλλά απόηχούς τους.

    Η Άννα Βαρβαρέσσου υπέγραψε τη θεατρικότατη μετάφραση. Η νεαρά ηθοποιός Βαλίτα Ψαρρού, στον βουβό αλλά έντονα συμμετοχικό ρόλο, ήταν μια παρουσία ισχυρή.

    Το ρεσιτάλ υποκριτικής της Παπαθανασίου δίνει την ευκαιρία στο πραγματικό θεατρόφιλο κοινό να χαρεί τη μεγάλη ηθοποιό ∙ και στους νεώτερους κυρίως ηθοποιούς να κοινωνήσουν με τη μεγάλη μουσική υποκριτική παράδοση που στις ημέρες μας λίγοι πλέον διακονούν και ελάχιστοι, όπως η Παπαθανασίου , αναβιβάζουν στην περιοχή του Υψηλού.

    09.03.1998, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Η υποκριτική ως μουσική», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Ελεωνόρα Ντούζε» στο «Ιλίσια» – Μάθημα υποκριτικής από την Ασπασία Παπαθανασίου

    Η Ελεωνόρα Ντούζε υπήρξε ένας μεγάλος μύθος του ευρωπαϊκού θεάτρου στο μεταίχμιο των δύο αιώνων.

    Έφερε στη σκηνή μία νέα αντίληψη υποκριτικής τέχνης, μακριά από το ρητορικό και στομφώδες ύφος της εποχής και το βαθύ, εσωτερικό και ψυχολογικό της παίξιμο συνδέθηκε με το – με ευρεία έννοια – ρεαλιστικό ρεύμα στο θέατρο στο τέλος του 19ου αιώνα. Ο σύνδεσμός της με την Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούτσιο τη «διασταύρωσε» και με το ρεύμα του «αισθητισμού» αλλά τελικά την κέρδισε το αστικό και ψυχολογικό δράμα.

    Στην «Τελευταία νύχτα» ο συγγραφέας Chico De Chiara μας παρουσιάζει τη φτωχιά πια και ετοιμοθάνατη Ντούζε στην τελευταία μέρα της ζωής της, σ’ ένα ξενοδοχείο β΄ κατηγορίας στο Πίτσμπουργκ της Αμερικής, όπου έκανε περιοδεία. Μέσα από ένα παραληρηματικό μονόλογο αναπολεί ολόκληρη τη ζωή της, σαν ν’ απολογείται γι αυτή στον Ντ’ Ανούτσιο – τη μεγάλη της αγάπη. Βρίσκεται πότε στο παρόν και πότε στο παρελθόν, θυμάται σπαράγματα ρόλων, προσπαθεί να ξορκίσει το θάνατο που πλησιάζει, να ξαναβγεί στη σκηνή. Το έργο είναι πυκνό, εμπεριέχει συνεχείς εναλλαγές καταστάσεων και μεταμορφώσεων και προκαλεί την ηθοποιό που θα το ερμηνεύσει σε ένα ρεσιτάλ ηθοποιίας.

    Η Ασπασία Παπαθανασίου είναι μια μεγάλη μορφή του θεάτρου μας. Η ερμηνευτική της απόσταση έχει ταυτιστεί με τις μεθόδους της «σχολής Ροντήρη», του οποίου υπήρξε μαθήτρια αλλά και συνεργάτης κυρίως στο «πεδίο» του αρχαίου δράματος. Πράγματι η θητεία της στο ρεαλιστικό και ψυχολογικό δράμα δεν είναι μεγάλη. Όμως η βαθιά παιδεία και η συνεχής άσκηση την καθιστά ικανή να προσεγγίσει βαθιά όλα τα είδη του δράματος, από το αρχαίο έως το σύγχρονο (το καλοκαίρι που μας πέρασε την είδαμε να ερμηνεύει τη «γριά» στον «Πλούτο» του Αριστοφάνη με «γκροτέσκα λιτότητα» αδιανόητη). Η Παπαθανασίου προσέγγισε την Ντούζε, με όλα τα υλικά της τέχνης της. Με πλαστικότητα και εσωτερική διείσδυση υπεισήλθε στις ψυχολογικές μεταπτώσεις της ηρωίδας της. Εάν το σύνολο των ρόλων της ήταν και το πρόσωπο του Ντούζε, τότε η Α. Παπαθανασίου μας το μετέφερε μέσα από τη διαφορετικότητα του ύφους, μέσα από τις μεταμορφώσεις της σε Ιουλιέτα, Τερέζα Ρακέν, Νόρα. Έδωσε σε όλους μας ένα μάθημα υποκριτικής. Ο Στάθης Λιβαθινός συντόνισε σωστά ως περίγραμμα το ύφος της παράστασης. Της προσέδωσε όμως πολύ γρήγορο ρυθμό, με αποτέλεσμα το πέρασμα από τη μια κατάσταση στην άλλη να μην έχει την αναγκαία ανάσα που θα βάθαινε την αίσθηση των μεταμορφώσεων της ηρωίδας. Σ’ αυτό συνέτειναν και οι φωτισμοί, που ενώ κυριολεκτικά έπρεπε να φωτίζουν τις αλλαγές, λειτούργησαν σε κάποια σημεία συγκεχυμένα. Για τη Βαλίτα Ψαρρού στην ουσία δεν βρέθηκε ρόλος. Η βουβή της παρουσία δεν εντάχθηκε στην ανέλιξη του ρόλου της κεντρικής ηρωίδας. Η διαμόρφωση του σκηνικού χώρου από τον Άγγελο Αγγελή προσέδωσε ποιητικότητα στη μίζερη κάμαρα του ξενοδοχείου, ενώ το κοστούμι της Ντούζε απέπνεε μια φθαρμένη αρχοντιά.

    12.03.1998, Μοσχοχωρίτου Όλγα «Ελεωνόρα Ντούζε στο «Ιλίσια» – Μάθημα υποκριτικής από την Ασπασία Παπαθανασίου», Εξουσία

  • Ελεονώρα Ντούζε η Ασπασία Παπαθανασίου

    Τη μεγάλη Ιταλίδα ηθοποιό Ελεονώρα Ντούζε θα ενσαρκώσει η δική μας μεγάλη Ασπασία Παπαθανασίου στη σκηνή του θεάτρου «Ιλίσια».

    Η Ασπασία Παπαθανασίου πρωταγωνιστεί στο ομώνυμο έργο του Chico de Chiara που θ’ ανέβει στο θέατρο «Ιλίσια» για οκτώ μόνο παραστάσεις, από τις 4 έως τις 11 Μαρτίου, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, βασισμένο στη μετάφραση της Άννας Βαρβαρέσου.

    Βρισκόμαστε στο 1924, σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Πίτσμπουργκ της Πενσιλβανίας. Η μεγάλη ηθοποιός Ελεονώρα Ντούζε, άρρωστη, στις τελευταίες ημέρες της ζωής της, πραγματοποιεί στην Αμερική την τελευταία της περιοδεία. Πότε αναπολεί τη ζωή της και πότε ξαναπαίζει κομμάτια από τους μεγάλους ρόλους που την καθιέρωσαν: «Η τέχνη και η θέληση θα με βοηθήσουν»… Η Ντούζε, που γεννήθηκε το 1858 στο Βι ντε Βάνο της Λομβαρδίας και θαυμαστές της ήταν ο Στανισλάβσκι και ο Τσέχωφ, έχει πάψει από καιρό ν’ ανήκει αποκλειστικά στην Ιταλία και έχει ωθήσει το παγκόσμιο θέατρο σε μια άνευ προηγουμένου ανανέωση. Η γυναίκα που υπήρξε ασύγκριτα μεγαλύτερη ηθοποιός από τη Σάρα Μπερνάρ, σε αυτήν ακριβώς την τελευταία αμερικάνικη περιοδεία της αποκαλείται από τους κριτικούς «η αρχηγός των αρχηγών του μοντέρνου αμερικανικού θεάτρου». Το έργο «Ελεονώρα Ντούζε» του Chico de Chiara παρουσιάζει ο θεατρικός οργανισμός «Θέατρο», που ιδρύθηκε το 1996 και του οποίου πρόεδρος είναι η Ρούλα Κακλαμανάκη. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης έκανε ο Άγγελος Αγγελής, τη μουσική ο Γιώργος Μπουντρουβής. Πλάι στην Ασπασία Παπαθανασίου παίζει η νεαρή ηθοποιός Βαλίτα Ψαρρού.

    24.02.1998, Χ.Σ «Ελεονώρα Ντούζε η Ασπασία Παπαθανασίου», Βραδυνή

     

  • Εξομολογητικός μονόλογος…

    Ένα παλιό όνειρο της Ασπασίας Παπαθανασίου γίνεται πραγματικότητα. Ήθελε από καιρό να ερμηνεύσει την Ελεονώρα Ντούζε και να συνεργαστεί με τον Στάθη Λιβαθινό. Έτσι από τις 4 Μαρτίου η μεγάλη ηθοποιός ανεβαίνει τη σκηνή του Θεάτρου Ιλίσια και παρουσιάζει το έργο του Κίκο ντε Κιάρα «Ελεονώρα Ντούζε», σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού.

    Η συγκεκριμένη παράσταση είναι η πρώτη εκδήλωση του νεοσύστατου καλλιτεχνικού οργανισμού «Θέατρο» που ιδρύθηκε το Νοέμβριο του ’96 κι έχει πρόεδρο τη Ρούλα Κακλαμανάκη.

    Ο Κίκο ντε Κιάρα, εμπνεύστηκε το έργο του, από τη ζωή της Ιταλίδας ηθοποιού Ελεονώρα Ντούζε. Μιας λεπτεπίλεπτης και μικροκαμωμένης γυναίκας με τεράστια υποκριτικά προσόντα και μεγάλο καλλιτεχνικό δαιμόνιο που διακρίθηκε για τον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε τους ρόλους της, καταθέτοντας ερμηνείες εξαιρετικές. Ερμηνείες που ταυτίστηκαν με μια βαθιά εσωτερική αναζήτηση κι έκαναν το κοινό να συγκλονίζεται.

    Στο 1924 μας μεταφέρει ο συγγραφέας . Τότε σε ένα ξενοδοχείο της Πενσυλβάνιας, η Ελεονώρα Ντούζε, λίγο πριν το τέλος της ζωής της καταφεύγει σε ένα εξομολογητικό μονόλογο που κάνει «γνωστά» τα μυστικά της ζωής της.

    Γεννημένη στο Βιτζεβάνο της Λομβαρδίας το 1858, η Ελεονώρα μεγάλωσε σχεδόν μέσα στο θέατρο. Σε ηλικία 4 χρόνων κάνει τη πρώτη της εμφάνιση στη σκηνή. Ήταν η αρχή μιας πορείας που ξεχώρισε για την προσπάθεια και τον καθημερινό αγώνα της αναζήτησης ενός τρόπου έκφρασης χωρίς ρητορεία και «μεγαλοπρεπείς σκηνικές στάσεις». Από τα νεανικά της χρόνια ξεκίνησε τις ατελείωτες καλλιτεχνικές της περιοδείες σε όλο τον κόσμο. «Το όνειρό μου», έλεγε η ίδια, «είναι να μπορέσω να πραγματοποιήσω όλα όσα σκέφτομαι, προς ηθική ωφέλεια της τέχνης στην οποία ανήκω… Θέλω να ζήσω με ιδανικά».

    Με όπλα και κινητήριο δύναμη τη διαίσθηση και το ένστικτο, πέτυχε να ταυτίσει κάθε φορά τον εαυτό της με τον παρουσιαζόμενο χαρακτήρα. Και ο Στανισλάβσκι μετά από κάθε εμφάνισή της σημείωνε ότι «η τεχνική της ταύτισης και της απλότητας συνδυασμένη με την με τη πνευματικότητα που η Ντούζε προσέδιδε στα θεατρικά της πρόσωπα είναι η αρχή του καινούργιου θεάτρου τη εποχής μας… η Ντούζε ταυτισμένη με μια άμεση διείσδυση, αυθόρμητη όπως η ανάσα…».

    Ο θρίαμβος την ακολούθησε παντού. Το κοινό την έραινε με λουλούδια. Όμως το 1911 ξαφνικά σταματάει. Άρρωστη, κουρασμένη προσπαθεί να βρει νέους δρόμους για την τέχνη της. Τίποτε δεν την ικανοποιεί. Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα στα νοσοκομεία, προσπαθεί να βοηθήσει τους τραυματίες. Η δυστυχία τη γονατίζει. Ο πόνος για όλα όσα συμβαίνουν γύρω της, την πληγώνει και κι αποφασίζει ότι μπροστά σ’ αυτή τη θλίψη, η τέχνη δεν είναι τίποτα. Προσπαθεί με άλλους τρόπους να βοηθήσει στην αναγέννηση του Ιταλικού Θεάτρου.

    Κάποια στιγμή αποφασίζει να επιστρέψει. «Θέλω να γυρίσω στο θέατρο, θέλω να πεθάνω στη σκηνή», ομολογεί στους γύρω της. Το 1921, μετά από 10 χρόνια απουσίας, άρρωστη, φυματικιά κι απογοητευμένη, πολύ φτωχή ξαναρχίζει τη περιπλάνηση. Το κοινό τη βάζει στην αγκαλιά του. Χωρίς μακιγιάζ, με μαλλιά άσπρα ανεβαίνει στη σκηνή και η κριτική δηλώνει ότι «στη φωνή της υπάρχει περισσότερη θέρμη όσο ποτέ, η τέχνη της φτάνει στη καρδιά σαν λεπίδι…». Παρά τις δυσκολίες αντέχει κι ονειρεύεται ένα «θέατρο νέων», με ασβεστωμένους τοίχους και υπόγειο. Τρία χρόνια μετά κάνει την τελευταία της περιοδεία. Ως «αρχηγός των αρχηγών του αμερικανικού θεάτρου». Η Ντούζε έμεινε στη μνήμη της εποχής της, ηθοποιός – σύμβολο, οδηγός ενός νέου θεατρικού κινήματος.

    Τη μετάφραση του έργου υπογράφει η Άννα Βαρβαρέσου και τα σκηνικά και τα κοστούμια επιμελήθηκε ο Άγγελος Αγγελής. Τη μουσική έγραψε ο Γιώργος Μπουντουβής. Δίπλα στην Ασπασία Παπαθανασίου είναι η Βαλίτα Ψαρρού στο ρόλο της γραμματέως – νοσοκόμας.

    24.02.1998, Χ.Σ «Εξομολογητικός μονόλογος…», Η Αυγή

  • Μια ζωή σε μια νύχτα

    Η Ντούζε ήταν κορυφαία στην εποχής της – τέλος 19ου αιώνα, αρχές 20ου αιώνα. Εξίσου φημισμένη με τη Σάρα Μπερνάρ , φαίνεται ότι την ξεπερνούσε σε τάλαντο και πως η υποκριτική της προπορευόταν των καιρών της.

    Λεπτεπίλεπτη, μικροκαμωμένη, από πάμπτωχη οικογένεια θεατρίνων των μπουλουκιών, την έβγαλαν στη σκηνή από τα τέσσερα χρόνια της, για να εξελιχθεί τόσο αλματωδώς, ώστε να φτάσει να παίξει στα δεκατέσσερα, στην ηλικία του ρόλου, την Ιουλιέτα του Σαίξπηρ. Με έρωτες θυελλώδεις (ανάμεσα στους εραστές της – σχέση ιστορική – ο κορυφαίος Ιταλός ποιητής της εποχής Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούτσιο που την απαθανάτισε στο μυθιστόρημά του «Η φωτιά») περιόδευσε ολόκληρο τον κόσμο, θριαμβεύοντας παντού. Στα 53 της χρόνια, το 1911, επειδή ένιωθε να βρίσκεται σε αδιέξοδο, σταμάτησε ξαφνικά να παίζει. Άντεξε μακριά από το θέατρο έντεκα χρόνια. Το 1921, άρρωστη από φυματίωση και χωρίς οικονομικούς πόρους, ξαναγύρισε στη σκηνή και στις περιοδείες. Και ο θάνατος την βρήκε, 66 ετών, στη διάρκεια μίας από αυτές τις περιοδείες στην Αμερική, σ’ ένα ξενοδοχείο του Πίτσμπουργκ, στις 21 Απριλίου του 1924.

    Αυτήν την τελευταία βραδιά της, στο τρίτης κατηγορίας ξενοδοχείο διάλεξε για εποχή και τόπο του μονολόγου του «Ελεονώρα Ντούζε – Η τελευταία νύχτα» ο σύγχρονος Ιταλός συγγραφέας Κίγκο ντε Κιάρα. Και αυτόν τον μονόλογο θα ερμηνεύσει η δική μας Ασπασία Παπαθανασίου, από τις 4 έως τις 11 Μαρτίου, στο θέατρο «Ιλίσια» – θα ακολουθήσει ένας δεύτερος κύκλος παραστάσεων μετά το Πάσχα – σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού.

    «Έψαχνα να βρω ένα έργο σύγχρονο» λέει η κ. Παπαθανασίου στα «ΝΕΑ». «Πριν από δύο – δυόμισι χρόνια, ρώτησα την Άννα τη Βαρβαρέσου, τη μεταφράστρια, αν έχει κάτι για μένα. Και μου έδωσε το έργο αυτό. Έπρεπε να το κάνω τότε, αλλά η ιστορία πέρασε από πολλές φάσεις, γιατί υπήρχαν προβλήματα. Τελικά το κάνω τώρα.

    Δεν είναι μεγάλο θέατρο. Έχει όμως κάτι που με συγκλόνισε. Είναι σαν να μιλάει ένας ηθοποιός για τη ζωή του. Και μάλιστα, σε μια στιγμή καίρια: το ίδιο το βράδυ που θα πεθάνει.

    Πολλά από όσα λέει τα έχω πει και εγώ. Χωρίς να εννοώ ότι είμαι μια Ντούζε… Ο συγγραφέας δεν έχει πλάσει μια μορφή, έναν χαρακτήρα για τον ‘ψάξω’. Πρόκειται για την ίδια την Ντούζε, τη ζωή της. Πρώτη φορά νιώθω ότι δεν δεσμεύομαι απέναντι στο κείμενο που θα παίξω, αλλά απέναντι στην ηρωίδα – την Ντούζε.

    Δεν την ‘ανακάλυψα’, βέβαια, τώρα. Είχα διαβάσει για την Ντούζε και μου είχε μάλιστα εντυπωθεί μια φράση. Κάποιος είχε γράψει ότι στη σκηνή ‘μιλούσε με όλο της το κορμί’. Το είχα μάλιστα κουβεντιάσει αυτό με τον Φράνκο Τζεφιρέλι που είχα συναντήσει σε ένα πάρτι στο Λονδίνο, όπου ζούσα τον καιρό της δικτατορίας.

    Με συγκίνησε ακόμη ότι αυτή η γυναίκα, που προερχόταν από τόση φτωχή οικογένεια και που δεν μπορούσε σχολείο να πάει, σιγά – σιγά κατάφερε να γίνει από μόνη της ηθοποιός διανοούμενη, να έχει επαφές με όλα τα πνεύματα της εποχής, μέχρι και να μεταφράζει.

    Επιθυμούσε επίσης να κάνει για νέους ένα θέατρο, “μόνο με τοίχους ασβεστωμένους”. Αυτό που ψάχνουν οι νέοι σήμερα, αναζητώντας τις μνήμες των χώρων που διάλεξαν να παίξουν. Δεν μπόρεσε, βέβαια, να το κάνει. Όπως δεν μπόρεσε να έχει και ένα δικό της θέατρο στην πατρίδα της. Ξέρετε στην Ιταλία δέχτηκε πολλές επικρίσεις και άκουσε πολλές ειρωνείες, ενώ στο εξωτερικό την ανέβαζαν στα ουράνια…».

    Και η Ασπασία Παπαθανασίου, όμως, για χρόνια ολόκληρα σημείωνε στο εξωτερικό θριάμβους μεγαλύτερους απ’ όσους στην Ελλάδα, όπου η αναγνώριση άργησε πολύ. Ίσως λοιπόν, να βρήκε και κάποιες «εκλεκτικές συγγένειες» με την Ντούζε.

    «Δεν θα το έλεγα. Ήταν τελείως διαφορετική η ιστορία μου από τη δική της. Απλώς πιστεύω ότι ο κάθε ηθοποιός, ο κάθε δημιουργός στο κομμάτι αυτό θα μπορέσει να αναγνωρίσει τον αγώνα που κάνει, το βάσανό του για να είναι σ’ ότι κάνει ο εαυτός του».

    Μου λέει πόση εντύπωση της έκανε και κάτι άλλο: ότι η Ντούζε, όταν γύρισε εξηντάρα πια, στη σκηνή, έπαιζε, ακόμη και άβαφη και χωρίς να κρύβει τα λευκά της μαλλιά. «Είχε, φαίνεται, την ικανότητα της εσωτερικής μεταμόρφωσης. Γι’ αυτό ίσως ο Στανισλάβσκι την θεωρεί πρόδρομο της σύγχρονης υποκριτικής τέχνης».

    Τη βλέπω να μιλάει για τη Ντούζε γεμάτη ζωντάνια και ενθουσιασμό, ανανεωμένη, μετά το δύσκολο «λούκι» που πέρασε όταν έχασε τον σύντροφο της ζωής της Κώστα Μαυρομάτη που ήταν το μεγάλο της στήριγμα. Η φωτογραφία του – γελαστός και οικείος – υψώνεται απέναντί μας.

    «Εφόσον έχω ακόμη φυσικές δυνάμεις, δεν μπορώ να παίξω την κυρία που μένει σπίτι της. Είναι θάνατος αυτό. Αν δεν μπορούσα, ας πούμε, να μάθω κείμενο, ε δεν θα έπαιζα. Σίγουρα όμως έχω πολλή αγωνία».

    Μιλάει για την επιλογή του Στάθη Λιβαθινού ως σκηνοθέτη της παράστασης. «Ήθελα να συνεργαστώ μ’ ένα σκηνοθέτη πολύ νεώτερό μου. Όπως η Ντούζε ήταν πολλές γενιές πριν από μένα. Να απέχουν πολλές γενιές ηρωίδα, ηθοποιός και σκηνοθέτης. Έχει σημασία για το έργο αυτό πώς θα συγκινηθεί ο σκηνοθέτης. Ξέρω από χρόνια τον Στάθη και ήξερα τις σπουδές που έκανε στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Δεν λέω ότι συμφωνούμε σε όλα – ευτυχώς! – αλλά εκείνο που έχει σημασία είναι ότι γίνεται μια διερεύνηση σε βάθος».

    Αφήνει, όμως περιθώρια σκηνοθεσίας σ’ ένα σκηνοθέτη τόσο νεώτερό της και μάλιστα όταν είναι να ερμηνεύσει ένα μονόλογο; Ή μήπως, τελικά αυτοσκηνοθετείται;

    «Πολλά περιθώρια αφήνω. Δεν θα εμπιστευόμουν, βέβαια, εύκολα ένα νέο σκηνοθέτη για μια παράσταση αρχαίου δράματος. Εδώ, όμως είναι αλλιώς. Επειδή ο ρόλος έχει πολλά αυτοσχεδιαστικά στοιχεία και μπορείς να “πυροδοτήσεις” και έτσι και αλλιώς το λόγο, πρόκειται για άλλου είδους ψάξιμο».

    26.02.1998, Σαρηγιάννης Γιώργος «Μια ζωή σε μια νύχτα», Τα Νέα

     

  • Στάθης Λιβαθινός: «Το υλικό του ηθοποιού είναι το νευρικό σύστημα»

    Μπορείτε να τον συναντήσετε στις «Μικρές Αλεπούδες» της Λίλιαν Χέλμαν, στο Θέατρο Αθηνών. αν και υπάρχει πάντα η περίπτωση να τον είδατε πριν λίγο καιρό και στην «Ελεονώρα Ντούζε» με την Ασπασία Παπαθανασίου.

    Ο Στάθης Λιβαθινός ωστόσο, δηλώνει – και είναι – καταρχήν σκηνοθέτης. και ύστερα ηθοποιός και δάσκαλος. Όσοι έχουν την χαρά να τον απολαύσουν στο σανίδι φεύγουν με την αίσθηση ότι, βρέθηκαν παρέα με κάποιο σπουδαίο ηθοποιό. Εκείνοι που τον έχουν δάσκαλο διαβεβαιώνουν ότι, πρόκειται για ένα πολύ καλό φίλο.

    Εμείς τον συναντήσαμε για όλα αυτά και κυρίως, επειδή ο Λιβαθινός είναι από τους ελάχιστους Έλληνες ηθοποιούς που έχει κάθε δικαίωμα να γίνεται θεωρητικός – χωρίς την παραμικρή υποψία ανοησίας. Είναι ένας επαγγελματίας πλήρως καταρτισμένος, εφοδιασμένος με όλα τα απαραίτητα αγαθά, έτοιμος να σταθεί από τη μία κι από την άλλη πλευρά του ποταμού εξίσου και – το πιο σπουδαίο – να δώσει σωστές και ακριβείς οδηγίες σε όσους θα ήθελαν να κάνουν το ίδιο.

    Την περασμένη Δευτέρα, ο Στάθης Λιβαθινός μιλώντας στο κοινό που συγκεντρώθηκε στο Γκαράζ του Άδειου Χώρου στους σπουδαστές του Εργαστηρίου Ηθοποιών εξήγησε: «Τίποτα δεν είναι σίγουρο απ’ αυτά που θα δείτε τίποτα δεν έχει στηθεί εκ των προτέρων. Θα δείτε τα πράγματα εδώ και τώρα κι αυτή είναι η μοναδική διάσταση στην οποία μπορεί να υπάρξει θέατρο».

    Πώς γίνεται το πέρασμα από την υποκριτική στη σκηνοθεσία και από κει στη διδασκαλία;
    Νομίζω ότι πρόκειται για τρεις διαφορετικές υποστάσεις. Το θέμα μοιάζει λίγο από την ιστορία του Αγίου Πνεύματος. Είναι τρία διαφορετικά πράγματα που συναντιούνται και τα τρία πάνω στη σκηνή, αλλά από διαφορετικούς δρόμους. Η σκηνοθεσία είναι μια δουλειά – με τη μορφή που υπάρχει στον 20ο αιώνα – καταρχήν προσωπική, δηλαδή ο σκηνοθέτης θέλει να μιλήσει με το κοινό μέσα απ’ τους ηθοποιούς ή με αφορμή ένα έργο. Αυτό είναι ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι σκηνοθεσία κι όχι έλα να μου ανεβάσεις ένα έργο για να πρωταγωνιστήσω.

    Η ηθοποιία είναι η αρχή και το τέλος του θεάτρου, είναι η ίδια η ίδια σκηνική πράξη, το εδώ και το τώρα που είναι διαστάσεις στις οποίες υπάρχει σήμερα το θέατρο.

    Η διδασκαλία από την άλλη, είναι η διαμόρφωση προσωπικοτήτων. Καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων. Όχι προσωπικοτήτων που θα τα πουν όπως εγώ.

    Ποιος είναι ο δάσκαλος που μνημονεύετε περισσότερο με το πέρασμα του κόσμου;
    Στο ζήτημα των δασκάλων είχα μια μοναδική τύχη, αν και η τύχη μετριέται μόνο στην περίπτωση που την εκμεταλλευτής ανάλογα. Όπως και να χει, είχα την τύχη να γνωρίσω ανθρώπους σπουδαίους και σπάνιους. Στην Ελλάδα ήταν ο Κατσέλης. Δεν ξέρω κατά πόσο μπορούσε να μυήσει στα μυστικά του θεάτρου, αλλά μόνο το γεγονός ότι υπήρξε έντονη προσωπικότητα ήταν τελικά αρκετό… Αργότερα, στο Κρατικό Ινστιτούτο Θεάτρου της Μόσχας είχα την ευκαιρία να με αναλάβουν άνθρωποι με μεγάλη παιδεία και ιστορία στο θέατρο, οι οποίοι εκτός του ότι με επηρέασαν βαθύτατα με την προσωπικότητα και με τη διδασκαλία τους, μου έδωσαν την ίδια στιγμή τη δυνατότητα να κρίνω τη δουλειά τους και να διαπιστώσω κατά πόσο αυτά που έλεγαν ήταν λόγια του αέρα ή πράξεις και εφαρμογές…

    Το γεγονός που θα σας διηγηθώ συνέβη με τον δάσκαλό μου στη Μόσχα, τον Κατσερόφ. Είναι μέρα εξέτασης, ο δάσκαλος με οδηγεί σ’ ένα γραφείο και εκεί με ρωτάει: «Τι έχετε να μας πείτε;». «Δύο μονολόγους» του απαντώ, διευκρινίζοντας ότι η γλώσσα στην οποία θα απαγγείλω είναι τα ελληνικά – ρώσικα δεν είχα μάθει ακόμα. Θυμάμαι τον τρόπο που με παρακολουθούσε, από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή, ήταν εξαιρετικά προσεκτικός. Όταν τελείωσα, μου λέει, «Τι ζητάτε από την Ρωσία, γιατί μπήκατε στον κόπο;». Κι αφού του απάντησα (ό,τι του απάντησα) μου λέει: «Μπορεί αυτά που κάνετε να σας φαίνονται καλά και σωστά» εννοούσε το μονόλογο «για μας εδώ είναι εκτός τόπου και χρόνου… Παρόλα αυτά σας παίρνω!».

    Τι προτιμάτε ως θεατής στον ηθοποιό; Νεύρωση η εσωτερικότητα;
    Ο όρος «νεύρωση» νομίζω ότι αφορά περισσότερο μια κλινική κατάσταση. Το υλικό του ηθοποιού είναι το νευρικό σύστημα. Το νευρικό σύστημα είναι ό,τι τα χέρια για τον αγρότη. Το νευρικό σύστημα έχει αποδειχθεί ότι καταναλώνεται, εκπαιδεύεται και φθείρεται. Γι’ αυτό έχει τόσο μεγάλη σημασία η εκπαίδευση του ηθοποιού στη σχολή. Τα νευρικά κύτταρα που καίγονται κατά τη διάρκεια της δουλειάς είναι τα μόνα αναντικατάστατα.

    Η άποψή μου δεν είναι εκείνη του θεατή, είμαι μέσα στη δουλειά, συνεπώς περισσότερο ως σκηνοθέτης μπορώ να μιλήσω.

    Οι απαιτήσεις από έναν ηθοποιό είναι σήμερα διαφορετικές απ’ ότι πριν 20 ή 30 χρόνια. Είναι άλλος ο τύπος του ηθοποιού που χρειαζόμαστε σήμερα και δεν είναι καθόλου τυχαίο που λέμε, αυτός είναι παλαιός ηθοποιός, συγκινεί, αγγίζει, αλλά είναι παλαιός ηθοποιός.

    Οι ανάγκες των ανθρώπων αλλάζουν, κάποιες αλήθειες παραμένουν ίδιες, για όλα αυτά πρέπει να βρεθούν καινούργιοι τρόποι έκφρασης. Εκτός των άλλων υπάρχει και τεράστιος ανταγωνισμός – της εικόνας, του βίντεο, της μαζικής κουλτούρας, των σκουπιδιών – το θέατρο αντιπαλεύει με πολλά. Χρειάζεται τεράστια μόρφωση και ψυχοσωματική εκπαίδευση, ενημέρωση, αντίληψη, ετοιμότητα, επαφή με την εποχή του, στοιχεία τα οποία νομίζω ότι μια πολύ σύγχρονη σχολή μπορεί και πρέπει τελικά να προσφέρει.

    Ο ανταγωνισμός είναι υπαρκτός ή υπερβολικός;
    Βεβαίως και είναι υπαρκτός. Η ανάγκη του θεάτρου να φέρει τον θεατή, να τον καθίσει στην αίθουσα υπήρχε πάντα, μόνο που κάποτε τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά. Τώρα ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη να πάει στο θέατρο για να δει κάποια πράγματα, κάθεται στον καναπέ και τα βλέπει στη τηλεόραση ή τα διαβάζει στην εφημερίδα. Νομίζω ότι πρέπει να συνειδητοποιηθεί ο λόγος για τον οποίον ο άνθρωπος έρχεται στο θέατρο και να του δοθεί αυτό για το οποίο έρχεται. Η εικόνα είναι ο πιο επικίνδυνος εχθρός του θεάτρου, παρά το ότι το θέατρο παραμένει παντοδύναμο στην ομορφιά του και στην αμεσότητά του.

    Το θέατρο έχει σχέση με αρχαίες ανάγκες του ανθρώπου, είναι σαν κάτι ατταβιστικό. Δε νομίζω ότι θα σβήσει…
    Το πρόβλημα δεν είναι στο θέατρο είναι στην κοινωνία. Η κοινωνία είναι που δεν έχει συνειδητοποιήσει πόσο το έχει ανάγκη το θέατρο. Όσο για τις αρχαίες ανάγκες, πολλές απ’ αυτές έχει διαστραφεί, αντικατασταθεί, υποκατασταθεί. Ζούμε στην εποχή των υποκαταστάσεων με τεχνητούς τρόπους. Η κατάσταση του θεάτρου είναι επείγουσα.

    Τόσο πολύ δυσοίωνες είναι οι προβλέψεις σας για το μέλλον του;
    Για το μέλλον του ευρωπαϊκού θεάτρου όχι. Για το ελληνικό θέατρο, ναι. Νομίζω ότι ζει μια πλάνη.

    Όσο αφορά στην συγγραφική παραγωγή;
    Όσο αφορά στα πάντα. Εκτός από μια βαθύτερη ανάγκη για έρευνα που έχει ξυπνήσει τελευταία στους ανθρώπους του θεάτρου, δε βλέπω φως. Αν δεν επανατοποθετηθούν τα πράγματα στην παιδεία είναι σα να προσπαθούμε να πάμε κάπου χωρίς πόδια. Η πρότασή μου είναι άμεση εισαγωγή δασκάλων από το εξωτερικό. Κι είμαι σε θέση να έχω γνώμη επί του θέματος επειδή ακριβώς διδάσκω υποκριτική, που σημαίνει ότι με κάποιο τρόπο είμαι κι εγώ ανακατεμένος σ’ αυτήν την ιστορία.

    Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας κάτι αγαπημένο; Ένα στίχο, μια εικόνα, ένα τόπο, τ’ όνομα ενός ανθρώπου που δεν θα ξεχάσετε ποτέ – ή και όλα μαζί;
    «Η αίσθηση μιας στιγμής παραδομού που δεν την ελέγχαμε μόνο μ’ αυτήν μόνο μ’ αυτήν έχουμε υπάρξει». Τ.Σ. Έλιοτ

    Μία εικόνα: Η στιγμιαία λάμψη στα πρόσωπα των 14 παιδιών του Εργαστηρίου της Πειραματικής Σκηνής που πείστηκαν να βγουν και να διακινδυνεύσουν κάτι από τον εαυτό τους, χωρίς εκ των προτέρων να τους εγγυηθεί κανείς ότι όλα θα πάνε καλά…

    05.04.1998, Ορφανίδου Ειρήνη «Στάθης Λιβαθινός -Το υλικό του ηθοποιού είναι το νευρικό σύστημα», Κέρδος

  • Τελευταία νύχτα για μια ντίβα του θεάτρου…

    Ένα έργο για την ηθοποιό – μύθο Ελεονώρα Ντούζε που θα την ενσαρκώσει η Ασπασία Παπαθανασίου.

    Τι μπορεί να φαντασιώνεται μια ντίβα του θεάτρου, την «τελευταία ώρα» του θανάτου της; Καθώς ξαναθυμάται τη ζωή της στέκεται σε ρόλους που ερμήνευσε, σε χαρές, σε λύπες, σε έρωτες∙ ζωντανεύει η επιθυμία της να «ξαναβγεί» στη σκηνή, να πεθάνει επάνω σ’ αυτήν… Κι όταν πρόκειται για την Ελεονώρα Ντούζε, την ηθοποιό – μύθο, η αναφορά σ’ αυτήν αποτελεί καθήκον για όσους αγαπούν το θέατρο και τους ανθρώπους του. Όπως για τον Ιταλό συγγραφέα Chico Di Chiara, που έγραψε το έργο «Ελεονώρα Ντούζε∙ η τελευταία νύχτα» , το οποίο θα ερμηνευθεί από την Ασπασία Παπαθανασίου από την Τετάρτη 4/3 και για μία βδομάδα στο θέατρο Ιλίσια.

    Η Ελεονώρα Ντούζε (1858-1924) γεννήθηκε και μεγάλωσε στο θέατρο. Ο παππούς της υπήρξε απ’ τους τελευταίους ανανεωτές της Commedia dell’ arte. H ίδια ανέβηκε στη σκηνή σε ηλικία τεσσάρων χρόνων. Το 1878 υπογράφει το πρώτο σημαντικό της συμβόλαιο με το θίασο «Giotti-Belli-Blaues» δουλεύει κοντά στη μεγάλη ηθοποιό της εποχής Giacinta Pezzana και αποδεικνύεται «θαυμαστή καλλιτέχνις» καθώς έγραψαν οι κριτικές της εποχής.

    Ήταν μια νεαρή καστανή γυναίκα, κακοχτενισμένη, χαρακτηριστικός ιταλικός τύπος, καθόλου όμορφη, αλλά με το πρόσωπο εξαιρετικά ευκίνητο, η οποία όμως, είχε αναπτύξει δική της μέθοδο ερμηνείας. Μελετούσε όχι μόνο το ρόλο της αλλά και εκείνους των συναδέλφων της, απαιτούσε την πλήρη εποπτεία. «Όλες οι φράσεις είναι φοδραρισμένες», έλεγε. Προσπαθούσε να αποκαλύπτει κάθε λεπτομέρεια, κάθε απόχρωση μάθαινε να ερευνά την εσωτερικότητα του ρόλου μέσα από τις φράσεις, να διατηρεί ζωντανή αυτή τη στιγμή όχι μονάχα για να αποδώσει την δραματική ένταση της στιγμής, αλλά και σε όλη τη διάρκεια της δράσης.

    Έπειτα από μια επιτυχημένη πορεία στην Ιταλία, επιχειρεί την πρώτη της περιοδεία στη Νότιο Αμερική. Ακολουθούν περιοδείες στη Ρωσία, στη Βιέννη, το Λονδίνο, την Αμερική. Κάθε επιτυχία της μεγάλωνε τη δίψα της για την τελειότητα. Όμως, δεν ήταν μόνο η τέχνη που την απασχολούσε. Ενδιαφερόταν για την επιστήμη, την λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και απλά για τη ζωή.

    Σε περιοδεία στη Ρωσία τη βλέπει ο Στανισλάβσκι, ο οποίος γράφει: «… η τεχνική της ταύτιση και της απλότητας και η πνευματικότητα που η Ντούζε παρουσιάζει τα θεατρικά της πρόσωπα, είναι η αρχή του καινούργιου θεάτρου της εποχής μας». Ο Τσέχοφ που επίσης την είδε να παίζει, γράφει στην αδερφή του: «…χθες είδα την Ντούζε να παίζει. Δεν ξέρω ιταλικά μα ήταν υπέροχη… Τι εκπληκτική ηθοποιός! Ποτέ πριν δεν έχω δει τίποτε πιο έξοχο…».

    Σκεπασμένη με λουλούδια και δάφνινα στεφάνια περιοδεύει σ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Το 1911 αποφασίζει, να σταματήσει. Φυματική, κουρασμένη, προσπαθεί να βρει καινούργιους δρόμους για την τέχνη της, δεν την ικανοποιεί αυτό που κάνει. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στρατεύεται ως νοσοκόμα. Μπροστά στην τόση δυστυχία αισθάνεται οτι η τέχνη πρέπει να σιωπά. Παράλληλα, με διαφορετικούς τρόπους προσπαθεί να βοηθήσει στην αναγέννηση του ιταλικού θεάτρου.

    Δέκα χρόνια μετά, άρρωστη και φτωχή, επανέρχεται στη σκηνή. Ξαναρχίζει τις περιοδείες, παίζει χωρίς μακιγιάζ, αναδεικνύει τα άσπρα της μαλλιά ακόμη και σε ρόλους νέων γυναικών, καταφέρνει να πείθει. Στην τελευταία της περιοδεία στην Αμερική θα δρέψει δάφνες, και θα πεθάνει σε ένα άθλιο ξενοδοχείο του Πίτσμπουργκ, χωρίς να ξαναδεί τον ανθισμένο Απρίλη της πατρίδας της…

    Η Ασπασία Παπαθανασίου θεωρεί την Ντούζε «πρωτοπόρο της σύγχρονης ερμηνευτικής τέχνης», η περίπτωσή της τη γοητεύει προσωπικά, «γιατί προσπαθούσε να επικοινωνήσει με το κοινό χωρίς εξωτερικά εφέ».

    Η «Τελευταία νύχτα» διαδραματίζεται στο ξενοδοχείο του Πίτσμπουργκ. Η Ασπασία Παπαθανασίου δεν αρνείται ότι η ότι η ερμηνεία ενός τέτοιου ρόλου αποτελεί πρόκληση. «Η τωρινή σκηνική παρουσίαση χρειάζεται δεξιοτεχνία, το κατάλαβα από τη στιγμή που διάβασα το κείμενο. Δεν μπορώ να προδικάσω το αποτέλεσμα. Ωστόσο, αν καταφέρω να ζωντανέψω αυτή τη γυναίκα, θα αισθανθώ «ευχαρίστηση και υπερηφάνεια», όπως έλεγε και η ίδια. Η ενσάρκωση ενός ρόλου, είτε πρόκειται για την Ντούζε, είτε για πρόσωπο του αρχαίου δράματος ή του κλασικού ρεπερτορίου, αποτελεί πάντα πρόκληση, έστω κι αν αυτό ακούγεται εγωιστικό. Όμως ο καλλιτέχνης έχει το δικαίωμα να δοκιμάσει κι ας αποτύχει∙ είναι απαραίτητο για τη διαδρομή του».

    Η Ντούζε υπήρξε για το αμερικανικό θέατρο μία συνεχής έμπνευση, παραμένει ακόμη και σήμερα ένα ζωντανό σύμβολο, η ενσάρκωση ενός θεατρικού κινήματος. Η Ασπασία Παπαθανασίου πιστεύει ότι αυτό οφείλεται στην απλότητα και την αμεσότητα της ερμηνείας, στοιχείο που χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο του αμερικανικού κινηματογράφου. «Η κωδικοποίηση της ταύτισης, είναι το στοιχείο που πήρε ο Στανισλάβσκι από την Ντούζε και στήριξε την τεχνική του στο Actor Studio, απ’ όπου έχουν περάσει όλοι οι μεγάλοι ηθοποιοί».

    01.03.1998, Kουνενάκη Πέγκυ «Τελευταία νύχτα για μια ντίβα του θεάτρου…», Η Καθημερινή

  • «Νιώθω δέος για την Ντούζε»

    Η Ασπασία Παπαθανασίου μιλάει για ένα θρύλο του θεάτρου, την Ελεωνόρα Ντούζε.

    Ο θεατρικός μονόλογος του ιταλού συγγραφέα Κίγκο ντε Κιάρα ζωντανεύει τον μύθο της ιταλίδας ηθοποιού Ελεωνόρας Ντούζε (1858-1924) που δέσποσε με την τέχνη της, σε παγκόσμιο επίπεδο, στα τέλη του προηγούμενου αιώνα και στις αρχές του 20ού. Το κείμενο αντικατοπτρίζει την προσωπικότητά της και τον χαρακτήρα της. «Και αυτό είναι θετικό αλλά συγχρόνως και δεσμευτικό» λέει η Ασπασία Παπαθανασίου που υποδύεται στη σκηνή του θεάτρου «Ιλίσια» την Ντούζε. «Ηταν ένα ξεχωριστό πλάσμα, μια ξεχωριστή ηθοποιός. Τη θεωρούν πρόδρομο της σύγχρονης υποκριτικής τέχνης». Ο συγγραφέας παίρνει τα γεγονότα της ζωής της, τα συνθέτει και τα εμπλουτίζει με σκηνές από το θέατρο: «Ενας μονόλογος της “Τερέζ Ρακέν” του Ζολά ή μια ερωτική σκηνή μπαίνουν μέσα στο παρελθόν και γίνονται ένα με τη ζωή της».

    «Σε ένα ξενοδοχείο Β’ κατηγορίας παίζει με τη φαντασία της και συζητεί με πρόσωπα του παρελθόντος της. Μια βουβή γυναίκα ­ νοσοκόμα, δεσμοφύλακας, γραμματέας ­ την περιποιείται, την ακολουθεί, τη συνδράμει. Ο έρωτάς της για τον Γκαμπριέλ ντ’ Ανούντσιο, η κόρη της, οι εραστές της. Ετσι μαθαίνουμε ότι βγήκε τεσσάρων χρόνων στο θέατρο και ότι από το 1909 ως το 1921 είχε σταματήσει να παίζει, για να επανέλθει αργότερα, και για οικονομικούς λόγους. Πάντα αγωνιούσε για το πώς θα εκφρασθεί. Είχε ανησυχίες και αγωνίες για την τέχνη της» καταλήγει η ηθοποιός.

    Τι ήταν αυτό που συγκίνησε την Ασπασία Παπαθανασίου για να παίξει τη συνάδελφό της; «Το γεγονός ότι μέσα από τη δική της πορεία διαγράφεται η μοίρα του ηθοποιού σε σχέση με την ηλικία. Όταν φεύγουν τα χρόνια πρέπει να προσαρμοσθείς σε ειδικούς ρόλους. Η ενέργεια όμως δεν είναι η ίδια. Ο καλλιτέχνης είναι καταδικασμένος. Νιώθει τη φθορά με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο. Είναι η μοναξιά του καλλιτέχνη, μια μοναξιά όχι μόνον της ηλικίας αλλά και της σχέσης με τα θεατρικά πρόσωπα. Κάθε ηθοποιός αισθάνεται αυτά τα πράγματα με την ηλικία. Είναι δύσκολο να παραδεχθείς ότι λόγω ηλικίας δεν μπορείς να παίξεις τραγωδία. Κι όμως το παραδέχομαι».

    «… Χθες είδα να παίζει η Ντούζε… Δεν ξέρω ιταλικά μα ήταν έξοχη… Τι εκπληκτική ηθοποιός! Ποτέ πριν δεν έχω δει τίποτα πιο έξοχο». Με αυτά τα λόγια ο Αντον Τσέχοφ περιέγραψε την Ελεωνόρα Ντούζε σε ένα γράμμα προς την αδελφή του. Θρίαμβος ακολούθησε τις περιοδείες της. Κι όμως η Σάρα Μπερνάρ, η γαλλίδα ανταγωνίστριά της, έχει περισσότερο χαραχθεί στις μνήμες: «Μα η Ντούζε», λέει η κυρία Παπαθανασίου, «δεν είχε τις δημόσιες σχέσεις της Σάρα Μπερνάρ. Το παίξιμό της ήταν εσωτερικό. Αντίθετα από την Μπερνάρ, η Ντούζε έβγαινε στη σκηνή με άσπρα μαλλιά και μέσα σε λίγα λεπτά το κοινό ξεχνούσε την ηλικία της».

    Η ηθοποιός θεωρεί το έργο μια πρόκληση· άλλωστε η Ντούζε τη συγκινούσε ως μορφή. «Είναι στιγμές που νομίζω ότι τα λόγια της θα μπορούσε να τα πει κάθε ηθοποιός. Και έτσι υπηρετώ αυτόν τον ρόλο τώρα. Με ταπεινοφροσύνη, όπως ο πιστός μπροστά στον Θεό. Πάντα αισθανόμουν δέος πάνω στη σκηνή· το ίδιο και τώρα με την Ντούζε. Το μόνο μου πρόβλημα είναι να ξεπεράσω τη συγκίνηση που νιώθω απέναντί της».

    Ο Στάθης Λιβαθηνός, που σκηνοθετεί την Ασπασία Παθανασίου σε αυτή την παράσταση, αναφέρεται στη συνεργασία τους: «Είναι ένας δημιουργικός διάλογος ανάμεσά μας. Γνώρισα την Παπαθανασίου στο τέλος της δεκαετίας του ’90, όταν σπούδαζα στη Μόσχα, και πάντα με τιμούσε με την προσοχή της. Οι Ρώσοι την αγαπούν πολύ» λέει και μνημονεύει ότι η πρώτη «γνωριμία» έγινε μέσα από ένα από τα κλασικότερα βιβλία της ρωσικής θεατρολογίας, εκείνο του Μπαγιατζίεφ: «Πρόκειται για μια θεατρική ιστορία του κόσμου σε σαράντα βράδια που περιλαμβάνει κλασικές αντιπροσωπευτικές παραστάσεις από την αρχαία τραγωδία ως τον Μπέκετ. Το πρώτο κεφάλαιο είναι για την αρχαία τραγωδία. Έχει τον τίτλο “Φωνή της Ελλάδας” και αφορά την “Ηλέκτρα” του Ροντήρη με την Ασπασία Παπαθανασίου». Επανερχόμενος στην παράσταση του θεάτρου «Ιλίσια», ο σκηνοθέτης μιλάει για τη «σύμπτωση δύο προσωπικοτήτων. Η ζωή της Ντούζε αποκτά καθαρά συμβολικό χαρακτήρα. Περιλαμβάνει στοιχεία που περιέχονται στη ζωή κάθε ανθρώπου που ξόδεψε γενναιόδωρα τη ζωή του πάνω στο σανίδι του θεάτρου χωρίς να ζητεί κανένα αντάλλαγμα. Και αυτός είναι ο πυρήνας του έργου: η Ντούζε έζησε όλη τη ζωή της παίζοντας αλλά δεν έζησε. Και αυτή είναι η τραγωδία του καλλιτέχνη. Το έργο αυτό συμπυκνώνει τη στιγμή που ο άνθρωπος πέφτει στο κενό και όσο πέφτει βλέπει τη ζωή του να περνά από μπροστά. Και όλο αυτό συμπίπτει σε πολλά σημεία με τη ζωή της Παπαθανασίου. Η δική μου ματιά είναι να δοθεί όλο αυτό το υλικό με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να αφορά τον σύγχρονο θεατή, χωρίς να σημαίνει ότι χρειάζεται επέμβαση. Το κείμενο είναι ένας καταπέλτης».

    01.03.1998, Χ.Σ «Νιώθω δέος για την Ντούζε», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδω