Δωδέκατη νύχτα – Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

1999

Εταιρία Θεάτρου «Ηθοποιών Θέατρο»

Έναρξη: 1 Οκτωβρίου 1999

Λήξη: 21 Νοεμβρίου 1999

 

Σημείωμα του σκηνοθέτη

Συνοδεύοντας τους μαθητές μου μετά από τέσσερα χρόνια δημιουργικής δουλειάς
Στα πρώτα τους επαγγελματικά βήματα
Αισθάνομαι ευθύνη, υπερηφάνεια αλλά και χαρά
Που η φλόγα και τα πάθη των ηρώων του Σαίξπηρ
Θα τους συνοδεύουν για μια ολόκληρη ζωή

Και έχω την ελπίδα πως θα προσφέρουν στο ελληνικό θέατρο
Ότι καλύτερο μπορούν.

Μετάφραση: Χριστίνα Μπάμπου – Παγκουρέλλη
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Βασίλης Πουλάκος
Χορογραφία: Ίγκορ Κούλικ
Φωτισμός: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθοί σκηνοθέτη: Δημήτρης Ήμελλος | Έρι Κύργια

Διανομή:

Ορσίνο: Στάθης Γράψας
Ακόλουθος: Στέλλα Σκορδαρά
Κούριο: Μαρία Παπαστεφανάκη | Μαριλήτα Σολέντη
Βαλεντάιν: Λίλλυ Μελεμέ | Χριστίνα Τσούκαλη
Βιόλα: Μαρία Παπαστεφανάκη | Μαριλήτα Σολέντη
Σεμπάστιαν: Γιάννης Γούνας
Πλοίαρχος: Γιώργος Δάμπασης
Ναύτης: Χρήστος Στρέπκος
Αντόνιο: Βασίλης Πουλάκος
Ολίβια: Μαρία Παπαστεφανάκη | Μαριλήτα Σολέντη
Σοφία: Μαρία Ιωαννίδη | Μαρία Αιγινίτου
Σερ Τόμπυ: Δημήτρης Μυλωνάς
Σερ Άντριου: Χρήστος Στρέπκος
Μαλβόλιο: Βασίλης Ανδρέου
Φάμπιαν: Γιώργος Δάμπασης
Φέστε: Παναγιώτης Μπουγιούρης
Ιερέας: Στέλλα Σκορδαρά

 

Οι στίχοι των τραγουδιών Μη μιλάς εσύ αλήτη, Αλγερία και Νύχτα Δωδέκατη είναι του Βασίλη Πουλάκου. Τα τραγούδια της παράστασης, που δεν συμπεριλαμβάνονται στο ίδιο το έργο, βασίστηκαν σε σονέτα του Σαίξπηρ.

  • Ευοίωνα σημάδια

    Η καλλιτεχνική και ιδιαίτερα η θεατρική εκπαίδευση στον τόπο μας πάσχει. Ακόμη και οι πιο πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως έγινε και με τη διαβόητη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, εξαντλούνται σε τελείως τεχνικά, διαδικαστικά και εξεταστικά θέματα.

    Στο ουσιώδες πρόβλημα, δηλαδή το περιεχόμενο των σπουδών, τις μεθόδους διδασκαλίας και τη θεωρητική υποδομή κάθε τέτοιας σπουδής οι ισχύοντες νόμοι ανάγονται ιδεολογικά και αισθητικά στον ιδρυτικό νόμο της Δραματικής Σχολής του Εθνικού θεάτρου το 1930!! Αφήνω όλες τις φωτογραφικές ρυθμίσεις για να καλυφθούν απαιτήσεις δικαιώματος διδασκαλίας συγκεκριμένων προσώπων. Λέγεται και κυκλοφορεί ευρέως πως όταν συντασσόταν ο νόμος πριν από χρόνια γνωστός Σχολάρχης, σύμβουλος στο νομοτεχνικό επιτελείο, επέμενε να μειωθεί κατά πέντε χρόνια ο απαιτούμενος χρόνος θητείας στο θέατρο των ηθοποιών – διδασκάλων σε σχολές, γιατί έτσι αποκτούσε δικαίωμα διδασκαλίας ευνοούμενος μαθητής του!!

    Τέλος πάντων, η θεατρική πρακτική εκπαίδευση στη χώρα μας πρέπει να αλλάξει άρδην. Και είναι καιρός, γιατί τώρα, έτσι που έχουν τα πράγματα, συγχέονται η ήρα και το σιτάρι, ακατάλληλοι και σχεδόν εγκληματικοί δάσκαλοι συμφύρονται με ταλαντούχους και χαρισματικούς. Λέμε συχνά πως, αφότου πέθαναν οι μεγάλοι δάσκαλοι (ο Ροντήρης, ο Κουν, ο Κατσέλης, ο Καραντινός, ο Χαρατσάρης, ο Μουζενίδης, ο Βαχλιώτης), έλειψαν τα χαρισματικά πρόσωπα από τις αίθουσες διδασκαλίας. Πρόσφατα ο θάνατος του Β.Δ. Διαμαντόπουλου μάς στέρησε από έναν επίσης ταμένο στη θεατρική παιδεία. Και όμως, υπάρχουν ήδη πολλοί και κυρίως νέοι που διαθέτουν τη σφραγίδα της Δωρεάς.

    Δεν στέρεψε το είδος. Με κάθε ευκαιρία θα τους προβάλουμε, γιατί και η κριτική οφείλει να παρακολουθεί τα εργαστήρια που παράγουν νέους δημιουργούς και να ελέγχει μεθόδους, επιτεύξεις και διαστρεβλώσεις. Γιατί και τέτοιες δυστυχώς εντοπίζονται. Μια στρεβλή θεατρική παιδεία, σε μιαν, όπως η ελληνική, ανορθόδοξη καλλιτεχνική αγορά, θα τροφοδοτήσει ασφαλώς τη σκηνή με, κατ’ αρχάς, δυστυχισμένα άτομα. Μια ατελής εκπαίδευση η μια απατηλή συνοδεύει διά βίου τον ηθοποιό και υπονομεύει συνεχώς – ακόμη και τις φιλότιμες προσπάθειές του να βελτιωθεί. Οι σκέψεις αυτές είναι απαραίτητες για να εκφράσω τον ενθουσιασμό μου για μια συγκεκριμένη περίπτωση ορθής και γόνιμης θεατρικής εκπαίδευσης. Πρόκειται για την τάξη που αποφοίτησε το καλοκαίρι από το Θεατρικό Σχολείο «Τζένη Καρέζη» και που την αποκλειστική ευθύνη της για τέσσερα ολόκληρα χρόνια είχε ο νέος, αλλά χαρισματικός, δάσκαλος (σκηνοθέτης και ηθοποιός) Στάθης Λιβαθινός. Στις διπλωματικές τους εξετάσεις αυτά τα τυχερά παιδιά παρουσιάσθηκαν με μια πλήρη, με επαγγελματικές προδιαγραφές, παράσταση, τη «Δωδέκατη νύχτα» του Σαίξπηρ. Και θριάμβευσαν. Ο διευθυντής του Σχολείου, ο Κώστας Καζάκος, τους έκανε την τιμή να τους παραχωρήσει για ένα μήνα τη σκηνή του θεάτρου «Τζένη Καρέζη», όπου έως πριν από λίγες ημέρες, ως επαγγελματίες πλέον ηθοποιοί, με συγκροτημένο και νομικά πρόσωπο («Ηθοποιών θέατρο») παρουσίασαν στο κοινό τη δουλειά τους.

    Όσοι είχαν τη χαρά να δουν αυτή την παράσταση θα απόλαυσαν πρώτα και κύρια τη φρεσκάδα της. Τα σαιξπηρικά κωμικά αριστουργήματα έχουν μια σπάνια εφηβική ορμή. Εξάλλου, όπως η διανομή το απαιτεί, ιδιαίτερα στη «Δωδέκατη νύχτα» και στο «Όνειρο θερινής νύχτας», τα περισσότερα πρόσωπα είναι νέα αγόρια και κορίτσια (που παίζονταν από αγόρια). Άρα, μια παράσταση κωμωδίας του Άγγλου ποιητή χρειάζεται και τη βιολογική φρεσκάδα και την αλήθεια των σωμάτων και τη διαθεσιμότητα του νεανικού ψυχισμού.

    Ο Λιβαθινός είναι ένας μικρός μάγος, χάρισμα απαραίτητο για δάσκαλο ηθοποιών. Καθοδηγεί, διεισδύει στις ψυχές, αποθεώνει τη νεανική κινητικότητα, χωρίς να επιτρέπει την έπαρση και τη φλυαρία.

    Η παράσταση της «Δωδέκατης νύχτας» παίρνει στη δική μου συνείδηση, ύστερα από κοντά πενήντα χρόνια μανιακής προσήλωσης στα θεατρικά μας πράγματα, τη σημασία που είχε η πρώτη εμφάνιση της ομάδας του Καραντινού (Γιωτόπουλος, Αρώνης, Καν. Αποστόλου, Κλειώ Νικολάου, Ματσακάς), την πρώτη εμφάνιση με τη «Μικρή μας πόλη» και «Με τα δόντια» του Θορ. Γουάιλντερ της ομάδας του Κουν, 1954 (Ζαβιτσιάνου, Φυσσούν, Λαζάνης, Χρηστίδης, Αγγελίδου, Πανταζοπούλου κ.λπ.), την πρώτη εμφάνιση πάλι με «Δωδέκατη νύχτα» μιας νέας φουρνιάς του Ροντήρη (1957) στον Πειραιά (Καλογήρου, Μπρούσαλης, Ντούζος, Τρ. Καραντζάς, Θ. Ιωαννίδου, Κοντούλης, Παπαλάμπρου, Καλιβωκάς, Βούλα Χαριλάου κ.λπ.).

    Ιδού λοιπόν μια νέα, ασκημένη, υποψιασμένη και, ελπίζω, σεμνή φουρνιά: Σ. Γράψας, Σ. Σκορδαρά, Παπαστεφανάκη, Σολέντη, Μελεμέ, Τσούκαλη, Γούνας, Δάμπασης, Στρέπκος, Πουλάκος, Σ. Ιωαννίδη, Αιγινίτου, Δ. Μυλωνάς, Β. Ανδρέου, Π. Μπουγιούρης.

    29.11.1999, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Ευοίωνα σημάδια», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Το υφάδι και το στημόνι

    «Δωδέκατη νύχτα»: μια πολύ νεανική δουλειά

    Η Δωδέκατη νύχτα του Σαίξπηρ έχει δίκαια συσχετιστεί με το μεσαιωνικό πανηγύρι των τρελών: μια γιορτή μεταμφίεσης, ανατροπής των καθιερωμένων αξιών, όπου φυσά ένας άνεμος πρωτόγνωρης ελευθερίας και αποδέσμευσης του ανθρώπου από κοινωνικά ή άλλα δεσμά. Η Δωδέκατη νύχτα του τίτλου συμπίπτει με το δικό μας Δωδεκάμερο ανάμεσα στα Χριστούγεννα και τη γιορτή των Φώτων, διάστημα κατά τ’ οποίο πιστεύεται ότι εξαπολύονται κι ανεβαίνουν στη γη διάφορα παγανά, ξωτικά, τελώνια κ.ά. χαρούμενα πλάσματα που κάνουν… δύσκολη τη ζωή των καλών ανθρώπων. Ένα πανηγύρι του έρωτα, θα μπορούσαμε να πούμε, με το παντοδύναμο ένστικτο του σμιξίματος να κυριαρχεί παντού. Αυτό είναι το λαϊκό στοιχείο της ώριμης αυτής κωμωδίας του Σαίξπηρ, η οποία διαθέτει επίσης, όπως όλα σχεδόν τα έργα του, μια λόγια, φιλοσοφημένη πλευρά. Που δεν είν’ άλλη, θα μπορούσαμε να πούμε, από τον έρωτα με την πλατωνική σημασία του όρου. Δεν πρόκειται δηλαδή για σμίξη τυχαία σωμάτων, μα η ψυχή, μ’ οδηγό της τον έρωτα πάντοτε, αναγνωρίζει αλάθευτα κι επιλέγει το ταίρι της. πίσω απ’ την πολλαπλότητα των φαινομένων και την πολυδιάσπαση της μιας πραγματικότητας σε μορφές. Εδώ συναντώνται οι δομές του μεσαίωνα μ’ εκείνες της αναγέννησης, μα κι ο μυστικισμός της Ανατολής με τη μεταφυσική της Δύσης. Η ερωτική αναρχία, το χάος, η αταξία του Ονείρου καλοκαιρινής νύχτας, καταλαβαίνουμε τώρα ότι εμπεριείχε μια νησίδα ερωτικής τάξης, που ήταν η Δωδέκατη νύχτα. Διότι, ο μόνος δρόμος να περάσουμε απ’ την αταξία στην τάξη, μοιάζει ο Σαίξπηρ να μας λέει, είναι να το κάνουμε με γνώμονα ψυχής, και με πυξίδα τον έρωτα. Κάθε άλλος δρόμος θα μπορούσε ν’ αποδειχθεί καταστροφικός. Η στρατηγική και οι τακτικές της ερωτευμένης ψυχής για να βρει στο τέλος το προορισμένο και αληθινό ταίρι της, αποτελούν το υφάδι και το στημόνι αυτής της κωμωδίας του Σαίξπηρ. Ενώ αναπτύσσεται παράλληλα προς το κύριο θέμα ένα δεύτερο αλλά όχι δευτερεύον, μιας φάρσας εν εξελίξει, και διόλου αθώας, με θύμα της τον αγέλαστο σύμβουλο της αυλής, τον πουριτανό, μανιακό οπαδό της τάξης, εχθρό της ελεύθερης ερωτικής χαράς και του ερωτικού παιχνιδιού, εχθρό του έρωτα και στις δύο εκδοχές του, τον Μαλβόλιο (τ’ όνομά του παραπέμπει στο μοχθηρό, στον κακόβουλο). Επίσης ορκισμένο εχθρό του θεάτρου θα προσθέταμε εμείς, όπως οι πραγματικοί πουριτανοί της εποχής του Σαίξπηρ που πήραν πράγματι την εξουσία λίγα χρόνια αργότερα κι έκλεισαν τα θέατρα! Για να μην τους γελοιοποιούν, όπως ο χαρούμενος θίασος των γλεντζέδων, ο σερ Τόμπι, ο κυρ Αντρέας, ο Φάβας και ο «τρελός» Φέστας, ξεμπροστιάζουν σ’ ετούτη τη σαιξπηρική φαντασία τον επίδοξο πολιτικό με τα σοβαροφανή προγράμματα «σωτηρίας» που κλώθει στο πίσω μέρος της κεφαλής του. Τραγικό στο βάθος πρόσωπο, επειδή κάνει τους άλλους να γελούν χωρίς ο ίδιος να διαθέτει το ανθρώπινο δώρο του γέλιου. Επικίνδυνο συγχρόνως όμως, αν τον πάρουμε στα σοβαρά και του εμπιστευτούμε τη διαχείριση των υποθέσεών μας. Θα το πάρει τότε σα να του εκχωρήσαμε γενικά το δικαίωμα του αποφαίνεσθαι περί πάντων και θα γίνει, τυπικός ή άτυπος, δικτάτωρ. Εχθρός του μέλλοντός μας κι ας ευαγγελίζεται το σωτήρα του.

    Γι’ αυτό κι ο Σαίξπηρ σας λέει να ξεσκεπάζετε, όπου τους βρίσκετε, με το γέλιο, τους επαγγελματίες αγέλαστους.

    Η Δωδέκατη νύχτα είναι μια από τα πιο πολυπαιγμένα στη χώρα μας έργα του Σαίξπηρ. Στο θέατρο Τζένη Καρέζη παρακολουθήσαμε από έναν πολύ νεανικό θίασο μια ενδιαφέρουσα και πολύ νεανική εκδοχή αυτής της κωμωδίας. Με τα συν και με τα πλην που μπορεί να δηλώνει αυτός ο όρος. Η σκηνοθεσία κατ’ αρχήν του έμπειρου ηθοποιού, σκηνοθέτη και δάσκαλου ηθοποιών Στάθη Λιβαθηνού είναι κάτι παραπάνω από διδασκαλία ενός έργου, καθώς ανοίγεται στην ευρύτερη σχέση του δασκάλου με τους μαθητές του, με την πλατωνική σημασία του πράγματος πάντοτε. Αν η λέξη δεν είχε φθαρεί τόσο πολύ απ’ την αλόγιστη χρήση της, θα έλεγα ότι διέκρινα μια σχέση μυήσεως στα πράγματα του κόσμου και στην τέχνη που είναι πράγμα του κόσμου κι εκείνη, δεν κείται εκτός αυτού. Πάντως διέκρινα κάτι, ασχέτως της ονομασίας που θα του δώσουμε, πολύ θετικό. Και δεν είναι τυχαίο, φαντάζομαι, ότι διαλέχτηκε το συγκεκριμένο αυτό έργο, με τις μυητικές δομές του, για να δώσει μορφή και σχήμα στη συγκεκριμένη σχέση. Διότι δεν πρόκειται μόνο για μια επίδειξη δουλειάς αποφοίτων ούτε για μια πρωτόλεια παράσταση μιας ομάδας νεοφώτιστων ή μιας παρέας, δεν είναι μια δουλειά «παρεΐστικη », αλλά μια συλλογική δουλειά σοβαρή, το επαναλαμβάνω, πέραν των επί μέρους ατελειών που μπορεί να εντοπίσει το εξασκημένο μάτι, κι οι οποίες οφείλονται στην απειρία των συντελεστών της. Με ενιαίο ρυθμό, ύφος, ατμόσφαιρα, εντάσεις, κλίμα, κρατήματα κι αναπνοές, η παράσταση διαβάζει το κείμενο, σωστά σαν παρτιτούρα μουσικής δωματίου και το αποδίδει ανάλογα. Τα όργανα – σώματα των ηθοποιών τοποθετούνται στρατηγικά στη σκηνή ως ανάπτυγμα προοπτικό ενός σχήματος, υστερούν όμως οι ρόλοι σε κάθετη ανάπτυξη, δεν υπάρχουν δηλαδή καθόλου «σόλα». Λόγω της απειρίας κυρίως των νεαρότατων συντελεστών της, όπου όμως εντάσσονται πλήρως στο πνεύμα της ομάδας, αλληλοσυμπληρώνονται χωρίς κενά σαν σύνολο, αλληλοστηρίζονται και στηρίζουν ισοκέφαλα την «ορχήστρα» τους. Η σκηνοθεσία έχει πιέσει αντιστοίχως τους χρόνους κι έχει πολλαπλασιάσει τα μπάσα για να καλύψει την έλλειψη «σολίστ», ένα τέχνασμα που, τι να κάνουμε, της το συγχωρούμε! Η μετάφραση, έμπειρη, χρηστική, θα την ήθελα κάπως πιο χαλαρή και ρέουσα, είναι της Χριστίνας Μπάμπου-Παγκουρέλλη. Με φαντασία τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου. Βρήκα ταιριαστή τη νεανική μουσική του Βασίλη Πουλάκου. Η χορογραφία του Ιγκορ Κούλικ, αναπόσπαστο μέρος της σκηνοθεσίας. Φωτισμοί «σωστοί» του Αλέκου Αναστασίου. Σημειώνω, τέλος, τα ονόματα των νέων ηθοποιών, της διανομής που παρακολούθησα: Στέλλα Σκορδαρά, Μαριλήτα Σολέντη, Χριστίνα Τσούκαλη, Γιάννης Γούνας, Γιώργος Δάμπασης, Χρήστος Στρέπκος, Βασίλης Πουλάκος, Μαρία Αιγινίτου, Δημήτρης Μυλωνάς, Βασίλης Ανδρέου, Γιώργος Δάμπασης, Παναγιώτης Μπουγιούρης – και ο Στάθης Γράψας.

    24.10.1999, Πολενάκης Λέανδρος «Το υφάδι και το στημόνι», Η Αυγή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Δωδέκατη νύχτα…

    Ανέβηκε από το “Ηθοποιών Θέατρο” που αποτελείται από ομάδα νέων ηθοποιών αποφοίτων της δραματικής σχολής του Κώστα Καζάκου.

    Παρόλο που ο ρομαντισμός ξεκίνησε ως καλλιτεχνικό ρεύμα στον ευρωπαϊκό και αμερικάνικο πολιτισμό στο τέλος του 18ου αιώνα ως αντίθεση προς τον κλασικισμό, η «Δωδέκατη νύχτα» που γράφτηκε πολύ πιο πριν γύρω στο 1599-1600 θεωρείται από τις πιο ρομαντικές κωμωδίες. Οι ήρωες της κωμωδίας ερωτεύονται “λάθος” πρόσωπα. Το πάθος των ηρώων κορυφώνεται και η μουσικότητα του έργου, η μουσική, ο χορός, ενδυναμώνουν ή κατευνάζουν τα πάθη τους όπως επιθυμεί να μαγέψει τους ήρωες και το κοινό ο συγγραφέας.

    Ο Σαίξπηρ στη “Δωδέκατη Νύχτα” μας αποκαλύπτει μέσα από τους ήρωές του ότι ένας κύριος δρόμος για την κατάκτηση της επίγειας ευτυχίας είναι ο έρωτας.

    Δεν γεμίζει και αναστατώνει μόνο τις ψυχικές διεργασίες, αλλά θέτει σε εγρήγορση όλους τους πνευματικούς και ενστικτώδεις μηχανισμούς του σώματος.

    Σ’ αυτήν την υπαρξιακή αναταραχή βρίσκονται οι βασικοί ήρωες του έργου. Η απίθανη αυτή κωμωδία χαρακτήρων ελκύει την αστεία της υπόσταση περισσότερο από τα πρόσωπα και τα πάθη τους και λιγότερο από την πλοκή και τις καταστάσεις που αυτή δημιουργεί.

    Οι μεταμφιέσεις, οι δραματικές συγκρούσεις, οι καταστάσεις, η “μπερδεμένη” πλοκή είναι αφορμή για να αναλύσει ο Σαίξπηρ τον άνθρωπο. Πάντα μέσα από μία ουμανιστική διάθεση σκιαγραφεί τη δύναμη και τις αδυναμίες του, τα ελατώματα και τα προτερήματά του. 0 Σαίξπηρ στα έργα του, είτε κωμωδία, είτε τραγωδία έγραψε, ήθελε τον άνθρωπο ζωντανό. Με ένα πλούσιο και χαρισματικό λόγο που είχε την αίσθηση της εποπτείας των ηρώων, τους τοποθετούσε όλους εκεί που τους αξίζει. Πάντα όμως μέσα από μια καθαρκτήρια ισορροπία, η οποία ειδικά στις κωμωδίες του, επέτρεπε στον εαυτό του να συγχωρεί τους ήρωες και να δείχνει γενναιοδωρία, να τους δικαιολογεί όντας θνητοί όπως κι αυτός αλλά, με αθάνατο έργο, να μας υπενθυμίζει όπως εδώ στη “Δωδέκατη νύχτα” τα μαδριγάλια της ανθρώπινης ψυχής και του πνεύματος.

    Η τρέλα του δούκα Ορσίνο προέρχεται από τον έρωτά του για τη κόμισα Ολίβια. Η κόμισα Ολίβια τρελαίνεται από έρωτα για τον απεσταλμένο του δούκα που είναι η Βιόλα μεταμφιεσμένη σε παλληκάρι επειδή αγαπάει το δούκα και έτσι βρίσκει τρόπο να είναι κοντά του. Όλο αυτό το συνοθύλευμα από έρωτες συμπληρώνεται από το τρελό πάθος του Μαλβόλιου υπηρέτη της κόμισας Ολίβια γι’ αυτήν.

    Και μέσα σε όλη αυτή την “τρέλα” υπάρχει και ένας “λογικός” τρελός, ο γελωτοποιός της κόμισας. Ο Φέστε, που παραμένει “απείραχτος” παρόλο τα πειράγματα των άλλων και λέει αλήθειες που μόνο λογικές είναι.

    “Ή τρέλα, κύριε, γυρίζει παντού στο κόσμο και φωτίζει τα πάντα όπως ο ήλιος”.

    Αυτό το έργο επέλεξε να ανεβάσει μια νέα γενιά ηθοποιών, νέα παιδιά που είναι και οι πρώτοι απόφοιτοι της δραματικής σχολής του Κώστα Κοζάκου.

    Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Στάθης Λιβαθινός ο οποίος ήταν και καθηγητής τους στη δραματική σχολή.

    Ο σκηνοθέτης δημιούργησε μια λιτή παράσταση χωρίς βαριά σκηνικά και κουστούμια και προσπάθησε να μη “φορτώσει” τους ηθοποιούς υποκριτικά με πολύχρωμους χαρακτήρες. 0 κάθε ρόλος έφερε κυρίως τα βασικά χαρακτηριστικά του. 0 τρελός Φέστε, ο ερωτοχτυπημένος Ορσίνο, ο φαντασιόπληκτος Μαλβόλιο. η σεξουαλικά υπέρμετρα παθιασμένη Ολίβια. Μέσα σε αυτή τη σκηνοθετική γραμμή οι ηθοποιοί απέδωσαν συμπαθητικά τους ρόλους τους, και διαφάνηκε το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με μια ομάδα νέων ταλαντούχων ηθοποιών που αν δουλέψουν σοβαρά μπορούν να σταθούν άνετα στη θεατρική σκηνή.

    Ο Στάθης Γράψας (Ορσίνο) ανέδειξε εύστοχα το άρρωστο πάθος του ήρωα να είναι ερωτευμένος για τον έρωτα περισσότερο και όχι για την Ολίβια.

    Η Λίλη Μελεμέ (Ολίβια) δημιούργησε όχι τόσο μια ερωτευμένη ηρωίδα, αλλά μια σεξουαλικά παθιασμένη με το αντικείμενο του πόθου της ήρωα, και φυσικά στο πλαίσιο της σκηνοθετικής γραμμής αφού δεν είναι δική της επιλογή, απέδωσε σωστά το ρόλο της.

    Η Μαρία Παπαστεφανάκη στο συμπαθητικό ρόλο της “Βιόλας” έφτιαξε μια συμπαθέστατη ηρωίδα με σκηνική παρουσία και μέτρο στα εκφραστικά της μέσα. Γεμάτος από πάθος ο “Μαλβόλιο” του Βασίλη Ανδρέου και “τρελός”, ο τρελός Φέστε του Παναγιώτη Μπουγιάρη. Ρεαλιστικοί και φυσικοί οι: Σοφία Ιωαννίδη, ο Γιώργος Δάμπασης και ο Δημήτρης Μυλωνάς. Ρομαντικά, ζωντανά ακούσματα από την μουσική του Βασίλη Πουλάκου. Λιτό το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου με φόντο ένα μεγάλο πίνακα που θύμιζε οθόνη κινηματογράφου. Ένα από τα πιο ωραία χρονικά σημεία της παράστασης ήταν η μουσική και το τραγούδι που τραγούδησε όλη η θεατρική ομάδα, στο διάλειμμα, λίγο πριν από την έναρξη του Β’ μέρους στην αίθουσα αναμονής.

    Η ομάδα των νέων αυτών ηθοποιών δημιούργησε μια χαριτωμένη παράσταση και το ευχάριστο είναι οι δυνατότητες που φαίνεται ότι διαθέτουν για μελλοντικές δουλειές που πιστεύω να είναι ακόμα καλύτερες. […]

    20.10.1999, Μαυράκης Ανδρέας «Δωδέκατη νύχτα…», Αθηναϊκή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Για έναν «ομαδικό τρόπο ύπαρξης»

    Για έναν «ομαδικό τρόπο [συν]ύπαρξης» αγωνίζονται οι απόφοιτοι της δραματικής σχολής του Κώστα Καζάκου.

    Το αποτέλεσμα του αγώνα τους καλούνται οι θεατρόφιλοι να το διαπιστώσουν επί σκηνής του Θεάτρου Τζένη Καρέζη, με το έργο του Σαίξπηρ, «Δωδέκατη Νύχτα». Η «Δωδέκατη Νύχτα» δεν υπήρξε για τους ηθοποιούς μόνο η ήδη δουλεμένη διπλωματική τους παράσταση, αλλά και ένα σύμβολο που περιέχει τη δική τους πρόταση για τη ζωή: «…Χαρά και έρωτας, χαρά που αντλείται από τον έρωτα, αγώνας μέχρι να κατακτήσουμε την ευτυχία». Την παράσταση επιμελήθηκαν ως οργανωμένη θεατρική ομάδα με την επωνυμία «Ηθοποιών Θέατρο», μία αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, που δημιουργήθηκε το καλοκαίρι του 1990. Πρόκειται για μία προσπάθεια να υπερβούν τον φόβο της αποξένωσης και της επαγγελματικής απομόνωσης.

    «Σήμερα που πάνω στη σκηνή η μοναχική πορεία φαντάζει μονόδρομος, εμείς αντιτάσσουμε έναν ομαδικό τρόπο ύπαρξης, που εκπορεύεται από τις κοινές μας “ρίζες”, την κοινή μας παιδεία και τα κοινά όνειρά μας. Εμείς θα συνεχίσουμε την προσπάθεια για την κατάκτηση των στοιχείων αυτών, που αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνύπαρξή μας στην ίδια σκηνή και για τη συνοδοιπορία μας στον ίδιο δρόμο, προσπάθεια που ξεκίνησε τέσσερα χρόνια πριν. Μετρώντας τα εφόδιά μας, θέσαμε έναν στόχο: Το ζωντανό θέατρο και την άνευ όρων παράδοσή μας σε αυτό, την απόλυτη ειλικρίνεια επί της σκηνής. Δίχως στερεότυπα και χωρίς αβάσιμους εντυπωσιασμούς, θα προσπαθήσουμε, έχοντας αρωγό τη συνενοχή σας, να χτίσουμε μία γέφυρα, που θα ενώσει την πραγματικότητα με τη φαντασία, την καθημερινότητα με τη μαγεία, τον ηθοποιό με το θεατή».

    Τη «Δωδέκατη Νύχτα» σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός. Την εικαστική επιμέλεια έχει η Ελένη Μανωλοπούλου. Τη μουσική της παράστασης έγραψε ο Βασίλης Πουλάκος και τις χορογραφίες επιμελήθηκε ο Ιγκορ Κούλικ. Η «Δωδέκατη Νύχτα» θα παρουσιάζεται κάθε Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο στις 9 μ.μ. (Κυριακή στις 7 μ.μ.), στη σκηνή του Θεάτρου Τζένη Καρέζη, για τους δύο επόμενους μήνες.

    10.10.1999, Τσατσούλης Δημήτρης «Για έναν ομαδικό τρόπο ύπαρξης», Ημερησία

     

    Για το link πατήστε εδώ