Αντιγόνη – Σοφοκλής

2016

Πρεμιέρα: 7 Ιουλίου 2016, Αρχαίο Θέατρο Δελφών

 

Η σύγκρουση μεταξύ των δύο γιων του Οιδίποδα, Πολυνείκη και Ετεοκλή, για τον θρόνο της Θήβας έχει τελειώσει. Τα δύο αδέλφια βρίσκονται νεκρά στο πεδίο της μάχης. Ο Κρέων, ο νέος βασιλιάς της Θήβας, έχει δώσει διαταγή να παραμείνει άταφος ο Πολυνείκης, που πολέμησε ενάντια στην πατρίδα του. Όμως η αδελφή του νεκρού, Αντιγόνη, αποφασίζει να τον τιμήσει με την πρέπουσα ταφή. Συλλαμβάνεται και οδηγείται στον Κρέοντα, που, τηρώντας τους νόμους της πολιτείας, την καταδικάζει σε θάνατο. Ο βασιλιάς παραμένει αμετάπειστος ακόμη και μετά την παρέμβαση του γιου του, Αίμονα, και διατάζει να θαφτεί η Αντιγόνη ζωντανή σε μια σπηλιά. Ωστόσο, τα δεινά που έχει προβλέψει ο μάντης Τειρεσίας δεν θα αργήσουν να γίνουν πραγματικότητα. Η καθυστερημένη υπαναχώρηση του βασιλιά δεν θα προλάβει την καταστροφή. Η Αντιγόνη έχει απαγχονιστεί μέσα στη φυλακή της, ο Αίμονας έχει αυτοκτονήσει και η Ευρυδίκη, γυναίκα του Κρέοντα, ακολουθεί τον γιο της στο θάνατο.

Η Αντιγόνη παρουσιάστηκε πιθανότατα στα Μεγάλα Διονύσια του 442 π.Χ και εκφράζει τους πνευματικούς προβληματισμούς που κυριαρχούσαν στην Αθήνα την περίοδο κατά την οποία ολοκληρωνόταν ο Παρθενωνας και ταυτόχρονα άρχιζε η σοφιστική. Στο έργο αυτό, ένα από τα αρτιότερα της αρχαίας ελληνικής δραματουργίας, η θεματική της σύγκρουσης μεταξύ των νόμων της ηθικής και των νόμων της πολιτείας φτάνει στην κορύφωσή της, με τους δύο ήρωες να επαληθεύουν την τραγική τους υπόσταση, κρατώντας, μέχρι τέλους, τη θέση στην οποία τους έφερε η μοίρα.

 

Πρόγραμμα Περιοδείας

7 Ιουλίου, Αρχαίο Θέατρο Δελφών
15 – 16 Ιουλίου, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
25 Ιουλίου, Κηποθέατρο Παπάγου
31 Ιουλίου, Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης
6 Αυγούστου, Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων
3 Αυγούστου, Αρχαίο Θέατρο Δίου
18 Αυγούστου, Αρχαίο Θέατρο Ήλιδας
20 – 21 Αυγούστου, Ρωμαϊκό Ωδείο, Πάτρα
25 Αυγούστου, Θέατρο Άλσους «Δημήτρης Κιντής», Ηλιούπολη
29 – 30 Αυγούστου, Θέατρο Δάσους, Θεσσαλονίκη
2 Σεπτεμβρίου, Παλαιό Ελαιουργείο, Ελευσίνα
5 Σεπτεμβρίου, Θέατρο Αττικού Άλσους
10 Σεπτεμβρίου, Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», Βύρωνας
16 – 18 Σεπτεμβρίου, Αμφιθέατρο Μακαρίου Γ, Λευκωσία
21 – 22 Σεπτεμβρίου, Αρχαίο Θέατρο Κουρίου, Λεμεσός
24 – 25 Σεπτεμβρίου, Αρχαίο Ωδείο Πάφου
28 Σεπτεμβρίου, Αρχαίο Θέατρο Σαλαμίνας
30 Σεπτεμβρίου, Παττίχειο Δημοτικό Αμφιθέατρο Λάρνακας

Πηγή: Εθνικό Θέατρο

Μετάφραση: Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης

Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός

Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου

Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου

Μουσική: Χαράλαμπος Γωγιός

Κίνηση: Πολίν Ουγκέ

Συνεργάτης Σκηνοθέτης – Βοηθός: Λίλλυ Μελεμέ

Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά

Βοηθός σκηνογράφου / ενδυματολόγου: Δάφνη Παπαϊωάννου

 

ΔΙΑΝΟΜΗ

 

Χορός Θηβαίων Γερόντων

Κώστας Καστανάς

Νίκος Μπουσδούκος

Μαρία Σκούντζου

Αστέρης Πελτέκης

Γιάννης Χαρίσης

 

Κορίτσια της Θήβας

Μαρία Κωνσταντά

Ευτυχία Σπυριδάκη

Λυδία Τζανουδάκη

Αντωνία Χαραλάμπους

 

Αντιγόνη: Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη

Ισμήνη: Δήμητρα Βλαγκοπούλου

Κρέων : Δημήτρης Λιγνάδης

Φύλαξ: Αντώνης Κατσαρής

Αίμων: Βασίλης Μαγουλιώτης

Τειρεσίας: Μπέτυ Αρβανίτη

Άγγελος: Γιάννης Χαρίσης

Ευρυδίκη: Στέλλα Φυρογένη

Εξάγγελος: Αστέρης Πελτέκης

 

Μουσικοί επί σκηνής

Μέλη του Ventus Ensemble

Κλαρινέτο: Αλέξανδρος Μιχαηλίδης | Κώστας Τζέκος

Κόρνο: Μάνος Βεντούρας

Τρομπόνι: Γιάννης Καΐκης | Σπύρος Βέργης

 

 

 
 
  • Στην Αντιγόνη δεν υπάρχει καλός και κακός

    Η σύγκρουση μεταξύ εξουσίας και άγραφου νόμου που φτάνει στην κορύφωσή της με τους ήρωες να επαληθεύουν την τραγική τους υπόσταση, πιστοί μέχρι τέλους σε όσα τους επιφύλασσε η μοίρα, σε μια τρομερά επίκαιρη τραγωδία σκηνοθετημένη από τον Στάθη Λιβαθινό σε μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη.

    Ο σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί για την Επίδαυρο την Αντιγόνη του Σοφοκλή, σε νέα μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα αγαπητή και δημοφιλή τραγωδία, που παραμένει τρομερά επίκαιρη, κυρίως χάρη στο θέμα που πραγματεύεται, τη σύγκρουση μεταξύ εξουσίας και άγραφου νόμου. Συναντηθήκαμε στο γραφείο του στο Μέγαρο Τσίλερ της οδού Αγίου Κωνσταντίνου. Πριν ξεκινήσουμε, με πήρε από το χέρι να μου δείξει από απόσταση, αλλά με υπερηφάνεια, την ομήγυρη εθελοντών θεατρολόγων με τους οποίους είχε μόλις συνομιλήσει και οι οποίοι για δεύτερη χρονιά συμμετέχουν σε ένα πρόγραμμα στο πλαίσιο του οποίου θα συνοδεύουν όσους ταξιδεύουν με ναυλωμένα λεωφορεία για να παρακολουθήσουν παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου με χαμηλό εισιτήριο. Έδειχνε ενθουσιασμένος, καθώς φέτος, λόγω ζήτησης, τα λεωφορεία διπλασιάστηκαν. Καθοδόν οι θεατρολόγοι θα προετοιμάζουν το κοινό για το τι θα δουν και στην επιστροφή θα συζητούν μαζί τους γι’ αυτό που τελικά είδαν.

    Ο ίδιος κατεβαίνει μόλις δεύτερη φορά στο αργολικό θέατρο με δική του παράσταση. Αν και χαρακτήρισε τον εαυτό του «άπειρο» σκηνοθέτη όσον αφορά αυτό το γεγονός, κουβαλάει πολλά ένσημα καλλιτεχνικής δημιουργικότητας για να τρομοκρατηθεί από αυτό. Η παρεξηγήσιμη από πλευράς μου παρατήρηση ότι ως σκηνοθέτης που πειραματισμού θα πάρει πολλές ελευθερίες πυροδότησε τη συζήτηση που ανοίξαμε σε σχέση με την Αντιγόνη. Μου είπε λοιπόν: «Η παράδοση πρέπει να σε ελευθερώνει και η ελευθερία για μένα δεν είναι αυτοσκοπός, είναι μέσο για να εκφράσεις κάτι. Στη σκηνή του θεάτρου δεν πηγαίνω ποτέ για να εκφράσω πόσο ελεύθερος είμαι, γιατί δεν είμαι. Πηγαίνω για να μιλήσω στην εποχή μου, να συνομιλήσω με τις γενιές που παρακολουθούν από την πλατεία και τις κερκίδες και να εκφράσω κάτι που νομίζω ότι αφορά πάρα πολύ την εποχή μου. Αν δεν έχω να πω κάτι τώρα στην εποχή μου, δεν ανεβάζω έργο. Mε αυτή την έννοια, η δουλειά ενός σκηνοθέτη είναι πάρα πολύ κοινωνική και “πολιτική”. Συνομιλεί απευθείας με αφορμή τους συγγραφείς και με τη βοήθεια των ηθοποιών που πρέπει να κάνεις συμμάχους, μιλά απευθείας στην εποχή του με μια αλληγορική γλώσσα. Κάποτε, στην αρχαιότητα, ήταν ο μύθος και όλοι περιμένανε τον τραγικό ποιητή πώς θα τον πραγματευτεί. Τώρα είναι οι παραστάσεις και όλοι περιμένουν πώς ο σκηνοθέτης θα αλλάξει αναγκαστικά αυτό που όλοι έχουν δει 15.000 φορές στο θέατρο. Η μαγεία είναι ότι αυτό το έργο μπορεί να επαναλαμβάνεται κάθε μέρα και να μη γερνάει. Υπάρχει σε αυτό μια σπουδαία πνευματική και σωματική, θα έλεγα, ενέργεια.

    Η Επίδαυρος είναι ένας εξαιρετικά ευγνώμων χώρος, όπου χιλιάδες μάτια είναι μάρτυρες. Πρόκειται για μια μοναδική δοκιμασία με πάρα πολύ ενδιαφέρον. Θέλει τόλμη, αλλά προσφέρει και υπέροχη χαρά. Είναι ένας θεατρικός χώρος και δεν χρειάζεται να τον βλέπει κάποιος τόσο φορτισμένο από την κληρονομιά των προηγούμενων ηθοποιών και σκηνοθετών. Είναι ωραίο κάθε γενιά να δημιουργεί τη δική της παράδοση και όχι η παράδοση να γίνεται ένα σίδερο που σε σιδερώνει, σε καπακώνει και σε εξαφανίζει.

    Πολλές φορές οι μεγάλοι χώροι μας προδιαθέτουν ώστε να νιώσουμε και πάρα πολύ ελεύθεροι. Οι μεγάλοι χώροι κουβαλάνε τεράστιες δυσκολίες σύνθεσης, έκφρασης και αφήγησης και εν προκειμένω η ελευθερία είναι για μένα το λιγότερο ζητούμενο. Δεν προσπαθώ ποτέ να αποδείξω κάτι ως προς αυτό, γιατί τελικά κερδισμένος θα βγαίνει πάντα ο συγγραφέας».

    Το θέμα μας, βέβαια, είναι η Αντιγόνη και αμέσως περνάμε στην παράσταση που σύντομα θα δούμε από ένα επιτελείο εξαιρετικών ηθοποιών και συντελεστών.

    «Η Αντιγόνη πολλές φορές έρχεται στα άκρα και πληρώνει την ανάλογη τιμή γι’ αυτό. Αλλά και ο Κρέων δεν παύει να είναι ενδιαφέρον πρόσωπο, γιατί προσπαθεί να σώσει μια χώρα. Κι όταν προσπαθείς να σώσεις μια χώρα, τώρα πλέον που το ηθικό και το νόμιμο είναι πάρα πολύ μπερδεμένα μεταξύ τους γιατί υπάρχει ένας σκοπός. Νομίζω ότι στην πραγματικότητα η τραγωδία είναι μια αρένα, όπου οι αξίες που συγκρούονται με σφοδρότητα είναι απόλυτες. Δεν υπάρχει καλός και κακός. Αν, μάλιστα, το πάρουμε και πολύ σοβαρά το έργο αυτό, εξίσου τραγικό και λίγο πιο τραγικό πρόσωπο από την Αντιγόνη είναι ο Κρέων. Γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν πήγαινε στον θάνατο. Η άλλη πήγαινε αποφασισμένη, αλλά, όπως έλεγα στους θεατρολόγους λίγο πριν, άλλο να πηγαίνεις και άλλο να τον συναντάς. Νομίζω ότι είναι δύο απολύτως διαφορετικές καταστάσεις. Και η Αντιγόνη είναι πλάσμα αδύνατο, πλάσμα ευάλωτο, πλάσμα που γίνεται ηρωίδα στη συνείδησή μας σταδιακά, όχι από τον συγγραφέα.

    Περιέργως, ο συγγραφέας παρουσιάζει όλες τις αδύνατες πλευρές της. Η αγάπη για τον αδελφό της είναι αδυναμία, η εξάρτηση από την αδελφή της είναι κι αυτό αδυναμία, η στάση της απέναντι στον Κρέοντα έχει πολλές αδυναμίες, γιατί πρόκειται για έναν άνθρωπο που της τα χώνει πάρα πολύ και με επιχειρήματα, για πολλά από τα οποία έχει δίκιο. Ο Κρέων αγαπάει την πατρίδα του και τον ενδιαφέρει να την ξαναχτίσει από την αρχή για να μην επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος. Επίσης, η Αντιγόνη απαρνιέται τον έρωτα, κάτι που κανείς ποτέ δεν είναι σίγουρος αν είναι σωστό, αφού αφυδατώνει τη ζωή. Αλλά όλα τα έργα του Σοφοκλή είναι ποτισμένα με ένα ιδιαίτερο, πικρό χιούμορ, με ισχυρότατη δομή, έντονο λυρισμό και θεατρική μαεστρία».

    Στη δική του εκδοχή τους τρεις κεντρικούς ρόλους ερμηνεύουν ιδιαίτερα νέοι ηλικιακά ηθοποιοί. Η Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη την Αντιγόνη, ο Βασίλης Μαγουλιώτης τον Αίμονα και η Δήμητρα Βλαγκοπούλου την Ισμήνη. Για τους υπόλοιπους ρόλους περνάει σε δυο άλλες γενιές ηθοποιών, π.χ. ο Δημήτρης Λιγνάδης αναλαμβάνει τον ρόλο του Κρέοντα, κι έτσι όλες οι ηλικίες συναντιούνται σε αυτή την παράσταση. Μου εξηγεί: «Η διανομή εδώ είναι πάντα μέρος μιας ιδεολογίας. Το να κατεβαίνει το Εθνικό στην Επίδαυρο με μια τέτοια διανομή δεν είναι μόνο από νεο-λαγνεία, την οποία και απεχθάνομαι. Σαφέστατα προκύπτει από αγάπη και σεβασμό στη δημιουργία των νεότερων ανθρώπων, γιατί εδώ ταυτίζεται το έργο με κάτι απίστευτα νεανικό, σχεδόν παιδικό. Μια προσεκτική ματιά στην Αντιγόνη θα έβλεπε ένα άγουρο πλάσμα, ανέτοιμο για να πεθάνει, αλλά έτοιμο ηθικά και ψυχικά. Είναι ένα μείγμα πολύ αναγνωρίσιμο για νέα παιδιά. Ο Σοφοκλής δεν κατασκεύασε ένα άγαλμα. Κατασκεύασε έναν νέο άνθρωπο με όλους του τους φόβους, τις ενοχές και τη μοναξιά, που δικαιούται να επιλέξει το δρόμο του, είτε αυτός καταλήγει στον θάνατο, είτε στη ζωή, είτε στη μετά θάνατον ζωή – είναι το δικαίωμα μιας επιλογής και μια προσωπική απόφαση. Κι αυτό δεν μπορεί κανείς να το στερήσει από τους νέους ανθρώπους. Ειδικά όταν με αυτό τον τρόπο δείχνουν την εσωτερική τους δύναμη και τη δική τους ηθική. Η Αντιγόνη σταδιακά μετατρέπεται σε ηρωίδα στη δική μας συνείδηση. Η πράξη της δεν έχει κάτι το ηρωικό αλλά κάτι πολύ βαθιά ανθρώπινο».

    Παλιότεροι ηθοποιοί του Εθνικού, όπως η Μαρία Σκούντζου, η οποία έχει ερμηνεύσει στο παρελθόν και η ίδια Αντιγόνη, ο Κώστας Καστανάς και ο Νίκος Μπουσδούκος, ερμηνεύουν τους γέροντες του Χορού. Αυτό μας δίνει αφορμή να αναφερθούμε στην παράδοση του Εθνικού: «Η παράστασή μου περιέχει τρεις από τους πολύ άξιους πρωταγωνιστές του Εθνικού. Αλλά δεν έχουμε και καμιά τεράστια παράδοση ακόμα. Είναι σημαντικό η παράδοση να είναι κάτι που το βιώνουμε, όχι να το ζούμε μέσα από τα μάτια των άλλων. Αν δεν υπάρχουν σχολεία, αν δεν υπάρχουν ασκήσεις, αν δεν υπάρχουν εναπομείναντες, αν δεν υπάρχει μεθοδολογία, δεν μπορούμε να μιλάμε για παράδοση. Παράδοση δεν είναι οι φωτογραφίες και γενικώς ο “στόχος”. Ούτε να λέμε ότι παράδοση του Εθνικού είναι ο λόγος. Η τραγωδία δεν είναι λόγος, είναι δράση και σώμα. Και ένα μέρος της δράσης είναι ο λόγος. Μπήκαμε σε μια εποχή που χρειάζεται πολλή έρευνα, πειραματισμός, τραγωδία κλειστού χώρου, χρειάζεται τόλμη, να αποσυνδέσουμε την εθνική μας ταυτότητα από όλα αυτά τα μπιχλιμπίδια, γιατί νομίζω ότι αυτή πρέπει να είναι η αλήθεια, η έρευνα και η υπέροχη γλώσσα μας, πρέπει να είναι η ομορφιά του θεάτρου».

    Λίγο πριν ολοκληρώσουμε την κουβέντα μας, του ζητάω να μου μιλήσει και για τη μετάφραση. Το πρόσωπό του φωτίζεται και πάλι. «Η μετάφραση του Μαρωνίτη είναι από τις πολύ ωραίες στιγμές αυτής της παράστασης. Γενικά, η ύπαρξη του Μαρωνίτη κοντά μας. Από την Ιλιάδα ξεκινώντας, απέκτησα έναν φίλο, έναν πνευματικό οδηγό με κάποιον τρόπο, ο οποίος αποδείχτηκε γενναιόδωρος, σοφός και αγαπημένος. Η μετάφρασή του έγινε για τις εκδόσεις Γκόνη, αλλά δεν έχει παιχτεί ποτέ. Την τελείωσε πέρσι, είναι πολύ πρόσφατα καμωμένη. Έχει έναν εξαιρετικό ρυθμό και μια γλαφυρή, πολύ προσωπική, σύγχρονη γλώσσα, η οποία δεν θέλει να είναι ούτε μοντέρνα ούτε κλασική. Θέλει να είναι άμεση, ρυθμική και αυτούσια».

    Στην αναφορά του στους υπόλοιπους συντελεστές, ένα ακόμα όνομα μου τραβάει το ενδιαφέρον, εκείνο του Χαράλαμπου Γωγιού στη μουσική. Γνωστός από τη δουλειά του στην όπερα, συναντήθηκε με τον Λιβαθινό στην παράσταση του Μεγάρου «Ο γάμος του Φίγκαρο». Στην Αντιγόνη είναι η πρώτη φορά που γράφει μουσική για τραγωδία και, φυσικά, η πρώτη του στην Επίδαυρο, αν και στο παρελθόν έχει διδάξει μουσική σε παραστάσεις. Επικοινώνησα μαζί του εν μέσω προβών και τρομερής πίεσης και μου είπε για τη δική του συμμετοχή: «Ο Στάθης Λιβαθινός προσεγγίζει το αρχαίο δράμα με έναν κώδικα πολύ πιο μοντέρνο, του ποιητικού θεάτρου, θα μπορούσαμε να πούμε. Δεν δεσμεύεται από τα μορφικά δεδομένα του αρχαίου δράματος. Ο ίδιος δίνει στον εαυτό του τεράστια ελευθερία να ερμηνεύσει το κείμενο με διάφορους μοντέρνους και μη προσδιορίσιμους χρονικά τρόπους, οπότε και ο ρόλος της μουσικής δεν είναι ο τυπικός σε αυτή την παράσταση. Δεν θα δείτε μια παράσταση στην οποία τα χορικά είναι τραγουδισμένα. Αντίθετα, ακόμα και στις σκηνές πρόζας, υπάρχει μια επικάλυψη των στοιχείων. Η μουσική έχει δύο, ίσως και τρεις διαστάσεις σε αυτή την παράσταση. Αρχικά, έχουμε μια κυριολεκτική δραματουργική διάσταση με μια μικρή στρατιωτική μπάντα (μέλη του Vendus Ensemble με πνευστά), η οποία συνοδεύει τον Κρέοντα, και η δεύτερη διάστασή που είναι ευθέως αναγώγιμη στους κώδικες του ποιητικού θεάτρου, που εμένα με ενδιαφέρει λόγω της σχέσης μου με το τραγουδισμένο θέατρο και τη φωνητική μουσική. Υπάρχει ένα φωνητικό κουαρτέτο από 4 εξαιρετικά καλλίφωνα κορίτσια, τα οποία τραγουδούν κάτι σαν λαϊκές πολυφωνίες μέσα στα χορικά και μέσα στα επεισόδια. Πρόκειται για πολυφωνικά κομμάτια τα οποία αντλούν τον μουσικό τους κώδικα κυρίως από λαϊκές πολυφωνίες της Μεσογείου, της Κάτω Ιταλίας, της Σαρδηνίας». Του ζητάω να μου διευκρινίσει αν είναι μέρος του χορού και μου εξηγεί: «Ο χορός είναι εξαιρετικά ολιγάριθμος. Ο Λιβαθινός είχε την ιδέα να αντιπαραβάλει πολύ φανερά τρεις γενιές. Οι Θηβαίοι γέροντες, μαζί με τον άμαχο πληθυσμό, έχουν ανατεθεί στους παλιούς ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου. Αυτό λειτουργεί ως ένα δεύτερο ποιητικό σώμα που εμπλέκεται στα επεισόδια. Τα χορικά πολλές φορές είναι σκηνοθετημένα σαν δραματικές σκηνές, σαν να είναι άτομα. Δεν έχω γράψει κανένα ομαδικό κομμάτι. Έχουμε μικρά σόλι που μπαίνουν μπροστά και τραγουδάνε, και μ’ αυτό τον τρόπο καμιά φορά το κείμενο ενισχύεται μουσικά».

    07.07.2016, Παρίδης Χρήστος «Στην Αντιγόνη δεν υπάρχει καλός και κακός», www.lifo.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Συνέντευξη με τον Στάθη Λιβαθινό

    Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Κύριε Λιβαθινέ, στη δική σας σκηνοθετική εκδοχή της Αντιγόνης τους ήρωες της Σοφόκλειας τραγωδίας ενσαρκώνουν ηθοποιοί ηλικίας από 23 έως και 78 ετών, ανόμοιας ποιότητας – με την καλή έννοια – και φήμης. Γιατί εμείνατε σ’ αυτήν την επιλογή;

    Στάθης Λιβαθινός – Κοιτάξτε, η επιλογή αυτή είναι μια επιλογή και του συγγραφέα. Υπάρχει η φράση «από τότε που έγιναν λευκά τα μαύρα μου μαλλιά», που λέει ο Χορός, μέχρι τις σχεδόν εφηβικές ορμητικές εμμονές της Αντιγόνης. Δεν είναι δικές μου οι επιλογές αυτές. Τις περιέχει δυνάμει το έργο. Στο έργο αυτό, όπως και σε όλα τα μεγάλα έργα, υπάρχει πάντοτε ένα άνοιγμα προς την ανθρώπινη φύση και αυτό το άνοιγμα εκφράζεται πάντοτε με διάφορους τρόπους. Ένας από τους τρόπους να πλησιάσει κανείς την ανθρώπινη φύση είναι και η εμπειρία του, το πόσα χρόνια πατάει πάνω στη γη, τι έχει ζήσει, πώς έχει ζήσει, πόσο δεν έχει αλλοιωθεί η όψη του, ο χαρακτήρας του και η βούλησή του ή πόσο δεν έχει καμφθεί από τη ζωή. Αυτό, λοιπόν, βλέπετε, το έχει το ίδιο το έργο. Ο Κρέων φαίνεται ότι είναι ένας άνθρωπος που είναι δυναμικός, γιατί αυτό το δείχνουν οι πράξεις του. Ο Χορός, είναι σαφές ότι δεν είναι ένας Χορός αγοριών, είναι ένας Χορός ανθρώπων με λευκά μαλλιά. Άρα, λοιπόν, εγώ απλώς εδώ πραγματοποιώ με το δικό μου τρόπο κάτι το οποίο υπάρχει μέσα στο έργο.

    Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Το ανέφερα αυτό διότι η πλειοψηφία των αρχαίων τραγωδιών που ανεβαίνουν δεν έχει να κάνει πάντα με μεγάλο εύρος διαφοράς ηλικιών.

    Στάθης Λιβαθινός – Το γνωρίζω, αλλά και ο Μιχαήλ Μαρμαρινός στη Λυσιστράτη – φέτος συνέπεσε, και εγώ στην Αντιγόνη λίγο πιο πριν – το επιλέξαμε αυτό γιατί και την πρόβα πλουτίζει η παρουσία ηθοποιών με κάποια χρόνια στο θέατρο και δίνει μία αίσθηση, ας πούμε, μιας μεγαλύτερης.. μιας ευρύτερης γκάμας και φωνητικής και σωματικής και βιογραφικής, και νομίζω ότι πλουτίζει και τη βιογραφία μιας παράστασης. Εγώ αγαπώ πάρα πολύ να δουλεύω με ηθοποιούς μεγάλους σε ηλικία, δεν έχει συμβεί πάρα πολύ συχνά. Έχω δουλέψει, θυμάμαι, με τον Γιάννη το Βόγλη, έχω δουλέψει με την Ασπασία Παπαθανασίου παλιότερα. Δεν έχω δουλέψει όμως πάρα πολλές φορές. Εκείνο το οποίο σίγουρα δεν μου αρέσει είναι όταν βλέπω σε παραστάσεις τον μέσο όρο ηλικίας 35-45 και παίζουν τα πάντα. Αυτό είναι μια επιλογή, την οποία την έχω κάνει κι εγώ, θέλει όμως μια ειδική καλλιτεχνική γλώσσα να εφεύρεις, γιατί, όπως και να το κάνεις, η ηλικία είναι μια προτεινόμενη συνθήκη του συγγραφέα την οποία πρέπει, όχι να την ακολουθήσεις, πρέπει όμως να την αντιμετωπίσεις με κάποιο τρόπο. Εδώ, η Αντιγόνη είναι ένα πλάσμα σχεδόν εφηβικό, για μένα, ένα παιδί. Και η παράσταση κάνει ένα τεράστιο άξεντ πάνω σ’ αυτό, το υπογραμμίζει αυτό, τραβάει μία κόκκινη μολυβιά κάτω από αυτό, ότι πρόκειται για το θάνατο μερικών νέων ανθρώπων, ο οποίος θα ‘λεγε κανείς ότι είναι λίγο άδικος. Κι επειδή δεν είναι κάτι που δεν το βλέπουμε στη ζωή μας, μ’ ενδιέφερε να μιλήσω γι’ αυτό, εξυψώνοντας κατά κάποιο τρόπο τις ιδιαιτερότητες της νέας γενιάς και το γεγονός ότι θεωρείται χαμένη, ενώ δεν πρέπει να είναι. Ταυτόχρονα, υπάρχει και μια ισορροπία, γιατί εγώ κάπως δικαιώνω και το βασιλιά Κρέοντα, ο οποίος είναι ένα πρόσωπο με πολύ αγαθές προθέσεις. Τώρα του ‘τυχε να βρεθεί απέναντί του αυτό το πλάσμα, αυτό είναι κάτι στο οποίο ευθύνεται η ζωή, δεν ευθύνεται αυτός.

    Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Πώς είναι για σας η σκηνική συνύπαρξη τριών διαφορετικών θιάσων; Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους ηθοποιούς των τριών οργανισμών;

    Στάθης Λιβαθινός – Όχι. Κοιτάξτε, μιλώντας και πάλι για το εύρος και για τη βιογραφία που προσθέτουν σε μια παράσταση διαφορετικές γενιές ηθοποιών, οφείλω να πω ότι και ο Αντώνης Κατσαρής αλλά και η Στέλλα Φυρογένη είναι εξαιρετικοί ηθοποιοί, ειδικά η Στέλλα είναι και μια, αυτή τη στιγμή, από τις σημαντικότερες πρωταγωνίστριες του ΘΟΚ, μια ηθοποιός που θαυμάζω κι εκτιμώ ιδιαίτερα, όπως και ο Αντώνης. Με τους δύο ηθοποιούς του ΚΘΒΕ έχω ξανασυνεργαστεί στο «Βασιλιά Ληρ», είναι το σημείο στο οποίο άφησα τη Θεσσαλονίκη μ’ αυτή την παράσταση. Για να σας θυμίσω, ο «Βασιλιάς Ληρ», για μένα, είναι το σημείο αποχαιρετισμού της Θεσσαλονίκης, εκεί ξαναπιάνω το νήμα κι εκεί άφησα το κοινό της. Διαφορές δεν έχω αντιληφθεί. Νομίζω ότι οι ηθοποιοί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου είναι ίδιοι, άλλοι καλύτεροι άλλοι χειρότεροι. Για μένα είναι σημαντικό πώς δουλεύεις μαζί τους, πώς τους πείθεις και πόσο κι εκείνοι θέλουν να μπουν σε μια περιπέτεια. Νομίζω ότι οι δικοί μας ηθοποιοί ήθελαν να μπουν, ο καθένας βέβαια με τα δικά του μέσα και με το δικό του τρόπο, αλλά πιστεύω ότι ο σκηνοθέτης έχει τον τελικό λόγο κι αυτός έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη.

    Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Κύριε Λιβαθινέ, πώς μετατρέπονται οι απροστάτευτες παιδικές χαρές και οι κούνιες σε αγχόνη; Ποιος τις μετατρέπει και γιατί το κάνει;

    Στάθης Λιβαθινός – Θα σας αναφέρω ένα περιστατικό. Ένας πολύ σημαντικός συνεργάτης ξένος μού ζήτησε πρόσφατα να του περιγράψω το σκηνικό διότι ενώ παρακολουθεί τις δουλειές μου δεν είχε δει την παράσταση. Και όταν του μίλησα για την κούνια που είναι δική μας επιλογή, που έχει τέλος πάντων πολλά επίπεδα, ένα αντικείμενο που μας συνδέει με την παιδική μας ηλικία, με βιογραφία, με όλα αυτά, του είπα ότι αυτό μετατρέπεται σε αγχόνη. Μου λέει «α, πολύ σωστά, ναι, τώρα κατάλαβα τι εννοείς. Αυτό ήταν το σύμβολο, η κούνια ήταν το σύμβολο της αγχόνης από τα αρχαία χρόνια». Ξέρετε, εγώ δεν το γνώριζα αυτό. Μου είπε ότι υπάρχουν σύμβολα από τα αμφαιστήρια σε τοιχογραφίες, που περιέχουν αυτό το συμβολισμό. Οφείλω να σας πω ότι εγώ και η Ελένη Μανωλοπούλου δεν το γνωρίζαμε αυτό. Φτάσαμε σ’ αυτό το συμβολισμό εντελώς από άλλους δρόμους υποσυνείδητα, ερευνώντας το έργο. Δεν είναι τρομερό ότι στην αρχαία εποχή η κούνια ήταν το σύμβολο της αγχόνης; Βεβαίως, η κούνια περιέχει και το ικρίωμα ξέρετε, το οποίο είναι απευθείας παραπομπή σε αυτό, αλλά είναι λίγο ανατριχιαστικό.

    Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Ποιος τις μετατρέπει;

    Στάθης Λιβαθινός – Η τραγωδία και η κωμωδία συνυπάρχουν, στη ζωή τις χωρίζει μια πολύ πολύ λεπτή γραμμή. Ακόμα και στον Ερωτόκριτο υπάρχει αυτή η φράση «τα γέλια και τα κλάματα γεννήθηκα ομάδι». Η χαρά απ’ τη λύπη, η κωμωδία απ’ τη τραγωδία απέχουν ένα δευτερόλεπτο. Η ζωή είναι κάτι που αναποδογυρίζει σε κλάσματα δευτερολέπτου. Το πώς μπορεί ένας άνθρωπος που ‘χει όλη τη ζωή μπροστά του ν’ αναποδογυρίσει τη ζωή του σ’ ένα κλάσμα δευτερολέπτου, και η τραγωδία να γίνει κωμωδία και το αντίστροφο.. η ζωή ειδικεύεται σε τέτοιου είδους ανατροπές και νομίζω ότι το είδος της τραγωδίας είναι αυτό, είναι δηλαδή το πόσο απροετοίμαστος είναι ο άνθρωπος μπροστά σε ορισμένα γεγονότα.

    Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Εδώ νομίζω δεν μιλάμε για ατομική μεταστροφή, μιλάμε για μια ολόκληρη γενιά, για μια κοινωνία…

    Στάθης Λιβαθινός – Ναι, βέβαια, δεν θέλω να καταλήξω σε εύκολα συμπεράσματα ως προς αυτό και να ρίξω ευθύνες στις εξουσίες, τα κόμματα, στην πολιτική. Νομίζω κι εμείς οι ίδιοι το κάνουμε. Εμείς είμαστε οι Αντιγόνες, εμείς είμαστε οι Κρέοντες, εμείς είμαστε η ζωή μας. Δεν θέλω να ρίξω ευθύνες σε κανέναν. Παντού υπάρχουν άνθρωποι που επιθυμούν το καλύτερο και νομίζω αυτό είναι και η τέχνη του θεάτρου, να προσπαθήσει να καταλάβει τους ανθρώπους. Βλέπεις έναν άνθρωπο που σου είναι μισητός, κάθεσαι μαζί του για τρία λεπτά και ξαφνικά καταλαβαίνεις ότι, όπα, αυτός ο άνθρωπος μπορεί και να ‘χει κάτι να σου πει, σωστά; Η Τέχνη γι’ αυτό νομίζω ότι είναι πιο ανοιχτό, πιο ενωτικό στοιχείο εν τέλει.

    Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Ζούμε σε κοινωνίες όμως όπου, σύμφωνα με τον Ρένο Αποστολίδη, η αναρχία έχει θεσπιστεί ως ειδικό αδίκημα εν πολλοίς. Σ’ αυτές τις κοινωνίες τι ρόλο παίζει η ηρωίδα Αντιγόνη; Και πού βρίσκει λόγο ύπαρξης;

    Στάθης Λιβαθινός – Εγώ δεν νομίζω ότι η Αντιγόνη μπορεί να συνδεθεί με την αναρχία με οποιοδήποτε τρόπο. Η αναρχία, αν δεν μιλάμε με πολιτικούς όρους, που δεν μ’ ενδιαφέρει να μιλήσουμε με πολιτικούς όρους…

    Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Προφανώς και μιλάμε για τον άναρχο άνθρωπο, τον ελεύθερο άνθρωπο.

    Στάθης Λιβαθινός – Λοιπόν, μισό λεπτό, άλλο ελεύθερος, άλλο άναρχος. Η αναρχία ως χαρακτηρισμός, μπορώ να το καταλάβω, είναι ο τρόπος που χαρακτηρίζει κάποιος κάποιους άλλους. Εγώ δεν νομίζω βαθύτερα ότι η Αντιγόνη είναι ένα αναρχικό πλάσμα. Η Αντιγόνη για μένα είναι ένα αληθινό πλάσμα, αυθόρμητο και απόλυτο, και πληρώνει αυτό το τίμημα. Δεν έχει καμία σχέση με την αναρχία αυτό. Αυτό είναι χαρακτηρισμοί, εκτός αν μιλάμε με πολιτικούς όρους, αλλά αυτό εμένα δεν με αφορά. Εγώ δεν μιλάω με πολιτικούς όρους, είμαι και δεξιός και αριστερός και κεντρώος και επαναστάτης και συντηρητικός και προοδευτικός. Είμαι απ’ όλα, ανάλογα από ποιος με κοιτάει, πότε με κοιτάει και γιατί με κοιτάει.

    Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Η ταύτιση του κοινού με το χαρακτήρα της Αντιγόνης θα λέγατε ότι προέρχεται ενίοτε από μία δική του σιωπή και απραξία;

    Στάθης Λιβαθινός – Όχι, δεν θα το ‘λεγα αυτό. Δεν μπορώ να κρίνω το κοινό, ούτε σαν σιωπηλό ούτε σαν άπρακτο. Δεν μπορώ να ξέρω τον τεράστιο αγώνα που ο κάθε άνθρωπος κάνει πίσω από τον τοίχο του και μέσα στο σπίτι του. Δεν μπορώ να το ξέρω αυτό, δεν μπαίνω στον πειρασμό ποτέ να κρίνω το κοινό, παρά μόνο όταν βλέπω τον τρόπο που αντιδρά στην ώρα της παράστασης ή τον τρόπο που βγαίνει από μία παράσταση.

    Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Μιλώ περισσότερο κοινωνικά…

    Στάθης Λιβαθινός – Κοινωνικά δεν θα ήθελα να το κρίνω αυτό, γιατί είμαστε όλοι μαζί συνένοχοι σ’ αυτό. Και δεν θα ‘θελα να μπω σε τέτοιου είδους κρίσεις που θυμίζουν λίγο, ξέρετε, πολιτικές κρίσεις. Η σιωπή του κοινού.. Εγώ δεν βρίσκω το κοινό να είναι σιωπηλό. Εγώ βλέπω ότι και οι κραυγές, καμιά φορά, είναι άηχες, απλώς οι εποχές αλλάζουν, οι άνθρωποι αλλάζουν, ο τρόπος αλλάζει…

    Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Παρόλο που πόσο τραγικό είναι ένα πρόσωπο ή ένας ρόλος δεν είναι προϊόν προς μέτρηση, θα λέγατε πως ο Κρέων αποτελεί σε τελική ανάλυση τραγικότερο χαρακτήρα από αυτόν της Αντιγόνης;

    Στάθης Λιβαθινός – Ναι, σε πολλές στιγμές θα ‘λεγα πως ναι. Και δεν είμαι πρώτος εγώ. Πολλοί έγκυροι αναλυτές έχουν ονομάσει άστοχη την ονομασία της τραγωδίας ως Αντιγόνη, και λένε θα ‘πρεπε να λέγεται Κρέων. Δηλαδή αν μιλάμε για ένα τραγικό πρόσωπο εδώ, είναι αυτός. Εκείνη τουλάχιστον πάει σφαίρα στο θάνατο εξ αρχής, και ξέρει και πού πάει. Άλλο όταν τα χρειάστηκε τη στιγμή που το ‘δε μπροστά της. Ο Κρέων ο δύστυχος, που του ‘τυχε αυτός ο αντίπαλος σ’ αυτήν τη στιγμή, προσπαθεί να μαζέψει ένα διαλυμένο κράτος και του ‘τυχε αυτό το πεισματάρικο ον και τον οδήγησε στην τρέλα. Είναι αδυσώπητες αυτές οι συγκρούσεις, δεν υπάρχουν απόλυτες κατηγορίες. Η τραγωδία, ευτυχώς ή δυστυχώς, τα βλέπει τα πράγματα πιο βαθιά, πιο σφαιρικά. Και στο τέλος, ο Κρέων πρέπει να σου προκαλεί και μια κατανόηση, μια θλίψη. Είμαστε και τα δύο. Αυτό νομίζω θέλει να πει ο Σοφοκλής ή τουλάχιστον και αυτό.

    Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Να συμπληρώσω, η τραγωδία παύει να υφίσταται από τη στιγμή που έρχεται ο θάνατος;

    Στάθης Λιβαθινός – Δεν νομίζω ότι είναι ο θάνατος το ζητούμενο της τραγωδίας. Το ζητούμενο της τραγωδίας είναι η κάθαρση.

    Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Ο Δημήτρης Λιαντίνης εξέφρασε μια άποψη στηριζόμενη, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, στη λογική πως ο Κρέων ως χαρακτήρας εκφράζει τους νόμους και χωρίς νόμους δεν μπορεί να σταθεί μια κοινωνία, και πως οι νόμοι δεν υπάρχουν για να εξασφαλίζουν το καλό, αλλά για να αποτρέπουν το κακό. Γιατί, λοιπόν, ο Έλληνας προσπαθεί να βρει Κρέοντες με τη θετική έννοια του κυβερνήτη, του τίμιου, του πατριώτη, να τον κυβερνούν, ενώ η αγαπημένη του ηρωίδα ίσως να είναι η Αντιγόνη;

    Στάθης Λιβαθινός – Ε μα, έτσι δεν είναι; Έτσι δεν γίνεται πάντα; Το αντίθετο θα με ανησυχούσε πάρα πολύ. Η μοίρα της ζωής και η μοίρα του θεάτρου, θαυμάζουμε κι εκτιμούμε πάντοτε αυτό που δεν είμαστε, γιατί είναι έξω από μας, αλλά στην πραγματικότητα η πολιτική κάπως απλουστεύει τα πράγματα και κοινωνικά αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σ’ έναν περιορισμό, δηλαδή τα φωτεινά πρόσωπα, τα πρόσωπα που θέλουμε να λατρεύουμε, που θέλουμε να θαυμάζουμε, πάντοτε περιέχουν και κάτι από αυτό που δεν είμαστε, και κάτι που θα θέλαμε να φτάσουμε. Εντάξει, αυτό δεν είναι κακό, αυτό είναι καλό. Φαντάζομαι ότι ακόμα και σε εποχές απολυταρχικών καθεστώτων θα μπορούσατε να βρείτε ανθρώπους οι οποίοι να θαυμάζουν και να εκτιμούν… Κάθε κοινωνία, κάθε εποχή, δηλαδή, αγαπάει το δικό της ήρωα. Αυτό νομίζω είναι μέσα στη ζωή.

    Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Παρατηρώ ως θεατής μία εμμονή, όχι απλώς να εκσυγχρονιστεί, αλλά να εκμοντερνιστεί η αρχαία ελληνική δραματουργία, να πάρει νεοελληνίστικη χροιά, αγγίζοντας σε ορισμένες περιπτώσεις το εμπορικό. Γιατί νομίζετε ότι τείνουν προς αυτή την τάση οι σκηνοθέτες;

    Στάθης Λιβαθινός – Αυτό μπορώ να το καταλάβω. Προφανώς, ο κώδικας έχει χαθεί, δεν υπάρχει μια ζωντανή παράδοση προς τις αρχαίες τραγωδίες. Όλοι οι τρόποι για μένα είναι νόμιμοι. Το θέμα δεν είναι οι τρόποι, το θέμα δεν είναι αν το κάνει κανείς, το θέμα είναι πώς το κάνει.

    Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Πόση δύναμη έχει σήμερα το θέατρο να παιδεύει και αν το εκπαιδευτικό σύστημα, ακόμα και οι δάσκαλοι και οι καθηγητές φέρουν ευθύνη για την παραποίηση της ουσίας του έργου. Αναφέρομαι στο κλασικό πλέον και κατασκευασμένο διπολισμό μεταξύ καλού και κακού που έχει εφαρμοστεί και στο δίπολο Αντιγόνης – Κρέοντα.

    Στάθης Λιβαθινός – Ο δάσκαλος είναι πολύ μεγάλη κουβέντα. Νομίζω ότι σ’ αυτές τις ηλικίες συνήθως οι άνθρωποι μένουν στην επιφάνεια και δεν ασχολούνται με το βάθος. Και πάλι ο δάσκαλος κάνει τη διαφορά. Δεν θα μπορούσα να τους βάλω όλους τους δασκάλους στο ίδιο σακί. Νομίζω ότι εδώ αυτό που έχει σημασία δεν είναι τόσο η κατανόηση ενός έργου. Σ’ αυτό φτάνει κανείς μετά τα 90. Για μένα αυτό που έχει σημασία είναι η καλλιέργεια της ευαισθησίας, τίποτα άλλο.

    Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Πώς φαντάζεστε την ιδανική θεατρική παιδεία στα σχολεία;

    Στάθης Λιβαθινός – Δεν νομίζω ότι τα σχολεία μπορούν να δώσουν θεατρική παιδεία. Μπορούν να δώσουν μια κλίση. Τη θεατρική παιδεία τη δίνει μια κοινωνία ολόκληρη, που το θέατρο δεν είναι πολυτέλεια και Σαββατιάτικη έξοδος, αλλά μια κοινωνική ανάγκη. Απέχουμε αρκετά από αυτό.

    Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Πού βρίσκονται οι ελπίδες που καλλιεργείτε για το μέλλον της νέας γενιάς; Τι είναι αυτό που σας δίνει κουράγιο λοιπόν;

    Στάθης Λιβαθινός – Κουράγιο δεν μου δίνει η νέα γενιά, κουράγιο μου δίνει ο εαυτός μου και ο τρόπος που βλέπω τη ζωή. Η νέα γενιά, έτσι όπως είναι, περιέχει φωτεινές εξαιρέσεις και, νομίζω, τεράστιους κινδύνους. Περιέχει μία επιφανειακότητα, και πολλές φορές ένα κυνισμό που με τρομάζει, και μια έλλειψη καλλιέργειας. Αυτό στο οποίο πιστεύω εγώ είναι τι θα μπορούσε να συμβεί αν… Και αυτό το αν δεν πρόκειται να το εγκαταλείψω μέχρι να πεθάνω.

    31.08.2016, Φαργκάνης Δημήτρης «Συνέντευξη με τον Στάθη Λιβαθινό», lavart.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Κριτική Αντιγόνη

    Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, σε αρμονία με την ποιητικότητα της μετάφρασης του Δημήτρη Μαρωνίτη, μας συμπαρασύρει σε μια υπαρξιακή περιπέτεια και αναδεικνύει τα δίπολα του έργου με έναν πανίσχυρο Δημήτρη Λιγνάδη, έναν συγκινητικό Χορό και μια φλογερή, αλλά άγουρη πρωταγωνίστρια.

    Η Αντιγόνη, ένα από τα τέσσερα παιδιά που γεννήθηκαν από την αιμομικτική σχέση του βασιλιά της Θήβας Οιδίποδα με τη μητέρα του Ιοκάστη, αμφισβητεί τους κανόνες της κοινωνίας και αρνείται να κάνει οποιαδήποτε παραχώρηση για τη ζωή της. Αψηφά το θάνατο παρακούοντας την εντολή του βασιλιά της πόλης Κρέοντα να μη θαφτεί ο νεκρός αδερφός της Πολυνείκης, ο οποίος σκοτώθηκε κατά τη σύγκρουση με τον αδερφό του Ετεοκλή για την εξουσία. Η Αντιγόνη υψώνει το ηρωικό της ανάστημα πάνω από τα μέτρα του κοινού ανθρώπου και ζητά από την αδερφή της Ισμήνη να τη βοηθήσει να θάψουν τον Πολυνείκη. Εκείνη όμως, φοβούμενη τη δύναμη του ισχυρού, δεν τολμά να παραβιάσει τις εντολές του βασιλιά. Ανάμεσα στις δύο αδερφές δημιουργείται ένα χάσμα: η Ισμήνη εκφράζει την ανθρώπινη επιλογή για επιβίωση και η Αντιγόνη το καθήκον απέναντι στον νεκρό αδερφό, που συνεπάγεται ωστόσο το θάνατο.

    Εξακολουθεί άραγε να συγκινεί και να τρέφει πνευματικά τον άνθρωπο της εποχής μας ο λόγος του μεγάλου τραγικού; Και αν ναι, τι είναι εκείνο που εξηγεί την επιρροή του στην ψυχή μας, ακριβώς τι καταλαβαίνουμε από την ποιητική ουσία του αρχαίου δράματος; Για τον θεατή προφανώς ένα έργο τέχνης συσχετίζεται με τις εμπειρίες, τις σκέψεις, τους καημούς και τις λαχτάρες του κι αισθάνεται ικανοποίηση που επικοινωνεί με το νόημά του επειδή μέσα στα σύμβολά του ανακαλύπτει κάτι οικείο. Τα κλασικά ­έργα υπερβαίνουν τα σύνορα της κοινωνίας και του ιστορικού χρόνου, το ιδιόρρυθμο κοινωνικό και ψυχολογικό κλίμα της «Αντιγόνης» μπορεί να το νιώσει ο σύγχρονος άνθρωπος όπου κι αν ζει.

    Σε έναν ακαθόριστο χωροχρόνο­ έστησε ο Στάθης Λιβαθινός την παράστασή του, η οποία από ενδυματολογικής άποψης (σκηνικά-κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου) θα μπορούσε να παραπέμπει στη δεκαετία του ’30, όμως υπάρχουν και πολλά στοιχεία ετερόκλητα μεταξύ τους. Το κοντό παντελονάκι­ της Αντιγόνης (Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη), η μαθητική ποδιά της Ισμήνης (Δήμητρα Βλαγκοπούλου) καθώς και τα κοστούμια του Φύλακα (Αντώνης Κατσαρής) και του Χορού τόσο των σοφών πολιτών της Θήβας (Μαρία Σκούτσου, Κώστας Καζανάς, Νίκος Μπουσδούκος, Αστέρης Πελτέκης, Γιάννης Χαρίσης) όσο και των παιδιών (Μαρία Κωνσταντά, Ευτυχία Σπυριδάκη, Λυδία Τζανουδάκη, Αντωνία Χαραλάμπους) παραπέμπουν στα τέλη του 19ου αιώνα και στον ηθογραφικό ρεαλισμό.

    Ο Κρέοντας, πάλι (Δημήτρης Λιγνάδης), φορά μια ξεθωριασμένη, πειραγμένη στρατιωτική στολή και ο Τειρεσίας (Μπέττυ Αρβανίτη) με το μακρύ αμπέχονο και το αποκρουστικά παραμορφωμένο πρόσωπο μοιάζει να βγήκε από ταινία τρόμου. Ωραία η ιδέα του σκηνικού, μοιάζει με τον κυκλικό χώρο μιας παιδικής χαράς (ο αέναος κύκλος της ζωής;), ξύλινοι πάγκοι βρίσκονται περιμετρικά της σκηνής, ενώ η κούνια στην οποία συναντάμε αρχικά την Αντιγόνη μετατρέπεται σε αγχόνη στο τέλος.

    Η παράσταση του Εθνικού δεν ανακάλυψε απάτητες περιοχές, εστίασε όμως στα δίπολα που χρησιμοποιεί ο Σοφοκλής για να μιλήσει για το ανθρώπινο και το θείο, την παιδικότητα και την ωριμότητα, το λογικό και το άναρχο, το πεπρωμένο και το νόμο, έφερε την τραγωδία κοντά μας, έδωσε μια «ανθρώπινη» παράσταση με ωραίο ρυθμό. Αποκάλυψε την ουσία και τα θεμελιώδη ζητήματα του κειμένου, όπως π.χ. ότι δεν υπάρχουν θέσφατα. Το τίμημα πληρώνει όχι μόνο αυτός που αμφισβητεί αλλά και αυτός που επιβάλλει.

    Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στη στάση του Αίμονα (Βασίλης Μαγουλιώτης), ο οποίος ορθώνει το ανάστημά του απέναντι στον πατέρα του Κρέοντα και αναδεικνύει με τα λόγια του την αξία της δημοκρατικής διαβούλευσης. Η στιγμή, μάλιστα, της σύγκρουσης των δύο αντρών είναι από τις πιο δυνατές της παράστασης. Ο 23χρονος Βασίλης Μαγουλιώτης κάνει ένα γενναίο ντεμπούτο και συγκινεί δίπλα στον καθηλωτικό Δημήτρη Λιγνάδη, ο οποίος με την ελεγχόμενη ερμηνεία του κλιμακώνει την ένταση του έργου. Στην ερμηνεία της πρωτοεμφανιζόμενης πρωταγωνίστριας Αναστασίας-Ραφαέλας Κονίδη φαίνεται η φλόγα, αλλά ταυτόχρονα και η απουσία εμπειρίας, ιδιαίτερα στο θρήνο της νύφης που ετοιμάζεται να παντρευτεί τον Άδη, ενώ η Δήμητρα Βλαγκοπούλου έχει γίνει ένα με τη φοβισμένη Ισμήνη.

    Ο απόκοσμος Τειρεσίας της Μπέττυς Αρβανίτη μας συγκλονίζει με τη δύναμη των λόγων του προφητεύοντας τα μελλούμενα. βαθιά ανθρώπινος ο Φύλακας του Αντώνη Κατσαρή, υπογραμμίζει την αγωνία του ανθρώπου απέναντι στην εξουσία. Δωρική η Ευρυδίκη της Στέλλας Φυρογένη, δημιουργεί ένταση στο σύντομο πέρασμά της. Τέλος, η παρουσία γυναίκας και παιδιών στον Χορό των γερόντων της Θήβας ενισχύει τη συνομιλία της παράστασης με την εποχή μας, το ίδιο και ο τρόπος με τον οποίο τα λόγια πλέκονται αρμονικά με τα μουσικά μοτίβα του Χαράλαμπου Γωγιού.

    11.08.2016, Κρύου Μαρία «Κριτική Αντιγόνη», Αθηνόραμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Το γεφύρι του Κρέοντα και της Αντιγόνης

    Από την παράσταση Αντιγόνη, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, σε μία συνεργασία του Εθνικού θεάτρου με το ΚΘΒΕ και τον ΘΟΚ

    Με φόντο την αμφιθεατρική διάταξη της κορυφογραμμής που περικλείει το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, κάτω από τον ολάστερο ουρανό και εντός της θέρμης της Ιουλιανής αύρας παρακολουθήσαμε την Αντιγόνη του Σοφοκλή.

    Σε έναν ολοστρόγγυλο καμβά, μια σύνθεση παλ αποχρώσεων -συμβολικά και κυριολεκτικά-, δίχως βαρύγδουπες σκηνοθετικές λεπτομέρειες και με κουστούμια σχεδόν αχρονικά (εκτός από τη μαθητική ποδιά της Αντιγόνης και της Ισμήνης) ανέδειξε τη διαχρονικότητα του έργου. Δίχως να αποδομεί το αρχαίο κείμενο στο όνομα μιας επιφανειακής συγχρονικότητας, με σεβασμό στα ουσιώδη στοιχεία του και με διακριτικές πινελιές που το τοποθετούν στο εδώ και στο τώρα, πέτυχε μία αριστοτελική σύζευξη του παλιού με το νέο. Θα έλεγα ότι ο συγκερασμός των αντιθετικών στοιχείων είναι και το ζητούμενο στην Αντιγόνη.

    Η παράσταση ξεκίνησε με την ατίθαση Αντιγόνη σε μια κούνια από ξύλινα δοκάρια, να κουνιέται ανέμελα, με παιχνιδιάρικη -σύμφωνη με την ηλικία της- διάθεση και παράλληλα να προβληματίζεται. Και αφού η κούνια μετατράπηκε σε κρεμάλα για τη σκηνή της προφητείας του Τειρεσία, μεταμορφώθηκε στον τόπο της καταληκτικής συντριβής του Κρέοντα. Στο ενδιάμεσο διαδραματίστηκε η αρχετυπική σύγκρουση των συμβολικών χαρακτήρων του Κρέοντα και της Αντιγόνης.

    Η κορυφαία στιγμή ελευθερίας της Αντιγόνης είναι η ηρωική αποδοχή του θανάτου της, όπου επιβεβαιώνει τις αξίες της και την ανυπότακτη αξιοπρέπεια του ατόμου, ενώ ο Κρέων με την υπεροψία του και την απόρριψή του για τη φύση του ανθρώπου, προκαλεί την καταστροφή της οικογένειάς του.

    Η -γεμάτη από στοιχεία που θυμίζουν μοιρολόγια βαλκανικών πολυφωνικών- μουσική και μια διακριτική συνοδεία χάλκινων πνευστών που θύμισαν βαλκανική στρατιωτική μπάντα, υποστήριξαν διακριτικά την παράσταση, παραπέμποντας παράλληλα σε ένα μπαρουτιασμένο, στο όνομα της εθνικής(;) κυριαρχίας, σύμπαν. Η κινησιολογία της παράστασης δυναμικά συνέβαλλε στην απόδοση των συναισθημάτων, μέσα και διαμέσου της τοποθέτησης των σωμάτων και της αλληλεπίδρασής τους.

    Ο Στάθης Λιβαθινός και οι συντελεστές της παράστασης συζήτησαν με παρρησία και ταπεινότητα και με έναν τρόπο φυσικό με το αριστοτεχνικό έργο του Σοφοκλή και συνέθεσαν μία παράσταση που απευθύνεται στον μυημένο στο κείμενο της Αντιγόνης θεατή, αλλά και σε όποιον δεν είναι εξοικειωμένος με το αρχαίο δράμα. Το έργο του Σοφοκλή το αντικρίζουν «ως μια προσπάθεια να στηθεί ένα υπεραιωνόβιο κτίσμα που να ισορροπεί τις αντίρροπες δυνάμεις για να γίνεται η ψυχή του ανθρώπου πιο όμορφη και η ζωή πάνω στη γη στερεότερη.

    Καθώς και των δύο χαρακτήρων τα πάθη καταλήγουν, σε τελική ανάλυση, κατά της ζωής -και κανένας από τους δύο δεν είναι “υψίπολις”-, απομένει σε εμάς να διερευνήσουμε τα όριά τους• τη σύγκρουση μεταξύ ατόμου και κράτους, συναισθήματος και λογικής, της ανθρώπινης επιθυμίας και του Δικαίου- να διερευνήσουμε τη φύση του Δικαίου και να τοποθετήσουμε την ανθρώπινη πράξη σε ένα διαδραστικό διάλογο με τις υλικές συνιστώσες της».

    Η παράσταση αφιερώθηκε στον πρόσφατα εκλιπόντα -χάρη στη μετάφραση του οποίου επιτεύχθηκε η ποιητική απόδοση του κειμένου- Δημήτρη Μαρωνίτη. […]

    23.07.2016, Θάνου Χριστίνα – Βαλεντίνα «Το γεφύρι του Κρέοντα και της Αντιγόνης», Δρόμος της Αριστεράς

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Την Αντιγόνη της εποχής μας, την Αναστασία Κονίδη, έφερε ο Στάθης Λιβαθινός στην Αρχαία Επίδαυρο…

    Κίνα: Τιεν Αν Μεν, 2 Ιουνίου 1989. Σύμβολο αντίστασης ο άνθρωπος που στάθηκε μπροστά από τα τανκς του Μάο και κατάφερε να τα σταματήσει.

    Κύπρος: 14 Αυγούστου 1996. Ο Σολωμός Σολωμού πέρασε στη νεκρή ζώνη και προσπάθησε να ανέβει σε έναν ιστό για να κατεβάσει την τουρκική σημαία. Τούρκοι ελεύθεροι σκοπευτές τον πυροβόλησαν και ο Σολωμός Σολωμού έπεσε νεκρός από σφαίρα στο λαιμό.

    Λωρίδα της Γάζας: 16 Μαρτίου 2003. Η Αμερικανίδα ακτιβίστρια Ρέιτσελ Κόρι συνθλίβεται από ισραηλινές μπουλντόζες όταν προσπάθησε να σώσει από την κατεδάφιση το σπίτι μιας οικογένειας Παλαιστινίων.

    Και τα τρία αυτά ιστορικά γεγονότα, και οι τρεις αυτές εικόνες, ήρθαν στο μυαλό μου μόλις η Αντιγόνη κατέβηκε από την κούνια – αγχόνη και έσπευσε για να εκμυστηρευτεί το πρόβλημά της στην αδελφή της Ισμήνη.

    Αθήνα (Μεγάλα Διονύσια), 442 π.Χ. Κρέων: «Απαγορεύεται η ταφή του Πολυνείκη. Κανείς δεν επιτρέπεται να τον κηδέψει μήτε και να τον κλάψει. Να μείνει άταφος, βορά στα όρνια. Σκυλιά να τον σπαράξουν, κομμάτια να τον κάνουν, να μη βλέπεται».

    Τουρκία, 2016. Ερντογάν: Όσοι «με τις πράξεις τους ποδοπάτησαν το δίκαιο όχι μόνο των ατόμων, αλλά και ενός ολόκληρου έθνους απαγορεύεται να ταφούν. Έτσι δεν δικαιούνται την προσευχή των πιστών αδελφών τους».

    Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης. 2016. Επίδαυρος: «Η Αντιγόνη στο προκείμενο δράμα, βιώνει και υπερασπίζεται στο έπακρο τη μοναξιά της, που παίρνει καθ’ οδόν τη μορφή ανυποχώρητης αντίστασης με τίμημα τον θάνατό της. Αυτή τη μοιραία απόφασή της την επινοεί, τη χειρίζεται και την προάγει δραματικά ο Σοφοκλής με αξιοθαύμαστη μαεστρία».

    Με παρόμοια μαεστρία αλλά με σύγχρονη άποψη ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός έπλασε τη δική του Αντιγόνη. Τη δική μας Αντιγόνη του 2016.

    Με παρόμοια μαεστρία αλλά και με περισσή αυτοπεποίθηση η 23χρονη Αναστασία – Ραφαέλα Κονίδη έκανε δικιά της την Επίδαυρο. Άλωσε την ορχήστρα στο θέατρο του Πολυκλείτου και πανάξια κατέκτησε το στέμμα που της πρόσφερε στο φινάλε ο Κρέων – Δημήτρης Λιγνάδης, ως αναγνώριση της επιτυχίας της, στην πρώτη παράσταση την Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016.

    Υπόθεση

    Η σύγκρουση μεταξύ των δύο γιων του Οιδίποδα, Πολυνείκη και Ετεοκλή, για τον θρόνο της Θήβας έχει τελειώσει. Τα δύο αδέλφια βρίσκονται νεκρά στο πεδίο της μάχης. Ο Κρέων, ο νέος βασιλιάς της Θήβας, έχει δώσει διαταγή να παραμείνει άταφος ο Πολυνείκης, που πολέμησε ενάντια στην πατρίδα του. Όμως η αδελφή του νεκρού, Αντιγόνη, αποφασίζει να τον τιμήσει με την πρέπουσα ταφή. Συλλαμβάνεται και οδηγείται στον Κρέοντα, που, τηρώντας τους νόμους της πολιτείας, την καταδικάζει σε θάνατο. Ο βασιλιάς παραμένει αμετάπειστος ακόμη και μετά την παρέμβαση του γιου του, Αίμονα, και διατάζει να θαφτεί η Αντιγόνη ζωντανή σε μια σπηλιά. Ωστόσο, τα δεινά που έχει προβλέψει ο μάντης Τειρεσίας δεν θα αργήσουν να γίνουν πραγματικότητα. Η καθυστερημένη υπαναχώρηση του βασιλιά δεν θα προλάβει την καταστροφή. Η Αντιγόνη έχει απαγχονιστεί μέσα στη φυλακή της, ο Αίμονας έχει αυτοκτονήσει και η Ευρυδίκη, γυναίκα του Κρέοντα, ακολουθεί τον γιο της στο θάνατο.

    Η Αντιγόνη παρουσιάστηκε πιθανότατα στα Μεγάλα Διονύσια του 442 π.Χ. και εκφράζει τους πνευματικούς προβληματισμούς που κυριαρχούσαν στην Αθήνα την περίοδο κατά την οποία ολοκληρωνόταν ο Παρθενώνας και ταυτόχρονα άρχιζε η σοφιστική. Στο έργο αυτό, ένα από τα αρτιότερα της αρχαίας ελληνικής δραματουργίας, η θεματική της σύγκρουσης μεταξύ των νόμων της ηθικής και των νόμων της πολιτείας φτάνει στην κορύφωσή της, με τους δύο ήρωες να επαληθεύουν την τραγική τους υπόσταση, κρατώντας, μέχρι τέλους, τη θέση στην οποία τους έφερε η μοίρα.

    Είδα την παράσταση την Παρασκευή 15 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Για Παρασκευή και για «Αντιγόνη» οι περίπου 7.000 θεατές δεν ήταν και λίγοι. Οπότε το sold out της επόμενης ημέρας ήταν αναμενόμενο.

    Αναμενόμενο όμως δεν ήταν το ότι με την πρώτη ματιά το σκηνικό (κούνια – αγχόνη) της Ελένης Μανωλοπούλου με κέρδισε και με προσγείωσε στην Αθήνα του Σοφοκλή. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις. Άριστος ο σχεδιασμός της σκηνογράφου και ενδυματολόγου. Δεν αφήνει περιθώρια να περάσουν άλλες σκέψεις από το μυαλό μας ενώ η επιλογή της μπλε μαθητικής ποδιάς δεν κάνει τίποτα άλλο από το να αναδεικνύει την απόσταση που χωρίζει, σε πολλούς τομείς, τα δύο κορίτσια από τον βασιλιά τους. Επίσης η μπλε ποδιά υπογραμμίζει τη διάθεση και την αποφασιστικότητα που έχει η νέα γενιά απέναντι σε κάθε τι το άδικο, απ’ όπου κι αν προέρχεται. Παρόμοιες είναι και οι ενδυματολογικές αναφορές όλων των άλλων ηρώων της τραγωδία του Σοφοκλή. Οπωσδήποτε δεν περίμενα ούτε σκηνικά του Κλεόβουλου Κλώνη, ούτε κοστούμια του Αντωνάκη Φωκά. Είμαστε αισίως στο 2016 επομένως και τις όποιες άλλες ενδυματολογικές «πινελιές» τις αποδέχομαι όπως αποδέχομαι στον Χατζιδάκι το «Χασάπικο 40» -γνωστό στους περισσότερους ως «Ήλιε μου, ήλιε μου, βασιλιά μου»- το οποίο είναι το βασικό θέμα της συμφωνίας αριθμός 40 του Μότσαρτ και γι’ αυτό τον λόγο ο Χατζιδάκις έβαλε το 40 στον τίτλο του τραγουδιού. Μάλιστα τότε, όταν του είπαν πως σε αυτό το τραγούδι έχει «κλέψει» τη μουσική του Μότσαρτ, ο συνθέτης απάντησε: «Ο Μότσαρτ χατζιδακίζει»… Έτσι και τώρα. Ευπρόσδεκτες οι ενδυματολογικές… παρεκτροπές της Μανωλοπούλου στην οποία βεβαίως πρέπει να χρεώσουμε το σαφές, επιβλητικό και σεβαστικό στο χώρο σκηνικό.

    Το αμέσως επόμενο που έχω να παρατηρήσω είναι μια από τις αγαπημένες μου εμμονές. Τα μικρόφωνα-ψείρες ευτυχώς μπήκαν στα ντουλάπια του Εθνικού γιατί οι ηθοποιοί –και των τριών γενεών– απέδειξαν πως οι φωνές τους είναι υπεραρκετές για να αντιμετωπίσουν το «θηρίο» που βρίσκεται μπροστά τους, στις κερκίδες. Η ακουστική δεν έχει πάψει να είναι το πιο σημαντικό πλεονέκτημα στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, έστω κι αν περιμετρικά της ορχήστρας υπάρχουν κάποια μικρόφωνα – απόστασης ίσως και για τις απαραίτητες μαγνητοσκοπήσεις.

    Αυτή την ακουστική αξιοποίησε και ο Χαράλαμπος Γωγιός με τις συνθέσεις του, έχοντας εξαιρετικούς συμπαραστάτες επί σκηνής τους πέντε μουσικούς με τα πνευστά τους (Αλέξανδρος Μιχαηλίδης, Κώστας Τζέκος, Μάνος Βεντούρας, Γιάννης Καΐκης, Σπύρος Βέργης). Οι ηχητικές παρενθέσεις και επισημάνσεις δεν είχαν άλλο στόχο παρά μόνο να συμπαρασταθούν στο όλο εγχείρημα.

    Το εγχείρημα αυτό που κινήθηκε με ρυθμούς εξαιρετικής ακρίβειας. Από τους πιο αργούς, όπως ήταν το λίκνισμα πάνω στην κούνια, μέχρι τους πιο γρήγορους και όταν η διαπάλη του δίκιου με το άδικο έφτανε στα ύψη. Η γνωστή μας κι από άλλες αξιόλογες παραστάσεις Πολίν Ουγκέ, που υπογράφει την κίνηση, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο άριστο αποτέλεσμα της αψεγάδιαστης αέναης κίνησης μέσα στο χώρο.

    Οι φωτισμοί, από τον Αλέκο Αναστασίου, χάρισαν μια κινηματογραφική διάσταση στην «Αντιγόνη» του 2016.
    Δεν το γνωρίζω, αλλά φαντάζομαι πως η Λίλλυ Μελεμέ δεν ήταν μόνο συνεργάτης σκηνοθέτης – βοηθός του Στάθη Λιβαθινού. Σίγουρα –και το υπογράφω– ήταν μια μεγάλη ψυχή μιας μεγάλης ομάδας που βρισκόταν επί ποδός στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο αυτής της παράστασης.

    Ο σκηνοθέτης –όπως έγινε αντιληπτό– απέφυγε και τις εύκολες συνταγές αλλά και το ρίσκο. Ως γκραν μετρ στο σκάκι περιορίστηκε σε μια και μόνη – νικηφόρα – κίνηση. Έχοντας ως αόρατο αντίπαλο την ιστορική πορεία της Αντιγόνης στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, επέλεξε να κάνει μία και μόνη κίνηση. Έφτιαξε ένα εκρηκτικό μείγμα από τρεις γενιές ηθοποιών. Κατάφερε με αυτό τον τρόπο, σε πρώτη φάση, να μπολιάσει την καθε ομάδα με τα πλεονεκτήματα της άλλης και σε δεύτερο στάδιο να… εξαλείψουν όλοι κάθε τους μειονέκτημα. Έτσι ο Λιβαθινός πέτυχε να πάρει το καλύτερο δυνατό από όλους και να μας το προσφέρει απλόχερα.

    Τρεις ομάδες, λοιπόν.

    Στην πρώτη: Αντωνία Χαραλάμπους, Λυδία Τζανουδάκη, Ευτυχία Σπυριδάκη, Μαρία Κωνσταντά, Βασίλης Μαγουλιώτης, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη.

    Στη δεύτερη: Στέλλα Φυρογένη, Αστέρης Πελτέκης, Γιάννης Χαρίσης, Δημήτρης Λιγνάδης.

    Στην τρίτη: Αντώνης Κατσάρης, Νίκος Μπουσδούκος, Κώστας Καστανάς, Μαρία Σκούντζου, Μπέττυ Αρβανίτη.

    Φοβερό διπλό πάντρεμα: Πρώτα των τριών γενεών και δεύτερον των τριών Κρατικών Σκηνών (Εθνικό, Βορείου Ελλάδος και Κύπρου). Παράλληλα – επιτέλους – αναγνώριση της προσφοράς της παλιάς φρουράς του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης.

    Η ομάδα «παιδιών της Θήβας»: Μαρία Κωνσταντά, Ευτυχία Σπυριδάκη, Λυδία Τζανουδάκη, Αντωνία Χαραλάμπους (από τον ΘΟΚ) πάτησε γερά και με αυτοπεποίθηση στην ορχήστρα του θεάτρου. Σωστή κίνηση. Σωστές φωνές. Δυναμισμός.

    Δύο άγγελοι από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Ο Γιάννης Χαρίσης και ο Αστέρης Πελτέκης, έμπειρα στελέχη σχεδίασαν με αδρές γραμμές τους ήρωές τους.

    Από τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, η Στέλλα Φυρογένη. Μια Ελληνίδα που έδωσε μεγάλη διάσταση σε ένα μικρό (φαινομενικά) ρόλο.

    Από την Κύπρο και ο βετεράνος Αντώνης Κατσάρης. Κέρδισε το κοινό με αρκετές δόσεις χιούμορ στην ερμηνεία του.

    Μαρία Σκούντζου, Κώστας Καστανάς, Νίκος Μπουσδούκος. Βαρύ το φορτίο από το Εθνικό και το Θέατρο Τέχνης. Μεγάλο το κέρδος των θεατών και μόνο που μπόρεσαν αν απολαύσουν τις ερμηνείες τους. Συγκίνηση και μόνος από την παρουσία τους. Φυσικά τα μικρόφωνα-ψείρες με τέτοιες φωνές είναι αχρείαστα.

    Ο Βασίλης Μαγουλιώτης στο ρόλο του Αίμονα είχε μια συγκλονιστική αναμέτρηση με τον Κρέοντα / Δημήτρη Λιγνάδη. Ο νεαρός ηθοποιός που δεν είχε πάει στην Επίδαυρο ούτε ως θεατής έδειξε έτοιμος για όλα. Εντυπωσιακή ερμηνεία και δίκαιο το αυθόρμητο χειροκρότημα του κοινού.

    Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου, ως Ισμήνη, ανταποκρίθηκε απόλυτα στις ανάγκες του ρόλου. Μετά την «Πενθεσίλεια», τον «Θεατροποιό» και τον «Φάουστ» ήταν η σειρά της Αντιγόνης που την αντιμετώπισε ως ίση προς ίση.

    Ο Τειρεσίας που μας χάρισε η Μπέτυ Αρβανίτη θα μας μείνει αλησμόνητος. Και ως ερμηνεία και ως εικόνα.

    Μετρημένος σε όλα ο Δημήτρης Λιγνάδης παρουσίασε έναν Κρέοντα που -παρά τη σκληρότητά του- ήταν έτοιμος ανά πάσα στιγμή να λυγίζει απέναντι στο δίκιο που έχει καταπατήσει. Διαχρονική ερμηνεία.

    Για την Αντιγόνη του 2016, την 23χρονη Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη, κανονικά θα έπρεπε να γράψω πολλά. Να πω για το ντύσιμό της, την κίνησή της, το εύρος και την τοποθέτηση της φωνής της, για τη μεγάλη ή μικρή πείρα που έχει ή δεν έχει, για το αν υπήρξε αντάξια των προσδοκιών και τα λοιπά, και τα λοιπά… Τίποτα από αυτά δεν μπορώ να γράψω. Προτιμώ μόνο τέσσερις λέξεις. Ναι! Μόνο 4! Της τις απηύθυνε στα παρασκήνια μια συνάδελφός της που την έβλεπε πρώτη φορά να παίζει. Συγκεκριμένα της είπε: «Σε ευχαριστούμε που υπάρχεις». Αυτές οι 4 λέξεις με καλύπτουν και μένα απόλυτα. Θα το διαπιστώσετε και σεις όταν θα τη δείτε. Να μην ξεχάσω να πω ότι η Αναστασία δίδαξε και ήθος. ΚΑΙ στον χαιρετισμό όταν ήταν συνέχεια ένα βήμα πίσω από τους συναδέλφους της. ΚΑΙ όταν με σεμνότητα αρνήθηκε τρεις φορές το βασιλικό στέμμα του Κρέοντα που της πρόσφερε ο Δημήτρης Λιγνάδης) […] ΚΑΙ τέλος, στα παρασκήνια, όταν την αναζητούσαμε στα καμαρίνια των πρωταγωνιστών κι εκείνη ήταν στον κάτω χώρο μαζί με τη μεγάλη ομάδα των υπολοίπων συναδέλφων της. Ακόμη και αυτή η στάση της δείχνει πολλά.

    Ασφαλώς – και δικαιολογημένα – μπορεί κάποιος να απορήσει πως και δεν είδα κάτι αρνητικό, κάτι που να μη μου άρεσε. Μπορεί να είδα, ίσως είδα, δεν ξέρω αν είδα. Σίγουρα όμως δεν ήταν κάτι που να με ενόχλησε αλλά και πάλι δεν είχα λόγο να ψάξω την τρίχα για να την κάνω τριχιά. Οπωσδήποτε όμως όλα όσα είδα έτρεξαν –χωρίς να υπάρχει φόβος εκτροχιασμού– πάνω σε δυο σίγουρες και ασφαλείς ράγες. Πάνω στη μετάφραση του Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη, ο οποίος έχτισε γερά θεμέλια για την «Αντιγόνη» του 2016 και που δυστυχώς δεν πρόλαβε να τη χαρεί, μαζί με τους άλλους συντελεστές. Όλη η δημιουργία του Λιβαθινού πέτυχε απόλυτα και κατάφερε να αναδείξει τον λόγο του Σοφοκλή μέσα από τη μετάφραση του Μαρωνίτη στη μνήμη του οποίου ήταν και αφιερωμένη η παράσταση, όπως είπε με λόγια τρυφερά, ο σκηνοθέτης στο φινάλε της παράστασης. […]

    22.07.2016, Μήλας Παναγιώτης «Την Αντιγόνη της εποχής μας, την Αναστασία Κονίδη, έφερε ο Στάθης Λιβαθινός στην Αρχαία Επίδαυρο…», catisart.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η Αντιγόνη με τα δύο πρόσωπα

    Μια σειρά από ξύλινους πάγκους περιμετρικά της σκηνής και ένα ικρίωμα που μετατρέπεται από αθώα κούνια σε αγχόνη «ακολουθώντας» τη μοίρα των πρωταγωνιστών είναι το σκηνικό (Ε. Μανωλοπούλου) στο οποίο εκτυλίσσεται η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Η Αντιγόνη (Ρ. Κονίδη) λικνίζεται στην κούνια ντυμένη με μαθητική στολή και άρβυλα, ένα αθώο αγοροκόριτσο που μέλλεται να ωριμάσει πολύ γρήγορα, ενώ στη σκηνή εισέρχεται η πιο θηλυκή Ισμήνη (Δ. Βλαγκοπούλου), ένα υπονοούμενο που ίσως θέλει να αφήσει ο σκηνοθέτης για τους ρόλους των δύο φύλων στους οποίους αναφέρεται αργότερα ο Κρέων. Ο άρχων της Θήβας (Δ. Λιγνάδης) παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του «νεόκοπου» βασιλιά, νάρκισσος και αυστηρός, παρά του ηγέτη, ενδεδυμένος αρχικά με όλα τα σύμβολα της εξουσίας του (στέμμα, χλαμύδα, σακάκι με παράσημα), από τα οποία «αδειάζει» όσο προχωρά το έργο. Ο χορός των γερόντων, με τους κορυφαίους (Κ. Καστανάς, Ν. Μπουσδούκος, Μ. Σκούντζου), σχολιάζει, συμβουλεύει, αποδομεί τον Κρέοντα, του οποίου όμως τρέμει την οργή και εξιστορεί τον μύθο στα νεαρά «κορίτσια της Θήβας», τα οποία τραγουδούν ως πολυφωνικό σχήμα που μπορεί να ελαφραίνει την ατμόσφαιρα, αλλά δεν ταιριάζει σε όλες τις περιπτώσεις. Ο Φύλακας (Α. Κατσαρής) παραμένει στην κλασική απόδοση του ρόλου, αν και το «κλασικό» εμφανίζεται εμβόλιμο σε μια παράσταση με μπρεχτικές επιρροές.

    Η παράσταση, τοποθετημένη σε ασαφές χρονικό περιβάλλον, χωρίς το μεγαλείο ενός βασιλείου, αλλά ίσως σε μια ρωσική επαρχία, δημιουργεί μελοδραματικές εικόνες (π.χ. το όραμα των δύο νεκρών νέων), διατηρεί μεν αρμονική ροή και ρυθμό που δεν κουράζει (απέσπασε το θερμό χειροκρότημα του κοινού και τις δύο ημέρες), αλλά αποφεύγει να δημιουργήσει «πρωταγωνιστές» και δεν είναι τυχαίο ότι οι καλύτερες στιγμές της είναι όταν εμφανίζεται το σύνολο των ηθοποιών με εμφανείς τις κατακτήσεις, σε λόγο και κίνηση, των παλαιότερων. Η Ρ. Κονίδη, αν και καταφέρνει να εκφράσει τη νεανική τόλμη της Αντιγόνης στο πρώτο μέρος, χρειάζεται αρκετή δουλειά στην ωριμότητα και στον θρήνο της νύφης που ετοιμάζεται να παντρευτεί τον Άδη. Ο Δ. Λιγνάδης στέκεται στο ύψος του ρόλου, όπως προφανώς τον ανέγνωσε ο σκηνοθέτης της παράστασης, ενώ εντυπωσιακή ήταν η ερμηνεία της Μπέτυς Αρβανίτη στον απόκοσμο μάντη Τειρεσία. Ο Αίμονας (Β. Μαγουλιώτης), παρότι αδικείται από το «παιδικό» του κοστούμι, κλιμακώνει προσεκτικά τη σύγκρουση με τον πατέρα του και κερδίζει τις εντυπώσεις στο τέλος. Ενδιαφέρον εύρημα ήταν η «συνάντηση» της παλαιάς Αντιγόνης (Μ. Σκούντζου) με τη νέα (Ρ. Κονίδη) πριν από την κορύφωση του έργου, ενώ η Ευρυδίκη (Σ. Φυρογένη) εκφράζει σωστά τη δωρικότητα της βασίλισσας που αυτοκτονεί υπό το βάρος των αποκαλύψεων.

    Στο τέλος, ο Κρέοντας, αφού κλαίει πάνω από τα πτώματα των τριών νεκρών, κάθεται στην κούνια της Αντιγόνης συνδέοντας το τέλος με την αρχή του έργου, διχάζοντας τους υπέρμαχους των «κλασικών» και των «μοντέρνων» αναγνώσεων. Η παραγωγή των τριών θεάτρων (Εθνικού, ΚΘΒΕ, ΘΟΚ) αφιερώθηκε στη μνήμη του μεταφραστή της Δ.Ν. Μαρωνίτη και συνέχισε το σερί των γεμάτων από κοινό παραστάσεων της Αρχαίας Επιδαύρου.

    19.07.2016, Ιωαννίδης Σάκης «Η Αντιγόνη με τα δύο πρόσωπα», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Η «Αντιγόνη» κέρδισε τους θεατές

    Η τραγωδία του Σοφοκλή σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου ξεπούλησε στην παράσταση του Σαββάτου και το φινάλε ήρθε εν μέσω θερμών χειροκροτημάτων

    Φωτισμένος, με το βλέμμα στο κενό, ένα ράκος, ένα σώμα αδειανό σε μια ερημιά ψυχής, ένας βασιλιάς στο απόλυτο πένθος, ο Κρέων πρέπει να διαχειριστεί, από δω και στο εξής, τη μοναξιά του. Μια μοναξιά που μέχρι εκείνη την ώρα είχε υπερασπιστεί, με τίμημα τη ζωή της, η Αντιγόνη.

    Τα φώτα χαμήλωσαν και το φινάλε ήρθε εν μέσω θερμών χειροκροτημάτων. Η τραγωδία του Σοφοκλή στην παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου ξεπούλησε στην παράσταση του Σαββάτου κι έγινε το πρώτο sold out των φετινών Επιδαυρίων (την Παρασκευή την είδαν περί τους 6.000 θεατές). Η σύγχρονη σκηνοθετική ανάγνωση του Στάθη Λιβαθινού, βασισμένη στην έξοχη μετάφραση του Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη, κύλησε χωρίς εντάσεις, δυνατές αντιθέσεις και σαφή στόχευση. «Ο Δημήτρης Μαρωνίτης θα είναι για πάντα κοντά μας» είπε την Παρασκευή το βράδυ, μετά τη λήξη της παράστασης, ο σκηνοθέτης.

    Μια «παιδική χαρά» με κούνια στο κέντρο και παγκάκια τριγύρω, σύμβολο της παιδικής αθωότητας, κυριαρχεί στο εύστοχο σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου. Μόνο που η κούνια γίνεται, στην κορύφωση του δράματος, αγχόνη, κι εντέλει σύμβολο στον τρόπο που η παντοδύναμη εξουσία συνθλίβει τον άνθρωπο, αυτόν τον οποίο η Αντιγόνη, ανυποχώρητα αντιστεκόμενη, αντιπροσωπεύει.

    Η Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη, η νεαρή Αντιγόνη της παράστασης, με κύριο μηχανισμό έκφρασης τη φρεσκάδα της (αν και ακόμη άγουρη) έπλασε μία ηρωίδα η οποία με πείσμα και εφηβική οργή πράττει αυτό που αποτελεί για τη φύση της αναπαλλοτρίωτο αγαθό. Ο Κρέων, μέσα από την ερμηνεία του Δημήτρη Λιγνάδη, λειτούργησε ως άξονας, υπήρξε η στιβαρή βάση αλλά και το επίκεντρο της παράστασης.

    Η αποφασιστική για την όλη στάση του σκηνή με τον Τειρεσία, τον οποίο προσεγγίζει με το κύρος της και υποδύεται υποδειγματικά η (εξαιρετική) Μπέττυ Αρβανίτη, έρχεται ως επιστέγασμα… Τέλος, στεκόμαστε στη συνομιλία των διαφορετικών θεατρικών γενεών επί σκηνής, την πιο ωραία πρόταση της παράστασης.

    18.07.2016, Καράλη Αντιγόνη «Η Αντιγόνη κέρδισε τους θεατές», Έθνος

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Δράμα η τραγωδία της «Αντιγόνης»

    Έλειπαν οι δυνατές ερμηνείες, ενώ η σκηνοθεσία δεν μπόρεσε να πείσει.

    «Στη ζωή δεν πρέπει να ξεχνάμε εκείνους που φεύγουν. Απόψε σε αυτή την παρέα θα ήταν μαζί μας ο κορυφαίος μεταφραστής αρχαίων συγγραφέων και δοκιμιογράφος που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή. Η παράστασή μας είναι αφιερωμένη στον σπουδαίο Δημήτρη Μαρωνίτη» Τα λόγια του σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινού αμέσως μετά την παράσταση «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, το Σάββατο 16 Ιουλίου, μπροστά στο κατάμεστο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου έκαναν τους θεατές να χειροκροτούν θερμά και παρατεταμένα.

    Η νέα και πυκνή μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη από τη μια και η σύνθεση ενός θιάσου αστέρων παλαιάς και νέας φρουράς από την άλλη θα μπορούσαν να δώσουν το στίγμα μιας στερεής και καλοστημένης, από κάθε άποψη, παράστασης. Ωστόσο, η πρώτη συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και το Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, η «Αντιγόνη», σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, φέρει αρκετά ψεγάδια στην απόδοσή της.

    Θα περίμενε δηλαδή κανείς πως μέσα από ένα πλούσιο, άμεσο και καίριο κείμενο, χωρίς περιττά φτιασίδια και ρητορική χλιδή, θα υπάρξουν δυνατές ερμηνείες και μια ευρηματική σκηνοθετική σύνδεση των τριών γενεών ηθοποιών.

    Η πλοκή

    Τι γίνεται όμως στην «Αντιγόνη» του Λιβαθινού; Μελετά με σεβασμό το έργο, διακρίνεται για ένα εξαιρετικό κείμενο, αλλά οι ερμηνείες και η σκηνοθεσία στέκονται πλαδαρά στο έργο που μας κληρονόμησε ο Σοφοκλής. Η τραγωδία μιλάει για τη μοίρα, το πεπρωμένο, τη σύγκρουση μεταξύ των νόμων της ηθικής και των νόμων της Πολιτείας. Η Αντιγόνη είναι η ηρωίδα, το θύμα μιας κληρονομικής κατάρας που έπεσε στον οίκο των Λαβδακιδών και γράφτηκε από τον Σοφοκλή σαν αντίδραση για την εξορία του Θεμιστοκλή. του νικητή της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Η αδελφή του Πολυνείκη, η Αντιγόνη, αποφασίζει να τον τιμήσει με την πρέπουσα ταφή. Συλλαμβάνεται και οδηγείται στον Κρέοντα, που, τηρώντας τους νόμους της Πολιτείας, την καταδικάζει σε θάνατο. Ο βασιλιάς παραμένει αμετάπειστος ακόμη και μετά την παρέμβαση του γιου του, Αίμονα, και διατάζει να θαφτεί η Αντιγόνη ζωντανή σε μια σπηλιά. Ωστόσο, τα δεινά που έχει προβλέψει ο μάντης Τειρεσίας δεν θα αργήσουν να γίνουν πραγματικότητα. Η καθυστερημένη υπαναχώρηση του βασιλιά δεν θα προλάβει την καταστροφή. Η Αντιγόνη έχει απαγχονιστεί μέσα στη φυλακή της και ο αγαπημένος της Αίμονας έχει αυτοκτονήσει. Η Ευρυδίκη, γυναίκα του Κρέοντα. ακολουθεί το γιο της στον Άδη.

    Τα πρόσωπα

    Ο Δημήτρης Λιγνάδης κρατάει το ρόλο του Κρέοντα, του βασιλιά και στρατηγού των Θηβών. Έχοντας πλέον μακρά ερμηνευτική πείρα στην αρχαία τραγωδία, ο ηθοποιός αρχίζει να αναπτύσσεται καίρια και προσεκτικά. χωρίς όμως να εκμεταλλεύεται κάποιες αβανταδόρικες στιγμές του ρόλου. Η νεαρή Αναστασία Ραφαέλα Κονίδη, με πείρα ούτε τριών χρόνων στο θέατρο, ντεμπουντάρει στην Επίδαυρο και επιχειρεί να σηκώσει το βάρος της Αντιγόνης. Στην πρώτη της επαφή με το αρχαίο δράμα και το αργολικό θέατρο, η νεαρή ηθοποιός δεν καταφέρνει να βγει αλώβητη. Η υπόλοιπη διανομή -οι Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Αντώνης Κατσαρής. Βασίλης Μαγουλιώτης. Κώστας Καστανάς, Στέλλα Φυρογένη. Αντώνης Κατσαρής, Μαρία Κωνσταντά, Αστέρης Πελτέκης- κινείται σε μια ισορροπημένη απόδοση, χωρίς θριαμβευτικούς τόνους. Ωστόσο, η Μπέτυ Αρβανίτη ως Τειρεσίας και η Μαρία Σκούντζου ως Κορυφαία του Χορού δίνουν καθαρά το στίγμα της ερμηνευτικής τους οντότητας και ταυτότητας. Η μοναδική στιγμή της παράστασης, η σκηνή-φινάλε του έργου με τα δυνατά λόγια του Χορού. ίσως έδωσε συναίσθημα στην «Αντιγόνη», αλλά δεν έσωσε την κατάσταση. «Τον πρώτο λόγο έχει η φρόνηση στο δρόμο της ευδαιμονίας. Πληρώνουν ακριβά τα μεγάλα λόγια τους οι αλαζόνες, ωσότου αργά να βάλουν γνώση στα γεράματα».

    18.07.2016, Στούκα Ξένια «Δράμα η τραγωδία της Αντιγόνης», Ελεύθερος Τύπος

  • Συν + Πλην: Αντιγόνη στην Επίδαυρο

    Θετικές και αρνητικές σκέψεις για την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Αντιγόνη» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, όπως παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.

    Το έργο

    Αντιγράφω από το σημείωμα του μεταφραστή της παράστασης, Δ.Ν. Μαρωνίτη, στο πρόγραμμα, ο οποίος περιγράφει λιτά και περιεκτικά την υπόθεση μιας από τις πιο δημοφιλείς τραγωδίες του αρχαίου δράματος: «Ο Κρέων, βασιλιάς και στρατηγός των Θηβών (μετά την απόκρουση των Επτά επί Θήβας, με τίμημα τον αμοιβαίο θάνατο των δύο γιων του Οιδίποδα), έχει προκηρύξει τον Πολυνείκη δημοσίως προδότη της πατρίδας, απαγορεύοντας συνάμα την ταφή του, με ποινή τον δημόσιο λιθοβολισμό κάθε παραβάτη. Στη ρητή αυτή διαταγή αντιστέκεται πεισματική η Αντιγόνη και εισπράττει την οριακή εκδίκηση του Κρέοντα: εγκλεισμό σε τυφλό υπόγειο θάλαμο, ο οποίος απολήγει σε αυτοκτονικό απαγχονισμό, με παρεπόμενη την αυτοκτονία του Αίμονα (σ.σ. γιου του Κρέοντα) και της Ευρυδίκης (σ.σ. συζύγου του Κρέοντα). Η όψιμη μεταμέλεια του Κρέοντα εξελίσσεται σε προσωπική συντριβή».

    Η παράσταση

    Μερικά ξύλινα θρανία γύρω γύρω από την ορχήστρα και στη μέση της μια μεγάλη εξέδρα (που έκανε και χρέη πύλης του παλατιού) με μια ξύλινη κούνια να δεσπόζει. Εκεί κάθεται ένα μικρό κορίτσι, η Αντιγόνη (Αναστασία – Ραφαέλλα Κονίδη) που παραπέμπει στην αθωότητα μιας μαθήτριας μαχητικής και δυναμικής όμως, αφού φοράει μια εκδοχή μαθητικής ποδιάς (ζιπ κιλότ ποδιά, με άσπρο γιακαδάκι πάντως, και με άσπρες κάλτσες). Καθώς κουνιέται η Αντιγόνη, φτάνει από τη γνωστή διαδρομή ο υπόλοιπος θίασος και κάθεται στα, πίσω από την εξέδρα, θρανία. Έμειναν όλοι εκεί καθόλη τη διάρκεια της παράστασης.

    Η παράσταση βασίστηκε σε μια ρεαλιστική ανάγνωση της τραγωδίας, με αρκετές «μοντέρνες» επεμβατικές πινελιές και με κυρίαρχη την ένταξή της (και λόγω κοστουμιών, που μόνο σαφή δεν ήταν) σε ένα περιβάλλον ρωσικού θεάτρου στην περίοδο της προεπαναστατικής Ρωσίας. Λογικό, αφού και τότε συγκρούστηκε το παλαιό (η αστική τάξη, το συντηρητικό και το θεοκρατικό) με το νέο (το επαναστατικό, το ορθολογικό της εποχής, το κομμουνιστικό). Μια συνθήκη που υπηρετούσε και τη σύγκρουση που πραγματοποιείται στην τραγωδία του Σοφοκλή ανάμεσα στην Αντιγόνη και τον Κρέοντα.

    Αυτή η αρχική ιδέα του Στάθη Λιβαθινού, κατά τη γνώμη μου παραμένει σ’ έναν γραμμικό ρεαλισμό αφήγησης της υπόθεσης, αποστραγγίζεται από το συναίσθημα (στην περισσότερη διάρκειά της) και δεν μεταφέρει το κυρίαρχο αυτής της συγκλονιστικής τραγωδίας. Δηλαδή: έχω δει πάρα πολλές φορές την «Αντιγόνη». Κάθε φορά, ως θεατής, θυμάμαι να συγκρούομαι μέσα μου με τα επιχειρήματα του Κρέοντα και της Αντιγόνης, της Αντιγόνης και του Κρέοντα. Με τα επιχειρήματα αυτού που χωρίς συναίσθημα, μόνο με τη στεγνή λογική, υπηρετεί τους θεσμούς και τους νόμους, κι αυτού, που με υπέρμετρο συναίσθημα υπερασπίζεται την παράδοση και το δίκαιο των θεών. Στην παράσταση αυτή του Εθνικού Θεάτρου, αυτό το δίλημμα δεν μεταδόθηκε, σαν να μην τέθηκε ευκρινώς.

    Εξίσου απούσα ήταν και η εντελώς διαφορετική ψυχοσύνθεση των δύο αδελφών, της Αντιγόνης και της Ισμήνης. Η Αντιγόνη είναι, ασφαλώς, ένα κορίτσι με πάθος, με ανεξέλεγκτο συναίσθημα, με γενναιότητα, με παρρησία και η Ισμήνη είναι ένα κορίτσι υποταγμένο, φοβισμένο και φοβικό, συγκαταβατικό, δηλαδή από εκείνη την πάστα των ανθρώπων που δεν θα επιχειρήσουν κάποια σημαντική σύγκρουση στη ζωή τους. Ούτε κι αυτή η κρίσιμη διαφοροποίηση αναδείχθηκε όσο έπρεπε. Όσο για την καλή, κατ’ αρχήν, ιδέα του Στάθη Λιβαθινού, να εντάξει στην παράσταση ηθοποιούς πολλών και διαφορετικών γενεών, δεν λειτούργησε πάντα καλά.

    Τα συν (+)

    Τα πριν από την παράσταση: Το νέο πωλητήριο του Εθνικού Θεάτρου, που στήθηκε στο γρασίδι της Επιδαύρου, λίγο πριν τα εκδοτήρια, και καλεί τους επισκέπτες να συναντηθούν, μέσω εύχρηστων και καλοσχεδιασμένων αντικειμένων, με στιγμές από την ιστορία του Εθνικού. Παρ’ ότι ο χώρος που τα φιλοξενεί τα αδικεί γιατί είναι πολύ μικρός, η ιδέα είναι θαυμάσια και τα αντικείμενα εξίσου υπέροχα. Λίγο αργότερα παίρναμε στα χέρια μας το πρωτότυπα σχεδιασμένο πρόγραμμα της παράστασης, με πλήρες υλικό, με κείμενα που σε εντάσσουν στο κλίμα και στο πνεύμα της τραγωδίας, αλλά και στις ερμηνείες που την ακολούθησαν.

    Η μετάφραση. Την χαρήκαμε, την απολαύσαμε, την παρακολουθήσαμε λέξη-λέξη, αποχαιρετίσαμε μέσω αυτής την πορεία του Δ. Ν. Μαρωνίτη και τη συμβολή του στην πρόσληψη, από τις νεότερες γενιές, της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.

    Οι δύο Χοροί. Ήταν ωραία ιδέα ο Χορός των γερόντων και ο Χορός των νεαρών κοριτσιών. Υπογράμμιζε τη συνέχεια των γενεών και ευελπιστούσε να υπογραμμίσει τις διαφοροποιήσεις των ερμηνειών. Δεν ήταν όλες επιτυχείς.

    Οι ερμηνείες κάποιων «έμπειρων» ηθοποιών. Η Μπέττυ Αρβανίτη, με την εμπειρία της και τη θητεία της στο θέατρο, κέρδισε το κοινό ερμηνεύοντας τον Τειρεσία, χωρίς να διστάσει να τσαλακώσει για άλλη μία φορά την ωραία φιγούρα της. Δίπλα της, ξεχώρισαν, τρυφερά και σθεναρά, ο Κώστας Καστανάς και ο Νίκος Μπουσδούκος, ως μέλη του Χορού των γερόντων και ως φωνές της σύνεσης στην καταιγίδα, και χωρίς να φέρουν τις ευκολίες της πείρας τους επί σκηνής. Όσο για τον αγαπητό Κύπριο ηθοποιό Αντώνη Κατσαρή, έφτιαξε έναν δικό του Φύλακα, υπηρέτησε το ψοφοδεές του ρόλου, και συγκίνησε. Ο Αίμων (Βασίλης Μαγουλιώτης), παρά το αρχικό του τρακ, ανταποκρίθηκε με μεγαλύτερη πληρότητα και συναίσθημα στο ρόλο του.

    Οι ατμοσφαιρικές σκηνές. Η πιο σημαντική, κατά τη γνώμη μου, σκηνή της παράστασης, ήταν η σκηνή που ο Κρέων, μαζί με τον Χορό των γερόντων, ανακοινώνουν την ποινή της Αντιγόνης. Και είναι η πιο συναισθηματική στιγμή της παράστασης, αφού η όλη ανακοίνωση λέγεται τεμαχισμένα, κοφτά, καθώς κανείς τους, ούτε ο Κρέων, ούτε τα μέλη του Χορού, αντέχουν να εκφέρουν, την τραγική καταδίκη. Η άλλη σημαντική σκηνή, υπαινικτική, ήταν στην πρώτη εμφάνιση του Κρέοντα επί σκηνής, όταν κρατάει στα χέρια του δύο σακκάκια: των νεκρών Ετεοκλή και Πολυνείκη. Και καθώς σέρνονται, είναι σαν να ακούγονται οι στίχοι του Γιάννη Θεοδωράκη από τους «Λιποτάκτες» -«στα κρεμαστάρια/ σφαχτάρια τα ρούχα μας» από το τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη «Έγινε ατμός ο ερωτάς μας». Τέλος, η σκηνή που ο Τειρεσίας αναγγέλλει τα δεινά που θα ακολουθήσουν, και η κούνια γίνεται αγχόνη για την Αντιγόνη και τον Κρέοντα ήταν από τις πιο δυνατές, παρότι αναμενόμενη.

    Τα πλην (-)

    Τα κοστούμια. Κανείς δεν κατάλαβε πού παρέπεμπαν, τι υπηρετούσαν, τι ήθελαν να πουν. Λίγο από Τσέχωφ, λίγο από κάτι αστικό, αδιευκρίνιστο, πάντως ακατανόητο (Ελένη Μανωλοπούλου).

    Η μουσική. Και η παρουσία των τριών «αξιωματικών»- μουσικών επί σκηνής και η μουσική των χορικών (Χαράλαμπος Γωγιός) ήταν παντελώς αποτυχημένη. Κάποιες στιγμές ακούστηκε και ως φάλτσα. Αν ήταν εσκεμμένο, ουδείς κατάλαβε τι υπηρετούσε.

    Ο Χορός των γερόντων και των νέων κοριτσιών. Αυτό που ξεκίνησε να είναι στα συν (+) της παράστασης κατέληξε να είναι στα πλην της, γιατί ελάχιστες φορές συνυπήρχαν πραγματικά και δημιουργικά. Ενδεχομένως, μεγάλο ρόλο στην αποτυχία έπαιξε η μουσική. Πάντως, δεν απολαύσαμε τα υπέροχα χορικά της παράστασης. Ειδικά το εμβληματικό «Ερως ανίκατε μάχαν», αποδείχθηκε επαρκές χωρίς να είναι απογειωτικό.

    Οι ερμηνείες. Η νεαρή Αντιγόνη (Αναστασία-Ραφαέλλα Κονίδη), που υπηρέτησε, προφανώς, τις σκηνοθετικές οδηγίες, έδωσε μιαν Αντιγόνη περίπου «είμαι 16άρης, σας @@αμώ τα λύκεια», υπερβάλλοντας σε κραυγές και ποδοβολητά χωρίς λόγο. Θα πρέπει όμως να της πιστώσουμε ότι παρά το νεαρό της ηλικίας της και της εμπειρίας της, δεν μετέδωσε καθόλου άγχος ή τρακ, για την τεράστια ευθύνη που ανέλαβε. Η Ισμήνη (Δήμητρα Βλαγκοπούλου), πιο ισορροπημένη, αλλά χωρίς να «περνάει» την διαφοροποίηση της με την Αντιγόνη, χωρίς να γίνεται η συμπαθής-αδύναμη. Η Μαρία Σκούντζου έπαιξε με έναν πολύ παλιό τρόπο και την αδίκησε ιδιαιτέρως το κοστούμι που φορούσε. Αφήνω τελευταίο, τον αγαπητό και αγαπημένο Δημήτρη Λιγνάδη, που επωμίσθηκε τον ρόλο του Κρέοντα. Τον αγαπώ και τον θαυμάζω, τον έχω δει να δίνει σπουδαίες ερμηνείες. Στην προκειμένη περίπτωση, υπηρέτησε με την εμπειρία του τη σκηνοθετική άποψη, χωρίς να κάνει τη διαφορά.

    Συμπέρασμα

    Μια δημοφιλής τραγωδία, με πολλά και ιστορικά ανεβάσματα, που δεν κατάφερε να προσθέσει κάτι διαφορετικό. Μια παράσταση που κινήθηκε στους δρόμους του κλασικού και του εύληπτου, με κάποιες επιδερμικές πινελιές μοντέρνου, χωρίς να συνεπάρει. Χωρίς να είναι η παράσταση που θα θυμόμαστε.

    18.07.2016, Σελλά Όλγα «Συν + Πλην: Αντιγόνη στην Επίδαυρο», www.monopoli.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Ένα αγοροκόριτσο ωριμάζει πριν την ώρα του

    Η παράσταση του Στάθη Λιβαθινού έφερε τη νέα γενιά, τα παιδιά της Θήβας, στο προσκήνιο. Ακόμα και στον Χορό

    Δεν γνωρίζω τι περίεργες συσχετίσεις συνέβησαν, ποιες κρυφές δυναμικές και συμπτώσεις ώστε το φετινό πρόγραμμα της Επιδαύρου να γίνει ένα από τα σημαντικότερα, πλέον πολυδιάστατα και ανοιχτόμυαλα των τελευταίων ετών. Την «Ορέστεια» της προηγούμενης εβδομάδας, που προκάλεσε συζητήσεις, ακολούθησε η «Αντιγόνη» του Εθνικού ή μάλλον των Εθνικών – της σύμπραξης των κρατικών ελληνόφωνων φορέων σε μια πολυπρόσωπη παραγωγή υπερεθνικού χαρακτήρα.

    Η υποδοχή της υπήρξε αδιαμφισβήτητα θερμή, το χειροκρότημα άφθονο και τα εισιτήρια (διόλου τυπικός παράγοντας) ανάρπαστα. Ούτε ωστόσο σε αυτή την «Αντιγόνη» έλειψε ο αντίλογος -η κριτική όσων αρνήθηκαν τον καλλιτεχνικό δίπλα στον εμπορικό χαρακτήρα της πρότασης του Στάθη Λιβαθινού.

    Γεγονός είναι πως η σκηνοθετική ματιά του Λιβαθινού εξέφραζε αυτό που θα ονομάζαμε «μέση λύση», κάτι που στα σύγχρονα ειωθότα σημαίνει σεβασμός στο κλασικό κείμενο (το οποίο μάλιστα κατατέθηκε στη νέα, έγκυρη μετάφραση του πρόσφατα χαμένου Δημήτρη Μαρωνίτη), απόδοση και όχι διασκευή του κειμένου, ευθεία αντιμετώπιση του προβλήματος του Χορού, μείξη και επί σκηνής ώσμωση . ποικίλων γενεών υποκριτικής, και μια σχετικά ήπια (κάπως αόριστη) μεταφορά του δραματικού περιβάλλοντος σε έναν μάλλον υπερ-ιστορικό χρόνο γεμάτο συμβολισμούς και ενεργά νοήματα.

    Λύση δοκιμασμένη: Η απόσταση της «Αντιγόνης» από την «Ιλιάδα» του ίδιου σκηνοθέτη δεν είναι μεγάλη και αυτό φάνηκε ακόμη και στα (υπερφορτωμένα) κοστούμια και το ανισόπεδο σκηνικό (της Ελένης Μανωλοπούλου), στην κίνηση, στη χρήση τελεστικών αντικειμένων (ένα κοστούμι αδειανό «δείχνει» τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή κάθε φορά), στην μελοδραματική τόνωση με ζωντανή μουσική…

    Αλλά ας ξεκινήσουμε με τα θετικά. Η πρώτη βασική ιδέα του Λιβαθινού, που αξίζει να συζητηθεί, στράφηκε στον Χορό. Μοίρασε το βάρος του σε δύο υποομάδες, από τη μια ώριμων υποκριτών (συμβολικά αλλά και κυριολεκτικά στυλοβατών της κοινωνίας: Κώστας Καστανάς, Νίκος Μπουσδούκος, Μαρία Σκούντζου, Αστέρης Πελτέκης, Γιάννης Χαρίσης) και από την άλλη σε μια ομάδα «παιδιών της Θήβας» (Μαρία Κωνσταντά, Ευτυχία Σπυριδάκη, Λυδία Τζανουδάκη, Αντωνία Χαραλάμπους).

    Η σκέψη είναι ωραία, θεατρικά και μουσικά, κυρίως είναι σημαίνουσα. Σημαίνει την απουσία μιας άλλης, τρίτης «ομάδας». Πράγματι ο πόλεμος έχει διαγράψει από την κοινωνία της Θήβας την ενδιάμεση γενιά, τη γενιά της δρώσας νεότητας. Τώρα έχουν απομείνει απόμαχοι βετεράνοι, σοφοί αλλά ανενεργοί, να διδάσκουν τα ζωηρά εγγόνια τους. Γι’ αυτό είναι ανάγκη της πολιτείας να ωριμάσουν γρήγορα τα παιδιά, πριν την ώρα τους. Σε μια γενικότερη πολιτική συνθήκη συναγερμού, νέα παιδιά καλούνται να πάρουν στα χέρια τους την κατάσταση βάζοντας στη θέση του συνειδητού πολίτη τον ενθουσιασμό, την ορμή και την επιπολαιότητα της ηλικίας τους.

    Η Αντιγόνη φορούσε παντελόνια

    Από εκεί προκύπτει η Αντιγόνη της Αναστασίας-Ραφαέλας Κονίδη. Να την λοιπόν που κάθεται στην αρχή στην κούνια μιας παιδικής χαράς. Μοιάζει να πλήττει θανάσιμα σαν κάθε νέα της ηλικίας της: στην πραγματικότητα γεμίζει μέσα της με βούληση. Ο Μαρωνίτης την έχει ήδη αποκαλέσει «μόνη», είναι αληθινά γέννημα μιας γενιάς που έχει για ριζικό της να αποξενώνεται και να καταστρέφεται. Αλλά αυτή η Αντιγόνη φοράει παντελόνια, όταν η αδελφή της η Ισμήνη (Δήμητρα Βλαγκοπούλου) προτιμάει στολή με φουστίτσα. θα μου επιτραπεί να υποψιαστώ τι λειτούργησε στην επιλογή της νέας ηθοποιού για τον ρόλο, ανάμεσα σε πολλά άλλα ασφαλώς. Είναι η προηγούμενη ερμηνεία της σε ρόλους αγοριού. Αυτή η Αντιγόνη είναι αγοροκόριτσο, άγουρο παιδί που κατά κάποιον τρόπο αναλαμβάνει μετά τον θάνατο των αρρένων τέκνων του Οίκου τη θέση τους.

    Για σκηνικό άλλωστε, είπαμε, έχει επιλεγεί ήδη μια «μεταμφίεση»: ποιος αμφιβάλλει ότι η παιδική χαρά που καταλαμβάνει την ορχήστρα, με τα παγκάκια ολόγυρα, δεν είναι παρά κάποιο χθεσινό ικρίωμα που βιαστικά συγκαλύφτηκε με την ανάγκη της παιδικής ξεγνοιασιάς; Η πόλη θέλει να θάψει μαζί με τους νεκρούς τις πληγές της. Γι’ αυτό η απόφαση του Κρέοντα δεν έχει να κάνει μόνο με τους «προδότες». Αρνείται στην πόλη το δικαίωμα να προχωρήσει.

    Στον δικό του ρόλο ο Δημήτρης Λιγνάδης αποδεικνύει πως το σκηνικό κύρος προηγείται κάποτε της ερμηνείας. Μου κάνει γενικά εντύπωση πως το κοινό δέχτηκε την αποκλιμάκωση των μεγεθών αυτή τη φορά τόσο αγόγγυστα. Η Θήβα μοιάζει πολύ μικρή, μικρότερη της μυθικής αίγλης της. Το ίδιο και η Αντιγόνη, και ο Κρέοντας. Θα μπορούσαμε να βρισκόμαστε σε κάποια (ρώσικη) επαρχιακή πόλη, με τους κατοίκους της, σαν τον Φύλακα του Αντώνη Κατσάρη, να βγαίνουν κατευθείαν από τον ηθογραφικό ρεαλισμό και τον νέο της τύραννο να διαθέτει εκτόπισμα λίγο ίσως μεγαλύτερο από κάποιου νεόκοπου δημάρχου.

    Ο σεξπιρικός Κρέων

    Κι ωστόσο σε αυτή την πόλη ο Λιγνάδης κατορθώνει να φορέσει το άβολο στέμμα, πεταμένο στα παγκάκια, και θα προσπαθήσει με αυτό να κυβερνήσει. Μπορούμε να φανταστούμε πως η μοιραία απόφαση θα μπορούσε να είναι η πρώτη του από τη θέση του αρχηγού. Και με αυτή αμφισβητείται, διώκεται, κατανικάται, γελοιοποιείται, καταγγέλλεται και οδηγείται στην εκμηδένιση. Έχω επηρεαστεί ή είναι γεγονός πως ο Λιγνάδης μπολιάζει τον Κρέοντα με σεξπιρικό, μαύρο αίμα;

    Έχει προηγηθεί ωστόσο μια πολύ όμορφη σκηνή με τον γιο του Αίμονα. Εκεί η νεότητα του Βασίλη Μαγουλιώτη λάμπει. Έχει στην αρχή αφέλεια, ορμητικότητα, ενθουσιασμό και πίστη στον πατέρα του. Σταδιακά εμπλέκεται σε μια μάχη που περιλαμβάνει, εκτός από επιχειρήματα, απειλές και εκατέρωθεν προσβολές. Και χάνει το μέτρο καθώς πλέον γίνεται οδηγός μιας νεανικής παράκρουσης έρωτα και μελαγχολίας. Είναι ωραίο πράγμα να βλέπει κανείς από πότε τέθηκε στη θεωρία η άποψη ότι την πολιτεία των ανθρώπων δεν τη φτιάχνει μόνο η πολιτική, αλλά η επιθυμία και ο έρωτας.

    Αυτό ξεχνάει ο Κρέων και αυτό μας θυμίζει η Αντιγόνη κατά την επιστροφή της στη σκηνή, με τις οιμωγές και τον θρήνο. Είναι κρίμα που είναι μια από τις αδύναμες στιγμές της παράστασης. Η Κονίδη μπόρεσε να κουβαλήσει την αποφασισμένη παιδούλα μέχρι μπροστά στον τάφο. Από εκεί και πέρα όμως η συμπεριφορά της οφείλει να δείχνει ότι η Αντιγόνη της έχει ωριμάσει απότομα. Είναι πια μια νύφη που θα θαφτεί ζωντανή! Σε μια σκηνή μελοδραματική, άγρια κι αβανταδόρικη (σαν τέτοια άλλωστε εξαρχής γράφτηκε) η νέα ηθοποιός αγωνίστηκε φιλότιμα, αλλά μάλλον δεν έπεισε.

    Ακολουθεί η είσοδος του Τειρεσία στην ορχήστρα. Βρίσκω υπερβολική τη μεταμφίεσή του, ωστόσο οφείλω να σημειώσω πως όταν κάτω από αυτή την τερατώδη φιγούρα ακούστηκε η φωνή της Μπέτυς Αρβανίτη σαν να συνέβη μέσα μας απόκοσμη μείξη πραγμάτων. Μια τέτοια φωνή μπορεί να προφητεύει την επερχόμενη καταστροφή.

    Σε μια μάλλον ατυχή γκραν γκινιόλ έμπνευση του σκηνοθέτη, στο ικρίωμα εμφανίζονται οι δύο νέοι αυτόχειρες. Ωστόσο, τότε μόνο, με αυτό το όραμα, ο βασιλιάς αποδέχεται το λάθος του. Με την παρότρυνση του Χορού τρέχει να προλάβει το κακό. Εις μάτην… Η Ευρυδίκη της Στέλας Φυρογένη στέκει ασάλευτη, καθώς το κακό καταφθάνει με τα λόγια των Αγγέλων Γιάννη Χαρίση και Αστέρη Πελτέκη. Στο τέλος ο Κρέων απομένει στη σκηνή τριπλά κατεστραμμένος και από μια άποψη αφόρητα «μόνος». Η Αντιγόνη σαν να του μετέδωσε τη μοναξιά της. Ανεβαίνει στο ικρίωμα, φτιάχνει από τα σχοινιά μια νέα κούνια… Και σε αυτήν κάθεται, όμοια με την Αντιγόνη, στην αφετηρία της μελαγχολικής εγκαρτέρησης. Η ζωή συνεχίζεται θάβοντας τους νεκρούς και ξεθάβοντάς τους…

    Προσωπικά δεν γνωρίζω άνθρωπο που να ασχολήθηκε με την παράσταση της «Αντιγόνης» γυρνώντας το βράδυ της Παρασκευής. Όλοι ήμασταν αγριεμένοι και συνεπαρμένοι από τα γεγονότα της Τουρκίας… Ώσπου μας ήρθε πάλι στο μυαλό το άλλο πρωί, βλέποντας ήρωες και προδότες να κείτονται σκόρπια στον ίδιο δρόμο. Απ’ αυτούς πάλι ποιους να θάψεις και ποιους άθαφτους να αφήσεις;

    18.07.2016, Ιωαννίδης Γρηγόρης «Ένα αγοροκόριτσο ωριμάζει πριν την ώρα του», Η Εφημερίδα των Συντακτών

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Αντιγόνη από την κούνια στην αγχόνη

    Γέμισε ασφυκτικά το αργολικό θέατρο στην παράσταση του Εθνικού που σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθινός. Ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του Δημήτρη Μαρωνίτη, ο οποίος δεν πρόλαβε να δει τη μετάφρασή του παιγμένη ζωντανά.

    Οι προσδοκίες πολλές. Οι θεατές οι οποίοι αψήφησαν τις μετεωρολογικές προβλέψεις που ήθελαν ειδικά το βράδυ του Σαββάτου να ανοίγουν οι ουρανοί κι έσπευσαν στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου ακόμη περισσότεροι: για την ακρίβεια 15.500 (6.000 την Παρασκευή και 9.500 το Σάββατο – sold out, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Εθνικού Θεάτρου). Η παράσταση της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία του καλλιτεχνικού διευθυντή της πρώτης θεατρικής σκηνής της χώρας Στάθη Λιβαθινού, ωστόσο, παρά το χειροκρότημα που εισέπραξε, τελικά φάνηκε πως δεν κατάφερε να κρατήσει την ισορροπία της πάνω στην κούνια, η οποία αποτελούσε και το κεντρικό στοιχείο του σκηνικού της.

    Με 20 λεπτά καθυστέρηση έσβησαν τα φώτα στο αργολικό θέατρο το βράδυ του Σαββάτου μέχρι να γεμίσουν σχεδόν ασφυκτικά τα εδώλιά του ώς και στα πιο ψηλά σημεία του άνω διαζώματος για να εμφανιστεί η παιδούλα Αντιγόνη (Αναστασία – Ραφαέλα Κονίδη) να λικνίζεται πάνω στην κούνια που κρεμόταν πάνω σε ένα πατάρι, το οποίο στην πορεία θα δικαίωνε όσους εξ αρχής το «διάβασαν» ως ικρίωμα.

    Ντυμένη με μαύρο σορτσάκι, σιωπηλή. δεν θα πει τα πρώτα λόγια του ρόλου της προτού εμφανιστεί ο Χορός που θα στριμωχτεί σε τρία από τα εννέα ξύλινα παγκάκια τα οποία συμπλήρωναν το σκηνικό κι απέδιδαν στην ορχήστρα χαρακτήρα πλατείας. Ούτε προτού περάσουν δυο λεπτά σιωπής. Ούτε προτού η Ισμήνη (Δήμητρα Βιγκοπούλου) αρχίσει να σιγοτραγουδά ένα νανούρισμα (έχουμε εμείς κορίτσι/ έχει ο βασιλιάς παιδί/ θα τα αρραβωνιάσουμε/ να συμπεθεριάσουμε). Την ώρα που αποκάλυπτε το σχέδιό της να θάψει τον αδελφό της με ύφος πεισματάρας έφηβης συνοδεύοντας την ένταση των λόγων με την αιώρησή της πάνω στην κούνια εμφανίστηκε η τριμελής ορχήστρα πνευστών ως στρατιωτική μπάντα φορώντας καπέλα με λοφίο κι ο Χορός των γερόντων έπαιρνε θέση επί σκηνής (Νίκος Μπουσδούκος, Κώστας Καστανάς, Μαρία Σκούντζου): ο πρώτος με αμφίεση φτωχού ταλαίπωρου πολίτη και οι άλλοι δύο με πιο αστική ενδυμασία και ειδικά με τη Μαρία Σκούντζου να καλεί σε γιορτή για το τέλος του πολέμου μεταξύ Ετεοκλή και Πολυνείκη σκορπώντας χαρτοπόλεμο στον αέρα. Ήταν η στιγμή που ο Κρέων (Δημήτρης Λιγνάδης) έκανε την είσοδό του κρατώντας δυο σακάκια: το ένα σύμβολο του υπερασπιστή της Θήβας Ετεοκλή, το άλλο του προδότη αδελφού του Πολυνείκη που υπέπεσε σε «αυτόχειρο πήγμα κι ανίερο», σύμφωνα με την καινούργια μετάφραση του εκλιπόντος Δημήτρη Μαρωνίτη – στη μνήμη του οποίου ήταν αφιερωμένη η παράσταση. Πριν προλάβει να αποσώσει το διάγγελμά του με το οποίο απαγόρευε την ταφή του Πολυνείκη εισέβαλε ο φύλακας (Αντώνης Κατσαρής) που κατάφερε να αποφύγει τη γραφικότητα και να ανακοινώσει πως κάποιος τόλμησε να παραβεί τις εντολές του βασιλιά. Σιγά σιγά τα όρια ανάμεσα στα επεισόδια και τα στάσιμα άρχισαν να χάνονται, ο χορός των τεσσάρων κοριτσιών (Μαρία Κωνσταντά, Ευτυχία Σπυριδάκη, Λυδία Τζανουδάκη, Αντωνία Χαραλάμπους) θύμιζε κάτι από μιούζικαλ, με το μοτίβο ενός παιδικού τραγουδιού (Χαράλαμπος Γωγιός) να επαναλαμβάνεται σε ολόκληρη την παράσταση μαζί με το αρχικό νανούρισμα κι εκείνες να θυμίζουν παρέα παιδιών που παίζουν ντυμένες με φορέματα παστέλ μιας άλλης εποχής αναδίδοντας ένα άρωμα από τη Ρωσία του Τσέχοφ με τις δαντέλες, τα γιακαδάκια και τα μάξι σατέν με το σάλι της Ευρυδίκης που ακολούθησε.

    «Αγαπήσου Τότε!»

    Όσο η Αντιγόνη πλησίαζε προς τον θάνατο, τόσο μειωνόταν το μαύρο στα ρούχα της και η ζυγαριά έρεπε προς το νυφιάτικο λευκό. Ωστόσο η αντιπαράθεσή της με τον Κρέοντα – που κατάφερε να κυριαρχήσει στην ορχήστρα σκηνοθετική αδεία και σχεδόν να «εξαφανίσει» την άπειρη Αντιγόνη, σε βαθμό που αρκετοί θεατές να υποστηρίζουν ότι η παράσταση έπρεπε να τιτλοφορείται «Κρέων» – δεν έγινε ευθέως. Οι δύο αντίπαλοι στάθηκαν πλάι ο ένας στον άλλον σαν να ακολουθούσαν πορείες παράλληλες, χωρίς να ανταλλάσσουν βλέμματα, με εκείνον να προσπαθεί να τη φτάσει πέφτοντας στα γόνατα. «Γεννήθηκα για να αγαπώ!» λέει η Αντιγόνη. «Αγαπήσου τότε!» είναι μία από τις ατάκες που ελάφρυναν το κλίμα της τραγωδίας μαζί με την άτσαλη είσοδο του Αίμονα (Βασίλης Μαγουλιώτης) με επίσης κοντό παντελονάκι, τα λόγια του οποίου – ειδικά το ξέσπασμά του προς τον πατέρα του – έφεραν το ενδιάμεσο χειροκρότημα (συνολικά πέντε κατά τη διάρκεια της παράστασης) από το κοίλο. Οι διασημότεροι ίσως στίχοι του Σοφοκλή ακολούθησαν με τον Δημήτρη Μαρωνίτη να χαρακτηρίζει τον έρωτα «ανίκητο» και «αμάχητο» για να πάρει τη σκυτάλη μία από τις ίσως πιο ατυχείς στιγμές της βραδιάς: ο κομμός της Αντιγόνης πριν οδηγηθεί στον τάφο, ένα μοιρολόι που δεν κατάφερε να περάσει στους θεατές ούτε έλεος ούτε φόβο και κατέληξε στην ταφή της ζωντανής Αντιγόνης συντροφιά με τις κούκλες της

    Η κορυφαία στιγμή

    Ο μάντης Τειρεσίας (Μπέτυ Αρβανίτη) τερατόμορφος, κατά το ήμισυ άνδρας και κατά το ήμισυ γυναίκα, που θέλησε μάλλον να τρομάξει με την όψη του κι όχι να επιβάλλει την παρουσία του με το δέος που αποπνέει η μαντική του δύναμη, επιχείρησε να προειδοποιήσει τον Κρέοντα για τα δεινά που του μέλλονται σε μια από τις ενδιαφέρουσες ερμηνείες της δίωρης παράστασης και σίγουρα σε μία από τις κορυφαίες και πλέον εικαστικές στιγμές της: με μια κίνηση το ξύλο της κούνιας αφαιρέθηκε από τα σκοινιά που το κρατούσαν κι εκείνα μετατράπηκαν σε αγχόνες για τους δυο νέους: την Αντιγόνη και τον Αίμονα, σαν μια προβολή από το μέλλον.

    Την εντυπωσιακή έξοδο του Τειρεσία που σκορπά στον αέρα κέρματα θέλοντας να δείξει πως δεν είναι αργυρώνητος όπως τον κατηγορεί ο Κρέων ακολουθούν τα κακά μαντάτα για την αυτοκτονία του Αίμονα που φέρνει ο Άγγελος (Άγγελος Χαρίσης), η Ευρυδίκη (Στέλλα Φυρογένη) που ζητά να μάθει την αλήθεια για το παιδί της, ο Κρέων που μπαίνει ως μοσχοφόρος κουβαλώντας το νεκρό παιδί του στους ώμους… Και όταν φτάνει η είδηση από τον Εξάγγελος (Αστέρης Πελτέκης) για τον θάνατο της Ευρυδίκης, η ορχήστρα πλέον ήταν γεμάτη νεκρούς, τα παγκάκια όλα πεσμένα στο έδαφος, κι ο Κρέων χωρίς σχεδόν κανένα από τα ρούχα – σύμβολα της εξουσία του παρά μόνο με το στέμμα σέρνεται ράκος πια ως την κούνια, κλείνοντας έναν κύκλο σε μια σκηνή που θύμιζε περισσότερο σαιξπηρικό ήρωα.

    Το χειροκρότημα στο φινάλε ήταν γενναιόδωρο για τους συντελεστές από το Εθνικό θέατρο, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας και τον Θεατρικό οργανισμό Κύπρο που συνέπραξαν ενώ στην υπόκλιση ο Στάθης Λιβαθινός δεν λησμόνησε να μνημονεύσει τον Δημήτρη Μαρωνίτη.

    18.07.2016, Αδαμοπούλου Μαίρη «Αντιγόνη από την κούνια στην αγχόνη», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Τρία χειροκροτήματα για την Αντιγόνη του Στ. Λιβαθινού στην Επίδαυρο

    Είναι εξαιρετικά σπάνιο να διακόπτονται παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας στην Επίδαυρο από το χειροκρότημα του κοινού. Την Παρασκευή 15 Ιούλιου 2016 συνέβη δύο φορές. Η Αντιγόνη του Στάθη Λιβαθινού σε απόδοση του πρόσφατα εκλιπόντος Δημήτρη Μαρωνίτη, συγκίνησε τόσο πολύ το κοινό που το έκανε να ξεσπάσει σε χειροκροτήματα δύο φορές, επιδοκιμάζοντας το στοιχείο που ίσως θα έπρεπε πάντα να είναι το κυρίαρχο στις παραστάσεις του αρχαίου δράματος: τον λόγο. Τον πλήρη συναισθημάτων, νοημάτων, ήθους και πάθους λόγο των αρχαίων δραματουργών. Την Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016 στην Επίδαυρο ακούστηκε ο λόγος του Σοφοκλή…

    Υπάρχουν δύο «σχολές» για την αναβίωση των αρχαίων δραμάτων στις μέρες μας: εκείνη που θέλει τις παραστάσεις να μένουν πιστές στο πνεύμα και στις συμβάσεις των αρχαίων κειμένων και εκείνη που θέλει την μεγάλης κλίμακας αποδόμησή τους, ώστε να παραχθεί μία νέα και σύγχρονη παράσταση / πρόταση. Ο Στάθης Λιβαθινός κατάφερε να επιτύχει την αριστοτελική «μεσότητα»: κράτησε το λόγο του Σοφοκλή, μέσω της ποιητικής απόδοσης του κειμένου από τον Δημήτρη Μαρωνίτη, και «έχτισε» δραματουργικά στοιχεία πάνω του, με τρόπο τέτοιο, ώστε να μην αποσπά ούτε λεπτό την προσοχή του κοινού από τα νοήματα του έργου.

    Η παράσταση ξεκίνησε με την προβληματισμένη νεαρή Αντιγόνη στην κούνια και ολοκληρώθηκε με τον συντετριμμένο Κρέοντα στην ίδια θέση. Είχε μεσολαβήσει η σύγκρουση του ηθικού χρέους και της κρατικής επιταγής, του συναισθήματος και της λογικής, της αλαζονείας και της σύνεσης, της νεότητας και του γήρατος, της ζωής και του θανάτου. Μία σύγκρουσή αίματος και ήττας.

    Ο κόσμος του Σοφοκλή ισορροπούσε πάντα χάρη στις αντίρροπες δυνάμεις που τον καθόριζαν. Η κορυφαία στιγμή ελευθερίας της Αντιγόνης, ήταν και η στιγμή της τραγικής επιλογής της. Θάβοντας τον νεκρό αδελφό της, επιλέγει ταυτόχρονα και τη δική της θέση ανάμεσα στους νεκρούς. Καμιά ανθρώπινη εξουσία δεν τη λυγίζει. Κανένας χρησμός δεν την κάνει να αναλογιστεί την αλαζονεία της επιλογής της, όπως συμβαίνει με τον Κρέοντα, που επιλέγει το σωστό, όταν πια είναι πολύ αργά. Τότε που μπορεί μόνο να μετρήσει νεκρούς. Τις πληγές που τον συντρίβουν.

    Ο Στάθης Λιβαθινός υποκλίθηκε στο μεγαλειώδες έργο του Σοφοκλή και έστησε μία παράσταση ικανή να συγκινήσει τόσο τον αμύητο στο αρχαίο δράμα θεατή, όσο και κάποιον που έχει δει την Αντιγόνη σε δεκάδες παραστάσεις. Υπηρέτησε έτσι τον «εθνικό» χαρακτήρα του κρατικού θεάτρου, που καινοτομεί αλλά δεν θέτει σε κίνδυνο την διαχρονία των αρχαίων ελληνικών αριστουργημάτων. Τα τρία χειροκροτήματα του άξιζαν. Όπως αξίζει να προτείνετε αυτή την παράσταση σε νέους ανθρώπους που δεν έχουν παρακολουθήσει αρχαίο δράμα. Θα ανακαλύψουν ένα τόσο ζωντανό σύμπαν, που είναι πιθανόν να θέλουν να το γευτούν ξανά και ξανά…

    16.07.2016, Καλαντζής Δημήτρης «Τρία χειροκροτήματα για την Αντιγόνη του Στ. Λιβαθινού στην Επίδαυρο», www.postmodern.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Τραγική «Αντιγόνη» αφιερωμένη στον αείμνηστο Δημήτρη Μαρωνίτη

    Αφιερωμένη στον αείμνηστο φιλόλογο, μεταφραστή αρχαίων συγγραφέων και δοκιμιογράφο Δημήτρη Μαρωνίτη είναι η πρώτη συμπαραγωγή του Εθνικού θεάτρου με το Κρατικό θέατρο Βορείου Ελλάδας (ΚΘΒΕ) και τον θεατρικό Οργανισμό Κύπρου (ΘΟΚ), που ανεβάζουν την αρχαία τραγωδία «Αντιγόνη»

    Το κορυφαίο έργο του Σοφοκλή, που παρουσιάζεται σε νέα μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη και σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, στο Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, σήμερα, Σάββατο 16 Ιουλίου, στις 9 το βράδυ, από τα στοιχεία της μέχρι τώρα προπώλησης, όδευε για sold out, ξεπερνώντας τον «Πλούτο» που είχε 6.800 και 9.200 θεατές αντίστοιχα και την «Ορέστεια» που είχε 4.500 και 6.800, επίσης αντίστοιχα. Στη συνέχεια, η παράσταση θα περιοδεύσει σε θέατρα της Ελλάδας και της Κύπρου.

    Ένα από τα αρτιότερα έργα της αρχαίας ελληνικής δραματουργίας

    Η «Αντιγόνη» παρουσιάστηκε, πιθανότατα, στα Μεγάλα Διονύσια του 441 π.Χ. και γράφτηκε από τον Σοφοκλή, σαν αντίδραση για την εξορία του Θεμιστοκλή, του νικητή της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας.  Στο έργο αυτό, ένα από τα αρτιότερα της αρχαίας ελληνικής δραματουργίας, η θεματική της σύγκρουσης μεταξύ των νόμων της ηθικής και των νόμων της πολιτείας φτάνει στην κορύφωσή της, με τους ήρωες να επαληθεύουν την τραγική τους υπόσταση, κρατώντας μέχρι τέλους τη θέση, στην οποία τους έφερε η μοίρα.

    Η σύγκρουση μεταξύ των δύο γιων του Οιδίποδα, Πολυνείκη και Ετεοκλή, για τον θρόνο της Θήβας έχει τελειώσει. Τα δύο αδέλφια βρίσκονται νεκρά στο πεδίο της μάχης. Ο Κρέων, ο νέος βασιλιάς της Θήβας, έχει δώσει διαταγή να παραμείνει άταφος ο Πολυνείκης, που πολέμησε ενάντια στην πατρίδα του Όμως η αδελφή του, Αντιγόνη, αποφασίζει να τον τιμήσει με την πρέπουσα ταφή. Συλλαμβάνεται και οδηγείται στον Κρέοντα, που, τηρώντας τους νόμους της πολιτείας, την καταδικάζει σε θάνατο. Ο βασιλιάς παραμένει αμετάπειστος ακόμη και μετά την παράκληση του γιου του και αρραβωνιαστικού της Αντιγόνης, Αίμονα. και διατάζει να θαφτεί η Αντιγόνη ζωντανή σε μια σπηλιά.

    Ωστόσο τα δείνα που έχει προβλέψει ο μάντης Τειρεσίας δεν θα αργήσουν να γίνουν πραγματικότητα. Η καθυστερημένη υπαναχώρηση του βασιλιά δεν θα προλάβει την καταστροφή. Η Αντιγόνη έχει απαγχονιστεί μέσα στη φυλακή της, ο Αίμονας έχει οι αυτοκτονήσει και η Ευρυδίκη, γυναίκα του Κρέοντα, ακολουθεί τον γιο της στον θάνατο. […]

    15.07.2016, Χ.Σ. «Τραγική «Αντιγόνη» αφιερωμένη στον αείμνηστο Δημήτρη Μαρωνίτη», Ναυτεμπορική

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Αντιγόνη» με ενζενί, έμπειρους και βετεράνους

    Ένας διάολος σε αμπαλάζ κορασίδος! Ισχυρό υλικό, ποθητός, εκρηκτικός μηχανισμός για τα χέρια κάθε σκηνοθέτη και συμπρωταγωνιστή. Είμαι περήφανος και τυχερός που παίζω μαζί της»»: έτσι περιγράφει την 25χρονη πρωτοεμφανιζόμενη ηθοποιό Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη, που θα παίξει στην Επίδαυρο την Αντιγόνη, ο συμπρωταγωνιστής της Δημήτρης Λιγνάδης (Κρέων), στη συνέντευξη που μας έδωσε στο προηγούμενο τεύχος […]

    Τρία θέατρα και τρεις γενιές ηθοποιών συναντιούνται στην Επίδαυρο με όχημα την περίφημη σοφόκλεια τραγωδία. Νέοι, έμπειροι αλλά και βετεράνοι πρωταγωνιστές, όπως οι Μπέττυ Αρβανίτη, Κώστας Καστανάς, Νίκος Μπουσδούκος και Μαρία Σκούντζου, επωμίζονται τους κύριους ρόλους και το Χορό, ενώ, για πρώτη φορά στην ιστορία, συμπράττουν από κοινού το Εθνικό θέατρο, το Κρατικό θέατρο Βορείου Ελλάδος και ο θεατρικός Οργανισμός Κύπρου. Σκηνοθετεί ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Στάθης Λιβαθινός, ενώ η νέα μετάφραση του έργου έχει την υπογραφή του πρόσφατα εκλιπόντα Δημήτρη Μαρωνίτη. […]

    14.07.2016, Χ.Σ. «Αντιγόνη με ενζενί, έμπειρους και βετεράνους», Αθηνόραμα

     

  • Στάθης Λιβαθινός: Πώς πρέπει να εμφανίζεται ένα Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο;

    Πώς πρέπει να εμφανίζεται ένα Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο; Είναι η ερώτηση που θέτει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, Στάθης Λιβαθινός, καθώς κάνει πρεμιέρα στο αρχαίο Θέατρο η «Αντιγόνη» σε δική του σκηνοθεσία.

    Κάθε θεατρικό έργο, πόσο μάλλον αρχαίο ή κλασικό έχει δύο ζωές. Η μία είναι η ζωή που δίνει στο μύθο ο συγγραφέας και η άλλη, η δεύτερη, αυτή που δίνει μέσω της παράστασης ο σκηνοθέτης. Δεν πιστεύω δε πως, ως σκηνοθέτης, πρέπει να κάνεις τα πάντα, ώστε το έργο να είναι αναγνωρίσιμο με τον κλασικά ”αποδεκτό” τρόπο. Προσεγγίζοντάς το οφείλεις να είσαι ειλικρινής απέναντι του, στον εαυτό σου, αλλά να σε αφορά και η εποχή σου.

    Υπάρχει μια προκλητική ερώτηση: Πώς πρέπει να εμφανίζεται ένα Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο; Δεν έχω ακόμα μια ολοκληρωμένη απάντηση. Το σίγουρο είναι πως πρέπει να ψάχνει την πρόταση του. Ίσως Θα πρέπει να πραγματοποιεί συμπαραγωγές- για παράδειγμα, η “Αντιγόνη” είναι προϊόν συνεργασίας μας με το ΚΘΒΕ και το ΘΟΚ και ο “Όιδίπους Τύραννος” με το Θέατρο Βαχτάνγκοφ. Μέσω της παράστασης υπάρχει και μία ακόμα πρόταση που κρύβεται στον τρόπο που στελεχώθηκε ο θίασος. Παλιότεροι πρωταγωνιστές του Εθνικού μάς τιμούν παίζοντας τα μέλη του Χορού και τους βασικούς ήρωες ερμηνεύουν παιδιά νέας θεατρικής γενιάς – εκτός από τον Κρέοντα, τον οποίο παίζει ένας ηθοποιός μεσαίας ηλικίας. Για να είναι μια διανομή ζουμερή έχει την ανάγκη τόσο ενός 24άρη ηθοποιού όσο και ενός 80άρη. Αυτό σημαίνει πως επενδύεις στο πάθος και στο ταλέντο, στη σύμπραξη σχολών, και όχι στην εμπορικότητα των ονομάτων- όχι ότι υποτιμώ τα αναγνωρίσιμα θεατρικά ονόματα. Όμως, η εποχή έχει αποδείξει πως δεν τα έχει πάντοτε ανάγκη για να κάνει μια παράσταση εμπορική επιτυχία. Για παράδειγμα, αξίζει να επισημάνω πόσο εξαιρετική, αποκαλυπτική για μένα προσωπικά, ήταν η ηθοποιός Στέλλα Φυρογένη, όπως επίσης και ο εκ του ΘΟΚ Αντώνης Κατσάρης, μαζί με τους δύο θαυμάσιους πρωταγωνιστές του ΚΘΒΕ Αστέρη Πελτέκη και Γιάννη Χαρίση. Μπορεί να είναι γνωστοί στις πόλεις τους, αλλά δεν θα τους πεις πανελλαδικά αναγνωρίσιμους.

    Το έχω πει πολλές φορές πως δεν είμαι νεολάγνος. Για μένα, η Μαρία Σκούντζου, ο Κώστας Καστανάς, ο Νίκος Μπουσδούκος, η Μπέτυ Αρβανίτη είναι μεγάλοι άνθρωποι με νέες ψυχές – νομίζω ο Χαλεπάς έχει δημιουργήσει τέτοια αγάλματα. Στην Ιαπωνία έχουν τον εξαιρετικό όρο “εθνικός θησαυρός” για κάποιους ηθοποιούς. Οι Ρώσοι έχουν το “ηθοποιός του λαού”, και μάλιστα συνοδεύεται από παράσημο της πολιτείας ως ύψιστη αναγνώριση της προσφοράς του ηθοποιού στο θέατρο. Πιστεύω πως κάποτε πρέπει να δημιουργηθεί και κάτι ανάλογο στη χώρα μας. Εμείς πάλι όταν οι ηθοποιοί, οι χορευτές ή οι μουσικοί μεγαλώσουν τους αφήνουμε στην άκρη, να περάσουν στα αζήτητα. Είναι έγκλημα. Ονειρεύομαι στο Εθνικό Θέατρο να συνυπάρχουν όλες οι γενεές, να δημιουργηθεί μια οικογένεια που να συμπεριλαμβάνει από… τον εγγονό μέχρι τον παππού και τη γιαγιά. Εύχομαι κάποτε να πραγματοποιηθεί.

    Δεν είμαι υπέρ μιας θετικής η μιας αρνητικής ανάγνωσης ενός έργου ή ενός ρόλου. Από τον Ντοστογιέφκσι και μετά συνειδητοποιήσαμε πως και ο μεγαλύτερος εγκληματίας έχει μια φωτεινή αχτίδα μέσα στην ψυχή του. Οι πράξεις της Αντιγόνης επιδέχονται πολλές ερμηνείες. Ακούγοντας τη μετάφραση του Μαρωνίτη, πρώτη φορά σε θέατρο (σ.σ. μετά τη συνέντευξη και πριν τυπωθεί η εφημερίδα έφυγε από τη ζωή ο Δημήτρης Μαρωνίτης. Οι παραστάσεις πλέον, είναι αφιερωμένες στη μνήμη του), μπορεί κανείς να διαισθανθεί πως η Αντιγόνη είναι ένα μείγμα μοναξιάς και αποκοτιάς. Η Αντιγόνη πρώτα απ’ όλα τα βάζει με τον ίδιο τον εαυτό της, από τη στιγμή που στερείται το δώρο του έρωτα. Είναι μια πολύ ακραία πράξη το να αρνιέσαι το χάδι ενός ωραίου αγοριού. Μπορεί να φαίνεται στα μάτια μας ως ηρωίδα, λόγω του τέλους στην τραγωδία, αλλά σε όλη τη διάρκειά της είναι ένας άνθρωπος που έχει αγωνίες και φόβους. Στη δική μας ερμηνεία η Αντιγόνη συνομιλεί με την αποκοτιά της νεότητάς της.

    Μια ολόκληρη γενιά μπορεί να ταυτιστεί με το πρόσωπο της Αντιγόνης παρόλο που στη σύγκρουσή της με τον Κρέοντα τα λόγια του τελευταίου είναι που ακούγονται πιο ταιριαστά στην εποχή μας. Γιατί η Αντιγόνη παλεύει με τη μοναξιά της, προβαίνει σε ακραίες πράξεις, συγκρούεται με την εξουσία, θέλει να χαράξει το δικό της δρόμο, να κάνει τις επιλογές της. Κι αν κάποιος μπορεί να τη δει επικεφαλής σε πορεία, για μένα η Αντιγόνη Θα μπορούσε εξίσου να κλείνει τα παντζούρια των παραθύρων, αν περνούσε μια πορεία κάτω από το σπίτι της. Είναι ικανή να κάνει και τα δύο. Πάντως φοβάμαι πως είναι το λάγνο όνειρο μιας εποχής να δει τυλιγμένη την Αντιγόνη με μια επαναστατική σημαία.

    Ως καλλιτέχνες είμαστε δέσμιοι πολλών ιδεών, αλλά και των χρωμάτων που έχουμε μπροστά μας προκειμένου να ζωγραφίσουμε τον πίνακα. Για να κάνεις μια επιλογή πρέπει να συμπέσουν: μια ιδέα που θα αναφλέξει το σύμπαν, η ομάδα ατόμων με τα οποία θα ήθελες να δουλέψεις, ένα καλό κείμενο και σίγουρα μια μαύρη τρύπα μέσα στην εποχή… Οτιδήποτε έχω θαυμάσει στη ζωή μου έφερνε κάτι τελείως προσωπικό στη συνάντησή του σκηνοθέτη με το έργο. Όπως επιθυμώ να μη χρειάζεται αποκωδικοποιητής προκειμένου να καταλάβει κάποιος τις παραστάσεις μου, έτσι δεν θέλω να εντάσσονται εύκολα σε ένα είδος. Πιστεύω στο στίχο του ποιητή “Η πείρα μού ξέμαθε τον κόσμο”. Θέλω να έχω μόνο ερωτηματικά όταν πλησιάζω το έργο ενός συγγραφέα και να μην παίρνω τίποτα δεδομένο.

    Στη ζωή μου έχω δει μόνο δύο φορές την “Αντιγόνη”. Η μια ήταν η κινηματογραφική μεταφορά της από τον Τζαβέλλα. με τη συγκλονιστική ερμηνεία του θείου μου Μάνου Κατράκη στο ρόλο του Κρέοντα. Η άλλη ήταν η παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή. Δεν έτυχε ποτέ να την ξαναδώ ούτε εδώ ούτε στο εξωτερικό. Όμως ακόμα και αν δεν έχεις δει την τραγωδία, το συλλογικό μας ασυνείδητο είναι γεμάτο από κάποια κλισέ και περιορισμούς που πρέπει να τα ξεπεράσουμε. Προσωπικά Θέλω να απαλλαγώ από τα σχετικά κλισέ με την τραγωδία. Οφείλουμε να προχωρήσουμε σε μια νέα έρευνα, λες και βρισκόμαστε σε παρθένο έδαφος. Μόλις έγινε από το Εθνικό Θέατρο σε συμπαραγωγή με το Κέντρο Δελφών το πρώτο studio Αρχαίου Δράματος για Έλληνες και ξένους ηθοποιούς και είμαι πολύ περήφανος που πραγματοποιήθηκε. Αν αντιλήφθηκα σωστά μετά από τη συζήτηση με την κυρία Αρβελέρ και τον κύριο Καλιγά (σ.σ. η πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών και ο διευθυντής του) μάλλον θα γίνει θεσμός. Θα έρχονται απ’ όλο τον κόσμο να μελετούν το αρχαίο δράμα. Δεν ξέρω πώς σκέφτεται τον ανάλογο θεσμό που προανήγγειλε ο διευθυντής του Φεστιβάλ, Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, πάντως αν συμβεί, εύχομαι να πετύχουν και οι δύο θεσμοί.

    Όταν κλείνουν τα φώτα είμαστε όλοι ίδιοι. Γιατί όλοι μας κάποτε έχουμε ακούσει ένα παραμύθι. Όταν “συμβαίνει” το θέατρο, το κοινό εξατομικεύεται. Γι’ αυτό και η τρομερή σιωπή που υπάρχει στις παραστάσεις. Όταν συμβεί δε στην Επίδαυρο είναι κάτι μαγικό. Γιατί, ίσως, είναι το πιο ωραίο θέατρο στον κόσμο.

    13.07.2016, Μαστρογιαννίτης Δημήτρης «Στάθης Λιβαθινός: Πώς πρέπει να εμφανίζεται ένα Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο;», Athens Voice

     

    Για το link πατήστε εδώ

     

  • Αντιγόνη, μια ηρωίδα πολύπλευρη και διάφανη

    Η 25χρονη Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη περίμενε χορό, πήρε τον πρώτο ρόλο.

    Όταν μήνες πριν, όσο ακόμη έκανε πρόβες με τον Γιάννη Χουβαρδά για τον «Ριχάρδο Γ’», την ειδοποίησαν ότι την αναζητεί ο διευθυντής του Εθνικού, ο Στάθης Λιβαθινός, στο γραφείο του, η Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη υπέθεσε ότι ίσως της δοθεί μια θέση στον χορό. Σε κάποια από τις θερινές παραγωγές του θεάτρου. Μετά τη συνάντησή τους, χωρίς να γνωρίζει αν πρόκειται για παράσταση αρχαίου δράματος ή αττικής κωμωδίας, βάλθηκε να ετοιμάσει ένα μονόλογο. Σε ένα βράδυ έμαθε την Κλυταιμνήστρα από την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι». Την επομένη έβαλε τα δυνατά της, αλλά έφυγε, όπως λέει, απογοητευμένη.

    «Σκεφτόμουν, πώς θα μπορούσα να είμαι καλή μαθαίνοντας τον ρόλο σε ένα βράδυ;». Όταν της ανακοινώθηκε ότι θα παίξει στα 25 της την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, «τρελάθηκα από τη χαρά μου». Συμπαραγωγή της πρώτης κρατικής σκηνής με το ΚΘΒΕ και τον ΘΟΚ.

    Για να αντιμετωπίσει το ντεμπούτο της στο αργολικό θέατρο, πήγε πρώτα μόνη της ώς εκεί για αναγνώριση. «Ένιωθα σαν μυρμήγκι». Τη δεύτερη φορά τα συναισθήματα ήταν διαφορετικά. Με όλο τον θίασο ένιωθε ασφάλεια, ηρεμία. «Θέλω να παίξω καλά. Κυρίως να είναι συνολικά μια δυνατή παράσταση», λέει στην «Κ», με άγχος, όσο πλησιάζουν οι μέρες. «Φυσικά έχω αγωνία για το πλήθος που θα βλέπω ψηλά. Νιώθω όμως και χαρά».

    Η «Αντιγόνη» που θα ερμηνεύσει στις 15, 16/7 στην Επίδαυρο δεν έχει σχέση με την ηρωίδα που διδάχθηκε στο σχολείο. «Τότε την έβλεπα με μια αφέλεια. Η καλή Αντιγόνη και ο κακός Κρέων. Τη θεωρούσα κάπως αγοροκόριτσο. Τώρα μου φαίνεται διάφανη και πολύπλευρη. Είναι μια ηρωίδα που δημιουργείται μέσα στο έργο, έτσι με καθοδηγεί ο Στάθης Λιβαθινός. Δεν είναι η επαναστάτρια που ξεκινάει με το λάβαρο στα χέρια, αλλά ένα κορίτσι που καλείται να πάρει μια απόφαση. Αλλά αυτό το κάτι μέσα της, σιγά σιγά, γίνεται τεράστιο και δεν αφορά μόνο τον αδερφό της, τον άταφο Πολυνείκη. Είναι μια διεκδίκηση προσωπικής ελευθερίας. Έχω διαβάσει πολλές αναλύσεις. Άλλοι στέκονται στις αξίες, στη σύγκρουση των ηθικών άγραφων νόμων με τους νόμους του κράτους. Άλλοι τονίζουν ότι η ηρωίδα παίρνει την απόφαση συναισθηματικά από αγάπη για τον αδερφό της και στο διάβα της βρίσκει τα επιχειρήματα. Στις πρόβες με τη συνάδελφό μου, τη Δήμητρα Βλαγκοπούλου, λέγαμε ότι η Ισμήνη μιλάει πρώτη για τους χθόνιους θεούς, βάζει τα σκαλιά για να πατήσει η Αντιγόνη. Νομίζω ότι αδικούμε τους ανθρώπους αν θεωρούμε ότι υπάρχουν οι αποφασισμένοι-δυνατοί και οι αναποφάσιστοι-αδύναμοι. Οι πρώτοι αποφάσισαν γιατί συνάντησαν κάποιον. Θέλω να πω δεν είμαστε μόνοι μας».

    Η ηρωίδα του Σοφοκλή συλλαμβάνεται και οδηγείται στον Κρέοντα ο οποίος, τηρώντας τους νόμους της πολιτείας, την καταδικάζει σε θάνατο. Διατάζει να θαφτεί ζωντανή σε μια σπηλιά. Ποια θα μπορούσε να είναι η Αντιγόνη σήμερα, τη ρωτάω. «Ένας συνάδελφος, όταν του έλεγα πόσο αγχωμένη είμαι, μου είπε: “Σκέψου λίγο, η Αντιγόνη θα μπορούσε να είναι η Ελλάδα”. Μου άρεσε η ματιά του. Στο μυαλό μου όμως έρχεται και μια άλλη γυναίκα. Μια μαρμάρινη μορφή που έβλεπα στον διάδρομο του Εθνικού δίπλα στις προτομές της Παξινού, του Μινωτή, του Γληνού. Μου είπαν ότι είναι η Ελένη Παπαδάκη, δεν γνώριζα την ιστορία της. Όταν πληροφορήθηκα τη ζωή της, έπαθα σοκ. Νομίζω ότι αυτή η γυναίκα φέρθηκε πραγματικά σαν Αντιγόνη».

    Η Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη δεν ήταν από τα παιδιά που αναζήτησαν το θέατρο νωρίς. Πρώτα στη ζωή της μπήκε η μουσική.

    «Εξωστρεφής, αλλά και ντροπαλή. Τσαμπουκαλού αλλά όχι το κέντρο της παρέας, συναισθηματική, λίγο γκρινιάρα, με πολλή ενέργεια», συστήνεται. «Μου άρεσε από μικρή να καταπιάνομαι με πολλά. Βιολί, στίβος, μπάσκετ. Θα μου πείτε: 1,60! Έπαιζα πλέι μέικερ. Α, και πιάνο». Βέβαια, για να ασχοληθείς με το βιολί τόσο νωρίς, απαιτείται πειθαρχία. «Υπομονή και γερά νεύρα για όσους σε ακούν», γελάει. «Σκεφτείτε την οικογένειά μου. Άρχισα βιολί στα τεσσεράμισι, το σταμάτησα στα 13, συνέχισα στα 18, το σταμάτησα στα 20. Το αγαπώ πολύ, παίζω αρκετά καλά, αλλά δεν μπορείς να τα κάνεις όλα. Το αφήνω και το πιάνω. Η μουσική για μένα είναι βατήρας. Τη μισή μέρα ακούω και παίζω μουσική. Με ενεργοποιεί, με κινητοποιεί, με καταλαβαίνει. Ακουμπάω πάνω της».

    Ένα ανεξήγητο θράσος

    Το θέατρο το ερωτεύθηκε στο λύκειο. «Δεν θα γινόμουν ποτέ γιατρός όπως οι δικοί μου, μπορεί όμως λογοτέχνης ή ψυχολόγος. Ένας φίλος μου, τότε, μου μιλούσε συνέχεια για πρόβες, διαλόγους, για “κάτι σημαντικό”. Τι είναι αυτό το τόσο σημαντικό, αναρωτιόμουν». Μια αντικατάσταση που δεν έκανε στον όμιλο του Κολλεγίου την… τρέλανε. «Βλέπετε η κοπέλα που επρόκειτο να αντικαταστήσω τελικά τα κατάφερε και έπαιξε». Την επόμενη χρονιά, στη Β’ Λυκείου πήρε την απόφαση να ασχοληθεί σοβαρά. Της είπαν αρχικά να παίξει στον χορό και τον ρόλο του Ερμή στον «Πλούτο» του Αριστοφάνη μαζί με μια άλλη κοπέλα, την Κυριακή. «Σε εκείνη ταίριαζε γάντι. Δεν είχα το θάρρος να διεκδικήσω ούτε αυτό που ήθελα. Ταυτόχρονα όμως είχα ένα ανεξήγητο θράσος. Τελικά πήγα στη σκηνοθέτιδα και ζήτησα να μην είμαι στον ρόλο. «Θα είμαι κορυφαία στον χορό», την τρέλανα.

    Σήμερα τα θυμάται και γελάει. Εκείνο που φαίνεται να θέλει να ξεχάσει είναι οι σπουδές στη Νομική Αθηνών που δεν τις ολοκλήρωσε. «Ή με το θέατρο θα ασχοληθώ ή με τη Νομική, δεν γίνεται και τα δύο». Μουτράκι στη σκηνή, πρόσωπο που σου μένει, ατίθαση, με χιούμορ και δυναμισμό στη ζωή, απαρατήρητη η Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη σίγουρα δεν περνάει. Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, πρωτοεμφανίστηκε στην «Πενθεσίλεια» του Κλάιστ που σκηνοθέτησε ο Ακύλλας Καραζήσης και μέσα σε τρία χρόνια έπαιξε στις παραστάσεις «Γειτονιά των αγγέλων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, «Δυτική αποβάθρα» του Μπερνάρ Μαρί Κολτές, «Συγχώρεσέ με» των Αντώνη και Κωνσταντίνου Κούφαλη (υποδύθηκε το αγόρι), «Ριχάρδος Γ’» του Σαίξπηρ (έπαιξε έναν νεαρό υπηρέτη), «Πανηγύρι» του Δημήτρη Κεχαΐδη.

    Τι ψάχνει στο θέατρο; «Θέλω να παίζω», λέει με πάθος, «όχι απλώς να υπάρχω». Αναζητάει «το παραμύθι, την τρέλα, την ποίηση και το τώρα». Μικρή, όταν πήγαινε με τους γονείς της στο θέατρο, σκεφτόταν: «Τι τυχεροί που είναι αυτοί εκεί πάνω στη σκηνή». Τώρα ξέρει ότι τυχερή είναι και η ίδια.

    09.07.2017, Συκκά Γιώτα «Αντιγόνη, μια ηρωίδα πολύπλευρη και διάφανη», H Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Αντιγόνη του Σοφοκλή για πρώτη φορά τα τρία κρατικά θέατρα μαζί

    Ο Στάθης Λιβαθινός επέλεξε το κορυφαίο έργο του Σοφοκλή με τη σκέψη να συνδυάσει την παρουσίασή του με την συνύπαρξη στη σκηνή τριών γενιών ηθοποιών. Η παράσταση θα παρουσιαστεί σε νέα μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη και πρόκειται για πρώτη συμπαραγωγή του Εθνικού θεάτρου με το Κρατικό θέατρο Βορείου Ελλάδας και το Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου.

    Πρεμιέρα 7 Ιουλίου στους Δελφούς, θέατρο «Φρύνιχος». Στις 15 & 16 Ιουλίου στο Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου.

    Η «Αντιγόνη» παρουσιάστηκε πιθανότατα στα Μεγάλα Διονύσια του 441 π.Χ. και γράφτηκε από τον Σοφοκλή σαν αντίδραση για την εξορία του Θεμιστοκλή, του νικητή της ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Στο έργο αυτό, ένα από τα αρτιότερα της αρχαίας ελληνικής δραματουργίας, η θεματική της σύγκρουσης μεταξύ των νόμων της ηθικής και των νόμων της πολιτείας φτάνει στην κορύφωσή της, με τους δύο ήρωες να επαληθεύουν την τραγική τους υπόσταση, κρατώντας, μέχρι τέλους, τη θέση στην οποία τους έφερε η μοίρα.

    Η περίληψη του έργου

    Η σύγκρουση μεταξύ των δύο γιων του Οιδίποδα, Πολυνείκη και Ετεοκλή, για το θρόνο της Θήβας έχει τελειώσει. Τα δύο αδέλφια βρίσκονται νεκρά στο πεδίο της μάχης. Ο Κρέων, ο νέος βασιλιάς της Θήβας, έχει δώσει διαταγή να παραμείνει άταφος ο Πολυνείκης, που πολέμησε ενάντια στην πατρίδα του. Όμως, η αδελφή του νεκρού, Αντιγόνη, αποφασίζει να τον τιμήσει με την πρέπουσα ταφή. Συλλαμβάνεται και οδηγείται στον Κρέοντα, που, τηρώντας τους νόμους της πολιτείας, την καταδικάζει σε θάνατο. Ο βασιλιάς παραμένει αμετάπειστος ακόμη και μετά την παρέμβαση του γιού του, Αίμονα, και διατάζει να θαφτεί η Αντιγόνη ζωντανή σε μια σπηλιά. Ωστόσο, τα δεινά που είχε προβλέψει ο μάντης Τειρεσίας δεν θα αργήσουν να γίνουν πραγματικότητα. Η καθυστερημένη υπαναχώρηση του βασιλιά δεν θα προλάβει την καταστροφή. Η Αντιγόνη έχει απαγχονιστεί μέσα στην φυλακή της, ο Αίμονας έχει αυτοκτονήσει και η Ευρυδίκη, γυναίκα του Κρέοντα, ακολουθεί το γιο της στο θάνατο. […]

    07.07.2016, Χ.Α. «Αντιγόνη του Σοφοκλή για πρώτη φορά τα τρία κρατικά θέατρα μαζί», Λοιπόν

  • Βασίλης Μαγουλιώτης: Διαχρονικό το μήνυμα της Αντιγόνης

    Ο νεαρός ηθοποιός θα ερμηνεύσει τον ρόλο του Αίμονα στην παράσταση, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, που κάνει πρεμιέρα απόψε στο Θέατρο Φρύνιχος των Δελφών

    «Με γοητεύει πολύ που, αν και η ‘Αντιγόνη’ είναι σε πρώτο επίπεδο μια ιστορία που μιλάει για βασιλιάδες και δούλους, παρ’ όλα αυτά, εμπεριέχει το απόσταγμα του ανθρώπινου προβληματισμού, τόσο σύγχρονου και μοντέρνου ακόμα και σήμερα που έχουμε περιέλθει σε τελείως διαφορετικά πολιτικά μοντέλα”.

    Ο Βασίλης Μαγουλιώτης μόλις αποφοίτησε από τη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Έχει παίξει στον “Γαλιλαίο” του Μπρεχτ, στο “Πανηγύρι” του Κεχαΐδη, αλλά πρόλαβε ήδη να μας εντυπωσιάσει κάνοντας την έκπληξη με το «Siemprevivas, Φάντο + Λιζ» του Αραμπάλ μαζί με τους Μικέ Γλύκα και Γεωργία Μαυροειδοπούλου στο Υπόγειο της “Φάμπρικας” στον Κεραμεικό.

    Ο νεαρός ηθοποιός, που παίζει για πρώτη φορά σε αρχαίο δράμα, επιλέχθηκε από τον Στάθη Λιβαθινό, ο οποίος του ανάθεσε τον ρόλο του Αίμονα στην “Αντιγόνη” του Σοφοκλή, που κάνει πρεμιέρα απόψε στο Θέατρο Φρύνιχος των Δελφών.

    «Ο ρόλος του Αίμονα δεν παίζεται συνήθως από τόσο νέο ηθοποιό, όπως και η Αντιγόνη. Κάτι που με έκανε να κοιτώ τη διαδικασία αθώα, έτσι όπως μας ζητήθηκε» εξηγεί ο Βασίλης Μαγουλιώτης, σημειώνοντας πως «ο Αίμονας είναι κάτι σαν τον Ρωμαίο που κυνηγάει και κάνει τα πάντα για τον έρωτα, κάτι που χάρη στη σκηνοθετική οδηγία εξετάσαμε από άλλη σκοπιά, επιμένοντας στη σχέση του γιου με τον πατέρα του και ο δρόμος που ακολουθήσαμε δεν ήταν ο προφανής. Πάμε να καταστρέψουμε αυτή τη σχέση ολοσχερώς».

    Ο Στάθης Λιβαθινός επέλεξε το κορυφαίο έργο του Σοφοκλή, σε νέα μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, με τη σκέψη να συνδυάσει την παρουσίασή του με τη συνύπαρξη στη σκηνή τριών γενιών ηθοποιών.

    «Στην ‘Αντιγόνη’ ζωντανεύουν όλα όσα μας συγκινούν και σήμερα, οι σοφοί γέροντες του χορού που, αν και έρχονται από ένα μακρινό παρελθόν, με πολλές στοιβάδες αφήγησης πίσω τους, αναλύουν τι είναι ο άνθρωπος, πώς έχει καταφέρει τα πάντα, να δαμάσει τα κύματα, να οργώσει τη γη και να βγάλει την πέτρα, να κάνει τη φύση να έρθει με το μέρος του. Αλλά, παρόλο που τα έχει καταφέρει όλα αυτά, άλλοτε πηγαίνει προς το καλό και άλλοτε προς το κακό» καταλήγει ο Β. Μαγουλιώτης.

    Η παράσταση θα παρουσιαστεί στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου στις 15 και 16 Ιουλίου και θα πραγματοποιήσει μικρή περιοδεία.

    06.07.2016, Ζούση Μάνια «Βασίλης Μαγουλιώτης: Διαχρονικό το μήνυμα της Αντιγόνης», Η Αυγή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Στάθης Λιβαθινός: «Δεν θα κάνουμε έκπτωση στα όνειρά μας για να γίνουμε πιο εμπορικοί»

    Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου δηλώνει ότι παρά τις σπατάλες που προηγήθηκαν το Εθνικό εξακολουθεί να είναι υγιής οργανισμός, δεν φοβάται τα λάθη που σίγουρα θα έρθουν, δεν κάνει εμπορικές επιλογές με βάση το φτηνό γούστο, αλλά ψάχνει μια καινούργια, ποιοτική, λαϊκή πραγματικότητα

    Ο σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Στάθης Λιβαθινός, λίγο πριν από την πρεμιέρα της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή, δίνει το στίγμα της θητείας του στην πρώτη σκηνή της χώρας και απαντά για καλλιτεχνικά σχέδια και οικονομικά προβλήματα, οράματα, συνεργάτες και εχθρούς.

    Κύριε Λιβαθινέ, ποιο είναι το στίγμα του ρεπερτορίου σας;
    «Το στίγμα έρχεται σαν αποτέλεσμα. Είναι ένα ρεπερτόριο που αφορά μια καλλιτεχνική πλευρά του θεάτρου. Δεν επαφίεται σε εμπορικές επιλογές αλλά στη σταδιακή μετατροπή του Εθνικού σε ένα ανσάμπλ (σ.σ.: ensemble = σύνολο). Περιέχει ανθρώπους που συνεργάζονται για πρώτη χρονιά, ενώ υπάρχει σαφής διάθεση να δώσουμε ταυτότητα στις σκηνές. Μαζί με τον στενό μου συνεργάτη Θοδωρή Αμπαζή κάνουμε ένα άνοιγμα στον χορό και στη μουσική. Είναι ένα πρώτο βήμα. Δεν είμαστε στην εποχή που το κοινό πηγαίνει στα εμπορικά ονόματα, παρ’ όλο που πολλά από αυτά είναι αξιοσέβαστα και θα είναι στο μέλλον συνεργάτες μας».

    Ποια είναι η οικονομική κατάσταση του Εθνικού; Τι παραλάβατε;
    «Στην ουσία απευθύνουμε πρόσκληση για χορό μέσα σε ένα ασανσέρ. Παρότι υπάρχει δημοσιονομικό κενό, το Εθνικό Θέατρο παραμένει ένας υγιής οργανισμός. Και έτσι θα συνεχίσει να είναι. Η χρονιά που πέρασε δεν ήταν απλή. Υιοθετήσαμε το ρεπερτόριο σαν να ήταν δικό τους και δικό μας μαζί. Τα έσοδα δεν ήταν εκείνα που θα περίμενε κάποιος. Ο προϋπολογισμός δεν φτιάχτηκε από εμάς. Το ότι δεν απέδωσαν τα εισιτήρια δεν είναι ευθύνη κανενός. Ήταν μια χρονιά δύσκολη, με capital controls…».

    Πού οφείλεται αυτό το κενό;
    «Από το 2013 και μετά η δημοσιονομική κατάσταση του Εθνικού εκτροχιάστηκε σε επικίνδυνο βαθμό και αυτό αποδεικνύεται με επίσημα έγγραφα. Η μισθοδοσία αυξήθηκε από το 2013 στο 2014 κατά ενάμισι εκατομμύριο ευρώ και παρέμεινε εκεί το επόμενο διάστημα. Αυτό μπορεί να ονομαστεί ανθρωπιστική πολιτική ή δίνω δουλειά σε όλους, αλλά εδώ μιλάμε για δημόσιο χρήμα. Και το χρήμα αυτό έχει αρχή και τέλος. Το ότι είναι δημόσιο δεν το κάνει λιγότερο πολύτιμο».

    Τώρα πώς είναι η κατάσταση;
    «Η επιχορήγηση είναι 5,7 εκατομμύρια ευρώ. Τα πολλά λεφτά διευκολύνουν, αλλά δεν καθορίζουν τις επιλογές. Τι πρέπει να κάνουμε; Να μένουμε εντός προϋπολογισμού, να διορθώνουμε γρήγορα τα λάθη μας, γιατί σίγουρα θα κάνουμε, να αξιοποιούμε τους χώρους και τις χορηγίες μας, να κάνουμε σωστή στρατηγική. Και να φτάσουμε τη μισθοδοσία σε όρια που να μπορεί να αντέξει το Εθνικό, χωρίς να γίνουμε σκληροί ή απάνθρωποι».

    Μετανιώσατε που διατηρήσατε το ρεπερτόριο του Σωτήρη Χατζάκη;
    «Καθόλου, ποτέ. Θεωρώ μεγάλο κέρδος ότι ο Σωτήρης Χατζάκης ολοκλήρωσε την παράστασή του στην Κεντρική Σκηνή. Όπως θεωρώ μεγάλο κέρδος ότι καλλιτέχνες όπως ο Ζούλιας, η Μπρούσκου ή ο Σταμάτης Φασουλής κατάφεραν και έκαναν αξιοπρόσεκτες εργασίες».

    Ωστόσο δεν βλέπω στο ρεπερτόριό σας το μεγάλο λαϊκό θέαμα για τον πολύ κόσμο…
    «Το τι σημαίνει λαϊκό και τι όχι επιτρέψτε μου να θέλω να το ξαναανακαλύψω και να το ξαναπιστέψω. Συνήθως είναι ένας παραμορφωτικός καθρέφτης για να βλέπει το κοινό τη φάτσα του και να λέει τι φτηνό γούστο που έχω…».

    Ταυτίζετε την έννοια του εμπορικού μόνο με αυτήν του φτηνού;
    Η μεγάλη λαϊκή παράσταση δεν είναι απαραίτητα το ζητούμενο. Θέλουμε το κοινό να πλησιάσει το Εθνικό Θέατρο σαν ένα απολύτως ποιοτικό θέατρο, που οι επιλογές του είναι καλού γούστου και σύγχρονης αισθητικής σε πολλά επίπεδα, σαν σε ένα φεστιβάλ θεάτρου. Κι έτσι να προκύψει μια καινούργια λαϊκή πραγματικότητα. Για μένα ο Πίτερ Μπρουκ και ο Τζόρτζιο Στρέλερ είναι λαϊκοί. Και στις δικές μου παραστάσεις στο ίδιο αποσκοπώ».

    Δεν σας ενδιαφέρει ο πολύς κόσμος;
    «Τι σημαίνει “πιάνω τον κόσμο”; Είναι μια φιλοσοφία και μια αισθητική απέναντι σε μια ολόκληρη κοινωνία. Το θέμα μου δεν είναι να δώσω κάτι αναμενόμενο ή φανερά εμπορικό για να έρθει. Αυτή τη στιγμή έχουμε να κάνουμε με μια πρωτοφανή πραγματικότητα. Από του χρόνου σε κάθε μας σκηνή θα υπάρχει μια βραδιά με εισιτήριο 5 ευρώ. Αλλά δεν θα κάνουμε έκπτωση στα όνειρά μας, δεν θα κάνουμε εμπορικότερες επιλογές για να έρθει το πόπολο. Θα έχουμε ποιοτικά κριτήρια. Γιατί ακόμα και η επιθεώρηση μπορεί να γίνει απολύτως ποιοτικά. Το θέμα δεν είναι τι κάνεις αλλά πώς το κάνεις».

    Η επαναλειτουργία της Πειραματικής Σκηνής σάς ικανοποίησε;
    «Δεν θα μπορούσα να είμαι ευχαριστημένος από μια πρώτη χρονιά. Η Πειραματική έδειξε τις δυνατότητές της. Κινήθηκε με πληρότητα 80%. Έκανε ένα πρώτο βήμα. Προσέλκυσε νεανικό κοινό και έδειξε ένα πολιτικό προφίλ που χρειάζεται στην εποχή μας. Θα ήθελα τις επιλογές της πιο ακραίες και πιο οριακές».

    Αναφέρεστε στην υπόθεση «Nash»;
    «Μιλάω γενικά. Όσο για το “Nash”, άθελά μας προκαλέσαμε πόνο και αγανάκτηση σε ανθρώπους που είχαν θύματα από την τρομοκρατία. Ανέλαβα προσωπικά την ευθύνη για όλο αυτό με μια απόφαση που ήταν από τις πιο επώδυνες της ζωής μου».

    Να την κατεβάσετε;
    «Ναι. Τραβώντας μια διαχωριστική γραμμή και από δεξιά και από αριστερά, απέναντι στον κανιβαλισμό του θεάτρου, και δη του Εθνικού. Το θέατρο δεν μπαίνει σε πολιτικά παιχνίδια, παίζει στο τερέν της τέχνης. Αν ήταν σωστή ή όχι η πράξη μου, θα κριθεί αργότερα».

    Η αντιπαράθεση με τον πρόεδρο του ΔΣ παραμένει;
    «Το ΔΣ είναι ένας θεσμός που σέβομαι και τιμώ απόλυτα. Νομίζω ότι κάποια μέλη του δεν τίμησαν αυτόν τον θεσμό όπως έπρεπε – γι’ αυτό έγιναν κάποιες αλλαγές. Αν με ρωτάτε πώς είναι οι σχέσεις μου με τον πρόεδρο, θα προτιμούσα να μην απαντήσω. Δεν νομίζω ότι είναι ένας άνθρωπος που με στηρίζει. Υπηρετεί το δικό του όραμα για το Εθνικό και πιθανότατα καλά κάνει».

    Γιατί πιστεύετε ότι ο Θανάσης Παπαγεωργίου είναι απέναντί σας;
    «Δεν θέλω να δημιουργήσω αιχμές. Προχωράω μαζί με τους συνεργάτες μου και δεν υπάρχει σχέδιο και όραμα που να μην πραγματοποιήσουμε. Αν κάποιος από το Συμβούλιο δεν μας στηρίζει και δεν μας τιμά, αυτό δεν πρόκειται να μας σταματήσει. Μας στηρίζουν το ίδιο το Εθνικό και ο κόσμος του. Όποιος θέλει μας ακολουθεί».

    Δύο βασικοί στόχοι σας είναι η ανανέωση της Δραματικής Σχολής και η ίδρυση του Τμήματος Σκηνοθεσίας. Θα γίνουν;
    «Φυσικά. Θα αλλάξουμε τα θεμέλια της Σχολής και θα τη βάλουμε στον 21ο αιώνα με πρώτο βήμα τη μετατροπή της σε ανώτατη. Θα φτιάξουμε το Τμήμα Σκηνοθεσίας και Σκηνογραφίας Θεάτρου. Το έχουμε συζητήσει με τον υπουργό, κι εκείνος σαν άνθρωπος φωτισμένος που είναι μας στηρίζει. Από το 2003 έχουμε αρχίσει, όταν λειτούργησε για πρώτη φορά το Εργαστήριο Σκηνοθεσίας στην Πειραματική από τον Νίκο Κούρκουλο. Και θα γίνει θεσμός. Πολλοί αντιστάθηκαν, και μάλιστα με τρομερό ζήλο. Ποιος μπορεί να βγει ωφελημένος από μια καθυστερημένη θεατρική παιδεία; Δεν καταλαβαίνω».

    Έχετε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα;
    «Το Τμήμα Σκηνοθεσίας έχει σχεδόν εγκριθεί κι εφέτος θα γίνει η επεξεργασία του προγράμματος. Νομίζω ότι από του χρόνου θα έχουμε εξασφαλίσει τους πόρους για να λειτουργήσει. Άλλωστε προβλέπεται από τον νόμο. Μια τυπική έγκριση του Συμβουλίου χρειάζεται, τίποτε άλλο».

    Διευθυντή στη σχολή θα βάλετε;
    «Ανέλαβα την πρώτη χρονιά θέλοντας να δείξω ότι ο διευθυντής του Εθνικού έχει άμεση ευθύνη και όραμα για την παιδεία που θα προέρχεται από τη σχολή. Σύντομα θα ανακοινωθεί ο νέος διευθυντής».

    Εκτός από τους Ρώσους, θα συνεργαστείτε και με άλλους;
    «Έχουμε ξεκινήσει διάλογο και με άλλα θέατρα της Ευρώπης, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στα Βαλκάνια, αλλά και το ρώσικο θέατρο είναι κοντά μας. Αποσκοπώ σε έναν διάλογο, γιατί κι εμείς έχουμε πολλά να δώσουμε».

    Ποιους θέλετε να καλέσετε στο Εθνικό;
    «Δεν υπάρχει άξιος άνθρωπος του θεάτρου που θα μείνει εκτός Εθνικού από εμάς. Αναρωτιέμαι αν ο Γιώργος Κιμούλης έχει υπηρετήσει ποτέ το Εθνικό. Τον έχω ήδη προσκαλέσει. Ο Θόδωρος Τερζόπουλος; Θα έπρεπε να είναι εδώ».

    Μετά την «Αντιγόνη» έπεται άλλη σκηνοθεσία σας;
    «Τη σεζόν 2016-2017, όχι. Φιλοδοξώ να ασχοληθώ με το παιδικό θέατρο».

    Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
    «Σχεδιάζουμε και θα αναγγείλουμε το ρεπερτόριο της επόμενης διετίας (2017-2019). Μπορώ ήδη να πω ότι η πρώτη παράσταση της περιόδου 2017-18 στην Κεντρική θα είναι ο “Πέερ Γκιντ” του Ιψεν σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Λιγνάδη – μια πρόταση που δεν μπόρεσε να ενταχθεί στο εφετινό ρεπερτόριο».

    Ήταν όνειρο ζωής για εσάς η διεύθυνση του Εθνικού;
    «Όχι, δεν ήταν. Οι άνθρωποι που καθόρισαν την πορεία μου στο θέατρο ήταν άνθρωποι αφιερωμένοι στο θέατρο».

    Σύντομα θα αποκτήσετε τέταρτη κόρη. Ευτυχής;
    «Θα νιώθω πολύ ευτυχής όταν αποκτήσω τη δέκατη κόρη, γιατί έτσι θα έχω έναν ολόκληρο Χορό αρχαίας τραγωδίας και θα μπορώ να κάνω πρόβες σπίτι μου».

    «Δεν είναι επανάσταση να λες την αλήθεια»
    Η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή είναι η δεύτερη σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού στο αρχαίο δράμα (2003, «Μήδεια» του Ευριπίδη) και η δεύτερη κάθοδος στην Επίδαυρο.

    «Χαίρομαι που η δική μου Αντιγόνη είναι ένα παιδί από εκείνα που θεωρούνται χαμένη γενιά για την Ελλάδα. Αλλά δεν θα είναι χαμένη. Θα έχει τη δική της ιδεολογία και θα πληρώσει το τίμημα της δικής της ειλικρίνειας. Δεν είναι επανάσταση να λες την αλήθεια. Είναι αυτονόητος λόγος για να υπάρχεις. Η δική μου Αντιγόνη έχει όλο το πάθος, τη δύναμη και την όρεξη για ζωή που έχουν τα σημερινά παιδιά που μπαίνουν σε μια κοινωνία μισοκατεστραμμένη και προσπαθούν να στήσουν τη δική τους πραγματικότητα. Το θέμα της σύγχρονης τραγωδίας είναι όταν νέοι άνθρωποι χάνονται. Καμιά επανάσταση δεν μπορεί να δώσει πίσω τη ζωή» λέει ο σκηνοθέτης που συνδυάζει και τιμά στη διανομή όλες τις γενιές.

    «Η Αντιγόνη μοιάζει καλλιτέχνις. Γιατί η μοναξιά στη ζωή είναι σημαντική αρετή. Δεν είναι ηρωίδα. Γίνεται μπροστά στα μάτια μας. Ο Κρέων είναι η άλλη μισή αλήθεια. Τον συμπονώ. Δεν θέλει παρά το καλό της κοινωνίας. Θα μπορούσε να γίνει ένας πολύ καλός βασιλιάς. Δυστυχώς είχε απέναντί του έναν απόλυτο άνθρωπο, ειλικρινή και βαθύτατα συναισθηματικό. Ο Κρέων έσπρωξε τα πράγματα στα άκρα» καταλήγει.

    πότε & πού:

    Η πρεμιέρα της «Αντιγόνης» θα πραγματοποιηθεί στους Δελφούς την Πέμπτη 7 Ιουλίου. Παραστάσεις στην Επίδαυρο 15 & 16/7.

    03.07.2016, Λοβέρδου Μυρτώ «Στάθης Λιβαθινός: «Δεν θα κάνουμε έκπτωση στα όνειρά μας για να γίνουμε πιο εμπορικοί», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Στάθης Λιβαθινός: Αντιγόνη σήμερα είναι η νεολαία της κρίσης»

    Λίγο πριν παρουσιάσει στην Επίδαυρο την τραγωδία του Σοφοκλή, ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου μιλά για την αντιστοιχία του έργου με τη σύγχρονη εποχή, για τα σχέδιά του για το θέατρο και για την παιδεία ως άμυνα στον διχασμό.

    Ίσως να μην είναι η πρώτη φορά που τρεις γενιές εκλεκτών ηθοποιών πρωταγωνιστούν σε μια παράσταση, είναι όμως η πρώτη φορά που η παράσταση αυτή αποτελεί συμπαραγωγή τριών κρατικών θεάτρων: του Εθνικού, του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου. Λίγο καιρό αφότου ανακοίνωσε τον νέο προγραμματισμό της πρώτης κρατικής μας σκηνής, ο Στάθης Λιβαθινός μιλά στην «Ε» για την παράσταση της «Αντιγόνης», που θα παρουσιαστεί την ερχόμενη Πέμπτη στους Δελφούς, στις 15 και 16 Ιουλίου, στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου και έπειτα στην Αττική και την περιφέρεια.

    Δεν χρειάστηκε να ρωτήσω αν ο διευθυντής του Εθνικού βρίσκει αντιστοιχίες του έργου με τη σημερινή εποχή. «Βρίσκω άμεση σχέση της θυσίας που υφίσταται η Αντιγόνη με τη θυσία στην οποία υποχρεώνεται η νέα γενιά στην εποχή της κρίσης», λέει. «Η Αντιγόνη συνομιλεί με την αλήθεια, που μπορεί να είναι υπαρξιακή, ερωτική, θρησκευτική, είναι, πάντως, ο δρόμος προς τη ζωή. Το ίδιο συμβαίνει και με τους νέους σήμερα. Και κανείς δεν έχει δικαίωμα να υποχρεώσει μια ολόκληρη γενιά να μπει στο περιθώριο».

    Για τον ίδιο, η Αντιγόνη «δεν είναι καμιά έμπειρη αγωνίστρια. Η ανωτερότητα και η βαθιά, ανθρώπινη πνευματικότητά της δεν επενδύεται σε μια επαναστατική παντιέρα Αγνοεί και η ίδια το τίμημα του προσωπικού της δίκιου. Αντίθετα είναι πολύ σημαντική η αντιηρωική της πλευρά: μεγαλώνει στα μάτια μας μέσα από τις αδυναμίες και την απειρία που έχει στη ζωή. Αλλ’ αυτό ακριβώς με γοητεύει: Η εξιδανίκευση δεν ωφελεί την τραγωδία, ο εξανθρωπισμός την ωφελεί. Δεν με ενδιαφέρει να πλησιάσω μια τέλεια ηρωίδα, αλλά έναν ατελή άνθρωπο σε μια οριακή στιγμή και έτσι μπορώ να ταυτιστώ μαζί του».

    Θα ήταν εύκολο να προεκτείνει κανείς τη μεταφορά ταυτίζοντας και τον άτεγκτο Κρέοντα με πολιτικές της σύγχρονης ζωής. «Βρίσκω και εδώ αντιστοιχίες με το σήμερα, αλλά ο Κρέων δεν είναι ο κακός της ιστορίας», διευκρινίζει, ωστόσο, ο Σ. Λιβαθινός. «Παραλαμβάνει μια χωρά που κόντεψε να καταστραφεί και δεν θέλει να επαναλάβει τα παλιά λάθη. Δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι θέλει το καλό της πατρίδας του. Ο τρόπος που το επιδιώκει αυτό είναι το δράμα του».

    Η παράσταση, λέει ο ίδιος, «θα έχει πολλά σύγχρονα στοιχεία, όμως χωρίς έμμονη σε αυτά. Δεν έχω το άγχος να μην πει κανείς ότι δεν είμαστε αρκετά σύγχρονοι. Σίγουρα τονίζουμε το γεγονός ότι σε αυτό το έργο πεθαίνουν νέοι άνθρωποι. Και ανάμεσα τους βάζω και την Ειρήνη, που πεθαίνει πνευματικά από την αδυναμία της να συμμετέχει σε κάτι σημαντικό. Αυτή η τραγωδία που έθεσε πρωταρχικά το θέμα του νόμιμου και του ηθικού, είναι η τραγωδία των νέων ανθρώπων».

    Ταυτισμένος για χρόνια με την Πειραματική Σκηνή, με την ίδια τη θεατρική τόλμη εντός και εκτός Εθνικού, ο Σ. Λιβαθινός προλόγισε την αναγγελία του νέου προγραμματισμού του θεάτρου με μια ρήση της κορυφαίας Γαλλίδας σκηνοθέτριας Αριάν Μνουσκίν. «Η ουτοπία δεν είναι αυτό που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, αλλά αυτό που δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμα». «Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι οι κλασικές παραστάσεις πρέπει να είναι η σταθερά μας και ίσως πλάι να έχουμε κάποια παιδιά με τα κουβαδάκια τους για να κάνουν μερικές τρέλες», λέει ο ίδιος. «Εγώ αρνούμαι αυτή την αντίληψη για το θέατρο. Άλλωστε στην Ελλάδα και τα αυτονόητα γίνονται μερικές φορές στο όριο του πειραματισμού. Η Πειραματική ξεκίνησε πολύ δυνατά όμως και οι άλλες σκηνές μας θα έχουν στοιχεία διαφοροποίησης. Ένα Εθνικό Θέατρο πρέπει να μπορεί κάθε φορά να μας σκουντάει».

    Πολλοί πιστεύουν ότι «Η ισορροπία του Nash», η παράσταση της Πηγής Δημητρακοπούλου που περιέλαβε και κείμενα του Σάββα Ξηρού, μας σκούντηξε άγαρμπα. «Αυτή η ιστορία ακόμα και όπως εξελίχθηκε ήταν ένα μεγάλο κέρδος για όλους μας», επιμένει ο διευθυντής του Εθνικού. «Θέσαμε κάποια θέματα και θα το κάνουμε ξανά. Και ο λόγος που αποφάσισα σε εκείνη την επώδυνη στιγμή να κατέβει η παράσταση είχε να κάνει με τον κανιβαλισμό από διάφορα μέσα καθώς και με τον πόνο που φάνηκε ότι προξενήσαμε σε συγγενείς των θυμάτων της τρομοκρατίας. Με σόκαρε πάντως, που πολλοί ήθελαν να λογοδοτήσω με κομματικά κριτήρια με τα οποία δεν ταυτίστηκα ποτέ. Ήταν μάλιστα εντυπωσιακό πως ούτε από αριστερά ούτε από δεξιά είχαμε υποστήριξη. Όμως, είχαμε την υποστήριξη πολλών ανεξάρτητων, ελεύθερων ανθρώπων».

    Αν του έφερναν ένα θεατρικό έργο που καταφέρεται εναντίον του φασισμού, χρησιμοποιώντας, όμως, αυτήν τη φορά, και κείμενα του δολοφόνου του Παύλου Φύσσα, θα το διάβαζε;

    «Θα διάβαζα τα πάντα!», απαντά. «Ο Χίτλερ υπήρξε ο χειρότερος δολοφόνος της Ιστορίας και κείμενά του έχουν χρησιμοποιηθεί σε παραστάσεις που παίχτηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Το θέμα είναι πώς και γιατί χρησιμοποιείς τέτοια κείμενα. Κανένα θέμα δεν είναι απαγορευμένο για το Εθνικό Θέατρο, εφόσον είναι αληθινό, απασχολεί την κοινωνία και τίθεται με βαθιά καλλιτεχνικό τρόπο. Τίποτα δεν απαγορεύεται, τίποτα δεν λογοκρίνεται».

    Συγκρουσιακές τάσεις

    Ο διάλογος γύρω από την «Ισορροπία του Nash» γλίστρησε γρήγορα στο επίπεδο της κομματικής διαμάχης. Γιατί, πιστεύει ο ίδιος, είμαστε πάντα τόσο έτοιμοι για τον διχασμό;

    «Ο διχασμός μας καταγράφεται ήδη από την “Iλιάδα”. Είμαστε μια κοινωνία διχασμένη από τη γέννησή της. Ενωθήκαμε σε σπάνιες στιγμές θαυματουργώντας. Και, ακριβώς επειδή θαυματουργούμε, αποφεύγουμε να ενωθούμε! Είμαστε μια κοινωνία που υμνεί τον αυτοσχεδιασμό ως τρόπο ύπαρξης. Ζηλεύω το πώς άλλοι λαοί με πολύ λιγότερες ικανότητες, μικρότερα ψυχικά δεδομένα, τα βγάζουν πέρα κι εμάς “μας καταπίνουν οι κοριοί”, που λέει και ο Μπρεχτ. Ένα κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας εγκαθιδρύεται και μας υπονομεύει. Γι’ αυτό, το να θέτουμε στο Εθνικό θέματα όπως ο Εμφύλιος μας βοηθά να επουλώσουμε τις πληγές μας. Γιατί, βλέπετε, δεν διδασκόμαστε αρκετά την Ιστορία μας, δεν τιμάμε την παιδεία, μόνο προτάσσουμε μια ψευδαίσθηση δημόσιου συμφέροντος που στην πραγματικότητα κρύβει την προσωπική μας αρπαχτή. Ένας δημόσιος πολιτιστικός οργανισμός πρέπει να πολεμά αυτή τη νοοτροπία ενισχύοντας την παιδεία. Είναι ακόμα ένας λόγος για τον οποίο εδώ και έναν χρόνο εκλιπαρώ το Δ.Σ. να ψηφίσει την ίδρυση του τμήματος σκηνοθεσίας στη δραματική σχολή». Μειώθηκε, άραγε, η δυσπιστία που αντιμετώπιζε από το Δ.Σ. από τη στιγμή που ο υπουργός Πολιτισμού ανανέωσε τη θητεία του ως διευθυντή; «Σε έναν βαθμό, ναι. Σίγουρα σε αυτό έπαιξαν ρόλο και κάποια νέα μέλη. Τελεία..».

    Κάτι ακόμα στο οποίο σκοπεύει να επενδύσει είναι το νέο ελληνικό έργο. «Αλίμονο», λέει, «αν ένα εθνικό θέατρο δεν δίνει προτεραιότητα στη γλώσσα και στους συγγραφείς του. Για την ώρα η κρίση αποτυπώνεται θετικά στο ελληνικό έργο. Ξέρετε η Ελβετία να έβγαλε κανέναν σπουδαίο θεατρικό συγγραφέα; Όσο βαθύτερες είναι οι κρίσεις, τόσο ανοίγουν οι πληγές, τόσο περισσότερο γίνεται αυτό τροφή για τα ταλέντα».

    Τρία χρόνια, τέσσερα όνειρα

    Ζητώ από τον Σ. Λιβαθινό να μου αναφέρει τρία πράγματα που ονειρεύεται για το Εθνικό την επόμενη τριετία «θα σας πω τέσσερα», απαντά:

    «Σύγχρονη και ευέλικτη λειτουργία του οργανισμού. Ανωτατοποίηση της σχολής, με Έλληνες σκηνοθέτες και σκηνογράφους που σπούδασαν κοντά μας να εργάζονται στο Εθνικό. Παρουσία του θεάτρου σε όλη την Ελλάδα. Και ένα υπέροχο ανσάμπλ ηθοποιών να περιοδεύει σε ολόκληρο τον κόσμο».

    Η γλώσσα δεν θα είναι εμπόδιο για το τελευταίο;

    «Όχι! Είχα ακόμα μακριά μαλλιά όταν είδα στη σκηνή του Εθνικού τον γεωργιανό θίασο Ρουσταβέλι να παίζει “Ριχάρδο Γ” σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Στούρουα. Παρακολουθούσε όλο το ελληνικό θέατρο: Θυμάμαι την Ντόρα Τσάτσου. τον Κατσέλη, την Αλέκα, τον θείο μου τον Κατράκη. Όλοι χειροκρότησαν στο τέλος όρθιοι μια γλώσσα που δεν καταλάβαιναν».

    02.07.2016, Απέργης Φώτης «Στάθης Λιβαθινός: Αντιγόνη σήμερα είναι η νεολαία της κρίσης», Επένδυση

  • Η Αντιγόνη ταξιδεύει για την Επίδαυρο!

    Μια από τις ποιο φιλόδοξες παραγωγές του θεατρικού καλοκαιριού είναι η Αντιγόνη που ετοιμάζει για την Επίδαυρο ο ικανός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Στάθης Λιβαθινός. Ο έμπειρος σκηνοθέτης επέλεξε το κορυφαίο έργο του Σοφοκλή με τη σκέψη να συνδυάσει την παρουσίασή του με τη συνύπαρξη στη σκηνή τριών γενιών ηθοποιών. Στην πολλά υποσχόμενη αυτή συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, αλλά και του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου πρόκειται να δούμε τους εξαίρετους ηθοποιούς Δ. Λιγνάδη, Αν. Κονίδη, Μ. Αρβανίτη, Μ. Σκούντζου, Κ. Καστανά, Π. Μουστάκη, Ν. Μπουσδούκο, Αν. Κατσαρή, Σ. Φυρογένη κ.α. Η πρεμιέρα της παράστασης θα δοθεί στην Επίδαυρο στις 15 Ιουλίου και υπογράφεται εκτός από τον Στάθη Λιβαθινό και από τους Δ. Μαρωνίτη (μετάφραση), Ελ. Μανωλοπούλου (σκηνικά-κοστούμια), Αλ. Αναστασίου (φωτισμοί) και Κ. Σελαμσή (μουσική).

    22.05.2016, Χ.Σ. « Η «Αντιγόνη» ταξιδεύει για την Επίδαυρο!», Real News