Θέατρο Εξαρχείων
Έναρξη: 18 Οκτωβρίου 1996
Λήξη: 12 Ιανουαρίου 1997.
[…] Τρεις άνδρες και μία γυναίκα παίζουν στην «Άγρια Δύση», που πραγματεύεται τις σχέσεις ανάμεσα σε δύο αδέλφια στο πρότυπο του Κάιν και του Άβελ. «Το οικογενειακό πλαίσιο αποτελεί άλλωστε και τον άξονα γύρω από τον οποίο κινείται το αρχαίο δράμα», σημειώνει ο κ. Βουτέρης. Το «καλό παιδί» (Στάθης Λιβαθινός) και ο «αλήτης» (Μάνος Βακούσης) αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Συναντώνται μετά από πέντε χρόνια και κατά ένα μαγικό αλλά και φυσικό τρόπο μπαίνουν σιγά σιγά ο ένας στο πετσί του άλλου και ανατρέπουν όλα τα δεδομένα. […]
Πηγή : Το Βήμα
Μετάφραση: Αννίτα Δεκαβάλλα
Σκηνοθεσία: Τάκης Βουτέρης
Σκηνικά – Κοστούμια: Άγγελος Αγγέλη
Μουσική: Πλάτων Ανδριτσάκης
Βοηθός σκηνοθέτη: Αλεξάνδρα Παντελάκη
Διανομή
Λη: Μάνος Βακούσης
Ώστιν: Στάθης Λιβαθινός
Σώλ Κίμερ: Γιώργος Σαμπάνης
Μαμά: Αλεξάνδρα Παντελάκη
-
«Άγρια Δύση» και «Οι θεατρίνοι»
Η αγριότητα των ανθρώπινων σχέσεων, το εξολοθρευτικό στην εποχή μας «αμερικανικό όνειρο» στην «ελεύθερη» από ηθικές, πολιτισμικές, ανθρώπινες αξίες, στην «ελεύθερη» από όποιους δεσμούς (ακόμη και τους δεσμούς αίματος), στην «ελεύθερη και από οποιεσδήποτε κοινωνικές συμβάσεις απάνθρωπη, δολοφονική αμερικανική κοινωνία, μια κοινωνία όπου ο τραγικός μύθος του Κάιν και του Άβελ «μεταφράζεται» σε εφιαλτική καθημερινότητα, δε θα μπορούσε παρά να εμπνεύσει τον Σαμ Σέπαρντ. Τον άξιο συνεχιστή των καλύτερων και προοδευτικότερων δραματουργικών παραδόσεων του αμερικανικού κριτικού ρεαλισμού. Το έργο του «Άγρια Δύση», που ανέβασε το «θέατρο Εξαρχείων», συνεχίζοντας την εξαιρετικά δημιουργική «περιπλάνησή» του στο αμερικανικό θέατρο, είναι ένας αδυσώπητος «καθρέφτης» απέναντι από το «πρόσωπο», τις ενοχές, τα δράματα, τα εγκλήματα της αμερικανικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που «μολύνει» απανταχού το σύγχρονο κόσμο και άνθρωπο, αφού πια το συνταρακτικό θέμα και τα πρόσωπα που δραματοποιεί ο Σέπαρντ απαντώνται σε όλες τις εξαμερικανισμένες κοινωνίες.
Ο Σέπαρντ, με τη ρεαλιστική ωμότητα του μύθου του, της γλώσσας, των λεπτομερειακά αληθινών προσώπων του, υποχρεώνει το θεατή – μέσω της φρίκης που νιώθει – να γίνει κριτής μιας κοινωνίας που πορεύεται επί πτωμάτων. Μιας κοινωνίας διαλυμένης, χαοτικής παραλογισμένης, βίαιης, εγκληματικής από το πρωτοκύτταρό της, την οικογένεια. Τα κύρια πρόσωπα, δυο αδέλφια, είναι δύο αντιθετικά «τέκνα» της οικογένειας – κοινωνίας. Ο πατέρας χρόνια εξαφανισμένος, «τρόφιμος» του περιθωρίου. Η μάνα «φευγάτη» στο δικό της «κόσμο». Ο ένας γιος (Ώστιν), ενταγμένος σ’ αυτή την κοινωνία και στους κανόνες της, παλεύει απεγνωσμένα για μια θέση σ’ αυτήν και στο «αμερικανικό όνειρο» σαν σεναριογράφος. Ο άλλος (Λη) – ένας σύγχρονος Κάιν – κλέφτης, κυνικός, βίαιος, ανερμάτιστος, είναι η προσωποποίηση του περιθωρίου, του παραλογισμού, της απελπισίας και των τερατογενέσεών της. Διαταραγμένη ψυχοσύνθεση, ένας έκπτωτος από τον «παράδεισό» της δαίμονας, θα αρπάξει την επαγγελματική προοπτική του αδελφού του και στη σύγκρουσή τους θα γίνει ύπουλος και ανηλεής φονιάς του αδελφού του.
Η σύγχρονη τραγωδία του Σέπαρντ ευτύχησε στο «θέατρο Εξαρχείων», χάρη στην εξαίρετη, κυριολεκτικά ωμή αλλά και με ποιητικό αισθητήριο μετάφραση (Αννίτα Δεκαβάλλα). Το αφαιρετικό, εφιαλτικά γυμνό σκηνικό (Άγγελος Αγγελής). Την εύηχα σκληρή μουσική (Πλάτων Ανδριτσάκης). Τη λιτή, ρεαλιστική λεπτοδουλεμένη, εσωτερικής έντασης με «μουσικές» κορυφώσεις και υφέσεις, σκηνοθεσία του Τάκη Βουτέρη. Και με τις καλές ερμηνείες. Του Μάνου Βακούση (Λη), που με την υποκριτική του ιδιοσυστασία, αλλά και με τη λεπτομερειακή — με όλα τα μέσα του — επεξεργασία του ρόλου του, κάνει την καλύτερη, την πιο σύνθετη και ολοκληρωμένη μέχρι τώρα ερμηνεία του, σε ένα ρόλο που τσακίζει κόκαλα. Ο Στάθης Λιβαθινός (Ώστιν) πλάθει, με μια απόχρωση μελαγχολίας, το κυνήγι του ανασφαλούς αγωνιώδους ανεκπλήρωτου «αμερικανικού ονείρου». Ο Γιώργος Σαμπάνης μεγεθύνει με την εύστοχη ερμηνεία τον το μικρό ρόλο του κυνικού παραγωγού. Καλή και η σύντομη ερμηνεία της Αλεξάνδρας Παντελάκη.
14.01.1997, Θυμέλη «Άγρια Δύση και Οι Θεατρίνοι», Ριζοσπάστης
Για το link πατήστε εδώ
-
Η σημασία της σύγκρουσης
Οι ιδιομορφίες και τα χαρακτηριστικά της ζωής του τόπου τους αποτελούν συνήθως και τα ισχυρότερα ερεθίσματα για τους περισσότερους συγγραφείς του σύγχρονου θεάτρου. Και φυσιολογικά προσφέρουν το βασικό υλικό των έργων τους, ένα υλικό όμως που, ανάλογα με τη δύναμη και το βάθος της συγγραφής, κατορθώνει συχνά να ξεπεράσει την «τοπική» του διάσταση και να φθάσει στα άρια του παγκόσμιου και διαχρονικού συμβολισμού, προκαλώντας έτσι ένα ενδιαφέρον πολύ πέραν των ειδικών συνθηκών της αρχικής «εκκίνησής» του.
Ένα τέτοιο ενδιαφέρον, λοιπόν, έχει και το έργο του πολυσυζητημένου τις τελευταίες δεκαετίες Αμερικανού συγγραφέα και ηθοποιού Σαμ Σέπαρντ, «Άγρια Δύση» (που παίζεται φέτος στο Θέατρο των Εξαρχείων). Καθώς, ξεκινώντας από στοιχεία σαφώς αναγνωρίσιμα για την αμερικανική τους «ταυτότητα», επιτυγχάνει να αγγίξει – έστω και με πρωτόγονο τρόπο – δυνάμεις και μηχανισμούς της ανθρώπινης ζωής ευρύτερης εμβέλειας και αποδοχής.
Συγκεκριμένα, στην «Άγρια Δύση» του αυτή ο Σέπαρντ δίνει το περίγραμμα δύο σχεδόν «τυπικών» μορφών της νεαρής ηπείρου (ενός κατεστημένου και ενός περιθωριακού) και στη συγκρουσιακή – παρότι πρόκειται γι’ αδέλφια – σχέση τους. Μια σχέση που αποδεικνύει και την εκ φύσεως σαθρότητα των θέσεών τους. Αφού η επαφή τους και η σταδιακή αλλαγή των εξωτερικών συνθηκών οδηγούν τους ήρωες σε πλήρη σχεδόν μεταβολή των προσανατολισμών τους.
Το έργο, όμως, δεν περιορίζεται εκεί. Ούτε εξαντλείται στο επίπεδο της κοινωνικής κριτικής – οπότε φυσιολογικά το ενδιαφέρον του δεν θα ξεπερνούσε τα όρια της αμερικανικής κοινωνίας. Αλλά προχωρεί και σε άλλες «περιοχές» της βίωσης και της συμβίωσης, όπως το λεγόμενο «καϊνικό» σύνδρομο (μέσω της ενστικτώδους «καταστροφικής» διάθεσης που έχουν ο ένας για τον άλλον οι δύο ήρωες), την αίσθηση της – φυσικής ή μεταφυσικής – «απειλής» (που μοιάζει πια να καταδιώκει το σύγχρονο άνθρωπο σε οποιοδήποτε μέρος της γης κι αν βρίσκεται) και άλλα. Με αποτέλεσμα, έτσι, τη δυναμική και ουσιαστική – παρότι «υπόγεια» – προβολή μιας γενικευμένης «προβληματικής» πάνω στη ζωή, έστω κι αν καταλήγει στην κοινή πια διαπίστωση του ανθρωπίνου αδιεξόδου…
Την κατεύθυνση της «γενίκευσης» φαίνεται να στοχεύει, εξάλλου, και η – σκηνοθετημένη από τον Τάκη Βουτέρη, πάνω στη θαυμάσια μετάφραση της Αννίτας Δεκαβάλλα – παράσταση του «Θεάτρου των Εξαρχείων», αφήνοντας πίσω της τον «ηθογραφικό» πειρασμό. Τουλάχιστον όσον αφορά στις δύο κεντρικές μορφές του έργου και το σφιχτό και άγριο κόσμο τους, (αντίθετα με τα άλλα «περιφερειακά» πρόσωπα, τα οποία επιπλέον σχεδιάζονται σχεδόν γραφικά στην παρουσίασή τους από τον Γιώργο Σαμπάνη και την Αλεξάνδρα Παντελάκη).
Έτσι, με σίγουρους ρυθμούς και αυξανόμενη ένταση, παρουσιάζεται η σύγκρουση και αναδιάταξη των δύο ηρώων, που υποδύονται πληθωρικά μα και με πειστικότητα, ο Μάνος Βακούσης και ο Στάθης Λιβαθινός (ο οποίος, πάντως, κάποιες στιγμές ολισθαίνει σε μια επίδειξη «επιδεξιότητας»), σηκώνοντας άξια το βάρος της διευρυμένης σημασίας του έργου. Μιας σημασίας που υποστηρίζει και η υποβλητική σχεδίαση του χώρου από τον Άγγελο Αγγελή και βοηθιέται αποφασιστικά από την -πραγματικά επιβάλλουσα ύφος και ατμόσφαιρα- μουσική του Πλάτωνα Ανδριτσάκη. Ώστε, εν τέλει, όχι μόνο να κερδίζεται πλήρως ο θεατής, αλλά κι ολόκληρο το «νόημα» αυτής της «Άγριας Δύσης»…
13.01.1997, Παγκουρέλης Βάιος «Η σημασία της σύγκρουσης», Ελεύθερος Τύπος
Για το link πατήστε εδώ
-
«Άγρια Δύση», του Σαμ Σέπαρντ από το Θέατρο των Εξαρχείων
Η αρνητική πορεία του αμερικανικού ονείρου και η μετατροπή του σε εφιάλτη είναι το βασικό θέμα που απασχόλησε και εξακολουθεί να απασχολεί τους περισσότερους Αμερικανούς συγγραφείς, από τον Ευγένιο Ο’ Νιλ και τον Κλίφορντ Οντετς μέχρι τον Άρθουρ Μίλερ και τον Ντέιβιντ Μάμετ. Σ’ αυτούς ανήκει σίγουρα και ο Σαμ Σέπαρντ, ηθοποιός, σεναριογράφος και θεατρικός συγγραφέας, ο πιο αντιπροσωπευτικός παρατηρητής του αμερικανικού μύθου, με μία σειρά από έργα που τοποθετούνται σε μια Δύση, όπου η νοοτροπία των συνόρων, εκείνη της Άγριας Δύσης, έχει πάρει το στραβό δρόμο. Αυτή τη Δύση δίνει ο συγγραφέας με τον πιο σπαραχτικό, ταυτόχρονα λακωνικό τρόπο στο έργο του «Άγρια Δύση» (1980), που ανεβάζει το Θέατρο των Εξαρχείων, σε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις που μπορεί να δει κανείς τη στιγμή αυτή σε αθηναϊκή σκηνή.
Έργο στο οποίο δύο αδέρφια από τη Νότια Καλιφόρνια, ο Όστιν (σεναριογράφος του Χόλιγουντ) και ο Λι (άνθρωπος με ιδανικά που διάλεξε να αποσυρθεί στον έρημο), συζητούν και τσακώνονται για να καταλήξουν σε μία εξοντωτική «μονομαχία», ως αληθινοί απόγονοι των παράτολμων εκείνων τυχοδιωκτών της Άγριας Δύσης, που έπαιρναν το νόμο στα χέρια τους για να επιβάλουν τη θέλησή τους. Αδέλφια που τελικά ανταλλάσσουν ταυτότητα, στην αγωνία τους να πιάσουν κάτι από την ευτυχία που δικαιωματικά τους ανήκει – την πτυχή εκείνη του αμερικανικού ονείρου που καθορίζει και ταυτόχρονα καταστρέφει τη ζωή τους.
Ο Τάκης Βουτέρης τόνισε με τη σκηνοθεσία του το βαθύ ρεαλισμό του έργου – συνδυάζοντας την ψυχολογία των προσώπων του με το νατουραλισμό του χώρου: Από τους διάφορους ήχους ώς την υποβλητική μουσική – γραμμένη από τον Πλάτωνα Ανδριτσάκη. Χωρίς, παράλληλα, να αγνοεί τα κάπως σουρεαλιστικά (που φέρνουν στο νου το έργο του Χάρολντ Πίντερ) στοιχεία, τόσο στο διάλογο όσο και στις καταστάσεις, που παρεμβάλλονται σε ορισμένες σκηνές. Οι ηθοποιοί του κινήθηκαν με άνεση σ’ αυτό το πλαίσιο, δίνοντας με ξεχωριστή δύναμη τους ρόλους τους, ιδιαίτερα ο Μάνος Βακούσης, που έδωσε έναν Λι γεμάτο από το σφρίγος και τη ζωντάνια του ανθρώπου της Δύσης, που κάπου στην πορεία του έχασε τα ιδανικά του, για να καταλήξει πικραμένος κι εκδικητικός και ο Στάθης Λιθαθινός που έδωσε έναν Όστιν βολεμένο, έτοιμο να χρησιμοποιήσει κάθε τρόπο και κάθε κόλπο για να κρατήσει τα «κεκτημένα». Καλοί στο πλάι τους, σε μικρότερους αλλά σημαντικούς ρόλους, ο Γιώργος Σαμπάνης (Σολ) και η Αλεξάνδρα Παντελάκη (μαμά).
09.01.1997, Μικελίδης Νίνος Φένεκ «Άγρια Δύση, του Σαμ Σέπαρντ από το Θέατρο των Εξαρχείων», Ελευθεροτυπία
Για το link πατήστε εδώ
-
Το σύνδρομο της αποτυχίας
«Άγρια Δύση» του Σαμ Σέπαρντ από το «Θέατρο Εξαρχείων».
Χωρίς να θέλω να κωδικοποιήσω μηχανιστικά βρίσκω πως το σύγχρονο αμερικανικό δίδυμο του θεάτρου, Σέπαρντ και Μάμετ, έχει ενδιαφέρουσες αναλογίες με το μεταπολεμικό δίδυμο Τεν. Ουίλιαμς και Άρθουρ Μίλερ. Ο Μίλερ και ο Σέπαρντ νοιάζονται να εντάσσουν το πρόβλημα των ηρώων τους στην κοινωνική συνθήκη, να ερμηνεύσουν τα ψυχολογικά συμπτώματά τους με όρους κοινωνικούς και οικονομικούς. Ο Τ. Ουίλιαμς και ο Μάμετ, χωρίς να αγνοούν τα κοινωνικά συμφραζόμενα, εξαίρουν τον ποιητικό ή τον ειρωνικό τρόπο συμπεριφοράς των ηρώων τους. Ως εκ τούτου τα έργα της ποιητικότερης δυάδας είναι πιο απελπισμένα, γιατί είναι περισσότερο τρωτά. Ο Μίλερ και ο Σέπαρντ γνωρίζουν τους μηχανισμούς της αμερικανικής κοινωνίας, καταγράφουν τα αδιέξοδα των παγιδευμένων ατόμων, περιγράφουν ακόμη και τη συντριβή τους μέσα στις μυλόπετρες, αλλά η τραγωδία είναι ιστορικής τάξεως. Στην άλλη δυάδα γίνεται σχεδόν μοιραία και μεταφυσική.
Η «Άγρια Δύση» του Σέπαρντ, που παίζεται για λίγες ακόμη ημέρες στο «θέατρο Εξαρχείων», είναι ένα έργο το οποίο φαίνεται στην πρώτη προσέγγιση ψυχολογικό δράμα που έχει να κάνει με τα ατομικά αδιέξοδα δύο αδελφών. Σε μια βαθύτερη όμως εξέταση, είναι μια μελετημένη επανεξέταση κάτω από νέες κοινωνικές συνθήκες ενός πάγιου αμερικανικού προβλήματος. Ο Σέπαρντ θαρρείς και έρχεται να απαντήσει πενήντα χρόνια μετά στον Ευγένιο Ο’ Νιλ και στο έργο του «Πέρα από τον ορίζοντα»· (που πριν από δύο χρόνια ξαναείδαμε στο θέατρο «Αθηνών»),
Και ο θεατρικός πρόγονος και ο επίγονος εγγράφουν εντός της οικογενειακής εστίας το αμερικανικό δράμα της ματαίωσης, της αποτυχίας, του ανικανοποίητου. Και στα δύο έργα οι συγγραφείς απλώνουν μπροστά μας με έναν πυκνό ρεαλισμό, δηλαδή σε έναν εκρηκτικό πυρήνα, την ιστορία δύο αδελφών που άλλο θέλησαν και άλλο έγιναν. Αν αυτό το σύνδρομο είναι σήμερα όχι μόνο αμερικανικό, αλλά καθολικώς δυτικό (και φοβάμαι παγκόσμιο), είναι γιατί είναι προϊόν μιας συγκεκριμένης κοινωνίας που παράγει παγίως και νομοτελειακά αλλοτρίωση.
Στην «Άγρια Δύση» ο Σέπαρντ απομονώνει τα δύο αδέλφια στις δύο άκρες του κοινωνικού σαλούν και τους παρατηρεί ακριβώς τη στιγμή που, με το χέρι στο πιστόλι, καιροφυλακτούν να τραβήξουν, πριν προλάβει ο άλλος να αμυνθεί.
Μέσα σε κάθε Αμερικανό, φαίνεται να λένε όλοι οι μεγάλοι μαστόροι, μυθιστοριογράφοι και δραματουργοί, ο Χεμινγουέι ο Ντος Πάσος, ο Στάινμπεκ, ο Φόκνερ, ο Ο’ Νιλ, ο Τεν. Ουίλιαμς, ο Μίλερ, ο Άλμπι, υπάρχουν, καλύτερα συνυπάρχουν, ο ονειροπόλος, ο ποιητής και ο πραγματιστής, ο εφευρετικός και ο κατακτητής. Η συγκυρία αναγκάζει τους ανθρώπους να αξιοποιήσουν, να προβάλουν συνήθως τον έναν από τους δύο. Πιο συχνά αναδύεται ο πλέον επιφανειακός εαυτός, ο πιο βολικός, ο λιγότερος βαθύς. Και σε μια στιγμή κρίσης, εκεί που δεν το περιμένει κανείς, ξεπετάγεται και απαιτεί τα δικαιώματά του ο καταπιεσμένος, ο βαθύτερος, ο πιο αυθεντικός. Συνήθως είναι αργά και η καταστροφή είναι βεβαία.
Πρόσφατα αυτή την πάλη την είδαμε εκ νέου στο «θέατρο Εξαρχείων», πάλι με δύο αδέλφια, στο «Τίμημα» του Άρθουρ Μίλερ. Στην «Άγρια Δύση» ο ποιητής, ο ονειροπόλος κρύβει μέσα του έναν καταπιεσμένο αλήτη, έναν φαγά, έναν κατακτητή. Και ο αλήτης, ο ατίθασος, ο εξεγερμένος έχει καταχωνιάσει βαθιά του έναν ποιητή. Το ενδιαφέρον με τον Σέπαρντ βρίσκεται στο γεγονός πως όταν αποκαλύπτεται το παιχνίδι, ο ονειροπόλος της δημιουργίας κουβαλάει μαζί του στην περιπλάνηση την ευαισθησία του και ο κατακτητής φέρνει στη δημιουργία τον κυνικά πραγματικό εαυτό του.
Η μονομαχία είναι μέχρις εσχάτων, έως την τελική πτώση. Γιατί κανένας δεν αποδέχεται ούτε την εικόνα του, ούτε το θαμμένο άλλο είδωλό της.
Ο κοινωνικός μηχανισμός που φέρνει τον Σέπαρντ στα νερά του Μίλερ, είναι το αμερικανικό σύστημα παραγωγής, που στην περίπτωσή μας εκπροσωπείται από τον παραγωγό και πράκτορα του Χόλιγουντ. Η μητέρα των δύο ηρώων, χωρίς να θέλω να τραβήξω τα πράγματα πέραν του δέοντος ώς τον συμβολισμό είναι τυπική αμερικανική φιγούρα αμήχανης κοινωνίας – μητέρας.
Ο Βουτέρης είχε στη διάθεσή του μια ακριβή και ωμή μετάφραση της Αννίτας Δεκαβάλλα. Είχε τα λιτά σκηνικά του Αγγελή. Είχε την πάντα καίρια μουσική παρέμβαση του Πλ. Ανδριτσάκη και είχε στη διάθεσή του καλούς ηθοποιούς για το είδος. Η Αλεξάνδρα Παντελάκη στον σύντομο ρόλο της συνέθεσε αφέλεια, κρυμμένη απελπισία και ανοσία έξοχα. Ο Γιώργος Σαμπάνης έφτιαξε με απλά μέσα ένα λιπαρό και γλοιώδη μεταπράτη έργων και ψυχών.
Ο Στάθης Λιθαθινός στον αποτυχημένο ποιητή έδωσε μια μοιρολατρία. Ο Μάνος Βακούσης ηθοποιός με ενδιαφέρουσες αιχμηρές γωνίες έπλασε τον υστερικό αποτυχημένο εξεγερμένο με αμμώδη υλικά, θαυμάσιο δίδυμο. Συμπερίληψη της αιώνιας αμερικανικής τραγωδίας του ανικανοποίητου. Επειδή στη φετινή περίοδο έχετε την ευκαιρία να δείτε και άλλον Σέπαρντ και έναν Μάμετ, μη χάσετε την ευκαιρία να δείτε την «Άγρια Δύση», για να σχηματίσετε μια πρισματική εικόνα μιας αδιέξοδης Αμερικής μέσα από τους αυθεντικούς καταγραφείς της.
30.12.1996, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Το σύνδρομο της αποτυχίας», Τα Νέα
Για το link πατήστε εδώ
-
Κάιν και Άβελ
Η «Άγρια δύση» του Σέπαρντ στο «Θέατρο Εξαρχείων»
Αφιερωμένο στο σύγχρονο Αμερικανό δραματουργό Σαμ Σέπαρντ και στην παράσταση του έργου του «Άγρια δύση» από το «Θέατρο Εξαρχείων», είναι το σημερινό κριτικό σημείωμα. Για τον Σέπαρντ και για το αμερικανικό θέατρο έχω γράψει στην «Αυγή» αναλυτικά πολλές φορές. Το κείμενο που ακολουθεί μπορεί να διαβαστεί και ως συνέχεια της κριτικής μου που δημοσιεύτηκε στο κυριακάτικο φύλλο της 3ης Νοεμβρίου 1996, για το «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ο’ Νιλ με το «Θέατρο Αθηνών».
Έγραφα ανάμεσα στα άλλα, ότι στο έργο του Ο’ Νιλ αλλά και των περισσοτέρων Αμερικανών δραματουργών μπορούμε να ανιχνεύσουμε κάτω από την κοινωνιολογική επιφάνεια ή τη ψυχολογία των χαρακτήρων, μια ρωγμή της ίδιας της ύπαρξης, με ισχυρές, εμμένουσες καταβολές, που υπερβαίνουν το πολιτιστικό εποικοδόμημα και που οι ρίζες της τρέφονται συνήθως από ένα υπέδαφος βιβλικό. Κι αυτό έχει μια εξήγηση ιστορική, αν λάβουμε υπόψη μας το αρχέτυπο συλλογικό βίωμα των πρώτων δυτικοευρωπαίων αποίκων της νέας γης. Το θρησκευτικοπολιτικό μοντέλο της λουθιρανικής μεταρρύθμισης, ιδίως μάλιστα στην καλβινιστική εκδοχή του, με δεσπόζουσα τη μορφή του πατέρα – Θεού και του πατέρα – αφέντη, δυνάστη, που απαιτεί από τους γιους του τυφλή υπακοή. Ένας από αυτούς, ο φέρων το «χάρισμα», την εντολή, θα τον κληρονομήσει. Αυτό είναι, σε γενικές γραμμές, το μοντέλο της αμερικανικής κοινωνίας που αναπαράγεται, σε διάφορες παραλλαγές, στο θέατρό της. Στο «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ο’ Νιλ έχουμε την πάλη μέχρι θανάτου για την εξουσία, για την αρχή, ανάμεσα στον πατέρα και τους γιους του. Στην «Άγρια δύση» του Σέπαρντ βρίσκουμε ένα παρακλάδι της ίδιας πάντοτε «παραδειγματικής» ιστορίας, που είναι η πάλη ανάμεσα στα αδέρφια, παιδιά του ίδιου πατέρα και της ίδιας μάνας, και ο φόνος του Άβελ από τον Κάιν. Αιτία της οποίας είναι η διαμάχη για την πατρική εύνοια. Βέβαια το πράγμα στο έργο του Σέπαρντ είναι πολύ πιο σύνθετο, οι σύγχρονοι χαρακτήρες των δύο βασικών ηρώων μετέχουν αμοιβαία και στον «καλό» Άβελ και στον «κακό» Κάιν, το ερώτημα ποιος εν τελεί ο φονιάς και ποιο το θύμα, μέσα σε μια πατερναλιστική κοινωνία όπως η αμερικανική που ισχυρίζεται ότι δίνει ίσες ευκαιρίες σ’ όλα τα παιδιά της, παραμένει σκόπιμα αναπάντητο κι αυτή είναι ίσα ίσα η γοητεία του έργου αυτού.
Η παράσταση στο «Θέατρο Εξαρχείων», δεμένη στους ρυθμούς της και ενιαία ως ύφος, διέπεται από μια εσωτερική συνοχή που συνδέει με τον τρόπο ενός έμπειρου αρχιτέκτονα τα επιμέρους μέλη σ’ ένα ισχυρό και άρτιο αισθητικά οικοδόμημα. Η σκηνοθετική ματιά (Τάκης Βουτέρης) δεν περιορίζεται στο σχεδίασμά της πρόσοψης του «κτιρίου», αλλά διεισδύει σαν κρυφή κάμερα στις υπόγειες στοές του, στα σκοτεινά κλειδωμένα δωμάτια και ακόμα στις «αραχνιασμένες» του σοφίτες, όπου, ίσως, κρύβονται τα τεκμήρια ενός ξεχασμένου εγκλήματος, η ενοχή του οποίου κληροδοτείται από γενιά σε γενιά. Η σκηνοθεσία, πατώντας γερά σ’ ένα υπόβαθρο ακλόνητης πραγματικότητας, χωρίς ν’ απομακρύνεται δηλαδή από τις απαιτήσεις της ρεαλιστικής ηθογράφησης, άφησε εν τούτοις αρκετό περιθώριο κίνησης των ηρώων μέσα σ’ ένα χώρο γενικής απροσδιοριστίας των κινήτρων που τους ωθούν και μέσα σε περιρρέουσα ατμόσφαιρα διάψευσης απατηλών ονείρων και ρευστοποίησής τους σε τιμή ευκαιρίας. Αυτό ήταν ένα επίτευγμα της σκηνοθεσίας που πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια επίσης της καλής, σε γενικές γραμμές, και οπωσδήποτε θεατρικής μετάφρασης (Αννίτα Δεκαβάλλα), της όψης (σκηνικά – κοστούμια του Άγγελου Αγγελή) και της σημαίνουσας μουσικής του Πλάτωνα Ανδριτσάκη. Στους ρόλους, ο Μάνος Βακούσης, ως περιθωριακός «Λι», σε μια ποικιλία χρωματικών τόνων, έδινε, σε πρώτο επίπεδο, ανάγλυφο το διφορούμενο χαρακτήρα του «κακού» και «περιφρονημένου» αδελφού, με κάποια ξαφνικά περάσματα – άλματα σ’ ένα κρυμμένο βάθος ψυχής που λαμπύριζε αποκαλύπτοντας, χωρίς να ερμηνεύει, το έρεβος (μια λέξη που προέρχεται από την πανάρχαιη κοινή σ’ όλες σχεδόν τις ανθρώπινες γλώσσες ρίζα «ερέμπ» η οποία σημαίνει τη δύση). Ο Στάθης Λιβαθηνός (Όστιν) ζωγράφησε τον «καλό», τον επιτυχημένο αδελφό σε ένα ύφος αρμόζον ψευδεπίγραφης αγιοσύνης, επιτρέποντας όμως να φανεί καθαρά το βαθύτερο υπόστρωμα της αλαζονείας. Ο Γιώργος Σαμπάνης, ως κινηματογραφικός ατζέντης Σολ Κίμερ, «έπαιξε» θεαματικά με τις ατάκες, σε στυλ νουμερίστα μιούζικ – χολ που καρφώνει μαχαίρια σε σανίδα εξ αποστάσεως, με δεμένα μάτια, γύρω από ένα ακινητοποιημένο θύμα που περιμένει το μοιραίο λάθος. Η Αλεξάνδρα Παντελάκη (μαμά) ήταν όλη το ανεπανάληπτο μειδίαμά της.
Σημειώνω κλείνοντας και το πολύ καλό πρόγραμμα της παράστασης, με ολόκληρη τη μετάφραση του κειμένου και με χρήσιμα, κατατοπιστικά σημειώματα, επιλογή, μετάφραση ύλης και επιμέλεια έκδοσης της Αννίτας Δεκαβάλλα. Βοηθός σκηνοθέτη η Αλεξάνδρα Παντελάκη.
Υ.Γ.: Στο σημείωμά μου της Πέμπτης, ο μοιραίος δαίμων έφαγε μια ολόκληρη αράδα του κειμένου, έτσι ώστε να μη βγαίνει νόημα. Έγραφα ότι «ο αντικομμουνισμός του Ιονέσκο τρέφεται από τη ρίζα ενός ανθρωπισμού που είναι (ο ανθρωπισμός) «ραγισμένος» ο ίδιος και όχι απόλυτος, προϋποθέτοντας μια προηγηθείσα «πτώση» του ανθρώπου και έξωση από τον παράδεισο». Ο δαίμων… έκανε τον αντικομμουνισμό ραυγισμένο, παραλείποντας όλα τ’ άλλα…
01.12.1996, Πολενάκης Λέανδρος «Κάιν και Άβελ», Η Αυγή
Για το link πατήστε εδώ
-
Εδώ είναι… άγρια Βαλκάνια!
Η «Άγρια Δύση», μια σύγχρονη αμερικανική ηθογραφία του Σαμ Σέπαρντ, από το Θέατρο Εξαρχείων
Τις προάλλες είδα στα Σκόπια ένα σύγχρονο αμερικανικό έργο, τις «Τρεις ψηλές γυναίκες», του Έντουαρντ Άλμπι. Σκηνοθετούσε ο Ντίμιταρ Στάνκοσκι. Παίχθηκε και στην Αθήνα πέρυσι. Στο ρόλο της ηλικιωμένης μητέρας (σε μας ήταν μια εκπληκτική Ελένη Χατζηαργύργη) ένα από τα ιερά τέρατα του γειτονικού κρατιδίου, η Μίλιτσα Στογιάνοβα.
Πώς ήταν η πρωταγωνίστρια και η παράσταση; Μα εκατό τα εκατό βαλκάνια.
Δηλαδή εξωτερικευόταν με χέρια και με πόδια όπως δεν θα το ‘κανε ποτέ μια αγγλοσαξωνικής παιδείας ηθοποιός, η οποία θα εκαλείτο να ερμηνεύσει τον ίδιο ρόλο. Με τις φωνές μόνιμα ανεβασμένες δύο τρεις σκάλες πάνω από το ανεκτό, με εξωστρεφή τσαλίμια και χτυπώντας διαρκώς ένα καμπανάκι που επεσήμανε πως «εδώ είναι Βαλκάνια», η παράσταση ελάχιστα φρόντισε να μας πείσει πως ασχολιόταν με προβληματισμένα εσώψυχα διαφορετικών από εμάς ιδιοσυγκρασιών.
Τιμή μας και καμάρι μας, βέβαια, να ’μαστε σε αυτή τη θαυμαστή γωνιά του κόσμου. Όμως -πώς να το κάνουμε – μοιραία δεν γίνεται να έχουμε διανύσει – έστω από τις σελίδες πρόσφατων μυθιστορημάτων- τους ατέλειωτους δρόμους των Αμερικανών περιπλανώμενων ηρώων των δεκαετιών ’60-’80. Ήρωες οι οποίοι με ελάχιστα δολάρια, μπόλικο πιοτό και «μαλακά» παραισθησιογόνα στην τσέπη το ’σκαζαν μακριά από τη ροδοζαχαριασμένη american way of life και τον καταδικασμένο πόλεμο του Βιετνάμ.
Από τον Τζον Κέρουακ και μετά, μια ολόκληρη γενιά επιγόνων του on the road έθρεψε πνευματικά κάμποσες γενιές νεόκοπων Αμερικανών αμφισβητιών. Υπάρχει λοιπόν μια αδιάκοπη εξέλιξη από τους περιθωριακούς του Τένεσι Ουίλιαμς, της δεκαετίας του ’40, μέχρι και τους σημερινούς ήρωες του Σαμ Σέπαρντ.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι υπάρχει μια ατμόσφαιρα, ένας περίγυρος, μια πολύ χαρακτηριστική κοινωνία η οποία σταμπάρει χαρακτήρες, οι οποίοι δεν μπορεί παρά να έχουν προέλθει από πολύ συγκεκριμένους χώρους και χρόνους. Η δυσκολία του να μεταφυτέψει κανείς σε ξένα κλίματα εξωτικές καταστάσεις είναι τεράστια. Κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή να γίνεις γραφικός, περιγραφικός, κάλπης και σε τελική ανάλυση κίβδηλος.
Η «Άγρια Δύση» (1980) του Σαμ Σέπαρντ (αλησμόνητος σεναριογράφος της ταινίας του Βιμ Βέντερς «Παρίσι Τέξας») μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν μια σύγχρονη αμερικανική ηθογραφία. Εκεί ακριβώς υπάρχει και η παγίδα για όσους καταπιαστούν με το έργο.
Με μια απλώς ικανοποιητική μετάφραση της Αννίτας Δεκαβάλλα στο χέρι (δύσκολο εγχείρημα πλέον το να μεταφράζει κανείς κείμενα γεμάτα νεολογισμούς, ιδιωματισμούς με διπλό πάτο και ισοπεδωτική ελευθεροστομία) ο Τάκης Βουτέρης σκηνοθέτησε «ευρωπαϊκά» (δηλαδή εσωστρεφώς και με χορταστικά ψυχογραφικά υπονοούμενα) το εξώστρεφο και -κατά συγγραφική μαρτυρία- αυθόρμητα γραμμένο True West.
Η ανταγωνιστική ιστορία δύο διαφορετικών στο χαρακτήρα αδελφών, κάτω από την πανίσχυρη σκιά μιας κυρίαρχης μητέρας, κι ενός αποτυχημένου πατέρα κουβαλά πάνω της τα ιδιότυπα στοιχεία μιας καλβινιστικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας ξένης στα δικά μας τα μέρη.
Μέσα σ’ ένα ασφυκτικά κλειστό κι ελάχιστα ρεαλιστικό περιβάλλον με τους τοίχους ζωγραφισμένους όλο σύννεφα a la Magritte (καλαίσθητα αλλά όχι εύστοχα τα σκηνικά – κοστούμια του Άγγελου Αγγελή) διαδραματίζεται μια εμφύλια μάχη η οποία τραμπαλίζεται ανάμεσα στους ήπιους, χαμηλούς τόνους του Στάθη Λιβαθινού, ο οποίος υποδύεται τον έναν, τον διανοούμενο αδελφό, και στους νευρώδεις, εκρηκτικούς τόνους του λαϊκότερου, καπάτσου μικροαπατεώνα αδελφού του (Μάνου Βακούση). Βέβαια κάποια στιγμή οι ρόλοι τείνουν ν’ αλλάξουν και ο πόλεμος γίνεται αδελφοκτόνος. Όμως κάπου στη διαδρομή ο σκηνοθέτης δείχνει να χάνει τον έλεγχο, εμποδίζοντας έτσι και τον θεατή να βγάλει τα συμπεράσματά του για το πώς και το γιατί της όλης υπόθεσης.
Ένας «βαλκανικός» Μάνος Βακούσης, ένας εγκεφαλικά προβληματισμένος Στάθης Λιβαθινός, δίπλα σ’ έναν γραφικό Αμερικανό παραγωγό ταινιών (τον Γιώργο Σαμπάνη) και μια αναποφάσιστη πάνω στο ρόλο της μητέρα (την Αλεξάνδρα Παντελάκη) μπερδεύουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα, έτσι που εγώ τουλάχιστον να μην κατορθώσω να καταλάβω πολλά για το τι, το πώς και το γιατί αυτού του έργου. Κατάλαβα μόνο αυτό που είχα αντιληφθεί πριν από λίγες μονάχα μέρες και στα Σκόπια – κι ας μη μιλάω την ντόπια γλώσσα.
Δηλαδή, πως στα μέρη μας τα καταφέρνουμε καλύτερα απ’ όλα με τους θεατρικούς συγγραφείς της οικείας μας, νοτιοανατολικής Ευρώπης.
01.12.1996, Παγιατάκης Σπύρος «Εδώ είναι… άγρια Βαλκάνια!», Η Καθημερινή
Για το link πατήστε εδώ
-
Η αληθινή ζωή
«Η Άγρια Δύση» του Σέπαρντ στο Θέατρο Εξαρχείων
Ο σύγχρονος άνθρωπος των δυτικών κοινωνιών, βαλλόμενος από δέσμες αξιών, θεωριών και προτροπών, έχει χάσει τον προσανατολισμό του. Η σύγχυση είναι ένα απ’ τα βασικά γνωρίσματα της εποχής μας. Πού να αναζητήσουμε την αληθινή ζωή; Στις ατραπούς του πολιτισμού, στο πολυδαίδαλο σχεδιάγραμμα του συστήματος ή στην άρνησή του; Μήπως η υποταγή στις κατεστημένες αντιλήψεις για τη μόρφωση, το οικονομικό όφελος, την προσαρμοσμένη διαβίωση, την καλουπαρισμένη συμπεριφορά μεταβάλλουν τον άνθρωπο σε μια παθητική μονάδα αποστειρωμένη και στειρωμένη από ιδέες και φαντασία; Και τότε τι άλλο του μένει παρά να αναζητάει τη συγκίνηση της αληθινής ζωής, που την απεμπόλησε σε υποκατάστατα όπως είναι τα σενάρια του κινηματογράφου και της τηλεόρασης; Τα δυο αδέλφια, οι βασικοί ήρωες στο έργο του Σαμ Σέπαρντ «Άγρια Δύση», που παρουσιάζει φέτος το θέατρο των Εξαρχείων, εκφράζουν ακριβώς αυτό το δίλημμα. Είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο πράος, ελεγχόμενος ευπρεπής και συμβιβασμένος Όστιν που γράφει σενάρια κι ο εκρηκτικός Λι παράνομος, «άρπαγας», βίαιος και παρορμητικός που, αποστρεφόμενος την πόλη, ζει στην έρημο. Με σπουδές σε κολέγιο ο Όστιν, με σύζυγο και παιδιά, αγράμματος, ανεπρόκοπος, κλέφτης και μπεκρής ο Λι αντιπαραβάλλονται απ’ το συγγραφέα, προβάλλοντας το δικό του διχασμό. Διότι το έργο είναι σαφώς αυτοβιογραφικό, αφού στους δύο ήρωες αναγνωρίζεται εύκολα ο Σέπαρντ της αγροτικής ζωής, της απομάκρυνσης και της ερήμου.
Πού είναι λοιπόν η αληθινή ζωή;
Δεν απαντάει το έργο. Και πώς θα μπορούσε, άλλωστε. Η ζωή της πόλης έχει τα μεγάλα δελεαστικά της. Το χρήμα,την κοινωνική αναγνώριση και την ισχύ. Το αμερικανικό όνειρο. Το σαθρό ιδανικό του καπιταλισμού, αφού η κατάχτηση του δεν καλύπτει την ανθρώπινη αγωνία και ισοπεδώνει και εκμηδενίζει το άτομο. Επομένως λοιπόν, η ευτυχία βρίσκεται στην αποστροφή του πολιτισμού; Μάλλον στην ανάγκη ενός άλλου κόσμου κοντύτερα στις απαιτήσεις της ανθρώπινης φύσης και τις αντιφάσεις της. Αυτό υπονοεί ο συγγραφέας.
Το έργο του Σέπαρντ, χωρίς να ξεπερνάει τις διαστάσεις του μέτριου, είναι ωστόσο σπουδαίο, με την έννοια πως προσφέρεται για αναλύσεις και προβληματισμό. Η μετάφραση της Αννίτας Δεκαβάλα ευνοεί ιδιαίτερα αυτή την ενασχόληση γιατί είναι οξυδερκής. Η σκηνοθεσία του Τάκη Βουτέρη, καθαρή και εναργής, βοηθάει το θεατή να παρακολουθήσει όχι μόνο την απλή ιστορία αλλά και να εισχωρήσει στις υποδόριες διαδρομές της. Στη σκηνοθεσία αναλογούν επίσης κι οι διαπλάσεις των ρόλων και πρέπει να συγχαρούμε για την πολύ καλή ερμηνεία του τον Μάνο Βακούση, που υποστασιοποίησε τον Λι με ζέση και συμμετοχή. Την απόδοση του ηθοποιού σ’ αυτόν το ρόλο πρέπει να τη σημειώσω στο φετινό θεατρικό χρονικό με ιδιαίτερη έμφαση.
Ο Στάθης Λιβαθηνός επωμίστηκε τον διανοούμενο Όστιν που σωστά βρίσκεται στον αντίποδα του ορμητικού αδελφού του, ήταν όμως νομίζω περισσότερο πράος απ’ όσο χρειαζόταν, σχεδόν αδρανής. Ο Γιώργος Σαμπάνης, στο ρόλο του παραγωγού Σολ Κίμερ έφτιαξε έναν ολοκληρωμένο τρισδιάστατο χαρακτήρα με απολύτως αληθινές όψεις. Δεν μπόρεσα να εννοήσω το λόγο ύπαρξης του ρόλου της Μητέρας στο έργο και μόνο η ερμηνεία της Αλεξάνδρας Παντελάκη τον έκανε να φαίνεται αναγκαίος. Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Άγγελου Αγγελή διακριτικά και υπαινικτικά όσο χρειάζεται.
14.11.1996, Γεωργίου Αδριανός «Η αληθινή ζωή», Ραδιοτηλεόραση
Για το link πατήστε εδώ
-
«Άγρια Δύση»: Θέατρο Εξαρχείων
Αν ο Στρίντμπεργκ έχει στο «Χορό» την άγρια αναμέτρηση των δύο φίλων, ο γεννημένος το 1943 Αμερικανός Σαμ Σέπαρντ έχει στην «Άγρια Δύση» του που έγραψε το 1980, τη σκληρότατη σύγκρουση δύο αγοριών μέσα στο σπίτι της μάνας τους. Ο πετυχημένος Χολιγουντιανός σεναριογράφος και το αλήτικο κλεφτρόνι, αλλάζουν – συμβολικά, αλλά και ουσιαστικά – υπόσταση, φύση και προσωπικότητα. Τραγικά διχασμένοι και οι δύο, μπολιασμένοι από τον αλκοολικό μισάνθρωπο πατέρα τους, και τελικά επηρεασμένοι αρνητικά, από τον αναπάντεχο ερχομό της μάνας τους, φθάνουν ως στη φονική ακρότητα! Οι γοργότατοι ρυθμοί με τις ροκ καταβολές που ο Σέπαρντ εγκαινίασε το 1978 με την «Κατάρα της πεινασμένης τάξης» και ολοκλήρωσε σαν τριλογία με το «Θαμμένο παιδί» και την Αληθινή Δύση (όπως είναι ο πραγματικός τίτλος του έργου), οριοθετεί τη σύγχρονη Μυθολογία του Δυτικού Κόσμου. Η Αννίτα Δεκαβάλλα μετέφρασε εύστοχα, ένα ακόμα αμερικάνικο κείμενο, χωρίς αυτή τη φορά και να πρωταγωνιστεί, όπως άλλωστε και ο Τάκης Βουτέρης που ηθελημένα περιορίστηκε στην άκρως λεπτοδουλεμένη σκηνοθεσία. Η πρωταγωνιστική αποχή όμως των δύο θεμελιωτών του «Θεάτρου Εξαρχείων», δικαιολογείται από την πίστη τους σε ένα τόσο δυνατό, και για πρώτη φορά παιζόμενο στην Ελλάδα, έργο του Σέπαρντ, αλλά και σε δύο υπερταλαντούχους συναδέλφους τους. Ξεκινώ με τον Στάθη Λιβαθινό, που είναι το αρχικά «καλό παιδί», για το πόσο καλός ηθοποιός είναι με έπεισε παίζοντας ήδη σε Πιραντελλικό μονόπρακτο, και αποδίδοντας το ρόλο του στο «Σπασμένο Γυαλί» του Μίλλερ, καλύτερα από τον Αμερικανό αλλά και Εγγλέζο συνάδελφό του! Τώρα ο Λιβαθινός από πρότυπο οικογενειάρχη, μεταβάλλεται χαμαιλεοντικά σε ασυγκράτητο «αρουραίο της ερήμου». Συγκρατείστε το όνομα του γιατί ο Στάθης Λιβαθινός καλπάζει για κορυφαίος ρολίστας. Ο Μάνος Βακούσης είτε παίζει Μπρεχτική Όπερα της Πεντάρας, είτε Φωσκολικές μεγαλοστομίες στη «Λάμψη», τρυπώνει ουσιαστικά στην ψυχολογία του ήρωα που ενσαρκώνει. Ο αθυρόστομος τζογαδόρος στην Άγρια Δύση γίνεται άθυρμα στο φθόνο του μεγαλοαστού αδελφού του. Ποιος εκμεταλλεύεται και επιβουλεύεται ποιον, κάτω από την προστατευτική – φαινομενικά – ματιά ενός γηραλέου παραγωγού ταινιών, που υποδύεται ο μόνιμα γλαφυρός Γιώργος Σαμπάνης, αξίζει να το ανακαλύψετε σε μια παράσταση με πολλές ανατροπές. Να αναφέρω ακόμα πως μητέρα του εναλλασσόμενου σε ψυχολογία «Κάιν και Άβελ» αδελφικού ντουέτου, είναι η Αλεξάνδρα Παντελάκη, και πως το σκηνικό και τα λειτουργικά κοστούμια φιλοτέχνησε ο Άγγελος Αγγελής, υπογραμμίζοντας το ξάφνιασμα στο μουσικό ηχόχρωμα του Πλάτωνα Ανδριτσάκη. Το δικό μου ευχάριστο ξάφνιασμα συμπληρώθηκε, όταν τη διπλανή φωτογραφία του έργου, μου την παρέδωσε σεμνά ο Τάκης Βουτέρης, χωρίς την παρεμβολή καμιάς απροσπέλαστης «Κυρίας» επί των Δημοσίων Σχέσεων.
10.11.1996, Νικολετάτος Σπύρος «Άγρια Δύση: Θέατρο Εξαρχείων», Αυριανή
Για το link πατήστε εδώ
-
Σύγκρουση στην «Άγρια Δύση»
Η εξαχρείωση, η αποξένωση, η βία, η οικογενειακή παρακμή και η διάψευση αποτελούν τα κυρίαρχα στοιχεία της «Άγριας Δύσης» του Σαμ Σέπαρντ.
Θέατρο: Εξαρχείων, Θεμιστοκλέους 69. Για τρίτη φορά αποπειράται ο Τάκης Βουτέρης (μετά από δύο έργα του Άρθουρ Μίλερ) να ανεβάσει αμερικανικό έργο.
Έργο: «Άγρια Δύση» του Αμερικανού Σαμ Σέπαρντ. Γράφτηκε το 1980 και ανήκει στην «οικογενειακή τριλογία», που συνθέτουν η «Κατάρα της πεινασμένης τάξης» (1976) και το «Θαμμένο παιδί» (1978).
Συγγραφέας: Ο Σέπαρντ έχει γράψει και το σενάριο της ταινίας του Βιμ Βέντερς «Παρίσι, Τέξας», που το 1984 του χάρισε το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών. Ντραμίστας, συνθέτης, συνδέθηκε με την Πάτι Σμιθ και συζεί με την Τζέσικα Λανγκ. Γνωρίστηκε ή συνεργάστηκε με τον Μικελάντζελο Αντονιόνι, τον Μικ Τζάγκερ, τους Στόουνς και τον Μπομπ Ντίλαν.
Υπόθεση: Δυο αδέλφια συναντιούνται στο σπίτι της μητέρας τους, που απουσιάζει. Ο ένας είναι «πετυχημένος» θεατρικός συγγραφέας (Όστιν), ευαίσθητος, ήσυχος και ο άλλος (Λι), αλήτης, κλέφτης, θρασύς και σκληρός. Τα δυο αδέλφια μέσα από τη σύγκρουση «μεταμορφώνονται», αποκαλύπτουν ένα διαφορετικό κόσμο, αυτόν της μοναξιάς και των απραγματοποίητων πόθων, που ριζώνουν εκεί όπου «ευημερεί» ο άκρατος υλισμός, που -ψυχικά τουλάχιστον- κοστίζει πανάκριβα.
Εξέλιξη: Οι ρόλοι και οι ισορροπίες στο δεύτερο μέρος ανατρέπονται. Ο Όστιν και ο Λι εισέρχονται ο ένας στο «μισητό» κόσμο του άλλου. Αποκαλύπτουν τους κρυφούς τους πόθους και την αγωνία τους για το αύριο, που μοιάζει αβέβαιο και ανατριχιαστικά μαύρο.
Σενάριο: Ο διάλογος που γίνεται με κοφτές προτάσεις δεν κρύβει τίποτα το ουσιαστικό.
Ο Σέπαρντ μάλλον καταγράφει τη σύγκρουση των αδελφών, παρά επιχειρεί να διεισδύσει στην ψυχολογία τους.
Οι χαρακτήρες κινούνται σε αυστηρά πλαίσια, αλλά δεν δείχνουν να έχουν βάθος. Η σύγκρουση επιτελείται σε βάρος του περιεχομένου. Η εμφάνιση επί σκηνής του παραγωγού και της μητέρας τους (καρικατούρες που «υποδύονται» οι Γιώργος Σαμπάνης, Αλεξάνδρα Παντελάκη) αποσυντονίζει την εξέλιξη της σύγκρουσης.
Πρωταγωνιστές: Θαυμάσιος ο Μάνος Βακούσης στο ρόλο του αλήτη Λι. Αρκετά συμπαθητικός σ’ αυτόν του συγγραφέα Οστιν ο Στάθης Λιβαθινός.
Σκηνοθέτης: Ο Τάκης Βουτέρης, όπως και στο «Σπασμένο γυαλί», με τις επεμβάσεις του δημιουργεί το κατάλληλο κλίμα έντασης και βίας (βοηθούν επίσης η μουσική του Πλάτωνα Ανδριτσάκη και τα σκηνικά του Άγγελου Αγγελή). Κατευθύνει θαυμάσια τους δυο ηθοποιούς και προσθέτει ρυθμό και νεύρο στην πορεία προς την τελική αναμέτρηση.
31.10.1996, Παπανικολάου Ν. «Σύγκρουση στην Άγρια Δύση», Εξουσία (Tempo)
Για το link πατήστε εδώ
-
Η «Άγρια Δύση» στα Εξάρχεια
Το έργο του Σαμ Σέπαρντ ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα
Είναι συγγραφέας, σκηνοθέτης, ηθοποιός, γράφει σενάρια για τον κινηματογράφο ενώ έχει ασχοληθεί επαγγελματικά και με τη μουσική. Ο Σαμ Σέπαρντ, μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών, σύζυγος της Τζέσικα Λανγκ και πατέρας τριών παιδιών, γράφει θεατρικά έργα για να χαλαρώνει και να ηρεμεί όπως λέει ο ίδιος και θυμάται την αρχή της καριέρας του ως θεατρικού συγγραφέα: «Όταν άρχισαν να ανεβαίνουν τα πρώτα μου έργα ήταν πολύ τρομακτικό. Θυμόμουν ότι αντιστεκόμουν, αμυνόμουν. Ήμουν πιτσιρικάς τότε, 19 χρονών και έπειτα διόλου δεν μου άρεσε που κάτι τόσο ιδιωτικό, προσωπικό, γινόταν έτσι δημόσιο».
Γεννημένος το 1943 σε μια στρατιωτική βάση του Ιλινόι κοντά στο Σικάγο, ο Σάμιουελ Σέπαρντ Ρότζερς ονειρευόταν να γίνει κτηνίατρος αλλά έπιασε δουλειά ως σερβιτόρος για να ανακαλύψει σύντομα την αγάπη του για τη μουσική και το θέατρο. Μια θετική κριτική για τα πρώτα του μονόπρακτα («Ο κήπος με τις πέτρες» και «Καουμπόηδες»), που ανέβηκαν το 1964, στάθηκε η αφορμή για να εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη και να ασχοληθεί συστηματικότερα με το γράψιμο. Ήταν η εποχή των οφ-οφ Μπρόντγουεϊ θεάτρων, των επαναστατικών κινημάτων της δεκαετίας του ’60 και του ’70, της ροκ μουσικής. Όλα αυτά ταίριαζαν απόλυτα στον χαρακτήρα και στην ιδιοσυγκρασία του. Στα 20 χρόνια που πέρασαν από τότε καθιερώθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους αμερικανούς συγγραφείς ενώ παράλληλα συνεχίζει την καριέρα του κινηματογραφικού αστέρα.
«Άγρια Δύση» είναι ο τίτλος του έργου του Σέπαρντ (το έγραψε το 1980) που ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα από το Θέατρο Εξαρχείων. Στην παράσταση τη μετάφραση υπογράφει η Αννίτα Δεκαβάλλα και τη σκηνοθεσία ο Τάκης Βουτέρης. «Είναι το τρίτο αμερικανικό έργο που ανεβάζουμε στο “Εξαρχείων”», λέει ο σκηνοθέτης εξηγώντας την επιλογή του αυτή και αναφέρεται στα δύο έργα του Άρθουρ Μίλερ («Το τίμημα» και «Σπασμένο γυαλί») που έχουν προηγηθεί. «Τόσο ο Σαμ Σέπαρντ όσο και ο Μίλερ έχουν τονίσει σε συνεντεύξεις και κείμενά τους ότι η σχέση τους με το αρχαίο δράμα είναι σχέση πατέρα – παιδιού. Κυρίως αναφέρονται στην επίδραση του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Επιπλέον η θεματική και η γραφή τους διαθέτουν μια παγκοσμιότητα και μια αυθεντικότητα. Ειδικότερα για τον Σέπαρντ θα έλεγα ότι είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της νεότερης γενιάς και η «Άγρια Δύση» θεωρείται το καλύτερο έργο του».
Τρεις άνδρες και μία γυναίκα παίζουν στην «Άγρια Δύση», που πραγματεύεται τις σχέσεις ανάμεσα σε δύο αδέλφια στο πρότυπο του Κάιν και του Αβελ. «Το οικογενειακό πλαίσιο αποτελεί άλλωστε και τον άξονα γύρω από τον οποίο κινείται το αρχαίο δράμα», σημειώνει ο κ. Βουτέρης. Το «καλό παιδί» (Στάθης Λιβαθηνός) και ο «αλήτης» (Μάνος Βακούσης) αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Συναντώνται μετά από πέντε χρόνια και κατά έναν μαγικό αλλά και φυσικό τρόπο μπαίνουν σιγά σιγά ο ένας στο πετσί του άλλου και ανατρέπουν όλα τα δεδομένα.
Στην Ελλάδα έχουν ήδη ανεβεί τα έργα του Σέπαρντ: «Θαμμένο παιδί» από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη, «Τρελός για έρωτα» από τον Αντώνη Αντωνίου και «Τρελοί για έρωτα» σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη, με τη Ζωή Λάσκαρη, «Σοκ» από τον Γιώργο Μεσσάλα, «Φωνές» από τον Δημήτρη Οικονόμου (γραμμένο από τον Σέπαρντ και τον Τζόζεφ Τζέκιν).
13.10.1996, Χ.Σ. «Άγρια Δύση στα Εξάρχεια», Το Βήμα
Για το link πατήστε εδώ