Αγάπης αγώνας άγονος – Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

2002

Πρώτη παραγωγή

Θεατρική περίοδος: 2001-2002

5 Απριλίου – 28 Απριλίου 2002 Εθνικό Θέατρο – Γκαράζ

Επανάληψη

Θεατρική περίοδος: 2002-2003

8 Οκτωβρίου 2002 – 16 Απριλίου 2003 Εθνικό Θέατρο – Γκαράζ

 

[…] Τι παράξενο έργο! Ίσως το πιο αμφίρροπο και το πιο δυσεξήγητο απ’ όλα τα σαιξπηρικά δημιουργήματα. Πρώιμο, σχεδόν πρωτόλειο (1593-1594), με γοητευτικές αδεξιότητες και γρήγορες λύσεις, φανερά της στιγμής, έφτασε σήμερα να φαντάζει, ύστερα απ’ όλες τις ανατροπές που γνώρισε η σκηνική τέχνη, ένα αληθινό αριστούργημα. Έχουν να λένε ότι το στοιχειώνει ένας πρώτος νεανικός γάμος του Σαίξπηρ. που τον εσκίασε ο χαμός ενός παιδιού. Πού να ξέρει ακριβώς κανείς μ’ αυτόν τον αινιγματικό άνθρωπό – που λες και δεν υπήρξε, όπως και κάθε αληθινός ποιητής. Ένα είναι σίγουρο: το νόημα αυτού του έργου είναι όσο σκοτεινό και το πρόσωπο του μεγάλου δραματουργού, κι ανεξερεύνητο όσο και το χαμόγελο της Τζοκόντας! […]

[…] Η τραγική αυτή κωμωδία αναδίδει μια μοναξιά. Κορίτσια και αγόρια που μένουν ολομόναχα, εγκλωβισμένα στους ρόλους που τους έταξε η φύση, η κοινωνία. Αμήχανα. Οι άντρες, μια τραγελαφική παρέα, που θέλει, εφηβικά σκεπτόμενη, ν’ αποφύγει τον έρωτα, με τη μελέτη και την ενάρετη, «πλατωνική» ζωή, κάπως σαν Ιππόλυτοι που γυρίζουν την πλάτη στην Αφροδίτη. Οι κοπέλες έρχονται, απόκοσμος θίασος, μ’ ένα (προσχηματικό;) αίτημα. Παίζουν το παιχνίδι του ερωτικού πειρασμού. Κάτι πάει να συμβεί. Και ξαφνικά ματαιώνεται. Όλα κόβονται, σβήνουν, τελειώνουν. Όλο το ερωτικό παιχνίδι πήγε χαμένο. Αλλά μήπως ήταν καταδικασμένο να πάει χαμένο απ’ την αρχή; Μήπως κάθε ερωτικό παιχνίδι, είτε ματαιωθεί είτε ολοκληρωθεί, είναι ούτως ή άλλως κόπος χαμένος, αφού όλα είναι προδιαγεγραμμένα κι αφού η μοναξιά των φύλων όσο και του καθενός μας για λίγο μόνο καταλύεται απ’ το θάμπωμα μιας ψευδαίσθησης, που η ζωή (ο θάνατος) την ισοπεδώνει και μας δείχνει πάντα γυμνή την αλήθεια; Όπως κι αν είναι, απάντηση δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνο τα σαγηνευτικά λόγια, η ομορφιά των τραγουδούν; τα παιχνίδια των εφήβων, οι φαντασιόπληκτοι, οι αθώοι, οι δονκιχωτικοί, τα ωραία δάση, το κυνήγι, ο χορός, το γάργαρο γέλιο, η μελαγχολία του πικρού ερωτευμένου, τα μαγικά παραμυθία, τα μισόλογα, τα ερωτικά γράμματα, ο σκαλισμένος αχάτης, οι ναζιάρες πέρλες, και πάνω απ’ όλα το θέατρο – αυτή η ανάγκη μας να ρισκάρουμε με τη ζωή φορώντας προσωπίδες και ρόλους, έτοιμοι ν’ αρνηθούμε τα πάντα για την αγάπη, το πάθος, τις μάχες, τις χίμαιρες, τις κατακτήσεις.

Ειδικός δεν είμαι, αλλ’ απ’ όσα διάβασα, φαίνεται ότι το ιδιόρρυθμο αυτό κωμικόδραμα περιέχει πολλές απόκρυφες αναφορές στις τότε γαλλικές Αυλές. Άλλοι λένε ότι ο βασιλιάς είναι ο Φερδινάνδος. ηγεμόνας της Ναβάρρας, όταν ακόμα η Ναβάρρα ήταν ενωμένη μ’ ένα τμήμα της Ισπανίας. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για τον μεταγενέστερο του Φερδινάνδου, Ερρίκο Γ’. που έγινε αργότερα βασιλιάς ολόκληρης της Γαλλίας ως Ερρίκος Δ’, κι ότι η πριγκίπισσα που έρχεται να τον συναντήσει είναι η Μαργαρίτα των Βαλουά, η βασίλισσα Μαργκό, που πράγματι επισκέφτηκε τον Ερρίκο την εποχή του Σαίξπηρ, συνοδευόμενη από τη μητέρα της, τη διαβόητη Αικατερίνη των Μεδίκων (δεν είναι τυχαίο το όνομα Κατερίνα μέσα στο έργο). Όποια κι αν είναι η αλήθεια, σίγουρο είναι ότι το έργο βρίθει από μειωτικά υπονοούμενα για τους γάλλους αυλικούς, κι ότι δεν είναι λίγες οι φορές που οι σκηνές θυμίζουν ταπετσαρίες της εποχής των Βαλουά με σκηνές κυνηγιού και φυσιολατρικά δρώμενα μιας αυλικής καθημερινότητας. Δεν μπορώ, επίσης, ν’ αντισταθώ στον πειρασμό και να μην αναφέρω το πόσο η πριγκίπισσα, ως «κυνηγήτρα», μου θυμίζει την περίφημη Diane de Poitiers, την ευνοούμενη ενός προγενέστερου βασιλιά της δυναστείας των Βαλουά, που την απεικόνιζαν ως Άρτεμη, θεά του κυνηγιού, με το τόξο και το ελάφι. […]

Πασχάλης Στρατής Ο έρωτας είναι χαμένος κόπος; Από το πρόγραμμα της παράστασης.

 

Περιοδεία
Θεατρική περίοδος: Θερινή 2002
30 Ιουνίου 2002 – Φιλοτεχνικός Όμιλος Μυτιλήνης «Ο Θεόφιλος», Μυτιλήνη, Λέσβος, Ελλάδα
6 Ιουλίου 2002 – Φορτέτζα – Θέατρο Ερωφίλη, Ρέθυμνο, Κρήτη, Ελλάδα
16 Αυγούστου 2002 –  Εκκλησία Αγίας Σοφίας, Οχρίδα, ΠΓΔΜ
5 Σεπτεμβρίου 2002 Όπερα Καΐρου, Gomhouria Theatre, Αίγυπτος

Πηγή: Εθνικό Θέατρο

Μετάφραση: Στρατής Πασχάλης
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής
Χορογραφίες: Μαριέλα Νέστορα
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Μαρία Ναυπλιώτου | Κατερίνα Αλεξάκη | Ελένη Μποζά (από το Εργαστήριο Σκηνοθεσίας και Υποκριτικής)

Με τους ηθοποιούς εργάστηκαν στο λόγο και στην κίνηση η Ιρίνα Πρόμπτοβα και ο Αντρέι Στσούκιν

Διανομή με σειρά εμφάνισης:

Βασιλιάς: Στάθης Γράψας
Λογκαβίλ: Παναγιώτης Μπουγιούρης
Ντιουμέν: Νικόλας Παπαγιάννης
Μπιρόν: Γιάννης Μαυριτσάκης
Μούχλας: Δημήτρης Ήμελλος
Φράπας: Αλέξανδρος Λογοθέτης
Αρμάδο: Βασίλης Ανδρέου
Σκώρος: Νίκος Καρδώνης
Ζακνέτα: Μαρία Σαββίδου
Μπουαγιέ: Τάσος Γιαννόπουλος
Πριγκίπισσα: Μαρία Ναυπλιώτου
Μαρία: Ναταλία Στυλιανού | Μαριάννα Λαμπίρη
Κατερίνα: Αλεξάνδρα Λέρτα
Ροζαλίνα: Κατερίνα Ευαγγελάτου | Εβίτα Ζημάλη
Ολοφέρνης: Δημήτρης Παπανικολάου
Πατήρ Ναθαναήλ: Γιώργος Δάμπασης

Για την ηχογράφηση της μουσικής έπαιξαν οι

Άρης Τρουπάκης: ηλεκτρική κιθάρα
Τάσος Αντωνίου: ηλεκτρική κιθάρα
Αλέξανδρος Αντωνίου: μπάσο
Δημήτρης Μενούνος: κρουστά

  • Στάθης Λιβαθινός: Οι αποτυχίες περιμένουν στη γωνιά ευτυχώς

    Μάλλον θ’ αστειεύεται! Γιατί, μέχρι τώρα, μόνο επιτυχίες έχει εγγράψει. Τέλος πάντων, ο άνθρωπος μπορεί να ελπίζει… Κι ο Στάθης Λιβαθινός κουβαλάει αρκετές ελπίδες στη βαλίτσα του. Κι έναν σεξπιρικό «Αγάπης αγώνας άγονο». Αυτός, ένας γόνιμος σκηνοθέτης.

    Μέσα σε λίγα χρόνια αναδείχθηκε σ’ έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες στο θέατρο. Τ’ όνομά του συνδέθηκε με παραστάσεις που συζητήθηκαν («Το κτήνος στο φεγγάρι», «Μια πιθανή συνάντηση», «Ρομαντικοί», «Οικόπεδα με θέα») και σχεδόν καθόλου με συνεντεύξεις του… Φέτος δίδαξε στους μετεκπαιδευμένους ηθοποιούς στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Το Εθνικό Θέατρο φρόντισε να τον αξιοποιήσει, αναθέτοντάς του τη διεύθυνση της Πειραματικής Σκηνής.

    Ρωσοσπουδαγμένος, συνηθισμένος να δουλεύει αθόρυβα και αποτελεσματικά, ο Στάθης Λιβαθινός προετοιμάζει τώρα τη δημιουργία της Ακαδημίας Σκηνοθεσίας Θεάτρου και σκηνοθετεί το έργο του Σέξπιρ «Αγάπης Αγώνας Άγονος».

    Πώς έγινε το προξενιό για το «γάμο» σας με την Πειραματική Σκηνή;
    «Δεν είχα συνεργαστεί στο παρελθόν. Ούτε περίμενα να μου ανατεθεί η διεύθυνσή της. Μίλησα στο Νίκο Κούρκουλο γι’ αυτό που με ενδιαφέρει: την ίδρυση μιας Ακαδημίας Σκηνοθεσίας Θεάτρου. Με άκουσε με προσοχή. Δεν φείδεται εμπιστοσύνης. Μου πρόσφερε την ευκαιρία να δοκιμάσω στην πράξη τα σχέδιά μου».

    Δεν σας τρόμαξε το Εθνικό «βάρος» του Τσίλερ;
    «Δεν άφησα να με κυριεύσει τρόμος. Απορροφήθηκα απ’ την δουλειά. Ξεκινήσαμε με τους συνεργάτες το Εργαστήρι Σκηνοθεσίας και Υποκριτικής, που αποτελεί το πρώτο βήμα για τη δημιουργία Ακαδημίας. Οι σπουδαστές, απόφοιτοι διαφόρων σχολών, επαγγελματίες του θεάτρου, δουλεύουν από το πρωί μέχρι το βράδυ, εκπαιδεύονται χωρίς αμοιβή. Από τους 30 συμμετέχοντες, κανείς δεν διέκοψε αυτούς τους έξι μήνες».

    Έχετε καλέσει και ρώσους εκπαιδευτές.
    «Την καθηγήτρια σκηνικού λόγου στο Κρατικό Ινστιτούτο Θεάτρου της Μόσχας Ιρίνα Πρόμποβα και τον καθηγητή σκηνικής κίνησης Αντρέι Αλεξέγεβιτς Στσούκιν. Μαζί μας δουλεύουν εξαιρετικοί συνεργάτες, όπως ο Δημήτρης Ήμελλος, ο συνθέτης Θόδωρος Αμπατζής, η χορογράφος Μαριέλλα Νέστορα».

    Με ποια κριτήρια θα παραχωρείτε τη Σκηνή της Πειραματικής; Οι πάντες στο θέατρο έχουν να καταθέσουν προτάσεις.
    «Είναι σημαντικό να δίνεις ευκαιρίες διακινδυνεύοντας, όπως άλλοι διακινδύνευσαν κάποτε με μένα. Θέλω να φανώ προνοητικός, γενναιόδωρος και προστατευτικός. Δεν περιμένω να έρθουν. Θα τους πιάσω από το μανίκι… Θα ρισκάρω, με τη σειρά μου, προτείνοντας».

    Και τώρα «Αγάπης Αγώνας Άγονος».
    «Παίζεται σε μια εξαιρετική μετάφραση του Στρατή Πασχάλη, την πρώτη που αποδεικνύει ότι ο Σέξπιρ υπήρξε ποιητής. Το έργο, μια ιδιόρρυθμη δραματική κωμωδία, ανεβαίνει σ’ ένα ποσοστό 80% σε ομοιοκαταληξία, μια εξαιρετική άσκηση της γλώσσας. Το θέμα του αφορά όλους εκείνους τους μονομανείς, υπενθυμίζοντάς τους ότι δεν πρέπει να χάσουν τη σχέση του με την πραγματική ζωή».

    Το θέατρο σας απασχολεί με τρόπο αυστηρό, σχεδόν ευλαβικό.
    «Επειδή συνδέεται με πορείες μοναχικών ανθρώπων και συχνά με τη σιωπή. Όλα όσα το συνθέτουν, άνθρωποι, έργα, προσπάθειες, γίνονται τόπος εξομολόγησης ανθρωπίνων παθών. Είναι ο χώρος όπου μπορεί κανείς να θαυμάσει το ανθρώπινο είδος: το σώμα, τη φωνή, την πνευματική ικανότητα, το ταλέντο να κάνει ορατά τα αόρατα. Δεν είναι τυχαίο που λέμε ″παίζω″ στο θέατρο. Το ″παιχνίδι″ δεν κρίνεται στο ″τι″ αλλά στο ″πώς″. Θα έλεγα πως το έργο δεν υπάρχει. Λειτουργεί ως αφετηρία για να ξεκινήσει μια ζωντανή, γόνιμη επικοινωνία».

    Οι παραστάσεις σας έχουν αποσπάσει επαίνους, γνώρισαν καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία.
    «Οι αποτυχίες περιμένουν στη γωνία, ευτυχώς… Πρέπει να έρθουν, για να πάρεις πλήρη τα μαθήματα της ζωής. Ό,τι έχω πετύχει είναι ελάχιστο μπροστά σ’ αυτά που είχα την τύχη να γνωρίσω στο θέατρο».

    Σε ποια κυρίως μέσα στηρίζεστε όταν σκηνοθετείτε;
    «Υπηρετώ αυτή τη εργασία μέσω της πίστης μου σε κάποιους ανθρώπους. Πώς; Όπως αναπνέεις, χωρίς να σκέφτεσαι το πώς και το γιατί. Κάθε φορά οφείλεις να δημιουργείς τα πράγματα απ’ την αρχή. Η σκηνοθεσία, μια μοναχική πορεία, έχει χαρακτήρα δαιμονικό αλλά και απίστευτα ανθρωπιστικό. Σκηνοθεσία δεν είναι οι οδηγίες. Χρησιμότερο απ’ την υποτιθέμενη καθοδήγηση είναι να αφαιρείς τα εμπόδια στο δρόμο των ηθοποιών, να τους δημιουργείς ζωτικό χώρο».

    Πώς διαχειρίζεστε τυχόν συγκρούσεις;
    «Χωρίς σύγκρουση δεν υπάρχει βίος, εκτός κι αν πρόκειται για βίο αγίου… Το ζήτημα είναι ο σκοπός και η ποιότητας της διαφωνίας. Οι καλές προθέσεις είναι η φτωχότερη προίκα που μπορεί να φέρει κανείς στο θέατρο και εξαντλούνται στην πρώτη ανάγνωση».

    Εν τω μεταξύ η ζωή «έξω» τρέχει…
    «Δεν πιστεύω στις κλειστές πόρτες του θεάτρου στο όνομα της περισυλλογής. Παρασύρεσαι στην αποξένωση από τη ζωή και μοιραία από το ίδιο το θέατρο. Πρέπει η μία πόρτα, αυτή με τη θεά προς τα «έξω», να μείνει ανοιχτή και η άλλη κλειστή, για να συγκεντρώνεσαι. Άλλωστε παντού υπάρχουν μικροί ήρωες που αναζητούν ″συγγραφέα″. Να τους γνωρίσεις, να τους καταλάβεις, να τους αντιγράψεις».

    Όλα για σας καταλήγουν στο θέατρο;
    «Μα στο θέατρο με οδηγεί η ζωή. Ό,τι ενδιαφέρον παρατηρείς γύρω σου θέλεις να το διηγηθείς να το μοιραστείς με συνενόχους. Ξέρετε, η τιμωρία του καλλιτέχνη είναι η ανάγκη του για αποδοχή. Το γνωστό ως ″ψώνιο″, ο έγκλειστος που δουλεύει για ν’ αλλάξει τον κόσμο, είναι μια μεγάλη αντίφαση που πάνω της ο άνθρωπος του θεάτρου ξοδεύει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του. Η άλλη επιλογή που έχει να δει τη τέχνη απλώς ως μέσον για την ποιότητα της ζωής του. Ένα παιχνίδι που δεν το έχω κερδίσει γιατί δεν έχω παίξει ακόμα. Η μοναξιά, η απομόνωση είναι πολύ σκληρό πράγμα».

    Πώς βρεθήκατε να σπουδάζετε στη Μόσχα;
    «Το 1984, με τη μεσολάβηση του θείου μου, του Μάνου Κατράκη, πήγα να σπουδάσω, με υποτροφία, σκηνοθεσία στο Κρατικό Ινστιτούτο Θεάτρου της Μόσχας. Ένας Ισπανός κι εγώ ήμαστε οι μοναδικοί Ευρωπαίοι, μιας και το πέρασμα τα των συνόρων εκείνη την εποχή ήταν δύσκολο ζήτημα».

    Δύσκολοι οι ρωσικοί «χειμώνες»;
    «Μεγάλα διαστήματα ζούσα με δύο μπουκάλια γάλα κι ένα καρότο την ημέρα. Ήρθα αντιμέτωπος με μια διαφορετική κουλτούρα, αλλά όταν οι άνθρωποι έρχονται κοντά, δεν μπορούν παρά να αναπτύξουν σχέσεις συγγενικές. Οι κοινές εμπειρίες σπάνε τα σύνορα και η εθνική γλώσσα δεν αποτελεί εμπόδιο».

    Έξι χρόνια στο θεατρικό «Θιβέτ»…
    «Το Ινστιτούτο Θεάτρου, ήταν και ακόμα παραμένει, για κάποιους ένα είδος ″Ιερατικής Σχολής″. Οι Ρώσοι ανοίγονται σιγά σιγά. Σου παραδίδονται σταδιακά, αλλά για πάντα. Όπως έλεγε ο Τσέχωφ, αποδίδοντας το κλειδί της αφοσίωσης της ρωσίδας γυναίκας προς τον άντρα: ″Στην αρχή τον λυπήθηκε και μετά τον αγάπησε″».

    Ασκήσεις ψυχής;
    «Ασκήσεις ψυχής είναι όλα. Μη νομίζετε πως τα σημαντικά πράγματα στην τέχνη γίνονται χάριν της παιδείας, της γνώσης. Αυτή που ασκείται καθημερινά, μαζί με την όποια τεχνική, είναι η ψυχή. Συνέτρωγα πριν από μέρες μ’ έναν από τους σημαντικότερους μουσικούς στον κόσμο. Ο ρώσος πιανίστας μου έδωσε ένα σπάνιο μάθημα για το θέατρο. Μιλώντας για τη μουσική, άπλωσε κάποια στιγμή τα χέρια λέγοντας: ″Κοιτάξτε τα δάχτυλά μου. Σκεφτείτε απλωμένα δισεκατομμύρια δάχτυλα που υπάρχουν σ’ όλο το πλανήτη. Και είναι διαφορετικά″. Έτσι είναι και η ανθρώπινη ψυχή. Μοναδική και ανεπανάληπτη. Αυτό το πεδίο του θεάτρου. Άγνωστοι άνθρωποι κάθε φορά, καινούργια υλικά που, αν σκύψεις και τα γνωρίσεις, κρατούν τη ζωή σου σε διαρκή ένταση».

    Ζήσατε τα προεόρτια της σοβιετικής κατάρρευσης.
    «Σαν να μπήκα σε μια παράσταση όταν παιζόταν το φινάλε. Ένα τέλος τραγικό και διαρκείας. Αν ζούσατε εκεί, θα βλέπατε ότι δεν πήγαινε παραπέρα. Οι πολιτικές συγκυρίες έκαναν, κι αυτό δεν είναι λίγο, την τέχνη προσιτή στο λαό. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι τα περισσότερα απ’ όσα θαυμάζουμε στο ρωσικό πολιτισμό κάποτε υπήρξαν απαγορευμένα. Αυτό που εισπράξαμε εμείς στην Ευρώπη ως θέατρο Στανισλάβσκι δεν μας ήρθε από τη Ρωσία αλλά μέσω της Αμερικής. Η παιδεία του ρώσου θεατή ήταν πάντα ένα σημαντικό στοιχείο. Τώρα, μετά τη ″μακντοναλντοποίηση″, έχουν αλλάξει τα πράγματα».

    Το ελληνικό κοινό είναι εκπαιδευμένο;
    «Στο θέατρο δεν πρέπει να πλήττει κανείς. Παρακολουθώ τις παραστάσεις μου. Θέλω να παρατηρώ τα πρόσωπα των θεατών όταν μπαίνουν, όταν βγαίνουν, τις αντιδράσεις τους στη διάρκεια της παράστασης. Ξέρετε, η δουλειά του σκηνοθέτη ολοκληρώνεται όταν εκείνος φεύγει απ’ τα καθίσματα και τη θέση του παίρνουν άνθρωποι με εισιτήριο. Αυτοί έχουν τον τελικό λόγο. Εσύ μπορεί να νομίζεις ότι το κοινό ανταποκρίνεται, ενθουσιάζεται, συγκινείται κι αυτοί να φυλλομετρούν το πρόγραμμα, να χαζεύουν το σκηνικό, το διπλανό τους και, ακόμη χειροτέρα, το ρολόι».

    Νιώσατε ποτέ τέτοια πίκρα;
    «Κατά κάποιον τρόπο. Θυμάμαι σε μια παράσταση των ″Ρομαντικών″ μια κυρία που δυσανασχετούσε κάθε φορά που το κοινό γελούσε. Κοιτούσε μ’ έναν τρόπο σαν να τους επέπληττε. Ξέχασα όλα τα πρόσωπα των ενθουσιασμένων θεατών και κράτησα την εικόνα αυτής της γυναίκας που έμοιαζε να μην έχει καταλάβει τίποτα».

    Τι σκεφτήκατε;
    «Στην αρχή ένιωσα αντιπάθεια. Μετά άρχισα να την κατανοώ. Και μετά άρχισα να ταυτίζομαι… Μήπως έχει δίκιο; Μήπως βλέπει κάτι που μου διαφεύγει; Όσο κι αν ακούγεται αστείο, δεν πρέπει να υποτιμάς τέτοιες διαθέσεις, γιατί ίσως βασίζονται σε κάτι βαθύτερα ανατρεπτικό και αληθινό».

    28.04.2002, Μαρίνου Έφη «Στάθης Λιβαθινός: Οι αποτυχίες περιμένουν στη γωνία, ευτυχώς», Έψιλον – Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία,

  • Θεάτρου Αγώνας Γόνιμος

    Σε μια θεατρική Αθήνα που ακόμα ψάχνει την ταυτότητά της, λίγες είναι οι παραστάσεις που μας κάνουν πολιτισμικά υπερήφανους και θα μπορούσαν να γίνουν πρεσβευτές της ελληνικής κουλτούρας.

    Το “Αγάπης αγώνας άγονος” και “Αυτό που δεν τελειώνει”, παραστάσεις που ανεβαίνουν από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, φέρουν τη σφραγίδα της καινοτομίας, της ποιότητας και της ομαδικής δουλειάς. Χωρίς δήθεν φιοριτούρες και μεγαλόστομες εξαγγελίες, ο Στάθης Λιβαθινός, υπεύθυνος της Πειραματικής και εμπνευστής των δύο υπέροχων παραστάσεων, δίδαξε τους νέους και ταλαντούχους ηθοποιούς του την ομαδική δουλειά και το συλλογικό πνεύμα. Αυτή είναι η αγαπημένη μας θεατρική dream team.

    Στάθης Λιβαθινός
    «Η ομάδα είναι ένα σύνολο από προσωπικότητες που εξελίσσονται μέσα από δοκιμασίες και εμπειρίες».
    Δημήτρης Παπανικολάου «Το να παίζουμε Σαίξπηρ δίπλα στην Ομόνοια, μέσα ο’ ένα πρώην γκαράζ, είναι στοίχημα για μας. Έχουμε πει να βγούμε να παίξουμε και στην Κουμουνδούρου».

    Βασίλης Ανδρέου
    «Όταν πηγαίνω στο θέατρο και περνάω από την Ομόνοια, δεν τη βλέπω με διαφορετικό μάτι επειδή εγώ θα καταλήξω στο Εθνικό. Όταν όμως φεύγω το βράδυ, σκέφτομαι ότι θα ’θελα να ήταν ανάμεσα στο κοινό μας και οι συνομήλικοί μου από τις γύρω περιοχές που έχουν πρόβλημα με τις ουσίες».

    Γιώργος Δάμπασης
    «Παραφράζοντας τη γνωστή ρήση “Και αν έχεις πίστη να κουνήσεις βουνό και αν έχεις όλες τις αρετές του κόσμου και δεν έχεις αγάπη, τότε άγονος ο αγώνας σου”».

    Αλέξανδρος Λογοθέτης
    «Εδώ στο θέατρο είμαστε προστατευμένοι, αλλά πολλές φορές έχω πει μακάρι το θέατρο να ’ταν πάνω στην Ομόνοια, να ‘χαμε μεγαλύτερη επαφή με τον κόσμο της, με τους μετανάστες, τους ναρκομανείς».

    Αλεξάνδρα Λέρτα
    «Το θέμα του έργου είναι διαχρονικό, όπως και ο έρωτας είναι διαχρονικός».

    Νίκος Καρδώνης
    «Σημασία έχει η διαδρομή, το ταξίδι παρά ο τελικός σταθμός, το τέρμα».

    Μαριάννα Λαμπίρη
    «Από τη στιγμή που ξυπνάω αισθάνομαι χαρά, πολλή χαρά και άφθονη δημιουργική ενέργεια όταν σκέφτομαι ότι θα παίξω Σαίξπηρ. Αυτή η παράσταση, όλη της η ενέργεια είναι σαν να ’χουμε πετάξει, σαν να ’μαστε παιδιά».

    Ναταλία Στυλιανού
    «Αυτό που δεν θα ’θελα να τελειώσει είναι η ελπίδα και αυτό που κάποιοι ονομάζουν πνεύμα».

    Παναγιώτης Μπουγιούρης
    «Ο αγώνας για την αγάπη δεν μπορεί παρά να είναι άγονος. Όταν αγωνίζεσαι με την έννοια του “πιέζω”, “επιδιώκω”, ο αγώνας δεν μπορεί παρά να είναι άγονος. Ο αγώνας είναι γόνιμος όταν σημαίνει “προσφορά”».

    Νικόλας Παπαγιάννης
    «Το απαραίτητο αλάτι στον έρωτα είναι η μάχη, ο αγώνας. Ιδρώνεις. Και ο ιδρώτας βγάζει αλάτι».

    Στάθης Γράψας
    «Τα δυο κυρίαρχα θέματα του έργου, αλλά και της ζωής είναι ο έρωτας και ο θάνατος».

    Δημήτρης Ήμελλος
    «Το “Αγάπης αγώνας άγονος” είναι ένα λογοπαίγνιο, το οποίο όπως κάθε παιχνίδι τελειώνει, και έρχεται η ζωή και θέτει τους δικούς της κανόνες παιχνιδιού».

    Κατερίνα Ευαγγελάτου
    « Βλέποντας τους συνομηλίκους μου στην Ομόνοια να ξοδεύουν τη ζωή τους έτσι ανώφελα, δεν περνά μέρα που να μη σκεφτώ αν είναι μάταιο αυτό που κάνω, το “να κάνω Τέχνη” δηλαδή, θα μπορούσα να είμαι σε μια εθελοντική ομάδα υποστήριξης εθισμένων ανθρώπων ή σε μια ομάδα πρόληψης».

    Μαρία Σαββίδου
    Το “Αγάπης αγώνας άγονος” είναι από μόνο του μια φράση που ισχύει στη ζωή μας, όχι απαραίτητα ως κάτι κακό. Ακόμα και στα πιο άγονα πράγματα υπάρχει μια πορεία που μπορεί να γίνει αξιοποιήσιμη. Πόσο μάλλον στον έρωτα».

    Άρης Τρουπάκης
    «Το ν’ αγωνίζεσαι προκειμένου να αγαπήσεις και ν’ αγαπηθείς είναι τελικά μάταιο γιατί τα πράγματα δεν είναι ποτέ στα χέρια σου. Δεν υπάρχει λόγος να αγωνίζεσαι ούτε να βρεις ούτε να χάσεις την αγάπη, γιατί αυτή είναι λίγο παραπάνω από εμάς».

    Γιάννης Μαυριτσάκης
    «Ίσως ο τίτλος να είναι μια αλήθεια ζωής. Μπορεί το παιχνίδι να είναι πραγματικά άγονο. Ακόμα και ο Σαίξπηρ αποφεύγει να δώσει απάντηση. Την αγάπη όμως δεν μπορείς να την αποφύγεις. Σίγουρα θα εμπλακείς. Ακόμα κι αν το αρνείσαι ».

    Μαρία Ναυπλιώτου
    «“Αυτό που δεν τελειώνει” είναι η ανάγκη των ανθρώπων να δημιουργούν, είτε Τέχνη είτε άλλους ανθρώπους. Σε προσωπικό επίπεδο δεν θα ’θελα να τελειώσει η φαντασία, οι μνήμες. Όλα τα άλλα τελειώνουν κάποια στιγμή».

    27.02.2003, Μπλάτσου Ιωάννα «Θεάτρου αγώνας γόνιμος», Time out Athens

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Αγώνας γόνιμος

    Θέατρο / Πειραματική Σκηνή

    «Αγάπης αγώνας άγονος», μην το χάσετε! Είναι η προτροπή που συνοδεύει, από την περασμένη άνοιξη, την παράσταση του Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού και μετάφραση Στρατή Πασχάλη, η οποία παρουσιάζεται στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού. Ουρές στο ταμείο, επιμονή και αναμονή για την εξασφάλιση της θέσης. Που οφείλεται ο συνωστισμός; Στην ανατροπή της καθεστηκυίας άποψης για το «πώς πρέπει να ανεβαίνει ο Σαίξπηρ», χωρίς αφελείς πειραματισμούς και «δήθεν» εκσυγχρονισμούς. Ο Στ. Λιβαθινός αντιμετώπισε το έργο με σοβαρότητα, αλλά το «φρέσκαρε». Μετάγγισε νέο αίμα, αξιοποιώντας το δυναμικό του θεάτρου σε ηθοποιούς της νεότερης γενιάς. Δεν φοβήθηκε να αναδείξει το χιούμορ, να προσδώσει ρυθμό και κέφι, μουσική, τραγούδια και χρώματα. Τροφοδότησε την εικόνα χωρίς να προδώσει το περιεχόμενο. Με τη βοήθεια των ευφάνταστων κοστουμιών και σκηνικών (Ελέη Μανωλοπούλου), της μουσικής (Θοδωρής Αμπαζής), συντόνισε την ομάδα, επιτυγχάνοντας το καλύτερο υποκριτικό αποτέλεσμα. Δημιούργησε μια παράσταση ευφορική, γοητευτική, με λύσεις και τεχνάσματα, ένα θεατρικό παιχνίδι – κάλεσμα στο κοινό. Και το κοινό ανταποκρίθηκε.

    29.12.2002, Μ.Κ. «Αγώνας γόνιμος – Πειραματική Σκηνή», H Καθημερινή.

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Φρεσκάδα στην κατάψυξη

    Με πηγαίο κέφι και παιχνιδιάρικη διάθεση ξεκίνησε η επανάληψη του σαιξπηρικού έργου Αγάπης αγώνας άγονος (Love’s labour’ s lost) στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Η παράσταση του Στάθη Λιβαθινού, που επισημάνθηκε ως μία από τις επιτυχίες της προηγούμενης σεζόν, έχει πράγματι πολλές αρετές. Αρχικά, μια καλή μετάφραση από τον Στρατή Πασχάλη που, μέσα από τη μουσικότητα, συναντά το σφυγμό του κειμένου. Έπειτα, ένα έξυπνο σκηνικό – τοίχοι ντυμένοι με ταπετσαρία που αντιγράφει τον μυστικό κήπο του συμβολιστή ζωγράφου Ανρί Ρουσό (The dream) και χάρτινα λουλούδια που πέφτουν από το ουρανό δημιουργώντας από το τίποτα έναν κόσμο παιδικής αθωότητας. Επιπλέον, μια ολόκληρη σειρά από θεότρελα κοστούμια τα οποία, με ευφάνταστο τρόπο. γλιστράνε στην ελισαβετιανή εποχή (σκηνικά-κοστούμια Ελένη Μανωλοπούλου). Έχει, τέλος, εξαιρετική μουσική (Θόδωρης Αμπαζής) και ευρηματικές χορογραφίες (Μαριέλα Νέστορα). Και ένα επιτελείο νέων ανθρώπων που σφύζουν από ζωντάνια.

    Ποιο μπορεί, λοιπόν, να είναι πρόβλημα; Το γεγονός ότι όλα τα παραπάνω χάνουν τη φρεσκάδα τους μετά την πρώτη ώρα – το θέαμα διαρκεί τρεις ώρες – τυποποιούνται και επαναλαμβάνονται. Το έργο του μεγάλου ελισαβετιανού δραματουργού κλίνει περισσότερο στη φάρσα παρά στη δραματική κωμωδία, οι ηθοποιοί εξαντλούνται και εξαντλούν και εμάς.

    Είναι βέβαια, ένα «παράξενο έργο, πρώιμο, σχεδόν πρωτόλειο (1593-1594), με γοητευτικές αδεξιότητες και γρήγορες λύσεις…», όπως επισημαίνει και ο μεταφραστής του. Το Αγάπης αγώνας άγονος συνυφαίνει την ποίηση με χονδροειδή αστεία, το λυρισμό με στίχους του συρμού, τη ρίμα με την πρόζα, την εξευγενισμένη σάτιρα με το δράμα. Δύσκολα επιλέγει κανείς, λοιπόν, ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσει. Ωστόσο, πέρα από τις ασάφειες που εκπορνεύονται μέσα από τη νεανική ορμή του, έχει σαφέστατο προσανατολισμό. Αυτόν που γεννά ο εσωτερικός πεσιμισμός: έρωτας σημαίνει αδιέξοδο, ένα παιχνίδι που παίζεται για να ματαιωθεί, ένας αγώνας άγονος.

    Και ο Σαίξπηρ «παίζει» με τις έννοιες και με τους ήρωές του – μια ομάδα ευγενών στην αυλή του βασιλιά της Ναβάρρας που η επιθυμία τους να στερηθούν τις σαρκικές απολαύσεις για να αφοσιωθούν στη μελέτη ανατρέπεται με την επίσκεψη μιας γαλλίδας πριγκίπισσας και της γυναικείας συνοδείας της.

    12.2002, Πετάση Ελένη «Φρεσκάδα στην κατάψυξη», Echo & artis

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Αγάπης αγώνας άγονος», μέρος δεύτερο – Ο ισπανικός φονταμενταλισμός του ονείρου

    Το σημείωμα της προηγούμενης Κυριακής ήταν αφιερωμένο στη νεανική κωμωδία του Σαίξπηρ «Αγάπης αγώνας άγονος». Έγραφα ότι πρόκειται ίσως για το πιο «στυλιστικό» έργο της Αναγέννησης, ένα γλυκόπικρο «σχόλιο» του Σαίξπηρ, μια θεατρική πραγματεία πάνω στο κυρίαρχο ιδεολόγημα των διανοουμένων της εποχής, την ιδανική «Αρκαδία» των αγνών βουκολικών ερώτων και των ποιμενικών ειδυλλίων, που παρακολουθούμε να έρχεται σε σύγκρουση με την ανάγκη της ζωής και την πραγματικότητα της σάρκας.

    Τίποτα σχεδόν δεν συμβαίνει στο επίπεδο της πραγματικότητας μέσα στο έργο. Πράξεις, λόγια, αισθήματα και ιδέες ανήκουν όλα στη σφαίρα της ουτοπικής φαντασίας, εκτός από ένα: την ιδέα την ίδια της ουτοπίας που είναι πραγματική, θα τολμούσα μάλιστα να πω, ρεαλιστική. («Είμαστε ρεαλιστές γι’ αυτό ζητάμε το αδύνατο» – το σύνθημα μιας άλλης, εξαγγελθείσης, «αδύνατης επανάστασης»).

    Έγραφα επίσης ότι μέσα στο έργο αυτό του Σαίξπηρ αντιπαρατίθενται δυο ιδανικά, που πάλεψαν επί ενάμιση αιώνα σε στεριές και θάλασσες, για την κυριαρχία του κόσμου: από τη μία μεριά το σπανιόλικο ιδεώδες του ονειροπόλου ιππότου – ιδαλγού, «αναγνώστη» του παλιού βιβλίου του κόσμου, στον οποίο επιτρέπονται τα πάντα (και κάτι περισσότερο, η περιστασιακή εκτροπή από τον κανόνα, η ονομαζόμενη στα ισπανικά burla), εφόσον γενικά τηρεί τους πάγιους πατροπαράδοτους κανόνες του παιχνιδιού (υπακοή στην αντίρροπη, διπλή, βασιλική κι εκκλησιαστική εξουσία). Κι από την άλλη το καινούργιο ιδανικό του Άγγλου «τζέντλεμαν» (κρυμμένου πίσω από τα προσωπεία των Γάλλων ευγενών), πραγματιστή, φανατικού σπόρτσμαν. μανιώδους παίκτη, κυνηγού της πράξης και «γραφέα» τον νέου βιβλίου του κόσμου, που είναι ήδη διαποτισμένος όμως, κατά περίεργο μα όχι ανεξήγητο τρόπο (κάτι σαν τύψη). με το αμλετικό ιδεώδες της «καλής χρήσης» του κόσμου (ηθική αρχή). Ζητούμενο είναι βέβαια η έννοια της «καλής χρήσης» του κόσμου, που διαθέτει πάντα περισσότερες από μια ερμηνείες. (Πρέπει να σπάμε το αυγό από τη «σωστή» μεριά, είπε ο Σουιφτ, αλλά δεν ξέρουμε δυστυχώς ποια είναι αυτή).

    Θα συμπληρώσω μόνο, κλείνοντας την ανάλυσή μου, ότι σε κανένα άλλο έργο του ελισαβετιανού θεάτρου δεν παίρνει τόσο τέλεια εκδίκηση ο νικημένος σπανιόλικος κόσμος του ονείρου και της φαντασίας πάνω στο νικητή, πραγματιστή κόσμο των Αγγλοσαξώνων.

    Το «Αγάπης αγώνας άγονος» απηχεί τη μυστική νίκη του αιώνια νέου, του αγέραστου στοιχείου της ζωής, κι εκείνου που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ίσως «ισπανικό φονταμενταλισμό του ονείρου». το θρίαμβό του πάνω στη «συνταγή» της δοτής ευτυχίας του ανθρώπου, πάνω στα κλειστά, ολιστικά συστήματα σκέψης, πάνω στο έλλειμμα της φαντασίας και πάνω στο φόβο της ελευθερίας, που βαραίνουν τον κόσμο μας. Επειδή. όπως είπα και πιο πάνω, το μόνο μη φανταστικό μέσα στο έργο αυτό είναι η φαντασία, και το μόνο μη ουτοπικό η ουτοπία. Κι επειδή το «Αγάπης αγώνας άγονος» του Σαίξπηρ (1593), με το αινιγματικό μειδίαμα του τέλους και με το δονκιχωτικό «κανόνα» χρήσης του κόσμου που επιβάλλουν οι γυναίκες στους άνδρες, προαναγγέλλει το «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες, λίγα χρόνια πριν από την έκδοσή του (1605).

    Η παράσταση του Στάθη Λιβαθηνού στην «Πειραματική Σκηνή» του Εθνικού θεάτρου, βασισμένη πάνω στην ωραία ποιητική μετάφραση του Στρατή Πασχάλη, ομαδική και δεμένη, αποτελεί κατ’ αρχήν ένα υπόδειγμα στυλίστικου ύφους, με την κοσμοπολίτικη αύρα και τον αέρα εποχής που εκπνέει.

    Ο Λιβαθηνός, ένας λόγιος σκηνοθέτης, κατορθώνει εδώ να εκμεταλλευτεί τη φρεσκάδα, τα νιάτα, την όρεξη για δουλειά της πλειονότητας του έμψυχου υλικού του, για να μεταφέρει στη σκηνή το «Αγάπης αγώνας άγονος», όπως θα μετέφερε ένα σονέτο του Σαίξπηρ: προσεκτικά για να μη σπάσει το εύθραυστο, πολύτιμο κέλυφός του. Με περισσή φροντίδα για τη φόρμα, χωρίς όμως να δει τι κρύβεται στο βάθος. Ο σκηνοθέτης «βλέπει» το δάσος, αλλά του διαφεύγουν τα δέντρα, δηλαδή οι ρόλοι, που δεν είναι πάντα διακριτοί στην παράσταση, ο καθένας με το φορτίο του.

    Τιμώ τη συνολική δουλειά και το μόχθο που καταβάλλει ο θίασος, αλλά ξεχωρίζω το «Φράπα» του Αλέξανδρου Λογοθέτη για την καθαρότητα των εκφραστικών του μέσων και το «Σκώρο» του Νίκου Καρδώνη που είναι μια ολόκληρη, διατυπωμένη πρόταση. Δεν συμφωνώ με τα «νάιφ» σκηνικά και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου που παραπέμπουν ρητά σε συγκεκριμένη αισθητική των αρχών του αιώνα που πέρασε.
    Η ενδιαφέρουσα μουσική του Θοδωρή Αμπαζή δεν εκμεταλλεύεται την ευκαιρία να μας δείξει τις ελισαβετιανές καταβολές του «ροκ».

    10.11.2002, Πολενάκης Λέανδρος «Αγάπης αγώνας άγονος, μέρος δεύτερο – Ο ισπανικός φονταμενχαλισμός του ονείρου», Η Αυγή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Θεάτρου θέα θεσπέσια

    Είναι χαρακτηριστικό πως ούτε οι σημαντικοί δημιουργοί δεν κατορθώνουν να ξεπεράσουν τη μόδα του καιρού τους

    Οι μέτριοι βέβαια στηρίζονται στη μόδα, την εκμεταλλεύονται, την ξεζουμίζουν και τα έργα τους, συνήθως, πεθαίνουν μαζί με το θάνατο ή την ανυποληψία της μόδας. Γιατί όσο η μόδα ισχύει θεωρείται σχεδόν θεσμός, συχνά θεοποιείται, αλλά όταν ξεπεραστεί, όταν άλλη μόδα καταλάβει το κέντρο της κοινωνικής και πνευματικής αγοράς είναι αντικείμενο χλευασμού και περιφρόνησης.

    Οι αληθινοί δημιουργοί, εφ’ όσον ζουν και εμπνέονται από τα πράγματα του καιρού τους, είναι φυσικό και λογικό να αφομοιώνουν, να προσεταιρίζονται και μοτίβα και μεθόδους και στυλ της μόδας αλλά έχουν πλήρη έλεγχο των διαδικασιών δανεισμού και απόρριψης, μεταστοιχείωσης, αλλοίωσης και μεταλλαγής.

    Ιδού, ο Σαίξπηρ, στα νεανικά του έργα της πρώιμης πενταετίας από την εικοσιπενταετία της σύνολης παρουσίας του στην Δραματουργία, βρίσκεται μέσα στην καρδιά του πρώιμου μπαρόκ. Στις τραγωδίες του (π.χ. Τίτος Ανδρόνικος – Ριχάρδος Γ’) κυριαρχεί το μακάβριο, το πρωτόγονο, το αβυσσαλέο ψυχικό τοπίο, κι όλα τα γνωρίσματα του πρώιμου βίαιου ρομαντισμού. Στις κωμωδίες του (π.χ. Η κωμωδία των παρεξηγήσεων, Το ημέρωμα της στρίγγλας, Αγάπης αγώνας άγονος) κυριαρχεί το περίτεχνο μπαρόκ, μια τέχνη που καλλιεργήθηκε στα σαλόνια των ηγεμόνων και των ανερχόμενων κοινωνικά εμπόρων. Γρήγορα βέβαια πήρε τους δρόμους και όπως συμβαίνει συχνά οι κατώτερες τάξεις ξιπασμένες από την τέχνη των δυνατών την ενστερνίστηκαν. Είναι πάντως αξιοπερίεργο πώς ένα λαϊκό θέατρο που καλλιέργησε πρωτίστως ο Σαίξπηρ (θέατρο της περιφέρειας, της ταβέρνας, των υπαίθριων κήπων και των πολυσύχναστων γειτονιών του Λονδίνου, πόλης εμπορικής και πληθυσμιακά πολυσυλλεκτικής) εθήτευσε σε ένα θέατρο κυρίως Λόγου και μάλιστα λόγου ραφιναρισμένου, με λεπτές αποχρώσεις σημασιολογικές, με γνωμική διάθεση, με πικρόχολο χιούμορ, με μακροπερίοδες φράσεις, υψηλής ποιητικής θερμοκρασίας.

    Το πρόβλημα είναι ανάλογο με την υψηλή ποίηση του Αισχύλου που απευθυνόταν σε ένα μεγάλο αναλφάβητο ακροατήριο, γεωργών, τεχνητών, παρεπίδημων εμπόρων, αγραμμάτων γυναικών και δούλων.

    Το πρόβλημα λύνεται αν διαβάσουμε και τα αρχαία κλασικά έργα και τον Σαίξπηρ με δύο αναγνωριστικές προσεγγίσεις. Ως ιστορία και ως τρόπο, ως ύφος γραφής. Η πρώτη ανάγνωση γίνεται σε πλάτος, η δεύτερη σε βάθος. Μέλημα αυτών των συγγραφέων είναι να κρατήσουν το ενδιαφέρον με μια συνήθως ευθύγραμμη αφήγηση και δομικά απλή. Ο προσεκτικός αναγνώστης και θεατής έχει στη διάθεσή του, αφού κατανοήσει τους αρμούς και τις σχέσεις των προσώπων, τη γενική τους, σύνολη συμπεριφορά, να κατέβει βαθύτερα, να αναζητήσει προθέσεις, κίνητρα, φοβίες, πόθους κρυφούς, απωθημένες επιθυμίες.

    Στο «Αγάπης αγώνας άγονος» (1593) ο Σαίξπηρ πάνω σ’ ένα αφηγηματικό αφελέστατο καμβά, απλοϊκό και μονοδιάστατο (αν τον αφηγηθεί κανείς με λίγα λόγια ως υπόθεση, έκπληκτος θα βρεθεί μπροστά σε story αμερικάνικων και ελληνικών σίριαλ ή σε λιμπρέτα οπερέτας ή μιούζικαλ) κεντάει ένα πολύχρωμο λιβάδι με εκατομμύρια χαμολούλουδα, μυριστικά, περίτεχνους θάμνους, χαριτωμένα ποταμάκια, λιλιπούτειες γεφυρούλες, σκιώδη πλατύφυλλα δέντρα και κρυμμένα στις φυλλωσιές ερωτικά αηδόνια, κοτσύφια και πλουμιστές πέρδικες.

    Μια και η επιφανειακή αφήγηση στήνει ένα δίχτυ ερωτικών περιπλοκών, ο ποιητής φορτώνει το τοπίο με ρυθμούς, κινήματα ερωτικά, προσποιήσεις, καμώματα, κραυγούλες πόθου και βογκητά εκπύρωσης. Κι όλα αυτά μέσα στη γλώσσα. Οι ερωτικές αψιμαχίες, τα αγγίγματα, οι ασελγείς ερεθισμοί γίνονται μέσα στις λέξεις, δηλώνονται με το μέτρο, οι συνουσίες προηγούνται στο σμίξιμο των ομοιοκαταλήξεων, τα φιλιά ανταλλάσσονται στις μεταξύ των μετρικών τομών σιωπές.

    Στα πρώιμα έργα του Σαίξπηρ η δραματουργία είναι λαϊκή στην υπόθεση και αριστοκρατική στη φόρμα. Προσποίηση, ειρωνεία, ναρκισσισμός, σνομπισμός. Κι όμως δένουν. Αρκεί κανείς να γνωρίζει πώς θα ισορροπήσει τα συστατικά. Είναι κάτι σαν τις κρητικές νυφιάτικες κουλούρες. Κοινό ψωμί καταστολισμένο και γυαλιστερό. Σπανίως το τρώμε για να μη χαλάσουμε τα κεντίδια του. Τις χαίρεται όμως το μάτι μας. Έτσι και στα έργα αυτά του Σαίξπηρ. Χαίρεται το μάτι σου και το αυτί σου, όταν βρουν το οικείο τόνο τους σε μια παράσταση, γιατί η παράσταση είναι ο μοναδικός προορισμός και η δικαίωση ενός θεατρικού κειμένου.

    Στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, κάτω από την αυστηρή και πειθαρχημένη ματιά του Στάθη Λιβαθινού, γίνεται δουλειά βάθους. Στους νέους ηθοποιούς, κυρίως, που μαθητεύουν εκεί, δόθηκε η ευκαιρία να διεισδύσουν στα μυστικά του θεατρικού ρυθμού, το νόημα του ύφους, στην αναζήτηση στηριγμάτων ώστε να ισορροπήσουν τα λαϊκά-φαρσικά στοιχεία της αφήγησης με τον λεκτικό «κόσμον». Τα έργα αυτά μοιάζουν με τις ποιμενικές γκλίτσες. Ένα χοντρό, στραβό, γερό, ακατέργαστο ραβδί καταλήγει σε μια λαβή περίτεχνα σκαλισμένη, κάτι σε αισθητική στέψη της βάναυσης πρακτικής βάσης. Ο Στάθης Λιβαθινός αναδεικνύεται ως ένας εμπνευσμένος πλέον Δάσκαλος ηθοποιών, όχι ένας καλός απλώς τεχνικός που μεταδίδει ετοιμοπαράδοτες τυποποιημένες μεθόδους, αλλά ως παιδαγωγός χειραγωγεί, θα έλεγα μυεί τους ηθοποιούς κατ’ αρχάς να ανακαλύψουν την ψυχή τους, να την καταστήσουν στο μοτέρ, τη μηχανή εσωτερικής καύσεως που δίνει κίνηση, ενέργεια, φορά σ’ όλο το σύστημα ψυχοσωματικό του μουσικού οργάνου που είναι και πρέπει να γίνει ο ηθοποιός.

    Ο Λιβαθινός έχει μία φόρμα στο μυαλό του, όπως ο γλύπτης πριν πάρει το καλέμι προς τον μαρμάρινο άμορφο όγκο. Το μάρμαρο όμως, εδώ ο ηθοποιός, έχει τις αντιστάσεις του, τα νερά του, τις ροπές του, τα όριά του. Ο Λιβαθινός σκαλίζει και ψάχνει να βρει μέσα στο ορυχείο των ηθοποιών του τα μεταλλεύματα που αναλογούν στη φόρμα που επέλεξε γα να αναπαύσει το έργο του ποιητή. Και τις περισσότερες φορές τα βρίσκει.

    Είναι όμως τυχερός έχοντας στην διάθεσή του τον έξοχο μεταφραστή ποιητή Στρατή Πασχάλη. Ο Πασχάλης είναι μια πολύτιμη περιουσία, μια ποτιστική βροχή και στην ποιητική ξηρασία και στην μεταφραστική στέγνα. Ο Πασχάλης μεταφράζει ποίηση, όχι νοήματα. Μεταφράζει ήχους, ρυθμούς, υγρασία συναισθημάτων, βουές ανάκουστες, κρυμμένους κελαηδισμούς. Η Σαιξπηρική του μετάφραση ήδη δημιουργεί σχολή. Τώρα όλοι θα κρίνονται με γνώμονα τον Καψάλη και τον Πασχάλη.

    Ο Λιβαθινός συνεργάζεται και με έναν άλλο ταλαντούχο δημιουργό, κάτοχο των μυστικών των στυλ. Τον συνθέτη Θοδωρή Αμπαζή. Ο Αμπαζής γνωρίζει να γράφει σκηνική μουσική και τα τραγούδια του ερμηνεύουν χαρακτήρες μέσα στη συγκεκριμένη σκηνοθετική συνθήκη.

    Η Ελένη Μανωλοπούλου με τα ταμπλό της που παραπέμπουν στον Ντονιέ Ρουσό έλυσε έξοχα τα προβλήματα του άχαρου χώρου του γκαράζ. Τα κοστούμια της έξοχα – ένα σύγχρονο μπαρόκ.

    Οι ηθοποιοί

    Δεν θα ήθελα να ξεχωρίσω κανέναν από τους ταλαντούχους ηθοποιούς. Παρ’ όλο που η πείρα του Ήμελλου, η σιγουριά του Μαυριτσάκη, η ευστροφία του Αλέξανδρου Λογοθέτη και η χάρη της Μαρίας Ναυπλιώτου αξιοποιήθηκαν στο έπακρο. Αλλά οι νεήλυδες ο εύγλωττος Δ. Παπανικολάου, η τσαχπινιά της Ευαγγελάτου, η πονηριά της Στυλιανού, η «αφέλεια» της Λέρτα, το χιούμορ της Σαββίδου, η ερωτική διαθεσιμότητα του Γράψα δεν περνούν απαρατήρητα μέσα σε μια σύνθεση που αποθεώνεται η ομαδική δουλειά, η αλληλεγγύη και ο ποιητικός οίστρος.

    Πριν από 45 χρόνια στον Πειραιά, στην εναρκτήρια παράσταση του «Πειραϊκού Θεάτρου» ο Ροντήρης ανέβασε μια νεανική «Δωδέκατη νύχτα». Οι ηθοποιοί εκείνοι εξελίχτηκαν σε πρωταγωνιστές (Ντούζος, Καλογήρου, Β. Χαριλάου, Προύσαλης, Τρ. Καρατζάς, Καλλιβωκάς, Κοντούλης). Την παράσταση είχε παρακολουθήσει ο μεγάλος Ρώσος σκηνοθέτης Νικολάι Οχλόπκοφ και είχε ενθουσιαστεί δηλώνοντας πως χάρηκε έναν Σαίξπηρ παιγμένο από μια οιστρήλατη νεανική μπάντα χαλκίνων.

    Αυτή την ίδια εντύπωση μου έδωσε η παράσταση του «Αγάπης αγώνας άγονος» του Λιβαθινού στο Εθνικό.

    04.11.2002, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Θεάτρου θέα θεσπέσια», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Παιχνίδι πειρασμών με σύγχρονο άρωμα

    Αξιόλογη είναι η παράσταση του «Αγάπης αγώνας άγονος», του Ουίλιαμ Σαίξπηρ που φιλοξενείται στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.

    Ο Στάθης Λιβαθινός πειραματίστηκε με μια ομάδα ικανών ηθοποιών πάνω στο κλασικό κείμενο του Σαίξπηρ και χωρίς να προδώσει στο παραμικρό το ουσιαστικό του «άρωμα», μας προσφέρει μια σύγχρονη έκδοσή του.

    Αγάπης αγώνας άγονος

    Γραμμένο ανάμεσα στο 1594 και το 1595 – λίγο πριν από το «Ρωμαίος κι Ιουλιέτα» δηλαδή- το αριστούργημα αυτό του Σαίξπηρ εκτυλίσσεται στην αυλή του βασιλιά της Ναβάρας στη Γαλλία. Εκεί μια ομάδα νεαρών ευγενών αποφασίζει μαζί με τον βασιλιά της να στερηθεί όλες τις ηδονές της ζωής και να αφοσιωθεί στη μελέτη, παίρνοντας όρκο.

    Η Γαλλίδα πριγκίπισσα που φτάνει με τη γυναικεία συνοδεία της να τους επισκεφτεί ως απεσταλμένη ανατρέπει τα πάντα. Ανάμεσα στους ορκισμένους άντρες και τις παιχνιδιάρες προκλητικές κοπέλες ξεκινά ένα παιχνίδι πειρασμών και παραβάσεων, που ξεχειλίζει από έρωτα, ευαισθησία, ιδιαίτερο χιούμορ αλλά και σκληρότητα.

    Το «Αγάπης αγώνας άγονος» είναι ένα απ’ το πιο ενδιαφέροντα έργα του Σαίξπηρ, το οποίο χαρακτηρίζεται για τις ανατροπές – εκπλήξεις του, το «πάντρεμα» των ρυθμικών και γλωσσικών του αντιθέσεων, τα λογοπαίγνιά του, την έντονη θεατρικότητά του και τα μελωδικά μέρη του.

    Η παράσταση που έστησε ο Στάθης Λιβαθινός οφείλει πολλά στη μετάφραση του Στρατή Πασχάλη. Εξαιρετικά δύσκολη η δουλειά του να μεταφέρει στα καθ’ ημάς τον ποιητικό λόγο του μεγάλου ποιητή μέσα από ομοιοκαταληξίες, ρίμες, λογοπαίγνια.

    Σκηνοθετικός οίστρος χαρακτηρίζει απ’ την άλλη τη δουλειά του ίδιου του Λιβαθινού. Με βοηθό του τη Μαρία Ναυπλιώτου έφτιαξε μια παράσταση εύρυθμη, με υψηλή αισθητική, με ευρήματα που έπαιζαν απ’ το χθες στο σήμερα, με «ψυχή».

    Ο Λιβαθινός «παντρεύει» με τον καλύτερο τρόπο το κλασικό με το σύγχρονο, χωρίς εκμοντερνισμούς που «φωνάζουν», χωρίς φλυαρίες. Σαίξπηρ με άρωμα σύγχρονο είναι ο «δικός» του Σαίξπηρ.

    Η παράσταση της Πειραματικής Σκηνής οφείλει πολλά και στους Ελένη Μανωλοπούλου-ιδιαίτερα εμπνευσμένα τα σκηνικά και τα κοστούμια της-, Θοδωρή Αμπαζή – εξαιρετική η μουσική του-, Μαριέλα Νέστορα –θαυμάσια η χορογραφία της -, Αλέκο Αναστασίου –έξοχοι οι φωτισμοί του. Σημαντική δουλειά έχει καταφέρει και με τους ηθοποιούς του ο Στάθης Λιβαθινός.

    Δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό και συναρπάζουν με τη λιτότητα και την ακρίβειά τους. Και οι δεκαέξι είναι υπέροχοι: Στάθης Γράψας, Μαρία Ναυπλιώτου, Δημήτρης Ήμελλος, Γιάννης Μαυριστάκης, Νίκος Καρδώνης, Παναγιώτης Μπουγιούρης, Μαρία Σαββίδου, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Άρης Τρουπάκης, Βασίλης Ανδρέου, Ναταλία Στυλιανού, Αλεξάνδρα Λέρτα, Κατερίνα Ευαγγελάτου, Γιώργος Δάμπασης, Δημήτρης Παπανικολάου.

    02.11.2002, Μπουζιώτης Βασίλης «Παιχνίδι πειρασμών με σύγχρονο άρωμα», Έθνος

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Θεάτρου αγώνας γόνιμος

    Μια κεφάτη, εφηβική παράσταση, μ’ ένα φλύαρο έργο

    Η κωμωδία είναι κάτι το υποκειμενικό. Κατ’ αρχήν τις περισσότερες φορές είναι συνδεδεμένη με τον χρόνο. Μετά αυτά τα οποία εσύ θεωρείς ενδεχομένως διασκεδαστικά, ο διπλανός σου τα βρίσκει υπερβολικά κι άνοστα.

    Από τις σαιξπηρικές κωμωδίες το «Αγάπης αγώνας Άγονος» είναι η –παγκοσμίως δικαίως- λιγότερο παιγμένη. Σ’ αντίθεση μα τα άλλα έργα του Σαίξπηρ το κωμικό στοιχείο της εδώ έχει προφανώς κριθεί ως ανεπανόρθωτα ξεθυμασμένο και απλοϊκό. Παρόλο που η σφραγίδα του βάρδου είναι πάντα κάπου αναγνωρίσιμη, το «Αγ. Αγ. Αγ.» έχει χαρακτηριστεί επανειλημμένα ως γεμάτο από ακατανόητους στίχους, από ακαταλαβίστικες αλληγορίες, από ευτελή λογοπαίγνια κι από χαρακτήρες οι οποίοι δεν έχουν την παραμικρή συνέπεια. Με μεγάλη δυσκολία υποπτεύεται κανείς εδώ κάποιον ο οποίος λίγο αργότερα θα έγραφε τον Ληρ και τον Άμλετ.

    Ο Άγγλος Κένεθ Μπράνα, ο οποίος βασίστηκε πάνω στο έργο για να κάνει πριν από δύο χρόνια την όντως πνευματώδη ομώνυμη ταινία του, άλλαξε κυριολεκτικά τα πάντα που υπήρχαν στο πρωτότυπο, μεταφέροντας τη δράση στα 1930 και δανειζόμενος ό,τι ήταν δυνατόν από τα προπολεμικά αμερικανικά μιούζικαλ.

    Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τη συνοχή και τη συνέπεια, αυτές κατακρημνίζονται νωρίς κι εύκολα μέσα στην πλοκή από τη στιγμή που οι τέσσερις νεαροί άρχοντες καταπατούν με ταχύτητα αστραπής τον όρκο τους να απέχουν από «του κόσμου τις φθηνές χαρές», ήτοι από το φαγητό, τον ύπνο και τις γυναίκες, όλα όσα δηλαδή «τη μόρφωση εμποδίζουν και σε μιαν άσκοπη ηδονή το πνεύμα εθίζουν» όπως γράφει ευρηματικά στη σπινθηροβόλα και όντως θεατρικά άκρως ανανεωτική μετάφρασή του ο Στρατής Πασχάλης.

    Ιδού, λοιπόν, η πρόκληση: Διαθέτοντας ένα μάλλον μέτριο, ξεπερασμένο –επειδή φλύαρο– και δυσκολονόητο κείμενο, με χαρακτήρες οι οποίοι δεν διαθέτουν ούτε τη σοφία ούτε την ποίηση ούτε το σύνηθες υποδόριο χιούμορ του Σαίξπηρ, καλείσαι (στη συγκεκριμένη περίπτωση ο μεταφραστής Στρατής Πασχάλης και ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός) να στήσεις μια παράσταση. Το κάνεις και είναι άκρως επιτυχημένη.

    Μία ενθουσιώδης ομάδα

    Πώς και γιατί; Πάνω απ’ όλα στην αναβράζουσα παράσταση της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου υπήρχε μία ενθουσιώδης και καλογυμνασμένη στην τέχνη τους ομάδα νέων –πολύ νέων– ηθοποιών. Εντάξει. Ενδεχομένως όλοι τους να ήταν συχνά υπερ-ενθουσιώδεις και αρκετές φορές ξεχειλωμένοι στην ευρηματικότητά τους, ώστε δύσκολα θα μπορούσε να τους συμμαζέψει ο οποιοσδήποτε σκηνοθέτης από τις συχνές υπερβολές και τα υπερ-παιξίματα δαμάζοντάς τους προς κάποια σκηνική οικονομία, αλλά –στην περίπτωσή μας – μικρό το κακό.

    Ανάμεσα στους νέους ηθοποιούς έλαμψαν μερικοί οι οποίοι αποδεικνύουν πως γνωρίζουν να χτίζουν με γνώση και παρατηρητικότητα ένα κωμικό χαρακτήρα (πόσο κοντά είναι αλήθεια ο Δημήτρης Ήμελλος στη «σχολή» ενός Ηλία Λογοθετίδη!), μερικοί που δείχνουν να εξελίσσουν παραπέρα την παράδοση των κλασικών μας κωμικών (όπως ο Γιώργος Δάμπασης με τις μούτες ενός Θανάση Βέγγου και ο Δημήτρης Παπανικολάου με την καλοσυνάτη αυστηρότητα ενός Γιώργου Κωνσταντίνου). Υπήρχε, πάλι, το cool νεολαιίστικο παίξιμο ενός Γιάννη Μαυριτσάκη, υπήρχαν οι συμπαθείς εκκολαπτόμενοι ζεν πρεμιέ Παναγιώτης Μπουγιούρης και Νικόλας Παπαγιάννης και οι πολύμορφα εύπλαστοι σαν από πλαστελίνη Νίκος Καρδώνης και Βασίλης Ανδρέου. Και ήταν φυσικά και ο Στάθης Γράψας, ο οποίος μπόρεσε να κρατήσει αξιοπρεπέστερα τον πρώτο, τον «ηγετικό» ρόλο του νεαρού Βασιλιά της Ναβάρρα.

    Το ισχυρό φύλο

    Όμως, ο μεταφραστής Στρατής Πασχάλης κάνει στο σημείωμά του στο πρόγραμμα μια σημαδιακή παρατήρηση η οποία ενδεχομένως να είναι και το κλειδί της παράστασης. Λέει, λοιπόν, σχολιάζοντας το κείμενο ότι: «Οι γυναίκες φανερώνονται πάντα πιο δυνατές . Νικούν με τη γοητεία τους άντρες, που, ακόμα κι αν δεν τους οδηγούν στον γάμο, πάντως κατά κάποιον τρόπο έχουν την ικανότητα να τους ακυρώνουν. Ενώ οι άντρες, οι κυνηγοί, όση πανουργία κι αν δείξουν προκειμένου να δρέψουν τον καρπό της ηδονής, στο τέλος καταλήγουν θύματα οικτρά. Ό,τι κι αν κάνουν».

    Το «ισχυρό φύλο» λοιπόν εδώ είναι οι γυναίκες. Κι έτσι το παίζουν και οι γυναίκες της ομάδας. Η Μαρία Ναυπλιώτου είναι μία «Καρμενική» πριγκίπισσα. Ξέρει ακριβώς τι θέλει και το διεκδικεί με μεσογειακό –στο έργο Γαλλίδα – ταμπεραμέντο. Η αφέλεια της Αλεξάνδρας Λέρτα είναι περισσότερο παιδική παρά εφηβική προσθέτοντας έτσι κωμικά στοιχεία τύπου «baby doll» στον ρόλο της Κατερίνας και η Ροζαλίνα της Κατερίνας Ευαγγελάτου δείχνει να έχει την πιο ολοκληρωμένη προσωπικότητα και φαντασία απ’ όλες τις συνοδούς της βασίλισσας. Η Κ. Ευαγγελάτου εμφανίζεται με όλες τις δυνατότητες μιας μέλλουσας πρωταγωνίστριας.

    Η Μαριάννα Λαμπίρη είναι η πλέον ορθόδοξη και μετρημένη της παρέας, ενώ η Μαρία Σαββίδου, ο Άρης Τρουπάκης και ο Αλέξανδρος Λογοθέτης έχουν εμφανέστατα ενδώσει στην καρατερίστικη υπερβολή.

    Το ανακάτωμα του προχθές και του σήμερα στα κοστούμια όπως και ο χαιρετισμός στον απλοϊκό τελώνη Ρουσό με τα σκηνικά (Ελένη Μανωλοπούλου) είναι μία επίσης πρόσχαρη συμβολή στη νεανική αυτή παράσταση.

    Και η φαινομενικά εκτός χρόνου, όμως τόσο σημερινή μουσική (με τέσσερα όργανα) του Θοδωρή Αμπαζή ολοκλήρωνε εύστοχα μία συγκεκριμένη σκηνοθετική άποψη (Στάθης Λιβαθινός) η οποία εστιαζόταν κυρίως στα ηλικιακά προσόντα των συντελεστών του για να χτίσει μια κεφάτη, εφηβική παράσταση μ’ ένα προβληματικά φλύαρο έργο. Τώρα, αν μέσα στον ενθουσιασμό και στον ζήλο ξέφυγαν αρκετές υπερβολές, ε, είναι κι αυτό μέσα στα ρίσκα που παίρνει μία πειραματική σκηνή. Η παράσταση δεν είναι ακριβώς γαλλική σαμπάνια όπως θα το ‘θελε, αλλά και η ρώσικη «Κριμ» είναι αρκετά εύγεστη.

    27.10.2002, Παγιατάκης Σπύρος «Θεάτρου αγώνας γόνιμος», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Στοίχημα Εργαστηρίου Κερδηθέν

    Σαίξπηρ “Αγάπης αγώνας άγονος”

    Ο Σεφέρης έλεγε κάπου πως ο Σαίξπηρ ποτέ δεν αγαπήθηκε πραγματικά στην Ελλάδα, γιατί ποτέ δεν βρήκε τον ιδανικό μεταφραστή του. Αν αυτό ισχύει για τον «σοβαρό» Σαίξπηρ (του Μακβέθ, του Άμλετ, του Ληρ), ισχύει το ίδιο και για τις κωμωδίες του. Οι κωμωδίες αυτές είναι γεμάτες από «εξωτερικότητα», από μια λαϊκή ενέργεια κι από ένα πονηρό χωριάτικο καλαμπούρι. Ο Σαίξπηρ, όταν έγραφε τις γνωστότερες από αυτές, ήταν νέος – ήταν δηλαδή υπερβολικός μέσα σ’ ένα θέατρο που λάτρευε ούτως ή άλλως την υπερβολή.

    Όταν ο Σαίξπηρ μιλούσε για το φόβο και το πάθος της εξουσίας στον Τίτο Ανδρόνικο, ήθελε περίπου 35 φόνους και ακρωτηριασμούς επί σκηνής για να συγκινήσει το ακροατήριό του. Όταν μιλούσε, από την άλλη, για τη χαρά της ζωής, περιέγραφε μια υπερβάλλουσα νεότητα. Γιατί τι άλλο είναι το Αγάπης αγώνας άγονος από μια υπερβάλλουσα περιγραφή της υπερβολής; Ο Αριστοτέλης υπενθύμιζε πως οι επιθυμίες των νέων είναι σαν των αρρώστων: έντονες πολύ και κρατούν λίγο. Έτσι και οι τέσσερις φίλοι θα δοθούν αρχικά με υπερβολή στο εργαστήριο της μελέτης, ύστερα με την ίδια υπερβολή θα εντρυφήσουν στο εργαστήριο του έρωτα. Θα αποτύχουν και στα δύο: Τα παιχνίδια τους τελικά δεν είναι και τόσο «φυσικά». Αποτελούν προσποιητούς τρόπους κατάκτησης του άλλου, τρόπους αξιολάτρευτους μεν, αλλά αστείους, αν όχι γελοίους, ως ερωτοτροπίες σαλονιών μέσα στους κήπους της Ναβάρρα.

    Η κωμωδία του Σαίξπηρ δεν έχει αυτό που λέμε «ευτυχές τέλος». Θα περιμέναμε ένα τέλος που εκτός από σφικτούς εναγκαλισμούς θα περιλάμβανε όρκους αφοσίωσης, στους οποίους θα μπορούσαμε κάπως να πιστέψουμε. Εδώ τίποτα τέτοιο: ίσως μόνο μια επιπόλαια, διόλου πιστευτή υπόσχεση για το μέλλον. Κι όμως, αν μας συγκινεί κάτι στην κωμωδία του Σαίξπηρ, είναι από τη μια αυτά τα νιάτα που κατακλύζουν αρχικά τη σκηνή με την ενέργεια και τις ακρότητές τους και από την άλλη η μελαγχολική κατάληξη: Από τη μια, η απρόσμενη ελεγεία στα νιάτα που περνούν, προσπαθώντας να μεταδώσουν κάτι από τον πυρετό τους στον κόσμο. Και από την άλλη, ο κόσμος που τους επιστρέφει τον κανόνα, την τάξη, την αναστολή, την εγκαρτέρηση.

    Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός έστησε την παράσταση του πάνω σε μια ζώσα και νοσταλγική ανάγνωση του έργου. Οι νέοι του, που τριγυρνούν στους κήπους μιλώντας με στιχάκια που έχουν τη δροσιά της «Ξανθούλας» του Διονυσίου Σολωμού, είναι όλοι αξιολάτρευτοι. Διόλου δεν πειράζει που υποκρίνονται, που σαχλαμαρίζουν, που σκοντάφτουν. Έχουν κατακτήσει μέσα μας τη νοσταλγία του ακαταλόγιστου της εφηβείας.

    Στην παράσταση δεν υπάρχει νομίζω σκηνή, εικόνα, στιγμιότυπο, που να μην έχει κάτι να δώσει, μια λύση, μια ιδέα ή ένα εύρημα. Δεν γνωρίζω πόσο καιρό ο Στάθης Λιβαθινός δούλευε αυτό το έργο. Κάποια πρώτα δείγματα του τι σκόπευε να κάνει με τον Σαίξπηρ μας τα είχε κιόλας δώσει με την θαυμάσια Δωδέκατη Νύχτα πριν από χρόνια και τα ξαναείδαμε και εδώ βελτιωμένα. Φαίνεται πως ο τρυφερός Σαίξπηρ ταιριάζει στον Λιβαθινό, όπως ταίριαζε ο Τσέχωφ στον Κουν. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το εκφράσω, αλλά υπάρχει ανάμεσα στα κείμενα και στο σκηνοθετικό όραμα μια ψυχική συγγένεια.

    Όλα όμως εμπεριέχονται και ξεκινούν από τη μετάφραση του Στρατή Πασχάλη στην Τρίτη και αγαστή συνεργασία του με τον σκηνοθέτη, μετά τη Φρεναπάτη του Κούσνερ και τους Ρομαντικούς του Ροστάν. Θα ήθελα οι περισσότερο ειδικοί να την αξιολογήσουν και ως λογοτεχνική απόπειρα, γιατί υποψιάζομαι πως αποτελεί από μόνη της μια σημαντική στιγμή των γραμμάτων μας εν γένει. Η πλαστικότητά της, η μουσικότητά της, η σαφήνειά της και κυρίως η φρεσκάδα της έγιναν η ατμόσφαιρα της παράστασης, ο τόνος και η ουσία της.

    Άφησα τελευταίους τους 18 νέους ηθοποιούς της παράστασης. Αν συνηθιζόταν να αφιερώνει κάποιος δύο σημειώματα σε μια παράσταση (καθόλου κακή ιδέα για δουλειές τέτοιας ποιότητας), το δεύτερο σημείωμα θα έπρεπε να αναφέρεται αποκλειστικά σ’ αυτούς. ‘Όχι με τα συνήθη επίθετα και τους κλισέ χαρακτηρισμούς. Αλλά με ανάλυση και εμβάθυνση του τι κατάφεραν. Ανανέωση των ρόλων με μια θαυμαστή αίσθηση πρωτοτυπίας και σοβαρότητας. Υπέροχος ρυθμός. Κίνηση, φωνή, απαγγελία. Δουλειά συνόλου, κέφι, ενέργεια, άμιλλα. Να τραντάζεται η αίθουσα από το αβίαστο γέλιο και την ίδια στιγμή ο θεατής να μην απομακρύνεται ούτε βήμα από την ευαισθησία του λυρισμού.

    18.10.2002, Ιωαννίδης Γρηγόρης «Στοίχημα Εργαστηρίου Κερδηθέν», Αντί.

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Θεατρικές περιπέτειες εκτός συνόρων

    Αισθητή προσπαθεί να κάνει την παρουσία του στην Ευρώπη το ελληνικό θέατρο τον τελευταίο καιρό.

    Το ελληνικό θέατρο, όπως και ο ελληνικός κινηματογράφος, η ελληνική λογοτεχνία, ο ελληνικός χορός, η ελληνική μουσική, το ελληνικό τραγούδι, τα τελευταία χρόνια αρχίζουν να «κινούνται» προς το εξωτερικό. Δειλά – δειλά, αλλά σταθερά. Σε μια προσπάθεια να κάνουν αισθητή την παρουσία τους.

    Το Εθνικό Θέατρο, καταρχάς, μετά το Φεστιβάλ της Οχρίδας, στην ΠΓΔΜ, αντιπροσωπεύει την Ελλάδα και στο 14ο Φεστιβάλ Πειραματικού Θεάτρου του Καΐρου, στις 5 Σεπτεμβρίου. Και πάλι με την Πειραματική Σκηνή του, και πάλι με τη σπουδαία παράσταση του Στάθη Λιβαθινού στο έργο του Σαίξπηρ «Αγάπης Αγώνας Άγονος», παράσταση, μάλιστα η οποία στην Οχρίδα βραβεύτηκε.

    07.10.2002, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ.  «Θεατρικές περιπέτειες εκτός συνόρων», Τα Νέα.

  • «Αγάπης Αγώνας Άγονος»

    Το «Αγάπης Αγώνας Άγονος» είναι μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα παράσταση σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού που στηρίζεται σε μια εξίσου «ενδιαφέρουσα» μετάφραση. Ο ποιητής Στρατής Πασχάλης είναι «υπεύθυνος» για αυτή και μας περιγράφει τις δυσκολίες αλλά και τις χαρές που γνώρισε στη διαδρομή της.

    Είναι ο αγώνας της αγάπης άγονος; Ναι, όταν η αγάπη δεν είναι πραγματική. Τέσσερις νεαροί ευγενείς με επικεφαλής τον Βασιλιά της Ναβάρρας αποφασίζουν να στερηθούν για τρία χρόνια όλες τις χαρές της ζωής και να δοθούν στη μελέτη για να κερδίσουν φήμη. Όμως, η γαλλίδα πριγκίπισσα και η γυναικεία συνοδεία της, που έρχονται για μια απλή επίσκεψη, βάζουν σε πειρασμό τους νεαρούς που τώρα μηχανεύονται κάθε είδους δικαιολογία για να τους επιτραπεί να κορέσουν τον πόθο τους. Για τις κοπέλες δεν είναι αρκετό. Θέλουν να εκμαιεύσουν τη δήλωση της πραγματικής αγάπης… Και φυσικά, τα καταφέρνουν γιατί ο αγώνας της αγάπης είναι άγονος, όταν τον έρωτα διώχνει η λογοκρατία, το ψέμα και η υποκρισία.

    Το έργο που γράφτηκε πριν από το «Ρωμαίος Και Ιουλιέτα» θεωρήθηκε από πολλούς πρωτόλειο, αδέξιο και άνισο, ένας περίεργος συνδυασμός λυρισμού και χονδροειδών αστείων. Αυτό ήταν που προβλημάτισε τον Στρατή Πασχάλη, όταν του πρότειναν να αναλάβει τη μετάφραση για την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου. «Όταν ο Στάθης Λιβαθινός μου ζήτησε να κάνω τη μετάφραση, ήμουν διστακτικός γιατί δεν πρόκειται για το πιο ολοκληρωμένο έργο του Σαίξπηρ, αλλά η επιμονή του με έπεισε», λέει.

    Μεταφραστής και σκηνοθέτης συνεργάστηκαν για να έχει το ελληνικό κείμενο τους χυμούς του έργου αλλά και την αναγκαία θεατρικότητα. Το «Αγάπης Αγώνας Άγονος» διαθέτει πλήθος λυρικά στοιχεία, ρίμες και λογοπαίγνια, αλλά παράλληλα και αστεία που μπορούσαν να χαρακτηριστούν έως χοντροκομμένα. «Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη δυσκολία», λέει ο Στρατής Πασχάλης. «Είναι πολύ δύσκολο να χρησιμοποιήσεις λέξεις που να μην ακούγονται ξένες στα αυτιά του σημερινού θεατή και παράλληλα να διασώσεις την ιδιαιτερότητα του κειμένου, να μη θυσιάσεις την κομψότητα». Η μετάφραση είναι μια πολύ δύσκολη εργασία, εφόσον μάλιστα θα αποτελέσει την πυξίδα για να ανακαλύψουν οι ηθοποιοί τους ρόλους που υποδύονται. Κάθε λέξη κρύβει ένα συναίσθημα, ένα μορφασμό, μια χειρονομία. Όταν αυτοί οι χαρακτήρες που τόσο έχεις ψάξει τα λόγια τους αποκτούν σάρκα και οστά, συμβαίνει κάτι παράξενο, «Όταν βλέπω την παράσταση νιώθω αποξενωμένος από τη δουλειά που έκανα μόνος στο σπίτι μου», παραδέχεται ο Στρατής Πασχάλης. Ποιητής ο ίδιος, που μάλιστα έχει τιμηθεί τρεις φορές με βραβεία για το έργο του, έχει μάθει να μην παρεμβαίνει τίποτα ανάμεσα σε αυτόν και τις λέξεις. «Οι δημιουργοί της λογοτεχνίας είμαστε εσωστρεφής και ίσως ναρκισσιστές. Το θέατρο, όμως, είναι μια διαφορετική κατάσταση. Είναι υποχρεωμένος να θυσιάσεις πράγματα που αγαπάς στη δική σου τέχνη γιατί πρόκειται για μια τέχνη συνόλου που απευθύνεται σε ένα σύνολο, το κοινό. Μαθαίνεις κάτι πολύ σημαντικό: το βαθύτερο νόημα της τέχνης είναι αυτό που συμβαίνει στο θέατρο, δηλαδή χάνεις αυτό που έκανες γιατί πια αυτό ανήκει σε άλλους, σε αυτούς που το βλέπουν και σε αυτούς που το ερμηνεύουν».

    Τα σκηνικά και τα κοστούμια του έργου έχει κάνει η Ελένη Μανωλοπούλου, τη μουσική ο Θοδωρής Αμπαζής, τις χορογραφίες η Μαριέλα Νέστορα και τους φωτισμούς ο Αλέκος Αναστασίου. Τους ρόλους ερμηνεύουν ο Θοδωρής Γράψας, ο Παναγιώτης Μπουγιούρης, Ο Νικόλας Παπαγιάννης, Ο Γιάννης Μαυριτσάκης, ο Δημήτρης Ήμελλος, ο Αλέξανδρος Λογοθέτης, ο Βασίλης Ανδρέου, ο Νίκος Καρδώνης, η Μαρία Σαββίδου, ο Άρης Τρουπάκης, η Μαρία Ναυπλιώτου, η Ναταλία Στυλιανού, η Μαριάννα Λαμπίρη, η Αλεξάνδρα Λέρτα, η Κατερίνα Ευαγγελάτου, ο Δημήτρης Παπανικολάου και ο Γιώργος Δάμπασης.

    10.2002, Γεωργιοπούλου Τατιανή «Αγάπης αγώνας άγονος», Metro

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Διεθνής διάκριση του Εθνικού

    Και με διεθνή διάκριση στέφθηκε η παράσταση «Αγάπης Αγώνας Άγονος» του Σαίξπηρ, που ανέβασε στην Πειραματική τη περασμένη άνοιξη η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία του διευθυντή Στάθη Λιβαθινού, αποσπώντας τον γενικό έπαινο κοινού και κριτικής. Η παράσταση, αφού παρουσιάστηκε σε ορισμένες επιλεγμένες πολιτιστικές διοργανώσεις, πήρε μέρος και στο έγκυρο Θεατρικό Φεστιβάλ της Αχρίδας, που έγινε φέτος για 42η χρονιά στα γειτονικά Σκόπια, και απέσπασε το βραβείο της κριτικής επιτροπής.

    «Αποφέρει ήδη καρπούς η προσπάθεια μας να δημιουργήσουμε ένα πυρήνα ταλαντούχων ηθοποιών και σκηνοθετών στην Πειραματική Σκηνή», δήλωσε ο διευθυντής του Εθνικού Νίκος Κούρκουλος. Η παράσταση θα επαναληφθεί, όπως είναι γνωστό, στις αρχές Οκτωβρίου στο Εθνικό, αλλά την μεθεπόμενη βδομάδα θα ταξιδέψει στην Αίγυπτο, όπου θα εκπροσωπήσει τη χώρα μας στο Διεθνές Φεστιβάλ Πειραματικού Θεάτρου του Καΐρου (5/9).

    23.08.2002 Χ.Σ. «Διεθνής διάκριση του Εθνικού», Η Καθημερινή

  • Όταν η «Αγάπη» και ο «Αγώνας»… επιβραβεύονται

    Ήταν η καλύτερη παράσταση της χρονιάς που πέρασε. Το πιστεύω ακράδαντα. Και δεν είμαι ο μόνος. Το σαιξπηρικό «Αγάπης αγώνας άγονος» που ανέβασε ο Στάθης Λιβαθινός στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου με ένα μπουκέτο εξαιρετικά ταλαντούχων νέων ηθοποιών που τον πίστεψαν και τους πίστεψε. Κι αυτό φάνηκε στο αποτέλεσμα μιας ευτυχούς συγκυρίας και μιας καρποφόρας συνάντησης όλων των ατόμων που δούλεψαν για την παράσταση. Το κοινό, όπως συνήθως συμβαίνει, το μυρίστηκε και το «Αγάπης αγώνας άγονος» τελείωσε τον πρώτο κύκλο του με πουλημένες όλες τις θέσεις και με λίστες αναμονής. Το επιστέγασμα έρχεται τώρα «έξωθεν».

    Η παράσταση, που ξαναδουλεύτηκε με μικρές αλλαγές στη διαμονή, παίχτηκε μέσα στο καλοκαίρι στη Μυτιλήνη και το Ρέθυμνο και παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ τη Οχρίδας, στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας – αμάν μ’ αυτή τη γελοία ιστορία του ονόματος αυτού του κράτους, δεν πρέπει να δώσουμε ένα τέλος… -, κι ύστερα από μεσολάβηση της «δικής» μας πια Γκάγκα Ράσιτς, της εγκατεστημένης στην Ελλάδα Γιουγκοσλάβας μεταφράστριας και ανθρώπου που πολλά έχει προσφέρει στις πολιτιστικές σχέσεις της Ελλάδας με τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας , η οποία από φέτος είναι μέλος της οργανωτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ. Που δεν είναι όποιο και όποιο αλλά έχει ιστορία σαράντα δύο χρόνων και πραγματοποιείται υπό την αιγίδα της Ουνέσκο. Και που απονέμει κάθε χρόνο δύο βραβεία, σε συγκροτήματα, καλλιτέχνες ή επιτεύγματα που ξεχώρισαν στο Φεστιβάλ. Ένα που αφορά το θεατρικό κομμάτι και ένα το μουσικό. Στον τομέα της μουσικής το φετινό βραβείο, η κριτική Επιτροπή το απένειμε στην Καναδή βιολοντσελίστα Σάλμαν Ρόουλαντς. Και στον τομέα του θεάτρου, στη δική μας παράσταση του «Αγάπης αγώνας άγονος». Το άξιζε. Απολύτως. Το φθινόπωρο που – ευτυχώς – θα επαναληφθεί, όσοι δεν προλάβατε να δείτε την παράσταση θα το διαπιστώσετε ιδίοις όμμασι. Το Εθνικό μπορεί να είναι περήφανο. Κι εμείς μαζί του.

    19.08.2002, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Όταν η Αγάπη και ο Αγώνας… επιβραβεύονται», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μια γόνιμη παράσταση

    Η επιλογή του Στάθη Λιβαθινού, το σαιξπηρικό Αγάπης Αγώνας Άγονος, με μια υπέροχη ενορχήστρωση όλων των συντελεστών, είναι από τις πιο παραγωγικές εμπνεύσεις της θεατρικής χρονιάς.

    Εν αρχή ο λόγος. Αφ’ ενός, ο απαράμιλλα μεταφρασμένος από το Στρατή Πασχάλη. Αφ’ ετέρου, ο λόγος που ο Στάθης Λιβαθινός διάλεξε και ανέβασε το συγκεκριμένο έργο στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου: είχε άποψη για το έργο, όραμα και για τούτο εύστοχη διανομή. Δούλεψε με νέους ηθοποιούς κι άξιους συνεργάτες, ενορχηστρώνοντας τα κέφια τους, το σφρίγος τους και τις γόνιμες παρορμήσεις τους. Έργο γεμάτο αινίγματα λεκτικά, «ποιητικούς δαιδάλους», τραγουδιστά παιχνιδίσματα, λαϊκές θυμοσοφίες και απότομες εναλλαγές , παράδοξη πορεία και σχόλια θανατερά πάνω στο ύφος και στη θεατρική παραγωγή του καιρού του, πάνω σε πρόσωπα και πολιτικοκοινωνικά πράγματα.

    Τέσσερα ζεύγη ερωτευμένων, πάνω στο κρυφτό, το κυνήγι και το παιχνίδι της κατάκτησης. Ο βασιλιάς της Ναβάρας και τρεις αυλικοί του σύντροφοι από τη μια. Η πριγκίπισσα της Γαλλίας με τρεις φίλες της αυλής της από την άλλη. Το έργο διαδραματίζεται στη φύση, μια και ο βασιλιάς –έχοντας ιδρύσει με τους φίλους του μια Πλατωνική Ακαδημία, όπου η πνευματική άσκηση θα παραμέριζε κάθε πειρασμό της σάρκας επί τρία χρόνια – αδυνατεί να δεχτεί στο παλάτι του τη γυναικεία συντροφιά. Έτσι ετοιμάζει -σε απόσταση ασφαλείας- μια πολυτελή υπαίθρια διαβίωση για την πριγκίπισσα, τις τρεις κυρίες της αυλής της και τον άρχοντα ακόλουθό τους. Στο ερωτικό κυνηγητό εμπλέκονται ένας αστυνομικός, ένας δασοφύλακας, ένας ιερέας μαζί μ’ ένα δάσκαλο, ένας τύπος λαϊκός και καρπαζοεισπράκτορας, μια χωριατοπούλα κι ένας φαντασιόπληκτος Ισπανός με τον κωμικό του ακόλουθο. Όλα αυτά τα πρόσωπα, συγγενικά με τύπους από την κομέντια ντελ άρτε, αλλά και με στοιχεία από το λόγιο αυλικό θέατρο δεν αφήνουν τίποτα όρθιο και ασχολίαστο από γεγονότα του καιρού τους. Ένα έργο που σφύζει από ζωή και μεταμφιέσεις, ένα παιγνιώδες και ποιητικό προφίλ της αιώνιας ερωτικής έλξης και περιπέτειας, στη σκιά του μάταιου, που έρχεται συχνά, ακριβώς στη μέση ή στην αρχή…

    Αν εξαιρέσει κανείς μια μικρή δόση φλυαρίας και αυταρέσκειας στο δεύτερο μέρος, πρόκειται για μια από τις απολαυστικότερες, γονιμότερες και πιο ουσιαστικές δουλειές της χρονιάς.

    Ποιους να ξεχωρίσεις από μια εξαίρετη διανομή, η οποία, στις δύο από τις τρεις φίλες της πριγκίπισσας, είναι διπλή. Με σειρά εμφάνισης, έλαμψαν, έπεισαν, αποκαλύφθηκαν ο Στάθης Γράψας (βασιλιάς), ο Παναγιώτης Μπουγιούρης, ο Νικόλας Παπαγιάννης και ο Γιάννης Μαυρετσάκης (αυλικοί του σύντροφοι), έδωσε ρεσιτάλ στα αρχέτυπα του χωροφύλακα Μούχλα και του δασονόμου ο Δημήτρης Ήμελλος, έπεισε ως κωμικός κλάσεως ο Αλέξανδρος Λογοθέτης (Φράπας), απογειώθηκε μοναδικά στον ρόλο του Ισπανού Αρμάδο ο Βασίλης Ανδρέου δημιουργώντας ένα εξαίρετο δίδυμο μαζί με το δούλο του Σκώρο, παιγμένο από τον πολύ ξεχωριστό Νίκο Καρδώνη. Αποκάλυψη η Μαρία Σαββίδου στον ρόλο της χωριατοπούλας Ζακνέτας. Σχεδόν χόρεψε το ρόλο του ακίνδυνου ακόλουθου των κυριών, Μποναγιέ, ο πολύ καλός Τάσος Γιαννόπουλος. Θαύμασα το κύρος, την ομορφιά, το στήσιμο αλλά και το ερωτικό ράγισμα στο παίξιμο στης Μαρίας Ναυπλιώτου (πριγκίπισσα). Από τις ακόλουθές της, ξεχώρισα το σχόλιο της εύθραυστης Κατερίνας από την Αλεξάνδρα Λέρτα, την ντόμπρα πορεία της Μαρίας, από τη Μαριάννα Λαμπίρη, μ’ ενόχλησε κάπως η αυτάρεσκη γλώσσα του σώματος και η προπέτεια του λόγου της Ροζαλίνας από την Εβίτα Ζημάλη. Ο Ολοφέρνης του Δημήτρη Παπανικολάου μαζί με τη μπαλάντα του στο διάλειμμα έδωσε το μέτρο ενός ώριμου χαρισματικού σκεπτόμενου ηθοποιού, που αν δεν τυποποιηθεί σ’ αυτό το ύφος, θα προσφέρει πλείστα στα θεατρικά μας πράγματα. Εύστοχος και μελετημένος ο Πατήρ Ναθαναήλ του Γιώργου Δάμπαση.

    Μια αριστοτεχνική μετάφραση μια αναβλύζουσα σκηνοθεσία ανέδειξαν ένα δύσκολο έργο. Της συγγραφικής περιόδου του Σαίξπηρ, όπου φρόντιζε μεν για την τελική επαναφορά των πραγμάτων στο νόμο, στην τάξη, στην τρέχουσα ηθική, ωστόσο οι σκιές έπεφταν σαν καρμανιόλες τόσο πάνω στον ποθητό λαιμό της τέρψης, όσο και στις αβύσσους που πλησιάζουν τη δραματουργία του.

    05.2002, Κολτσιδοπούλου Άννυ Θ. «Μία γόνιμη παράσταση», Γυναίκα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Αγάπη αγώνας»… γόνιμος

    Το 42ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ της Οχρίδας βράβευσε την περασμένη εβδομάδα την παράσταση της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου «Αγάπης αγώνας άγονος» που είχε ανεβάσει την περασμένη άνοιξη ο Στάθης Λιβαθινός. Στο έργο, που παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία σε διάφορες πολιτιστικές διοργανώσεις εντός και – κυρίως – εκτός Ελλάδας, το βραβείο απένειμε η κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ της Οχρίδας, ενώ ο επόμενος σταθμός είναι το Κάιρο όπου ο θίασος του Εθνικού θα βρεθεί στις 5 Σεπτεμβρίου.

    Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός ο καλλιτεχνικός διευθυντής της πρώτης σκηνής της χώρας Νίκος Κούρκουλος τόνισε ότι «η προσπάθεια μας να παρουσιάζουμε αξιόλογες δουλειές και να συνεχίζουμε τη δημιουργία ενός νέου πυρήνα ταλαντούχων ηθοποιών και σκηνοθετών μέσα από τη Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου αποφέρει ήδη καρπούς. Προσδοκία μας είναι οι όποιες πειραματικές προσεγγίσεις να στέφονται πάντα από καλλιτεχνική επιτυχία». […]

    23.08.2002 Χ.Σ. «Αγάπης αγώνας… γόνιμος», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Αγάπης Αγώνας Άγονος»

    Σπάνια περνάει μια θεατρική περίοδος, μια θεατρική χρονιά μες την οποία τυχαίνει να μην ανεβαστεί κανένα έργο του Σαίξπηρ όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές θεατρικές σκηνές του κόσμου. Η ποίησή του, η πλούσια γκάμα των έργων του αποτελούν δραστικό, ζωντανό πεδίο έρευνας, προκλητικό σε κάθε αναζήτηση ύφους ερμηνείας.

    Βέβαια, μες από όλες αυτές τις προσπάθειες ελάχιστες ξεχωρίζουν διότι είναι πολύ λίγα τα ανεβάσματα των έργων του Σαίξπηρ, τα οποία βασανίζονται σε μια πραγματικά εμπεριστατωμένη έρευνα και προσπάθεια, να βγουν καινούργια πράγματα στην επιφάνεια μες από μια σκηνοθετική οπτική απ’ όπου διαφαίνεται η γνώση, αλλά και η θέληση του σκηνοθέτη να φέρει τον κόσμο πιο κοντά στη δραματουργία του Σαίξπηρ.

    Μια σκηνοθετική προσέγγιση ανοιχτή στην πολυσημία των σαιξπηρικών κειμένων, ικανή να διαβάσει και ν’ ακούσει τον Σαίξπηρ όχι σαν κάτι μουσειακό, κλασικό, με πάγια αποδεδειγμένη αξία. Αλλά μια σκηνοθετική ματιά ανήσυχη, ερευνητική, η οποία να προσπαθεί να εδραιώσει νέα στοιχεία που ν’ αποδεικνύουν ότι η σαιξπηρική γραφή, ποίηση και θεματογραφία είναι ζωντανή, επίκαιρη όσο ποτέ, και καταπιάνεται με πανανθρώπινα θέματα και ζητήματα μες από μία ευρεία γκάμα χαρακτήρων.

    Μια τέτοια πραγματικά αξιόλογη προσπάθεια γίνεται στην «Πειραματική Σκηνή» του «Εθνικού Θεάτρου» όπου η δημιουργική έρευνα στον τομέα της σκηνοθεσίας του Στάθη Λιβαθινού αποδίδει καρπούς εύφορους με σεβασμό στο σαιξπηρικό κείμενο «Αγάπης αγώνας άγονος». Πρόκειται για μια εκπληκτική παράσταση, η οποία ένα μέρος της δύναμης της το οφείλει στην αδιαμφισβήτητα πολύ καλή μετάφραση του Στρατή Πασχάλη, μετάφραση ποιητικής υφής.

    Στο «Αγάπης αγώνας άγονος» ο έρωτας επιβάλλει τελικά την παρουσία του και διαπρέπει ως παράξενος νικητής μες από όρκους αταίριαστους στην ορμή της νεότητας. Επιθυμίες φιλομάθειας, αφιέρωση στη γνώση, επίορκοι και καταπατητές και έρωτες μες από γυναικεία τερτίπια και τεχνάσματα. Ο Στάθης Λιβαθινός ερευνά τους ενδόμυχους κρότους του κειμένου, μελετά τη σύνδεση των θεμέλιων λίθων της ουσίας του έργου και εφευρίσκει τρόπους να φέρει στο προσκήνιο μια νέα υποδειγματική, πρωτοποριακή εκδοχή της συγκεκριμένης κωμωδίας.

    Υπέροχα τα κοστούμια, αλλά και τα σκηνικά αντικείμενα της Ελ. Μανωλοπούλου. Υπογραμμίζουν τις ενδείξεις της ερευνητικής, σκηνοθετικής διάθεσης. Πολύ καλές οι χορογραφίες της Μ. Νέστορα και αρκετά καλή η μουσική του Θ.Αμπαζή. Η διανομή προσαρμοσμένη στην καλά οργανωμένη σκηνοθετική δομή συντονίζει μια άριστη παράσταση.

    Έξοχος ο Βασίλης Ανδρέου στον ρόλο του Αρμάδο. Πολύ καλοί και οι: Δ. Ήμελλος (Μούχλας) και Ν. Καρδώνης (Σκώρος) και ο Γ. Μαυριτσάκης (Μπιρόν). Η Μαρία Ναυπλιώτου είναι εξαιρετική στο ρόλο της πριγκίπισσας, καθώς ερμηνεύει τον αντίστοιχο δραματικό χαρακτήρα με το απαιτούμενο νάζι, θηλυκότητα, αλλά και δυναμισμό, υπογραμμίζοντας τις απαιτούμενες διακυμάνσεις του ρόλου. Αρκετά καλοί είναι οι: Στ. Γράψας, Ν. Παπαγιάννης, Π. Μπουγιούρης, Α. Λέρτα, Ε. Ζήμαλη, Ν. Στυλιανού, Τ. Γιαννόπουλος, Μ. Σαββίδου, Α. Λογοθέτης, Γ. Δάμπασης, Δ. Παπανικολάου.

    Μια υποδειγματική παράσταση εμπεριστατωμένης έρευνας με δυναμικές ερμηνείες, η οποία μακάρι ν’ αποτελέσει την αφετηρία και για άλλες τέτοιες αξιόλογες προσπάθειες.

    28.04.2002, Ραπανάκη Καλλιόπη «Αγάπης αγώνας άγονος», Η Νίκη

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Δροσιά χωρίς πειραματισμό

    Την ιδιόρρυθμη δραματική κωμωδία, από τα πρώιμα έργα του Σαίξπηρ, «Αγάπης Αγώνας Άγονος», παρουσιάζει από την Παρασκευή 5 Απριλίου, το Β’ Εργαστήρι της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού, σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού.

    Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται στη Γαλλία, στην Αυλή του βασιλιά της Ναβάρρας. Μια ομάδα νεαρών ευγενών αποφασίζει μαζί με τον βασιλιά να στερηθεί όλες τις ηδονές της ζωής και να δοθεί στη μελέτη. Η Γαλλίδα Πριγκίπισσα με τη γυναικεία συνοδεία της, έρχεται ως απεσταλμένη να τους επισκεφτεί. Κι εδώ αρχίζει το παιχνίδι των πειρασμών και των παραβάσεων, ένα μαγευτικό αμφίπλευρο «κυνήγι» γεμάτο από έρωτα, ευαισθησία, χιούμορ, σκληρότητα.

    Η έντονη θεατρικότητα τυλίγει τα πάντα, ακόμα και τα πιο μελωδικά μέρη. Οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς φανερά λογική σειρά. Η ζωντάνια και η φρεσκάδα συνυπάρχουν με τη μελαγχολική πίκρα. Παντού ξεπηδούν εκφράσεις, χαρακτήρες και τόνοι που παραπέμπουν σε κατοπινά κωμικά, ή και τραγικά έργα, του μεγάλου δημιουργού.

    Παίζουν με σειρά εμφάνισης οι Στάθης Γράψας, Παναγιώτης Μπουγιούρης, Νικόλας Παπαγιάννης, Γιάννης Μαυριτσάκης, Δημήτρης Ήμελλος, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Βασίλης Ανδρέου, Νίκος Κορδώνης, Μαρία Σαββίδου, Τάσος Γιαννόπουλος, Μαρία Ναυπλιώτου, Ναταλία Στυλιανού-Μαριάννη Λαμπίρη, Αλεξάνδρα Λέρτα, Κατερίνα Ευαγγελάτου-Εβίτα Ζημάλη, Δημήτρης Παπανικολάου, Γιώργος Δάμπασης.

    Η δροσιά, η φρεσκάδα, αλλά και η φανερή πολλή δουλειά των νέων ηθοποιών, χαρακτηρίζουν την παράσταση της «Πειραματικής Σκηνής», μια παράσταση που θα μπορούσε άνετα να παρουσιαστεί σε οποιαδήποτε άλλη σκηνή, μεγάλη ή μικρή.

    Ίσως θα έπρεπε κάποια στιγμή το Εθνικό να ξεκαθαρίσει, τι ακριβώς σημαίνει «πειραματική σκηνή». Και οι δύο φετινές, ανεξάρτητα από την όποια αξία τους, δεν ήταν παρά η απόλυτα συγκεκριμένη άποψη του σκηνοθέτη. Το εργαστήρι που προηγήθηκε της κάθε παράστασης, αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα, δεν ήταν παρά η διδασκαλία των ηθοποιών προς την κατεύθυνση αυτής ακριβώς της άποψης. Και αν δεχτούμε πως η βιβλική ερμηνεία του Σοφοκλή είναι ένας πειραματισμός, μια νέα ματιά, ορθή ή λάθος -δεν έχει σημασία, το λάθος του πειράματος είναι μέσα στο παιχνίδι- ποιος είναι ο πειραματισμός στο «Αγάπης αγώνας άγονος»;

    Είναι πολύ πιθανό, ο σκηνοθέτης να δούλευε την παράσταση με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και σε και σκηνή που δεν θα ονομαζόταν «πειραματική». Ίσως, τότε, η παράσταση να μη ξεκινούσε έξω από την αίθουσα. Αλλά αυτό είναι πειραματισμός; Να στριμώχνεις τους θεατές σε έναν περιορισμένο χώρο, όρθιους, για να μη δουν την πρώτη σκηνή του έργου –αυτό ήταν προνόμιο των ολίγων που έτυχε να στέκονται μπροστά- και να μισοακούν το κείμενο; Και επιπλέον να τους υποχρεώνεις να υποστούν την ίδια ταλαιπωρία και για την πρώτη σκηνή του δεύτερου μέρους; Γιατί; Τίποτε στο κείμενο ή στην παράσταση δεν εξήγησε το γιατί. Έχει ξανασυμβεί μια παράσταση να ξεκινά έξω από την αίθουσα, συνήθως με κάποιο δρώμενο που οδηγεί τους θεατές στο θέατρο. Εδώ, απλά παίχθηκε η σκηνή, οι ηθοποιοί αποχώρησαν, οι θεατές μπήκαν στην αίθουσα, κάθισαν με ανακούφιση στο κάθισμα και τότε ουσιαστικά άρχισαν να παρακολουθούν απρόσκοπτα την παράσταση.

    Ούτε βέβαια ο πειραματισμός, δηλαδή το νέο, έγκειται στα κοστούμια με τα κάποια, υπαινικτικά μόνο, αναγεννησιακά στοιχεία. Ιδέα πειραματική το 1974 στον «Ερωτόκριτο» με τον οποίο ξεκίνησε το «Αμφι-Θέατρο». Ούτε τα πατίνια, ή κάποιες ροκ μουσικές αναφορές είναι πειραματισμός. Θα μπορούσε να πει κανείς πως το 1977, ακριβώς 25 χρόνια πριν, στη κεντρική σκηνή του Εθνικού, ο Αλέξης Σολομός έδωσε με το ίδιο έργο μια παράσταση πολύ πιο πειραματική και τολμηρή από την παράσταση του 2002, έτσι όπως διέτρεχε τις εποχές από σκηνή σε σκηνή, με το τσάρλεστον να διαδέχεται για παράδειγμα το ρομαντικό βιολί. Ιδέες νέες ακόμα και σήμερα και κυρίως απόλυτα στηριγμένες και δικαιολογημένες.

    Επαναλαμβάνω πως αυτές οι σκέψεις για τον πειραματικό χαρακτήρα είναι ανεξάρτητες από την αξία της παράστασης. Ο Στάθης Λιβαθινός έχει δείξει επανειλημμένα πως είναι επιδέξιος και έξυπνος σκηνοθέτης. Δυο από τις καλύτερες περσινές παραστάσεις, οι «Ρομαντικοί» και η «Πιθανή συνάντηση», έφεραν την υπογραφή του. Έχει δείξει επίσης πως ξέρει, όχι απλά να κατευθύνει αλλά να διδάσκει τους ηθοποιούς του. Και είχε ένα πολύ καλό υλικό στη διάθεσή του. Νέοι ηθοποιοί με προσόντα, αλλά κυρίως με διάθεση να δουλέψουν, να κουραστούν προκειμένου να μάθουν. Όλοι, κέντησαν με λεπτοδουλεμένη ακρίβεια τους ρόλους τους, καθοδηγημένοι από την αυστηρή μπαγκέτα του σκηνοθέτη. Ακόμα και κάποιοι αυτοσχεδιασμοί, δημιουργημένοι πιθανώς στο Εργαστήρι που προηγήθηκε, είχαν δουλευτεί από τον σκηνοθέτη με μαθητική ακρίβεια. Αυτοσχεδιασμοί έξυπνοι που ο σκηνοθέτης δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να τους διατηρήσει, με αποτέλεσμα η παράσταση να αγγίξει τις τρεισήμισι ώρες.

    Όσο και αν όλοι οι ηθοποιοί δούλεψαν με κέφι σαν μια ομάδα δεν μπορώ να μη ξεχωρίσω τον Αλέξανδρο Λογοθέτη και τον Τάσο Γιαννόπουλο. Μόνιμοι πια συνεργάτες του Στάθη Λιβαθινού, οι δυο ηθοποιοί επέδειξαν μια εκπληκτική υποκριτική ευελιξία σε ρόλους τελείως διαφορετικούς από την περσινή τους επιτυχία στους «Ρομαντικούς». Ο Αλέξανδρος Λογοθέτης από ρομαντικός ερωτευμένος μετατράπηκε σε ένα δαιμόνιο, πονηρό, κεφάτο Φράπα και ο Τάσος Γιαννόπουλος έδωσε έναν παιχνιδιάρη, έξυπνο Μπουαγιέ, πρόδρομο του Φέστα της «Δωδέκατης νύχτας».

    Η ομάδα των κοριτσιών μάλλον υπερίσχυε των αγοριών. Η συνήθως σφιγμένη και συγκρατημένη Μαρία Ναυπλιώτου, στον ρόλο της Πριγκίπισσας, λύθηκε, άφησε τον εαυτό της ελεύθερο να ρουφήξει την χαρά του θεατρικού παιχνιδιού. Γεμάτη μπρίο και τσαχπινιά η χυμώδης Μαρία της Ναταλίας Στυλιανού, πικάντικη ενζενύ η Αλεξάνδρα Λέρτα ως Κατερίνα ενώ η Κατερίνα Ευαγγελάτου ισορρόπησε διακριτικά στο ρόλο της Ροζαλίνας.

    Από τους ερωτευμένους νέους που καταπατούν τον όρκο της εγκράτειας ξεχώρισαν ο μετρημένος Βασιλιάς του Στάθη Γράψα, και οι νεώτεροι Παναγιώτης Μπουγιούρης (Λογκαβίλ) και Νικόλας Παπαγιάννης (Ντιουμέν). Ο Γιάννης Μαυριτσάκης, μονοκόμματος και χωρίς να ξέρει τι να κάνει τα χέρια του που τα ανέμιζε, δεν έπεισε για το έξυπνο πειραχτήρι που είναι ο Μπιρόν.

    Πληθωρική και κεφάτη η χωριατοπούλα Ζακνέτα της Μαρίας Σαββίδου, ενώ χαρακτηριστικούς τύπους έπλασαν οι Δημήτρης Ήμελλος (Μούχλας), Βασίλης Ανδρέου (Αρμάδο), Νίκος Καρδώνης (Σκώρος), Δημήτρης Παπανικολάου (Ολοφέρνης) και Γιώργος Δάμπασης (Πατήρ Ναθαναήλ).

    Στα θετικά της παράστασης καταγράφεται και η μετάφραση του Στρατή Πασχάλη, μόνο που δεν καταλαβαίνω γιατί στην παράσταση –ερήμην άραγε του μεταφραστή;- ο Αρμάδο χρησιμοποιούσε τόσες ισπανικές λέξεις, οι οποίες δεν υπάρχουν στο κείμενο. Λειτουργικά και υψηλής αισθητικής τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου, η οποία εκμεταλλεύτηκε σε διάφορα επίπεδα τον γνωστό πίνακα του Henri Rousseau «Το όνειρο», χαρούμενα και παιχνιδιάρικα τα κοστούμια της.

    Στο πνεύμα της παράστασης η μουσική του Θοδωρή Αμπαζή.

    24.04.2002, Παπασωτηρίου Ελένη «Δροσιά χωρίς πειραματισμό», www.flash.gr

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Αγάπης αγώνας άγονος» στο Εθνικό Θέατρο

    Στην «Πειραματική Σκηνή» του Εθνικού Θεάτρου συντελέστηκε ένα σκηνικό θαύμα, το οποίο δεν πρέπει να χάσει κανείς θεατρόφιλος. Είναι σπανιότατη η ευφορία, το γέλιο, η απόλαυση που προσφέρει η παράσταση της ιδιοφυούς θεματολογικά, νεανικά ερωτικής σαιξπηρικής κωμωδίας «Αγάπης αγώνας άγονος». «Μαέστρος» του θαύματος ήταν ο Στάθης Λιβαθινός. Το επίτευγμά του είναι πολλαπλό. Με την ευφάνταστη, ευρηματική, «οργιαστικά» παιγνιώδη, σύγχρονης αισθητικής αντίληψης, γοργόρυθμη, πνευματώδους χιούμορ σκηνοθεσία ανέδειξε όλους τους κωμικούς χυμούς (του μύθου, των χαρακτήρων, των καταστάσεων), την καλπάζουσα φαρσική πλοκή του έργου και το διφορούμενο, προσγειωμένο στην πραγματικότητα της ζωής, στην «άβυσσο» των ανθρώπινων χαρακτήρων και επιθυμιών, στην ανεμελιά και αστάθεια της νιότης, τέλος του. Διαμόρφωσε το «έδαφος» για μια ευτυχή, συλλογική, υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας συνδημιουργία δημιουργική συνεργασία όλων των καλλιτεχνικών συντελεστών της παράστασης, «καρποί» της οποίας είναι η χυμώδης, λαλέουσα μετάφραση (Στρατής Πασχάλης). Τα έξοχα, ευφυέστατα, ευκίνητα σκηνικά και τα σχολιαστικού χιούμορ κοστούμια –συνδυασμός κοστουμιών εποχής και «μεταμοντέρνου» κοσμοπολίτικου κιτς – (Ελένη Μανωλοπούλου), φωτισμένα εύστοχα (Αλέκος Αναστασίου). Η «διαβολεμένα» εκφραστική χορογραφία (Μαριέλα Νέστορα). Η κεφάτων ρυθμών μουσική (Θοδωρής Αμπαζής). Το σημαντικότερο επίτευγμα του Λιβαθινού είναι ένα έξοχο ερμηνευτικό σύνολο και μάλιστα δεκαοκτώ πολύ νέων και πρωτόπειρων ηθοποιών. Η σκηνοθετική καθοδήγηση ελευθέρωσε, αποκάλυψε και απέσπασε το μέγιστο των δυνατοτήτων κάθε ηθοποιού. Τους έβαλε σε ένα κεφάτο, οργιαστικό παιχνίδι, σε ένα ευφάνταστο πάρε-δώσε ατομικής και συλλογικής υποκριτικής άμιλλας, από την οποία βγαίνουν όλοι ερμηνευτικά κερδισμένοι, πλουσιότεροι, εμπειρότεροι. Από το θαυμάσιο ερμηνευτικό σύνολο ξεχωρίζουν, με την ιδιαίτερη κωμική ευφροσύνη που προσφέρουν ο πηγαίος, πληθωρικά κωμικός Δημήτρης Ήμελλος, ο «διαβολεμένος» υποκριτικά Νίκος Καρδώνης, οι λαϊκών χυμών Αλέξανδρος Λογοθέτης και Μαρία Σαββίδου.

    Εξαιρετικές όμως είναι και οι επιδόσεις των: Βασίλης Ανδρέου, Τάσου Γιαννόπουλου, Γιώργου Δάμπαση, Γιάννη Μαυριτσάκη, Δημήτρη Παπανικολάου, Μαρίας Ναυπλιώτου, Κατερίνας Ευαγγελάτου, Αλεξάνδρας Λέρτα, Νικόλα Παπαγιάννη, Δημήτρη Παπανικολάου, Στάθη Γράψα, Παναγιώτη Μπουγιούρη.

    23.04.2002, Θυμέλη «Αγάπης αγώνας άγονος στο Εθνικό Θέατρο», Ριζοσπάστης

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • «Πείραμα – ποίημα»

    Το Εθνικό την πιο ώριμη και ευφάνταστη παράστασή του την κράτησε για το τέλος κι αυτή ήταν η… «πειραματική» του. Το «Αγάπης Αγώνας Άγονος» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, που ανέβηκε στην Πειραματική Σκηνή, στο Γκαράζ, κι επιβεβαίωσε το αστείρευτο και γεμάτο εμπνεύσεις ταλέντο του σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινού.

    Αναρωτήθηκα γιατί ανέβηκε στην «Πειραματική» αυτή η παράσταση, η οποία σεβάστηκε απόλυτα το έργο του Σαίξπηρ και ο Λιβαθινός το εκσυγχρόνισε και το ανέδειξε.

    Αναρωτήθηκα επειδή στην Κεντρική είδαμε πειράματα με τη μορφή της κακοποίησης, όπως εκείνο το σέρβικο «Δον Ζουάν» του Μολιέρου και στην Επίδαυρο την ανεκδιήγητη «Ορέστεια».

    Πόσο χάρηκα το λόγο του Σαίξπηρ, πόσο όμορφα χάιδεψε τα αφτιά μου το ποιητικό κείμενο, τι σπουδαία μετάφραση ήταν αυτή που υπέγραψε ο άγνωστος μου Στρατής Πασχάλης, που δεν άφησε λέξη – στην κυριολεξία! – αναξιοποίητη ποιητικά. Και εξέλιξε κι αυτός το μεταφρασμένο λόγο, που στο συγκεκριμένο έργο μόνο από το Βασίλη Ρώτα είχα πηγή γνωριμίας. Και πως αναδείχτηκε όλη η χάρη της κωμωδίας αφού κωμωδία είναι το έργο. Η χάρη της κωμωδίας και η θεϊκή γραφίδα του Σαίξπηρ, η δύναμη της αγάπης σε ένα παιχνίδι σκηνικό από τα ιερότερα. Διότι, κακά τα ψέματα, σκηνικό παιχνίδι στήνει εδώ ο Ελισαβετιανός. Μα η ποίηση του είναι αυτή που το κάνει αιώνιο, αυτή η απαράμιλλη «υπόθεση» θα έμοιαζε με αποστεωμένη φάρσα.

    Ο Λιβαθινός γέμισε την παράσταση με ιδέες και με ευρήματα. Θεωρώ ότι τα δικά του ευρήματα ήταν αυτά που έφτιαξαν προστατευτική ασπίδα για τους ηθοποιούς βάση για να πατήσουν και βάθρο για να αναδειχτούν. Στον καθένα πρόσφερε κι από ένα εύρημα. Θα ήταν άδικο, όμως, να μη δώσω και στους ηθοποιούς κάποιο μερτικό. Και κάτι ακόμα: Είχα δει στην Γερμανία μια πειραματική παράσταση του «Μακμπέθ». Εκεί η σκηνοθέτις δούλευε για τον εντυπωσιασμό και μόνο. Οι δε ηθοποιοί ήταν μετριότητες, που κατέβαζαν το λόγο, στην απόλυτη ισοπέδωση, ίσα ίσα για να αναδειχθεί εκείνη. Στο δικό μας «Πειραματικό» ο σκηνοθέτης δούλεψε για την ουσία οι δε ηθοποιοί ανέδειξαν τα μέρη τους και μας γέμισαν ευφορία. Κυρίως τα αντρικά στελέχη, που ευνοούνται άλλωστε κι από το ίδιο το έργο. Ο Αρμάδο του Βασίλη Ανδρέου ήταν αληθινή ευρηματική δημιουργία, ο Μπιρόν του Γιάννη Μαυριτσάκη γεμάτος ζωντάνια.

    Ο Δημήτρης Ήμελλος κι ο Αλέξανδρος Λογοθέτης έπαιξαν κωμικά με μέτρο. Μα εκτός από «προφανείς» έχω να επισημάνω κι άλλους. Τον Νικόλα Παπαγιάννη που μου έκανε εντύπωση η σχέση του με το σώμα του και τον Δημήτρη Παπανικολάου για την υπόγεια κωμικότητα του. Και τα άλλα παιδιά στάθηκαν υπέροχα, και τα κορίτσια της ομάδας δούλεψαν αξιέπαινα κι η Μαρία Ναυπλιώτου είχε όλη τη χάρη μιας πριγκίπισσας. Άριστα στη σκηνογράφο Ελένη Μανωλοπούλου για τις ιδέες της που από το τίποτα έφτιαξε κλίμα.

    Ο συγγραφέας

    Έγραψε: Μια κωμωδία για την αγάπη και τη σημασία της στη ζωή.

    Καριέρα: Το «Αγάπης Αγώνας Άγονος» γράφτηκε το 1593 , πρωτοπαίχτηκε το 1594 και στην βασιλική αυλή το 1597.

    Φράση-Κλειδί: Τη διατύπωσε ο Αϊνστάιν «Βάλτε το χέρι σας σε μια καυτή θερμάστρα για ένα λεπτό και θα σας φανεί μια ώρα. Καθίστε δίπλα σε μια όμορφη κοπέλα για μια ώρα και θα σας φανεί ένα λεπτό. Αυτή ακριβώς είναι η σχετικότητα».

    21.04.2002, Τιμογιαννάκης Παναγιώτης «Πείραμα – ποίημα», Relax

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Αγάπης αγώνας… γόνιμος και εύφορος

    Επιτέλους! Να δει το Εθνικό χαρά στα – καλλιτεχνικά του – … σκέλια! Χρόνια, τώρα, ο Νίκος Κούρκουλος καλεί τους «διακεκριμένους» και τους «ανερχόμενους», να σκηνοθετήσουν και να παίξουν. Αλλά η «συνταγή» ήταν, που δεν έδενε; Τα πρόσωπα ήταν, που δεν ταίριαζαν μεταξύ τους; Οι νοοτροπίες και οι γραφειοκρατίες ήταν, που τα καπέλωναν όλα; Οι «περιπολούντες» συνδικαλιστές του θεάτρου ήταν, που μόνον στα κρατικά θέατρα τολμούν να τις κάνουν τις «ταρζανιές» τους, ενώ στο «ελεύθερο» τους πάει «να»; Τυχαίο ήταν; Ως τώρα, αποτέλεσμα ουσιαστικά καλλιτεχνικό, αδιαμφισβήτητο, αδύνατον να βγει. «Δυσκοιλιότης». Η μόνη, πλην ολίγων ενδιαφερόντων και συμπαθητικών παραστασιακών αποτελεσμάτων, δουλειά, για την οποία ο διευθυντής του Εθνικού θα μπορούσε να καμαρώνει, ήταν το κατά Παπαθανασίου – Ρέππα «Βίρα τις άγκυρες» του Σταμάτη Φασουλή.

    Και ξαφνικά φτάνει ο Στάθης Λιβαθινός. Και ο Κούρκουλος έχει τη φαεινή ιδέα να του αναθέσει την Πειραματική Σκηνή. Δεν ξέρω αν έχει κάνει καλύτερη κίνηση ως τώρα. Εγώ, απλώς την παράσταση που ετοίμαζε έξι μήνες, το ήσσον σαιξπηρικό «Αγάπης αγώνας άγονος», στην καινούργια μετάφραση – και Τι μετάφραση! – του Στρατή Πασχάλη, πήγα και είδα. Και βγήκα – όπως βγήκαν και οι άλλοι που ήταν μαζί μου -, έπειτα από τρεισήμισι ώρες, σε κατάσταση ευφορίας, ευτυχής. Τόση ευτυχής από παράσταση σαιξπηρικού έργου, τριάντα ένα χρόνια είχα να βγω: από το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Κάρολου Κουν. Δεν είναι μόνον η φρεσκάδα της. Είναι ο τρόπος που ο Λιβαθινός εμβάθυνε, που δίδαξε τους ηθοποιούς του… Αν δεν είναι αυτός πειραματισμός, τότε τι είναι; Η κριτική θα μιλήσει. Εγώ να προβλέψω μόνον. Πως η παράσταση αυτή, με τα δεκαοχτώ παιδιά που «φυσούν» – ο ένας καλύτερος από τον άλλον, αλλεπάλληλες οι εκπλήξεις – θα «γράψει» στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Ως γεγονός μέγα.

    15.04.2002, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Αγάπης αγώνας… γόνιμος και εύφορος», Τα Νέα

  • Ερωτευμένος Σαίξπηρ

    Τέσσερα ζευγάρια: ο βασιλιάς μιας μισο-φανταστικής Ναβάρας, μαζί με τρεις άρχοντες φίλους του και η πριγκίπισσα μιας μισο-φανταστικής Γαλλίας, μαζί με τρεις κυρίες επί των τιμών της. Θα συναντηθούν κάτω από παράδοξες συνθήκες. Εκείνοι έχουν ορκιστεί αποχή από τον έρωτα, εκείνες είναι ερωτευμένες μαζί τους και έχουν βαλθεί να τους «πλανέψουν». Ο έρωτας, φυσικά, είναι έτοιμος να νικήσει, όταν ένα γεγονός τραγικό «συννεφιάζει το τοπίο» και μεταθέτει το θρίαμβο του έρωτα στο μέλλον «εάν και εφόσον…».

    Την «ήσσονα» αυτή νεανική (1593) κωμωδία του Σαίξπηρ – που παύει και εδώ να είναι Σαίξπηρ – παρέλαβε στα χέρια του, μέσα από μια αριστουργηματική μετάφραση του Στρατή Πασχάλη, ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός και το μετέτρεψε σε ένα μείζον θεατρικό γεγονός. Ο Στάθης Λιβαθινός δεν «καπέλωσε» το κείμενο με καμία «άποψη». Απλώς το «έσκαψε», ανακάλυψε χίλιες δυο παραμέτρους του, το «φώτισε», δούλεψε σκληρά με τους ηθοποιούς του και με μέτρο και γούστο επέλεξε αυτοσχεδιασμούς τους, τους «ζύμωσε» και τους ένταξε αρμονικά στην παράσταση, μια παράσταση πηγαία σύγχρονη, σπαρταριστά αστεία, η οποία βρίθει ευρημάτων, χωρίς κανένας τους να σου δίνει την εντύπωση του «φορεμένου» και του «δήθεν». Και έπλασε σύνολο απαράμιλλης νεανικής φρεσκάδας, δουλεύοντας, όμως, τον κάθε ρόλο με πολύ μεγάλη προσοχή. Από τους δεκαοκτώ ηθοποιούς του, που σμιλεύουν διαμαντάκια, με δυσκολία τολμώ να ξεχωρίσω το Δημήτρη Ήμελλο, που «μιλάει» και στις σιωπές του – μια δημιουργία -, τον Γιάννη Μαυριτσάκη, την Ναταλία Στυλιανού και τις κωμικές εκπλήξεις Βασίλη Ανδρέου, Μαρία Σαββίδου, Δημήτρη Παπανικολάου και Νίκο Καρδώνη. Ο Τάσος Γιαννόπουλος νομίζω ότι το παρατράβηξε σε μούτες, ενώ βρήκα εξαιρετικά «αποστασιοποιημένο» τον Παναγιώτη Μπουγιούρη. Η Ελένη Μανωλοπούλου με το σκηνικό της – αυτή την ιδεώδη ναΐφ «ταπετσαρία», την αντλημένη από τον Ντουανιέ Ρουσό – και με το συναρπαστικό χρωματικό όργιο των μελετημένα ετερόκλητων κοστουμιών της, ο Θοδωρής Αμπαζής με τις μουσικές, τα τραγούδια και τους ήχους του, που λες και γεννιούνται μέσα από τη παράσταση, η Μαριέλα Νέστορα με τις χορογραφίες της και ο Αλέκος Αναστασίου με τους φωτισμούς του έχουν συμπλεύσει με τον σκηνοθέτη σ’ αυτό το ευτυχές αποτέλεσμα.

    27.04.2002, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Ερωτευμένος Σαίξπηρ», Ταχυδρόμος

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μια αληθινή παράσταση ηθοποιών

    Την πραγματική έκπληξη το Εθνικό Θέατρο τη φύλαγε για φέτος βαθιά κάτω στη γη. Στο μπάσιμο για το υπόγειο γκαράζ του, εκεί όπου βρίσκεται καταχωνιασμένο το ταπεινό Πειραματικό του Θέατρο. Αυτό που δεν ήρθε από το πολυμελές θέατρο «Κοτοπούλη» και το άτυχο «Μιζερέρε», κρυβόταν και ήρθε στο φως στο ταπεινό υπόγειο.

    Και δεν ήταν μόνο ο Σέξπιρ που θα παιζόταν εκεί, ήταν και η σπουδαία παράσταση ηθοποιών που πραγματοποιήθηκε. Γιατί βέβαια ένα θεατρικό έργο υπάρχει μόνον την ώρα της παράστασης του από ηθοποιούς, μπροστά σε κοινό.

    Ο Σέξπιρ ήταν πολύ νέος όταν έγραψε αυτό το έργο. Πριν απ’ όλα τα αριστουργήματά του που ακολούθησαν. Εδώ όμως γίνεται αμέσως φανερή η ιδιοφυΐα του. Αρχίζοντας από τον τίτλο: Love’s Labour’s Lost. Τρεις λέξεις που αρχίζουν με τον ίσιο ήχο, το «L», και οδηγούν προς κάτι χαμένο, Lost.

    Και είναι εύρημα –εύρημα ποιητή– που η ελληνική μετάφραση του τίτλου έχει πάλι έναν επαναλαμβανόμενο ήχο, το «Αγ», και στις τρεις λέξεις: Αγάπης Αγώνας Άγονος. Και ήταν ο Βασίλης Ρώτας που πρώτος είχε την έμπνευση γι’ αυτό το εύρημα και που τώρα διατήρησε πανέξυπνα και ευλαβικά ο νέος μεταφραστής, ο Στρατής Πασχάλης.

    Θα βλέπαμε όμως ένα άλλο έργο αν σκηνοθέτης της παράστασης δεν ήταν ο Στάθης Λιβαθινός. Ένας σκηνοθέτης που έχει αποδείξει και άλλες φορές πως είναι ευρηματικός και, το κυριότερο, αποτελεσματικός. Δηλαδή όχι μόνο βρίσκει τον «τρόπο» που πρέπει να γίνει η παράσταση του, αλλά μπορεί και ξέρει ότι έχει την ικανότητα να μεταδίδει τις ιδέες του στους ηθοποιούς και να τους κάνει ικανούς να τις αποδώσουν.

    Το πρωτόλειο κείμενο έχει αρκετές αδυναμίες που μόνο οι αστραπές της ιδιοφυΐας του Σέξπιρ το κάνουν και αυτές να μην πολυφαίνονται και να ανεβάζουν το όλο έργο στα ύψη που θα έρθουν τα επόμενα έργα του.

    Η βασική ιδέα είναι και μοναδική και εξαιρετικά ερεθιστική: τέσσερις νέοι και τέσσερις νέοι και τέσσερις κοπέλες αντιμέτωποι με το αιώνιο «εχθρό», τον Έρωτα. Μόνο που εδώ το παιχνίδι παίζεται αντιερωτικά. Δηλαδή το κάθε ζευγάρι προσποιείται και εκδηλώνεται αντίθετα από ότι αισθάνεται.

    Ένα παιχνίδι επιπέδου με βασιλιάδες, με πριγκίπισσες, με ακολούθους και παρατρεχάμενους. Και όλα αυτά στα αγαπημένα περιβάλλοντα των έργων του Σέξπιρ: ένα δάσος ή ένας μεγάλος κήπος.

    Έργο λοιπόν για τον Έρωτα, με κρυμμένο ερωτισμό και χωρίς κραυγαλέο harry end. Μάλλον το αντίθετο. Μια νεαρή σάτιρα, χωρίς πολλά αστεία και γέλια. Ένα έργο για το ερωτικό πάθος των νέων που θέλει να κρύβεται για να μην το γελοιοποιήσει ο «αντίπαλος».

    Ο Σέξπιρ έγραψε το έργο του για να παιχτεί βέβαια στη μορφή που είχε η υποκριτική την εποχή του. Και αυτή η «μορφή» έχει αλλάξει πολύ σήμερα. Τα κείμενα όμως παραμένουν ίδια. Ο σημερινός σκηνοθέτης και οι σημερινοί ηθοποιοί πρέπει να βρουν μέσα από αυτά τα κείμενα το δρόμο που θα οδηγήσει την παράστασή τους μπροστά στον σημερινό θεατή, χωρίς να τον κάνουν να αισθάνεται ότι βλέπει κάτι «παλιό», κάτι που δεν τον αφορά.

    Αυτόν το «δρόμο» τον βρήκαν ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί στην παράσταση που έκαναν για το Εθνικό Θέατρο σήμερα. Θέλω ιδιαίτερα να σημειώσω τις επιδόσεις που πέτυχαν και οι 16 ηθοποιοί της διανομής (συν 2 ακόμα που εναλλάσονται σε δύο ρόλους).

    Είδαμε μια παράσταση ηθοποιών. Και αν αυτή η φράση φαίνεται κοινότατη, αφού θεωρείται λογικό μια θεατρική παράσταση να γίνεται από ηθοποιούς, η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε πάντα την αίσθηση ότι οι ηθοποιοί όντως πραγματοποιούν την παράσταση. Αισθανόμαστε πολύ συχνά πως οι άλλοι παράγοντες –αφανείς στην παράσταση– έρχονται μπροστά και οι ηθοποιοί παραμένουν πίσω.

    Εδώ, οι ηθοποιοί ήρθαν μπρος μπρος. Με ένταση, με αληθινή παρουσία. Με προγραμματισμένο και καλοδουλεμένο αυθορμητισμό, που παρουσιάζεται. Κάτι που δίνει πάντα μια ιλαρή ζωντάνια στην παράσταση. Και σου αποκαλύπτει την ίδια στιγμή το υποκριτικό ταλέντο των ηθοποιών που το πετυχαίνουν.

    Πρέπει να αναφερθούν όλοι –μερικοί γνωστοί και από παλαιότερες εμφανίσεις τους και άλλοι εντελώς άγνωστοι. Ήταν: ο Δημήτρης Ήμελλος -έξοχη και η έκφραση- ο Αλέξανδρος Λογοθέτης. ο Στάθης Γράψας, ο Βασίλης Ανδρέου, ο Νίκος Καρδώνης, η Μαρία Ναυπλιώτου, ο Παναγιώτης Μπουγιούρης, ο Νικόλας Παπαγιάννης, ο Γιάννης Μαυριτσάκης, η Μαρία Σαββίδου, ο Τάσος Γιαννόπουλος, η Μαριάννα Λαμπίρη, η Εβίτα Ζήμαλη, η Αλεξάνδρα Λέρτα, ο Δημήτρης Παπανικολάου και ο Γιώργος Δάμπασης.

    Πρέπει να σημειωθεί η εξαιρετική δουλειά που έκανε η Ελένη Μανωλοπούλου στη διαμόρφωση του σκηνικού χώρου και στα κοστούμια, η γοητευτική μουσική μπάντα του Θόδωρου Αμπατζή και οι χορογραφίες της Μαριέλας Νέστορα. Να λοιπόν που εκεί στον υπόγειο χώρο του το Εθνικό Θέατρο δίνει μία από τις καλύτερες παραστάσεις του θεάτρου μας τη φετινή θεατρική περίοδο.

    27.04.2002, Χρηστίδης Μηνάς «Μια αληθινή παράσταση», Ελευθεροτυπία

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Το τέταρτο κουδούνι

    Τρέξτε! Στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού! Να δείτε το σαιξπηρικό «Αγάπης αγώνας άγονος». Του Στάθη Λιβαθινού. Και των δεκαοκτώ υπέροχων παιδιών. Μόλις ως τις 28 Απριλίου.

    Αν δεν είναι η καλύτερη παράσταση της χρονιάς, σίγουρα είναι, μαζί με τη μαριβοντική «Διπλή απιστία» του Θωμά Μοσχόπουλου, μια απ’ τις δυο καλύτερες. Δόξα σοι! Έχουμε καλούς καινούργιους σκηνοθέτες!

    11.04.2002, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Το τέταρτο κουδούνι», Τα Νέα

  • Σαίξπηρ σημερινός και… ΑΑΑ στο Εθνικό Θέατρο

    Ο Σαίξπηρ δεν ανεβαίνει εύκολα. Γι’ αυτό, σπάνια βλέπεις μια παράσταση Σαίξπηρ και αισθάνεσαι ότι σε αφορά. Πώς, λοιπόν, θα είναι ο Σαίξπηρ που ετοίμασε στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού ο νέος υπεύθυνός της Στάθης Λιβαθινός; Και μιλάμε για ένα έργο του όχι από τα πασίγνωστα, αλλά από τα σπανίως παιζόμενα: «Αγάπης Αγώνας Άγονος», όπως με… 3Α έχουν από παλιά αποδοθεί στη γλώσσα μας τα 3L του τίτλου: «Love’s Labour Lost».

    Η διανομή

    Οι πρώτες «φήμες» μιλάνε για πολύ ενδιαφέρουσα και δροσερή παράσταση, που βασίζεται κυρίως σε μια εξαιρετική -και μεγάλη- ομάδα νέων ηθοποιών: Δημήτρης Ήμελλος, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Μαρία Ναυπλιώτου, Γιάννης Μαυριτσάκης, Τάσος Γιαννόπουλος, Βασίλης Ανδρέου, Στάθης Γράψας, Ναταλία Στυλιανού, Μαρία Σαββίδου, Κατερίνα Ευαγγελάτου, Δημήτρης Παπανικολάου, Εβίτα Ζημάλη, Γιώργος Δάμπασης, Παναγιώτης Μπουγιούρης, Νικόλας Παπαγιάννης, Νίκος Καρδώνης, Μαριάννα Λαμπίρη, Αλεξάνδρα Λέρτα. Η παράσταση είναι αποτέλεσμα ομαδικής αλλά ταυτόχρονα και πολύ εξατομικευμένης δουλειάς, όπου όλοι έπαιζαν περισσότερους από έναν ρόλους – και η διανομή προέκυψε από αυτή τη διαδικασία.

    Αλλά, κατ’ αρχάς, γιατί επελέγη το «Αγάπης Αγώνας Άγονος»; Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος;

    «Γιατί τα σπανίως παιζόμενα έργα, έτσι που μένουν στη σκιά, είναι πιο μυστήρια και πιο ελκυστικά», λέει ο κ. Λιβαθινός, τρία 24ωρα πριν από την πρεμιέρα, που θα δοθεί μεθαύριο Παρασκευή. «Είναι βέβαια ένα έργο με τεράστια μεταφραστικά προβλήματα, τα οποία όμως λύνει μεγαλοφυώς ο ποιητής Στρατής Πασχάλης, που, τολμώ να πω, δημιουργεί μια καινούργια σαιξπηρική ποίηση.

    Αλλά δεν είναι μόνον ότι είναι ένα ωραίο και πολύ δύσκολο έργο. Το διαλέξαμε επίσης γιατί στην ουσία μιλάει γι’ αυτούς που θέλουν να αφοσιωθούν στην τέχνη, την επιστήμη, τη μόρφωση. Εκτυλίσσεται στους κήπους του βασιλιά της Ναβάρας, όπου μια παρέα νεαρών ευγενών αποφασίζει, μαζί με τον βασιλιά, να στερηθεί τις ηδονές της ζωής και να δοθεί στη μελέτη. Όπου εμφανίζεται μια Γαλλίδα πριγκίπισσα με τη γυναικεία συνοδεία της και τα πάντα ανατρέπονται. Αυτό είναι και κάτι σαν προγραμματικό έργο για μας εδώ, που ήρθαμε να δουλέψουμε στην Πειραματική του Εθνικού: η τέχνη είναι ένας αγώνας που δεν πρέπει να μένει άγονος. Και για να μη μένει άγονος, μεγάλο ρόλο παίζει η επαφή σου με τη ζωή. Να είσαι κολλημένος με τη ζωή πρέπει…».

    Για την παράσταση καθ’ εαυτή -που θα είναι «πάρα πολύ σύγχρονη», με άχρονα σκηνικά και κοστούμια, της Ελένης Μανωλοπούλου, πολλή μουσική, του Θοδωρή Αμπαζή, χορογραφίες της Μαριέλας Νέστορα και φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου- ο σκηνοθέτης θεωρεί ως το σημαντικότερο όλων ότι «οι 18 ηθοποιοί που παίζουν αποτέλεσαν μια ομάδα, κι αυτό φαίνεται στη σκηνή», λέει. «Πιστεύω, άλλωστε, ότι τέτοια κείμενα δεν μπορεί να αντιμετωπιστούν διαφορετικά. Απαιτούν μια άλλου είδους επικοινωνία με τον ηθοποιό».

    Γι’ αυτήν την «άλλου είδους επικοινωνία» και την πλούσια εμπειρία τους από τη δουλειά αυτή μιλούν με θέρμη ορισμένοι από τους ηθοποιούς της παράστασης. «Επιζήτησα να μετάσχω στην ομάδα αυτή ακόμη κι αν δεν έπαιζα κάποιο ρόλο στην παράσταση», λέει η Μαρία Ναυπλιώτου, μια ηθοποιός με αρκετούς πρώτους ρόλους ήδη στο ενεργητικό της, που όμως ενδιαφέρεται περισσότερο για την ουσία της τέχνης που διάλεξε. «Η παράσταση δουλεύτηκε μέσα από αυτοσχεδιασμούς, με την καθοδήγηση πάντα του κ. Λιβαθινού. Το αποτέλεσμα βγήκε μέσα από όλη την ομάδα, μια διαδικασία πολύ δημιουργική…».

    Ο Αλέξανδρος Λογοθέτης είναι από τους σταθερούς του Λιβαθινού (διέπρεψε πρόσφατα στους «Ρομαντικούς» του Ροστάν) «γιατί εκείνο που θέλω είναι να έχω μια συνέχεια και μια συνέπεια στη δουλειά μου, και αυτό το βρίσκω απολύτως κοντά του», λέει. «Ο τρόπος δουλειάς κρατάει τον βασικό καμβά, αλλάζει όμως κάθε φορά, ανάλογα με το κείμενο. τις συνθήκες κ.λπ. Εδώ ήμαστε μια αρκετά μεγαλύτερη ομάδα και το ενδιαφέρον ήταν ανάλογα πιο μεγάλο. Το σημαντικό είναι ότι πάντα υπάρχει μια εξέλιξη μέσα από αυτόν τον τρόπο δουλειάς. Όσον αφορά το συγκεκριμένο έργο, η προσέγγιση του Λιβαθινού είναι και σύγχρονη και πολύ ενδιαφέρουσα για μας τους ηθοποιούς».

    Η μέθοδος

    Ο Δημήτρης Ήμελλος -Βραβείο Χορν 2001- είναι ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Στάθη Λιβαθινού τα τελευταία χρόνια, τώρα και στην Πειραματική και στο Εργαστήρι Ηθοποιών και Σκηνοθετών που λειτουργεί από φέτος εκεί. «Η μέθοδος είναι να βρίσκεις κάθε φορά την κατάλληλη για το συγκεκριμένο έργο μέθοδο», παρατηρεί. «Όχι να αναμασάς τα ίδια πράγματα. Γιατί κάθε δουλειά είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Ειδικά σε κλασικούς συγγραφείς, όπως ο Σαίξπηρ. νομίζω ότι πάντα πρέπει να έχεις μια αίσθηση άγνοιας και ετοιμότητας για να κολυμπήσεις σε καινούργια νερά. Αλλιώς δεν έχει και νόημα να τους ανεβάζεις…».

    03.04.2002, Αγγελικόπουλος Βασίλης «Σαίξπηρ σημερινός και… ΑΑΑ στο Εθνικό Θέατρο», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Μαρία Ναυπλιώτου: Άλλο να ξεχωρίζεις, άλλο να σε αναγνωρίζουν

    Η ηθοποιός συμμετέχει στην ομαδική δουλειά της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου που ανεβάζει το έργο του Σαίξπηρ «Αγάπης αγώνας άγονος» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού

    Ψάχνει για εμπνευσμένες συνεργασίες, για ανθρώπους που θα την πάνε μπροστά, με τους οποίους θα μοιραστεί κοινά ενδιαφέροντα. Δεν αναζητεί τη δημοσιότητα, τη γρήγορη δόξα. Κάνει μικρά και σταθερά βήματα και στα τρία χρόνια που μετρά στον θεατρικό χώρο έχει να επιδείξει ρόλους κλασικού κυρίως ρεπερτορίου και μια επαγγελματική και προσωπική συνέπεια.

    Η Μαρία Ναυπλιώτου έχει θέσει ένα στόχο, όπως λέει η ίδια: να γίνει καλή ηθοποιός – και γι’ αυτό προσπαθεί. Διατηρεί ένα χαμηλό προφίλ, σε βαθμό που σε ξενίζει. Παραμένοντας στο δυναμικό του Εθνικού Θεάτρου επρόκειτο εφέτος να υποδυθεί τη Δόνα Άννα στον «Ριχάρδο Γ΄» πλάι στον Νίκο Κούρκουλο και να εργασθεί ως βοηθός σκηνοθέτη στο «Αγάπης αγώνας άγονος» της Πειραματικής Σκηνής. Μετά τη ματαίωση του πρώτου Σαίξπηρ παρέμεινε στον δεύτερο, όπου και παίζει στην ομαδική δουλειά που υπογράφει ο Στάθης Λιβαθινός.

    Ομαδική δουλειά

    Το «Αγάπης αγώνας άγονος» γράφτηκε μεταξύ 1594 και 1595 και προηγήθηκε του έργου «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Εκτυλίσσεται στη Γαλλία, στην αυλή του βασιλιά της Ναβάρας, όπου μια ομάδα νέων ευγενών αποφασίζει μαζί με τον βασιλιά να στερηθεί όλες τις ηδονές της ζωής και να αφιερωθεί στη μελέτη. Όταν όμως η γαλλίδα πριγκίπισσα, μαζί με τη συνοδεία της, έρχεται να τους επισκεφθεί, αρχίζει ανάμεσα στις προκλητικές κοπέλες και στους ορκισμένους νέους ένα παιχνίδι πειρασμών και παραβάσεων. Μέσα από το πρώιμο αυτό σαιξπηρικό έργο αναδεικνύονται άγνωστες πλευρές του συγγραφέα ενώ ξεπηδούν εκφράσεις, χαρακτήρες και στοιχεία που θα συναντήσουμε στα κατοπινά μεγάλα έργα του.

    «Πρόκειται για μια παράσταση που ακολουθεί ομαδικές διεργασίες και διαδικασίες. Κανένας μας δεν απομονώνεται στον ρόλο του. Μας ενδιαφέρει η δράση και η πράξη κάθε σκηνής, έτσι όπως προέρχεται ξεχωριστά από τον καθένα μας και ανάλογα με το τι επιδράσεις προκαλεί στο σύνολο. Είναι η πρώτη φορά που δουλεύω σε κάτι που δεν αφορά αποκλειστικά τον δικό μου ρόλο» λέει η ηθοποιός που υποδύεται την πριγκίπισσα. «Μαζί με άλλες τρεις γυναίκες, οι οποίες τυπικά είναι η ακολουθία της, αλλά ουσιαστικά δρουν μαζί μέσα στο έργο, λειτουργούν με συνενοχή και αντιμετωπίζουν όλα τα “χτυπήματα”. Και οι τέσσερις έχουν ίδιο ρόλο πάνω στα πράγματα» προσθέτει και αναλύει τον ομαδικό αυτόν τρόπο δουλειάς που ακολούθησε ο Στάθης Λιβαθινός: «Περάσαμε μια περίοδο προβών κατά την οποία ασχολούμασταν όλοι με το έργο, το προσεγγίζαμε χωρίς να έχουν δοθεί ρόλοι. Η τελική διανομή έγινε ύστερα από τρεις μήνες, αφού ο καθένας μας δούλευε δύο και τρεις ρόλους. Ο τρόπος παιξίματος προέκυψε μέσα από τη δουλειά της ομάδας και με κριτήριο το ποιος μπορεί να αποδώσει τα μέγιστα σε ποιον ρόλο».

    Ο κίνδυνος της επιτυχίας

    Ηθοποιός της νέας γενιάς, η Μαρία Ναυπλιώτου υπήρξε επί μία δεκαετία επαγγελματίας χορεύτρια. Έχει μάθει, δηλαδή, να δουλεύει με μια ομάδα και όταν πέρασε στο θέατρο ήξερε καλά τι σημαίνει σανίδι και προσωπική έκθεση: «Νομίζω ότι ο καθένας επιλέγει αυτό που επιθυμεί και αναλαμβάνει τις συνέπειες. Έχω επιλέξει το θέατρο και ο δρόμος είναι δύσκολος. Δεν ήμουν ποτέ της φιλοσοφίας της επωνυμίας ούτε του να γίνω σταρ. Και όταν μου λένε ότι έχω ξεχωρίσει, τους απαντώ ότι αυτό συνέβη επειδή έκανα τηλεόραση. Αυτή είναι που δημιουργεί επωνυμία. Ωστόσο επιμένω ότι είναι άλλο να ξεχωρίζεις και άλλο να σε αναγνωρίζουν. Το πέρασμά μου από την τηλεόραση (σ.σ.: «Η αίθουσα του θρόνου», 1998) με έκανε να καταλάβω από νωρίς τον κίνδυνο της επιτυχίας». Μήπως επιλέγει μια παρατεταμένη περίοδο μαθητείας; «Νομίζω ότι, αν πάψω να βλέπω έτσι το θέατρο, δεν θα έχει κανένα ενδιαφέρον για μένα ούτε νόημα. Αν δεν υπάρχει κάθε φορά κάτι καινούργιο να μάθω, ένα βήμα να πάω πιο μπροστά ή πιο βαθιά να σκάψω, γιατί να το κάνω; Δεν με ενδιαφέρουν τα γύρω γύρω του επαγγέλματος. Καιρό έψαχνα κάτι σαν την Πειραματική και είμαι ευτυχής που το βρήκα». Άλλωστε δεν αισθάνεται ότι είναι έτοιμη να αναλάβει τους μεγάλους επώνυμους ρόλους στην αρχαία τραγωδία: «Το να δοκιμασθώ, όπως συνέβη, στην Αντιγόνη στις “Φοίνισσες ” ή στην Αθηνά στην “Ορέστεια “είναι κάτι άλλο από το να επωμισθώ το βάρος τέτοιων ρόλων. Αυτοί οι ρόλοι χρειάζονται παιδεία και τόση δουλειά ώστε να πεις “τολμώ να δοκιμάσω “. Για μένα είναι πολύ νωρίς. Αν υπάρξουν τέτοιες προοπτικές, αυτές ανήκουν στο μέλλον» καταλήγει. […]

    31.03.2002, Λοβέρδου Μυρτώ «Μαρία Ναυπλιώτου: Άλλο να ξεχωρίζεις, άλλο να σε αναγνωρίζουν», Το Βήμα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Νεανικός Σαίξπηρ

    Η Πειραματική Σκηνή του θεάτρου ανεβάζει το πρώιμο δημιούργημά του «Αγάπης Αγώνας Άγονος» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού.

    Ένα μαγευτικό, αμφίπλευρο «κυνήγι» γεμάτο από έρωτα, ευαισθησία, χιούμορ και σκληρότητα στήνεται στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Αφορμή το σαιξπηρικό κείμενο «Αγάπης, Αγώνας, Άγονος», που σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός, στην πρώτη του σκηνοθεσία ως υπευθύνου της Πειραματικής Σκηνής.

    Η παράσταση που θα κάνει πρεμιέρα στις 5 Απριλίου παρουσιάζει στο κοινό ένα πρώιμο σαιξπηρικό δημιούργημα (πιθανολογείται ότι γράφτηκε μεταξύ 1594-1595, ακριβώς πριν από τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα), που για πολλά χρόνια θεωρήθηκε ένα αδέξιο πρωτόλειο γεμάτο από κομμάτια που θύμιζαν λυρικά ποιήματα και από χονδροειδή αστεία, «αυτή η γνώμη με τον καιρό άλλαξε, καθώς η μεταστροφή του θεατρικού γούστου έκανε τους ειδικούς να διακρίνουν την εξαιρετική τόλμη, την πρωτοτυπία, την αινιγματικότητα και το βάθος αυτού του παραδόξου νεανικού καπρίτσιου, που κάθε άλλο παρά πρωτόλειο είναι», σημειώνει ο σκηνοθέτης.

    Δραματική κωμωδία

    Το «Αγάπης, Αγώνας, άγονος» αποτελεί, σύμφωνα με τον ίδιο, «μια δραματική κωμωδία (όπως το δείχνει άλλωστε και ο διφορούμενος τίτλος) που ξετυλίγει χαριτωμένα το αδυσώπητο θέατρο του πόθου. Ταυτοχρόνως, αποτυπώνει σιβυλλικά την πιο άγνωστη εποχή της ζωής του Σαίξπηρ, τα νεανικά του χρόνια, δίνοντάς μας την πιο αυθεντική μαρτυρία για τη μυστηριώδη, αλλά ωστόσο γήινη και παθιασμένη ιδιοσυγκρασία του».

    Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται στη Γαλλία, στην Αυλή του βασιλιά Ναβάρας. Μια ομάδα νεαρών ευγενών αποφασίζει μαζί με το βασιλιά να στερηθεί όλες τις ηδονές της ζωής και να δοθεί στη μελέτη. Η Γαλλίδα πριγκίπισσα, με τη γυναικεία συνοδεία της, έρχεται ως απεσταλμένη να τους επισκεφθεί. Κι εδώ αρχίζει ανάμεσα στους ορκισμένους νέους και τις προκλητικές κοπέλες, ανάμεσα στην ανδροκρατούμενη παρείσακτη αποστολή, το παιχνίδι ων πειρασμών και των παραβάσεων…

    Το κείμενο είναι ένα κράμα ρυθμικών και γλωσσικών αντιθέσεων. Χείμαρροι από ομοιοκαταληξίες, ωμές λαϊκές εκφράσεις, ρητορικές εκζητήσεις, πρόζα, μα πάνω απ’ όλα μουσική. Παντού καραδοκεί κάποια κρυφή παγίδα – ένα λογοπαίγνιο, μια ρίμα δήθεν τυχαία και αδέξια, που κάτι θέλει να πει. Η έντονη θεατρικότητα τυλίγει τα πάτα, ακόμα και τα πιο μελωδικά μέρη.

    Ζωντάνια

    Οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη, χωρίς φανερή λογική σειρά, σαν αυτοσχέδια «νούμερα». Μάσκες, μπουφόνοι και υλικά της κομέντια ντελ άρτε. Η ζωντάνια και η φρεσκάδα συνυπάρχουν με τη μελαγχολική πίκρα. Παντού ξεπηδούν εκφράσεις, χαρακτήρες και τόνοι που παραπέμπουν σε κατοπινά κωμικά ή τραγικά έργα του μεγάλου δραματουργού.

    Τη μετάφραση υπογράφει ο Στρατής Πασχάλης, τα σκηνικά – κοστούμια η Ελένη Μανωλοπούλου, τη μουσική ο Θοδωρής Αμπαζής και τις χορογραφίες η Μαριέλα Νέστορα.

    Παίζουν (με τη σειρά που εμφανίζονται) οι Στ. Γράψας, Π. Μπουγιούρης, Ν. Παπαγιάννης, Γ. Μαυριτσάκης, Δ. Ήμελλος, Αλ. Λογοθέτης, Β. Ανδρέου, Ν. Καρδώνης, Μ. Σαββίδου, Τ. Γιαννόπουλος, Μ. Ναυπλιώτου, Ν. Στυλιανού / Μ. Λαμπίρη, Αλ. Λέρτα, Κ. Ευαγγελάτου / Εβ. Ζημάλη, Δ. Παπανικολάου, Γ. Δάμπασης.

    14.03.2002, Καράλη Αντιγόνη «Νεανικός Σαίξπηρ», Έθνος

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Αγάπης αγώνας άγονος – Ερωτευμένος Σαίξπηρ

    Τρεις ώρες τρομερής ενέργειας, συνεχούς δράσης κι ασταμάτητου γέλιου. Ο Στάθης Λιβαθινός έχει στήσει μια παράσταση που ο ίδιος ο Σαίξπηρ θα ήθελε να… πρωταγωνιστούσε. Οι ηθοποιοί του με τα πρωτοποριακά τους κοστούμια έδωσαν το καλύτερο τον καλύτερο εαυτό τους γεφυρώνοντας ιδανικά το παρελθόν με το παρόν.

    Το έργο

    Γραμμένο μεταξύ 1594-5, πριν από το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» και με πρωτότυπο τίτλο «Love’s Labour’s Lost», εκτυλίσσεται στη Γαλλία, στην Αυλή του βασιλιά της Ναβάρας, ο οποίος μαζί με μια ομάδα ευγενών αποφασίζουν να στερηθούν την ηδονή και να αφοσιωθούν στη μελέτη. Η επίσκεψη όμως της Γαλλίδας πριγκίπισσας με τη γυναικεία συνοδεία της διαταράσσει τη γαλήνη τους και γίνεται αφορμή ενός προκλητικού παιχνιδιού πειρασμών και παραβάσεων γεμάτο από έρωτα, χιούμορ αλλά και σκληρότητα.

    Η μετάφραση

    Η λειτουργική μετάφραση του Στρατή Πασχάλη σ’ αυτό το ομολογουμένως δύσκολο κείμενο αναδεικνύει τη λεπτή ειρωνεία, τον εύθραυστο κυνισμό, τη νεανική φρεσκάδα, τον περιρρέοντα ερωτισμό που διαπερνά το έργο φωτίζοντας τη συμπαγή γραφή της πολύπλοκης φόρμας του ποιητή.

    Η σκηνοθεσία

    Τα εύσημα αυτής της υπέροχης παράστασης ανήκουν σαφέστατα στο δημιουργό της, τον Στάθη Λιβαθινό, ο οποίος δίδαξε στους ηθοποιούς του το εύρος, τον πλούτο, τη μουσικότητα και το μέτρο του σαιξπηρικού λόγου, στήνοντας μια παράσταση εντελώς σύγχρονη με γερές ρίζες και σεβασμό στις αναφορές του παρελθόντος. Μια παράσταση – παρακαταθήκη ευθύβολης σκηνοθετικής καθοδήγησης και άριστης γνώσης του σαιξπηρικού κόσμου.

    Το σκηνικό

    Το πρώτο και το δεύτερο μέρος της παράστασης ξεκινά από το φουαγιέ της Πειραματικής και στη συνέχεια η δράση μεταφέρεται, μαζί με το κοινό, στη σκηνή του θεάτρου την οποία η Ελένη Μανωλοπούλου έχει ντύσει απ’ άκρη σ’ άκρη με ταπετσαρία-αντίγραφο του πίνακα «The Dream», του συμβολιστή ζωγράφου Henri Rousseau, που απεικονίζει το μυστικό κήπο του υποσυνείδητου μέσα στον οποίο παραμονεύουν διάφορα πλάσματα γύρω από το ανάκλιντρο της γυναίκας αρχέτυπο. Αυτή η επιλογή, ενώ στην αρχή ξενίζει κάπως, στη συνέχεια λειτουργεί και σε επίπεδο πραγματικό αλλά και σε μεταφορικό καθώς από τη μία δεικνύει τον κήπο του βασιλικού παλατιού, όπου διαδραματίζονται αρκετές σκηνές, ενώ σε μεταφορικό επίπεδο παραπέμπει στις ανομολόγητες επιθυμίες και τα πάθη των χαρακτήρων.

    Τα κοστούμια

    Εδώ η Ελένη Μανωλοπούλου ξεπέρασε τον εαυτό της μετουσιώνοντας την αμφισημία και τον τραγέλαφο της σαιξπηρικής γραφής σε ευφάνταστα, απροσδόκητα κοστούμια που γεφυρώνουν τις στυλιστικές τάσεις του χθες και του σήμερα χωρίς να υποπίπτει στην εύκολη λύση μιας trendy fashion statement. Πόσοι από σας περιμένατε να δείτε σαιξπηρικό ήρωα ντυμένο με Moschino T-shirt, μεταλλιζέ παντελόνι κάπρι με ρίγες, πορτοκαλί κάλτσες και κόκκινα παπούτσια Puma;

    Η μουσική

    Στο ίδιο πνεύμα και οι μουσικές επιλογές του Θοδωρή Αμπαζή ο οποίος, αναμειγνύοντας αναγεννησιακούς και hard rock ήχους, ανέγνωσε με το δικό του τρόπο τη λυρικότητα αλλά και την τραχύτητα της πολυφωνικής λαλιάς του ποιητή συνάδοντας με το σύγχρονα ελισαβετιανό πλαίσιο της παράστασης.

    Οι ηθοποιοί

    Χρήζουν ιδιαίτερης μνείας όλοι τους. Ο Λιβαθινός εξάλλου είναι γνωστό ότι αναδεικνύει με μοναδικό τρόπο τους ηθοποιούς του. Ο βασιλιάς του Στάθη Γράψα και η πριγκίπισσα της Μαρίας Ναυπλιώτου συνέθεσαν ένα από τα ερωτικότερα ζευγάρια επί σκηνής, χωρίς να απεκδύονται το παραμικρό ιμάτιο.

    Ο Μπιρόν του Γιάννη Μαυριτσάκη, ο Ντιουμέν του Νικόλα Παπαγιάννη, ο Μούχλας του Δημήτρη Ήμελλου, ο Φράπας του Αλέξανδρου Λογοθέτη, ο Αρμάδο του Βασίλη Ανδρέου, ο Σκώρος του Νίκου Καρδώνη, η Ζακνέτα της Μαρίας Σαββίδου, ο Μπουαγιέ του Τάσο Γιαννόπουλου κι ο Ολοφέρνης του Δημήτρη Παπανικολάου ακροβατούσαν με ακρίβεια ανάμεσα στα βρώμικα αστεία και τα αιθέρια σονέτα, τη χοντροκομμένη πρόζα και τις επιτηδευμένες ρίμες του σαιξπηρικού έργου πλάθοντας απολαυστικά τραγελαφικούς χαρακτήρες. Τολμούμε να πούμε ότι οι υποκριτές ικανότητες του κυρίου Ήμελλου μας θύμισαν πολύ τον υπέροχο Βασίλη Λογοθετίδη.

    Το πρόγραμμα

    Απ’ αυτά που κρατάς και βάζεις σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη σου για να ανατρέξεις και στο μέλλον για τυχόν αναφορές. Εκτός από τη μετάφραση του κειμένου, ο Σάββας Κυριακίδης ενσωμάτωσε κάποια κείμενα που αφορούν το έργο του Σαίξπηρ, αποσπάσματα περί έρωτος, και όλα αυτά σε ένα προσεγμένο lay out που θυμίζει σημειωματάριο των σχολικών μας χρόνων δεμένο με σπιράλ.

    Οι θεατές

    Καιρό είχα να ακούσω θεατές να σολάρουν από τα γέλια. Όλοι περνούσαν υπέροχα και στο τέλος της παράστασης τίμησαν τον 16μελή θίασο με ξέφρενα «μπράβο» κι αμέτρητα encore.

    Κορυφαίες στιγμές

    Οι περισσότερες σκηνές του έργου! Εκεί όμως όπου έγινε χαμός ήταν οι σκηνές του ντουέτου Αρμάδο-Σκώρος και οι μονομαχίες του αρχαίου δράματος – που μόνο δράμα δεν ήταν – που παρουσίασαν ο Μούχλας, ο Φράπας, ο Αρμάδο, ο Σκώρος, ο πατήρ Ναθαναήλ και ο Ολοφέρνης στο βασιλιά και στην πριγκίπισσα.

    Σπόντα

    Για να μη βρεθείτε στη δεινή θέση που βρεθήκαμε εμείς (είδαμε την τρίωρη παράσταση από τα σκαλάκια ανάμεσα στα καθίσματα) και σκεβρώσετε, προνοήστε να εξασφαλίσετε εγκαίρως μια θέση, καθώς οι θέσεις δεν είναι αριθμημένες και οι θεατές κάθονται όπου βρουν.

    Δια ταύτα

    Να το δείτε οπωσδήποτε. Αν ακολουθήσετε τη παραπάνω συμβουλή, από κει και πέρα αναλαμβάνει ο Λιβαθινός να σας ταξιδέψει όπως μόνο αυτός ξέρει, με γνώση και ανατρεπτική διάθεση, σ’ ένα κόσμο όπου κυριαρχούν τα ερωτικά τερτίπια και η μαγικά υπερβατική δύναμη της αγάπης.

    Μπλάτσου Ιωάννα «Αγάπης αγώνας άγονος – ερωτευμένος Σαίξπηρ», Time Out Athens

  • Λύνουν το μυστήριο του Σαίξπηρ

    Με το έργο «Αγάπης αγώνας άγονος» ανοίγει η αυλαία της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου.

    Με το άνοιγμα της Πειραματικής Σκηνής του και το έργο του Σαίξπηρ «Αγάπης αγώνας άγονος» το Εθνικό Θέατρο εύχεται καλό χειμώνα. Το έργο γράφτηκε μεταξύ του 1593-1594, ακριβώς πριν από το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα».

    Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Γαλλία, στην Αυλή του βασιλιά της Ναβάρας. Μια ομάδα νεαρών ευγενών αποφασίζει μαζί με τον βασιλιά να στερηθεί όλα τις ηδονές της ζωής και να δοθεί στη μελέτη.

    Η Γαλλίδα πριγκίπισσα με τη γυναικεία συνοδεία της έρχεται ως απεσταλμένη να τους επισκεφτεί. «Κι εδώ αρχίζει ανάμεσα στους ορκισμένους νέους και τις προκλητικές κοπέλες, ανάμεσα στην ανδροκρατούμενη παρείσακτη αποστολή, το παιχνίδι των πειρασμών και των παραβάσεων, ένα μαγευτικό αμφίπλευρο ‘κυνήγι’ γεμάτο έρωτα, ευαισθησία, χιούμορ και σκληρότητα», εξηγεί ο σκηνοθέτης της παράστασης, ο Στάθης Λιβαθινός.

    Για πολλά χρόνια, το έργο εθεωρείτο ως ένα πρώιμο σαιξπηρικό δημιούργημα, αδέξιο, πρωτόλειο, γεμάτο από κομμάτια που θύμιζαν λυρικά ποιήματα και χονδροειδή αστεία…
    Αυτή η γνώμη άλλαξε, καθώς η μεταστροφή του θεατρικού γούστου, έκανε τους ειδικούς να διακρίνουν την εξαιρετική τόλμη, την πρωτοτυπία, την αινιγματικότητα και το βάθος αυτού του παράδοξου νεανικού καπρίτσιου, που κάθε άλλο παρά πρωτόλειο είναι.

    Μιλήστε μου για το κείμενο.
    Είναι ένα κράμα ρυθμικών και γλωσσικών αντιθέσεων. Χείμαρροι από ομοιοκαταληξίες, ωμές λαϊκές εκφράσεις, ρητορικές εκζητήσεις, πρόζα, μα πάνω απ’ όλα μουσική.

    Παντού καραδοκεί κάποια κρυφή παγίδα, ένα λογοπαίγνιο, μια ρίμα δήθεν τυχαία και αδέξια που θέλει κάτι να πει. Οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη, χωρίς φανερά λογική σειρά, σαν αυτοσχέδια «νούμερα». Μάσκες, μπουφόνοι και υλικά της Κομέντια ντελ Άρτε.

    Η ζωντάνια και η φρεσκάδα συνυπάρχουν με τη μελαγχολική πίκρα. Παντού ξεπηδούν εκφράσεις, χαρακτήρες και τόνοι που παραπέμπουν σε κατοπινά κωμικά ή τραγικά έργα του μεγάλου δραματουργού.

    Τελικά τι είναι το «Αγάπης αγώνας άγονος»;
    Μια ιδιόρρυθμη δραματική κωμωδία, όπως το δείχνει άλλωστε και ο διφορούμενος τίτλος, που ξετυλίγει χαριτωμένα το αδυσώπητο θέατρο του πόθου. Ταυτοχρόνως αποτυπώνει σιβυλλικά την πιο άγνωστη εποχή της ζωής του Σαίξπηρ, τα νεανικά του χρόνια, δίνοντάς μας την πιο αυθεντική μαρτυρία για τη μυστηριώδη, αλλά ωστόσο γήινη και παθιασμένη ιδιοσυγκρασία του.

    Τη μετάφραση του έργου, που θα κάνει πρεμιέρα την Τρίτη 8 Οκτωβρίου, έκανε ο Στρατής Πασχάλης, ενώ παίζουν οι: Στάθης Γράψας, Γιάννης Μαυριτσάκης, Δημήτρης Ήμελλος, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Μαρία Ναυπλιώτου, Κατερίνα Ευαγγελάτου κ.ά.

    Ξηντάρας Σταύρος «Λύνουν το μυστήριο του Σαίξπηρ», Απογευματινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

Πρώτο βραβείο καλύτερης παράστασης από το 42ο Θεατρικό Φεστιβάλ της Οχρίδας.