Αυτό που δεν τελειώνει: Ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα – Εκδοχή ΙΙ

2004

Πρώτη παραγωγή

Θεατρική περίοδος: 2003-2004, Εθνικό Θέατρο – Γκαράζ (Φουαγιέ)

15 Φεβρουαρίου – 16 Μαΐου 2004

Επανάληψη

Θεατρική περίοδος: 2004-2005, Εθνικό Θέατρο – Γκαράζ (Φουαγιέ)

30 Νοεμβρίου 2004 – 17 Μαΐου 2005

 

17 ηθοποιοί ερμηνεύουν και ανα-δημιουργούν 29 ποιήματα Ελλήνων ποιητών.

Δραματουργική επεξεργασία: Στάθης Λιβαθινός | Στρατής Πασχάλης
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνογραφία: Σωτήρης Στέλιος
Ενδυματολόγος: Σωτήρης Στέλιος
Συνθέτης: Νίκος Πλάτανος
Στίχοι τραγουδιών: Στρατής Πασχάλης
Υπεύθυνος κίνησης: Μαριέλλα Νέστορα
Υπεύθυνος φωτισμών: Μελίνα Μάσχα
Βοηθός σκηνοθέτη: Στρατής Πανούριος, Ράνια Ντανάκα

Κείμενα δραματουργικής σύνθεσης

Ανδρέας Εμπειρίκος – Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα: Δημήτρης Ήμελλος
Γιώργος Κοροπούλης – Γενέθλια: Παναγιώτης Μπουγιούρης
Δημήτρης Χουλιαράκης – Τα τριάντα χρόνια να φοβάσαι: Άρης Τρουπάκης
Γιώργος Χρονάς – Πρόσωπα της οροφής: Γιώργος Φριντζήλας
Τζένη Μαστοράκη – Κλασικό εικονογραφημένο: Μαρία Σαββίδου
Τζένη Μαστοράκη – Σημείωση: Μαρία Σαββίδου
Τζένη Μαστοράκη – Οικογενειακό συμβούλιο: Μαρία Σαββίδου
Αθηνά Παπαδάκη – Η τελετή: Σοφία Τσινάρη
Τάσος Λειβαδίτης – Ενθύματα: Γιάννης Μαυριτσάκης
Μάτση Χατζηλαζάρου – Αντίστροφη αφιέρωση (απόσπασμα): Ελένη Ρουσσινού
Νίκος Αλέξης Χατζηλαζάρου – Σταθμός Λιτοχώρου: Άρης Τρουπάκης
Γιώργος Χρονάς – Όχι δεν πρέπει: Γιώργος Φριντζήλας
Μαρία Λαϊνά – Η ταβέρνα της Τζαμάικα: Ναταλία Στυλιανού
Δήμητρα Χριστοδούλου – Στην αμμουδιά: Βασίλης Ανδρέου
Ντίνος Χριστιανόπουλος – Αντιγόνης υπέρ Οιδίποδος: Παναγιώτης Μπουγιούρης
Κατερίνα Γώγου – Άτιτλο (Σύντροφοι βουλιάζουμε –απόσπασμα από το Ιδιώνυμο): Φένια Παπαδόδημα
Διονύσης Καψάλης – Άτιτλο (Τις νύχτες που λαμπρύνεται ο δίος αιθήρ…): Στρατής Πανούριος
Κώστας Ουράνης – Ταορμίνα: Στρατής Πανούριος
Κώστας Καρυωτάκης – Στο άγαλμα της ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο: Στάθης Γράψας
Βασίλης Στεριάδης – Ο άρχων κρεμάει τη σφυρίχτρα του: Παναγιώτης Μπουγιούρης
Βασίλης Στεριάδης – Κολλάει μπρίκια το άσμα: Παναγιώτης Μπουγιούρης
Βασίλης Στεριάδης – Ο τζόκεϊ δίνει τα ρέστα του: Παναγιώτης Μπουγιούρης
Βασίλης Στεριάδης – Το παιχνίδι γέρνει: Παναγιώτης Μπουγιούρης
Βασίλης Στεριάδης – Όμιλος του θανάτου: Παναγιώτης Μπουγιούρης
Βασίλης Στεριάδης – Ο συνήγορος την έχει βαμμένη: Παναγιώτης Μπουγιούρης
Βασίλης Στεριάδης – Η σφαγή της Χίου (απόσπασμα): Παναγιώτης Μπουγιούρης
Κώστας Καρυωτάκης – Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί: Γιώργος Φριντζήλας
Μαρία Πολυδούρη – Γιατί μ’ αγάπησες: Φένια Παπαδόδημα
Τάκης Σινόπουλος – Ο καιόμενος: Βασίλης Ανδρέου
Νίκος Εγγονόπουλος – Το γλωσσάριον των ανθέων: Στάθης Γράψας
Κατερίνα Γώγου – Άτιτλο (Χειμώνας σε λίγο): Γιώργος Δάμπασης
Κατερίνα Γώγου – Άτιτλο (Τα 4 σημεία του ορίζοντα – απόσπασμα από το Τρία κλικ αριστερα): Γιώργος Δάμπασης
Μιλτιάδης Μαλακάσης – Ανοιξιάτικη μπόρα: Σοφία Τσινάρη
Ναπολέων Λαπαθιώτης – Στο κέντρο το νυχτερινό: Δήμητρης Ήμελλος
Ελευθερία Σαπουντζή – Άτιτλο (Δεν έχω πια προορισμό): Φένια Παπαδόδημα
Γιώργος Σαραντάρης – Έχω ανάγκη να πάγω περίπατο: Νίκος Καρδώνης
Λορέντζος Μαβίλης – Λήθη: Στρατής Πανούριος
Γιώργος Σαραντάρης – Ακόμα δεν μπόρεσα να χύσω ένα δάκρυ: Νίκος Καρδώνης
Δημήτρης Χουλιαράκης – Πριν το κροσέ: Παναγιώτης Μπουγιούρης
Οδυσσέας Ελύτης – Ψαλμός και ψηφιδωτό για μιαν άνοιξη στην Αθήνα: Μαίρη Οδύσσεια Μπουγά
Κώστας Καρυωτάκης – Ανδρείκελα: Δημήτρης Ήμελλος
Κώστας Καρυωτάκης – Αποστροφή: Τάσος Γιαννόπουλος
Μίλτος Σαχτούρης – Ορυχείο: Μαρία Σαββίδου
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης – Ας φρόντιζαν: Νίκος Καρδώνης
Κική Δημουλά – Πάσχα στο φούρνο: Ναταλία Στυλιανού
Γιάννης Ρίτσος – Τα ερωτικά. Σαρκικός λόγος (θέλω να περιγράψω το σώμα σου): Γιάννης Μαυριτσάκης

  • Ποίηση επί σκηνής σε ρυθμούς σύγχρονους, ροκ!

    «Εκδοχή ΙΙ», υποτιτλίζει ο Στάθης Λιβαθινός την παράσταση «Αυτό που δεν τελειώνει», την οποία ανεβάζει αύριο στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, αλλά στην ουσία η παράσταση είναι καινούργια –όσο είναι κάθε παράσταση που βασίζεται σε δικά της, ξεχωριστά κείμενα.

    Η εκλεκτή ομάδα της Πειραματικής παρουσίασε και πέρσι, όπως είναι γνωστό, παράσταση με τον ίδιο τίτλο, η οποία μάλιστα, παρ’ όλον ότι «ζωντάνευε» στη σκηνή ποιήματα, ελληνικά, σύγχρονα, είχε προκαλέσει ζωηρό ενδιαφέρον, ιδίως νέων σε ηλικία θεατών. Είχε αναγγελθεί ότι η παράσταση εκείνη θα επαναλαμβανόταν φέτος, αλλά ο εμπνευστής και σκηνοθέτης της αναγγέλλει σήμερα ότι πρόκειται για κάτι εντελώς άλλο –μια καινούργια παράσταση:

    «Πέρσι είχαμε επιλέξει και δουλέψει σκηνικά πάνω σε πάρα πολλά ποιήματα, πολύ περισσότερα από αυτά που είχαν χωρέσει στην παράσταση» εξηγεί ο κ. Λιβαθινός. «Είχαμε αναγκαστεί να αφήσουμε απ’ έξω πολλά και πολύ ωραία κομμάτια. Τα οποία, μαζί με πολλά καινούργια, τα δουλέψαμε φέτος, καταλήγοντας σε μια παράσταση εντελώς διαφορετική –με ένα δύο κομμάτια μόνο απόν την περσινή και με καμιά τριανταριά νέα. Καταναλώσαμε πολλή ενέργεια γι’ αυτή τη δουλειά, που ήταν πολύ ενδιαφέρουσα πρώτα πρώτα για μας τους ίδιους, κι έτσι είπαμε να μην ξαναζεστάνουμε το φαΐ, παρ’ όλο που είχε πάει τόσο καλά η περσινή».

    Ήταν και αρκετοί άλλοι ηθοποιοί ενταγμένοι στην ομάδα φέτος, και μάλιστα ταλέντα, όπως η Φένια Παπαδοδήμα και ο Τάσος Γιαννόπουλος, οι Γιώργος Φριτζήλας, Σοφία Τσινάρη και Μαίρη Μπουγά. Και βεβαίως ο … σκληρός πυρήνας της Πειραματικής: Δημήτρης Ήμελλος, Γιάννης Μαυριτσάκης, Βασίλης Ανδρέου, Στάθης Γράψας, Γιώργος Δάμπασης, Νίκος Καρδώνης, Παναγιώτης Μπουγιούρης, Μαρία Σαββίδου, Ναταλία Στυλιανού, Άρης Τρουπάκης και Στρατής Πανούριος.

    Διαφορετικά κομμάτια, διαφορετικά ποιήματα, άρα και άλλοι ποιητές: φέτος, εκτός από Σεφέρη, Ελύτη, Δημουλά κ.ά, που ποιήματά τους υπήρχαν και πέρσι, θα υπάρχουν και συνθέσεις των Σινόπουλου, Λειβαδίτη, Γώγου, Παπαδάκη, Στεριάδη, Σαραντάρη, Χρονά κ.ά.

    Όλα διαφορετικά, άρα διαφορετικό και το περιεχόμενο της παράστασης: Όχι πια άξονάς της ένα «χρονικό της ελληνικής ιστορίας του 20ου αιώνα», όπως πέρυσι. «Καμία σχέση» λέει ο σκηνοθέτης. «Πέρυσι θέλαμε να έχει η παράσταση μια ιθαγένεια, να παρακολουθεί, έστω κι από το απέναντι πεζοδρόμιο, την ιστορία. Αυτή εδώ είναι μια ελεύθερη παράσταση, ένα παζλ προσωπικών ιστοριών, αφού διατηρούμε ένα αυτοβιογραφικό στοιχείο –του ηθοποιού που διάλεξε κάθε ποίημα. Οι αναφορές στην Ιστορία είναι μόνο έμμεσες. Όπου υπάρχει Ιστορία είναι κρυμμένη από κάτω και οι προεκτάσεις της είναι πιο υποκειμενικές, πιο άναρχες. Η περσινή παράσταση ήταν άλλωστε πιο λυρική, πιο ευαίσθητη, ενώ η φετινή είναι πιο σκληρή, θα έλεγα, έχει ένα στοιχείο πιο ροκ, πιο επικίνδυνο, μερικές φορές. Γιατί έρχεται σε αντίθεση μ’ αυτό που πιστεύεται γενικά ότι είναι η ποίηση και υπάρχουν και μερικές επιλογές, θεατρικές πια, λίγο πιο ακραίες σε κάποια σημεία».

    Μόνη της προέκυψε η ατμόσφαιρα «ροκ», δεν ήταν προαποφασισμένη. «Μας πήγε σαν κύμα. Τα κείμενα μας πήγαν. Αλλά και ο τρόπος με τον οποίο τα δουλέψαμε. Αλλάξαμε κι εμείς, βλέπετε, από πέρσι λίγο, περάσαμε την άγρια εμπειρία της “Μήδειας” του καλοκαιριού, που τόσο χτυπήθηκε…».

    Μόνο η μουσική και τα τραγούδια της παράστασης (Νίκος Πλάτανος) μένουν ίδια με τα περσινά, σε στίχους Στρατή Πασχάλη. Στο ίδιο κλίμα τα σκηνικά-κοστούμια (Σωτήρης Στέλιος), η κίνηση (Μαριέλα Νέστορα) και οι φωτισμοί (Μελίνα Μάσχα). Η παράσταση καινοτομεί και αλλιώς: θα παίζεται μόνο κάθε Κυριακή στη 1 το μεσημέρι και Παρασκευή μεσάνυχτα.

    14.02.2004, Αγγελικόπουλος Βασίλης «Ποίηση επί σκηνής σε ρυθμούς σύγχρονους, ροκ!», Η Καθημερινή

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Με τι γίνεται η ποίηση

    Η καθυστέρηση του παρόντος είναι ηθελημένη, γιατί δεν θα ήθελα όποια θεωρητική, όπως θα φανεί από όσα ακολουθήσουν, αντίρρηση μου να ληφθεί με την τρέχουσα, αγοραία συχνά, αντίληψη απόρριψης, μέσω της κριτικής, μιας προσπάθειας με καθαρό πειραματικό χαρακτήρα αλλά και γιατί θα ήταν μίζερο να φανεί πως ο γράφων έρχεται να υπονομεύσει μια αναφανδόν μεγάλη και δημοφιλή επιτυχία που με δύο εκδοχές κράτησε για δύο περιόδους το πρόγραμμα της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού θεάτρου.

    Πρόκειται για τις δύο εκδοχές (από τις οποίες παρακολούθησα, δυστυχώς, μόνο τη δεύτερη) της σύνθεσης με σκηνοθετημένα νεοελληνικά ποιήματα με τον τίτλο «Αυτό που δεν τελειώνει».

    Σπεύδω λοιπόν να πω εκ προοιμίου πως θεωρώ άκρως παρήγορο το γεγονός ότι κατέστη καλλιτεχνική (και εμπορική) επιτυχία ένα πρόγραμμα ποιημάτων κυρίως νεωτερικής γραφής. Αν προσθέσω το γεγονός ότι η πλειονότητα των θεατών – ακροατών αυτής της τολμηρής εκφοράς του ποιητικού λόγου αποτελείτο από νεανικό κοινό, το πράγμα παίρνει τη μορφή εκπαιδευτικής επανάστασης. Ο γράφων ως εκπαιδευτικός έχει πικρά πείρα και για την ποιητική αναισθησία μεγάλου μέρους των εκπαιδευτικών και για την τελείως νεκροφιλική μέθοδο προσέγγισης του ποιητικού φαινομένου με το εξετασιοκτόνο σύστημα αλλά και για τη γενικότερη, λόγω και απνευμάτιστου οικογενειακού περιβάλλοντος, αδιαφορία των μαθητών για την ποίηση. Ανεκδοτολογικώς μόνο θα αναφέρω ότι γυμνασιάρχης υπό τον οποίον στο Δημόσιο Λύκειο υπηρέτησα δογμάτιζε εν συνεδρία: «Ποίημα χωρίς ομοιοκαταληξία, ποίημα δεν είναι». Όταν μισοειρωνικά τον ρώτησα, αν, μ’ αυτή την αρχή, ο ίδιος δεν εδίδασκε ούτε Κάλβο, απάντησε «Σαφώς»!

    Επέσυρα συχνά τη χλεύη παλιότερων συναδέλφων, όταν με έβλεπαν να κουβαλάω στην τάξη τη μνημειώδη έκδοση του Λίνου Πολίτη των χειρογράφων του Διονύσιου Σολωμού και να «τρώω» την ώρα απλώς αφήνοντας τους μαθητές μου να περιεργάζονται τα ορνιθοσκαλίσματα του Ποιητή, τις διαγραφές, τις διορθώσεις στίχων ή τις αντικαταστάσεις λέξεων, τα σχεδιάσματα, δηλαδή όλη τη χειρωναξία, τον μόχθο και την αγωνία του ποιητικού εργαστηρίου. Ως δάσκαλος είχα μόνο μια φιλοδοξία, οι μαθητές μου να φύγουν από το σχολείο με την κατασταλαγμένη πίστη και τη βεβαιωμένη γνώση πως η ποίηση είναι ΔΥΣΚΟΛΗ ΔΟΥΛΕΙΑ, ίσως πιο δύσκολη από τη μουσική, την αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική και γλυπτική, τέχνες που τις σέβονταν γιατί δεν μπορούσαν να τις κάνουν χωρίς σπουδή, ενώ η τρέχουσα αντίληψη θεωρούσε την ποίηση εύκολη δουλειά, αφού είχε υλικό τις λέξεις, πρόσφορο και πρόχειρο!!

    Όταν λοιπόν μια τέτοια αποπροσανατολισμένη νεολαία που μπορεί και να έχει και τραυματικές επιπτώσεις από μια μικρή βαθμολογική συγκομιδή στις Πανελλήνιες Εξετάσεις στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας με πιθανό αποτέλεσμα να βρεθούν κάποιοι σε άλλη Σχολή από την επιδιωκόμενη, όταν προσελκύεται από μια δημόσια εκφώνηση προχωρημένου ποιητικού λόγου, οι όποιες αντιρρήσεις ημών των τάχα μυημένων, καλύτερα να αναβληθούν για χρόνο νηφαλιότερο και μακράν κάθε επηρεασμού.

    Ο Στάθης Λιβαθινός που εκτός από την ευθύνη της Πειραματικής Σκηνής είχε, από ό,τι γνωρίζω, και την ιδέα αυτής της θεατρικοποιημένης πρόσληψης του ποιητικού λόγου, εκκίνησε, αν δεν απατώμαι, και από μια αναπηρία της καλλιτεχνικής θεατρικής μας εκπαίδευσης. Έχω κι εγώ συχνά αναφερθεί σ αυτήν την αναπηρία, στο γεγονός πως στις δραματικές σχολές δεν περιλαμβάνονται μαθήματα που να διδάσκουν στους μέλλοντες ηθοποιούς τη δημόσια «ανάγνωση» ποιημάτων και πεζογραφικών κειμένων. Βρέθηκα παλιότερα σε μεγάλη αμηχανία, όταν σε εκπομπές λόγου στο ραδιόφωνο καλούσαν πολύ σημαντικούς και έμπειρους ηθοποιούς να διαβάσουν ποίηση και διηγήματα και η καταστροφή ήταν πλήρης! Γιατί βεβαία ένα ποίημα ή μια σελίδα του Παπαδιαμάντη ή του Σκαρίμπα δεν είναι ΡΟΛΟΣ, με ό,τι συνεπάγεται αυτή η απλή και ωμή διατύπωση.

    Άρα, και ξεκινάω από αυτό, ορθότατα ο Λιβαθινός εν γνώσει αυτής της αναπηρίας, θέλησε να μυήσει τους μετεκπαιδευόμενους ηθοποιούς του στην ανάγνωση και στους μηχανισμούς της δημόσιας εκφοράς ποιητικού κειμένου.

    Σταματάω εδώ να πω ότι η θητεία του Λιβαθινού στο εκπαιδευτικό σύστημα εν γένει της Ρωσίας τον εξοικείωσε με έναν λαό (όχι μόνο καλλιτέχνες, λαό απλό) που συχνά στις συνάξεις του, στα πάρκα, στα σαλόνια, στις εξομολογήσεις του, στο Μετρό, απαγγέλλει αγαπημένους Ρώσους ποιητές.

    Για να είμαι τίμιος με τα πράγματα, θα πρέπει επίσης εδώ να πω ότι δύο μεγάλοι θεατράνθρωποι, ο Ροντήρης και ο Κατσέλης, είχαν, εκτός υποχρεώσεων του επισήμου εγκυκλίου προγράμματος, συμπεριλάβει στη διδακτέα ύλη, και μάλιστα ως προαπαιτούμενο μάθημα, την ποίηση, ο Κατσέλης εμμόνως δημοτικό τραγούδι και ο Ροντήρης Σολωμό και παραλογές. Ο Λιβαθινός υπήρξε μαθητής του Κατσέλη και μαθητής μου εκλεκτός, άρα κουβαλώντας από τον δάσκαλό του την αγάπη για την ποίηση και ενισχύοντάς τη στη ρωσική θητεία, θέλησε να την εντάξει στο πρόγραμμα της πειραματικής του προσπάθειας. Αφήνω το γεγονός πως ο Λιβαθινός ως ανιψιός του Μάνου Κατράκη είχε την τύχη να γαλουχηθεί με τα νάματα της πιο ώριμης ελληνικής φωνής που διάβαζε ανεπανάληπτα ποίηση.

    Ο Λιβαθινός όταν αποφάσισε να προχωρήσει στο εγχείρημά του κάλεσε τους ηθοποιούς του να φέρουν στην πρόβα ποιήματα που αγαπούν. Έτσι είναι. Η ποίηση, είπαμε, δεν είναι ρόλος, είναι κατ’ αρχήν συγκίνηση και προσωπική σχέση. Κάθε ευαίσθητος στο ποιητικό φαινόμενο, δεν είναι πάντα έτοιμος να αναλύσει τι τον συγκινεί σε ένα ποίημα. Άλλος εισέρχεται στο μαγνητικό της πεδίο, ελκυόμενος από μια λέξη, από τον ρυθμό, από ένα σύμβολο, από μια εικόνα, από το μέτρο του κ.λπ. Οι ηθοποιοί της Πειραματικής έφεραν ένα, δύο, τρία ποιήματα που τους ερέθιζαν τη φαντασία, τη μνήμη ή κάποιο συναισθηματικό τους απόθεμα. Άλλος θα έφερε τα αγαπημένα του, άλλος όσα θα ήθελε να εξοικειωθεί μαζί τους, άλλος πιθανόν ό,τι έως τώρα τον απωθούσε για να δοκιμάσει πώς θα το δαμάσει. Ο Μαλλαρμέ έλεγε πως η ποίηση δεν γίνεται με ιδέες, γίνεται με ΛΕΞΕΙΣ. Ακόμη και η γνωμική ποίηση με λέξεις γίνεται, δηλαδή πρυτανεύει ο τρόπος, το πώς και όχι το τι.

    Δεύτερο εδώ Στάσιμο. Παλιότερα από άγνοια(;) στα σχολικά εγχειρίδια ο πρώτος στίχος του γνωμικού ποιήματος των «Θερμοπυλών» του Καβάφη τυπωνόταν ως εξής: «Τιμή σε κείνους που στη ζωή των ώρισαν να φυλάγουν Θερμοπύλες» αντί του ορθού «ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες». Το σύμβολο «Θερμοπύλες» δεν λειτουργεί μόνον ως ιστορικό αλλά και ως γραμματικό, αφού ο πληθυντικός μας υποβάλλει να το εκλάβουμε ως σύμβολο για κάθε ανάλογον. Το σύμβολο ισχύει αν αντικατασταθεί με τις λέξεις Μανιάκι, Μεσολόγγι, Σούλι, Αλαμάνα, Κερκόπορτα, Καισαριανή. Δοκιμάστε το, το ποίημα ισχύει για κάθε ιστορικό ανάλογον! Αλλά και το διώνυμο «όρισαν και φυλάγουν» σημαίνει πως πρέπει να υποτεθεί πως υπάρχουν κάποιοι που ορίζουν και δεν φυλάγουν, άλλοι που φυλάγουν και δεν ορίζουν και οι τιμώμενοι από τον ποιητή που και ορίζουν και φυλάγουν!

    Ελύτης μετά μπουγέλου!

    Αφού η ποίηση γίνεται με λέξεις και μάλιστα όταν οι λέξεις θέλεις να γίνουν φθόγγοι, δηλαδή να ακουστούν κι όχι εν σιωπή να αναγνωστούν, προέχει η μουσική τους και ό,τι η μουσική τους αναδεικνύει από τη σημασία τους. Σημαίνον και σημαινόμενο ταυτίζονται στην ποίηση, το ένα είναι παρακλητικό του άλλου. Δεν είναι το ίδιο το παλαμικό «Δεν σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ» και το σύνηθες «Δεν σ’ αγαπώ, σε λατρεύω»! Που είναι λοιπόν η θεωρητική μου αντίρρηση για την «παράσταση» της Πειραματικής; Το ότι τα ποιήματα χειρονομήθηκαν, εικονοποιήθηκαν, συχνά υπονομεύτηκαν. (Γιατί τι άλλο από υπονόμευση είναι να λες Ελύτη ή Εμπειρίκο ή Εγγονόπουλο και να σε μπουγελώνουν, να σου συνθλίβουν το κεφάλι με την γκαραζόπορτα του χώρου της παράστασης;).

    Δεν αμφισβητώ πως κάποιος μπορεί να αγαπά να απαγγέλλει το αγαπημένο του ποίημα στην τουαλέτα ή ακόμη και αυνανιζόμενος. Δικαίωμά του. Ο καθένας ακουμπάει σ’ ό,τι αγαπά και βρίσκει την ηδονή, ακόμη και την πνευματική, όπου μνήμη, εμπειρίες, τραύματα, απωθήσεις, αναστολές ή νοσταλγίες τον οδηγούν. Αλλά ό,τι προσωπικό δεν είναι πάντα αισθητικά αλλά και ηθικά αποδεκτό να γίνει δημόσιο θέαμα ή ακρόαμα ή και τα δυο και μάλιστα ως δύο ξέχωρες και αντιφατικές μεταξύ τους λειτουργίες.

    Η ποίηση, κατά την ταπεινή μου γνώμη, δεν χρειάζεται ούτε διαμεσολαβητή, πλην της φωνής, ούτε εικονογράφηση ούτε θεατρικότητα.

    Η θεατρικότητα της ποίησης βρίσκεται μέσα στους ρυθμούς, τα μέτρα, τις σιωπές και τη πολυσημία των λέξεων, είναι για να θυμηθούμε εύστοχο ορισμό «η συναισθηματική φόρτιση της γλώσσας στον υπέρτατο βαθμό».

    23-24.07.2005, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Με τι γίνεται η ποίηση», Τα Νέα

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Δεκαεφτά νεαρά διαμάντια

    «Αυτό που δεν τελειώνει – Εκδοχή ΙΙ» είναι ο τίτλος της παράστασης του Πειραματικού Θεάτρου το οποίο θα πλημμυρίσει μ’ ελληνική ποίηση του 20ου αιώνα τη σκηνή του Εθνικού

    «Αυτό που δεν τελειώνει – Εκδοχή ΙΙ» είναι ο τίτλος της θεατρικής παράστασης και παρουσίασε πέρυσι η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Το δεύτερο μέρος του μοναδικού έργου του σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινού και του ποιητή Στρατή Πασχάλη ήρθε για να ολοκληρώσει αυτό που την προηγούμενη χρονιά άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις, συγκινώντας όλους όσους το παρακολούθησαν. Δεκαεφτά νεαρά “διαμάντια” του ελληνικού θεάτρου ερμήνευσαν και ανα-δημιούργησαν τις “καταθέσεις” 29 Ελλήνων ποιητών. Θέατρο, ποίηση και μουσική, σε μια παράσταση “ταξίδι” στο λόγο – έως και τις 17 Μαΐου στο Εθνικό Θέατρο.

    Σύγχρονοι άνθρωποι που προσπαθούν να συλλάβουν μέσα από την ατομική και την συλλογική μνήμη τον παλμό της ελληνικής γλώσσας και των διακυμάνσεών της, καθώς αυτή “κατέγραφε” με συγκίνηση έμμεσα ή άμεσα, τα τοπία, τα πάθη, τα δράματα, τις αλλαγές, τους αγώνες τις χίμαιρες ενός ολόκληρου τόπου. Όλα αυτά, με απλότητα και διάκριση.

    Τα δρώμενα εμπλουτίζονται από μουσική και τραγούδια που γράφτηκαν ειδικά για την παράσταση και που προέκυψαν μέσα από τη βιογραφία και την ψυχολογία των ίδιων των ηθοποιών, έτσι ώστε το προσωπικό να συνυπάρχει με το ομαδικό και το σύγχρονο με το παλιό.

    Όπως και στο πρώτο μέρος της παράστασης, που παρουσιάστηκε πέρυσι, η Εκδοχή ΙΙ περιλαμβάνει ποιήματα 29 Ελλήνων ποιητών.

    Αυτοί είναι:

    Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, Άρης Αλεξάνδρου, Μανώλης Αναγνωστάκης, Νάνος Βαλαωρίτης, Γιάννης Βαρβέρης, Γιώργος Βέλτσος, Μιχάλης Γκανάς, Κική Δημουλά, Νίκος Εγγονόπουλος, Μάνος Ελευθερίου, Οδυσσέας Ελύτης, Ανδρέας Εμπειρίκος, Κωνσταντίνος Καβάφης, Κώστας Καρυωτάκης, Γιάννης Κοντός, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Χριστόφορος Λιοντάκης, Τζένη Μαστοράκη, Αλέξανδρος Μπάρας, Κωστής Παλαμάς, Στρατής Πασχάλης, Τίτος Πατρίκιος, Λάμπρος Πορφύρας, Γιάννης Ρίτσος, Μίλτος Σαχτούρης, Γιώργος Σεφέρης, Νίκος Φωκάς, Μάτση Χατζηλαζάρου και Ντίνος Χριστιανόπουλος.

    Κάθε ένας από τους ηθοποιούς έχει διαλέξει το ή τα ποιήματα που εκείνος θέλει. Η κατανόηση, το συναισθηματικό δέσιμο με αυτά αναδεικνύεται στον ακρογωνιαίο λίθο αυτής της παράστασης. Το πνεύμα της ποίησης συναντά εκείνο της θεατρικής τέχνης, της προσωπικής ερμηνείας.

    Το αποτέλεσμα; Δεκαεφτά διαφορετικές απόψεις για την ελληνική ποίηση παρουσιασμένες όχι με το στεγνό, άψυχο τρόπο της κριτικής γραμμένης σε χαρτί αλλά με τη ζωντανή παρουσία, τη ψυχή του καλλιτέχνη. Κι αν κρίνουμε από το περσινό, τότε σίγουρα θα σας συγκινήσει!

    13.04.2005, Χ.Σ. «Δεκαεφτά νεαρά διαμάντια», Ημέρα Πατρών

     

    Για το link πατήστε εδώ

  • Το λιβάδι που ανθίζει! «Αυτό που δεν τελειώνει» στο Εθνικό Θέατρο: ταλέντο, πάθος, σφρίγος

    Θα συμφωνήσουμε σε κάτι: είναι αδόκιμο να συγκρίνεις μία θεατρική παράσταση με ένα κινηματογραφικό έργο

    Είναι να απορεί, όμως, κανείς πως ο Στάθης Λιβαθινός και ο Στρατής Πασχάλης κατάφεραν –με τη συνδρομή 17 υπέροχων νεαρών ηθοποιών– να πραγματοποιήσουν για δεύτερη συνεχή χρονιά, ίσως άθελά τους, μια ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στον 20ο αιώνα με τέτοια διαύγεια, ευκρίνεια, με τόσο θάρρος και ευαισθησία. Μπορεί να μην παρακολουθήσαμε λιβάδια που… δακρύζουν, αλλά γίναμε μάρτυρες μιας ολόφρεσκης παράστασης με πολύ ταλέντο και δουλειά αποτυπωμένη στη σκηνή, μια παράσταση που δύσκολα θα ξεχάσουμε. Στο φουαγιέ της πειραματικής σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, 39 ονειρικά ποιήματα των -μεταξύ άλλων- Ανδρέα Εμπειρίκου, Τάσου Λειβαδίτη, Ντίνου Χριστιανόπουλου, Κώστα Καρυωτάκη, Τάκη Σινόπουλου, Νίκου Εγγονόπουλου, Οδυσσέα Ελύτη, Κικής Δημουλά, Κώστα Καβάφη γνώρισαν την απόλυτη ενσάρκωσή τους χωρίς να απολέσουν ρήγμα της μαγείας τους. Αποτυπώματα μιας ολόκληρης ζωής, που δεν σβήνονται, μένουν χαραγμένα στη μνήμη σε μια προσπάθεια να αναζητήσει ο θεατής –αλλά και ο ηθοποιός- την προσωπική ταυτότητά του μέσα από την ιστορική διαδρομή σε τόπους γνώριμους και προσηνείς.

    Γιατί η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα: μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις. Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα: χίλιοι τη χαίρονται, ένας την πληρώνει…

    Παίζουν: Βασίλης Ανδρέου, Τάσος Γιαννόπουλος, Στάθης Γράψας, Γιώργος Δάμπασης, Δημήτρης Ήμελλος, Νίκος Καρδώνης, Γιάννης Μαυριτσάκης, Μαίρη Μπουγά, Παναγιώτης Μπουγιούρης, Στρατής Πανούριος, Φένια Παπαδοδήμα, Ελένη Ρουσσινού, Μαρία Σαββίδου, Ναταλία Στυλιανού, Άρης Τρουπάκης, Σοφία Τσινάρη, Γιώργος Φριντζήλας.

    Κάθε Παρασκευή σε μεταμεσονύκτια παράσταση και κάθε Κυριακή στη 1 μ.μ. Μην το χάσετε.

    05.03.2004, Χ.Σ «Το λιβάδι που ανθίζει! «Αυτό που δεν τελειώνει» στο Εθνικό Θέατρο: ταλέντο, πάθος, σφρίγος», Sportime

     

    Για το link πατήστε εδώ