Κεκλεισμένος και μοναχός

Καθώς ολοκληρώνεται πια ο πρώτος αιώνας στην ηλικία του σκηνοθετικού θεάτρου στον παγκόσμιο χάρτη και ξεκινάει ο δεύτερος, η ευρωπαϊκή θεατρική πρακτική μετράει επιτυχίες και της αποτυχίες της, τα κέρδη και τις ζημιές της όσον αφορά όχι μόνο την εξέλιξη του θεάτρου μέσω του ηθοποιού, αλλά και τη διαθεσιμότητα του κοινού. Τα τελευταία εκατό χρόνια η θεατρική σκηνοθετική πρακτική έχει αποκτήσει περισσότερα από ένα ράφια στην παγκόσμια θεατρική βιβλιοθήκη. Τώρα πια, δίπλα στη χρηστομάθεια της Ζωής μου στην τέχνη και τα θρυλικά σημειωματάρια του Κ.Σ. Στανισλάβσκι, που δείχνουν όχι μόνο το βάθος της έρευνας αλλά και την ευελιξία και την εξέλιξη της σκέψης του, δίπλα στις σκηνικές ανακαλύψεις του Μεγιερχόλντ, τα πειράματα του Βαχτάνγκοφ, τη συμπυκνωμένη αυτοσχεδιαστική εμπειρία του Μιχαήλ Τσέχοφ, τα αγωνιώδη γραπτά του Αντονέν Αρτώ και τόσα άλλα σημαντικά κείμενα που αποτελούσαν τον θεμέλιο λίθο στην επιστήμη που λέγεται μεθοδολογία της σκηνοθεσίας, κατά τη διάρκεια του αιώνα προστέθηκαν κι άλλα κείμενα – σταθμοί, μέσα στα οποία καταγράφεται όχι μόνο η προσωπική εμπειρία των σκηνοθετών – δημιουργών, αλλά και μια ακόμα θεμελιώδης επιστήμη που λέγεται παιδαγωγική του θεάτρου. Θες από ανάγκη, από αίσθηση της αποστολής, αλλά και από τον παιδαγωγικό έρωτα όπως θα έλεγε και ο Πλάτωνας, σκηνοθέτες – δημιουργοί του ρωσικού θεάτρου όπως ο Γκορτσάκοφ στη δεκαετία του ’30, ο Κέντοφ στη δεκαετία του ’50, η Κνέμπελ στη δεκαετία του ’60-’70, χωρίς να αποχωρήσουν ή να αποδράσουν από την ενεργό καλλιτεχνική δημιουργία, αφιέρωσαν απεριόριστο χρόνο και ενέργεια στη διαμόρφωση μιας ολόκληρης κατεύθυνσης, ενός κλίματος, μιας παιδαγωγικής που θα αφορούσε την αυριανή γενιά του θεάτρου.

Θυμάμαι το 1984 μία από τις εικόνες που πραγματικά με σημάδεψαν, όταν ήμουν αρχάριος ακόμα φοιτητής στο Κρατικό Ινστιτούτο Θεάτρου της Μόσχας: τέσσερα εικοσάχρονα παιδιά, νέοι ηθοποιοί, να φέρουν με κατάνυξη υποβαστάζοντας την ογδοντάχρονη πια Μαρία Ιωσήφοβνα Κνέμπελ, για να κάνει το μάθημά της στους ηθοποιούς και σκηνοθέτες του εργαστηρίου της. Ζωντανή παράδοση, συνέχεια, προσήλωση, πειθαρχία. Πώς αλλιώς θα δημιουργηθεί μια νέα γενιά ανθρώπων του θεάτρου, πού θα ακουμπήσει, πώς θα καλλιεργηθεί, πού θα πιστέψει, ποιους θεούς πρέπει να τιμήσει, πώς θα υπηρετήσουν οι μελλοντικοί σκηνοθέτες τον ηθοποιό, πώς θα τον καθοδηγήσουν; Και τι σημαίνει ηθοποιός, πώς αποκτά κανείς το δικαίωμα να καθοδηγήσει την ψυχή ενός άλλου προς ένα αποτέλεσμα, τι έχει προ πολλού ανακαλυφθεί και δεν αξίζει να χάνει κανείς το χρόνο του για να το ξαναανακαλύψει, ποια θα είναι η ηθική του αυριανού θεάτρου, τι επιτέλους σημαίνει αυτοσχεδιασμός ως παραγωγική πράξη του ηθοποιού στη διάρκεια των προβών, τι είναι η ψυχοτεχνική, ποια είναι η σωματική προετοιμασία του ηθοποιού και πόσο διαφέρει από αυτήν του χορευτή, τι σημαίνει σκηνικός λόγος; Και τελικά πώς μπορεί κανείς να γίνει χρήσιμος στο θέατρο. Στην τέχνη.

Στο μακρύ ιστορικό της ρώσικης σχολής, όλες αυτές οι ερωτήσεις παραμένουν πάντα επίκαιρες και τόσο η παιδαγωγική επιστήμη από μόνη της όσο και η παιδαγωγική δραστηριότητα ενός σκηνοθέτη –πολύ σπανιότερα ενός ηθοποιού- έχουν πρωταρχική αξία. Δεν υπήρξε –στη Ρωσία τουλάχιστον, από όσο ξέρω- επώνυμος, αναγνωρισμένος δημιουργός που, ακόμα κι αν ήταν διευθυντής κρατικού θεάτρου, να μην αφιέρωσε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του στην παιδαγωγική. Ο Στανισλάβσκι δίδαξε, ο Μ. Τσέχοφ δίδαξε, ο Τοβστονόγκοφ δίδασκε, το ίδιο και ο Ντόντιν απ’ τη νεότερη γενιά, ο Έφρος, ο Έφραίμοφ, και βέβαια ο Φαμένκο, ο Γκοντσαρόφ, και φυσικά ο Ανατόλι Βασίλιεφ.

Παρ’ όλη την εμμονή του δυτικού θεάτρου στο αποτέλεσμα∙ στη σύντομη διαδικασία∙ στην αναλαμπή∙ στη γρήγορη επεξεργασία οποιουδήποτε έργου∙ στην αστραπιαία απόδοση ηθοποιών και σκηνοθετών∙ στην προγραμματισμένη ανάφλεξη∙ στο εμπορικό κέρδος∙ στο θέαμα, υφίσταται μια διαφορετική Σχολή η οποία διατηρεί την ισορροπία. Μια ισορροπία αναγκαία ώστε το θέατρο να διαφυλάξει, μέσα στις κοσμοϊστορικές μεταβολές του 21ου αιώνα, την πνευματική του υπόσταση και την πραγματική του αξία. Την αξία ενός σπάνιου γεγονότος, μιας κιβωτού όπου οι κατακτήσεις του ανθρώπινου μυαλού θα συμπορεύονται με τις αξίες της ανθρώπινης ψυχής και θα παρουσιάζονται εδώ και τώρα. Σε μια τέτοια διαδικασία που δεν έχει τίποτα κοινό με τις ανάγκες της βιομηχανίας του θεάματος, βασικός πομπός και δέκτης, μεγάλος ενδιάμεσος ανάμεσα στον πνευματικό ηγέτη μιας παράστασης που είναι ο σκηνοθέτης και στον αποδέκτη της που είναι ο θεατής –εκεί, σ’ αυτή την περιοχή-, υπάρχει ο ηθοποιός. Ως πνευματικό ον, ως ψυχή και ως σώμα. Στο ψυχικό απόθεμα και στις πλάτες αυτού του ηθοποιού ο σκηνοθέτης αναθέτει τη δύσκολη αποστολή όχι απλώς να παίξει καλά ένα ρόλο, αλλά να μοιραστεί με τους θεατές μια σημαντική εμπειρία και να μεταφέρει σώο και αβλαβές στην απέναντι όχθη το Θέμα. Χωρίς να το βρέξει, χωρίς να το πνίξει, χωρίς να το καταστρέψει.

Καταλαβαίνει κανείς πόσο δύσκολη αποστολή είναι αυτή και πόσο απαιτητική θεατρική παιδεία χρειάζεται. Σ’ ένα τέτοιο είδος θεάτρου, εκτός από το «παίζω καλά το ρόλο μου» υπάρχει και το «είμαι μέρος ενός σημαντικού γεγονότος, μοιράζομαι τον ίδιο κώδικα με τους άλλους ηθοποιούς της παράστασης, είμαι κι εγώ πρωταγωνιστής όπως όλοι. Το θέμα του ρόλου είναι και το θέμα της εποχής στην οποία απευθύνομαι». Άλλωστε, στο θέατρο όπως και στη ζωή, δεύτεροι ρόλοι δεν υπάρχουν. Σ’ αυτό το είδος θεάτρου, ο σκηνοθέτης πρώτα εκπαιδεύει τον ηθοποιό, τον μυεί, τον προετοιμάζει, τον ασκεί, και μετά τον κάνει μέρος ενός συνόλου απ’ το οποίο θα προέλθει η παράσταση. Εδώ, σκηνοθέτης και ηθοποιός συμπορεύονται για να παράγουν αξίες, στη διάρκεια της πρόβας, που δεν ήταν μετρήσιμες, που δεν πουλιώνται, που δεν έχουν αντίτιμο, και απαιτούν χρόνο. Έχουν να κάνουν μόνο με την καλλιέργεια, με το θάρρος του λάθους, και με τη σπορά. Η παράσταση θα είναι πάντα το αποτέλεσμα, αλλά αποτέλεσμα μιας ευρύτερης διαδικασίας στην οποία οι ηθοποιοί προσέρχονται έτοιμοι, μυημένοι, και όχι ως απλοί εκτελεστές.

Ο Ανατόλι Βασίλιεφ είναι από αυτούς τους καινοτόμους σκηνοθέτες – δημιουργούς που χαρίζουν ένα μεγάλο μέρος του χρόνου του προετοιμασίας ενός έργου σ’ αυτήν ακριβώς τη διαδικασία. Ευτυχώς, η ευρωπαϊκή αναγνώριση της δουλειάς του ήρθε έγκαιρα και αμετάκλητα. Ο Βασίλιεφ φροντίζει να προετοιμάσει τους συνεργάτες – ηθοποιούς του χωρίς να δείχνει την παραμικρή αγωνία για την παράσταση ως τελικό αποτέλεσμα. Γι’ αυτόν έχει μεγαλύτερη σημασία «με Ποιους » παρά «Τι».

Δεν θα ξεχάσω πόσες φορές αναρωτήθηκα το 2008, συναντώντας τον Βασίλιεφ στη δύσκολη διαδρομή του προς τη Μήδεια, αν ξεκίνησε πρόβες πάνω στο έργο. Ο χρόνος πέρναγε, η ημερομηνία πλησίαζε και ο Βασίλιεφ επέμενε να ασχολείται με αυτή τη σπορά. Πέρα από την ευφυΐα του και τη βαθιά του μόρφωση, συγκρατώ πάντα, εκτός απ’ τη φιλία με την οποία με τίμησε και με τιμά, το βλέμμα ενός ανθρώπου που ξέρει να διακρίνει το εφήμερο από το διαρκές. Γιατί, τι θα μείνει τελικά από το θέατρο, τι μένει, όταν οι παραστάσεις τελειώνουν; Η ανάμνησή τους; Ή η συνεχής παρουσία όσων ανθρώπων προτίμησαν να μεταφέρουν αναμμένο το κερί και να το παραδώσουν στους νεότερους;

Με όποιες θυσίες. Και με όποιο τίμημα. Κεκλεισμένοι και μοναχοί.

Στάθης Λιβαθινός

Ανατόλι Βασίλιεφ  «Επτά ή οκτώ μαθήματα θεάτρου», μτφρ. Δέσποινα Σαραφίδου, εκδόσεις ΚΟΑΝ, 2010. σελ. 15-19. Εισαγωγή στην ελληνική έκδοση.