Αποχαιρετισμός

Η προσφορά και το ταλέντο του θείου μου, του Μάνου Κατράκη, εκτιμήθηκαν από πολύ νωρίς, πράγμα σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα, όπως εκτιμήθηκαν και η αλήθεια που εξέπεμπε, η τρομερή ικανότητα μεταμόρφωσης που διέθετε, η ανθρώπινη ζεστασιά, η σεμνότητά του, το αθώο βλέμμα του στη ζωή, η παθιασμένη φύση του. Η γενναιοδωρία του.

Λιγότερο γνωστή είναι η έλλειψη σιγουριάς που τον διέκρινε, κυρίως για την αρχαία τραγωδία, την οποία αντιμετώπιζε με γνήσια καλλιτεχνική ανασφάλεια. Είναι αυτή η ίδια γνησιότητα που τον έκανε να υποκλίνεται μπροστά σε κάθε ταλέντο, χωρίς δεύτερη σκέψη.

Η έλλειψη παιδείας στα θέματα της θεατρικής τέχνης τον βασάνιζε πάντα, είτε επρόκειτο για τον ίδιο είτε για άλλους ηθοποιούς, ακόμη και σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργαζόταν. Πίστευε πως το θέατρο στην Ελλάδα και κυρίως το τραγικό είδος πρέπει να ανανεωθεί. Τον είχα ακούσει επανειλημμένως να εκφράζεται με παράπονο και οργή για τον τρόπο που ανέβαιναν οι τραγωδίες, ακόμη κι αυτές στις οποίες συμμετείχε. Σήμερα συγκαταλέγεται ανώδυνα ανάμεσα στους κλασικούς ερμηνευτές του αρχαίου δράματος, και ίσως δίκαια. Ο ίδιος όμως είχε πολύ διαφορετικές απόψεις. Έβλεπε τις τρομερές ελλείψεις, την απουσία τόλμης και βαθύτερου προβληματισμού και συχνά βαριόταν αφόρητα. Με την ίδια αγανάκτηση εκφραζόταν και για παραστάσεις που έφερναν μια σφραγίδα δήθεν ανανεωτική, αλλά καθόλου τεκμηριωμένη.

Θα ‘θελα να αφηγηθώ μια προσωπική στιγμή, την ανάμνηση μιας εκδρομής. Ταξιδεύουμε για Επίδαυρο, Ιούλιος του ’83, όπου παίζεται η Ειρήνη του Αριστοφάνη, νομίζω, με τον Καρακατσάνη σε σκηνοθεσία Μπάκα. Στην παρέα η Λίντα, ο γλύπτης Μέμος Μακρής κι εγώ. Μαζί και μια μικρή φίλη του θείου μου, η Ελένη. Είναι Σάββατο, οδηγεί το λευκό του Τογιότα, τα παράθυρα ανοιχτά, φυσάει ζεστό αεράκι, φοράει ξεκούμπωτο το γαλάζιο του πουκάμισο, φαίνεται από μέσα άσπρο φανελάκι. Αργά το μεσημέρι σε μια ταβέρνα στην παλιά Επίδαυρο, σηκώνει το ποτήρι και κάνει μια θλιβερή πρόποση: «Θα με θυμάστε…;».

Λίγο πριν από τις εννιά αρχίζουμε να ανηφορίζουμε προς το θέατρο. Μια διαδρομή χωρίς προηγούμενο. Κάθε δέκα βήματα σταματάγαμε. Η δύσπνοιά του είναι ολοφάνερη. Στεκόμαστε όλοι αμήχανα και προσποιούμαστε ότι όλα πάνε καλά. Άνθρωποι περνούν δίπλα μας και τον χαιρετούν. Ο θείος κοιτάει γύρω του αμήχανα, παίρνει μια ανάσα, άλλα δέκα βήματα, σταματάει, η δύσπνοια χειροτερεύει. ο ίδιος κάνει σαν να μην συμβαίνει τίποτα, το ίδιο κι εμείς. Άλλα δέκα βήματα. Σταματάει, βγάζει απ’ την τσέπη το φάρμακο, γυρίζει τη πλάτη του, κάνει γρήγορα τρεις εισπνοές, η εκπνοή του ακούγεται σαν αναστεναγμός. Ξανά εκείνος μπροστά, σαν Κορυφαίος, αδύνατος και ευθυτενής, κι εμείς πίσω του, αμήχανος και ανώνυμος Χορός.

Φτάνουμε πάνω, το θέατρο γεμάτο. Μπαίνουμε. Ξαφνικά ακούγεται χειροκρότημα που όλο και μεγαλώνει, απλώνεται σαν κύμα, ανακατωμένο με φωνές κι επευφημίες. Ο «Κορυφαίος» γίνεται πενήντα χρόνια νεώτερος, σηκώνει αργά το χέρι για να ανταποδώσει, αφήνοντας τον Χορό, εμάς, τη δύσπνοια κι όλα τα ασήμαντα της ζωής για να ταξιδέψει ψηλά, στα χειροκροτήματα και τις επευφημίες που δεν λένε να σταματήσουν. «Αυτό πρέπει να είναι η δόξα», σκέφτηκα.

Στη διάρκεια της παράστασης, γελάει. Γελάει πολύ. Το βράδυ, στου Λεωνίδα, ένας ασπρομάλλης, μάλλον ξένος, πλησιάζει στο τραπέζι μας. Κάποιος μας τον συστήνει σαν μεγάλο επιστήμονα του θεάτρου, ή κριτικό, κι αυτός, σκύβει δειλά προς το μέρος μου και με φανερή περιέργεια με ρωτάει ποιος είναι αυτός που τον χειροκρότησε η Επίδαυρος. Απαντάω αυθόρμητα και περήφανα: «Ο καλύτερος ηθοποιός της Ελλάδας».

Γυρίσαμε στην Αθήνα το επόμενο πρωί.

Ήταν η τελευταία του φορά στην Επίδαυρο.

Λιβαθινός Στάθης, Αποχαιρετισμός. Δημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Ο Κατράκης Προμηθέας και Οιδίπους», Η Καθημερινή, 19.06.2005.