Χριστούγεννα στη Ριβιέρα

Αν έζησες παιδί, το λένε οι ιστορίες σου. Τα χρόνια της αθωότητας είναι πάντα λιγότερα κι έχεις ανάγκη να τα θυμάσαι ή, καλύτερα, να μη τα ξεχνάς. Άλλωστε ακόμα και η Ιστορία με το γιώτα κεφαλαίο, πολλάκις αμφισβητείται. Ιστορία της αθωότητας δεν υπάρχει. Δεν έχει ακόμη γραφτεί. Έχει γραφτεί η άλλη, αυτή με τα μεγάλα γεγονότα, τα εγκλήματα ή τα παρ’ ολίγον, τις επιτυχίες και τα λάθη μεγάλων ανδρών, τις επαναστάσεις και τις ανατροπές, τους πολέμους, και γενικά ό,τι πρέπει να παραδοθεί προίκα στις επόμενες γενιές για να χαίρονται ή για να μελαγχολούν. Λείπουν οι μικρές, οι σχεδόν αδιάφορες ιστορίες των ανωνύμων εκείνων που δεν έγραψαν παρά τη δική τους προσωπική μοίρα. Αυτές δεν καταχωρήθηκαν πουθενά με κεφαλαία, δεν άλλαξαν το πρόσωπο της γης. Ιστορίες απλές που ετοίμασαν το σκηνικό για να παιχτούν οι μεγάλες, που δεν διδάχτηκαν σε κανέναν και από κανέναν, μάλλον γιατί δεν είχαν τίποτα να διδάξουν.

Στο περιθώριο λοιπόν των μεγάλων γεγονότων, αρχές της δεκαετίας του ’60, βρίσκεται και η ιστορία του παιδιού που θα διηγηθώ. Ιστορία που ήταν και παραμένει αληθινή.

Ο ήρωάς μας μεγάλωσε στα Εξάρχεια. Εκεί έπαιξε και έτρεξε, εκεί έκανε τις πρώτες τρύπες στα παντελόνια του, εκεί έριξε την πρώτη του γροθιά.

Η πλατεία Εξαρχείων ήταν τότε μια μεγάλη αλάνα. Εκείνη την εποχή επί οδού Βαλτεσίου, όπου έμενε, στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται ο κινηματογράφος «Ριβιέρα», υπήρχε νηπιαγωγείο. Το όνομα της ιδιοκτήτριας αγνοείται: σώζεται μόνο μια θαμπή ανάμνηση σαν παλιά φωτογραφία. Το τοπίο: μεγάλη αυλή με χώμα, στη μέση λιμνούλα με νερό και ψαράκια, το κτίριο με τις τάξεις, μπροστά μια σκουριασμένη σιδερένια πόρτα. Η σεμνή, σχεδόν ταπεινή επιθυμία της μητέρας του να δει το παιδί της να τελειώνει πια το νηπιαγωγείο και να περνάει στο δημοτικό, όπως όλα τα παιδιά, είχε μεταβληθεί σε μαρτύριο και εφιάλτη.

Με ανοιχτή πρόσκληση σε όλες τις συναντήσεις γονέων και κηδεμόνων αλλά και την εκάστοτε νηπιαγωγό, όπως όλα τα παιδιά, η δύστυχη μητέρα έβλεπε το ίδιο έργο με παραλλαγές σχεδόν κάθε μέρα: από το πιο γνωστό πια «δύσκολο παιδί, αλλά που θα πάει, θα μεγαλώσει» μέχρι και το «μα καλά, έτσι κάνει πάντα;» ή εκείνο το ανεκδιήγητο σε «ψυχολόγο τον πήγατε;».

Ενώ στην αρχή οι τιμωρίες ήταν σπάνιες, η επερχόμενη σκανταλιά ήταν πάντα γραμμένη στην έκφραση του προσώπου του εκ των προτέρων και οι τιμωρίες έπεφταν προληπτικά και βροχηδόν.

Η μητέρα άκουγε υπομονετικά, επέστρεφε σπίτι με σκυμμένο το κεφάλι, προσευχόταν πολύ και άλλαζε νηπιαγωγεία. Αυτό ήταν το τρίτο. Ο μικρός είχε ήδη βεβαρημένο παιδικό μητρώο και η μητέρα, αν και ήξερε πως το παιδί της είχε καλή ψυχή, δεν έπαυε πότε να ενθαρρύνει τους νηπιαγωγούς να μην τον φοβούνται και να τον αντιμετωπίζουν αυστηρά και πότε να φοβίζει το μικρό με λόγια: «Αν δε βάλεις μυαλό, έτσι όπως παν τα πράγματα, σε οικοτροφείο θα καταλήξουμε».

Αρχές της δεκαετίας του ’60 λοιπόν, και η μητέρα παραδόξως φαινόταν ήσυχη. Αυτή τη φορά τα Χριστούγεννα έφτασαν χωρίς πολλές περιπέτειες. Απόψε τα παιδιά είχαν γιορτή. Ο μικρός λάτρευε τα Χριστούγεννα και κείνη είχε ορκιστεί να περάσουν οι γιορτές χωρίς τιμωρία.

Του άρεσε να απαγγέλλει ποιήματα. Η μητέρα θα πήγαινε να τον ακούσει να λέει το ποίημα της φάτνης. Του άρεσε μάλιστα τόσο πολύ, που πρόσθεσε δικούς του στίχους. Κάθε φορά που ο ποιητής ή το ανώνυμο ποίημα έκανε το λάθος να του ξυπνάει τη φαντασία, ο μικρός Μποντλέρ πρόσθετε στίχους ή και στροφές ολόκληρες για να αποδώσει το νόημα έτσι όπως το ένιωθε.

Ήρθε η ώρα της γιορτής και η μητέρα του, ελαφρά αργοπορημένη, ανοίγει τη βαριά σιδερένια πόρτα που τρίζει και μπαίνει στην αυλή. Πλησιάζουν οι φωνές των παιδιών με τραγούδια ανακατωμένα με κορώνες δασκάλας – θολωμένα τζάμια, παγωμένος Δεκέμβρης, θα χιόνιζε εκείνη τη χρονιά -, τραγουδούν τα παιδάκια, αναμμένα κεράκια. Περήφανοι γονείς, λιγοστά ακόμη φλας. Η διευθύντρια παίζει το ακορντεόν, κάνει μια φάλτσα εισαγωγή στην Άγια Νύχτα, αγοράκια, κοριτσάκια με τεράστια μάτια ανοιγοκλείνουν το στόμα. Η μητέρα διασχίζει τη μεγάλη αυλή που είναι γεμάτη σκιές από τα δέντρα, ανεβαίνει τις σκάλες, και ανυπομονεί να δει το μικρό της γιο ν’ ανακαλύπτει «χιόνια στο καμπαναριό»! Όμως με έκπληξη ανακαλύπτει πως στη μεγάλη αίθουσα υπάρχουν όλα τα παιδιά εκτός από το δικό της. Οι γονείς πλημμυρισμένοι από χριστουγεννιάτικη χαρά, η γιορτή στο απόγειο της. Μόνο η διευθύντρια, βλέποντας τη μητέρα να μπαίνει, αμέσως πιάνει το ανήσυχο βλέμμα της που όσο περνούν τα δευτερόλεπτα γεμίζει κακά προαισθήματα, ένα έντρομο χριστουγεννιάτικο βλέμμα που η διευθύντρια το παρατήρησε σωστά –άλλωστε την είχε προειδοποιήσει πως με το παιδί δεν τα βγάζουν πέρα. Ανήμπορη να μιλήσει, επειδή τώρα παίζει ακορντεόν και τραγουδάει, κάνει νόημα στη μητέρα να πάει στη πίσω αυλή και να δει μόνη της. Σηκώνει τους ώμους εξακολουθώντας να παίζει, σαν να λέει «κάναμε ότι μπορούσαμε, τώρα σειρά σας…». Η μητέρα περνάει ανάμεσα από τους γονείς, χαιρετώντας βιαστικά, εμποδίζοντάς τους να βγάλουν φωτογραφίες και τα τραγουδάκια απομακρύνονται γιατί τα πόδια της στον έρημο διάδρομο ακούγονται τώρα πολύ πιο δυνατά και γρήγορα. Τρελές σκέψεις, τι θα δει στην αυλή, μα μόλις τώρα πέρασε, δεν ήταν κανείς εκεί. Εκεί λοιπόν, θα δει το μικρό της ήρωα μέσα στο παγωμένο νερό της λιμνούλας μέχρι τη μέση, να απαγγέλλει μόνος του το χριστουγεννιάτικο ποίημα, παίρνοντας τελετουργικά νερό με το κυπελάκι του και ρίχνοντάς το στο κεφάλι, χωρίς να νιώθει ούτε κρύο ούτε μοναξιά.

Με το ζόρι τον έβγαλε από τη λίμνη, μέχρι που εκείνος έπαψε να αντιστέκεται και καθώς εκείνη τον τράβαγε από τα βρεμένα χέρια του, αυτός θυμήθηκε να κοιτάξει με νοσταλγία τη μεγάλη αίθουσα από όπου ακούγονταν τα κάλαντα. Είχε χάσει τη γιορτή. Μόλις τότε το κατάλαβε, και ξύπνησε μέσα του η επιθυμία, έστω και αργά, να πει το ποίημά του όπως το είχε διασκευάσει ενώ βαφτιζόταν μόνος του στη λίμνη γιορτάζοντας έτσι με μιας Χριστούγεννα και Φώτα μαζί. Όσο και αν διαμαρτυρήθηκε, στάθηκε αδύνατο να πείσει τη μητέρα του να τον αφήσει, κι έτσι το ωραίο αυτό διασκευασμένο ποίημα για τους τρεις μάγους δεν ακούστηκε ποτέ. Το ποίημα πήγαινε κάπως έτσι:

«Μόνοι στο καμπαναριό,
τρεις μάγοι με τα δώρα
στη λίμνη πέσαν τώρα.
Μη με ρωτήσεις το γιατί
ο ένας πνίγηκε πολύ
κι οι άλλοι δυο καθόλου.
Τα δώρα μείναν στο βυθό,
και ‘γω θα πάω να τα βρω.
Πολλά! Χρόνια Πολλά!»

Τον επόμενο χρόνο πήγε επιτέλους στο Δημοτικό. Σε παγωμένη λίμνη με ψαράκια δεν ξαναμπήκε ποτέ.