Φέτος το καλοκαίρι, φωτίζει τς μορφές του Δον Ζουάν και του Καζανόβα με τρόπο αναπάντεχο, σε μια παράσταση που δεν πρέπει να χάσουμε.
Σκηνοθέτης που καθόρισε το ελληνικό θέατρο. Ταξιδευτής και πλάνητας, ανά περιόδους. Πατέρας τεσσάρων κορών. Διανοητής και λάτρης των παθών, αλλά κυρίως του πάθους.
Αυτό που μου άρεσε περισσότερο σε εκείνον, και μάλιστα το ανέμενα αν δεν το απαιτούσα κιόλας, ήταν (είναι) η αυθεντικότητά του, την οποία ατυχώς έχουμε μάθει να συγχέουμε με την λαϊκότητα, συνήθως.
Συνάντησα έναν αναρχικό αστό (έτσι θα τον αποκαλούσα), με διαυγείς ιδέες, έντονα συναισθήματα απέναντι στην ζωή και την τέχνη και γενναιοδωρία, εν γένει. Οι απόψεις του δεν χαϊδεύουν τ’ αυτιά και τα μούσια του λαϊκισμού, της «καλότητας» και «επαναστατικότητας» όπως αυτές εκφέρονται στα social media (δεν έχει social media) και η ταπεινότητά του δεν προκύπτει από μια δήθεν απομείωση της αξίας αυτού που κάνει-αυτά τα έχω βαρεθεί τρομερά στις συνεντεύξεις.
Γι’ αυτό και έχει ενδιαφέρον η συζήτηση με τον Στάθη Λιβαθινό.
Στο μεγάλο τραπέζι του γραφείου του στο Κολωνάκι, πλάι σε ένα ανοιχτό παράθυρο, καλωσορίζει ένα ακόμα δημιουργικό καλοκαίρι τσουγκρίζοντας κρασί μαζί μας και συζητώντας για την ομορφιά, τη νεότητα, τη νοσταλγία και τα όνειρα, εν πολλοίς δηλαδή, τις πρώτες ύλες της καλλιτεχνικής του κατάθεσης.
Από τις 14 ως τις 18 Ιουνίου, θα παίζεται στην Πειραιώς 260 η παράσταση Καζανόβα/Δον Ζουάν (Ερωτική Περιπλάνηση), στην οποία οι φωνές των δύο μεγάλων ποιητών συναντούν η μία την άλλη φωτίζοντας ον διαρκή απολογισμό για τον χρόνο που περνά και χάνεται ως την άλλη πάντα όψη της περιπλάνησης.
– Το πάθος, μια λέξη που αισθάνομαι πως τείνει να εκλείψει από τον δημόσιο λόγο, τι θέση έχει στον δικό σας κόσμο;
Το να διαπραγματεύεσαι τα πάθη των άλλων είναι μια πολύ εύκολη διαδικασία, είσαι παρατηρητής, είσαι απ’ έξω. Το πάθος είναι μια πολυδιάστατη έννοια. Αυτό που εννοώ εγώ είναι μια ακραία εξάρτηση από μερικές αξίες, χωρίς τις οποίες το θέατρο δεν μπορεί να υπάρχει. Δε νομίζω ότι είμαι ιδιοκτήτης κανενός ειδικού συναισθήματος, απλώς ακολουθώ την φύση μου με τον τρόπο που αυτή μπορεί να εκφράζεται. Υπάρχει μια σπουδαία ταινία του Πήτερ Μπρουκ, λέγεται «Συναντήσεις με αξιοσημείωτους ανθρώπους». Στην πρώτη σκηνή βλέπουμε τρεις υπέροχους μουσικούς που αγωνίζονται για το ποιος θα πάρει το μεγάλο βραβείο, που δεν είναι τίποτα άλλο από ένα κατσίκι. Το βραβείο το παίρνει αυτός που η μελωδία του θα κάνει τα βράχια ν’ αντηχήσουν με έναν τρόπο μοναδικό. Το βρίσκω μια από τις ωραιότερες αλληγορίες πάνω στην τέχνη. Γιατί το πάθος έχει να κάνει και με την αυτοθυσία. Και με την ιερότητα.
– Και τα πάθη μπορεί να είναι ιερά;
Ναι, ακόμα και τα καθημερινά πάθη. Όταν βλέπω ανθρώπους που καπνίζουν 60 τσιγάρα την ημέρα ή πίνουν δυο μπουκάλια, επειδή δεν μπορώ να το κάνω, κάπως μου δημιουργείται ένας σεβασμός. Βεβαίως λυπάμαι γιατί όλα αυτά τους φέρνουν κοντύτερα στον θάνατο, αλλά αυτό με κάνει να τους σέβομαι. Εκτός από τα κατά Ματθαίον πάθη που λατρεύω, υπάρχει και το πάθος των ανθρώπων που μιλούν με πολλή ψυχραιμία, που έχουν μια κρύα στάση απέναντι στην ζωή και μέσα τους ο κόσμος φλέγεται. Το πάθος δεν είναι κάτι που φαίνεται πάντα.
– Πολύ κοντά στον θάνατο δεν βρίσκονται και οι άνθρωποι που προσπαθούν συνεχώς να τον ξορκίζουν με μια αποστειρωμένη ζωή, με ένα συνεχές πρόγραμμα από το οποίο δεν παρεκκλίνουν;
Νιώθω ότι είμαι λίγο πριν την κόκκινη γραμμή σε αυτό. Όταν νιώθεις ότι ο θάνατος ήρθε και σου χτυπά την πόρτα, ενδεχομένως με την μορφή αρρώστιας, είμαι βέβαιος ότι εκεί συμβαίνει μια τεράστια αλλαγή, που δεν μπορώ να την προβλέψω για να σας απαντήσω έντιμα. Προέρχομαι από έναν πατέρα ο οποίος πέθανε 97 χρονών και δεν φοβόταν τον θάνατο. Έχω γνωρίσει ανθρώπους, συγγενείς και όχι μόνο, που είχαν μια πολύ ωραία σχέση με τον θάνατο. Άρα και με την ζωή. Νομίζω ότι το «μην καπνίζεις/μην πίνεις/τρώγε πολλά μαρούλια» δεν έχει καμία σχέση με όλα αυτά.
– Θα κάνατε ποτέ μία ταινία;
Φυσικά, αν ήξερα πώς! Μπορεί η μισή Ελλάδα να έχει γίνει σκηνοθέτης του θεάτρου, αλλά για να γίνεις σκηνοθέτης του σινεμά πρέπει, αν μη τι άλλο, να γνωρίζεις τους φακούς. Έχω φίλους κινηματογραφιστές, όπως τον Αλέξανδρο τον Αβρανά του οποίου την δουλειά και την ματιά θαυμάζω, είχα φίλο το Νίκο Παναγιωτόπουλο…Παρ’ όλα αυτά, μου καταλογίζω μια κάπως κινηματογραφική ματιά σε αυτά που κάνω στο θέατρο. Προτιμώ να μείνω σε αυτό, δεν χρειάζεται να ταλαιπωρήσω και τον κινηματογράφο!
– Το πρώτο έργο που σκηνοθετήσατε στην Ελλάδα, το 1994, ήταν το εμβληματικό «Πεθαίνω σαν Χώρα» του Δημητριάδη.
Τον θεωρώ πολύ σημαντικό τον Δημητριάδη. Πριν ανεβάσω το έργο, πήγα να τον γνωρίσω στην Θεσσαλονίκη. Νομίζω ότι το συγκεκριμένο κείμενο είναι ένα κουβάρι από το οποίο ξετύλιξε όλα του τα έργα. Είναι πολύ ωραίο να γνωρίζεις τον κόσμο ενός συγγραφέα. Εκείνο που θυμάμαι πολύ καλά είναι η απίστευτη αυτοθυσία που ο Γιάννης Νταλιάνης, ο Βασίλης Λάγκος και η Άννα Μάσχα επέδειξαν και το πάθος με το οποίο δουλεύαμε. Παραδόθηκαν μαζί μου σε μια παράσταση με έντονη σωματικότητα και βιωματικότητα, λίγο σαν ντοκουμέντο, με πολλά κοψίματα, με την ασπρόμαυρη τεχνική στα φώτα και τα κοστούμια. Ήταν μια παράσταση που είχε το πάθος να πω πολλά σε λίγο χρόνο.
– Νοσταλγείτε αυτά τα πρώτα σας χρόνια στην δουλειά; Και τη νεότητα, εν γένει;
Η νεότητα είναι κάτι πολύ σχετικό. Και σίγουρα δεν είναι επάγγελμα. Θέλω να πω ότι κάθε εποχή της ζωής μας έχει μια δική της προσωπικότητα και ομορφιά. Πιστεύω ότι πολλά πράγματα που ζω και καταλαβαίνω τώρα, δεν τα καταλάβαινα χθες. Αύριο θα καταλαβαίνω επίσης κάτι άλλο. Όχι, δε νοσταλγώ. Τίποτα δεν μου λείπει από αυτά που θα ήθελα να έχω κοντά μου, στην δουλειά μου ιδιαίτερα και θεωρώ ότι η νεότητα μου έδωσε τους καρπούς της: την αγάπη γι’ αυτό που κάνω, για τους μαθητές μου…
– Όμως, δεν έχετε καμία σχέση με τη νοσταλγία; Την βρίσκω βαθιά ελληνοπρεπή έννοια και ενδιαφέρουσα. Περιέχει και τον πόνο.
Σωστά. Και, ναι, η νοσταλγία είναι ένα αδύνατο σημείο μου, αλλά ως προς την εξής κατεύθυνση: τους ανθρώπους που έφυγαν και αυτούς που δεν ήρθαν ακόμα. Σίγουρα, είμαι πάρα πολύ δεμένος με ό,τι έχω ζήσει, γιατί έχω μια διαβολεμένη μνήμη. Αυτό με διευκόλυνε στο να γράψω το βιβλίο μου (σ.σ: η αυτοβιογραφία του από τις εκδόσεις Πατάκη), το οποίο βγαίνει σε λίγες μέρες και με κολλάει μερικές φορές αναπάντεχα στην Ομορφιά, μια πολύ σημαντική έννοια και κατάσταση για μένα. Σε βαθμό που τινάζομαι ολόκληρος για να γλιτώσω. Εξαρτώμαι πολύ από την μνήμη μου.
– Την ίδια ώρα που το βασικό σας εργαλείο είναι το παρόν.
Το παρόν είναι η μοναδική διάσταση του θεάτρου και αυτή είναι η μεγάλη του διαφορά με τον κινηματογράφο. Είμαστε απολύτως στο εδώ και τώρα, αύριο θα είναι κάτι άλλο, μεθαύριο κάτι άλλο. Με αυτό το φευγαλέο παρόν καλό είναι να ξεκαθαρίσει κανείς τις σχέσεις του και να το δέχεται όπως είναι, κάτι που πολλές φορές θέλει και γενναιότητα, ανδρεία.
– Και με το μέλλον πώς σχετίζεστε; Κάνατε όνειρα ως νέος, εκεί ας πούμε, στα πρώτα σας βήματα στην Ρωσία;
Δεν είχα τον χρόνο να σχεδιάσω. Ερχόμουν τα καλοκαίρια στην Ελλάδα, έβλεπα όσες παραστάσεις μπορούσα, ένιωθα ότι δεν θα μείνει τίποτα για μένα, ότι όλα τα κάνουν οι άλλοι. Βέβαια, όνειρα είχα πάρα πολλά. Ξεκίνησα αγαπώντας τους συνεργάτες μου, έχοντας λάβει αγάπη από τους δασκάλους μου. Με τον πιο παλιό μου συνεργάτης ξεκινήσαμε πριν 30 χρόνια. Ονειρεύτηκα να αλλάξω τον κόσμο.
– Από την άλλη, πάντοτε αναζητάτε και νέους συνεργάτες, μέσω των ανοιχτών σας ακροάσεων. Μετά από τόσα χρόνια, έχετε αποκτήσει την δυνατότητα να κατανοείτε αμέσως αν κάποιος ηθοποιός σας κάνει ή όχι;
Μπορείς να έχεις μόνο ένα προαίσθημα, αλλά έχω δει προαισθήματα να διαψεύδονται παταγωδώς. Βλέπεις ανθρώπους που σου κάνουν πάρα πολλή εντύπωση και το ταλέντο τους έχει δραπετεύσει πριν από την πρώτη συνάντηση και, από την άλλη, ανθρώπους που στην ακρόαση είναι πολύ μέτριοι, δεν τους παίρνεις-γιατί και η ακρόαση δεν πιστοποιεί κάτι, η σκηνή πιστοποιεί-, τους βλέπεις αργότερα στην σκηνή και εκπλήσσεσαι. Γι’ αυτό και κάνω πολύωρες ακροάσεις, με ενδιαφέρει να δίνονται στους ηθοποιούς ευκαιρίες από παντού, να δοκιμαστούν αρκετά και με όσο πιο δίκαιο τρόπο γίνεται.
– Ποια είναι η τελευταία φορά που εσείς κριθήκατε;
Κάθε μέρα κρίνομαι. Από τους συνεργάτες μου και τους μαθητές μου. Επίσης, οι παραστάσεις μου είναι στην κρίση του κοινού. Διαβάζω και κριτικές, όταν έρχονται στην αντίληψή μου. Θυμίζω συνεχώς στον εαυτό μου ότι κάνω απλώς την δουλειά μου και τίποτα άλλο. Την εποχή που ήμουν διευθυντής στην πειραματική σκηνή του Εθνικού είχα πει σε μια συνέντευξη, και το θυμάμαι ακόμα, ότι «ευτυχώς, οι αποτυχίες περιμένουν στην γωνία» και δεν μετανιώνω που το είπα.
– Δεν υπάρχει καλλιτέχνης, νομίζω, που να μην έχει βιώσει στιγμή ή περίοδο αποτυχίας.
Συμφωνώ απολύτως. Απλώς, σήμερα, υπάρχει μια καλοστημένη βιομηχανία επιτυχιών. Πριν 20 χρόνια, για να γίνει μια μεγάλη επιτυχία, έπρεπε να το αξίζει συνήθως αυτός που την σημείωνε. Σήμερα, η επιτυχία μπορεί και να κατασκευαστεί.
– Σας απασχολεί η δική σας επιτυχία ή αποτυχία;
Θα ήταν ψέμα να πω όχι. Δεν ξέρω κανέναν άνθρωπο που να ερωτεύτηκε την αποτυχία. Ξέρω όμως ανθρώπους που φιλοσόφησαν πάνω σε αυτή. Κάθε ένας που γουστάρει την δουλειά του, φιλοδοξούμε να αγγίξουμε τους ανθρώπους. Και η οποιουδήποτε είδους κορυφή είναι η μεγαλύτερη αυταπάτη που υπάρχει. Προέρχομαι από την οικογένεια ενός Κρητικού (σ.σ: του Μάνου Κατράκη) που ήταν κορυφαίος στο είδος του. Η συνύπαρξη μαζί του με δίδαξε να μην απασχολούμαι με την σκέψη της επιτυχίας εμμονικά. Με αφορά κάθε φορά να ξεκινώ από το μηδέν, να κατακτώ και να δείχνω και να αγγίζω κάθε φορά με κάτι καινούργιο.
– Αν δεν γινόσαστε σκηνοθέτης, τι άλλο θα μπορούσατε να είχατε κάνει επαγγελματικά;
Δεν ξέρω! Ναυτικός ή μουσικός. Μάλλον μουσικός θα ήθελα να γίνω.
– Με τι μουσικές μεγαλώσατε;
Με νέγρικη μουσική και παρακαλώ έτσι να το γράψετε, έτσι την λένε και έτσι την μάθαμε, δεν είναι ρατσιστικό πράγμα. Η οικογένειά μου αγαπούσε τις γλώσσες, τους ξένους, τους διαφορετικούς από τον δικό μας πολιτισμούς. Αυτό το μετάγγισα και στα παιδιά μου, εννοώ τον πλούτο των αποχρώσεων. Μου αρέσουν πολύ, για να επιστρέψω στα της μουσικής, και μερικά συγκεκριμένα ρεμπέτικα, ή ας πούμε ελληνικά μπλουζ, παρόλο που δεν είναι ένα είδος που με εκφράζει απόλυτα. Λατρεύω την κλασική μουσική, επίσης.
– Από τι είναι γεμάτη μια τυπική σας μέρα;
Από σκέψη και αγωνία. Κάνω βόλτα με τον σκύλο, περπατώ. Κάνω πρόβα με τους ηθοποιούς, μετά ένα δύο ποτήρια κρασί. Κοιμάμαι λίγο, ξυπνώ πολύ πρωί. Δεν θυμάμαι να ξύπνησα ποτέ μετά τις 9, μόνο όταν αρρωσταίνω. Είμαι άνθρωπος που προσαρμόζομαι εύκολα, γιατί αντέχω στον πόνο. Έχω ζήσει και σε δύσκολες εποχές, σε μια χώρα που δεν είχε φαγητό να φάμε!
– Η πολιτική στην ζωή σας πώς υπάρχει;
Δεν έκανα ποτέ πολιτικές δηλώσεις, ξέρετε. Υπάρχουν αξίες της Αριστεράς, αλλά και της φιλελεύθερης πλευράς, αλλά και της αναρχικής πλευράς που ενστερνίζομαι απόλυτα. Κανένα πολίτευμα δεν μπορεί να ικανοποιήσει τα δικά μου γούστα ή τα γούστα ενός καλλιτέχνη. Βέβαια, τα πολιτεύματα δεν προορίζονται για να ικανοποιούν γούστα. Τα βάζω με δύο εχθρούς: την μετριότητα και τον φασισμό. Τον οποιουδήποτε είδους φασισμό, αυτόν που επιβάλλει πώς και τι πρέπει να απαντάς για να είσαι της μόδας, πώς πρέπει να σκέφτεσαι. Θέλω να απαντώ όπως γουστάρω. Αν κάτι έκανε κάποιους ελάχιστους ανθρώπους να τους αφορά το όνομά μου, αυτό το κάτι είναι η δουλειά μου, όχι οι απόψεις μου. Για μένα, ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να ασχολείται με αυτά, εκτός αν τα πράγματα φτάνουν στο επίπεδο μιας δικτατορίας, όπου πρέπει όλοι να σταθούμε μπροστά από ένα τανκ και να πούμε No Pasaran. Όλα τα υπόλοιπα πρέπει, για μένα, να τα εκφράζουμε μέσω της πράξης μας, μέσω της δουλειάς μας κι όχι μέσω των πανέξυπνων απαντήσεών μας.
– Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για Ομορφιά. Να ξέρετε ότι μες στο κεφάλι μου την γράφω με όμικρον κεφαλαίο.
Μου αρέσει αυτό με το κεφαλαίο. Είναι κεφαλαιώδης η ομορφιά. Για μένα, έχει κάτι κοινό με την καλοσύνη. Το καλό δεν είναι τίποτα άλλο από την απουσία του κακού. Έτσι και η ομορφιά που είναι η απουσία της ασκήμιας. Από εκεί και ύστερα, ο καθένας διαλέγει τι του πηγαίνει. Κάθε εποχή έχει τις δικές της ομορφιές.
– Σας ενδιέφερε ποτέ η δική σας ομορφιά; Να αρέσετε;
Ναι, κάποιες στιγμές, βέβαια. Ματαιοδοξία, δόξα τον Θεό, έχουμε καταπιεί όλοι από λίγο. Αν δεν την καταπίναμε, θα ήμασταν ο Βούδας. Παρόλο που έχω ζήσει για λίγο καιρό στο Θιβέτ, ευτυχώς δεν γλίτωσα από την ματαιοδοξία και άλλα ελαττώματα φυσικά και ελπίζω, μέχρι το τέλος της ζωής μου, να έχω ξεφορτωθεί κάποια από αυτά, αν και το βλέπω μάλλον αδύνατο.
– Τώρα, φέρνετε στην σκηνή δύο άνδρες με ιδιαίτερα χαρίσματα και ελαττώματα και ομορφιά και όλα. Τον Δον Ζουάν και τον Καζανόβα.
Δυο τρομεροί κυνηγοί κοριτσιών με έναν απολύτως ανάποδο και αντισυμβατικό τρόπο. Άλλωστε, δεν είναι δυνατόν να κυνηγήσεις ένα θηλυκό. Εκείνο θα σε επιλέξει κατ’ ουσίαν. Ο μεν Καζανόβα είναι ένα ξεδοντιασμένο λιοντάρι, ο δε Δον Ζουάν είναι ο ίδιος ο Μπάιρον, ένα αγόρι που μεγαλώνει, που επιθυμεί και επιθυμείται. Τόσο απλά.
– Είναι η παράσταση αυτή ένα σχόλιό σας στην αρρενωπότητα και στον τρόπο με τον οποίο αναμετριόμαστε μαζί της στο σήμερα;
Δεν θα το έλεγα, όχι. Δεν θα με αφορούσε αν ήταν κάτι τέτοιο. Η εποχή μας τα έχει, και καλώς, βάλει με τους τσόγλανους, όχι με τους άντρες συλλήβδην. Η παράσταση δεν έχει να κάνει με την ανδροπρέπεια ή την κατάκτηση, ούτε επιχειρεί να σχολιάσει την εποχή με τον τρόπο που ρωτήσατε. Όλη η φύση είναι θηλυκή, ούτως ή άλλως και τα χωρεί όλα. Και θα δούμε τα πράγματα να αλλάζουν, όταν οι άνδρες αγκαλιάσουν την θηλυκή τους πλευρά και οι γυναίκες την αρσενική τους.
14.06.2023, Δρακάκη Γεωργία «Ο Στάθης Λιβαθινός κάνει απλώς την δουλειά του. Με πάθος.», olafaq.gr
Για το link πατήστε εδώ