Τσέχωφ ανάμεσα στα σκουπίδια της Κυψέλης

Δύο οι πρωτιές φέτος του πρόσφατα βραβευμένου Στάθη Λιβαθινού: η πρώτη φορά που ανεβάζει ξανά το ίδιο έργο «Το κτήνος στο φεγγάρι»-, η πρώτη φορά που σκηνοθετεί Τσέχωφ- τον «Βυσσινόκηπο».

Φέτος σκηνοθέτησε, και πάλι για τον «Δόλιχο» του Δημήτρη Τάρλοου, το έργο του Ρίτσαρντ Καλινόσκι «Το κτήνος στο φεγγάρι» που το είχαν κάνει- και τότε με την Ταμίλα Κουλίεβα,- πριν από δέκα χρόνια. Λίγες μέρες πριν τιμήθηκε από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών με το Βραβείο Διεθνούς Θεατρικού Ρεπερτορίου «για τη δυναμική και ανανεωτική του ματιά στη σκηνοθεσία του έργου “Βασιλιάς Λιρ” του Γουίλιαμ Σαίξπηρ στο ΚΘΒΕ». Και βρίσκεται στην τελική ευθεία για τον πρώτο του Τσέχωφ- ανεβάζει για την «Πράξη» της Μπέττυς Αρβανίτη τον «Βυσσινόκηπο» με τον Γιάννη Φέρτη, τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο και έναν εκλεκτό θίασο.

Ένας ρωσοθρεμμένος σκηνοθέτης- στη Ρωσία έχει σπουδάσει- όπως ο Στάθης Λιβαθινός δεν είναι περίεργο που δεν είχε ασχοληθεί ως τώρα- μόνη του «άμεση επαφή» ο Κουλίγκιν που έπαιξε στις «Τρεις αδελφές» του Γιάννη Χουβαρδά, στο «Αμόρε», το 1994 / ΄95- με τον Τσέχωφ;

Έτυχε ή δεν νιώθατε έτοιμος;
Με έναν τέτοιο συγγραφέα ποτέ δεν μπορείς να πεις ότι είσαι έτοιμος. Γιατί ο Τσέχωφ σε δοκιμάζει σε όλα τα επίπεδα. Στη σύνθεση που είναι από τα βασικότερα κομμάτια της δουλειάς του σκηνοθέτη, στην ποιητική σκέψη, στη δουλειά με τους ηθοποιούς αλλά και στον τρόπο που καταλαβαίνεις τη ζωή. Και ακόμα δεν μπορώ να πω πως είμαι έτοιμος. Απλώς» – το τονίζει- «είμαι έτοιμος να περάσω μία πρώτη δοκιμασία με αφορμή τον Τσέχωφ.
Η σχέση μου με τη Ρωσία μου άνοιξε δρόμους στη ζωή και στην τέχνη του θεάτρου. Όχι στον Τσέχωφ. Ο Τσέχωφ είναι λίγο σαν τη φωτιά. Όσο περισσότερο τον πλησιάζεις τόσο μεγαλύτερο φόβο νιώθεις. Δέος! Έχω την πολυτέλεια να μπορώ να τον διαβάζω στο πρωτότυπο και αυτό μας έδωσε με τη Χρύσα την Προκοπάκη (σ.σ.: υπογράφει τη μετάφραση) τη δυνατότητα να τον καταλάβουμε πιο πολύ σε βάθος και να προτείνουμε μία ανάγνωση του κειμένου πιο ρεαλιστική, πιο σημερινή, με την ελπίδα πως δεν θα χάσει τίποτα από την ποιητικότητά του.

Ένας από τους λόγους που δίσταζα να αγγίξω τον συγγραφέα αυτόν ήταν ότι στη Ρωσία είδα πολύ Τσέχωφ και Τσέχωφ πολύ καλό και πολύ καλοπαιγμένο. Υπήρχε στη Ρωσία μία ολόκληρη γενιά σκηνοθετών που, μετά τις “Τρεις αδελφές” του 80χρονου τότε Νεμιρόβιτς Ντάντσενκο, το ΄40, αποφάσισαν να μην αγγίξουν ποτέ τον Τσέχωφ. Όταν έχεις δει τέτοιες παραστάσεις αυτών των έργων πρέπει να έχεις πάρα πολύ ισχυρό λόγο για να τα ξαναπιάσεις στα χέρια σου. Υπάρχουν άλλωστε τόσοι άλλοι καλοί συγγραφείς…

Το πρώτο ερώτημα που τίθεται στον σκηνοθέτη που αποφασίζει να ανεβάσει ένα έργο του Τσέχωφ συνήθως είναι: κωμωδία ή δράμα;
Ομολογώ πως δεν μπορώ να απαντήσω εύκολα. Στο θέμα αυτό σπάσανε τα μούτρα τους γενιές και γενιές σκηνοθετών. Πιθανόν κι εγώ να τα σπάσω… Εκείνο που πιστεύω είναι πως ο Τσέχωφ απλώς είναι αλληγορικός ως προς τους χαρακτηρισμούς των έργων του. Όταν λέει “κωμωδία” δεν εννοεί πως κωμωδία είναι το έργο. Κωμωδία είναι η ζωή. Του άρεσαν τα αινίγματα και οι αντίστροφες ματιές.

Τον «Βυσσινόκηπο» τον βλέπετε βασικά σαν το τέλος μιας εποχής ή σαν την αρχή μιας καινούργιας;
Αυτό που λέτε απλοποιεί λίγο τα πράγματα. Εγώ θέλω να αφήνω το κερί αναμμένο. Αλλά πιστεύω πως ο Τσέχωφ έχει στο κείμενό του, κείμενο γραμμένο από έναν μελλοθάνατο- γιατί ήταν ήδη βαριά άρρωστος και ήξερε ότι θα πεθάνει-, το σπέρμα μιας φωτεινής απαισιοδοξίας. Το έργο αυτό είναι το τέλος των ψευδαισθήσεων. Αλλά μην ξεχνάμε ότι ο Τσέχωφ όταν γνώρισε και ερωτεύτηκε την Όλγα Κνίπερ έλεγε: “Θέλω να ζήσω!”. Πάντως, έτσι ή αλλιώς, είμαστε μακριά για να καταλάβουμε το δράμα της τότε ρώσικης ιντελιγκέντσιας.

Η γραμμή που ακολουθήσατε;
Έγινε μία προσπάθεια με τους ηθοποιούς να δημιουργηθεί ένας πολυφωνικός ρεαλισμός. Θα είναι ένας Τσέχωφ με εντάσεις, με αδρές γραμμές, που δεν αρνείται τις πολιτικές προεκτάσεις στο σήμερα. Δεν με ενδιαφέρει ένας Τσέχωφ “πιστός”, “κλασικός” και- προς Θεού!- “ρωσικός”, ρωσικότροπος δηλαδή. Με ενδιαφέρει ένας Τσέχωφ που να μπορούμε να φανταστούμε ότι τον χρειαζόμαστε εδώ και τώρα ανάμεσα στα σκουπίδια της Κυψέλης.

Από τους ηθοποιούς τι ζητήσατε;
Να προσέλθουν χωρίς καμία εκ των προτέρων βεβαιότητα “τι είναι Τσέχωφ”. Και να ξεκινήσουμε από το μηδέν. Ελπίζω ότι η παράστασή μου δεν θα είναι “τσεχωφική”. Και αν καταλήξει να είναι, να είναι τσεχωφική αλλά όχι μέσα από παγιωμένες αντιλήψεις.

«Ελπίζω ο “Λιρ” να ξαναγίνει»
Μόλις βραβεύτηκε από την Ένωση Κριτικών για τον «Βασιλιά Λιρ» που έκανε την περασμένη σεζόν στο ΚΘΒΕ με Λιρ τον Νικήτα Τσακίρογλου. Είχε τεθεί θέμα να παιχτεί και στην Αθήνα…

Έχετε τελειώσει με την παράσταση αυτή;
Όχι. Είναι σαν να έχεις μαγειρέψει όμορφα κάτι, να αρχίζεις να το τρως και να σου το παίρνουν μέσα από τα χέρια. Δουλέψαμε τρεισήμισι μήνες, όλη μέρα κι όλη νύχτα, και η παράσταση δεν παίχτηκε ούτε δύο. Ελπίζω κάποτε να ξαναγίνει. Αλλά κι αν η ζωή το θελήσει έτσι ώστε να μην ξαναγίνει, μπορεί, τελικά, και να προτιμώ να μείνει κάτι το ανικανοποίητο παρά να τη βαρεθούμε…

15.12.2009, Σαρηγιάννης Γιώργος Δ.Κ. «Τσέχωφ ανάμεσα στα σκουπίδια της Κυψέλης», Τα Νέα

 

Για το link πατήστε εδώ