Η «Κ» βρέθηκε στην πρώτη του Έλληνα σκηνοθέτη και μεταφέρει τις εντυπώσεις της
«Ξεκίνησα να έρχομαι στην όπερα πριν από τον πόλεμο, αφού η γιαγιά μου ήταν συνδρομήτρια». Βρισκόμαστε στις Βρυξέλλες, στην προσωρινή στέγη της ιστορικής όπερας Λα Μονέ, σε ένα βιομηχανικό κτίριο στο κανάλι της πόλης, στην πρεμιέρα της νέας παραγωγής της «Αΐντα» του Βέρντι, Τρίτη 16 Μαΐου 2017. Δεν τολμώ να απευθύνω τον λόγο στην καλοστεκούμενη κυρία που κάθεται πίσω μου και μιλάει στη συνοδό της, μπορώ όμως εύκολα να τη φανταστώ να διαβάζει με ενδιαφέρον στο πρόγραμμα, όπως είδα να κάνουν πολλοί θεατές, τη βιογραφία του Στάθη Λιβαθινού, του Έλληνα σκηνοθέτη της παράστασης: σπούδασε στη Μόσχα, δρα στην Αθήνα και, αφού εντυπωσίασε την Ευρώπη με την «Ιλιάδα» του (2013), κλήθηκε να σκηνοθετήσει όπερα για πρώτη φορά.
Στο τέλος της παράστασης το κοινό τον χειροκροτά θερμά, μαζί με όλους τους συντελεστές, η παράσταση είναι μια επιτυχία, ενώ και οι πρώτες κριτικές είναι στην πλειονότητά τους πολύ θετικές (forumopera, arts et lettres, le soir). Δύσκολα πιστεύει κανείς ότι ο Λιβαθινός σκηνοθετεί όπερα για πρώτη φορά ή έστω δεύτερη, αν μετρήσουμε και την οπερέτα «Πικνίκ» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, που παρακολουθήσαμε στο Μέγαρο Μουσικής στην Αθήνα το 2014. Αν και η προσέγγισή του είναι αφαιρετική, αποκαθαρμένη από κάθε οριενταλιστική και αιγυπτιολογική αναφορά, μένει απόλυτα πιστός στο έργο, ιδίως μάλιστα στο ποιητικό κείμενο. Με αφορμή μια φράση της Αΐντα από τη Β΄ πράξη «Μια έρημος είναι η ζωή μου», ο σκηνοθέτης δημιουργεί μια έρημο μεταφορική και κυριολεκτική, αρχέγονη και διαχρονική.
Πριν αρχίσει η όπερα, ακούγεται ο ήχος του ανέμου που παρασέρνει την άμμο στη σκοτεινή και ομιχλώδη σκηνή. Ο ίδιος άνεμος συνδέει τις διαφορετικές σκηνές, αποτρέποντας το χειροκρότημα και επιβάλλοντας τη δραματική συνέχεια της παράστασης. Όταν η ομίχλη διαλύεται, αποκαλύπτεται το σκηνικό: στο έδαφος ένας βράχος – εκπληκτικά κατασκευασμένος από τον εικαστικό Αλεξάντερ Πόλτσιν και εξαιρετικά φωτισμένος από τον Αλέκο Αναστασίου• στην οροφή, επικρέμαται απειλητική μια τεράστια τετράγωνη πλάκα που προοιωνίζεται το τέλος. Στο κέντρο της έχει ένα στρογγυλό άνοιγμα προς τον ουρανό. Η εικόνα είναι εξαιρετικά καλαίσθητη και παραπέμπει πολύ στην αισθητική του σουρεαλισμού. Τα ενδύματα είναι απλά και διαχρονικά, ενώ από την αρχαία Αίγυπτο έχει χρησιμοποιηθεί μόνο ο ζωομορφισμός, με μάσκες τσακαλιού ή πουλιών, που θυμίζουν Μαξ Έρνστ. Ο αρχιερέας Ράμφις μοιάζει βγαλμένος από εφιάλτη.
Η σκηνική καθοδήγηση των πρωταγωνιστών ήταν εκφραστική χωρίς υπερβολές. Αρκετά ασυνήθιστες ήταν οι χορογραφίες και η κίνηση του πλήθους. Είδαμε τους άνδρες χορευτές να παρελαύνουν σαν μηχανικά στρατιωτάκια και τις γυναίκες χορεύτριες, δούλες όπως η Αΐντα, να κραυγάζουν από απόγνωση ποδοπατημένες στο έδαφος από τις Αιγύπτιες αφέντρες τους. Στον θρίαμβο της Β΄ πράξης δεν υπάρχει παρέλαση, αλλά βλέπουμε τη χορωδία να αντιδρά με επιφωνήματα παρακολουθώντας μια φανταστική παρέλαση προς κάθε κατεύθυνση – μια λύση παρόμοια με αυτήν δηλαδή που είδαμε το καλοκαίρι στο Ηρώδειο στην Δ΄ πράξη της «Κάρμεν», στη σκηνοθεσία του Στίβεν Λάνγκριτζ για την Εθνική Λυρική Σκηνή.
Ιδιοφυές ήταν το τέλος. Αντί το ερωτευμένο ζευγάρι να κλειστεί στον υπόγειο τάφο και η Άμνερις να μείνει να θρηνεί από πάνω, οι πρωταγωνιστές έμειναν στο κέντρο του βράχου και η πλάκα κατέβηκε και κάλυψε όλη τη σκηνή μαζί με την Αμνέριδα, ενώ μέσα από το άνοιγμα οι πρωταγωνιστές έμοιαζαν να αναλήπτονται αφού τραγούδησαν για τις «ψυχές που οδηγούνται στο αιώνιο φως».
Σε μουσικό επίπεδο η παραγωγή ήταν πολύ αξιόλογη. Η νευρώδης Αφροαμερικανίδα σοπράνο Αντίνα Ααρόν στον επώνυμο ρόλο ήταν ιδιαίτερα εκφραστική από κάθε άποψη και κέρδισε το ακροατήριο, ενώ στο πλάι της εντυπωσίασε ως Ρανταμές ο Iταλός τενόρος Αντρέα Καρέ. Σπουδαίες ερμηνείες είχαμε και από τη Γαλλίδα μεσόφωνο Νορά Γκουμπίς (Άμνερις) και από τον επίσης Έλληνα βαρύτονο Δημήτρη Τηλιακό, που ήταν ένας έξοχος, αρχοντικός Αμονάσρο. Πολύ καλοί και οι Τζάκομο Πρέστια (Ράμφις) και Ενρίκο Ιόρι (φαραώ), Ταμάρα Μπαντζέσεβιτς (ιέρεια) και Τζούλιαν Χάμπαρντ (αγγελιαφόρος). Εξαιρετικές η χορωδία και η ορχήστρα της όπερας, ενώ η διεύθυνση του Γαλλοαρμένιου Αλέν Αλτίνογλου ήταν εύστοχη και πολύ δυναμική. Να σημειώσουμε ότι και αυτός έχει μια έμμεση σχέση με την Ελλάδα, αφού οι Αλτίνογλου έφτασαν κατ’ αρχάς από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα, από όπου τη δεκαετία του 1950 έφυγαν για το Παρίσι.
Η «Αΐντα» ήταν ο θριαμβικός αποχαιρετισμός στην προσωρινή όπερα, ένα κτίριο που θυμίζει λίγο την Πειραιώς 260, αλλά είναι πιο φροντισμένο. Υπήρχε διακριτική μικροφωνική εγκατάσταση, αφού δεν θα ήταν δυνατόν να ακούγονται οι τραγουδιστές στην ακουστικά ακατάλληλη αίθουσα. Αν και είναι πολύ φροντισμένη, ακόμα και αυτή περιορίζει τους αρμονικούς στις φωνές και τις αδειάζει από το βάθος τους. Αλλά η προσωρινή αυτή κατάσταση τελειώνει, αφού τον Σεπτέμβριο η όπερα θα ξαναλειτουργήσει ανακαινισμένη στην ιστορική της έδρα των Βρυξελλών.
28.05.2017, Κιουσόπουλος Δημήτρης Γ. «Το οπερατικό ντεμπούτο του Λιβαθινού με την Αΐντα», Η Καθημερινή
Για το link πατήστε εδώ