«Το κτήνος στο φεγγάρι» στο «Από μηχανής θέατρο»

Το να μπαίνει κανείς σε μια θεατρική αίθουσα με δυσάρεστο αίσθημα (όπως συνέβη στην υπογράφουσα, στο “Από μηχανής θέατρο”, λόγω ακατανόητων και ατυχέστατων χειρισμών των “αρμοδίων” (;) θιάσου και ταμείου, σχετικά με τις θέσεις, και των “διαπραγματεύσεων” που χρειάστηκαν για να καθίσει, έστω, σε σκαλάκι του διαδρόμου) και στο τέλος να βγαίνει από την αυτήν γεμάτος χαρά και ευφροσύνη από τη συγκίνηση και την υψηλή αισθητική ποιότητα της παράστασης που είδε, είναι μια εμπειρία διπλά αλησμόνητη. Μια εμπειρία που αποδεικνύει τη “θεραπευτική” ιδιότητα της αληθινής τέχνης.

Στο “Από μηχανής θέατρο”, ο θίασος “Δόλιχος” προσφέρει μια παράσταση -γεγονός του θεατρικού χειμώνα, με το έργο του πρωτοπαρουσιαζόμενου, πολωνικής καταγωγής, Αμερικανού συγγραφέα Ρίτσαρντ Καλινόσκι “Το κτήνος στο φεγγάρι”, με τη σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού και με τις ερμηνείες μια αληθινή θεατρική “λειτουργία”. Γιος μεταναστών ο Καλινόσκι, έχοντας γνωρίσει (από την Αρμένισσα σύζυγό του και άλλους ομοφύλους της) το δράμα των Αρμενίων, έγραψε το 1995 ένα έργο μνήμης από τη γενοκτονία των Αρμενίων. Έργο παράλληλα, άπλετης ανθρωπιάς για τα πάθη κάθε ξεριζωμένου λαού, αγάπης και κατανόησης για κάθε ορφανεμένο, βασανισμένο, ξεκληρισμένο άνθρωπο, που παλεύει να επιζήσει και να στεριώσει σε μια δεύτερη “πατρίδα”. Το “κτήνος στο φεγγάρι”, με τη ρεαλιστική του απλότητα, τις ηθογραφικές αποχρώσεις του, τους καλοχτισμένους και ψυχογραφημένους χαρακτήρες, με το βαθύ ουμανιστικό του μήνυμα, με την επισήμανσή του ότι αυτό που λέμε σήμερα “Αμερική” και “αμερικανικός λαός” δεν είναι τίποτα άλλο, παρά κράμα τραγικά ξεριζωμένων λαών και άμοιρων στον τόπο τους μεταναστών, που πάλεψαν για να επιβιώσουν, διχασμένοι από τη διπλή προσπάθεια, της “εμφύτευσης” σε ξένο τόπο των παραδόσεών τους (εθνικών, θρησκευτικών, ηθικών, οικογενειακών) και της προσαρμογής τους στα κοινωνικά δεδομένα, στις συνθήκες και στον τρόπο ζωής της νέας “πατρίδας” τους.

Από αυτό το διχασμό προκύπτει και το ψυχολογικό δράμα και η σύγκρουση των κεντρικών προσώπων του έργου. Του Αράμ – παιδί μιας απαγχονισμένης από τους Τούρκους οικογένειας, που διασώθηκε και δεκαεννιάχρονος εγκαταστάθηκε σε μια επαρχιακή πόλη της Αμερικής, βγάζοντας το ψωμί του ως φωτογράφος όπως και ο πατέρας του – και της Σέτα – της πεντάρφανης επίσης γυναίκας του, που διασώθηκε της μεγάλης γενοκτονίας και την οποία δεκαπεντάχρονη παντρεύτηκε ο Αράμ, δι’ αντιπροσώπου, επιλέγοντάς την από φωτογραφία και φέρνοντάς τη στην Αμερική. Ο γάμος τους θα είναι μια ακόμα σκληρή δοκιμασία και για τους δύο. Ο Αράμ, “θρεμμένος” με πατριαρχικές, καταπιεστικές για τη γυναίκα παραδόσεις της οικογένειάς του, με τον πόθο να ξαναπλάσει αυτός τη χαμένη του οικογένεια, συμπληρώνοντας με νέα πρόσωπα τα κεφάλια των δικών του στη μοναδική φωτογραφία που διέσωσε από την οικογένειά του, αντιμετωπίζει την Σέτα σαν παιδοποιητική μηχανή. Όταν, πλέον, αποδειχτεί ότι η Σέτα πλήρωσε και με στειρότητα την πείνα που συνόδευσε τη γενοκτονία, μια λύση μόνο υπάρχει για να επουλωθεί και η τραυματική σχέση τους, για να υπερβούν τη θλιβερή πραγματικότητα, να την εξανθρωπίσουν, να της δώσουν νόημα και αξία. Τη λύση τη δίνει η τρυφερή μητρική ψυχή, η ανθρωπιά, η λογική, η κοινωνική συνείδηση της Σέτα. Η Σέτα περιμαζεύει ένα παιδί του δρόμου, ένα ορφανεμένο παιδί Ιταλών μεταναστών και μετά από πολλές συγκρούσεις με τον άντρα της, καταφέρνει να γλυκάνει την ψυχή και τη ζωή του Αράμ με την παρουσία του παιδιού και τη φροντίδα του γι’ αυτό. Η αγάπη και η στοργή για ένα ορφανό παρηγορεί το όνειρό τους για οικογένεια και καταφέρνει να έχει προορισμό η ζωή και νόημα ο γάμος τους.

Η τρυφερότητα, η ρεαλιστική απλότητα, το ειλικρινές αίσθημα και το ανθρωπιστικό μήνυμα που αναδύονται από το έργο δε θα μπορούσαν να βρουν καλύτερη σκηνική “ανάγνωση” από αυτή του Στάθη Λιβαθινού. Ο σκηνοθέτης “έχτισε” μια παράσταση ποιητική, μουσική, με ακέραιη και λεπτοδουλεμένη την αλήθεια του χαρακτήρα, του τραυματικού ψυχισμού, του ατομικού δράματος κάθε προσώπου. Μια παράσταση αισθαντική, υποδειγματικού δραματικού μέτρου, ευφρόσυνα συγκινητική, με δημιουργικούς συντελεστές της τη θεατρικά ρέουσα μετάφραση του Δημήτρη Τάρλοου, το καλαίσθητο λιτό ρεαλιστικό σκηνικό και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, την υποβλητική μουσική του Χάικ Χατζιάν, τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου. Η θαυμάσια αυτή παράσταση, εκτός από τις πολύ καλές ερμηνείες του Γιάννη Κυριακίδη – καταθέτει όλη τη θέρμη, την αλήθεια, την έμπειρη απλότητα της υποκριτικής του στο ρόλο του αφηγητή – του Δημήτρη Τάρλοου – στην πληρέστερη και συνθετότερη μέχρι τώρα ερμηνεία του – του μικρού αλλά σκηνικά εύστροφου και εκφραστικού Γιώργου Φιλίδη – προσφέρει μια ακόμα έκπληξη και θεατρική απόλαυση. Την ερμηνεία της Ρωσίδας – Ελληνίδας πια – Ταμίλα Κουλίεβα. Μια ερμηνεία που αποκαλύπτει ένα μεγάλο υποκριτικό ταλέντο, πλασμένο από τη μεγάλη ρώσικη θεατρική παιδεία. Μια ηθοποιός, τέλεια ασκημένο (φωνητικά, σωματικά, πνευματικά, συναισθηματικά) υποκριτικό “όργανο”.

16.03.1999, Θυμέλη «Το κτήνος στο φεγγάρι στο Από Μηχανής Θέατρο», Ριζοσπάστης

 

Για το link πατήστε εδώ