Είναι η γοητευτική η απόφαση να παρουσιαστούν σε ενιαία παράσταση δύο ποιητικά έργα (άπαιχτα ως τώρα επί σκηνής), που τα χωρίζει σχεδόν ένας αιώνας και συνδέονται εμμέσως μέσα από τις μορφές του μυθικού Δον Ζουάν και του ιστορικού Καζανόβα (“Δον Ζουάν” του Λόρδου Μπάιρον και “Το τέλος του Καζανόβα” της Μαρίνας Τσβετάγεβα). Μας συστήνονται μάλιστα επί σκηνής με τρόπο διαφορετικό απ’ ό,τι θα περιμέναμε όχι μόνο οι δύο ήρωες, αλλά και οι συγγραφείς τους.
Συγκεκριμένα στην περίπτωση του Μπάιρον, είναι σχεδόν αποκαλυπτική η γνωριμία με μια άλλη πλευρά του ποιητή που έχει ταυτισθεί στη δική μας συνείδηση με τον ρομαντικό φιλέλληνα. Εδώ, θέμα του γίνεται ο νεαρός Δον Ζουάν, ένα αγόρι στα δεκάξι του, που, μεγαλωμένο σε ένα ασφυκτικά συντηρητικό πλαίσιο από την αυστηρή μητέρα του, με την εκπαίδευσή του να στρέφεται σε βίους Αγίων και κηρύγματα, ξεκινάει το μεγάλο του ταξίδι στη ζωή και στις σαρκικές απολαύσεις. Το ξύπνημα της σεξουαλικότητας, η πρώτη του επαφή με μια παντρεμένη γυναίκα, ένα ναυάγιο που τον ξεβράζει στις ακτές ενός ελληνικού νησιού, για να συνεχίσει τις φιλήδονες περιπέτειές του με μια ελληνοπούλα, είναι τα αποσπάσματα που έχουν επιλεχθεί στην παράσταση, ανάμεσα στους πολλούς χιλιάδες στίχους που αριθμεί ολόκληρο το ποιητικό έργο.
Ο Ζουάν του Μπάιρον είναι ένας θετικός ήρωας, ένα αγόρι όλο σφρίγος που ρίχνεται με ορμή στη ζωή (τον ερμηνεύουν ο Στάθης Κόικας και ο Δημήτρης Φιλιππίδης), ενώ μαζί του επί σκηνής ανεβαίνει και ο δημιουργός του (Βασίλης Ανδρέου), ενσταλάζοντας στην παράσταση πινελιές από το σατιρικό πνεύμα του. Παρ’ όλ’ αυτά, το σκηνικό αποτέλεσμα που προκύπτει είναι αμήχανο. Το χιούμορ και η σπιρτάδα του κειμένου δημιουργούν σωστά την ανάγκη να δημιουργηθεί σκηνική ελαφράδα αλλά στην πράξη η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού καταφεύγει σε αχρείαστη κάποιες φορές σωματικότητα και στην υπερβολή, δημιουργώντας έτσι καρικατούρες (όπως, π.χ. στην περίπτωση του Νίκου Καρδώνη, που ερμηνεύει τον κωμικό σύζυγο της Τζούλια, της Λίλλυς Μελεμέ ως Χάιδως κ.ά.).
Στο δεύτερο μέρος, όπου ακολουθεί το κείμενο της Τσβετάγεβα, το συναίσθημα αλλάζει, το σκηνικό ενδιαφέρον ανανεώνεται. Η δράση τοποθετείται το τελευταίο βράδυ του 1799, παραμονή ενός νέου αιώνα. Ο Καζανόβα, “η υπόσταση του 18ου αι.”, κατά το χαρακτηρισμό της Τσβετάγεβα, είναι ένας γηραιός άνδρας, ένας άνθρωπος σε αποδρομή. Σε αυτόν θα έρθει να αντιπαρατεθεί η δεκατριάχρονη Φραντσέσκα, μια πνοή φρέσκου αέρα, προσωποιώντας τον νέο αιώνα που ανατέλλει και μια σειρά από συγκρούσεις: αρσενικού και θηλυκού, νιότης και γήρατος. “Θέλω να ζήσω στα βήματά σου!” θα δηλώσει, και μέσω αυτής η Τσβετάγεβα σκιαγραφεί ένα θηλυκό alter ego του ήρωα, εισάγοντας θαραλλέα στο προσκήνιο μια γυναίκα στον δρόμο της (ερωτικής) αυτοδιάθεσης.
Παρά τον κάπως πομπώδη τρόπο με τον οποίον ο Άρης Τρουπάκης ερμηνεύει τον Καζανόβα, κυριαρχεί ωραία το αίσθημα της συντριβής που δημιουργεί η παρουσία του. Το αποτέλεσμα συνολικά είναι ακμαιότερο, χάρη στις δραματικές συγκρούσεις, στη στιβαρή παρουσία της Μαρίας Σαββίδου ως Τσβετάγεβα, και κυρίως αυτή της Ειρήνης Λαφαζάνη που αντιδιαστέλλεται στον γηραιό, είρωνα αλλά και για λύπηση, πρώην “καρδιοκατακτητή” και σαρώνει με την ενέργειά της ως νεαρή Φραντσέσκα. (Τη διανομή σε αυτό το μέρος συμπληρώνει ο Στάθης Λιβαθινός σε μικρό ρόλο-έκπληξη.) Παράλληλα με αυτή την αντιπαραβολή, αντιπαραβάλλονται και τα δύο έργα μεταξύ τους και προκύπτει ωραία η ιδέα των δύο προσώπων που αιχμαλωτίζουν μέσα τους δύο φάσεις της ζωής, ο ένας την ακμή και ο άλλος τη δύση της.
Η πρωτότυπη μουσική σύνθεση του Θοδωρή Αμπαζή, εκτελεσμένη ζωντανά, συνοδεύει τους ηθοποιούς και μεγεθύνει το συναισθηματικό πλαίσιο κάθε σκηνής, ενώ οι εύστοχες έμμετρες μεταφράσεις (της Έλσας Ανδριανού για τον “Καζανόβα” και του Γιώργου Κοροπούλη για τον “Δον Ζουάν”) πλουτίζουν το σκηνικό εγχείρημα. Εξαιρετικής αισθητικής τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου και η σκηνική ατμόσφαιρα, χάρη και στους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου.
15.06.2023, Καράογλου Τώνια «Θέατρο (Κριτική): Καζανόβα / Δον Ζουάν. Ερωτική περιπλάνηση», Αθηνόραμα
Για το link πατήστε εδώ