Θέατρο (Κριτική) Berlin Alexanderplatz 4,5

Αυτή η παράσταση υψηλής αισθητικής, σκηνοθετικής δεξιοτεχνίας και ερμηνευτικού πλουραλισμού λειτουργεί επίσης ως παράδειγμα υποδειγματικής μεταφοράς της λογοτεχνίας με θεατρικούς όρους˙ εδώ αφορά στο εμβληματικό μυθιστόρημα που γράφτηκε και αποτυπώνει το κοινωνικοπολιτικό κλίμα στη Γερμανία του Μεσοπολέμου.

Το επικό μυθιστόρημα που έγραψε ο Άλφρεντ Ντέμπλιν το 1929 απεικονίζει την ταραγμένη εποχή του γερμανικού Μεσοπολέμου, όταν η χώρα στον απόηχο του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου έζησε την περίοδο της “ανάπηρης” δημοκρατίας της Βαϊμάρης που οδήγησε στην άνοδο του ναζισμού. Ο Ντέμπλιν αποτυπώνει γεγονότα τη στιγμή που συμβαίνουν και την ταυτότητα μιας εποχής ενώ διαμορφώνεται, είναι όμως αξιοσημείωτο ότι επιδεικνύει την ψυχραιμία και την αντιληπτική ικανότητα κάποιου που γράφει χρόνια μετά, αποτιμώντας τα γεγονότα και την εποχή στο ιστορικό τους πλαίσιο. Με επίκεντρο την πλατεία του Βερολίνου όπου συγκεντρώνεται η εμπορική δραστηριότητα της πόλης και αποτυπώνεται η ανθρωπογεωγραφία της, βάζει ως πρωταγωνιστή τον Φρανκ Μπίμπερκοπφ, έναν εργάτη τσιμέντου που μόλις έχει αποφυλακιστεί, ύστερα από τετραετή καταδίκη για τον ξυλοδαρμό μέχρι θανάτου της συντρόφου του. Ο Φρανκ ορκίζεται να παραμείνει στο εξής ένας “τίμιος άνθρωπος”, όμως η χώρα γύρω του διαλύεται και τον συμπαρασύρει, μέσα στην οικονομική εξαθλίωση, τις χαοτικές ταξικές ανισότητες, την εκπόρνευση των ιδεών και των ανθρώπων, τις ιδεολογικές διαμάχες κι ενώ τα εθνικιστικά προτάγματα για ένα “ισχυρό γερμανικό έθνος” κερδίζουν έδαφος.

Αυτό το μυθιστόρημα των πεντακοσίων σελίδων, που έγινε τηλεταινία δεκατεσσάρων ωριαίων επεισοδίων από τον Φασμπίντερ και που από γραφής διαθέτει πολυπρισματικό χαρακτήρα, καθώς στην αφήγηση παρεμβάλλονται τραγούδια, ειδήσεις, σκέψεις του συγγραφέα κ.ά., κατορθώνει να “τιθασεύσει” ο Στάθης Λιβαθινός, παραδίδοντας μια μεγάλη παράσταση, προορισμένη μάλιστα για την περιορισμένων διαστάσεων και δύσκολη σκηνή του θεάτρου της Οδού Κυκλάδων. Ανασυνθέτει έναν ολόκληρο κόσμο, χάρη και στην πολύ καλή δραματουργία (που συνυπογράφει ο ίδιος με την Έλσα Ανδριανού και τους ηθοποιούς), επιβεβαιώνοντας πως η μαεστρία του αφορά στη μεταφορά των έργων της λογοτεχνίας στη σκηνή. Η σκηνοθεσία δεν καταφεύγει στο –κάποιες φορές ανέμπνευστο– εναλλασσόμενο δίπολο “αφήγηση/δράση”, αντιθέτως συγκεντρώνει την καταιγιστική δράση σε σύντομες σκηνές και εντάσσει την αφήγηση σε αυτές, χωρίς να διαχωρίζει τα δύο είδη. Αφηγηματικότητα και θεατρικότητα συνυπάρχουν, αλλά παράλληλα διατηρούν την αυτονομία και την ξεχωριστή επιδραστικότητά τους, ενώ οι δράσεις δεν αναπαριστούν απαραίτητα ό,τι η αφήγηση περιγράφει, βοηθώντας έτσι το θέαμα να ξεφύγει από την πεπατημένη μιας απλής “εικονογράφησης” της αφήγησης.

Η σκηνοθεσία επιτυγχάνει να αποδώσει με αξιοθαύμαστη ευρυθμία τις διακλαδώσεις της ιστορίας του Φρανκ και το πολυδιάστατο μωσαϊκό των ανθρώπων και των συμπεριφορών του μεσοπολεμικού Βερολίνου, αν και υπάρχουν σκηνές που εξελίσσονται εν τάχει και αφήνουν τον λιγότερο δυνατό χρόνο στο θεατή να επεξεργαστεί τις πολυάριθμες πληροφορίες· αυτό είναι και το μόνο στοιχείο που ζημιώνει κάπως το αποτέλεσμα, αν και πρόκειται μάλλον για κάτι αναμενόμενο, λόγω της επιδίωξης να συμπυκνωθεί σε μια λογική χρονική διάρκεια ένα ογκώδες κείμενο. Όλα αυτά, χωρίς να παραμελείται ο παράγοντας της θεατρικότητας και η αισθητική αποζημίωση του θεατή, στον οποίο παραδίδεται ένα θέαμα διόλου διδακτικό ή στε(γ)νά επεξηγηματικό. Αντιθέτως, η παράσταση αναβλύζει από τη χαρά του θεάτρου, ενώ δανείζεται επίσης, επιτυχημένα, στοιχεία από το μεσοπολεμικό καμπαρέ, με την καθοριστική συμβολή της μουσικής (Μιχάλης Λατουσάκης) και των τραγουδιών (στίχοι του Άρη Τρουπάκη), που εντάσσονται στη δράση, εμπλουτίζοντάς τη.

Μέσα στο ωραίο σκηνικό περιβάλλον που δημιουργεί η Ελένη Μανωλοπούλου, ένα σωρό παμπάλαια έπιπλα (ένα φθαρμένο κρεβάτι, τρεις-τέσσερις κουτσές καρέκλες, ένα μισοκατεστραμμένο πιάνο) που καλύπτονται από το γκρίζο της σκόνης και της διάλυσης της ηθικής τάξης, οι έντεκα ηθοποιοί γίνονται αφηγητές και δρώντα υποκείμενα. Η Μαρία Σαββίδου και ο Δημήτρης Παπανικολάου κρατούν το κύριο βάρος της αφήγησης (αλλά ερμηνεύουν και σύντομους ρόλους), καθοδηγώντας και ενορχηστρώνοντας κατά κάποιον τρόπο τη δράση των υπολοίπων, που ξεχωρίζουν ατομικά, ενώ παράλληλα συνθέτουν μια δεμένη, συντονισμένη ομάδα: ο Γιώργος Δάμπασης στο ρόλο του Φρανκ, ενός ανθρώπου-θύμα τόσο της ιστορίας, του πεπρωμένου όσο και των επιλογών του, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι, στην ενσάρκωση ανθρώπων που καθορίζονται από τη βία, τον τυχοδιωκτισμό, την εξαθλίωση και την ηθική απογύμνωση της εποχής τους: ο Άρης Τρουπάκης (Ρέινχολτ), και σε πολλαπλούς ρόλους οι Βασίλης Ανδρέου, Νίκος Καρδώνης, Λίλλυ Μελεμέ, Δημήτρης Φιλιππίδης, Στάθης Κόικας, ενώ ξεχωρίζουν ιδιαίτερα μες στην ευθραυστότητά τους οι νέες ηθοποιοί Πολυξένη Παπακωνσταντίνου και Θεόβη Στύλλου, που μοιάζουν να έρχονται απευθείας από τη Γερμανία του Μεσοπολέμου.

22.12.2022, Καράογλου Τώνια «Θέατρο (Κριτική) Berlin Alexanderplatz 4,5», Αθηνόραμα

 

Για το link πατήστε εδώ