«Ο θάνατος του Δαντών» (του Γκέοργκ Μπύχνερ) παρουσιάστηκε από τον Στάθη Λιβαθινό στη Στέγη Γραµµάτων και Τεχνών
Οι επαναστάσεις ωσάν ιστορικοί Κρόνοι τρώνε τα παιδιά τους; Έτσι δείχνουν τα πράγµατα και τα ιστορικά δεδοµένα δυστυχώς το επιβεβαιώνουν. Πάντως οι δύο µεγαλύτερες και βιαιότερες ανατροπές µιας κατεστηµένης κοινωνικής δοµής, η Γαλλική και η Μπολσεβίκικη Επανάσταση, το τεκμηριώνουν. Ούτε ένας από τους πρωταγωνιστές και των δύο δεν πέθανε στο κρεβάτι του, µε τις δάφνες του και γέρος µε τις αναµνήσεις του. Ούτε ένας – εκτός από τους δολιότερους, τον Φουκιέ και τον Στάλιν, τους νεκροθάφτες και των δύο ανατρεπτικών κινηµάτων. Ακόµα και σε πλέον περιορισµένες και όχι ιδεολογικές επαναστάσεις, σε κινήµατα και σε πραξικοπήµατα, όπως οι Τριάκοντα Τύραννοι και η χούντα του 1967, κατέρρευσαν εκ των έσω µε αλληλοφαγώµατα των πρωτεργατών (Κριτίας – Θηραµένης, Παπαδόπουλος – Ιωαννίδης).
Και για να µην πάµε και µακρύτερα, δείτε τι συνέβη στο κοµµουνιστικό κίνηµα του τόπου µας όπου από τον Πουλιόπουλο στον Ζαχαριάδη, από τον Σιάντο στον Ζαχαριάδη και από κείνον στον Κολιγιάννη και στη συνέχεια στον Φλωράκη, όλοι οι ηγέτες κατηγορήθηκαν για προδοσία και πρακτοριλίκι. Και ανάµεσα στις συµπληγάδες αλέστηκαν µεγέθη και αξίες όπως ο Καραγιώργης και ο Πλουµπίδης. ∆είτε ακόµη και σήµερα τι χολή (ευτυχώς δεν υπάρχουν γκουλάγκ ούτε, βέβαια, λαιµητόµοι) χύνεται εκατέρωθεν και τι µπηχτές εξαπολύονται ακόµη και εναντίον του Μπελογιάννη µε την ευκαιρία των αποµνηµονευµάτων της Έλλης Παππά. Όπως αποδεικνύουν τα πράγµατα, οι αιτίες ούτε ιδεολογικών διαφορών είναι ούτε άλλης τέτοιας τάξεως αντιπαραθέσεων. Πίσω από τις δολοπλοκίες, τις υπονοµεύσεις, τις συκοφαντίες, τις διαφοροποιήσεις στρατηγικών τάχα και τακτικών πάντα, κρύβονται προσωπικές αντιπαλότητες, ζήλιες, φθόνοι, συναισθηµατικές και άλλες τραυµατικές αντιδράσεις, δηλαδή η ανθρώπινη αδυναµία να ξεπεράσει το εγώ, να συναντήσει την ιστορία έξω από την ιδιοτέλεια και τον αυτισµό. Αυτό µας το δίδαξε κατά τρόπο σχεδόν προφητικό και τετελεσµένο ο Όµηρος στην «Ιλιάδα» και βέβαια οι τραγικοί και κυρίως ο Ευριπίδης.
Έστω αυτή η σύντοµη εισαγωγή για να κατανοήσουµε το εφηβικό κείµενο του Μπύχνερ (εφηβικό ως ορµή και διάθεση και ροµαντισµό, παρ’ όλο που το έγραψε 23 ετών, ανεξάρτητα αν αυτή η ηλικία για δραµατουργό είναι µοναδικό δείγµα). Αναφέροµαι στον «∆αντών» που ανέβηκε στο αµφιθέατρο της Στέγης Γραµµάτων και Τεχνών του Ιδρύµατος Ωνάση. Οµολογώ ότι δεν κατανοώ τους λόγους που οδήγησαν σ’ αυτό το κείµενο. Αν είναι αισθητικοί και παραπέµπουν σε έναν σταθµό του παγκόσµιου θεάτρου, θα διαφωνήσω. Αν είναι ιδεολογικοί λόγω της πρόσφατης κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισµού, άρα και µια αίσθηση ανακούφισης για τη µοίρα των επαναστάσεων εκ µέρους της παγκοσµιοποιηµένης οικονοµικής ελίτ, θα απαντούσα µε µια κραυγή που είχα την τύχη να ακούσω κάτω από το µπαλκόνι της Λαµίας το 1945 απ’ όπου απευθυνόταν ο Βελουχιώτης στον λαό εγκαινιάζοντας τον µοιραίο Εµφύλιο (ήµουν οκτώ ετών παιδί): «Άρη, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά». Την εποχή που η γειτονιά µας συνταράσσεται από κοσµογονικές εξεγέρσεις των µαζών θα ήταν άστοχο να θεωρήσουµε ως τελειωµένες ιστορίες τις επαναστάσεις και να τις καταδικάσουµε µε κριτήριο τον µηδενισµό ενός ροµαντικού εφήβου στη διάθεση και απελπισµένου της ιστορίας.
Το έργο όταν γράφτηκε, όταν πλέον και ο Ναπολέων είχε καταρρεύσει, ήταν ένα ρέκβιεµ, ένας επικήδειος και µια κατάρα για τα σύνδροµα του επαναστατηµένου ανθρώπου. Σήµερα που το αστικό καθεστώς το οποίο γέννησε η Γαλλική Επανάσταση, και αφού κατέρρευσε και το όραµα του Μαρξ, προς το παρόν ελπίζω, πνέει τα λοίσθια ταπεινωµένο κάτω από την άτεγκτη λογική του καπιταλισµού της διαφθοράς και του πανικού, τι νόηµα έχουν οι σχοινοτενείς µονόλογοι του ∆αντών, του Ροβεσπιέρου, του Σαιν-Ζυστ, τι νόηµα έχουν τα ηχηρά ρητορικά σχήµατα λίγο πριν τα εύηχα κεφάλια κατρακυλήσουν στο καλάθι της λαιµητόµου; Εξάλλου, το πράγµα έκτοτε διακόσια περίπου χρόνια πριν έχει ερευνηθεί, έχει γίνει ιστορία, µυθιστόρηµα, θέατρο, κινηµατογράφος. Και να πω και του στραβού το δίκιο. Τι νόηµα έχει σήµερα µια θεατρική παράσταση του «∆αντών» µετά το φιλµ µε το ίδιο θέµα του Βάιντα, ενός καλλιτέχνη που είχε κάθε τραυµατικό δικαίωµα λόγω σταλινικής καταπίεσης να κάνει την αναλογία; Εξάλλου, πάλι, ποια καλλιτεχνική, θεατρική αξία είχε ένα πρωτόλειο µε τον «Μαρά – Σαντ» του Βάις; Ή ακόµη και το «1789» της Λίχντγουντ; Αλλά και τι νόηµα έχει η λογοδιάρροια του Μπύχνερ µπροστά στο «Οι θεοί διψούν» του Ανατόλ Φρανς, που το επανέφερε στην επικαιρότητα πρόσφατα στα δοκίµιά του ο Κούντερα;
Έχοντας λοιπόν ο Στάθης Λιβαθινός να τιθασεύσει ένα τόσο δυσχερές, ανοικονόµητο κείµενο, ήταν φυσικό να το ψαλιδίσει, να το φέρει στα µέτρα του σύγχρονου θεατή, άρα εντέλει να το ευνουχίσει. Έτσι ράβοντας και κόβοντας µαζί µε τον µεταφραστή Γιώργο ∆επάστα το έργο, έφτιαξε ένα σενάριο όπου οι ρητορικές εξάρσεις των πρωταγωνιστών διακόπτονταν από µικροπαρεµβάσεις ενός κουκλοθεάτρου των µαζών, των βουλευτών και των καταδίκων. Ενοποίησε µάλιστα και τους µικρούς επεισοδιακούς γυναικείους ρόλους σ’ έναν, για να δώσει µια συµβολική φιγούρα της γυναικείας, περιθωριακής στα ιστορικά δρώµενα, παρουσίας.
Η παράσταση του Λιβαθινού, ενός σκηνοθέτη που γνωρίζει να πλάθει και σκηνικά δρώµενα και αισθητικές εικόνες ήταν µια ηχητική εικονογράφηση, µε έντονη τη θεατρικότητα (της ιστορίας;) και την παρέµβαση της µουσικής, ζωντανής, όπως στο Μιούζικ Χωλ, του Ράινιγκερ. Ο σκηνικός χώρος της Μανωλοπούλου, λειτουργικός, κατά τα ζητούµενα του σκηνοθέτη. Τα κοστούµια της, ένα συνονθύλευµα γούστου και µόδας σαν τους περιοδεύοντες θιάσους µε τα διαθέσιµα των σεντουκιών. (Η ιστορία σαν θέατρο της παρακµής;) Το όλον έσωσαν οι φωτισµοί του Αναστασίου. Από τους ηθοποιούς που είχε στη διάθεσή του ο Λιβαθινός µόνο ο Ανδρέου (Ροβεσπιέρος) θύµιζε κάπως τον εαυτό του.
Ο ∆αντών του Ηλία Μελέτη επιστράτευσε τη θητεία στον Τερζόπουλο, πασχίζοντας να καταλάβει τον Λιβαθινό. Βούλιαξε. Ο Ευθύµης Παππάς (Σαιν-Ζυστ) ολίγιστος, κατόρθωσε να κάνει αδιάφορο τον δαίµονα της Γαλλικής Επανάστασης.
Η Ναυπλιώτου, περιέργως, περιορίστηκε σε µια ενζενίστικη ναζιάρικη εκφορά του λόγου και µια υπνωτισµένη κίνηση. Από το «µπουλούκι» της ιστορίας ξεχώριζε κανείς περιστασιακά τον Καρδώνη, τον Παναγόπουλο, τον Στέλιο Ιακωβίδη.
28.02.2011, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Ρητορικά εικονογραφηµένα», Τα Νέα.
Για το link πατήστε εδώ